Αιολική Γη τού Ηλία Βενεζη

Η Αιολική Γη τού Ηλία Βενέζη που στο εξώφυλλο άλλης έκδοσης χαραχτηρίζεται σαν μυθιστόρημα, είναι μια σειρά διηγημάτων με πυρήνα μια οικογένεια ευρύτερη (παππούς γιαγιά), και τους ανθρώπους γύρω της και κέντρο πάντα την Αιολική Γη. Αφηγητής, αυτός που λέει "εγώ" στο μυθιστόρημα είναι μικρός Πέτρος (παιδί 10 ετών), ή διαφορετικά ο Βενέζης μέσα από τις μνήμες του σαν μικρό παιδί. Γύρω του η μητέρα του, (ο πατέρας δεν εμφανίζεται ούτε μια φορά στην αφήγηση), ο παππούς και η γιαγιά από το μέρος τής μητέρας, και οι τέσσερεις αδελφές του, η Ανθίππη, η Αγάπη, η Άρτεμις, και η Λένα. Οι βιογραφίες τού Ηλία Βενέζη αναφέρουν έξι αδέλφια, αλλά εδώ έχομε και μυθοπλασία.
Το βιβλίο είναι μια μυθοπλαστική αφήγηση, από τις αναμνήσεις τού ήρωα (τού Ηλία Βενέζη) από την παιδική του ηλικία, με χαραχτηριστικά παραμυθιού, όπου όλα τα στοιχεία τής φύσης τής Αιολίας, άνθρωποι, ζώα, φυτά, άζωα στοιχεία, (ποτάμια βουνά), φαντάσματα, αποκτούν φωνή και συνδιαλέγονται με κυρίαρχους από ανέκαθεν τα φυσικά στοιχεία τής Φύσης και τον άνθρωπο.
Η οικογένεια, με στυλοβάτη τη "γέρικη δρυ" τον παππού, αποτελεί το προστατευτικό κουκούλι, μέσα από το οποίο μαθαίνουν τον κόσμο, μέσα σε καιρούς γαλήνης ακόμη, πριν πέσουν πάνω τους τα στίφη τών Τούρκων. Καιροί ειρήνης αλλά άγριοι, ανάμεσα σε προκαταλήψεις, φαντάσματα, μέσα σε θεό και το φόβο του, σε ληστές, σε φονιάδες, σε τσακάλια, σε κυνηγούς. Σε καιρούς που η ζωή είναι ταυτισμένη με την άγρια φύση με το αίμα των ζώων προσφερόμενων σαν θυσία, που η συναίσθηση για τα άλλα έμβια όντα είναι ανύπαρκτη. Σε καιρούς όπου, οι διαφορές, οι λόγοι τιμής, μόνο με τούς πανάρχαιους νόμους τού αίματος, μπορούν να λυθούν. Που για την τιμή ο φίλος μπορεί να σκοτώσει το καλύτερό του φίλο. Ληστές φοβεροί, φόβος και τρόμος, αλλά που σε κάποιο τρυπάκι τού κορμιού τους μπορεί να κοιμούνται κάποια αισθήματα, που έχουν την δύναμη να ξυπνήσουν από το κλάμα ενός νεογέννητου, και να τους κάνει να δακρύσουν. Μόνο η ποιητική δύναμη τής γραφής τού Βενέζη, μπορεί να παράξει αυτή την άγρια ποίηση. Δεν ξέρω βέβαια αν μπορεί να παραχθεί αληθινή ποίηση μέσα από τόσο κακό ή είναι μια ψευδαίσθηση ποίησης, με υπεύθυνο τη ποιητική γραφή.
Να ένα πρώτο δείγμα:
« Ο ήλιος χαμηλώνει. Το γεράκι πια δε βιγλίζει, κ᾿ η σαλαμάντρα έκλεισε τον κύκλο στην ιστορία τού ύψους. Την πρώτη μέρα πού γεννήθηκε κάτω από ένα ζεστό βράχο, στα Κιμιντένια, ή μητέρα της — ή μεγάλη σαλαμάντρα — τής είπε : « Μάθε να μην κοιτάζεις ψηλά, να μην ονειρεύεσαι. Να κοιτάζεις πάντα στη γη. Η γη είναι ή μοίρα μας ». «Γιατί μού το ᾿πε;» συλλογίστηκε μόνη της ή μικρή σαλαμάντρα. «Οι σαλαμάντρες, λοιπόν, δεν μπορούν να ονειρεύονται; Είναι πλάσματα πού μόνο σέρνονται, κ᾿ έτσι θα μείνουν πάντα;» Ωστόσο, να πού ήρθε σήμερα ή ώρα της. Κ᾿ ή μικρή σαλαμάντρα τέλειωσε την ιστορία της ψηλά, πάμφωτη από ήλιο κι από γαλάζιο χρώμα, γράφοντας μια γραμμή που σπάραζε ενώ ανέβαινε κρεμασμένη στο στόμα τού γερακιού. Να λοιπόν πού και για τα πλάσματα πού σέρνονται υπάρχει κάποτε ή ελπίδα, υπάρχει έξω απ᾿ τη θέλησή τους, στις δυνάμεις τού ύψους».
Γραφή ποιητική, για ένα θάνατο. Οι προσλήψεις είναι υποκειμενικές. Τη τελευταία λέξη την έχει ο αναγνώστης.
Άλλα αμφιλεγόμενα αποσπάσματα από το κείμενο:
Προκαταλήψεις και σκληρότητα προς τα ζώα:
1.Προκαταλήψεις ή και λογικοί συμβιβασμοί με το φύλο τού παιδιού (Ας μη ξεχνάμε βέβαια το αριστούργημα τού Παπαδιαμάντη "Η Φόνισσα" σχετικά με τη μοίρα των κοριτσιών)
Η σφαγή των ζώων για φαγητό βέβαια, αλλά και να γιορτάσουν ένα χαρούμενος γεγονός. Πανάρχαια συνήθεια από τα χρόνια τού Ομήρου, αλλά τώρα είμαστε στις αρχές τού 20ου αιώνα.
Η γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει απευθυνόμενη με φόβο στον άντρα της (τον παππού)
Σελ. 33: {«Συχώρεσέ με », τού ψιθυρίζει ταπεινά. « Είναι κοριτσάκι ».
Τότες ό άντρας κατάλαβε. Τρέχει κοντά, σκύβει απάνω απ᾿ τή νέα γυναίκα του και τη χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα ματόκλαδα του παίζουν άπ᾿ την ταραχή.
« Να το δω;» λέει μονάχα σα να γύρευε την άδεια.
Η νέα μητέρα ξεσκεπάζει το παιδάκι πού ήρθε στη ζωή. Ο άντρας σκύβει, στο άμορφο μελανό πράμα, μένει έτσι για λίγο κ᾿ ύστερα τινάζεται απάνω.
«Άιντε να πείτε να σφάξουν το άσπρο μοσχάρι!» φωνάζει βροντερά στις γυναίκες. «Δώστε να φάνε και να πιούνε όλοι οι ζευγάδες κ᾿ οι ταξιδιώτες πού θα περάσουν ! Να τούς λέτε πώς γεννήθηκε ή κόρη μου !»
Κ᾿ ενώ ή νέα μητέρα, γυρεύοντας να βρει και να φιλήσει τα χέρια του, άρχισε να κλαίει σιγανά από ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο πού μπορούσε να είναι τόσο καλός, εκείνος έδινε στο παιδάκι — τη μητέρα μου — την πρώτη στοργή, το σκέπαζε μέ προσοχή, όπως έμελλε έπειτα να το σκέπει σ᾿ όλη του τη ζωή}.
Το παιδί παιδί και το μοσχαράκι μοσχαράκι. « Ἕκαστος ἐφ᾿ ᾧ ἐτάχθη…»
Σελ. 120: «Έτσι που είχαν έρθει τα πράματα, να ᾿χει κοντά του ο παππούς και τα δυο παιδιά του με τις φαμίλιες τους, πολύ ήθελε να δώσει πανηγυρικό τόνο στην καλή αυτή τύχη. Τον βαστούσε όμως ανησυχία για την κατάσταση τού θείου Θόδωρου. (είναι ο άντρας τής δεύτερης κόρης του, αδελφής τής μητέρας των παιδιών). Μα σαν τον είδε καλοδιάθετο, πίστεψε πως όλα ήταν καλά. Παράγγειλε να σφάξουν διαλεχτό αρνί, να στρώσουν το τραπέζι, να φέρουν παλιό κρασί». Η γιορτές των ανθρώπων "χρειάζονται αίμα".
Σελ. 176: μιλάει ο μικρός Πέτρος(10 χρόνων) ο αφηγητής:
«Διαλέγω ένα μικρό χελωνάκι μ᾿ ένα γυαλιστερό κίτρινο καβούκι και το φέρνω στην Αγάπη.
— Πάρ᾿ το!
—Άφησε, με! λέει αγανακτισμένη. Παλιόπαιδο! Τι θα — κάμεις ;
Ξέρει τί θα το κάμω. Θέλω να το ᾿χω το χειμώνα στο σπίτι μας στην πόλη. Το αναποδογυρίζω, το ακουμπώ στη γη, και το πλακώνω με μια πέτρα. Η μικρή ανυπεράσπιστη ύπαρξη, μαντεύοντας το φοβερό θάνατο πού την περιμένει, βγάζει το κεφαλάκι της, βγάζει τα πόδια της μέσα άπ᾿ το καβούκι και τα τινάζει έξω στον αγέρα. Μα ποιός θα το λυπηθεί; Αρχίζω να ζω την εποχή πού τα παιδιά δεν έχουν οίκτο, πού δεν ξέρουν να λυπούνται, ακλουθώντας τα ίχνη του κόσμου πού τούς τριγυρίζει.
— Αύριο θα το πάω στη σπηλιά των αγριογουρουνιών. Εκεί θα πεθάνει, λέω».
Μια κρίση λύπησης τού μικρού Πέτρου ή τού συγγραφέα;
Στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν "ο κυνηγός" και μια επανεισαγόμενη Ελληνίδα από τη Σκωτία, ένα περίεργο ον με ανδρικά καμώματα, κάτι μεταξύ ανταγωνίστριας τού κυνηγού στα κυνήγια, και ερωτικής φαντασίωσης τόσου τού κυνηγού όσο και τού ξυπνήματος τού ερωτισμού, στον μικρό Πέτρο. Από την άλλη ο κυνηγός αποτελεί το ερωτικό ξύπνημα για την μικρή Άρτεμις, ένα αγρίμι αγοροκόριτσο. Για χάρη τής Ντόρις, θυσία στα πόδια της, ο δεκάχρονος Πέτρος, θα διακινδυνεύσει να κλέψει το αιτόπουλο από τη φωλιά του αιτού, και ο κυνηγός θα σκοτώσει τη αρκούδα για να προσφέρει το αρκουδάκι της, στην ποδιά της Ντόρις.
Σελ. 192 —«Εγώ ξέρω μοναχά για τούς αιτούς τής θάλασσας, λέει η Ντόρις. Τέτοιους είχαμε πολλούς στον τόπο μας.
—Έχει αϊτούς ή θάλασσα ;
Βέβαια έχει, λέει ή Ντόρις. Αγαπούν κι αυτοί τον ήλιο. Μόλις γεννηθούνε τα μικρά τους, οι μεγάλοι αιτοἰ τα παίρνουν και τα βάζουν μέ το ζόρι να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα. Όποιο αιτόπουλο δε βαστάζει και δακρύσουν τα μάτια του απ᾿ το φώς, το σκοτώνουν. Είναι άγρια όρνια. Μπορούν να τα βάλουν και μ᾿ ένα βόδι. Βουτούν στη θάλασσα, κ᾿ έτσι βρεμένα πάνε και κυλιούνται στ᾿ ακρογιάλι ώσπου τα φτερά τους να γεμίσουν μέ λιθάρια και άμμο. Τότες πέφτουν πάνω στο βόδι ρίχνοντάς του στα μάτια άμμο, ενώ το χτυπούν άγρια και το ματώνουν μέ το ράμφος τους. Το βόδι τρέχει αλαλιασμένο να ξεφύγει, ό θαλασσαϊτός ολοένα το χτυπά και το τυφλώνει, ίσαμε πού πέφτει κάτω αποκαμωμένο.
