Σιμό: Τι λέει η Λιλά
|
Ένα ποιητικό, πορνογραφικό αριστούργημα.
Ένα ποιητικό, πορνογραφικό αριστούργημα, γεμάτο ερωτισμό, θλίψη και απόγνωση για τις παραπεταμένες στοιβαγμένες ζωές εκεί κάπου στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού. Το κείμενο παρουσιάστηκε στα Γαλλικά γράμματα το 1996 με συγγραφέα 'Σιμό", δημιουργώντας μεγάλη αίσθηση. Ο συγγραφέας τόσα χρόνια μετά είναι ακόμη άγνωστος. Το εξώφυλλο της Ελληνικής έκδοσης τού βιβλίου γράφει «Το χειρόγραφο, ανορθόγραφο και κακογραμμένο σε δυο φτηνά τετράδια, έφτασε στα χέρια του Γάλλου εκδότη μέσω ενός δικηγόρου. »Ποιος είναι ο συγγραφέας; Κάποιος γνωστός λογοτέχνης που κρύβεται πίσω από την ανωνυμία ή ένας σχεδόν αγράμματος Άραβας μετανάστης; Όπως έγραψε η κριτική, «είναι αδιάφορο». Στην πρώτη περίπτωση, η απάτη μάς χάρισε ένα ασυνήθιστο μυθιστόρημα, παράδοξο, τρυφερό ζωντανό. Στη δεύτερη «ας χαιρετήσουμε έναν καινούργιο συγγραφέα». Η δική μου άποψη, κρίνοντας από το αριστουργηματικό ύφος, είναι ότι πίσω του κρύβεται ένας σπουδαίος συγγραφέας. Βλέπεις τα θαύματα δεν γίνονται κάθε μέρα. Πάνω από όλα το ύφος. Η απόλαυση τής γραφής. Οι χυμοί τής γλώσσας. Η μαστοριά τού συγγραφέα να δίνει τόση δύναμη στην προφορικότητα. Το μυθιστόρημα αγκαλιάζει δυο θέματα: Πρώτον τις επινοήσεις τού ερωτισμού, μιας απίστευτης ποικιλίας, που γεννά το μυαλό ενός νυμφίδιου τής Λιλά, που κάθε στιγμή σε εκπλήσσει, και δεν ξέρεις αν είναι επινοήσεις μιας δεκαπεντάχρονης παρθένας ή μιας ξεσκολισμένης βιτσιόζας με προνομιούχο αλλά και θύμα συγχρόνως το Σιμό, ένα εικοσάχρονο που προσπαθεί να ξεφύγει από το επαναλαμβανόμενο τίποτα τής κάθε μέρας, την έλλειψη κάθε προοπτικής μέσα σ᾿ ένα προάστιο μεταναστών στα περίχωρα του Παρισιού. Στο τέλος, με το αίμα κατά το βιασμό από τούς φίλους του Σιμό, διαφαίνεται ότι είναι ερωτικές φαντασιώσεις μιας παρθένας, προς τον έρωτα της, το Σιμό. Ένας ερωτισμός σαν φυσικό φαινόμενο, ένας καταιγισμός από λιακάδες απρόσμενης γλυκύτητας, εναλλασσόμενες με φόβους για μελλοντικά τσουνάμια, που φέρνουν όλα μαζί ίλιγγο στο Σιμό. Δεύτερον την ζωή σε ένα εξαθλιωμένο προάστιο μεταναστών. Την ασφυξία τής ζωής μέσα στη φτώχια, την έλλειψη κάθε προοπτικής, την καθημερινή ομοιομορφία, όπου σαν ένας άγγελος ομορφιάς πέφτει η Λιλά, για να χαρίσει ποίηση ομορφιά αλλά μαζί και φόβο με τις ερωτικές φαντασιώσεις της με αποδέκτη τυχερό άτυχο το Σιμό. |
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Και να τι μου λέει πάλι:
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
............................................................................................................................................................................................................................................
Και δώσ᾿ του, μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η ψυχή μου απόψε».
«Απόψε και μόνο τής κάνω;».
«Όχι και καλά».
«Το ᾿δειξες και σε άλλους;»
Μ᾿ αυτή τη φωνή της κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά, μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που μού λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι» μού ξαναλέει…
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δεν φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτε δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου, αλλιώς πάπαλα!
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να πονέσει η φωνή της. Είναι σαν τη γλωσσίτσα κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι ακόμα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ, ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα, και ρε συ τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, χωρίς μια στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της, μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα» τής λέω.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, αλλά για τη ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια, και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται με τα μάτια κλειστά και κείνη τη στιγμή ανοίγει διάπλατα τα πόδια της, κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτἀζει ξαφνικά, σγουρό αλήθεια μα το Θεό μου, ίδιο η μύτη με τις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου, αυτό βλέπω μόνο, το αστέρι από κάτω, πόσο άραγε να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία μου, και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου, στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, έρχεται κοντά μου, στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει και σηκώνοντας το κεφάλι της μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι» τής κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα» μου λέει με τα μάτια της διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Και μετά ξέρεις κάτι» μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί; μου λέει:
«Δεν είναι πράγματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Μού δίνει ακόμα λίγο το αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, ουράνιο πρόσωπο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μου μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες, μια φωνή για να πιστέψεις τα θάματα.
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
............................................................................................................................................................................................................................................
Και δώσ᾿ του, μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η ψυχή μου απόψε».
«Απόψε και μόνο τής κάνω;».
«Όχι και καλά».
«Το ᾿δειξες και σε άλλους;»
Μ᾿ αυτή τη φωνή της κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά, μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που μού λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι» μού ξαναλέει…
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δεν φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτε δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου, αλλιώς πάπαλα!
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να πονέσει η φωνή της. Είναι σαν τη γλωσσίτσα κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι ακόμα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ, ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα, και ρε συ τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, χωρίς μια στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της, μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα» τής λέω.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, αλλά για τη ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια, και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται με τα μάτια κλειστά και κείνη τη στιγμή ανοίγει διάπλατα τα πόδια της, κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτἀζει ξαφνικά, σγουρό αλήθεια μα το Θεό μου, ίδιο η μύτη με τις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου, αυτό βλέπω μόνο, το αστέρι από κάτω, πόσο άραγε να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία μου, και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου, στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, έρχεται κοντά μου, στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει και σηκώνοντας το κεφάλι της μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι» τής κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα» μου λέει με τα μάτια της διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Και μετά ξέρεις κάτι» μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί; μου λέει:
«Δεν είναι πράγματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Μού δίνει ακόμα λίγο το αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, ουράνιο πρόσωπο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μου μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες, μια φωνή για να πιστέψεις τα θάματα.
«Τα δέντρα είναι φτυστά εμείς, φυτεμένα σαν πράματα και γιατί δεν ξέρουνε, σαν και μάς σού λέω να το κουνήσουμε δεν μπορούμε, θα μού πεις ότι και τα δέντρα μια από τα ίδια, μα τούτα εδώ ακόμα χειρότερα, μες στη μαύρη ασχήμια κάτω απ᾿ τον γκρίζο ήλιο, τα κουβαλάνε απ᾿ αλλού, άσε που είναι όλα ίδια, ποικιλία για παρέα δεν έχουν, μήτε θάμνο μήτε λουλούδια , ένα δέντρο κάθε δεκαπέντε μέτρα ίσια στην ευθεία, η μάνα μου λέει ότι το πρωί όταν φεύγει νωρίς αν φυσάει τα ακούει να κλαίνε».
«Οι άλλοι στο γυμνάσιο ξέρανε μόνο να σκυλοβρίζουνε, να χασμουριούνται, να τρίζουνε τα δάχτυλά τους, να κλάνουνε λες και κάνανε διαγωνισμό, να γράφουνε βρωμομαλακίες παντού ακόμα και με δάχτυλα σκατωμένα. Και λέω στον εαυτό μου ότι ίσως ήταν μεγάλη μαλακία να μην επωφελείται κανείς απ᾿ το σχολείο, να μη σκέφτεται τίποτα παρά το χαβαλέ το τσιγαριλίκι το να τα κάνει γυαλιά καρφιά εδώ και εκεί, το να ξετρυπώνει και κάποιο ψιλό, όλα εφήμερα, επομένως όταν βγαίνεις μοιάζεις κιόλας γέρος και δεν ξέρεις τίποτα μα τίποτα τίποτα, και δε φτάνουν όλ᾿ αυτά οι μπάτσοι σ᾿ έχουν μάθει, σ᾿ αμολάνε λιγδιάρη στην τσιμεντένια φύση, νάνι δουλειά γιοκ νάνι, δε σκέφτεσαι πια ούτε να βρίσεις και γιατί να σού δώσουν δουλειά αφού δεν ξέρεις την τύφλα σου. Άντε στη στενή ουστ» !
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου».
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου».
«Άσε που κοιμάσαι δεν κοιμάσαι ένα και το αυτό, η μέρα πάντα ίδια ξημερώνει, αισθάνομαι τόσο χρήσιμος όσο μια καρέκλα στο ταβάνι, κι από κάτω οι άλλοι βαστάνε τούς τοίχους μπας και τούς πέσουν. Τη μια μέρα λαπά την άλλη μακαρόνια, χωρίς βέβαια να αλλάζει και τίποτα απ᾿ τη Δευτέρα ως το Σάββατο, ίσως μόνο ο καιρός, κι αυτό όχι κάθε μέρα κι ίσως να είναι γι᾿ αυτό που οι άλλοι κι εγώ μιλάμε πάντα με τις ίδιες λέξεις, γιατί πάντα τα ίδια βλέπουμε, κι αυτό πάλι είναι ένας τρόπος να χαζεύει η γλώσσα μας και μαζί με τη γλώσσα όλα τ᾿ άλλα, πες πως είναι ρούχα που στενεύουνε και που στο τέλος δε χωράς πια, σού φαίνεται ότι παραβιάστηκες να μεγαλώσεις κι ότι ξανάπες δέκα χιλιάδες φορές τα ίδια, τι μιζέρια κι αυτή ν᾿ ακούς να μιλάνε οι άλλοι, ίδιες σκέψεις ίδιες λέξεις, καλύτερα να το βουλώνεις και να μη σκέφτεσαι πια καθόλου, μού φέρνει πόνο πια να σκέφτομαι ώρες ώρες όπως το πρωί όταν πρέπει να βάλεις τα τζιν μακό αρβύλες σου κάθε μέρα τα ίδια κάθε μέρα τα ίδια, χαζεύεις τις επιδείξεις μόδας στην τιβί όπου οι μάγκες είναι ντυμένοι αδελφίστικα, μέχρι και φτερά στον κώλο, ακούς εκεί, αποτέλεσμα να σπάνε τουλάχιστο λίγη πλάκα, ότι υπάρχουνε γκόμενες ακόμα και γκόμενοι που αλλάζουνε βελάδα τρεις φορές τη μέρα αν όχι τέσσερις κι εγώ το πρωί ξαναβρίσκω τα κουρέλια μου τα χτεσινά και τα προχτεσινά, με τη μάνα μου να βάζει ένα πλυντήριο αραιά και πού το βράδυ στη γειτόνισσα. Εμείς εδώ το λέμε στα ίσα πως είναι τελείως ξεφτίλα να μένεις σε τούτη τη γειτονιά, απόδειξη ότι ο κόσμος τα ξεφορτώνεται όλα απ᾿ τα παράθυρα, κι όμως αρχίζεις και το πονάς το μπετόν, αυτό το συγκεκριμένο μπετόν κι όχι κάποιο άλλο, δεν ξέρω πώς να το πω, τούτος εδώ είναι ο τόπος σου σίγουρα, πολλοί από μάς γεννηθήκαμε εδώ, ο κόσμος ήτανε κιόλας στημένος πριν σκάσουμε μύτη κι όχι ακριβώς όπως θα τον θέλαμε, σού χρειάζεται ένα κάπου, όμως και κάπου άλλο δεν έχεις, η γη σου είναι ένα τετράγωνο χαμηλής μίσθωσης, μπετόν και δω όπως παντού, οπότε τα δέντρα και το γκαζόν άνετα στ᾿ αρχίδια σου».
«Καις τώρα ένα λεωφορείο τέσσερα αμάξια και κατεβάζεις μια ντουζίνα βιτρίνες, και πάλι δεν είναι ο πόλεμος που νομίζεις. Καις ό,τι σε καψουρεύει και ξέρεις ότι ποτέ σου δε θα το᾿ χεις. Δικό σου δε θα γίνει οπότε και συ το καις, το φτάνει το χέρι σου αλλά δεν είναι μέσα στο χέρι σου, ιδού η διαφορά. Αλλά αν νομίζεις ότι κρατάς το δαυλί που θα βάλει φωτιά στη Γαλλία, ε λοιπόν είσαι το κουνούπι που έλεγε κηρύσσω τον πόλεμο στον ελέφαντα, μόνο που ο χοντρός με την προβοσκίδα του δεν έχει τιβί κι άρα χαμπάρι δεν παίρνει.Πάνω σ᾿ αυτό ο πατέρας μου - μέσα σ᾿ όλα - έλεγε ότι οι τοίχοι είναι τα τετράδια των ζουρλών».
«Και γι᾿ αυτό η Λιλά είναι σωστή ευλογία, είναι ο μεγάλος μπουναμάς τού γενναιόδωρου Θεού, σάμπως δεν το ᾿δα με τη σκηνή τής τσουλήθρας πόσο μού βγήκε εύκολα, στέκομαι ακούω και γράφω κι όσο ξετυλίγω τόσο πιο εύκολο, δεν ταρακουνιούνται τόσο πολύ οι λέξεις ούτε ανάγκη έχω να σπάω το κεφάλι μου για να σοφιστώ τι θα πω, λες και τώρα είμαι μαγνητόφωνο, μαγνητοφωνώ τη Λιλά να λέει».
«Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή τού κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί».
Ορίστε η Λιλά που μού ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το, στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μού ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μάς έτυχε και μάς, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μάς έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο. Απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά τής γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σού λέει μαζί. Στο ΙΚΑ μού πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά τού ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που τής βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα τής πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια. Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μού λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που τού μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες τής Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μού δίνει η Λιλά καλό μού κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη. Τώρα γιατί μού λέει όσα μού λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μού δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι τής ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά».
Αναρωτιόμουνα αν θα βαστούσανε πραγματικά τα πόδια μου να τη φιλμάρω όπως ήθελε, την ώρα που θα τής τον βάζανε κάνα δυο καυλωμένοι με μάσκα κι εγώ να λέω στον εαυτό μου τι παριστάνω τώρα εδώ μέσα, μού λες εσύ γιατί το κάνω, θα ᾿χω κι εγώ λίγη ζαχαρίτσα ή όχι, τις προάλλες μού ᾿χε μιλήσει για ένα γερό τσιμπούκι, να με κάνει σωστή έκρηξη ευτυχίας στο στόμα της, δεν ξεχνιούνται κάτι τέτοια μα εγώ πιο πολλά ζητούσα.
Απ᾿ την άλλη η καρδιά μου πατούσε φρένο, ανάγκη είχε τώρα από τέτοια, μάλλον άλλα πράματα είχε ανάγκη κι αυτά τα άλλα σκεφτόμουνα: θα τη χάσεις αν σε γλείψει, θα γίνεις ένας γαμιάς σαν όλους τούς άλλους, ένας πάνω ένας κάτω δε θα ᾿χεις κάνει ούτε βήμα στο συναίσθημα, αυτό που μετράει είναι που ξεχώρισες στα μάτια της, είναι το μόνο πράμα που μετράει στον κόσμο, σού φωνάζει γεια σε σένα κι όχι στους άλλους, σού μιλάει σού σηκώνει και τις φούστες της, ενώ έτσι και κάνεις το μεγάλο μοιραίο βήμα και στηθείς στην ουρά όσων τη βρίσκουνε μαζί της, μπαίνεις στο ασκέρι των ανώνυμων, δεν είσαι παρά μόνο φυλλαράκι στο δέντρο κι αλίμονο σου όταν έρθει φθινόπωρο και αγέρας.
«Δεν υπήρχε τίποτ᾿ άλλο από τη Λιλά, τη Λιλά και τι έλεγε, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να με καταλάβει, τίποτ᾿ άλλο δεν υπήρχε».
«Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή τού κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί».
Ορίστε η Λιλά που μού ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το, στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μού ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μάς έτυχε και μάς, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μάς έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο. Απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά τής γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σού λέει μαζί. Στο ΙΚΑ μού πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά τού ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που τής βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα τής πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια. Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μού λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που τού μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες τής Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μού δίνει η Λιλά καλό μού κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη. Τώρα γιατί μού λέει όσα μού λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μού δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι τής ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά».
Αναρωτιόμουνα αν θα βαστούσανε πραγματικά τα πόδια μου να τη φιλμάρω όπως ήθελε, την ώρα που θα τής τον βάζανε κάνα δυο καυλωμένοι με μάσκα κι εγώ να λέω στον εαυτό μου τι παριστάνω τώρα εδώ μέσα, μού λες εσύ γιατί το κάνω, θα ᾿χω κι εγώ λίγη ζαχαρίτσα ή όχι, τις προάλλες μού ᾿χε μιλήσει για ένα γερό τσιμπούκι, να με κάνει σωστή έκρηξη ευτυχίας στο στόμα της, δεν ξεχνιούνται κάτι τέτοια μα εγώ πιο πολλά ζητούσα.
Απ᾿ την άλλη η καρδιά μου πατούσε φρένο, ανάγκη είχε τώρα από τέτοια, μάλλον άλλα πράματα είχε ανάγκη κι αυτά τα άλλα σκεφτόμουνα: θα τη χάσεις αν σε γλείψει, θα γίνεις ένας γαμιάς σαν όλους τούς άλλους, ένας πάνω ένας κάτω δε θα ᾿χεις κάνει ούτε βήμα στο συναίσθημα, αυτό που μετράει είναι που ξεχώρισες στα μάτια της, είναι το μόνο πράμα που μετράει στον κόσμο, σού φωνάζει γεια σε σένα κι όχι στους άλλους, σού μιλάει σού σηκώνει και τις φούστες της, ενώ έτσι και κάνεις το μεγάλο μοιραίο βήμα και στηθείς στην ουρά όσων τη βρίσκουνε μαζί της, μπαίνεις στο ασκέρι των ανώνυμων, δεν είσαι παρά μόνο φυλλαράκι στο δέντρο κι αλίμονο σου όταν έρθει φθινόπωρο και αγέρας.
«Δεν υπήρχε τίποτ᾿ άλλο από τη Λιλά, τη Λιλά και τι έλεγε, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να με καταλάβει, τίποτ᾿ άλλο δεν υπήρχε».
Ολόκληρο το κείμενο (το βιβλίο είναι εξαντλημένο)
σε εκπληκτική μετάφραση στα Ελληνικά
σε εκπληκτική μετάφραση στα Ελληνικά
ΣΙΜΟ
Τι λέει η Λιλά
Μετάφραση
ΚΑΡΟΛΙΝ ΝΙΚΟΛΑ
ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΩΚΕΑΝΙΔΑ
1
Στέκεται και να τι μού λέει:
«Το βλέπεις ότι έχω το πρόσωπο τού αγγέλου, που μού το λέει όλος ο κόσμος. Τα βλέπεις τα μάτια, που είναι ανοιχτά και γαλανά που θα τούς έδινες και τη φόδρα τής τσέπης σου. Τα βλέπεις τα μαλλιά μου τόσο ξανθά, η θεια μου λέει, σάμπως μαλαμοχέσανε για μένα και μόνο».
Γιατί μού μιλάει έτσι, χαμπάρι δεν έχω. Και μού λέει:
«Το δερματάκι μου, η θεία μου λέει, που είναι τού Άγιου Λαυρέντιου ο παράδεισος. Γιατί τον άγιο Λαυρέντιο, το λεγάμενο, τον εβάλανε να τα τινάξει πάνω σε μια σχάρα, και η θεια μου λέει ότι θα τού άξιζε να περάσει την αιωνιότητα του όλη, σ᾿ ένα δερματάκι σαν το δικό μου». Τα βλέπεις τα χεράκια μου που είναι λεπτά λευκά κι απαλά, όταν τ᾿ ακουμπάω το ᾿να με τ᾿ άλλο ο Θεούλης συμφωνεί για όλα»
Σωπαίνει για μια στιγμή και μετά μού λέει:
«Τη φωνή μου, σού μιλάω, την ξέρεις; Σαν καμπάνα για βαφτίσια, η θεια μου όλο και λέει, σαν τον αγέρα σε λιβάδι Μάη μήνα, γιατί η θεια μου έτσι τα λέει, ασχημομούρα σαν παλιοτσόκαρο. Και το χειρότερο, χαμπάρι δεν το ᾿χει. Την ξέρεις;»
Όχι τής λέω.
«Χαμπάρι δεν το ᾿χει και να σου που παστώνεται σαν είσοδος σε Λούνα-Παρκ. Κάθε πρωί τρεις ώρες ολόκληρες στημένη στον καθρέπτη με τα πινέλα της και μετά θρονιάζεται σπίτι της».
Όσο να ᾿ναι τη θεια της λίγο την ξέρω, την είδα μια μέρα στο σπασμένο τζάμι στον έκτο που σκυλόβριζε την οικουμένη όλη.
Μετά μού λέει: Τα βλέπεις τα μπρατσάκια μου και τις γαμπίτσες μου, έτσι είναι και αλλιώς είναι, που να θυμάμαι τώρα τι λέει η θεια της, να, τάχα, γαμπίτσες για σένιο κολιέ στον Άγιο Χριστόφορο και πατουσίτσες για να περπατάνε στη θάλασσα. Πατουσίτσες να μην βουλιάζουνε καν στο νερό, γιατί τα κρίματα λέει είναι βαριά και φταίνε που πνιγόμαστε.
Η θεια της, τον βλέπει έτσι τον κόσμο στημένο.
Είμαστε κι οι δύο δυο βήματα απ᾿ το σκάμμα, και ώρα που είναι τα παιδιά έχουνε κιόλας ξεκουμπιστεί κι όλες οι τιβί τα ίδια να παίζουνε τώρα που αρχινάνε τα βραδινά παιγνίδια, εδώ όλος ο κόσμος φαντάζεται ότι ο τροχός τής τύχης θα σταματήσει φάτσα κάρτα μπροστά τους, και τα ραδιόφωνα να τσαμπουνάνε αραβικά και εγώ να μην τα πολυπιάνω. Τα βλέπεις τα δέντρα που σταλιά δε σαλεύουν, σάμπως να ήτανε σκουροβαμμένα μπετά, και τον τυπά που δουλεύει επιστάτης στο Κόντινεντ να σέρνει παπάκι σαραβαλέ που σού ᾿ρχεται να φωνάξεις την πυροσβεστική τόσο μαυροντουμανιάζει, κι ο μάγκας κάθε βράδυ, μη και τού το σουφρώσουνε δώς του και το ανεβάζει απ᾿ τις σκάλες ίσαμε τον τρίτο, λες και κάνει κρος μέσα σε πολυκατοικία εργατική.
Και ξάφνου να τι μού λέει:
«Μπας και θες να δεις το μουνάκι μου;»
Εγώ τής κάνω ούτε ναι ούτε όχι, και καλά ότι δεν άκουσα. Κι όμως τζάμικο τι μού είπε, αλλά τής κάνω λίγο την πάπια. Τη βλέπω να μού ᾿ρχεται στα μουλωχτά. Δεν είμαι δα κι απ᾿ αυτούς που πηδάνε από το πρώτο ανοιχτό παράθυρο ακόμα κι αν είναι εκεί γαμάτο το φως.
