Ποιήματα Ελλήνων ποιητών από Ε-Κ
Περιεχόμενα
|
Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994)
Αυτά |
Κατάληξη
|
Αυτά τα μάτια, έτσι καθώς
αδιόρατα σού χαμογελούν και σε ανακρίνουν εισδύοντας από τις αφύλαχτες ρωγμές στα ενδότερα, λάμποντας εκτυφλωτικά, αυτά τα μάτια είναι μαγνήτες καταστροφικοί-- μια μέρα θα σε κάψουν. Ετούτα τα μαλλιά, έτσι όπως μέσα τους χάνεσαι μεθώντας απ᾿ την ευωδιά, εισπνέοντας άπληστα, ως την τρέλα, το φαρμάκι τους, και στο λαιμό σου τυλίγονται βαλσαμικά και σε ναρκώνουν, ετούτα τα μαλλιά είναι πλοκάμια -- μια μέρα θα σε πνίξουν. Αυτά τα χέρια, έτσι καθώς απαλά περπατούν επάνω στο κορμί σου και τρυφερά σού κλείνουν μία μία τις πληγές, αδιάκοπα κιόλας, ταξιδεύοντας στον ύπνο σου, τυραννικά, και καθώς κύμα πονετικό, τής άνοιξης, σε νανουρίζουν -- θα ᾿ρθει μια μέρα που θα σε σκοτώσουν. Αυτά τα μάτια, αυτά τα μαλλιά, κι αυτά τα χέρια. Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) |
Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ᾿ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη, και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ᾿ αυτά, αρχίζουν να σού τα παίρνουν μέσ᾿ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν. Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μάς κλέβουν στα χαρτιά. Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως. Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας, πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα τής νιότης, γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα. Τέλος, μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή, αληθινά δικά μας. Από τη συλλογή Αφαίμαξη (1971) |
Η πληγή
|
Του χρόνου λάφυρο
|
Εδώ
λίγο πιο κάτω απ᾿ το λαιμό στο στήθος παίζοντας σχεδόν ανύποπτη ανέμελη άφησες το βαθύ σου σημάδι με χάραξες παντοτινά. Πέρασαν τόσα χρόνια βέβαια από τότε, αλλά φεγγρίζει ξέρεις, κάτω από τα ρούχα ακόμα παράξενα, δεν μπορώ να κρυφτώ, με βλέπουν, να ο σημαδεμένος λεν και με το δάχτυλο με δείχνουν Τα βράδια ωστόσο, βγάζω τα ρούχα μου ένα ένα και στο φως τής λάμπας, γυμνός, χαϊδεύω τρυφερά την πληγή την προσκυνώ και με κρυφή περηφάνια τη φροντίζω. Από τη συλλογή "το διάλειμμα" 1976 |
Στιγμή μοναδική
τού χρόνου λάφυρο. Σε κράτησα νυχτερινή απτή κι όνειρο δεν ήταν, πλάνη δεν ήτανε τής στέρησης, αντικατοπτρισμός τής παιδεμένης φαντασίας, που μπλέχτηκαν τα σώματά μας που πάλεψαν, που ο θάνατος για μια στιγμή μοναδική είχε καταργηθεί. Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) |
Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923)
Ήθελα νάμαι στο γιαλό, το κύμα να ρωτήσω
σαν αγριεύει τι ζητά, και σα βογκάει, τι λέγει.
Γιατί αφρισμένο δέρνεται στο βράχο να γνωρίσω,
για ποιες μεγάλες συφορές εβούρκωσε και κλαίγει.
Ήθελα νάμαι στο βουνό τον πεύκο να ρωτήσω,
σαν τα λυγίζει ο άνεμος τα σκοτεινά κλωνιά του,
για ποιο πουλί πού πέταξε και δε γυρίζει πίσω
βαριοστενάζει, πού θαρρείς λαβώθηκε ή καρδιά του.
Και μες στα φύλλα τής ιτιάς ήθελα νάμαι ακόμα,
να δω ποιος χύνει ένα ψιλό και μυστικό φαρμάκι
μες τού καημένου τού αηδονιού το μαγεμένο στόμα,
πού ακούς και λες είν᾿ άνθρωπος, κι όχι μικρό πουλάκι.