Μέ άπληστα μάτια, πλημμυρισμένα άπ᾿ τη μαγεία, ακούω για τούς αιτούς τής χώρας άπ᾿ όπου ήρθε ή Ντόρις».
Ο μικρός Πέτρος μαγεύεται, ο Ηλίας Βενέζης απλώς μας θυμίζει την αγριότητα μέσα στην οποία μεγάλωσε;
Θρησκοληψία και δυσιδαιμονίες (όχι κάτι νέο αφού και σήμερα καλά κρατούν.
Σελ. 43 «Ο παππούς έπρεπε να προσευχηθεί για όλους μας, για τους ανθρώπους, και για τα δέντρα και για τα κοπάδια τα ζωντανά, στην αρχή και στο τέλος των ημερών».
«Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν η βροχή ήταν χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Όταν τα μηνύματα τού καιρού ήταν κακά για τη γη, η γιαγιά ψιθύριζε ταπεινά ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:
Βλογημένο το όνομά του…».
Και στα παιδιά: «Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή έλεγε».
Η γιαγιά γράφει γράμμα στη μικρή της κόρη που ζει στην πόλη και κάνει με τον άντρα της σπάταλη ζωή, καταστροφική.
«Όταν βασίλευε ο ήλιος και το γράμμα είχε τελειώσει, το πήγαινε και το απόθετε με ευλάβεια να ξενυχτήσει στα πόδια της Παναγίας, στο τρίφυλλο εικόνισμα πού προστάτευε τα Κιμιντένια. Σταύρωνε τα χέρια της ταπεινά και της έλεγε τούς Χαιρετισμούς. Τότες ερχόταν ολόσωμη ή Παναγία, ήταν πλάι της εκεί. Καί βρέχοντας τη γη με τα δάκρυα ή γιαγιά της μιλούσε σα μητέρα σε μητέρα.
"Φύλαξέ το μικρό", την παρακαλούσε. « Είναι σε κακό δρόμο και δεν ξέρει τί κάνει. Μα είναι μικρό κι άμαθο. Είναι κι όμορφο πολύ. Προστάτεψέ το, για να μη μάθει τί είναι λύπη και δάκρυα... ».
Πολλές φορές στο μυθιστόρημα υπάρχει και αθωότητα, και αισθήματα.
Μιλάει ο παππούς:
—«Α ! Θα χτυπήσουμε τα πεινασμένα τσακάλια !
— Μα βέβαια. Θα τα χτυπήσουμε.
Ακαθόριστα συναισθήματα μας είχαν κυριέψει εκείνο το βράδυ. Τί έγινε, λοιπόν, ό καλός Θεός της γιαγιάς, εκείνος πού μυστικά τον ικετεύαμε στην προσευχή μας να βρει και για τα πεινασμένα τσακάλια σπόρους; Τί έγινε και χάθηκε ό Μεγάλος Δράκος, θεότητα τόσο φιλική και φιλεύσπλαχνη τού δάσους πού, όταν πολύ πεινούσαν τα τσακάλια και φώναζαν, τα έβαζε να φάνε και να κοιμηθούνε; Κι αφού εκείνοι γίνηκαν καπνός — ο Θεός κι ο Μεγάλος Δράκος — και τα τσακάλια πεινούσαν, πώς οι άνθρωποι τα χτυπούσαν έτσι σκληρά ;
Σωπαίναμε. Ακούγαμε. Μήτε τα δάκρυα δε θελαν να βλογήσουν τα κουρασμένα μάτια μας. Τρέμοντας μπαίναμε στο νόημα τού σκληρού νόμου τού κόσμου».
Υπάρχει και αθωότητα, και αισθήματα και αληθινή συγκίνηση για να απαλύνουν τις συγκρούσεις όλων των στοιχείων της Φύσης, ανθρώπων, αντρών που κάθε στιγμή φλερτάρουν με το θάνατο, να γαληνέψουν τη αγριότητα τής φύσης και να την ισορροπήσουν με την κρυφή ήρεμη δύναμη της, που κάνει τα δέντρα να μεγαλώνουν τα λουλούδια ν᾿ ανθίζουν.
Αλλά το τέλος τού Ελληνισμού της Αιολίας πλησιάζει. Τα στίφη των Τούρκων βρίσκονται πολύ κοντά, καίγοντας και σφάζοντας. Ο μόνος δρόμος της τελευταίας στιγμής είναι η θάλασσα. Μέσα στο υποστατικό τού παππού, τα παιδιά, η Ανθίππη που φρόντιζε τα πιο μικρά της αδέρφια, η Λένα που ονειρευόταν να γίνει δικό της το κομμάτι με το κόκκινο χώμα στο υποστατικό, η Αγάπη που πρόδωσε την παιδική της ηλικία, μετρώντας τις αποστάσεις από τα άστρα, και προπαντός ο Πέτρος και το αγαπημένο του αγρίμι η αδελφή του η Άρτεμις, που τόλμησε να φυτέψει με τα χέρια της μια καρυδιά ενάντια στο θρύλο, ότι όποιος το κάνει πεθαίνει όταν η καρυδιά θα κάνει τους πρώτους καρπούς, αφουγκράζονται τη βοή ενός άγριου γύρω τους κόσμου, και τούς κτύπους που πλησιάζουν τού διωγμού και ετοιμάζονται να αποχαιρετήσουν για πάντα τον ίσκιο που έριχναν πάνω τους τα Κιμιντένια βουνά.
Το βιβλίο είναι μια μυθοπλαστική αφήγηση, από τις αναμνήσεις τού ήρωα (τού Ηλία Βενέζη) από την παιδική του ηλικία, με χαραχτηριστικά παραμυθιού, όπου όλα τα στοιχεία τής φύσης τής Αιολίας, άνθρωποι, ζώα, φυτά, άζωα στοιχεία, (ποτάμια βουνά), φαντάσματα, αποκτούν φωνή και συνδιαλέγονται με κυρίαρχους από ανέκαθεν τα φυσικά στοιχεία τής Φύσης και τον άνθρωπο.
Η οικογένεια, με στυλοβάτη τη "γέρικη δρυ" τον παππού, αποτελεί το προστατευτικό κουκούλι, μέσα από το οποίο μαθαίνουν τον κόσμο, μέσα σε καιρούς γαλήνης ακόμη, πριν πέσουν πάνω τους τα στίφη τών Τούρκων. Καιροί ειρήνης αλλά άγριοι, ανάμεσα σε προκαταλήψεις, φαντάσματα, μέσα σε θεό και το φόβο του, σε ληστές, σε φονιάδες, σε τσακάλια, σε κυνηγούς. Σε καιρούς που η ζωή είναι ταυτισμένη με την άγρια φύση με το αίμα των ζώων προσφερόμενων σαν θυσία, που η συναίσθηση για τα άλλα έμβια όντα είναι ανύπαρκτη. Σε καιρούς όπου, οι διαφορές, οι λόγοι τιμής, μόνο με τούς πανάρχαιους νόμους τού αίματος, μπορούν να λυθούν. Που για την τιμή ο φίλος μπορεί να σκοτώσει το καλύτερό του φίλο. Ληστές φοβεροί, φόβος και τρόμος, αλλά που σε κάποιο τρυπάκι τού κορμιού τους μπορεί να κοιμούνται κάποια αισθήματα, που έχουν την δύναμη να ξυπνήσουν από το κλάμα ενός νεογέννητου, και να τους κάνει να δακρύσουν. Μόνο η ποιητική δύναμη τής γραφής τού Βενέζη, μπορεί να παράξει αυτή την άγρια ποίηση. Δεν ξέρω βέβαια αν μπορεί να παραχθεί αληθινή ποίηση μέσα από τόσο κακό ή είναι μια ψευδαίσθηση ποίησης, με υπεύθυνο τη ποιητική γραφή.
Να ένα πρώτο δείγμα:
« Ο ήλιος χαμηλώνει. Το γεράκι πια δε βιγλίζει, κ᾿ η σαλαμάντρα έκλεισε τον κύκλο στην ιστορία τού ύψους. Την πρώτη μέρα πού γεννήθηκε κάτω από ένα ζεστό βράχο, στα Κιμιντένια, ή μητέρα της — ή μεγάλη σαλαμάντρα — τής είπε : « Μάθε να μην κοιτάζεις ψηλά, να μην ονειρεύεσαι. Να κοιτάζεις πάντα στη γη. Η γη είναι ή μοίρα μας ». «Γιατί μού το ᾿πε;» συλλογίστηκε μόνη της ή μικρή σαλαμάντρα. «Οι σαλαμάντρες, λοιπόν, δεν μπορούν να ονειρεύονται; Είναι πλάσματα πού μόνο σέρνονται, κ᾿ έτσι θα μείνουν πάντα;» Ωστόσο, να πού ήρθε σήμερα ή ώρα της. Κ᾿ ή μικρή σαλαμάντρα τέλειωσε την ιστορία της ψηλά, πάμφωτη από ήλιο κι από γαλάζιο χρώμα, γράφοντας μια γραμμή που σπάραζε ενώ ανέβαινε κρεμασμένη στο στόμα τού γερακιού. Να λοιπόν πού και για τα πλάσματα πού σέρνονται υπάρχει κάποτε ή ελπίδα, υπάρχει έξω απ᾿ τη θέλησή τους, στις δυνάμεις τού ύψους».
Γραφή ποιητική, για ένα θάνατο. Οι προσλήψεις είναι υποκειμενικές. Τη τελευταία λέξη την έχει ο αναγνώστης.
Άλλα αμφιλεγόμενα αποσπάσματα από το κείμενο:
Προκαταλήψεις και σκληρότητα προς τα ζώα:
1.Προκαταλήψεις ή και λογικοί συμβιβασμοί με το φύλο τού παιδιού (Ας μη ξεχνάμε βέβαια το αριστούργημα τού Παπαδιαμάντη "Η Φόνισσα" σχετικά με τη μοίρα των κοριτσιών)
Η σφαγή των ζώων για φαγητό βέβαια, αλλά και να γιορτάσουν ένα χαρούμενος γεγονός. Πανάρχαια συνήθεια από τα χρόνια τού Ομήρου, αλλά τώρα είμαστε στις αρχές τού 20ου αιώνα.
Η γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει απευθυνόμενη με φόβο στον άντρα της (τον παππού)
Σελ. 33: {«Συχώρεσέ με », τού ψιθυρίζει ταπεινά. « Είναι κοριτσάκι ».
Τότες ό άντρας κατάλαβε. Τρέχει κοντά, σκύβει απάνω απ᾿ τή νέα γυναίκα του και τη χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα ματόκλαδα του παίζουν άπ᾿ την ταραχή.
« Να το δω;» λέει μονάχα σα να γύρευε την άδεια.
Η νέα μητέρα ξεσκεπάζει το παιδάκι πού ήρθε στη ζωή. Ο άντρας σκύβει, στο άμορφο μελανό πράμα, μένει έτσι για λίγο κ᾿ ύστερα τινάζεται απάνω.
«Άιντε να πείτε να σφάξουν το άσπρο μοσχάρι!» φωνάζει βροντερά στις γυναίκες. «Δώστε να φάνε και να πιούνε όλοι οι ζευγάδες κ᾿ οι ταξιδιώτες πού θα περάσουν ! Να τούς λέτε πώς γεννήθηκε ή κόρη μου !»
Κ᾿ ενώ ή νέα μητέρα, γυρεύοντας να βρει και να φιλήσει τα χέρια του, άρχισε να κλαίει σιγανά από ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο πού μπορούσε να είναι τόσο καλός, εκείνος έδινε στο παιδάκι — τη μητέρα μου — την πρώτη στοργή, το σκέπαζε μέ προσοχή, όπως έμελλε έπειτα να το σκέπει σ᾿ όλη του τη ζωή}.
