Ποιήματα Ελλήνων ποιητών από Α-Δ
Περιεχόμενα
|
Περιεχόμενα
|
Άγνωστη Χ
|
Αιθέρια λάσπη
|
Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι
κι ό,τι σάπιο και άχρηστο βρίσκεις τ᾿ αγαπάς. Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια. Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις, δίχως ποτέ να σού περάσει απ᾿ το μυαλό πως πήρες ό,τι σού άξιζε να πάρεις. Από τη συλλογή " Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε" ; (1999) |
Τώρα ταξιδεύεις χωρίς φόβο
Δικαιωμένη ως τις άκρες των νυχιών σου Περιφέροντας την αιθέρια λάσπη σου Το άρωμα των ζαχαρωμένων σπονδύλων σου Και τη φωταγωγία τής γλώσσας σου Στο χωρίς τέλος ξεκίνημα Όλων των πιθανοτήτων Σε ζηλεύω Σε λυπάμαι Σε αγνοώ Σκύβεις πάνω από το λεκέ της ανυπαρξίας σου Θρηνώντας που δεν είσαι περισσότερο νεκρή Από τη συλλογή " Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε"; (1999) |
Δέλτα
|
Αχ έρωτα!
|
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει,
μια σταγονίτσα της να με ξεπλένει να παρασέρνει μακριά τόση βρομιά. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει, ν᾿ ακούω τόσα πολλά όταν σωπαίνει να νιώθω τόση απλοχωριά σε μια αγκαλιά. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει, μια σπίθα τόση δα να με ζεσταίνει να ζω μια ολόκληρη ζωή κάθε στιγμή. Από τη συλλογή " Πώς τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε"; (1999) |
Γυρνά το βλέμμα του
Κι από μακριά Πίσω απ᾿ τις ράχες των άστρων Βλέπει το θάνατο κομψά να ανατέλλει. Λέει Θ᾿ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου Και θα τον εξαφανίσω Τα κλείνει τ᾿ ανοίγει Και βρίσκεται με μιας Στην αγκαλιά του. Από τη συλλογή " Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι" (1995) |
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
|
Μού λείπει η μουσική...
|
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες Γεμάτοι οργή κι απόγνωση Αποφασισμένοι ωστόσο Να το λεκιάσουν με λέξεις βρόμικες λέξεις άγιες λέξεις λέξεις κλειδιά ιδέες φαντάσματα λυτρωτικές φράσεις Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τούς μανιακούς τού λόγου Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλά τους Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη τού έρωτά τους Να τούς καθησυχάσω Να τούς πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι᾿ απόψε Πως χορτάσαμε Κι ύστερα να τούς βάλω στο κρεβάτι Και να τούς νανουρίσω Από τη συλλογή "Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;" (1999) |
Μού λείπει η μουσική
μιας άχαρης διεστραμμένης μπάντας να εκτελεί χωρίς ντροπή και λύπηση κλαψιάρικα μπλουζ μπλουζ τής Κυριακής σ᾿ εξοντωτικές πρόβες νύχτα και μέρα κάτω απ᾿ το στρώμα μου. Μού λείπουν οι βρισιές και τα υστερικά καμώματα των θεατών μιας ροκεντρόλ παράστασης οι γκρούπις με τ᾿ αναμνηστικά μουνάκια τους οι μαγαζάτορες με το απορημένο τους βλέμμα ο ανήσυχος εκστατικός ύπνος το χωνί το λάδι η έμπνευση δυο τρία κατοστάρικα να περάσω το βράδυ μου. Από τη συλλογή "Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι" (1995) |
Η ΑΛΛΟΤΡΊΩΣΗ ΤΉΣ ΈΛΞΗΣ
|
ΠΟΙΗΤΙΚΌ ΥΣΤΕΡΌΓΡΑΦΟ
|
Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί, το χάδι έννοια αφηρημένη, το σώμα καινούρια θεωρία τού ανύπαρχτου. Αλήθεια, πώς να περιγράψω τη φύση όταν μ᾿ έχει εγκαταλείψει και μόνο στην πρεμιέρα τού φθινοπώρου θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά; Ελπίζω να βρω το θάρρος μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω: γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα να κουβαλώ το ανδρικό σώμα, που δεν είναι ύλη, αλλά η υπερφυσική ουσία τού μέλλοντος. Γιατί αυτό θα πει ηδονή: ν᾿ αγγίζεις το φθαρτό και να παραμερίζεις τον θάνατο. |
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ᾿ναι ωραία αφού η αλήθεια έχει ασχημίνει. Η πείρα είναι τώρα το μόνο σώμα των ποιημάτων κι όσο η πείρα πλουταίνει, τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει. Πονάν τα γόνατά μου και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω, μόνο τις έμπειρες πληγές μου μπορώ να τής χαρίσω. Τα επίθετα μαράθηκαν μόνο με τις φαντασιώσεις μου μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω. Όμως πάντα θα την υπηρετώ όσο βέβαια εκείνη με θέλει, γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ τον κλειστό ορίζοντα τού μέλλοντός μου. |
ΘΑ ΜΠΟΡΟΎΣΑ
|
ΚΆΘΕ ΠΟΥ ΤΡΈΧΕΙ ΠΡΆΣΙΝΗ ΒΡΟΧΉ
|
Θα μπορούσα ώρες ολόκληρες να ρουφώ
την αναπνοή σου αμίλητος, ακούγοντάς σε να μιλάς σαν ήχος βροχής σε λουλούδι για θέματα αδιάφορα. Τόσο λίγο καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον, αλλά, ξέρεις, φθάνει να βλέπω το χέρι σου να γυρνά μια σελίδα βιβλίου μισοφωτισμένο απ᾿ τη λάμπα ή την πλάτη σου να σκεπάζει την κάμαρα και να σωπαίνω. Ο χρόνος έφερε αυτό το απροσδόκητο μέσα μου: σ᾿ έλαμψε τίμια και τώρα σε νιώθω σαν πράσινη φωτιά να μεγαλώνεις. Αθόρυβα που πατά η νύχτα, προνοητική για ό,τι αφέθηκε ανεκπλήρωτο ή ανείπωτο. |
Κάθε που τρέχει πράσινη βροχή στις δάφνες
κι αλλάζουν φορεσιές αθόρυβα τα δέντρα ρίχνοντας φλούδες και ψιθύρους στο βαθύ νερό, μετράω τον χρόνο να γλιστρά στα δάχτυλά μου. Ώρες που έφυγαν, με πρόσωπα μισοφωτισμένα που αγάπησα, ριγμένα σαν πέτρες στο βυθό τής θάλασσας. Ο πρίγκιπας των κρίνων 1964 |
ΠΙΚΡΑΜΎΓΔΑΛΟ
|
ΠΑΡΆΚΛΗΣΗ
|
Φίλησέ με ξανά και μίλα μου· πάει καιρός
που δε με φίλησε κανένας, όπως γίνεται με τούς συφιλιδικούς ή με τούς γέρους· ξέρεις εσύ, όπως παλιά που ανέβαινε η ψυχή στα χείλη και γιόμιζε το στόμα μας σάλιο πικραμύγδαλο και κείνο τον ήχο μες στη γλώσσα μας τον υπόκωφο σαν το κρυφό νερό κάτω απ᾿ τα φύλλα, που διάλεγε η καρδιά να πει τα όσα ανομολόγητα. Έτσι· τώρα βάλε τα χέρια σου στο στήθος καθώς το συνηθίζεις κι άσε με να σε κοιτάω ντροπαλά, βαρύς απ᾿ το δαφνόφυλλο και το φιλί σου. (Το δωμάτιο, 1977) |
Χάιδεψέ μου το χέρι, κλείσε τα μάτια σου
και φαντάσου όποιον θέλεις, το φίλο σου, το κορίτσι σου, πες ένα λόγο τρυφερό απ᾿ αυτά που λέμε πάνω στην έξαψη και μετά δε θυμόμαστε. Και μη με ρωτήσεις ονόματα και που δουλεύω και τούτο και κείνο. Άσε τη σιωπή που θα ᾿ρθει μετά το τέταρτο να μάς κατακλύσει και να νιώσουμε ντροπή για το χρόνο ντροπή για τον πηλό μας, να γεμίσει η κάμαρα νοσταλγία. (Η οδός Θρασυβούλου, 1979) |
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΊ Σ
Πως μπορείς να ξαναμπείς στο δωμάτιο που πριν λίγο κράταγες ένα κορμί αγαπημένο; Βγαίνουν απ᾿ τις γωνίες χέρια και σε καλούνε φωνές ψιθυρίζουν στο σκοτάδι μισόλογα, «ναι», «όχι», «σβήσε το φως», «μη», «ξανακοίτα με στα μάτια». Το φως απ᾿ τις βλεφαρίδες σου πηχτό. Πίσω απ᾿ το κουρτινάκι ένα γυμνό στήθος μόλις κρύφτηκε κι είναι χιλιάδες τα φιλιά, χίλια τα ονόματα, ώμοι και ιδρώτας. Όλα τα έκαψα σαν ασημόχαρτο, κανένα πρόσωπο δε μού ᾿μεινε στη μνήμη, βγήκα, λέει, κάποιο βραδάκι έξω — μ᾿ έσπρωχναν κι άρχισε να ψιλοβρέχει, ύστερα μπόρα μ᾿ έφερε σε δρόμο ερημικό χωρίς κανένα κι αυτοί που στο κορμί μου γνώρισα λιώσαν και στάξαν αίμα κι έσβησαν και φώναξα τότε τ᾿ όνομά σου να με λυπηθείς. (Η οδός Θρασυβούλου, 1979) Ο επερχόμενος χειμώνας
Όπου να ᾿ναι πρέπει ν᾿ ανοίξω το σεντούκι,
