Από τον Καρυωτάκη στο Σεφέρη
Ο Γ. Π. Σαββίδης εξετάζει τις επιδράσεις του Καρυωτάκη στο Σεφέρη, ξεκινώντας από τη ρητή δήλωση του Σεφέρη για τον Καρυωτάκη στην ομιλία του στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας το 1941, και ανιχνεύει ομοιότητες, αναλογίες , στα έργα των δύο ποιητών. Για την περίπτωση "επιρροής" στον Σεφέρη, ο Σαββίδης ξεκινά με τη ρητά εκφρασμένη άποψη του Σεφέρη για τον Καρυωτάκη, σε μια ομιλία του για παιδιά στην Αλεξάνδρεια το 1941, τώρα δημοσιευμένη στις Δοκιμές (Πρώτος τόμος, Γ έκδοση): «Θα ξέρετε ίσως ότι ή ποίηση τών νέων στη δεκαετία πού αρχίζει με το τέλος του [προ]περασμένου πολέμου, δηλαδή, πάνω-κάτω, στα χρόνια 1918-1928, ήταν μια λογοτεχνία πού γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα πού μας δίνει, ή μεγάλη πολιτεία. Άλλωστε, την εποχή εκείνη, η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα... Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος και ίσως ό μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ό Καρυωτάκης. Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία, που, μολονότι πέθανε τρομερά νέος, είχε την τύχη ν’ αφήσει ένα έργο πού λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας. » Δυστυχώς, όπως τυχαίνει τόσο συχνά, από την ποίηση τού Καρυωτάκη γεννήθηκε και ο καρυωτακισμός πού ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση. Λ.χ. ό Καρυωτάκης τραγούδησε με τη χορευτική φαντασία του τούς τραγικούς γύψους της κάμαράς του, άλλα ό Καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μία παραπονιάρα συγκατάβαση. Ό καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα.» Όμως, γύρω στα 1930, τα πράγματα αλλάζουν. Εκείνο πού χαρακτηρίζει τις αναζητήσεις τών νέων είναι ένα είδος νησιωτικής ιδιοσυγκρασίας. Οι ορίζοντες πλαταίνουν. Τα σκονισμένα δρομάκια και οι κάμαρες μένουν πίσω. Το Αιγαίο με τα νησιά του, ή θαλασσινή μυθολογία, το ταξίδι προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι τα πράγματα πού [τούς] συγκινούν και πού προσπαθούν νά εκφράσουν. Πέσαν οι τοίχοι της κάμαράς μου κι έμεινα στον κήπο θα γράψει ό Αντωνίου — κι ό δρόμος πού μάς ενθουσίαζε, μέσα στους δρόμους τής Αθήνας, ήταν ή λεωφόρος Συγγρού, γιατί ήταν ή πλατιά, ή μεγάλη λεωφόρος πού οδηγούσε προς τα λιμάνια, προς το πέλαγο.» Στη συνέχεια ο Σαββίδης θεωρεί ότι η περίπτωση του Σεφέρη σε σχέση με του Ρίτσου, είναι λιγότερο διάφανη, ερμηνεύοντας αυτή την άποψη με το εξής ευφυολογικό σχήμα: «Με άλλα λόγια: Λαφόργκ εγέννησεν Έλιοτ, εξ ου εγεννήθη Σεφέρης, Λαφόργκ εγέννησε Καρυωτάκην, εξ ου πιθανώς επίσης εγεννήθη Σεφέρης, Λαφόργκ εγέννησε Σεφέρην, "ἐξ οὖ ἐγεννήθησαν αἱ γενεαί πᾶσαι αἱ ἄδουσαι κατ’ αρχάς μεν" το «Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά;», κατόπιν την «Άρνηση», νυν δε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά»... |
Και συνεχίζει:
«Ευδιάκριτα ίχνη του περάσματος του Σεφέρη από τον θάλαμο του καρυωτακισμού βρίσκουμε σε τουλάχιστον δύο ποιήματά του, αμφότερα γραμμένα το 1928. Το πρώτο περιλαμβάνεται στην Στροφή:
………………………………………………………………………………………
Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία...
Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός πού διανυχτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία·
ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει άστρονομίζεται γυρεύει.
Στενοχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ’ ανοίξει; Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Που ’ναι ή αγάπη πού κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μία ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντήλι ή πλήξη απλώνει.
