Ιωάννης Πολέμης (1862-1924)

Στο βιβλίο "Ιωάννης Πολέμης, Επιλογή Ποιημάτων", έκδοση τής Καϊρείου Βιβλιοθήκης η Έρη Σταυροπούλου η οποία έχει την ανθολόγηση και την επιμέλεια, στην δική της εισαγωγή προτάσσει δύο αντιθετικά αποσπάσματα κριτικής για την ποίηση τού Πολέμη. :
«Ο Πολέμης εδημιούργησε μίαν εποχήν. Έθεσε την σφραγίδα της ιδιοφυΐας του επ᾿ αυτής».
([Ανωνύμως], «Ιωάννης Πολέμης» Ελληνική Επιθεώρησις έτος ΙΖ΄, τευχ. 199 Μάιος 1924 σ. 11)
«Στις καλύτερες του στιγμές μάς θυμίζει τις πιο αδύναμες στιγμές του Δροσίνη» (Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία τής Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ίκαρος 1987, σ. 364)
Νομίζω δύο υποκειμενικές, αυθαίρετες ακραίες κρίσεις. Θα σταθώ στη δεύτερη. Ποιες είναι οι δυνατές στιγμές του Δροσίνη σε σχέση πάντα με την ποιητική τού Πολέμη, δεν έχω ανακαλύψει. Νομίζω ότι το καλύτερο ποίημά του και που κοσμούσε αδιάλειπτα τα σχολικά αναγνωστικά είναι το "Χώμα Ελληνικό" και μαζί θα έβαζα το "Συνοδοιπόροι" ένα ποίημα αναφορά στον Παλαμά. Στην ίδια γενιά τού 1880, ανήκουν κατά σειρά ηλικιακή ο Προβελέγγιος, ο Σουρής, ο Νίκος Καμπάς, ο Δροσίνης, ο Παλαμάς, ο Στρατήγης, ο Πολέμης, ο Νιρβάνας.
Ο Πολέμης από λογοτεχνικές αναφορές φαίνεται ότι είχε μεγάλη αποδοχή από το κοινό, όπως γράφει και η επιμελήτρια τού ως άνω βιβλίου Έρη Σταυροπούλου, «όσο ζούσε, οι ποιητικές του συλλογές πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες εκδόσεις, γεγονός πρωτοφανές για τα νεοελληνικά γράμματα της εποχής». Ο ίδιος ο Δροσίνης είχε γράψει «Έμεινε ποιητής, γλυκόφωνος τραγουδιστής ως το τέλος της ζωής του, κοσμαγάπητος τόσο, που τα ποιήματά του, έχουν περισσότερες εκδόσεις από τα ποιήματα κάθε άλλου από τούς συγχρόνους του».
Όταν το 1888 εξεδόθη η συλλογή τού Πολέμη οι "Χειμωνανθοί", ο συμποιητής του Παύλος Νιρβάνας, έγραψε μια κριτική, "διεισδυτική" την χαρακτηρίζει η επιμελήτρια τού παραπάνω βιβλίου, και αφού περίπου λέει τα εξής: Ο κ. Πολέμης ανήκει εις την ιδίαν σχολή, εις την οποίαν ανήκουν οι τρυφερότεροι των συγχρόνων ποιητών, ο Δροσίνης, ο Καμπάς, ο Κόκκος και αυτός ακόμη ο πολύς Παλαμάς….., καταλήγει: «Δεν παρουσιάζει ἡμῖν, έν τῷ παρόντι τουλάχιστον οὔτε σύστημα ποιητικῆς εργασίας, οὔτε ἀτομικόν χαραχτῆρα διακεκριμμένον. Ἐν τῷ πελάγει τῆς ποιητικῆς θεματολογίας ὁ κ. Πολέμης κυμαίνεται καί ριπτάζεται ἀνήσυχος. Νῦν μέν διαγράφει ἀφηρημένην τινά εἰκόνα ἀγροτικού βίου, νῦν δέ μεταπηδά εἰς τήν ζωήν τῶν πόλεων, ὅπως ἀντλήσῃ τοῦ κοσμικοῦ βίου τρυφεράν σκηνήν· ἄλλοτε ἐκδηλοῖ τετορνευμένον πάθος πρός σύγχρονον καλλονήν, πρός ἥν ἀποτείνεται ἐν πληθυντικῷ άριθμῷ, καί ἄλλοτε προσπαθεί νά ὑποδυθῇ εἰδυλλιακοῦ ἔρωτος ἀφελῆ καί ἀγροῖκον φρασεολογίαν».
