Μαρσέλ Προυστ
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο.
Μυθιστορηματικά ανθολογημένο κείμενο
Από τη μεριά του Σουάν, Ονόματα τόπων: το Όνομα
Τα ονόματα των τόπων είχαν κλείσει μέσα τους όλες μου τις επιθυμίες τα όνειρα μου, αυξάνοντας τις αυθαίρετες χαρές τής φαντασίας. Και μόνο η αναφορά τους, ξυπνούσε τις λαχτάρες μου, επιτείνοντας την απογοήτευση τών ταξιδιών μου.
Ακόμα και την Άνοιξη, αν έβρισκα τ᾿ όνομα Μπαλμπέκ σ᾿ ένα βιβλίο, αυτό ήταν αρκετό για να ξυπνήσει μέσα μου τη λαχτάρα για καταιγίδες και το Νορμανδικό γοτθικό ρυθμό· ακόμα και σε μέρα καταιγίδας τ᾿ όνομα τής Φλωρεντίας ή τής Βενετίας μ᾿ έκανε να λαχταρώ τον ήλιο, τα κρίνα, το ανάκτορο των Δόγηδων και την Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε.
Ακόμα και την Άνοιξη, αν έβρισκα τ᾿ όνομα Μπαλμπέκ σ᾿ ένα βιβλίο, αυτό ήταν αρκετό για να ξυπνήσει μέσα μου τη λαχτάρα για καταιγίδες και το Νορμανδικό γοτθικό ρυθμό· ακόμα και σε μέρα καταιγίδας τ᾿ όνομα τής Φλωρεντίας ή τής Βενετίας μ᾿ έκανε να λαχταρώ τον ήλιο, τα κρίνα, το ανάκτορο των Δόγηδων και την Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε.
Απ᾿ τα δωμάτια που την εικόνα τους αναπολούσα πιο συχνά στις άγρυπνες νύχτες μου, κανένα δέν έμοιαζε λιγότερο με τα δωμάτια τού Κομπραί, όσο το δωμάτιο στο "Γκράντ Οτέλ: Η Παραλία" τού Μπαλμπέκ [1], που οι τοίχοι του, βαμμένοι με ριπολίνη, κρατούσαν, σαν τα γυαλιστερά τοιχώματα μιας πισίνας όπου κυανίζει το νερό, ένα καθαρό γαλάζιο και όλο άρμη αέρα. Ο Βαυαρός διακοσμητής, είχε στήσει στους τρείς από τούς τοίχους στο δωμάτιο που έτυχε να μένω, πέρα για πέρα χαμηλές βιβλιοθήκες με γυάλινες βιτρίνες, στις οποίες καθρεφτίζονταν διάφορα κομμάτια απ᾿ το ζωντανό πίνακα τής θάλασσας, ξετυλίγοντας ένα διάζωμα από φωτεινές θαλασσογραφίες.
Αλλά και τίποτα δέν έμοιαζε λιγότερο μ᾿ αυτό το πραγματικό Μπαλμπέκ, όσο εκείνο που είχα ονειρευτεί συχνά, σε μέρες με καταιγίδα, όταν ο αέρας ήταν τόσο δυνατός, ώστε η Φρανσουάζ, πηγαίνοντάς με στα Ηλύσια Πεδία, με συμβούλευε να μην περπατώ πολύ κοντά στους τοίχους για να μη φάω κανένα κεραμίδι στο κεφάλι και μού μιλούσε βαριαναστενάζοντας για τις μεγάλες καταστροφές και τα ναυάγια που αναγγέλνανε οι εφημερίδες. Η πιο μεγάλη μου επιθυμία ήταν να δώ μια καταιγίδα στη θάλασσα, κι αυτό όχι για το ωραίο θέαμα, όσο, σα μιαν αποκαλυπτική στιγμή τής πραγματικής ζωής τής φύσης, ή μάλλον θεωρούσα σημαντικά θεάματα, μόνο όσα ήταν αναλλοίωτα ή αναγκαία όπως οι ομορφιές τής φύσης ή τής μεγάλης τέχνης. Ένιωθα την απληστία, να γνωρίσω μόνο ό,τι θεωρούσα πιο αληθινό από τον ίδιο τον εαυτό μου, ό,τι άξιζε γιατί μπορούσε να μού δείξει κάτι από τη σκέψη μιας μεγαλοφυΐας, ή απ᾿ τη δύναμη ή απ᾿ τη χάρη τής φύσης, έτσι όπως εκδηλώνεται χωρίς την παρέμβαση ανθρώπων. Κι όπως ο όμορφος ήχος τής φωνής της καθώς ακούγεται από το φωνογράφο, δε θα μάς παρηγορούσε για το χαμό τής μητέρας μας, έτσι και η μηχανική απομίμηση μιας καταιγίδας θα μ᾿ άφηνε το ίδιο αδιάφορο όσο και τα φωτισμένα συντριβάνια τής Εκθέσεως. Ήθελα ακόμα για να ᾿ναι η καταιγίδα απόλυτα αληθινή, να είναι κι η ακτή μια φυσική ακτή, όχι μια προκυμαία πρόσφατα κτισμένη από κάποιο δήμο. Είχα γι αυτό κρατήσει το όνομα τού Μπαλμπέκ, που μάς είχε αναφέρει ο κύριος Λεγκραντέν, σαν τ᾿ όνομα μιας παραλίας που βρίσκεται πλάι «στις πένθιμες εκείνες ακτές φημισμένες από τα τόσα ναυάγια, που τις τυλίγουν έξι μήνες το χρόνο το σάβανο τής ομίχλης κι ο αφρός των κυμάτων [2]».
— «Ακόμα νιώθει κανείς κάτω απ᾿ τα βήματά του», έλεγε, «το πραγματικό τέλος τής γαλλικής τής ευρωπαϊκής τής πανάρχαιας γης. Κι όσα ξενοδοχεία και να στηθούν εκεί, δε θα μπορέσουν να αλλοιώσουν τη γης τον πιο πανάρχαιο σκελετό. Κι είναι ο τελευταίος καταυλισμός των ψαράδων, που μοιάζουν με όλους τούς ψαράδες που έζησαν από την αρχή τού κόσμου, απέναντι στο αιώνιο βασίλειο τής θαλασσινής ομίχλης και των σκιών».
Μια μέρα που είχα αναφέρει στο Κομπραί αυτή την παραλία τού Μπαλμπέκ μπροστά στον Σουάν, μού είπε: «Βέβαια το ξέρω πολύ καλά το Μπαλμπέκ! Η εκκλησία τού Μπαλμπέκ τού 12ου και τού 13ου αιώνα, με έντονα ακόμα τα ρωμανικά χαρακτηριστικά, είναι ίσως το πιο παράξενο δείγμα νορμανδικής γοτθικής αρχιτεκτονικής, κι είναι τόσο ιδιόρρυθμη! Θα έλεγες πώς είναι περσικής τέχνης». Ως τότε νόμιζα πώς οι τοποθεσίες αυτές ήταν μόνο μια πανάρχαια φύση, που απέμεινε σύγχρονη με τα μεγάλα γεωλογικά φαινόμενα και τόσο έξω από την ανθρώπινη ιστορία όσο ο Ωκεανός και η Μεγάλη Άρκτος, μ᾿ αυτούς τούς πρωτόγονους ψαράδες για τούς οποίους όπως και για τις φάλαινες, δέν υπήρξε ποτέ μεσαίωνας. Γι αυτό χάρηκα όταν τις είδα ξαφνικά να μπαίνουν στη συνέχεια των αιώνων, να ᾿χουν γνωρίσει την Ρωμανική [3] περίοδο, κι πώς το γοτθικό τριφύλλι είχε βάλει τις κοφτερές γλυφές του πάνω στα άγρια αυτά βράχια. Προσπαθούσα να φαντασθώ, πώς έζησαν αυτοί οι ψαράδες, τις δειλές και ανύποπτες σε μάς απόπειρες που είχαν κάνει στο μεσαίωνα για να συνάψουν κοινωνικές σχέσεις, μαζωμένοι σ᾿ ένα σημείο τών ακτών τής κόλασης, σύριζα στους απόκρημνους βράχους τού θανάτου κι ο γοτθικός ρυθμός μού φαινόταν πιο ζωντανός τώρα που, μακριά από τις πόλεις όπου τον είχα πάντα φανταστεί ως τότε, μπορούσα να διαπιστώσω πώς είχε φυτρώσει κι ανθήσει, πάνω σ᾿ άγρια βράχια, σ᾿ ένα κομψό καμπαναριό.
Τότε, στα βράδια τού Φλεβάρη, τα γεμάτα θύελλα και γλύκα, ο αέρας καθώς φυσούσε μεσ᾿ την καρδιά μου κάνοντάς την να τρέμει, το σχέδιο ενός ταξιδιού στο Μπαλμπέκ έσμιγε μέσα μου τη λαχτάρα τής γοτθικής τέχνης με τη λαχτάρα μιας τρικυμίας. Θα ᾿θελα να μπορούσα να πάρω αύριο κιόλας τ᾿ ωραίο τραίνο τής μιας και εικοσιδύο, που δέν μπορούσα να διαβάσω ποτέ την ώρα τής αναχώρησής του στις διαφημίσεις τής Σιδηροδρομικής Εταιρίας, δίχως να νιώσω ένα σκίρτημα στην καρδιά: η ώρα αυτή σα να χάραξε σ᾿ ένα σημείο τού απομεσήμερου, μιαν απολαυστική κοπή, ένα αινιγματικό σημάδι απ᾿ το οποίο οι ξεστρατισμένες ώρες οδηγούσαν πάλι βέβαια στο βράδυ, στο πρωί τής άλλης μέρας, που θα τα έβλεπες όμως όχι στο Παρίσι, αλλά σε μιαν από τις πόλεις απ᾿ όπου περνάει το τραίνο κι ανάμεσα στις οποίες μάς άφηνε να διαλέξουμε γιατί σταματούσε στο Μπαγιέ, στο Κουτάνς, στο Βιτρέ, στο Κεσταμπέρ, στο Ποντορσόν, στο Μπαλμπέκ, στο Λανιόν, στο Λαμπάλ, στο Μπενοντέ, στο Πόντ-Αβάν, στο Κιμπερλέ [4] και μεγαλόπρεπα προχωρούσε φορτωμένο ονόματα, κι εγώ δέν ήξερα ποιό θα προτιμούσα, γιατί δέν ήθελα να θυσιάσω έστω και ένα. Μόλις όμως πλησιάζανε οι διακοπές τού Πάσχα, και οι γονείς μου, μού είχαν κιόλας υποσχεθεί πώς θα τις περνούσα στη Βόρεια Ιταλία, τότε τα όνειρα τής καταιγίδας που με είχαν πλημμυρίσει ολάκερο, να που ξαφνικά σβύνοντάς τα το καινούργιο μου όνειρο γιατί τού ήταν τόσο διαφορετικά και θα μπορούσαν μόνο να το αδυνατίσουν, ερχόταν να τ᾿ αντικαταστήσει μέσα μου τ᾿ αντίθετο όνειρο, μιας πλουμιστής άνοιξης, που σκέπαζε κιόλας τα χωράφια τού Φιέζολε και πλαισίωνε εκθαμβωτικά τη Φλωρεντία, μ᾿ ένα χρυσαφένιο φόντο σαν τούς πίνακες τού Αντζέλικο [5]. Από εκείνη τη στιγμή, μόνο οι ηλιαχτίδες, τα αρώματα, τα χρώματα μού φαίνονταν να έχουν αξία. Αργότερα τύχαινε, μια απλή ατμοσφαιρική αλλαγή να ᾿ναι αρκετή για να προκαλέσει μέσα μου αυτή τη μετάβαση σ᾿ άλλον τόνο, δίχως να χρειαστεί το γύρισμα μιας εποχής. Γιατί συχνά βρίσκεις μέσα σε μια μέρα να χει χάσει το δρόμο της κάποια μέρα άλλης εποχής, που σε κάνει να ζεις μέσα σ᾿ εκείνη, ν᾿ αναπολείς αμέσως τις χαρακτηριστικές της απολαύσεις, παρεμβάλλοντας πιο νωρίς ή πιο αργά απ᾿ τη σειρά του, αυτό το φύλλο το βγαλμένο από άλλο κεφάλαιο, μέσα στο καλαντάρι τής Ευτυχίας. Γρήγορα όμως, όπως αυτά τα φυσικά φαινόμενα τα οποία η άνεσή μας ή η υγεία μας δέν μπορούν να τα χαρούν παρά μόνο τυχαία και περιορισμένα ως τη μέρα που η επιστήμη παρεμβαίνει και τότε παράγοντάς τα κατά βούληση μάς προσφέρει τη δυνατότητα να τα έχουμε ανεξάρτητα από την έγκριση τής τύχης, έτσι και το πλάσιμο αυτών των ονείρων τού Ατλαντικού ή τής Ιταλίας, έπαψε να εξαρτιέται αποκλειστικά από τις αλλαγές των εποχών και τού καιρού. Δέν χρειαζόμουν για να τα κάνω να ξαναγεννηθούν παρά να προφέρω τα ονόματα: Μπαλμπέκ, Βενετία, Φλωρεντία· μέσα τους είχε μαζευτεί τελικά η επιθυμία που μού είχαν γεννήσει οι τόποι που ονομάτιζαν. Ακόμα και την Άνοιξη, αν έβρισκα τ᾿ όνομα Μπαλμπέκ σ᾿ ένα βιβλίο, αυτό ήταν αρκετό για να ξυπνήσει μέσα μου τη λαχτάρα για καταιγίδες και το Νορμανδικό γοτθικό ρυθμό· ακόμα και σε μέρα καταιγίδας τ᾿ όνομα τής Φλωρεντίας ή τής Βενετίας μ᾿ έκανε να λαχταρώ τον ήλιο, τα κρίνα, το ανάκτορο των Δόγηδων [6] και την Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε.
Αν όμως τα ονόματα αυτά απορρόφησαν για πάντα την εικόνα που είχα σχηματίσει γι αυτές τις πόλεις, το πέτυχαν μεταμορφώνοντάς τη και υποτάσσοντας στους δικούς τους κανόνες την επανεμφάνισή της μέσα μου· το αποτέλεσμα ήταν να την κάνουν ακόμα πιο όμορφη, αλλά και πιο διαφορετική απ᾿ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα οι πόλεις τής Νορμανδίας ή τής Τοσκάνης, και αυξάνοντας τις αυθαίρετες χαρές τής φαντασίας μου, να επιτείνουν την απογοήτευση των ταξιδιών μου. Πόσο είχαν αποκτήσει κάτι ακόμα πιο ατομικό με το να προσδιοριστούν με τα ονόματά τους, που ήταν μόνο δικά τους, όπως των ανθρώπων. Οι λέξεις μάς παρουσιάζουν τα πράγματα με μια εικόνα ξεκάθαρη, σαν αυτές που κρεμούν στους τοίχους των σχολείων για να καταλάβει το παιδί, τι είναι πάγκος, τι ένα πουλί, πράγματα στην αντίληψη μας όμοια μ᾿ όσα ανήκουν στο ίδιο είδος. Τα ονόματα όμως παρουσιάζουν για τα πρόσωπα και τις πόλεις, μιαν εικόνα μπερδεμένη που αντλεί απ᾿ αυτά, απ᾿ τη αστραφτερή ή σκοτεινή τους ηχηρότητα, το χρώμα που τα βάφει ομοιόμορφα, σαν μια από εκείνες τις αφίσες, ολότελα θαλασσιές ή ολότελα κόκκινες, στις οποίες είτε γιατί είναι περιορισμένα τα τεχνικά μέσα είτε γιατί έτσι το θέλησε ο σχεδιαστής, είναι θαλασσιά ή κόκκινα όχι μόνο ο ουρανός και η θάλασσα, αλλά κι οι βάρκες, η εκκλησία, οι διαβάτες. Τ᾿ όνομα τής Πάρμας, μιας από τις πόλεις που ήθελα πιο πολύ να επισκεφτώ από τότε που διάβασα το Μοναστήρι τής Πάρμας [7], μού φαινόταν πυκνό, λείο, μωβ και αβρό, κι έτσι αν μού μιλούσαν για οποιοδήποτε σπίτι τής Πάρμας όπου θα ζούσα το φανταζόμουν σα μια κατοικία πυκνή, λεία, μωβ και αβρή, αφού την φανταζόμουν μόνο μέσα από τη βαρειά κατάληξη τής λέξης Πάρμα όπου ο αέρας δέν κυκλοφορεί, και με όσα την είχα ποτίσει απ᾿ τη Στανταλική αβρότητα και την ανταύγεια των διπλών μενεξέδων. Κι όταν σκεφτόμουν τη Φλωρεντία, ήταν μια πόλη που μοσχοβολούσε κι έμοιαζε με κάλυκα λουλουδιού, γιατί την ονόμαζαν πόλη των κρίνων και τη μητρόπολη τής Σάντα-Μαρία-ντελ Φιόρε [8]. Όσο για το Μπαλμπέκ, ήταν ένα απ᾿ εκείνα τα ονόματα στα οποία σαν επάνω σε παλιό Νορμανδικό αγγείο που κρατάει το χρώμα τής γης απ᾿ όπου βγήκε, βλέπεις ζωγραφισμένη ακόμα την παράσταση από κάποια καταργημένη πια συνήθεια, κάποιο φεουδαρχικό δικαίωμα, έναν απαρχαιωμένο τρόπο προφοράς που είχε σχηματίσει τις ετερόκλητες συλλαβές του, και που δέν είχα αμφιβολία πώς θα ξανάβρισκα ακόμα και στον ξενοδόχο που θα μού έδινε καφέ και γάλα μόλις θα ᾿φτανα, και θα με πήγαινε να δώ την αχαλίνωτη θάλασσα μπροστά στην εκκλησία, και στον οποίο θα έδινα την εριστική, επίσημη και μεσαιωνική όψη ενός ήρωα λαϊκού ποιήματος.
Ίσως αν είχα προσέξει τότε ο ίδιος περισσότερο τι υπήρχε στη σκέψη μου όταν χρησιμοποιούσα τις λέξεις "να πάω στη Φλωρεντία, στην Πάρμα, στην Πίζα, στη Βενετία", θα είχα αντιληφθεί πώς αυτό που έβλεπα δέν ήταν διόλου μια πόλη, αλλά κάτι τόσο διαφορετικό από απ᾿ ό,τι γνώριζα, κάτι τόσο απολαυστικό, όσο θα μπορούσε να είναι για μιαν ανθρωπότητα που θα ᾿χε περάσει όλη της τη ζωή σε χειμωνιάτικα απόβραδα, τούτο το άγνωστο θαύμα: ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Αυτές οι εξωπραγματικές εικόνες, που γέμιζαν τις νύχτες και τις μέρες μου, διαφοροποίησαν αυτήν την εποχή τής ζωής μου απ᾿ όσες άλλες είχαν προηγηθεί, όπως σε μιαν όπερα ένα μελωδικό θέμα εισάγει ένα νεωτερισμό που δε θα μπορούσες να τον υποψιαστείς, αν είχες περιοριστεί στην ανάγνωση τού λιμπρέτου, και ακόμα λιγότερο αν είχες μείνει έξω απ᾿ το θέατρο να μετράς μόνο τα τέταρτα τής ώρας που περνούν. Για να περνούν τις μέρες, οι κάπως νευρικές φύσεις, όπως ήταν η δική μου, διαθέτουν, όπως τ᾿ αυτοκίνητα, διαφορετικές «ταχύτητες». Υπάρχουν μέρες ανηφορικές και δύσκολες, που χρειάζεσαι άπειρο χρόνο για να τις διαβείς, και μέρες κατηφορικές, που τις κατεβαίνεις τρέχοντας και τραγουδώντας. Όλο αυτό το μήνα — όταν έφερνα ξανά και ξανά στη σκέψη μου, σα μελωδία που δεν την χόρταινα, αυτές τις εικόνες τής Φλωρεντίας, τής Βενετίας και τής Πίζας, για τις όποιες ο πόθος που ξυπνούσανε μέσα μου διατηρούσε κάτι τόσο βαθειά ατομικό, λες κι ήταν έρωτας, έρωτας για ένα πρόσωπο —δεν έπαυα να πιστεύω πως ανταποκρίνονταν σε μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από μένα, και μ᾿ έκαναν να γνωρίσω μιαν ελπίδα τόσο εξαίσια, όση θα μπορούσε να τρέφει ένας απ᾿ τους πρώτους χριστιανούς, έτοιμος να μπει στον παράδεισο. Και μ᾿ όλο που η έξαψή μου είχε σαν κίνητρό της έναν πόθο για καλλιτεχνικές απολαύσεις, οι τουριστικοί οδηγοί τη συντηρούσαν περισσότερο απ᾿ τα βιβλία αισθητικής και πιο πολύ απ᾿ αυτούς ακόμα, οι οδηγοί των σιδηροδρόμων. Βέβαια όταν ξανάλεγα μέσα μου, πώς η Βενετία ήταν η "σχολή τού Τζιορτζιόνε [9], ο τόπος όπου έζησε ο Τιτσιάνο [10], το πληρέστερο μουσείο τής αρχιτεκτονικής τού μεσαίωνα" ένιωθα ευτυχισμένος. Ήμουν ωστόσο ακόμα πιο ευτυχισμένος όταν, βγαίνοντας για κάποια δουλειά, περπατώντας βιαστικά γιατί ο καιρός ύστερ᾿ από μερικές μέρες πρώιμης άνοιξης, είχε ξαναγίνει χειμωνιάτικος, σκεφτόμουν πώς το Πόντε Βέκιο ήταν κιόλας κατασκέπαστο από ανεμώνες και πώς ο ανοιξιάτικος ήλιος χρωμάτιζε κιόλας τα νερά τού Κανάλε Γκράντε μ᾿ ένα τόσο βαθύ γαλάζιο και με τόσα πολύτιμα σμαράγδια, ώστε, καθώς έρχονταν και παφλάζανε μπροστά στους πίνακες τού Τιτσιάνου, θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τα πλούσια χρώματα τους. Δέν μπόρεσα πια να συγκρατήσω τη χαρά μου, όταν ο πατέρας μου, ενώ συμβουλευόταν το βαρόμετρο και παραπονιόταν για την κακοκαιρία, άρχισε να ψάχνει ποια θα ήταν τα καλύτερα τραίνα, κι όταν κατάλαβα, πώς μπαίνοντας μετά το μεσημεριανό γεύμα στο καρβουνιάρικο εργαστήρι, στο μαγικό θάλαμο που αναλάμβανε να πραγματοποιήσει τη μετουσίωση ολόγυρά του, θα μπορούσαμε να ξυπνήσουμε την άλλη μέρα στη μαρμάρινη και χρυσαφένια πολιτεία. Έτσι η Βενετία και η πολιτεία των κρίνων δέν ήταν μόνο φανταστικοί πίνακες, που τοποθετούσες όποτε ήθελες στη φαντασία σου, αλλά υπήρχαν σε μια ορισμένη απόσταση από το Παρίσι, με δυο λόγια ήταν πραγματικές. Κι έγιναν ακόμα πιο πραγματικές, όταν ο πατέρας μου λέγοντας: «Τελικά, θα μπορούσατε να μείνετε στή Βενετία απ᾿ τις 20 ως τις 29 Απριλίου και να φτάσετε στη Φλωρεντία ανήμερα τού Πάσχα», τις έκανε να βγουν και οι δυο, όχι πια μόνο από τον αφηρημένο Χώρο, αλλά και από τον φανταστικό Χρόνο, μέσα στον οποίο τοποθετούμε, όχι ένα ταξίδι κάθε φορά, αλλά πολλά ταυτόχρονα, και τούς αφιέρωσε τον συγκεκραμένο χρόνο, αφού τις μοναδικές αυτές ημέρες δέν μπορείς να τις ζήσεις πια εδώ, όταν τις έζησες εκεί. Άκουσα τον πατέρα μου να λέει «Θα πρέπει να κάνει ακόμα κρύο στο Κανάλε Γκράντε, καλά θα κάνεις να βάλεις στις αποσκευές σου, για κάθε ενδεχόμενο, το χειμωνιάτικο πανωφόρι σου και το χοντρό σακάκι». Σαν άκουσα αυτά τα λόγια πέρασα σε μια κατάσταση σχεδόν εκστατική· ένιωσα κάτι που θεωρούσα ως τότε σαν αδύνατο βγάζοντας από πάνω μου σαν περιττό καύκαλο τον αέρα τού δωματίου που με περικύκλωνε, τον αντικαθιστούσα με ίσα μέρη αέρα Βενετσιάνικου, μ᾿ αυτή τη θαλασσινή ατμόσφαιρα που η φαντασία μου είχε κλείσει μέσα στο όνομα τής Βενετίας· ένιωσα να γίνεται μέσα μου μια θαυμαστή εξαΰλωση· τη συνόδεψε αμέσως μια αόριστη διάθεση εμετού, και χρειάστηκε να με βάλουν στο κρεβάτι με πυρετό τόσο επίμονο, ώστε ο γιατρός δήλωσε πώς έπρεπε όχι μόνο να μη μ᾿ αφήσουν να φύγω τώρα για τη Βενετία και τη Φλωρεντία, αλλά, ακόμα κι όταν θα είχα συνέλθει εντελώς ν᾿ αποφύγουν για ένα χρόνο τουλάχιστον, κάθε σχέδιο ταξιδιού και κάθε αφορμή έντονης συγκίνησης.