…………………………………………………………………………………………
(«Τά ύφος μιας μέρας»)
Και το δεύτερο, πού μάς εισάγει στο Τετράδιο Γυμνασμάτων, ήδη προειδοποιεί με τον τίτλο του: «Γράμμα τού Μαθιού Πασκάλη»· ο ποιητής χρησιμοποιεί το προσωπείο του νεκροζώντανου ήρωα του Πιραντέλο, μα θα μπορούσε εξίσου να είναι ένα από τα «Ανδρείκελα» του Καρυωτάκη ή ένας από τούς «Κούφιους ανθρώπους» του Έλιοτ:
…………………………………………………………………………………………
Θεοί! πώς αγωνίζεται ή ζωή για νά περάσει, θα ’λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας.
Κάνει ζέστη βαθιά ως τη νύχτα, τ’ άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ·
φεγγάρι και κινηματογράφος, φαντάσματα και πνιγερός ανήμπορος λιμιώνας.
Βερίνα, μάς ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι πού σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι
και τα τοπία πού κατάντησαν νά παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνα
σαν τούς νέους πού ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για νά φορέσουν ένα μονογυάλι
σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για νά γίνουν κρίνα.
Αργούν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα στα ρολόγια και ρυμουλκούνε το λεπτοδείχτη.
Για θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για νά μη μάς ξεκοιλιάσουν οι φάροι τών αυτοκινήτων.
Η σκέψη του ξένου κόσμου μάς κύκλωνε και μάς στένευε σαν ένα δίχτυ
και φεύγαμε μ’ ένα λεπίδι κρυμμένο μέσα μας κι έλεγες «ό Αρμόδιος κι ό Αριστογείτων».
………………………………………………………………………………………
Α! νά βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα
μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για νά παλέψω με τα στοιχεία.
Η άλλη κατεύθυνση προς την οποία μάς οδηγεί ή περικοπή της ανέκδοτης ομιλίας του Σεφέρη, είναι ή αναφορά του στους «τραγικούς γύψους της κάμαρας» του Καρυωτάκη. Πρόκειται, βέβαια, για το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» και ειδικότερα για τούς στίχους:
Στο ταβάνι βλέπω τούς γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής ύπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
………………………………………
Οι δύο στίχοι μέσα στην παρένθεση μας μεταφέρουν απευθείας στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος πού αποτελεί την εισαγωγή του Μυθιστορήματος Α΄:
Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.
Νά είναι τάχα αυτή ή μοναδική αναφορά στον Καρυωτάκη, πού νά βρίσκεται στα ποιήματα του Σεφέρη; Και είτε ναι είτε όχι, μήπως δεν ήταν αρκετά μετρημένη ή πεποίθηση του νέου φιλόλογου, ό όποιος σημείωσε πώς «μια προσεκτική έρευνα πάνω στο έργο του Καρυωτάκη, θα μπορούσε πιθανότατα νά φωτίσει μερικές από τις πηγές του Σεφέρη»;2 Μια και μπήκαμε στον χορό τών μαιάνδρων, ας δούμε τί μπορούμε νά δεχτούμε από τα όψιμα διδάγματα μιας τέχνης πραγματικά ταπεινής και χωρίς ύφος, όπως οφείλει νά είναι ή φιλολογική έρευνα.
Α. Πρώτα-πρώτα έχουμε λεκτικώς παράλληλα χωρία:
(α) την ανοιχτή νά δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο
(«Δον Κιχώτες»)
κι αυτή ή πληγή στον ήλιο
(«Επικαλέω τοι την θεόν»)
(β) Όταν απομακρύνθηκεν ό τελευταίος μας φίλος
(«Τί νέοι πού φτάσαμεν έδώ...»)
βούλιαξε κι ό στερνός μου φίλος
(«Ό γυρισμός του ξενιτεμένου»)
(γ) Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε
(«Είμαστε κάτι...»)
... ή μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί
(«Μνήμη, α'»)
(δ) Ό ηχητικός συνειρμός φίλος και φύλλο, πού βρίσκομε συχνά στον Καρυωτάκη
(βλ. «Δέντρα μου...», «Ιστορία», «Υποθήκαι») επαναλαμβάνεται στον Σεφέρη,
χωρίς την βοήθεια τής ρίμας:
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη
(«Σαντορίνη»)
Κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν δείχνει συνειδητήν αναφορά του Σεφέρη στον Καρυωτάκη, αλλά και κανένα, ιδωμένο χωρίς τα συμφραζόμενά του, δεν μάς επιτρέπει, νομίζω, νά συμπεράνουμε ουσιαστική καρυωτακικήν επίδραση.
