Ποιήματα Ελλήνων ποιητών από Α-Ι
Περιεχόμενα
|
Περιεχόμενα
|
ΘΑ ΜΠΟΡΟΎΣΑ
Θα μπορούσα ώρες ολόκληρες να ρουφώ την αναπνοή σου αμίλητος, ακούγοντάς σε να μιλάς σαν ήχος βροχής σε λουλούδι για θέματα αδιάφορα. Τόσο λίγο καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον, αλλά, ξέρεις, φθάνει να βλέπω το χέρι σου να γυρνά μια σελίδα βιβλίου μισοφωτισμένο απ᾿ τη λάμπα ή την πλάτη σου να σκεπάζει την κάμαρα και να σωπαίνω. Ο χρόνος έφερε αυτό το απροσδόκητο μέσα μου: σ᾿ έλαμψε τίμια και τώρα σε νιώθω σαν πράσινη φωτιά να μεγαλώνεις. Αθόρυβα που πατά η νύχτα, προνοητική για ό,τι αφέθηκε ανεκπλήρωτο ή ανείπωτο. ΚΆΘΕ ΠΟΥ ΤΡΈΧΕΙ ΠΡΆΣΙΝΗ ΒΡΟΧΉ Κάθε που τρέχει πράσινη βροχή στις δάφνες κι αλλάζουν φορεσιές αθόρυβα τα δέντρα ρίχνοντας φλούδες και ψιθύρους στο βαθύ νερό, μετράω τον χρόνο να γλιστρά στα δάχτυλά μου. Ώρες που έφυγαν, με πρόσωπα μισοφωτισμένα που αγάπησα, ριγμένα σαν πέτρες στο βυθό τής θάλασσας. (Ο πρίγκιπας των κρίνων, 1964) ΠΙΚΡΑΜΎΓΔΑΛΟ Φίλησέ με ξανά και μίλα μου· πάει καιρός που δε με φίλησε κανένας, όπως γίνεται με τούς συφιλιδικούς ή με τούς γέρους· ξέρεις εσύ, όπως παλιά που ανέβαινε η ψυχή στα χείλη και γιόμιζε το στόμα μας σάλιο, πικραμύγδαλο και κείνο τον ήχο μες στη γλώσσα μας τον υπόκωφο σαν το κρυφό νερό κάτω απ᾿ τα φύλλα, που διάλεγε η καρδιά να πει τα όσα ανομολόγητα. Έτσι· τώρα βάλε τα χέρια σου στο στήθος καθώς το συνηθίζεις κι άσε με να σε κοιτάω ντροπαλά, βαρύς απ᾿ το δαφνόφυλλο και το φιλί σου. (Το δωμάτιο, 1977) ΠΑΡΆΚΛΗΣΗ Χάιδεψέ μου το χέρι, κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου όποιον θέλεις, το φίλο σου, το κορίτσι σου, πες ένα λόγο τρυφερό απ᾿ αυτά που λέμε πάνω στην έξαψη και μετά δε θυμόμαστε. Και μη με ρωτήσεις ονόματα και που δουλεύω και τούτο και κείνο. Άσε τη σιωπή που θα ᾿ρθει μετά το τέταρτο να μἀς κατακλύσει και να νιώσουμε ντροπή για το χρόνο ντροπή για τον πηλό μας, να γεμίσει η κάμαρα νοσταλγία. (Η οδός Θρασυβούλου, 1979) |
|
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΊ Σ
Πως μπορείς να ξαναμπείς στο δωμάτιο που πριν λίγο κράταγες ένα κορμί αγαπημένο; Βγαίνουν απ᾿ τις γωνίες χέρια και σε καλούνε φωνές ψιθυρίζουν στο σκοτάδι μισόλογα «ναι», «όχι», «σβήσε το φως», «μη», «ξανακοίτα με στα μάτια» το φως απ᾿ τις βλεφαρίδες σου πηχτό, πίσω απ᾿ το κουρτινάκι ένα γυμνό στήθος μόλις κρύφτηκε κι είναι χιλιάδες τα φιλιά, χίλια τα ονόματα, ώμοι και ιδρώτας, όλα τα έκαψα σαν ασημόχαρτο, κανένα πρόσωπο δε μού ᾿μεινε στη μνήμη, βγήκα, λέει, κάποιο βραδάκι έξω - μ᾿ έσπρωχναν κι άρχισε να ψιλοβρέχει, ύστερα μπόρα μ᾿ έφερε σε δρόμο ερημικό χωρίς κανένα κι αυτοί που στο κορμί μου γνώρισα λιώσαν και στάξαν αίμα κι έσβησαν και φώναξα τότε τ᾿ όνομά σου να με λυπηθείς. (Η οδός Θρασυβούλου, 1979) Ο επερχόμενος χειμώνας
Όπου να ᾿ναι πρέπει ν᾿ ανοίξω το σεντούκι,
τα μάλλινα, οι φανέλες, οι αναμνήσεις, να πέσει με κρότο η ναφθαλίνη στο πάτωμα, ώρα να κλείσω τις κουρτίνες, ακούγεται πια καθαρά το βήξιμο τού χειμώνα. Χτες μόλις ήταν εύκολο να βρεις κορμί, το καλοκαίρι μεγαλόκαρδο προνοεί, εξασφαλίζει ψευδαισθήσεις στη μεγαλοθυμία του, παίζει γελώντας με την έξαψη, κάνει τα σώματα υποχωρητικά, πιο επιεική, μειώνει τις αντιστάσεις, φέρνει ψιμύθια για τα γερατειά, κουτί με χρώματα, μάς βάφει ωραία με γαλάζιο και με μοβ. Αλλά ο χειμώνας με στολή αστυνομικού αρνιέται να παίξει το παιχνίδι μας, σκληρό καρύδι, ούτε καν ένας μεθυσμένος, κλειστά τα μπαρ, το χέρι τής ερημιάς σού σφίγγει το λαρύγγι, ακούς που κάποιος κλειδώνει την πόρτα σου κλικ! σαν ποντίκι σε παγίδεψε, έχεις χάσει το κλειδί, είσαι χαμένος, και το βλέμμα σου έντρομο καρφώνεται στο τηλέφωνο ν᾿ ακούσεις πια, δεν περιμένεις τίποτ᾿ άλλο, το θάνατο στυγνά, υπηρεσιακά, να σε ειδοποιεί: ετοιμαστείτε. Τα ποιήματα τού δολοφόνου μου, 1986. |