Κι αλλοίμονο, απαγόρευσε ακόμα, με τρόπο απόλυτο, να μ᾿ αφήσουν να πάω στο θέατρο ν᾿ ακούσω τη Μπερμά· η εξαίσια ηθοποιός, αυτή που ο Μπεργκότ θεωρούσε ιδιοφυΐα, θα μπορούσε, επιτρέποντας μου να γνωρίσω κάτι εξ ίσου ωραίο, να με παρηγορήσει που δε θα πήγαινα στη Βενετία που δε θα πήγαινα στο Μπαλμπέκ. Έπρεπε να περιοριστούν να με στέλνουν κάθε μέρα στα Ηλύσια, κάτω απ᾿ την επίβλεψη κάποιου που δε θα μ᾿ άφηνε να κουραστώ, κι αυτή ήταν η Φρανσουάζ, στην υπηρεσία μας από τότε που πέθανε η θεία Λεονί. Μού ήταν αφόρητο να πηγαίνω στα Ηλύσια. Αν τουλάχιστον τα είχε περιγράψει ο Μπεργκότ σε κάποιο του βιβλίο, τότε ίσως θα ήθελα να τα γνωρίσω, όπως όλα τα πράγματα που είχαν τοποθετήσει το "ομοίωμα" τους, στη φαντασία μου. Η φαντασία μου τα ζέσταινε, τα έκανε να ζήσουν, και τότε ήθελα να τα ξαναβρώ στην πραγματικότητα τίποτα όμως σ᾿ αυτό το δημόσιο κήπο δέν δενόταν με τα όνειρά μου.
Αλλά και τίποτα δέν έμοιαζε λιγότερο μ᾿ αυτό το πραγματικό Μπαλμπέκ, όσο εκείνο που είχα ονειρευτεί συχνά, σε μέρες με καταιγίδα, όταν ο αέρας ήταν τόσο δυνατός, ώστε η Φρανσουάζ, πηγαίνοντάς με στα Ηλύσια Πεδία, με συμβούλευε να μην περπατώ πολύ κοντά στους τοίχους για να μη φάω κανένα κεραμίδι στο κεφάλι και μού μιλούσε βαριαναστενάζοντας για τις μεγάλες καταστροφές και τα ναυάγια που αναγγέλνανε οι εφημερίδες. Η πιο μεγάλη μου επιθυμία ήταν να δώ μια καταιγίδα στη θάλασσα, κι αυτό όχι για το ωραίο θέαμα, όσο, σα μιαν αποκαλυπτική στιγμή τής πραγματικής ζωής τής φύσης, ή μάλλον θεωρούσα σημαντικά θεάματα, μόνο όσα ήταν αναλλοίωτα ή αναγκαία όπως οι ομορφιές τής φύσης ή τής μεγάλης τέχνης. Ένιωθα την απληστία, να γνωρίσω μόνο ό,τι θεωρούσα πιο αληθινό από τον ίδιο τον εαυτό μου, ό,τι άξιζε γιατί μπορούσε να μού δείξει κάτι από τη σκέψη μιας μεγαλοφυΐας, ή απ᾿ τη δύναμη ή απ᾿ τη χάρη τής φύσης, έτσι όπως εκδηλώνεται χωρίς την παρέμβαση ανθρώπων. Κι όπως ο όμορφος ήχος τής φωνής της καθώς ακούγεται από το φωνογράφο, δε θα μάς παρηγορούσε για το χαμό τής μητέρας μας, έτσι και η μηχανική απομίμηση μιας καταιγίδας θα μ᾿ άφηνε το ίδιο αδιάφορο όσο και τα φωτισμένα συντριβάνια τής Εκθέσεως. Ήθελα ακόμα για να ᾿ναι η καταιγίδα απόλυτα αληθινή, να είναι κι η ακτή μια φυσική ακτή, όχι μια προκυμαία πρόσφατα κτισμένη από κάποιο δήμο. Είχα γι αυτό κρατήσει το όνομα τού Μπαλμπέκ, που μάς είχε αναφέρει ο κύριος Λεγκραντέν, σαν τ᾿ όνομα μιας παραλίας που βρίσκεται πλάι «στις πένθιμες εκείνες ακτές φημισμένες από τα τόσα ναυάγια, που τις τυλίγουν έξι μήνες το χρόνο το σάβανο τής ομίχλης κι ο αφρός των κυμάτων [2]».
— «Ακόμα νιώθει κανείς κάτω απ᾿ τα βήματά του», έλεγε, «το πραγματικό τέλος τής γαλλικής τής ευρωπαϊκής τής πανάρχαιας γης. Κι όσα ξενοδοχεία και να στηθούν εκεί, δε θα μπορέσουν να αλλοιώσουν τη γης τον πιο πανάρχαιο σκελετό. Κι είναι ο τελευταίος καταυλισμός των ψαράδων, που μοιάζουν με όλους τούς ψαράδες που έζησαν από την αρχή τού κόσμου, απέναντι στο αιώνιο βασίλειο τής θαλασσινής ομίχλης και των σκιών».
Μια μέρα που είχα αναφέρει στο Κομπραί αυτή την παραλία τού Μπαλμπέκ μπροστά στον Σουάν, μού είπε: «Βέβαια το ξέρω πολύ καλά το Μπαλμπέκ! Η εκκλησία τού Μπαλμπέκ τού 12ου και τού 13ου αιώνα, με έντονα ακόμα τα ρωμανικά χαρακτηριστικά, είναι ίσως το πιο παράξενο δείγμα νορμανδικής γοτθικής αρχιτεκτονικής, κι είναι τόσο ιδιόρρυθμη! Θα έλεγες πώς είναι περσικής τέχνης». Ως τότε νόμιζα πώς οι τοποθεσίες αυτές ήταν μόνο μια πανάρχαια φύση, που απέμεινε σύγχρονη με τα μεγάλα γεωλογικά φαινόμενα και τόσο έξω από την ανθρώπινη ιστορία όσο ο Ωκεανός και η Μεγάλη Άρκτος, μ᾿ αυτούς τούς πρωτόγονους ψαράδες για τούς οποίους όπως και για τις φάλαινες, δέν υπήρξε ποτέ μεσαίωνας. Γι αυτό χάρηκα όταν τις είδα ξαφνικά να μπαίνουν στη συνέχεια των αιώνων, να ᾿χουν γνωρίσει την Ρωμανική [3] περίοδο, κι πώς το γοτθικό τριφύλλι είχε βάλει τις κοφτερές γλυφές του πάνω στα άγρια αυτά βράχια. Προσπαθούσα να φαντασθώ, πώς έζησαν αυτοί οι ψαράδες, τις δειλές και ανύποπτες σε μάς απόπειρες που είχαν κάνει στο μεσαίωνα για να συνάψουν κοινωνικές σχέσεις, μαζωμένοι σ᾿ ένα σημείο τών ακτών τής κόλασης, σύριζα στους απόκρημνους βράχους τού θανάτου κι ο γοτθικός ρυθμός μού φαινόταν πιο ζωντανός τώρα που, μακριά από τις πόλεις όπου τον είχα πάντα φανταστεί ως τότε, μπορούσα να διαπιστώσω πώς είχε φυτρώσει κι ανθήσει, πάνω σ᾿ άγρια βράχια, σ᾿ ένα κομψό καμπαναριό.
Τότε, στα βράδια τού Φλεβάρη, τα γεμάτα θύελλα και γλύκα, ο αέρας καθώς φυσούσε μεσ᾿ την καρδιά μου κάνοντάς την να τρέμει, το σχέδιο ενός ταξιδιού στο Μπαλμπέκ έσμιγε μέσα μου τη λαχτάρα τής γοτθικής τέχνης με τη λαχτάρα μιας τρικυμίας. Θα ᾿θελα να μπορούσα να πάρω αύριο κιόλας τ᾿ ωραίο τραίνο τής μιας και εικοσιδύο, που δέν μπορούσα να διαβάσω ποτέ την ώρα τής αναχώρησής του στις διαφημίσεις τής Σιδηροδρομικής Εταιρίας, δίχως να νιώσω ένα σκίρτημα στην καρδιά: η ώρα αυτή σα να χάραξε σ᾿ ένα σημείο τού απομεσήμερου, μιαν απολαυστική κοπή, ένα αινιγματικό σημάδι απ᾿ το οποίο οι ξεστρατισμένες ώρες οδηγούσαν πάλι βέβαια στο βράδυ, στο πρωί τής άλλης μέρας, που θα τα έβλεπες όμως όχι στο Παρίσι, αλλά σε μιαν από τις πόλεις απ᾿ όπου περνάει το τραίνο κι ανάμεσα στις οποίες μάς άφηνε να διαλέξουμε γιατί σταματούσε στο Μπαγιέ, στο Κουτάνς, στο Βιτρέ, στο Κεσταμπέρ, στο Ποντορσόν, στο Μπαλμπέκ, στο Λανιόν, στο Λαμπάλ, στο Μπενοντέ, στο Πόντ-Αβάν, στο Κιμπερλέ [4] και μεγαλόπρεπα προχωρούσε φορτωμένο ονόματα, κι εγώ δέν ήξερα ποιό θα προτιμούσα, γιατί δέν ήθελα να θυσιάσω έστω και ένα. Μόλις όμως πλησιάζανε οι διακοπές τού Πάσχα, και οι γονείς μου, μού είχαν κιόλας υποσχεθεί πώς θα τις περνούσα στη Βόρεια Ιταλία, τότε τα όνειρα τής καταιγίδας που με είχαν πλημμυρίσει ολάκερο, να που ξαφνικά σβύνοντάς τα το καινούργιο μου όνειρο γιατί τού ήταν τόσο διαφορετικά και θα μπορούσαν μόνο να το αδυνατίσουν, ερχόταν να τ᾿ αντικαταστήσει μέσα μου τ᾿ αντίθετο όνειρο, μιας πλουμιστής άνοιξης, που σκέπαζε κιόλας τα χωράφια τού Φιέζολε και πλαισίωνε εκθαμβωτικά τη Φλωρεντία, μ᾿ ένα χρυσαφένιο φόντο σαν τούς πίνακες τού Αντζέλικο [5]. Από εκείνη τη στιγμή, μόνο οι ηλιαχτίδες, τα αρώματα, τα χρώματα μού φαίνονταν να έχουν αξία. Αργότερα τύχαινε, μια απλή ατμοσφαιρική αλλαγή να ᾿ναι αρκετή για να προκαλέσει μέσα μου αυτή τη μετάβαση σ᾿ άλλον τόνο, δίχως να χρειαστεί το γύρισμα μιας εποχής. Γιατί συχνά βρίσκεις μέσα σε μια μέρα να χει χάσει το δρόμο της κάποια μέρα άλλης εποχής, που σε κάνει να ζεις μέσα σ᾿ εκείνη, ν᾿ αναπολείς αμέσως τις χαρακτηριστικές της απολαύσεις, παρεμβάλλοντας πιο νωρίς ή πιο αργά απ᾿ τη σειρά του, αυτό το φύλλο το βγαλμένο από άλλο κεφάλαιο, μέσα στο καλαντάρι τής Ευτυχίας. Γρήγορα όμως, όπως αυτά τα φυσικά φαινόμενα τα οποία η άνεσή μας ή η υγεία μας δέν μπορούν να τα χαρούν παρά μόνο τυχαία και περιορισμένα ως τη μέρα που η επιστήμη παρεμβαίνει και τότε παράγοντάς τα κατά βούληση μάς προσφέρει τη δυνατότητα να τα έχουμε ανεξάρτητα από την έγκριση τής τύχης, έτσι και το πλάσιμο αυτών των ονείρων τού Ατλαντικού ή τής Ιταλίας, έπαψε να εξαρτιέται αποκλειστικά από τις αλλαγές των εποχών και τού καιρού. Δέν χρειαζόμουν για να τα κάνω να ξαναγεννηθούν παρά να προφέρω τα ονόματα: Μπαλμπέκ, Βενετία, Φλωρεντία· μέσα τους είχε μαζευτεί τελικά η επιθυμία που μού είχαν γεννήσει οι τόποι που ονομάτιζαν. Ακόμα και την Άνοιξη, αν έβρισκα τ᾿ όνομα Μπαλμπέκ σ᾿ ένα βιβλίο, αυτό ήταν αρκετό για να ξυπνήσει μέσα μου τη λαχτάρα για καταιγίδες και το Νορμανδικό γοτθικό ρυθμό· ακόμα και σε μέρα καταιγίδας τ᾿ όνομα τής Φλωρεντίας ή τής Βενετίας μ᾿ έκανε να λαχταρώ τον ήλιο, τα κρίνα, το ανάκτορο των Δόγηδων [6] και την Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε.
Αν όμως τα ονόματα αυτά απορρόφησαν για πάντα την εικόνα που είχα σχηματίσει γι αυτές τις πόλεις, το πέτυχαν μεταμορφώνοντάς τη και υποτάσσοντας στους δικούς τους κανόνες την επανεμφάνισή της μέσα μου· το αποτέλεσμα ήταν να την κάνουν ακόμα πιο όμορφη, αλλά και πιο διαφορετική απ᾿ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα οι πόλεις τής Νορμανδίας ή τής Τοσκάνης, και αυξάνοντας τις αυθαίρετες χαρές τής φαντασίας μου, να επιτείνουν την απογοήτευση των ταξιδιών μου. Πόσο είχαν αποκτήσει κάτι ακόμα πιο ατομικό με το να προσδιοριστούν με τα ονόματά τους, που ήταν μόνο δικά τους, όπως των ανθρώπων. Οι λέξεις μάς παρουσιάζουν τα πράγματα με μια εικόνα ξεκάθαρη, σαν αυτές που κρεμούν στους τοίχους των σχολείων για να καταλάβει το παιδί, τι είναι πάγκος, τι ένα πουλί, πράγματα στην αντίληψη μας όμοια μ᾿ όσα ανήκουν στο ίδιο είδος. Τα ονόματα όμως παρουσιάζουν για τα πρόσωπα και τις πόλεις, μιαν εικόνα μπερδεμένη που αντλεί απ᾿ αυτά, απ᾿ τη αστραφτερή ή σκοτεινή τους ηχηρότητα, το χρώμα που τα βάφει ομοιόμορφα, σαν μια από εκείνες τις αφίσες, ολότελα θαλασσιές ή ολότελα κόκκινες, στις οποίες είτε γιατί είναι περιορισμένα τα τεχνικά μέσα είτε γιατί έτσι το θέλησε ο σχεδιαστής, είναι θαλασσιά ή κόκκινα όχι μόνο ο ουρανός και η θάλασσα, αλλά κι οι βάρκες, η εκκλησία, οι διαβάτες. Τ᾿ όνομα τής Πάρμας, μιας από τις πόλεις που ήθελα πιο πολύ να επισκεφτώ από τότε που διάβασα το Μοναστήρι τής Πάρμας [7], μού φαινόταν πυκνό, λείο, μωβ και αβρό, κι έτσι αν μού μιλούσαν για οποιοδήποτε σπίτι τής Πάρμας όπου θα ζούσα το φανταζόμουν σα μια κατοικία πυκνή, λεία, μωβ και αβρή, αφού την φανταζόμουν μόνο μέσα από τη βαρειά κατάληξη τής λέξης Πάρμα όπου ο αέρας δέν κυκλοφορεί, και με όσα την είχα ποτίσει απ᾿ τη Στανταλική αβρότητα και την ανταύγεια των διπλών μενεξέδων. Κι όταν σκεφτόμουν τη Φλωρεντία, ήταν μια πόλη που μοσχοβολούσε κι έμοιαζε με κάλυκα λουλουδιού, γιατί την ονόμαζαν πόλη των κρίνων και τη μητρόπολη τής Σάντα-Μαρία-ντελ Φιόρε [8]. Όσο για το Μπαλμπέκ, ήταν ένα απ᾿ εκείνα τα ονόματα στα οποία σαν επάνω σε παλιό Νορμανδικό αγγείο που κρατάει το χρώμα τής γης απ᾿ όπου βγήκε, βλέπεις ζωγραφισμένη ακόμα την παράσταση από κάποια καταργημένη πια συνήθεια, κάποιο φεουδαρχικό δικαίωμα, έναν απαρχαιωμένο τρόπο προφοράς που είχε σχηματίσει τις ετερόκλητες συλλαβές του, και που δέν είχα αμφιβολία πώς θα ξανάβρισκα ακόμα και στον ξενοδόχο που θα μού έδινε καφέ και γάλα μόλις θα ᾿φτανα, και θα με πήγαινε να δώ την αχαλίνωτη θάλασσα μπροστά στην εκκλησία, και στον οποίο θα έδινα την εριστική, επίσημη και μεσαιωνική όψη ενός ήρωα λαϊκού ποιήματος.
Ίσως αν είχα προσέξει τότε ο ίδιος περισσότερο τι υπήρχε στη σκέψη μου όταν χρησιμοποιούσα τις λέξεις "να πάω στη Φλωρεντία, στην Πάρμα, στην Πίζα, στη Βενετία", θα είχα αντιληφθεί πώς αυτό που έβλεπα δέν ήταν διόλου μια πόλη, αλλά κάτι τόσο διαφορετικό από απ᾿ ό,τι γνώριζα, κάτι τόσο απολαυστικό, όσο θα μπορούσε να είναι για μιαν ανθρωπότητα που θα ᾿χε περάσει όλη της τη ζωή σε χειμωνιάτικα απόβραδα, τούτο το άγνωστο θαύμα: ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Αυτές οι εξωπραγματικές εικόνες, που γέμιζαν τις νύχτες και τις μέρες μου, διαφοροποίησαν αυτήν την εποχή τής ζωής μου απ᾿ όσες άλλες είχαν προηγηθεί, όπως σε μιαν όπερα ένα μελωδικό θέμα εισάγει ένα νεωτερισμό που δε θα μπορούσες να τον υποψιαστείς, αν είχες περιοριστεί στην ανάγνωση τού λιμπρέτου, και ακόμα λιγότερο αν είχες μείνει έξω απ᾿ το θέατρο να μετράς μόνο τα τέταρτα τής ώρας που περνούν. Για να περνούν τις μέρες, οι κάπως νευρικές φύσεις, όπως ήταν η δική μου, διαθέτουν, όπως τ᾿ αυτοκίνητα, διαφορετικές «ταχύτητες». Υπάρχουν μέρες ανηφορικές και δύσκολες, που χρειάζεσαι άπειρο χρόνο για να τις διαβείς, και μέρες κατηφορικές, που τις κατεβαίνεις τρέχοντας και τραγουδώντας. Όλο αυτό το μήνα — όταν έφερνα ξανά και ξανά στη σκέψη μου, σα μελωδία που δεν την χόρταινα, αυτές τις εικόνες τής Φλωρεντίας, τής Βενετίας και τής Πίζας, για τις όποιες ο πόθος που ξυπνούσανε μέσα μου διατηρούσε κάτι τόσο βαθειά ατομικό, λες κι ήταν έρωτας, έρωτας για ένα πρόσωπο —δεν έπαυα να πιστεύω πως ανταποκρίνονταν σε μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από μένα, και μ᾿ έκαναν να γνωρίσω μιαν ελπίδα τόσο εξαίσια, όση θα μπορούσε να τρέφει ένας απ᾿ τους πρώτους χριστιανούς, έτοιμος να μπει στον παράδεισο. Και μ᾿ όλο που η έξαψή μου είχε σαν κίνητρό της έναν πόθο για καλλιτεχνικές απολαύσεις, οι τουριστικοί οδηγοί τη συντηρούσαν περισσότερο απ᾿ τα βιβλία αισθητικής και πιο πολύ απ᾿ αυτούς ακόμα, οι οδηγοί των σιδηροδρόμων. Βέβαια όταν ξανάλεγα μέσα μου, πώς η Βενετία ήταν η "σχολή τού Τζιορτζιόνε [9], ο τόπος όπου έζησε ο Τιτσιάνο [10], το πληρέστερο μουσείο τής αρχιτεκτονικής τού μεσαίωνα" ένιωθα ευτυχισμένος. Ήμουν ωστόσο ακόμα πιο ευτυχισμένος όταν, βγαίνοντας για κάποια δουλειά, περπατώντας βιαστικά γιατί ο καιρός ύστερ᾿ από μερικές μέρες πρώιμης άνοιξης, είχε ξαναγίνει χειμωνιάτικος, σκεφτόμουν πώς το Πόντε Βέκιο ήταν κιόλας κατασκέπαστο από ανεμώνες και πώς ο ανοιξιάτικος ήλιος χρωμάτιζε κιόλας τα νερά τού Κανάλε Γκράντε μ᾿ ένα τόσο βαθύ γαλάζιο και με τόσα πολύτιμα σμαράγδια, ώστε, καθώς έρχονταν και παφλάζανε μπροστά στους πίνακες τού Τιτσιάνου, θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τα πλούσια χρώματα τους. Δέν μπόρεσα πια να συγκρατήσω τη χαρά μου, όταν ο πατέρας μου, ενώ συμβουλευόταν το βαρόμετρο και παραπονιόταν για την κακοκαιρία, άρχισε να ψάχνει ποια θα ήταν τα καλύτερα τραίνα, κι όταν κατάλαβα, πώς μπαίνοντας μετά το μεσημεριανό γεύμα στο καρβουνιάρικο εργαστήρι, στο μαγικό θάλαμο που αναλάμβανε να πραγματοποιήσει τη μετουσίωση ολόγυρά του, θα μπορούσαμε να ξυπνήσουμε την άλλη μέρα στη μαρμάρινη και χρυσαφένια πολιτεία. Έτσι η Βενετία και η πολιτεία των κρίνων δέν ήταν μόνο φανταστικοί πίνακες, που τοποθετούσες όποτε ήθελες στη φαντασία σου, αλλά υπήρχαν σε μια ορισμένη απόσταση από το Παρίσι, με δυο λόγια ήταν πραγματικές. Κι έγιναν ακόμα πιο πραγματικές, όταν ο πατέρας μου λέγοντας: «Τελικά, θα μπορούσατε να μείνετε στή Βενετία απ᾿ τις 20 ως τις 29 Απριλίου και να φτάσετε στη Φλωρεντία ανήμερα τού Πάσχα», τις έκανε να βγουν και οι δυο, όχι πια μόνο από τον αφηρημένο Χώρο, αλλά και από τον φανταστικό Χρόνο, μέσα στον οποίο τοποθετούμε, όχι ένα ταξίδι κάθε φορά, αλλά πολλά ταυτόχρονα, και τούς αφιέρωσε τον συγκεκραμένο χρόνο, αφού τις μοναδικές αυτές ημέρες δέν μπορείς να τις ζήσεις πια εδώ, όταν τις έζησες εκεί. Άκουσα τον πατέρα μου να λέει «Θα πρέπει να κάνει ακόμα κρύο στο Κανάλε Γκράντε, καλά θα κάνεις να βάλεις στις αποσκευές σου, για κάθε ενδεχόμενο, το χειμωνιάτικο πανωφόρι σου και το χοντρό σακάκι». Σαν άκουσα αυτά τα λόγια πέρασα σε μια κατάσταση σχεδόν εκστατική· ένιωσα κάτι που θεωρούσα ως τότε σαν αδύνατο βγάζοντας από πάνω μου σαν περιττό καύκαλο τον αέρα τού δωματίου που με περικύκλωνε, τον αντικαθιστούσα με ίσα μέρη αέρα Βενετσιάνικου, μ᾿ αυτή τη θαλασσινή ατμόσφαιρα που η φαντασία μου είχε κλείσει μέσα στο όνομα τής Βενετίας· ένιωσα να γίνεται μέσα μου μια θαυμαστή εξαΰλωση· τη συνόδεψε αμέσως μια αόριστη διάθεση εμετού, και χρειάστηκε να με βάλουν στο κρεβάτι με πυρετό τόσο επίμονο, ώστε ο γιατρός δήλωσε πώς έπρεπε όχι μόνο να μη μ᾿ αφήσουν να φύγω τώρα για τη Βενετία και τη Φλωρεντία, αλλά, ακόμα κι όταν θα είχα συνέλθει εντελώς ν᾿ αποφύγουν για ένα χρόνο τουλάχιστον, κάθε σχέδιο ταξιδιού και κάθε αφορμή έντονης συγκίνησης.
Κι αλλοίμονο, απαγόρευσε ακόμα, με τρόπο απόλυτο, να μ᾿ αφήσουν να πάω στο θέατρο ν᾿ ακούσω τη Μπερμά· η εξαίσια ηθοποιός, αυτή που ο Μπεργκότ θεωρούσε ιδιοφυΐα, θα μπορούσε, επιτρέποντας μου να γνωρίσω κάτι εξ ίσου ωραίο, να με παρηγορήσει που δε θα πήγαινα στη Βενετία που δε θα πήγαινα στο Μπαλμπέκ. Έπρεπε να περιοριστούν να με στέλνουν κάθε μέρα στα Ηλύσια, κάτω απ᾿ την επίβλεψη κάποιου που δε θα μ᾿ άφηνε να κουραστώ, κι αυτή ήταν η Φρανσουάζ, στην υπηρεσία μας από τότε που πέθανε η θεία Λεονί. Μού ήταν αφόρητο να πηγαίνω στα Ηλύσια. Αν τουλάχιστον τα είχε περιγράψει ο Μπεργκότ σε κάποιο του βιβλίο, τότε ίσως θα ήθελα να τα γνωρίσω, όπως όλα τα πράγματα που είχαν τοποθετήσει το "ομοίωμα" τους, στη φαντασία μου. Η φαντασία μου τα ζέσταινε, τα έκανε να ζήσουν, και τότε ήθελα να τα ξαναβρώ στην πραγματικότητα τίποτα όμως σ᾿ αυτό το δημόσιο κήπο δέν δενόταν με τα όνειρά μου.
[1] Μπαλμπέκ: Φανταστικό τοπίο το οποίο ο Προυστ τοποθετεί στη Νορμανδία. Πιθανότατα πρότυπα του τα Νορμανδικά τοπία Καμπούρ, Εβιάν, Τρουβίλ. (Πηγή: Μαρσέλ Προυστ "Μια Βιογραφία" από τον George Painter εκδόσεις Χατζηνικολή)
[2]«στις πένθιμες εκείνες……» Λόγια τού Λεγκραντέν από την ενότητα το "Κομπραί"
[3]Ρωμανική τέχνη: Το καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριάρχησε στην Μεσαιωνική Ευρώπη από τον 11ο έως το 13ο αιώνα κυρίως στην αρχιτεκτονική και γλυπτική.
[4] Ονόματα πόλεων τής Νορμανδίας και τής Βρετάνης, εκτός από το φανταστικό Μπαλμπέκ.