Και ξανά μανά με το μουνάκι της:
«Ξέρεις, η θεια μου πρωί βράδυ θέλει να το βλέπει. Στήνεται μπροστά και το χαζεύει τόση ώρα, που σκυλοβαριέμαι. Άσε που ξυλιάζω κιόλας. Και δως του να χτυπάει τα χέρια της και να με πλακώνει στο μπλα μπλα. Που είναι λέει πόρτα τής γης τής Επαγγελίας, με μόνιμο κάτοικο την καλοκαιριά. Μού λέει κάτι παραμύθια, τρέχα γύρευε που τα ξετρυπώνει, ότι τάχα μου ένα τζίνι άλλο πράμα το ᾿χουνε κλειδώσει μέσα και μία των ημερών θα πεταχτεί έξω, έτσι και βρεθεί το ανοιχτήρι τού Αλή-Μπαμπά».
Και τόσα και πόσα άλλα. Όλη μέρα η θεια της, για το μουνάκι της έφτιαχνε ποιήματα. Ότι λέει ένα τέτοιο μπιζουδάκι από σγουρομέταξο, με την κοιμωμένη γλωσσίτσα και τα βουναλάκια καλοκολλημένα, δεν θα μπορούσε ποτέ να στραπατσαριστεί. Όχι σαν την παλιοβουνάρα της τη χιλιοπατημένη (λέει η Λιλά). Ότι λέει τόσο ξανθό είναι, φανάρι όταν χάνεσαι στη ζωή… Ότι λέει με κλειστά τα μάτια και τη μυρωδιά και μόνο μπορείς και το παίρνεις από πίσω κι ανεβαίνεις ίσαμε τη πηγή που τα κρατάει τα όργανα ζωντανιάρικα. Ότι λέει είναι παράκληση, μαλακτικό νησί τού θησαυρού και λιχουδιά τού Χριστού.
Δεύτερη φορά κιόλας που μού τα πρήζει με το μουνάκι της. Την πρώτη μια ερώτηση μόνο στα πεταχτά και μετά μόκο, σαν αμέσως ξεχασμένο. Και γι αυτό κάθομαι να δω ίσαμε που θα το τραβήξει. Έτσι για να ξέρω αν έχει και καλά κάτι για να πουλάει μούρη.
Μη σάς φανεί και σάς περίεργο (εσείς που θα με διαβάσετε τώρα όπου να ᾿ναι) ότι εγώ που μένω σχεδόν φάτσα στο ισλαμικό κέντρο, όλο κάθομαι και μιλάω για τον Άγιο Λαυρέντιο και τούς άλλους. Γιατί η θεια της είναι Χριστιανή και στα σίγουρα κι η Λιλά. Από πού κι ως πού Χριστιανή ιδέα δεν έχω, ούτε πως ούτε γιατί, ίσως για να το παίζουνε κάτι αυτές ή η οικογένεια. Πάντως τη βλέπεις τη θεια της να σταυροκοπιέται ακόμα κι όταν τής έρχεται ο ταχυδρόμος. Και το στόμα της τόσο μπουκωμένο από αγιοσύνες που λες ότι θα σκάσει. Και τι παράδεισους, τι Παναγίες χώνει παντού, και ότι λέει το όνομα τού Αρχάγγελου Γαβριήλ να είναι υπερευλογημένο και το όνομα των αλλονώνε μαζί εκτός τον Άγιο Παύλο. Αυτόνανε δεν μπορεί να τον χωνέψει, το ᾿παιζε και πολύ άντρας ο δικός σου, τρομερό λάθος που τον αγιάσανε λέει.
Εγώ κάθομαι και τα γράφω όλα αυτά εδώ, αλλά δεν είμαι εγώ που λέει για θρησκείες, είναι τής Λιλά η θεια. Γιατί εγώ πια δε δίνω δεκάρα για τον Θεό, μιας και με παράτησε στους πέντε δρόμους, και στο κάτω κάτω τον λεγάμενο δεν τον ξέρω ούτε και τούς αγίους. Έλεγε ο πατέρας μου όταν ήτανε εδώ, ότι κάποιες φορές για να χορτάσει το μάτι σου, σκόνη έχεις μόνο.
Κι η πιτσιρίκα γιατί στην ευχή είναι ξανθιά; Γιατί στα σίγουρα, οι Νορβηγίδες πάνε αλλού διακοπές. Η Λιλά είναι η μόνη αληθινή ξανθιά τής γειτονιάς, στοίχημα πάω γι αυτό. Ξανθιά λες και είναι λεκές. Έλεγε ο πατέρας μου ότι παλιά οι ψευτοξανθιές, τις έβλεπες έτσι μπογιατισμένες απ᾿ το Διάβολο, αλλά τώρα το Ισλάμ έβαλε φρένο, τάχα πρέπει να σεβούμεθα το έργο τού Θεού, αν σ᾿ έκανε ασχημομούρη και ντιπ σακάτη, το γιατί εκείνος το ξέρει.
Ή πάλι βάφουνε ένα τσουλούφι τους στα μουλωχτά στη μαντίλα από κάτω, ή ακόμα μερικές και τις μουνότριχες, έτσι για το γαμώτο, ότι κάπου αντιστέκονται.
Και να τι μού λέει πάλι:
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Δε σ᾿ το λέω για να σ᾿ τα πάρω. Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω απ᾿ αυτή τη δουλειά, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
Έχω πήξει στις σημειώσεις και να που προσπαθώ να τα καθαρογράψω. Ξαφνικά βλέπω ότι άρχισα το τετράδιο ανάποδα κι άφησα το περιθώριο δεξιά. Μα πολύ αργά να τα κάνω απ᾿ την αρχή, γράφω πολύ σιγά, έχω και το νου μου στα λάθη, βιάζομαι αλλά πού να ξέρω αν κάποια μέρα φτάσω στο τέλος. Απίστευτο σαν δουλειά την ώρα που μού τρώει, δεν το περίμενα. Ποτέ μου δεν έκατσα να διαβάσω ίσαμε το τέλος ένα βιβλίο, βάλε τώρα να το γράψω.
Όσο για το ξανθό το χρώμα και το λεκέ που κάνει, κι από πού μάς κατέβηκε με το μαλλί σαν αχυρένιου αγγέλου, ακούστηκε ότι η θεία της, καστανογκρίζα προς το μαβί, κοκορεύεται ότι έρχεται από πολύ μακριά και κάποτε κάποτε ίσαμε σαράντα ή πενήντα γενιές και φαπ στα καλά τού καθουμένου σού σκάει το παραμύθι μπροστά στη μύτη σου και να σου που καταφτάνει μια ξανθιά μέσα σ᾿ ένα σόι μαυροτσούκαλων κι ούτε οι μορφωμένοι στο θέμα δεν ξέρουνε γιατί, σαν μια ΜακΛάρεν μια ωραία πρωία στο πάρκινγκ του κτιρίου Η.
Και δώσ᾿ του μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η καρδιά μου απόψε».
Μ᾿ αυτή τη φωνή τής κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά μιας και είμαστε εγώ κι αυτή, αυτή κι εγώ και μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, ναι γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι;» μού ξαναλέει...
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δε φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ είναι στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτα δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου αλλιώς πάπαλα! Και δεν πα να σαλιαρίζεις μετά όσο θες! Μη μού κλαίγεσαι ότι άλλοι το ᾿δανε και συ όχι!»
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να σε πονέσει η φωνή της. Είναι μάλλον σαν χάδι τού θυμού ή ακόμα σαν τη γλωσσίτσα τού κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι έπειτα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα και ρε συ, τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, άντε να πλακώσει η νύχτα αλλιώς όλο χαζομάρες βαρεμάρες, χωρίς μία στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό ή σαν μια κρουαζιέρα. Κάτι τέλος πάντων. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα», τής λέω.
Ξέρω ότι κι άλλα κορίτσια το κάνανε μα πιο μικρές. Άλλωστε είναι παιχνίδι για παιδιά. Μετά πιο μεγάλες, κωλώνουν. Μπας και περάσει κανένας μουσουλμάνος αδελφός με τα μουντζούρικα νύχια του.
Είμαι δεκαεννιά. Εκείνη δεκαέξι και κάτι παραπάνω νομίζω. Πόσο στ᾿ αλήθεια δεν ξέρω.
Πλάκωσ᾿ η νύχτα κιόλας και ψυχή εδώ. Ο Μπακαρύ Αλί Πτι Μωρίς και ο Μπιγκ Τζο βγήκαν για μπίζνες εκστρατεία προς την Κουρνέβ. Πήρε τ᾿ αυτί μου για ένα στοκ ηλεκτρικές κουβέρτες που πρέπει λέει να σουφρώσουν, εγώ σε τέτοια κόλπα δεν μπαίνω, μού κρεμάνε μούρη καμιά φορά αλλά εγώ τίποτα εκεί δεν μπαίνω.
Φύλλο μα φύλλο δεν κουνάει. Ανάψανε τα φώτα στα παράθυρα αλλά έξω καλά είναι, φέγγει ακόμα λίγο. Αρχές Ιούνη. Δυο μήνες και βάλε που δεν έχει βρέξει. Σού φαίνεται ότι αναπνέεις αέρα αλλά ακόμα και νυχτιάτικα σού τρυπώνει σκόνη στα ρουθούνια.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, προς το ανοιχτό μπλε (ξέχασα να πω ότι φοράει πάντα φουστάνι και σ᾿ αυτό πάλι διαφέρει), αλλά για την ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται τα μάτια κλειστά και εκείνη τη στιγμή ανοίγει, δικό της κόλπο, διάπλατα τα πόδια της κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτάζει ξαφνικά και κατεβαίνει στη στροφή, ξανθό σγουρό αλήθεια στο Θεό μου, ίδιο η μύτη στις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, μόνο που είναι πιο φλου αρχίζει απ᾿ το πουθενά, τελειώνει στο πουθενά, μα είναι χρυσαφένιο, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου στην καμπύλη, αυτό βλέπω μόνο, τ᾿ αστέρι από κάτω, πόσο να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία σου και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ε και να γινότανε να μεταμορφωθώ σε μαλακή βουρτσίτσα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται πάλι να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, προσεκτική και επιμελής με τα όλα της έρχεται κοντά μου στην άμμο με τις γάμπες της έτοιμες να χορέψουν στα σύννεφα, και στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει σηκώνοντας το κεφάλι και μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι», κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα», μού λέει με τα μάτια της τα διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Δεν μπορώ να πάω πιο σιγά, ξέρεις πώς είναι ε, εκτός κι αν με κρατάνε με σκοινί. Και μετά ξέρεις κάτι», μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί, μού λέει:
«Δεν είναι πράματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Ώρες ώρες μ᾿ αφήνει σέκο. Η γλώσσα μου είναι μες στο χώμα τού Σαχέλ — το Σαχέλ δεν το ξέρω, αλλά μιλάνε γι᾿ αυτό εδώ.
Οπότε κι εγώ δεν τής απαντάω. Μού δίνει ακόμα λίγο το άσπρο αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, το κεφαλάκι της φίνο και αγνό που δε θα τολμούσες να αγγίξεις ούτε τρίχα του, ουράνιο πρόσωπο βλέπεις, κρινένιο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Κι εκείνη τη στιγμή μού λέει:
«Το μουτράκι μου κοιτάζεις;»
Ναι τής κάνω.
«Το γουστάρεις;»
Ναι τής κάνω ξανά.
«Όλος ο κόσμος το γουστάρει», μού λέει, «αλλά το ᾿δες καλά; Είσαι σίγουρος ότι το ᾿δες καλά;»
«Έτσι μού φαίνεται», τής λέω. «Αλλά βέβαια έχει σκοτεινιάσει κιόλας».
«Το στοματάκι μου το είδες;» μού λέει (για χτες μιλάω).
Ναι τής κάνω, και ξαναλέει:
«Κάτσε να δεις λίγο το στοματάκι μου, το είδες το στοματάκι μου; Το είδες καλά καλά; Παρατήρησες πόσο μικροσκοπικό είναι;»
Τής κάνω ναι, το παρατήρησα.
«Απίστευτο, ε;» μού λέει χωρίς πλάκα, τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα, καρφί πάνω μου, τόσο μπλε που φεγγίζουν. «Απίστευτο ποιο;»
«Που ένα τόσο μικρό στοματάκι», μού κάνει, «μπορεί να μοσχοπάρει ένα μεγάλο πούτσο».
Έτσι ακριβώς μού τα λέει, δεν σκαρφίζομαι τίποτα εγώ.
Εγώ την κοιτάζω και δε βγάζω τσιμουδιά. Εκείνη τη στιγμή μού φαίνεται πως δεν έχω αναπνοή. Αλλά δεν τής λέω τίποτα. Και να ᾿θελα, σάμπως θα μπορούσα;
«Δεν μπορώ να το πιστέψω», μού εξηγεί χωρίς να κουνηθεί ούτε πόντο, «χρειάστηκε προχτές να κοιταχτώ στον καθρέφτη την ώρα που έπαιρνα μια νταρντανόπουτσα. Το στοματάκι μου λοιπόν, ούτε η μάνα μου δε θα μπορούσε να το γνωρίσει. Ανοιχτό σαν σακί. Σαν φίδι που καταβροχθίζει αρνί. Και ο πούτσος όλος μέσα, στιγμές στιγμές ίσαμε τ᾿ αρχίδια, τόσο που αναρωτιόσουνα πού στο καλό χώραγε, αφού έκανε κι ένα καρούμπαλο στα πλάγια, εδώ στο μάγουλο. Και τα χείλια ελαστικά, αν δεν το δουν τα μάτια σου, δεν μπορείς να το πιστέψεις. Πιο πολύ και απ᾿ τον κώλο ακόμη. Ξεχειλώνουν, αν με πιάνεις, παραμορφώνονται, ανοίγουν τόσο που φοβάσαι. Γουστάρω να με βλέπω σε τέτοια φάση. Γουστάρω να το κάνω, κι άσε που κάνω και τσάμπα μπανιστήρι. Και δε σού λέω για το τι νιώθω, προπάντων στο πιτσίλισμα ζεστό να μού κυλάει στα μάγουλα και το προφταίνω λίγο με την άκρη τής γλωσσίτσας μου. Αλλά αυτό που γουστάρω περισσότερο βλέπεις, όταν κάνω τέτοια για πάρτη μου είναι, να σκέφτομαι ότι ένα αγγελούδι αδειάζει ψωλή».
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μού μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες μια φωνή για να πιστέψεις στα θάματα και να ανακοινώνει σε λουσάτα αεροδρόμια αναχωρήσεις αεροπλάνων που λέει δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ.
Στέκομαι τρέμω.
Αφού μάλλον το ψυλλιάζεται κι αυτή.
«Πώς σε λένε;» με ρωτάει.
«Σιμό».
«Εμένα Λιλά, είναι απ᾿ το Πασχαλιά, σαν το λουλούδι. Από πού βγαίνει το Σιμό;»
«Δεν ξέρω».
Βγαίνει τώρα από το σκάμμα, τινάζει τα άσπρα της παπούτσια τα μπαλαρινέ και στέκεται να τραμπαλίζεται πάνω στο σανίδι τής άκρης, δώσ᾿ του σκύβε μπρος και σκύβε πίσω, κάποια στιγμή πάει να πέσει, πιάνεται απ᾿ το χέρι μου και χαμογελάει.
Εγώ δεν είμαι πια εκεί, δεν ξέρω πού βρίσκομαι αλλά δεν είμαι εκεί. Απόδειξη τώρα δε με κοιτάζει πια. Κοιτάζει έτσι αφηρημένη το κτίριο ΣΤ, έπειτα το Γ, έπειτα τον πύργο. Όλο και σκοτεινιάζει ίσαμε τρακόσια - τετρακόσια παράθυρα αναμμένα ολόγυρά μας αλλά το μαλλί της, να, λάμπει πιο πολύ απ᾿ όλα. Μού γυρίζει την πλάτη μού δείχνει μια φορά το προφίλ της χωρίς καθόλου να γυρίσει το κεφάλι της προς τα μένα, νιώθω μπιτ μαλάκας θα ᾿θελα η νύχτα να δείξει τα δόντια της για να με καταπιεί, και το προφίλ της ξεχωρίζει κόντρα στο φως. Δεν έχω λέξεις για τέτοια εγώ. Για κάποια σαν κι αυτή δεν μπορείς να πεις κορμάρα, ούτε τύπισσα, ούτε Φατιμά, ούτε μουνάρα, ούτε και γκόμενα. Δεν τής πάει, δεν είναι για τέτοια, ούτε καν να την πεις κορίτσι.
Είναι μοναδική, θα χρειαζότανε μια λέξη γι᾿ αυτήν και μόνο.
Να την που ξεμακραίνει τώρα ισορροπώντας άκρη άκρη στο σκάμμα, τα μπράτσα τεντωμένα στο πλάι, τα χέρια της ν᾿ αφήνουνε τα δάχτυλά της να κρέμονται. Εδώ και κάποια ώρα δε μ᾿ έχει κοιτάξει. Εκείνη ή εγώ δεν ξέρω ποιος υπάρχει.
Φεύγει κι εγώ κάθομαι εκεί.
Αυτή τη φορά δε μού λέει τίποτα παραπάνω.
«Το βλέπεις ότι έχω το πρόσωπο τού αγγέλου, που μού το λέει όλος ο κόσμος. Τα βλέπεις τα μάτια, που είναι ανοιχτά και γαλανά που θα τούς έδινες και τη φόδρα τής τσέπης σου. Τα βλέπεις τα μαλλιά μου τόσο ξανθά, η θεια μου λέει, σάμπως μαλαμοχέσανε για μένα και μόνο».
Γιατί μού μιλάει έτσι, χαμπάρι δεν έχω. Και μού λέει:
«Το δερματάκι μου, η θεία μου λέει, που είναι τού Άγιου Λαυρέντιου ο παράδεισος. Γιατί τον άγιο Λαυρέντιο, το λεγάμενο, τον εβάλανε να τα τινάξει πάνω σε μια σχάρα, και η θεια μου λέει ότι θα τού άξιζε να περάσει την αιωνιότητα του όλη, σ᾿ ένα δερματάκι σαν το δικό μου». Τα βλέπεις τα χεράκια μου που είναι λεπτά λευκά κι απαλά, όταν τ᾿ ακουμπάω το ᾿να με τ᾿ άλλο ο Θεούλης συμφωνεί για όλα»
Σωπαίνει για μια στιγμή και μετά μού λέει:
«Τη φωνή μου, σού μιλάω, την ξέρεις; Σαν καμπάνα για βαφτίσια, η θεια μου όλο και λέει, σαν τον αγέρα σε λιβάδι Μάη μήνα, γιατί η θεια μου έτσι τα λέει, ασχημομούρα σαν παλιοτσόκαρο. Και το χειρότερο, χαμπάρι δεν το ᾿χει. Την ξέρεις;»
Όχι τής λέω.
«Χαμπάρι δεν το ᾿χει και να σου που παστώνεται σαν είσοδος σε Λούνα-Παρκ. Κάθε πρωί τρεις ώρες ολόκληρες στημένη στον καθρέπτη με τα πινέλα της και μετά θρονιάζεται σπίτι της».
Όσο να ᾿ναι τη θεια της λίγο την ξέρω, την είδα μια μέρα στο σπασμένο τζάμι στον έκτο που σκυλόβριζε την οικουμένη όλη.
Μετά μού λέει: Τα βλέπεις τα μπρατσάκια μου και τις γαμπίτσες μου, έτσι είναι και αλλιώς είναι, που να θυμάμαι τώρα τι λέει η θεια της, να, τάχα, γαμπίτσες για σένιο κολιέ στον Άγιο Χριστόφορο και πατουσίτσες για να περπατάνε στη θάλασσα. Πατουσίτσες να μην βουλιάζουνε καν στο νερό, γιατί τα κρίματα λέει είναι βαριά και φταίνε που πνιγόμαστε.
Η θεια της, τον βλέπει έτσι τον κόσμο στημένο.
Είμαστε κι οι δύο δυο βήματα απ᾿ το σκάμμα, και ώρα που είναι τα παιδιά έχουνε κιόλας ξεκουμπιστεί κι όλες οι τιβί τα ίδια να παίζουνε τώρα που αρχινάνε τα βραδινά παιγνίδια, εδώ όλος ο κόσμος φαντάζεται ότι ο τροχός τής τύχης θα σταματήσει φάτσα κάρτα μπροστά τους, και τα ραδιόφωνα να τσαμπουνάνε αραβικά και εγώ να μην τα πολυπιάνω. Τα βλέπεις τα δέντρα που σταλιά δε σαλεύουν, σάμπως να ήτανε σκουροβαμμένα μπετά, και τον τυπά που δουλεύει επιστάτης στο Κόντινεντ να σέρνει παπάκι σαραβαλέ που σού ᾿ρχεται να φωνάξεις την πυροσβεστική τόσο μαυροντουμανιάζει, κι ο μάγκας κάθε βράδυ, μη και τού το σουφρώσουνε δώς του και το ανεβάζει απ᾿ τις σκάλες ίσαμε τον τρίτο, λες και κάνει κρος μέσα σε πολυκατοικία εργατική.
Και ξάφνου να τι μού λέει:
«Μπας και θες να δεις το μουνάκι μου;»
Εγώ τής κάνω ούτε ναι ούτε όχι, και καλά ότι δεν άκουσα. Κι όμως τζάμικο τι μού είπε, αλλά τής κάνω λίγο την πάπια. Τη βλέπω να μού ᾿ρχεται στα μουλωχτά. Δεν είμαι δα κι απ᾿ αυτούς που πηδάνε από το πρώτο ανοιχτό παράθυρο ακόμα κι αν είναι εκεί γαμάτο το φως.
Και ξανά μανά με το μουνάκι της:
«Ξέρεις, η θεια μου πρωί βράδυ θέλει να το βλέπει. Στήνεται μπροστά και το χαζεύει τόση ώρα, που σκυλοβαριέμαι. Άσε που ξυλιάζω κιόλας. Και δως του να χτυπάει τα χέρια της και να με πλακώνει στο μπλα μπλα. Που είναι λέει πόρτα τής γης τής Επαγγελίας, με μόνιμο κάτοικο την καλοκαιριά. Μού λέει κάτι παραμύθια, τρέχα γύρευε που τα ξετρυπώνει, ότι τάχα μου ένα τζίνι άλλο πράμα το ᾿χουνε κλειδώσει μέσα και μία των ημερών θα πεταχτεί έξω, έτσι και βρεθεί το ανοιχτήρι τού Αλή-Μπαμπά».
Και τόσα και πόσα άλλα. Όλη μέρα η θεια της, για το μουνάκι της έφτιαχνε ποιήματα. Ότι λέει ένα τέτοιο μπιζουδάκι από σγουρομέταξο, με την κοιμωμένη γλωσσίτσα και τα βουναλάκια καλοκολλημένα, δεν θα μπορούσε ποτέ να στραπατσαριστεί. Όχι σαν την παλιοβουνάρα της τη χιλιοπατημένη (λέει η Λιλά). Ότι λέει τόσο ξανθό είναι, φανάρι όταν χάνεσαι στη ζωή… Ότι λέει με κλειστά τα μάτια και τη μυρωδιά και μόνο μπορείς και το παίρνεις από πίσω κι ανεβαίνεις ίσαμε τη πηγή που τα κρατάει τα όργανα ζωντανιάρικα. Ότι λέει είναι παράκληση, μαλακτικό νησί τού θησαυρού και λιχουδιά τού Χριστού.
Δεύτερη φορά κιόλας που μού τα πρήζει με το μουνάκι της. Την πρώτη μια ερώτηση μόνο στα πεταχτά και μετά μόκο, σαν αμέσως ξεχασμένο. Και γι αυτό κάθομαι να δω ίσαμε που θα το τραβήξει. Έτσι για να ξέρω αν έχει και καλά κάτι για να πουλάει μούρη.