τα μάλλινα, οι φανέλες, οι αναμνήσεις, να πέσει με κρότο η ναφθαλίνη στο πάτωμα, ώρα να κλείσω τις κουρτίνες, ακούγεται πια καθαρά το βήξιμο τού χειμώνα. Χτες μόλις ήταν εύκολο να βρεις κορμί, το καλοκαίρι μεγαλόκαρδο προνοεί, εξασφαλίζει ψευδαισθήσεις στη μεγαλοθυμία του, παίζει γελώντας με την έξαψη, κάνει τα σώματα υποχωρητικά, πιο επιεική, μειώνει τις αντιστάσεις, φέρνει ψιμύθια για τα γερατειά, κουτί με χρώματα, μάς βάφει ωραία με γαλάζιο και με μοβ. Αλλά ο χειμώνας με στολή αστυνομικού αρνιέται να παίξει το παιχνίδι μας, σκληρό καρύδι, ούτε καν ένας μεθυσμένος, κλειστά τα μπαρ, το χέρι τής ερημιάς σού σφίγγει το λαρύγγι, ακούς που κάποιος κλειδώνει την πόρτα σου κλικ! σαν ποντίκι σε παγίδεψε, έχεις χάσει το κλειδί, είσαι χαμένος, και το βλέμμα σου έντρομο καρφώνεται στο τηλέφωνο ν᾿ ακούσεις πια—δεν περιμένεις τίποτ᾿ άλλο -- το θάνατο στυγνά, υπηρεσιακά, να σε ειδοποιεί: ετοιμαστείτε. Τα ποιήματα τού δολοφόνου μου, 1986. |
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΊ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΊ
Κάποτε, βέβαια, θα βρεθώ κι εγώ — ας μη γελιόμαστε -- με κάποιο σουγιά μπηγμένο στα πλευρά, κάποιο σκοινί γύρω απ᾿ το λαιμό μου, παραμορφωμένος απ᾿ τα χτυπήματα τού αγνώστου, (άνεργος; ναυτικός; ψυχοπαθής; τι σημασία έχει...). Τα συρτάρια μου άνω κάτω, ρούχα πεταμένα, ολόγυμνος σε στάση άμυνας ή παράκλησης, να κλείσει, να τελειώσει, επιτέλους, το μαρτύριο (που άλλωστε το περίμενα στο βάθος) και πια να μείνουν πίσω μου δυο τρία ποιήματα, μάλλον οι τελευταίοι στίχοι μου, πεντέξι σοφές υποθήκες πίσω από τη μάσκα μου. Λοιπόν, ας έχετε το νου σας. Αν χαθώ, αν δεν τηλεφωνήσω κι εξαφανισθώ περίεργα, μην το αποδώσετε στις γνωστές παραξενιές μου. Ψάξτε με στο λιμάνι, σ᾿ έρημες μαούνες, σε τίποτα θάμνα εξοχικά, σε ύποπτα παγωμένα ξενοδοχεία, αναζητήστε με μ᾿ επιμονή στις ερημιές, ρωτήστε πρόσωπα στα πάρκα, κυρίως, διαβάστε για τις έρευνές σας προσεκτικά τα ποιήματά μου. Περιγράφω λεπτομερώς τούς υποψήφιους δολοφόνους μου, τι μάρκα τσιγάρου καπνίζουν, το βλέμμα, τις συνήθειες, τη βραχνάδα τους. (Η μεταφυσική τής μιας νύχτας, 1982) Απόσπασμα από το ποίημα
…………………………………………………………………………………
Γινήκαν τόσα από τότε πού έφυγες. Μαζεύω κομμάτια απ᾿ το πρόσωπό σου σε κάθε μούτρο τυχαίο, όπως ό βασιλιάς το σπαραγμένο του γιό στο παραμύθι. Μπήκε χειμώνας. Μοσχοκάρυδο. Ψήνουν μουσταλευριά επάνω. «Πού να προλάβουν λίγα κόλλυβα να ταΐσουν όλους τούς ζητιάνους», λέει ή καντηλανάφτισσα. «Χτες πάλι ξεχάσατε ανοιχτή την πόρτα σας, κάποιος χτύπησε με μπλούζα μαύρη ναυτική εκεί γύρω στις οκτώ, να προσέχετε, πρεζάκηδες, καταζητούμενοι, άστεγοι, θα σάς αρπάξουν τίποτα, (ξάφνου μύρισε γιασεμί, ανατρίχιασα, πού να ᾿σαι;) είπε πώς ζήταγε εσάς, τον περιμένατε, λέει, είναι γνωστός σας». «Ναι», απάντησα, «τον περίμενα, είναι ό θάνατος». «Καλέ αφήστε αυτά τ᾿ αστεία, νέο παιδί, χτύπα ξύλο, ωστόσο δε βλάπτει να γίνετε προσεχτικότερος». Σε θυμάται κι εκείνη μα δε βγάζει άχνα για σένα, με κοιτάει λοξά κόβοντας αρμπαρόριζα, αλλά κι εγώ σ᾿ εκδικιέμαι, αγρίμι-- κλείνω την ετοιμόρροπη πόρτα και τρώω τις σάρκες σου δίχως τύψη σαν γάτος πού ξεσχίζει τα μικρά του στο πλυσταριό. |
Η μόλις μουσική
|
Η απρόσμενη
|
Μην απορείς που δυσανασχετώ
ν᾿ ακολουθώ τα βήματά σου Μνήμη. Γνωρίζω την αλήθεια· τι ωφελεί αδιάκοπα σ᾿ αυτήν να μ᾿ επιστρέφεις; Για ποιο σκοπό ο χορός των ερειπίων; Η επαναβίωση τόσων χωρισμών; Η εκταφή τού ενταφιασμένου χρόνου; Σώπασε… σώπασε… η ψυχή κοιμάται. Μην την ξυπνάς… κουράστηκε να ελπίζει. Κουλουριασμένη μέσα στον εαυτό της, έχει αφεθεί στη μόλις μουσική που η αίσθηση τού μάταιου αναδίδει. Από τη συλλογή "Το Άλμπουμ των αποκομμάτων" Γαβριηλίδης 2009 |
Όμως
ποια να ᾿σαι; Εσύ που αιφνιδιάζεις με τόση λάμψη, τόση μουσική το σκυθρωπό βασίλειο τής σιωπής μου; Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου σ᾿ αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα, όπου χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες; Μ᾿ αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ᾿ αυτή την εκκωφαντική σου παρουσία; Τι ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου; Ποιόν ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα; Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου — σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο -- ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες ακτές πέραν τού χρόνου προφητεύει; Στο φρύδι τού γκρεμού με καρτερείς και με χαμόγελο ήρεμο μού γνέφεις ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω. Από τη συλλογή "Το Άλμπουμ των αποκομμάτων" Γαβριηλίδης 2009 |
Ελεύθερες πτώσεις
|
Εύθραυστο δώρο
|
Πάει καιρός που κάνω ελεύθερες πτώσεις
στο κενό τής παρόρμησης χωρίς αλεξίπτωτα όνειρα. Εξασκούμαι στο μάταιο. Παρασημοφορώ το εφήμερο για την προσφορά στο ανέλπιστο. Τόσα χρόνια υπηρετώντας μεγάλες προσδοκίες κολλώντας ένσημα βαρέων αντιστάσεων χρεοκόπησα. |
Μου έταξες δώρο ανεκτίμητο και θεϊκό.
Το άρπαξα σαν άκουσα ευτυχία πως το λένε. Το έσφιξα στην αγκαλιά μου κι αυτό έσπασε. Δεν είχα δει την ετικέτα «προσοχή εύθραυστον». |
Ο πολυτονισμός τού πόνου |
Ενός λεπτού σιγή
|
Τι σημασία έχει
αν παίρνω λύπες ή περνώ λύπες. Ο πόνος δε ρωτάει πού τονίζεσαι. Σα βροχόπτωση πέφτει και χτυπάει όποια συλλαβή σου τύχει να βρει ακάλυπτη. Κάποτε μάλιστα σε τονίζει παντού κι ας φωνάζεις πως είσαι καρδιά μονοτονικής αντοχής. |
Όταν κοιτάζω τα βράχια
που βιάζονται από έκφυλα κύματα και γερνούν υπομονετικά καρτερώντας εκείνον τον πρώτο γόη κυματισμό που τούς ψιθύρισε όρκους στα χείλη κι ύστερα γλίστρησε σ᾿ άλλες ακρογιαλιές αφελείς για να τάξει παρόμοιες αγάπες, τηρώ ενός λεπτού σιγή για έναν ακόμη έρωτα που δεν ευδοκίμησε. |
Χωρίς προοπτική
|
Ατενίζοντας το απρόσιτο
|
Σα μοντέρνα ζωγραφική
εμφανίστηκες στη ζωή μου. Με σουρεαλιστικές κινήσεις σχεδίασες ακατάληπτης μαγείας τοπία. Κουκλόσπιτα ονείρου κρεμασμένα στ᾿ ουρανού την ασάφεια. Μπαλκόνια φιλιών χωρίς κιγκλιδώματα δισταγμού. Τροπικά δάση υποσχέσεων με απλωμένες τις ρίζες τους σε θάλασσες ευπιστίας. Υδροροές θαυμασμού να εκβάλλουν σε λίμνες συγκίνησης. Βάρκες φορτωμένες με χάδια σαν καλή ψαριά τής ψυχής. Πύργους μιας κοιμωμένης απόφασης που προσμένει τού δυναμισμού το φιλί. Όσο για τις πόρτες τής διαίσθησης αυτές τις ζωγράφισες ερμητικά αμπαρωμένες. Γι’ αυτό δεν πρόσεξα ίσως πως το σχέδιο τούτου τού έρωτα δεν είχε διόλου προοπτική. |
Τόσα χρόνια
καθόμαστε απέναντι, ουρανέ και δε συστηθήκαμε. Ονομάζομαι άπειρος. «Δες σύμπτωση», μού απάντησε «κι εγώ άπειρος είμαι. Προγιαγιά μου η αιωνιότητα και παππούς μου το χάος». Μάλλον πρόκειται για συνωνυμία, τού είπα. Εγώ κατάγομαι απ᾿ την έλλειψη πείρας. Μητέρα μου ήταν η άγνοια. Ορφανός. Με μεγάλωσε η αναζήτηση. Μιας και φαίνεσαι όμως άκληρος, ουρανέ και τυχαίνει να ᾿χουμε ομόηχο όνομα δε με υιοθετείς στο απέραντο για ν’ αλλάξω και σημασία; Μη λικνίζεσαι επιδεικτικά, ουρανέ. Σκανδαλίζεται η θνητότητά μου. Κι όταν καλπάζεις στους δρόμους τού ανέφικτου να φοράς στις οπλές σου συμπόνια, για ν᾿ απορροφώνται οι κραδασμοί τής υπεροψίας σου. Με τρομάζουν οι ήχοι τού απρόσιτου. Βρέχει. Παραπονιέται πάλι ο ουρανός. Σκληρή η μοναξιά τού αχανούς. Είσαι τουλάχιστον αιώνιος, ουρανέ. Σκέψου λιγάκι και εμάς. Και μόνοι και εφήμεροι. |
Ξημέρωμα στην Πύλο
|
Στους πρόποδες τής Εδέμ
|
Η ψυχή
να κοιτά την ανατολή και το σώμα να γέρνει στη δύση. Τής μοίρας μας ο μεγάλος διασκελισμός. |
Νερά λιγώνονται απ᾿ τα γέλια
σταφύλια κοκκινίζουνε από έρωτα ψυχές το σκάνε απ᾿ το κλουβί τους και κελαηδούν. |
Χωρίς άρωμα...
|
Στο αμήχανο...
|
Χωρίς άρωμα έλα!
