Ορέστης Αλεξάκης (1931-2015)
Αυτοσύσταση
Με λένε Ορέστη μα στη λέξη
μη σταθείς
Παρακαλώ προσπάθησε
πίσω απ᾿ τη λέξη
να δεις τη νύχτα τού χιονιού
και τού αγριμιού
το μάταιο μες στην ερημιά
ν᾿ ακούσεις κλάμα
Από τη συλλογή "Η Λάμψη" (1983)
Ο αχινός
|
Είσαι λοιπόν η εντός μου προβολή
|
Την ποίηση αν δεν υποχωρεί
μπορείς να τη βιάσεις, δεν είναι δα πρωτόβγαλτη παρθένα έχει ασκηθεί στην πονηριά και την υποκρισία. Χρόνια και χρόνια σού ορκιζόταν αιώνια πίστη κι αφοσίωση καταβροχθίζοντας κομμάτια απ᾿ τη ζωή σου, για μια παραίσθηση για μια παραφορά που τελικά κατέληγε στο κλάμα. Και τώρα τάχα δε σ᾿ αναγνωρίζει. Σε προσπερνά γυρνώντας το κεφάλι με αμούστακα αγοράκια χαριεντίζεται ανύποπτες παιδούλες ξεμυαλίζει. Ου να χαθεί… δε θα τής κάνω το χατίρι δε θα την πιάσω απ᾿ τα μαλλιά, το αραχνοΰφαντό της δε θα σκίσω. Ξέρω τι ψέμα κρύβεται από κάτω, τι ματαιότης εγκοσμίων σαρκάζει, ποια τρύπα καιροφυλακτεί — ένδοξους κι άδοξους μεγάλους και μικρούς -- σαν μαύρος αχινός να μάς ρουφήξει Από τη συλλογή "Το Άλμπουμ των αποκομμάτων" Γαβριηλίδης 2009 |
Είσαι λοιπόν
η εντός μου προβολή μιας άλλης παρουσίας ή μήπως τού εαυτού μου αντικατοπτρισμός; Δικό σου είναι αυτό το ήπιο φως ή το αντιφέγγισμα είναι τού μέσα μου αινιγματικού κι ανεξιχνίαστου όντος; Πού σβήνονται τα σύνορα τής ύπαρξής μου και πού αρχινούν τής ύπαρξής σου οι φλόγες; Και πως στου απελπισμού την ύστατη ώρα τής δόξας σου ανατέλλει ο τέλειος ήλιος κι όλο το εντός μου βάραθρο φωτίζει; Λάμπεις στα ύψη ή στο βυθό; Πλησιάζεις τάχα ή όλο απομακρύνεσαι; Από τη συλλογή "Βυθός" (1985) |
Η μόλις μουσική
|
Η απρόσμενη
|
Μην απορείς που δυσανασχετώ
ν᾿ ακολουθώ τα βήματά σου Μνήμη. Γνωρίζω την αλήθεια· τι ωφελεί αδιάκοπα σ᾿ αυτήν να μ᾿ επιστρέφεις; Για ποιο σκοπό ο χορός των ερειπίων; Η επαναβίωση τόσων χωρισμών; Η εκταφή τού ενταφιασμένου χρόνου; Σώπασε… σώπασε… η ψυχή κοιμάται Μην την ξυπνάς… κουράστηκε να ελπίζει. Κουλουριασμένη μέσα στον εαυτό της, έχει αφεθεί στη μόλις μουσική που η αίσθηση τού μάταιου αναδίδει. Από τη συλλογή "Το Άλμπουμ των αποκομμάτων" Γαβριηλίδης 2009 |
Όμως