Μη σάς φανεί και σάς περίεργο (εσείς που θα με διαβάσετε τώρα όπου να ᾿ναι) ότι εγώ που μένω σχεδόν φάτσα στο ισλαμικό κέντρο, όλο κάθομαι και μιλάω για τον Άγιο Λαυρέντιο και τούς άλλους. Γιατί η θεια της είναι Χριστιανή και στα σίγουρα κι η Λιλά. Από πού κι ως πού Χριστιανή ιδέα δεν έχω, ούτε πως ούτε γιατί, ίσως για να το παίζουνε κάτι αυτές ή η οικογένεια. Πάντως τη βλέπεις τη θεια της να σταυροκοπιέται ακόμα κι όταν τής έρχεται ο ταχυδρόμος. Και το στόμα της τόσο μπουκωμένο από αγιοσύνες που λες ότι θα σκάσει. Και τι παράδεισους, τι Παναγίες χώνει παντού, και ότι λέει το όνομα τού Αρχάγγελου Γαβριήλ να είναι υπερευλογημένο και το όνομα των αλλονώνε μαζί εκτός τον Άγιο Παύλο. Αυτόνανε δεν μπορεί να τον χωνέψει, το ᾿παιζε και πολύ άντρας ο δικός σου, τρομερό λάθος που τον αγιάσανε λέει.
Εγώ κάθομαι και τα γράφω όλα αυτά εδώ, αλλά δεν είμαι εγώ που λέει για θρησκείες, είναι τής Λιλά η θεια. Γιατί εγώ πια δε δίνω δεκάρα για τον Θεό, μιας και με παράτησε στους πέντε δρόμους, και στο κάτω κάτω τον λεγάμενο δεν τον ξέρω ούτε και τούς αγίους. Έλεγε ο πατέρας μου όταν ήτανε εδώ, ότι κάποιες φορές για να χορτάσει το μάτι σου, σκόνη έχεις μόνο.
Κι η πιτσιρίκα γιατί στην ευχή είναι ξανθιά; Γιατί στα σίγουρα, οι Νορβηγίδες πάνε αλλού διακοπές. Η Λιλά είναι η μόνη αληθινή ξανθιά τής γειτονιάς, στοίχημα πάω γι αυτό. Ξανθιά λες και είναι λεκές. Έλεγε ο πατέρας μου ότι παλιά οι ψευτοξανθιές, τις έβλεπες έτσι μπογιατισμένες απ᾿ το Διάβολο, αλλά τώρα το Ισλάμ έβαλε φρένο, τάχα πρέπει να σεβούμεθα το έργο τού Θεού, αν σ᾿ έκανε ασχημομούρη και ντιπ σακάτη, το γιατί εκείνος το ξέρει.
Ή πάλι βάφουνε ένα τσουλούφι τους στα μουλωχτά στη μαντίλα από κάτω, ή ακόμα μερικές και τις μουνότριχες, έτσι για το γαμώτο, ότι κάπου αντιστέκονται.
Και να τι μού λέει πάλι:
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Δε σ᾿ το λέω για να σ᾿ τα πάρω. Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω απ᾿ αυτή τη δουλειά, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
Έχω πήξει στις σημειώσεις και να που προσπαθώ να τα καθαρογράψω. Ξαφνικά βλέπω ότι άρχισα το τετράδιο ανάποδα κι άφησα το περιθώριο δεξιά. Μα πολύ αργά να τα κάνω απ᾿ την αρχή, γράφω πολύ σιγά, έχω και το νου μου στα λάθη, βιάζομαι αλλά πού να ξέρω αν κάποια μέρα φτάσω στο τέλος. Απίστευτο σαν δουλειά την ώρα που μού τρώει, δεν το περίμενα. Ποτέ μου δεν έκατσα να διαβάσω ίσαμε το τέλος ένα βιβλίο, βάλε τώρα να το γράψω.
Όσο για το ξανθό το χρώμα και το λεκέ που κάνει, κι από πού μάς κατέβηκε με το μαλλί σαν αχυρένιου αγγέλου, ακούστηκε ότι η θεία της, καστανογκρίζα προς το μαβί, κοκορεύεται ότι έρχεται από πολύ μακριά και κάποτε κάποτε ίσαμε σαράντα ή πενήντα γενιές και φαπ στα καλά τού καθουμένου σού σκάει το παραμύθι μπροστά στη μύτη σου και να σου που καταφτάνει μια ξανθιά μέσα σ᾿ ένα σόι μαυροτσούκαλων κι ούτε οι μορφωμένοι στο θέμα δεν ξέρουνε γιατί, σαν μια ΜακΛάρεν μια ωραία πρωία στο πάρκινγκ του κτιρίου Η.
Και δώσ᾿ του μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η καρδιά μου απόψε».
Μ᾿ αυτή τη φωνή τής κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά μιας και είμαστε εγώ κι αυτή, αυτή κι εγώ και μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, ναι γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι;» μού ξαναλέει...
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δε φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ είναι στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτα δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου αλλιώς πάπαλα! Και δεν πα να σαλιαρίζεις μετά όσο θες! Μη μού κλαίγεσαι ότι άλλοι το ᾿δανε και συ όχι!»
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να σε πονέσει η φωνή της. Είναι μάλλον σαν χάδι τού θυμού ή ακόμα σαν τη γλωσσίτσα τού κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι έπειτα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα και ρε συ, τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, άντε να πλακώσει η νύχτα αλλιώς όλο χαζομάρες βαρεμάρες, χωρίς μία στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό ή σαν μια κρουαζιέρα. Κάτι τέλος πάντων. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα», τής λέω.
Ξέρω ότι κι άλλα κορίτσια το κάνανε μα πιο μικρές. Άλλωστε είναι παιχνίδι για παιδιά. Μετά πιο μεγάλες, κωλώνουν. Μπας και περάσει κανένας μουσουλμάνος αδελφός με τα μουντζούρικα νύχια του.
Είμαι δεκαεννιά. Εκείνη δεκαέξι και κάτι παραπάνω νομίζω. Πόσο στ᾿ αλήθεια δεν ξέρω.
Πλάκωσ᾿ η νύχτα κιόλας και ψυχή εδώ. Ο Μπακαρύ Αλί Πτι Μωρίς και ο Μπιγκ Τζο βγήκαν για μπίζνες εκστρατεία προς την Κουρνέβ. Πήρε τ᾿ αυτί μου για ένα στοκ ηλεκτρικές κουβέρτες που πρέπει λέει να σουφρώσουν, εγώ σε τέτοια κόλπα δεν μπαίνω, μού κρεμάνε μούρη καμιά φορά αλλά εγώ τίποτα εκεί δεν μπαίνω.
Φύλλο μα φύλλο δεν κουνάει. Ανάψανε τα φώτα στα παράθυρα αλλά έξω καλά είναι, φέγγει ακόμα λίγο. Αρχές Ιούνη. Δυο μήνες και βάλε που δεν έχει βρέξει. Σού φαίνεται ότι αναπνέεις αέρα αλλά ακόμα και νυχτιάτικα σού τρυπώνει σκόνη στα ρουθούνια.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, προς το ανοιχτό μπλε (ξέχασα να πω ότι φοράει πάντα φουστάνι και σ᾿ αυτό πάλι διαφέρει), αλλά για την ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται τα μάτια κλειστά και εκείνη τη στιγμή ανοίγει, δικό της κόλπο, διάπλατα τα πόδια της κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτάζει ξαφνικά και κατεβαίνει στη στροφή, ξανθό σγουρό αλήθεια στο Θεό μου, ίδιο η μύτη στις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, μόνο που είναι πιο φλου αρχίζει απ᾿ το πουθενά, τελειώνει στο πουθενά, μα είναι χρυσαφένιο, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου στην καμπύλη, αυτό βλέπω μόνο, τ᾿ αστέρι από κάτω, πόσο να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία σου και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ε και να γινότανε να μεταμορφωθώ σε μαλακή βουρτσίτσα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται πάλι να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, προσεκτική και επιμελής με τα όλα της έρχεται κοντά μου στην άμμο με τις γάμπες της έτοιμες να χορέψουν στα σύννεφα, και στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει σηκώνοντας το κεφάλι και μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι», κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα», μού λέει με τα μάτια της τα διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Δεν μπορώ να πάω πιο σιγά, ξέρεις πώς είναι ε, εκτός κι αν με κρατάνε με σκοινί. Και μετά ξέρεις κάτι», μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί, μού λέει:
«Δεν είναι πράματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Ώρες ώρες μ᾿ αφήνει σέκο. Η γλώσσα μου είναι μες στο χώμα τού Σαχέλ — το Σαχέλ δεν το ξέρω, αλλά μιλάνε γι᾿ αυτό εδώ.
Οπότε κι εγώ δεν τής απαντάω. Μού δίνει ακόμα λίγο το άσπρο αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, το κεφαλάκι της φίνο και αγνό που δε θα τολμούσες να αγγίξεις ούτε τρίχα του, ουράνιο πρόσωπο βλέπεις, κρινένιο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Κι εκείνη τη στιγμή μού λέει:
«Το μουτράκι μου κοιτάζεις;»
Ναι τής κάνω.
«Το γουστάρεις;»
Ναι τής κάνω ξανά.
«Όλος ο κόσμος το γουστάρει», μού λέει, «αλλά το ᾿δες καλά; Είσαι σίγουρος ότι το ᾿δες καλά;»
«Έτσι μού φαίνεται», τής λέω. «Αλλά βέβαια έχει σκοτεινιάσει κιόλας».
«Το στοματάκι μου το είδες;» μού λέει (για χτες μιλάω).
Ναι τής κάνω, και ξαναλέει:
«Κάτσε να δεις λίγο το στοματάκι μου, το είδες το στοματάκι μου; Το είδες καλά καλά; Παρατήρησες πόσο μικροσκοπικό είναι;»
Τής κάνω ναι, το παρατήρησα.
«Απίστευτο, ε;» μού λέει χωρίς πλάκα, τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα, καρφί πάνω μου, τόσο μπλε που φεγγίζουν. «Απίστευτο ποιο;»
«Που ένα τόσο μικρό στοματάκι», μού κάνει, «μπορεί να μοσχοπάρει ένα μεγάλο πούτσο».
Έτσι ακριβώς μού τα λέει, δεν σκαρφίζομαι τίποτα εγώ.
Εγώ την κοιτάζω και δε βγάζω τσιμουδιά. Εκείνη τη στιγμή μού φαίνεται πως δεν έχω αναπνοή. Αλλά δεν τής λέω τίποτα. Και να ᾿θελα, σάμπως θα μπορούσα;
«Δεν μπορώ να το πιστέψω», μού εξηγεί χωρίς να κουνηθεί ούτε πόντο, «χρειάστηκε προχτές να κοιταχτώ στον καθρέφτη την ώρα που έπαιρνα μια νταρντανόπουτσα. Το στοματάκι μου λοιπόν, ούτε η μάνα μου δε θα μπορούσε να το γνωρίσει. Ανοιχτό σαν σακί. Σαν φίδι που καταβροχθίζει αρνί. Και ο πούτσος όλος μέσα, στιγμές στιγμές ίσαμε τ᾿ αρχίδια, τόσο που αναρωτιόσουνα πού στο καλό χώραγε, αφού έκανε κι ένα καρούμπαλο στα πλάγια, εδώ στο μάγουλο. Και τα χείλια ελαστικά, αν δεν το δουν τα μάτια σου, δεν μπορείς να το πιστέψεις. Πιο πολύ και απ᾿ τον κώλο ακόμη. Ξεχειλώνουν, αν με πιάνεις, παραμορφώνονται, ανοίγουν τόσο που φοβάσαι. Γουστάρω να με βλέπω σε τέτοια φάση. Γουστάρω να το κάνω, κι άσε που κάνω και τσάμπα μπανιστήρι. Και δε σού λέω για το τι νιώθω, προπάντων στο πιτσίλισμα ζεστό να μού κυλάει στα μάγουλα και το προφταίνω λίγο με την άκρη τής γλωσσίτσας μου. Αλλά αυτό που γουστάρω περισσότερο βλέπεις, όταν κάνω τέτοια για πάρτη μου είναι, να σκέφτομαι ότι ένα αγγελούδι αδειάζει ψωλή».
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μού μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες μια φωνή για να πιστέψεις στα θάματα και να ανακοινώνει σε λουσάτα αεροδρόμια αναχωρήσεις αεροπλάνων που λέει δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ.
Στέκομαι τρέμω.
Αφού μάλλον το ψυλλιάζεται κι αυτή.
«Πώς σε λένε;» με ρωτάει.
«Σιμό».
«Εμένα Λιλά, είναι απ᾿ το Πασχαλιά, σαν το λουλούδι. Από πού βγαίνει το Σιμό;»
«Δεν ξέρω».
Βγαίνει τώρα από το σκάμμα, τινάζει τα άσπρα της παπούτσια τα μπαλαρινέ και στέκεται να τραμπαλίζεται πάνω στο σανίδι τής άκρης, δώσ᾿ του σκύβε μπρος και σκύβε πίσω, κάποια στιγμή πάει να πέσει, πιάνεται απ᾿ το χέρι μου και χαμογελάει.
Εγώ δεν είμαι πια εκεί, δεν ξέρω πού βρίσκομαι αλλά δεν είμαι εκεί. Απόδειξη τώρα δε με κοιτάζει πια. Κοιτάζει έτσι αφηρημένη το κτίριο ΣΤ, έπειτα το Γ, έπειτα τον πύργο. Όλο και σκοτεινιάζει ίσαμε τρακόσια - τετρακόσια παράθυρα αναμμένα ολόγυρά μας αλλά το μαλλί της, να, λάμπει πιο πολύ απ᾿ όλα. Μού γυρίζει την πλάτη μού δείχνει μια φορά το προφίλ της χωρίς καθόλου να γυρίσει το κεφάλι της προς τα μένα, νιώθω μπιτ μαλάκας θα ᾿θελα η νύχτα να δείξει τα δόντια της για να με καταπιεί, και το προφίλ της ξεχωρίζει κόντρα στο φως. Δεν έχω λέξεις για τέτοια εγώ. Για κάποια σαν κι αυτή δεν μπορείς να πεις κορμάρα, ούτε τύπισσα, ούτε Φατιμά, ούτε μουνάρα, ούτε και γκόμενα. Δεν τής πάει, δεν είναι για τέτοια, ούτε καν να την πεις κορίτσι.
Είναι μοναδική, θα χρειαζότανε μια λέξη γι᾿ αυτήν και μόνο.
Να την που ξεμακραίνει τώρα ισορροπώντας άκρη άκρη στο σκάμμα, τα μπράτσα τεντωμένα στο πλάι, τα χέρια της ν᾿ αφήνουνε τα δάχτυλά της να κρέμονται. Εδώ και κάποια ώρα δε μ᾿ έχει κοιτάξει. Εκείνη ή εγώ δεν ξέρω ποιος υπάρχει.
Φεύγει κι εγώ κάθομαι εκεί.
Αυτή τη φορά δε μού λέει τίποτα παραπάνω.
2
Συχνά το βράδυ κάνω πως με παίρνει ο ύπνος αλλά σηκώνομαι πάλι και γράφω. Πάω στην κουζίνα στο πτυσσόμενο τραπεζάκι που έχω την ησυχία μου και νερό να πίνω. Άλλες φορές πάλι στη μέρα μέσα όταν δε βαστάω άλλο αρπάζω τα τετράδιά μου, λέω στους άλλους ότι πάω να δείξω το μπόι μου στο ταμείο ανεργίας ή στο ΙΚΑ, σε μια φάση είπα ότι το σκάω, ότι είχα μπουχτίσει, να μη με ψάχνουν πια, και τραβάω σε μια γωνιά που δεν την ξέρει άλλος, ένα γιαπί παρατημένο στη μέση λόγω, λέει, διαφθοράς, μπορείς και βλέπεις ακόμα όρθιο το μισό μιας βιλίτσας τού παλιού καιρού, όταν ακόμα έβλεπες σπίτια με καμινάδες και στέγες, ίσα ίσα την πρόσοψη και κάποια άκρη τραπεζαρίας που δεν τα ᾿χουν γκρεμίσει ακόμα, ακόμα και η ταπετσαρία της φαίνεται αν και ξεκολλημένη, τάχα μου κεράσια ή και δαμάσκηνα και φίσκα κομμάτια χαλκό και γυαλί στα μπάζα μέσα, μια πόρτα σπασμένη κι αυτή, ποιος ξέρει τι φαγοπότια στήθηκαν εκεί μέσα και τι γλέντια, και χορτάρια τόσο ψηλά που ξαφνιάζεσαι, τα χορτάρια απορείς πού βρίσκουν να μεγαλώσουν, ολόιδια με μάς, χορτάρια στα χαλάσματα αδέρφια μου, κι εκεί εγώ μαστόρεψα ένα μαραφέτι για να γράφω, με στοίβες γύψο και παλιόπετρες και μια άλλη στοίβα για να κάθομαι πάνω. Ορίστε το γραφείο μου λέω στον εαυτό μου, ορίστε πού κουβαλιέμαι με τα χαρτιά και τα καλαμάρια μου, εκτός κι αν βρέχει. Κι ούτε τη νύχτα, φως δεν έχω.
Τα τετράδια είναι σχολικά από τα ποιότης Α, τα σούφρωσα στο σούπερ μάρκετ.
Να γράψω δεν ξέρω καλά, αλλά έχω όρεξη ζήλο.
Οι άλλοι στο γυμνάσιο ξέρανε μόνο να σκυλοβρίζουνε, να χασμουριούνται, να τρίζουνε τα δάχτυλά τους, να κλάνουνε λες και κάνανε διαγωνισμό, να γράφουνε βρωμομαλακίες παντού ακόμα και με δάχτυλα σκατωμένα, κάποια φορά πάλι ο Μουλούντ έβγαλε όπλο στην τάξη, τού αδερφού του λέει, ή ακόμα να πετάνε τέτοιες σπόντες στους καθηγητές που κάποιες φορές βγαίνανε κλαίγοντας, θυμάμαι τη φιλόλογο με τα μάτια κατακόκκινα που περίμενε το λεωφορείο κάτω απ᾿ τη βροχή, σε όσους έρχονταν με αυτοκίνητο τούς έσκαγαν τα λάστιχα τούς έσπαγαν τα τζάμια, και μέσα στους διαδρόμους τού σχολειού κάθε φορά εξαφάνιζαν τον πυροσβεστήρα, μαραφέτι όμως που δύσκολα πουλιέται μετά, και λέω στον εαυτό μου ότι ίσως ήταν μεγάλη μαλακία να μην επωφελείται κανείς απ᾿ το σχολείο, να μη σκέφτεται τίποτα παρά το χαβαλέ το τσιγαριλίκι το να τα κάνει γυαλιά καρφιά εδώ και εκεί, το να ξετρυπώνει και κάποιο ψιλό, όλα εφήμερα, επομένως όταν βγαίνεις μοιάζεις κιόλας γέρος και δεν ξέρεις τίποτα μα τίποτα τίποτα, και δε φτάνουν όλ᾿ αυτά, οι μπάτσοι σ᾿ έχουν μάθει, σ᾿ αμολάνε λιγδιάρη στην τσιμεντένια φύση, νάνι δουλειά γιοκ νάνι, δε σκέφτεσαι πια ούτε να βρίσεις και γιατί να σού δώσουν δουλειά αφού δεν ξέρεις την τύφλα σου. Άντε στη στενή ουστ!
Πάνω σ᾿ αυτό ο πατέρας μου —μέσα σ᾿ όλα— έλεγε ότι οι τοίχοι είναι τα τετράδια των ζουρλών.
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου.
Όμως στα φιλολογικά στις εκθέσεις έσκιζα, δεν έκανα καμιά κοπάνα, απ᾿ τους άλλους πάντα πιο πολλά έγραφα, το μολύβι μου πετούσε ορνιθοσκαλίσματα στο χαρτί, ποτέ δεν τέλειωνα στην ώρα μου, κι ακόμα κι αν η φιλόλογος η κλαμένη μού γκάριζε σαν τον Χίτλερ για την ορθογραφία μου, μεταξύ μας όχι πιο χάλια απ᾿ των άλλων, και για την ασυνταξία μου, όπως έλεγε συνέχεια ξεφυσώντας σαν μπαλόνι που το τρυπάς με καρφί, παρ᾿ όλ᾿ αυτά μού ᾿βαζε καλούς βαθμούς και βγήκα και πρώτος δυο τρεις φορές. Κάποια μέρα περίμενε να μού μιλήσει μετά το μάθημα, αρχίνισε να μου λέει το ᾿να και τ᾿ άλλο, ότι λέει την εκπλήττω πάντα με τον τρόπο που γράφω κι ότι ίσως θα πρέπει κάποτε να συνεχίσω τις, μα να συνεχίσω τι δε θα μάθω ποτέ γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η σκυλοπαρέα κι αρχίσανε τα χαϊδεμένε πουλημένε γλειφομουνάκια και γαμιόλη της, οπότε αυτή με παράτησε σύξυλο και ποτέ των ποτών δε μού ξαναμίλησε στο πίτσι πίτσι.
Και στ᾿ αλήθεια πιστεύω πως είναι κρίμα, γιατί με τα χρόνια μού ᾿μείνε αυτή η όρεξη και τώρα ολομόναχος στην παρανομία, το βλέπω καλά ότι η πένα μου δεν πετάει και τόσο, ότι είμαι ελλειμματικός στα σίγουρα από λεξιλόγιο και γραμματική. Ακόμα και με τις ιδέες τραβάω ζόρι, βλέπεις στο μάθημα η φιλόλογος καθότανε και σου ᾿δινε το θέμα ενώ εδώ θέλει να τα κατεβάζεις όλα μονάχος σου. Είναι ζόρικο σαν τα κάτεργα ν᾿ ακουμπάς λέξεις τη μια μετά την άλλη, στην κουζίνα ή στο γιαπί μου, και να πεις ότι έχεις φτιάξει κάτι στο τέλος. Λέω στον εαυτό μου να! Θα κάτσω να πω αυτό, πετιέμαι λες πίσω από κλέφτη μα μού ξεφεύγει, ξεκινάω λοιπόν για κάτι άλλο ξεγλιστράει πάλι απ᾿ την κεφάλα μου και πάει λέγοντας. Παρανιώθω μονάχος για να γράψω προπάντων όταν δε μού κάθεται στο χαρτί κι όμως κάπου εδώ κοντά βρίσκεται περνάει παντού στο πετσί μου μπορεί κι αλλού, πού στην αλήθεια δεν ξέρω αδύνατο να το τοποθετήσω, σαν να σ᾿ ερεθίζει να σε τρώει να θες να το ξύσεις για να περάσει η φαγούρα, μα πού να πάρει άλλαξε κιόλας θέση, τρέχα ξοπίσω του τρέχα, μια φορά είδα στην τιβί έναν κλόουν προσπαθούσε να πιάσει ένα σαπούνι, το σαπούνι όλο και ξεπηδούσε απ᾿ τα χέρια του σαν βάτραχος χωρίς σταματημό κι εγώ μια απ᾿ τα ίδια, όλη την ώρα τις πόρτες ανοιχτές τις έχω και η καρδιά μου να τη χτυπάει το ρεύμα, αισθήσεις να μ᾿ ανατριχιάζουν σαν τον ήλιο το χειμώνα, πολύ καλά δεν ξέρω τι είναι, όμορφες σαν τον ουρανό μού φαίνονται μα όταν τις γράφω τις αισθήσεις μου, αμέσως αμέσως λες και γίνονται νερό για ξούρισμα.
Και γι᾿ αυτό η Λιλά είναι σωστή ευλογία, να που μιλάω σαν τη θεία της, είναι ο μεγάλος μπουναμάς τού γενναιόδωρου Θεού, σάμπως δεν το ᾿δα με τη σκηνή τής τσουλήθρας πόσο μού βγήκε εύκολα, στέκομαι ακούω και γράφω κι όσο ξετυλίγω τόσο πιο εύκολο, δεν ταρακουνιούνται τόσο πολύ οι λέξεις ούτε ανάγκη έχω να σπάω το κεφάλι μου για να σοφιστώ τι θα πω, λες και τώρα είμαι μαγνητόφωνο, μαγνητοφωνώ τη Λιλά να λέει.