Παράξενο, να μοιάζουνε τα κύματα κι οι πόθοι,
τ’ αγέρι κι ο αναστεναγμός, το κλάμα και τ᾿ αηδόνι!
Κι ο μέσα κόσμος τής ψυχής καλλίτερα να νοιώθει
τον έξω κόσμο, σα θαρρεί κι αυτόν πώς δέρνουν πόνοι.
σαν αγριεύει τι ζητά, και σα βογκάει, τι λέγει.
Γιατί αφρισμένο δέρνεται στο βράχο να γνωρίσω,
για ποιες μεγάλες συφορές εβούρκωσε και κλαίγει.
Ήθελα νάμαι στο βουνό τον πεύκο να ρωτήσω,
σαν τα λυγίζει ο άνεμος τα σκοτεινά κλωνιά του,
για ποιο πουλί πού πέταξε και δε γυρίζει πίσω
βαριοστενάζει, πού θαρρείς λαβώθηκε ή καρδιά του.
Και μες στα φύλλα τής ιτιάς ήθελα νάμαι ακόμα,
να δω ποιος χύνει ένα ψιλό και μυστικό φαρμάκι
μες τού καημένου τού αηδονιού το μαγεμένο στόμα,
πού ακούς και λες είν᾿ άνθρωπος, κι όχι μικρό πουλάκι.
Παράξενο, να μοιάζουνε τα κύματα κι οι πόθοι,
τ’ αγέρι κι ο αναστεναγμός, το κλάμα και τ᾿ αηδόνι!
Κι ο μέσα κόσμος τής ψυχής καλλίτερα να νοιώθει
τον έξω κόσμο, σα θαρρεί κι αυτόν πώς δέρνουν πόνοι.
Αλέξης Ζακυθινός (1934-1992)
Η ΣΠΟΡΆ
|
ΦΑΝΦΆΡΑ
|
Έχομε ένα χωραφάκι πατρογονικό, μια χούφτα
μαύρη γη, πού δεν τ᾿ οργώνουν χρόνια τώρα παρά αγέρηδες και παγωνιές κι αγκάθια μόνο βγάζει, χέρσο χωραφάκι, χέρσο κι άσπαρτο, και τι να σπείρομε; Χειμώνες, καλοκαίρια φεύγουν κι όλο δεν αποφασίζομε και φεύγομε κι εμείς, οι εφτά αδελφοί, και μόνο εφτά ξερά κορμιά στο χωραφάκι μας θα σπείρομε. |
Σαλπίζω, άλλο δεν κάνω, κι είμαι
τής παλιάς, χαμένης τώρα πια γενιάς των σαλπιγκτών, χαμένος ο ίδιος στο βαρήκοο κόσμο σας, λοιπόν άλλο δεν κάνω παρά να σαλπίζω το απροσδόκητο. |
ΚΑΤΆΘΕΣΗ |
ΣΗΜΑΔΟΎΡΑ
|
Κρίμα και ντροπή δεν είναι πού γεράζω,
μα πού σ᾿ ένα τέτοιο κήπο μες στις αναπνοές των λουλουδιών και των πουλιών γεράζω, αντί στον τοίχο ν᾿ ανεβώ τού κήπου, ολόκληρος να φαίνομαι, σημαία κρατώντας ανοιχτή κι εκτεθειμένος στις βολές τους. |
Το φως πάνω στο κύμα
αυτής τής θάλασσας των αστεριών δεν είναι πια, μα των ακόμη ζωντανών ματιών μου, τού πνιγμένου. |
ΑΧΆΡΑΚΤΟ ΕΠΙΤΎΜΒΙΟ
|
ΤΈΛΟΣ |
Ενθάδε κείται ο πού ζητούσε να δοκιμασθεί πέρα
απ᾿ τις λέξεις, μήτε καν στης ζωής τούς άγριους στίβους ή στους ούριους τής αγάπης, ο που νέο ζητούσε τρόπο να εκφρασθεί, βαθύ κι απρόσιτο, ώστε διόλου και κανείς να μην μπορεί στον μυστικό του ειρμό να εισδύσει κι έτσι στην χορεία να λογισθεί των αθανάτων. Μα τον βρήκε ο θάνατος χωρίς να μαθευτεί αν τον έπληξε ποτέ τον υψηλό του στόχο· πάντως την στιγμή τού τέλους μόνο « Αχ, μάνα!» ακούστηκε να ψιθυρίζει. |
Το κορίτσι τής ταινίας, αμέσως μόλις