Μοσχοβολούν τα λόγια που μού λες. |
Στο αμήχανο
γέλιο σου αιωρείται η προδοσία. |
Χίλια ψέματα...
|
Μέλισσα ζωή...
|
Χίλια ψέματα
προσπαθούν να με πείσουν πως δεν έφυγες. |
Μέλισσα ζωή,
αλλού δίνεις το μέλι κι αλλού το κεντρί. |
Ύπουλος καιρός...
|
Μεστό φεγγάρι...
|
Ύπουλος καιρός.
Μετά τα ζεστά φιλιά βρέχει αγκάθια. |
Μεστό φεγγάρι.
Φούσκωσε απ᾿ τα λόγια ερωτευμένων. |
ΙΧ
30 Σεπτεμβρίου 1970. Σ᾿ ένα βαγόνι με βαθιά καθίσματα διαβάζω
Το θάνατο τού Αλέξανδρου Κερένσκι στο Μπέρκλεϋ των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν το ᾿ξερα πώς ήταν ζωντανός. Δεν το ᾿χα ποτέ μου σκεφτεί. Μισόν αιώνα μακριά από τα χειμερινά ανάκτορα... Ω τραίνο σκοτεινό. Δεν είσαι το τραίνο τού Λένιν. Αλλά μια αμαξοστοιχία τής γραμμής Θεσσαλονίκης - Αθηνών. Που δε θα φτάσει ποτέ στην Πετρούπολη. Κι εγώ χωρίς σημαίες. Χωρίς προκηρύξεις. Με τη βαλίτσα γεμάτη έγχρωμα φυλλάδια. Όχι ένας αμείλικτος κομισσάριος. Ο γραμματέας μιας τοπικής επιτροπής. Αλλά περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας εταιρίας καλλυντικών. Με φαντασία. Με τέλεια γνώση τής αγοράς. Με μεγάλες προοπτικές προαγωγής. ΜΑΡΊΑ ΒΕΡΕΛΉ
Θα μπορούσα να είχα γίνει μια Πολυδούρη,
αν υπήρχαν αντισυλληπτικά εκείνη την εποχή. Αλλά και η Πρέβεζα ήταν μικρή, κι ο Βερελής ήθελε οικογένεια με κάθε τρόπο. Έτσι: γάμος, παιδιά, παιδιά παιδιών, δισέγγονα, θάνατοι, αρρώστιες (πού καιρός για ποιήματα). Η μοίρα μου... — θέλω να πω, το πιο θλιβερό ήταν, ότι δεν πέθανα στα εικοσιοκτώ μου. Σχεδόν ερωτικό
Όλα τ᾿ άγρια ζώα σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι σου.
Φυσάει ένας δαιμονισμένος αέρας. Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός δένδρου όπου μάταια προσπαθώ ν᾿ ανέβω. |
ΎΜΝΟΣ (ή μάλλον ΩΔΉ)Στη σελήνη. Στα περισσότερα άστρα. Στον τρυφερό Σεπτέμβριο.
Στις μεγάλες σταγόνες τής νύχτας. Πού στάζουν αργά πάνω στο κεφάλι μου. Στη θάλασσα τού Ρεθύμνου. Στον Αρθούρο Ρεμπώ («Devotion»). Κοιτούσα ώρες ολόκληρες στον γαλάζιο καθρέφτη το φαγωμένο πρόσωπο τής αιωνιότητας. Στα ερείπια των Φιλίππων. Στον άγνωστο X. Στον στίχο τού Σεφέρη: «Κι έπειτα τα χαμόγελα πού δεν προχωρούν των αγαλμάτων». Στην υπέροχη καμπύλη μιας υψηλής νότας από το λαιμό μιας διάσημης Ιταλίδας αοιδού. Στην Άννα — και βούλιαζα στα βαθιά μαλλιά σου. Στο ξενοδοχείο «Volturno», via degli Apuli 44. Βρίσκω μεγαλείο στην ανάμνηση ενός αυτοσχέδιου λόγου πού εκφώνησε κάτω από ένα δέντρο σε μια περίπτωση αναδασμού τής γης ο Νικόλαος Τεπετζικιώτης, νομάρχης Γρεβενών. Στ᾿ απλωμένα ρούχα τής ταράτσας. Στις γυναίκες των παλιών ζωγράφων (πραγματικές και φανταστικές) Στους εν γένει χαμένους, λησμονημένους, προδομένους. Σε ορισμένους δολοφόνους. Στην ωραία φοιτήτρια με τα μωβ οπάλλινα σκουλαρίκια. (Προχωρούσα λαμπερός μέσα στη νύχτα. Χωρίς να βουλιάζω. Πάνω στην επιφάνεια τής θάλασσας). Στ᾿ ανοιχτά παράθυρα το καλοκαίρι. Στα σκοτεινά σου χέρια. Στο βιολετί χρώμα των ματιών σου όταν συννεφιάζει. Ή όταν φυσάει δυνατά. Ή όταν... Στο θάνατο.. .Η άνοιξη είναι το γράμμα πού σού γράφω. Στον Μπέρτολτ Μπρεχτ. |
ΤΟ ΔΆΠΕΔΟ |
Ο ΠΟΤΑΜΌΣ
|
Άσπρα και μαύρα πλακάκια
σ᾿ εναλλασσόμενη τάξη, την επαφή των βημάτων μου δέχονται. Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο παίζω σαν ένα παιδί, προσπαθώντας μονάχα στις λευκές να πατώ επιφάνειες. Δύσκολη άσκηση· ακροβασία περίτεχνη. Κάποτε χάνω τού σώματος την ισορροπία. Κάποτε χάνω τού πνεύματος τον υπολογισμό. Και μπερδεύεται τότε των βημάτων μου η τάξη. Και πλανημένο το πέλμα μου, παραπατάει στα μαύρα πλακάκια. Πρέπει πάλι ν᾿ αρχίσω απ᾿ την αρχή το παιχνίδι. Πρέπει ν᾿ ασκήσω το πνεύμα μου στην τέλεια ακροβασία. Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι, το αποσταμένο μου πνεύμα περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα. Και τού δαπέδου ο ακίνητος δίσκος περιστρέφεται μ᾿ ένταση. Και των χρωμάτων συγχέεται η εναλλασσόμενη τάξη. Των αισθήσεων σύγχυση. Κι όπως ένα παιδί, που τού χαλούν το παιχνίδι, κι όπως ένα παιδί, που η υπομονή του εξαντλείται, ιδού, τρέχω με πείσμα τσαλαπατώντας τού δαπέδου την τάξη. Με το πέλμα σκουπίζω τις γραμμές που χωρίζουν τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια. Και ξαπλώνομαι χάμου με βουρκωμένο το πνεύμα μου. Και ραντίζω με δάκρυα τη συντριμμένη μου πίστη. Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση. Όμως τώρα πια βλέπω φανερά τι σημαίνει τού δαπέδου το γύρισμα. Τώρα βλέπω το νόημα τής συνουσίας των χρωμάτων. Από την ποιητική συλλογή "Το Δάπεδο" 1951 Ουκ απέσβετο λάλον ύδωρ
Χριστιανός εγώ; Ποτέ! Δεν είμαι εγώ Χριστιανός.
Αινίγματα για με οι ναοί τού χλωμού Ναζωραίου. Ορμητικός κι ωραίος σαλεύει μέσα μου ένας Ιουλιανός, και γέρνω στο κατώφλι σας, λαμπροί ναοί τού Ωραίου. Από το βράχο τον ιερόν εξόρισε ο βυζαντινός φανατισμός την πάναγνη παρθένα τής σοφίας. Κάτω: οι ναοί τού Εβραίου θεού, κι απάνω: πάντα φωτεινός ο ωραίος ναός, σύμβολο μιας παντοτινής θρησκείας. Από τη συλλογή "Τα ρόδα της Μυρτάλης" (1931) |
Ο μεγάλος αυτός ποταμός
δεν είναι ο ποταμός Βαβυλώνας, που ξέραμε. Δεν είναι το ρεύμα, όπου άλλοτε ερχόμασταν και τα νερά του πληθαίναμε με σταγόνες πικρίας. Ο μεγάλος αυτός ποταμός δεν αποδέχεται στους κόλπους του δάκρυα. Αναφομοίωτα, ξένα επιπολάζουν, όπως σταγόνες λαδιού. Τώρα, καθώς στην περίσταση αρμόζει, κάθομαι μόνος στην όχθη, με το στεγνό προσωπείο τής γαλήνης. Κάθομαι μόνος, των σιωπηλών ακατίων* την παρέλαση μελετώντας, κατά μήκος τού ρεύματος. Πλεούμενα οχήματα, μ᾿ ανεπίστροφο πρόσωπο Πορθμεία τού θανάτου, που κουβαλούνε το τελευταίον, αναλλοίωτο σχήμα τού ανθρώπου. Στον κινούμενο τούτο καθρέφτη τού εαυτού μου επικάθεται το είδωλο ακίνητο. Επιπλέει δίχως σάλεμα, ενώ κάθε στιγμή μεταλλάσσεται, συνοδοιπόρος τού χρόνου ως ένα μονάχα σημείο. Στης υγρής λεωφόρου τα κράσπεδα έτοιμος κάθομαι και περιμένω. Περιμένω το σπασμένο χρονόμετρο, που θα πάρει αναλλοίωτο το τελευταίο μου σχήμα. Από την ποιητική συλλογή "Το Δάπεδο" 1951 *ακάτιο: μικρή βάρκα ΤΟ ΠΗΓΆΔΙ
Όταν σκύβω σε τούτο το άνοιγμα
τού σκοτεινού πηγαδιού, διαπιστώνω περίτρομος τής ύπαρξής μου το δίχασμα. Όταν με δέος αποστρέφω το πρόσωπο, ξεμακραίνοντας από το κρίσιμο χάσμα, ψαύω με το ένα μου χέρι τον μισόν εαυτό μου μονάχα. Ξαναγυρνώ κι η φωνή μου μισή κατρακυλά στο πηγάδι κι ενσωματώνεται με την άλλη μισή μου φωνή σε Λόγον ακέραιο. Όμως στον πυθμένα επιπλέει, σ᾿ αμετάκλητο δίχασμα, η μια μονάχα φιγούρα τού χωρισμένου προσώπου μου. Ως πότε θα γέρνω το διχασμένο μου σώμα στου πηγαδιού το κρηπίδωμα; Ως πότε θ᾿ απλώνω το χέρι βαθιά το άλλο μου χέρι ν᾿ αδράξω; Από την ποιητική συλλογή "Το Δάπεδο" 1951 |
ΕΘΝΙΚΉ ΟΔΌΣ |
Η ΓΥΝΉ ΝΑ ΦΟΒΕΊΤΑΙ ΤΟΝ ΆΝΔΡΑ
|
Όμως μπορεί και να ᾿σαι τρυφερός·