Ήμουνα μια μέρα εκεί, στην κρυψώνα μου, πριν τη Λιλά εννοώ, σκάει μύτη μια πιτσιρίκα εφτά οχτώ, κάπου εκεί, με πλεξούδες και χοντρά χοντρά γυαλιά στη μύτη ένα άδειο κλουβί στο χέρι, μπαίνει με βλέπει και μού ξεστομίζει μονομιάς ότι είναι στενοχωρημένη, ότι λέει έχασε το χαμστεράκι της τον Λεόν και ότι έχει φάει τον κόσμο και ότι τα σκυλιά θα τής τον κάνουν μια χαψιά αν όχι οι αρουραίοι που στα μέρη μας είναι πολύ άγριοι, κι αν το πήρε το μάτι μου στα μπάζα μέσα να κόβει βόλτες. Όχι τής κάνω, αλλά και βέβαια αν το δω θα τής το πιάσω. Κάνει να φύγει η μικρή έπειτα με κοιτάζει μέσα απ᾿ τη χοντρή της τζαμαρία και με ρωτάει περίεργη τι κάνω εκεί στη στοίβα με τούς γύψους. Τίποτα δεν κάνω τής λέω, γράφω. Σουφρώνει τότε τα χείλια της και με ύφος ψηλομύτικο μού κάνει (Φράγκισσα είναι): Πώς κάθεσαι και γράφεις εδώ μέσα βρωμάει και ζέχνει, και κόβει λάσπη ξινίζοντας τα μούτρα της, πάει χεσμένος ο Λεόν κι ούτε που ενδιαφέρθηκε να μάθει τι γράφω.
Βρωμιάρης εγώ ναι, αν και δεν ξέρω και καλά τι είναι, αφού όλη η γειτονιά βρωμοκοπάει κατρουλίλα το λιγότερο, οι άνθρωποι αμολάνε τα σκουπίδια στις σκάλες κι από τα παράθυρα, ιδού αγάπη που την έχουν για το μέρος που μένουνε, περιφρόνηση, δεν περπατάς ποτέ ξυστά στις πολυκατοικίες μη σού στουκάρει κανένα παλιοψυγείο στο καφάσι ή τίποτα βρωμόνερα όλο γλίτσα και σκατά μιας και συχνά οι νεροχύτες βουλώνουν και οι χέστρες δεν πάνε πίσω, εντελώς απίστευτο για πότε τα πράματα ξεχαρβαλώνονται σε μάς, νούμερο ένα τα ασανσέρ, μια ζωή χαλασμένα, οπότε κι οι συντηρητές μπαϊλντίζουν, κάποια στιγμή ούτε που πατάνε και οι γέροι τρώνε στη μάπα τις σκάλες φορτωμένοι με σακούλες, να κι ένας λόγος που δεν κατεβάζουν και τα σκουπίδια τους.
Και για τα πράματα που πετάνε ένα και το αυτό. Κανείς δε σκύβει να τα μαζέψει πια μόνο μια φορά στους τρεις μήνες περίπου πλακώνει ένας λόχος Πακιστανοί και Αφγανοί με σφυριά και κατσαβίδια και καμιά φορά οξυγονοκολλητή, έρχονται να μαζέψουνε όσα μπορούνε, παξιμάδια καλώδια σανίδες, ακόμα και άδεια πλαστικά ανταλλακτικά από στυλούς, τα θέλουν για να μαστορεύουν ραδιόφωνα κι άλλα μαραφέτια καθώς φαίνεται, ό,τι βρίσκουν κέρδος το ᾿χουν, ομάδα γιουρούσι, σπάμε πλάκα όταν τούς βλέπουμε, μιλάνε πολυβόλο στη μακρινή τους γλώσσα, έχουν φορτηγάκι που τρέμει τόσο λες και φοβάται τα πάντα, αυτά που μένουν πίσω τους σκουριάζουν σαπίζουν επιτόπου, τα τρώνε ψύλλοι και ψείρες, όλη η λέρα και δεν εννοώ ανθρώπους. Ο πατέρας τού Τζο λέει μάλιστα ότι είδε γλάρους να ᾿ρχονται από τη Χάβρη κάποιες μέρες με τον αέρα πρίμα, για να βοηθήσουνε στο συγύρισμα.
Αυτά για σήμερα, δεν είδα τον Λεόν το χαμστεράκι, δεν έχω τι να πω.
Τα τετράδια είναι σχολικά από τα ποιότης Α, τα σούφρωσα στο σούπερ μάρκετ.
Να γράψω δεν ξέρω καλά, αλλά έχω όρεξη ζήλο.
Οι άλλοι στο γυμνάσιο ξέρανε μόνο να σκυλοβρίζουνε, να χασμουριούνται, να τρίζουνε τα δάχτυλά τους, να κλάνουνε λες και κάνανε διαγωνισμό, να γράφουνε βρωμομαλακίες παντού ακόμα και με δάχτυλα σκατωμένα, κάποια φορά πάλι ο Μουλούντ έβγαλε όπλο στην τάξη, τού αδερφού του λέει, ή ακόμα να πετάνε τέτοιες σπόντες στους καθηγητές που κάποιες φορές βγαίνανε κλαίγοντας, θυμάμαι τη φιλόλογο με τα μάτια κατακόκκινα που περίμενε το λεωφορείο κάτω απ᾿ τη βροχή, σε όσους έρχονταν με αυτοκίνητο τούς έσκαγαν τα λάστιχα τούς έσπαγαν τα τζάμια, και μέσα στους διαδρόμους τού σχολειού κάθε φορά εξαφάνιζαν τον πυροσβεστήρα, μαραφέτι όμως που δύσκολα πουλιέται μετά, και λέω στον εαυτό μου ότι ίσως ήταν μεγάλη μαλακία να μην επωφελείται κανείς απ᾿ το σχολείο, να μη σκέφτεται τίποτα παρά το χαβαλέ το τσιγαριλίκι το να τα κάνει γυαλιά καρφιά εδώ και εκεί, το να ξετρυπώνει και κάποιο ψιλό, όλα εφήμερα, επομένως όταν βγαίνεις μοιάζεις κιόλας γέρος και δεν ξέρεις τίποτα μα τίποτα τίποτα, και δε φτάνουν όλ᾿ αυτά, οι μπάτσοι σ᾿ έχουν μάθει, σ᾿ αμολάνε λιγδιάρη στην τσιμεντένια φύση, νάνι δουλειά γιοκ νάνι, δε σκέφτεσαι πια ούτε να βρίσεις και γιατί να σού δώσουν δουλειά αφού δεν ξέρεις την τύφλα σου. Άντε στη στενή ουστ!
Πάνω σ᾿ αυτό ο πατέρας μου —μέσα σ᾿ όλα— έλεγε ότι οι τοίχοι είναι τα τετράδια των ζουρλών.
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου.
Όμως στα φιλολογικά στις εκθέσεις έσκιζα, δεν έκανα καμιά κοπάνα, απ᾿ τους άλλους πάντα πιο πολλά έγραφα, το μολύβι μου πετούσε ορνιθοσκαλίσματα στο χαρτί, ποτέ δεν τέλειωνα στην ώρα μου, κι ακόμα κι αν η φιλόλογος η κλαμένη μού γκάριζε σαν τον Χίτλερ για την ορθογραφία μου, μεταξύ μας όχι πιο χάλια απ᾿ των άλλων, και για την ασυνταξία μου, όπως έλεγε συνέχεια ξεφυσώντας σαν μπαλόνι που το τρυπάς με καρφί, παρ᾿ όλ᾿ αυτά μού ᾿βαζε καλούς βαθμούς και βγήκα και πρώτος δυο τρεις φορές. Κάποια μέρα περίμενε να μού μιλήσει μετά το μάθημα, αρχίνισε να μου λέει το ᾿να και τ᾿ άλλο, ότι λέει την εκπλήττω πάντα με τον τρόπο που γράφω κι ότι ίσως θα πρέπει κάποτε να συνεχίσω τις, μα να συνεχίσω τι δε θα μάθω ποτέ γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η σκυλοπαρέα κι αρχίσανε τα χαϊδεμένε πουλημένε γλειφομουνάκια και γαμιόλη της, οπότε αυτή με παράτησε σύξυλο και ποτέ των ποτών δε μού ξαναμίλησε στο πίτσι πίτσι.
Και στ᾿ αλήθεια πιστεύω πως είναι κρίμα, γιατί με τα χρόνια μού ᾿μείνε αυτή η όρεξη και τώρα ολομόναχος στην παρανομία, το βλέπω καλά ότι η πένα μου δεν πετάει και τόσο, ότι είμαι ελλειμματικός στα σίγουρα από λεξιλόγιο και γραμματική. Ακόμα και με τις ιδέες τραβάω ζόρι, βλέπεις στο μάθημα η φιλόλογος καθότανε και σου ᾿δινε το θέμα ενώ εδώ θέλει να τα κατεβάζεις όλα μονάχος σου. Είναι ζόρικο σαν τα κάτεργα ν᾿ ακουμπάς λέξεις τη μια μετά την άλλη, στην κουζίνα ή στο γιαπί μου, και να πεις ότι έχεις φτιάξει κάτι στο τέλος. Λέω στον εαυτό μου να! Θα κάτσω να πω αυτό, πετιέμαι λες πίσω από κλέφτη μα μού ξεφεύγει, ξεκινάω λοιπόν για κάτι άλλο ξεγλιστράει πάλι απ᾿ την κεφάλα μου και πάει λέγοντας. Παρανιώθω μονάχος για να γράψω προπάντων όταν δε μού κάθεται στο χαρτί κι όμως κάπου εδώ κοντά βρίσκεται περνάει παντού στο πετσί μου μπορεί κι αλλού, πού στην αλήθεια δεν ξέρω αδύνατο να το τοποθετήσω, σαν να σ᾿ ερεθίζει να σε τρώει να θες να το ξύσεις για να περάσει η φαγούρα, μα πού να πάρει άλλαξε κιόλας θέση, τρέχα ξοπίσω του τρέχα, μια φορά είδα στην τιβί έναν κλόουν προσπαθούσε να πιάσει ένα σαπούνι, το σαπούνι όλο και ξεπηδούσε απ᾿ τα χέρια του σαν βάτραχος χωρίς σταματημό κι εγώ μια απ᾿ τα ίδια, όλη την ώρα τις πόρτες ανοιχτές τις έχω και η καρδιά μου να τη χτυπάει το ρεύμα, αισθήσεις να μ᾿ ανατριχιάζουν σαν τον ήλιο το χειμώνα, πολύ καλά δεν ξέρω τι είναι, όμορφες σαν τον ουρανό μού φαίνονται μα όταν τις γράφω τις αισθήσεις μου, αμέσως αμέσως λες και γίνονται νερό για ξούρισμα.
Και γι᾿ αυτό η Λιλά είναι σωστή ευλογία, να που μιλάω σαν τη θεία της, είναι ο μεγάλος μπουναμάς τού γενναιόδωρου Θεού, σάμπως δεν το ᾿δα με τη σκηνή τής τσουλήθρας πόσο μού βγήκε εύκολα, στέκομαι ακούω και γράφω κι όσο ξετυλίγω τόσο πιο εύκολο, δεν ταρακουνιούνται τόσο πολύ οι λέξεις ούτε ανάγκη έχω να σπάω το κεφάλι μου για να σοφιστώ τι θα πω, λες και τώρα είμαι μαγνητόφωνο, μαγνητοφωνώ τη Λιλά να λέει.
Ήμουνα μια μέρα εκεί, στην κρυψώνα μου, πριν τη Λιλά εννοώ, σκάει μύτη μια πιτσιρίκα εφτά οχτώ, κάπου εκεί, με πλεξούδες και χοντρά χοντρά γυαλιά στη μύτη ένα άδειο κλουβί στο χέρι, μπαίνει με βλέπει και μού ξεστομίζει μονομιάς ότι είναι στενοχωρημένη, ότι λέει έχασε το χαμστεράκι της τον Λεόν και ότι έχει φάει τον κόσμο και ότι τα σκυλιά θα τής τον κάνουν μια χαψιά αν όχι οι αρουραίοι που στα μέρη μας είναι πολύ άγριοι, κι αν το πήρε το μάτι μου στα μπάζα μέσα να κόβει βόλτες. Όχι τής κάνω, αλλά και βέβαια αν το δω θα τής το πιάσω. Κάνει να φύγει η μικρή έπειτα με κοιτάζει μέσα απ᾿ τη χοντρή της τζαμαρία και με ρωτάει περίεργη τι κάνω εκεί στη στοίβα με τούς γύψους. Τίποτα δεν κάνω τής λέω, γράφω. Σουφρώνει τότε τα χείλια της και με ύφος ψηλομύτικο μού κάνει (Φράγκισσα είναι): Πώς κάθεσαι και γράφεις εδώ μέσα βρωμάει και ζέχνει, και κόβει λάσπη ξινίζοντας τα μούτρα της, πάει χεσμένος ο Λεόν κι ούτε που ενδιαφέρθηκε να μάθει τι γράφω.
Βρωμιάρης εγώ ναι, αν και δεν ξέρω και καλά τι είναι, αφού όλη η γειτονιά βρωμοκοπάει κατρουλίλα το λιγότερο, οι άνθρωποι αμολάνε τα σκουπίδια στις σκάλες κι από τα παράθυρα, ιδού αγάπη που την έχουν για το μέρος που μένουνε, περιφρόνηση, δεν περπατάς ποτέ ξυστά στις πολυκατοικίες μη σού στουκάρει κανένα παλιοψυγείο στο καφάσι ή τίποτα βρωμόνερα όλο γλίτσα και σκατά μιας και συχνά οι νεροχύτες βουλώνουν και οι χέστρες δεν πάνε πίσω, εντελώς απίστευτο για πότε τα πράματα ξεχαρβαλώνονται σε μάς, νούμερο ένα τα ασανσέρ, μια ζωή χαλασμένα, οπότε κι οι συντηρητές μπαϊλντίζουν, κάποια στιγμή ούτε που πατάνε και οι γέροι τρώνε στη μάπα τις σκάλες φορτωμένοι με σακούλες, να κι ένας λόγος που δεν κατεβάζουν και τα σκουπίδια τους.
Και για τα πράματα που πετάνε ένα και το αυτό. Κανείς δε σκύβει να τα μαζέψει πια μόνο μια φορά στους τρεις μήνες περίπου πλακώνει ένας λόχος Πακιστανοί και Αφγανοί με σφυριά και κατσαβίδια και καμιά φορά οξυγονοκολλητή, έρχονται να μαζέψουνε όσα μπορούνε, παξιμάδια καλώδια σανίδες, ακόμα και άδεια πλαστικά ανταλλακτικά από στυλούς, τα θέλουν για να μαστορεύουν ραδιόφωνα κι άλλα μαραφέτια καθώς φαίνεται, ό,τι βρίσκουν κέρδος το ᾿χουν, ομάδα γιουρούσι, σπάμε πλάκα όταν τούς βλέπουμε, μιλάνε πολυβόλο στη μακρινή τους γλώσσα, έχουν φορτηγάκι που τρέμει τόσο λες και φοβάται τα πάντα, αυτά που μένουν πίσω τους σκουριάζουν σαπίζουν επιτόπου, τα τρώνε ψύλλοι και ψείρες, όλη η λέρα και δεν εννοώ ανθρώπους. Ο πατέρας τού Τζο λέει μάλιστα ότι είδε γλάρους να ᾿ρχονται από τη Χάβρη κάποιες μέρες με τον αέρα πρίμα, για να βοηθήσουνε στο συγύρισμα.
Αυτά για σήμερα, δεν είδα τον Λεόν το χαμστεράκι, δεν έχω τι να πω.
3
Κάνω να βγω απ᾿ το Κόντινεντ με δυο άσπρες πλαστικές σακούλες, η μάνα μου μ᾿ έστειλε για ψώνια, μέρα Τρίτη, ακούω τη φωνή της Λιλά να μου φωνάζει: γεια! Βγαίνει κι εκείνη με μια σακούλα από μια άλλη πόρτα, βγάζει την αλυσίδα του ποδηλάτου της, αντρικό βλέπω, και μου λέει:
«Πας σπίτι;»
Της κάνω ναι πάω σπίτι.
«Και πώς πας σπίτι;»
«Κολυμπώντας», της κάνω σοβαρά.
Λες και δεν το ξέρει πως πάω σπίτι ποδαράτα, σάμπως έχω και τίποτ᾿ άλλο.
«Αν τραβάς πετάλι», μου λέει και δείχνει το ποδήλατο, «ανεβαίνω εγώ στο σίδερο και πάμε σπίτι δικάβαλο».
«Και οι σακούλες;»
«Μια στη μπαγκαζιέρα κι οι άλλες δυο στο τιμόνι. Θα τα βρούμε τώρα. Είσαι;»
Φως φανάρι ότι μου ᾿φεξε. Πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα μέχρι τη γειτονιά, και να πεις ότι δεν είχα ευκαιρίες να μετρήσω την απόσταση, με ήλιο και βροχή.
Κι ας μην κάνω τον Κινέζο ψιλογουστάρω να᾿ μαι μαζί της.
Κάνουμε όπως είπε με τις σακούλες Κόντινεντ, μια σε κάθε άκρη στο τιμόνι, θέμα ισορροπίας, η άλλη πίσω καλοδεμένη. Καλοπαλουκώνομαι στη σέλα και χοπ πηδηματάκι χαριτωμένο νά την καθισμένη πλαγιαστά στο σίδερο και κάνει άντε σπρώξε. Παίρνω φόρα, το ποδήλατο τρεμουλιάζει κάργα στο ξεκίνημα, η Λιλά φωνάζει ωχ φοβάμαι φοβάμαι αλλά σπάει άγρια πλάκα, ρίχνω βάρος όσο μπορώ άντε Σιμό κάνει πάλι, ζόρικα ζιγκ ζαγκ στο πάρκινγκ τόσο που μια κυρά μάς φωνάζει μα το Θεό είμαστε για δέσιμο, με τα πολλά βρίσκω το ρυθμό μου και βουρ για την εθνική και μετά τη λεωφόρο Εμίλ Ζολά.
Γραπώνεται στο τιμόνι με τα δυο της χέρια, τα μαλλιά της κάτω απ᾿ τη μύτη μου, δεν τα ᾿ χω δει ποτέ από τόσο κοντά, λεπτά όσο δε λέγεται, σαν τα μαλαμόχορτα στα μαγικά παραμύθια, μου σιγοτραγουδάω λόγια τέτοια, έχει ένα χρυσοσύννεφο στο κεφάλι, το ανασαίνω, μαζεύεται και ξεμαζεύεται κάθε φορά κι αλλιώς, ρίχνω μια ματιά στο δρόμο και τ᾿ αυτοκίνητα πάνω απ᾿ αυτόν τον παραμυθένιο αφρό και κάποιες στιγμές πιο κάτω, όταν ψιλοκουνιέται, ή στις στροφές, βλέπω τότε τις γούβες των ώμων της και τη λαιμόκοψη στο φουστάνι της και μέσα εκεί δυο αυγά ακουμπισμένα το ᾿να δίπλα στ᾿ άλλο να ψιλοτρέμουν χωρίς να σπάνε όμως, δε βλέπεις τίποτα να τα βαστάει, όμορφα σαν την ομορφιά, τόσο απαλά που φαίνεται και με το μάτι, αν ήμουνα έντομο ανάμεσα σ᾿ αυτά τα δυο θα ᾿ θελα να πεθάνω.
Να πει κανείς πως ξέρει τι μου δείχνει, σαφώς και επιβάλλεται, ξέρει και καλοξέρει. Πώς το ξέρει δεν μπορώ να πω, γυναικείο στοιχείο αυτό, αλλά το ξέρει, εξάλλου τα κορίτσια συνέχεια θέλουν να τα δείχνουν προπάντων όταν έχουν το χάλι τους, σου ᾿ρχονται η φούστα μέχρι τον κώλο, μποτάκια με κορδόνια και μετά ψάχνονται γιατί τις βιάζουνε στα υπόγεια.
Ώρες ώρες οι σκέψεις λένε μιλάνε μεταξύ τους πλάκα έχει. Απ᾿ τ᾿ αυγά περνάω κάτω στα μπούτια κι απ᾿ τα μπούτια στο μουνάκι της κι εκείνη τη στιγμή λες και είμαι ανοιχτό βιβλίο με ρωτάει:
«Θυμάσαι που σ᾿ το ᾿δειξα;»
«Τι πράγμα;»
«Ρε συ, ξέρεις. Δε θυμάσαι στην τσουλήθρα;»
Στήνει προφίλ και στο έτσι μου πετάει τα δικά της στον αέρα του δρόμου.
«Το σκέφτεσαι καμιά φορά;»
«Ναι, το σκέφτομαι», κάνω.
«Το σκέφτεσαι συχνά;»
«Ανάλογα».
«Μια φορά τη μέρα ή παραπάνω;»
«Μια φορά τη μέρα στο περίπου».
Τώρα ρίχνει εντελώς πίσω το κεφάλι για να με κοιτάξει ίσια στα μάτια, το κεφάλι της ακουμπάει στο δεξί μου χέρι, τη βλέπω σχεδόν ανάποδα και μου κάνει:
«Γουστάρεις να το ξαναδείς; Λέγε».
«Ε...» κάνω.
«Ε, τι;»
«Αν θες».
«Δε μου πέφτει λόγος. Για να σε ρωτάω, πάει να πει πως γουστάρω. Εσύ, ρε, θα᾿ θελες να το ξαναδείς;»
«Ναι».
«Πότε;»
«Δεν ξέρω πότε».
«Εδώ και τώρα;»
Δεν πολυπιάνω τι θέλει να πει, αν εννοεί εδώ πάνω στο δίκυκλο ή ξέρω ᾿γώ πού αλλού. Άχνα εγώ.
Εκείνη το χαβά της με τη φωνή της μισοκλεμμένη απ᾿ τον αέρα.
Και νά τι μου λέει:
«Αυτή τη στιγμή το έχω πλαγιαστά στο χοντρό σίδερο».
Πόσο θα ᾿θελα να σταματήσει εδώ να μην πάει παραπέρα γιατί εγώ που είμαι μάλλον ντροπαλός κάπως μου ᾿ρχεται έτσι στη μέση του δρόμου, φοβάμαι γι᾿ αυτά που θα πει και τότε τη ρωτάω:
«Το ποδήλατο ποιανού είναι;»
«Ενός φίλου», μου απαντάει. «Μου το δανείζει».
«Ποιανού φίλου;» της λέω.
Μοιάζει να μην άκουσε, συνεχίζει γυρνώντας όλη την ώρα το κεφάλι.
«Όταν κάθισα κανόνισα ν᾿ ακουμπήσω το γλωσσιδάκι μου ίσα πάνω στο σίδερο, τη βρίσκω σε κάθε τρανταγματάκι, να φανταστείς πώς είναι, λες και μ᾿ αγγίζει ο δρόμος». (Εδώ δυο τρεις λέξεις που δεν ακούω και μετά:) «Οι άντρες δε χαμπαριάζουν από τέτοια, από κινήσεις της φύσης, αλλά σε μια γυναίκα αλλάζει το πράμα, αυτή πάει αντάμα με τον ουρανό, η περίοδος και τα ρέστα, μικρός πλανήτης με τα όλα του».
Στο παραμικρό ταρακούνημα κάνει χμμμ χμμμ με τα μάτια κλειστά.
Προσπαθώ να το πηγαίνω στα ομαλά γιατί μου τη δίνει.
«Κι αν σκεφτείς αυτό το χοντρό μαραφέτι από κάτω μου, δε σου λέω τίποτα».
Εγώ επίτηδες το βουλώνω. Εδώ που τα λέμε ούτε που την ξέρω, ίσα ίσα δεύτερη φορά που είμαστε στο σούξου μούξου μανταλάκια μόνοι μας.
Και πάλι:
«Μπορώ και να σου το δείξω, ξέρεις. Χωρίς ούτε να σταματήσεις. Δε μ᾿ έχεις ικανή;»
Μιλιά εγώ.
«Πάρε λίγη φόρα», μου κάνει, «και μετά άσ᾿ τα πετάλια, θα σου δείξω».
Κάνω όπως μου λέει, φουλάρω ταχύτητα, η λεωφόρος Εμίλ Ζολά κατηφορίζει σ᾿ αυτό το ύψος, μετά αφήνω τα πόδια μου. Ακουμπάει τότε ένα πόδι της πάνω στο δικό μου, μ᾿ ένα χέρι κρατιέται απ᾿ το τιμόνι, ίδια του τσίρκου ακροβάτισσα, το δίκυκλο γέρνει αλλά το κρατάω εγώ γερά, έννοια σου τσουλάει, εκείνη σηκώνεται πατώντας στο πόδι μου, με το άλλο της χέρι ανεβάζει το φουστάνι της και μου λέει:
«Κοίτα».
Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, πρέπει να ᾿σαι ντιπ ζωντόβολο για να πεις όχι, και το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω εδώ σου λέω από κάτω, που αν ήτανε εδώ και τώρα τοπίο, θα σου ήτανε δασάκι καλοκαιρινό που χάνεται σε λόφο στα χαμηλά, ή ακόμα χούφτα από ξανθωπά φυλλαράκια που θα βουτούσανε σ᾿ ένα ρέμα, σωστή σπαζοκεφαλιά να το πω, τα μόνα ρεματάκια που είδα ποτέ μου ήτανε στην τιβί, εδώ, βλέπεις, τα μπαζώσανε, είναι κατιτί που δε βλέπεις μα το μαντεύεις, την τούφα τη θαμνάδα μ᾿ άλλα λόγια, τέτοια ρε που απίθανο να φανταστείς ποτέ την άνετη κοκκινοχαραμάδα πιο χαμηλά που τη φοβάσαι και λίγο, που την πήρε το μάτι μου στην τσουλήθρα, που εξάλλου την είχα δει και σ᾿ άλλες στα γρήγορα άντε βάλε τρεις τέσσερις φορές πριν, αλλά ποτέ μα ποτέ σε χρώματα ανοιχτά. Από πάνω, ζήτημα αν δεις τίποτα πέρα από αθώες τριχίτσες, λόγο ν᾿ ανησυχείς δεν έχεις, ούτε γκρεμός ούτε απειλή για την ώρα.
Αφήνει το φουστάνι της να ξαναπέσει και μου λέει:
«Σ᾿ άρεσε κι έτσι;»
«Ας πούμε», της κάνω, «καλούτσικο».
«Σ᾿ άρεσε πιο πολύ στην τσουλήθρα;»
«Άσχετο».
«Μπορώ να σου δείξω και κάτι άλλο», λέει.
«Σαν τι δηλαδή;»
«Άσε μου τα πετάλια και θα δεις. Μιλάμε γι᾿ άλλα κόλπα».
Μια και δεν καταλαβαίνω, μου λέει να κρατάω καλά το δίκυκλο, μετά στρίβει σαν καλάμι πάνω στο σίδερο, πετάει το δεξί της πόδι στη δεξιά μεριά, τα χέρια καλογραπωμένα στο τιμόνι, αμολάω τα πετάλια, τ᾿ αρπάζει και δώσ᾿ του να σπρώχνει για να ξαναπάρει φόρα το μαραφέτι, εδώ σας λέω μπροστά μου, κάνει όλη τη δουλειά λαχανιάζοντας λιγουλάκι, και την ακούω να μου λέει ανάμεσα σε δυο αναπνοές:
«Σήκωσε λίγο το φουστάνι μου και χάζευε».
Ψιλοδιστάζω πάντα όταν μου κατεβάζει μια ιδέα, αλλά μήπως δεν ξέρω ότι στο φινάλε θα το κάνω, οπότε με το ένα χέρι το σηκώνω το περίφημο φουστάνι, με τ᾿ άλλο κρατιέμαι απ᾿ τη βάση της σέλας και βλέπω αυτό που δεν είδαν ποτέ τα μάτια μου, κώλο κοπελιάς επί το έργον, τα μπούτια εν δράσει, το μουνάκι στη μέση να τραβιέται από τη μια απ᾿ την άλλη κι όμως να μένει κάπως κλειστό, ακόμα και προφυλαγμένο, και ακριβώς από πάνω του κώλου το αστέρι, να κουνιέται αναγκαστικά κι αυτό, τόσο έντονα μάλιστα που του ξεφεύγει μια κλανίτσα, σπάει πλάκα η Λιλά παρά το ζόρι που τραβάει και μετά νά τι μου λέει:
«Γείρε πίσω, θα δεις καλύτερα».
Πριν ακόμα το κάνω το ξέρω, έχει δίκιο, πράγματι αν τραβήξω πίσω την πλάτη μου με τα πόδια πολυτεντωμένα για την ισορροπία βλέπω στη σκιά του φουστανιού το όλο θέαμα να τραβάει πετάλι, μπούτια και σία, μ᾿ αυτά τα πώς να τα πω μουνόχειλα κλειστά να κρεμάνε λίγο, πιο φαρδιά απ᾿ ό,τι θα μπορούσες να φανταστείς απ᾿ την από μπρος μεριά, νά εδώ στη μέση, κάντρο στου μυστηρίου την πύλη χρώμα αγριοφραουλί.
Το αν οι περαστικοί μάς έχουνε πάρει πρέφα και οπωσδήποτε κάποιοι κάποιοι παίρνουνε άγριο μάτι, ε λοιπόν η Λιλά στ᾿ αρχίδια της και στα δικά μου επίσης λες και η λεωφόρος ήταν η έρημος ακριβώς πριν φτάσεις στον παράδεισο εμείς οι δυο εκείνη κι εγώ ολομόναχοι, εκείνη να δείχνει κι εγώ να κοιτάζω.
«Εντάξει είσαι;» με ρωτάει. «Είδες καλά;»
Τσιμουδιά εγώ, ολόκληρος δοσμένος στο κοίταγμα. Ποτέ μου δεν το είχα δει κι απ᾿ ό,τι φαίνεται δε θα το ξαναδώ ποτέ μου. Πάντα τέτοια λέω στον εαυτό μου όταν κάτι μου λάχει, στη χάση και στη φέξη. Κοιτάζω λοιπόν αυτό: τη μηχανούλα του σύμπαντος.
«Κουράστηκα, ξανακάνε εσύ πετάλι».
Κάνουμε αλλαγή, ρίχνει πάλι τη δεξιά της γάμπα απ᾿ την αριστερή πλευρά, τέρμα η οπτασία, ξαναπαίρνει θέση στο σίδερο όπως ήτανε και πριν, η αναπνοή σε φάση ηρεμίας, ξεροβήχει, ωχ και αχ μου κάνει και μετά μου λέει:
«Τη βρήκες;»
«Ας πούμε».
«Λίγο; Πολύ;»
«Πολύ».
«Πιο λίγο απ᾿ ό,τι στην τσουλήθρα ή πιο πολύ;»
«Πιο πολύ», λέω.
«Ποτέ σε κανένα δεν έκανα τέτοιο πράμα, τώρα μου ᾿ρθε. Μα κι εγώ γούσταρα. Θα το ξανακάνω μια μέρα».
Και στο έτσι κατεβάζει πάλι μια ιδέα και μου κάνει:
«Θες να το πιάσεις;»
Μετά το νέο της φλας εγώ πετάλι με το πάσο μου, ότι και καλά το σκέφτομαι. Φτάνουμε στον οικισμό, φαίνεται και το γκαζόν, ή τέλος πάντων ό,τι του ᾿μείνε, σαν πράσινη τσόχα καταξεσχισμένη. Ο τρόπος του πιασίματος, δυσκολεύομαι να… (ατελής πρόταση στο χειρόγραφο)
«Κόψε καμιά βόλτα αν δε βιάζεσαι», μου κάνει με την αναπνοή της στον ώμο μου, «κι ακούμπα με άμα θες. Θ᾿ ανασηκωθώ λιγάκι, αυτό το ᾿χω ξανακάνει, και σε μηχανή απάνω».
Κάνω κύκλους γύρω από τα κτίρια, μα αποφεύγω το δικό μου μη μας δούνε η μάνα μου και οι κολλητοί, τους τσακώνει το μάτι μου κει πέρα μακριά όμως αυτοί δε μας βλέπουνε νομίζω, σηκώνεται όπως και πρώτα βάζει όμως το πόδι της πάνω απ᾿ το δικό μου, αμολάω το αριστερό μου χέρι, το νούμερό μας όλο και τελειοποιείται ελπίζω να φαίνεται καλά η φιγούρα τουλάχιστο, μπας και το δείξουμε στο Μεντράνο στη γιορτή που κλείνει τη σεζόν, και σαλεύει το χέρι μου σαν θηρίο στο κυνήγι μες στη μέση στο χορτάρι κίτρινο και σγουρό, μα αυτή τη φορά δεν παίρνω μάτι, ίσα που αγγίζω τις πάνω τρίχες δεξιά και αριστερά, μόνο που τώρα η Λιλά μου λέει χωρίς πλάκα, μου φαίνεται μάλιστα και στα σοβαρά:
«Ακριβώς στη γούνα είσαι. Μπορείς να πας και παρακάτω, ξέρεις».
Πάω παρακάτω, κατεβαίνω, το έδαφος αρχινίζει τα διπλώματα, τις ρωγμίτσες, αισθάνομαι τη γλωσσίτσα στη μέση, ανατριχιάζει ολόκληρη όταν την αγγίζω, κι εγώ δεν ξέρω αν πρέπει να πάω αριστερά ή δεξιά, κοντοστέκομαι, πιο κάτω μου κάνει πάλι, εδώ ναι εδώ, βάλ᾿ το δάχτυλό σου βάλ᾿ το, αισθάνομαι τη σάρκα να χωρίζεται και ν᾿ ανοίγει, ψιλολυγίζω το δάχτυλό μου και το σπρώχνω, μπαίνει μέσα λες κι έφτιαχνε μόνο του την τρύπα του, σαν νωπός αφρός παντού, νωπός και ζεστούλικος συνάμα, και η Λιλά μου κάνει, με τη φωνή της σπασμένη σάμπως να ήτανε λυπημένη:
«Ναι, ναι, έτσι μπράβο, κόλλα καλά ολόκληρο το δάχτυλό σου στο μάκρος και χώσε μέσα την άκρη, την άκρη μόνο, έτσι, τρίψε λίγο, έτσι μπράβο, μου το παίζεις πούστη ρε πούστη».
Κάνω ό,τι μου λέει με το νι και με το σίγμα, όλα της συνοικίας τα παράθυρα έχουνε μάτια για μας σκέφτομαι, κι απ᾿ την άλλη ποτέ δεν την ξαναβρήκα τόσο πολύ, τα λέω στον εαυτό μου εδώ στην ξεκοιλιασμένη μου τραπεζαρία όταν τα γράφω, ότι κάθεσαι και σπαζοκεφαλιάζεις για να ξαναβρούνε οι λέξεις έστω το χιλιοστό απ᾿ όσα ένιωσες μια τέτοια στιγμή, για πέταμα τσερβέλο και χέρι μαζί, γιατί τι τα κάνεις τα όνειρα που κατεβάζεις, όσα σου περνάνε απ᾿ το μυαλό με χίλια, φωνή μαλλιά κοφτές ανάσες της, κατεβάζεις και σκέψεις που δεν τις ξέρεις καν, μυστήριο πράμα κι αυτό, εικόνες που σου ᾿ρχονται από πού δεν ξέρεις μα είναι σκέτη ικανοποίηση, ευτυχία περαστική και μόνο που πρέπει να την αρπάξεις σαν πουλί στον αέρα, τόσο εύκολο μα κι ακόμα πιο δύσκολο, δε βαστάει καθόλου και μετά θέλεις ώρες και ώρες για να τα ξαναθυμηθείς και πόνο πολύ, απόδειξη που τώρα στο γραφείο μου κατεδάφισης το ᾿να πρόχειρο μετά το άλλο, μουντζουρώνω και φτου κι απ᾿ την αρχή και να πεις ότι βγάζω άκρη.
Το μόνο που μπορώ να πω με άνεση κάπως, η πλάκα της όλης ιστορίας, είναι ότι το ποδήλατο έκοβε φόρα, μιας και δεν έκανα πετάλι, και η Λιλά που δεν τα ᾿χε παντελώς χαμένα, μου λέει το νου σου θα φάμε τα μούτρα μας. Βγάζει το πόδι της, ξαναστρογγυλοκάθεται στο σίδερο, οπότε τραβάω κι εγώ το χέρι μου, ξαναβαράω τέσσερις πέντε πεταλιές και της κάνω:
«Είσαι για μια ακόμα βόλτα;»
«Μπα, γουστάρεις;»
«Εσύ;» της κάνω.
«Μου ψιλοπιάστηκε ο κώλος», μου απαντάει, «αλλά πάμε».
Αφήνω το αριστερό μου χέρι και προσπαθώ να το ξαναχώσω στα καλά λημέρια, μα τώρα η Λιλά γυρνάει και με κοιτάζει, σηκώνει τα μάτια της πώς να τα πω αλλιώς μόνο μάτια αγγέλου, μάτια ουράνιου πρωινού, και με ρωτάει στο έτσι:
«Καυλώνεις;»
Σαν να με ρωτούσε: βρέχει, διψάς, θες μισή τσίχλα;
Πάντα ο εαυτός της, έτσι στα ίσα.
Εγώ σηκώνω λίγο τους ώμους μου, όπως λέει ο Πτι Μωρίς με τις γκόμενες και τους γκόμενους μην τα ξερνάς όλα, προσέχω μην της απαντήσω ανοιχτά, λες και η ερώτηση και η θεία της μαζί, με κομπλάρει τόσο που στο κάτω κάτω τι να της πω δε θα ᾿ξέρα… (κείμενο ασαφές, πολύ μουντζουρωμένο, μεταγραμμένο εδώ λέξη προς λέξη.)
Μου το ξαναλέει διαφορετικά:
«Δεν καυλώνεις;»
Και πάλι πιστεύω καλύτερα να μην απαντήσω. Οπότε αυτή αφήνει τ᾿ αριστερό της χέρι, το φέρνει πίσω απ᾿ την πλάτη της, τα μάτια της υπερουράνια πάντα καρφωμένα στα δικά μου, και μάνι μάνι μου πιάνει τον πούτσο πάνω απ᾿ το τζην μου, κατά πάνω του χωρίς να λαθέψει, ο πούτσος μου ντούρος σαν την αμαρτία όπως καταλαβαίνεις, ντούρος και δυστυχισμένος στη χοντροπάνινη φυλακή του, και μου λέει με το χέρι στο φούσκωμα:
«Έλεγα κι εγώ».
Χαμογελάει όπως μόνο εκείνη ξέρει.
Μου πιάνει το κεφαλάκι με τέσσερα δάχτυλα, όπως για να βιδώσεις κάτι, και νά σου που με χαϊδεύει, φευγάτοι για μια άλλη γύρα στη γειτονιά, λες και θέλει να μου το ακονίσει, να μου το λεπτύνει, και έπειτα ξάφνου μου λέει:
«Θα υποφέρει εκεί μέσα. Δε θες να σ᾿ τη βγάλω;»
Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή του κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί, ότι ίσως αυτό είναι και το χαμένο αίσθημα που ψάχνουνε οι γυμνιστές του Βορρά το καλοκαίρι στα μέρη μας, αλλά σε κάμπινγκ οι φουκαράδες σαν όλους τους άλλους, με συρματοπλέγματα, που λίγο ακόμα και θα τους στείλεις ανθρωπιστική βοήθεια.
«Θες;» μου ξανακάνει.
«Τι;»
«Να σ᾿ τη βγάλω».
«Δε γίνεται εδώ», της κάνω.
«Πας στοίχημα;»
«Όχι».
«Σήκω λίγο πάνω στα πετάλια και θα δεις».
Κάνω κράτει στ᾿ όνομα ποιανού πράγματος δεν ξέρω, από χαρακτήρα δε μου τρέχει το αντριλίκι απ᾿ τα μπατζάκια, δεν πουλάω μούρη, δεν είμαι από τους τύπους να κατουράνε στο δρόμο ακόμα κι αν επείγει.
«Δε θα τα καταφέρεις», της κάνω.
«Καλάαα».
«Το τζην μου είναι τσίτα».
«Μη μου πεις, ρε, κωλώνεις;»
Πάντα πιάνει αυτό το επιχείρημα. Και μου ορκίζεται ψιθυριστά ότι θα κολλήσει πάνω μου, ότι θα με κρύψει με το σηκωμένο της φουστάνι, κανείς δε θα πάρει πρέφα κι ας είναι μέρα μεσημέρι.
Παίρνω πάλι φόρα στην ευθεία, αυτή μπροστά στο τετράγωνό της, και σηκώνομαι πάνω στα πετάλια όπως μου λέει. Επιδέξια στο πι και φι μου κατεβάζει το φερμουάρ, το λευκό χεράκι της χώνεται σαν πέντε χέλια, πεθαίνω απ᾿ την καύλα, δεν είναι και τόσο εύκολο να βάλει στην μπάντα το σλιπ, μου ψιλοπονάει τα δίδυμα μαραφέτια και εντέλει αυτό είναι, το χέρι της μου αρπάζει γλυκά το καυλί, ποτέ στη ζωή μου τέτοιο πράμα, το καυλί μου που ήτανε ζουπηγμένο ξεδιπλώνεται από μόνο του, καλημέρα αεράκι, σίγουρα τίποτ᾿ άλλο δε ζητούσε, να το φροντίσει κάποιος, σαν ένα άλιεν που ξεπηδάει απ᾿ ανθρώπινο σώμα, ούτε που το αναγνωρίζω, δικό μου αυτό δεν είναι, είναι κρέας που σαλεύει, ορμή ζωή ξέσπασμα, ολόκληρο μια απαίτηση.
Η Λιλά μου λέει:
«Βλέπεις, το ᾿ θελε».
Τότε με τα πέντε της καλαμάκια αρχινίζει να μου το χαϊδεύει σαν απίστευτο μου φαίνεται, πάει, έρχεται, κρυφοκοιτάζει,. και το χαμόγελό της πάνω απ᾿ τον ώμο, φτιάχνει κύκλο με τα δάχτυλά της, σαν κρεάτινο δαχτυλίδι, και μου τραβάει μαλακία μου τραβάει, μάλιστα κάποια στιγμή τραβάει το χέρι της και βάζει τα δάχτυλα στο στόμα για να βάλει πιο πολλή υγρασία. Με ρωτάει αν τη βρίσκω, δεν είμαι σε θέση να της πω το αντίθετο, τσιμουδιά, μα άλλωστε πώς θα μιλούσα.
Κάπου στη διαδρομή παίρνει το μάτι μου τον Κογκολέζο του Γ, ο ψηλός μια ζωή με γυαλί ηλίου, έρχεται αντίθετα με τα πατίνια του, έτσι βολτάρει το γατί του, μια ώρα κάθε μέρα, έχει το δεξί του χέρι απλωμένο μπροστά του με τον αγκώνα διπλωμένο κι έναν ιμάντα να το στηρίζει, το ζωντανό αραγμένο πάνω ήρεμα τα μάτια κλειστά. Περνάνε σφεντόνα και χωρίς να παρατηρήσουνε τίποτα, ο Κογκολέζος βλέπει τον κόσμο μόνο με τα μάτια του ζωντανού του κι όταν το βγάζει βόλτα του μιλάει και του σιγοτραγουδάει στα μπαμπάρικα.
Ξανασφίγγει το χέρι της και μου λέει:
«Θα ᾿ θελα να σου πάρω πίπα αλλά ποδηλάτα δε γίνεται».
Λες και ξέρει για τι μιλάει.
Και λέει πάλι με χαμηλή χαμηλή φωνή:
«Μπορείς να χύσεις, δεν απαγορεύεται. Να σε κάνω να τελειώσεις, εντάξει;»
Και μετά, κάπως καθυστερημένα:
«Έχε το νου σου και στην ισορροπία, όσο να ᾿ ναι». Ανεβάζει το ρυθμό ομαλά, μόνο με τρία δάχτυλα τώρα. Λίγο πιο χαμηλά απ᾿ το στομάχι μου ᾿ρχεται ένα κενό και μετά από λίγο έκρηξη, εκατό μέτρα πιο κάτω από το μπαρ Καμπάνα μου σκάει σαν αυγό περιστεριού στο παρμπρίζ, αδειάζω από ηδονή στο χέρι της μέσα που το ξανάκλεισε στο πουτσοκέφαλο επάνω, με βοηθάει ακόμα φεύγω ολόκληρος, δεν είμαι πουθενά, ηδονή και ευτυχία ένα τ᾿ άλλο, η φωνή της μακρινή που ξαναμιλάει για ισορροπίες και ποδήλατα, λένε ότι σε κάτι τέτοιες στιγμές η καρδιά χάνει ένα δυο χτύπους, όπως και όταν φταρνίζεσαι, εγώ πιο πολλούς θα ᾿χασα αφού κι έκλεισα τα μάτια μου, νιώθω που με το χέρι της η Λιλά με ψιλοτσιγκλάει λίγο ακόμα να μ᾿ αδειάσει καλά, έπειτα τινάζει το χέρι της για να της πέσει η πρώτη ύλη, με κοιτάζει με χαρά γλείφει ό,τι της μένει στα δάχτυλα απ᾿ την κολλημένη μου αφρόκρεμα, με κοιτάζει πίσω απ᾿ τα μαλλιά της δεν ξέρω αν κοροϊδεύει, γλείφει το ένα δάχτυλο μετά το άλλο λαίμαργη και μετά με ρωτάει αν φχαριστήθηκα, της κάνω ναι.
«Θα σ᾿ την ξαναβάλω μέσα», λέει.
Τη στιγμή εκείνη ξανακλείνει το φερμουάρ δίνει και μια φαπίτσα με τις ρώγες των δαχτύλων στην πούτσα μου πάνω σκληρή σκληρή ακόμα και που δύσκολα λυγίζει, και έπειτα η Λιλά λέει:
«Το πήρες είδηση πως φτάσαμε στο τετράγωνό σου; Εγώ θα κατέβαινα».
Φαντάσου είχα ξεχάσει ότι ήμουνα πάνω στον πλανήτη και μέσα σ᾿ όλα έχω και την αναπνοή ταραγμένη. Σταματάω μαλακά το δίκυκλο, πηδηχτούλα εκείνη κατεβαίνει, κατεβαίνω κι εγώ, παίρνω τις σακούλες μου και της δίνω το όχημα. Η ιδέα και μόνο ότι θα ᾿πρεπε να της πω κάτι αλλά τι δεν ξέρω μου τη δίνει, μετά που μένω μόνος μου, μού ᾿ρχονται όλα, στη βράση απάνω στέκομαι συχνά λες και μου το ᾿χουνε ράψει, να ᾿χουν έρθει τα πάνω κάτω κι εσύ να νιώθεις ότι είσαι και μαλάκας σαν νεκρός. Άνετη όπως πάντα η Λιλά, θα ᾿λεγα ακόμα χαμογελαστή και χαριτωμένη, αρπάζει το αντρικό ποδήλατο, βάζει το αριστερό της πόδι πάνω στο αριστερό πετάλι και σπρώχνει με το δεξί της πόδι χάμω, το μαραφέτι τσουλάει, μετά μεμιάς τινάζει τη δεξιά της γάμπα στα ύψη για να καβαλήσει τη σέλα κι εκεί βέβαια έχω και το τελευταίο φλας, άντε τώρα να μάθεις αν ήτανε επίτηδες ή όχι, μουνάκι γυμνό, γλυκιά τομή ξανθορόζ, ίσα να προλάβω μια αναπνοή, θαμπωμένος εγώ, μυστικό τελευταίο, και στα μόρτικα τ᾿ ακουμπάει στην προεξοχή της σέλας ξαναπέφτει το φουστάνι κι αμέσως αρχινίζει να τραβάει πετάλι. Μα οι γαμπίτσες της δε φτάνουν για το ποδήλατο ή μήπως η σέλα παραείναι ψηλή, οπότε κι εκείνη ξανακάνει την μπαλαρίνα, πεντάλευκα παπούτσια, μου πετάει κι ένα τσάο πάνω απ᾿ τον ώμο και στο καλό.
Την κάνει κι εγώ σύξυλος με τις σακούλες μου και κάτι από μένανε λειψό, που πήρε στο χέρι της και το πέταξε.
«Πας σπίτι;»
Της κάνω ναι πάω σπίτι.
«Και πώς πας σπίτι;»
«Κολυμπώντας», της κάνω σοβαρά.
Λες και δεν το ξέρει πως πάω σπίτι ποδαράτα, σάμπως έχω και τίποτ᾿ άλλο.