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΊ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΊ
Κάποτε, βέβαια, θα βρεθώ κι εγώ - ας μη γελιόμαστε- με κάποιο σουγιά μπηγμένο στα πλευρά, κάποιο σκοινί γύρω απ᾿ το λαιμό μου, παραμορφωμένος απ᾿ τα χτυπήματα τού αγνώστου, (άνεργος; ναυτικός; ψυχοπαθής; τι σημασία έχει...). Τα συρτάρια μου άνω κάτω, ρούχα πεταμένα, ολόγυμνος σε στάση άμυνας ή παράκλησης να κλείσει, να τελειώσει, επιτέλους, το μαρτύριο (που, άλλωστε, το περίμενα στο βάθος) και πια να μείνουν πίσω μου δυο τρία ποιήματα, μάλλον οι τελευταίοι στίχοι μου, πεντέξι σοφές υποθήκες πίσω από τη μάσκα μου. Λοιπόν, ας έχετε το νου σας. Αν χαθώ, αν δεν τηλεφωνήσω κι εξαφανισθώ περίεργα, μην το αποδώσετε στις γνωστές παραξενιές μου. Ψάξτε με στο λιμάνι, σ᾿ έρημες μαούνες, σε τίποτα θάμνα εξοχικά, σε ύποπτα, παγωμένα ξενοδοχεία, αναζητήστε με μ᾿ επιμονή στις ερημιές, ρωτήστε πρόσωπα στα πάρκα, κυρίως, διαβάστε για τις έρευνές σας προσεκτικά τα ποιήματά μου. Περιγράφω λεπτομερώς τούς υποψήφιους δολοφόνους μου, τι μάρκα τσιγάρου καπνίζουν, το βλέμμα, τις συνήθειες, τη βραχνάδα τους. (Η μεταφυσική τής μιας νύχτας, 1982) |
ΙΧ
30 Σεπτεμβρίου 1970. Σ᾿ ένα βαγόνι με βαθιά καθίσματα διαβάζω
Το θάνατο τού Αλέξανδρου Κερένσκι στο Μπέρκλεϋ των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν το ᾿ξερα πώς ήταν ζωντανός. Δεν το ᾿χα ποτέ μου σκεφτεί. Μισόν αιώνα μακριά από τα χειμερινά ανάκτορα... Ω τραίνο σκοτεινό. Δεν είσαι το τραίνο τού Λένιν. Αλλά μια αμαξοστοιχία τής γραμμής Θεσσαλονίκης - Αθηνών. Που δε θα φτάσει ποτέ στην Πετρούπολη. Κι εγώ χωρίς σημαίες. Χωρίς προκηρύξεις. Με τη βαλίτσα γεμάτη έγχρωμα φυλλάδια. Όχι ένας αμείλικτος κομισσάριος. Ο γραμματέας μιας τοπικής επιτροπής. Αλλά περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας εταιρίας καλλυντικών. Με φαντασία. Με τέλεια γνώση τής αγοράς. Με μεγάλες προοπτικές προαγωγής. ΜΑΡΊΑ ΒΕΡΕΛΉ
Θα μπορούσα να είχα γίνει μια Πολυδούρη,
αν υπήρχαν αντισυλληπτικά εκείνη την εποχή. Αλλά και ή Πρέβεζα ήταν μικρή, κι ο Βερελής ήθελε οικογένεια με κάθε τρόπο. Έτσι: γάμος, παιδιά, παιδιά παιδιών, δισέγγονα, θάνατοι, αρρώστιες (πού καιρός για ποιήματα). Η μοίρα μου... — θέλω να πω, το πιο θλιβερό ήταν ότι δεν πέθανα στα εικοσιοκτώ μου. |
ΎΜΝΟΣ (ή μάλλον ΩΔΉ)
Στη σελήνη. Στα περισσότερα άστρα. Στον τρυφερό Σεπτέμβριο.
Στις μεγάλες σταγόνες τής νύχτας. Πού στάζουν αργά πάνω στο κεφάλι μου. Στη θάλασσα τού Ρεθύμνου. Στον Αρθούρο Ρεμπώ («Devotion»). Κοιτούσα ώρες ολόκληρες στον γαλάζιο καθρέφτη το φαγωμένο πρόσωπο τής αιωνιότητας. Στα ερείπια των Φιλίππων. Στον άγνωστο X. Στον στίχο τού Σεφέρη: «Κι έπειτα τα χαμόγελα πού δεν προχωρούν των αγαλμάτων». Στην υπέροχη καμπύλη μιας υψηλής νότας από το λαιμό μιας διάσημης Ιταλίδας αοιδού. Στην Άννα — και βούλιαζα στα βαθιά μαλλιά σου. Στο ξενοδοχείο «Volturno», via degli Apuli 44. Βρίσκω μεγαλείο στην ανάμνηση ενός αυτοσχέδιου λόγου πού εκφώνησε κάτω από ένα δέντρο σε μια περίπτωση αναδασμού τής γης ο Νικόλαος Τεπετζικιώτης, νομάρχης Γρεβενών. Στ᾿ απλωμένα ρούχα τής ταράτσας. Στις γυναίκες των παλιών ζωγράφων (πραγματικές και φανταστικές) Στους εν γένει χαμένους, λησμονημένους, προδομένους. Σε ορισμένους δολοφόνους. Στην ωραία φοιτήτρια με τα μωβ οπάλλινα σκουλαρίκια. (Προχωρούσα λαμπερός μέσα στη νύχτα. Χωρίς να βουλιάζω. Πάνω στην επιφάνεια τής θάλασσας). Στ᾿ ανοιχτά παράθυρα το καλοκαίρι. Στα σκοτεινά σου χέρια. Στο βιολετί χρώμα των ματιών σου όταν συννεφιάζει. Ή όταν φυσάει δυνατά. Ή όταν... Στο θάνατο.. .Η άνοιξη είναι το γράμμα πού σού γράφω. Στον Μπέρτολτ Μπρεχτ. |
ΟΙ ΓΡΑΒΆΤΕΣ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΈΝΩΝ |
Η ΓΥΝΉ ΝΑ ΦΟΒΕΊΤΑΙ ΤΟΝ ΆΝΔΡΑ |
Καλά οι γυναίκες· κάνουνε παιδιά.
