Δημουλά Κική Ανθολόγηση I
Από τη συλλογή Έρεβος (1956)
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΌΣ
|
ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΈΣ
|
Δυο στήλες χαρακώστε
για τις ζημιές τής μέρας τούτης και τα κέρδη της. Τα σοβαρά νοήματα, τις φωτεινές σας σκέψεις, τα διαβάσματα, τ’ από τη μια γραμμή στην άλλη άτεγκτα περάσματα, στη στήλη των κερδών να σημειώσετε. Τα ονειροπολήματα με τα μικρά τους χάσματα, τής φαντασίας σας τα εύκολα πηδήματα, για όλα αυτά τής πλήξης τα τεχνάσματα, δεν ξέρω, μη βιασθείτε, ίσως των αυριανών κερδών τη στήλη χρειασθείτε. Μα την ήμερα ολόκληρη πού έφυγε μη γελαστείτε και ξεχάσετε στη στήλη των τρανών απωλειών να την περάσετε. |
Εύκολα περιγράφομαι και λύνομαι
με μονοκοντυλιές. Δεν είναι βαρετό αυτό τις χειμωνιάτικες βραδιές. Τραβήξτε πρώτα μια στερεά, μπηγμένη κατακόρυφα. Αυτή θα ’ναι ή πίστη μου. Μιαν άλλη αμέσως από απέναντι βυθίστε την στο κέντρο της σχεδόν, κατάλληλα έτσι να μοιάζ᾿ η πρώτη κλονισμένη. Βάλτε μεγάλες πλάι σε μικρές, αχνές σε τονισμένες δίπλα, να δείχνουνε τις τάσεις μου. Φροντίστε αυτές να μην τελειώνουνε ποτέ γιατί θα συντομέψετε άσχημα τη λύση μου. Πετάξτε σκόρπιες μερικές, άλλα σ’ απίθανη κατεύθυνση, τις αντιφάσεις μου. Δύο μεγάλες κεντρικές προσθέστε με τού μοιραίου το χάσμα ανάμεσά τους. Τώρα με το μολύβι (ή με τη φαντασία σας) φροντίστε πάνω από αυτά μια καταχνιά να κάθεται, γιατί με σκέτη μονοκοντυλιά ή θλίψη μου δεν περιγράφεται |
ΦΘΟΡΆ
|
ΒΡΕΤΑΝΙΚΌ ΜΟΥΣΕΊΟ (Ελγίνου μάρμαρα) |
Σε δέκα στίχους απορρόφησα τα χρόνια εκείνα
πού στο χαμό τους προσκρούει το συντριμμένο τής ζωής μου υπόλοιπο. Ο πρώτος στίχος, ντυμένος τη λιβρέα τού ιδανικού, δεξιώνεται την έξαρση στηριγμένη στο μπράτσο τής νεότητάς μου. Στίχος εύρωστος κι ωραίος. Τι κρίμα να μην είν᾿ ο τελευταίος. Ο δεύτερος, δεν ξέρω πώς, μού έμεινε μισός· κι αυτός λοξά γραμμένος σάμπως μετανιωμένος. Ο τρίτος πήγε μονάχος του και γράφτηκε εκεί στη στέπα τής φυγής σου. Στης νοσταλγίας σου τη χλόη τον επόμενο ενταφίασα. Στων τρυφερών επιστολών σου την ψευδαίσθηση ο άλλος εστεγάστηκε. Ο έκτος και ο έβδομος, σκαρφαλωμένοι στο στύλο τής αδημονίας, αγνάντευαν. Δύο μαζί σχεδόν πνιγμένους τούς ανέσυρα απ’ την παλίρροια τής προσφοράς σου. Και ο τελευταίος, τόσο μα τόσο απόκρημνος είναι, πού απ’ την κορφή του, αγκαλιασμένη με τον ίλιγγο τού ματαίου, γκρεμίζεται ή συνέχεια. |
Στην ψυχρή τού Μουσείου αίθουσα
την κλεμμένη, ωραία, κοιτώ μοναχή Καρυάτιδα. Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα επίμονα εστραμμένο έχει στο σφριγηλό τού Διονύσου σώμα (σε στάση ηδυπαθείας σμιλευμένο) πού δυο βήματα μόνον απέχει. Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει στη δυνατή τής κόρης μέση. Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι τούς δυο αυτούς να ᾿χει ενώσει. Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει απ’ τούς πολλούς, τούς θορυβώδεις επισκέπτες, τον Διόνυσο φαντάζομαι προσεκτικά απ ᾿τη θέση του να εγείρεται των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων την υποψία μην κινήσει, κι όλος παλμό να σύρεται τη συστολή τής Καρυάτιδας με οίνον και με χάδια να λυγίσει. Δεν αποκλείεται όμως έξω να ᾿χω πέσει. Μιαν άλλη σχέση ίσως να τούς δένει πιο δυνατή, πιο πονεμένη: Τις χειμωνιάτικες βραδιές και τις εξαίσιες τού Αυγούστου νύχτες τούς βλέπω, απ᾿ τα ψηλά να κατεβαίνουν βάθρα τους, τής μέρας αποβάλλοντας το τυπικό τους ύφος, με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα τούς Παρθενώνες και τα Ερεχθεία πού στερήθηκαν στη μνήμη τους με πάθος ν᾿ ανεγείρουν. |
ΓΡΑΜΜΑ
|
ΧΘΕΣ |
Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου, μού ’φερε και σήμερα ένα φάκελο με τη σιωπή σου. Τ’ όνομά μου γραμμένο απ’ έξω με λήθη. Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος. Όμως ο ταχυδρόμος τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου, κοιτώντας τα παράθυρα πού έσκυβαν μαζί μου, διαβάζοντας τα χέρια μου πού έπλαθαν κιόλας μιαν απάντηση. Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου, και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου τ’ άγραφά σου. Κι αύριο θα σού απαντήσω στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου. Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια, στο στήθος σκαμμένο το μενταγιόν τής συντριβής. Και στ’ αυτιά μου θα κρεμάσω συλλογίσου-- τη σιωπή σου. |
Ξανάρθε.
Τυλιγμένος μιαν απόχρωση ακαθόριστου. Τα μάτια του βυθός χωρίς επιφάνεια, τα χείλη του τομή μυστηρίου, ψιλόβροχο ή φωνή του. Τα λόγια του τράπουλα πού πέφτει έτσι, πέφτει αλλιώς. Θαμπός. Το σώμα του θυμίαμα, και τα μαλλιά του λουσμένα με νιότη. Το γέλιο του χάλασμα ψυχής. Μέσα του έκρυβε έναν άνεμο πού ᾿σκίζε τα χάρτινα όνειρά μου. Μέσα μου έκλαιγε ένα αύριο. Πάει τόσος καιρός πού είχα μεταλάβει το χαμό του σε ποτήρι επιχρυσωμένο με φθινόπωρο, πού σκέπασα τη φωτογραφία του μ᾿ ένα σούρουπο, κι έβαλα σύρτη στα τραγούδια μου. Τόσος καιρός πού ξεχαστήκαμε. Ξανάρθε. Μια μέρα θα ᾿ταν πού ξεχώσαμε τις περγαμηνές τής μνήμης μας και υπογράψαμε μια θεία συνέχεια πού αγαπηθήκαμε. Χθες χωριστήκαμε. |
Από τη Συλλογή Ερήμην (1958)
Εν πτωχεύσει
|
Παρανομίες
|
Είμαι σχεδόν χωρίς επάγγελμα τώρα.
Νεότερη κατασκεύαζα κυρίως διαμαρτυρίες. Αλλά και μεταχειρισμένες καταστάσεις μάζευα που μεταποιούσα εύκολα σε πρωτοτυπίες και παραφορές. Στρωμένη δουλειά. Ευπορούσα. Τώρα επιδίδομαι στο άσκοπο. Ίσα ίσα τα προς το ζην: επιβαίνω τού ανέργου χρόνου μου κι εκτελώ μικρά δρομολόγια για λίγη αναδρομή στα εύκρατα τής νεότητός μου επαγγέλματα. |
Επεκτείνομαι και βιώνω
παράνομα σε περιοχές που σαν υπαρκτές δεν παραδέχονται οι άλλοι. Εκεί σταματώ και εκθέτω τον καταδιωγμένο κόσμο μου, εκεί τον αναπαράγω με πικρά κι απειθάρχητα μέσα, εκεί τον αναθέτω σ᾿ έναν ήλιο χωρίς σχήμα, χωρίς φως, αμετακίνητο, προσωπικό μου. Εκεί συμβαίνω. Κάποτε, όμως, παύει αυτό. Και συστέλλομαι, κι επανέρχομαι βίαια (προς καθησυχασμόν) στη νόμιμη και παραδεκτή περιοχή στην εγκόσμια πίκρα. Και διαψεύδομαι. |
Ουτοπίες
|
Αυτόγραφο
|
Καθ' οδόν
(7 και 30 πρωινή προς εργασίαν) συναντώ τον Μάρτιο ευδιάθετον, υπαινιγμών πλήρη περί ανοίξεως και λοιπά. Αναβάλλω την υπόστασή μου, ανακόπτω τη σύμβασή μου με το χειμώνα, και διασπείρομαι σε χώμα. Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι, ξαπλωμένη, απλωμένη απέναντι στο καθ' όλα σύμφωνο σύμπαν. Φυτεύομαι άνθη, ανθίζω συναισθήματα, και είμαι πολύ καλά εις άπλετον προορισμόν και τοποθέτησιν. «Απαγορεύεται η άνοιξις!» ξάφνου μια πινακίδα - σύννεφο απειλεί. Αμέσως μια βροχή άρχισε κι έλεγε εις βάρος τής ανοίξεως και εις βάρος μου, ένας δύσθυμος άνεμος μού κατάσχει τα άνθη, μού κατάσχει τα συναισθήματα και μ᾿ οδηγεί στο Γραφείο. Παράβασις, λοιπόν, βαρεία, και μάλιστα καθ᾿ οδόν, από κυρία σχεδόν ώριμη, με οικογενειακές υποχρεώσεις, και πολυετή θητείαν εις Δημοσίαν θέσιν και χειμώνες. |
Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο, σ’ έναν άνεμο ράθυμο κάθισε και μ᾿ ακολούθησε επίμονα. Το πήρα και το κρατώ σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου, σαν φιλικό αυτόγραφο, ίσως σαν ένα «ευχαριστώ» που διόλου μέρος δεν έλαβα στο καλοκαίρι τούτο. Το πήρα κι εξιχνιάζω τις φετινές προθέσεις σου απέναντί μου. |
Από τη συλλογή "Επί τα ίχνη" (1963)
ΜΙΑ ΜΕΤΈΩΡΗ ΚΥΡΊΑ
|
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌΣ ΠΊΝΑΚΑΣ
|
Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή μόνη πάνω σ᾿ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι. Κι είναι η βροχή σαν οίκτος κι είναι η κυρία αυτή σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή. Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή, βαριές πατημασιές καημού τον βρόχινό του δρόμο γεμίζοντας. Κοιτάζει... Κι όλο αλλάζει στάση, σαν κάτι πιο μεγάλο της, ένα ανυπέρβλητο, να ῾χει σταθεί μπροστά σ᾿ εκείνο που κοιτάζει. Γέρνει λοξά το σώμα παίρνει την κλίση τής βροχής ―χοντρή σταγόνα μοιάζει― όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα. Κι είναι η βροχή σαν τύψη. Κοιτάζει... Ρίχνει τα χέρια έξω απ᾿ τα κάγκελα τα δίνει στη βροχή πιάνει σταγόνες φαίνεται καθαρά η ανάγκη για πράγματα χειροπιαστά. Κοιτάζει... Και, ξαφνικά, σαν κάποιος να τής έγνεψε «όχι», κάνει να πάει μέσα. Που μέσα ― μετέωρη ως εξείχε στη βροχή και μόνη πάνω σ᾿ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι. |
Στη μάνα μου
Το σπίτι κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο και τη θάλασσα με λογική τεσσάρων παραθύρων, χαμογελώντας στερεότυπα μ᾿ ένα πλατύ πορτοκαλί μπαλκόνι. Σ᾿ αυτό το μπαλκόνι σ᾿ αυτό το χαμόγελο τ᾿ απογεύματα, η μάνα μου το δυσανάγνωστό της πρόσωπο εκθέτει. Ο χρόνος το συνέγραψε χωρίς έξαρση από νύχτα σε νύχτα σε γλώσσα πόνου ρέουσα γεμίζοντας κατεβατά φθοράς. Κι ούτε ένα λάθος γέλιου. Κάθεται άκρη άκρη στην καρέκλα να μην επιβαρύνει το απόγευμα μ᾿ όλο το βάρος τής κατάκοιτης καρδιάς της, ίσα ίσα να υπάρχει σταματημένη μέσα στη ζωή της από μιαν άπνοια τύχης, ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα τής έκπληξής της το σπασμό: «Υπάρχουν θάλασσες καράβια νευρικά που σπρώχνουν λύσεις στο ανεμπόδιστο; Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα; Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα το αλκοολικό απόγευμα υπάρχουν;» Δεν το ᾿ξερε. Δεν το ᾿ξερε η ζωή της. Τώρα αποτολμά μια κίνηση παράξενη: λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός, το ξαναφέρνει πίσω, βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει, γιαλό γιαλό τα δάκρυά της. Σιγά σιγά απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι από το σούρουπο υποσκάπτονται. Το σχήμα τους παραφρονεί. Σε χώρο θάμπους κλείνονται να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας. Νυχτώνει. Συκιά, καλοκαίρι 1961 |
Πλάγιος τρόπος
|
Μην κόπτετε τα σύμβολα
|
Να έπεφτε η βροχή ραγδαία,
ευχόμουν. Να ξεσπάσει. Θα μέναμ᾿ έτσι πιο πολύ μέσα στη στοά. Στην πρόφαση. Στο βάθος "Μπαρ" καφέδες, ποτά, πίκρες εν μέθη. Πιο εκεί "Ραφείον", καλλιτεχνικά τής ζωής σας γυρίσματα, μαντάρισμα τού κενού σας άψογο. "Γραφείο μεσιτικό" πιο πέρα, πωλήσεις, αγορές ευκαιρίες αισθημάτων, αιωνιότητες. Κι εδώ, που πιο πολύ σταθήκαμε, τής κάθε ανάγκης η βιτρίνα: Χρωματιστά σαπούνια, κορνίζες για διαρκείας πρόσωπα, αλυσιδίτσες να τις σπάζει το ασυγκράτητο, φανταχτεροί αναπτήρες προσάναμμα στο βλέμμα σου, κι άφθονα καθρεφτάκια να ᾿χω το πρόσωπό σου ισάριθμες φορές. Γι' αυτό ευχόμουν… Μα η βροχή κι εσύ ενάντια στην ευχή μου πέφτατε. |
«Μην καταστρέφετε το πράσινο.