«Αν τραβάς πετάλι», μου λέει και δείχνει το ποδήλατο, «ανεβαίνω εγώ στο σίδερο και πάμε σπίτι δικάβαλο».
«Και οι σακούλες;»
«Μια στη μπαγκαζιέρα κι οι άλλες δυο στο τιμόνι. Θα τα βρούμε τώρα. Είσαι;»
Φως φανάρι ότι μου ᾿φεξε. Πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα μέχρι τη γειτονιά, και να πεις ότι δεν είχα ευκαιρίες να μετρήσω την απόσταση, με ήλιο και βροχή.
Κι ας μην κάνω τον Κινέζο ψιλογουστάρω να᾿ μαι μαζί της.
Κάνουμε όπως είπε με τις σακούλες Κόντινεντ, μια σε κάθε άκρη στο τιμόνι, θέμα ισορροπίας, η άλλη πίσω καλοδεμένη. Καλοπαλουκώνομαι στη σέλα και χοπ πηδηματάκι χαριτωμένο νά την καθισμένη πλαγιαστά στο σίδερο και κάνει άντε σπρώξε. Παίρνω φόρα, το ποδήλατο τρεμουλιάζει κάργα στο ξεκίνημα, η Λιλά φωνάζει ωχ φοβάμαι φοβάμαι αλλά σπάει άγρια πλάκα, ρίχνω βάρος όσο μπορώ άντε Σιμό κάνει πάλι, ζόρικα ζιγκ ζαγκ στο πάρκινγκ τόσο που μια κυρά μάς φωνάζει μα το Θεό είμαστε για δέσιμο, με τα πολλά βρίσκω το ρυθμό μου και βουρ για την εθνική και μετά τη λεωφόρο Εμίλ Ζολά.
Γραπώνεται στο τιμόνι με τα δυο της χέρια, τα μαλλιά της κάτω απ᾿ τη μύτη μου, δεν τα ᾿ χω δει ποτέ από τόσο κοντά, λεπτά όσο δε λέγεται, σαν τα μαλαμόχορτα στα μαγικά παραμύθια, μου σιγοτραγουδάω λόγια τέτοια, έχει ένα χρυσοσύννεφο στο κεφάλι, το ανασαίνω, μαζεύεται και ξεμαζεύεται κάθε φορά κι αλλιώς, ρίχνω μια ματιά στο δρόμο και τ᾿ αυτοκίνητα πάνω απ᾿ αυτόν τον παραμυθένιο αφρό και κάποιες στιγμές πιο κάτω, όταν ψιλοκουνιέται, ή στις στροφές, βλέπω τότε τις γούβες των ώμων της και τη λαιμόκοψη στο φουστάνι της και μέσα εκεί δυο αυγά ακουμπισμένα το ᾿να δίπλα στ᾿ άλλο να ψιλοτρέμουν χωρίς να σπάνε όμως, δε βλέπεις τίποτα να τα βαστάει, όμορφα σαν την ομορφιά, τόσο απαλά που φαίνεται και με το μάτι, αν ήμουνα έντομο ανάμεσα σ᾿ αυτά τα δυο θα ᾿ θελα να πεθάνω.
Να πει κανείς πως ξέρει τι μου δείχνει, σαφώς και επιβάλλεται, ξέρει και καλοξέρει. Πώς το ξέρει δεν μπορώ να πω, γυναικείο στοιχείο αυτό, αλλά το ξέρει, εξάλλου τα κορίτσια συνέχεια θέλουν να τα δείχνουν προπάντων όταν έχουν το χάλι τους, σου ᾿ρχονται η φούστα μέχρι τον κώλο, μποτάκια με κορδόνια και μετά ψάχνονται γιατί τις βιάζουνε στα υπόγεια.
Ώρες ώρες οι σκέψεις λένε μιλάνε μεταξύ τους πλάκα έχει. Απ᾿ τ᾿ αυγά περνάω κάτω στα μπούτια κι απ᾿ τα μπούτια στο μουνάκι της κι εκείνη τη στιγμή λες και είμαι ανοιχτό βιβλίο με ρωτάει:
«Θυμάσαι που σ᾿ το ᾿δειξα;»
«Τι πράγμα;»
«Ρε συ, ξέρεις. Δε θυμάσαι στην τσουλήθρα;»
Στήνει προφίλ και στο έτσι μου πετάει τα δικά της στον αέρα του δρόμου.
«Το σκέφτεσαι καμιά φορά;»
«Ναι, το σκέφτομαι», κάνω.
«Το σκέφτεσαι συχνά;»
«Ανάλογα».
«Μια φορά τη μέρα ή παραπάνω;»
«Μια φορά τη μέρα στο περίπου».
Τώρα ρίχνει εντελώς πίσω το κεφάλι για να με κοιτάξει ίσια στα μάτια, το κεφάλι της ακουμπάει στο δεξί μου χέρι, τη βλέπω σχεδόν ανάποδα και μου κάνει:
«Γουστάρεις να το ξαναδείς; Λέγε».
«Ε...» κάνω.
«Ε, τι;»
«Αν θες».
«Δε μου πέφτει λόγος. Για να σε ρωτάω, πάει να πει πως γουστάρω. Εσύ, ρε, θα᾿ θελες να το ξαναδείς;»
«Ναι».
«Πότε;»
«Δεν ξέρω πότε».
«Εδώ και τώρα;»
Δεν πολυπιάνω τι θέλει να πει, αν εννοεί εδώ πάνω στο δίκυκλο ή ξέρω ᾿γώ πού αλλού. Άχνα εγώ.
Εκείνη το χαβά της με τη φωνή της μισοκλεμμένη απ᾿ τον αέρα.
Και νά τι μου λέει:
«Αυτή τη στιγμή το έχω πλαγιαστά στο χοντρό σίδερο».
Πόσο θα ᾿θελα να σταματήσει εδώ να μην πάει παραπέρα γιατί εγώ που είμαι μάλλον ντροπαλός κάπως μου ᾿ρχεται έτσι στη μέση του δρόμου, φοβάμαι γι᾿ αυτά που θα πει και τότε τη ρωτάω:
«Το ποδήλατο ποιανού είναι;»
«Ενός φίλου», μου απαντάει. «Μου το δανείζει».
«Ποιανού φίλου;» της λέω.
Μοιάζει να μην άκουσε, συνεχίζει γυρνώντας όλη την ώρα το κεφάλι.
«Όταν κάθισα κανόνισα ν᾿ ακουμπήσω το γλωσσιδάκι μου ίσα πάνω στο σίδερο, τη βρίσκω σε κάθε τρανταγματάκι, να φανταστείς πώς είναι, λες και μ᾿ αγγίζει ο δρόμος». (Εδώ δυο τρεις λέξεις που δεν ακούω και μετά:) «Οι άντρες δε χαμπαριάζουν από τέτοια, από κινήσεις της φύσης, αλλά σε μια γυναίκα αλλάζει το πράμα, αυτή πάει αντάμα με τον ουρανό, η περίοδος και τα ρέστα, μικρός πλανήτης με τα όλα του».
Στο παραμικρό ταρακούνημα κάνει χμμμ χμμμ με τα μάτια κλειστά.
Προσπαθώ να το πηγαίνω στα ομαλά γιατί μου τη δίνει.
«Κι αν σκεφτείς αυτό το χοντρό μαραφέτι από κάτω μου, δε σου λέω τίποτα».
Εγώ επίτηδες το βουλώνω. Εδώ που τα λέμε ούτε που την ξέρω, ίσα ίσα δεύτερη φορά που είμαστε στο σούξου μούξου μανταλάκια μόνοι μας.
Και πάλι:
«Μπορώ και να σου το δείξω, ξέρεις. Χωρίς ούτε να σταματήσεις. Δε μ᾿ έχεις ικανή;»
Μιλιά εγώ.
«Πάρε λίγη φόρα», μου κάνει, «και μετά άσ᾿ τα πετάλια, θα σου δείξω».
Κάνω όπως μου λέει, φουλάρω ταχύτητα, η λεωφόρος Εμίλ Ζολά κατηφορίζει σ᾿ αυτό το ύψος, μετά αφήνω τα πόδια μου. Ακουμπάει τότε ένα πόδι της πάνω στο δικό μου, μ᾿ ένα χέρι κρατιέται απ᾿ το τιμόνι, ίδια του τσίρκου ακροβάτισσα, το δίκυκλο γέρνει αλλά το κρατάω εγώ γερά, έννοια σου τσουλάει, εκείνη σηκώνεται πατώντας στο πόδι μου, με το άλλο της χέρι ανεβάζει το φουστάνι της και μου λέει:
«Κοίτα».
Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, πρέπει να ᾿σαι ντιπ ζωντόβολο για να πεις όχι, και το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω εδώ σου λέω από κάτω, που αν ήτανε εδώ και τώρα τοπίο, θα σου ήτανε δασάκι καλοκαιρινό που χάνεται σε λόφο στα χαμηλά, ή ακόμα χούφτα από ξανθωπά φυλλαράκια που θα βουτούσανε σ᾿ ένα ρέμα, σωστή σπαζοκεφαλιά να το πω, τα μόνα ρεματάκια που είδα ποτέ μου ήτανε στην τιβί, εδώ, βλέπεις, τα μπαζώσανε, είναι κατιτί που δε βλέπεις μα το μαντεύεις, την τούφα τη θαμνάδα μ᾿ άλλα λόγια, τέτοια ρε που απίθανο να φανταστείς ποτέ την άνετη κοκκινοχαραμάδα πιο χαμηλά που τη φοβάσαι και λίγο, που την πήρε το μάτι μου στην τσουλήθρα, που εξάλλου την είχα δει και σ᾿ άλλες στα γρήγορα άντε βάλε τρεις τέσσερις φορές πριν, αλλά ποτέ μα ποτέ σε χρώματα ανοιχτά. Από πάνω, ζήτημα αν δεις τίποτα πέρα από αθώες τριχίτσες, λόγο ν᾿ ανησυχείς δεν έχεις, ούτε γκρεμός ούτε απειλή για την ώρα.
Αφήνει το φουστάνι της να ξαναπέσει και μου λέει:
«Σ᾿ άρεσε κι έτσι;»
«Ας πούμε», της κάνω, «καλούτσικο».
«Σ᾿ άρεσε πιο πολύ στην τσουλήθρα;»
«Άσχετο».
«Μπορώ να σου δείξω και κάτι άλλο», λέει.
«Σαν τι δηλαδή;»
«Άσε μου τα πετάλια και θα δεις. Μιλάμε γι᾿ άλλα κόλπα».
Μια και δεν καταλαβαίνω, μου λέει να κρατάω καλά το δίκυκλο, μετά στρίβει σαν καλάμι πάνω στο σίδερο, πετάει το δεξί της πόδι στη δεξιά μεριά, τα χέρια καλογραπωμένα στο τιμόνι, αμολάω τα πετάλια, τ᾿ αρπάζει και δώσ᾿ του να σπρώχνει για να ξαναπάρει φόρα το μαραφέτι, εδώ σας λέω μπροστά μου, κάνει όλη τη δουλειά λαχανιάζοντας λιγουλάκι, και την ακούω να μου λέει ανάμεσα σε δυο αναπνοές:
«Σήκωσε λίγο το φουστάνι μου και χάζευε».
Ψιλοδιστάζω πάντα όταν μου κατεβάζει μια ιδέα, αλλά μήπως δεν ξέρω ότι στο φινάλε θα το κάνω, οπότε με το ένα χέρι το σηκώνω το περίφημο φουστάνι, με τ᾿ άλλο κρατιέμαι απ᾿ τη βάση της σέλας και βλέπω αυτό που δεν είδαν ποτέ τα μάτια μου, κώλο κοπελιάς επί το έργον, τα μπούτια εν δράσει, το μουνάκι στη μέση να τραβιέται από τη μια απ᾿ την άλλη κι όμως να μένει κάπως κλειστό, ακόμα και προφυλαγμένο, και ακριβώς από πάνω του κώλου το αστέρι, να κουνιέται αναγκαστικά κι αυτό, τόσο έντονα μάλιστα που του ξεφεύγει μια κλανίτσα, σπάει πλάκα η Λιλά παρά το ζόρι που τραβάει και μετά νά τι μου λέει:
«Γείρε πίσω, θα δεις καλύτερα».
Πριν ακόμα το κάνω το ξέρω, έχει δίκιο, πράγματι αν τραβήξω πίσω την πλάτη μου με τα πόδια πολυτεντωμένα για την ισορροπία βλέπω στη σκιά του φουστανιού το όλο θέαμα να τραβάει πετάλι, μπούτια και σία, μ᾿ αυτά τα πώς να τα πω μουνόχειλα κλειστά να κρεμάνε λίγο, πιο φαρδιά απ᾿ ό,τι θα μπορούσες να φανταστείς απ᾿ την από μπρος μεριά, νά εδώ στη μέση, κάντρο στου μυστηρίου την πύλη χρώμα αγριοφραουλί.
Το αν οι περαστικοί μάς έχουνε πάρει πρέφα και οπωσδήποτε κάποιοι κάποιοι παίρνουνε άγριο μάτι, ε λοιπόν η Λιλά στ᾿ αρχίδια της και στα δικά μου επίσης λες και η λεωφόρος ήταν η έρημος ακριβώς πριν φτάσεις στον παράδεισο εμείς οι δυο εκείνη κι εγώ ολομόναχοι, εκείνη να δείχνει κι εγώ να κοιτάζω.
«Εντάξει είσαι;» με ρωτάει. «Είδες καλά;»
Τσιμουδιά εγώ, ολόκληρος δοσμένος στο κοίταγμα. Ποτέ μου δεν το είχα δει κι απ᾿ ό,τι φαίνεται δε θα το ξαναδώ ποτέ μου. Πάντα τέτοια λέω στον εαυτό μου όταν κάτι μου λάχει, στη χάση και στη φέξη. Κοιτάζω λοιπόν αυτό: τη μηχανούλα του σύμπαντος.
«Κουράστηκα, ξανακάνε εσύ πετάλι».
Κάνουμε αλλαγή, ρίχνει πάλι τη δεξιά της γάμπα απ᾿ την αριστερή πλευρά, τέρμα η οπτασία, ξαναπαίρνει θέση στο σίδερο όπως ήτανε και πριν, η αναπνοή σε φάση ηρεμίας, ξεροβήχει, ωχ και αχ μου κάνει και μετά μου λέει:
«Τη βρήκες;»
«Ας πούμε».
«Λίγο; Πολύ;»
«Πολύ».
«Πιο λίγο απ᾿ ό,τι στην τσουλήθρα ή πιο πολύ;»
«Πιο πολύ», λέω.
«Ποτέ σε κανένα δεν έκανα τέτοιο πράμα, τώρα μου ᾿ρθε. Μα κι εγώ γούσταρα. Θα το ξανακάνω μια μέρα».
Και στο έτσι κατεβάζει πάλι μια ιδέα και μου κάνει:
«Θες να το πιάσεις;»
Μετά το νέο της φλας εγώ πετάλι με το πάσο μου, ότι και καλά το σκέφτομαι. Φτάνουμε στον οικισμό, φαίνεται και το γκαζόν, ή τέλος πάντων ό,τι του ᾿μείνε, σαν πράσινη τσόχα καταξεσχισμένη. Ο τρόπος του πιασίματος, δυσκολεύομαι να… (ατελής πρόταση στο χειρόγραφο)
«Κόψε καμιά βόλτα αν δε βιάζεσαι», μου κάνει με την αναπνοή της στον ώμο μου, «κι ακούμπα με άμα θες. Θ᾿ ανασηκωθώ λιγάκι, αυτό το ᾿χω ξανακάνει, και σε μηχανή απάνω».
Κάνω κύκλους γύρω από τα κτίρια, μα αποφεύγω το δικό μου μη μας δούνε η μάνα μου και οι κολλητοί, τους τσακώνει το μάτι μου κει πέρα μακριά όμως αυτοί δε μας βλέπουνε νομίζω, σηκώνεται όπως και πρώτα βάζει όμως το πόδι της πάνω απ᾿ το δικό μου, αμολάω το αριστερό μου χέρι, το νούμερό μας όλο και τελειοποιείται ελπίζω να φαίνεται καλά η φιγούρα τουλάχιστο, μπας και το δείξουμε στο Μεντράνο στη γιορτή που κλείνει τη σεζόν, και σαλεύει το χέρι μου σαν θηρίο στο κυνήγι μες στη μέση στο χορτάρι κίτρινο και σγουρό, μα αυτή τη φορά δεν παίρνω μάτι, ίσα που αγγίζω τις πάνω τρίχες δεξιά και αριστερά, μόνο που τώρα η Λιλά μου λέει χωρίς πλάκα, μου φαίνεται μάλιστα και στα σοβαρά:
«Ακριβώς στη γούνα είσαι. Μπορείς να πας και παρακάτω, ξέρεις».
Πάω παρακάτω, κατεβαίνω, το έδαφος αρχινίζει τα διπλώματα, τις ρωγμίτσες, αισθάνομαι τη γλωσσίτσα στη μέση, ανατριχιάζει ολόκληρη όταν την αγγίζω, κι εγώ δεν ξέρω αν πρέπει να πάω αριστερά ή δεξιά, κοντοστέκομαι, πιο κάτω μου κάνει πάλι, εδώ ναι εδώ, βάλ᾿ το δάχτυλό σου βάλ᾿ το, αισθάνομαι τη σάρκα να χωρίζεται και ν᾿ ανοίγει, ψιλολυγίζω το δάχτυλό μου και το σπρώχνω, μπαίνει μέσα λες κι έφτιαχνε μόνο του την τρύπα του, σαν νωπός αφρός παντού, νωπός και ζεστούλικος συνάμα, και η Λιλά μου κάνει, με τη φωνή της σπασμένη σάμπως να ήτανε λυπημένη:
«Ναι, ναι, έτσι μπράβο, κόλλα καλά ολόκληρο το δάχτυλό σου στο μάκρος και χώσε μέσα την άκρη, την άκρη μόνο, έτσι, τρίψε λίγο, έτσι μπράβο, μου το παίζεις πούστη ρε πούστη».
Κάνω ό,τι μου λέει με το νι και με το σίγμα, όλα της συνοικίας τα παράθυρα έχουνε μάτια για μας σκέφτομαι, κι απ᾿ την άλλη ποτέ δεν την ξαναβρήκα τόσο πολύ, τα λέω στον εαυτό μου εδώ στην ξεκοιλιασμένη μου τραπεζαρία όταν τα γράφω, ότι κάθεσαι και σπαζοκεφαλιάζεις για να ξαναβρούνε οι λέξεις έστω το χιλιοστό απ᾿ όσα ένιωσες μια τέτοια στιγμή, για πέταμα τσερβέλο και χέρι μαζί, γιατί τι τα κάνεις τα όνειρα που κατεβάζεις, όσα σου περνάνε απ᾿ το μυαλό με χίλια, φωνή μαλλιά κοφτές ανάσες της, κατεβάζεις και σκέψεις που δεν τις ξέρεις καν, μυστήριο πράμα κι αυτό, εικόνες που σου ᾿ρχονται από πού δεν ξέρεις μα είναι σκέτη ικανοποίηση, ευτυχία περαστική και μόνο που πρέπει να την αρπάξεις σαν πουλί στον αέρα, τόσο εύκολο μα κι ακόμα πιο δύσκολο, δε βαστάει καθόλου και μετά θέλεις ώρες και ώρες για να τα ξαναθυμηθείς και πόνο πολύ, απόδειξη που τώρα στο γραφείο μου κατεδάφισης το ᾿να πρόχειρο μετά το άλλο, μουντζουρώνω και φτου κι απ᾿ την αρχή και να πεις ότι βγάζω άκρη.
Το μόνο που μπορώ να πω με άνεση κάπως, η πλάκα της όλης ιστορίας, είναι ότι το ποδήλατο έκοβε φόρα, μιας και δεν έκανα πετάλι, και η Λιλά που δεν τα ᾿χε παντελώς χαμένα, μου λέει το νου σου θα φάμε τα μούτρα μας. Βγάζει το πόδι της, ξαναστρογγυλοκάθεται στο σίδερο, οπότε τραβάω κι εγώ το χέρι μου, ξαναβαράω τέσσερις πέντε πεταλιές και της κάνω:
«Είσαι για μια ακόμα βόλτα;»
«Μπα, γουστάρεις;»
«Εσύ;» της κάνω.
«Μου ψιλοπιάστηκε ο κώλος», μου απαντάει, «αλλά πάμε».
Αφήνω το αριστερό μου χέρι και προσπαθώ να το ξαναχώσω στα καλά λημέρια, μα τώρα η Λιλά γυρνάει και με κοιτάζει, σηκώνει τα μάτια της πώς να τα πω αλλιώς μόνο μάτια αγγέλου, μάτια ουράνιου πρωινού, και με ρωτάει στο έτσι:
«Καυλώνεις;»
Σαν να με ρωτούσε: βρέχει, διψάς, θες μισή τσίχλα;
Πάντα ο εαυτός της, έτσι στα ίσα.
Εγώ σηκώνω λίγο τους ώμους μου, όπως λέει ο Πτι Μωρίς με τις γκόμενες και τους γκόμενους μην τα ξερνάς όλα, προσέχω μην της απαντήσω ανοιχτά, λες και η ερώτηση και η θεία της μαζί, με κομπλάρει τόσο που στο κάτω κάτω τι να της πω δε θα ᾿ξέρα… (κείμενο ασαφές, πολύ μουντζουρωμένο, μεταγραμμένο εδώ λέξη προς λέξη.)
Μου το ξαναλέει διαφορετικά:
«Δεν καυλώνεις;»
Και πάλι πιστεύω καλύτερα να μην απαντήσω. Οπότε αυτή αφήνει τ᾿ αριστερό της χέρι, το φέρνει πίσω απ᾿ την πλάτη της, τα μάτια της υπερουράνια πάντα καρφωμένα στα δικά μου, και μάνι μάνι μου πιάνει τον πούτσο πάνω απ᾿ το τζην μου, κατά πάνω του χωρίς να λαθέψει, ο πούτσος μου ντούρος σαν την αμαρτία όπως καταλαβαίνεις, ντούρος και δυστυχισμένος στη χοντροπάνινη φυλακή του, και μου λέει με το χέρι στο φούσκωμα:
«Έλεγα κι εγώ».
Χαμογελάει όπως μόνο εκείνη ξέρει.
Μου πιάνει το κεφαλάκι με τέσσερα δάχτυλα, όπως για να βιδώσεις κάτι, και νά σου που με χαϊδεύει, φευγάτοι για μια άλλη γύρα στη γειτονιά, λες και θέλει να μου το ακονίσει, να μου το λεπτύνει, και έπειτα ξάφνου μου λέει:
«Θα υποφέρει εκεί μέσα. Δε θες να σ᾿ τη βγάλω;»
Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή του κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί, ότι ίσως αυτό είναι και το χαμένο αίσθημα που ψάχνουνε οι γυμνιστές του Βορρά το καλοκαίρι στα μέρη μας, αλλά σε κάμπινγκ οι φουκαράδες σαν όλους τους άλλους, με συρματοπλέγματα, που λίγο ακόμα και θα τους στείλεις ανθρωπιστική βοήθεια.
«Θες;» μου ξανακάνει.
«Τι;»
«Να σ᾿ τη βγάλω».
«Δε γίνεται εδώ», της κάνω.
«Πας στοίχημα;»
«Όχι».
«Σήκω λίγο πάνω στα πετάλια και θα δεις».
Κάνω κράτει στ᾿ όνομα ποιανού πράγματος δεν ξέρω, από χαρακτήρα δε μου τρέχει το αντριλίκι απ᾿ τα μπατζάκια, δεν πουλάω μούρη, δεν είμαι από τους τύπους να κατουράνε στο δρόμο ακόμα κι αν επείγει.
«Δε θα τα καταφέρεις», της κάνω.
«Καλάαα».
«Το τζην μου είναι τσίτα».
«Μη μου πεις, ρε, κωλώνεις;»
Πάντα πιάνει αυτό το επιχείρημα. Και μου ορκίζεται ψιθυριστά ότι θα κολλήσει πάνω μου, ότι θα με κρύψει με το σηκωμένο της φουστάνι, κανείς δε θα πάρει πρέφα κι ας είναι μέρα μεσημέρι.
