Ποίηση
Η Κική Δημουλά για την Ποίηση.
(Απόσπασμα από τον "Φιλοπαίγμονα Μύθο" το κείμενο που εκφώνησε κατά την τελετή υποδοχής
της, στην ακαδημία Αθηνών 11 Νοεμβρίου 2003)
Για την ποίηση: Τίποτα δεν ξέρεις πράγματι γι᾿ αυτή την έκλειψη τής κανονικότητας. Πότε συμβαίνει, πώς και σε ποιόν από τούς αμέτρητους, ιδιωτικούς ουράνιους θόλους της. Δεν τη βλέπεις ούτε διά γυμνού ευφάνταστου οφθαλμού, ούτε με τούς προστατευτικούς φακούς τής πείρας. Τη διαισθάνεσαι ίσως, από ένα επίμονο ανατρίχιασμα τής σιωπής και από το πώς κάποιες ανησυχίες σου γρατζουνάνε με τα νύχια τους την πόρτα. Λαβαίνεις τα μηνύματά της, άλλα σε ένα περίβλημα τόσο σκοτεινό και αδιαπέραστο που σχεδόν ποτέ δεν ανακαλύπτεις αν περιέχει δωρεά ή χλεύη. Το διακινδυνεύεις ωστόσο, παίζεις το τυφλό παιχνίδι τής ψηλάφησης. Αν έχασες ή κέρδισες, διχασμένες πάντα οι πληροφορίες. Δεν ξέρεις.
Απόσταγμα ευλάβειας και σοφίας "το δεν ξέρω", που ασπάζεται η πνευματική σταθερά μας, άλλα και ένα πλήθος προσεγγιστικών ορισμών για την ποίηση, σαν πολύτιμα τάματα αφιερωμένα στην ερμητική εικόνα της.
Σαν ένα ματσάκι από λέξεις η ποίηση. Τις συλλέγει από το μικρό θερμοκήπιό του ένας μονόλογος, που χρόνια ονειρεύεται να τις προσφέρει σε μιαν επικοινωνία με την οποία είναι αιώνες ερωτευμένος, χωρίς να έχει λάβει σαφή δείγματα ανταποκρίσεως εκ μέρους της.
Ποίημα είναι «ο παρατεινόμενος δισταγμός ανάμεσα στον ήχο και το νόημα» είπε ο Βαλερύ και ποίηση «η προσπάθεια απεικόνισης, με τα μέσα τής έναρθρης γλώσσας, εκείνων των πραγμάτων που επιχειρούν στα σκοτεινά να εκφράσουν οι κραυγές, τα δάκρυα, οι σιωπές, τα φιλιά, οι στεναγμοί, οι θωπείες. Δάκρυα που ξέρετε πιο πολλά από μένα...»
Σαν μια εκδρομή η ποίηση, αρκετά έξω, μακριά από την πυκνοκατοικημένη γλώσσα. Πας εκεί εντελώς μόνος, στρώνεις κάτω ένα μεγάλο λευκό χαρτί, το στερεώνεις με ένα υπομονετικό μολύβι, και περιμένεις. Μήπως η ετοιμασία σου προσελκύσει εκείνες τις σαύρες - λέξεις που τρέχοντας περνούν και με τη θαυμαστή προσαρμοστικότητά τους πάνε και κρύβονται στο άλλο χρώμα κάθε φορά, τού άλλου νοήματος, μέσω τού οποίου και διαφεύγουν. Υπερκινητικές οι λέξεις. Περιμένεις, ώρες, μήνες, μπορεί και χρόνια, μήπως και τις μαγνητίσει αυτή η κατάλευκη άγραφη λιχουδιά που τούς έχεις απλώσει.
Κάποτε, πηγαίνοντας στην Αλεξανδρούπολη, πολύ πριν φτάσω στην πόλη, είδα ψηλά, στην κορυφή αλλεπάλληλων τηλεγραφόξυλων, φωλιές πελαργών. Καθεμιά εξείχε από τη βάση, αφράτη, γυαλιστερή, σαν τούς λουσάτους φραμπαλάδες γύρω από τις κούνιες τις έτοιμες να καλωσορίσουν νεογέννητα. Στο κέντρο τής φωλιάς, όρθιος ο πελαργός, ακίνητος στο ένα του πόδι, σαν με αυτή την ασκητική στάση να προφύλασσε, με συνθηματική ισορροπία, την ιερή επώαση τής μυστικότητας.
Σαν μια φωλιά φυγής η ποίηση. Χτισμένη σε αιχμηρό ύψος, ώστε να είναι δυσπρόσιτη στην αρπαχτική περιέργεια να θέλει κανείς να δει καθαρά, το εντός της επωαζόμενο. Την αποτελεσματική προστασία τής απόκρυψης την παρέχει η αφαίρεση. Η τέχνη επαγρυπνά. Διά τής ελλειπτικότητος. Ισορροπώντας στο ένα της πόδι. Γράφοντας αφαιρούμε.
…………………………………………………………………………………………………………......................................................................................................................
Ένα αγωνιώδες ερώτημα, πού συχνά τίθεται, είναι αν στην εποχή μας ωφελεί ή ποίηση.
Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες τού ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους πού πιστεύουν στη μαγεία της. Πού δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον τής κατανόησής της. Ωφελεί, εκείνον πού την ασκεί και μόνον κατά τη διάρκεια τής άσκησης, επειδή τότε μόνο τον βγάζει από το σώμα του, τον σταθεροποιεί σε μιαν αιώρηση απ᾿ όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο τής μικρότητάς του. Ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τούς μεγάλους κάδους τής βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι τού αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει ή ουσία. Τέλος, ή ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.