[5] Αντζέλικο: Ιταλός δομινικανός μοναχός και ζωγράφος τής Σχολής τής Φλωρεντίας κατά την πρώιμη Αναγέννηση (1387-1455).
[6]Το ανάκτορο των Δόγηδων: Παλάτι γοτθικής αρχιτεκτονικής στη Βενετία, κατοικία των Δόγηδων.
[7]Μοναστήρι τής Πάρμας: Το μυθιστόρημα τού Σταντάλ.
[8] Φιόρε: Ἀνθος
[9]Τζιορτζιόνε: Ζωγράφος της σχολής της Βενετίας (1477-1510). Πρόκειται για ένα μυστηριώδη ως προς την βιογραφία του καλλιτέχνη, που στο σύντομο βίο του (πέθανε μόλις 34 ετών από πανώλη), άφησε ελάχιστα έργα αλλά υψηλής τεχνικής, ανάμεσα τους και η περίφημη "Καταιγίδα" .
[10]Τιτσιάνο: 1485; - 1576), γνωστός και ως Τισιανός, ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Ανήκει στη σχολή της Βενετίας και είναι ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της. Στο έργο του έδωσε προτεραιότητα στο χρώμα.
[2]«στις πένθιμες εκείνες……» Λόγια τού Λεγκραντέν από την ενότητα το "Κομπραί"
[3]Ρωμανική τέχνη: Το καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριάρχησε στην Μεσαιωνική Ευρώπη από τον 11ο έως το 13ο αιώνα κυρίως στην αρχιτεκτονική και γλυπτική.
[4] Ονόματα πόλεων τής Νορμανδίας και τής Βρετάνης, εκτός από το φανταστικό Μπαλμπέκ.
[5] Αντζέλικο: Ιταλός δομινικανός μοναχός και ζωγράφος τής Σχολής τής Φλωρεντίας κατά την πρώιμη Αναγέννηση (1387-1455).
[6]Το ανάκτορο των Δόγηδων: Παλάτι γοτθικής αρχιτεκτονικής στη Βενετία, κατοικία των Δόγηδων.
[7]Μοναστήρι τής Πάρμας: Το μυθιστόρημα τού Σταντάλ.
[8] Φιόρε: Ἀνθος
[9]Τζιορτζιόνε: Ζωγράφος της σχολής της Βενετίας (1477-1510). Πρόκειται για ένα μυστηριώδη ως προς την βιογραφία του καλλιτέχνη, που στο σύντομο βίο του (πέθανε μόλις 34 ετών από πανώλη), άφησε ελάχιστα έργα αλλά υψηλής τεχνικής, ανάμεσα τους και η περίφημη "Καταιγίδα" .
[10]Τιτσιάνο: 1485; - 1576), γνωστός και ως Τισιανός, ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Ανήκει στη σχολή της Βενετίας και είναι ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της. Στο έργο του έδωσε προτεραιότητα στο χρώμα.
Ο έρωτας τού αφηγητή (Μαρσέλ) (Προυστ) για την κόρη του Σουάν και τής Οντέτ Ζιλμπέρτ
Ένα τυφλό ένστικτο έκανε όλα να γίνονται με τέτοιο τρόπο, σάμπως η Ζιλμπέρτ και η κοπελίτσα που ονειρευόμουν να ήταν δυο διαφορετικά πλάσματα.
Κι ενώ η αγάπη μου, περιμένοντας ολοένα απ᾿ την επαύριο την ομολογία τής Ζιλμπέρτ πως μ᾿ αγαπά, ξήλωνε κάθε βράδυ την κακοφτιαγμένη δουλειά τής μέρας, στη σκιά τού εαυτού μου μια άγνωστη εργάτρια μάζευε απ᾿ τα σκουπίδια τις ξεφτισμένες κλωστές και τις τοποθετούσε, δίχως την έγνοια να μού αρέσει και να δουλέψει για την ευτυχία μου, με διαφορετική διάταξη.
Ένα τυφλό ένστικτο έκανε όλα να γίνονται με τέτοιο τρόπο, σάμπως η Ζιλμπέρτ και η κοπελίτσα που ονειρευόμουν να ήταν δυο διαφορετικά πλάσματα.
Κι ενώ η αγάπη μου, περιμένοντας ολοένα απ᾿ την επαύριο την ομολογία τής Ζιλμπέρτ πως μ᾿ αγαπά, ξήλωνε κάθε βράδυ την κακοφτιαγμένη δουλειά τής μέρας, στη σκιά τού εαυτού μου μια άγνωστη εργάτρια μάζευε απ᾿ τα σκουπίδια τις ξεφτισμένες κλωστές και τις τοποθετούσε, δίχως την έγνοια να μού αρέσει και να δουλέψει για την ευτυχία μου, με διαφορετική διάταξη.
Μιά μέρα επειδή έπληττα στη συνηθισμένη μας θέση κοντά στα ξύλινα αλογάκια, η Φρανσουάζ με πήρε βόλτα, σ᾿ αυτές τις γειτονικές περιοχές, όπου τα πρόσωπα ήταν άγνωστα· ύστερα γύρισε να πάρει τα πράγματά της και περιμένοντάς την, τσαλαπατούσα τη πρασιά, ισχνή και κουρεμένη, όταν απ᾿ την αλέα, καλώντας μια κοπελίτσα με πυρόξανθα μαλλιά, μια άλλη που προσπαθούσε να φορέσει το παλτό της, τής φώναξε με κοφτή φωνή «Γεια σου Ζιλμπέρτ, φεύγω, μην ξεχάσεις πώς θα ᾿ρθουμε το βράδυ στο σπίτι σου μετά το φαγητό». Αυτό το όνομα Ζιλμπέρτ, πέρασε πλάι μου, μεταφέροντας μαζί του το ᾿νιωθα, τη γνωριμία, τις εντυπώσεις που είχε γι αυτήν η φίλη που την καλούσε, όλα όσα προφέροντάς το, ξανάβλεπε ή τουλάχιστον κρατούσε στη μνήμη της απ᾿ την καθημερινή τους στενή επαφή, κι όλο αυτό το άγνωστο το απλησίαστο και οδυνηρό για μένα, που μ᾿ άγγιζε δίχως να μπορώ να το γνωρίσω, αφήνοντας κιόλας να πλέει στον αέρα η ανάσα από ορισμένα αθέατα σημεία τής δεσποινίδας Σουάν, από το βράδυ που πλησίαζε έτσι όπως θα ήταν μετά το δείπνο στο σπίτι της· ένα συννεφάκι χρωματισμένο παράξενα έριχνε πάνω σ᾿ αυτό το αραιό γρασίδι και στο απόγευμα τής ξανθής κοπέλας, (ώσπου τής φώναξε μια δασκάλα με θαλασσί φτερό), μια θαυμάσια μικρή λουρίδα κίτρινη σαν ηλιοτρόπιο που απλωνόταν εκεί σαν χαλί, πάνω στο οποίο δέν κουραζόμουν να περιφέρω τα καθυστερημένα και ιερόσυλα βήματα μου, ενώ η Φρανσουάζ μού φώναζε: «Άντε, ακουμπώστε πια το παλτό σας και δρόμο», και παρατηρούσα για πρώτη φορά με θυμό, πώς μιλούσε χυδαία, κι αλλοίμονο! δέν είχε θαλασσί φτερό, στο καπέλο της.
Θα ξαναρχόταν τουλάχιστον στα Ηλύσια Πεδία; Την άλλη μέρα δέν ήταν εκεί την είδα όμως τις μέρες που ακολούθησαν· τριγυρνούσα όλη την ώρα στην περιοχή που έπαιζε με τις φίλες της, ώστε μια φορά που δέν ήταν αρκετές να παίξουν αμπάριζα, έβαλε να ρωτήσουν αν θα θελα να συμπληρώσω την ομάδα τους, κι από τότε έπαιζα μαζί τους όσες φορές βρισκόταν εκεί. Όχι όμως κάθε μέρα γιατί την εμπόδιζαν τα μαθήματά της, μια απογευματινή συνάθροιση, όλη αυτή η ζωή η χωριστή απ᾿ τη δική μου και που δυο φορές συμπυκνωμένη στο όνομα Ζιλμπέρτ την είχα νιώσει να περνάει κοντά μου, στο ανηφορικό δρομάκι στο Κομπραί ή πάνω στην πρασιά στα Ηλύσια πεδία. Κάποιες μέρες ανάγγελνε από πριν πώς δε θα τη βλέπαμε· αν σ᾿ αυτό έφταιγαν οι σπουδές της έλεγε: «Τι μπελάς! Δε θα μπορέσω να ᾿ρθω αύριο, θα διασκεδάσετε δίχως εμένα», με ύφος λυπημένο που με παρηγορούσε κάπως· αν όμως ήταν αντίθετα καλεσμένη κάπου το απόγευμα και καθώς δε το ᾿ξερα τη ρωτούσα αν θα ερχόταν να παίξει, μού απαντούσε: «Ελπίζω όχι! Ελπίζω να με αφήσει η μαμά να πάω στης φίλης μου». Άλλες φορές την έπαιρνε η μητέρα της στα μαγαζιά, και την επόμενη έλεγε: «Αχ, ναι βγήκα με τη μαμά», λες και ήταν κάτι φυσικό, κάτι που δέν θα ήταν για κάποιον άλλον η μεγαλύτερη δυνατή δυστυχία. Ήταν ακόμα κι οι μέρες τής κακοκαιρίας, όταν η δασκάλα της, που φοβόταν η ίδια τη βροχή, δέν ήθελε να την φέρει στα Ηλύσια πεδία.
Έτσι αν ο ουρανός ήταν αμφίβολος, δέν έπαυα να τον παρακολουθώ απ᾿ το πρωί και λογάριαζα όλες τις ενδείξεις. Αν έβλεπα την κυρία στο απέναντι σπίτι να φοράει κοντά στο παράθυρο, το καπέλο της, σκεφτόμουν: «Η κυρία ετοιμάζεται να βγει, γιατί όχι κι η Ζιλμπέρτ;» Ο καιρός όμως σκοτείνιαζε, η μητέρα μου έλεγε πώς μπορούσε ακόμα ν᾿ ανοίξει, πώς αρκούσε γι αυτό μια αχτίδα ήλιου, αλλά πώς ήταν πιο πιθανό να βρέξει. Έτσι απ᾿ την ώρα τού γεύματος τ᾿ ανήσυχά μου βλέμματα δε άφηναν τον αβέβαιο ουρανό. Έμενε σκοτεινός. Μπροστά στο παράθυρο το μπαλκόνι ήταν μουντό. Ξαφνικά ένιωθα μια προσπάθεια για να γίνει το χρώμα του λιγότερο μουντό, τον παλμό μιας δισταχτικής αχτίνας που θα ᾿θελε να λευτερώσει το φως της, κι χίλιες ανταύγειες από το σιδερένιο του κιγκλίδωμα είχαν έρθει να σταθούν πάνω του. Μια πνοή ανέμου τις σκόρπιζε, η πέτρα γινόταν σκοτεινή, αλλά σα να ᾿ταν εξοικειωμένες, οι ανταύγειες γύριζαν πάλι· ακουμπούσαν πάνω σ᾿ αυτή τη λίμνη από ήλιο, θα ᾿λεγες πώς ήξεραν ότι αποτελούσαν μια εγγύηση γαλήνης και ευτυχίας. Κισσός τής στιγμής, φυτό αναρριχητικό και φευγαλέο! Το πιο άχρωμο απ᾿ όλα όσα μπορούν να σκαρφαλώσουν στον τοίχο ή να διακοσμούν το παράθυρο για μένα, απ᾿ όλα το πιο αγαπητό από τη μέρα που φάνηκε πάνω στο μπαλκόνι μας, σα να ᾿ταν η ίδια η σκιά τής Ζιλμπέρτ που ίσως θα βρισκόταν κιόλας στα Ηλύσια και θα μού έλεγε μόλις θα ᾿φτανα εκεί: «Αρχίζουμε αμέσως την αμπάριζα, παίζετε με την ομάδα μου». Φυτό ευαίσθητο, το παράσερνε ένα φύσημα, αλλά ήταν ταυτόχρονα και δεμένο όχι με την εποχή τού χρόνου, αλλά με την ώρα· υπόσχεση τής άμεσης ευτυχίας που η μέρα την αρνιέται ή θα την πραγματώσει, και γι᾿ αυτό υπόσχεση της πιο άμεσης ευτυχίας, τής ευτυχίας τού έρωτα· πιο απαλό, πιο θερμό πάνω στην πέτρα κι απ᾿ το ίδιο το μούσκλο· φυτό μακρόβιο, που τού αρκεί μια αχτίδα για να γεννηθεί και να κάνει ν᾿ ανθίσει η χαρά, ακόμα και στην καρδιά του χειμώνα.
Ακόμα και τις μέρες που κάθε άλλη βλάστηση έχει εξαφανιστεί κάτω από το χιόνι, όταν αυτό σταματούσε να πέφτει, μα ο καιρός ήταν ακόμα σκοτεινός για να ελπίζω πώς η Ζιλμπέρτ θα ᾿βγαινε, τότε ξαφνικά, κάνοντας τη μητέρα μου να πει «κοίτα έφτιαξε ο καιρός, θα μπορούσατε ίσως να δοκιμάσετε να πάτε στα Ηλύσια», ο ήλιος που μόλις είχε φανεί, έπλεκε πάνω στο χιονάτο μανδύα που σκέπαζε το μπαλκόνι, χρυσαφένιες κλωστές και κεντούσε μαύρες σκιές. Εκείνη τη μέρα δε βρίσκαμε κανέναν. Μόνη, κοντά στην πρασιά, καθόταν μια κυρία κάποιας ηλικίας που ερχόταν μ᾿ οποιοδήποτε καιρό, με τα ίδια πάντα μεγαλόπρεπα και σκούρα ρούχα και που, για να κάνω τη γνωριμία της, θα είχα θυσιάσει τότε, αν μού επιτρεπόταν η ανταλλαγή, τα πιο μεγάλα από τα μελλοντικά πλεονεκτήματα τής ζωής μου. Γιατί η Ζιλμπέρτ πήγαινε κάθε μέρα να τη χαιρετήσει εκείνη ζητούσε να μάθει νέα για την "αξιαγάπητη μητέρα της" και είχα την εντύπωση πώς αν την είχα γνωρίσει θα ήμουν για τη Ζιλμπέρτ κάποιος εντελώς διαφορετικός, κάποιος που θα ήξερε για τις γνωριμίες των γονιών της. Ενώ τα εγγόνια της έπαιζαν πιο πέρα, η κυρία διάβαζε πάντα την "Εφημερίδα των Συζητήσεων" που την αποκαλούσε οι "οι παλιές μου Συζητήσεις".
Η Φρανσουάζ κρύωνε πολύ για να στέκεται ακίνητη, περπατήσαμε ως τη γέφυρα τής Ομόνοιας να δούμε το Σηκουάνα παγωμένο, που τον πλησίαζαν όλοι, ως και τα παιδιά, σαν μια τεράστια φάλαινα βγαλμένη στο γιαλό, ανυπεράσπιστη. Ξαναγυρνούσαμε στα Ηλύσια. Ξαφνικά ο αέρας σχίστηκε: ανάμεσα στο κουκλοθέατρο και στο τσίρκο, στον όμορφο τώρα ορίζοντα, πάνω στο μισάνοιχτο ουρανό είχα διακρίνει, σαν ένα μυθικό σημάδι το θαλασσί φτερό τής Δεσποινίδας. Κι η Ζιλμπέρτ έτρεχε κιόλας, όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς εμένα, αστραφτερή και κόκκινη κάτω από έναν τετράγωνο σκούφο, ξαναμμένη απ᾿ το κρύο και τη λαχτάρα για παιγνίδι.
Η πρώτη από αυτές τις μέρες, στις οποίες το χιόνι έκφραση των δυνάμεων που μπορούσαν να μού στερήσουν τη συνάντηση με τη Ζιλμπέρτ, έδινε τη μελαγχολία μιας μέρας αποχωρισμού, γιατί απέκλειε σχεδόν τη χρήση αυτού τού τόπου για τις μοναδικές μας συναντήσεις, η μέρα αυτή έκανε ωστόσο την αγάπη μου να προχωρήσει, γιατί ήταν σα μια πρώτη θλίψη που η Ζιλμπέρτ μπορούσε να μοιραστεί μαζί μου. Είμαστε οι δυο μας από την παρέα, κι έτσι το να βρίσκομαι μόνος εγώ κοντά της, ήταν όχι μόνο σα μια αρχή οικειότητας, αλλά και μού φαινόταν από μέρους της κάτι το ίδιο συγκινητικό, όσο αν μια μέρα που την είχαν καλέσει για απογευματινό, είχε αρνηθεί την πρόσκληση για να έρθει να με βρει στα Ηλύσια· και καθώς μού έριχνε χιόνι στο λαιμό, χαμογελούσα απέναντι σ᾿ αυτό που μού φαινόταν ταυτόχρονα, σα μια ιδιαίτερη προτίμηση και σαν είδος πίστης απέναντί μου μέσα στη δυστυχία. Σε λίγο, μία-μία σα δισταχτικά σπουργίτια, έφταναν οι φίλες της κατάμαυρες πάνω στο χιόνι. Κι αυτή η μέρα που ᾿χε αρχίσει τόσο μελαγχολικά, έμελλε να τελειώσει μέσα στη χαρά, γιατί καθώς πλησίαζα, πριν να παίξουμε αμπάριζα, τη φίλη με τη κοφτή φωνή, που ᾿ χα ακούσει την πρώτη μέρα να φωνάζει τ᾿ όνομα Ζιλμπέρτ, αυτή μού είπε: «Όχι, όχι, ξέρουμε πώς προτιμάτε να παίζετε στην ομάδα τής Ζιλμπέρτ. Άλλωστε να, σάς κάνει νεύμα».
Αυτή η μέρα, ήταν μια απ᾿ τις μόνες που δέν ήμουν δυστυχισμένος. Γιατί για μένα, που δέν σκεφτόμουν άλλο τίποτα παρά πώς να μην περάσει μέρα δίχως να συναντήσω τη Ζιλμπέρτ, τόσο που έφτασα κάποτε στο σημείο, καθώς η γιαγιά μου δέν είχε ακόμα επιστρέψει για την ώρα τού δείπνου, να σκεφτώ πώς αν την είχε πατήσει ένα αμάξι, θα μού ήταν αδύνατο να πάω στα Ηλύσια· δέν αγαπάς πια κανέναν μόλις αρχίσεις ν᾿ αγαπάς· οι στιγμές αυτές που τις περνούσα κοντά της και που απ᾿ την παραμονή τις περίμενα τόσο ανυπόμονα, για τις οποίες θα θυσίαζα κάθε τι άλλο, δέν ήταν διόλου στιγμές ευτυχισμένες· και το ᾿ξερα καλά, γιατί ήταν οι μόνες στιγμές τής ζωής μου πάνω στις οποίες συγκέντρωνα μια προσοχή επίμονη, που δέν ανακάλυπτε σ᾿ αυτές ούτε μια σταλιά απόλαυσης.
Διατεινόταν συχνά πώς είχε φίλους που προτιμούσε, πώς ήμουν καλός σύντροφος, με τον οποίο έπαιζε πρόθυμα, αν και πολύ αφηρημένος και όχι τόσο τού παιγνιδιού· τέλος μού είχε δώσει πολλές φορές φανερά δείγματα ψυχρότητας, που θα μπορούσαν να κλονίσουν την πεποίθησή μου ότι με θεωρούσε διαφορετικό από τούς άλλους, αν η πεποίθηση αυτή είχε τις ρίζες της σ᾿ έναν έρωτα τής Ζιλμπέρτ για μένα, κι όχι όπως συνέβαινε πραγματικά, στον έρωτα που ένιωθα εγώ για εκείνη. Αλλά τα αισθήματα που ένιωθα για κείνη εγώ ο ίδιος, δέν τής τα είχα ακόμα φανερώσει. Βέβαια, σ᾿ όλες τις σελίδες των τετραδίων μου έγραφα αμέτρητες φορές τ᾿ όνομά της, όταν όμως έβλεπα αυτές τις αόριστες γραμμές που χάραζα χωρίς να μπορούν να την κάνουν να με σκέφτεται, ένιωθα απογοήτευση, γιατί δε μού μιλούσαν για τη Ζιλμπέρτ, που ούτε θα τις έβλεπε ποτέ, αλλά για τον δικό μου πόθο και που μού τον παρουσίαζαν σαν κάτι καθαρά προσωπικό, ανύπαρκτο και ανήμπορο. Οι διάφοροι λόγοι, που μ᾿ έκαναν ν᾿ ανυπομονώ τόσο πολύ να τη συναντήσω ίσως να ήταν λιγότερο επιτακτικοί σ᾿ έναν ώριμο άνδρα. Συμβαίνει αργότερα, όταν έχουμε μάθει πια πώς να καλλιεργούμε επιδέξια τις απολαύσεις μας, ν᾿ αρκούμαστε με την εικόνα που έχουμε όταν σκεφτόμαστε μια γυναίκα, όπως εγώ σκεφτόμουν τη Ζιλμπέρτ, να την αγαπούμε χωρίς την ανάγκη να είμαστε βέβαιοι πώς κι εκείνη μάς αγαπά. Την εποχή όμως που αγαπούσα τη Ζιλμπέρτ πίστευα ακόμα πώς ο Έρωτας υπήρχε πραγματικά ανεξάρτητα από εμάς· μού φαινόταν πώς αν είχα από μόνος μου αντικαταστήσει την απαλότητα τής εξομολόγησης με την προσποίηση τής αδιαφορίας, δέν θα είχα μόνο στερηθεί μιαν από τις χαρές που ονειρευόμουν περισσότερο, αλλά και θα είχα κατασκευάσει αυθαίρετα έναν έρωτα πλαστό και δίχως αξία, έναν έρωτα χωρίς επαφή με τον πραγματικό, που τούς μυστηριακούς κι από πριν χαραγμένους δρόμους του θα είχα παραιτηθεί ν᾿ ακολουθήσω.
Όταν όμως έφτανα στα Ηλύσια και θα μπορούσα πριν από όλα να αντιπαραβάλλω την αγάπη μου με την ανεξάρτητη από μένα ζωντανή της αιτία, για να την κάνω να υποστεί τις απαραίτητες διορθώσεις, μόλις βρισκόμουν μπροστά σ᾿ αυτή τη Ζιλμπέρτ Σουάν, που στην όψη της βασιζόμουν για να ξαναζωντανέψω τις εικόνες που δεν έβρισκε πια η κουρασμένη μου μνήμη, σ᾿ αυτήν τη Ζιλμπέρτ που είχα παίξει μαζί της χθες και που μόλις τώρα με είχε κάνει να την χαιρετήσω, τότε αμέσως ένα τυφλό ένστικτο — σαν αυτό που βάζει όταν περπατούμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, πριν ακόμα προλάβουμε να το σκεφτούμε — έκανε όλα να γίνονται με τέτοιο τρόπο, σάμπως η Ζιλμπέρτ και η κοπελίτσα που ονειρευόμουν να ήταν δυο διαφορετικά πλάσματα. Και ενώ ετοιμαζόμουν να επωφεληθώ απ᾿ αυτήν τη ποθητή στιγμή για να πραγματοποιήσω πάνω στην εικόνα τής Ζιλμπέρτ που είχα ετοιμάσει πριν να έρθω, την εξακρίβωση που θα μού επέτρεπε στις ατέλειωτες ώρες τής μοναξιάς μου, να ᾿μαι βέβαιος πώς αυτή θυμόμουν, όπως συνθέτουν ένα έργο, εκείνη μού πετούσε την μπάλα· και σαν τον ιδεαλιστή φιλόσοφο, που το σώμα του λογαριάζει τον εξωτερικό κόσμο, ενώ η σκέψη του δέν πιστεύει στην πραγματικότητά του, το ίδιο "εγώ" που με είχε κάνει να την χαιρετήσω μ᾿ έσπρωχνε να πιάσω τη μπάλα, σα να ήταν μια φίλη με την οποία είχα έρθει να παίξω, κι όχι μια αδελφή ψυχή, που είχα έρθει να συναντήσω. Με υποχρέωνε να τής λέω από ευγένεια κι ως την ώρα τής αναχώρησής της ασήμαντες κουβέντες, χωρίς να μπορώ να τής πω τα λόγια που μπορούσαν να οδηγήσουν την αγάπη μας σε μια πρόοδο αποφασιστική και που ήμουν κάθε φορά υποχρεωμένος να αναβάλλω.
Έκανε ωστόσο η αγάπη μας κάποια πρόοδο. Μια μέρα, είχαμε πάει με τη Ζιλμπέρτ ως το περίπτερο τής εμπόρισσας, που μας φερνόταν με πολλή ευγένεια. Αγόρασα δυο μπίλιες τής πεντάρας. Κοίταζα με θαυμασμό, φωτεινές και φυλακισμένες χωριστά σ᾿ ένα ξύλινο κουπάκι, τις αχάτινες μπίλιες, που μού φαίνονταν πολύτιμες γιατί ήταν χαμογελαστές και ξανθιές σαν κορίτσια και γιατί κόστιζαν πενήντα λεπτά η μία. Η Ζιλμπέρτ που τής δίνανε πολύ περισσότερα λεφτά παρά σ᾿ εμένα, με ρώτησε ποιαν έβρισκα πιο όμορφη. Είχαν τη διαφάνεια και τις ρευστές αποχρώσεις τής ζωής. Δε θα ᾿θελα να την κάνω να θυσιάσει ούτε μία. Θα μ᾿ άρεσε να μπορούσε να τις αγοράσει όλες. Τής έδειξα ωστόσο μια που είχε το χρώμα των ματιών της. Η Ζιλμπέρτ την πήρε, γύρεψε να βρει την χρυσαφένια της αχτίδα, τη χάιδεψε, πλήρωσε τα λύτρα της και μού παράδωσε τη φυλακισμένη της λέγοντάς μου: «Να, είναι δική σας, σάς τη δίνω, κρατήστε για ενθύμιο».
