Μίλαν Κούντερα: "Το παιγνίδι του ΩΤΟ-ΣΤΟΠ" από το βιβλίο "Γελοίοι Έρωτες"
Θέλετε να ξαναζωντανέψετε την ερωτική σας σχέση;
Ποιος άντρας στις φαντασιώσεις του δεν έχει ονειρευτεί ένα ωτοστόπ από μια γυναίκα που θα ᾿ναι μυστηριώδης, όχι σαν τις "κανονικές" που συναντάει καθημερινά, και που θα έχει μαζί της μια ονειρεμένη περιπέτεια. Το ίδιο κάπως όνειρο, μπορεί να τυραννά και τις γυναίκες, δεν το ξέρω ακριβώς, γιατί οι γυναίκες μού φαίνονται πιο ορθολογίστριες, δεν είναι τόσο χύμα σαν τούς άντρες, και θεωρώ ότι κατ᾿ ευθείαν αντί για περιπέτεια ψάχνουν τον άντρα τής ζωής τους.
Το μυστήριο λοιπόν στον έρωτα, αυτό που δίνει με τη φαντασίωση το κάτι παραπάνω στη γεύση τού έρωτα.. Με αυτό προικίζει έξτρα τούς ήρωες του, ένα ζευγάρι νέων την πρώτη μέρα που ξεκινά για διακοπές, ο Κούντερα.
Από μια επινόηση μάλλον τής κοπέλας, που μεταμορφώνεται σε ένα "τυχαίο άγνωστο κορίτσι", καθώς περιμένει το φίλο της έξω από το βενζινάδικο, να συνεχίσουν το ταξίδι τους μετά το γέμισμα με βενζίνη τής Scoda Felicia.
{Η κοπέλα προχωρούσε κατά μήκος του δρόμου· μόλις που γύριζε κάθε τόσο για να δει μήπως ερχόταν η Φελίτσια. Την είδε επιτέλους. Σταμάτησε κι άρχισε να κάνει σήμα, σαν ένα κορίτσι που κάνει ωτοστόπ σ᾿ ένα άγνωστό του αυτοκίνητο. Η Φελίτσια φρενάρισε και σταμάτησε ακριβώς στο ύψος της. Ο οδηγός έσκυψε προς το τζάμι, το κατέβασε, χαμογέλασε και: «Πού πηγαίνετε, δεσποινίς;» ρώτησε. «Πηγαίνετε στη Μπύστρικα;» ρώτησε με τη σειρά της μ᾿ ένα φιλάρεσκο χαμόγελο. «Παρακαλώ, ανεβείτε», είπε αυτός ανοίγοντας την πόρτα. Ανέβηκε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε}.
Έτσι ξεκινά ένα παιγνίδι μεταξύ τους, ένα ερωτικό παιγνίδι μεταξύ δύο "αγνώστων" που όλα θα πρέπει να επινοηθούν από την αρχή. Όλα που προσδιορίζουν τον έρωτα θα βγουν με διάφορες μορφές από τις κρύπτες τους. Υποχωρήσεις, ζήλιες, φόβοι, πιθανές προδοσίες, συμπεριφορές υπό το άσυλο τού άγνωστου, τού ανοίκειου θα πάρουν κεφάλι. Ο Κούντερα με ψιλοβελονιά κεντά το χαριτωμένο αυτό διήγημα.
«Ο νεαρός εκνευριζόταν όλο και περισσότερο βλέποντας πόσο καλά ήξερε η φιλενάδα του να φέρεται σαν εύκολη γυναίκα αφού ήξερε να παίζει τόσο καλά αυτό το ρόλο, σκεφτόταν, σημαίνει ότι είναι ο πραγματικός της ρόλος. Δεν ήταν η ψυχή μιας άλλης, που εμφανίστηκε άγνωστο από πού, που είχε χωθεί κάτω από το πετσί της· εκείνη που ενσάρκωνε με τον τρόπο αυτό, ήταν ο εαυτός της· ίσως ήταν ένα μέρος του εαυτού της, που κράταγε συνήθως προσεκτικά ασφαλισμένο αλλά που είχε ξεφύγει από το κλουβί του, με το πρόσχημα τού παιχνιδιού· πίστευε αναμφίβολα ότι απαρνιόταν τον εαυτό της παίζοντας αυτή την κωμωδία»
«Όσο περισσότερο τού ήταν ξένη διανοητικά τόσο περισσότερο την ποθούσε, ήταν αυτή η ξένη ψυχή που διέκρινε το γυναικείο της κορμί, ακόμη καλύτερα, ήταν αυτή η αλλοτρίωση που έκανε τούτο το κορμί κορμί, σαν να μην υπήρχε μέχρι τώρα γι᾿ αυτόν παρά μέσα από την ομίχλη τής συμπόνιας, τής τρυφερότητας, τής φροντίδας, τού έρωτα και τής συγκίνησης· σαν να ήταν χαμένος μες σ᾿ αυτή την ομίχλη».