μπορεί να μοιάζεις με τις άσχημες τού κόσμου, γεμάτες πόνο, κλειδωμένες μια ζωή πίσω από τα παντζούρια, γιατί φοβούνται αν βγουν στο φως την έκφραση στο πρόσωπό μας. Μπορεί να μοιάζεις με τις σιωπηλές αυτές πού αν μάς μιλούσαν δε θα γράφαμε πια ποιήματα, που αν μάς φιλούσαν το φιλί τους δε θα στέγνωνε στους αιώνες, που αν κάναμε έρωτα ποτέ θα᾿ τανε για να γίνουμε ολόκληροι έρωτας για πάντα. Κάτι μού λέει πως είσαι σαν αυτές κι απόψε έχεις τολμήσει ω αποτρόπαιη σιωπηλή μου Δεσποινίς και τρέχεις τώρα στην απέναντι λωρίδα με τα εκτυφλωτικά Σου φώτα μες στη νύχτα· κάτι μού λέει γιατί μια δύναμη αρωματική σπρώχνει το χέρι μου να στρίψει το τιμόνι και να ᾿ρθω μετωπικά να τσακιστώ στην αγκαλιά Σου. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" |
Τελικά θα μπορούσα να είμαι
η γυναίκα μου Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων να με είχα παντρευτεί. Με ωραία φωνή την οποία και ακούω ευκρινέστατα. Ευγενέστατος δε. Και μαζί ευσυγκίνητος. Τι λουλούδια θα μού ᾿κοβα. Με λουλούδια θα μ’ έκοβα και με λόγια πού εγώ θα περίμενα. Και θα ήξερα εγώ μέχρι πότε να δίσταζα, με τι νάζια ώστε ποτέ να μη με χάσω. Θα με ζήλευα ύστερα: τόσο όσο αυτοί πού είναι βέβαιοι. Κι όσο πρέπει και όταν θα ενέδιδα. Ευτυχώς με δυο χέρια ώστε πάντα το ένα απ᾿ τα δυο να χαϊδεύεται. Μετά ξέραν τα δυο πού να χάιδευαν και πώς. Κι ένα μόνο παιδί θα μού σκάρωνα-- εμένα. Όμως πάνω κι απ’ όλα: όταν ή ώρα θα ’ρχότανε όχι όχι ένας ένας αλλά όλοι μαζί να χωρίζαμε. Από τη συλλογή "Άκυρο θαύμα" 1996 |
ΤΟ ΓΡΆΜΜΑ
|
ΤΟ ΣΏΜΑ ΣΟΥ ΚΙ ΕΓΏ
|
Στην τσέπη τού παλτού σου,
παλιό σουσάμι φλούδια φιστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου. Ξύπνησαν λέξεις φράσεις ανακλαδίστηκαν έτριξα μήνες εκεί μέσα μέρες τού κρύου νύχτες απ᾿ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή μήπως ακούσεις, άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς κόπηκα ράφτηκα εν αγνοίᾳ σου κατά τις πιθανές σου επιθυμίες. Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι κι είναι σαφείς οι προοπτικές τού μέλλοντός μας αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας ή αντί να με ξεγράψεις στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο, θα σφίξω, θα μαζέψω σε σουσάμι ή φλούδι κι απ᾿ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα. Κάποτε θα μ᾿ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου. Από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου (1982) |
Διαβάζει ο ποιητής
Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ έχουμε φανταστεί όσα ένα σώμα κι ένα εγώ μπορούν να φανταστούν. Το σώμα μου κι εγώ έχουμε ονειρευτεί το σώμα σου σε στάσεις που ποτέ σου δε φαντάστηκες. Δεν έχεις θέση τώρα τι ζητάς ανάμεσα σε μένα και στο σώμα σου. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" |
Σε σκέφτομαι, χωρίς σκοπό, έτσι
Είναι οι μουσικοί που γέρασαν και ξέχασαν τις σωστές παύσεις, σκύβουν, μετρούν τούς χρόνους με βιάση, στα χέρια τους δεν αφήνεται πια μια γυναίκα. Είναι οι μουσικοί που δε θα προλάβουν να παίξουν κάτι δικό τους -- (κάποτε το πιστεύουν και πεθαίνουν). Μη μ’ αφήνεις και μένα να πιστέψω πως θα κυλήσουν τόσο άσκοπα οι μέρες, πως δε θα ξαναπερπατήσουμε κάτω απ’ τη βροχή μαζί. Μπορεί να ξεχάσω κι εγώ εκείνα τα άδολα χέρια σου, που ζήταγαν να μ’ αφανίσουν ειρηνικά μέσα στη νύχτα. Μπορεί οι πέτρες να μείνουν εκεί, κάτω απ’ το πλατάνι, τ᾿ ακίνητο μάτι τού κότσυφα μπορεί πάντα να προσμένει την καταιγίδα, όμως εγώ πόσο καιρό θα σε σκέφτομαι χωρίς σκοπό, έτσι; Μέχρι να ραγίσει ο πόθος τού νόστου, νηστικό αγρίμι, γεράκι με ματωμένες φτερούγες είμαι, και κάτω ως πέρα το αίμα, σα να ξυπνάω μέσα στο αίμα κι οι κύκλοι μικραίνουν, οι φωνές σκληραίνουν συνέχεια, το φως δε μού φθάνει κι η ελευθερία γέρασε. Από τη συλλογή " Ο δράκος τού μεσημεριού", 1983 |
Οκτώβριος
Να σ᾿ αφήσω πάλι να μιλήσεις;
Όπως παλιά που θόλωνες με τα χνώτα το τοπίο και χανόμουν μέσα σε υποθέσεις, μέσα στα δικά σου χρώματα μιας παράταιρης – άλλοι την είπαν αχρείαστης – έκρηξης. Κανείς μας δεν έβλεπε τότε καθαρά τις λέξεις. Έχεις αλλάξει, ισχυρίζεσαι. Έμαθες πολλά στο μεταξύ. Λύγισες ελαφρά με τις εμπειρίες τού χειμώνα, με τις ανοησίες των άλλων. Να σε πάρω λοιπόν στα σοβαρά, να σ᾿ αφήσω να ζήσεις ξανά μέσα μου, να με κατοικήσεις με τα πρώτα φθινοπωρινά άγχη, καταφύγιο σίγουρο, για όλες τις νύχτες που σε περιμένουν στην άκρη τής κάθε ανάσας. Άλλωστε το ήξερα πάντα τα ήθελες όλα δικά σου, υποστηρίζοντας ως το πρωί με όση θέρμη σού επέτρεπε την εποχή εκείνη η εφηβεία σου – δηλαδή άπειρη, ότι το κορμί εμπεριέχει αποκλειστικά τον λόγο, ότι η σκέψη είναι απόκτημα τού κορμιού. Πόσο καλά θυμάμαι τώρα εκείνη τη βεβαιότητα, ὀπως ακριβώς η καρδιά, όπως η φαντασία, είναι μέρη αναπόσπαστα τού σώματος. Απήγγειλες σαν αεράκι, είχες μάθει απ᾿ έξω ήδη, έπαρση και απώλεια, ένα κράμα έρωτα και σπαραγμού μέσα σε δέκα λεπτά. Να τα πω όλα αυτά; Είναι υπόθεση χάριτος· να τα χαράξω; Μα σε ποιο χαρτί να γονατίσω; Άνευ προηγουμένου δικαίωση τού χρόνου σε μια παράκληση, ακόμη μια φορά. Θυμάμαι το τηλέφωνο αρχίζει από το μηδέν τελειώνει στην επάρκεια τού ονείρου πλέον. Χρειάζεται να έρθεις λοιπόν; |
Μεγαλυνάρι (Τ᾿ όνομά σου)
|
Τής Σπάρτης οι πορτοκαλιές...
|
|
|
Μουσική: Τερψιχόρη Παπαστεφάνου.
Ερμηνεία: Δανάη Μπαραμπούτη & χορωδία Τρικάλων Τ᾿ όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι. Τ᾿ όνομά σου: νερό στην πηγή. Τ᾿ όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχόμενων άστρων. Τ᾿ όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη τού Μάη. Τ᾿ όνομά σου: ρινίσματα ήλιου. Τ᾿ όνομά σου: στροφή από φλάουτο τη νύχτα. Τ᾿ όνομά σου: στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο. Τ᾿ όνομά σου: κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την άνοιξη πίσω τους. Τ᾿ όνομά σου: βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο. Τ᾿ όνομά σου: περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα. Τ᾿ όνομά σου: τοπίο χωρισμένο με χρώματα. Τ᾿ όνομά σου: δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του. Τ᾿ όνομά σου: ένας ψίθυρος απ’ αστέρι σε αστέρι. Τ᾿ όνομά σου: ομιλία δυο ρυακιών μεταξύ τους. Τ᾿ όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο. Τ᾿ όνομά σου: ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου. Τ᾿ όνομά σου: ροδόφυλλο σ’ ενός βρέφους το μάγουλο. Τ᾿ όνομά σου: πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων. Τ᾿ όνομά σου: ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου. Τ᾿ όνομά σου: πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια μεσούρανα. Τ᾿ όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια τού δάσους. Τ᾿ όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων. Τ᾿ όνομά σου: Ειρήνη στις ρότες των πλοίων. Τ᾿ όνομά σου: ένας άρτος βαλμένος στην άκρη της γης, που περίσσεψε. Τ᾿ όνομά σου: αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα. Τ᾿ όνομά σου: αλληλούια πάνω στο Έβερεστ. Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) |
Μουσική: Τερψιχόρη Παπαστεφάνου.