Μια άλλη φορά, καθώς με απασχολούσε πάντα η επιθυμία ν᾿ ακούσω την Μπερμά σ᾿ ένα κλασσικό έργο, τη ρώτησα μήπως είχε ένα τομίδιο στο οποίο ο Μπεργκότ μιλούσε για τον Ρασίν* και που δέν υπήρχε στα βιβλιοπωλεία. Με παρακάλεσε να τής θυμίσω ακριβώς τον τίτλο κι έτσι το ίδιο βράδυ τής έστειλα ένα μικρό τηλεγράφημα γράφοντας στο φάκελο τ᾿ όνομα Ζιλμπέρτ Σουάν, που είχα τόσες φορές γράψει πάνω στα τετράδιά μου. Την επομένη μού έφερε σ᾿ ένα πακέτο δεμένο με μωβ κορδέλες και σφραγισμένο με άσπρο βουλοκέρι, το τομίδιο που είχε φροντίσει να μού βρει. «Βλέπετε; είναι ακριβώς αυτό που μού ζητήσατε», μού είπε βγάζοντας από το μανσόν της το τηλεγράφημα που τής είχα στείλει. Το χειρόγραφο αυτού τού "πνεματίκ" [1] που χτες ακόμα ήταν ένα τίποτα, μόνο ένα μικρό "μπλε" που είχα γράψει, απ᾿ τη στιγμή που ο τηλεγραφητής το είχε παραδώσει στον θυρωρό τής Ζιλμπέρτ κι ένας υπηρέτης στην ίδια, είχε γίνει αυτό το ανεκτίμητο αντικείμενο· δυσκολεύτηκα ν᾿ αναγνωρίσω τις μοναχικές αράδες με το γράψιμό μου κάτω από τις στρογγυλές σφραγίδες που είχε τυπώσει το ταχυδρομείο και τις ενδείξεις που χε προσθέσει ο ταχυδρόμος, σημάδια υλικής πραγματοποίησης, συμβολικές μενεξεδένιες ταινίες τής ζωής, που για πρώτη φορά έρχονταν ν᾿ αγκαλιάσουν, να στηρίξουν να ευφράνουν το όνειρό μου.
Κι ήρθε μια μέρα πάλι και μού είπε: «Ξέρετε, μπορείτε να με λέτε Ζιλμπέρτ, εγώ πάντως θα σάς φωνάζω με το βαφτιστικό σας όνομα». Κι όμως εξακολούθησε για λίγο ακόμα να περιορίζεται στο "εσείς" κι άμα τής το θύμισα, χαμογέλασε, και σχηματίζοντας μια φράση απ᾿ εκείνες που στις γραμματικές μιας ξένης γλώσσας δέν έχουν άλλο λόγο παρά να μάς κάνουν να χρησιμοποιήσουμε μια καινούργια λέξη, την τελείωσε με το μικρό μου όνομα. Όταν αργότερα θυμήθηκα αυτό που είχα νιώσει τότε, ξεχώρισα την εντύπωση πώς μ᾿ είχε κρατήσει στο στόμα της χωρίς πια κανένα από τούς κοινωνικούς τρόπους, ενώ το βλέμμα της περνώντας κι αυτό στο καινούργιο επίπεδο που έπαιρνε η ομιλία της, μ᾿ άγγιζε επίσης πιο άμεσα, εκδηλώνοντας ακόμα τη συναίσθηση, την ευχαρίστηση που ένιωθε, μ᾿ ένα πρόσθετο χαμόγελο.
Εκείνη όμως τη στιγμή δέν μπορούσα να εκτιμήσω, τι αξία είχαν οι καινούργιες αυτές απολαύσεις. Δέν προσφέρονταν από τη Ζιλμπέρτ που αγαπούσα, στο εγώ που την αγαπούσε, αλλά από την άλλη, εκείνη με την οποία έπαιζα. Ακόμα κι όταν είχα επιστρέψει πια στο σπίτι, δέν τις γευόμουν αυτές τις απολαύσεις, γιατί κάθε μέρα η ανάγκη που με υποχρέωνε να ελπίζω, πώς την επομένη θα είχα τη σωστή κι ευτυχισμένη θεώρηση τής Ζιλμπέρτ, πώς θα μού ομολογούσε επιτέλους τον έρωτά της εξηγώντας μου γιατί χρειάστηκε να μού τον κρύψει ως τώρα, αυτή η ίδια ανάγκη με έκανε να θεωρώ τα όσα είχαν προηγηθεί σαν τίποτα, να βλέπω τα μικρά πλεονεκτήματα όχι σαν κάτι με ιδιαίτερη αξία, αλλά βαθμίδες για να φτάσω επί τέλους την ευτυχία που δεν είχα ακόμη συναντήσει.
Δέν ήξερε κανείς ποτέ από πια μεριά στα Ηλύσια θα ερχόταν η Ζιλμπέρτ, αν θα ερχόταν πιο νωρίς ή πιο αργά, και η αναμονή αυτή έκανε πιο συγκινητικά για μένα, όχι μόνο τα Ηλύσια κι όλη τη διάρκεια τού απογεύματος, σαν μια απέραντη έκταση χώρου και χρόνου που στο κάθε σημείο του και στην κάθε της στιγμή μπορούσε να εμφανιστεί η εικόνα τής Ζιλμπέρτ, αλλά και συγκινητική αυτή την ίδια την εικόνα τής Ζιλμπέρτ, μ᾿ ένα καπέλο για επισκέψεις κι όχι με το μπερέ τού παιγνιδιού, μπροστά στο θέατρο "Αμπασαντέρ" κι όχι ανάμεσα στα δυο κουκλοθέατρα, γιατί μάντευα μερικές απ᾿ τις ασχολίες που την υποχρέωναν να βγαίνει ή να μένει στο σπίτι, γιατί άγγιζα το μυστήριο τής άγνωστης ζωής της. Κι ήταν αυτό το μυστήριο που με αναστάτωνε όταν αντίκρυζα τη Ζιλμπέρτ να κάνει μιαν υπόκλιση στην κυρία των "Συζητήσεων", να τής μιλάει μ᾿ ένα δειλό χαμόγελο, που μ᾿ έκανε ν᾿ αναλογίζομαι πόσο διαφορετική θα ήταν με τούς γονείς της, στις επισκέψεις, σ᾿ όλη την ύπαρξη που αγνοούσα. Τής ύπαρξης αυτής κανένας δε μού έδινε τόσο την εντύπωση, όσο ο κύριος Σουάν που ερχόταν αργότερα να ξαναβρεί την κόρη του. Γιατί αυτός και η κυρία Σουάν, επειδή η κόρη τους έμενε μαζί τους, επειδή οι σπουδές της, οι φιλίες της εξαρτιόταν απ᾿ αυτούς, διατηρούσαν για μένα μια θέση, όπως θα ταίριαζε σε θεούς που την εξουσίαζαν, κι απ᾿ τούς οποίους θα πήγαζε ένα απρόσιτο άγνωστο. Ό,τι τούς αφορούσε ήταν για μένα αντικείμενο μιας ενασχόλησης τόσο μόνιμης, ώστε τις μέρες, όπως αυτές, που ο κύριος Σουάν — τον οποίο είχα δει τόσες φορές άλλοτε, όταν είχε φιλικούς δεσμούς με τούς γονείς μου, δίχως να προκαλέσει την περιέργειά μου— ερχόταν να πάρει τη Ζιλμπέρτ, μόλις ησύχαζαν οι κτύποι τής καρδιάς μου που είχε προκαλέσει η εμφάνιση τού γκρίζου του καπέλου, με εντυπωσίαζε, σα να ᾿ταν ένα πρόσωπο ιστορικό για το οποίο έχουμε διαβάσει πρόσφατα μια σειρά έργων και που οι ιδιοτυπίες του μάς ενδιαφέρουν. Οι σχέσεις του με τον κόμη των Παρισίων που όταν τις άκουγα στο Κομπραί, μού φαίνονταν αδιάφορες, έπαιρναν τώρα κάτι το θαυμαστό, θαρρείς και κανένας άλλος δέν είχε γνωρίσει τούς Ορλεάν· τον έκαναν να ξεχωρίζει πάνω στο ταπεινό φόντο των περιπατητών από διάφορες τάξεις που γέμιζαν αυτή την αλέα στα Ηλύσια και θαύμαζα που καταδεχόταν να εμφανίζεται ανάμεσά τους, χωρίς να απαιτεί κάποιον ιδιαίτερο σεβασμό, που άλλωστε κανένας δέν σκεφτόταν να τού προσφέρει, γιατί ήταν τόσο πυκνό το ινκόγκνιτο μέσα στο οποίο ήταν τυλιγμένος.
Απαντούσε ευγενικά όταν τον χαιρετούσαν οι φίλες τής Ζιλμπέρτ, ακόμα και όταν τον χαιρετούσα εγώ, μ᾿ όλο που είχε τσακωθεί με την οικογένειά μου, αλλά δίνοντας την εντύπωση πώς δε με γνώριζε. Και καθώς τίποτα δέν είχε αξία για μένα παρά μόνο σε σχέση με ό,τι μπορούσε να κερδίσει η αγάπη μου, ξανάβρισκα με μια αίσθηση ντροπής και λύπης τα χρόνια εκείνα, όταν στα μάτια αυτού τού ίδιου τού Σουάν, που στεκόταν τώρα μπροστά μου στα Ηλύσια και στον οποίο ευτυχώς η Ζιλμπέρτ δε θα είχε ίσως πει το όνομά μου, είχα γίνει τόσες φορές γελοίος, τα βράδια που έστελνα να παρακαλέσουν τη μαμά ν᾿ ανέβει στο δωμάτιο για να μού πει καληνύχτα, ενώ εκείνη έπαιρνε τον καφέ μαζί του, τον πατέρα, τον παππού και τη γιαγιά μου, στο τραπέζι τού κήπου.
Μιά απ᾿ αυτές τις ηλιόλουστες μέρες, που δεν είχε πραγματοποιήσει τις προσδοκίες μου, δέν μπόρεσα να κρύψω την απογοήτευση μου στη Ζιλμπέρτ.
—«Είχα σήμερα ακριβώς πολλά πράγματα να σάς ζητήσω», τής είπα. «Πίστευα πώς η μέρα αυτή θα είχε ξεχωριστή θέση για τη φιλία μας. Και μόλις φτάσατε, φεύγετε πάλι. Προσπαθήστε να έρθετε αύριο νωρίς, για να μπορέσω να σάς μιλήσω.
Το πρόσωπό της έλαμψε και πηδώντας από χαρά μού απάντησε:
—«Αύριο μη με περιμένετε καλέ μου φίλε, δέν πρόκειται να έρθω. Έχω μια σπουδαία απογευματινή πρόσκληση και μεθαύριο δε θα έρθω, θα πάω στο Μιχαήλ Στρογκώφ [2] , κι ύστερα πια πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και οι διακοπές τής Πρωτοχρονιάς. Ίσως να με πάρουν στη Νότια Γαλλία. Τι σικ που θα ᾿ναι! μ᾿ όλο που θα χάσω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο· πάντως κι αν μείνω στο Παρίσι δε θα ᾿ρχομαι εδώ γιατί θα πηγαίνω επισκέψεις με τη μαμά. Αντίο να ο μπαμπάς με φωνάζει.
Επαναλάμβανα μέσα μου, πνίγοντας τα δάκρυά μου, τα λόγια με τα οποία η Ζιλμπέρτ είχε αφήσει να ξεσπάσει η χαρά της γιατί δέν θα ερχόταν πια για καιρό στα Ηλύσια. Αλλά η πίεση μιας διανοητικής συνήθειας είχε αρχίσει να προσθέτει ακόμα και σ᾿ αυτή την ένδειξη αδιαφορίας κάτι το ρομαντικό, και μέσα από τα δάκρυά μου σχηματιζόταν ένα χαμόγελο, που δέν ήταν παρά η δειλή απόπειρα ενός φιλιού. Κι όταν ήρθε η ώρα τού ταχυδρομείου σκέφτηκα εκείνο το βράδυ όπως και κάθε άλλο βράδυ: «Θα πάρω γράμμα τής Ζιλμπέρτ, θα μού πει επιτέλους πώς δέν έπαψε ποτέ να μ᾿ αγαπά και θα μού εξηγήσει το λόγο που αναγκάστηκε να μού το κρύψει ως τώρα, να προσποιείται πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένη δίχως να με βλέπει, το λόγο για τον οποίο μού παρουσιάστηκε σαν απλή φίλη».
Κάθε βράδυ μού άρεσε να φαντάζομαι αυτό το γράμμα, νόμιζα πώς το διάβαζα, έλεγα μέσα μου την κάθε του φράση. Ξαφνικά, σταματούσα τρομαγμένος. Καταλάβαινα πώς αν ήταν να λάβω γράμμα τής Ζιλμπέρτ, δέν θα μπορούσε πάντως να ᾿ναι αυτό, αφού εγώ ο ίδιος το είχα μόλις συνθέσει. Κι από τότε πάσχιζα ν᾿ αποδιώξω απ᾿ τη σκέψη μου τις λέξεις που θα μού άρεσε να μού έγραφε εκείνη, από φόβο μήπως με τη διατύπωσή τους θα τις απέκλεια ακριβώς αυτές, τις πιο αγαπημένες, τις πιο ποθητές από το χώρο τού εφικτού. Ακόμα κι αν, χάρη σε μια απίθανη σύμπτωση, μού έστελνε η Ζιλμπέρτ αυτό ακριβώς το γράμμα που είχα φανταστεί, δέν θα είχα τότε την εντύπωση ότι δεχόμουν κάτι που δέν είχε προέλθει από μένα, κάτι πραγματικό, ξένο, μια ευτυχία έξω από τη σκέψη μου, ανεξάρτητη από τη θέλησή μου, αληθινά δοσμένη απ᾿ την αγάπη.
Στό μεταξύ ξαναδιάβαζα μια σελίδα που δέν μού είχε γράψει η Ζιλμπέρτ, αλλά τουλάχιστον προερχόταν από εκείνη, αυτή τη σελίδα τού Μπεργκότ για την ομορφιά των παλιών μύθων απ᾿ τούς οποίους εμπνεύστηκε ο Ρασίν, και που μαζί με την αχάτινη μπίλια, κρατούσα πάντα κοντά μου. Με συγκινούσε η καλοσύνη τής φίλης μου, που είχε φροντίσει να την βρει. Κι επειδή ο καθένας αισθάνεται την ανάγκη να βρίσκει δικαιολογίες για το πάθος του, φτάνοντας στο σημείο να χαίρεται όταν αναγνωρίζει στο πρόσωπο που αγαπά τις αρετές που η λογοτεχνία ή η συζήτηση τού έχουν μάθει πώς είναι άξιες να προκαλούν τον έρωτα, ακόμα κι αν οι αρετές αυτές είναι τελείως αντίθετες με όσες αναζητούσε η αγάπη αυτή όσο ήταν αυθόρμητη — όπως ο Σουάν και ο αισθητικός χαρακτήρας τής ομορφιάς τής Οντέτ — εγώ, που είχα αρχικά αγαπήσει τη Ζιλμπέρτ από την εποχή τού Κομπραί για όλη την άγνωστη ζωή της μέσα στην οποία ήθελα να ενσαρκωθώ εγκαταλείποντας τη δική μου που δέν άξιζε τίποτα, σκεφτόμουν τώρα πώς αυτής τής δικής μου ζωής η Ζιλμπέρτ θα μπορούσε να γίνει κάποια μέρα η ευχάριστη συνεργάτισσα που θα με βοηθούσε στις μελέτες μου. Όσο για τον Μπεργκότ, αυτόν τον άπειρα σοφό γέροντα που έγινε η αιτία να πρωταγαπήσω τη Ζιλμπέρτ πριν ακόμα την αντικρύσω, τώρα τον αγαπούσα κυρίως εξ αιτίας τής Ζιλμπέρτ. Κοίταζα με την ίδια απόλαυση τις σελίδες που ᾿χε γράψει ο Μπεργκότ για το Ρασίν και το χαρτί το διπλωμένο, σφραγισμένο από άσπρο βουλοκέρι και δεμένο με τις μωβ κορδέλες, μέσα στο οποίο μού τις είχε φέρει τυλιγμένες η Ζιλμπέρτ. Φιλούσα την αχάτινη μπίλια, που ήταν το καλύτερο κομμάτι τής καρδιάς τής φίλης μου το κομμάτι που δέν ήταν επιπόλαιο, αλλά πιστό. Η ομορφιά όμως από αυτή την πέτρα, και η ομορφιά απ᾿ αυτές τις σελίδες τού Μπεργκότ, που χαιρόμουν να τις συνδυάζω με την ιδέα τού έρωτά μου για τη Ζιλμπέρτ, θαρρείς και τις στιγμές που ο έρωτάς μου μού φαινόταν ένα τίποτα, αυτές οι ομορφιές τού έδιναν μια υπόσταση· ανακάλυπτα πώς ήταν προγενέστερες αυτού τού έρωτα, πώς δέν τού έμοιαζαν, πώς τα στοιχεία τους είχαν καθοριστεί από το ταλέντο ή από τούς ορυκτολογικούς νόμους πριν ακόμα με γνωρίσει η Ζιλμπέρτ, πως τίποτα στο βιβλίο ή στην πέτρα δεν θα ήταν διαφορετικό, αν η Ζιλμπέρτ δεν με είχε αγαπήσει και πώς συνακόλουθα, τίποτα δέν μού επέτρεπε να διαβάσω σ᾿ αυτές ένα μήνυμα ευτυχίας. Κι ενώ η αγάπη μου, περιμένοντας ολοένα απ᾿ την επαύριο την ομολογία τής Ζιλμπέρτ πως μ᾿ αγαπά, ξήλωνε κάθε βράδυ την κακοφτιαγμένη δουλειά τής μέρας, στη σκιά τού εαυτού μου μια άγνωστη εργάτρια μάζευε απ᾿ τα σκουπίδια τις ξεφτισμένες κλωστές και τις τοποθετούσε, δίχως την έγνοια να μού αρέσει και να δουλέψει για την ευτυχία μου, με διαφορετική διάταξη. Δίχως να ενδιαφέρεται ειδικά για την αγάπη μου, δίχως να ξεκινά έχοντας προεξοφλημένο πώς μ᾿ αγαπούν, μάζευε τις πράξεις τής Ζιλμπέρτ που μού είχαν φανεί ανεξήγητες και τα σφάλματά της που είχα συγχωρήσει. Τότε τόσο οι πρώτες όσο και τα δεύτερα αποκτούσαν ένα νόημα. Ήταν σα να ᾿λεγε αυτή η καινούργια διάταξη, πώς βλέποντας τη Ζιλμπέρτ, αντί να ᾿ρχεται στα Ηλύσια, να πηγαίνει σε μιαν απογευματινή παράσταση, να κάνει ψώνια με τη δασκάλα της και να ετοιμάζεται να απουσιάσει για τις διακοπές τής Πρωτοχρονιάς, είχα άδικο να σκέφτομαι: «Το κάνει γιατί είναι επιπόλαιη και υπάκουη». Γιατί θα είχε πάψει να ᾿ναι το ένα ή το άλλο αν μ᾿ αγαπούσε, κι αν την υποχρέωναν να υπακούσει, αυτό θα το ᾿κανε με την ίδια απελπισία που ένιωθα κι εγώ τις μέρες που δέν τη συναντούσα. Έλεγε ακόμα αυτή η καινούργια διάταξη πώς θα ᾿πρεπε ωστόσο να γνωρίζω τι σημαίνει ν᾿ αγαπάς, αφού αγαπούσα τη Ζιλμπέρτ· μού υπογράμμιζε την αδιάκοπη έγνοια να ξεχωρίζω στα μάτια της, πράγμα που μ᾿ έκανε να προσπαθώ να πείσω τη μητέρα μου ν᾿ αγοράσει ένα μουσαμαδένιο αδιάβροχο για τη Φρανσουάζ κι ένα καπέλο με θαλασσί φτερό, ή καλύτερα να μη με στέλνει πια στα Ηλύσια μ᾿ αυτή την υπηρέτρια που μ᾿ έκανε να ντρέπομαι. (Κι η μητέρα μου απαντούσε πώς ήμουν άδικος, πώς ήταν καλή γυναίκα και πολύ αφοσιωμένη). Ακόμα αυτή η διάταξη μού υπογράμμιζε αυτή τη μοναδική μου ανάγκη να συναντώ τη Ζιλμπέρτ που μ᾿ έκανε, μήνες πριν να μη σκέφτομαι παρά πώς να μάθω ποια εποχή θα ᾿φευγε από το Παρίσι και που θα πήγαινε, θεωρώντας και τον πιο ευχάριστο τόπο που εγώ θα πήγαινα σαν τόπο εξορίας, αν εκείνη δε θα βρισκόταν εκεί, κι επιθυμώντας να μείνω πάντα στο Παρίσι, όσο θα μπορούσα να τη συναντώ στα Ηλύσια· και δε τής ήταν δύσκολο να μού αποδείξει πώς αυτή την έγνοια, αυτή την ανάγκη δε θα την έβρισκα στις πράξεις τής Ζιλμπέρτ. Εκείνη αντίθετα εκτιμούσε τη δασκάλα της. Θεωρούσε φυσικό να μην πάει στα Ηλύσια, αν ήταν να πάει στα μαγαζιά με τη Δεσποινίδα της, και ευχάριστο αν ήταν να βγει με τη μητέρα της. Κι αν ακόμα υποθέσουμε πώς θα μού επέτρεπε να περάσω τις διακοπές μου εκεί όπου θα πήγαινε η ίδια για να διαλέξει αυτόν τον τόπο, φρόντιζε να μάθει τι επιθυμούσαν οι γονείς της, τις χίλιες - δυο διασκεδάσεις για τις οποίες τής είχαν μιλήσει, και διόλου αν ήταν εκεί που οι γονείς μου λογάριαζαν να με στείλουν. Όταν μού δήλωνε καμιά φορά πώς μ᾿ αγαπούσε πιο λίγο από κάποιο φίλο της, πιο λίγο απ᾿ ό,τι μ᾿ αγαπούσε την παραμονή, γιατί από αμέλειά μου την είχα κάνει να χάσει το παιγνίδι, τής ζητούσα συγγνώμη, τη ρωτούσα τι θα ᾿πρεπε να κάνω για να ξαναρχίσει να μ᾿ αγαπά το ίδιο, για να μ᾿ αγαπά πιο πολύ από τούς άλλους· ήθελα να μού ᾿λεγε πώς αυτό είχε κιόλας γίνει, τη ικέτευα, λες και μπορούσε να αλλάξει τη συμπάθειά της για μένα όπως ήθελε, για να μού κάνει ευχαρίστηση. Δέν ήξερα λοιπόν πώς αυτό που ένιωθα εγώ για εκείνη, δέν εξαρτιόταν ούτε από τις πράξεις της ούτε από τη θέληση μου;
Και έλεγε τελικά η νέα διάταξη, που είχε σχεδιάσει η αόρατη εργάτρια, πώς αν μπορούμε να επιθυμούμε να μην ήταν ειλικρινείς οι πράξεις κάποιου που μάς είχε λυπήσει ως τώρα, υπάρχει ωστόσο στη συνοχή τους μια σαφήνεια, που απέναντί της η επιθυμία μας είναι ανίσχυρη και πρέπει μάλλον αυτή τη σαφήνεια κι όχι την επιθυμία μας να ρωτήσουμε για να μάς πει ποιες θα είναι οι αυριανές πράξεις αυτού τού κάποιου.
Αυτά τα καινούργια λόγια τ᾿ άκουγε ο έρωτάς μου· τον έπειθαν πώς το αύριο δεν θα ήταν διαφορετικό απ᾿ ό,τι ήταν τις άλλες μέρες· πώς το αίσθημα τής Ζιλμπέρτ για μένα, πολύ παλιό ήδη για να μπορεί ν᾿ αλλάξει, ήταν η αδιαφορία· πώς στη φιλία μου με τη Ζιλμπέρτ εγώ μόνο αγαπούσα. «Είναι αλήθεια απαντούσε ο έρωτάς μου, δε γίνεται πια τίποτα μ᾿ αυτή τη φιλία δέν θα αλλάξει». Τότε την επόμενη κιόλας μέρα ή περιμένοντας μια γιορτή, μια επέτειο, την Πρωτοχρονιά ίσως, ζητούσα απ᾿ τη Ζιλμπέρτ να ξεχάσει την παλιά μας φιλία και να στήσει τα θεμέλια μιας καινούργιας.
Θα ξαναρχόταν τουλάχιστον στα Ηλύσια Πεδία; Την άλλη μέρα δέν ήταν εκεί την είδα όμως τις μέρες που ακολούθησαν· τριγυρνούσα όλη την ώρα στην περιοχή που έπαιζε με τις φίλες της, ώστε μια φορά που δέν ήταν αρκετές να παίξουν αμπάριζα, έβαλε να ρωτήσουν αν θα θελα να συμπληρώσω την ομάδα τους, κι από τότε έπαιζα μαζί τους όσες φορές βρισκόταν εκεί. Όχι όμως κάθε μέρα γιατί την εμπόδιζαν τα μαθήματά της, μια απογευματινή συνάθροιση, όλη αυτή η ζωή η χωριστή απ᾿ τη δική μου και που δυο φορές συμπυκνωμένη στο όνομα Ζιλμπέρτ την είχα νιώσει να περνάει κοντά μου, στο ανηφορικό δρομάκι στο Κομπραί ή πάνω στην πρασιά στα Ηλύσια πεδία. Κάποιες μέρες ανάγγελνε από πριν πώς δε θα τη βλέπαμε· αν σ᾿ αυτό έφταιγαν οι σπουδές της έλεγε: «Τι μπελάς! Δε θα μπορέσω να ᾿ρθω αύριο, θα διασκεδάσετε δίχως εμένα», με ύφος λυπημένο που με παρηγορούσε κάπως· αν όμως ήταν αντίθετα καλεσμένη κάπου το απόγευμα και καθώς δε το ᾿ξερα τη ρωτούσα αν θα ερχόταν να παίξει, μού απαντούσε: «Ελπίζω όχι! Ελπίζω να με αφήσει η μαμά να πάω στης φίλης μου». Άλλες φορές την έπαιρνε η μητέρα της στα μαγαζιά, και την επόμενη έλεγε: «Αχ, ναι βγήκα με τη μαμά», λες και ήταν κάτι φυσικό, κάτι που δέν θα ήταν για κάποιον άλλον η μεγαλύτερη δυνατή δυστυχία. Ήταν ακόμα κι οι μέρες τής κακοκαιρίας, όταν η δασκάλα της, που φοβόταν η ίδια τη βροχή, δέν ήθελε να την φέρει στα Ηλύσια πεδία.