η ταινία τελειώσει, κατεβαίνει απ᾿ το πανί και στην γωνιά τού δρόμου, ολόκληρο ένας πόθος, τρέχει, ψιθυρίζοντας τον τρυφερό σκοπό, που λίγο πριν απ᾿ το μεγάφωνο ακουγόταν, κι απ᾿ το χέρι παίρνοντάς με, στην λεωφόρο σαν να βιάζεται, με παρασύρει. Μα όταν μες στα φώτα στρέφομαι να την κοιτάξω, δίπλα μου δεν είναι πια και τότε μόνο αληθινά το νιώθω Τέλος τι σημαίνει. |
ΈΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΌΣ, ΔΙΉΓΗΜΑ
|
ΦΆΝΤΑΣΜΑ ΤΉΣ ΝΙΌΤΗΣ, ΔΙΉΓΗΜΑ
|
Γεμάτη ανθρώπους η οικουμένη, μα σ᾿ αυτή
την κάμαρα ερημιά. Προφέρει μόνο «Φεύγω τώρα» και σηκώνεται η γυναίκα. «Φεύγεις» ο άντρας ψιθυρίζει. Κι η γυναίκα «Τίποτε δεν έχεις να μού πεις;» «Να σε παρακαλέσω να μη φύγεις δεν μπορώ, γιατί είσαι πια φευγάτη» «Κάνεις τη στιγμή πιο δύσκολη» τού λέει γλυκά, καθώς γλυκά τον άλλο σκέφτεται. «Θα το ᾿θελες να μείνω, αφού...;» Διστάζει, πάει κοντά του και «Θα δεις πού γρήγορα θα με ξεχάσεις» λέει και κάνει να τον αγκαλιάσει, μα μ᾿ ένα τρελό φτερούγισμα πάνω στους τοίχους η ερημιά τη σταματά· λοιπόν τα πράγματά της παίρνει και, σα φοβισμένη, ψιθυρίζοντας «Ευχαριστώ», πετάγεται έξω — εκείνος πίσω της — κι εκεί διαλύεται μέσα στο φως. Εκείνος στέκει μια στιγμή στο πεζοδρόμιο και, σαν από κάπου να τον φώναξαν, μπαίνει στο χολ, στην άδεια κάμαρα κατόπιν, μόλις τώρα δα κι αυτός προσέχοντας τα φτερουγίσματα. |
Ανέβηκε στην κάμαρά της κι έμεινε έτσι μέσα
στο σκοτάδι μια στιγμή ν᾿ ακούει βαριεστημένα το μουντό βουητό τής εσπερίδας απ᾿ το κάτω δώμα. Φυσικά θα γύριζε ξανά σε λίγο ανάμεσα στους ξένους της, κοντά στον σύζυγό της, όμως αναμνήσεις εκεί δα τής ήρθαν. Χρόνια πριν ένας συμμαθητής της σε χορό τής τάξης τους θυμάται που τής έλεγε όλο, καθώς χόρευαν, γλυκόλογα και πώς το απόβραδο η κατάπρωτη συνάντησή τους στο παρκάκι θα γινόταν· ένα κόκκινο, θυμάται τώρα δα, γαρύφαλλο κάποια στιγμή τής έβαλε βαθιά στο στήθος· μάλιστα εξ αιτίας αυτής τής ξαφνικής και κάπως βάναυσης χειρονομίας τού πέταξε στα πόδια το γαρύφαλλό του και το βράδυ στο παρκάκι δεν επήγε. Όχι, καμιά δεν νιώθει τώρα μεταμέλεια, μόνο απ᾿ το ποτό βαριά, τόσο, πού διόλου δεν κατάλαβε πώς μέσ᾿ απ᾿ το παράθυρο, — στο χέρι το γαρύφαλλο, χωρίς κανένα θόρυβο, χωρίς καν όγκο, τις ανάερες ελαφρά ταράζοντας κουρτίνες μόνο, —μπήκε εκείνος ο ίδιος λαύρος έφηβος και τώρα εμπρός της στέκει, το ίδιο εκείνο λουλούδι, ωστόσο αμάραντο, παράξενα μυριστικό, μαδώντας. |
ΤΟ ΚΑΤΑΦΎΓΙΟ
|
Ο ΆΛΛΟΣ ΔΙΆΛΟΓΟΣ
|
Αυτήν την ευκαιρία κι αν έχασα,
θα ᾿ρθουν καλύτερες, άλλα αν τυχόν δεν έρθουν ή κι αυτές τις χάσω, τι με νοιάζει, αφού ασφαλής εσύ πάντα μπροστά μου υπάρχεις, άβυσσε. |