Ερμηνεία: Δανάη Μπαραμπούτη & χορωδία Τρικάλων Τής Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια τού έρωτα, άσπρισαν απ᾿ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου. Κάθονταν κάτω απ᾿ το φεγγάρι και με νοιάζονταν, κάθονταν κάτω απ᾿ το φεγγάρι και με μάλωνε. Χτες σ᾿ έλουσα, χτες σ᾿ άλλαξα!.. Πού γύριζες-- ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα και νεραντζάνθια. Σού στήνω μια καλύβα
Σού στήνω μια καλύβα στους αιώνες των αιώνων,
ένα κήπο να περπατάς, ένα ρυάκι να καθρεφτίζεσαι, μια πλούσια πράσινη φραγή να μην σε βρίσκει ο άνεμος πού βασανίζει τούς γυμνούς – στους αιώνες των αιώνων! Σού στήνω τ᾿ όραμά σου πάνω σ᾿ όλους τούς λόφους να σού φυσάει το φόρεμα η δύση με δυο τριαντάφυλλα, να γέρνει ο ήλιος αντίκρυ σου και να μη βασιλεύει, να κατεβαίνουν τα πουλιά να πίνουνε στις φούχτες σου των παιδικών ματιών μου το νερό – στους αιώνες των αιώνων! Ο πράσινος κήπος
Έχω τρεις κόσμους.
Μια θάλασσα, έναν ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου. Θα μπορούσα αν τούς διάβαινα και τούς τρεις, να σάς έλεγα πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω. Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου, μη με ρωτήσετε. |
Θα κτίσω ένα σπίτι
|
Μια μυγδαλιά και δίπλα της…
|
|
|
Μουσική: Τερψιχόρη Παπαστεφάνου.
Ερμηνεία: Δανάη Μπαραμπούτη & χορωδία Τρικάλων Θα κτίσω ένα σπίτι στην άκρη τής θάλασσας Καράβι μην αργείς, γύρισε γρήγορα, Περιμένω έναν ξένο. Απ᾿ την άκρη τού κόσμου ξεκίνησε Ένα περιστέρι Μάς φέρνει ένα κρίνο στο ράμφος του Ένα περιστέρι. Εγώ πηγαίνω στον λόφο Να κτυπήσω τού σύμπαντος Τις άσπρες καμπάνες. |
Μουσική: Τερψιχόρη Παπαστεφάνου.
Ερμηνεία: Δανάη Μπαραμπούτη & χορωδία Τρικάλων Μια μυγδαλιά και δίπλα της, εσύ. Μα πότε ανθίσατε; Στέκομαι στο παράθυρο και σάς κοιτώ και κλαίω. Τόση χαρά δεν την μπορούν τα μάτια. Δος μου, Θεέ μου, όλες τις στέρνες τ᾿ ουρανού να στις γιομίσω. |
|
|
Το πιθανότερο είναι ότι φταίει, συλλογίζομαι,
η προευκλείδια δομή τού πνεύματός μου γι᾿ αυτό μού είναι αδύνατο να εννοήσω και το απλούστερο θεώρημα πόσο μάλλον τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις. Γιατί ο Αχιλλέας όσο και να τρέξει μολονότι ωκύπους δεν θα φτάσει ποτέ την αργοβάδιστη χελώνα. Εδώ εγώ, χωρίς να έχω τη δική του αλκή ούτε την αρωγή από τα ωκεάνεια βάθη τής αθάνατης μητρός μου, πρόλαβα τις προάλλες σκαρφαλώνοντας τον Υμηττό κάμποσες χελώνες, τη μια μετά την άλλη· δεν προσπέρασα με την αλαζονεία τού νικητή μα στάθηκα και απόλαυσα πόσο ηδονικά ροκάνιζαν τις χλωρασιές κι έσκυψα να θωπεύσω τη ζεστή από τον απριλιάτικο ήλιο τεθωρακισμένη αρματωσιά τους· εκείνες όμως έσπευσαν ξεφυσώντας απειλητικά να χώσουν το κεφάλι στο καβούκι τους. Αχ, μικρά μου απροστάτευτα θηρία θυμωμένα στο ξεκοιλιασμένο, το ετοιμοθάνατο αυτό βουνό ίσως μαντεύετε με το ένστικτό σας πόσο θανάσιμο είναι και το παραμικρό μας κίνημα που την υπόστασή του αρνήθηκε τόσο πεισματικά ο Ζήνων. ΡΑΚΟΣΥΛΛΈΚΤΗΣΝαι τώρα ξέρω, τι θα ᾿θελα να γίνω
αν ήτανε βολευτό να ξαναρχίσω. Ας χαίρονται οι άλλοι γαλόνια και σειρήτια ας θυμιατίζουνε τη ματαιότητά τους με τις δεσποτικές τους αγιαστούρες. Εγώ το μόνο που πεθύμησα για τα στερνά μου έστω είναι να γίνω ένας άξιος τού ονόματος ρακοσυλλέκτης μήπως και περισώσω έτσι από τη χωματερή τού αιώνα τα ξεσκλίδια τού ᾿21, την Καλογρέζα τού ᾿45 τα ράκη τού αλλοτινού κόσμου. Μονάχα τα δικά τους κουρέλια μπορούν σ᾿ αυτούς τούς χαλεπούς καιρούς να ντύσουνε την ποίηση. Νυχτερινή οξυγραφία (2013), Τυπωθήτω |
Κρύβουν τα κρίματά τους στα ρόδα οι Τυδόρ,
στους κρίνους οι Βουρβόνοι, σε άπαρτο δυναμάρι* με λιοντάρια φρουρούν τ᾿ ανθρωποφάγα δείπνα τους οι Ατρείδες· στη δυναστεία μας όπως σε όλες τις δυναστείες δεν στόμωσε ποτέ η φρίκη, ρόδα δεν κρύβουν όμως, κρίνα δε στολίζουν τα ανομήματά μας. Στη δυναστεία μας όσο κι αν παραπλανηθείς σε άγρια τρίστρατα πάντα θα βρίσκεις ένα μονοπάτι στις λαγκαδιές τού Κιθαιρώνα για να σε φέρει πιο κοντά στο βρέφος που υπήρξες κάποτε μυρώνοντας τη φρίκη με το γοερό του κλάμα. Και πάντα ένας γέροντας τυφλός κι εξόριστος θα βρίσκει αναπαμό ακούγοντας στην ακροποταμιά τού Κηφισού τ᾿ αηδόνια. Στη δυναστεία μας ο λοιμός δεν σκότωσε τ᾿ αηδόνια. * Δυναμάρι: φρούριο, οχυρό. ΤΡΌΜΟΣΌταν αλήτευα στον Πόρο
με το Θανάση Μαργαρίτη πέντε χρονώ παιδιά, μια μέρα προσπαθώντας να τον ξεπεράσω στο σημάδι έξω από το Προγυμναστήριο στους ευκάλυπτους μού ξέφυγε μια πέτρα και τινάχτηκε στου Γερμανού τα πόδια που φύλαγε σκοπιά. Ω τρόμε σε γνώρισα νωρίς κι ούτε χαλάρωσαν τ᾿ αρπάγια σου από τότε· παιδιά μου όλης τής γης παιδιά στο Βιετνάμ και την Καμπότζη ν᾿ αλαφροπετάτε τα λιθάρια σας… |
ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΤΉΣ ΚΊΡΚΗΣ
|
ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΤΉΣ ΌΜΟΡΦΗΣ |
Ήταν στο δώμα. Κάτω η θάλασσα κοιμότανε,
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς, μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια. Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει φυλακισμένο το όνειρο, η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο μόνο με την αρμύρα τού νερού, τής γης την άχνη, τού καιρού το ρίγος, παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο. Το πόσο περπατήσαμε ο ένας τού άλλου τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει. Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο όταν κοιτάει στη χώρα τής ανάμνησης, ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή, για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα, ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας την ερημιά. Μα ωστόσο, η Κίρκη ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ᾿ τις αγρύπνιες μου χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε, παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη στου αγνώστου το καρτέρεμα. Σκύβοντας, ήπια, πρώτα νερό απ᾿ τα χείλη της. Το καλοκαίρι τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες τού μέσα κόσμου της, μιλώντας τα λόγια πού είναι σαν φτερά. Μα η Κίρκη, με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση, με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου, κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό φυλακισμένο, κι ένα φως που τρέμιζε άχραντο στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σαν να ταξίδευε με το ζεστό πουλί τής αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου. Είναι μακριά τώρα το καλοκαιρινό νησί, ή χαρά που πέτρωσε, είναι μακριά και το κορμί τής Κίρκης, η γιορτή τού πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά στην αιώνια νιότη. Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ᾿ το σώμα. Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου, παίζουνε πίσω απ᾿ τα παραπετάσματα, τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου, μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή κι ανεξήγητη, σαν τη μοίρα τής ποίησης, πού αγρυπνάει στην ψυχή μου. Από τη συλλογή "Τα μάτια τής Κίρκης" 1963 |