Ο ίδιος ο Νιρβάνας και οι άλλοι ομότεχνοι του με ποια διαφορετικά θέματα καταπιάνονταν;
Από το ίδιο βιβλίο: Ο Κ. Στεργιόπουλος επισημαίνει, γράφει ο Δημαράς, ότι το ρομαντικό αίσθημα του Πολέμη, ο ρηχός διδακτισμός του και η προσήλωση στα ιδανικά τής πατρίδας και τής θρησκείας «ανταποκρίνονταν απόλυτα στο αίσθημα και στον συντηρητισμό της μόλις διαμορφωμένης αστικής αθηναϊκής κοινωνίας».
Προσωπικά με ενοχλούν αφάνταστα τα ποιήματα του με θέματα θρησκευτικά. Είναι θύμα τής εποχής του, όπως και όλοι σχεδόν. Αλλά ένας ποιητής πρέπει να έχει τα αυτιά του ανοιχτά, στις φωνές της αλλαγής. Στην Ευρώπη τουλάχιστον στους κύκλους τής διανόησης, είχαν εμφανιστεί οι πρώτοι θεοκτόνοι. Και στην Ελλάδα είχαν ακουστεί οι πρώτες φωνές κατά τής θρησκείας και τής εκκλησίας, από το Ροΐδη και το Λασκαράτο, οι οποίοι ηλικιακά ήταν μεγαλύτεροι από τους ποιητές τής γενιάς τού ογδόντα.
Σκέφτομαι οι άλλοι ποιητές πλην τού Πολέμη απευθύνονταν σε διαφορετικό κοινό; Και μετά από εκατό χρόνια, έχει γίνει μέσα στην κοινωνία και τούς διανοούμενους κάποιο βήμα ειδικά στο θέμα τής θρησκείας. Δεν λέω για την πορεία τής ποίησης και την στροφή, με αρχή τον Καβάφη (τής ίδιας ποιητικής γενιάς με τούς παραπάνω ποιητές, αλλά εκτός Ελληνικού κέντρου), και στην συνέχεια με τον Καρυωτάκη και τούς μεγάλους ποιητές τής γενιάς τού τριάντα, αλλά την αλλαγή συνολικά τής αντίληψης για τον κόσμο, για τη φύση για τη ζωή.
Είμαστε μια συμβατή "τυχαιότητα" μέσα στο σύμπαν, όπως άλλωστε και το ίδιο το σύμπαν ή υπάρχουν δυνάμεις έξω από αυτό όπως πιστεύουν οι δημιουργιστές; Η γενιά τού τριάντα στάθηκε συντηρητική σ᾿ αυτό το τεράστιο οντολογικό θέμα. Ο Σεφέρης στο κείμενο του "Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη" γράφει: « Συλλογίζομαι κάποτε τον Αισχύλο, όχι τον Τιτάνα ή τον Κύκλωπα που θέλουν κάποτε να μάς παρουσιάσουν, αλλά σαν άνθρωπο που αισθάνεται και εκφράζεται πολύ κοντά μας, που δέχεται ή αντιδρά στα φυσικά στοιχεία όπως όλοι μας. Συλλογίζομαι το μηχανισμό τής δικαιοσύνης, που εκθέτει· [αυτή την εναλλαγή τής Ύβρεως και τής Άτης, που δεν ξέρεις αν είναι μόνο ηθικός, αν δεν είναι και φυσικός νόμος]. Εκατό χρόνια πριν, ο Μιλήσιος Αναξίμανδρος πίστευε πως τα πράγματα πληρώνουν με τη φθορά την αδικία που κάνουν όταν ξεπεράσουν την τάξη του χρόνου. Κι αργότερα ο Ηράκλειτος: «Ἡλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δέ μή, Ερινύες μιν δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσι». (Ο Ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα, ειδεμή θα τόνε βρουν οι Ερινύες πού βοηθούν τη Δικαιοσύνη). Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη· για σκέψου αυτούς τους λώρους που δένουν τούς ανθρώπους με τα στοιχεία τής φύσης· αυτή την τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή την οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως τής μέρας και το αίμα τού ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; Ως που μπορεί να αισθανθεί κανείς αυτό; Ανθρωπομορφισμός, λένε και διαβαίνουν. Δε μού είναι τόσο απλό αυτό το φαινόμενο. Αν ο ενανθρωπισμός που έλεγα γέννησε την Οδύσσεια, ως που μπορούμε να δούμε την Οδύσσεια;»
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται ωραία, αλλά είναι ευσεβείς πόθοι τού Σεφέρη και δεν έχουν κόκκο αλήθειας ανταποκρινόμενης στην πραγματική φύση των πραγμάτων. Είναι αντιλήψεις μιας εποχής πριν από 2500 χρόνια, εντελώς ξεπερασμένες. Αν αυτό δεν είναι μια ακραία Μεταφυσική, τότε τι είναι; Η Φύση είναι πέραν καλού και κακού, "αδιάφορη" "α-ήθης". Γι αυτό υπάρχει τόσο "Κακό" μέσα στη φύση, φθορά, θάνατος, το ένα ζώο να τρώει το άλλο, και ο άνθρωπος όλα. Και τα γράφω αυτά για ένα μεγάλο ποιητή που αγάπησα από τα φοιτητικά μου χρόνια.