Οι άντρες να φοράτε τις γραβάτες των πεθαμένων. Ο παππούς ο πατέρας ο θείος θα ζήσαν κι αυτοί μπόλικες μόδες: φαρδιές στενές μεταξωτές γραβάτες. Όταν καταλαγιάσει ο πόνος κάποιες δε θα βρεθούν να σάς πηγαίνουν; Γιατί για μιαν αγάπη ζούμε σ᾿ αυτή τη ζωή την περιμένουμε χρόνια και μόνο αυτοί πού έχουν πεθάνει μάς αγάπησαν κι αλίμονο αν δεν έχουμε στενή επαφή μαζί τους αν δεν μπορέσουν κάποτε πού πολύ πολύ θα τούς έχουμε λείψει να σφίξουν τη γραβάτα τους στο λαιμό μας. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" Ο ΠΑΤΈΡΑΣ ΔΕΝ ΠΊΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΎΣ
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μάς έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. —Είσαι καλά; τού λέω. — Καλά, καλά, και μού ᾿πιασε το χέρι. — Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. —Δεν πίνεις; ρώτησα. —Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω. |
Τελικά θα μπορούσα να είμαι
ή γυναίκα μου Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων να με είχα παντρευτεί. Με ωραία φωνή την οποία και ακούω ευκρινέστατα. Ευγενέστατος δε. Και μαζί ευσυγκίνητος. Τι λουλούδια θα μού ᾿κοβα. Με λουλούδια θα μ’ έκοβα και με λόγια πού εγώ θα περίμενα. Και θα ήξερα εγώ μέχρι πότε να δίσταζα, με τι νάζια ώστε ποτέ να μη με χάσω. Θα με ζήλευα ύστερα: τόσο όσο αυτοί πού είναι βέβαιοι. Κι όσο πρέπει και όταν θα ενέδιδα. Ευτυχώς με δυο χέρια ώστε πάντα το ένα απ᾿ τα δυο να χαϊδεύεται. Μετά ξέραν τα δυο πού να χάιδευαν και πώς. Κι ένα μόνο παιδί θα μού σκάρωνα - εμένα. Όμως πάνω κι απ’ όλα: όταν ή ώρα θα ’ρχότανε όχι όχι ένας ένας αλλά όλοι μαζί να χωρίζαμε. Από τη συλλογή "Άκυρο θαύμα" 1996 |
ΤΟ ΓΡΆΜΜΑ
|
ΕΘΝΙΚΉ ΟΔΌΣ
|
Στην τσέπη τού παλτού σου
παλιό σουσάμι φλούδια φιστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου. Ξύπνησαν λέξεις φράσεις ανακλαδίστηκαν έτριξα μήνες εκεί μέσα μέρες τού κρύου νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή μήπως ακούσεις, άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς κόπηκα ράφτηκα εν αγνοίᾳ σου κατά τις πιθανές σου επιθυμίες. Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι κι είναι σαφείς οι προοπτικές τού μέλλοντός μας αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας η αντί να με ξεγράψεις στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο, θα σφίξω, θα μαζέψω σε σουσάμι η φλούδι κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα. Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου. Από τη συλλογή "Νύχτα και νικοτίνη" (Αναπήρων Πολέμου 1982) |
Όμως μπορεί και να’ σαι τρυφερός·
μπορεί να μοιάζεις με τις άσχημες τού κόσμου γεμάτες πόνο κλειδωμένες μια ζωή πίσω από τα παντζούρια γιατί φοβούνται αν βγουν στο φως την έκφραση στο πρόσωπό μας. Μπορεί να μοιάζεις με τις σιωπηλές αυτές πού αν μάς μιλούσαν δε θα γράφαμε πια ποιήματα που αν μάς φιλούσαν το φιλί τους δε θα στέγνωνε στους αιώνες, που αν κάναμε έρωτα ποτέ θα’ τανε για να γίνουμε ολόκληροι έρωτας για πάντα. Κάτι μού λέει πως είσαι σαν αυτές κι απόψε έχεις τολμήσει ω αποτρόπαιη σιωπηλή μου Δεσποινίς και τρέχεις τώρα στην απέναντι λωρίδα με τα εκτυφλωτικά Σου φώτα μες στη νύχτα κάτι μού λέει γιατί μια δύναμη αρωματική σπρώχνει το χέρι μου να στρίψει το τιμόνι και να ’ρθω μετωπικά να τσακιστώ στην αγκαλιά Σου. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" |
|
|
Το πιθανότερο είναι ότι φταίει, συλλογίζομαι,
η προευκλείδια δομή τού πνεύματός μου γι᾿ αυτό μού είναι αδύνατο να εννοήσω και το απλούστερο θεώρημα πόσο μάλλον τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις. Γιατί ο Αχιλλέας όσο και να τρέξει μολονότι ωκύπους δεν θα φτάσει ποτέ την αργοβάδιστη χελώνα. Εδώ εγώ, χωρίς να έχω τη δική του αλκή ούτε την αρωγή από τα ωκεάνεια βάθη τής αθάνατης μητρός μου, πρόλαβα τις προάλλες σκαρφαλώνοντας τον Υμηττό κάμποσες χελώνες, τη μια μετά την άλλη· δεν προσπέρασα με την αλαζονεία τού νικητή μα στάθηκα και απόλαυσα πόσο ηδονικά ροκάνιζαν τις χλωρασιές κι έσκυψα να θωπεύσω τη ζεστή από τον απριλιάτικο ήλιο τεθωρακισμένη αρματωσιά τους· εκείνες όμως έσπευσαν ξεφυσώντας απειλητικά να χώσουν το κεφάλι στο καβούκι τους Αχ, μικρά μου απροστάτευτα θηρία θυμωμένα στο ξεκοιλιασμένο, το ετοιμοθάνατο αυτό βουνό ίσως μαντεύετε με το ένστικτό σας πόσο θανάσιμο είναι και το παραμικρό μας κίνημα που την υπόστασή του αρνήθηκε τόσο πεισματικά ο Ζήνων. |
Κρύβουν τα κρίματά τους στα ρόδα οι Τυδόρ
στους κρίνους οι Βουρβόνοι σε άπαρτο δυναμάρι με λιοντάρια φρουρούν τ᾿ ανθρωποφάγα δείπνα τους οι Ατρείδες· στη δυναστεία μας όπως σε όλες τις δυναστείες δεν στόμωσε ποτέ η φρίκη ρόδα δεν κρύβουν όμως, κρίνα δε στολίζουν τα ανομήματά μας. Στη δυναστεία μας όσο κι αν παραπλανηθείς σε άγρια τρίστρατα πάντα θα βρίσκεις ένα μονοπάτι στις λαγκαδιές τού Κιθαιρώνα για να σε φέρει πιο κοντά στο βρέφος που υπήρξες κάποτε μυρώνοντας τη φρίκη με το γοερό του κλάμα. Και πάντα ένας γέροντας τυφλός κι εξόριστος θα βρίσκει αναπαμό ακούγοντας στην ακροποταμιά τού Κηφισού τ᾿ αηδόνια. Στη δυναστεία μας ο λοιμός δεν σκότωσε τ᾿ αηδόνια. |
ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΤΉΣ ΚΊΡΚΗΣ |
ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΤΉΣ ΌΜΟΡΦΗΣ
|
Ήταν στο δώμα. Κάτω ή θάλασσα κοιμότανε,
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς, μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια. Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει φυλακισμένο το όνειρο, η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο μόνο με την αρμύρα τού νερού, τής γης την άχνη, τού καιρού το ρίγος, παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο. Το πόσο περπατήσαμε ο ένας τού άλλου τη μοναξιά, διαβαίνει ή πίκρα και το παίρνει. Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο όταν κοιτάει στη χώρα τής ανάμνησης, ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή, για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα, ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας την ερημιά. Μα ωστόσο, η Κίρκη ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ᾿ τις αγρύπνιες μου χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε, παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη στου αγνώστου το καρτέρεμα. Σκύβοντας, ήπια, πρώτα νερό απ᾿ τα χείλη της. Το καλοκαίρι τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες τού μέσα κόσμου της, μιλώντας τα λόγια πού είναι σαν φτερά. Μα η Κίρκη, με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση, με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου, κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό φυλακισμένο, κι ένα φως πού τρέμιζε άχραντο στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σαν να ταξίδευε με το ζεστό πουλί τής αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου. Είναι μακριά τώρα το καλοκαιρινό νησί, ή χαρά πού πέτρωσε, είναι μακριά και το κορμί της Κίρκης, η γιορτή τού πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά στην αιώνια νιότη. Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ᾿ το σώμα. Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου, παίζουνε πίσω απ᾿ τα παραπετάσματα, τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα. Ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου, μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή κι ανεξήγητη, σαν τη μοίρα τής ποίησης, πού αγρυπνάει στην ψυχή μου. |
Μέσα απ’ τα κρύσταλλα τού ανέμου ή Όμορφη,
σκορπίζοντας το φως σε γοργά χρώματα, ανοίγει ένα μικρό ουρανό, δείχνει το πρόσωπο — πότε πυρρό, πορτοκαλί, κατάμπλαβο, πότε στο χρώμα τής καρδιάς πού ξύπνησε, πότε στο χρώμα πού φορούνε τα όνειρα -- στεφανωμένο με ζεστά πουλιά πού χύνονται από τον άλλο δρόμο τού έρωτά της. Μες στους καθρέφτες της ο μέγας κόσμος στένεψε τόσο πολύ, πού να χωράει σ’ ένα χαμόγελο. Ύστερα πλάτυνε μεμιάς, σαν αναστέναγμα, καθώς οι ακτίνες της ζητούν μιαν άκρη απείραχτη, για να σκαλίσει μια βραγιά με φρέσκα αισθήματα, για ν’ ακουμπήσει μια φωνή πού την παιδεύει. Γέρνει το μίσχο κι είναι σα να συλλογίζεται έν’ άστρο απρόσεκτο πού κύλησε στο ρυάκι της. Πάλι ανατέλλει και τινάζοντας ξανθές ανταύγειες συνάζει τα ζεστά πουλιά μες στην κοιλάδα. Ο κόσμος δεν τη χώρεσε. Τώρα αποσύρεται στα σκληρά δάση της, να παίξει με τα χρώματα. Ξοπίσω κλείνει ο ουρανός. Την κυνηγά, μέσα στο πληγωμένο φως, ένα χαμένο ελάφι. |
Αυτοπροσωπογραφία
Όλοι λένε πως είμαι αλλιώτικη, Διαφορετική. Δεν ξέρω αν το λένε ως εγκώμιο ή ως ψόγο. Με το πες, πες το πίστεψα κι εγώ Αλλά μια και όφελος κανένα Θα το αντάλλασσα «Με όλα και τον ουρανό ακόμα» ταινία παλαιά με την Betty Davis που δεν είδα, ήμουν νήπιο - αν γυριζόταν λίγο μετά η μαμά θα με τραβολογούσε λέγοντας κοίτα! κοίτα! Κι εγώ θα έλεγα μα δεν είναι καθόλου όμορφη. Κι εκείνη θα απαντούσε - μάθε να ξεχωρίζεις την ποιότητα και το ταλέντο. Αυτά τα έμαθα με το παραπάνω. Μα σε τίποτα δεν με ωφέλησαν. Ο ουρανός είναι μακριά-πολύ μακριά και πέρα απ᾿ όλα και τούτα και τ’ άλλα. Να μάθω έπρεπε περισσότερο κι απ’ την ποιότητα πως τίποτα δεν κερδίζετε από τους ουρανούς. Γιατί ο Ουρανός ένας αέρας είναι. |
ΦΛΏΡΑ ΜΙΡΆΜΠΙΛΙΣ (Flora Mirabilis)
Νεφελοκοβ᾿ η συννεφιά κι ήλιος χρυσός προβάλλει,
σκορπάει την άκρη πὀκρυβε τού ερωτευμένου κόσμου τα τόσα τα γητέματα, τα τόσα χλωρά κάλλη· ήμουν τυφλή κι ανάβλεψα, τυφλή και σε ηύρα, φως μου. Περίσσια, Αγάπη, ή χάρη σου κι ή δύναμη μεγάλη, στην, αβασίλευτη ομορφιά π᾿ ανάστησες εμπρός μου, σ᾿ αυτήν, π᾿ ανοίγεις τη θερμή κι ερωτικήν αγκάλη σφαλώ τα μάτια κι άθελα με ρίχτει ο λογισμός μου. Ας έλθει ο, Χάρος! σε ξανθούς κι αζάρωτους κροτάφους το κρύσταλλό του δάχτυλο ν᾿ αγγίξει τώρα πρέπει πού να βαστάει τ᾿ όνειρό βαθειά και μες στους τάφους. Γιατί με πόνο, στα βαριά τα χρόνια, δίχως πόθο, δίχως αγάπη, ασπρόμαλλη ο νους γριά με βλέπει, σε σταχτοπαίπαλη γωνιά σ᾿ ανέμη εμπρός να κλώθω. Σημείωση: Σχετικά με τον συμβολισμό τού ποιήματος, Ο Ιωάννης Συκουτρής, στην Εισαγωγή του στην "Ποιητική" τού Αριστοτέλη γράφει σχετικά ως προς την "Αισθητική Αναγκαιότητα" «Ως αισθητικήν αναγκαιότητα κατόπιν: Ένα παλληκάρι, σαν τον "Αχιλλέα, μ᾿ αίμα θεών εις τάς φλέβας του, με φλόγ᾿ ανεξάντλητον εις τα στήθη, ωραίος, δυνατός, γρήγορος, ένδοξος, γενναίος, πρέπει ν᾿ αποθάνει νέος· έτσι μόνον ολοκληρώνεται μία ζωή μακαρισμένη και ωραία: μ᾿ έναν ωραίον θάνατον. Η λαϊκή φαντασία δεν ημπορεί καν να συλλάβει έναν Αχιλλέα ή ένα Διγενή εις ηλικίαν γεροντικήν, αδύνατον, δυσκίνητον, άσχημον, άσθενικόν. Έτσι ο πρόωρος θάνατος παρομοίων ηρώων (ακόμη και προσώπων Ιστορικών, όταν γίνουν θρυλικοί, όπως ο Αλέξανδρος ή ο Μάρκος Μπότσαρης) είν᾿ ένα αίτημα λογικής αναποδράστου, ή οποία δεν είναι ολιγώτερον ισχυρά με το να έχει την πηγήν της μέσα μας». Σχόλιο: Αυτή την λογική εκφράζει και ο Γρυπάρης μέσω τής ηρωίδας του στο ποίημα. Στο ποίημα είναι εύκολο, στη ζωή δύσκολο εκτός αν έχει φτάσει κάποιος (-α), στην άκρη τής νύχτας. |
ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΈΣΤρεις αδερφές, τριπλή χαρά,
τρεις αδερφές, τριπλό καμάρι, κάποια καρδιά πού λαχταρά σάς βάφτησε ροδιάς κλωνάρι. Κι είπα την πρώτη ανοιχτό τριαντάφυλλο μ᾿ εκατό φύλλα· για κάθε φύλλο ξενυχτώ μ᾿ απόκρυφην ανατριχίλα. Στο ίδιο, ή δεύτερη, κλωνί είναι μπουμπούκι διπλωμένο κάθε καρδιά γι᾿ αυτό πονεί κι εγώ... ν᾿ ανοίξει περιμένω Κι ή πιο μικρή — τι να γενώ Μ᾿ όσα ή καρδιά μου έχει πάθει; ή πιο μικρή — πονώ, πονώ, η πιο μικρή ήταν τ᾿ αγκάθι! |
ΤΟ ΚΌΚΚΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΛΆΖΙΟ
“…στην τσέπη τού αυτόχειρα Σεργκέι Γιεσένιν βρέθηκε ποίημα γραμμένο με το αίμα του’’ (Βιογραφικό λεξικό) Αποκλεισμένος στο χιονισμένο Λένινγκραντ μελάνι καθαρό δεν έβρισκε ο Γιεσένιν. Μες στη φωτιά τού εμφυλίου τι σόι μελάνι άραγε τού προμηθεύαν; Μήπως παχύρρευστο, κολλώδες που έπηζε γρήγορα μέσα στην πέννα; Μα είχε πέννα ο Γιεσένιν ή έγραφε με τα παλιά μολύβια των μουζίκων χνωτίζοντας κάθε τόσο τη στομωμένη άκρη τους μέχρι να σπάσει, να κοπεί, κι όλα τα γράμματα έξω απ’ τους στίχους να σκορπίσουν; Ο Μπρόντσκι δεν είχε γεννηθεί όμως η Αχμάτοβα, η Τσετάγιεβα δεν είχαν αυτές μια πέννα τής προκοπής να τού δανείσουν; έστω ένα φιαλίδιο μελάνης σινικής σαν αυτά που έσπαζε πάνω στους πίνακες η ρώσικη πρωτοπορία; Λένε, πως αυτές δεν έγραφαν τα ποιήματά τους μόνο τα υπαγόρευαν στο θυμωμένο αγέρα τ’ απάγγελναν δυνατά μέσα σε δωμάτια φθηνών ξενοδοχείων και η Ιστορία άυπνη τ’ αποστήθιζε αποστήθιζε στίχους, τίτλους, ονόματα μα όταν μιλούσε ο Γεσένιν έκλεινε τ’ αυτιά της. Ο Τρότσκι το είχε μαντέψει όταν έγραφε: «H επανάσταση κι ο ποιητής στις μέρες μας δεν φαίνεται να έχουν το ίδιο αίμα» μα ο γαλαζοαίματος Σεργκέι που αμφέβαλλε ως το τέλος ξεκλείδωσε τις φλέβες του. ΚΆΠΟΙΟΣ ΣΟΎ ΕΜΠΙΣΤΕΎΕΤΑΙ ΤΟΝ ΎΠΝΟ ΤΟΥ. Όταν κοιμάσαι μονάχος σου δεν έχεις να φροντίσεις τον ύπνο κανενός δεν έχεις την υποχρέωση ν᾿ αφουγκραστείς τη ρυθμική ανάσα του να διαφυλάξεις τα όνειρά του να διατηρήσεις το σκοτάδι υγρό και φιλικό σαν τα τοιχώματα τής μήτρας όταν κοιμάσαι μονάχος δεν έχεις την ευθύνη να σκεπάσεις τον άλλο να κρατήσεις τα νώτα του καλυμμένα τούς εφιάλτες του μακριά δεν έχεις να μοιραστείς μαζί του το λιγοστό αέρα τής κάμαρης τα ιδρωμένα σεντόνια και τα βαριά σκεπάσματα τη σειρήνα τού ασθενοφόρου στις τρεις η ώρα το πρωί τούς θορύβους από τα έπιπλα που χρόνια τώρα οι γείτονες μετακινούν πάνω-κάτω όταν κοιμάσαι μονάχος έχεις ν᾿ αντιμετωπίσεις την αϋπνία χωρίς σύμμαχο τον φόβο τού θανάτου καταπρόσωπο την αφόρητη νοσταλγία των ημερών που ξαγρυπνούσες στη σκοπιά φυλάγοντας τον ύπνο ενός αγνώστου. |
Λίγα λόγια για τον Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν
Ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν ήταν γιος Ρώσων χωρικών. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των παππούδων του, γιατί εγκαταλείφθηκε από τούς γονείς του, όταν έφυγαν για να ζήσουν στην πόλη. Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό το γεγονός επέδρασε δραματικά στην διαμόρφωση τού χαρακτήρα και τού ψυχισμού του. Ίσως- ίσως, όπως λέγεται, οι επαναλαμβανόμενες αποπλανήσεις και απιστίες, αργότερα προς τις γυναίκες, ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψής του σε πολύ νεαρή ηλικία από τούς γονείς του. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στο λαϊκό Πανεπιστήμιο Σανιάβσκι για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ιστορίας τής λογοτεχνίας. Ύστερα, όμως, από ενάμιση χρόνο, διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας οικονομικών λόγων. Στη συνέχεια, δούλεψε ως διορθωτής κειμένων σε μια εκδοτική εταιρία. Τότε έκανε τις πρώτες του επαφές με τους επαναστατικούς σοσιαλδημοκρατικούς εργατικούς κύκλους των οποίων διανέμει τις εφημερίδες, και που «φακελώνεται » από την αστυνομία. Αρχίζει την πολυτάραχη προσωπική ζωή του. Το 1914, σε ηλικία 19 ετών, συζούσε με μια νεαρή συνάδελφό του, την Άννα Ιζριάντοβα, την οποία αργότερα εγκατέλειψε, ενώ μόλις τού είχε δώσει το πρώτο του παιδί. Είναι γνωστό ότι οι δεσμοί που δημιούργησε με τις γυναίκες στη ζωή του ποτέ δεν κράτησαν περισσότερο από ένα χρόνο, μετά τον οποίο τις εγκατέλειπε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γεσένιν στη σύντομη ζωή του, μια και έφυγε μόλις στα 30 του, παντρεύτηκε 6 ή 8 φορές και έκανε 4 παιδιά!.. Η προτελευταία σύζυγός του ήταν η περίφημη γνωστή Αμερικανίδα χορεύτρια η Ισιδώρα Ντάνκαν, η οποία