Σιγά σιγά και συ θα καταλάβεις
πως αυτός ο διάλογος ανάμεσά μας έγινε μονόλογος και τότε, μόνο τότε, με κατάλληλη για τα πουλιά τροφή θα βγεις στο παραθύρι. |
ΚΡΙΤΙΚΌ ΥΣΤΕΡΌΓΡΑΦΟ
|
ΒΡΑΔΙΝΌ ΕΙΔΎΛΛΙΟ
|
Ενώ τα υπάρχοντά μου, λίγο προτού φύγω,
συγκεντρώνω, ο διάδοχός μου, το κατάστιχο στο χέρι, μού θυμίζει μ᾿ επιμέλεια τάχα τα αντικείμενα, που δε μού ανήκουν, όμως κατά βάθος δεν τον νοιάζει παρά μόνο να χαρεί στο πρόσωπό μου τις αδιόρατες συσπάσεις, όταν στο καλάθι μαρτυρίες κι ενθύμια ρίχνω των εδώ ημερών μου. |
Η γριούλα τού σπιτιού μας κάθε
βράδυ σεργιανάει στους κήπους και, κορίτσι πάλι σάμπως, ψάχνει να ποτίσει τα τριαντάφυλλα. Όμως μήτε κήποι υπάρχουν πια, μήτε τριαντάφυλλα, μόνο βαθιά, πολύ βαθιά μες στο κεφάλι της ένα ποτιστηράκι. |
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΌ
|
ΟΙ ΧΕΙΡΑΨΊΕΣ
|
Γράφω ακόμη· ναι, κάτι χλωμά κι ανούσια κάποτε
πονήματα συχνά αραδιάζω στο χαρτί, καθώς ή νύχτα πέφτει· μα όλο πιο αυστηρή, σχεδόν μεμψίμοιρη η αυτοκριτική στο εξής θα γίνεται, επαχθέστερος κι ο κάματος, ωσότου τίποτε, ούτε καν αυτό το λίγο, να προκύπτει. |
Χειραψίες ονειρεύομαι με τούς διαβάτες, ώρα
βραδινής αιχμής, σε μια απ᾿ τις κεντρικές οδούς τής πόλης μας, όπου σε λίγες μέρες, ίσως κι αύριο, την κυκλοφορία οι επιφορτισμένοι με την τάξη των οδών θα σταματήσουν, για να μ᾿ εντοπίσουν με τούς προβολείς τους, όταν πάνω στη στιγμή τής τόλμης θα περνάω απ᾿ τ᾿ όνειρο στην πράξη, διόλου πια με πρόθεση να σπαταλήσω μια ψυχή, μα να τούς κάψω, ηλεκτροφόρος ξάφνου, τούς διαβάτες, τη μικρή μας πόλη και την οικουμένη. |
Λεύκιος Ζαφειρίου
Η ΠΑΡΆΝΟΜΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΉ ΣΥΝΆΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΊΑ
|
ΝΕΦΈΛΗ
|
Η σύναξη έγινε τελείως αντικανονικά:
ο Μακρυγιάννης μπάρκαρε απ᾿ τη Μακρόνησο (μισότρελοι σύντροφοι με λειψά αφτιά κουτσαίνοντας τού σφύριξαν να προσέχει απ᾿ τα μεγάλα τρωκτικά)· ο Χικμέτ ξεκίνησε από τα λαϊκά προάστια τής Κωνσταντινούπολης (εργάτες πεινασμένοι στους δρόμους διοχέτευαν την οργή τους στην ποίησή του — αρκαντάς βάστα γερά τού φώναζαν κι έδειχναν τον Πενταδάκτυλο με τον δείκτη τού χεριού τους)· ο Ρήγας πέρασε μέσα από ένα προπέτασμα καπνού και βρέθηκε στη μέση τής πλατείας βρεγμένος ως το κόκκαλο με το λουρί περασμένο στον λαιμό απαγγέλλοντας με στραγγαλισμένη φωνή στίχους τού νεότερου Ναζίμ. |
Ποια μπόρα σ᾿ έχει ρίξει