Τα ελαττώματα που προσήψαν στον Πολέμη ομότεχνοι ή κριτικοί τής γενιάς του, είναι χαρακτηριστικά της "ποιητικής εποχής" που έζησε και είναι ελαττώματα και των άλλων ποιητών τής ίδιας γενιάς
Το ξέρω, τη δική μου συμπάθεια για τον Πολέμη, λόγω «τού έρωτα εις στίχους ευκόλους, ευλήπτους» όπως έγραψε ο Παλαμάς, και λόγω τής αγάπης του για τα ζώα, όπως εκδηλώνεται στο ποίημα του για "τα Ζώα", το οποίο περιέργως η ανθολογήσασα δεν συμπεριέλαβε στην ανθολόγηση της, την πήγα τελικά εκεί που ήθελα σε θέματα θρησκείας δηλαδή Οντολογίας.
«Ο Πολέμης εδημιούργησε μίαν εποχήν. Έθεσε την σφραγίδα της ιδιοφυΐας του επ᾿ αυτής».
([Ανωνύμως], «Ιωάννης Πολέμης» Ελληνική Επιθεώρησις έτος ΙΖ΄, τευχ. 199 Μάιος 1924 σ. 11)
«Στις καλύτερες του στιγμές μάς θυμίζει τις πιο αδύναμες στιγμές του Δροσίνη» (Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία τής Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ίκαρος 1987, σ. 364)
Νομίζω δύο υποκειμενικές, αυθαίρετες ακραίες κρίσεις. Θα σταθώ στη δεύτερη. Ποιες είναι οι δυνατές στιγμές του Δροσίνη σε σχέση πάντα με την ποιητική τού Πολέμη, δεν έχω ανακαλύψει. Νομίζω ότι το καλύτερο ποίημά του και που κοσμούσε αδιάλειπτα τα σχολικά αναγνωστικά είναι το "Χώμα Ελληνικό" και μαζί θα έβαζα το "Συνοδοιπόροι" ένα ποίημα αναφορά στον Παλαμά. Στην ίδια γενιά τού 1880, ανήκουν κατά σειρά ηλικιακή ο Προβελέγγιος, ο Σουρής, ο Νίκος Καμπάς, ο Δροσίνης, ο Παλαμάς, ο Στρατήγης, ο Πολέμης, ο Νιρβάνας.
Ο Πολέμης από λογοτεχνικές αναφορές φαίνεται ότι είχε μεγάλη αποδοχή από το κοινό, όπως γράφει και η επιμελήτρια τού ως άνω βιβλίου Έρη Σταυροπούλου, «όσο ζούσε, οι ποιητικές του συλλογές πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες εκδόσεις, γεγονός πρωτοφανές για τα νεοελληνικά γράμματα της εποχής». Ο ίδιος ο Δροσίνης είχε γράψει «Έμεινε ποιητής, γλυκόφωνος τραγουδιστής ως το τέλος της ζωής του, κοσμαγάπητος τόσο, που τα ποιήματά του, έχουν περισσότερες εκδόσεις από τα ποιήματα κάθε άλλου από τούς συγχρόνους του».