έμενε στο Παρίσι. Την γνώρισε στο σπίτι ενός φίλου του στη Ρωσία, όπου ήταν καλεσμένη τής σοβιετικής κυβέρνησης. Επρόκειτο για μια γυναίκα 18 χρόνια μεγαλύτερή του, που γνώριζε μόλις δώδεκα λέξεις στα ρωσικά. Εκείνος δεν μίλαγε ξένη γλώσσα. Παντρεύτηκαν, στις 2 Μαΐου τού 1922, πριν να φύγει μαζί της για την Ευρώπη και Αμερική σε τουρνέ. Ο γάμος τους έγινε ένα φημισμένο ρομάντζο, διαφημιζόμενο ως ο έρωτας τού χωριάτη ποιητή και τής ντίβας. Ο Γεσένιν έβλεπε με συμπάθεια τούς σοσιαλιστές επαναστάτες τής αριστεράς, και υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την Οκτωβριανή Επανάσταση τού 1917. Είναι γεγονός ότι υποστήριξε για λίγο την Οκτωβριανή Επανάσταση, πιστεύοντας ότι θα έδινε μια καλύτερη ζωή στους χωρικούς. Αυτό άλλωστε φαίνεται και στη συλλογή του «Άλλη χώρα» (1918). Αλλά απογοητεύτηκε γρήγορα και άρχισε να κριτικάρει την Κυβέρνηση των Μπολσεβίκων σε κάθε του ποίημα, όπως, κυρίως, σε αυτό με τον τίτλο «Ο αυστηρός Οκτώβρης με απογοήτευσε». Είναι η στιγμή που ο Γεσένιν συνειδητοποιεί ότι η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να απαντήσει στις προσδοκίες των ονείρων του. Οι ποιητικές συλλογές του, ακολουθούν η μια την άλλη, αλλά συγχρόνως τα σκάνδαλα και οι καυγάδες εξαιτίας των οινοποσιών του. Τα συχνά μεθύσια του, η καταστροφή που έκανε στα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα επεισόδια στα εστιατόρια, πήραν μεγάλη έκταση δημοσιότητας και έγιναν το πρώτο θέμα στον παγκόσμιο τύπο. Κατά τη διαμονή του με την Ντάνκαν στο Παρίσι, παθαίνει μια σοβαρή κρίση εξαιτίας τού αλκοόλ. Εισάγεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο. Ο γάμος του με την Αμερικανίδα χορεύτρια ήταν σύντομος και τον Μάιο του 1923 επέστρεψε στην πατρίδα του, πολιορκημένος από τον αλκοολισμό και τη νοσταλγία του για την Ρωσία, όπου και σε λίγο χώρισαν. Η Ισιδώρα Ντάνκαν, δυο χρόνια, περίπου, μετά από τον θάνατό του Γεσένιν, σκοτώθηκε σε ένα τραγικό ατύχημα, όταν το κασκόλ γύρω από το λαιμό της πιάστηκε στη ρόδα τού αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε. Παντρεύεται, για τελευταία φορά, με την εγγονή τού Λέοντα Τολστόι, Σοφία Αντρέγεβνα Τολστάγια. Ο γάμος αυτός κράτησε μερικούς μήνες μόνο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η κατάθλιψη τού Γεσένιν χειροτερεύει, αλλά, η περίοδος αυτή είναι συγχρόνως και πολύ δημιουργική. Τα πιο σπουδαία ποιήματα του είναι προϊόντα αυτής τής εποχής. Τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι γεμάτα από ασταθή συμπεριφορά εξαιτίας τής μέθης: ανησυχίες ,ασθένειες, ποτό… Είναι ακριβώς αυτό που μάς επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι μια άλλη πλευρά του Γεσένιν είναι το ζωώδες, σεξουαλικό, λογοτεχνικό του χάρισμα . Δυο μέρες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, στις 27 Δεκεμβρίου τού 1925 λέγεται ότι έκοψε τις φλέβες των καρπών του με ένα μαχαίρι και έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα με το αίμα του, απευθυνόμενο στον νεαρό Εβραίο ποιητή, και φίλο του, Wolf Erlich. Το ποίημα του αποχαιρετισμού Αντίο, φίλε μου, αντίο. Αγάπη μου, στην καρδιά μου σʼ έχω. Κι αν χωρίζουμε, τής μοίρας μας ήταν γραφτό, Και πάλι σύντομα στο μέλλον θα ενωθούμε. Αντίο, φίλε μου, χωρίς χειραψία ή λέξη να σού πω, Μη λυπηθείς – ούτε τα φρύδια να ζαρώσεις. Ο θάνατος τίποτα καινούριο δεν είναι στη ζωή Και σίγουρα ούτε η ζωή κάτι καινούριο είναι. Την επόμενη μέρα κρεμάστηκε από τούς σωλήνες κεντρικής θέρμανσης, με το λουρί τής βαλίτσας του (όπως θα κάνει μερικά χρόνια αργότερα η φίλη του ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα) στην οροφή τού δωματίου του, στο Ξενοδοχείο Αγγλία, στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν μόλις 30 ετών. Λέγεται, επίσης, ότι η φιλία του με τον Τρότσκι τον έκανε επικίνδυνο στα μάτια του Στάλιν για την διαδοχή τού Λένιν. Γι᾿ αυτό, και όπως υποστηρίζεται, τον δολοφόνησαν μεταμφιέζοντας τον φόνο του σε αυτοκτονία, από την μυστική αστυνομία, και ο φίλος του, ο Τρότσκι δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τον προστατεύσει. Η αλήθεια και για τις δυο εκδοχές, τόσο για την αυτοκτονία όσο και για τη δολοφονία, ίσως να μη μαθευτεί ποτέ. Αν και ήταν ένας από τούς πιο γνωστούς ποιητές στη Ρωσία, το μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς του απαγορεύτηκε από το καθεστώς τού Στάλιν και τού Νικήτα Χρουτσόφ. Μόνο το 1966 ξαναδημοσιεύθηκε το έργο του. Ο Γεσένιν, ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του : «Οι καλύτεροι θαυμαστές τής ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μας αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν». Όπως είπε και ο Μπορίς Παστερνάκ: «Η γη δεν παρήγαγε καμιά καλύτερη ρίζα, ποιότητα, ταλέντο και δύναμη δημιουργική και βαθειά. Ο Γεσένιν υπήρξε μια ζωντανή και παλλόμενη ψυχή καλλιτέχνη…» Το έργο του, όπως πολλών άλλων ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, ήταν απαγορευμένο από τον Στάλιν, αλλά καταβροχθισμένο κρυφά από τα πλήθη. Η ποίηση του θεωρείται βαθιά Ρωσική, και παρ᾿ όλη τη βίαιη συμπεριφορά του, και τα άλλα ανθρώπινα ελαττώματα, θεωρείται ως αγαπητός από τον ρωσικό λαό. Το παραπάνω κείμενο για τον ποιητή Γεσένιν είναι αντλημένο από το περιοδικό ποίησης Ποιείν http://www.poiein.gr αφιέρωμα στο Γεσένιν από κείμενο του Γιάννη Σουλιώτη. |