μέσα μου και χρόνο με τον χρόνο ριζώνεις πιο βαθιά στην κάθε μου ίνα στο κάθε αιμοσφαίριό μου -- τραγούδι δαιμονισμένο, ανάγλυφη πληγή η αφή σου, στροβιλιζόμενη σκέψη επίμονα με καθηλώνει, το πείσμα σου κάθετος βράχος πού ρίχνεται μέσα στη θάλασσα, τα μάτια σου σε διαστολή κάτω από κραδασμούς ηλεκτροσόκ ενεδρεύουν αδυσώπητα και θλιμμένα το σκοτάδι· προσποιούμαι τον ανήξερο ένας αδαής σαλτιμπάγκος κι η διεισδυτικότητά σου με ξαφνιάζει. Ουρλιάζω στην ανυποψίαστη αίσθηση τής απουσίας σου, κάτω από αψίδες μιας άχρονης ελευθερίας μετακινείσαι και μετατοπίζεσαι μέσα μου, κορίτσι κάτω απ᾿ τις λεύκες αυλής ερειπωμένου σπιτιού, μεταλλάσσοντας το σκοτάδι σε φως, την οδύνη σε τραγούδι, κρατώντας τα χρόνια τής εφηβείας σου κάτω απ᾿ το χώμα σε λήκυθο υπόγεια να τρέχει το αίμα σου στις φλέβες μου μέσα. |
ΠΆΝΟΣ Κ. ΘΑΣΊΤΗΣ (1923-2008)
Ελληνική επαρχία μ.Χ.
|
Μοναξιά
|
Έφριξε σαν πήγε ο ίδιος, με τα ίδια του τα μάτια και τα είδε.
Τόση ρεμούλα, τέτοιο χάλι πού να το φανταστεί. Έβγαλε ευθύς διαταγές τη μια πάνω στην άλλη, ήλεγξε, καυτηρίασε, τιμώρησε, κάτι να διορθώσει, κάτι να περισώσει απ᾿ την καταστροφή. Οι άλλοι, οι από πάνω, μάθαιναν βέβαια ταχτικά τα νέα τον ζήλο τού λαμπρού νέου επάρχου την ακάθεκτη έφεσή του για ευποιία, χρηστή φιλόπτωχο διοίκηση κλπ. Μα δεν ανησύχησαν. «Θα τού περάσει» είπαν, «κι άμα δεν τού περάσει και κάνει τώρα πως δεν ξέρει, τον αντικαθιστούμε, τον διαγράφουμε, τον εξαφανίζουμε στο κάτω κάτω. Το ίδιο μάς κάνει συνεπώς κι αν τού περάσει κι αν δεν τού περάσει». Η αλήθεια είναι, πως τού πέρασε και τού παραπέρασε. Ούτε να τον παραμερίσουνε χρειάστηκε ούτε βέβαια — τον άνθρωπο!— να τον εξαφανίσουν. Ήδη, γοργά ανέρχεται κι έχει λαμπρό το μέλλον. «...Ελεεινόν θέατρον...», 1980 |
Όλοι ανακαλύπτουμε μια μέρα κάτι
χάνουμε κάτι δίνουμε και παίρνουμε τις ίδιες μαχαιριές. Όμοια τα στίγματα στα πρόσωπά μας. Αλήθεια, θα μπορούσε να ᾿μαστε φίλοι, θα μπορούσε... Αν σε μιαν ελάχιστη στιγμή μαύρο ξαφνικό λεπίδι δε χώριζε τη συντροφιά μας στα δυο· εγώ απ᾿ εδώ, σ᾿ ενός έρημου κύκλου τη μέση τρομαγμένος χαμένος απελπισμένος κλαίοντας γοερά πάνω σε νεκρούς που δεν ξέρετε ή που σκοτώσατε οι ίδιοι· και σεις εκείθε ανέπαφοι, αφάνταστα μακριά μου. Δεν ήρθαμε Δε θα φύγουμε μαζί. Από τη συλλογή Πράγματα (1957) |
Ιωαννίδης Ιάσων (1928 - 2010)
ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΈΜΕΙΝΑ
|
ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ
|
Μια μέρα είπα: Δεν έχω καιρό,
αύριο θα τελειώσω ό,τι άρχισα. Και να πού είκοσι χρόνια τώρα ποτέ δεν έρχεται το αύριο. …………………………………………………… |
Ντρέπομαι να κοιτάζω πια τα μάτια μου.