Αγαπάτε τα δέντρα.» Καθώς τ᾿ αγαπάνε τα πουλιά και η άνοιξη. Δέντρα χιμαιρικά, αυθαίρετα, άρρωστα από αλλοπρόσαλλους ανέμους. Δέντρα που πέρασαν ξυστά μες τα ταξίδια σας, και τα υλοτόμησε το κοφτερό σας πέρασμα. Κι αυτά τ᾿ αειθαλή δέντρα που ζούνε μες τα κάδρα σας, τούς αναπόφευκτους τοίχους δαμάζοντας. Κι εκείνα των αλσυλλίων τα φιλόσοφα δέντρα, που τούς μικρούς και μεγάλους —αλλά ποτέ παντοτινούς -- έρωτες επιβλέπουν. Τόσα και τόσα δέντρα. Κι αυτό το έξαφνο, το ένα δέντρο, σ᾿ ένα κυνηγημένο δρόμο, σαν τούτο εδώ, ας πούμε, το αποστεωμένο δέντρο, απέναντι στο σπίτι μου — η ερημιά πάντα στην ώρα της -- γυμνό, θεόγυμνο — οριστικά χαμένο το παιγνίδι τής άνοιξης -- που μια ανωφέρεια είναι για το βλέμμα μου όταν αρχίζει πίσω απ᾿ το παράθυρο τον τακτικό περίπατό του στο άδειο — λυπητερά βαράνε τα όνειρα —, άδειο περίπατο, καμιά συνάντηση, μόνο το φανελένιο νυχτικό στα σύρματα τα ξεβαμμένα άνθη του φυτεύει στο άδειο. Τόσα και τόσα δέντρα. Κι όλα τα πεπρωμένα, έμμονα δέντρα, που επινοήσατε, που άγνωστο γιατί δεν έπιασαν στων επιθυμιών σας τα τοπία, και τα μεταφυτέψατε στην ποίηση, δέντρα συμβολικά. Μην κόπτετε τα σύμβολα. |
Από τη Συλλογή "Το λίγο του κόσμου" 1971
Πέρασα
|
Ο πληθυντικός αριθμός
|
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Υπήρξα περίεργη και μελετηρή. Ξέρω απ᾿ όλα. Λίγο απ᾿ όλα. Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται, πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε. Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων μ᾿ ένα οποιοδήποτε κλειδί τής λησμονιάς. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Πέρασα μέρες με βροχή, εντάθηκα πίσω απ᾿ αυτό το συρματόπλεγμα το υδάτινο υπομονετικά κι απαρατήρητα, όπως ο πόνος των δέντρων όταν το ύστατο φύλλο τούς φεύγει κι όπως ο φόβος των γενναίων. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν σε αθέατα αίτια χαράς. Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες. Τα τεντωμένα τόξα τους βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα. Είδα πολλά και ωραία όνειρα και είδα να ξεχνιέμαι. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων, κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους να περάσει ο πλατύς χρόνος. Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα. Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα και στο θεό τής απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα. Έλαβα κάρτες σύντομες: εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα και κάτι χαιρετίσματα από τον Πύργο τής Πίζας που γέρνει. Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα. Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους, Στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες και πολύ στις αλυσίδες. Έμαθα να διαβάζω χέρια και να χάνω χέρια. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Ταξίδεψα μάλιστα. Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει… Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος. Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει. Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα κι απ᾿ την απροσεξία μου. Πήγα και στη θάλασσα. Μού οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα. Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους. Τούς είδα να πέφτουν απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης, που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης. Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες ορθόδοξης ερημίας. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα. Και δεν μού ᾿λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα. Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια, σκοτεινή, με ακόνισε. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Όσο μπόρεσα έφερ᾿ αντίσταση σ᾿ αυτό το ποτάμι όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει, κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό στα ξεροπόταμα και παρασύρθηκα. Όχι, δεν είμαι λυπημένη. Σε σωστή ώρα νυχτώνει. |
Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν, πολύ ουσιαστικόν, ενικού αριθμού, γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, γένους ανυπεράσπιστου. Πληθυντικός αριθμός οι ανυπεράσπιστοι έρωτες. Ο φόβος, όνομα ουσιαστικόν, στην αρχή ενικός αριθμός και μετά πληθυντικός: οι φόβοι. Οι φόβοι για όλα από δω και πέρα. Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη. Η νύχτα, όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού, ενικός αριθμός. Πληθυντικός αριθμός οι νύχτες. Οι νύχτες από δω και πέρα Σημείο Αναγνωρίσεως
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν. Στολίζεις κάποιο πάρκο. Από μακριά εξαπατάς. Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθίσει να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες, πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις. Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο: δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου μ᾿ ένα σκοινί μαρμάρινο κι η στάση σου είναι η θέλησή σου κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις την αγωνία τού αιχμάλωτου. Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη. Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου, ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα. Δεμένα είναι τα χέρια σου. Και δεν είν᾿ το μάρμαρο μόνο ο Άργος. Αν κάτι πήγαινε ν᾿ αλλάξει στην πορεία των μαρμάρων, αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες για ελευθερίες και ισότητες, όπως οι δούλοι, οι νεκροί και το αίσθημά μας, εσύ θα πορευόσουνα μες στην κοσμογονία των μαρμάρων με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη. Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας. Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Σε λέω γυναίκα γιατ᾿ είσ᾿ αιχμάλωτη. |
Τα πάθη της βροχής
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο σι, σι, σι. Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος, ήχος κανονικός, κανονικής βροχής Όμως ο παραλογισμός άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση μού ᾿μαθε για τούς ήχους. Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή, σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα, κρυστάλλινα ψηφία πού τσουγκρίζουν και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ. Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ, όλη τη νύχτα ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος, αξημέρωτος ήχος, αξημέρωτη ανάγκη εσύ, βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη κάτι μακρύ να διηγηθεί και λέει μόνο εσύ, εσύ, νοσταλγία δισύλλαβη, ένταση μονολεκτική, το ένα εσύ σα μνήμη, το άλλο σαν μομφή και σαν μοιρολατρία, τόση βροχή για μια απουσία, τόση αγρύπνια για μια λέξη, πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή μ’ αυτή της τη μεροληψία όλο εσύ, εσύ, εσύ, σαν όλα τ᾿ άλλα να ᾿ναι αμελητέα και μόνο εσύ, εσύ, εσύ. |
Φωτογραφία 1948
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο. Φαίνετ᾿ απ᾿ τη ζωή μου πέρασε κήπος κάποτε. Στο άλλο χέρι κρατώ πέτρα. Με χάρη και έπαρση. Υπόνοια καμιά ότι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις, προγεύομαι άμυνες. Φαίνετ᾿ απ᾿ τη ζωή μου πέρασε άγνοια κάποτε. Χαμογελώ. Η καμπύλη τού χαμόγελου, το κοίλο αυτής τής διαθέσεως, μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο, έτοιμο. Φαίνετ᾿ απ᾿ τη ζωή μου πέρασε στόχος κάποτε. Και προδιάθεση νίκης. Το βλέμμα βυθισμένο στο προπατορικό αμάρτημα: τον απαγορευμένο καρπό τής προσδοκίας γεύεται. Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου πέρασε πίστη κάποτε. Η σκιά μου, παιχνίδι τού ήλιου μόνο. Φοράει στολή δισταγμού. Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι σύντροφός μου ή καταδότης. Φαίνετ᾿ απ᾿ τη ζωή μου πέρασ᾿ επάρκεια κάποτε. Συ δεν φαίνεσαι. Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο, για να ’χω σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι. Φαίνετ᾿ απ᾿ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε. |
Η Περιφραστική πέτρα
|
Οι πικροδάφνες
|
Μίλα.