Έτσι αν ο ουρανός ήταν αμφίβολος, δέν έπαυα να τον παρακολουθώ απ᾿ το πρωί και λογάριαζα όλες τις ενδείξεις. Αν έβλεπα την κυρία στο απέναντι σπίτι να φοράει κοντά στο παράθυρο, το καπέλο της, σκεφτόμουν: «Η κυρία ετοιμάζεται να βγει, γιατί όχι κι η Ζιλμπέρτ;» Ο καιρός όμως σκοτείνιαζε, η μητέρα μου έλεγε πώς μπορούσε ακόμα ν᾿ ανοίξει, πώς αρκούσε γι αυτό μια αχτίδα ήλιου, αλλά πώς ήταν πιο πιθανό να βρέξει. Έτσι απ᾿ την ώρα τού γεύματος τ᾿ ανήσυχά μου βλέμματα δε άφηναν τον αβέβαιο ουρανό. Έμενε σκοτεινός. Μπροστά στο παράθυρο το μπαλκόνι ήταν μουντό. Ξαφνικά ένιωθα μια προσπάθεια για να γίνει το χρώμα του λιγότερο μουντό, τον παλμό μιας δισταχτικής αχτίνας που θα ᾿θελε να λευτερώσει το φως της, κι χίλιες ανταύγειες από το σιδερένιο του κιγκλίδωμα είχαν έρθει να σταθούν πάνω του. Μια πνοή ανέμου τις σκόρπιζε, η πέτρα γινόταν σκοτεινή, αλλά σα να ᾿ταν εξοικειωμένες, οι ανταύγειες γύριζαν πάλι· ακουμπούσαν πάνω σ᾿ αυτή τη λίμνη από ήλιο, θα ᾿λεγες πώς ήξεραν ότι αποτελούσαν μια εγγύηση γαλήνης και ευτυχίας. Κισσός τής στιγμής, φυτό αναρριχητικό και φευγαλέο! Το πιο άχρωμο απ᾿ όλα όσα μπορούν να σκαρφαλώσουν στον τοίχο ή να διακοσμούν το παράθυρο για μένα, απ᾿ όλα το πιο αγαπητό από τη μέρα που φάνηκε πάνω στο μπαλκόνι μας, σα να ᾿ταν η ίδια η σκιά τής Ζιλμπέρτ που ίσως θα βρισκόταν κιόλας στα Ηλύσια και θα μού έλεγε μόλις θα ᾿φτανα εκεί: «Αρχίζουμε αμέσως την αμπάριζα, παίζετε με την ομάδα μου». Φυτό ευαίσθητο, το παράσερνε ένα φύσημα, αλλά ήταν ταυτόχρονα και δεμένο όχι με την εποχή τού χρόνου, αλλά με την ώρα· υπόσχεση τής άμεσης ευτυχίας που η μέρα την αρνιέται ή θα την πραγματώσει, και γι᾿ αυτό υπόσχεση της πιο άμεσης ευτυχίας, τής ευτυχίας τού έρωτα· πιο απαλό, πιο θερμό πάνω στην πέτρα κι απ᾿ το ίδιο το μούσκλο· φυτό μακρόβιο, που τού αρκεί μια αχτίδα για να γεννηθεί και να κάνει ν᾿ ανθίσει η χαρά, ακόμα και στην καρδιά του χειμώνα.
Ακόμα και τις μέρες που κάθε άλλη βλάστηση έχει εξαφανιστεί κάτω από το χιόνι, όταν αυτό σταματούσε να πέφτει, μα ο καιρός ήταν ακόμα σκοτεινός για να ελπίζω πώς η Ζιλμπέρτ θα ᾿βγαινε, τότε ξαφνικά, κάνοντας τη μητέρα μου να πει «κοίτα έφτιαξε ο καιρός, θα μπορούσατε ίσως να δοκιμάσετε να πάτε στα Ηλύσια», ο ήλιος που μόλις είχε φανεί, έπλεκε πάνω στο χιονάτο μανδύα που σκέπαζε το μπαλκόνι, χρυσαφένιες κλωστές και κεντούσε μαύρες σκιές. Εκείνη τη μέρα δε βρίσκαμε κανέναν. Μόνη, κοντά στην πρασιά, καθόταν μια κυρία κάποιας ηλικίας που ερχόταν μ᾿ οποιοδήποτε καιρό, με τα ίδια πάντα μεγαλόπρεπα και σκούρα ρούχα και που, για να κάνω τη γνωριμία της, θα είχα θυσιάσει τότε, αν μού επιτρεπόταν η ανταλλαγή, τα πιο μεγάλα από τα μελλοντικά πλεονεκτήματα τής ζωής μου. Γιατί η Ζιλμπέρτ πήγαινε κάθε μέρα να τη χαιρετήσει εκείνη ζητούσε να μάθει νέα για την "αξιαγάπητη μητέρα της" και είχα την εντύπωση πώς αν την είχα γνωρίσει θα ήμουν για τη Ζιλμπέρτ κάποιος εντελώς διαφορετικός, κάποιος που θα ήξερε για τις γνωριμίες των γονιών της. Ενώ τα εγγόνια της έπαιζαν πιο πέρα, η κυρία διάβαζε πάντα την "Εφημερίδα των Συζητήσεων" που την αποκαλούσε οι "οι παλιές μου Συζητήσεις".
Η Φρανσουάζ κρύωνε πολύ για να στέκεται ακίνητη, περπατήσαμε ως τη γέφυρα τής Ομόνοιας να δούμε το Σηκουάνα παγωμένο, που τον πλησίαζαν όλοι, ως και τα παιδιά, σαν μια τεράστια φάλαινα βγαλμένη στο γιαλό, ανυπεράσπιστη. Ξαναγυρνούσαμε στα Ηλύσια. Ξαφνικά ο αέρας σχίστηκε: ανάμεσα στο κουκλοθέατρο και στο τσίρκο, στον όμορφο τώρα ορίζοντα, πάνω στο μισάνοιχτο ουρανό είχα διακρίνει, σαν ένα μυθικό σημάδι το θαλασσί φτερό τής Δεσποινίδας. Κι η Ζιλμπέρτ έτρεχε κιόλας, όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς εμένα, αστραφτερή και κόκκινη κάτω από έναν τετράγωνο σκούφο, ξαναμμένη απ᾿ το κρύο και τη λαχτάρα για παιγνίδι.
Η πρώτη από αυτές τις μέρες, στις οποίες το χιόνι έκφραση των δυνάμεων που μπορούσαν να μού στερήσουν τη συνάντηση με τη Ζιλμπέρτ, έδινε τη μελαγχολία μιας μέρας αποχωρισμού, γιατί απέκλειε σχεδόν τη χρήση αυτού τού τόπου για τις μοναδικές μας συναντήσεις, η μέρα αυτή έκανε ωστόσο την αγάπη μου να προχωρήσει, γιατί ήταν σα μια πρώτη θλίψη που η Ζιλμπέρτ μπορούσε να μοιραστεί μαζί μου. Είμαστε οι δυο μας από την παρέα, κι έτσι το να βρίσκομαι μόνος εγώ κοντά της, ήταν όχι μόνο σα μια αρχή οικειότητας, αλλά και μού φαινόταν από μέρους της κάτι το ίδιο συγκινητικό, όσο αν μια μέρα που την είχαν καλέσει για απογευματινό, είχε αρνηθεί την πρόσκληση για να έρθει να με βρει στα Ηλύσια· και καθώς μού έριχνε χιόνι στο λαιμό, χαμογελούσα απέναντι σ᾿ αυτό που μού φαινόταν ταυτόχρονα, σα μια ιδιαίτερη προτίμηση και σαν είδος πίστης απέναντί μου μέσα στη δυστυχία. Σε λίγο, μία-μία σα δισταχτικά σπουργίτια, έφταναν οι φίλες της κατάμαυρες πάνω στο χιόνι. Κι αυτή η μέρα που ᾿χε αρχίσει τόσο μελαγχολικά, έμελλε να τελειώσει μέσα στη χαρά, γιατί καθώς πλησίαζα, πριν να παίξουμε αμπάριζα, τη φίλη με τη κοφτή φωνή, που ᾿ χα ακούσει την πρώτη μέρα να φωνάζει τ᾿ όνομα Ζιλμπέρτ, αυτή μού είπε: «Όχι, όχι, ξέρουμε πώς προτιμάτε να παίζετε στην ομάδα τής Ζιλμπέρτ. Άλλωστε να, σάς κάνει νεύμα».
Αυτή η μέρα, ήταν μια απ᾿ τις μόνες που δέν ήμουν δυστυχισμένος. Γιατί για μένα, που δέν σκεφτόμουν άλλο τίποτα παρά πώς να μην περάσει μέρα δίχως να συναντήσω τη Ζιλμπέρτ, τόσο που έφτασα κάποτε στο σημείο, καθώς η γιαγιά μου δέν είχε ακόμα επιστρέψει για την ώρα τού δείπνου, να σκεφτώ πώς αν την είχε πατήσει ένα αμάξι, θα μού ήταν αδύνατο να πάω στα Ηλύσια· δέν αγαπάς πια κανέναν μόλις αρχίσεις ν᾿ αγαπάς· οι στιγμές αυτές που τις περνούσα κοντά της και που απ᾿ την παραμονή τις περίμενα τόσο ανυπόμονα, για τις οποίες θα θυσίαζα κάθε τι άλλο, δέν ήταν διόλου στιγμές ευτυχισμένες· και το ᾿ξερα καλά, γιατί ήταν οι μόνες στιγμές τής ζωής μου πάνω στις οποίες συγκέντρωνα μια προσοχή επίμονη, που δέν ανακάλυπτε σ᾿ αυτές ούτε μια σταλιά απόλαυσης.
Διατεινόταν συχνά πώς είχε φίλους που προτιμούσε, πώς ήμουν καλός σύντροφος, με τον οποίο έπαιζε πρόθυμα, αν και πολύ αφηρημένος και όχι τόσο τού παιγνιδιού· τέλος μού είχε δώσει πολλές φορές φανερά δείγματα ψυχρότητας, που θα μπορούσαν να κλονίσουν την πεποίθησή μου ότι με θεωρούσε διαφορετικό από τούς άλλους, αν η πεποίθηση αυτή είχε τις ρίζες της σ᾿ έναν έρωτα τής Ζιλμπέρτ για μένα, κι όχι όπως συνέβαινε πραγματικά, στον έρωτα που ένιωθα εγώ για εκείνη. Αλλά τα αισθήματα που ένιωθα για κείνη εγώ ο ίδιος, δέν τής τα είχα ακόμα φανερώσει. Βέβαια, σ᾿ όλες τις σελίδες των τετραδίων μου έγραφα αμέτρητες φορές τ᾿ όνομά της, όταν όμως έβλεπα αυτές τις αόριστες γραμμές που χάραζα χωρίς να μπορούν να την κάνουν να με σκέφτεται, ένιωθα απογοήτευση, γιατί δε μού μιλούσαν για τη Ζιλμπέρτ, που ούτε θα τις έβλεπε ποτέ, αλλά για τον δικό μου πόθο και που μού τον παρουσίαζαν σαν κάτι καθαρά προσωπικό, ανύπαρκτο και ανήμπορο. Οι διάφοροι λόγοι, που μ᾿ έκαναν ν᾿ ανυπομονώ τόσο πολύ να τη συναντήσω ίσως να ήταν λιγότερο επιτακτικοί σ᾿ έναν ώριμο άνδρα. Συμβαίνει αργότερα, όταν έχουμε μάθει πια πώς να καλλιεργούμε επιδέξια τις απολαύσεις μας, ν᾿ αρκούμαστε με την εικόνα που έχουμε όταν σκεφτόμαστε μια γυναίκα, όπως εγώ σκεφτόμουν τη Ζιλμπέρτ, να την αγαπούμε χωρίς την ανάγκη να είμαστε βέβαιοι πώς κι εκείνη μάς αγαπά. Την εποχή όμως που αγαπούσα τη Ζιλμπέρτ πίστευα ακόμα πώς ο Έρωτας υπήρχε πραγματικά ανεξάρτητα από εμάς· μού φαινόταν πώς αν είχα από μόνος μου αντικαταστήσει την απαλότητα τής εξομολόγησης με την προσποίηση τής αδιαφορίας, δέν θα είχα μόνο στερηθεί μιαν από τις χαρές που ονειρευόμουν περισσότερο, αλλά και θα είχα κατασκευάσει αυθαίρετα έναν έρωτα πλαστό και δίχως αξία, έναν έρωτα χωρίς επαφή με τον πραγματικό, που τούς μυστηριακούς κι από πριν χαραγμένους δρόμους του θα είχα παραιτηθεί ν᾿ ακολουθήσω.
Όταν όμως έφτανα στα Ηλύσια και θα μπορούσα πριν από όλα να αντιπαραβάλλω την αγάπη μου με την ανεξάρτητη από μένα ζωντανή της αιτία, για να την κάνω να υποστεί τις απαραίτητες διορθώσεις, μόλις βρισκόμουν μπροστά σ᾿ αυτή τη Ζιλμπέρτ Σουάν, που στην όψη της βασιζόμουν για να ξαναζωντανέψω τις εικόνες που δεν έβρισκε πια η κουρασμένη μου μνήμη, σ᾿ αυτήν τη Ζιλμπέρτ που είχα παίξει μαζί της χθες και που μόλις τώρα με είχε κάνει να την χαιρετήσω, τότε αμέσως ένα τυφλό ένστικτο — σαν αυτό που βάζει όταν περπατούμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, πριν ακόμα προλάβουμε να το σκεφτούμε — έκανε όλα να γίνονται με τέτοιο τρόπο, σάμπως η Ζιλμπέρτ και η κοπελίτσα που ονειρευόμουν να ήταν δυο διαφορετικά πλάσματα. Και ενώ ετοιμαζόμουν να επωφεληθώ απ᾿ αυτήν τη ποθητή στιγμή για να πραγματοποιήσω πάνω στην εικόνα τής Ζιλμπέρτ που είχα ετοιμάσει πριν να έρθω, την εξακρίβωση που θα μού επέτρεπε στις ατέλειωτες ώρες τής μοναξιάς μου, να ᾿μαι βέβαιος πώς αυτή θυμόμουν, όπως συνθέτουν ένα έργο, εκείνη μού πετούσε την μπάλα· και σαν τον ιδεαλιστή φιλόσοφο, που το σώμα του λογαριάζει τον εξωτερικό κόσμο, ενώ η σκέψη του δέν πιστεύει στην πραγματικότητά του, το ίδιο "εγώ" που με είχε κάνει να την χαιρετήσω μ᾿ έσπρωχνε να πιάσω τη μπάλα, σα να ήταν μια φίλη με την οποία είχα έρθει να παίξω, κι όχι μια αδελφή ψυχή, που είχα έρθει να συναντήσω. Με υποχρέωνε να τής λέω από ευγένεια κι ως την ώρα τής αναχώρησής της ασήμαντες κουβέντες, χωρίς να μπορώ να τής πω τα λόγια που μπορούσαν να οδηγήσουν την αγάπη μας σε μια πρόοδο αποφασιστική και που ήμουν κάθε φορά υποχρεωμένος να αναβάλλω.
Έκανε ωστόσο η αγάπη μας κάποια πρόοδο. Μια μέρα, είχαμε πάει με τη Ζιλμπέρτ ως το περίπτερο τής εμπόρισσας, που μας φερνόταν με πολλή ευγένεια. Αγόρασα δυο μπίλιες τής πεντάρας. Κοίταζα με θαυμασμό, φωτεινές και φυλακισμένες χωριστά σ᾿ ένα ξύλινο κουπάκι, τις αχάτινες μπίλιες, που μού φαίνονταν πολύτιμες γιατί ήταν χαμογελαστές και ξανθιές σαν κορίτσια και γιατί κόστιζαν πενήντα λεπτά η μία. Η Ζιλμπέρτ που τής δίνανε πολύ περισσότερα λεφτά παρά σ᾿ εμένα, με ρώτησε ποιαν έβρισκα πιο όμορφη. Είχαν τη διαφάνεια και τις ρευστές αποχρώσεις τής ζωής. Δε θα ᾿θελα να την κάνω να θυσιάσει ούτε μία. Θα μ᾿ άρεσε να μπορούσε να τις αγοράσει όλες. Τής έδειξα ωστόσο μια που είχε το χρώμα των ματιών της. Η Ζιλμπέρτ την πήρε, γύρεψε να βρει την χρυσαφένια της αχτίδα, τη χάιδεψε, πλήρωσε τα λύτρα της και μού παράδωσε τη φυλακισμένη της λέγοντάς μου: «Να, είναι δική σας, σάς τη δίνω, κρατήστε για ενθύμιο».
Μια άλλη φορά, καθώς με απασχολούσε πάντα η επιθυμία ν᾿ ακούσω την Μπερμά σ᾿ ένα κλασσικό έργο, τη ρώτησα μήπως είχε ένα τομίδιο στο οποίο ο Μπεργκότ μιλούσε για τον Ρασίν* και που δέν υπήρχε στα βιβλιοπωλεία. Με παρακάλεσε να τής θυμίσω ακριβώς τον τίτλο κι έτσι το ίδιο βράδυ τής έστειλα ένα μικρό τηλεγράφημα γράφοντας στο φάκελο τ᾿ όνομα Ζιλμπέρτ Σουάν, που είχα τόσες φορές γράψει πάνω στα τετράδιά μου. Την επομένη μού έφερε σ᾿ ένα πακέτο δεμένο με μωβ κορδέλες και σφραγισμένο με άσπρο βουλοκέρι, το τομίδιο που είχε φροντίσει να μού βρει. «Βλέπετε; είναι ακριβώς αυτό που μού ζητήσατε», μού είπε βγάζοντας από το μανσόν της το τηλεγράφημα που τής είχα στείλει. Το χειρόγραφο αυτού τού "πνεματίκ" [1] που χτες ακόμα ήταν ένα τίποτα, μόνο ένα μικρό "μπλε" που είχα γράψει, απ᾿ τη στιγμή που ο τηλεγραφητής το είχε παραδώσει στον θυρωρό τής Ζιλμπέρτ κι ένας υπηρέτης στην ίδια, είχε γίνει αυτό το ανεκτίμητο αντικείμενο· δυσκολεύτηκα ν᾿ αναγνωρίσω τις μοναχικές αράδες με το γράψιμό μου κάτω από τις στρογγυλές σφραγίδες που είχε τυπώσει το ταχυδρομείο και τις ενδείξεις που χε προσθέσει ο ταχυδρόμος, σημάδια υλικής πραγματοποίησης, συμβολικές μενεξεδένιες ταινίες τής ζωής, που για πρώτη φορά έρχονταν ν᾿ αγκαλιάσουν, να στηρίξουν να ευφράνουν το όνειρό μου.
Κι ήρθε μια μέρα πάλι και μού είπε: «Ξέρετε, μπορείτε να με λέτε Ζιλμπέρτ, εγώ πάντως θα σάς φωνάζω με το βαφτιστικό σας όνομα». Κι όμως εξακολούθησε για λίγο ακόμα να περιορίζεται στο "εσείς" κι άμα τής το θύμισα, χαμογέλασε, και σχηματίζοντας μια φράση απ᾿ εκείνες που στις γραμματικές μιας ξένης γλώσσας δέν έχουν άλλο λόγο παρά να μάς κάνουν να χρησιμοποιήσουμε μια καινούργια λέξη, την τελείωσε με το μικρό μου όνομα. Όταν αργότερα θυμήθηκα αυτό που είχα νιώσει τότε, ξεχώρισα την εντύπωση πώς μ᾿ είχε κρατήσει στο στόμα της χωρίς πια κανένα από τούς κοινωνικούς τρόπους, ενώ το βλέμμα της περνώντας κι αυτό στο καινούργιο επίπεδο που έπαιρνε η ομιλία της, μ᾿ άγγιζε επίσης πιο άμεσα, εκδηλώνοντας ακόμα τη συναίσθηση, την ευχαρίστηση που ένιωθε, μ᾿ ένα πρόσθετο χαμόγελο.
Εκείνη όμως τη στιγμή δέν μπορούσα να εκτιμήσω, τι αξία είχαν οι καινούργιες αυτές απολαύσεις. Δέν προσφέρονταν από τη Ζιλμπέρτ που αγαπούσα, στο εγώ που την αγαπούσε, αλλά από την άλλη, εκείνη με την οποία έπαιζα. Ακόμα κι όταν είχα επιστρέψει πια στο σπίτι, δέν τις γευόμουν αυτές τις απολαύσεις, γιατί κάθε μέρα η ανάγκη που με υποχρέωνε να ελπίζω, πώς την επομένη θα είχα τη σωστή κι ευτυχισμένη θεώρηση τής Ζιλμπέρτ, πώς θα μού ομολογούσε επιτέλους τον έρωτά της εξηγώντας μου γιατί χρειάστηκε να μού τον κρύψει ως τώρα, αυτή η ίδια ανάγκη με έκανε να θεωρώ τα όσα είχαν προηγηθεί σαν τίποτα, να βλέπω τα μικρά πλεονεκτήματα όχι σαν κάτι με ιδιαίτερη αξία, αλλά βαθμίδες για να φτάσω επί τέλους την ευτυχία που δεν είχα ακόμη συναντήσει.
Δέν ήξερε κανείς ποτέ από πια μεριά στα Ηλύσια θα ερχόταν η Ζιλμπέρτ, αν θα ερχόταν πιο νωρίς ή πιο αργά, και η αναμονή αυτή έκανε πιο συγκινητικά για μένα, όχι μόνο τα Ηλύσια κι όλη τη διάρκεια τού απογεύματος, σαν μια απέραντη έκταση χώρου και χρόνου που στο κάθε σημείο του και στην κάθε της στιγμή μπορούσε να εμφανιστεί η εικόνα τής Ζιλμπέρτ, αλλά και συγκινητική αυτή την ίδια την εικόνα τής Ζιλμπέρτ, μ᾿ ένα καπέλο για επισκέψεις κι όχι με το μπερέ τού παιγνιδιού, μπροστά στο θέατρο "Αμπασαντέρ" κι όχι ανάμεσα στα δυο κουκλοθέατρα, γιατί μάντευα μερικές απ᾿ τις ασχολίες που την υποχρέωναν να βγαίνει ή να μένει στο σπίτι, γιατί άγγιζα το μυστήριο τής άγνωστης ζωής της. Κι ήταν αυτό το μυστήριο που με αναστάτωνε όταν αντίκρυζα τη Ζιλμπέρτ να κάνει μιαν υπόκλιση στην κυρία των "Συζητήσεων", να τής μιλάει μ᾿ ένα δειλό χαμόγελο, που μ᾿ έκανε ν᾿ αναλογίζομαι πόσο διαφορετική θα ήταν με τούς γονείς της, στις επισκέψεις, σ᾿ όλη την ύπαρξη που αγνοούσα. Τής ύπαρξης αυτής κανένας δε μού έδινε τόσο την εντύπωση, όσο ο κύριος Σουάν που ερχόταν αργότερα να ξαναβρεί την κόρη του. Γιατί αυτός και η κυρία Σουάν, επειδή η κόρη τους έμενε μαζί τους, επειδή οι σπουδές της, οι φιλίες της εξαρτιόταν απ᾿ αυτούς, διατηρούσαν για μένα μια θέση, όπως θα ταίριαζε σε θεούς που την εξουσίαζαν, κι απ᾿ τούς οποίους θα πήγαζε ένα απρόσιτο άγνωστο. Ό,τι τούς αφορούσε ήταν για μένα αντικείμενο μιας ενασχόλησης τόσο μόνιμης, ώστε τις μέρες, όπως αυτές, που ο κύριος Σουάν — τον οποίο είχα δει τόσες φορές άλλοτε, όταν είχε φιλικούς δεσμούς με τούς γονείς μου, δίχως να προκαλέσει την περιέργειά μου— ερχόταν να πάρει τη Ζιλμπέρτ, μόλις ησύχαζαν οι κτύποι τής καρδιάς μου που είχε προκαλέσει η εμφάνιση τού γκρίζου του καπέλου, με εντυπωσίαζε, σα να ᾿ταν ένα πρόσωπο ιστορικό για το οποίο έχουμε διαβάσει πρόσφατα μια σειρά έργων και που οι ιδιοτυπίες του μάς ενδιαφέρουν. Οι σχέσεις του με τον κόμη των Παρισίων που όταν τις άκουγα στο Κομπραί, μού φαίνονταν αδιάφορες, έπαιρναν τώρα κάτι το θαυμαστό, θαρρείς και κανένας άλλος δέν είχε γνωρίσει τούς Ορλεάν· τον έκαναν να ξεχωρίζει πάνω στο ταπεινό φόντο των περιπατητών από διάφορες τάξεις που γέμιζαν αυτή την αλέα στα Ηλύσια και θαύμαζα που καταδεχόταν να εμφανίζεται ανάμεσά τους, χωρίς να απαιτεί κάποιον ιδιαίτερο σεβασμό, που άλλωστε κανένας δέν σκεφτόταν να τού προσφέρει, γιατί ήταν τόσο πυκνό το ινκόγκνιτο μέσα στο οποίο ήταν τυλιγμένος.