Όταν το 1888 εξεδόθη η συλλογή τού Πολέμη οι "Χειμωνανθοί", ο συμποιητής του Παύλος Νιρβάνας, έγραψε μια κριτική, "διεισδυτική" την χαρακτηρίζει η επιμελήτρια τού παραπάνω βιβλίου, και αφού περίπου λέει τα εξής: Ο κ. Πολέμης ανήκει εις την ιδίαν σχολή, εις την οποίαν ανήκουν οι τρυφερότεροι των συγχρόνων ποιητών, ο Δροσίνης, ο Καμπάς, ο Κόκκος και αυτός ακόμη ο πολύς Παλαμάς….., καταλήγει: «Δεν παρουσιάζει ἡμῖν, έν τῷ παρόντι τουλάχιστον οὔτε σύστημα ποιητικῆς εργασίας, οὔτε ἀτομικόν χαραχτῆρα διακεκριμμένον. Ἐν τῷ πελάγει τῆς ποιητικῆς θεματολογίας ὁ κ. Πολέμης κυμαίνεται καί ριπτάζεται ἀνήσυχος. Νῦν μέν διαγράφει ἀφηρημένην τινά εἰκόνα ἀγροτικού βίου, νῦν δέ μεταπηδά εἰς τήν ζωήν τῶν πόλεων, ὅπως ἀντλήσῃ τοῦ κοσμικοῦ βίου τρυφεράν σκηνήν· ἄλλοτε ἐκδηλοῖ τετορνευμένον πάθος πρός σύγχρονον καλλονήν, πρός ἥν ἀποτείνεται ἐν πληθυντικῷ άριθμῷ, καί ἄλλοτε προσπαθεί νά ὑποδυθῇ εἰδυλλιακοῦ ἔρωτος ἀφελῆ καί ἀγροῖκον φρασεολογίαν».
Ο ίδιος ο Νιρβάνας και οι άλλοι ομότεχνοι του με ποια διαφορετικά θέματα καταπιάνονταν;
Από το ίδιο βιβλίο: Ο Κ. Στεργιόπουλος επισημαίνει, γράφει ο Δημαράς, ότι το ρομαντικό αίσθημα του Πολέμη, ο ρηχός διδακτισμός του και η προσήλωση στα ιδανικά τής πατρίδας και τής θρησκείας «ανταποκρίνονταν απόλυτα στο αίσθημα και στον συντηρητισμό της μόλις διαμορφωμένης αστικής αθηναϊκής κοινωνίας».
Προσωπικά με ενοχλούν αφάνταστα τα ποιήματα του με θέματα θρησκευτικά. Είναι θύμα τής εποχής του, όπως και όλοι σχεδόν. Αλλά ένας ποιητής πρέπει να έχει τα αυτιά του ανοιχτά, στις φωνές της αλλαγής. Στην Ευρώπη τουλάχιστον στους κύκλους τής διανόησης, είχαν εμφανιστεί οι πρώτοι θεοκτόνοι. Και στην Ελλάδα είχαν ακουστεί οι πρώτες φωνές κατά τής θρησκείας και τής εκκλησίας, από το Ροΐδη και το Λασκαράτο, οι οποίοι ηλικιακά ήταν μεγαλύτεροι από τους ποιητές τής γενιάς τού ογδόντα.
Σκέφτομαι οι άλλοι ποιητές πλην τού Πολέμη απευθύνονταν σε διαφορετικό κοινό; Και μετά από εκατό χρόνια, έχει γίνει μέσα στην κοινωνία και τούς διανοούμενους κάποιο βήμα ειδικά στο θέμα τής θρησκείας. Δεν λέω για την πορεία τής ποίησης και την στροφή, με αρχή τον Καβάφη (τής ίδιας ποιητικής γενιάς με τούς παραπάνω ποιητές, αλλά εκτός Ελληνικού κέντρου), και στην συνέχεια με τον Καρυωτάκη και τούς μεγάλους ποιητές τής γενιάς τού τριάντα, αλλά την αλλαγή συνολικά τής αντίληψης για τον κόσμο, για τη φύση για τη ζωή.