Πες κάτι, οτιδήποτε. Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία. Διάλεξε έστω κάποια λέξη, που να σε δένει πιο σφιχτά με την αοριστία. Πες: «άδικα», «δέντρο», «γυμνό». Πες: «θα δούμε», «αστάθμητο», «βάρος». Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου. Μίλα. Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας. Εκεί που τελειώνουμε εμείς αρχίζει η θάλασσα. Πες κάτι. Πες «κύμα», που δεν στέκεται. Πες «βάρκα», που βουλιάζει αν την παραφορτώσεις με προθέσεις. Πες «στιγμή», που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται, μην τη σώζεις, πες «δεν άκουσα». Μίλα. Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους, έχουν τούς ανταγωνισμούς: αν κάποια απ’ αυτές σε αιχμαλωτίσει, σ’ ελευθερώνει άλλη. Τράβα μία λέξη απ᾿ τη νύχτα στην τύχη. Ολόκληρη νύχτα στην τύχη Μη λες «ολόκληρη», πες «ελάχιστη», που σ’ αφήνει να φύγεις. Ελάχιστη αίσθηση, λύπη ολόκληρη δική μου . Ολόκληρη νύχτα. Μίλα. Πες «αστέρι», που σβήνει. Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη. Πες «πέτρα», που είναι άσπαστη λέξη. Έτσι, ίσα ίσα, να βάλω έναν τίτλο σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια. |
Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει. Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο σε κανένα μικρό ανηφοράκι κι ούτε στις πράες κατηφοριές ακούγεται το γέλιο τής βιασύνης σου. Γραμμένος δεν είσαι ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια: στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων. Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων που δεν πάνε σε βάθος κι εύκολα κλείνουν, Έλση - Δημήτρης και βέλος. Κι άλλα ονόματα που πέρασαν μ’ έναν καημό διάρκειας. Στα πιο πολλά η ζωτική γραμμή ανάμεσά τους έθρεψε κιόλας, έσβησε. Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε. Φυσάνε όρκοι πίσω από τούς θάμνους και κυλάνε πέτρες. Έρωτες που ανεβαίνουν, έρωτες που γλιστράνε. Το απόγευμα αισθάνεται μια μυροβόλο απάθεια κι ό,τι είναι λύπη μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος. Των αρωμάτων τα σώματα βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους, βαρετά αγνοούν: κανένα δεν μυρίζει εξαφάνιση. Πού είσαι; Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ᾿ τ᾿ όνομά τους τις πικροδάφνες. Πού είσαι; Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ. Ο λόφος δε σε ξέρει. Λοιπόν σώζομαι άπω συσχετίσεις. Κι έτσι μπορώ να σταθώ στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας για ν᾿ απολαύσω ανενόχλητα αυτό το κάθαρμα τη δύση. |
Μαύρη Γραβάτα
|
Βαθεία Αύλαξ
|
Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω. Μόνο γράφε τούς λόγους, μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη. Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη πως βασανίστηκα για όλα. Γράψε πως κλαίω για έναν καθρέφτη. Άλλοτε διακοσμητικό στοιχείο, μαντείο τώρα. Για την ξερή καληνύχτα που λεν οι μικρές πιθανότητες και ξοφλάνε. Γράψε πως κλαίω για το παράθυρό σου, κλειστό κι ακαλημέριστο και μελαγχολικό εκ γενετής του. Για τα πουλιά της τελευταίας δεκαετίας. Τον τρόμο τους με τις κεραίες τηλεοψίας. Για την προσαρμογή τους ύστερα, και τα πετάγματά τους σ’ αυτά τα σιδερένια δέντρα. Που μάθανε να τραγουδούν σε σιδερένιους κλώνους. Γράφε. Γι’ αυτό το Σαββατόβραδο που θάφτηκε ανάμεσα σε δύο κυπαρίσσια στη Φραγκόκλησα. Για το φεγγάρι που πενθεί – φοράει μαύρη γραβάτα σύννεφο, γράψε πως κλαίει. Κλαίω γιατί με ρώτησες αν είδα την πανσέληνο. Όχι, τίποτα ολόκληρο δεν είδα και δεν έζησα. Κλαίω που τα παιδιά κρατούν τη σάκα τους σαν τελειωμένη κιόλας γνώση, και στων αγίνωτων ωρών την τρυφερή καθησύχαση δεν πάνε και δεν παίζουν. Γράψε πως κλαίω για τις μητέρες. Τις πιο παλιές μητέρες μου. Τις λεπτές κι όμορφες, των παραθύρων ερωμένες, αρπίστριες τού αγναντέματος, που τις επήρε απρόφταστες ο θάνατος κι αυτές μακροημερεύουν μητρικές σε σαλονιού φωτογραφίες και σε κεντήματα. Κλαίω γιατί ανάψανε τα φώτα κι η Κυριακή κουλουριασμένη γάτα στο παράθυρό μου. Ο φόβος βάζει τα καλά του και περιμένει. Γράφε. Πως κλαίω για τούς τυφώνες, το λίγο φαΐ το κάθε Λίγο, για τους σεισμούς χωρίς προειδοποίηση. Κλαίω επειδή χαμένη πάει η είδηση που μου ᾿φερες πως είδες χθες την πρώτη πεταλούδα. Κλαίω γιατί δεν είναι είδηση το εφήμερο. Γράφε. Κλαίω επειδή η τύχη κλείστηκε στο σπίτι της, η αναβολή έφτασε στον δήμιο, το παγούρι έχει φτάσει στην έρημο, η νεότης έχει φτάσει στη φωτογραφία. Κλαίω γιατί ποιος ξέρει ποιος θα κλείσει των ημερών μου τα μάτια. Πότιζε συ τη γλάστρα κι άσε να κλαίω επειδή… |
Καληνύχτα...
Με κούρασε πολύ η Κυριακή. Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο. Με κούρασε κι αυτός ο γάμος "στις οκτώ", ο λόγος ο αμετάφραστος έσονται εις σάρκα μίαν -- κορίτσι πάλι η σκέψη, και ταξίδευε μ᾿ άσπρα ανοιχτά σεντόνια. Κι ύστερα όλ᾿ αυτά τα Κολωνάκια που κατέληξα μεγάλωσαν την κούραση. Μπορεί να έφταιγε ο καιρός, κάτι σαν φθινοπωρινός και λίγο σαν χαμένος. Μπορεί να φταίξανε οι νέες και οι έφηβοι. Ως σημαιούλες υπερχρόνου εορτάζοντος περνούσαν, όπως περνούσα κάποτε, και με κούρασαν. Αλλά κι αυτά των κυριών τ᾿ άρρωστα μάτια -- τα μάτια αρρωσταίνουνε βαριά όταν θέλουν να δουν τι είναι πίσω από άλλα μάτια. Είδα να ᾿χουν πιαστεί σε κάποιο δίχτυ νοσταλγίας που το τραβούσαν σκοτεινοί στην πρόθεση ψαράδες — καιροί αλιείς. Αδιέξοδες κυρίες... Είδα, όπου πηγαίνει η ώρα τους, να βρέχει. Εκείνο το εις σάρκα μίαν ακόμα δεν μού επέστρεψε τη σκέψη -- κορίτσι ακόμα η σκέψη, ταξιδεύει μ᾿ άσπρα ανοιχτά σεντόνια. Αλλού εγώ κι αλλού η σκέψη, μεγάλη πάντα κούραση. Με κούρασε πολύ αυτό το "πάντα". Κάποιος μιλάει δίπλα μου για ασκήσεις, θαρρώ "βαθεία αύλαξ" λέει. Ναι. Βαθεία αύλαξ. Καληνύχτα. Πικρίζει ο Λυκαβηττός μέσα στο βλέμμα. Με κούρασε πολύ αυτή η γεύση, κι αυτά τα δέντρα που βαδίζουν μόνα τους κάτω από φυλλορροημένες συναντήσεις. Καληνύχτα. Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο. Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο τού κόσμου. Με κούρασε πολύ το πρόσωπο τού κόσμου. Κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι στο πάνω πάνω ράφι που δεν φτάνω. Μοντάζ ΦωτογραφίαΣημείο διαχωριστικό δύο απεράντων είσαι.
Δύο αντιμέτωπων πελάγων. Ο ουρανός κι η θάλασσα. Το πλάτος και των δύο αθροίζεται στο μέτωπό σου. Έχεις πλατύ μέτωπο αντιμέτωπο στα όρια. Τα δεμένα πανιά τής μορφής σου, η σκεπτική της πλώρη, δείχνουν πως περιμένεις τρικυμία των απεράντων. Όμως εσύ κρατάς τιμόνι. Εξάρτημα καϊκιού είναι ή τής ζωής σου; Δική σου είναι η βάρκα ή κλεμμένη; Δικό σου είναι το θάρρος ή τής φωτογραφίας; Οδηγείς ή οδηγείσαι; Υπήρχε από την αρχή τιμόνι ή έκανε μοντάζ ο φωτογράφος κι απόκτησε τιμόνι το ακυβέρνητο, όπως βρεθήκαν οι αγρότες οι παππούδες μας στα κάδρα με γραβάτα; |
Αυτοσυντήρηση
|
Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε μένα
|
Θα πρέπει να ᾿ταν άνοιξη
γιατί η μνήμη αυτή υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται. Εκτός εάν η νοσταλγία από πολύ βιασύνη, παραγνώρισ᾿ ενθυμούμενο. Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα όταν τα πάρει ο χαμός. Αλλά μπορεί να ᾿ναι ξένο αυτό το φόντο, να ᾿ναι παπαρούνες δανεισμένες από μιαν άλλην ιστορία, δική μου η ξένη. Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση. Από φιλοκαλία κι έπαρση. Όμως θα πρέπει να ᾿ταν άνοιξη γιατί και μέλισσες βλέπω να πετούν γύρω απ᾿ αυτή τη μνήμη, με περιπάθεια και πίστη να συνωστίζονται στον κάλυκά της. Εκτός αν είναι ο οργασμός νόμος τού παρελθόντος, μηχανισμός τού ανεπανάληπτου. Αν μένει πάντα κάποια γύρις στα τελειωμένα πράγματα για την επικονίαση τής εμπειρίας, τής λύπης και τής ποίησης. |
Σού είπα:
- Λύγισα. Και είπες: - Μη θλίβεσαι. Απογοητεύσου ήσυχα. Ήρεμα δέξου να κοιτάς σταματημένο το ρολόι. Λογικά απελπίσου πως δεν είναι ξεκούρδιστο, ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος. Κι αν αίφνης τύχει να σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης, μη ριψοκινδυνέψεις να χαρείς. Η κίνηση αυτή δεν θα ῾ναι χρόνος. Θα ῾ναι κάποιων ελπίδων ψευδορκίες. Κατέβα σοβαρή, νηφάλια αυτοεκθρονίσου από τα χίλια σου παράθυρα.. Για ένα μήπως, τ᾿ άνοιξες. Κι αυτοξεχάσου εύχαρις. Ο,τι είχες να πεις, για τα φθινόπωρα τα κύκνεια, τις μνήμες υδρορρόες των ερώτων, την αλληλοκτονία των ωρών, των αγαλμάτων την φερεγγυότητα, ό,τι είχες να πεις γι᾿ ανθρώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν, το είπες. |
Το διαζευτικόν ή
|
Χαλκογραφία
|
Μ᾿ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες. Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης; Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη, αυτό βροχή, αυτό δάκρυα. Στεγνή στέκομαι ανάμεσα στα δύο ενδεχόμενα: βροχή ή δάκρυα, κι ανάμεσα σε τόσα δοφορούμενα: βροχή ή δάκρυα, έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε, εσύ η μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς τού τελευταίου φύλλου. Το κάθε τελευταίο, τελευταίο τ᾿ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη. Και μεγάλωσα πολύ για να είναι αυτό αφορμή δακρύων. Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω; Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες. Και μεγάλωσα πολύ για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει κι όταν δεν βρέχει, άλλο. Σταγόνες για όλα. Σταγόνες βροχής ή δάκρυα. Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου. Εγώ ή μνήμη, πού να ξέρω; Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τούς χρόνους. Βροχή ή δάκρυα. Εσύ η μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς τού τελευταίου φύλλου. |