Απαντούσε ευγενικά όταν τον χαιρετούσαν οι φίλες τής Ζιλμπέρτ, ακόμα και όταν τον χαιρετούσα εγώ, μ᾿ όλο που είχε τσακωθεί με την οικογένειά μου, αλλά δίνοντας την εντύπωση πώς δε με γνώριζε. Και καθώς τίποτα δέν είχε αξία για μένα παρά μόνο σε σχέση με ό,τι μπορούσε να κερδίσει η αγάπη μου, ξανάβρισκα με μια αίσθηση ντροπής και λύπης τα χρόνια εκείνα, όταν στα μάτια αυτού τού ίδιου τού Σουάν, που στεκόταν τώρα μπροστά μου στα Ηλύσια και στον οποίο ευτυχώς η Ζιλμπέρτ δε θα είχε ίσως πει το όνομά μου, είχα γίνει τόσες φορές γελοίος, τα βράδια που έστελνα να παρακαλέσουν τη μαμά ν᾿ ανέβει στο δωμάτιο για να μού πει καληνύχτα, ενώ εκείνη έπαιρνε τον καφέ μαζί του, τον πατέρα, τον παππού και τη γιαγιά μου, στο τραπέζι τού κήπου.
Μιά απ᾿ αυτές τις ηλιόλουστες μέρες, που δεν είχε πραγματοποιήσει τις προσδοκίες μου, δέν μπόρεσα να κρύψω την απογοήτευση μου στη Ζιλμπέρτ.
—«Είχα σήμερα ακριβώς πολλά πράγματα να σάς ζητήσω», τής είπα. «Πίστευα πώς η μέρα αυτή θα είχε ξεχωριστή θέση για τη φιλία μας. Και μόλις φτάσατε, φεύγετε πάλι. Προσπαθήστε να έρθετε αύριο νωρίς, για να μπορέσω να σάς μιλήσω.
Το πρόσωπό της έλαμψε και πηδώντας από χαρά μού απάντησε:
—«Αύριο μη με περιμένετε καλέ μου φίλε, δέν πρόκειται να έρθω. Έχω μια σπουδαία απογευματινή πρόσκληση και μεθαύριο δε θα έρθω, θα πάω στο Μιχαήλ Στρογκώφ [2] , κι ύστερα πια πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και οι διακοπές τής Πρωτοχρονιάς. Ίσως να με πάρουν στη Νότια Γαλλία. Τι σικ που θα ᾿ναι! μ᾿ όλο που θα χάσω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο· πάντως κι αν μείνω στο Παρίσι δε θα ᾿ρχομαι εδώ γιατί θα πηγαίνω επισκέψεις με τη μαμά. Αντίο να ο μπαμπάς με φωνάζει.
Επαναλάμβανα μέσα μου, πνίγοντας τα δάκρυά μου, τα λόγια με τα οποία η Ζιλμπέρτ είχε αφήσει να ξεσπάσει η χαρά της γιατί δέν θα ερχόταν πια για καιρό στα Ηλύσια. Αλλά η πίεση μιας διανοητικής συνήθειας είχε αρχίσει να προσθέτει ακόμα και σ᾿ αυτή την ένδειξη αδιαφορίας κάτι το ρομαντικό, και μέσα από τα δάκρυά μου σχηματιζόταν ένα χαμόγελο, που δέν ήταν παρά η δειλή απόπειρα ενός φιλιού. Κι όταν ήρθε η ώρα τού ταχυδρομείου σκέφτηκα εκείνο το βράδυ όπως και κάθε άλλο βράδυ: «Θα πάρω γράμμα τής Ζιλμπέρτ, θα μού πει επιτέλους πώς δέν έπαψε ποτέ να μ᾿ αγαπά και θα μού εξηγήσει το λόγο που αναγκάστηκε να μού το κρύψει ως τώρα, να προσποιείται πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένη δίχως να με βλέπει, το λόγο για τον οποίο μού παρουσιάστηκε σαν απλή φίλη».
Κάθε βράδυ μού άρεσε να φαντάζομαι αυτό το γράμμα, νόμιζα πώς το διάβαζα, έλεγα μέσα μου την κάθε του φράση. Ξαφνικά, σταματούσα τρομαγμένος. Καταλάβαινα πώς αν ήταν να λάβω γράμμα τής Ζιλμπέρτ, δέν θα μπορούσε πάντως να ᾿ναι αυτό, αφού εγώ ο ίδιος το είχα μόλις συνθέσει. Κι από τότε πάσχιζα ν᾿ αποδιώξω απ᾿ τη σκέψη μου τις λέξεις που θα μού άρεσε να μού έγραφε εκείνη, από φόβο μήπως με τη διατύπωσή τους θα τις απέκλεια ακριβώς αυτές, τις πιο αγαπημένες, τις πιο ποθητές από το χώρο τού εφικτού. Ακόμα κι αν, χάρη σε μια απίθανη σύμπτωση, μού έστελνε η Ζιλμπέρτ αυτό ακριβώς το γράμμα που είχα φανταστεί, δέν θα είχα τότε την εντύπωση ότι δεχόμουν κάτι που δέν είχε προέλθει από μένα, κάτι πραγματικό, ξένο, μια ευτυχία έξω από τη σκέψη μου, ανεξάρτητη από τη θέλησή μου, αληθινά δοσμένη απ᾿ την αγάπη.
Στό μεταξύ ξαναδιάβαζα μια σελίδα που δέν μού είχε γράψει η Ζιλμπέρτ, αλλά τουλάχιστον προερχόταν από εκείνη, αυτή τη σελίδα τού Μπεργκότ για την ομορφιά των παλιών μύθων απ᾿ τούς οποίους εμπνεύστηκε ο Ρασίν, και που μαζί με την αχάτινη μπίλια, κρατούσα πάντα κοντά μου. Με συγκινούσε η καλοσύνη τής φίλης μου, που είχε φροντίσει να την βρει. Κι επειδή ο καθένας αισθάνεται την ανάγκη να βρίσκει δικαιολογίες για το πάθος του, φτάνοντας στο σημείο να χαίρεται όταν αναγνωρίζει στο πρόσωπο που αγαπά τις αρετές που η λογοτεχνία ή η συζήτηση τού έχουν μάθει πώς είναι άξιες να προκαλούν τον έρωτα, ακόμα κι αν οι αρετές αυτές είναι τελείως αντίθετες με όσες αναζητούσε η αγάπη αυτή όσο ήταν αυθόρμητη — όπως ο Σουάν και ο αισθητικός χαρακτήρας τής ομορφιάς τής Οντέτ — εγώ, που είχα αρχικά αγαπήσει τη Ζιλμπέρτ από την εποχή τού Κομπραί για όλη την άγνωστη ζωή της μέσα στην οποία ήθελα να ενσαρκωθώ εγκαταλείποντας τη δική μου που δέν άξιζε τίποτα, σκεφτόμουν τώρα πώς αυτής τής δικής μου ζωής η Ζιλμπέρτ θα μπορούσε να γίνει κάποια μέρα η ευχάριστη συνεργάτισσα που θα με βοηθούσε στις μελέτες μου. Όσο για τον Μπεργκότ, αυτόν τον άπειρα σοφό γέροντα που έγινε η αιτία να πρωταγαπήσω τη Ζιλμπέρτ πριν ακόμα την αντικρύσω, τώρα τον αγαπούσα κυρίως εξ αιτίας τής Ζιλμπέρτ. Κοίταζα με την ίδια απόλαυση τις σελίδες που ᾿χε γράψει ο Μπεργκότ για το Ρασίν και το χαρτί το διπλωμένο, σφραγισμένο από άσπρο βουλοκέρι και δεμένο με τις μωβ κορδέλες, μέσα στο οποίο μού τις είχε φέρει τυλιγμένες η Ζιλμπέρτ. Φιλούσα την αχάτινη μπίλια, που ήταν το καλύτερο κομμάτι τής καρδιάς τής φίλης μου το κομμάτι που δέν ήταν επιπόλαιο, αλλά πιστό. Η ομορφιά όμως από αυτή την πέτρα, και η ομορφιά απ᾿ αυτές τις σελίδες τού Μπεργκότ, που χαιρόμουν να τις συνδυάζω με την ιδέα τού έρωτά μου για τη Ζιλμπέρτ, θαρρείς και τις στιγμές που ο έρωτάς μου μού φαινόταν ένα τίποτα, αυτές οι ομορφιές τού έδιναν μια υπόσταση· ανακάλυπτα πώς ήταν προγενέστερες αυτού τού έρωτα, πώς δέν τού έμοιαζαν, πώς τα στοιχεία τους είχαν καθοριστεί από το ταλέντο ή από τούς ορυκτολογικούς νόμους πριν ακόμα με γνωρίσει η Ζιλμπέρτ, πως τίποτα στο βιβλίο ή στην πέτρα δεν θα ήταν διαφορετικό, αν η Ζιλμπέρτ δεν με είχε αγαπήσει και πώς συνακόλουθα, τίποτα δέν μού επέτρεπε να διαβάσω σ᾿ αυτές ένα μήνυμα ευτυχίας. Κι ενώ η αγάπη μου, περιμένοντας ολοένα απ᾿ την επαύριο την ομολογία τής Ζιλμπέρτ πως μ᾿ αγαπά, ξήλωνε κάθε βράδυ την κακοφτιαγμένη δουλειά τής μέρας, στη σκιά τού εαυτού μου μια άγνωστη εργάτρια μάζευε απ᾿ τα σκουπίδια τις ξεφτισμένες κλωστές και τις τοποθετούσε, δίχως την έγνοια να μού αρέσει και να δουλέψει για την ευτυχία μου, με διαφορετική διάταξη. Δίχως να ενδιαφέρεται ειδικά για την αγάπη μου, δίχως να ξεκινά έχοντας προεξοφλημένο πώς μ᾿ αγαπούν, μάζευε τις πράξεις τής Ζιλμπέρτ που μού είχαν φανεί ανεξήγητες και τα σφάλματά της που είχα συγχωρήσει. Τότε τόσο οι πρώτες όσο και τα δεύτερα αποκτούσαν ένα νόημα. Ήταν σα να ᾿λεγε αυτή η καινούργια διάταξη, πώς βλέποντας τη Ζιλμπέρτ, αντί να ᾿ρχεται στα Ηλύσια, να πηγαίνει σε μιαν απογευματινή παράσταση, να κάνει ψώνια με τη δασκάλα της και να ετοιμάζεται να απουσιάσει για τις διακοπές τής Πρωτοχρονιάς, είχα άδικο να σκέφτομαι: «Το κάνει γιατί είναι επιπόλαιη και υπάκουη». Γιατί θα είχε πάψει να ᾿ναι το ένα ή το άλλο αν μ᾿ αγαπούσε, κι αν την υποχρέωναν να υπακούσει, αυτό θα το ᾿κανε με την ίδια απελπισία που ένιωθα κι εγώ τις μέρες που δέν τη συναντούσα. Έλεγε ακόμα αυτή η καινούργια διάταξη πώς θα ᾿πρεπε ωστόσο να γνωρίζω τι σημαίνει ν᾿ αγαπάς, αφού αγαπούσα τη Ζιλμπέρτ· μού υπογράμμιζε την αδιάκοπη έγνοια να ξεχωρίζω στα μάτια της, πράγμα που μ᾿ έκανε να προσπαθώ να πείσω τη μητέρα μου ν᾿ αγοράσει ένα μουσαμαδένιο αδιάβροχο για τη Φρανσουάζ κι ένα καπέλο με θαλασσί φτερό, ή καλύτερα να μη με στέλνει πια στα Ηλύσια μ᾿ αυτή την υπηρέτρια που μ᾿ έκανε να ντρέπομαι. (Κι η μητέρα μου απαντούσε πώς ήμουν άδικος, πώς ήταν καλή γυναίκα και πολύ αφοσιωμένη). Ακόμα αυτή η διάταξη μού υπογράμμιζε αυτή τη μοναδική μου ανάγκη να συναντώ τη Ζιλμπέρτ που μ᾿ έκανε, μήνες πριν να μη σκέφτομαι παρά πώς να μάθω ποια εποχή θα ᾿φευγε από το Παρίσι και που θα πήγαινε, θεωρώντας και τον πιο ευχάριστο τόπο που εγώ θα πήγαινα σαν τόπο εξορίας, αν εκείνη δε θα βρισκόταν εκεί, κι επιθυμώντας να μείνω πάντα στο Παρίσι, όσο θα μπορούσα να τη συναντώ στα Ηλύσια· και δε τής ήταν δύσκολο να μού αποδείξει πώς αυτή την έγνοια, αυτή την ανάγκη δε θα την έβρισκα στις πράξεις τής Ζιλμπέρτ. Εκείνη αντίθετα εκτιμούσε τη δασκάλα της. Θεωρούσε φυσικό να μην πάει στα Ηλύσια, αν ήταν να πάει στα μαγαζιά με τη Δεσποινίδα της, και ευχάριστο αν ήταν να βγει με τη μητέρα της. Κι αν ακόμα υποθέσουμε πώς θα μού επέτρεπε να περάσω τις διακοπές μου εκεί όπου θα πήγαινε η ίδια για να διαλέξει αυτόν τον τόπο, φρόντιζε να μάθει τι επιθυμούσαν οι γονείς της, τις χίλιες - δυο διασκεδάσεις για τις οποίες τής είχαν μιλήσει, και διόλου αν ήταν εκεί που οι γονείς μου λογάριαζαν να με στείλουν. Όταν μού δήλωνε καμιά φορά πώς μ᾿ αγαπούσε πιο λίγο από κάποιο φίλο της, πιο λίγο απ᾿ ό,τι μ᾿ αγαπούσε την παραμονή, γιατί από αμέλειά μου την είχα κάνει να χάσει το παιγνίδι, τής ζητούσα συγγνώμη, τη ρωτούσα τι θα ᾿πρεπε να κάνω για να ξαναρχίσει να μ᾿ αγαπά το ίδιο, για να μ᾿ αγαπά πιο πολύ από τούς άλλους· ήθελα να μού ᾿λεγε πώς αυτό είχε κιόλας γίνει, τη ικέτευα, λες και μπορούσε να αλλάξει τη συμπάθειά της για μένα όπως ήθελε, για να μού κάνει ευχαρίστηση. Δέν ήξερα λοιπόν πώς αυτό που ένιωθα εγώ για εκείνη, δέν εξαρτιόταν ούτε από τις πράξεις της ούτε από τη θέληση μου;
Και έλεγε τελικά η νέα διάταξη, που είχε σχεδιάσει η αόρατη εργάτρια, πώς αν μπορούμε να επιθυμούμε να μην ήταν ειλικρινείς οι πράξεις κάποιου που μάς είχε λυπήσει ως τώρα, υπάρχει ωστόσο στη συνοχή τους μια σαφήνεια, που απέναντί της η επιθυμία μας είναι ανίσχυρη και πρέπει μάλλον αυτή τη σαφήνεια κι όχι την επιθυμία μας να ρωτήσουμε για να μάς πει ποιες θα είναι οι αυριανές πράξεις αυτού τού κάποιου.
Αυτά τα καινούργια λόγια τ᾿ άκουγε ο έρωτάς μου· τον έπειθαν πώς το αύριο δεν θα ήταν διαφορετικό απ᾿ ό,τι ήταν τις άλλες μέρες· πώς το αίσθημα τής Ζιλμπέρτ για μένα, πολύ παλιό ήδη για να μπορεί ν᾿ αλλάξει, ήταν η αδιαφορία· πώς στη φιλία μου με τη Ζιλμπέρτ εγώ μόνο αγαπούσα. «Είναι αλήθεια απαντούσε ο έρωτάς μου, δε γίνεται πια τίποτα μ᾿ αυτή τη φιλία δέν θα αλλάξει». Τότε την επόμενη κιόλας μέρα ή περιμένοντας μια γιορτή, μια επέτειο, την Πρωτοχρονιά ίσως, ζητούσα απ᾿ τη Ζιλμπέρτ να ξεχάσει την παλιά μας φιλία και να στήσει τα θεμέλια μιας καινούργιας.
[1]Πνεματίκ: pneumatique. Χειρόγραφα επείγοντα μηνύματα που στέλνονταν στην περιοχή τού Παρισιού, διά μέσου των ταχυδρομείων, με τη χρησιμοποίηση ειδικών σωληνώσεων και πεπιεσμένου αέρα. Αναφέρονται και σα "μπλε" γιατί τα σχετικά έντυπα ήταν γαλάζια.
[2] Μιχαήλ Στρογκώφ: Μυθιστόρημα τού Ιουλίου Βερν. Ο ίδιος διασκεύασε το μυθιστόρημά του για το θέατρο, που με τον ομώνυμο τίτλο είχε την πρεμιέρα του στις 17 Νοεμβρίου 1880 στο Θέατρο του Σατελέ τού Παρισιού
[2] Μιχαήλ Στρογκώφ: Μυθιστόρημα τού Ιουλίου Βερν. Ο ίδιος διασκεύασε το μυθιστόρημά του για το θέατρο, που με τον ομώνυμο τίτλο είχε την πρεμιέρα του στις 17 Νοεμβρίου 1880 στο Θέατρο του Σατελέ τού Παρισιού
Ο Σουάν και η Οντέτ, οι γονείς τής Ζιλμπέρτ επέχουν την θέση "θεών" για τον μικρό αφηγητή
Ο αφηγητής στον παρόντα χρόνο, αναζητά να ξαναβρεί στο δάσος τής Βουλώνης τη γοητεία τού παρελθόντος τότε που η Οντέτ εμφανιζόταν στο Δάσος .
Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, που τα ζωντάνευε η πίστη, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο.
Η αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη.
Ο αφηγητής στον παρόντα χρόνο, αναζητά να ξαναβρεί στο δάσος τής Βουλώνης τη γοητεία τού παρελθόντος τότε που η Οντέτ εμφανιζόταν στο Δάσος .
Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, που τα ζωντάνευε η πίστη, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο.
Η αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη.
Είχα πάντα πρόχειρο ένα χάρτη τού Παρισιού που, επειδή μπορούσες να διακρίνεις το δρόμο όπου κατοικούσε ο κύριος και η κυρία Σουάν, μού φαινόταν σα να έκλεινε έναν θησαυρό. Και από ευχαρίστηση, και από κάποια ιπποτική αφοσίωση, με οποιαδήποτε αφορμή, έλεγα τ᾿ όνομα αυτού τού δρόμου, κι έτσι ο πατέρας μου, μη γνωρίζοντας, όπως η μητέρα και η γιαγιά μου, τον έρωτά μου, με ρωτούσε :
— «Μα γιατί μιλάς όλη την ώρα γι᾿ αυτό το δρόμο; Δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό, είναι πολύ ευχάριστο να κατοικεί κανείς εκεί, γιατί απέχει δυο βήματα από το Δάσος, άλλα υπάρχουν τουλάχιστο άλλοι δέκα δρόμοι σαν αυτόν».
Γύρευα κάθε τόσο να κάνω τους γονείς μου να προφέρουν τ᾿ όνομα τού Σουάν φυσικά το ξανάλεγα και μέσα μου αδιάκοπα ένιωθα όμως την ανάγκη και ν᾿ ακούσω το γλυκύτατό του ήχο, να βάλω να μού παίξουν αυτή τη μουσική. Τό όνομα Σουάν, που μού ήταν γνωστό από τόσο παλιά, ήταν για μένα ένα καινούργιο όνομα, όπως συμβαίνει σ᾿ ανθρώπους που έπαθαν αφασία, όταν βρεθούν μπροστά σε λέξεις καθημερινής χρήσης. Τις χαρές που ένιωθα ακούγοντάς το, τις θεωρούσα τόσο ένοχες, ώστε νόμιζα πώς οι άλλοι μάντευαν τη σκέψη μου και πώς άλλαζαν τη συζήτηση, αν γύρευα να την οδηγήσω ως αυτό.
Όσο για τον Σουάν, για να μπορέσω να τού μοιάσω, δέν έκανα τίποτα άλλο όσο καθόμουν στο τραπέζι, παρά να τραβώ τη μύτη μου και να τρίβω τα μάτια μου. Ο πατέρας μου έλεγε: «Αυτό το παιδί είναι ηλίθιο, θα γίνει φρικτό». Και μια φορά, η μητέρα μου καθώς διηγόταν, όπως κάθε βράδυ στο δείπνο, τις δουλειές που είχε κάνει βγαίνοντας το απόγευμα, μόνο που είπε: « Ποιόν νομίζετε πώς συνάντησα στο Τρουά Καρτιέ, στο τμήμα για τμήμα για τις ομπρέλες; τον Σουάν», έκανε ν᾿ ανθίσει, καταμεσής στην τόσο έρημη περιγραφή της, ένα λουλούδι γεμάτο μυστήριο. Τί μελαγχολική ευχαρίστηση να μαθαίνεις πώς εκείνο το απόγευμα, προβάλλοντας μέσα στο πλήθος την υπερφυσική μορφή του, ο Σουάν είχε πάει ν᾿ αγοράσει μια ομπρέλα! Ανάμεσα σε γεγονότα σοβαρά ή τιποτένια, το ίδιο αδιάφορα αυτό ξυπνούσε μέσα μου την αγάπη μου για τη Ζιλμπέρτ.
—«Και είπατε καλημέρα;» ρώτησα.
—«Μα φυσικά» απάντησε η μητέρα μου, που έδινε πάντα την εντύπωση πώς φοβόταν μήπως αν ομολογούσε ότι είχαμε ψυχρανθεί με τον Σουάν, θα γύρευε κάποιος να τούς συμφιλιώσει περισσότερο από όσο θα επιθυμούσε, επειδή υπήρχε η κυρία Σουάν, την οποία δέν ήθελε να γνωρίσει. «Εκείνος ήρθε να με χαιρετήσει, εγώ δέν τον είχα δει».
— «Μα δέν είστε λοιπόν τσακωμένοι;»
— «Τσακωμένοι; Μα γιατί θέλεις να είμαστε τσακωμένοι;» απάντησε ζωηρά, λες κι είχα προσβάλει το μύθο των καλών σχέσεων με τον Σουάν και επιθυμούσα να πετύχω μια "προσέγγιση".
— «Ίσως να σού το φυλάει που δέν τον καλείς πια»
— «Δέν είμαστε υποχρεωμένοι να καλούμε όλο τον κόσμο μήπως εκείνος με καλεί; Δέν γνωρίζω τη γυναίκα του»
— «Κι όμως εκείνος ερχόταν στο Κομπραί».
— «Ε, λοιπόν ναι! Ερχόταν στο Κομπραί, αλλά στο Παρίσι έχει άλλα πράγματα να κάνει κι εγώ το ίδιο. Ζήτησε να μάθει νέα σου, μού είπε πώς παίζεις με την κόρη του», πρόσθεσε η μητέρα μου, αφήνοντάς με κατάπληκτο μπροστά στο θαύμα ότι υπήρχα μέσα στη σκέψη τού Σουάν, και μάλιστα με τρόπο ολοκληρωμένο, αφού όταν εγώ έτρεμα από αγάπη κοιτάζοντάς τον στα Ηλύσια, εκείνος γνώριζε τη μητέρα μου, τούς παππούδες μου, την παλιά μας κατοικία, κάποιες ιδιοτυπίες τής παλιάς ζωής που ίσως κι εγώ ο ίδιος να αγνοούσα.
Η φαντασία μου είχε απομονώσει μέσα στο κοινωνικό Παρίσι μιαν ορισμένη οικογένεια, ακριβώς όπως και στο πέτρινο Παρίσι είχε σκαλίσει μιαν εξώπορτα κι είχε προσδώσει αξία στα παράθυρα ενός ορισμένου σπιτιού. Όπως ο πατέρας και η μητέρα μου έβρισκαν το σπίτι, όπου κατοικούσε ο Σουάν, όμοιο με τ᾿ άλλα σπίτια που χτίστηκαν την ίδια εποχή στη συνοικία τού Δάσους, έτσι και η οικογένεια τού Σουάν τούς φαινόταν τού ίδιου είδους με πολλές άλλες οικογένειες χρηματιστών. Γιατί για να μπορέσουν να διακρίνουν σ᾿ ό,τι περιστοίχιζε τη Ζιλμπέρτ μια άγνωστη ιδιότητα, ανάλογη στον κόσμο των συναισθημάτων μ᾿ ό,τι μπορεί να είναι στον κόσμο των χρωμάτων το υπέρυθρο, έλειπε απ᾿ τούς γονείς μου εκείνη η πρόσθετη και στιγμιαία αίσθηση που μ᾿ αυτήν με είχε προικίσει εμένα ό έρωτας.
Τις μέρες που η Ζιλμπέρτ μού είχε αναγγείλει πώς δέν επρόκειτο να ᾿ρθει στα Ηλύσια, προσπαθούσα να κάνω περιπάτους που θα μ᾿ έφερναν κοντά της. Συχνά έπαιρνα μαζί μου τη Φρανσουάζ σ᾿ ένα προσκύνημα στο σπίτι όπου κατοικούσαν οι Σουάν, ως την εξώπορτά τους όπου ένας θυρωρός, διαφορετικός από κάθε άλλο θυρωρό και ποτισμένος ως και στα γαλόνια τής λιβρέας του, απ᾿ τη ίδια οδυνηρή γοητεία που είχα νιώσει ακούγοντας το όνομα τής Ζιλμπέρτ, φαινόταν να γνωρίζει πώς ήμουν ένας απ᾿ αυτούς στους οποίους μια έμφυτη αναξιότητα θ᾿ απαγορεύει πάντα να εισχωρήσουν στη γεμάτη μυστήριο ζωή, που τού είχε ανατεθεί να φυλάει.