ποια να ᾿σαι; Εσύ που αιφνιδιάζεις με τόση λάμψη, τόση μουσική το σκυθρωπό βασίλειο τής σιωπής μου; Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου σ᾿ αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα, όπου χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες; Μ᾿ αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ᾿ αυτή την εκκωφαντική σου παρουσία; Τι ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου; Ποιόν ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα; Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου — σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο— ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες ακτές πέραν τού χρόνου προφητεύει; Στο φρύδι τού γκρεμού με καρτερείς και με χαμόγελο ήρεμο μού γνέφεις ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω. Από τη συλλογή "Το Άλμπουμ των αποκομμάτων" Γαβριηλίδης 2009 |
Μαρία ή το θαύμα τής βροχής
|
Ο περιπατητής τής παραλίας
|
Καθώς
εγώ τη μυγδαλιά τινάζω πέφτουν τ᾿ αμύγδαλα βροχή κι εσύ πώς λάμπεις μα δεν θυμώνεις μόνο με κοιτάζεις και μού χαμογελάς φεγγοβολώντας Κι εγώ τινάζω με μανία το δέντρο και Θε μου σε φοβάμαι και μ᾿ αρέσεις κι όλο βυθίζεσαι στο φως και μέσα στην εκτυφλωτική σου λάμψη σβήνεις. Κι εγώ τινάζω κλαίγοντας – γελώντας και κλαίγοντας – το δέντρο και ξυπνώ. και πια δεν είναι φως δεν είναι δέντρο μόνο δωμάτιο γκρίζο βουρκωμένο και βρέχει βρέχει βρέχει και δεν είσαι. κανείς δεν είναι πια και με σκεπάζουν άγρια θολά νερά νερά και χρόνια. Από τη συλλογή "Ληξίαρχος" (1989) |
Βρίσκω εκκωφαντικά τα γεγονότα
τις διατυπώσεις πληκτικές το όλον έργο περιττό και χρονοβόρο. Κι αν ίσως κάποτε συμπράττω, θύμα κι εγώ μοιραίων συσχετισμών, όμως κρατώ τις όποιες αποστάσεις τεκμήρια τής αθωότητός μου. Γι᾿ αυτό αποφεύγω τούς συνωστισμούς και προτιμώ τις άδειες παραλίες, φίλος και μνήμων των κυμάτων πάντα, πιστός ακροατής των οριζόντων. Γι᾿ αυτό αποφεύγω να συνομιλώ και με τον ίδιο ακόμη τον εαυτό μου. Θέλω ν᾿ ακούω ψιθύρους ουρανών θέλω ν᾿ ακούω τριγμούς πέραν των τάφων. Σβήστε λοιπόν αυτούς τούς προβολείς μη με διαλύετε στους ορυμαγδούς σας· αφήστε ν᾿ αφουγκράζομαι γκρεμούς αφήστε να θωπεύω τους νεκρούς μου. Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος (1989) Ο Ληξίαρχος
Ίσως λοιπόν
πίσω από τόσους χωρισμούς να βρεις κι εσύ το νόημα τής ζωής σου καρφώνοντας στην όχθη τού αχανούς βίγλα τού ακατανόητου τη σιωπή σου. Γιατί κι ο χρόνος γέρων είναι και κυφός κι όση σοφία θησαύρισες καπνός και σκόνη. Δε μένει παρά λίγο γκρίζο φως Κι ο σκοτεινός Ληξίαρχος που ζυγώνει. Από τη συλλογή "Ληξίαρχος" (1989) |
Είναι μακρύς ο δρόμος προς το θαύμα
|
Το είδωλο
|
Ατέλειωτος ο δρόμος σου