Απόσταγμα ευλάβειας και σοφίας "το δεν ξέρω", που ασπάζεται η πνευματική σταθερά μας, άλλα και ένα πλήθος προσεγγιστικών ορισμών για την ποίηση, σαν πολύτιμα τάματα αφιερωμένα στην ερμητική εικόνα της.
Σαν ένα ματσάκι από λέξεις η ποίηση. Τις συλλέγει από το μικρό θερμοκήπιό του ένας μονόλογος, που χρόνια ονειρεύεται να τις προσφέρει σε μιαν επικοινωνία με την οποία είναι αιώνες ερωτευμένος, χωρίς να έχει λάβει σαφή δείγματα ανταποκρίσεως εκ μέρους της.
Ποίημα είναι «ο παρατεινόμενος δισταγμός ανάμεσα στον ήχο και το νόημα» είπε ο Βαλερύ και ποίηση «η προσπάθεια απεικόνισης, με τα μέσα τής έναρθρης γλώσσας, εκείνων των πραγμάτων που επιχειρούν στα σκοτεινά να εκφράσουν οι κραυγές, τα δάκρυα, οι σιωπές, τα φιλιά, οι στεναγμοί, οι θωπείες. Δάκρυα που ξέρετε πιο πολλά από μένα...»
Σαν μια εκδρομή η ποίηση, αρκετά έξω, μακριά από την πυκνοκατοικημένη γλώσσα. Πας εκεί εντελώς μόνος, στρώνεις κάτω ένα μεγάλο λευκό χαρτί, το στερεώνεις με ένα υπομονετικό μολύβι, και περιμένεις. Μήπως η ετοιμασία σου προσελκύσει εκείνες τις σαύρες - λέξεις που τρέχοντας περνούν και με τη θαυμαστή προσαρμοστικότητά τους πάνε και κρύβονται στο άλλο χρώμα κάθε φορά, τού άλλου νοήματος, μέσω τού οποίου και διαφεύγουν. Υπερκινητικές οι λέξεις. Περιμένεις, ώρες, μήνες, μπορεί και χρόνια, μήπως και τις μαγνητίσει αυτή η κατάλευκη άγραφη λιχουδιά που τούς έχεις απλώσει.
Κάποτε, πηγαίνοντας στην Αλεξανδρούπολη, πολύ πριν φτάσω στην πόλη, είδα ψηλά, στην κορυφή αλλεπάλληλων τηλεγραφόξυλων, φωλιές πελαργών. Καθεμιά εξείχε από τη βάση, αφράτη, γυαλιστερή, σαν τούς λουσάτους φραμπαλάδες γύρω από τις κούνιες τις έτοιμες να καλωσορίσουν νεογέννητα. Στο κέντρο τής φωλιάς, όρθιος ο πελαργός, ακίνητος στο ένα του πόδι, σαν με αυτή την ασκητική στάση να προφύλασσε, με συνθηματική ισορροπία, την ιερή επώαση τής μυστικότητας.
Σαν μια φωλιά φυγής η ποίηση. Χτισμένη σε αιχμηρό ύψος, ώστε να είναι δυσπρόσιτη στην αρπαχτική περιέργεια να θέλει κανείς να δει καθαρά, το εντός της επωαζόμενο. Την αποτελεσματική προστασία τής απόκρυψης την παρέχει η αφαίρεση. Η τέχνη επαγρυπνά. Διά τής ελλειπτικότητος. Ισορροπώντας στο ένα της πόδι. Γράφοντας αφαιρούμε.
…………………………………………………………………………………………………………......................................................................................................................
Ένα αγωνιώδες ερώτημα, πού συχνά τίθεται, είναι αν στην εποχή μας ωφελεί ή ποίηση.
Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες τού ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους πού πιστεύουν στη μαγεία της. Πού δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον τής κατανόησής της. Ωφελεί, εκείνον πού την ασκεί και μόνον κατά τη διάρκεια τής άσκησης, επειδή τότε μόνο τον βγάζει από το σώμα του, τον σταθεροποιεί σε μιαν αιώρηση απ᾿ όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο τής μικρότητάς του. Ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τούς μεγάλους κάδους τής βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι τού αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει ή ουσία. Τέλος, ή ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.
Αποστάγματα Ποιητικής Σοφίας
" Οι Επτά Εντολές"
(Από τη Γέννεση τού Άξιον Εστί τού Ελύτη
|
Από τα τρία κρυφά ποιήματα Επί Σκηνής ΣΤ - Πότε θα ξαναμιλήσεις. Γιώργος Σεφέρης
|
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή τού αγέρα ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί. Το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή τού ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε δεν είναι εκεί. Ίσως να γυρεύουν να μιλήσουν τ᾿ άστρα που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα ο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιός ίσως εκείνα. Αλλά που θα είσαι τη στιγμή που θα ᾿ρθει εδώ σ᾿ αυτό το θέατρο το φως; Από τη συλλογή "τρία κρυφά ποιήματα" "Επί Σκηνής ΣΤ' |
Κωνσταντίνος Καβάφης «Γκρίζα»
Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια που είδα· θάναι είκοσι χρόνια πριν .... ...................................................................... Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε. Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη, για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ιδωθήκαμε. Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια· θα χάλασε τ᾿ ωραίο πρόσωπο. Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν. Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν, ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι. |
|