Παίρνω πάλι φόρα στην ευθεία, αυτή μπροστά στο τετράγωνό της, και σηκώνομαι πάνω στα πετάλια όπως μου λέει. Επιδέξια στο πι και φι μου κατεβάζει το φερμουάρ, το λευκό χεράκι της χώνεται σαν πέντε χέλια, πεθαίνω απ᾿ την καύλα, δεν είναι και τόσο εύκολο να βάλει στην μπάντα το σλιπ, μου ψιλοπονάει τα δίδυμα μαραφέτια και εντέλει αυτό είναι, το χέρι της μου αρπάζει γλυκά το καυλί, ποτέ στη ζωή μου τέτοιο πράμα, το καυλί μου που ήτανε ζουπηγμένο ξεδιπλώνεται από μόνο του, καλημέρα αεράκι, σίγουρα τίποτ᾿ άλλο δε ζητούσε, να το φροντίσει κάποιος, σαν ένα άλιεν που ξεπηδάει απ᾿ ανθρώπινο σώμα, ούτε που το αναγνωρίζω, δικό μου αυτό δεν είναι, είναι κρέας που σαλεύει, ορμή ζωή ξέσπασμα, ολόκληρο μια απαίτηση.
Η Λιλά μου λέει:
«Βλέπεις, το ᾿ θελε».
Τότε με τα πέντε της καλαμάκια αρχινίζει να μου το χαϊδεύει σαν απίστευτο μου φαίνεται, πάει, έρχεται, κρυφοκοιτάζει,. και το χαμόγελό της πάνω απ᾿ τον ώμο, φτιάχνει κύκλο με τα δάχτυλά της, σαν κρεάτινο δαχτυλίδι, και μου τραβάει μαλακία μου τραβάει, μάλιστα κάποια στιγμή τραβάει το χέρι της και βάζει τα δάχτυλα στο στόμα για να βάλει πιο πολλή υγρασία. Με ρωτάει αν τη βρίσκω, δεν είμαι σε θέση να της πω το αντίθετο, τσιμουδιά, μα άλλωστε πώς θα μιλούσα.
Κάπου στη διαδρομή παίρνει το μάτι μου τον Κογκολέζο του Γ, ο ψηλός μια ζωή με γυαλί ηλίου, έρχεται αντίθετα με τα πατίνια του, έτσι βολτάρει το γατί του, μια ώρα κάθε μέρα, έχει το δεξί του χέρι απλωμένο μπροστά του με τον αγκώνα διπλωμένο κι έναν ιμάντα να το στηρίζει, το ζωντανό αραγμένο πάνω ήρεμα τα μάτια κλειστά. Περνάνε σφεντόνα και χωρίς να παρατηρήσουνε τίποτα, ο Κογκολέζος βλέπει τον κόσμο μόνο με τα μάτια του ζωντανού του κι όταν το βγάζει βόλτα του μιλάει και του σιγοτραγουδάει στα μπαμπάρικα.
Ξανασφίγγει το χέρι της και μου λέει:
«Θα ᾿ θελα να σου πάρω πίπα αλλά ποδηλάτα δε γίνεται».
Λες και ξέρει για τι μιλάει.
Και λέει πάλι με χαμηλή χαμηλή φωνή:
«Μπορείς να χύσεις, δεν απαγορεύεται. Να σε κάνω να τελειώσεις, εντάξει;»
Και μετά, κάπως καθυστερημένα:
«Έχε το νου σου και στην ισορροπία, όσο να ᾿ ναι». Ανεβάζει το ρυθμό ομαλά, μόνο με τρία δάχτυλα τώρα. Λίγο πιο χαμηλά απ᾿ το στομάχι μου ᾿ρχεται ένα κενό και μετά από λίγο έκρηξη, εκατό μέτρα πιο κάτω από το μπαρ Καμπάνα μου σκάει σαν αυγό περιστεριού στο παρμπρίζ, αδειάζω από ηδονή στο χέρι της μέσα που το ξανάκλεισε στο πουτσοκέφαλο επάνω, με βοηθάει ακόμα φεύγω ολόκληρος, δεν είμαι πουθενά, ηδονή και ευτυχία ένα τ᾿ άλλο, η φωνή της μακρινή που ξαναμιλάει για ισορροπίες και ποδήλατα, λένε ότι σε κάτι τέτοιες στιγμές η καρδιά χάνει ένα δυο χτύπους, όπως και όταν φταρνίζεσαι, εγώ πιο πολλούς θα ᾿χασα αφού κι έκλεισα τα μάτια μου, νιώθω που με το χέρι της η Λιλά με ψιλοτσιγκλάει λίγο ακόμα να μ᾿ αδειάσει καλά, έπειτα τινάζει το χέρι της για να της πέσει η πρώτη ύλη, με κοιτάζει με χαρά γλείφει ό,τι της μένει στα δάχτυλα απ᾿ την κολλημένη μου αφρόκρεμα, με κοιτάζει πίσω απ᾿ τα μαλλιά της δεν ξέρω αν κοροϊδεύει, γλείφει το ένα δάχτυλο μετά το άλλο λαίμαργη και μετά με ρωτάει αν φχαριστήθηκα, της κάνω ναι.
«Θα σ᾿ την ξαναβάλω μέσα», λέει.
Τη στιγμή εκείνη ξανακλείνει το φερμουάρ δίνει και μια φαπίτσα με τις ρώγες των δαχτύλων στην πούτσα μου πάνω σκληρή σκληρή ακόμα και που δύσκολα λυγίζει, και έπειτα η Λιλά λέει:
«Το πήρες είδηση πως φτάσαμε στο τετράγωνό σου; Εγώ θα κατέβαινα».
Φαντάσου είχα ξεχάσει ότι ήμουνα πάνω στον πλανήτη και μέσα σ᾿ όλα έχω και την αναπνοή ταραγμένη. Σταματάω μαλακά το δίκυκλο, πηδηχτούλα εκείνη κατεβαίνει, κατεβαίνω κι εγώ, παίρνω τις σακούλες μου και της δίνω το όχημα. Η ιδέα και μόνο ότι θα ᾿πρεπε να της πω κάτι αλλά τι δεν ξέρω μου τη δίνει, μετά που μένω μόνος μου, μού ᾿ρχονται όλα, στη βράση απάνω στέκομαι συχνά λες και μου το ᾿χουνε ράψει, να ᾿χουν έρθει τα πάνω κάτω κι εσύ να νιώθεις ότι είσαι και μαλάκας σαν νεκρός. Άνετη όπως πάντα η Λιλά, θα ᾿λεγα ακόμα χαμογελαστή και χαριτωμένη, αρπάζει το αντρικό ποδήλατο, βάζει το αριστερό της πόδι πάνω στο αριστερό πετάλι και σπρώχνει με το δεξί της πόδι χάμω, το μαραφέτι τσουλάει, μετά μεμιάς τινάζει τη δεξιά της γάμπα στα ύψη για να καβαλήσει τη σέλα κι εκεί βέβαια έχω και το τελευταίο φλας, άντε τώρα να μάθεις αν ήτανε επίτηδες ή όχι, μουνάκι γυμνό, γλυκιά τομή ξανθορόζ, ίσα να προλάβω μια αναπνοή, θαμπωμένος εγώ, μυστικό τελευταίο, και στα μόρτικα τ᾿ ακουμπάει στην προεξοχή της σέλας ξαναπέφτει το φουστάνι κι αμέσως αρχινίζει να τραβάει πετάλι. Μα οι γαμπίτσες της δε φτάνουν για το ποδήλατο ή μήπως η σέλα παραείναι ψηλή, οπότε κι εκείνη ξανακάνει την μπαλαρίνα, πεντάλευκα παπούτσια, μου πετάει κι ένα τσάο πάνω απ᾿ τον ώμο και στο καλό.
Την κάνει κι εγώ σύξυλος με τις σακούλες μου και κάτι από μένανε λειψό, που πήρε στο χέρι της και το πέταξε.
4
Μια άλλη μέρα την τρακάρω στην αίθουσα αναμονής του ΙΚΑ, μου λέει γεια Σιμό πώς πάει όταν αράζω δίπλα της, μια στις τόσες πάω να πουλήσω λίγο αίμα.
«Εσύ, καλά;» της κάνω.
«Καλά».
«Δεν είσαι άρρωστη, έτσι;»
«Ήρθα για μια συνταγή της θείας μου».
Σωπαίνει για λίγο, τα μάτια απόμακρα, κι εγώ της λέω τότε: σ᾿ ενοχλώ;
«Όχι, γιατί;» κάνει.
«Αν σου πιάνω κουβέντα».
«Όχι ρε», λέει, «αλλά σκεφτόμουνα κάτι».
«Τι πράμα;»
«Ένα δώρο».
Τη ρωτάω τι δώρο, μου λέει: αν ήμουνα ερωτευμένη μ᾿ έναν άντρα θα ᾿θελα να με δει να πηδιέμαι μ᾿ άλλον.
Κι ούτε καν μπαίνει στον κόπο να μιλήσει σιγά. «Τέτοια δώρα κάνεις εσύ;» λέω.
«Ή και με δυο άλλους».
«Και θα του άρεσε νομίζεις;»
«Σ᾿ αυτόν δεν ξέρω, αλλά σε μένα, ναι».
Σωπαίνει για λίγο, θα κόψει την κουβέντα νομίζω, μα όχι. Νά τηνα πάλι.
«Θα ᾿τανε καλό δώρο να του κάνω βρίσκω, να του δείξω πώς είμαι όταν με πηδάει. Γιατί όταν πηδάς δεν έχεις ποτέ την ευκαιρία να κοιτάξεις στ᾿ αλήθεια, ίσα που περνά απ᾿ τα μάτια σου. Αν όμως μ᾿ έβλεπε μια δυο φορές, μετά όταν θα με πηδούσε θα θυμότανε τι έκανα, πώς είμαι και θα ερεθιζότανε στα χάι».
«Και με ποιον θα πηδιόσουνα;» εγώ τη ρωτάω.
«Μπροστά στον γκόμενο μου;»
«Ναι ρε».
«Με άγνωστους», μου λέει, «εννοείται. Θα ᾿τανε μεγάλη μαλακία να πάω με κολλητούς ή γνωστούς του, μετά άντε ξεμπέρδευε, άσε που μπορεί να καψουρευόμουνα κανέναν από δαύτους πιο πολύ από κείνον. Θα πήγαινα με περαστικούς, εύκολο να βρεθούν, ή και με επαγγελματίες όπως στις τσόντες και μάλλον θα τους έβαζα από μια μάσκα ή μια κουκούλα για να μη φαίνονται τα μούτρα τους, για καλό και για κακό, θα ήτανε μόνο κρεατομηχανές, πάνω βάζεις τη φάτσα που θες, νταρντανόπουτσες χωρίς μούρη κι όνομα, έτσι το φαντάζομαι, και με βελούδο στα μάτια, ώστε να μην μπορέσεις να τους αναγνωρίσεις την άλλη μέρα αν τους τρακάρεις στο δρόμο, αλλά και να σκέφτεσαι πως μπορεί να ᾿τανε και ο κάθε αρχιγκόμενος που περνάει».
Ίχνος αρχιγκόμενου στο ΙΚΑ, μονάχα δυο μουρόχαβλοι, ένας γέρος που τρέμει κι ένας άλλος νέος απ᾿ το τετράγωνο ΣΤ, χυμένος σαν ψάρι χωρίς κόκαλα, τόσο πολύ βαρεμένος, που ο τρελογιατρός μια μέρα του ᾿γραψε μια συνταγή και του ᾿πε αυτό θα μου πάρετε, λοιπόν βγαίνοντας αυτός, καταβρόχθισε τη συνταγή. Κάθεται εκεί, καρφώνει τα μάτια χάμω, κάνει με το δάχτυλο ανασκαφές στη μύτη. Τι σκέφτεται αυτό το πράμα, αμπαρωμένο έτσι; Έρημος το νιονιό του, τα πηγάδια ξεραμένα, πάνε και τα καραβάνια.
Τρέχα γύρευε αν κάποιος ακούει τα όσα λέμε.
Έτσι κι εγώ γυρνάω στη Λιλά και ρωτάω:
«Δηλαδή, να πούμε αυτή είναι η αγάπη για σένα;»
«Πάνω κάτω», μου απαντάει. «Και για σένα;»
«Εγώ», της κάνω, «για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι είναι».
«Καλά δεν ερωτεύτηκες ποτέ;»
Τέτοια κάθεται και μου λέει και με πονάει με τα γαλανά της μάτια.
«Δε νομίζω», της κάνω ωστόσο.
«Καλά στ᾿ αλήθεια δεν ξέρεις;»
«Όχι».
«Ούτε κι εγώ», μου πετάει. «Μα αν ήμουνα ερωτευμένη, σου λέω, ειλικρινά θα ᾿τανε σαν δώρο».
«Κι αν δεν ήθελε;»
«Σιγά μη και δεν ήθελε. Εννιά στα δέκα ότι θα το ᾿ θελε».
«Δε σε πιστεύω», της κάνω.
«Μα Σιμό αφού σου λέω αλήθεια. Πάντα λέω αλήθεια, λες και δεν το ξέρεις, αφού σου λέω ότι θα το ᾿κανα για κείνονα όχι για μένα. Γιατί εγώ, εδώ που τα λέμε, σίγουρα πως δε θα την έβρισκα, πάντως όχι μέχρι τέρμα».
Της λέω ότι όπως και να το κάνουμε, δύσκολα καταλαβαίνω γιατί στην ευχή θα ᾿κανε τέτοιο πράμα.
Ακουμπάει το δάχτυλο στο κεφάλι και μου κάνει:
«Γιατί τα αρσενικά χάνουνε εδώ».
Ρίχνει μια ματιά στον βλαμμένο του τετραγώνου ΣΤ, έχει τώρα το ύφος ψόφιου ψαριού στον πάγκο, χάσκα το στόμα, πελάτης ακόμα δε βρέθηκε να το πάρει. Είναι σαν να μου λέει: όλα τα αρσενικά νά, σαν αυτό το γαϊδούρι μπροστά σου.
Δίπλα ο γέρος δώσ᾿ του και τρέμει, τόσο πολύ που λες τώρα θα του πέσουνε τα κουμπιά. Η γυναίκα του, τού πιάνει το μπράτσο κάθε λίγο και λιγάκι και του κάνει τσσσ τσσσ με τη γλώσσα της. Κάθε φορά που τον πιάνει αρχίζει κι εκείνη το τρέμουλο, κολλητικό θα ᾿ναι.
«Ολονώνε Σιμό το μυαλό είναι σαν ξενέρωτος πουρές. Ρε συ ακόμα να το καταλάβεις; Σκέψη μηδέν, όνειρα τίποτα πια».
Αυτό είναι αλήθεια, ώρες ώρες κι εγώ το σκέφτομαι, έτσι και κόψεις τα όνειρα πάει να πει ότι δεν είσαι πια πιτσιρίκι, σου καρφώνεται ότι δεν αξίζει τον κόπο και η ζωή σου δε θ᾿ αλλάξει ποτέ, ο ίδιος θα ᾿σαι για πάντα, δε σου μένει παρά το χέρι σου για να σφουγγίζεις τα μάτια σου.
Και νά τι λέει μετά:
«Τα αρσενικά πάνε να κουτουπώσουν ένα κορίτσι, θέλει δε θέλει της τον φορμάρουνε σαν κτήνη, φαντάσου ένα σκύλο να κάνει τρύπα για να βρει κόκαλο στο χώμα, δεν πα να τον φωνάζεις, δεν πα να τον τραβάς απ᾿ την ουρά, αυτός εκεί, να σκάβει αρρωστημένα, αναπνοή κομμένη δεν ακούει τίποτα, αλλά ρε Σιμό, αν ήξερες τι γλύκες μπορείς να βρεις, το χέρι να σαλεύει, ξέρεις εσύ τα χάδια τα προκαταρκτικά, κανένα προστυχόλογο και πάνω απ᾿ όλα η ιδέα και μόνο πως το κάνεις, πως είσαι εσύ που το κάνεις, πως στον δικό σου κώλο χώνεται μια νταρντανόπουτσα, το ότι ξέρεις πως είσαι εσύ, ένα συν στην ηδονή όσο δεν μπορείς να φανταστείς».
«Kαι γιατί;» τη ρωτάω εγώ.
«Ξέρω ᾿γώ γιατί;» μ᾿ απαντάει. «Γουστάρω πολύ να κοιτιέμαι σε καθρέφτη όταν παίρνω πίπα κι όταν με γαμάνε, σ᾿ το ᾿χω ξαναπεί ε, αλλά η γκόμενα που βλέπω στον καθρέφτη δεν αισθάνεται τίποτα, είναι απλά ζωγραφισμένη στο γυαλί, παγάκι σωστό, σαν να μην είμαι εγώ, και ξέρεις πολλές φορές με το σεντόνι ή ό,τι άλλο βρω κουκουλώνω το κεφάλι του τύπου που μου τη χώνει οπότε βλέπω από κείνονε ίσα όσα θέλω, κι αυτό μου φτάνει. Τα αρσενικά είναι τόσο αμπαρωμένα που συχνά ξέρεις ότι χάσαν τα κλειδιά. Σου ᾿ρχεται να τους πεις ν᾿ ανοίξουν λίγο, ν᾿ αεριστεί ο πάνω όροφος, μα να πεις ότι έχουν και τίποτα μέσα. Να γιατί θα ᾿θελα τον δικό μου γκόμενο που θ᾿ αγαπούσα να τόνε βοηθήσω, να του γεμίσω το κεφάλι, οπότε κι εκείνος θα ᾿χε καβάτζα εικόνες, σάκο ολόκληρο εικόνες, ταινία να την περνάει κάθε τόσο που γουστάρει και να καυλώνει στο πι και φι και να φχαριστιέται χύσιμο, αυτό είναι δώρο για μένα».
Το ᾿χει συνήθειο να παίρνει φόρα στις κουβέντες και σταματημό δεν έχει, σου φαίνεται ότι μπορεί να σου αμολάει άλλα, τόσα ώρες και ώρες ολόκληρες, τι γίνεται στο κεφάλι της, σχεδόν σε τρομάζει και συνάμα δε σου κάνει κέφι να σταματήσει γιατί μά την αλήθεια η ζωή σαν ν᾿ αλλάζει μορφή στο στόμα της κι από τέτοια δεν έχω χορτάσει σαν ψείρα σε φαλακρού κεφάλι.
«Και συ;» της λέω.
«Εγώ τι;»
«Αν αγάπαγες έναν τύπο να πούμε θα γούσταρες να πηδάει άλλες μπροστά σου μόνο και μόνο για να σου κάνει ένα δώρο;»
«Και γαμώ», μου λέει, τα μάτια μισόκλειστα, «προπάντων γκόμενες με μάσκα να μην μπορώ να τις γνωρίσω, σωστές τσούλες ψωλαρπάχτρες που θα του ρούφαγαν τ᾿ αρχίδια και τον κώλο, που θα του βάζανε και κανένα γιγαντόψωλο και θα του το χώνανε μέχρι τον πάτο. Θα τα τσουβάλιαζα όλα αυτά στο δικό μου σάκο με εικόνες, θα με καύλωνε όσο δεν μπορείς να φανταστείς, νά μόνο που σ᾿ τα λέω μούσκεψα».
Τη στιγμή εκείνη, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο τρελογιατρός με μια χοντρέλα που κλαίει, και φωνάζει τον επόμενο τον σαλεμένο του κτιρίου ΣΤ. Του φουκαρά του παίρνει ένα λεπτό να πάρει πρέφα ότι ήρθε η σειρά του, η γυναίκα του τρεμούλιακα αναγκάζεται και του το λέει, νομίζω πως είναι η σειρά σας κύριε, κι αυτός λες και πηδάει απ᾿ όνειρο χωρίς αλεξίπτωτο, πετιέται όρθιος κάνει δυο βήματα βιαστικά προς τη Λιλά, το μάτι πυρετωμένο και της κάνει σαν να τριπλοφτερνίζεται:
«Βρώμα βρώμα βρώμα!»
Και μετά μπαίνει μέσα με τον τρελογιατρό που κλείνει πάλι την πόρτα χωρίς σχόλια μιας και δεν του πέφτει λόγος. Ο γεροτρεμουλιάρης όλο και τρεμουλιάζει, μονάχα η κυρά του μας κόβει με το μάτι αλλά όχι για πολύ, μας κάνει ζάπινγκ και πάπαλα.
Η Λιλά μου λέει:
«Είδες ρε τον παλιομαλάκα;»
«Τ᾿ άκουγε όλα», λέω του λόγου μου.
«Καλά να πάθουν τα μούτρα του παλιομαλάκα. Ρε συ το ᾿δες το μάτι του; Σαλεμένος από κούνια, όπως πολλοί άλλοι, και μετά άντε να διορθωθείς. Χωρίς να το πάρεις πρέφα ξερνάς δολοφόνους. Και δες πώς κολλάει τώρα αυτό που σου ᾿λεγα Σιμό: τους άντρες, όταν μια γκόμενα τους αγαπάει, πρέπει να τους δώσει ένα χεράκι. Μονάχοι τους πες πως είναι ένα κομμάτι κρέας, βήμα δεν μπορούν να κάνουν κι είναι κι επικίνδυνοι από πάνω, ζούνε σε τούνελ και να πεις ότι περνάει και τρένο».
«Και συ είσαι σίγουρη ότι στ᾿ αλήθεια θα γούσταρες;» τη ρωτάω. «Ο άντρας σου της ζωής σου, να κανονίζει άλλες μπροστά σου;»
«Καλά όχι και συνέχεια. Μα για μια στις τόσες, ναι σου λέω».
«Καλά και δε θα ζήλευες;»
«Όχι ρε».
«Κι αν την έβρισκε καλύτερα με τις άλλες παρά μαζί σου;»
«Σιγά», μου λέει.
«Ποτέ δεν ξέρεις».
Σωπαίνει για λίγο μ᾿ αυτή τη σκέψη και μετά νά τι μου λέει:
«Μην ξεχνάς ότι εγώ έχω γεμάτες αποθήκες από εικόνες, και μάλιστα και διαλεγμένες, αλλά ποτέ δε σου φτάνουν, ποτέ, άσε που παλιώνουν και χάνονται, οπότε και συ πρέπει να τις φρεσκάρεις, και διαβολεμένες εικόνες θα ήθελα με το μουσκεμένο σαματά του πηδήματος και τ᾿ αρώματα του σπέρματος, όλα στο κοκκινόμαυρο και βάλε και λίγο άσπρο κρέας αχ θα ᾿πρεπε τον λεβέντη της καρδιάς μου να τόνε κάνανε ζάφτι μάγισσες, πουτάνες ζουμερές και ξαναμμένες να τόνε σκοτώνανε, ίσα στην τρέλα να τον πηγαίνανε. Άμα μου το ᾿κανε αυτό, να μου ᾿κανε ποτέ τέτοιο δώρο θα ᾿μουνα θεότρελη γι᾿ αυτόν σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι».
«Και δε μου λες, ξέρεις καμιά που θα ᾿κανε για σένα τέτοιο πράμα;»
«Ε, καλά τώρα βρίσκεται», μου λέει, «από βρώμες ο τόπος τίγκα, μα ακόμα πιο καλά να τους σκάσεις και παραδάκι, στις χαμούρες, στις λυσσάρες. Και μόνο που το σκέφτομαι, ρε Σιμό, μου φεύγει το μυαλό. Και κατά βάθος σαν και μένα πολλές, δε θα σ᾿ το πούνε ποτέ, όπως εγώ κάθομαι και σου λέω, δεν έχουν τα κότσια αλλά τις τρώει ο κώλος τους, δεν μπορείς να φανταστείς».
«Κι αφού τόσο πολύ γουστάρεις, γιατί δεν το κάνεις;» τη ρωτάω.
Και πάντα με τα ανοιχτόχρωμα μάτια της καρφωμένα πάνω μου, μού λέει:
«Και τον μάγκα π᾿ αγαπώ πού θα τόνε βρω;»
«Εσύ, καλά;» της κάνω.