Στην Αργυρώ Νεγροπόντη
Σε κάποιαν έκθεση, κυρία, είχ᾿ αγοράσει τα «Καράβια» σας, με αρκετή απάθεια τότε για το θέμα πλοίον, ιστίον και παν μέσον. Η λεπτή τέχνη τής ακινησίας τους αφηγημένη σε χαλκό, φούσκωνε τα πανιά τής αφοβίας μου και η αλλαγμένη θάλασσα στο χρώμα τής φωτιάς που πρωτοκαίει τού χαλκού όταν πυρώνει απ᾿ την τριβή τής σύλληψής σας, με γέμιζε υγεία: επιτέλους μια θάλασσα όχι γαλάζια. Αυτά πριν από χρόνια. Παραμέλησα τα καράβια σας χρόνια σε κάποιον τοίχο λάσκα δεμένα στην υπογραφή σας «Αργυρώ». Αλλά τώρα, μετ᾿ από τόσα χρόνια, Αργυρώ, πες μου τι θα σού στοίχιζε μια πρόβλεψη ανέμων; Πάνω στη θάλασσα, πίσω απ’ τα καράβια, έπρεπε να ᾿χεις χαράξει και κάποιο γλιτωμό. Αφού βουλιάξαν όλοι οι τρόποι θα έφευγα με μια χαλκογραφία. |
Ωδή σε μια επιτραπέζια λάμπα
|
Τα Δεμένα
|
Στη μνήμη του θείου μου
Παναγιώτη Kαλαμαριώτη Παλιά επιτραπέζια λάμπα, δουλεμένη από τεχνίτη Ανατολίτη με φαντασία και πρόβλεψη. Την έφερ᾿ ένας θείος μου δικαστής από τη Σμύρνη και στο φως της δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων. Η πείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά, στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη. Τόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία, βεντέτες για μια μεσοτοιχία, για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι. Γνώρισε πάμπολλους πρότερους έντιμους βίους κι ερωτεύτηκε ενόχους. Καημένε θείε, πώς τα πας μ᾿ αυτόν το νέο νομοθέτη και τους νόμους του -- ύλη αδίδακτη ο θάνατος. Τής ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος. Aλλ᾿ είναι η ζωή απ᾿ τις χαμένες υποθέσεις, ακόμα και για τούς δυνατούς νομομαθείς, όπως ήσουν. Κληρονομιά μου τώρα η λάμπα. Δουλεμένη με φαντασία και προπαντός με πρόβλεψη. Το φως της, για να ᾿ρθει να σταθεί σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης τού ίδιου μ᾿ εμένανε βιβλίου ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί, που νικητής πάλι βγαίνει απόψε και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω, πηδάει μέσ᾿ από πλούσια φύλλα φοινικιάς. Kι αυτό υποκινεί βλάστηση. Κάτω απ᾿ τη φοινικιά στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας. Είχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης: μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς, φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται. Η μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου. Καλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας. Ανατολίτη τον δείχνει η κελεμπία, το σαρίκι και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο. Το χέρι του, απλωμένο σε σένα, δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις, αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει. Όλ᾿ αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει στην ίδια κίνηση, όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα. Μπορεί να είναι μουεζίνης κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του τι λείπει από τον έναν κόσμο. Μπορεί να είναι επαίτης. Ή νυχτοφύλακας τής προεκτεινόμενης πέρ᾿ απ᾿ τη λάμπα τροπικότητας. Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά, ασκητής, οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο αναπάντεχο στην προεκτεινόμενη πέρ᾿ απ᾿ τη λάμπα έρημο. Ποιος ξέρει; Κανένας περιηγητής, που έχασε το δρόμο αλλά και το νόημα τής περιηγήσεώς του. Και τώρα, υψώνοντας το χέρι, με ρωτάει ποιος είν᾿ ο δρόμος και ποιο το νόημά του. Εμένα ρωτάει ποιος είν᾿ ο δρόμος και ποιο το νόημά του; Νυχτοφύλακας ή επαίτης, περιηγητής, ρήτορας, μωαμεθανός ή άπατρις, εμένα δεν με νοιάζει. Εγώ, έτσι που πέρασαν τα χρόνια, έτσι που ήρθανε τα πράγματα, Προφήτη τον ορίζω. Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι, έτσι που χάθηκαν τα χρόνια, έτσι που στέκουνε τα πράγματα. |
Η θάλασσα τού Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας Ας πούμε πως υπάρχεις. Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα. Λερώνει τούς απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο, η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι. Ας πούμε πως υπάρχεις. Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δέντρο. Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι, πολλά τέτοια δεσίματα. Ας πούμε πως υπάρχεις. Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο. Στη γη εδώ - εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο. Η ίδια φροντίδα για τούς νεκρούς και για τούς σπόρους. Η γη αναρριγεί. ας πούμε πως υπάρχεις. Στις Μυκήνες επιφωνήματα και τάφοι Πέτρα βασανισμένη από τη φήμη. Πάθη από τζάκι και γι᾿ αυτό αξιοθύμητα. Στα δικά μας τα πάθη δεν θα ᾿ρθει κανείς επισκέπτης, τα περιμένει η λήθη, πεινασμένη πάντα. Ας πούμε πως υπάρχεις. Στο Ναύπλιο άλλο ένα πλοίο λευκό. Όχι απόλυτα πλοίο κι όχι απόλυτα λευκό. Ας πούμε πως υπάρχεις. Αφήσαμε τα διφορούμενα και μπήκαμε σε καλαμιές, σε λεμονιές και κυπαρίσσια. Εικόνα οπωροφόρα - σε ποτίζω. Ας πούμε πως υπάρχεις. Μακριά στην ανηφόρα κοντανασαίνει ένας μαύρος σιδηρόδρομος. Σαν γλιτωμός που ξεκουρδίστηκε. ας πούμε πως υπάρχεις. Όπως το πολύ νερό σε μέρη ακατοίκητα, όπως το καλό σημάδι σε πουλιά βαλσαμωμένα. Περιττά. Εκδρομή Μεσιτείες
Με γυροφέρνει η άνοιξη,
άλλα εγώ άλλη φορά πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ. Ας μοιάζει μ᾿ οτιδήποτε το σούρουπο. Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες. Τα όνειρα που είδα αποδειχτήκαν ανυπόληπτα: πήγαν και μ’ άλλους ύπνους. Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές. 'Όταν μού λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε ταξίδευα κι όταν μού λέγανε τα όνειρα περίμενε περίμενα. ’Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές. Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά. Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη. Μια νερατζιά με κοίταξε με διάθεση υπόπικρη, και μού ᾿κλείσε το δρόμο μια μυρωδιά επιστροφής. Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη: για να μού δώσει έναν Μάιο παλιό, μαζί και με τις νερατζιές, για να μού δώσει κυρίως τη μορφή, που στη μεταφορά της από σταθμό τής λήθης σε σταθμό, χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα —γι’ αυτά πληρώνεις— , μού παίρνει ένα μέλλον. |
Κάλχας
|
Το λίγο τού κόσμου
|
Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
Βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει, να πλαταίνει, να σβήνει τα χαραμοφάικα φωτάκια. Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι, γυμνάζω μαύρα αποκλείεται, εξαπολύω γυμνασμένα αποκλείεται και ξεσκίζουν κάτι άστρα τελευταία. Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι, αλλάζω φύλο, γίνομαι σκοτάδι. Πού θα μού πας λιποψυχία, κάπου θα σε πετύχω τώρα που ορκίστηκα άυπνη. Τα υπνωτικά μου μιλιγκράμ αγγελικά κοιμούνται κι ο εγκέφαλος μου ξαγρυπνάει και γλυκά τα νανουρίζει. Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι, Βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει, γράφω συνθήματα στους τοίχους των ονείρων: κάτω τα ξημερώματα των ορνιθοτροφείων, κάτω η φαυλοκρατία των ελπίδων «και σπίτια θα σάς χτίσουμε και δρόμους θα σάς κάνουμε και βροχή θα σάς φέρουμε κι ανέμους, κι ανέμους». Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι, περιμένω κάτι αποβράσματα σκοτάδια να μπω στο ρετιρέ τού Μάντη Κάλχα. Θα τον σκοτώσω. Με βούτηξε σ’ ολόκληρη θυσία για να πνεύσεις. Μα εσύ κουρνιάζεις, άπνοια, πάνω σε κάθε προφητεία με το πάσο σου. |
Εδώ, απέφυγες την περιπέτεια
να ξαναϋπάρχεις κι είναι το χέρι σου μόνο στην τετράγωνη νύχτα τής φωτογραφίας. Σαν ανάσταση σκίζει το χάρτινο σύμπαν μονάχο κι ανεβαίνει, σαν αίφνης που αίρει το Λίγο τού κόσμου. Με τέσσερα επί τέσσερα ουρανό που ξεκινάει; Αλλ᾿ είναι η ασφυξία των διαστάσεων ο σπόρος των θαυμάτων. Περιστρέφω την φωτογραφία, γιατί προκαλεί εθισμό η παρατεταμένη χρήση των θαυμάτων. Εδώ μοιάζει χέρι που κόπηκε από σώμα χορευτού την ώρα που έλεγε ώπα, γιατί άλλη στροφή θα ετοίμαζε η ψυχή κι άλλη θα μπόρεσε το σώμα. Αντίρροπος ρυθμός που σπάζει το μέλος και τα μέλη. Περιστρέφω τη φωτογραφία Χέρι που βαδίζει στον ήσυχο στενόμακρο Σεπτέμβρη των πολλών και βουβών αληθειών. Εδώ, το χέρι που θα χάραξε ένα καλή αντάμωση στην πρώτη πέτρα των ανθρώπων. Ευχή που πιάνει αν φυτευτεί σε γη φωτογραφίας μόνο. Με μια ελάχιστη κίνηση Το χέρι αλλάζει πάλι Επαγγελίες αιωρήσεως. Τώρα, όμοιο χάδι είναι ανοδικό Στα μακρινά μαλλιά μιας μνήμης. Αχ, τι θα τις κάνει τόσες ομοιότητες Για αυτόν τον ένα κόσμο; Αφήνω τη φωτογραφία να πέσει. Και το χέρι σου μένει παλάμη ανεστραμμένη σε κάποια χειρομάντισσα νεφέλη, που το διαβάζει: Μαζί του δεν βλέπει να μάς δένει καμία συνεργασία στα βάρη. Μαζί δεν θα σηκώσουμε μήτε νεκρόν από κάτω μήτε λουλούδι. |
ΆΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΈΡΩ
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα. Ούτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν πλάι στα παιδικά μου χρόνια: έχω ένα βαρελάκι που ᾿ χει δυο λογιών κρασάκι. Το κράτησα ως τώρα αχάλαστο ανεξήγητο, γιατί ως τώρα δυο λογιών κρασάκι έχουν λυμένα κι άλυτα που μού τυχαίνουν. Συμβίωσα σκληρά μ’ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει και δεν τον ρώτησα ποτέ ποιας φωτιάς γιος είναι, σε ποιο θεό ανεβαίνει και μού φεύγει. Δεν τού λιγόστεψα τού κόσμου τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του, τού ανάθρεψα τού κόσμου το μυστήριο με θυσία και με στέρηση. Με το αίμα που μού δόθηκε για να τον εξηγήσω. Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση έτσι το δέχτηκα κι έτσι τ’ αποχωρίστηκα: με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση. |
Αίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα. Άφησα να μην ξέρω πώς λύνεται ένα χθες, ένα εξαρτάται, το αίνιγμα των ασυμπτώτων. Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω, ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι. Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως να σε διακρίνω. Στάθηκα Πηνελόπη στη σκοτεινή ολιγωρία σου. Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι, πηγή αν είσαι ή κρήνη, θα ᾿ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα που, Πηνελόπες και όχι, μάς κυριεύει αυτός ο δαίμων τού νερού για να δοξάζεται το αίνιγμα πώς μένουμε αξεδίψαστοι. Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Aναμάρτητη: αξεδίψαστη. Στο αίνιγμα τού θανάτου πάω ψυχωμένη. |
Πίνακας του Γεράσιμου Στέρη
Από τη συλλογή "Το τελευταίο σώμα μου" (1981)
Το τελευταίο σώμα μου
|
Το Πλησιέστερο
|
Σ᾿ εσένα, Αίφνης, απευθύνομαι. Αίφνης ονειροδίαιτο, τρελά γενναίο, καλλονό, νόθο παιδί αγνώστων παραγόντων, σ᾿ εσένα που το Σπάνιο Σπάνιο το διατηρείς, δείχνοντας γρανιτώδη αδιαφορία στο οδυνηρό, το λάγνο πάθος που τρέφει για σένα η Συχνότητα. Σπίθα απ᾿ την επίμονη τριβή μιας προσμονής και μιας παραίτησης, που στάμνες και δίψες γεμίζεις χωρίς τη σύμπραξη κρήνης, πηγής. Χρόνε Θεοκατέβατε, μικρόσωμε, που την τεράστια δύναμή σου συσσωρεύεις αργοπορία συσσωρεύοντας, Μεσσία μονολεκτικέ, σεισμέ που γκρεμίζεις τα αντισεισμικά μας Αμετάβλητα, σ᾿ εσένα Αίφνης, κοσμοφόρα Μεσολάβηση, σπαρακτικά απευθύνομαι να ᾿ρθεις να ελευθερώσεις το τελευταίο σώμα μου εδώ πάνω τον δουλοπάροικο παλμό του να ελευθερώσεις από τον πιο σκληρό τον πιο αιμόφιλο τον παρανοϊκό που μου ᾿τυχε αφέντη τον σήκω-κάτσε σήκω-κάτσε σήκω-κάτσε... |
Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται στον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια κι εντούτοις ήδη κουρασμένα γιατί δεν είναι τα φτερά άπτωτη εύνοια και προνόμιο, ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα, που είν᾿ το πλησιέστερο κλαδί για ν᾿ ακουμπήσουν. Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ που είν᾿ το Πλησιέστερο ότι έχει και βαθμό συγκριτικό το ανύπαρκτο Πλησίον, θα ᾿τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ, όλο κι απαραχώρητο, κι ας ψόφαγαν πουλάκια δίκια και προτεραιότητες — κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο. Ας πάνε τα πουλάκια τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν ν᾿ ακούσουν ό,τι είπε και σ᾿ εμένα όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη τη ρώτησα που είναι ν᾿ ακουμπήσω το πλησιέστερο κλαδί. Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ που είν᾿ το Πλησιέστερο θα ᾿τρεχα να το πιάσω πρώτη, όλο κι απαραχώρητο, κι ας ψόφαγες εσύ γιατί το πλησιέστερο κλαδί είναι ο θάνατός σου η ζωή μου. |
Η αποδυνάμωση
|
Ο Προ - δήμιος
|
Αεροταραχή επάνω. Τεράστια κύματα ανέμου αγριεμένου σηκώνονται και καταπίνουν των σκουπιδιών την ιεράρχηση. Σαν αητός ο αέρας αρπάζει με το ράμφος του το στερεό έδαφος, το ανεβάζει ψηλά, το αφήνει, πέφτει και σκάζει σαν καρπούζι το στερεό έδαφος. Όλα τα έχει περιγράψει μια Αρπαγή: ξεριζώνει τις ταράτσες, σκίζει την απλωμένη τάξη που πλένουν κάθε μέρα οι κινήσεις των ανθρώπων οι πλύστρες. Παλεύει με καρέκλες, πετάει χάμω την ευστάθεια, το εδώ μου και το εκεί σας ξέφραγο αμπέλι, γκρεμισμένος ο αχυρένιος φράχτης, ο άλλος χώρος ξέφραγο αμπέλι. Πολύ δυνατός αέρας. Θα ρίξει τη μέρα ολόκληρη από τη χρονοστήλη και θα τη σπάσει. Ξερογλείφεται η θραύση. Σφοδρός αέρας για έναν κόσμο που παίρνεται με το παραμικρό, Τον συγκρατεί το σπαγγάκι μιας γέννησης μόνο κι ενός θανάτου η κλωστούλα. Παρτός κόσμος. Όσα βαρίδια κι αν τού βάλαμε, μέλλον και σθένος κουδουνίστρες τού έρωτα ορειχάλκινες λέξεις θεούς επιούσιους συσκευές τηλεφώνων ποτιστήρια φωνής γελωτοποιές αδιαλλαξίες λήθες ογκολιθικές μνήμες ανοξείδωτες πήλινα ενδεχόμενα πίστη που χαμογελάει — ίδια απ᾿ όποιο σημείο κι αν την κοιτάξεις, σαν τη Τζοκόντα -- μέτρα και αμετροέπειες —βαρίδια και τα δύο -- παρτός είναι. Αεροταραχή και καταπίνει των παρτών την ιεράρχηση. Επομένως θα πάρει κι εμένα, που παρτή είμαι και δεν με κρατάει κανένα κρατήσου επάνω μου. Ας με πάρει. Παρά να με πάρει ο χρόνος καλύτερα να με πάρει ο άνεμος. |
Όμοια μ᾿ Εκείνο καθώς οι δίδυμοι. Όμως αυτήν φοβάμαι πιο πολύ γιατί έρχεται πιο γρήγορα απ᾿ Εκείνο τρέχει και έρχεται μαρτυριάρα του ενώ σαν μυστικό αμέριμνο βαδίζει ακόμα Εκείνο. Δεν τη βλέπεις αλλά περνάει το τρέξιμό της σιφουνικό από μέσα σου, κλυδωνισμός, δεν πέφτεις μα γκρεμίζεσαι, καπνοί σε ζώνουν πυρκαγιάς ενώ χλωρό ακόμα είναι το δάσος και το νερό που έχεις μαζέψει σε στάμνες και παρασταμνάκια πιωμένο πριν το πιεις. Έρχεται μαρτυριάρα τού πιο γρήγορα όχι να σώσει να περισώσει ούτε και να προετοιμάσει, γιατί κανείς ποτέ αν και καλά προετοιμασμένος, προετοιμασμένος δεν βρέθηκε δεν βρέθηκε έτοιμος να χάσει. Με τον πιο γρήγορο ερχομό της σαδιστικά προσυμβαίνει αυτό που είναι να συμβεί. Λες και δεν χάνεις γευστικά, χάνοντας μια φορά που χάνεις, πρέπει και να προ - χάνεις από το χέρι τού προ - δήμιου τής Προαίσθησης, τής μαρτυριάρας τού Επερχόμενου. Τα μισανθή χέρια
Άγαλμα στον κήπο του Λουξεμβούργου – Παρίσι
Σε παράγγειλαν υπεύθυνα νέα και δυνατή κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα απ᾿ τη δική μας σάρκα να μην πάρει. Απαγορευτική να σμιλευτείς σε κάθε αλλαγή και παραμόρφωση, μια προστασία που δεν δόθηκε από καμία Τέχνη στη δική μας ανθηρότητα και δύναμη. Το ένα χέρι σου σμιλεύτηκε χτένα στ’ ανάκατα μαλλιά σου, ενώ το άλλο φαίνεται σαν μόνο του να διάλεξε το ρόλο: ακουμπισμένο χάδι στην κοιλιά, στην απαγορευμένη γονιμότητα —δεν παραιτείται ούτε η πέτρα από τη μήτρα. Υπεύθυνα Άγρυπνη προπάντων σε παράγγειλαν, ποτέ να μη σε πάρει ύπνος, ποτέ να μη σού μάθει όνειρο τι δεν πραγματοποιείται. Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων, μη και τα κόψουν χέρια μισανθή. Αχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα, άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις να σού μάθει τ᾿ όνειρο τι δεν πραγματοποιείται: δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη, ούτε καν ποιητής που να μπορέσει τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει, τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και τού βίου μανιακά να αφανίζουν. |
Συντομογραφία
Άνοιξη ή νεοφάνεια θαύμα ή θέατρο λουλούδια ή αντλίες προηγουμένων πεταλούδες ή απειλές; Χιλιάδες πεταλούδες σπασμωδικά ωραίες πάνω σε λουλούδια αποσιωπώντας τ᾿ όριο τής ζωής τους, όριο ζωγραφισμένο μερακλίδικα όσο κανένα άλλο από συντομογράφου χέρι. Μόλις που αγγίζουν τον ανθό κι αμέσως σ᾿ άλλον πάνε. Όχι πως είναι άπληστες ότι ξεπαρθενεύουν ποικιλίες. Να προφτάσουν το είναι τους βιάζονται. Τρελά ανήσυχες ελέγχουν, αγωνιώντας, τα λουλούδια συμβουλεύονται αν παν καλά, αν όλα λεν την ίδια ώρα, γιατί και τα λουλούδια ρολόγια είναι κατά βάθος. Ζωή πεταλουδένια. Έτσι και η ζωή των αγγιγμάτων που ᾿ναι κουκούλι τού χαδιού αερογεφυράκι τής προσέγγισης. Πετούν στο ανθισμένο δέρμα στην ανθισμένη αναμονή και αποσιωπούν το όριο τους το πεταλουδίσιο παραποιημένο μερακλίδικα από ονειρογράφου χέρι. Άνοιξη ή νεοφάνεια και άνοιξα και βρήκα χάδι πατικωμένο σε κάποιο πολυσέλιδο βίο των αγγιγμάτων που συχνά ανοίγω ξανά να διαβάσω το πως γεννιούνται αυτά τα όρια επαφής και ποια προϋπόθεση υφαίνει το κουκούλι και τι μετά υφαίνει, μα τι, Θεέ μου ατιμώρητο υφαίνει το θάνατό τους τον πεταλουδίσιο. |
Αιρετικές Ουσίες
Σε διαιωνίσαμε Μητέρα θα μού μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου: δώσαμε στα παιδιά μας τ᾿ Όνομά σου. Άγνωστους προμηθεύουνε στο Άγνωστο τα Ονόματα. Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου. Το σώμα μου, για κάθε χωριστή στιγμή που το επαλήθευε, φορούσε κι άλλο όνομα, αστραφτερά και κοφτερά καινούργιο. Και την ψυχή μου άλλο όνομα, κάθε φορά αλλιώτικο, την έσερνε κάθε φορά στην αναβάπτισή της σ᾿ ακόμα περισσότερο ψυχή. Στο ίδιο ποτέ δεν πήγα με ίδιο όνομα και στο άλλο πήγα με πολύ καλύτερό του. Ονόματα ξόρκια να μη με πιάνει το κακό μάτι τής ευκολίας: η μία πληγή την άλλη μου πληγή να μη την αντιγράφει, η κάθε μια δικό της να χαράζει αγιάτρευτο. Ξόρκια, για να μπορώ από μικρής βελόνας τρύπα να περνάω το απόλυτο, χοντρό σχοινί. Ραβδοσκόποι ονόματα, που έβρισκαν σε βάθος ποιο, πηγάζω αληθινή και με διατάζαν γίνε. Ναι, ναι, εμένα που με βλέπατε ήσυχα ήσυχα να τρίβομαι σε ψίχουλα και να ταΐζω κάθε μέρα τις δουλειές σας, πολυφωνάχτηκα αλλεπάλληλη και πολυκυματίστηκα σ᾿ ονόματα αφρισμένα. Δεν ξέρει τίποτα απ᾿ αυτά το Όνομά μου. Είναι απλά μια ηχομόνωση, να μην ακούτε πως ουρλιάζει ο μέσα άλλος όταν τον τρώνε τα αγρίμια οι αλλαγές του. Οι αναβαπτίσεις τής ψυχής κάθε φορά σε περισσότερο ψυχή, δεν είναι ευδαιμονία κατευθείαν. Πρέπει πρώτα να βυθιστείς ολόκληρος, ώρες, μέρες, μπορεί και χρόνια, ολόκληρος, και το κεφάλι μέσα, στη φρικαλέα τελετή τής ασφυξίας. Κι αν αντέξεις. Κι αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα, θάνατος σιγαστήρας να τα παίρνει, να φεύγουνε μαζί μας αδιαιώνιστα πίσω από το Πρόσχημα - Όνομά μας, που μια ζωή κρατάει τσίλιες ενώ αλλού παίζεται το παιχνίδι. Στέκει εκεί σαν υδρορρόη σε μέρος που δεν βρέχει. Άγνωστους προμηθεύουνε στο Άγνωστο τα Ονόματα. |