Μέσα απ’ τα κρύσταλλα τού ανέμου ή Όμορφη,
σκορπίζοντας το φως σε γοργά χρώματα, ανοίγει ένα μικρό ουρανό, δείχνει το πρόσωπο — πότε πυρρό, πορτοκαλί, κατάμπλαβο, πότε στο χρώμα τής καρδιάς πού ξύπνησε, πότε στο χρώμα πού φορούνε τα όνειρα-- στεφανωμένο με ζεστά πουλιά πού χύνονται από τον άλλο δρόμο τού έρωτά της. Μες στους καθρέφτες της ο μέγας κόσμος στένεψε τόσο πολύ, πού να χωράει σ᾿ ένα χαμόγελο. Ύστερα πλάτυνε μεμιάς, σαν αναστέναγμα, καθώς οι ακτίνες της ζητούν μιαν άκρη απείραχτη, για να σκαλίσει μια βραγιά με φρέσκα αισθήματα, για ν’ ακουμπήσει μια φωνή πού την παιδεύει. Γέρνει το μίσχο κι είναι σα να συλλογίζεται έν’ άστρο απρόσεκτο πού κύλησε στο ρυάκι της. Πάλι ανατέλλει και τινάζοντας ξανθές ανταύγειες συνάζει τα ζεστά πουλιά μες στην κοιλάδα. Ο κόσμος δεν τη χώρεσε. Τώρα αποσύρεται στα σκληρά δάση της, να παίξει με τα χρώματα. Ξοπίσω κλείνει ο ουρανός. Την κυνηγά, μέσα στο πληγωμένο φως, ένα χαμένο ελάφι. Από τη συλλογή "Τα μάτια τής Κίρκης" 1963 Αισθηματικά ελεγεία
ΙV
Αν με θυμάσαι, θα το ξέρει μόνο το χέρι σου όταν παίρνει ένα βιβλίο-- κι ούτε θα νιώθεις πως σιγά σιμώνω, να το φυλλομετρήσουμε κι οι δύο. Αν με θυμάσαι, θα το ξέρει η λύπη τής φωνής σου στον κήπο που είχες γείρει — κλωνάρι κερασιάς, λιγνή τουλίπη-- πρώτη φορά, στου ανέμου το χατίρι. Αν σε θυμάμαι, θα το ξέρει μόνο μια φωτιά που θα καίει και μες στα χιόνια. Μού ᾿πες πως ο καιρός νικάει τον πόνο. Κι όμως, έχουν περάσει τόσα χρόνια. VIII Αν ήσουν μέσα στο νερό μια ζωγραφιά απ᾿ τα σύννεφα, αν ήσουν μες στον άνεμο ένα φτερό φευγάτο, αν ήσουν μέσα στη βροχή ένας αχνός τής θύμησης, αν ήσουν μέσα στην καρδιά μια ανασαιμιά από ρόδα, αν ήσουν ίσκιος σε μια νύχτα που παιδί αγρυπνούσα, —δεν ξέρω πόσο πιο πολύ για σένα θα πονούσα. Από τη συλλογή "Τα μάτια της Κίρκης" 1963 |
Από το «Μουσικό τετράδιο τής θάλασσας»
|
Ταξίδι για καινούργιες σπουδές
|
Η Αννούλα σκάλιζε στ᾿ ακρογιάλι τα λευκά βότσαλα
για να βρει το χαμένο ψίθυρο τής θάλασσας, που δεν τον στέγνωσε η πρωινή λιακάδα τού Φθινόπωρου, που δεν τον βρήκαν τα μικρά παιδιά που σκάλιζαν την άμμο. Στάθηκε έξω απ᾿ την δράση των πραγμάτων και γέρνοντας πάνω απ᾿ το μικρό κοχύλι τού γιαλού, πήρε με την ανάσα της τον πρώτο ψίθυρο τής θάλασσας. Κι όπως αθώα γύριζε το βλέμμα της στην πρώτη αρμύρα τής παρθενικής ντροπής, έσταξε από τα μάτια της το πρωτοδάκρυ τής αυγής, έτσι όπως τρέμει ένας καρπός σαν παίρνει να ωριμάζει. Κ᾿ είπα να κρύψω την καρδιά τής θάλασσας σ᾿ ένα γαλάζιο βλέφαρο. Κ᾿ είπα ν᾿ ανοίξω τη μικρή παλάμη της για να διαβάσω το αίνιγμα. Μα πριν προλάβω να συλλαβίσω το χρυσό λόγο, άρχισε να φυτρώνει μόνος του απ᾿ τις λεπτές φλεβίτσες των δάχτυλων της. Κ᾿ έγειρε τότε το κεφάλι της απ᾿ το κλωνάρι τού λαιμού κι άφησε να κατρακυλήσει στην καρδιά μου ο πρώτος ψίθυρος τής θάλασσας... Από τότε, κρατάει στο βάθος των ματιών μια γαλανή καρδιά γεμάτη αρμύρα και χυμούς, που δεν μπορούν οι κόκκινες φωνές τής πρωινής λιακάδας και το βαθύ σκοτάδι τής νυχτιάς, ούτε τη μελωδία της να πιουν, ούτ᾿ ένα δάκρυ να στεγνώσουν. |
Καρφώσαμε μ᾿ ένα ξίφος ιλαρού φωτός
πάνω στα στήθια μας την επανάληψη των ημερών και κινήσαμε χωρίς αποσκευές για να διαβάσουμε το άλλο πρόσωπο τού ήλιου. [….] Δίχως να κόψουμε στους δικούς μας ένα ψεύτικο νόμισμα δακρύων, δίχως να σφίξουμε έναν κόμπο στο λαιμό για να στρογγυλέψει ο λόγος τού χαιρετισμού, δίχως να ξεδιπλώσουμε απ᾿ τη γέφυρα τού καραβιού το τελευταίο σινιάλο τής καρδιάς μας, κόψαμε με μια απότομη κίνηση τού χεριού το νήμα τής αφετηρίας και τινάξαμε τις ψυχές μας πέρα απ᾿ την αιχμάλωτη πολιτεία. [….] Πριν ξεκινήσουμε, είχαμε νικήσει κάθε δισταγμό, θρυμματίζοντας μέσα στον αρχαίο ναό τις δέκα εντολές με τα τροπάρια τού θεού· είχαμε σκύψει με κατάνυξη πάνω στους αφρούς, για να φιλήσουμε το ξανθό χαμόγελο τής Αφροδίτης, κ᾿ είχαμε δώσει άλλο νόημα στη λατρεία μας κι άλλο ανασασμό στο περπάτημα των ίσκιων ανάμεσα στους ανθρώπους. Κάλλιο μια τρικυμισμένη ρέμβη στο θαλασσινό τραγούδι των αφρών, παρά ένα αλύτρωτο ξημέρωμα ως το στερνό μας ψυχορράγημα. [….] |
Πρώην επαναστάτης και τώρα μεγαλέμπορας
|
Ο Σωκράτης προ των πυλών τής Χαρίκλειας
|
Περάστε μέσα. Εγώ δεν κλείνω το κατάστημα
κόντρα σ᾿ όλους τους κώδικες. Μπήτε κρυφά απ᾿ αυτό το πισωπόρτι κ᾿ ευθύς λεηλατήστε με. Το λαθρεμπόριο λέγεται ηδονή. Έχω στα ράφια μου όλους τούς νεκρούς. Πουλάω τα όνειρά τους στις εκπτώσεις. Άνοιξα σούπερ μάρκετ έξω απ᾿ την επανάσταση και πάω πολύ καλά. Περάστε μέσα. Ένας διάδρομος αρχίζει απ᾿ την πληγή μου. Κάντε μια πρόβα στον καθρέφτη. Νομίζω πως σάς πάει αυτή η πληγή. Δεν επιμένω ωστόσο, γιατί πολλές κρεμάστρες μένουν ακόμα στο υπόγειο. Σε μια απ᾿ αυτές κρεμάστηκε ο Αντρέας. Εκείνος ο ξερακιανός αντάρτης απ᾿ τα Σάλωνα. Στην άλλη εκεί κρέμασα εγώ μια νύχτα την Ελπίδα. [….] |
Είμαι αλαφροΐσκιωτος.
Βλέπω την αόρατη ομορφιά και γεμίζω. Μπαίνω στο βάθος των πραγμάτων ανυπόδητος και γυμνός. [….] Γιατί, αλαφροΐσκιωτος πρώτα κι ύστερα τού μυστηρίου ανιχνευτής κι αρχιτέκτονας δωρικός των ονείρων βαδίζω πλησίστιος και πανάλαφρος για τον έρωτα με την εταίρα Χαρίκλεια που την έμαθα να συντηρεί απροσποίητη τη δική της σοφία -- δηλαδή το κορμί της το ποίημα -- την πιο καθαρή μας χαρά όταν έρχεται με αθανασία και βασιλεύει με δόξα. |
Ιπτάμενος Δίσκος
|
Στον τάφο τού Μελέαγρου*
|
«Δεν μπορώ να πιστέψω — έλεγε--
πως είναι δυνατόν άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους». «Μα από που μάς ήρθε αυτός—ρωτούσαν οι συνδαιτυμόνες—μήπως είναι ιπτάμενος δίσκος που δεν έχει ακόμα προσγειωθεί;» «Μην παραξενεύεστε—είπε ο γεροντότερος-- ο άνθρωπος αυτός είναι μάλλον φυτό. Έχει πολύ πράσινο η φωνή του. Μάς φέρνει το δάσος, θυμίζει πουλιά, έχει μέσα στα μάτια του το ζεστό καλοκαίρι. Μην τον φορτώνετε με τις μνήμες σας. Δε βλέπετε πόσο μάς λείπει ένας αθώος; Ας τον αφήσουμε στις περιπλανήσεις του. Μας χρειάζεται —άλλωστε—ένας άνθρωπος να πιστεύει πως δεν είναι ποτέ δυνατόν άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους.» Από τη συλλογή «τα μικρά μου θαύματα 1974» |
Ιστορικά
δεν είναι εξακριβωμένος ο θάνατός σου, Μελέαγρε, γιε τού Ευκράτη. Άλλα τι ωφελούν οι ψυχρές μας εξακριβώσεις όταν εσύ ο ίδιος κολυμπώντας στη θάλασσα τής Πειραϊκής ομολόγησες πως η μόνη δροσιά τής ψυχής σου ήταν η αύρα η ερωτική που έπεφτε σαν θρόισμα από το γυμνό κορμί τής Ηλιοδώρας. *Έζησε στην Τύρο και πέθανε το 60 π.Χ. στην Κω. Έγινε ένδοξος με την περίφημη συλλογή του, «Στέφανος». Ήταν έξοχος ερωτικός ποιητής, τραγούδησε το πάθος του για την Ηλιοδώρα, και τον έρωτά του για αρκετές ακόμα γυναίκες. Στον «Στέφανό του» περιέλαβε και 124 δικά του επιγράμματα. Η συλλογή του αυτή αποτέλεσε μια από τις σπουδαιότερες συνεισφορές στην Παλατινή Ανθολογία. |
Η άνοιξη και οι συνωμότες
|
Αντιπαροχή
|
Βοήθησα να στρωθούν ανοιξιάτικοι δρόμοι.