Το παιδί παιδί και το μοσχαράκι μοσχαράκι. « Ἕκαστος ἐφ᾿ ᾧ ἐτάχθη…»
Σελ. 120: «Έτσι που είχαν έρθει τα πράματα, να ᾿χει κοντά του ο παππούς και τα δυο παιδιά του με τις φαμίλιες τους, πολύ ήθελε να δώσει πανηγυρικό τόνο στην καλή αυτή τύχη. Τον βαστούσε όμως ανησυχία για την κατάσταση τού θείου Θόδωρου. (είναι ο άντρας τής δεύτερης κόρης του, αδελφής τής μητέρας των παιδιών). Μα σαν τον είδε καλοδιάθετο, πίστεψε πως όλα ήταν καλά. Παράγγειλε να σφάξουν διαλεχτό αρνί, να στρώσουν το τραπέζι, να φέρουν παλιό κρασί». Η γιορτές των ανθρώπων "χρειάζονται αίμα".
Σελ. 176: μιλάει ο μικρός Πέτρος(10 χρόνων) ο αφηγητής:
«Διαλέγω ένα μικρό χελωνάκι μ᾿ ένα γυαλιστερό κίτρινο καβούκι και το φέρνω στην Αγάπη.
— Πάρ᾿ το!
—Άφησε, με! λέει αγανακτισμένη. Παλιόπαιδο! Τι θα — κάμεις ;
Ξέρει τί θα το κάμω. Θέλω να το ᾿χω το χειμώνα στο σπίτι μας στην πόλη. Το αναποδογυρίζω, το ακουμπώ στη γη, και το πλακώνω με μια πέτρα. Η μικρή ανυπεράσπιστη ύπαρξη, μαντεύοντας το φοβερό θάνατο πού την περιμένει, βγάζει το κεφαλάκι της, βγάζει τα πόδια της μέσα άπ᾿ το καβούκι και τα τινάζει έξω στον αγέρα. Μα ποιός θα το λυπηθεί; Αρχίζω να ζω την εποχή πού τα παιδιά δεν έχουν οίκτο, πού δεν ξέρουν να λυπούνται, ακλουθώντας τα ίχνη του κόσμου πού τούς τριγυρίζει.
— Αύριο θα το πάω στη σπηλιά των αγριογουρουνιών. Εκεί θα πεθάνει, λέω».
Μια κρίση λύπησης τού μικρού Πέτρου ή τού συγγραφέα;
Στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν "ο κυνηγός" και μια επανεισαγόμενη Ελληνίδα από τη Σκωτία, ένα περίεργο ον με ανδρικά καμώματα, κάτι μεταξύ ανταγωνίστριας τού κυνηγού στα κυνήγια, και ερωτικής φαντασίωσης τόσου τού κυνηγού όσο και τού ξυπνήματος τού ερωτισμού, στον μικρό Πέτρο. Από την άλλη ο κυνηγός αποτελεί το ερωτικό ξύπνημα για την μικρή Άρτεμις, ένα αγρίμι αγοροκόριτσο. Για χάρη τής Ντόρις, θυσία στα πόδια της, ο δεκάχρονος Πέτρος, θα διακινδυνεύσει να κλέψει το αιτόπουλο από τη φωλιά του αιτού, και ο κυνηγός θα σκοτώσει τη αρκούδα για να προσφέρει το αρκουδάκι της, στην ποδιά της Ντόρις.
Σελ. 192 —«Εγώ ξέρω μοναχά για τούς αιτούς τής θάλασσας, λέει η Ντόρις. Τέτοιους είχαμε πολλούς στον τόπο μας.
—Έχει αϊτούς ή θάλασσα ;
Βέβαια έχει, λέει ή Ντόρις. Αγαπούν κι αυτοί τον ήλιο. Μόλις γεννηθούνε τα μικρά τους, οι μεγάλοι αιτοἰ τα παίρνουν και τα βάζουν μέ το ζόρι να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα. Όποιο αιτόπουλο δε βαστάζει και δακρύσουν τα μάτια του απ᾿ το φώς, το σκοτώνουν. Είναι άγρια όρνια. Μπορούν να τα βάλουν και μ᾿ ένα βόδι. Βουτούν στη θάλασσα, κ᾿ έτσι βρεμένα πάνε και κυλιούνται στ᾿ ακρογιάλι ώσπου τα φτερά τους να γεμίσουν μέ λιθάρια και άμμο. Τότες πέφτουν πάνω στο βόδι ρίχνοντάς του στα μάτια άμμο, ενώ το χτυπούν άγρια και το ματώνουν μέ το ράμφος τους. Το βόδι τρέχει αλαλιασμένο να ξεφύγει, ό θαλασσαϊτός ολοένα το χτυπά και το τυφλώνει, ίσαμε πού πέφτει κάτω αποκαμωμένο.
Μέ άπληστα μάτια, πλημμυρισμένα άπ᾿ τη μαγεία, ακούω για τούς αιτούς τής χώρας άπ᾿ όπου ήρθε ή Ντόρις».
Ο μικρός Πέτρος μαγεύεται, ο Ηλίας Βενέζης απλώς μας θυμίζει την αγριότητα μέσα στην οποία μεγάλωσε;
Θρησκοληψία και δυσιδαιμονίες (όχι κάτι νέο αφού και σήμερα καλά κρατούν.
Σελ. 43 «Ο παππούς έπρεπε να προσευχηθεί για όλους μας, για τους ανθρώπους, και για τα δέντρα και για τα κοπάδια τα ζωντανά, στην αρχή και στο τέλος των ημερών».
«Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν η βροχή ήταν χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Όταν τα μηνύματα τού καιρού ήταν κακά για τη γη, η γιαγιά ψιθύριζε ταπεινά ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:
Βλογημένο το όνομά του…».
Και στα παιδιά: «Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή έλεγε».
Η γιαγιά γράφει γράμμα στη μικρή της κόρη που ζει στην πόλη και κάνει με τον άντρα της σπάταλη ζωή, καταστροφική.
«Όταν βασίλευε ο ήλιος και το γράμμα είχε τελειώσει, το πήγαινε και το απόθετε με ευλάβεια να ξενυχτήσει στα πόδια της Παναγίας, στο τρίφυλλο εικόνισμα πού προστάτευε τα Κιμιντένια. Σταύρωνε τα χέρια της ταπεινά και της έλεγε τούς Χαιρετισμούς. Τότες ερχόταν ολόσωμη ή Παναγία, ήταν πλάι της εκεί. Καί βρέχοντας τη γη με τα δάκρυα ή γιαγιά της μιλούσε σα μητέρα σε μητέρα.
"Φύλαξέ το μικρό", την παρακαλούσε. « Είναι σε κακό δρόμο και δεν ξέρει τί κάνει. Μα είναι μικρό κι άμαθο. Είναι κι όμορφο πολύ. Προστάτεψέ το, για να μη μάθει τί είναι λύπη και δάκρυα... ».
Πολλές φορές στο μυθιστόρημα υπάρχει και αθωότητα, και αισθήματα.
Μιλάει ο παππούς:
—«Α ! Θα χτυπήσουμε τα πεινασμένα τσακάλια !
— Μα βέβαια. Θα τα χτυπήσουμε.
Ακαθόριστα συναισθήματα μας είχαν κυριέψει εκείνο το βράδυ. Τί έγινε, λοιπόν, ό καλός Θεός της γιαγιάς, εκείνος πού μυστικά τον ικετεύαμε στην προσευχή μας να βρει και για τα πεινασμένα τσακάλια σπόρους; Τί έγινε και χάθηκε ό Μεγάλος Δράκος, θεότητα τόσο φιλική και φιλεύσπλαχνη τού δάσους πού, όταν πολύ πεινούσαν τα τσακάλια και φώναζαν, τα έβαζε να φάνε και να κοιμηθούνε; Κι αφού εκείνοι γίνηκαν καπνός — ο Θεός κι ο Μεγάλος Δράκος — και τα τσακάλια πεινούσαν, πώς οι άνθρωποι τα χτυπούσαν έτσι σκληρά ;
Σωπαίναμε. Ακούγαμε. Μήτε τα δάκρυα δε θελαν να βλογήσουν τα κουρασμένα μάτια μας. Τρέμοντας μπαίναμε στο νόημα τού σκληρού νόμου τού κόσμου».
Υπάρχει και αθωότητα, και αισθήματα και αληθινή συγκίνηση για να απαλύνουν τις συγκρούσεις όλων των στοιχείων της Φύσης, ανθρώπων, αντρών που κάθε στιγμή φλερτάρουν με το θάνατο, να γαληνέψουν τη αγριότητα τής φύσης και να την ισορροπήσουν με την κρυφή ήρεμη δύναμη της, που κάνει τα δέντρα να μεγαλώνουν τα λουλούδια ν᾿ ανθίζουν.
Αλλά το τέλος τού Ελληνισμού της Αιολίας πλησιάζει. Τα στίφη των Τούρκων βρίσκονται πολύ κοντά, καίγοντας και σφάζοντας. Ο μόνος δρόμος της τελευταίας στιγμής είναι η θάλασσα. Μέσα στο υποστατικό τού παππού, τα παιδιά, η Ανθίππη που φρόντιζε τα πιο μικρά της αδέρφια, η Λένα που ονειρευόταν να γίνει δικό της το κομμάτι με το κόκκινο χώμα στο υποστατικό, η Αγάπη που πρόδωσε την παιδική της ηλικία, μετρώντας τις αποστάσεις από τα άστρα, και προπαντός ο Πέτρος και το αγαπημένο του αγρίμι η αδελφή του η Άρτεμις, που τόλμησε να φυτέψει με τα χέρια της μια καρυδιά ενάντια στο θρύλο, ότι όποιος το κάνει πεθαίνει όταν η καρυδιά θα κάνει τους πρώτους καρπούς, αφουγκράζονται τη βοή ενός άγριου γύρω τους κόσμου, και τούς κτύπους που πλησιάζουν τού διωγμού και ετοιμάζονται να αποχαιρετήσουν για πάντα τον ίσκιο που έριχναν πάνω τους τα Κιμιντένια βουνά.
Μια εισαγωγή από το Πρώτο κεφάλαιο: Κιμιντένια

ΤΑΝ παραμέρισαν τα κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν᾿ αναδύονται απ᾿ το βυθό τα βουνά τής Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια, τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο. Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ᾿ τα μέρη τού Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές τής Ανατολής, και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα. Τούτο δω, με το νέο νησί, ήταν κάτι άλλο — ω, πόσο διαφορετικό! Γι᾿ αυτό είπαν τα κύματα :
«Ας πάμε το μήνυμα στην πιο κοντινή γη, στη γη τής Αιολίδας. Ας τής πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη, για τη γραμμή και την κίνησή του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα τού Αιγαίου ! »
Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα τού πελάγου στην αιολική ακτή. Ήρθαν και άλλα κύματα, κι άλλα — όλα τα κύματα. Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής τού νησιού, για το παιχνίδι τής αρμονίας και τής σιωπής.
Τ᾿ άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά τής Ανατολής και μείνανε αδιάφορα. Τ᾿ άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε παρά τη βουή τού πελάγου να τούς λέει για το θαύμα, τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και, περίεργα, σκύψανε πάνω απ᾿ τα κύματα να δουν το νησί τού Αιγαίου. Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν :
« Ας κάμουμε κ᾿ εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη τής Αιολίδας, που να ᾿ναι σαν το νησί ! »
Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ό τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος τής Γαλήνης.
Τα βουνά κείνα τής Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.
ΟΙ ΠΡΌΓΟΝΟΙ ΜΟΥ δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω άπ᾿ τα Κιμιντένια. Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος τής περιοχής το όριζε ή φαμίλια μας. Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε άπ᾿ τα Κιμιντένια κ᾿ η γη πρασίνιζε μάς έπαιρνε ή μητέρα μας, όλα τ᾿ αδέλφιά μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τούς μήνες τού καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία τής γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά τού σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα ή μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν ή μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τί έχει, κ᾿ εκείνο δεν ήξερε ν᾿ αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα τού κόσμου, κ᾿ ή δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, άπ᾿ όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ᾿ ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία τού νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πώς είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ᾿ εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ᾿ εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν γίνονταν πανιά, ό άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ᾿ εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Σαν ξυπνούσα, έβλεπα από πάνω μου τα μάτια της μητέρας μου να περιμένουν.