Σκόνη
Λυπάμαι τις νοικοκυρές
έτσι που αγωνίζονται κάθε πρωί να διώχνουν απ᾿ το σπίτι τους τη σκόνη, σκόνη, ύστατη σάρκα του άσαρκου. Σκούπες σκουπάκια ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες, μαστίγιο πέφτουν οι κινήσεις πάνω στην κατοικίδια σκόνη. Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα ακρωτηριάζουνε μια δράση και μιαν έξαψη: ασώματα κεφάλια χοροπηδάνε σαν γιογιό, χέρια εξέχουν και σφαδάζουν σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα, σπασμένα σώματα μισά που τα πριόνισε το σκύψιμο. Άλλο ένα σπάσιμο τού Ολόκληρου. Όλο σπάζει αυτό, πριν καν υπάρξει σπάζει και σαν να είναι γι᾿ αυτόν ακριβώς το σκοπό, για να μην είναι. Ολόκληρη ζωή σού λέει ο άλλος. Από που ως που ολόκληρη μ᾿ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε και μετράμε; Αξιολύπητη λέξη το Ολόκληρο. Σωματώδης αλλοπαρμένη περιφέρεται. Γι᾿ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη. Τινάγματα τινάγματα να φύγει η σκόνη απ᾿ τις ρηχές να φύγει κι από τις βαθιές φωλιές τού ύπνου, σεντόνια και σκεπάσματα. Κι εκείνες οι φορές όπου πετάγεται το σώμα τρομαγμένο νύχτα κι ουρλιάζει Θε μου μικραίνω, θα τιναχθούν κι αυτές σαν σκόνη, σκόνη η ελάττωση κι ο τρόμος και πως δεν τα αντέχω τα τινάγματα τού μέσα βίου έξω. Πρησμένα μαξιλάρια τού ύπνου φριχτά γρονθοκοπιούνται και φοβάμαι τρέμω μη γίνουνε ζημιές: είν᾿ οι κρυστάλλινες διαθήκες των ονείρων εκεί μέσα. Όλα τα όνειρα όνειρο τα κληρονομεί και άνθρωπος κανένα. Τρέμω, τέτοια παγκόσμια αποκλήρωση δεν το αντέχω να τινάζεται σαν σκόνη. Χτυπήματα χαλιών να βγει η σκόνη απ᾿ των σχεδίων τις φωλιές, να γκρεμιστεί απ᾿ τα γεφύρια των χρωμάτων. Κι ο γρήγορος βηματισμός ο τρελαμένος πέρα δώθε μες στο σπίτι μες στη ρηχή εμπιστοσύνη των χαλιών να μην ακούν οι αποκάτω τι βαδίζει, να μην ακούνε τι δεν συμβαδίζει, θα τιναχθεί κι αυτός σαν σκόνη και πως δεν τα αντέχω τα τινάγματα τού μέσα βίου έξω. Λυπάμαι τις νοικοκυρές τον άγονό τους κόπο. Δε φεύγει η σκόνη, δε στερεύει. Κάθε που πάει ο καιρός καιρό να συναντήσει καινούργια συμφωνία σκόνης κλείνεται. |
Οι προφυλάξεις απ᾿ αυτήν - το Καθαρό
και η Σταθερότης - μέσα επιστροφής της. Τη φέρνουν πρώτες και καλύτερες. Δεν έχω δει πιο σκονισμένες επιφάνειες από δαύτες. Ως και το Φως το πεντακάθαρο χαρούμενη μεταφορά τής σκόνης: είν᾿ ένα θαύμα να τη βλέπεις πώς προχωρεί ακίνητη πάνω σ᾿ ακτίνα ήλιου, σαν να πατάει σε σκάλα κυλιόμενη απ᾿ αυτές τις μοντέρνες, τις υπνωτισμένες, με τα ευνουχισμένα σκαλοπάτια. Μεταφέρεται ορατή σαν αέρας χοντρά αλεσμένος να ξαναμπεί απ᾿ τ᾿ ανοιχτά παράθυρα τούς ανοιχτούς της νόμους. Η ύπαρξή μας σπίτι της και μέλλον της. Ανοικοκύρευτη εγώ, την αφήνω να κάθεται. Μελετηρή στη ράχη ενός βιβλίου που μιλάει για το Γήρας. Στη φρόνιμη φωτογραφία των παιδιών μου όταν αυτά με φόραγαν λευκή κολλαριστή ολοστρόγγυλη Μητέρα χαλαρά από μέσα ραμμένη με κρυφές αραιές βελονιές στη σχολική ποδιά τους. Τώρα ντυθήκανε Μεγάλα τα παιδιά μου, φοράει η σκόνη τώρα την ποδιά τους τον στρογγυλό γιακά, με φοράει Μητέρα η σκόνη - έτσι πρέπει να ράβονται οι σχέσεις κι οι εξαρτήσεις, με αραιές χαλαρές βελονιές, για να μπορούν να ξηλώνονται εύκολα. Ποτέ δεν ξεσκονίζω τον ορειχάλκινο αθλητή που διακοσμεί μεγάλο ορειχάλκινο ρολόγι. Τόσο μυώδη τα μέλη του που μοιάζουν θυμωμένα. Ίσως γιατί τον αναγκάζουν να γυμνάζει κάτι πολύ αόρατο, μπορεί το χρόνο να γυμνάζει, μπορεί να θέλει ο χρόνος να μπορεί πιο γρήγορα να τρέχει απ᾿ όσο τρέχει. Επίδοση που χαροποιεί τη σκόνη. Κάθεται στον καθρέφτη μου, δικός της, τής τον χάρισα. Χέρσο πράμα, τι να το ᾿κανα; Έπαψα να καλλιεργώ τα πρόσωπά μου εκεί μέσα, δεν έχω όρεξη να οργώνω αλλαγές και να διπλασιάζομαι αλλιώτικη. Την αφήνω να κάθεται την αφήνω να έρχεται με το τσουβάλι να έρχεται την αφήνω να χύνεται απάνω μου σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας, την αφήνω να έρχεται γρήγορα γρήγορη σαν χρόνος που γυμνάστηκε πιο γρήγορα να τρέχει απ᾿ όσο τρέχει και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη, την αφήνω να κάθεται, χρονίζει, μπατάλα με σκεπάζει, την αφήνω να με σκεπάζει την αφήνω με σκεπάζει να με ξεχνάς την αφήνω να με ξεχνάς αφήνω με ξεχνάς να με ξεχνάς σε αφήνω γιατί δεν τα αντέχω τα τινάγματα τού μέσα βίου έξω. |
Χαίρε Ποτέ (1988) Μνήμη Άθου Δημουλά
Εχθρική Συμφιλίωση
|
Η γλυκυτάτη αβεβαιότης
|
Μού φαίνονται απόψε πιο γκρίζα τα μαλλιά σου
μπερδεμένη καθώς τα ποτίζω με σκέψεις. Τι έπαθες. Σε γέρασε η πολλή φωτογραφία ή μη σού είπε τίποτα εναντίον μου η φαρμακόγλωσσα ενοχή μου. Ο μανιακός κατήγορος. Εκείνη μ᾿ έμαθε να φταίω τόσο σπάταλα. Φταίω ακόμα και γιατί πιάνει φωτιά το ξύλο σβήνει η φωτιά με το νερό ή με τη χορτασιά της, φταίω εγώ που ζει μόνο μια μέρα η μέρα που είναι μόνο των πουλιών οι κελαηδισμοί, γιατί δεν έρχεται στο τέλος η νεότης κι έρχεται τότε στην αρχή τότε που από μόνοι μας είμαστε τόσο νέοι. Μην την ακούς, δεν ζω, πηγαινοφέρνομαι τα κύματά μου με πετούν πάνω στα κύματά μου. Δεν ζω, ξεχορταριάζω· τη δίνη από δίνες. Να την αφήσω καθαρή έτοιμη στους επόμενους. Συμπληρώνω ένσημα, τυφλά υπηρετώ τον σκοτεινό εκείνο λόγο ― μάγο αλχημιστή ― ανακατεύω το βρασμό τής δύναμής του. Φτιάχνει ματζούνια από βαθιές ρίζες ζωής με ρίζες τού αβίωτου. Βιταμίνες τής τυφλής συνέχειας. Καρτερία γράφουν στα μπουκαλάκια Δεν είναι καρτερία. Είναι μια συμφιλίωση εχθρική ανάμεσα ζωής και αβίωτου. Είμαι ο τυφλός βοηθός τού μάγου λόγου. Υπνωτίζει πόνον αβάσταχτο σε πόνο περιπατητικόν. Είναι αυτός που πείθει εκείνες τις ολόμαυρες μητέρες να ζουν να ζουν να ζουν ως τα βαθιά γεράματα τού τάφου των παιδιών τους. Ο ίδιος που υπνώτισε και μένα πρώτη βραδιά που γνώριζα άδειο το μαξιλάρι σου να κοιμηθώ μαζί του. ΚΙ όμως κοιμήθηκα βαθιά γαλήνια, κάθε τόσο ενοχλούμενη γνώριμα σα να συνεχιζόταν δίπλα μου ολονύκτιος ο νανουριστής ψιλοκαβγάς που έστηνε γκρινιάρα η ακοή μου στο λεπτόκλωστο ελαφρύ ροχαλητό σου ― δεν ήταν έχανες αέρα. Κοιμήθηκα. Σίγουρα θα σ᾿ το πρόφτασε κι αυτό η φαρμακόγλωσσα ενοχή μου. |
Τρισάγια κάθε τόσο
για να δοθεί η υπηκοότητα νεκρού στον κεκοιμημένον δούλον σου. Ύψιστε, τι εννοείς άλλο νεκρός και άλλο δούλος. Κι από πότε επιτρέπεται να κοιμούνται έτσι βαθιά ατιμώρητοι οι δούλοι. Τον κεκοιμημένον δούλον σου. Θε μου, αν απελευθερώνει ο θάνατος όπως μάς το υπόσχεται παρήγορη η γλυκύτατη αβεβαιότης, εσύ γιατί τον θες ντε και καλά δουλέμπορο; Τον κεκοιμημένον. Περί ύπνου πρόκειται, Κύριε; Μα τού κολλάει ύπνος τού νεκρού έτσι εύκολα νυστάζει η απώλεια τής ζωής; Εδώ εμείς, δούλοι τού απάνω κόσμου ακόμα κι όμως ποιος κλείνει μάτι αν δεν τον νανουρίσει όπως ξέρει μόνο η γιαγιά του η αβεβαιότης με τη γλυκεία της ρόδινη αφύπνιση. Κύριε, μήπως όταν ενέκρινες αυτούς τους ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούς ήσουν ακόμη άνθρωπος; |
Αθώο αναπόδεικτο
|
Αναερείπωση
|
Κύριε, γνωρίζω
σκαμμένους δρόμους ξανασκάβω πριν από μένα έκυψαν βαθύτερα πολλές εξερευνήτριες αγωνίες. Ακλόνητη η βασιλεία τού αναπόδεικτου (μεγάλος συκοφάντης σου, μα και υποστηρικτής σου). Ψάχνω μήπως ή πίστη μας σ' εξώθησε να γευτείς το χυμώδες αξίωμα τού Υπαίτιου για ν' αποδυναμώσει κάπως το Ανεξήγητο. Ενεπλάκης ή όχι στης παντοδυναμίας το ολίσθημα, πάντως μένει γραμμένο στα παμπάλαια αυθεντικά ευαγγέλια τού τρόμου μας. Τι αμοιβή υπέρογκη ζητάς για την αθανασία σου: τη θνητότητά μας (μεγάλος συκοφάντης σου μα και υποστηρικτής σου), θέλεις εσύ να είσαι ο εκβραχιστής τής σφηνωμένης μέσα μας αγάπης για τη ζωή που ήταν όπως λες έμπνευση δική σου. Άραγε τι τον θες το θάνατό μας να σού φυλάει τι, δεμένος έξω απ' τ' όνομά σου, τι πού φοβάσαι μην στο κλέψει η νόησή μας. Με ποιο μέσον ερχόμαστε στον κόσμο δεν φαίνεται να σε πολυσκοτίζει. Το αναθέτεις σε πλανόδιες αιτίες. Άλλους μάς φέρνει ένα φιλί στο κρύο μέτωπο τής πλήξης, μερικούς μάς ξετρυπώνει ο έρωτας κρυμμένους στα βάθη των κινδύνων του να σβήσει, άλλων μια μνήμη είναι ο κομιστής κι όλους μαζί θαρρείς πως μάς γεννά ο τρόμος τού θανάτου. Σκάβω μήπως δεν είσαι τόσο άθεος. Μη στάθηκες κι εσύ πρόωρος αισιόδοξος σαν όλους: έπλασες τον κόσμο πριν χρειαστείς να κλάψεις. Λίγο σε αθωώνει αυτή η σκέψη. Όπως αθωώνει προς στιγμή το φεγγάρι μόλις φανεί την τόση σκοτεινότητα τριγύρω. Σχεδόν την εξυμνεί. |
ΙΙ
Και φοβάμαι ακόμη των χεριών μου το άγγιγμα στις πέτρες τούτες μην επιτείνει τη φθορά, μην επισπεύδει των ερειπίων την ερείπωση. ΆΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΆΣ Πότε με είχες φέρει εδώ να με ξεναγήσεις στους χρησμούς; Να ρωτήσω τη μάντιδα Μνήμη. Η άλλη, η διπλανή ιέρεια Λήθη, έχει πολύ κόσμο πνίγεται στη δουλειά αμάσητα καταπίνει τα καπνώδη φύλλα των λησμονητέων. Βρέχει από χτες. Ό,τι βλέπω απ᾿ το παράθυρο τού εστιατορίου θέλει να χαθεί. Με το ζόρι συγκρατώ αντίκρυ τούς κίονες μην πέσουν, τής Αθηνάς Προναίας - να προσέξω όταν θα καθαρογράφω αυτή τη θέα μη με παρασύρει ο δαίμων τής συνήχησης και γράψω Προνέας. Θα πουν πως ξεναγώ στα ερείπια καθρέφτη. Βρέχει. Καταφεύγουν στο εστιατόριο μεγάλες παρέες θορύβων. Συντοπίτες, εραστές τής ιστορίας, ζευγάρια ερωτευμένα – σπουδαστές τού μέλλοντός τους περιηγητικοί συνταξιούχοι, αναπαλαιωτές τής ανίας οικογένειες σωματεία πρόεδροι ομιλήτριες ανθοδέσμες. Ρέουν ξένες γλώσσες σε ποτηράκια τής δικής μας, ξιφομαχεί με τα μαχαιροπήρουνα η βροχή καταβροχθίζοντας μερίδες συζητήσεων, μπουκάλια κρασιού ξελαιμιάζονται να διηγούνται ανέκδοτα αστεία σπάνε γέλια. Οι σερβιτόρες εντυπώσεις πηδούν εκστασιασμένες από τραπέζι σε τραπέζι κραυγαλέα επιδόρπια παραγγέλνει η συντροφικότης. Ενώ εγώ σέβομαι – συντρώγω χαμηλόφωνα με το ένα απολλώνειο κουβέρ μου. |