«Δεν ήταν η ψυχή μιας άλλης, που εμφανίστηκε άγνωστο από πού, που είχε χωθεί κάτω από το πετσί της· εκείνη που ενσάρκωνε με τον τρόπο αυτό, ήταν ο εαυτός της· ίσως ήταν ένα μέρος του εαυτού της, που κράταγε συνήθως προσεκτικά ασφαλισμένο αλλά που είχε ξεφύγει από το κλουβί του με το πρόσχημα τού παιχνιδιού πίστευε αναμφίβολα ότι απαρνιόταν τον εαυτό της παίζοντας αυτή την κωμωδία».
«Αυτή που πάντα έτρεμε για το αύριο, αισθανόταν ξαφνικά τελείως ελεύθερη· αυτή η ζωή μιας άλλης όπου βρισκόταν ξαφνικά βυθισμένη ήταν μια ζωή ξεδιάντροπη, χωρίς βιολογικούς περιορισμούς, χωρίς παρελθόν και μέλλον, χωρίς δέσμευση. Ήταν μια σπάνια ελεύθερη ζωή. Η κοπέλα τού ωτοστόπ μπορούσε να τα κάνει όλα· της επιτρέπονταν τα πάντα: να πει τα πάντα, να κάνει τα πάντα, να δοκιμάσει τα πάντα».
«Ήταν σαν να έβλεπε δυο εικόνες μες στον ίδιο φακό, τη μία πάνω στην άλλη και τη μία μέσα από την άλλη. Αυτές οι δυο εικόνες τού έλεγαν ότι η φίλη του μπορούσε να τα χωρέσει όλα, ότι η ψυχή της ήταν φρικτά άμορφη, ότι μπορούσε να βρει θέση μέσα της η πίστη όπως και η απιστία, η προδοσία όπως και η αθωότητα, η φιλαρέσκεια όπως και η συστολή».
«Και οι λυγμοί παραχώρησαν τη θέση τους σε ένα βουβό θρήνο. Η κοπέλα επαναλάμβανε ασταμάτητα αυτή τη συγκινητική ταυτολογία: "Είμαι εγώ, είμαι εγώ, είμαι εγώ..."
Τότε ο νεαρός κάλεσε σε βοήθεια τη συμπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δεν βρισκόταν πουθενά δίπλα του) ώστε να μπορέσει να παρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν ακόμη δεκατρείς μέρες διακοπές μπροστά τους».
Απολαύστε όλο το κείμενο, όσοι δεν το έχουν κάνει μέχρι τώρα.
Ποιος άντρας στις φαντασιώσεις του δεν έχει ονειρευτεί ένα ωτοστόπ από μια γυναίκα που θα ᾿ναι μυστηριώδης, όχι σαν τις "κανονικές" που συναντάει καθημερινά, και που θα έχει μαζί της μια ονειρεμένη περιπέτεια. Το ίδιο κάπως όνειρο, μπορεί να τυραννά και τις γυναίκες, δεν το ξέρω ακριβώς, γιατί οι γυναίκες μού φαίνονται πιο ορθολογίστριες, δεν είναι τόσο χύμα σαν τούς άντρες, και θεωρώ ότι κατ᾿ ευθείαν αντί για περιπέτεια ψάχνουν τον άντρα τής ζωής τους.
Το μυστήριο λοιπόν στον έρωτα, αυτό που δίνει με τη φαντασίωση το κάτι παραπάνω στη γεύση τού έρωτα.. Με αυτό προικίζει έξτρα τούς ήρωες του, ένα ζευγάρι νέων την πρώτη μέρα που ξεκινά για διακοπές, ο Κούντερα.
Από μια επινόηση μάλλον τής κοπέλας, που μεταμορφώνεται σε ένα "τυχαίο άγνωστο κορίτσι", καθώς περιμένει το φίλο της έξω από το βενζινάδικο, να συνεχίσουν το ταξίδι τους μετά το γέμισμα με βενζίνη τής Scoda Felicia.
{Η κοπέλα προχωρούσε κατά μήκος του δρόμου· μόλις που γύριζε κάθε τόσο για να δει μήπως ερχόταν η Φελίτσια. Την είδε επιτέλους. Σταμάτησε κι άρχισε να κάνει σήμα, σαν ένα κορίτσι που κάνει ωτοστόπ σ᾿ ένα άγνωστό του αυτοκίνητο. Η Φελίτσια φρενάρισε και σταμάτησε ακριβώς στο ύψος της. Ο οδηγός έσκυψε προς το τζάμι, το κατέβασε, χαμογέλασε και: «Πού πηγαίνετε, δεσποινίς;» ρώτησε. «Πηγαίνετε στη Μπύστρικα;» ρώτησε με τη σειρά της μ᾿ ένα φιλάρεσκο χαμόγελο. «Παρακαλώ, ανεβείτε», είπε αυτός ανοίγοντας την πόρτα. Ανέβηκε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε}.