—Ήταν ωραία, αγόρι; με ρωτούσε χαμογελώντας γλυκά. —Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη θάλασσα !
«Ας πάμε το μήνυμα στην πιο κοντινή γη, στη γη τής Αιολίδας. Ας τής πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη, για τη γραμμή και την κίνησή του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα τού Αιγαίου ! »
Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα τού πελάγου στην αιολική ακτή. Ήρθαν και άλλα κύματα, κι άλλα — όλα τα κύματα. Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής τού νησιού, για το παιχνίδι τής αρμονίας και τής σιωπής.
Τ᾿ άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά τής Ανατολής και μείνανε αδιάφορα. Τ᾿ άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε παρά τη βουή τού πελάγου να τούς λέει για το θαύμα, τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και, περίεργα, σκύψανε πάνω απ᾿ τα κύματα να δουν το νησί τού Αιγαίου. Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν :
« Ας κάμουμε κ᾿ εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη τής Αιολίδας, που να ᾿ναι σαν το νησί ! »
Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ό τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος τής Γαλήνης.
Τα βουνά κείνα τής Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.
ΟΙ ΠΡΌΓΟΝΟΙ ΜΟΥ δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω άπ᾿ τα Κιμιντένια. Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος τής περιοχής το όριζε ή φαμίλια μας. Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε άπ᾿ τα Κιμιντένια κ᾿ η γη πρασίνιζε μάς έπαιρνε ή μητέρα μας, όλα τ᾿ αδέλφιά μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τούς μήνες τού καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία τής γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά τού σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα ή μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν ή μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τί έχει, κ᾿ εκείνο δεν ήξερε ν᾿ αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα τού κόσμου, κ᾿ ή δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, άπ᾿ όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ᾿ ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία τού νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πώς είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ᾿ εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ᾿ εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν γίνονταν πανιά, ό άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ᾿ εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Σαν ξυπνούσα, έβλεπα από πάνω μου τα μάτια της μητέρας μου να περιμένουν.
—Ήταν ωραία, αγόρι; με ρωτούσε χαμογελώντας γλυκά. —Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη θάλασσα !
Η Ιστορία ενός ανθρώπου που γύρευε να βρει το καμήλι με το άσπρο κεφάλι.

ΟΛΛΈΣ ΏΡΕΣ ήμουνα μαζί με τους ζευγάδες στη γη. Θαρρώ πως μ᾿ αγαπούσαν. Για να μ᾿ ευχαριστήσουνε θυμόντανε παλιές Ιστορίες για κλέφτες των βουνών, για κουρσάρους, ιστορίες για φαντάσματα και για θάματα αγίων.
Έρχονταν να δουλέψουν στη γη μας από πολλά μέρη, νησιώτες τού Αιγαίου και στεριανοί από μακρινούς τόπους της Ανατολής. ΟΙ νησιώτες λέγαν περιπέτειες καραβιών, για γοργόνες και για πειρατές, κ᾿ οι ιστορίες τους είχαν ανάλαφρο αγέρα. Ήταν ένα ταξίδι σε χώρες της φαντασίας τόσο πειστικό, που τις νύχτες το παιδί μπορούσε να το συνεχίσει μονάχο του, μες στα όνειρά του. Οι στεριανοί ήταν βαριοί. Λέγαν για κοντραμπατζήδες που κατεβάζαν με τα καραβάνια τις καμήλες, σκοτεινοί κι αμίλητοι, το λαθραίο καπνό· λέγαν για το βίο και τα κατορθώματα του Τσάκιτζη, μυθικού ήρωα τής Μ. Ασίας στα τελευταία χρόνια τού ΙΘ᾿ αιώνα· προπάντων λέγανε για βίους και για θάματα αγίων. Αυτοί οι άγιοι ήταν πλάσματα έξω απ᾿ τη χαρά του κόσμου, γυμνοί, κοκαλιάρηδες, λιοκαμένοι κ᾿ εκδικητικοί. Βλογούσανε τις καλές πράξεις, μα δεν ξέρανε να συγχωρέσουνε ποτές τις κακές. Πήγαιναν τη νύχτα και παραμόνευαν τους αμαρτωλούς έξω απ᾿ τα καλύβια τους, μες στα χωράφια τους, και προσκαλούσαν για τιμωρούς τα φαντάσματα και τις ψυχές των πεθαμένων. Τέλος, φαίνεται πως ήταν μεγάλη συμφορά να πέσεις στα νύχια αυτών των αγίων.
Όμως την αληθινή Ιστορία του κόσμου τη μάθαινα απ᾿ τους περαστικούς ταξιδιώτες.
Το υποστατικό ήταν σε πέρασμα τού μεγάλου δρόμου που ένωνε τα παράλια τής Αιολίδας με την Πέργαμο, κι από κει με το εσωτερικό της Ανατολής. Έτσι, σχεδόν πάντα βρίσκονταν ταξιδιώτες τού μεγάλου δρόμου. Ήταν Εβραίοι, Αρμένηδες, Τούρκοι, Χριστιανοί, φτωχοί, άρχοντες, πραματευτάδες, άρρωστοι. Φέρναν μαζί τους τις μοίρες τους, τα πάθη και τις δυστυχίες τους, τα νιτερέσα και τις τρέλες τους. Στο μακρύ δρόμο, οδεύοντας κάτω απ᾿ το δυνατό ήλιο, ανασκαλεύαν τις έγνοιες τους, τις ζούσαν, τις ξαναζούσαν, ίσαμε που πια αποτυπώνονταν στις αυλακιές τού προσώπου και στα μάτια τους. Όταν το βράδυ τους έβρισκε σιμά στα μέρη μας, έρχονταν στο υποστατικό να βρούνε καταφύγιο για τη νύχτα: τροφή και προστασία από τ᾿ αγρίμια. Η μεγάλη πόρτα τού υποστατικού, ως τη στιγμή που θα σφαλνούσε το βράδυ, ήτανε ανοιχτή για τους ταξιδιώτες. Ένας παραγιός τούς πήγαινε στον οντά, που ήταν επιτούτο καμωμένος για τους ξένους. Τούς έδειχνε που θα κοιμηθούν, ύστερα τούς έδινε απ᾿ τα μικρά ψωμιά που ζυμώναμε για τους περαστικούς ταξιδιώτες, τα τσιφλικόψωμα, και τούς έλεγε από που θα πάρουνε φαγί. Οι ταξιδιώτες πλένονταν, αν θέλανε ξεκουράζονταν, κ᾿ ύστερα πήγαιναν και κάθονταν με τους ζευγάδες, φουμέρνοντας πολλά τσιγάρα και λέγοντας τα βάσανα και τις χαρές τους.
Η Άρτεμη, με την ανησυχία και την περιέργεια που είχε, ήταν πάντα η πρώτη που μάθαινε κάθε νέο ερχομό ξένου. Τον έβλεπε, τον ρωτούσε, ξέταζε τα ρούχα που φορούσε, τελευταία τον κοίταζε ερευνητικά στα μάτια και στο πρόσωπο. Έτσι, αφού είχε καθορίσει το είδος του, ερχόταν τρεχάτη σ᾿ εμάς, τ᾿ άλλα παιδιά, φωνάζοντας :
— Βροχή !
Τότε εμείς καταλαβαίναμε πως ταξιδιώτης καθώς πρέπει μάς ήρθε, δηλαδή με ιστορίες, με παράξενα ρούχα, με λόξα ή με πραμάτειες, κεντρίσματα τής φαντασίας και της περιέργειάς μας, παρθένο βιβλίο τής μοίρας τού κόσμου. Τρέχαμε τότες όλα τα παιδιά και βρίσκαμε τον ξένο, τον περιποιούμαστε, τού δίναμε γάλα ή αυγά και, αφού έτσι τον καλοπιάναμε, καθόμαστε γύρω του και περιμέναμε.
Τότε σιγά - σιγά οι σελίδες τού βιβλίου γύριζαν. Γύριζαν, για να μάθει ένα παιδί πως, πέρα απ᾿ τις εξωτερικές ομοιότητες, πέρα απ᾿ τη χαρά και τη λύπη, ένα άλλο στοιχείο, δυνατό σα φωτιά, ένωνε όλους τους ανθρώπους κ᾿ έκανε να μοιάζουν οι μοίρες τους : το κυνηγητά τού πάθους, η ανάγκη να βασανίζουνται.
Οι σελίδες τού βιβλίου γύριζαν :
Ο ΠΡΏΤΟΣ ΤΑΞΙΔΙΏΤΗΣ
Ήταν ένας άνθρωπος ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ. Κοντόσωμος, φτωχικά ντυμένος, με τα βρακιά που φυρούνε οι τσιτμήδες καμηλιέρηδες. Τα μαλλιά του και τα γένια του ήταν ψαρά και σκεπάζανε πυκνά το κεφάλι και το πρόσωπο. Όμως φως ήταν στο πρόσωπο αυτό· έσταζε, έλαμπε ήμερο απ᾿ τα καστανά του μάτια. Τον λέγαν Αλή. Στο φαράγγι που είναι πίσω απ᾿ τα Κιμιντένια3, αλάργα ίσαμε τρεις μέρες δρόμο, εκεί είναι η πατρίδα του. Εκεί ζούνε οι τσιτμήδες, απλοί κι αγαθοί άνθρωποι, που ποτές δεν πειράξανε κανένα. Είναι φυλή Μουσουλμάνοι, πιστεύουνε στο Μωχαμέτ, όμως πιστεύουνε και στους αγίους των Χριστιανών, προπάντων στον Aϊ - Γιώργη τον καβαλάρη. Λένε : «Ο άνθρωπος είναι αδύναμος στη γη δω κάτου. Οι άγιοι των Χριστιανών ζουν ψηλά, κει που μένει κι ο Προφήτης. Δεν μπορεί, θα ᾿χουνε κι αυτοί πολλή δύναμη. Καλό είναι ένας φτωχός τσιτμής να τα ᾿ χει καλά μ᾿ όλους όσοι μένουνε στον ουρανό ».
Οι πιο πολλοί τσιτμήδες ζούνε οδηγώντας καραβάνια καμήλες, δικά τους ή ξένα. Κατεβάζουν τα γεννήματα απ᾿ τα Κοζάκια στα παράλια, αυτοί καβάλα στα γαϊδούρια τους,
πίσω οι αρσενικές καμήλες κ᾿ οι καμήλες. Κάθε καμήλα έχει το κουδούνι της, το κάθε κουδούνι έχει το δικό του ήχο. Οι τσιτμήδες καμηλιέρηδες οργώνουν αργά το δρόμο, δεν κοιτάνε πίσω, πάντα κοιτάνε χαμηλά: τη γη που σπιθίζει απ᾿ τον ήλιο, τ᾿ αυτιά τού γαϊδουριού που πότε - πότε σαλεύουν. Όλα είναι ίδια, απαράλλαχτα ίδια. Το ζο κάτω απ᾿ τα σκέλια τούς δίνει μονότονη κίνηση στο κορμί τους, στο κεφάλι τους — πότε μπρος, πότε πίσω. Το μυαλό και το κορμί συνηθίζουνε την κίνηση, που με τον καιρό γίνεται αναγκαία καθώς ο αγέρας και το φως : ναρκώνει τον άνθρωπο, τίποτα πια δεν επιθυμεί και τίποτα δε ζηλεύει — έτσι είναι η ζωή. Πίσω του παίζουν οι ήχοι, έξι, εφτά, οχτώ φωνές — αυτές είναι όλες οι φωνές τού κόσμου.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Τίποτα δεν μπορεί να ταράξει την αυστηρή πειθαρχία αυτών των ήχων. Επιβεβαιώνουν την καλή τάξη, τη συμφωνία τού κόσμου. Τούς άκουε να πορεύονται πίσω του ο τσιτμής, και είναι ήσυχος πως όλα πάνε καλά στη γη. Μπορεί να τύχει μια στιγμή — μια ελάχιστη στιγμή — να λείψει ένας ήχος. Η αρμονία πάσχει μονομιάς κι ο τσιτμής καταλαβαίνει πως κάτι χάλασε στην τάξη τού κόσμου. Τότε μονάχα παίρνει το πρόσωπό του ανήσυχη έκφραση και γυρίζει πίσω του να δει. Σταματά, κατεβαίνει απ᾿ το γαϊδούρι του, πάει και ξαναδένει στο καραβάνι την καμήλα που έκοψε το σκοινί. Και η συμφωνία ξαναρχίζει.