Είμαστε μια συμβατή "τυχαιότητα" μέσα στο σύμπαν, όπως άλλωστε και το ίδιο το σύμπαν ή υπάρχουν δυνάμεις έξω από αυτό όπως πιστεύουν οι δημιουργιστές; Η γενιά τού τριάντα στάθηκε συντηρητική σ᾿ αυτό το τεράστιο οντολογικό θέμα. Ο Σεφέρης στο κείμενο του "Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη" γράφει: « Συλλογίζομαι κάποτε τον Αισχύλο, όχι τον Τιτάνα ή τον Κύκλωπα που θέλουν κάποτε να μάς παρουσιάσουν, αλλά σαν άνθρωπο που αισθάνεται και εκφράζεται πολύ κοντά μας, που δέχεται ή αντιδρά στα φυσικά στοιχεία όπως όλοι μας. Συλλογίζομαι το μηχανισμό τής δικαιοσύνης, που εκθέτει· [αυτή την εναλλαγή τής Ύβρεως και τής Άτης, που δεν ξέρεις αν είναι μόνο ηθικός, αν δεν είναι και φυσικός νόμος]. Εκατό χρόνια πριν, ο Μιλήσιος Αναξίμανδρος πίστευε πως τα πράγματα πληρώνουν με τη φθορά την αδικία που κάνουν όταν ξεπεράσουν την τάξη του χρόνου. Κι αργότερα ο Ηράκλειτος: «Ἡλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δέ μή, Ερινύες μιν δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσι». (Ο Ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα, ειδεμή θα τόνε βρουν οι Ερινύες πού βοηθούν τη Δικαιοσύνη). Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη· για σκέψου αυτούς τους λώρους που δένουν τούς ανθρώπους με τα στοιχεία τής φύσης· αυτή την τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή την οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως τής μέρας και το αίμα τού ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; Ως που μπορεί να αισθανθεί κανείς αυτό; Ανθρωπομορφισμός, λένε και διαβαίνουν. Δε μού είναι τόσο απλό αυτό το φαινόμενο. Αν ο ενανθρωπισμός που έλεγα γέννησε την Οδύσσεια, ως που μπορούμε να δούμε την Οδύσσεια;»
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται ωραία, αλλά είναι ευσεβείς πόθοι τού Σεφέρη και δεν έχουν κόκκο αλήθειας ανταποκρινόμενης στην πραγματική φύση των πραγμάτων. Είναι αντιλήψεις μιας εποχής πριν από 2500 χρόνια, εντελώς ξεπερασμένες. Αν αυτό δεν είναι μια ακραία Μεταφυσική, τότε τι είναι; Η Φύση είναι πέραν καλού και κακού, "αδιάφορη" "α-ήθης". Γι αυτό υπάρχει τόσο "Κακό" μέσα στη φύση, φθορά, θάνατος, το ένα ζώο να τρώει το άλλο, και ο άνθρωπος όλα. Και τα γράφω αυτά για ένα μεγάλο ποιητή που αγάπησα από τα φοιτητικά μου χρόνια.
Τα ελαττώματα που προσήψαν στον Πολέμη ομότεχνοι ή κριτικοί τής γενιάς του, είναι χαρακτηριστικά της "ποιητικής εποχής" που έζησε και είναι ελαττώματα και των άλλων ποιητών τής ίδιας γενιάς
Το ξέρω, τη δική μου συμπάθεια για τον Πολέμη, λόγω «τού έρωτα εις στίχους ευκόλους, ευλήπτους» όπως έγραψε ο Παλαμάς, και λόγω τής αγάπης του για τα ζώα, όπως εκδηλώνεται στο ποίημα του για "τα Ζώα", το οποίο περιέργως η ανθολογήσασα δεν συμπεριέλαβε στην ανθολόγηση της, την πήγα τελικά εκεί που ήθελα σε θέματα θρησκείας δηλαδή Οντολογίας.
Χαμένα χρόνια
|
Αχ, και να γύριζαν, να ᾿ρχόνταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ᾿ αγαπήσω! Χρόνια αμνημόνευτα σα να ῾ταν ξένα τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα. Ποτάμι που έτρεξε μες σε λιθάρια και δεν επότισε μηδέ χορτάρια, κι᾿ η γη το ρούφηξε στ᾿ άφωτα βάθη κι᾿ ως και τ᾿ αχνάρι του για πάντα εχάθη. Αχ, και να γύριζαν να διπλοζήσω, αγάπη αδιάκοπη να σού χαρίσω, και να ῾σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου, από τη γέννα μου κι᾿ ως τη θανή μου. Μισή σού χάρισα ζωή μονάχα. Ζωές αμέτρητες ήθελα να ᾿χα, έτσι όπως πρέπει σου να σ᾿ αγαπήσω. Αχ, και να γύριζαν τα χρόνια πίσω! Δυο διαφορετικές μουσικές αποδόσεις η μια από την Χάρις Αλεξίου, (τραγούδι από την ίδια και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη), η άλλη από την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου με την Δανάη Μπαραμπούτη και την χορωδία Τρικάλων.