Έτσι ξεκινά ένα παιγνίδι μεταξύ τους, ένα ερωτικό παιγνίδι μεταξύ δύο "αγνώστων" που όλα θα πρέπει να επινοηθούν από την αρχή. Όλα που προσδιορίζουν τον έρωτα θα βγουν με διάφορες μορφές από τις κρύπτες τους. Υποχωρήσεις, ζήλιες, φόβοι, πιθανές προδοσίες, συμπεριφορές υπό το άσυλο τού άγνωστου, τού ανοίκειου θα πάρουν κεφάλι. Ο Κούντερα με ψιλοβελονιά κεντά το χαριτωμένο αυτό διήγημα.
«Ο νεαρός εκνευριζόταν όλο και περισσότερο βλέποντας πόσο καλά ήξερε η φιλενάδα του να φέρεται σαν εύκολη γυναίκα αφού ήξερε να παίζει τόσο καλά αυτό το ρόλο, σκεφτόταν, σημαίνει ότι είναι ο πραγματικός της ρόλος. Δεν ήταν η ψυχή μιας άλλης, που εμφανίστηκε άγνωστο από πού, που είχε χωθεί κάτω από το πετσί της· εκείνη που ενσάρκωνε με τον τρόπο αυτό, ήταν ο εαυτός της· ίσως ήταν ένα μέρος του εαυτού της, που κράταγε συνήθως προσεκτικά ασφαλισμένο αλλά που είχε ξεφύγει από το κλουβί του, με το πρόσχημα τού παιχνιδιού· πίστευε αναμφίβολα ότι απαρνιόταν τον εαυτό της παίζοντας αυτή την κωμωδία»
«Όσο περισσότερο τού ήταν ξένη διανοητικά τόσο περισσότερο την ποθούσε, ήταν αυτή η ξένη ψυχή που διέκρινε το γυναικείο της κορμί, ακόμη καλύτερα, ήταν αυτή η αλλοτρίωση που έκανε τούτο το κορμί κορμί, σαν να μην υπήρχε μέχρι τώρα γι᾿ αυτόν παρά μέσα από την ομίχλη τής συμπόνιας, τής τρυφερότητας, τής φροντίδας, τού έρωτα και τής συγκίνησης· σαν να ήταν χαμένος μες σ᾿ αυτή την ομίχλη».
«Δεν ήταν η ψυχή μιας άλλης, που εμφανίστηκε άγνωστο από πού, που είχε χωθεί κάτω από το πετσί της· εκείνη που ενσάρκωνε με τον τρόπο αυτό, ήταν ο εαυτός της· ίσως ήταν ένα μέρος του εαυτού της, που κράταγε συνήθως προσεκτικά ασφαλισμένο αλλά που είχε ξεφύγει από το κλουβί του με το πρόσχημα τού παιχνιδιού πίστευε αναμφίβολα ότι απαρνιόταν τον εαυτό της παίζοντας αυτή την κωμωδία».
«Αυτή που πάντα έτρεμε για το αύριο, αισθανόταν ξαφνικά τελείως ελεύθερη· αυτή η ζωή μιας άλλης όπου βρισκόταν ξαφνικά βυθισμένη ήταν μια ζωή ξεδιάντροπη, χωρίς βιολογικούς περιορισμούς, χωρίς παρελθόν και μέλλον, χωρίς δέσμευση. Ήταν μια σπάνια ελεύθερη ζωή. Η κοπέλα τού ωτοστόπ μπορούσε να τα κάνει όλα· της επιτρέπονταν τα πάντα: να πει τα πάντα, να κάνει τα πάντα, να δοκιμάσει τα πάντα».
«Ήταν σαν να έβλεπε δυο εικόνες μες στον ίδιο φακό, τη μία πάνω στην άλλη και τη μία μέσα από την άλλη. Αυτές οι δυο εικόνες τού έλεγαν ότι η φίλη του μπορούσε να τα χωρέσει όλα, ότι η ψυχή της ήταν φρικτά άμορφη, ότι μπορούσε να βρει θέση μέσα της η πίστη όπως και η απιστία, η προδοσία όπως και η αθωότητα, η φιλαρέσκεια όπως και η συστολή».
«Και οι λυγμοί παραχώρησαν τη θέση τους σε ένα βουβό θρήνο. Η κοπέλα επαναλάμβανε ασταμάτητα αυτή τη συγκινητική ταυτολογία: "Είμαι εγώ, είμαι εγώ, είμαι εγώ..."
Τότε ο νεαρός κάλεσε σε βοήθεια τη συμπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δεν βρισκόταν πουθενά δίπλα του) ώστε να μπορέσει να παρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν ακόμη δεκατρείς μέρες διακοπές μπροστά τους».
Απολαύστε όλο το κείμενο, όσοι δεν το έχουν κάνει μέχρι τώρα.