Αλλά πιο συχνά καθώς είχα μάθει ότι η κυρία Σουάν έκανε σχεδόν κάθε μέρα τον περίπατό της στην αλέα "με τις Ακακίες", γύρω από τη μεγάλη Λίμνη, οδηγούσα τη Φρανσουάζ προς τη μεριά τού Δάσους τής Βουλώνης. Τό δάσος συγκεντρώνοντας μικρούς κόσμους, διαφορετικούς και κλειστούς, όπου κάποιο τμήμα φυτεμένο με κόκκινα δέντρα, δρυς τής Αμερικής, διαδέχεται ένα σύδεντρο από ελάτια κοντά στη λίμνη ή μια συστάδα απ᾿ όπου ξεπροβάλλει ξαφνικά κάποια γοργή περιπατήτρια, ήταν ο κήπος των γυναικών και φυτεμένη γι αυτές με δέντρα ενός είδους, η αλέα με τις ακακίες ήταν μέρος όπου σύχναζαν οι διάσημες καλλονές. Πιστεύοντας πώς στο Ωραίο στην ιεράρχηση τής γυναικείας κομψότητας κυριαρχούσαν νόμοι απόκρυφοι, στους οποίους εκείνες είχαν μυηθεί κι έτσι είχαν δυνατότητα να το πραγματώσουν, δεχόμουν από πριν σαν αποκάλυψη την εμφάνιση τής τουαλέτας τους, τού αμαξιού τους, τις χίλιες λεπτομέρειες που μέσα τους τοποθετούσα την πίστη μου σαν μια εσώτερη ψυχή, που έδινε τη συνοχή τού αριστουργήματος σ᾿ αυτό το εφήμερο και κινούμενο σύνολο. Μα εγώ την κυρία Σουάν περίμενα να περάσει, συγκινημένος, θαρρείς και ήταν η Ζιλμπέρτ, γιατί οι γονείς της ποτισμένοι απ᾿ τη γοητεία της, προκαλούσαν μέσα μου τόσον έρωτα όσο και η ίδια, και μάλιστα μιαν αναστάτωση πιο οδυνηρή γιατί τα σημεία επαφής τους μαζί της ήταν αυτό το εσωτερικότερο μέρος τής ζωής της, που μού ήταν απαγορευμένο και τέλος αυτό το αίσθημα τής λατρείας, που νιώθουμε πάντα γι αυτούς που χρησιμοποιούν χωρίς φραγμούς τη δύναμη για να μάς προκαλούν πόνο. Γιατί έμαθα λίγο αργότερα, πώς δέν τούς άρεσε να παίζω μαζί της.
Στην κλίμακα με τις αισθητικές αξίες και τα κοσμικά μεγέθη έδινα την πρώτη θέση στην απλότητα, όταν έβλεπα την κυρία Σουάν πεζή, με τσόχινη ζακέτα, ένα μικρό καπελάκι στο κεφάλι με λοφίο κι ένα μπουκέτο μενεξέδες στο μπούστο, να διασχίζει βιαστική, την αλέα με τις Ακακίες, λες και ήταν απλούστατα ο πιο σύντομος δρόμος για το σπίτι της, και ν᾿ απαντά μ᾿ ένα παίξιμο τού ματιού στους κυρίους που από τ᾿ αμάξια καθώς αναγνώριζαν τη σιλουέτα της από μακριά, τη χαιρετούσαν διαπιστώνοντας πώς καμιά άλλη δέν ήταν τόσο "σικ". Αλλά στη θέση τής απλότητας και στην πρώτη πρώτη σειρά έβαζα τη μεγαλοπρέπεια, όταν έβλεπα να ξεπροβάλλει απ᾿ την αλέα που κατεβαίνει απ᾿ την Πορτ Ντωφίν, καθώς τη σέρνανε με φτερωτή ορμή δύο θερμόαιμα άλογα λεπτά, μιαν ασύγκριτη Βικτώρια, και που μέσα από την πολυτέλειά της "τελευταίου συρμού", άφηνε να φανούν υπαινιγμοί σε παλιές φόρμες αμαξιών, Βικτώρια που στο βάθος αναπαυόταν νωχελικά η κυρία Σουάν, με τα μαλλιά της τώρα ξανθά με μια μόνο γκρίζα τούφα, δεμένα με λεπτή λουλούδινη ταινία, συχνά από μενεξέδες, με μωβ ομπρέλα στο χέρι και ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη, όπου εγώ δέν έβλεπα παρά την ευμένεια μιας Μεγαλειότητας, αλλ᾿ όπου υπήρχε κυρίως η προκλητικότητα τής κοκότας και που το έστρεφε τρυφερά στα πρόσωπα που τη χαιρετούσαν. Στην πραγματικότητα το χαμόγελο αυτό έλεγε σε τούτους: «Θυμάμαι πολύ καλά, ήταν εξαίσια!» σε κείνους «Πόσο θα μού άρεσε! τι κρίμα, δέν είχαμε τύχη!» σ᾿ άλλους: «Μα ναι, αν θέλετε! Θ ακολουθήσω ακόμα λίγο το ρεύμα τής κυκλοφορίας, και θα κόψω μόλις μπορέσω». Όταν περνούσαν άγνωστοι, εκείνη άφηνε ωστόσο γύρω από τα χείλη της ένα νωχελικό χαμόγελο, σα να ᾿ταν στραμμένο στην αναμονή ή την ανάμνηση κάποιου φίλου, και που τούς έκανε να πουν: «Τί όμορφη που είναι!» Και μόνο για ορισμένους άντρες είχε ένα χαμόγελο πικρό, σατανικό, δειλό και παγερό και τού μηνούσε: «Ναι παλιάνθρωπε, ξέρω πώς είσαι οχιά, και δέν μπορείς να κρατήσεις τη γλώσσα σου!» Ήξερα πώς όταν έφτανε στο ύψος τού Σκοπευτηρίου, θα έλεγε στον αμαξά της να σταματήσει, για να μπορέσει να κατέβει την αλέα με τα πόδια. Πραγματικά, κάποια στιγμή, ξεχώριζα την κυρία Σουάν, να βαδίζει προς το μέρος μας, αφήνοντας ν᾿ απλώνεται πίσω της η μεγάλη ουρά από το μωβ φόρεμά της, ντυμένη όπως ο λαός φαντάζεται τις βασίλισσες, με υφάσματα και πλούσια στολίδια, χαμηλώνοντας συχνά το βλέμμα της στη λαβή τής ομπρέλας της, προσέχοντας ελάχιστα τούς περαστικούς. Ακόμα και όσοι δέν τη γνώριζαν ένιωθαν να τούς ειδοποιεί κάτι μοναδικό και παράξενο, πώς έπρεπε να είναι κάποιο μοναδικό πρόσωπο. Αναρωτιόνταν: «Ποια είναι;» Άλλοι περιπατητές κοντοστέκονταν κι έλεγαν:
—«Ξέρετε ποια είναι; Η κυρία Σουάν! Δέν σάς λέει τίποτα αυτό το όνομα; Οντέτ ντέ Κρεσύ!»
—«Η Οντέτ ντέ Κρεσύ; Μα έλεγα κι εγώ, αυτά τα θλιμμένα μάτια… Ξέρετε, δέν πρέπει να ᾿ναι πια πολύ νέα! Θυμάμαι πώς πλάγιασα μαζί της τη μέρα που παραιτήθηκε ο Μακ-Μαόν [1] ».
—«Καλά θα κάνετε νομίζω, να μην τής το θυμίσετε. Τώρα είναι κυρία Σουάν, η σύζυγος ενός μέλους τού Τζόκεϋ, φίλου τού πρίγκιπα τής Ουαλίας. Είναι άλλωστε ακόμα υπέροχη».
— «Ναι, αν όμως την είχατε γνωρίσει τότε, τι όμορφη που ήταν! Κατοικούσε σ᾿ ένα μικρό μέγαρο πολύ παράξενο, γεμάτο κινέζικα αντικείμενα».
Δέν άκουγα τα σχόλια, μα ξεχώριζα ολόγυρά της τον απροσδιόριστο ψίθυρο μιας διασημότητας. Η καρδιά μου χτυπούσε ανυπόμονα, όταν σκεφτόμουν πώς θα περνούσε ακόμα μια στιγμή κι όλοι αυτοί οι περαστικοί θα βλέπανε έναν άγνωστο νεαρό, στον οποίο δέν έδιναν καμιά σημασία, να χαιρετά, — χωρίς είναι αλήθεια να τη γνωρίζω, αλλά θεωρούσα πώς είχα το δικαίωμα, αφού οι γονείς μου γνώριζαν τον άντρα της κι εγώ έκανα παρέα με την κόρη της — αυτή τη γυναίκα, που η φήμη τής ομορφιάς της, τής ανάρμοστης συμπεριφοράς και τής κομψότητάς της ήταν πασίγνωστη. Αλλά βρισκόμουν πια πολύ κοντά στην κυρία Σουάν, και τότε τής έβγαζα το καπέλο μου με μια κίνηση τόσο πλατιά, τόσο τραβηγμένη, ώστε δέν μπορούσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Μερικοί γελούσαν. Όσο για κείνη, δεν με είχε ποτέ συναντήσει με τη Ζιλμπέρτ δεν ήξερε τ᾿ όνομά μου, ήμουν μονάχα ένα από τα ανώνυμα, σαν τους κομπάρσους πρόσωπα του δάσους.
Αυτή την πολυσύνθετη όψη τού δάσους τής Βουλώνης, την ξαναβρήκα φέτος [2] καθώς το διέσχιζα για να πάω στο Τριανόν, ένα από τα πρώτα πρωινά τού Νοέμβρη όταν, στο Παρίσι μέσα στα σπίτια, η στέρηση τού θεάματος τού Φθινοπώρου, δίνει μια νοσταλγία, έναν πραγματικό πυρετό για τα πεσμένα φύλλα, που μπορεί να σού στερήσει και τον ύπνο. Στό κλειστό μου δωμάτιο παρεμβάλλονταν εδώ κι ένα μήνα, ανάμεσα στη σκέψη μου και σε κάθε αντικείμενο που μ᾿ απασχολούσε, και στροβιλίζονταν σαν τούς κίτρινους λεκέδες που καμιά φορά ό,τι κι αν κοιτάζουμε, χορεύουν μπροστά στα μάτια μας. Κι εκείνο το πρωινό, μη ακούγοντας πια τη βροχή να πέφτει όπως τις προηγούμενες μέρες, είχα νιώσει πώς αυτά τα κίτρινα φύλλα θα μπορούσα να τα δώ καθώς θα τα διαπερνούσε το φως στην ανώτατη ομορφιά τους. Ήταν η ώρα και ήταν η εποχή που το Δάσος φαίνεται ίσως πιο πολλαπλό γιατί παρουσιάζει περισσότερες υποδιαιρέσεις. Ακόμα και στις ακάλυπτες περιοχές, όπου αγκαλιάζεις μεγάλη έκταση, εδώ κι εκεί, απέναντι στους σκοτεινούς μακρινούς όγκους των δέντρων δίχως φύλλα, ή που είχαν ακόμα τα καλοκαιρινά φύλλα τους, μια διπλή σειρά από πορτοκαλόχρωμες αγριοκαστανιές έμοιαζε, όπως σ᾿ ένα πίνακα μόλις αρχινισμένο, να ᾿ναι η μόνη που είχε ζωγραφιστεί απ᾿ το διακοσμητή, ενώ δέν είχε ακόμα χρωματίσει τα υπόλοιπα, κι έστρωνε έτσι την αλέα της στο φως για τον περίπατο προσώπων που μόνο αργότερα έμελλε να προστεθούν.
Ένιωθες πώς το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πώς ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δέν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος. Γι αυτό έβλεπα τα δέντρα με μιαν ανικανοποίητη τρυφερότητα, που πήγαινε πέρ᾿ από αυτά και έφτανε δίχως να το ξέρω, σ᾿ εκείνο το αριστούργημα με τις ωραίες γυναίκες στον περίπατο, που καθημερινά τις κλείνουν μέσα τους για λίγες ώρες. Προχωρούσα μέσα από συστάδες όπου το πρωινό φως, επιβάλλοντας νέους διαχωρισμούς, κλάδευε τα δέντρα, πάντρευε μεταξύ τους διαφορετικούς κορμούς και σύνθετε μπουκέτα. Τραβούσε επιτήδεια κοντά του δύο δέντρα με τη βοήθεια τού γερού ψαλιδιού τής ηλιαχτίδας και τής σκιάς, έκοβε απ᾿ το καθένα το μισό του κορμό και τα μισά κλαριά του και, πλέκοντας μαζί τα δυο άλλα μισά, έφτιαχνε μ᾿ αυτά, είτε μια μόνο στήλη σκιάς, που την περιχαράκωνε ολόγυρα η λιακάδα, είτε ένα φωτεινό φάσμα, που ένα δίχτυ μαύρης σκιάς τριγύριζε το πλαστό και τρεμουλιαστό περίγραμμά του. Όταν μια ηλιαχτίδα χρύσιζε τα ψηλότερα κλαριά, έδιναν την εντύπωση, μουσκεμένα από μια αστραφτερή υγρασία, πώς αναδύονταν μόνο αυτά μέσα από την υγρή και σμαραγδένια ατμόσφαιρα στην οποία ήταν βουτηγμένη σαν κάτω από θάλασσα, η συστάδα ολόκληρη.
Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές, αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές. Πλησίασα στις όχθες τής Λίμνης, έφτασα στο Σκοπευτήριο. Την ιδέα τής τελειότητας που κρατούσα μέσα μου, την είχα εντοπίσει τότε στο ύψος μιας Βικτώριας, στη λιγνάδα εκείνων των αλόγων που ήταν θυμωμένα και φτερωτά σα σφήκες, με τα μάτια γεμάτα αίμα όπως τα απάνθρωπα φαριά τού Διομήδη, και που τώρα πνιγμένος από ένα πόθο να ξαναδώ ό,τι είχα αγαπήσει, ήθελα ν᾿ αντικρύσω πάλι, τη στιγμή που ο τεράστιος αμαξάς τής κυρίας Σουάν, με τη επίβλεψη τού μικρού γκρουμ προσπαθούσε να τιθασεύσει τ᾿ ατσαλένια φτερά τους.
Αλλοίμονο! Δέν υπήρχαν πια παρά μόνο αυτοκίνητα που τα οδηγούσαν σωφέρ με μουστάκια, με μεγαλόσωμους ακόλουθους πλάι τους. Θα ήθελα να είχα μπροστά στα μάτια τού προσώπου μου, για να ξέρω αν ήταν τόσο χαριτωμένα όσο τα ᾿βλεπαν τα μάτια τής μνήμης μου, τα γυναικεία καπελάκια, τα τόσα χαμηλά, ώστε έμοιαζαν με απλό στέμμα. Όλα τώρα ήταν τεράστια, σκεπασμένα με καρπούς και φρούτα και διάφορα πουλιά. Αντί για τα όμορφα φορέματα που φορούσε η κυρία Σουάν κι έτσι φάνταζε σα βασίλισσα, ελληνοσαξονικοί χιτώνες ανασήκωναν τώρα με τις πτυχές μιας Ταναγραίας, μουσελίνες, στολισμένες με λουλούδια σα χαρτί ταπετσαρίας. Στα κεφάλια των κυριών, που θα μπορούσαν να περπατήσουν με την κυρία Σουάν, δέν έβλεπα το παλιό γκρίζο καπέλο, ούτε καν κάποιο άλλο. Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δέν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα, ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δέν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, που τα ζωντάνευε η πίστη, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών.
Τί φρίκη! Σκεφτόμουν: μπορεί κανείς να βρίσκει κομψά τούτα τ᾿ αυτοκίνητα, όπως άλλοτε τα αμάξια με τα άλογα; Είμαι ίσως πολύ γέρος πια, μα δέν είμαι φτιαγμένος για έναν κόσμο, όπου οι γυναίκες σφίγγονται σε φορέματα, που δέν είναι καν φτιαγμένα από ακριβά υφάσματα. Γιατί λοιπόν να ᾿ρχομαι κάτω απ᾿ αυτά τα δέντρα, αφού δέν υπάρχει πια τίποτα απ᾿ ό,τι μαζεύονταν κάτω απ᾿ αυτές τις ντελικάτες φυλλωσιές που κοκκινίζουν, αφού η χυδαιότητα και η τρέλα έχουν αντικαταστήσει ό,τι εξαίσιο πλαισίωναν άλλοτε; Παρηγοριά μου είναι να σκέφτομαι τις γυναίκες που γνώριζα τότε, τώρα που χάθηκε πια η κομψότητα. Αλλά πώς θα μπορούσαν, όσοι κοιτάζουν τα απαίσια αυτά πλάσματα κάτω απ᾿ τα καπέλα τους τα σκεπασμένα μ᾿ ένα κοτέτσι ή μ᾿ ένα λαχανόκηπο, να νιώσουν έστω το χάρμα που ήταν να βλέπεις την κυρία Σουάν να φοράει ένα μικρό καπέλο, απ᾿ το οποίο εξείχε ένα μόνο λουλούδι ίριδας. Θα μπορούσα τουλάχιστον να τούς κάνω να καταλάβουν την συγκίνηση που ένιωθα τα χειμωνιάτικα πρωινά, όταν συναντούσα την κυρία Σουάν πεζή, μ᾿ ένα παλτό από λουτρ, μ᾿ ένα απλό μπερέ, μα που ολόγυρά της ζωντάνευε η ζεστασιά τού διαμερίσματός της από μόνο το μπουκέτο με τούς μενεξέδες το σφιγμένο στο μπούστο της, και που το ζωντανό και γαλανό λουλούδισμά του, απέναντι στον γκρίζο ουρανό, στο παγερό αέρα, στα δέντρα με τα γυμνά κλαδιά, είχε την ίδια γοητεία να μη θεωρεί την εποχή και το χρόνο παρά σαν πλαίσιο για να ζει σε μιαν ατμόσφαιρα ανθρώπινη, στην ατμόσφαιρα αυτής της γυναίκας, όπως ακριβώς την είχαν στα βάζα και στις ζαρντινιέρες τού σαλονιού της κοντά στο μεγάλο τζάκι, τα λουλούδια που κοίταζαν πίσω από το κλειστό παράθυρο το χιόνι να πέφτει; Άλλωστε δε θα μού αρκούσε να ᾿ταν οι τωρινές τουαλέτες οι ίδιες που φορούσαν εκείνα τα χρόνια. Επειδή υπάρχει μια αλληλεγγύη ανάμεσα σε διαφορετικά κομμάτια μιας ανάμνησης, κι η θύμησή μας τα κρατάει δεμένα σε μια σύνθεση απ᾿ όπου δέν μάς επιτρέπεται ν᾿ αφαιρέσουμε το παραμικρό, θα ήθελα να μπορούσα να τελειώσω τη μέρα μου σε μιαν απ᾿ αυτές τις γυναίκες μπροστά σ᾿ ένα φλυτζάνι τσάι, σ᾿ ένα διαμέρισμα με τοίχους βαμμένους με χρώματα σκοτεινά, όπως ήταν το διαμέρισμα τής κυρίας Σουάν — ένα χρόνο ύστερα από το σημείο όπου τελειώνει το πρώτο μέρος αυτής τής αφήγησης — κι όπου θα φέγγιζαν οι πορτοκαλιές φωτιές, η ρόδινη κι άσπρη φλόγα των χρυσάνθεμων στο νοεμβριανό λυκόφωτο, σε στιγμές όμοιες μ᾿ αυτές που στην διάρκειά τους, (όπως θα φανεί αργότερα), δέν είχα μπορέσει να πραγματώσω τις απολαύσεις που επιθυμούσα. Τώρα όμως ακόμα και κι αν δέν με οδηγούσαν πουθενά, είχα την εντύπωση πώς οι στιγμές αυτές έκρυβαν μέσα τους πολλή χάρη. Ήθελα να τα ξαναβρώ όπως τα θυμόμουν. Αλλοίμονο! Δέν υπήρχαν πια, παρά διαμερίσματα σε στυλ Λουδοβίκου 14ου, κάτασπρα, σμαλτωμένα με γαλάζιες ορτανσίες. Άλλωστε όλοι επέστρεφαν πια στο Παρίσι πολύ αργά. Η κυρία Σουάν θα μού απαντούσε από κάποιον εξοχικό πύργο πώς θα επέστρεφε μόνο το Φλεβάρη, αν την είχα παρακαλέσει να αναστήσει για μένα τα στοιχεία αυτής τής ανάμνησης, που την ένιωθα δεμένη με κάποια μακρινή χρονιά, με μια χρονολογία στην οποία δέν μού επιτρεπόταν να γυρίσω τα στοιχεία αυτής τής επιθυμίας που ᾿χε γίνει κι αυτή απρόσιτη, όπως και η απόλαυση που είχε άλλοτε αναζητήσει. Και θα ᾿πρεπε να ᾿ταν και οι ίδιες οι γυναίκες, αυτές που μ᾿ ενδιέφερε το ντύσιμό τους γιατί, την εποχή που ακόμα πίστευε η φαντασία μου, τις είχε εξατομικεύσει και τις είχε περιβάλει μ᾿ ένα θρύλο. Αλλοίμονο! Στη Λεωφόρο με τις Ακακίες ξαναείδα μερικές, γριές, και που δέν ήταν πια παρά οι τρομερές σκιές εκείνου που υπήρξαν κάποτε, να περιφέρονται, γυρεύοντας απελπισμένα ποιος ξέρει τι, στα βιργιλιανά δασάκια. Ο ήλιος είχε κρυφτεί. Η φύση ξανάρχιζε να βασιλεύει πάνω στο Δάσος απ᾿ όπου είχε πετάξει η ιδέα πώς ήταν ο Ηλύσιος Κήπος τής Γυναίκας· πάνω από το ψεύτικο μύλο ο πραγματικός ουρανός ήταν σταχτερός· ο άνεμος ζάρωνε τη Μεγάλη Λίμνη με μικρούς κυματισμούς, σα μια λίμνη μεγάλα πουλιά διασχίζανε βιαστικά το Δάσος, σαν ένα δάσος, και κρώζοντας στριγγά κάθονταν το ένα μετά το άλλο στις μεγάλες δρυς, που κάτω απ᾿ το δρυϊκό τους στέμμα, έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη κι απ᾿ το γεγονός ότι δέν τις συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δέν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δέν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δέν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δέν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δέν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια.
— «Μα γιατί μιλάς όλη την ώρα γι᾿ αυτό το δρόμο; Δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό, είναι πολύ ευχάριστο να κατοικεί κανείς εκεί, γιατί απέχει δυο βήματα από το Δάσος, άλλα υπάρχουν τουλάχιστο άλλοι δέκα δρόμοι σαν αυτόν».
Γύρευα κάθε τόσο να κάνω τους γονείς μου να προφέρουν τ᾿ όνομα τού Σουάν φυσικά το ξανάλεγα και μέσα μου αδιάκοπα ένιωθα όμως την ανάγκη και ν᾿ ακούσω το γλυκύτατό του ήχο, να βάλω να μού παίξουν αυτή τη μουσική. Τό όνομα Σουάν, που μού ήταν γνωστό από τόσο παλιά, ήταν για μένα ένα καινούργιο όνομα, όπως συμβαίνει σ᾿ ανθρώπους που έπαθαν αφασία, όταν βρεθούν μπροστά σε λέξεις καθημερινής χρήσης. Τις χαρές που ένιωθα ακούγοντάς το, τις θεωρούσα τόσο ένοχες, ώστε νόμιζα πώς οι άλλοι μάντευαν τη σκέψη μου και πώς άλλαζαν τη συζήτηση, αν γύρευα να την οδηγήσω ως αυτό.
Όσο για τον Σουάν, για να μπορέσω να τού μοιάσω, δέν έκανα τίποτα άλλο όσο καθόμουν στο τραπέζι, παρά να τραβώ τη μύτη μου και να τρίβω τα μάτια μου. Ο πατέρας μου έλεγε: «Αυτό το παιδί είναι ηλίθιο, θα γίνει φρικτό». Και μια φορά, η μητέρα μου καθώς διηγόταν, όπως κάθε βράδυ στο δείπνο, τις δουλειές που είχε κάνει βγαίνοντας το απόγευμα, μόνο που είπε: « Ποιόν νομίζετε πώς συνάντησα στο Τρουά Καρτιέ, στο τμήμα για τμήμα για τις ομπρέλες; τον Σουάν», έκανε ν᾿ ανθίσει, καταμεσής στην τόσο έρημη περιγραφή της, ένα λουλούδι γεμάτο μυστήριο. Τί μελαγχολική ευχαρίστηση να μαθαίνεις πώς εκείνο το απόγευμα, προβάλλοντας μέσα στο πλήθος την υπερφυσική μορφή του, ο Σουάν είχε πάει ν᾿ αγοράσει μια ομπρέλα! Ανάμεσα σε γεγονότα σοβαρά ή τιποτένια, το ίδιο αδιάφορα αυτό ξυπνούσε μέσα μου την αγάπη μου για τη Ζιλμπέρτ.
—«Και είπατε καλημέρα;» ρώτησα.
—«Μα φυσικά» απάντησε η μητέρα μου, που έδινε πάντα την εντύπωση πώς φοβόταν μήπως αν ομολογούσε ότι είχαμε ψυχρανθεί με τον Σουάν, θα γύρευε κάποιος να τούς συμφιλιώσει περισσότερο από όσο θα επιθυμούσε, επειδή υπήρχε η κυρία Σουάν, την οποία δέν ήθελε να γνωρίσει. «Εκείνος ήρθε να με χαιρετήσει, εγώ δέν τον είχα δει».
— «Μα δέν είστε λοιπόν τσακωμένοι;»
— «Τσακωμένοι; Μα γιατί θέλεις να είμαστε τσακωμένοι;» απάντησε ζωηρά, λες κι είχα προσβάλει το μύθο των καλών σχέσεων με τον Σουάν και επιθυμούσα να πετύχω μια "προσέγγιση".
— «Ίσως να σού το φυλάει που δέν τον καλείς πια»
— «Δέν είμαστε υποχρεωμένοι να καλούμε όλο τον κόσμο μήπως εκείνος με καλεί; Δέν γνωρίζω τη γυναίκα του»
— «Κι όμως εκείνος ερχόταν στο Κομπραί».