Β. Ήδη, όμως, το (δ) μάς οδηγεί σε πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, όπου μια περιορισμένη λεκτική αντιστοιχία συνδυάζεται με παράλληλα οργανικές εικόνες και συναισθήματα τών δύο ποιητών:
(ε) Την ώρα πού γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,
το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη.
(«Η ψυχή μου»)
Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
……………………………
κι είχες στα χείλια τη γραμμή
πού είναι γυμνή και τρέμει
σαν ή ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί·
(«Η λυπημένη»)
(στ) κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ πού μ’ είχε πέτρα κάνει ό πόνος.
(«Αγάπη»)
Και αργότερα, πάλι στον Καρυωτάκη, ή εικόνα αυτή γίνεται:
Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,
πού ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο.
(«Ήλύσια»)
Στον Σεφέρη πρωτοεμφανίζεται ως έξης:
Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπου
για ν’ απομείνει ή διψασμένη αγάπη·
μαρμαρωμένο στ᾿ άγγιγμα του χρόνου
το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό
κόρφο πού το γλυκαίνει αγάλι-αγάλι.
…………………………………………
Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ
λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη
(Η Στέρνα)
και καταλήγει, μετά από δεκαπέντε χρόνια:
Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς — τ’ αγάλματα·
…………………………………………………
Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο...
…………………………………………
Λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
(Κίχλη)
(ζ) Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται νά φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στη βάθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.
(«Κριτική»)
Νά ’ναι ή φωνή
πεθαμένων φίλων μας
ή φωνογράφος;
(«Χάι-κου, Δ΄»)
(η) θάνατος οι γυναίκες πού αγαπιούνται
καθώς νά καθαρίζουνε κρεμμύδια.
(«Πρέβεζα»)
σώματα πού δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.
(Μυθιστόρημα, Ι')
Ούτε και σε τούτα, πιστεύω, μπορεί νά γίνει λόγος για συνειδητές αναφορές στον Καρυωτάκη. Το ερώτημα, όμως, της χωνεμένης επίδρασης παραμένει ανοιχτό, τουλάχιστον για το (στ), αινώ το (η) οδηγεί σε ένα άλλο ερώτημα: Πού σταματάει ή λογοτεχνική επίδραση και αρχινάει ή παράλληλη εμπειρία;
Γ. Παράδειγμα, ή τρομακτική εμπειρία τού ήλιου:
(θ) Στον Καρυωτάκη, φαίνεται νά αρχίζει με το
Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως τού ηλίου.
(«Υστεροφημία»)
και νά ολοκληρώνεται με το
ό ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
(«Πρέβεζα»)
ενώ στον Σεφέρη πρωτοφανερώνεται, ερωτηματικά, περίπου δέκα χρόνια αργότερα:
Ό ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;
(«Ό δικός μας ήλιος»)
και θα χρειαστεί σχεδόν άλλα δέκα για νά φτάσει στην μυστικήν εμπειρία τής Κίχλης:
Αγγελικό και μαύρο, φώς.
Δ. Εκεί όπου η επίδραση του Καρυωτάκη φαίνεται νά συμβαδίζει με την εμπειρία του Σεφέρη, είναι κυρίως στην Στέρνα, όπου το ίδιο το κεντρικό σύμβολο μοιάζει νά ξεκινάει από τα Ελεγεία:
(ι) Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια,
σα νά χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.
(«Ποιά θέληση θεού. . .»)
Σύμβολο κάθε άλλο παρά επιφανειακό, αφού θα επιζήσει και στα πλαίσια τής ελιοτικής ποιητικής του Σεφέρη:
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, πού ηχούν και πού
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
Ίδιος με την Αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
(Μυθιστόρημα, Ι΄)
Λυπήσου εκείνους πού περιμένουν με τόση υπομονή
χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια
κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια
και πνίγουνται μέσα στους κύκλους τής φωνής.