Ένα ματσάκι ωχρότητα
|
Passe- Partout
|
Με συνοδεύει φιλικά ένας μοναχικός περίπατος. Για καλή μου τύχη πηγαίναμε κι οι δυο μας προς τα εκεί. Παλαιά σχέση ψυχραμένη. Αστείες παρεξηγήσεις περί Άλλων που διαλύονται. Κουτσομπολιά των ονείρων οι άλλοι. Στεκόμαστε στις βιτρίνες μου. Είναι αλλαγή τής εποχής μου. Θα φορεθώ πολύ. Κανένα σχέδιο. Ίσια γραμμή. Λαιμόκοψη. Κεφάλι να σκεπάζει το γόνατο. Χέρια ντραπαρισμένα στο στήθος χαλαρά. Ανεξίτηλα χρώματα εισαγωγής· από μέσα. Ψηλά είναι κατακόκκινο το βράδυ. Αιματοχυσία εμφυλίου στερεώματος. Τα κίτρινα χρυσάνθεμα υπαίθριου ανθοπώλη σε διπλή τιμή με πικραίνουν – ένα ματσάκι ωχρότητά σου. Είμαι στα ίχνη μιας βροχής. Περίεργης. Σα να έβρεχε είναι· άλλοτε. Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή. Το ξέρει μόνο η γοητεία τού δισταγμού η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά γύρω από τη στρογγυλή λάμπα τού δρόμου. Απόρρητα βρέχει. Σα να ’ναι εμπιστευτικό το φανερό. Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μάς δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας – πάντα τελευταίες το μαθαίνουν· από τις συνέπειες που το γνωρίζουν εξ’ αρχής. Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε. Σα να ’ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο. Πάντα τελευταία το μαθαίνει – απ’ τη νεότητα των άλλων. Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δε ζούμε; Κρυφό μάς το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας. Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων. Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι. |
Ανοίγω τα παράθυρα τής φωτογραφίας
ν' αεριστεί. Έμεινε καιρό κλεισμένη όπως πολλά εξοχικά παρελθόντα. Είσαι στο μπαλκόνι. Με την καλή παλιά σου στάση· όρθιος· φοράς την έγχρωμη επίγεια εφαρμοστή στολή των επιπέδων: μια κεραμιδένια στέγη το φουσκωτό μπουφάν τού πεύκου, μπαλωμένο μ' ενδιάμεση θάλασσα στα μέρη που σκίστηκαν τα κλαδιά παίζοντας με δυνατούς ανέμους. Είναι σε παλίρροια τα περιβόλια Έχουν ανέβει ως τα τηλεγραφόξυλα και κρέμονται λεμόνια στα καλώδια άγουρα εορταστικά γλομπάκια. Κάνεις υποστολή ηλίου. Ανεβάζεις την τέντα συνθλίβοντας πάνινα λουλούδια. Ανυπόμονος περιστρέφεις την κίνηση σα να 'ναι ο ίσκιος το δυσεύρετο. Ως εδώ λογικά συμπεριφέρεται ή φωτογραφία. Ώσπου εμφανίζομαι εγώ, παρανοϊκά νεόφερτη στην εικόνα σαν με πλαστικήν αφαίρεση. Ενώ ήμουν μαζί σου εξ αρχής κοινοκτήμων τής παλίρροιας και των περιβολιών λίγο πιο πίσω από σένα καθισμένη σ' ένα πολύ αναπαυτικό pliant μειδίαμά μου, μοιάζει τώρα σαν μόλις να προστέθηκα στη φωτογραφία. Με σημερινό το πρόσωπο μου, μαύρο βλέμμα μακρύ σέρνεται ή ουρά του χάμω στο μπαλκόνι λες πώς κάλεσε εμένα το επίσημο σκοτάδι. Τείνομαι άπνους σα να θέλω να σε απομακρύνω από την τέντα μη σού πέσει κι άλλο νταμάρι ίσκιου απάνω σου. Αρκετά ανήλιος έγινες. Πώς ενημερώθηκε ή φωτογραφία. Χρόνος αληθινός σε χρόνο χάρτινο πώς μπήκε. Με ποιαν οικειότητα ή οδύνη μίλησε στην απάθεια των αψύχων. Άραγε τι βαθύτερο να είναι αυτά τα άψυχα. Μήπως τίποτα ζωές προηγούμενες εμψύχων πού με την πρώτη επώδυνη ευκαιρία υποτροπιάζουν; |
Υποκατάστατο
|
Γόπα στα χείλη φουγάρων
|
Σκορπίζουν
των δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις. Μνήμη και παρόν ψάχνουν να κρυφτούν από τη διαύγειά τους. Αραιά που και που καμιά τουφεκιά πότε από κείνο το ευκρινές χαράκωμα η λύπη πότε από αμυδρότερο. Στρατηγική να δείξει τάχα ότι έρχονται ενισχύσεις. Ας παραδοθεί. Έχει σχεδόν επικρατήσει η φωτογραφία σου. Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη. Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικό μα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειάς σου. Μέρα τη μέρα πείθει πως τίποτα δεν άλλαξε ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτί εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα ανέκαθεν πως έτσι σ᾿ αγαπούσα γυρολόγα από εικόνα σε απεικόνιση κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα. Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούν από τη διαύγειά τους. Αραιά που και που καμιά τουφεκιά αμυδρή Μαρτυρία υπέρ σου η λύπη ας παραδοθεί. Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας. Κονιάκ Μηδέν Αστέρων
Χαμένα πάνε τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει - έχει μεγάλη πείρα ο χαμός. Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό τού ανώφελου. Σιγὰ - σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη να δίνει ωραίες συνταγές μακροζωίας σε ό,τι έχει πεθάνει. Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης τής μικρής φωτογραφίας που είναι ακόμα στον ανθό τού μέλλοντός της: νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας. Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος; Θα πεις και που δεν ήταν τότε θάλασσα. |
Μετακινούμαι προς λιγότερη. Κάποτε λήγει το συμβόλαιο με τη γέννησή μας. Όσο ζούσε και η μάνα μας όλο και το ανανέωνε καθώς μάς έντυνε παιδιά στο βλέμμα της ακόμα — ταμένα στο αμετάβλητο μάς είχε. Σιγά σιγά αδειάζω όσα μπόρεσα - κουρελαρίες. Να φύγω φορτωμένη ελαφρότερα. Σκίζω το ημερολόγιο που έγραφε η έκβαση που να κουβαλάω τώρα πέτρες. Μπαούλα γεμάτα ηχεία, διπλώματα αεροπειρατείας δωράκια που ανταλλάσσαμε με το επιστήθιο ψέμα — όποιος δίνει και το παίρνει το άλλο Σάββατο πεθαίνει -- πιατικά στον μπουφέ δωδεκάδες στοίβες καλεσμένοι τόσοι τού κύριου φαγητού τόσοι τού φρούτου τού γλυκού τού τσαγιού τού καφέ τού αμανέ. Να κρατήσω μόνο ένα δυο συστατικές επιστολές — πρέπει να βγάζει το ψωμί της η φυγή μου -- πως ξέρω να νταντεύω την αλυσιτέλεια να συνοδεύω γέροντες ξεχασμούς στα παγκάκια σε πλατείες και σημεία οριακά, εκεί ακριβώς που έρχονται τα πούλμαν - τούνελ κι αδειάζουν τα παιδάκια απ’ τα σχολεία. Πως ήμουν συνεργάσιμη με τις νερομπογιές. Θα προτιμήσω βέβαια να μπω θερμαστής ανάμνησης χρόνος αργός να γίνω ποταμόπλοιων τότε που τα κοιτάζαμε μαζί να πλατιάζουν κάτω από δαγκωμένες γέφυρες, μισοφαγωμένες όπως τις πέταγε στις όχθες η ομίχλη. Είμαι έτοιμη; Να σφίξω καλά τη δειλία μου μην πλημμυρίσει λόγια και τούτη η απόφασή μου. Ξεκρεμιέμαι από το θάρρος μου. Το καρφάκι ας μείνει εκεί — ψίχουλο, τροφή για το ίχνος μου. Τα πήρα όλα; Έδωσα πίσω τη μεζούρα; Εκείνα που αγάπησα μού επιστρέψανε το πόσο; Όλα που δεν κατάλαβα σε ποια συγνώμη που δεν δίνω θα χωρέσουν; Να ρίξω μια ματιά συγκομιδιστική μην ξέχασα κανένα απαραίτητο ασυγχώρητο. Τέλος πάντων, ό,τι λησμόνησα να ζήσω το χαρίζω σε ξένη παράλειψη. Όλα δεν μπορώ να τα σηκώνω μ’ ένα χέρι. Το άλλο μού το κράτησες εσύ για ενθύμιο. Τής στιγμής που αιώνια το ξέσφιγγες. |
Από τη συλλογή "Η Εφηβεία τής Λήθης" (1994)
στον Άθω πάλι
Το σπάνιο δώρο
|
Σαν να διάλεξες
|
Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ᾿ αφήνετε να κλαίνε. Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη το αίσθημα εγκατάλειψης, ενηλικιώνεται αφύσικα το παιδικό τους τραύμα, βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια. Για τούς μεγάλους, ούτως ειπείν τούς γέροντες – ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια – ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις. Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα μέχρι να τούς κοπεί η ανάσα, δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους. Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά. Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν οι στερήσεις – πως θα ᾿ρθει μία και καλή να τούς επικοιμήσει λιπόσαρκα η αγκαλιά τής μάνας τους. Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο που καταγράφει τούς θορύβους τού μωρού ώστε ν᾿ ακούτε από μακριά αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους. Ποτέ μη γελαστείτε να τούς πάρετε αγκαλιά. Τυλίγονται άγρια γύρω απ᾿ τον σπάνιο λαιμό αυτού τού δώρου, θα σάς πνίξουν. Τίποτα. Όταν σάς ζητάνε αγκαλιά μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε. |
Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ᾿ αποκεφαλισμένα περιβόλια να δω την ευωδιά τής ρίγανης σκλάβα σε ματσάκια. Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων βρίσκεις το πράσινο εύκολο σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια. Ακούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα με την κομμένη γλώσσα των καρπών ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση στις κιτρινιάρικες παρειές μιας μέσα βουβαμάρας. Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σού λένε διάλεξε. Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο που έχει η εκλογή σου. Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή. Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες. Ασήκωτες κι αυτές. Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες. Το πολύ ν᾿ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια. Για εξοικείωση. Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.