Χώμα ελληνικό
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι, άφησε να πάρω κάτι κι από σένα, γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη, άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω για την κάθε λύπη κάθε τι κακό, φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο, μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό. Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι, χώμα βαφτισμένο με βροχή τού Μάη, χώμα μυρισμένο απ᾿ το καλοκαίρι, χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει μόνο με τής Πούλιας την ουράνια χάρη, μόνο με τού ήλιου τα θερμά φιλιά, το μοσχάτο κλήμα το ξανθό σιτάρι, τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά. Χώμα τιμημένο, που ᾿χουν ανασκάψει για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα, χώμα δοξασμένο, που ᾿χουν ροδοβάψει αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα, χώμα πόχει θάψει λείψαν᾿ αγιασμένα απ᾿ το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά. Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια, κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει από σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια, μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη. Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει, κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ συ θε να μού δίνεις μια λαχτάρα μόνη, πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ᾿ρθω. Κι αν το ριζικό μου - έρημο και μαύρο - μού ᾿γραψε να φύγω και να μη γυρίσω, το στερνό συχώριο εις εσένα θα ᾿βρω, το στερνό φιλί μου θε να σού χαρίσω. Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω, και το ξένο μνήμα θα ᾿ναι πιο γλυκό σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω, χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό! |
Συνοδοιπόροι
( Στον Κ. Παλαμά) Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως με τού καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε τού καθενός μας χωριστός ο δρόμος: Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες κι᾿ εγώ στα ταπεινά κι᾿ απορριμένα, και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο κι᾿ άφησες τον πηλό τής γης σ᾿ εμένα. Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες και στάθηκα στις λιόφυτες ραχούλες. Αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου κι᾿ εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες. Εσύ στης δάφνης τ᾿ ακροκλώναρα άπλωσες κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι· στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα - λίγο θυμάρι τού βουνού μού φτάνει. Σταλαγματιά νερού
Στην άκρη φύλλου τρυφερού
τυχαίνει μια σταλιά νερού απ᾿ τη βροχή να μένει. Το φύλλο άνεμος κουνεί και η σταλαγματιά πονεί και τρέμει φοβισμένη... Γλυστρά... και στάζει - Στο κλαρί δεν είναι πλεια, μα δεν μπορεί κι ευθύς στη γη να φθάσει. Μες στον αέρα κρεμαστή, σαν διαμαντάκι γυαλιστή για λίγο θα περάσει. Αχ, δεν τολμώ να σού το πω, μα ξέρεις συ πως σ᾿ αγαπώ, σωπαίνεις και σωπαίνω... Τέτοια αγάπη ντροπαλή κόμπο νερού μοιάζει πολύ στην πλάση κρεμασμένο. |
Αυτά
Αυτά τα μάτια, έτσι καθώς
αδιόρατα σού χαμογελούν και σε ανακρίνουν εισδύοντας από τις αφύλαχτες ρωγμές στα ενδότερα, λάμποντας εκτυφλωτικά, αυτά τα μάτια είναι μαγνήτες καταστροφικοί – μια μέρα θα σε κάψουν. Ετούτα τα μαλλιά, έτσι όπως μέσα τους χάνεσαι μεθώντας απ’ την ευωδιά, εισπνέοντας άπληστα, ως την τρέλα, το φαρμάκι τους, και στο λαιμό σου τυλίγονται βαλσαμικά και σε ναρκώνουν, ετούτα τα μαλλιά είναι πλοκάμια – μια μέρα θα σε πνίξουν. Αυτά τα χέρια, έτσι καθώς απαλά περπατούν επάνω στο κορμί σου και τρυφερά σού κλείνουν μία μία τις πληγές, αδιάκοπα, κιόλας, ταξιδεύοντας στον ύπνο σου, τυραννικά, και καθώς κύμα πονετικό, τής άνοιξης, σε νανουρίζουν – θα ’ρθει μια μέρα που θα σε σκοτώσουν. Αυτά τα μάτια, αυτά τα μαλλιά, κι αυτά τα χέρια. [Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) |
Κατάληξη
Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη, και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά, αρχίζουν να σού τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν. Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μάς κλέβουν στα χαρτιά. Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως. Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας, πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα τής νιότης, γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα. Τέλος, μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή, αληθινά δικά μας. [Από τη συλλογή Αφαίμαξη 66-70 (1971) |
Η ΣΠΟΡΆ
Έχομε ένα χωραφάκι πατρογονικό, μια χούφτα
μαύρη γη, πού δεν τ᾿ οργώνουν χρόνια τώρα παρά αγέρηδες και παγωνιές κι αγκάθια μόνο βγάζει, χέρσο χωραφάκι, χέρσο κι άσπαρτο, και τι να σπείρομε; Χειμώνες, καλοκαίρια φεύγουν κι όλο δεν αποφασίζομε και φεύγομε κι εμείς, οι εφτά αδελφοί, και μόνο εφτά ξερά κορμιά στο χωραφάκι μας θα σπείρομε. |