(Μυθιστόρημα, ΙΕ')
(ια) Τα δύο τελευταία παραθέματα μας ξαναστέλνουν πίσω στον Καρυωτάκη:
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, πού εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά ή φωνή μας φτάνει αχός.
(«Τί νέοι πού φτάσαμεν εδώ. . .»)
πού με τη σειρά του μάς πηγαίνει πάλι στον Σεφέρη:
νά βγούμε από την πίκρα τού κορμιού μας
…………………………………………
ν’ αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια
( Η Στέρνα)
Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
(Μυθιστόρημα, Α')
Σου γράφουμε ό καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ό καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
(Μυθιστόρημα, Ζ')
και είκοσι χρόνια αργότερα:
ποιος θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά τών άλλων.
(«Σαλαμίνα τής Κύπρος»)
(ιβ) Ήδη από τα Νηπενθή ξεκινούν κάποιοι αντίλαλοι τής «αιώνιας πληγής» του Καρυωτάκη:
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου πορφύρα
(«Ευγένεια»)
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πώς ρέει
την ανοιχτή νά δείξουνε πληγή στον ήλιο!
(«Δον Κιχώτες»)
πού στον Στέρνα γίνονται:
Μαζεύοντας τον πόνο τής πληγής μας
νά βγούμε από τον πόνο τής πληγής μας
…………………………………………
ρόδα ν’ ανθίσουν στο αίμα τής πληγής μας
και στο Μυθιστόρημα (Κ'):
Στο στήθος μου ή πληγή ανοίγει πάλι
………………………………………………………
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα τών ανθρώπων.
(ιγ) Και πάλι από τα Νηπενθή:
Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ό κόσμος κι ό καιρός
(«Η ψυχή μου, 3»)
ή σε ένα παραλειπόμενο του 1923:
Επήρες πια τα μάτια σου κι έφυγες σε μιάν άκρη.
Όλα τώρα σε λησμονούν εκεί παραριχτή,
και πού νά πέσει, αναρωτάς, το τελευταίο σου δάκρυ
και ποιος νά το δεχτεί.
……………………………………………………
Ιδέ, χορεύει γύρω σου του κόσμου ή αυταπάτη,
σμίγουνε χείλη και σπονδές υψώνονται, γελούν.
(«Προπομπή»)
Και στην Στέρνα:
Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας
πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν
………………………………………………
πληθαίνει ό κόσμος, πάει, δεν την αγγίζει.
Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια,
……………………………………………
Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος
τα δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμο
πού ζει μ’ ένα κυμάτισμα πικρό.
Μολαταύτα: Η Στέρνα δεν είναι ποίημα πού θα μπορούσε να είχε γραφεί από τον Καρυωτάκη, ούτε βέβαια ο Ερωτικός Λόγος. Δεν είναι τόσο ζήτημα διαφορετικής ποιητικής (και οι δύο εθήτευσαν στον συμβολισμό, μά ά Καρυωτάκης δεν δείχνει νά επηρεάστηκε και από την «καθαρή ποίηση» όπως ο Σεφέρης), αλλά ιδίως ιδιοσυγκρασίας: ο Καρυωτάκης δεν φαίνεται νά είχε περιθώρια για ποιήματα παρατεταμένης όσο και εντατικής συναισθηματικής πειθαρχίας. Από την αρχή τής ποιητικής του σταδιοδρομίας, τον βλέπουμε νά βιάζεται νά ρίξει τίς δικές του «μποτίλιες στο πέλαγο», με τελική ελπίδα:
Μόνο μπορεί νά μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας νά μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια πού σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
(«Υστεροφημία»)
— και πέρα από αυτήν, μονάχα μια σειρά υποθετικών λόγων «αντίθετων του πραγματικού»:
Ας υποθέσουμε πώς δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο τού νου.
………………………………………………
Ας υποθέσουμε πώς είμαστε εκεί πέρα
σε χώρες άγνωστες τής Δύσης, του Βορρά·
………………………………………………
Ας υποθέσουμε πώς δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια τής σιγής, κι ας
τραγουδήσουμε…
(«Αισιοδοξία»)
«Ευδιάκριτα ίχνη του περάσματος του Σεφέρη από τον θάλαμο του καρυωτακισμού βρίσκουμε σε τουλάχιστον δύο ποιήματά του, αμφότερα γραμμένα το 1928. Το πρώτο περιλαμβάνεται στην Στροφή:
………………………………………………………………………………………
Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία...
Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός πού διανυχτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία·
ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει άστρονομίζεται γυρεύει.
Στενοχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ’ ανοίξει; Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Που ’ναι ή αγάπη πού κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μία ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντήλι ή πλήξη απλώνει.
…………………………………………………………………………………………
(«Τά ύφος μιας μέρας»)
Και το δεύτερο, πού μάς εισάγει στο Τετράδιο Γυμνασμάτων, ήδη προειδοποιεί με τον τίτλο του: «Γράμμα τού Μαθιού Πασκάλη»· ο ποιητής χρησιμοποιεί το προσωπείο του νεκροζώντανου ήρωα του Πιραντέλο, μα θα μπορούσε εξίσου να είναι ένα από τα «Ανδρείκελα» του Καρυωτάκη ή ένας από τούς «Κούφιους ανθρώπους» του Έλιοτ:
…………………………………………………………………………………………
Θεοί! πώς αγωνίζεται ή ζωή για νά περάσει, θα ’λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας.
Κάνει ζέστη βαθιά ως τη νύχτα, τ’ άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ·
φεγγάρι και κινηματογράφος, φαντάσματα και πνιγερός ανήμπορος λιμιώνας.
Βερίνα, μάς ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι πού σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι
και τα τοπία πού κατάντησαν νά παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνα
σαν τούς νέους πού ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για νά φορέσουν ένα μονογυάλι
σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για νά γίνουν κρίνα.
Αργούν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα στα ρολόγια και ρυμουλκούνε το λεπτοδείχτη.
Για θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για νά μη μάς ξεκοιλιάσουν οι φάροι τών αυτοκινήτων.
Η σκέψη του ξένου κόσμου μάς κύκλωνε και μάς στένευε σαν ένα δίχτυ
και φεύγαμε μ’ ένα λεπίδι κρυμμένο μέσα μας κι έλεγες «ό Αρμόδιος κι ό Αριστογείτων».
………………………………………………………………………………………
Α! νά βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα
μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για νά παλέψω με τα στοιχεία.
Η άλλη κατεύθυνση προς την οποία μάς οδηγεί ή περικοπή της ανέκδοτης ομιλίας του Σεφέρη, είναι ή αναφορά του στους «τραγικούς γύψους της κάμαρας» του Καρυωτάκη. Πρόκειται, βέβαια, για το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» και ειδικότερα για τούς στίχους:
Στο ταβάνι βλέπω τούς γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής ύπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
………………………………………
Οι δύο στίχοι μέσα στην παρένθεση μας μεταφέρουν απευθείας στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος πού αποτελεί την εισαγωγή του Μυθιστορήματος Α΄:
Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.
Νά είναι τάχα αυτή ή μοναδική αναφορά στον Καρυωτάκη, πού νά βρίσκεται στα ποιήματα του Σεφέρη; Και είτε ναι είτε όχι, μήπως δεν ήταν αρκετά μετρημένη ή πεποίθηση του νέου φιλόλογου, ό όποιος σημείωσε πώς «μια προσεκτική έρευνα πάνω στο έργο του Καρυωτάκη, θα μπορούσε πιθανότατα νά φωτίσει μερικές από τις πηγές του Σεφέρη»;2 Μια και μπήκαμε στον χορό τών μαιάνδρων, ας δούμε τί μπορούμε νά δεχτούμε από τα όψιμα διδάγματα μιας τέχνης πραγματικά ταπεινής και χωρίς ύφος, όπως οφείλει νά είναι ή φιλολογική έρευνα.
Α. Πρώτα-πρώτα έχουμε λεκτικώς παράλληλα χωρία:
(α) την ανοιχτή νά δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο
(«Δον Κιχώτες»)
κι αυτή ή πληγή στον ήλιο
(«Επικαλέω τοι την θεόν»)
(β) Όταν απομακρύνθηκεν ό τελευταίος μας φίλος
(«Τί νέοι πού φτάσαμεν έδώ...»)
βούλιαξε κι ό στερνός μου φίλος
(«Ό γυρισμός του ξενιτεμένου»)
(γ) Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε
(«Είμαστε κάτι...»)