ΟΙ ΖΕΥΓΆΔΕΣ τού υποστατικού, μαζεμένοι γύρω στον Αλή, τον παρακολουθούνε που τυλίγει το ένα τσιγάρο πάνω στ᾿ άλλο, σιωπηλός.
—Αλή, που είναι το καραβάνι σου;
— Δεν έχω καραβάνι. Ήρθα μοναχά με μια καμήλα.
— Μοναχά με μια καμήλα! Δε δουλεύεις σε καραβάνια ;
—Όχι, δε δουλεύω πια σε καραβάνια.
— Και που πας ;
Το φως στα μάτια τού Αλή τρέμει ανήσυχο, σαν απορία παιδιού.
— Γυρεύω, το καμήλι με το άσπρο κεφάλι...
Και πριν οι ζευγάδες προφτάξουν να πουν τίποτα :
— Μπας και το είδατε σε κανένα καραβάνι; Μπας και το είδατε πουθενά;. . λέει Η φωνή τού Αλή και τρέμει απ᾿ τη συγκίνηση. Είναι ένα μικρό καμήλι, ίσαμε ενός χρονού. Οι τρίχες στο κούτελο και στο κεφάλι του είναι άσπρες. . .
Που ξανακούστηκε καμήλι με άσπρο κεφάλι; Οι ζευγάδες γελούν δυνατά, σπουν στα χάχανα και κοιτάνε τον Αλή περιπαιχτικά :
—Αλήθεια, έ; Το καμήλι με το άσπρο κεφάλι; Το καμήλι με το άσπρο κεφάλι! Πολύ θα ταξιδέψεις ακόμα στην Ανατολή για να το βρεις, Αλή! Πολύ θα ταξιδέψεις!
Ο Αλής βάζει δύναμη για να βαστάξει την ταραχή τής καρδιάς του, να κρατήσει τους χτύπους της, και συμμαζώνεται στη θέση του σαν πληγωμένο ζο.
— Μη με περιγελάτε. . ., τούς λέει ταπεινά, κ᾿ η φωνή του είναι ζεστή και τρέμει. Είχα μια φορά ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι. Το άφησα και χάθηκε απ᾿ τα χέρια μου, μα πια δεν μπορώ να κάμω χωρίς αυτό. Γυρίζω μπας και το ξαναβρώ. Μη με περιγελάτε. . .
Σιγά - σιγά οι άνθρωποι μερεύουν κάτω απ᾿ το πυκνό στρώμα, τη λύπη που χύνει η μορφή τού Αλή. Τα χάχανα σβήνουν κι όλα τα μάτια μαζεύονται στο ίδιο σημείο, για να ξεχωρίσουν μες απ᾿ τον καπνό που γεμίζει την ατμόσφαιρα, να πλησιάσουν το πάθος που κυνηγά ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι, το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, στους δρόμους της Ανατολής.
Ο Αλής από μικρό παιδί δούλευε στα καραβάνια. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τη ζωή, οι ήχοι των κουδουνιών που έρχονταν απ᾿ τους προγόνους του, ζυμωμένοι στο αίμα του, ξυπνήσαν.
« Πάρε με, μέ τις καμήλες, πατέρα! »
«Έλα! Από αύριο θα ᾿ρχεσαι με τις καμήλες ».
Απ᾿ την άλλη μέρα καβαλικεύοντας τα πισινά τού γαϊδουριού, ο μικρός Αλής άρχισε να πορεύεται το δρόμο τής Ανατολής. Δεν ήταν δικές τους οι καμήλες. Ποτές ο πατέρας του δεν είχε δικές του καμήλες. Δούλευε για άλλον άφέντη. Και σαν πέθανε, δεν άφησε στο γιό του τίποτα, πάρεξ το δεσμό με τούς ήχους.
Ο Αλής δεν πρόκοψε πιο πολύ απ᾿ τον πατέρα του. Σα μεγάλωσε, άρχισε κι αυτός να δουλεύει σε ξένες καμήλες. Μα όταν ήρθε ο καιρός που οι άνθρωποι παντρεύουνται, μπόρεσε να βρει και να πάρει δική του μια γυναίκα.
Την άλλη μέρα που παντρευτήκαν, όταν ο Αλής ξεκινούμε με το καραβάνι του, η γυναίκα του βγήκε απ᾿ το καλύβι τους να τον ξεπροβοδίσει και τού είπε :
« Σ᾿ εννιά μήνες θα ᾿ χουμε παιδί. Κοίταξε να κάμεις δικές σου καμήλες, γιατί θα ᾿χουμε να θρέψουμε ένα στόμα ακόμα ».
Ο Αλής αυτά ακούγοντας έγινε σοβαρός κι άρχισε να κάνει οικονομίες. Ταξιδεύοντας στο δρόμο της Ανατολής έτρωγε σκέτο ψωμί, δεν ξενυχτούσε σε χάνια. Έβαλε έτσι λίγα γρόσα στην άκρη.
Όμως σαν ήρθαν οι εννιά μήνες, παιδί δεν τούς ήρθε.
« Καλά. Θα ᾿χουμε τον άλλο χρόνο», είπε η γυναίκα. «Εσύ να κάνεις τις οικονομίες σου ».
Αυτό βάσταξε πολλά χρόνια. Ο Αλής έκανε τις οικονομίες του, κ᾿ η γυναίκα του δεν τού έκανε παιδιά, επειδή ήταν στείρα. Όταν τέλος βεβαιωθήκανε πως δε θα τους έρθει παιδί, Η γυναίκα είπε :
«Για μέτρησε, Αλή, το θησαυρό που μάζεψες ίσαμε τώρα. Μπορούμε ν᾿ αγοράσουμε μια δική μας καμήλα για τα γεράματά μας; »
Ο Αλής ξαγρύπνησε κείνο το βράδυ, και σαν έβγαινε ο ήλιος είχε μετρήσει το θησαυρό του. Όχι, δεν έφτανε για ν᾿ αγοράσουν μια καμήλα. Μισή καμήλα μονάχα θα μπορούσαν ν᾿ αγοράσουν.
Τότες καθίσανε, ο Αλής κ᾿ Η γυναίκα του, άλλη μια νύχτα και ξαγρύπνησαν, μπας και βρούνε με τί τρόπο ν᾿ άγοράσουνε μισή καμήλα. Όταν βγήκε πάλι ο ήλιος, το είχαν βρει κ᾿ είχαν συμφωνήσει τί να κάμουν.
Ζούσε κείνον τον καιρό κ᾿ ένας άλλος, δεύτερος Αλής, πατριώτης τους, που δούλευε σε ξένα καραβάνια στα μέρη τού Κάζ - Νταγ, πολύ μακριά απ᾿ την πατρίδα τους. Πολύ σπάνια αυτός ο άλλος ο Αλής ερχόταν στο φαράγγι των τσιτμήδων, σαν τύχαινε η δουλειά να το φέρει κατά τα μέρη εκείνα. Αυτές τις μέρες βρισκόταν στο χωριό.
Πάει ο πρώτος Αλής και τον βρίσκει.
«Αλή», τού λέει. « Τόσα χρόνια δουλεύεις κ᾿ εσύ σε ξένα καραβάνια, και δική σου μήτε μια καμήλα δεν επόταξες. Δε θα το ᾿ θελες να είχες ; »
Ο δεύτερος Αλής αποκρίνεται :
«Θα το ᾿θελα πολύ. Μα δεν έχω τον πλούτο που χρειάζεται να πάρω μια δική μου καμήλα».
Ο πρώτος Αλής :
« Ξέρεις πόσον πλούτο έχεις ;»
« Ξέρω ».
«Για πόσο φτάνεις ; »
« Φτάνει για μισή καμήλα ».
« Κ᾿ εγώ έχω πλούτο για μισή καμήλα. Δε βάζουμε μαζί τα γρόσα μας ν᾿ αγοράσουμε μια καμήλα συντροφική ;»
Μιλήσανε πολύ και συμφώνησαν. Αγοράσανε μια καμήλα και τη βάλανε να δουλεύει με το καραβάνι τού Αλή. Ο δεύτερος Αλής έφυγε ύστερα για τα μέρη τού Κάζ - Νταγ. Κάθε φορά που θα γύριζε, θα κάνανε λογαριασμό το τί έβγαλε η καμήλα με τη δουλειά της και θα μοιράζονταν τα κέρδη.
Ο Αλής, τότε, κρέμασε ένα καινούργιο κουδούνι στο λαιμό της καμήλας τους, την έδεσε πρώτη στη σειρά πίσω απ᾿ το γαϊδούρι του και βγήκε στο μεγάλο δρόμο με το καραβάνι του. Ήταν πολύ περήφανος και πολύ σίγουρος για το μέλλον τού κόσμου, και κάθε τόσο γύριζε πίσω να βεβαιωθεί πως η καμήλα του τον ακολουθά, πως υπάρχει.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος, όταν κάτι σημαντικό έγινε. Η συντροφική καμήλα γέννησε ένα καμηλάκι. Ο Αλής πολλές φορές είδε τις ξένες καμήλες να γεννούν. Όμως τώρα με τη δική του ταράχτηκε πολύ.
« Για κοίτα! » είπε στη γυναίκα του. « Έχουμε τώρα και μωρό...»
Κοίταξαν. Κι αυτό που είδαν τάραξε την καρδιά τους σα βίαιος άνεμος. Κάτι απίστευτο και μοναδικό ήταν στο μικρό καμηλάκι : το πετσί και οι τρίχες στο κεφάλι του δεν είχαν χρώμα καφετί, καθώς οι άλλες καμήλες. Ήταν άσπρες. Ήταν ένα καμηλάκι με άσπρο κεφάλι: το μοναδικό καμηλάκι με άσπρο κεφάλι που έγινε σ᾿ όλη την Ανατολή.
Το νέο πήρε κ᾿ έδωσε στο χωριό των τσιτμήδων, στα γειτονικά χωριά που ήταν μες στο φαράγγι, σ᾿ όλους όσοι ταξίδευαν το μεγάλο δρόμο που πάει στα παράλια. Όλοι τρέχανε να δουν το θαυμαστό άσπρο καμήλι, κι όλοι μακάριζαν τον Αλή.
Κι ο Αλής πια ζούσε σε αληθινή ευτυχία. Αγάπησε πολύ το νέο ζο, όπως τίποτα άλλο δεν είχε αγαπήσει ίσαμε τότε στη γη. Το μεγάλωνε με στοργή και με τρυφερότητα, τού έβγαζε ονόματα δανεισμένα απ᾿ τον ουρανό και τη φύση — ονόματα δέντρων και καρπών — τού έδινε όχι μονάχα το χαμούρι που τρώνε οι άλλες καμήλες, τού έδινε σταφύλια και ζάχαρη και άλλα πολλά.