ΦΑΝΦΆΡΑΣαλπίζω, άλλο δεν κάνω, κι είμαι
τής παλιάς, χαμένης τώρα πια γενιάς των σαλπιγκτών, χαμένος ο ίδιος στο βαρήκοο κόσμο σας, λοιπόν άλλο δεν κάνω παρά να σαλπίζω το απροσδόκητο. |
ΚΑΤΆΘΕΣΗ
|
ΣΗΜΑΔΟΎΡΑ
|
Κρίμα και ντροπή δεν είναι πού γεράζω,
μα πού σ᾿ ένα τέτοιο κήπο μες στις αναπνοές των λουλουδιών και των πουλιών γεράζω, αντί στον τοίχο ν᾿ ανεβώ τού κήπου, ολόκληρος να φαίνομαι, σημαία κρατώντας ανοιχτή κι εκτεθειμένος στις βολές τους. |
Το φως πάνω στο κύμα
αυτής τής θάλασσας των αστεριών δεν είναι πια, μα των ακόμη ζωντανών ματιών μου, τού πνιγμένου. |
ΑΧΆΡΑΚΤΟ ΕΠΙΤΎΜΒΙΟ
|
ΤΈΛΟΣ |
Ενθάδε κείται ο πού ζητούσε να δοκιμασθεί πέρα
απ᾿ τις λέξεις, μήτε καν στης ζωής τούς άγριους στίβους ή στους ούριους τής αγάπης, ο που νέο ζητούσε τρόπο να εκφρασθεί, βαθύ κι απρόσιτο, ώστε διόλου και κανείς να μην μπορεί στον μυστικό του ειρμό να εισδύσει κι έτσι στην χορεία να λογισθεί των αθανάτων, μα τον βρήκε ο θάνατος χωρίς να μαθευτεί αν τον έπληξε ποτέ τον υψηλό του στόχο· πάντως την στιγμή τού τέλους μόνο « Αχ, μάνα!» ακούστηκε να ψιθυρίζει. |
Το κορίτσι τής ταινίας, αμέσως μόλις
η ταινία τελειώσει, κατεβαίνει απ᾿ το πανί και στην γωνιά τού δρόμου, ολόκληρο ένας πόθος, τρέχει, ψιθυρίζοντας τον τρυφερό σκοπό, πού λίγο πριν απ᾿ το μεγάφωνο ακουγόταν, κι απ᾿ το χέρι παίρνοντάς με, στην λεωφόρο, σαν να βιάζεται, με παρασύρει, μα όταν μες στα φώτα στρέφομαι να την κοιτάξω, δίπλα μου δεν είναι πια και τότε μόνο αληθινά το νιώθω Τέλος τι σημαίνει. |
ΈΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΌΣ, ΔΙΉΓΗΜΑ
|
ΦΆΝΤΑΣΜΑ ΤΉΣ ΝΙΌΤΗΣ, ΔΙΉΓΗΜΑ
|
Γεμάτη ανθρώπους η οικουμένη, μα σ᾿ αυτή
την κάμαρα ερημιά. Προφέρει μόνο «Φεύγω τώρα» και σηκώνεται η γυναίκα. «Φεύγεις» ο άντρας ψιθυρίζει. Κι η γυναίκα «Τίποτε δεν έχεις να μού πεις;» «Να σε παρακαλέσω να μη φύγεις δεν μπορώ, γιατί είσαι πια φευγάτη» «Κάνεις τη στιγμή πιο δύσκολη» τού λέει γλυκά, καθώς γλυκά τον άλλο σκέφτεται. «Θα το ᾿θελες να μείνω, αφού...;» Διστάζει, πάει κοντά του και «Θα δεις πού γρήγορα θα με ξεχάσεις» λέει και κάνει να τον αγκαλιάσει, μα μ᾿ ένα τρελό φτερούγισμα πάνω στους τοίχους η ερημιά τη σταματά, λοιπόν τα πράγματά της παίρνει και, σα φοβισμένη, ψιθυρίζοντας «Ευχαριστώ», πετάγεται έξω - εκείνος πίσω της - κι εκεί διαλύεται μέσα στο φως. Εκείνος στέκει μια στιγμή στο πεζοδρόμιο και, σαν από κάπου να τον φώναξαν, μπαίνει στο χολ, στην άδεια κάμαρα κατόπιν, μόλις τώρα δα κι αυτός προσέχοντας τα φτερουγίσματα. |
Ανέβηκε στην κάμαρά της κι έμεινε έτσι μέσα
στο σκοτάδι μια στιγμή ν᾿ ακούει βαριεστημένα το μουντό βουητό τής εσπερίδας απ᾿ το κάτω δώμα. Φυσικά θα γύριζε ξανά σε λίγο ανάμεσα στους ξένους της, κοντά στον σύζυγό της, όμως αναμνήσεις εκεί δα τής ήρθαν. Χρόνια πριν ένας συμμαθητής της σε χορό τής τάξης τους θυμάται που τής έλεγε όλο, καθώς χόρευαν, γλυκόλογα και πώς το απόβραδο η κατάπρωτη συνάντησή τους στο παρκάκι θα γινόταν· ένα κόκκινο, θυμάται τώρα δα, γαρύφαλο κάποια στιγμή τής έβαλε βαθιά στο στήθος, μάλιστα εξ αιτίας αυτής τής ξαφνικής και κάπως βάναυσης χειρονομίας τού πέταξε στα πόδια το γαρύφαλό του και το βράδυ στο παρκάκι δεν επήγε. Όχι, καμμιά δεν νιώθει τώρα μεταμέλεια, μόνο απ᾿ το ποτό βαριά, τόσο πού διόλου δεν κατάλαβε πώς μέσ᾿ απ᾿ το παράθυρο, στο χέρι το γαρύφαλο, χωρίς κανένα θόρυβο, χωρίς καν όγκο, τις ανάερες ελαφρά ταράζοντας κουρτίνες μόνο, μπήκε εκείνος ο ίδιος λαύρος έφηβος και τώρα εμπρός της στέκει, το ίδιο εκείνο λουλούδι, ωστόσο αμάραντο, παράξενα μυριστικό, μαδώντας. |
Η ΠΑΡΆΝΟΜΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΉ
|
ΝΕΦΈΛΗ
|
Η σύναξη έγινε τελείως αντικανονικά:
ο Μακρυγιάννης μπάρκαρε απ’ τη Μακρόνησο (μισότρελοι σύντροφοι με λειψά αφτιά κουτσαίνοντας τού σφύριξαν να προσέχει απ’ τα μεγάλα τρωκτικά)· ο Χικμέτ ξεκίνησε από τα λαϊκά προάστια τής Κωνσταντινούπολης (εργάτες πεινασμένοι στους δρόμους διοχέτευαν την οργή τους στην ποίησή του — αρκαντάς βάστα γερά τού φώναζαν κι έδειχναν τον Πενταδάκτυλο με τον δείκτη τού χεριού τους)· ο Ρήγας πέρασε μέσα από ένα προπέτασμα καπνού και βρέθηκε στη μέση τής πλατείας βρεγμένος ως το κόκκαλο με το λουρί περασμένο στον λαιμό απαγγέλλοντας με στραγγαλισμένη φωνή στίχους τού νεότερου Ναζίμ. |
Ποια μπόρα σ’ έχει ρίξει
μέσα μου και χρόνο με τον χρόνο ριζώνεις πιο βαθιά στην κάθε μου ίνα στο κάθε αιμοσφαίριό μου -- τραγούδι δαιμονισμένο ανάγλυφη πληγή η αφή σου στροβιλιζόμενη σκέψη επίμονα με καθηλώνει, το πείσμα σου κάθετος βράχος πού ρίχνεται μέσα στη θάλασσα τα μάτια σου σε διαστολή κάτω από κραδασμούς ηλεκτροσόκ ενεδρεύουν αδυσώπητα και θλιμμένα το σκοτάδι· προσποιούμαι τον ανήξερο ένας αδαής σαλτιμπάγκος κι ή διεισδυτικότητά σου με ξαφνιάζει ουρλιάζω στην ανυποψίαστη αίσθηση τής απουσίας σου, κάτω από αψίδες μιας άχρονης ελευθερίας μετακινείσαι και μετατοπίζεσαι μέσα μου, κορίτσι κάτω απ’ τις λεύκες αυλής ερειπωμένου σπιτιού, μεταλλάσσοντας το σκοτάδι σε φως την οδύνη σε τραγούδι κρατώντας τα χρόνια τής εφηβείας σου κάτω απ’ το χώμα σε λήκυθο υπόγεια να τρέχει το αίμα σου στις φλέβες μου μέσα. |