— «Ε, λοιπόν ναι! Ερχόταν στο Κομπραί, αλλά στο Παρίσι έχει άλλα πράγματα να κάνει κι εγώ το ίδιο. Ζήτησε να μάθει νέα σου, μού είπε πώς παίζεις με την κόρη του», πρόσθεσε η μητέρα μου, αφήνοντάς με κατάπληκτο μπροστά στο θαύμα ότι υπήρχα μέσα στη σκέψη τού Σουάν, και μάλιστα με τρόπο ολοκληρωμένο, αφού όταν εγώ έτρεμα από αγάπη κοιτάζοντάς τον στα Ηλύσια, εκείνος γνώριζε τη μητέρα μου, τούς παππούδες μου, την παλιά μας κατοικία, κάποιες ιδιοτυπίες τής παλιάς ζωής που ίσως κι εγώ ο ίδιος να αγνοούσα.
Η φαντασία μου είχε απομονώσει μέσα στο κοινωνικό Παρίσι μιαν ορισμένη οικογένεια, ακριβώς όπως και στο πέτρινο Παρίσι είχε σκαλίσει μιαν εξώπορτα κι είχε προσδώσει αξία στα παράθυρα ενός ορισμένου σπιτιού. Όπως ο πατέρας και η μητέρα μου έβρισκαν το σπίτι, όπου κατοικούσε ο Σουάν, όμοιο με τ᾿ άλλα σπίτια που χτίστηκαν την ίδια εποχή στη συνοικία τού Δάσους, έτσι και η οικογένεια τού Σουάν τούς φαινόταν τού ίδιου είδους με πολλές άλλες οικογένειες χρηματιστών. Γιατί για να μπορέσουν να διακρίνουν σ᾿ ό,τι περιστοίχιζε τη Ζιλμπέρτ μια άγνωστη ιδιότητα, ανάλογη στον κόσμο των συναισθημάτων μ᾿ ό,τι μπορεί να είναι στον κόσμο των χρωμάτων το υπέρυθρο, έλειπε απ᾿ τούς γονείς μου εκείνη η πρόσθετη και στιγμιαία αίσθηση που μ᾿ αυτήν με είχε προικίσει εμένα ό έρωτας.
Τις μέρες που η Ζιλμπέρτ μού είχε αναγγείλει πώς δέν επρόκειτο να ᾿ρθει στα Ηλύσια, προσπαθούσα να κάνω περιπάτους που θα μ᾿ έφερναν κοντά της. Συχνά έπαιρνα μαζί μου τη Φρανσουάζ σ᾿ ένα προσκύνημα στο σπίτι όπου κατοικούσαν οι Σουάν, ως την εξώπορτά τους όπου ένας θυρωρός, διαφορετικός από κάθε άλλο θυρωρό και ποτισμένος ως και στα γαλόνια τής λιβρέας του, απ᾿ τη ίδια οδυνηρή γοητεία που είχα νιώσει ακούγοντας το όνομα τής Ζιλμπέρτ, φαινόταν να γνωρίζει πώς ήμουν ένας απ᾿ αυτούς στους οποίους μια έμφυτη αναξιότητα θ᾿ απαγορεύει πάντα να εισχωρήσουν στη γεμάτη μυστήριο ζωή, που τού είχε ανατεθεί να φυλάει.
Αλλά πιο συχνά καθώς είχα μάθει ότι η κυρία Σουάν έκανε σχεδόν κάθε μέρα τον περίπατό της στην αλέα "με τις Ακακίες", γύρω από τη μεγάλη Λίμνη, οδηγούσα τη Φρανσουάζ προς τη μεριά τού Δάσους τής Βουλώνης. Τό δάσος συγκεντρώνοντας μικρούς κόσμους, διαφορετικούς και κλειστούς, όπου κάποιο τμήμα φυτεμένο με κόκκινα δέντρα, δρυς τής Αμερικής, διαδέχεται ένα σύδεντρο από ελάτια κοντά στη λίμνη ή μια συστάδα απ᾿ όπου ξεπροβάλλει ξαφνικά κάποια γοργή περιπατήτρια, ήταν ο κήπος των γυναικών και φυτεμένη γι αυτές με δέντρα ενός είδους, η αλέα με τις ακακίες ήταν μέρος όπου σύχναζαν οι διάσημες καλλονές. Πιστεύοντας πώς στο Ωραίο στην ιεράρχηση τής γυναικείας κομψότητας κυριαρχούσαν νόμοι απόκρυφοι, στους οποίους εκείνες είχαν μυηθεί κι έτσι είχαν δυνατότητα να το πραγματώσουν, δεχόμουν από πριν σαν αποκάλυψη την εμφάνιση τής τουαλέτας τους, τού αμαξιού τους, τις χίλιες λεπτομέρειες που μέσα τους τοποθετούσα την πίστη μου σαν μια εσώτερη ψυχή, που έδινε τη συνοχή τού αριστουργήματος σ᾿ αυτό το εφήμερο και κινούμενο σύνολο. Μα εγώ την κυρία Σουάν περίμενα να περάσει, συγκινημένος, θαρρείς και ήταν η Ζιλμπέρτ, γιατί οι γονείς της ποτισμένοι απ᾿ τη γοητεία της, προκαλούσαν μέσα μου τόσον έρωτα όσο και η ίδια, και μάλιστα μιαν αναστάτωση πιο οδυνηρή γιατί τα σημεία επαφής τους μαζί της ήταν αυτό το εσωτερικότερο μέρος τής ζωής της, που μού ήταν απαγορευμένο και τέλος αυτό το αίσθημα τής λατρείας, που νιώθουμε πάντα γι αυτούς που χρησιμοποιούν χωρίς φραγμούς τη δύναμη για να μάς προκαλούν πόνο. Γιατί έμαθα λίγο αργότερα, πώς δέν τούς άρεσε να παίζω μαζί της.
Στην κλίμακα με τις αισθητικές αξίες και τα κοσμικά μεγέθη έδινα την πρώτη θέση στην απλότητα, όταν έβλεπα την κυρία Σουάν πεζή, με τσόχινη ζακέτα, ένα μικρό καπελάκι στο κεφάλι με λοφίο κι ένα μπουκέτο μενεξέδες στο μπούστο, να διασχίζει βιαστική, την αλέα με τις Ακακίες, λες και ήταν απλούστατα ο πιο σύντομος δρόμος για το σπίτι της, και ν᾿ απαντά μ᾿ ένα παίξιμο τού ματιού στους κυρίους που από τ᾿ αμάξια καθώς αναγνώριζαν τη σιλουέτα της από μακριά, τη χαιρετούσαν διαπιστώνοντας πώς καμιά άλλη δέν ήταν τόσο "σικ". Αλλά στη θέση τής απλότητας και στην πρώτη πρώτη σειρά έβαζα τη μεγαλοπρέπεια, όταν έβλεπα να ξεπροβάλλει απ᾿ την αλέα που κατεβαίνει απ᾿ την Πορτ Ντωφίν, καθώς τη σέρνανε με φτερωτή ορμή δύο θερμόαιμα άλογα λεπτά, μιαν ασύγκριτη Βικτώρια, και που μέσα από την πολυτέλειά της "τελευταίου συρμού", άφηνε να φανούν υπαινιγμοί σε παλιές φόρμες αμαξιών, Βικτώρια που στο βάθος αναπαυόταν νωχελικά η κυρία Σουάν, με τα μαλλιά της τώρα ξανθά με μια μόνο γκρίζα τούφα, δεμένα με λεπτή λουλούδινη ταινία, συχνά από μενεξέδες, με μωβ ομπρέλα στο χέρι και ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη, όπου εγώ δέν έβλεπα παρά την ευμένεια μιας Μεγαλειότητας, αλλ᾿ όπου υπήρχε κυρίως η προκλητικότητα τής κοκότας και που το έστρεφε τρυφερά στα πρόσωπα που τη χαιρετούσαν. Στην πραγματικότητα το χαμόγελο αυτό έλεγε σε τούτους: «Θυμάμαι πολύ καλά, ήταν εξαίσια!» σε κείνους «Πόσο θα μού άρεσε! τι κρίμα, δέν είχαμε τύχη!» σ᾿ άλλους: «Μα ναι, αν θέλετε! Θ ακολουθήσω ακόμα λίγο το ρεύμα τής κυκλοφορίας, και θα κόψω μόλις μπορέσω». Όταν περνούσαν άγνωστοι, εκείνη άφηνε ωστόσο γύρω από τα χείλη της ένα νωχελικό χαμόγελο, σα να ᾿ταν στραμμένο στην αναμονή ή την ανάμνηση κάποιου φίλου, και που τούς έκανε να πουν: «Τί όμορφη που είναι!» Και μόνο για ορισμένους άντρες είχε ένα χαμόγελο πικρό, σατανικό, δειλό και παγερό και τού μηνούσε: «Ναι παλιάνθρωπε, ξέρω πώς είσαι οχιά, και δέν μπορείς να κρατήσεις τη γλώσσα σου!» Ήξερα πώς όταν έφτανε στο ύψος τού Σκοπευτηρίου, θα έλεγε στον αμαξά της να σταματήσει, για να μπορέσει να κατέβει την αλέα με τα πόδια. Πραγματικά, κάποια στιγμή, ξεχώριζα την κυρία Σουάν, να βαδίζει προς το μέρος μας, αφήνοντας ν᾿ απλώνεται πίσω της η μεγάλη ουρά από το μωβ φόρεμά της, ντυμένη όπως ο λαός φαντάζεται τις βασίλισσες, με υφάσματα και πλούσια στολίδια, χαμηλώνοντας συχνά το βλέμμα της στη λαβή τής ομπρέλας της, προσέχοντας ελάχιστα τούς περαστικούς. Ακόμα και όσοι δέν τη γνώριζαν ένιωθαν να τούς ειδοποιεί κάτι μοναδικό και παράξενο, πώς έπρεπε να είναι κάποιο μοναδικό πρόσωπο. Αναρωτιόνταν: «Ποια είναι;» Άλλοι περιπατητές κοντοστέκονταν κι έλεγαν:
—«Ξέρετε ποια είναι; Η κυρία Σουάν! Δέν σάς λέει τίποτα αυτό το όνομα; Οντέτ ντέ Κρεσύ!»
—«Η Οντέτ ντέ Κρεσύ; Μα έλεγα κι εγώ, αυτά τα θλιμμένα μάτια… Ξέρετε, δέν πρέπει να ᾿ναι πια πολύ νέα! Θυμάμαι πώς πλάγιασα μαζί της τη μέρα που παραιτήθηκε ο Μακ-Μαόν [1] ».
—«Καλά θα κάνετε νομίζω, να μην τής το θυμίσετε. Τώρα είναι κυρία Σουάν, η σύζυγος ενός μέλους τού Τζόκεϋ, φίλου τού πρίγκιπα τής Ουαλίας. Είναι άλλωστε ακόμα υπέροχη».
— «Ναι, αν όμως την είχατε γνωρίσει τότε, τι όμορφη που ήταν! Κατοικούσε σ᾿ ένα μικρό μέγαρο πολύ παράξενο, γεμάτο κινέζικα αντικείμενα».
Δέν άκουγα τα σχόλια, μα ξεχώριζα ολόγυρά της τον απροσδιόριστο ψίθυρο μιας διασημότητας. Η καρδιά μου χτυπούσε ανυπόμονα, όταν σκεφτόμουν πώς θα περνούσε ακόμα μια στιγμή κι όλοι αυτοί οι περαστικοί θα βλέπανε έναν άγνωστο νεαρό, στον οποίο δέν έδιναν καμιά σημασία, να χαιρετά, — χωρίς είναι αλήθεια να τη γνωρίζω, αλλά θεωρούσα πώς είχα το δικαίωμα, αφού οι γονείς μου γνώριζαν τον άντρα της κι εγώ έκανα παρέα με την κόρη της — αυτή τη γυναίκα, που η φήμη τής ομορφιάς της, τής ανάρμοστης συμπεριφοράς και τής κομψότητάς της ήταν πασίγνωστη. Αλλά βρισκόμουν πια πολύ κοντά στην κυρία Σουάν, και τότε τής έβγαζα το καπέλο μου με μια κίνηση τόσο πλατιά, τόσο τραβηγμένη, ώστε δέν μπορούσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Μερικοί γελούσαν. Όσο για κείνη, δεν με είχε ποτέ συναντήσει με τη Ζιλμπέρτ δεν ήξερε τ᾿ όνομά μου, ήμουν μονάχα ένα από τα ανώνυμα, σαν τους κομπάρσους πρόσωπα του δάσους.
Αυτή την πολυσύνθετη όψη τού δάσους τής Βουλώνης, την ξαναβρήκα φέτος [2] καθώς το διέσχιζα για να πάω στο Τριανόν, ένα από τα πρώτα πρωινά τού Νοέμβρη όταν, στο Παρίσι μέσα στα σπίτια, η στέρηση τού θεάματος τού Φθινοπώρου, δίνει μια νοσταλγία, έναν πραγματικό πυρετό για τα πεσμένα φύλλα, που μπορεί να σού στερήσει και τον ύπνο. Στό κλειστό μου δωμάτιο παρεμβάλλονταν εδώ κι ένα μήνα, ανάμεσα στη σκέψη μου και σε κάθε αντικείμενο που μ᾿ απασχολούσε, και στροβιλίζονταν σαν τούς κίτρινους λεκέδες που καμιά φορά ό,τι κι αν κοιτάζουμε, χορεύουν μπροστά στα μάτια μας. Κι εκείνο το πρωινό, μη ακούγοντας πια τη βροχή να πέφτει όπως τις προηγούμενες μέρες, είχα νιώσει πώς αυτά τα κίτρινα φύλλα θα μπορούσα να τα δώ καθώς θα τα διαπερνούσε το φως στην ανώτατη ομορφιά τους. Ήταν η ώρα και ήταν η εποχή που το Δάσος φαίνεται ίσως πιο πολλαπλό γιατί παρουσιάζει περισσότερες υποδιαιρέσεις. Ακόμα και στις ακάλυπτες περιοχές, όπου αγκαλιάζεις μεγάλη έκταση, εδώ κι εκεί, απέναντι στους σκοτεινούς μακρινούς όγκους των δέντρων δίχως φύλλα, ή που είχαν ακόμα τα καλοκαιρινά φύλλα τους, μια διπλή σειρά από πορτοκαλόχρωμες αγριοκαστανιές έμοιαζε, όπως σ᾿ ένα πίνακα μόλις αρχινισμένο, να ᾿ναι η μόνη που είχε ζωγραφιστεί απ᾿ το διακοσμητή, ενώ δέν είχε ακόμα χρωματίσει τα υπόλοιπα, κι έστρωνε έτσι την αλέα της στο φως για τον περίπατο προσώπων που μόνο αργότερα έμελλε να προστεθούν.
Ένιωθες πώς το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πώς ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δέν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος. Γι αυτό έβλεπα τα δέντρα με μιαν ανικανοποίητη τρυφερότητα, που πήγαινε πέρ᾿ από αυτά και έφτανε δίχως να το ξέρω, σ᾿ εκείνο το αριστούργημα με τις ωραίες γυναίκες στον περίπατο, που καθημερινά τις κλείνουν μέσα τους για λίγες ώρες. Προχωρούσα μέσα από συστάδες όπου το πρωινό φως, επιβάλλοντας νέους διαχωρισμούς, κλάδευε τα δέντρα, πάντρευε μεταξύ τους διαφορετικούς κορμούς και σύνθετε μπουκέτα. Τραβούσε επιτήδεια κοντά του δύο δέντρα με τη βοήθεια τού γερού ψαλιδιού τής ηλιαχτίδας και τής σκιάς, έκοβε απ᾿ το καθένα το μισό του κορμό και τα μισά κλαριά του και, πλέκοντας μαζί τα δυο άλλα μισά, έφτιαχνε μ᾿ αυτά, είτε μια μόνο στήλη σκιάς, που την περιχαράκωνε ολόγυρα η λιακάδα, είτε ένα φωτεινό φάσμα, που ένα δίχτυ μαύρης σκιάς τριγύριζε το πλαστό και τρεμουλιαστό περίγραμμά του. Όταν μια ηλιαχτίδα χρύσιζε τα ψηλότερα κλαριά, έδιναν την εντύπωση, μουσκεμένα από μια αστραφτερή υγρασία, πώς αναδύονταν μόνο αυτά μέσα από την υγρή και σμαραγδένια ατμόσφαιρα στην οποία ήταν βουτηγμένη σαν κάτω από θάλασσα, η συστάδα ολόκληρη.
Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές, αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές. Πλησίασα στις όχθες τής Λίμνης, έφτασα στο Σκοπευτήριο. Την ιδέα τής τελειότητας που κρατούσα μέσα μου, την είχα εντοπίσει τότε στο ύψος μιας Βικτώριας, στη λιγνάδα εκείνων των αλόγων που ήταν θυμωμένα και φτερωτά σα σφήκες, με τα μάτια γεμάτα αίμα όπως τα απάνθρωπα φαριά τού Διομήδη, και που τώρα πνιγμένος από ένα πόθο να ξαναδώ ό,τι είχα αγαπήσει, ήθελα ν᾿ αντικρύσω πάλι, τη στιγμή που ο τεράστιος αμαξάς τής κυρίας Σουάν, με τη επίβλεψη τού μικρού γκρουμ προσπαθούσε να τιθασεύσει τ᾿ ατσαλένια φτερά τους.
Αλλοίμονο! Δέν υπήρχαν πια παρά μόνο αυτοκίνητα που τα οδηγούσαν σωφέρ με μουστάκια, με μεγαλόσωμους ακόλουθους πλάι τους. Θα ήθελα να είχα μπροστά στα μάτια τού προσώπου μου, για να ξέρω αν ήταν τόσο χαριτωμένα όσο τα ᾿βλεπαν τα μάτια τής μνήμης μου, τα γυναικεία καπελάκια, τα τόσα χαμηλά, ώστε έμοιαζαν με απλό στέμμα. Όλα τώρα ήταν τεράστια, σκεπασμένα με καρπούς και φρούτα και διάφορα πουλιά. Αντί για τα όμορφα φορέματα που φορούσε η κυρία Σουάν κι έτσι φάνταζε σα βασίλισσα, ελληνοσαξονικοί χιτώνες ανασήκωναν τώρα με τις πτυχές μιας Ταναγραίας, μουσελίνες, στολισμένες με λουλούδια σα χαρτί ταπετσαρίας. Στα κεφάλια των κυριών, που θα μπορούσαν να περπατήσουν με την κυρία Σουάν, δέν έβλεπα το παλιό γκρίζο καπέλο, ούτε καν κάποιο άλλο. Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δέν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα, ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δέν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, που τα ζωντάνευε η πίστη, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών.
Τί φρίκη! Σκεφτόμουν: μπορεί κανείς να βρίσκει κομψά τούτα τ᾿ αυτοκίνητα, όπως άλλοτε τα αμάξια με τα άλογα; Είμαι ίσως πολύ γέρος πια, μα δέν είμαι φτιαγμένος για έναν κόσμο, όπου οι γυναίκες σφίγγονται σε φορέματα, που δέν είναι καν φτιαγμένα από ακριβά υφάσματα. Γιατί λοιπόν να ᾿ρχομαι κάτω απ᾿ αυτά τα δέντρα, αφού δέν υπάρχει πια τίποτα απ᾿ ό,τι μαζεύονταν κάτω απ᾿ αυτές τις ντελικάτες φυλλωσιές που κοκκινίζουν, αφού η χυδαιότητα και η τρέλα έχουν αντικαταστήσει ό,τι εξαίσιο πλαισίωναν άλλοτε; Παρηγοριά μου είναι να σκέφτομαι τις γυναίκες που γνώριζα τότε, τώρα που χάθηκε πια η κομψότητα. Αλλά πώς θα μπορούσαν, όσοι κοιτάζουν τα απαίσια αυτά πλάσματα κάτω απ᾿ τα καπέλα τους τα σκεπασμένα μ᾿ ένα κοτέτσι ή μ᾿ ένα λαχανόκηπο, να νιώσουν έστω το χάρμα που ήταν να βλέπεις την κυρία Σουάν να φοράει ένα μικρό καπέλο, απ᾿ το οποίο εξείχε ένα μόνο λουλούδι ίριδας. Θα μπορούσα τουλάχιστον να τούς κάνω να καταλάβουν την συγκίνηση που ένιωθα τα χειμωνιάτικα πρωινά, όταν συναντούσα την κυρία Σουάν πεζή, μ᾿ ένα παλτό από λουτρ, μ᾿ ένα απλό μπερέ, μα που ολόγυρά της ζωντάνευε η ζεστασιά τού διαμερίσματός της από μόνο το μπουκέτο με τούς μενεξέδες το σφιγμένο στο μπούστο της, και που το ζωντανό και γαλανό λουλούδισμά του, απέναντι στον γκρίζο ουρανό, στο παγερό αέρα, στα δέντρα με τα γυμνά κλαδιά, είχε την ίδια γοητεία να μη θεωρεί την εποχή και το χρόνο παρά σαν πλαίσιο για να ζει σε μιαν ατμόσφαιρα ανθρώπινη, στην ατμόσφαιρα αυτής της γυναίκας, όπως ακριβώς την είχαν στα βάζα και στις ζαρντινιέρες τού σαλονιού της κοντά στο μεγάλο τζάκι, τα λουλούδια που κοίταζαν πίσω από το κλειστό παράθυρο το χιόνι να πέφτει; Άλλωστε δε θα μού αρκούσε να ᾿ταν οι τωρινές τουαλέτες οι ίδιες που φορούσαν εκείνα τα χρόνια. Επειδή υπάρχει μια αλληλεγγύη ανάμεσα σε διαφορετικά κομμάτια μιας ανάμνησης, κι η θύμησή μας τα κρατάει δεμένα σε μια σύνθεση απ᾿ όπου δέν μάς επιτρέπεται ν᾿ αφαιρέσουμε το παραμικρό, θα ήθελα να μπορούσα να τελειώσω τη μέρα μου σε μιαν απ᾿ αυτές τις γυναίκες μπροστά σ᾿ ένα φλυτζάνι τσάι, σ᾿ ένα διαμέρισμα με τοίχους βαμμένους με χρώματα σκοτεινά, όπως ήταν το διαμέρισμα τής κυρίας Σουάν — ένα χρόνο ύστερα από το σημείο όπου τελειώνει το πρώτο μέρος αυτής τής αφήγησης — κι όπου θα φέγγιζαν οι πορτοκαλιές φωτιές, η ρόδινη κι άσπρη φλόγα των χρυσάνθεμων στο νοεμβριανό λυκόφωτο, σε στιγμές όμοιες μ᾿ αυτές που στην διάρκειά τους, (όπως θα φανεί αργότερα), δέν είχα μπορέσει να πραγματώσω τις απολαύσεις που επιθυμούσα. Τώρα όμως ακόμα και κι αν δέν με οδηγούσαν πουθενά, είχα την εντύπωση πώς οι στιγμές αυτές έκρυβαν μέσα τους πολλή χάρη. Ήθελα να τα ξαναβρώ όπως τα θυμόμουν. Αλλοίμονο! Δέν υπήρχαν πια, παρά διαμερίσματα σε στυλ Λουδοβίκου 14ου, κάτασπρα, σμαλτωμένα με γαλάζιες ορτανσίες. Άλλωστε όλοι επέστρεφαν πια στο Παρίσι πολύ αργά. Η κυρία Σουάν θα μού απαντούσε από κάποιον εξοχικό πύργο πώς θα επέστρεφε μόνο το Φλεβάρη, αν την είχα παρακαλέσει να αναστήσει για μένα τα στοιχεία αυτής τής ανάμνησης, που την ένιωθα δεμένη με κάποια μακρινή χρονιά, με μια χρονολογία στην οποία δέν μού επιτρεπόταν να γυρίσω τα στοιχεία αυτής τής επιθυμίας που ᾿χε γίνει κι αυτή απρόσιτη, όπως και η απόλαυση που είχε άλλοτε αναζητήσει. Και θα ᾿πρεπε να ᾿ταν και οι ίδιες οι γυναίκες, αυτές που μ᾿ ενδιέφερε το ντύσιμό τους γιατί, την εποχή που ακόμα πίστευε η φαντασία μου, τις είχε εξατομικεύσει και τις είχε περιβάλει μ᾿ ένα θρύλο. Αλλοίμονο! Στη Λεωφόρο με τις Ακακίες ξαναείδα μερικές, γριές, και που δέν ήταν πια παρά οι τρομερές σκιές εκείνου που υπήρξαν κάποτε, να περιφέρονται, γυρεύοντας απελπισμένα ποιος ξέρει τι, στα βιργιλιανά δασάκια. Ο ήλιος είχε κρυφτεί. Η φύση ξανάρχιζε να βασιλεύει πάνω στο Δάσος απ᾿ όπου είχε πετάξει η ιδέα πώς ήταν ο Ηλύσιος Κήπος τής Γυναίκας· πάνω από το ψεύτικο μύλο ο πραγματικός ουρανός ήταν σταχτερός· ο άνεμος ζάρωνε τη Μεγάλη Λίμνη με μικρούς κυματισμούς, σα μια λίμνη μεγάλα πουλιά διασχίζανε βιαστικά το Δάσος, σαν ένα δάσος, και κρώζοντας στριγγά κάθονταν το ένα μετά το άλλο στις μεγάλες δρυς, που κάτω απ᾿ το δρυϊκό τους στέμμα, έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη κι απ᾿ το γεγονός ότι δέν τις συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δέν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δέν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δέν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δέν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δέν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια.
[1] Μακ-Μαόν: (1808-1893). Γάλλος στρατηγός, κατέστειλε την Κομμούνα του 1871, πρόεδρος της Γαλλίας από το 1873. Παραιτήθηκε το 1879.
[2] Φέτος: η χρονιά αυτή πρέπει να τοποθετηθεί στο 1913, πριν πάντως από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Είναι το "παρόν" του αφηγητή.
[2] Φέτος: η χρονιά αυτή πρέπει να τοποθετηθεί στο 1913, πριν πάντως από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Είναι το "παρόν" του αφηγητή.