Τέλος, αγόρασε ένα καινούργιο κουδούνι, το ᾿δεσε με χάντρες γαλάζιες και κόκκινες και το πέρασε στο λαιμό τού μικρού ζου. Όταν κι αυτό έγινε, το πήρε μαζί του στο πρώτο ταξίδι του για τα παράλια. Το καμηλάκι πήγαινε πάντα πλάι στη μάνα του, κι ο Αλής όλο γύριζε και το κοίταζε. Όμως κουράστηκε να γυρίζει, δεν το είχε συνηθίσει. Ο μεγάλος ήλιος έκαιγε πολύ από πάνω του, ο Αλής έκλεισε τα μάτια. 0 δρόμος ήταν έρημος, τίποτα δεν ακουγόταν· γι᾿ αυτό μες στον παρθένο χώρο υψωνόταν καθαρά σαν προσευχή η νέα συμφωνία. Μες στους παλιούς γνώριμους ήχους, αυτούς τούς πίσω ήχους που ακολούθησαν τον Αλή σ᾿ όλα τα χρόνια τής ζωής του ως σήμερα, ανακατευόταν τώρα ο νέος ήχος, ανατάραζε την παλιά αρμονία, έσβηνε τους άλλους τόνους κ᾿ έμενε αυτός, ο νέος, μόνος. Τί καλά που ήταν! Τί καλά που είναι να πορεύεσαι στο δρόμο της Ανατολής και πίσω σου να μην είναι έρημος, να μην είναι μοναχά ξένες φωνές, να ᾿ναι και μια δική σου, να ᾿ναι όλα τα χρόνια που κουράστηκες και υπόφερες καμωμένα ήχος στο λαιμό ενός μικρού καμηλιού με άσπρο κεφάλι...
Ο Αλής ήταν ευτυχισμένος και γαλήνιος. Η ζωή πια είχε νόημα και σημασία.
Μα το νέο έφταξε ίσαμε τα μακρινά μέρη τού Κάζ - Νταγ, οπού δούλευε ο δεύτερος Αλής. Ξεκινά αυτός κ᾿ έρχεται στο χωριό των τσιτμήδων.
« Ώρα καλή, σύντροφε! » λέει στον Αλή. «Τι νέα;»
«Έχουμε καλά νέα, σύντροφε. Η καμήλα μας γέννησε, κ᾿ έχουμε τώρα κ᾿ ένα μικρό καμήλι».
«Για να το δω! »
Το είδε, αλλά έκαμε πως δεν πρόσεξε καν το άσπρο κεφάλι.
Λέει ο Αλής τού Κάζ - Νταγ :
«Λοιπόν, σύντροφε! Τώρα που έχουμε δυο ζωντανά, θέλω να χωρίσουμε τη συντροφιά μας. Εσύ θα πάρεις το ένα, εγώ το άλλο. Όποιο θέλεις διάλεξε ».
Ετούτος ο Αλής, με το να έχει ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε γίνει σοφός και πονηρός. Σκεφτόταν : «Ο σύντροφός μου θα κρατήσει τη μεγάλη καμήλα. Δε γίνεται! Από μισή που ήταν δική του, θα την ορίζει ολάκερη. Έτσι εγώ θα πάρω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, θα το ταξιδέψω στο Κάζ - Νταγ και θα το πουλήσω, στο δρόμο, στοάς αρκουδιάρηδες που έχουνε μαϊμούδες κι αρκούδες και μαζεύουνε γρόσα απ᾿ τον κόσμο δείχνοντάς τες. Θα βγάλω έτσι πιο πολλά απ᾿ ό,τι κάνει μια μεγάλη καμήλα ».
0 πρώτος Αλής κάθισε πάλι όλη τη νύχτα με τη γυναίκα του και ξαγρυπνήσαν για να βρούνε το τί έπρεπε να κάμουνε.
Η γυναίκα έλεγε :
«Φως φανερό, Αλή! Πρέπει να κρατήσεις τη μεγάλη καμήλα. Που θα ξαναβρούμε τέτοια τύχη, να ᾿χουμε μια μεγάλη καμήλα δική μας!»
Ο Αλής υπόφερνε, δεν μπορούσε να το φανταστεί πως θ᾿ αποχωριζόταν το καμήλι με το άσπρο κεφάλι.
« Μπας και δε θα μεγαλώσει κι αυτό ; » έλεγε. «Ας το κρατήσουμε, να το μεγαλώσουμε! »
« Τί μού λες να το κρατήσουμε! » φώναζε η γυναίκα του. « Και στο μεταξύ τι θα μάς δίνει; Κι αν στο μεταξύ ψοφήσει ; »
Τέλος ο πραχτικός νους τής γυναίκας στάθηκε πιο δυνατός απ᾿ την τρυφερότητα τού Αλή, πιο δυνατός απ᾿ την αδύναμη θέλησή του.
Τ᾿ άλλο πρωί, με μάτια θολά απ᾿ την αγρύπνια και την πίκρα, ο Αλής αποχαιρέτησε το καμήλι με το άσπρο κεφάλι. Στάθηκε ολόρθος και κοίταζε το όραμα που έφευγε με γρήγορο πηδηχτό βάδισμα ζαρκαδιού ίσαμε που χάθηκε απ᾿ τα μάτια του. Τότε ο Αλής κατάλαβε σαν κάτι να τού τραβούν απ᾿ την καρδιά του, κι όλα γύρω του να ᾿ναι έρημα, επειδή πια δε θα ᾿χε σύντροφο τού μεγάλου δρόμου, επειδή η τρυφερότητα που ήρθε τόσο άργά κ᾿ έπρεπε να ξοδευτεί, πια δε θα είχε τρόπο.
Έγινε βαρύς κι αμίλητος. Δεν είχε όρεξη να φάει κι αδυνάτιζε κάθε μέρα. Πίσω του, ενώ όδευε με το καραβάνι του, πάντα τον ακολουθούσαν οι ήχοι. Μες στους ήχους ήταν και η δική του καμήλα, που τώρα ήταν ολότελα δική του. Μα για τον Αλή οι φωνές είχαν σωπάσει, οι ήχοι δε μιλούσαν πια. Γιατί στον τόπο τους είχε μπει τώρα άλλη φωνή πιο δυνατή, αύτη που θα ᾿ρθει σε κάθε άνθρωπο, μια φορά μονάχα και ποτέ άλλη, κ᾿ ύστερα ο άνθρωπος θα την κυνηγά σα σκιά που φεύγει, πάντα φεύγει.
ΚΙ Ο ΑΛΗΣ παράτησε τη γυναίκα του στο φαράγγι των τσιτμήδων, παράτησε τις ξένες καμήλες, γιατί πια είχε γίνει κακός καμηλιέρης και τον διώξανε, πήρε τη δική του καμήλα και τράβηξε στα μέρη τού Κάζ - Νταγ.
Βρίσκει τον παλιό του το σύντροφο και τού λέει :
« Πάρε την καμήλα μου. Πάρε και το γαϊδούρι μου. Πάρε και το καλύβι που έχω στο φαράγγι. Πάρε ό,τι έχω. Μα δωσ᾿ μου πίσω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι...»
«Δεν το έχω πια, Αλή», τού αποκρίνεται ο σύντροφός του. « Το πούλησα στο δρόμο ».
0 Αλής από τότε όλο γυρίζει. Μόλις ξημερώσει μπαίνει στο μεγάλο δρόμο, και κοιμάται όπου βραδιαστεί. Το γαϊδουράκι του πορεύεται υπομονετικά, και πίσω του δεμένη, έρημη και μόνη, ακολουθά η καμήλα του, ταράζοντας με τον ήχο τού κουδουνιού της τη ζεστή σιωπή τής γης. Οι άνθρωποι τον περιγελούνε και τον πειράζουνε. Οι πιο συμπονετικοί τού λένε πως είναι τρέλα, πως είναι μάταιο να γυρίζει. Τον συμβουλεύουνε να πάει πίσω στο φαράγγι και στο καραβάνι του. Όμως ο Αλής δεν τους ακούει. Επειδή δεν μπορεί να το πιστέψει, επειδή δε θέλει να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.
Το αφιέρωμα στην Αιολική γη δεν έχει ολοκληρωθεί.
Έρχονταν να δουλέψουν στη γη μας από πολλά μέρη, νησιώτες τού Αιγαίου και στεριανοί από μακρινούς τόπους της Ανατολής. ΟΙ νησιώτες λέγαν περιπέτειες καραβιών, για γοργόνες και για πειρατές, κ᾿ οι ιστορίες τους είχαν ανάλαφρο αγέρα. Ήταν ένα ταξίδι σε χώρες της φαντασίας τόσο πειστικό, που τις νύχτες το παιδί μπορούσε να το συνεχίσει μονάχο του, μες στα όνειρά του. Οι στεριανοί ήταν βαριοί. Λέγαν για κοντραμπατζήδες που κατεβάζαν με τα καραβάνια τις καμήλες, σκοτεινοί κι αμίλητοι, το λαθραίο καπνό· λέγαν για το βίο και τα κατορθώματα του Τσάκιτζη, μυθικού ήρωα τής Μ. Ασίας στα τελευταία χρόνια τού ΙΘ᾿ αιώνα· προπάντων λέγανε για βίους και για θάματα αγίων. Αυτοί οι άγιοι ήταν πλάσματα έξω απ᾿ τη χαρά του κόσμου, γυμνοί, κοκαλιάρηδες, λιοκαμένοι κ᾿ εκδικητικοί. Βλογούσανε τις καλές πράξεις, μα δεν ξέρανε να συγχωρέσουνε ποτές τις κακές. Πήγαιναν τη νύχτα και παραμόνευαν τους αμαρτωλούς έξω απ᾿ τα καλύβια τους, μες στα χωράφια τους, και προσκαλούσαν για τιμωρούς τα φαντάσματα και τις ψυχές των πεθαμένων. Τέλος, φαίνεται πως ήταν μεγάλη συμφορά να πέσεις στα νύχια αυτών των αγίων.
Όμως την αληθινή Ιστορία του κόσμου τη μάθαινα απ᾿ τους περαστικούς ταξιδιώτες.
Το υποστατικό ήταν σε πέρασμα τού μεγάλου δρόμου που ένωνε τα παράλια τής Αιολίδας με την Πέργαμο, κι από κει με το εσωτερικό της Ανατολής. Έτσι, σχεδόν πάντα βρίσκονταν ταξιδιώτες τού μεγάλου δρόμου. Ήταν Εβραίοι, Αρμένηδες, Τούρκοι, Χριστιανοί, φτωχοί, άρχοντες, πραματευτάδες, άρρωστοι. Φέρναν μαζί τους τις μοίρες τους, τα πάθη και τις δυστυχίες τους, τα νιτερέσα και τις τρέλες τους. Στο μακρύ δρόμο, οδεύοντας κάτω απ᾿ το δυνατό ήλιο, ανασκαλεύαν τις έγνοιες τους, τις ζούσαν, τις ξαναζούσαν, ίσαμε που πια αποτυπώνονταν στις αυλακιές τού προσώπου και στα μάτια τους. Όταν το βράδυ τους έβρισκε σιμά στα μέρη μας, έρχονταν στο υποστατικό να βρούνε καταφύγιο για τη νύχτα: τροφή και προστασία από τ᾿ αγρίμια. Η μεγάλη πόρτα τού υποστατικού, ως τη στιγμή που θα σφαλνούσε το βράδυ, ήτανε ανοιχτή για τους ταξιδιώτες. Ένας παραγιός τούς πήγαινε στον οντά, που ήταν επιτούτο καμωμένος για τους ξένους. Τούς έδειχνε που θα κοιμηθούν, ύστερα τούς έδινε απ᾿ τα μικρά ψωμιά που ζυμώναμε για τους περαστικούς ταξιδιώτες, τα τσιφλικόψωμα, και τούς έλεγε από που θα πάρουνε φαγί. Οι ταξιδιώτες πλένονταν, αν θέλανε ξεκουράζονταν, κ᾿ ύστερα πήγαιναν και κάθονταν με τους ζευγάδες, φουμέρνοντας πολλά τσιγάρα και λέγοντας τα βάσανα και τις χαρές τους.
Η Άρτεμη, με την ανησυχία και την περιέργεια που είχε, ήταν πάντα η πρώτη που μάθαινε κάθε νέο ερχομό ξένου. Τον έβλεπε, τον ρωτούσε, ξέταζε τα ρούχα που φορούσε, τελευταία τον κοίταζε ερευνητικά στα μάτια και στο πρόσωπο. Έτσι, αφού είχε καθορίσει το είδος του, ερχόταν τρεχάτη σ᾿ εμάς, τ᾿ άλλα παιδιά, φωνάζοντας :
— Βροχή !