Αλήτεψαν. Δεν πλένονται. Δεν αντικρίζουνε καθρέφτη, Σ᾿ ακολουθάνε. Σα χέρια σφίγγουνε τη μέση σου. Κυλάνε στους μηρούς, στα στήθια, Λάμπουνε πάνω απ᾿ το κρυφό σου το χορτάρι. Τα βράδια φεύγουνε μακριά και ξενυχτάνε, Τυραγνισμένα από καπνούς τσιγάρων. |
ΣΤΆΧΥ
|
ΑΓΝΏΡΙΣΤΟΙ
|
Η αγαπημένη μου
γλυκό καλάμι τού σταριού καλάμι πράσινο που αναβλύζει γάλα. Το δέρμα της, ένα λιβάδι μαργαρίτες. Σαν κλείνει τα μάτια της δε βλέπω. Τη φωνή της κράτησα ραβδί κι ακολουθάω. Τρεμάμενα δάχτυλα φέρνω στο πρόσωπό μου κι αγγίζω τη μορφή της. Δεν έχω πρόσωπο. |
Εκείνη η άσαρκη γυναίκα,
που μούφραξε το δρόμο χαμογελώντας, ενώ το βλέμμα μου την είχε προσπεράσει σαν απονύχτιον ίσκιο, θυμήθηκα: Ήταν το κορίτσι των Βαΐων. Ανηφορίζαν τα πουλιά προς το βοριά και το ποτάμι κατέβαινε στη θάλασσα. Ζεστό το χώμα κι ο αγέρας. Τα δυο κορμιά μας σπαρταρώντας αγκαλιάζονταν στο νερό. Λεύκες τα πόδια της. Τα γόνατά μου πράσινα από τα χόρτα. Ακόμα κυλάει το ποτάμι μακρυά. Στην όχθη τής πίσσας τώρα εμείς. Αλλαγμένοι, αγνώριστοι. |
Ό,ΤΙ ΚΑΤΈΧΕΙΣ ΤΟ ΣΤΕΡΟΎΜΑΙ |
ΦΌΒΟΣ
|
Με νοικιάζεις κύριε
σαν ένα δωμάτιο ή σαν άδειο γραφείο. Καρφώνεις τούς τοίχους. Λερώνεις τα πατώματα. Με γεμίζεις φωνές και προστάγματα. Να σε σβήσω θέλω κλείνοντας τα μάτια. Σφραγίζοντας τ᾿ αυτιά. Μα εδώ δεν είναι πόρτα ή παράθυρο. Μέρα και νύχτα περπατάς μες το μυαλό μου. |
Φοβάμαι το χώμα σαν με τυλίγει ερημιά
και δεν υπάρχουνε φωνές και άνθρωποι. Φοβάμαι το κύμα σε σκοτεινό γιαλό, σα δεν υπάρχουνε σκοινιά και ξύλα. Φοβάμαι το πλήθος σε πλατείες βουερές σα δεν υπάρχουν άλλες γνώμες κι ανοχή, μονάχα ένας πού μιλά και φανατίζει. Φοβάμαι τα μπράτσα, το κορμί και το μυαλό μου, όταν φοβούνται. |