... ή μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί
(«Μνήμη, α'»)
(δ) Ό ηχητικός συνειρμός φίλος και φύλλο, πού βρίσκομε συχνά στον Καρυωτάκη
(βλ. «Δέντρα μου...», «Ιστορία», «Υποθήκαι») επαναλαμβάνεται στον Σεφέρη,
χωρίς την βοήθεια τής ρίμας:
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη
(«Σαντορίνη»)
Κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν δείχνει συνειδητήν αναφορά του Σεφέρη στον Καρυωτάκη, αλλά και κανένα, ιδωμένο χωρίς τα συμφραζόμενά του, δεν μάς επιτρέπει, νομίζω, νά συμπεράνουμε ουσιαστική καρυωτακικήν επίδραση.
Β. Ήδη, όμως, το (δ) μάς οδηγεί σε πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, όπου μια περιορισμένη λεκτική αντιστοιχία συνδυάζεται με παράλληλα οργανικές εικόνες και συναισθήματα τών δύο ποιητών:
(ε) Την ώρα πού γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,
το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη.
(«Η ψυχή μου»)
Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
……………………………
κι είχες στα χείλια τη γραμμή
πού είναι γυμνή και τρέμει
σαν ή ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί·
(«Η λυπημένη»)
(στ) κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ πού μ’ είχε πέτρα κάνει ό πόνος.
(«Αγάπη»)
Και αργότερα, πάλι στον Καρυωτάκη, ή εικόνα αυτή γίνεται:
Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,
πού ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο.
(«Ήλύσια»)
Στον Σεφέρη πρωτοεμφανίζεται ως έξης:
Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπου
για ν’ απομείνει ή διψασμένη αγάπη·
μαρμαρωμένο στ᾿ άγγιγμα του χρόνου
το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό
κόρφο πού το γλυκαίνει αγάλι-αγάλι.
…………………………………………
Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ
λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη
(Η Στέρνα)
και καταλήγει, μετά από δεκαπέντε χρόνια:
Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς — τ’ αγάλματα·
…………………………………………………
Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο...
…………………………………………
Λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
(Κίχλη)
(ζ) Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται νά φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στη βάθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.
(«Κριτική»)
Νά ’ναι ή φωνή
πεθαμένων φίλων μας
ή φωνογράφος;
(«Χάι-κου, Δ΄»)
(η) θάνατος οι γυναίκες πού αγαπιούνται
καθώς νά καθαρίζουνε κρεμμύδια.
(«Πρέβεζα»)
σώματα πού δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.
(Μυθιστόρημα, Ι')
Ούτε και σε τούτα, πιστεύω, μπορεί νά γίνει λόγος για συνειδητές αναφορές στον Καρυωτάκη. Το ερώτημα, όμως, της χωνεμένης επίδρασης παραμένει ανοιχτό, τουλάχιστον για το (στ), αινώ το (η) οδηγεί σε ένα άλλο ερώτημα: Πού σταματάει ή λογοτεχνική επίδραση και αρχινάει ή παράλληλη εμπειρία;
Γ. Παράδειγμα, ή τρομακτική εμπειρία τού ήλιου:
(θ) Στον Καρυωτάκη, φαίνεται νά αρχίζει με το
Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως τού ηλίου.
(«Υστεροφημία»)
και νά ολοκληρώνεται με το
ό ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
(«Πρέβεζα»)
ενώ στον Σεφέρη πρωτοφανερώνεται, ερωτηματικά, περίπου δέκα χρόνια αργότερα:
Ό ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;
(«Ό δικός μας ήλιος»)
και θα χρειαστεί σχεδόν άλλα δέκα για νά φτάσει στην μυστικήν εμπειρία τής Κίχλης:
Αγγελικό και μαύρο, φώς.
Δ. Εκεί όπου η επίδραση του Καρυωτάκη φαίνεται νά συμβαδίζει με την εμπειρία του Σεφέρη, είναι κυρίως στην Στέρνα, όπου το ίδιο το κεντρικό σύμβολο μοιάζει νά ξεκινάει από τα Ελεγεία:
(ι) Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια,
σα νά χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.
(«Ποιά θέληση θεού. . .»)
Σύμβολο κάθε άλλο παρά επιφανειακό, αφού θα επιζήσει και στα πλαίσια τής ελιοτικής ποιητικής του Σεφέρη:
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, πού ηχούν και πού
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
Ίδιος με την Αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
(Μυθιστόρημα, Ι΄)
Λυπήσου εκείνους πού περιμένουν με τόση υπομονή
χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια
κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια
και πνίγουνται μέσα στους κύκλους τής φωνής.