Τότε εμείς καταλαβαίναμε πως ταξιδιώτης καθώς πρέπει μάς ήρθε, δηλαδή με ιστορίες, με παράξενα ρούχα, με λόξα ή με πραμάτειες, κεντρίσματα τής φαντασίας και της περιέργειάς μας, παρθένο βιβλίο τής μοίρας τού κόσμου. Τρέχαμε τότες όλα τα παιδιά και βρίσκαμε τον ξένο, τον περιποιούμαστε, τού δίναμε γάλα ή αυγά και, αφού έτσι τον καλοπιάναμε, καθόμαστε γύρω του και περιμέναμε.
Τότε σιγά - σιγά οι σελίδες τού βιβλίου γύριζαν. Γύριζαν, για να μάθει ένα παιδί πως, πέρα απ᾿ τις εξωτερικές ομοιότητες, πέρα απ᾿ τη χαρά και τη λύπη, ένα άλλο στοιχείο, δυνατό σα φωτιά, ένωνε όλους τους ανθρώπους κ᾿ έκανε να μοιάζουν οι μοίρες τους : το κυνηγητά τού πάθους, η ανάγκη να βασανίζουνται.
Οι σελίδες τού βιβλίου γύριζαν :
Ο ΠΡΏΤΟΣ ΤΑΞΙΔΙΏΤΗΣ
Ήταν ένας άνθρωπος ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ. Κοντόσωμος, φτωχικά ντυμένος, με τα βρακιά που φυρούνε οι τσιτμήδες καμηλιέρηδες. Τα μαλλιά του και τα γένια του ήταν ψαρά και σκεπάζανε πυκνά το κεφάλι και το πρόσωπο. Όμως φως ήταν στο πρόσωπο αυτό· έσταζε, έλαμπε ήμερο απ᾿ τα καστανά του μάτια. Τον λέγαν Αλή. Στο φαράγγι που είναι πίσω απ᾿ τα Κιμιντένια3, αλάργα ίσαμε τρεις μέρες δρόμο, εκεί είναι η πατρίδα του. Εκεί ζούνε οι τσιτμήδες, απλοί κι αγαθοί άνθρωποι, που ποτές δεν πειράξανε κανένα. Είναι φυλή Μουσουλμάνοι, πιστεύουνε στο Μωχαμέτ, όμως πιστεύουνε και στους αγίους των Χριστιανών, προπάντων στον Aϊ - Γιώργη τον καβαλάρη. Λένε : «Ο άνθρωπος είναι αδύναμος στη γη δω κάτου. Οι άγιοι των Χριστιανών ζουν ψηλά, κει που μένει κι ο Προφήτης. Δεν μπορεί, θα ᾿χουνε κι αυτοί πολλή δύναμη. Καλό είναι ένας φτωχός τσιτμής να τα ᾿ χει καλά μ᾿ όλους όσοι μένουνε στον ουρανό ».
Οι πιο πολλοί τσιτμήδες ζούνε οδηγώντας καραβάνια καμήλες, δικά τους ή ξένα. Κατεβάζουν τα γεννήματα απ᾿ τα Κοζάκια στα παράλια, αυτοί καβάλα στα γαϊδούρια τους,
πίσω οι αρσενικές καμήλες κ᾿ οι καμήλες. Κάθε καμήλα έχει το κουδούνι της, το κάθε κουδούνι έχει το δικό του ήχο. Οι τσιτμήδες καμηλιέρηδες οργώνουν αργά το δρόμο, δεν κοιτάνε πίσω, πάντα κοιτάνε χαμηλά: τη γη που σπιθίζει απ᾿ τον ήλιο, τ᾿ αυτιά τού γαϊδουριού που πότε - πότε σαλεύουν. Όλα είναι ίδια, απαράλλαχτα ίδια. Το ζο κάτω απ᾿ τα σκέλια τούς δίνει μονότονη κίνηση στο κορμί τους, στο κεφάλι τους — πότε μπρος, πότε πίσω. Το μυαλό και το κορμί συνηθίζουνε την κίνηση, που με τον καιρό γίνεται αναγκαία καθώς ο αγέρας και το φως : ναρκώνει τον άνθρωπο, τίποτα πια δεν επιθυμεί και τίποτα δε ζηλεύει — έτσι είναι η ζωή. Πίσω του παίζουν οι ήχοι, έξι, εφτά, οχτώ φωνές — αυτές είναι όλες οι φωνές τού κόσμου.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Τίποτα δεν μπορεί να ταράξει την αυστηρή πειθαρχία αυτών των ήχων. Επιβεβαιώνουν την καλή τάξη, τη συμφωνία τού κόσμου. Τούς άκουε να πορεύονται πίσω του ο τσιτμής, και είναι ήσυχος πως όλα πάνε καλά στη γη. Μπορεί να τύχει μια στιγμή — μια ελάχιστη στιγμή — να λείψει ένας ήχος. Η αρμονία πάσχει μονομιάς κι ο τσιτμής καταλαβαίνει πως κάτι χάλασε στην τάξη τού κόσμου. Τότε μονάχα παίρνει το πρόσωπό του ανήσυχη έκφραση και γυρίζει πίσω του να δει. Σταματά, κατεβαίνει απ᾿ το γαϊδούρι του, πάει και ξαναδένει στο καραβάνι την καμήλα που έκοψε το σκοινί. Και η συμφωνία ξαναρχίζει.
ΟΙ ΖΕΥΓΆΔΕΣ τού υποστατικού, μαζεμένοι γύρω στον Αλή, τον παρακολουθούνε που τυλίγει το ένα τσιγάρο πάνω στ᾿ άλλο, σιωπηλός.
—Αλή, που είναι το καραβάνι σου;
— Δεν έχω καραβάνι. Ήρθα μοναχά με μια καμήλα.
— Μοναχά με μια καμήλα! Δε δουλεύεις σε καραβάνια ;
—Όχι, δε δουλεύω πια σε καραβάνια.
— Και που πας ;
Το φως στα μάτια τού Αλή τρέμει ανήσυχο, σαν απορία παιδιού.
— Γυρεύω, το καμήλι με το άσπρο κεφάλι...
Και πριν οι ζευγάδες προφτάξουν να πουν τίποτα :
— Μπας και το είδατε σε κανένα καραβάνι; Μπας και το είδατε πουθενά;. . λέει Η φωνή τού Αλή και τρέμει απ᾿ τη συγκίνηση. Είναι ένα μικρό καμήλι, ίσαμε ενός χρονού. Οι τρίχες στο κούτελο και στο κεφάλι του είναι άσπρες. . .
Που ξανακούστηκε καμήλι με άσπρο κεφάλι; Οι ζευγάδες γελούν δυνατά, σπουν στα χάχανα και κοιτάνε τον Αλή περιπαιχτικά :
—Αλήθεια, έ; Το καμήλι με το άσπρο κεφάλι; Το καμήλι με το άσπρο κεφάλι! Πολύ θα ταξιδέψεις ακόμα στην Ανατολή για να το βρεις, Αλή! Πολύ θα ταξιδέψεις!
Ο Αλής βάζει δύναμη για να βαστάξει την ταραχή τής καρδιάς του, να κρατήσει τους χτύπους της, και συμμαζώνεται στη θέση του σαν πληγωμένο ζο.
— Μη με περιγελάτε. . ., τούς λέει ταπεινά, κ᾿ η φωνή του είναι ζεστή και τρέμει. Είχα μια φορά ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι. Το άφησα και χάθηκε απ᾿ τα χέρια μου, μα πια δεν μπορώ να κάμω χωρίς αυτό. Γυρίζω μπας και το ξαναβρώ. Μη με περιγελάτε. . .
Σιγά - σιγά οι άνθρωποι μερεύουν κάτω απ᾿ το πυκνό στρώμα, τη λύπη που χύνει η μορφή τού Αλή. Τα χάχανα σβήνουν κι όλα τα μάτια μαζεύονται στο ίδιο σημείο, για να ξεχωρίσουν μες απ᾿ τον καπνό που γεμίζει την ατμόσφαιρα, να πλησιάσουν το πάθος που κυνηγά ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι, το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, στους δρόμους της Ανατολής.
Ο Αλής από μικρό παιδί δούλευε στα καραβάνια. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τη ζωή, οι ήχοι των κουδουνιών που έρχονταν απ᾿ τους προγόνους του, ζυμωμένοι στο αίμα του, ξυπνήσαν.
« Πάρε με, μέ τις καμήλες, πατέρα! »
«Έλα! Από αύριο θα ᾿ρχεσαι με τις καμήλες ».
Απ᾿ την άλλη μέρα καβαλικεύοντας τα πισινά τού γαϊδουριού, ο μικρός Αλής άρχισε να πορεύεται το δρόμο τής Ανατολής. Δεν ήταν δικές τους οι καμήλες. Ποτές ο πατέρας του δεν είχε δικές του καμήλες. Δούλευε για άλλον άφέντη. Και σαν πέθανε, δεν άφησε στο γιό του τίποτα, πάρεξ το δεσμό με τούς ήχους.
Ο Αλής δεν πρόκοψε πιο πολύ απ᾿ τον πατέρα του. Σα μεγάλωσε, άρχισε κι αυτός να δουλεύει σε ξένες καμήλες. Μα όταν ήρθε ο καιρός που οι άνθρωποι παντρεύουνται, μπόρεσε να βρει και να πάρει δική του μια γυναίκα.
Την άλλη μέρα που παντρευτήκαν, όταν ο Αλής ξεκινούμε με το καραβάνι του, η γυναίκα του βγήκε απ᾿ το καλύβι τους να τον ξεπροβοδίσει και τού είπε :
« Σ᾿ εννιά μήνες θα ᾿ χουμε παιδί. Κοίταξε να κάμεις δικές σου καμήλες, γιατί θα ᾿χουμε να θρέψουμε ένα στόμα ακόμα ».
Ο Αλής αυτά ακούγοντας έγινε σοβαρός κι άρχισε να κάνει οικονομίες. Ταξιδεύοντας στο δρόμο της Ανατολής έτρωγε σκέτο ψωμί, δεν ξενυχτούσε σε χάνια. Έβαλε έτσι λίγα γρόσα στην άκρη.
Όμως σαν ήρθαν οι εννιά μήνες, παιδί δεν τούς ήρθε.
« Καλά. Θα ᾿χουμε τον άλλο χρόνο», είπε η γυναίκα. «Εσύ να κάνεις τις οικονομίες σου ».
Αυτό βάσταξε πολλά χρόνια. Ο Αλής έκανε τις οικονομίες του, κ᾿ η γυναίκα του δεν τού έκανε παιδιά, επειδή ήταν στείρα. Όταν τέλος βεβαιωθήκανε πως δε θα τους έρθει παιδί, Η γυναίκα είπε :
«Για μέτρησε, Αλή, το θησαυρό που μάζεψες ίσαμε τώρα. Μπορούμε ν᾿ αγοράσουμε μια δική μας καμήλα για τα γεράματά μας; »
Ο Αλής ξαγρύπνησε κείνο το βράδυ, και σαν έβγαινε ο ήλιος είχε μετρήσει το θησαυρό του. Όχι, δεν έφτανε για ν᾿ αγοράσουν μια καμήλα. Μισή καμήλα μονάχα θα μπορούσαν ν᾿ αγοράσουν.
Τότες καθίσανε, ο Αλής κ᾿ Η γυναίκα του, άλλη μια νύχτα και ξαγρύπνησαν, μπας και βρούνε με τί τρόπο ν᾿ άγοράσουνε μισή καμήλα. Όταν βγήκε πάλι ο ήλιος, το είχαν βρει κ᾿ είχαν συμφωνήσει τί να κάμουν.
Ζούσε κείνον τον καιρό κ᾿ ένας άλλος, δεύτερος Αλής, πατριώτης τους, που δούλευε σε ξένα καραβάνια στα μέρη τού Κάζ - Νταγ, πολύ μακριά απ᾿ την πατρίδα τους. Πολύ σπάνια αυτός ο άλλος ο Αλής ερχόταν στο φαράγγι των τσιτμήδων, σαν τύχαινε η δουλειά να το φέρει κατά τα μέρη εκείνα. Αυτές τις μέρες βρισκόταν στο χωριό.