|
Χρόνια Πολλά
|
Mονόκλινο σύμπτωμα |
Έχω να δω την αρπαγή τού Δία από την άρπαγα ομορφιά τού Γανυμήδη προ αμνημονεύτων αναμνήσεων πολύ προ τής νίκης που έδρεπαν δολίως τα χρόνια φιλεύοντάς μας μέρες. Περίεργο. Σαν να μού φαίνεται η αρπαγή λίγο συρρικνωμένη. Δεν την κρατάει σφιχτά με την παλιά της περιπάθεια η αίσθησή μου. Είναι που το επιβάλλει η τέχνη και παραμένει η ευδαιμονία στην έκφραση τού ζεύγους αλλιώς θα είχε φύγει. Μη γίνεσαι τυραννικός στις αναμνήσεις. Δεν ζητάς μόνο την περίμετρο των αισθημάτων που τούς έδωσες προς φύλαξιν. Επακριβή τη διάμετρο τής έντασής τους, απαιτείς. Τρομάζουν. Είναι σαν να τις βάζεις να γδυθούν μπροστά σε ξένο. Ξένος τούς είσαι όπως άλλαξες ξένος ο χώρος κι ας γεννήθηκαν εδώ . Όμως μεγάλωσαν αλλού στα ξένα χέρια τής επισκίασής τους απ᾿ τις νεότερες γενιές λησμονητέων. Απόμειναν ημίεργον ήττας ισχυρώς διαβεβρωμένον. Μόνο θελήματα τού ποδαριού αναλαμβάνουν· να μεταφέρουν χαιρετίσματα και χρόνια πολλά που στέλνει κάποιο τέλος σε συμπολεμιστή του. Ξέχασέ τες. Διαβαίνουν τη Στοά τής Ηχούς κι απορροφώνται αναστενάζοντας. Αναστενάζοντας. Είναι το μόνο που θυμούνται. Η Αντίζηλος Φθορά
Μέριασε χρόνε να αισθανθώ. Σε γάμο καλεσμένη κάπου στη γειτονιά σου κι έρανα κατ᾿ ανάγκην την οδόν σου με λίγα αποξηραμένα βήματα. Έγινε πεζόδρομος ο δρόμος σου. Κι έξω απ᾿ το σπίτι σου ακριβώς ταβέρνας τραπεζάκια. Φαντάσου όλο εκείνο το κομμάτι που διέσχιζε άλλοτε για να ᾿ρθει θεονήστικος ένας δισταγμός το αλωνίζει τώρα αναιδής βέβηλη αντεράστρια η τσίκνα. Υψώνω την παλιά συνήθεια στο παράθυρο. Σούζα κλαρίνο στέκεται η χαραμάδα μπροστά στο ελάχιστα ανοιχτό και δίπλα ο τοίχος σαν μονόφθαλμος μ᾿ αγριοκοιτάζει μ᾿ ένα απαίσιο κουτί. Έβαλες λοιπόν κλιματισμό. Τρύπησες δηλαδή πέρα για πέρα τη ζέστη που σε γνώρισα. Τι νεωτερισμοί και τι μεταμορφώσεις. Όμως αλλού με παραφύλαγε το πλήγμα. Εκεί, στο πόσο οκνά ταράχτηκε η μνήμη για τις διώξεις. Πως να το πω έτσι για τούς τύπους από υποχρέωση αναστενάξανε μια δυο φορές οι υποβαθμίσεις. Είναι που κουράζεται κανείς να μεγαλώνει. Έρχεται το αντιμέτωπον και σωριάζεται κατάκοπα μεγάλος. Από τη λέξη σώμα προέρχεται η μνήμη κατάκοπη κι αυτή, πού οι παλιές σβελτάδες τής οδύνης -- από τη λέξη σφρίγος προέρχονται εκείνες. Τ᾿ αντανακλαστικά πεσμένα. Γι᾿ αυτό ενώ διανύει άλγη κοντινά της —τυφλοσούρτης-- την βλέπεις να μπαίνει φυσικότατα στο αντίθετο της ρεύμα και γκαπ να κουτουλάει επάνω στο τιμόνι. Εκεί να δούνε μαρτύριο τα μάτια σου και όχι τα πονάκια που δοκίμασε η ζέστη όταν την γκρέμιζες. Μέριασε χρόνε. |
Απορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη. Με κοιτάζουν σαν ν᾿ απαιτώ θάνατο με θέα. Έβαλα ενέχυρο τη θάλασσα κι είπα να κάνω φέτος διακοπές σε βουνό μη και ξορκίσουν τα θροΐσματα τούς δάσους εκείνο το δαιμονισμένο σύνδρομο επιστροφής που κυριεύει αυτοστιγμεί κάθε διαφυγή μου. Aν μ᾿ αγκαλιάσει σκέφτηκα ενός δέντρου ο σάτυρος κορμός μπορεί και να ριζώσω. Και στο βουνό τα ίδια. Σαν να ᾿ταν σιδερένιο το δωμάτιο κι ο καθαρός ανάλαφρος αέρας απέπνεε κλειδαριά. Να ξεκλειδώσω πάλευα με τα ηρεμιστικά μου αλλά εκείνα ήτανε πιο άρρωστα από μένα. Τα ίδια που έγιναν στην Πύλο η ίδια άτακτος φυγή πρόπερσι από τη Σύρο στην Καλαμάτα πέρσι τρισχειρότερα γεμάτο το τραίνο και θέλανε τα κλάματα να πάμε πίσω στην Αθήνα με τα πόδια. Τέτοια μανία καταδιώξεώς μου κυριεύει τούς τόπους. Να μού λείπει η απουσία σου; Δεν έρχεται μαζί μου την αφήνω σπίτι. Όρος ρητός τής αλλαγής να μην ακολουθήσει. Άπληστο που είσαι Ανεξήγητο. Τόση διαφάνεια καταπάτησες για τη διασφάλισή σου κι έκανες θέρετρό σου τώρα αυτό το ανεξήγητο σύμπτωμα εχθρικό μου. Να επιστρέφω αμέσως. Με λεωφορείο ταξί αν πετύχω κανένα φεγγάρι που επιστρέφει κι εκείνο στην πιάτσα τού αδειανό. Ολέθρια συνήθεια. Όχι τίποτ᾿ άλλο μα αν δεν μ᾿ αρέσει να δούμε πώς θα επιστρέψω από τον κάτω κόσμο σου Ανεξήγητο. Η εφηβεία τής λήθης
Περιμένω λίγο
να σκουρήνουν οι διαφορές και τ᾿ αδιάφορα κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει άλλα το κάνω έτσι για να μη σκεβρώσει η κίνηση. Δανείζομαι το κεφάλι τής πρώην περιέργειάς μου και το περιστρέφω. Όχι ακριβώς περιστρέφω. Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τούς κόλακες των φόβων, τα αστέρια. Όχι ακριβώς καλησπερίζω. Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή τ᾿ ασημένια κουμπάκια τής απόστασης κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν. Δεν επείγει. Το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της. Αν δεν υπήρχε η απόσταση θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια με μηχανάκι θα μάς έφερναν στα σπίτια σαν πίτσες, την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας. Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα πάνω στα νιάτα τα γεράματα και θα με φώναζαν γιαγιά απ᾿ τα χαράματά μου εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως. Και τι θα ήταν τ᾿ άστρα δίχως την υποστήριξη που τούς παρέχει η απόσταση. Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του. Αν δεν ύπαρχε η απόσταση στον ενικό θα μάς μιλούσε η νοσταλγία. Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις με την πληθυντική ανάγκη μας μοιραία τότε θ᾿ αφομοίωναν την αλανιάρα γλώσσα τής συχνότητας. Βέβαια, αν δεν υπήρχε η απόσταση δεν θα ᾿τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον θα ᾿ρχόταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση μόνο δυο βήματα θ᾿ απέχανε τα όνειρα από τη σκιαγράφησή του. Όπως κοντά μας θα παρέμενε η ύστατη φευγάλα τής ψυχής. Προς τι η τόση περιπλάνηση. Χώρος κενός υπάρχει. Εμείς θα κατεβαίναμε να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα. Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση θα πέρναγε πολύ ευκολότερα πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη. Όχι ακριβώς μνήμη. Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσεις, έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν. Όχι ακριβώς στερεώνω. Δουλικά περιστρέφομαι γύρω απ᾿ αυτούς τούς κόλακες τού χρόνου που χάριν συντομίας τούς ονόμασα μνήμη. Όχι ακριβώς μνήμη. Ανεφοδιάζω διάττοντες με παρατεταμένη εκμηδένιση. Επείγει. |
Μάς αγάπησαν
|
Διονυσιασμός τού στείρου
|
Τις προάλλες που ήταν παγωνιά πεισματωμένη κι είχε μια μαγκουφιά σπιούνου το απόγευμα ένα πουλί όλο όλο μέσα σε τόσο χέρσο ύψος ισορροπώντας σε καλώδιο τρεμουλιάρικης τηλεπικοινωνίας ράμφιζε παραισθητικά τη λάμπα τού σβηστού ακόμα δρόμου σα να ήτανε τροφή. Μακάρι να νομίζει ότι χόρτασε. Να νομίζουμε. Πάση θυσία. Ούτε στιγμή να ξέρουμε. Να νομίζουμε. Είναι το μόνο ράμφος που νοιάζεται να εξευρίσκει την τροφή τής αντοχής μας. Χυμάει πάνω στο ξεκάθαρο το ξεπουπουλιάζει και το παραχώνει ζωντανό μες στην απώθησή του. Και πλέον ασφαλείς χτίζουμε σπίτια άμιλλα αυτοκίνητα πρόοδο φθόνους ουρανοξύστες υπερταχείες αρρώστιες ταξίδια σε άγνωστα ευημερούντα λάθη. Τόσο πολύ νομίζουμε ώστε οσάκις πίνουμε καφέ συλλογισμένον παρέα μ᾿ εκείνη την κακόκεφη υπενθύμιση πως είναι η ζωή συντομοτάτη να νιώθουμε μια λύπηση τόσο αφ᾿ υψηλού μία συμπόνοια τόσο φευγαλέα γι᾿ αυτή τη συντομία σα ν᾿ αφορά ξένη ζωή και όχι τη δική μας. Να νομίζουμε. Να νομίζουμε πάση θυσία. Αλλιώς δε μάς αγάπησε κανείς. Όχι όχι ουδ᾿ επί στιγμή να νομίζουμε πως ούτε εμείς ποτέ μας αγαπήσαμε. Όχι. Τέτοιαν ισοπαλία θλιβερή δε θέλει να φέρει η παραίσθηση. Χίλιες φορές να νικηθεί. |
Τακ τακτάκ δεν είναι ράμφη πεινασμένων αισθημάτων στο τζάμι. Της δυστοκίας είναι νευρικός βηματισμός στης γραφομηχανής τα πλήκτρα. Χτυπώ άλλα δεν κρούομαι. Όλα σαν να ᾿χουν λυτρωθεί από τον μόχθο να θέλουν να ειπωθούν. Μού κρύβονται θα με μισούν οι λέξεις. Τούς έδωσα μια φορά να δοκιμάσουν κι από τότε τούς έγινε συνήθεια να λυπούνται. Χτυπώ τυφλά φυτεύω σκόρπια γράμματα εδώ το φι πού το αφαιρώ με φόβο από τη φυσαλίδα μη μού σπάσει εκεί το σίγμα με χίλια βάσανα με το τσιγκέλι τής το παίρνω τής σιωπής. Ύψιλον τι αρχίζει από "Ύψιλον Ύστερα ολιγομίλητο το Ύστερα τι αρχίζει από άλφα η ήττα τι τελειώνει σε όλα τα γράμματα ή μέρα. Το μακρόν όνειρο προ τού βραχέος χρόνου τι κάνει οξύνεται ή περισπάται; Χτυπάω σκόρπια γράμματα κάνω λιτανείες με φωνήεντα μήπως και μού συγχωρεθεί η ανομβρία και προβάλλει επιτέλους η Νυμφία λέξη πάνω στο γαϊδουράκι της. Από μια λέξη ευλογημένη μπορούν να χορταστούν πεντακισχίλιοι. Τίποτα. Όσο κι αν ευλόγησα τον άρτον έμεινε τόσος ακριβώς όσος καταναλώνουμε στο σπίτι ημερησίως. |