(Μυθιστόρημα, ΙΕ')
(ια) Τα δύο τελευταία παραθέματα μας ξαναστέλνουν πίσω στον Καρυωτάκη:
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, πού εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά ή φωνή μας φτάνει αχός.
(«Τί νέοι πού φτάσαμεν εδώ. . .»)
πού με τη σειρά του μάς πηγαίνει πάλι στον Σεφέρη:
νά βγούμε από την πίκρα τού κορμιού μας
…………………………………………
ν’ αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια
( Η Στέρνα)
Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
(Μυθιστόρημα, Α')
Σου γράφουμε ό καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ό καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
(Μυθιστόρημα, Ζ')
και είκοσι χρόνια αργότερα:
ποιος θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά τών άλλων.
(«Σαλαμίνα τής Κύπρος»)
(ιβ) Ήδη από τα Νηπενθή ξεκινούν κάποιοι αντίλαλοι τής «αιώνιας πληγής» του Καρυωτάκη:
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου πορφύρα
(«Ευγένεια»)
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πώς ρέει
την ανοιχτή νά δείξουνε πληγή στον ήλιο!
(«Δον Κιχώτες»)
πού στον Στέρνα γίνονται:
Μαζεύοντας τον πόνο τής πληγής μας
νά βγούμε από τον πόνο τής πληγής μας
…………………………………………
ρόδα ν’ ανθίσουν στο αίμα τής πληγής μας
και στο Μυθιστόρημα (Κ'):
Στο στήθος μου ή πληγή ανοίγει πάλι
………………………………………………………
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα τών ανθρώπων.
(ιγ) Και πάλι από τα Νηπενθή:
Κατάμονη σε μι’ άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ό κόσμος κι ό καιρός
(«Η ψυχή μου, 3»)
ή σε ένα παραλειπόμενο του 1923:
Επήρες πια τα μάτια σου κι έφυγες σε μιάν άκρη.
Όλα τώρα σε λησμονούν εκεί παραριχτή,
και πού νά πέσει, αναρωτάς, το τελευταίο σου δάκρυ
και ποιος νά το δεχτεί.
……………………………………………………
Ιδέ, χορεύει γύρω σου του κόσμου ή αυταπάτη,
σμίγουνε χείλη και σπονδές υψώνονται, γελούν.
(«Προπομπή»)
Και στην Στέρνα:
Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας
πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν
………………………………………………
πληθαίνει ό κόσμος, πάει, δεν την αγγίζει.
Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια,
……………………………………………
Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος
τα δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμο
πού ζει μ’ ένα κυμάτισμα πικρό.
Μολαταύτα: Η Στέρνα δεν είναι ποίημα πού θα μπορούσε να είχε γραφεί από τον Καρυωτάκη, ούτε βέβαια ο Ερωτικός Λόγος. Δεν είναι τόσο ζήτημα διαφορετικής ποιητικής (και οι δύο εθήτευσαν στον συμβολισμό, μά ά Καρυωτάκης δεν δείχνει νά επηρεάστηκε και από την «καθαρή ποίηση» όπως ο Σεφέρης), αλλά ιδίως ιδιοσυγκρασίας: ο Καρυωτάκης δεν φαίνεται νά είχε περιθώρια για ποιήματα παρατεταμένης όσο και εντατικής συναισθηματικής πειθαρχίας. Από την αρχή τής ποιητικής του σταδιοδρομίας, τον βλέπουμε νά βιάζεται νά ρίξει τίς δικές του «μποτίλιες στο πέλαγο», με τελική ελπίδα:
Μόνο μπορεί νά μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας νά μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια πού σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
(«Υστεροφημία»)
— και πέρα από αυτήν, μονάχα μια σειρά υποθετικών λόγων «αντίθετων του πραγματικού»:
Ας υποθέσουμε πώς δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο τού νου.
………………………………………………
Ας υποθέσουμε πώς είμαστε εκεί πέρα
σε χώρες άγνωστες τής Δύσης, του Βορρά·
………………………………………………
Ας υποθέσουμε πώς δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια τής σιγής, κι ας
τραγουδήσουμε…
(«Αισιοδοξία»)