|
Τα Ζώα
Ο Πολέμης έχει φύγει από τη ζωή το 1924, κοντά εκατό χρόνια. Και η μοίρα των ζώων είναι η ίδια: των προορισμένων για σφαγή. |
Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα, μην τάχα σαν εμένα κι εκείνα δεν πονούν; Θα τα χαϊδεύω πάντα, προστάτης τους θα γίνω. Ποτέ δε θα τ᾿ αφήνω στους δρόμους να πεινούν. Ακόμα κι όταν βλέπω πως τα παιδεύουν άλλοι, εγώ θα τρέχω πάλι με θάρρος σταθερό, θα προσπαθώ με χάδια τον πόνο τους να γιάνω κι ό,τι μπορώ θα κάνω να τα παρηγορώ. |
Όση ομορφιά εμοιράστηκε και ζει...
Όση ομορφιά εμοιράστηκε και ζει στις όμορφες τού κόσμου λίγη - λίγη, σαν από κάποιο θαύμα όλη μαζί στην όψη σου και στο κορμί σου σμίγει. Γι᾿ αυτό κι όταν τα χείλη μου κολλώ στα χείλη σου τα ζηλεμένα, φως μου. με το φιλί σου αχόρταγα φιλώ όλες μαζί τις όμορφες τού κόσμου. Η αγάπη που μοιράστηκε και ζει μες τις καρδιές του κόσμου λίγη - λίγη σαν από κάποιο θαύμα όλη μαζί μες την πολύπαθη καρδιά μου σμίγει. Γι᾿ αυτό (και μην πιστέψεις αν σού πουν πως δεν σού λέγω την αλήθεια φως μου) με τη δική μου αγάπη σ᾿ αγαπούν όλες μαζί οι καρδιές όλου τού κόσμου. |
Η σύνθεση τού ποιήματος χαρίζει στον έρωτα, και την προσωπική διεκδίκηση και την οικουμενικότητα .
Από την Αγαπημένη που έχει ρουφήξει την ομορφιά όλων των γυναικών, μεταλαβαίνει ο αγαπημένος την ομορφιά όλων μαζί των γυναικών, και μέσα από την καρδιά του, στην οποία έχει μαζευτεί η αγάπη όλου τού κόσμου, κάνει την αγαπημένη, δέκτη τής αγάπης όλων.
Ένα σχήμα ομορφιάς κι ας είναι μόνο..... ποιητικό.
Από την Αγαπημένη που έχει ρουφήξει την ομορφιά όλων των γυναικών, μεταλαβαίνει ο αγαπημένος την ομορφιά όλων μαζί των γυναικών, και μέσα από την καρδιά του, στην οποία έχει μαζευτεί η αγάπη όλου τού κόσμου, κάνει την αγαπημένη, δέκτη τής αγάπης όλων.
Ένα σχήμα ομορφιάς κι ας είναι μόνο..... ποιητικό.
Το παλιό βιολίΆκουσε τ᾿ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τού Απρίλη στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί με τ᾿ αχνά κι᾿ απάρθενα τής αγάπης χείλη. Και τ᾿ αηδόνι τ᾿ άγρυπνο και το ζηλευτό ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη για να δει περήφανο τι πουλί είν᾿ αυτό που τα λέει γλυκύτερα τής καρδιάς τα πάθη. Ως κι ο γκιώνης τ᾿ άχαρο, το δειλό πουλί, με λαχτάρ᾿ απόκρυφη τα φτερά τινάζει και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί, για να μάθει ο δύστυχος πως ν᾿ αναστενάζει. Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τι κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι; Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει. Είμ᾿ εγώ τ᾿ απόκοσμο το παλιό βιολί μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τού Απρίλη στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί με τής πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη. Τι κι αν τρώει τα σπλάγχνα μου το σαράκι; τι κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο; Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω. |
Νερωμένο κρασίΟ, τι κι᾿ αν είχε τόχασε, γυναίκα, βιος, παιδιά του·