Πάει ο πρώτος Αλής και τον βρίσκει.
«Αλή», τού λέει. « Τόσα χρόνια δουλεύεις κ᾿ εσύ σε ξένα καραβάνια, και δική σου μήτε μια καμήλα δεν επόταξες. Δε θα το ᾿ θελες να είχες ; »
Ο δεύτερος Αλής αποκρίνεται :
«Θα το ᾿θελα πολύ. Μα δεν έχω τον πλούτο που χρειάζεται να πάρω μια δική μου καμήλα».
Ο πρώτος Αλής :
« Ξέρεις πόσον πλούτο έχεις ;»
« Ξέρω ».
«Για πόσο φτάνεις ; »
« Φτάνει για μισή καμήλα ».
« Κ᾿ εγώ έχω πλούτο για μισή καμήλα. Δε βάζουμε μαζί τα γρόσα μας ν᾿ αγοράσουμε μια καμήλα συντροφική ;»
Μιλήσανε πολύ και συμφώνησαν. Αγοράσανε μια καμήλα και τη βάλανε να δουλεύει με το καραβάνι τού Αλή. Ο δεύτερος Αλής έφυγε ύστερα για τα μέρη τού Κάζ - Νταγ. Κάθε φορά που θα γύριζε, θα κάνανε λογαριασμό το τί έβγαλε η καμήλα με τη δουλειά της και θα μοιράζονταν τα κέρδη.
Ο Αλής, τότε, κρέμασε ένα καινούργιο κουδούνι στο λαιμό της καμήλας τους, την έδεσε πρώτη στη σειρά πίσω απ᾿ το γαϊδούρι του και βγήκε στο μεγάλο δρόμο με το καραβάνι του. Ήταν πολύ περήφανος και πολύ σίγουρος για το μέλλον τού κόσμου, και κάθε τόσο γύριζε πίσω να βεβαιωθεί πως η καμήλα του τον ακολουθά, πως υπάρχει.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος, όταν κάτι σημαντικό έγινε. Η συντροφική καμήλα γέννησε ένα καμηλάκι. Ο Αλής πολλές φορές είδε τις ξένες καμήλες να γεννούν. Όμως τώρα με τη δική του ταράχτηκε πολύ.
« Για κοίτα! » είπε στη γυναίκα του. « Έχουμε τώρα και μωρό...»
Κοίταξαν. Κι αυτό που είδαν τάραξε την καρδιά τους σα βίαιος άνεμος. Κάτι απίστευτο και μοναδικό ήταν στο μικρό καμηλάκι : το πετσί και οι τρίχες στο κεφάλι του δεν είχαν χρώμα καφετί, καθώς οι άλλες καμήλες. Ήταν άσπρες. Ήταν ένα καμηλάκι με άσπρο κεφάλι: το μοναδικό καμηλάκι με άσπρο κεφάλι που έγινε σ᾿ όλη την Ανατολή.
Το νέο πήρε κ᾿ έδωσε στο χωριό των τσιτμήδων, στα γειτονικά χωριά που ήταν μες στο φαράγγι, σ᾿ όλους όσοι ταξίδευαν το μεγάλο δρόμο που πάει στα παράλια. Όλοι τρέχανε να δουν το θαυμαστό άσπρο καμήλι, κι όλοι μακάριζαν τον Αλή.
Κι ο Αλής πια ζούσε σε αληθινή ευτυχία. Αγάπησε πολύ το νέο ζο, όπως τίποτα άλλο δεν είχε αγαπήσει ίσαμε τότε στη γη. Το μεγάλωνε με στοργή και με τρυφερότητα, τού έβγαζε ονόματα δανεισμένα απ᾿ τον ουρανό και τη φύση — ονόματα δέντρων και καρπών — τού έδινε όχι μονάχα το χαμούρι που τρώνε οι άλλες καμήλες, τού έδινε σταφύλια και ζάχαρη και άλλα πολλά.
Τέλος, αγόρασε ένα καινούργιο κουδούνι, το ᾿δεσε με χάντρες γαλάζιες και κόκκινες και το πέρασε στο λαιμό τού μικρού ζου. Όταν κι αυτό έγινε, το πήρε μαζί του στο πρώτο ταξίδι του για τα παράλια. Το καμηλάκι πήγαινε πάντα πλάι στη μάνα του, κι ο Αλής όλο γύριζε και το κοίταζε. Όμως κουράστηκε να γυρίζει, δεν το είχε συνηθίσει. Ο μεγάλος ήλιος έκαιγε πολύ από πάνω του, ο Αλής έκλεισε τα μάτια. 0 δρόμος ήταν έρημος, τίποτα δεν ακουγόταν· γι᾿ αυτό μες στον παρθένο χώρο υψωνόταν καθαρά σαν προσευχή η νέα συμφωνία. Μες στους παλιούς γνώριμους ήχους, αυτούς τούς πίσω ήχους που ακολούθησαν τον Αλή σ᾿ όλα τα χρόνια τής ζωής του ως σήμερα, ανακατευόταν τώρα ο νέος ήχος, ανατάραζε την παλιά αρμονία, έσβηνε τους άλλους τόνους κ᾿ έμενε αυτός, ο νέος, μόνος. Τί καλά που ήταν! Τί καλά που είναι να πορεύεσαι στο δρόμο της Ανατολής και πίσω σου να μην είναι έρημος, να μην είναι μοναχά ξένες φωνές, να ᾿ναι και μια δική σου, να ᾿ναι όλα τα χρόνια που κουράστηκες και υπόφερες καμωμένα ήχος στο λαιμό ενός μικρού καμηλιού με άσπρο κεφάλι...
Ο Αλής ήταν ευτυχισμένος και γαλήνιος. Η ζωή πια είχε νόημα και σημασία.
Μα το νέο έφταξε ίσαμε τα μακρινά μέρη τού Κάζ - Νταγ, οπού δούλευε ο δεύτερος Αλής. Ξεκινά αυτός κ᾿ έρχεται στο χωριό των τσιτμήδων.
« Ώρα καλή, σύντροφε! » λέει στον Αλή. «Τι νέα;»
«Έχουμε καλά νέα, σύντροφε. Η καμήλα μας γέννησε, κ᾿ έχουμε τώρα κ᾿ ένα μικρό καμήλι».
«Για να το δω! »
Το είδε, αλλά έκαμε πως δεν πρόσεξε καν το άσπρο κεφάλι.
Λέει ο Αλής τού Κάζ - Νταγ :
«Λοιπόν, σύντροφε! Τώρα που έχουμε δυο ζωντανά, θέλω να χωρίσουμε τη συντροφιά μας. Εσύ θα πάρεις το ένα, εγώ το άλλο. Όποιο θέλεις διάλεξε ».
Ετούτος ο Αλής, με το να έχει ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε γίνει σοφός και πονηρός. Σκεφτόταν : «Ο σύντροφός μου θα κρατήσει τη μεγάλη καμήλα. Δε γίνεται! Από μισή που ήταν δική του, θα την ορίζει ολάκερη. Έτσι εγώ θα πάρω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι, θα το ταξιδέψω στο Κάζ - Νταγ και θα το πουλήσω, στο δρόμο, στοάς αρκουδιάρηδες που έχουνε μαϊμούδες κι αρκούδες και μαζεύουνε γρόσα απ᾿ τον κόσμο δείχνοντάς τες. Θα βγάλω έτσι πιο πολλά απ᾿ ό,τι κάνει μια μεγάλη καμήλα ».
0 πρώτος Αλής κάθισε πάλι όλη τη νύχτα με τη γυναίκα του και ξαγρυπνήσαν για να βρούνε το τί έπρεπε να κάμουνε.
Η γυναίκα έλεγε :
«Φως φανερό, Αλή! Πρέπει να κρατήσεις τη μεγάλη καμήλα. Που θα ξαναβρούμε τέτοια τύχη, να ᾿χουμε μια μεγάλη καμήλα δική μας!»
Ο Αλής υπόφερνε, δεν μπορούσε να το φανταστεί πως θ᾿ αποχωριζόταν το καμήλι με το άσπρο κεφάλι.
« Μπας και δε θα μεγαλώσει κι αυτό ; » έλεγε. «Ας το κρατήσουμε, να το μεγαλώσουμε! »
« Τί μού λες να το κρατήσουμε! » φώναζε η γυναίκα του. « Και στο μεταξύ τι θα μάς δίνει; Κι αν στο μεταξύ ψοφήσει ; »
Τέλος ο πραχτικός νους τής γυναίκας στάθηκε πιο δυνατός απ᾿ την τρυφερότητα τού Αλή, πιο δυνατός απ᾿ την αδύναμη θέλησή του.
Τ᾿ άλλο πρωί, με μάτια θολά απ᾿ την αγρύπνια και την πίκρα, ο Αλής αποχαιρέτησε το καμήλι με το άσπρο κεφάλι. Στάθηκε ολόρθος και κοίταζε το όραμα που έφευγε με γρήγορο πηδηχτό βάδισμα ζαρκαδιού ίσαμε που χάθηκε απ᾿ τα μάτια του. Τότε ο Αλής κατάλαβε σαν κάτι να τού τραβούν απ᾿ την καρδιά του, κι όλα γύρω του να ᾿ναι έρημα, επειδή πια δε θα ᾿χε σύντροφο τού μεγάλου δρόμου, επειδή η τρυφερότητα που ήρθε τόσο άργά κ᾿ έπρεπε να ξοδευτεί, πια δε θα είχε τρόπο.
Έγινε βαρύς κι αμίλητος. Δεν είχε όρεξη να φάει κι αδυνάτιζε κάθε μέρα. Πίσω του, ενώ όδευε με το καραβάνι του, πάντα τον ακολουθούσαν οι ήχοι. Μες στους ήχους ήταν και η δική του καμήλα, που τώρα ήταν ολότελα δική του. Μα για τον Αλή οι φωνές είχαν σωπάσει, οι ήχοι δε μιλούσαν πια. Γιατί στον τόπο τους είχε μπει τώρα άλλη φωνή πιο δυνατή, αύτη που θα ᾿ρθει σε κάθε άνθρωπο, μια φορά μονάχα και ποτέ άλλη, κ᾿ ύστερα ο άνθρωπος θα την κυνηγά σα σκιά που φεύγει, πάντα φεύγει.
ΚΙ Ο ΑΛΗΣ παράτησε τη γυναίκα του στο φαράγγι των τσιτμήδων, παράτησε τις ξένες καμήλες, γιατί πια είχε γίνει κακός καμηλιέρης και τον διώξανε, πήρε τη δική του καμήλα και τράβηξε στα μέρη τού Κάζ - Νταγ.
Βρίσκει τον παλιό του το σύντροφο και τού λέει :
« Πάρε την καμήλα μου. Πάρε και το γαϊδούρι μου. Πάρε και το καλύβι που έχω στο φαράγγι. Πάρε ό,τι έχω. Μα δωσ᾿ μου πίσω το καμήλι με το άσπρο κεφάλι...»
«Δεν το έχω πια, Αλή», τού αποκρίνεται ο σύντροφός του. « Το πούλησα στο δρόμο ».
0 Αλής από τότε όλο γυρίζει. Μόλις ξημερώσει μπαίνει στο μεγάλο δρόμο, και κοιμάται όπου βραδιαστεί. Το γαϊδουράκι του πορεύεται υπομονετικά, και πίσω του δεμένη, έρημη και μόνη, ακολουθά η καμήλα του, ταράζοντας με τον ήχο τού κουδουνιού της τη ζεστή σιωπή τής γης. Οι άνθρωποι τον περιγελούνε και τον πειράζουνε. Οι πιο συμπονετικοί τού λένε πως είναι τρέλα, πως είναι μάταιο να γυρίζει. Τον συμβουλεύουνε να πάει πίσω στο φαράγγι και στο καραβάνι του. Όμως ο Αλής δεν τους ακούει. Επειδή δεν μπορεί να το πιστέψει, επειδή δε θέλει να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.
Το αφιέρωμα στην Αιολική γη δεν έχει ολοκληρωθεί.