Δούλεψα για το πράσινο και για το γαλάζιο, όπως δουλεύει κανείς για την αγάπη του και για τη λευτεριά του. Μα δε μ᾿ άφησαν οι βρυκόλακες να μπω στον κήπο τού καλοκαιριού… Κ᾿ ένα μεσονύχτι ξύπνησα τρομαγμένος από βαριά χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξα το παράθυρο κ᾿ είδα τους συνωμότες να μού γκρεμίζουν την άνοιξη. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην αντιστασιακή εφημερίδα του Λονδίνου «Ελεύθερη πατρίδα», στις 4/10/1970 (πληροφορία https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/) |
Η βρύση έσταζε στο σπίτι μας. Βαθούλωνε
το μάρμαρο. Η βρύση μας θρηνούσε κι εμείς μετακομίζαμε. Δίναμε το κλειδί στο θάνατο με το «προς κατεδάφισιν» στο τρυφερό μπαλκόνι. Αν μάς ρωτούσες τι σημαίνουν όλα αυτά, η μάνα μου ίσως έλεγε: «για μια πιο δίκαιη λάτρα· με κούρασαν οι αυλές, τα φύλλα τού φθινοπώρου, οι σκεβρωμένες πόρτες». Έπειτα ήταν κι ο παππούς. Θ᾿ ανέβαζε τα χρόνια του με τον ανελκυστήρα. «Κι ο άντρας μου», θα ᾿λεγε ακόμα η μάνα μου, «που η μοναξιά του πήρε τον ανήφορο». Όταν με κοίταξαν, χαμήλωσα τα μάτια μου. Έσταζε η βρύση στην αυλή. Κι όμως κανείς δεν άκουγε. Βιαζόμασταν να φύγουμε. Μια άλλη μοναξιά, ακόμα πιο ψηλότερη, περίμενε ανυπόμονα ν᾿ ανοίξουμε τις βρύσες. Από τη συλλογή "Μεσοτοιχίες τρελών", 1981) |
Αυτοπροσωπογραφία
Όλοι λένε πως είμαι αλλιώτικη, διαφορετική. Δεν ξέρω αν το λένε ως εγκώμιο ή ως ψόγο. Με το πες, πες, το πίστεψα κι εγώ, αλλά μια και όφελος κανένα θα το αντάλλασσα «Με όλα και τον ουρανό ακόμα», ταινία παλαιά με την Betty Davis που δεν είδα, ήμουν νήπιο — αν γυριζόταν λίγο μετά η μαμά θα με τραβολογούσε λέγοντας κοίτα! κοίτα! Κι εγώ θα έλεγα μα δεν είναι καθόλου όμορφη. Κι εκείνη θα απαντούσε μάθε να ξεχωρίζεις την ποιότητα και το ταλέντο.— Αυτά τα έμαθα με το παραπάνω. Μα σε τίποτα δεν με ωφέλησαν. Ο ουρανός είναι μακριά,πολύ μακριά και πέρα απ᾿ όλα και τούτα και τ’ άλλα, να μάθω έπρεπε περισσότερο κι απ’ την ποιότητα, πως τίποτα δεν κερδίζετε από τούς ουρανούς. Γιατί ο Ουρανός, ένας αέρας είναι. |
ΦΛΏΡΑ ΜΙΡΆΜΠΙΛΙΣ (Flora Mirabilis)
Νεφελοκοβ᾿ η συννεφιά κι ήλιος χρυσός προβάλλει,
σκορπάει την άκρη πόκρυβε τού ερωτευμένου κόσμου τα τόσα τα γητέματα, τα τόσα χλωρά κάλλη· ήμουν τυφλή κι ανάβλεψα, τυφλή και σε ηύρα, φως μου. Περίσσια Αγάπη, η χάρη σου κι η δύναμη μεγάλη, στην αβασίλευτη ομορφιά π᾿ ανάστησες εμπρός μου, σ᾿ αυτήν π᾿ ανοίγεις τη θερμή κι ερωτικήν αγκάλη, σφαλώ τα μάτια κι άθελα με ρίχτει ο λογισμός μου. Ας έλθει ο, Χάρος! σε ξανθούς κι αζάρωτους κροτάφους το κρύσταλλό του δάχτυλο ν᾿ αγγίξει τώρα πρέπει πού να βαστάει τ᾿ όνειρό βαθειά και μες στους τάφους. Γιατί με πόνο, στα βαριά τα χρόνια, δίχως πόθο, δίχως αγάπη, ασπρόμαλλη ο νους γριά με βλέπει, σε σταχτοπαίπαλη γωνιά σ᾿ ανέμη εμπρός να κλώθω. Σημείωση: Σχετικά με τον συμβολισμό τού ποιήματος, Ο Ιωάννης Συκουτρής, στην Εισαγωγή του στην "Ποιητική" τού Αριστοτέλη γράφει σχετικά ως προς την "Αισθητική Αναγκαιότητα" «Ως αισθητικήν αναγκαιότητα κατόπιν: Ένα παλληκάρι, σαν τον "Αχιλλέα, μ᾿ αίμα θεών εις τάς φλέβας του, με φλόγ᾿ ανεξάντλητον εις τα στήθη, ωραίος, δυνατός, γρήγορος, ένδοξος, γενναίος, πρέπει ν᾿ αποθάνει νέος· έτσι μόνον ολοκληρώνεται μία ζωή μακαρισμένη και ωραία: μ᾿ έναν ωραίον θάνατον. Η λαϊκή φαντασία δεν ημπορεί καν να συλλάβει έναν Αχιλλέα ή ένα Διγενή εις ηλικίαν γεροντικήν, αδύνατον, δυσκίνητον, άσχημον, άσθενικόν. Έτσι ο πρόωρος θάνατος παρομοίων ηρώων (ακόμη και προσώπων Ιστορικών, όταν γίνουν θρυλικοί, όπως ο Αλέξανδρος ή ο Μάρκος Μπότσαρης είν᾿ ένα αίτημα λογικής αναποδράστου, ή οποία δεν είναι ολιγώτερον ισχυρά με το να έχει την πηγήν της μέσα μας». Σχόλιο: Αυτήν τη λογική εκφράζει και ο Γρυπάρης μέσω τής ηρωίδας του στο ποίημα. Στο ποίημα είναι εύκολο, στη ζωή δύσκολο εκτός αν έχει φτάσει κάποιος (-α), στην άκρη τής νύχτας. |
ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΈΣ
Τρεις αδερφές, τριπλή χαρά,
τρεις αδερφές, τριπλό καμάρι, κάποια καρδιά πού λαχταρά σάς βάφτησε ροδιάς κλωνάρι. Κι είπα την πρώτη ανοιχτό τριαντάφυλλο μ᾿ εκατό φύλλα· για κάθε φύλλο ξενυχτώ μ᾿ απόκρυφην ανατριχίλα. Στο ίδιο, η δεύτερη, κλωνί είναι μπουμπούκι διπλωμένο κάθε καρδιά γι᾿ αυτό πονεί κι εγώ... ν᾿ ανοίξει περιμένω Κι η πιο μικρή — τι να γενώ Μ᾿ όσα ή καρδιά μου έχει πάθει; η πιο μικρή — πονώ, πονώ, η πιο μικρή ήταν τ᾿ αγκάθι! |
ΤΟ ΚΌΚΚΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΛΆΖΙΟ
“…στην τσέπη τού αυτόχειρα Σεργκέι Γιεσένιν βρέθηκε ποίημα γραμμένο με το αίμα του’’ (Βιογραφικό λεξικό) Αποκλεισμένος στο χιονισμένο Λένινγκραντ μελάνι καθαρό δεν έβρισκε ο Γιεσένιν. Μες στη φωτιά τού εμφυλίου τι σόι μελάνι άραγε τού προμηθεύαν; Μήπως παχύρρευστο, κολλώδες που έπηζε γρήγορα μέσα στην πέννα; Μα είχε πέννα ο Γιεσένιν ή έγραφε με τα παλιά μολύβια των μουζίκων χνωτίζοντας κάθε τόσο τη στομωμένη άκρη τους μέχρι να σπάσει, να κοπεί, κι όλα τα γράμματα έξω απ’ τους στίχους να σκορπίσουν; Ο Μπρόντσκι δεν είχε γεννηθεί όμως η Αχμάτοβα, η Τσετάγιεβα δεν είχαν αυτές μια πέννα τής προκοπής να τού δανείσουν; έστω ένα φιαλίδιο μελάνης σινικής σαν αυτά που έσπαζε πάνω στους πίνακες η ρώσικη πρωτοπορία; Λένε, πως αυτές δεν έγραφαν τα ποιήματά τους μόνο τα υπαγόρευαν στο θυμωμένο αγέρα τ’ απάγγελναν δυνατά μέσα σε δωμάτια φθηνών ξενοδοχείων και η Ιστορία άυπνη τ’ αποστήθιζε αποστήθιζε στίχους, τίτλους, ονόματα μα όταν μιλούσε ο Γεσένιν έκλεινε τ’ αυτιά της. Ο Τρότσκι το είχε μαντέψει όταν έγραφε: «Η επανάσταση κι ο ποιητής στις μέρες μας δεν φαίνεται να έχουν το ίδιο αίμα» μα ο γαλαζοαίματος Σεργκέι που αμφέβαλλε ως το τέλος ξεκλείδωσε τις φλέβες του. ΚΆΠΟΙΟΣ ΣΟΎ ΕΜΠΙΣΤΕΎΕΤΑΙ ΤΟΝ ΎΠΝΟ ΤΟΥ. Όταν κοιμάσαι μονάχος σου δεν έχεις να φροντίσεις τον ύπνο κανενός δεν έχεις την υποχρέωση ν᾿ αφουγκραστείς τη ρυθμική ανάσα του να διαφυλάξεις τα όνειρά του να διατηρήσεις το σκοτάδι υγρό και φιλικό σαν τα τοιχώματα τής μήτρας. Όταν κοιμάσαι μονάχος δεν έχεις την ευθύνη να σκεπάσεις τον άλλο να κρατήσεις τα νώτα του καλυμμένα τούς εφιάλτες του μακριά δεν έχεις να μοιραστείς μαζί του το λιγοστό αέρα τής κάμαρης τα ιδρωμένα σεντόνια και τα βαριά σκεπάσματα τη σειρήνα τού ασθενοφόρου στις τρεις η ώρα το πρωί τούς θορύβους από τα έπιπλα που χρόνια τώρα οι γείτονες μετακινούν πάνω-κάτω. Όταν κοιμάσαι μονάχος έχεις ν᾿ αντιμετωπίσεις την αϋπνία χωρίς σύμμαχο, τον φόβο τού θανάτου καταπρόσωπο, την αφόρητη νοσταλγία των ημερών που ξαγρυπνούσες στη σκοπιά φυλάγοντας τον ύπνο ενός αγνώστου. |
Λίγα λόγια για τον Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν
Ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν ήταν γιος Ρώσων χωρικών. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των παππούδων του, γιατί εγκαταλείφθηκε από τούς γονείς του, όταν έφυγαν για να ζήσουν στην πόλη. Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό το γεγονός επέδρασε δραματικά στην διαμόρφωση τού χαρακτήρα και τού ψυχισμού του. Ίσως όπως λέγεται, οι επαναλαμβανόμενες αποπλανήσεις και απιστίες αργότερα προς τις γυναίκες, ήταν αποτέλεσμα τής εγκατάλειψής του σε πολύ νεαρή ηλικία από τούς γονείς του. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στο λαϊκό Πανεπιστήμιο Σανιάβσκι για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ιστορίας τής λογοτεχνίας. Ύστερα, όμως, από ενάμιση χρόνο, διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας οικονομικών λόγων. Στη συνέχεια, δούλεψε ως διορθωτής κειμένων σε μια εκδοτική εταιρία. Τότε έκανε τις πρώτες του επαφές με τούς επαναστατικούς σοσιαλδημοκρατικούς εργατικούς κύκλους, των οποίων διανέμει τις εφημερίδες, και που «φακελώνεται» από την αστυνομία. Αρχίζει την πολυτάραχη προσωπική ζωή του. Το 1914, σε ηλικία 19 ετών, συζούσε με μια νεαρή συνάδελφό του, την Άννα Ιζριάντοβα, την οποία αργότερα εγκατέλειψε, ενώ μόλις τού είχε δώσει το πρώτο του παιδί. Είναι γνωστό ότι οι δεσμοί που δημιούργησε με τις γυναίκες στη ζωή του, ποτέ δεν κράτησαν περισσότερο από ένα χρόνο, μετά τον οποίο τις εγκατέλειπε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γεσένιν στη σύντομη ζωή του, μια και έφυγε μόλις στα 30 του, παντρεύτηκε 6 ή 8 φορές και έκανε 4 παιδιά!.. Η προτελευταία σύζυγός του ήταν η περίφημη γνωστή Αμερικανίδα χορεύτρια η Ισιδώρα Ντάνκαν, η οποία έμενε στο Παρίσι. Την γνώρισε στο σπίτι ενός φίλου του στη Ρωσία, όπου ήταν καλεσμένη τής σοβιετικής κυβέρνησης. Επρόκειτο για μια γυναίκα 18 χρόνια μεγαλύτερή του, που γνώριζε μόλις δώδεκα λέξεις στα ρωσικά. Εκείνος δεν μίλαγε ξένη γλώσσα. Παντρεύτηκαν, στις 2 Μαΐου τού 1922, πριν να φύγει μαζί της για την Ευρώπη και Αμερική σε τουρνέ. Ο γάμος τους έγινε ένα φημισμένο ρομάντζο, διαφημιζόμενο ως ο έρωτας τού χωριάτη ποιητή και τής ντίβας. Ο Γεσένιν έβλεπε με συμπάθεια τούς σοσιαλιστές επαναστάτες τής αριστεράς, και υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την Οκτωβριανή Επανάσταση τού 1917. Είναι γεγονός ότι υποστήριξε για λίγο την Οκτωβριανή Επανάσταση, πιστεύοντας ότι θα έδινε μια καλύτερη ζωή στους χωρικούς. Αυτό άλλωστε φαίνεται και στη συλλογή του «Άλλη χώρα» (1918). Αλλά απογοητεύτηκε γρήγορα και άρχισε να κριτικάρει την Κυβέρνηση των Μπολσεβίκων σε κάθε του ποίημα, όπως, κυρίως, σε αυτό με τον τίτλο «Ο αυστηρός Οκτώβρης με απογοήτευσε». Είναι η στιγμή που ο Γεσένιν συνειδητοποιεί ότι η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να απαντήσει στις προσδοκίες των ονείρων του. Οι ποιητικές συλλογές του, ακολουθούν η μια την άλλη, αλλά συγχρόνως τα σκάνδαλα και οι καυγάδες εξαιτίας των οινοποσιών του. Τα συχνά μεθύσια του, η καταστροφή που έκανε στα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα επεισόδια στα εστιατόρια, πήραν μεγάλη έκταση δημοσιότητας και έγιναν το πρώτο θέμα στον παγκόσμιο τύπο. Κατά τη διαμονή του με την Ντάνκαν στο Παρίσι, παθαίνει μια σοβαρή κρίση εξαιτίας τού αλκοόλ. Εισάγεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο. Ο γάμος του με την Αμερικανίδα χορεύτρια ήταν σύντομος και τον Μάιο του 1923 επέστρεψε στην πατρίδα του, πολιορκημένος από τον αλκοολισμό και τη νοσταλγία του για την Ρωσία, όπου και σε λίγο χώρισαν. Η Ισιδώρα Ντάνκαν, δυο χρόνια, περίπου, μετά από τον θάνατό τού Γεσένιν, σκοτώθηκε σε ένα τραγικό ατύχημα, όταν το κασκόλ γύρω από το λαιμό της πιάστηκε στη ρόδα τού αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε. Παντρεύεται, για τελευταία φορά, με την εγγονή τού Λέοντα Τολστόι, Σοφία Αντρέγεβνα Τολστάγια. Ο γάμος αυτός κράτησε μερικούς μήνες μόνο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η κατάθλιψη τού Γεσένιν χειροτερεύει, αλλά, η περίοδος αυτή είναι συγχρόνως και πολύ δημιουργική. Τα πιο σπουδαία ποιήματα του είναι προϊόντα αυτής τής εποχής. Τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι γεμάτα από ασταθή συμπεριφορά εξαιτίας τής μέθης: ανησυχίες, ασθένειες, ποτό… Είναι ακριβώς αυτό που μάς επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι μια άλλη πλευρά του Γεσένιν είναι το ζωώδες, σεξουαλικό, λογοτεχνικό του χάρισμα. Δυο μέρες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, στις 27 Δεκεμβρίου τού 1925 λέγεται ότι έκοψε τις φλέβες των καρπών του με ένα μαχαίρι και έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα με το αίμα του, απευθυνόμενο στον νεαρό Εβραίο ποιητή, και φίλο του, Wolf Erlich. Το ποίημα του αποχαιρετισμού Αντίο, φίλε μου, αντίο. Αγάπη μου, στην καρδιά μου σʼ έχω. Κι αν χωρίζουμε, τής μοίρας μας ήταν γραφτό, Και πάλι σύντομα στο μέλλον θα ενωθούμε. Αντίο, φίλε μου, χωρίς χειραψία ή λέξη να σού πω, Μη λυπηθείς – ούτε τα φρύδια να ζαρώσεις. Ο θάνατος τίποτα καινούριο δεν είναι στη ζωή Και σίγουρα ούτε η ζωή κάτι καινούριο είναι. Την επόμενη μέρα κρεμάστηκε από τούς σωλήνες κεντρικής θέρμανσης, με το λουρί τής βαλίτσας του (όπως θα κάνει μερικά χρόνια αργότερα η φίλη του ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα) στην οροφή τού δωματίου του, στο Ξενοδοχείο Αγγλία, στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν μόλις 30 ετών. Λέγεται, επίσης, ότι η φιλία του με τον Τρότσκι τον έκανε επικίνδυνο στα μάτια του Στάλιν για την διαδοχή τού Λένιν. Γι᾿ αυτό, και όπως υποστηρίζεται, τον δολοφόνησαν μεταμφιέζοντας τον φόνο του σε αυτοκτονία, από την μυστική αστυνομία, και ο φίλος του ο Τρότσκι, δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τον προστατεύσει. Η αλήθεια και για τις δυο εκδοχές, τόσο για την αυτοκτονία όσο και για τη δολοφονία, ίσως να μη μαθευτεί ποτέ. Αν και ήταν ένας από τούς πιο γνωστούς ποιητές στη Ρωσία, το μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς του απαγορεύτηκε από το καθεστώς τού Στάλιν και τού Νικήτα Χρουτσόφ. Μόνο το 1966 ξαναδημοσιεύθηκε το έργο του. Ο Γεσένιν, ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του : «Οι καλύτεροι θαυμαστές τής ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μάς αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν». Όπως είπε και ο Μπορίς Παστερνάκ: «Η γη δεν παρήγαγε καμιά καλύτερη ρίζα, ποιότητα, ταλέντο, δύναμη δημιουργική και βαθειά. Ο Γεσένιν υπήρξε μια ζωντανή και παλλόμενη ψυχή καλλιτέχνη…» Το έργο του, όπως πολλών άλλων ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, ήταν απαγορευμένο από τον Στάλιν, αλλά καταβροχθισμένο κρυφά από τα πλήθη. Η ποίηση του θεωρείται βαθιά Ρωσική, και παρ᾿ όλη τη βίαιη συμπεριφορά του, και τα άλλα ανθρώπινα ελαττώματα, θεωρείται ως αγαπητός από τον ρωσικό λαό. Το παραπάνω κείμενο τού Γιάννη Σουλιώτη για τον ποιητή Γεσένιν είναι αντλημένο από το περιοδικό ποίησης "Ποιείν", αφιέρωμα στο Γεσένιν. http://www.poiein.gr |
Τα δάκρυα
|
Ζώνη τού Ισημερινού (Το ΙΙΙ )
|
Θέλω να γράψω ένα ποίημα πιο αγέρωχο
απ᾿ το αλμυρό νερό, ένα ποίημα εκκωφαντικό και υπόκωφο σαν την ισόβια δύναμη τής θάλασσας· θέλω να γράψω ένα ποίημα εσωτερικά ζεστό όπως το αίμα, που δε χρειάζεται τις λέξεις, ένα ποίημα που να υπάρχει χωρίς λέξεις· αλλά δε βρήκα τις αμίλητες λέξεις, με έχουν βρει μονάχα, όπως γράφω τώρα, τα δάκρυα – θα μαζέψω όλα τα δάκρυα κι εκείνα που μού ξέφυγαν μπροστά σε άλλους, και τα ορμητικά που έτρεξαν, σαν αφρικάνικος καταρράχτης, πάνω στο πρόσωπό μου, σε αναρίθμητους καιρούς· θα μαζέψω όλα τα δάκρυα κι απ᾿ τα πολλά αθώα μάτια που αγάπησα παράφορα, αλλά κι απ᾿ τα διαφορετικά μάτια που έτυχε ασυλλόγιστα να με μισήσουν. Γιατί μια μέρα, θα τα σκεπάσει όλα το αλμυρό νερό, θα πνίξει τις λέξεις και θ᾿ αλλάξουν τα χρώματα, αλλά θα μείνει το ποίημα με τα δάκρυα, για να το βρουν τα άλλα δάκρυα που περιμένουν, ακόμη αγέννητα, στο βυθό. Το πέτρινο πρόσωπο 1979 |
Να γινόταν κάποτε μια Επανάσταση
άλλα μια Επανάσταση διαφορετική-- ν’ αρχίσει και να μην τελειώσει· ή να τελειώσει όπως ένα ποίημα, όπως η τροπική βροχή. Μια Επανάσταση αληθινά διαφορετική: για τη χαμένη αθωότητα. Στους πέντε δρόμους
Σε είπανε Θεό και δε Σε πίστεψα,
γιατί αν ήσουνα, θα ᾿χες φόβο, θα ᾿χες τρόμο, θα ᾿χες ντροπή, βέβαια και θα ᾿χες ντροπή, γιατί αν ήσουνα, θα Σε λυπόμουν-- Σε είπαν Επανάσταση και Σ᾿ ακολούθησα, ήθελα να γκρεμίσεις, ήθελα να χτίσεις, ήθελα να τελειώσεις και ν᾿ αρχίσεις, ήθελα ν᾿ αλλάξεις κι Εσύ κι Εγώ -- και μ᾿ άφησες στους πέντε δρόμους. Από τη συλλογή "Το γυμνό χώμα" 1957 |