τίποτε δεν τ᾿ απόμεινε στερνή παρηγοριά. Πέταξ᾿ η έννοια από το νου κι᾿ η ελπίδ᾿ απ᾿ την καρδιά του κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά. Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του και ζει δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί. Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του τού κάκου εκεί ανώφελα τη λησμονιά ζητεί. «Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ᾿ το ξανθό, και πίνω κι᾿ απ᾿ το κόκκινο κι᾿ από το γιοματάρι κι᾿ από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ; Δεν ήρθα για ξεφάντωμα, μήτε για πανηγύρι, ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά!» Κι᾿ ο κάπελας γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι με θλιβερό περίγελο στα λόγια του, απαντά: «Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα που απελπισμένος χύνεις πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές, και το νερώνουν το κρασί κι᾿ αδύνατο το πίνεις; Τι φταίω εγώ κι᾿ αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι᾿ αν κλαις;» Σχόλιο: Αρκετά μελοδραματικό (με άδεια τής ποίησης) |
ΕξομολόγησηΠαπά, μια κόρη αγάπησα
και μ᾿ αγαπούσε σαν τρελή· μια μέρα την αγκάλιασα, πήρα το πρώτο της φιλί. Παπά, τι συλλογάσαι; - Αν την αγάπησες πολύ, συχωρεμένος νάσαι. - Μια μέρα εκείνη ερίχτηκε στην αγκαλιά μου ντροπαλή, κι αμάρτησα κι αμάρτησε όχι μονάχα με φιλί. Παπά, τι συλλογάσαι; -Αν την αγάπησες πολύ, συχωρεμένος νάσαι. - Μια μέρα την παράτησα την όμορφην αμαρτωλή και δεν τής ξαναζήτησα μητ᾿ αγκαλιά μήτε φιλί. Παπά, τι συλλογάσαι; - Δεν την αγάπησες πολύ, καταραμένος νάσαι. Η Κριτική |
Σκλαβιά Βλέπω στ᾿ αντικρινό μου παραθύρι
όσες φορές το μάτι μου στραφεί μια γλάστρα στο πλατύ του ακουμπιστήρι κι ένα κλουβί ψηλά στην κορυφή. Στη γλάστρα ανθοβολούν χιονάτοι κρίνοι κι αργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτά και στο κλουβί κλεισμένο καναρίνι γλυκολαλεί κι ανήσυχο πετά. Βλέπω το καναρίνι και τούς κρίνους κι άθελα νιώθω λύπη στην καρδιά. Παίρνω τα κελαδήματα για θρήνους, παίρνω για στεναγμούς την ευωδιά. Φαντάζομαι στους κήπους τ᾿ άνθη τ᾿ άλλα ελεύθερα ν᾿ ανθίζουν, να μαδούν, τ᾿ άλλα πουλιά στα δένδρα τα μεγάλα ασκλάβωτα, τρελά να κελαδούν. Φαντάζομαι και θλίβομαι κι ακόμα νοιώθω, πως είν᾿ απάνθρωπη σκλαβιά για τ᾿ άνθη οι γλάστρες με το λίγο χώμα, για τα πουλιά τα ολόκλειστα κλουβιά. Στην πέννα μου. |
Η Κριτική μου φαίνεται θα με μαλώσει πάλι
και θα φορέσει τα γυαλιά με σουφρωμένα φρύδια και τέτοια λόγια θα μού ᾿πει: − Δεν έχει τάχα η λύρα σου άλλες φωνές να βγάλει, αλλά μάς ψέλνει πάντοτε τα ίδια και τα ίδια για την αγάπη σου; ντροπή! Και βέβαια στο διάβολο και πάλι θα με στείλει και θα με πει μονότονο στο θέμα και στους στίχους· αλλά κ᾿ εγώ θε να τής πω: −Μήπως αλλάζουν μυρωδιά τα ρόδα τού Απρίλη, και τ᾿ αηδονάκια τα δειλά μήπως αλλάζουν ήχους, μήπως αλλάζουνε σκοπό; Άι! Κριτική παράξενη, όπως σ᾿ αρέσει κρίνε, μα όπου καθένας μας πονεί εκεί κι᾿ ο νους του είναι. |
Φτωχή κι αγαπημένη μου και κουρασμένη πέννα,
απ’ τα τραγούδια πούγραψες δεν θ᾿ απομείνει ούτ᾿ ένα· θα πάρει αγέρας τα χαρτιά δίχως μυαλό και γνώση και το μελάνι ξέθωρο θα σβύσει πριν στεγνώσει. Μα κ᾿ ή ζωή μου ολόκληρη, πού αγάλια αγάλια σβύνει, ένα τραγούδι θλιβερό δεν είναι τάχα εκείνη; Τι θ᾿ απομείνει κι απ᾿ αυτήν; Ως και τα χορτ᾿ ακόμα, πού θα φυτρώσουν άσπαρτα στου τάφου μου το χώμα στολίζοντας το θάνατο με τής ζωής την όψη, κι’ αυτά ποιος ξέρει αν δεν βρεθεί δρεπάνι να τα κόψει, για να μη μείνει τίποτα πού να θυμίζει έμενα, φτωχή κι’ αγαπημένη μου και κουρασμένη πέννα ! |
H λεύκα
Tη θυμάσαι τη λεύκα μας; Παιγνιδιάρα στην αύρα
φιλικά μάς προστάτευεν απ᾿ τού ήλιου τη λαύρα,
και με χάρη σαλεύοντας τη ψηλή κορυφή της
εψιθύριζε πρόσχαρη τη χαρά την κρυφή της
και σκορπούσε το γέλιο της στους φραγμούς και στ᾿ αμπέλια.