Μια φωτεινή γραμμή στο μαύρο φόντο που τη βαδίζω και μ᾿ εξουθενώνει. Σα να ᾿ναι το σκοινί που ᾿χεις πετάξει στο σκοτεινό πηγάδι μου Μητέρα τυλίγομαι μ᾿ αυτό και περιμένω κάποιος απ᾿ το βυθό να με ανασύρει. Από τη συλλογή "Ο Ληξίαρχος" (1983) |
Καθρεφτίζεσαι μέσα μου Το είδωλό σου
στολίζει της ψυχής μου το βυθό με γιορτινά χαμόγελα κι αστέρια Κι όταν εσύ και πάλι απομακρύνεσαι παίρνοντας όλο σου το φως μακριά απ᾿ τις όχθες μου το είδωλό σου δεν σ᾿ ακολουθεί Μένει για πάντα στο βυθό και μ᾿ ομορφαίνει Από τη συλλογή "Η Λάμψη" (1983) |
Έκπληξη
|
Από τη συλλογή "Νυχτοφιλία" (1995)
|
Κι έτσι ακουμπώντας στο προσκέφαλό σου
στης ρέμβης σου το λίκνισμα αφημένος μπήκα μέσα στο ίδιο τ᾿ όνειρό σου είδα το φως σου κι ό,τι μέσα στο φως σου ανθίζει. Τη φοβερή απροσδόκητη ομορφιά σου την κλειδωμένη ερμητικά στο σώμα. Σαν καταθαμπωμένος τυμβωρύχος Από τη συλλογή "Η Λάμψη" (1983) |
Μνήμη συνάζω
μνήμη και σιωπή στυφή τροφή για τον βαρύ χειμώνα * Πάλι χαράζει εντός μου παρελθόν πάλι χιονίζει εμπρός μου πεπρωμένο * Μακριά πέρα απ᾿ τα τείχη της σιωπής ακούω ξανά τον σαλπιγκτή τής νιότης. |
Πασχίζω ν᾿ αποτραβηχτώ
|
Εμφάνεια
|
Πασχίζω ν᾿ αποτραβηχτώ
στις πιο μικρές μου ανθρώπινες διαστάσεις. Μέσα στο σώμα να συμπυκνωθώ σε μια γλυκιά παραδοχή και μια γλυκύτερη παραίτηση. Να κλείσω τής έγνοιας το βιβλίο και ν᾿ αφεθώ γαλήνιος στων πραγμάτων τη ροή. Λησμονημένος θεατής σκιών, ατάραχος ακροατής ψιθύρων, ανέπαφος από τον κραδασμό τής τύρβης ή τής μέριμνας το φόρτο, χωρίς την πίκρα τής φθοράς ή τής ελπίδας το τρέμισμα. Χωρίς ιδιοκτησία, πάρεξ ένα λευκό κλαδί ασφοδέλου κι ένα χαμόγελο τεφρό που θα φεγγίζει στάχυ σιωπής στο τόξο των χειλιών μου. Από τη συλλογή "Βυθός"(1985) |
Εσύ
πάντοτε ανέγγιχτη απ᾿ το χρόνο να με κοιτάς με το βαθύ σου βλέμμα πίσω από ανταύγειες και κατοπτρισμούς και ομίχλες βυθισμένων παρελθόντων Και να – προβάλλεις άξαφνα καθώς πρώιμος ανθός σε παγωμένο κήπο. Φωτίζονται οι στιγμές λαμπρές νησίδες στον ωκεανό τής απεραντοσύνης λίγο προτού χαθούν ξανά στο μαύρο. Όνειρο τάχα; Ελπίδα; Ή μόνο μια παροδική παραίσθηση μια λάμψη μια ταπεινή μεταγραφή σε οικείες εικόνες τού σκοτεινού μυστήριου που μάς κλώθει; από τη συλλογή "Το άλμπουμ των αποκομμάτων", 2009 |
Νύχτα
|
Νύχτωνε κι ήμουν τόσο μοναχός...
|
Με τρομάζουν οι μνήμες
περπατάνε με βήματα ηχηρά πάνω στη στέγη. Από τη συλλογή Η λάμψη (1983) |
Στη μοναξιά των λέξεων
κατοικώ στην έρημο των στίχων ασκητεύω. Από τη συλλογή "Νυχτοφιλία" (1995) |