Γιατί τοτ᾿ αποκρίνονταν στα δικά σου τα γέλια.
Χθες επέρασα μόνος μου — τι δε κάνουν τα χρόνια!--
βασιλεύει τριγύρω της ερημιά, καταφρόνια!
Κι η θεόρατη λεύκα μας, που τον πόνο μου ξέρει,
με μια θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ᾿ αγέρι
και σκορπά το παράπονο μες στου ήλιου το κάμα...
Γιατί τωρ᾿ αποκρίνεται στο δικό μου το κλάμα.
φιλικά μάς προστάτευεν απ᾿ τού ήλιου τη λαύρα,
και με χάρη σαλεύοντας τη ψηλή κορυφή της
εψιθύριζε πρόσχαρη τη χαρά την κρυφή της
και σκορπούσε το γέλιο της στους φραγμούς και στ᾿ αμπέλια.
Γιατί τοτ᾿ αποκρίνονταν στα δικά σου τα γέλια.
Χθες επέρασα μόνος μου — τι δε κάνουν τα χρόνια!--
βασιλεύει τριγύρω της ερημιά, καταφρόνια!
Κι η θεόρατη λεύκα μας, που τον πόνο μου ξέρει,
με μια θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ᾿ αγέρι
και σκορπά το παράπονο μες στου ήλιου το κάμα...
Γιατί τωρ᾿ αποκρίνεται στο δικό μου το κλάμα.
ΕΠΊΛΟΓΟΣ
Σύρετε, στίχοι μου λιγόζωοι,
(απ᾿ τής καρδιάς μου την πλημμύρα κύματα σεις τρελλά) πηγαίνετε όπου σάς έγραψεν ή Μοίρα. Στο δρόμο σας, μάτια καλόγνωμα χιλιάδες θα σάς αντικρύσουν, κ᾿ ίσως — ποιος ξέρει; κ᾿ ίσως κάποτε για χάρη σας θε να δακρύσουν. Όμορφα χείλη γλυκογέλαστα θα σάς διαβάζουν μέσα στ᾿ άλλα κι᾿ από τη χάρη κι απ᾿ τη γλύκα των θα παίρνετε και σεις μια στάλα. Τα μάτια εκείνα τα καλόγνωμα, τα χείλη εκείνα τα γραμμένα, που θα σάς δείχνουν την αγάπη των, φιλήσετέ τα σεις για μένα. Σύρετε, στίχοι μου λιγόζωοι, ( απ᾿ τής καρδιάς μου την πλημμύρα κύματα σεις τρελλά) πηγαίνετε όπου σάς έγραψεν η Μοίρα. |
Μα κι άλλα μάτια θ’ απαντήσετε, πού,
πριν να σάς καλοκοιτάξουν, αντί για δάκρυ, το φαρμάκι των στ᾿ άσπρα τα φύλλα σας θα στάξουν. Θα βρείτε χείλη, πού τα χλώμιασε τού φθόνου τ᾿ άγρυπνο σκουλήκι, και κατηγόριες θα σάς ψάλουνε ουρλιάζοντας σαν τόσοι λύκοι. Τα μάτια εκείνα τα κακόγνωμα, τα χείλη εκείνα τ᾿ αφρισμένα σε σάς, φτωχοί μου, θα ξεσπάσουνε την έχθρα πούχουνε σε μένα. Μα σεις να μη τα συνερίζεστε, να μη θυμώσετε, μα κι᾿ ούτε να πικραθείτε για τα λόγια των· να κάνετε πώς δεν τ' ακούτε. Σύρετε, στίχοι μου λιγόζωοι, ( απ᾿ τής καρδιάς μου την πλημμύρα κύματα σεις τρελλά) πηγαίνετε όπου σάς έγραψεν ή Μοίρα. |