«Καλά».
«Δεν είσαι άρρωστη, έτσι;»
«Ήρθα για μια συνταγή της θείας μου».
Σωπαίνει για λίγο, τα μάτια απόμακρα, κι εγώ της λέω τότε: σ᾿ ενοχλώ;
«Όχι, γιατί;» κάνει.
«Αν σου πιάνω κουβέντα».
«Όχι ρε», λέει, «αλλά σκεφτόμουνα κάτι».
«Τι πράμα;»
«Ένα δώρο».
Τη ρωτάω τι δώρο, μου λέει: αν ήμουνα ερωτευμένη μ᾿ έναν άντρα θα ᾿θελα να με δει να πηδιέμαι μ᾿ άλλον.
Κι ούτε καν μπαίνει στον κόπο να μιλήσει σιγά. «Τέτοια δώρα κάνεις εσύ;» λέω.
«Ή και με δυο άλλους».
«Και θα του άρεσε νομίζεις;»
«Σ᾿ αυτόν δεν ξέρω, αλλά σε μένα, ναι».
Σωπαίνει για λίγο, θα κόψει την κουβέντα νομίζω, μα όχι. Νά τηνα πάλι.
«Θα ᾿τανε καλό δώρο να του κάνω βρίσκω, να του δείξω πώς είμαι όταν με πηδάει. Γιατί όταν πηδάς δεν έχεις ποτέ την ευκαιρία να κοιτάξεις στ᾿ αλήθεια, ίσα που περνά απ᾿ τα μάτια σου. Αν όμως μ᾿ έβλεπε μια δυο φορές, μετά όταν θα με πηδούσε θα θυμότανε τι έκανα, πώς είμαι και θα ερεθιζότανε στα χάι».
«Και με ποιον θα πηδιόσουνα;» εγώ τη ρωτάω.
«Μπροστά στον γκόμενο μου;»
«Ναι ρε».
«Με άγνωστους», μου λέει, «εννοείται. Θα ᾿τανε μεγάλη μαλακία να πάω με κολλητούς ή γνωστούς του, μετά άντε ξεμπέρδευε, άσε που μπορεί να καψουρευόμουνα κανέναν από δαύτους πιο πολύ από κείνον. Θα πήγαινα με περαστικούς, εύκολο να βρεθούν, ή και με επαγγελματίες όπως στις τσόντες και μάλλον θα τους έβαζα από μια μάσκα ή μια κουκούλα για να μη φαίνονται τα μούτρα τους, για καλό και για κακό, θα ήτανε μόνο κρεατομηχανές, πάνω βάζεις τη φάτσα που θες, νταρντανόπουτσες χωρίς μούρη κι όνομα, έτσι το φαντάζομαι, και με βελούδο στα μάτια, ώστε να μην μπορέσεις να τους αναγνωρίσεις την άλλη μέρα αν τους τρακάρεις στο δρόμο, αλλά και να σκέφτεσαι πως μπορεί να ᾿τανε και ο κάθε αρχιγκόμενος που περνάει».
Ίχνος αρχιγκόμενου στο ΙΚΑ, μονάχα δυο μουρόχαβλοι, ένας γέρος που τρέμει κι ένας άλλος νέος απ᾿ το τετράγωνο ΣΤ, χυμένος σαν ψάρι χωρίς κόκαλα, τόσο πολύ βαρεμένος, που ο τρελογιατρός μια μέρα του ᾿γραψε μια συνταγή και του ᾿πε αυτό θα μου πάρετε, λοιπόν βγαίνοντας αυτός, καταβρόχθισε τη συνταγή. Κάθεται εκεί, καρφώνει τα μάτια χάμω, κάνει με το δάχτυλο ανασκαφές στη μύτη. Τι σκέφτεται αυτό το πράμα, αμπαρωμένο έτσι; Έρημος το νιονιό του, τα πηγάδια ξεραμένα, πάνε και τα καραβάνια.
Τρέχα γύρευε αν κάποιος ακούει τα όσα λέμε.
Έτσι κι εγώ γυρνάω στη Λιλά και ρωτάω:
«Δηλαδή, να πούμε αυτή είναι η αγάπη για σένα;»
«Πάνω κάτω», μου απαντάει. «Και για σένα;»
«Εγώ», της κάνω, «για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι είναι».
«Καλά δεν ερωτεύτηκες ποτέ;»
Τέτοια κάθεται και μου λέει και με πονάει με τα γαλανά της μάτια.
«Δε νομίζω», της κάνω ωστόσο.
«Καλά στ᾿ αλήθεια δεν ξέρεις;»
«Όχι».
«Ούτε κι εγώ», μου πετάει. «Μα αν ήμουνα ερωτευμένη, σου λέω, ειλικρινά θα ᾿τανε σαν δώρο».
«Κι αν δεν ήθελε;»
«Σιγά μη και δεν ήθελε. Εννιά στα δέκα ότι θα το ᾿ θελε».
«Δε σε πιστεύω», της κάνω.
«Μα Σιμό αφού σου λέω αλήθεια. Πάντα λέω αλήθεια, λες και δεν το ξέρεις, αφού σου λέω ότι θα το ᾿κανα για κείνονα όχι για μένα. Γιατί εγώ, εδώ που τα λέμε, σίγουρα πως δε θα την έβρισκα, πάντως όχι μέχρι τέρμα».
Της λέω ότι όπως και να το κάνουμε, δύσκολα καταλαβαίνω γιατί στην ευχή θα ᾿κανε τέτοιο πράμα.
Ακουμπάει το δάχτυλο στο κεφάλι και μου κάνει:
«Γιατί τα αρσενικά χάνουνε εδώ».
Ρίχνει μια ματιά στον βλαμμένο του τετραγώνου ΣΤ, έχει τώρα το ύφος ψόφιου ψαριού στον πάγκο, χάσκα το στόμα, πελάτης ακόμα δε βρέθηκε να το πάρει. Είναι σαν να μου λέει: όλα τα αρσενικά νά, σαν αυτό το γαϊδούρι μπροστά σου.
Δίπλα ο γέρος δώσ᾿ του και τρέμει, τόσο πολύ που λες τώρα θα του πέσουνε τα κουμπιά. Η γυναίκα του, τού πιάνει το μπράτσο κάθε λίγο και λιγάκι και του κάνει τσσσ τσσσ με τη γλώσσα της. Κάθε φορά που τον πιάνει αρχίζει κι εκείνη το τρέμουλο, κολλητικό θα ᾿ναι.
«Ολονώνε Σιμό το μυαλό είναι σαν ξενέρωτος πουρές. Ρε συ ακόμα να το καταλάβεις; Σκέψη μηδέν, όνειρα τίποτα πια».
Αυτό είναι αλήθεια, ώρες ώρες κι εγώ το σκέφτομαι, έτσι και κόψεις τα όνειρα πάει να πει ότι δεν είσαι πια πιτσιρίκι, σου καρφώνεται ότι δεν αξίζει τον κόπο και η ζωή σου δε θ᾿ αλλάξει ποτέ, ο ίδιος θα ᾿σαι για πάντα, δε σου μένει παρά το χέρι σου για να σφουγγίζεις τα μάτια σου.
Και νά τι λέει μετά:
«Τα αρσενικά πάνε να κουτουπώσουν ένα κορίτσι, θέλει δε θέλει της τον φορμάρουνε σαν κτήνη, φαντάσου ένα σκύλο να κάνει τρύπα για να βρει κόκαλο στο χώμα, δεν πα να τον φωνάζεις, δεν πα να τον τραβάς απ᾿ την ουρά, αυτός εκεί, να σκάβει αρρωστημένα, αναπνοή κομμένη δεν ακούει τίποτα, αλλά ρε Σιμό, αν ήξερες τι γλύκες μπορείς να βρεις, το χέρι να σαλεύει, ξέρεις εσύ τα χάδια τα προκαταρκτικά, κανένα προστυχόλογο και πάνω απ᾿ όλα η ιδέα και μόνο πως το κάνεις, πως είσαι εσύ που το κάνεις, πως στον δικό σου κώλο χώνεται μια νταρντανόπουτσα, το ότι ξέρεις πως είσαι εσύ, ένα συν στην ηδονή όσο δεν μπορείς να φανταστείς».
«Kαι γιατί;» τη ρωτάω εγώ.
«Ξέρω ᾿γώ γιατί;» μ᾿ απαντάει. «Γουστάρω πολύ να κοιτιέμαι σε καθρέφτη όταν παίρνω πίπα κι όταν με γαμάνε, σ᾿ το ᾿χω ξαναπεί ε, αλλά η γκόμενα που βλέπω στον καθρέφτη δεν αισθάνεται τίποτα, είναι απλά ζωγραφισμένη στο γυαλί, παγάκι σωστό, σαν να μην είμαι εγώ, και ξέρεις πολλές φορές με το σεντόνι ή ό,τι άλλο βρω κουκουλώνω το κεφάλι του τύπου που μου τη χώνει οπότε βλέπω από κείνονε ίσα όσα θέλω, κι αυτό μου φτάνει. Τα αρσενικά είναι τόσο αμπαρωμένα που συχνά ξέρεις ότι χάσαν τα κλειδιά. Σου ᾿ρχεται να τους πεις ν᾿ ανοίξουν λίγο, ν᾿ αεριστεί ο πάνω όροφος, μα να πεις ότι έχουν και τίποτα μέσα. Να γιατί θα ᾿θελα τον δικό μου γκόμενο που θ᾿ αγαπούσα να τόνε βοηθήσω, να του γεμίσω το κεφάλι, οπότε κι εκείνος θα ᾿χε καβάτζα εικόνες, σάκο ολόκληρο εικόνες, ταινία να την περνάει κάθε τόσο που γουστάρει και να καυλώνει στο πι και φι και να φχαριστιέται χύσιμο, αυτό είναι δώρο για μένα».
Το ᾿χει συνήθειο να παίρνει φόρα στις κουβέντες και σταματημό δεν έχει, σου φαίνεται ότι μπορεί να σου αμολάει άλλα, τόσα ώρες και ώρες ολόκληρες, τι γίνεται στο κεφάλι της, σχεδόν σε τρομάζει και συνάμα δε σου κάνει κέφι να σταματήσει γιατί μά την αλήθεια η ζωή σαν ν᾿ αλλάζει μορφή στο στόμα της κι από τέτοια δεν έχω χορτάσει σαν ψείρα σε φαλακρού κεφάλι.
«Και συ;» της λέω.
«Εγώ τι;»
«Αν αγάπαγες έναν τύπο να πούμε θα γούσταρες να πηδάει άλλες μπροστά σου μόνο και μόνο για να σου κάνει ένα δώρο;»
«Και γαμώ», μου λέει, τα μάτια μισόκλειστα, «προπάντων γκόμενες με μάσκα να μην μπορώ να τις γνωρίσω, σωστές τσούλες ψωλαρπάχτρες που θα του ρούφαγαν τ᾿ αρχίδια και τον κώλο, που θα του βάζανε και κανένα γιγαντόψωλο και θα του το χώνανε μέχρι τον πάτο. Θα τα τσουβάλιαζα όλα αυτά στο δικό μου σάκο με εικόνες, θα με καύλωνε όσο δεν μπορείς να φανταστείς, νά μόνο που σ᾿ τα λέω μούσκεψα».
Τη στιγμή εκείνη, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο τρελογιατρός με μια χοντρέλα που κλαίει, και φωνάζει τον επόμενο τον σαλεμένο του κτιρίου ΣΤ. Του φουκαρά του παίρνει ένα λεπτό να πάρει πρέφα ότι ήρθε η σειρά του, η γυναίκα του τρεμούλιακα αναγκάζεται και του το λέει, νομίζω πως είναι η σειρά σας κύριε, κι αυτός λες και πηδάει απ᾿ όνειρο χωρίς αλεξίπτωτο, πετιέται όρθιος κάνει δυο βήματα βιαστικά προς τη Λιλά, το μάτι πυρετωμένο και της κάνει σαν να τριπλοφτερνίζεται:
«Βρώμα βρώμα βρώμα!»
Και μετά μπαίνει μέσα με τον τρελογιατρό που κλείνει πάλι την πόρτα χωρίς σχόλια μιας και δεν του πέφτει λόγος. Ο γεροτρεμουλιάρης όλο και τρεμουλιάζει, μονάχα η κυρά του μας κόβει με το μάτι αλλά όχι για πολύ, μας κάνει ζάπινγκ και πάπαλα.
Η Λιλά μου λέει:
«Είδες ρε τον παλιομαλάκα;»
«Τ᾿ άκουγε όλα», λέω του λόγου μου.
«Καλά να πάθουν τα μούτρα του παλιομαλάκα. Ρε συ το ᾿δες το μάτι του; Σαλεμένος από κούνια, όπως πολλοί άλλοι, και μετά άντε να διορθωθείς. Χωρίς να το πάρεις πρέφα ξερνάς δολοφόνους. Και δες πώς κολλάει τώρα αυτό που σου ᾿λεγα Σιμό: τους άντρες, όταν μια γκόμενα τους αγαπάει, πρέπει να τους δώσει ένα χεράκι. Μονάχοι τους πες πως είναι ένα κομμάτι κρέας, βήμα δεν μπορούν να κάνουν κι είναι κι επικίνδυνοι από πάνω, ζούνε σε τούνελ και να πεις ότι περνάει και τρένο».
«Και συ είσαι σίγουρη ότι στ᾿ αλήθεια θα γούσταρες;» τη ρωτάω. «Ο άντρας σου της ζωής σου, να κανονίζει άλλες μπροστά σου;»
«Καλά όχι και συνέχεια. Μα για μια στις τόσες, ναι σου λέω».
«Καλά και δε θα ζήλευες;»
«Όχι ρε».
«Κι αν την έβρισκε καλύτερα με τις άλλες παρά μαζί σου;»
«Σιγά», μου λέει.
«Ποτέ δεν ξέρεις».
Σωπαίνει για λίγο μ᾿ αυτή τη σκέψη και μετά νά τι μου λέει:
«Μην ξεχνάς ότι εγώ έχω γεμάτες αποθήκες από εικόνες, και μάλιστα και διαλεγμένες, αλλά ποτέ δε σου φτάνουν, ποτέ, άσε που παλιώνουν και χάνονται, οπότε και συ πρέπει να τις φρεσκάρεις, και διαβολεμένες εικόνες θα ήθελα με το μουσκεμένο σαματά του πηδήματος και τ᾿ αρώματα του σπέρματος, όλα στο κοκκινόμαυρο και βάλε και λίγο άσπρο κρέας αχ θα ᾿πρεπε τον λεβέντη της καρδιάς μου να τόνε κάνανε ζάφτι μάγισσες, πουτάνες ζουμερές και ξαναμμένες να τόνε σκοτώνανε, ίσα στην τρέλα να τον πηγαίνανε. Άμα μου το ᾿κανε αυτό, να μου ᾿κανε ποτέ τέτοιο δώρο θα ᾿μουνα θεότρελη γι᾿ αυτόν σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι».
«Και δε μου λες, ξέρεις καμιά που θα ᾿κανε για σένα τέτοιο πράμα;»
«Ε, καλά τώρα βρίσκεται», μου λέει, «από βρώμες ο τόπος τίγκα, μα ακόμα πιο καλά να τους σκάσεις και παραδάκι, στις χαμούρες, στις λυσσάρες. Και μόνο που το σκέφτομαι, ρε Σιμό, μου φεύγει το μυαλό. Και κατά βάθος σαν και μένα πολλές, δε θα σ᾿ το πούνε ποτέ, όπως εγώ κάθομαι και σου λέω, δεν έχουν τα κότσια αλλά τις τρώει ο κώλος τους, δεν μπορείς να φανταστείς».
«Κι αφού τόσο πολύ γουστάρεις, γιατί δεν το κάνεις;» τη ρωτάω.
Και πάντα με τα ανοιχτόχρωμα μάτια της καρφωμένα πάνω μου, μού λέει:
«Και τον μάγκα π᾿ αγαπώ πού θα τόνε βρω;»
5
Θα γράψω τώρα για τον ταμπλά που μου ᾿πεσε στο κεφάλι.
Ακόμα και σε μια τέτοια γειτονιά, στη συνοικία της Γέρικης Βελανιδιάς, νομίζεις πως τα ξέρεις όλα και ξάφνου βλέπεις κάποιονε που ούτε καν ήξερες μέχρι τότε ότι ζούσε, η Λιλά να πούμε από πού ξεφύτρωσε, κάποιοι λένε ότι από πιτσιρίκα εδώ ήτανε, μάλιστα στα μέρη μας γεννήθηκε, αλλά νά μικρή δε σου γέμιζε το μάτι με τη σάκα και τον πλεκτό μάλλινο σκούφο της, άνοιξε σαν ηλιολούλουδο μια μέρα, την επομένη ήταν εδώ, και τώρα σου τρυπάει τα μάτια άλλη απ᾿ αυτή δε βλέπεις, κι άλλοι πάλι λένε κάθε άλλο, δεν πάνε ούτε τρεις μήνες που αριβάρισε στα μέρη μας η μάνα της τα τίναξε στο νοσοκομείο της Βιλ-Ζουήφ και την πάσαρε στην αδερφή της τη θεία που έμενε δω. Ως γνωστό, κι ο κόσμος κουτσομπολεύει σε σημείο να ξεχνάει να ζει, αποκλειομένων να τα βρουν για ένα πράμα τόσο απλό, όπως ένα κορίτσι, οπότε βάλε τώρα πολέμους μοιρασιές και παγκόσμιες συμφωνίες πώς να τα χωρέσει ο νους σου, όσο για τη Λιλά δεν μπορείς να βγάλεις άκρη, μα ναι σου λέω αριβάρισε ποδαράτα με ροδάτο βαλιτσάκι, μα όχι σου λέω εγώ τη γνώρισα στο σχολειό, αφού κι απ᾿ τα εφτά οχτώ ζωγράφιζε πράματα αίσχος στο τετράδιό της, μα ναι ναι σου λέω Οκτώβρη μήνα στις εφτά τ᾿ απόγευμα αριβάρισε, ορίστε νά, απ᾿ εδώ με τη βαλίτσα που γρατσούναγε χάμω, και το ίδιο βιολί ώρες ολόκληρες. Απόδειξη ότι χωρίς να ξεμυτίσεις απ᾿ τα χωράφια σου να πούμε, όπου ξέρεις όλους τους ντόπιους με το παρατσούκλι τους, η Μελί η τσουκνιδομάτα ή ο Μουλούντ ο εφαπτομένος, κατά βάθος δεν ξέρεις ποτέ κανέναν, σου ξεφεύγουν όλοι, τέλος πάντων όσοι σ᾿ ενδιαφέρουν, όπως η γραβιέρα έχει τρύπες, αυτοί έχουν μυστικά μπορεί και συ.
Ορίστε η Λιλά που μου ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μου ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μας έτυχε και μας, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μας έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο.
Εγώ λέω πως πάνω απ᾿ όλα αυτή, ακόμα κι απ᾿ όσα στην τιβί, τις πορνόγριες της Δυναστείας, τα βουτυρομόσχαρα σε σέρφινγκ του Μπέηγουοτς, τις ψηλές ηλίθιες φωτομοντέλες που άντε ας πούμε ότι είναι ωραίες, αλλά νά σου που περπατάνε τα πόδια σταυρωμένα σαν χταπόδια, τόσο ίδιες η μια με την άλλη σαν φαντάροι της προεδρικής φρουράς, ψηλομύτες σε όλα τους, πάρτε μάτι μαλακισμένα κάνω πασαρέλα, και από πάνω το μουνί στεγνό, στοίχημα πάω, ό,τι βλέπεις και δε βλέπεις από γυναικάρες στην οθόνη, ακόμα και η Βανέσσα Παραντί, ακόμα και η Μαρλέν Οτέ η τριανταπεντάρα αρχιδρομέας που καρφώνεται στους βατήρες με τον ωραιότερο κώλο του κόσμου, και δεν είναι φτιαγμένος μόνο για τρεχάλα σίγουρα πράματα, όλες όλες όλες δε φτουράνε μία μπροστά της, άλλο πράμα, άλλο πράμα αχ σου λέω, τι από κοντά, τι από μακριά, μάτι με μάτι, γεια τι γίνεται καλά εσύ, απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά της γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σου λέει μαζί.
Από πιο πριν κιόλας από τη μέρα της τσουλήθρας όλο και κάτι νάζια έκανε με το μουνάκι της απ᾿ ό,τι φαίνεται. Ο Μουλούντ έλεγε ότι την τρακάρει ένα απόγευμα, του λέει γεια πώς πάει, και να τον κοιτάζει και δώσ᾿ του να το ξύνει κάτω απ᾿ το φουστάνι της. Μια άλλη φορά πάλι της λες κάτι και σου απαντάει και μένα στη μουνάρα μου, θα νόμιζες επίτηδες πρόστυχα ή μπορεί και για να μιλάει τάχα αγορίστικα. Στο ΙΚΑ μου πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά του ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που της βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα της πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια.
Πριν πω για τον ταμπλά που μου ᾿πεσε θέλω να μιλήσω για τον έρωτα, για το τι παίζει. Στη γειτονιά ο πάσα εις πήδηξε απ᾿ τα δεκαπέντε του, μετά όμως φρένο. Χτυπάς κάρτα την πρώτη φορά με την πιο περπατημένη γκόμενα, όλο και βρίσκεται καμιά μάλλον γάμα κατηγορίας, ο νους τους στην ξεπέτα όλων των νεαρών και μετά αυτές κουκουλώνονται, αλλά πιο μετά στα δεκαεφτά δεκαοχτώ πότε πότε οι νέοι μένουν βδομάδες ολόκληρες χωρίς να τη χώσουν και φαίνεται να τους βαράει στο κεφάλι. Τότε σούρνουνε ένα πιπίνι σε μια υπόγα και το πηδάνε με βάρδιες και μάτι, τώρα το πιπίνι ξέρει δεν ξέρει τι το περιμένει, για λίγο χόρτο μπορεί να το τραβήξει και μέχρι τέρμα στην υπόγα, τυχαίνει να φωνάζει να κλαίει αλλά και να, το ξαναπάει απ᾿ την αρχή. Εγώ, εκτός από μια φορά εδώ και κάτι αιώνες, δύσκολα νταραβερίζομαι με τέτοια γιατί η καρδιά μου δεν το κάνει κέφι, λοιπόν κι εγώ παίρνω μάτι την παρέα τάχα πως γουστάρω αλλά κι αυτό μια στους έξι μήνες και βάλε.
Και μέσα σ᾿ όλα να ᾿χεις και το νου σου στον περιβόητο ιό της μοντέρνας μας εποχής, γιατί της συνοικίας μας το αυτόματο μηχάνημα με τις καπότες μια ζωή είναι άδειο, οι μάγκες τις σουφρώνουν όλες απ᾿ την πρώτη μέρα κιόλας και τις σκοτώνουνε σε τιμή ευκαιρίας.
Γενικός κανόνας τα κορίτσια και οι παντρεμένες παίρνουνε βίζιτες Πέμπτη βράδυ ή Παρασκευή απόγευμα όταν μένουνε ταπί, κάθε τέλος του μήνα, τουτέστιν πάντα, μια απ᾿ τα ίδια και οι κοπέλες για να βρουν φράγκα για τις σπουδές τους ή το φαΐ στη φοιτητική εστία ακόμα και ανήλικες, οι άντρες και οι γονείς τους κάνουνε τα στραβά μάτια, του στυλ ή αυτό, ή χέσ᾿ τα κι άσ᾿ τα, αφού και πολλές φορές φεύγουνε απ᾿ το σπίτι τρεις τέσσερις ώρες όσο πρέπει κι όταν γυρίσουνε ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Πελάτες είναι καμιά φορά οι μαντράχαλοι της συνοικίας, μα προπάντων κάποιοι που καταφτάνουν απ᾿ το Παρίσι με λεωφορείο ή τον ηλεκτρικό, μη νομίζεις κι αυτοί μπόλικα δεν τα ᾿χουν γι᾿ αυτό έρχονται να πηδήξουν κατά δω, πενήντα φράγκα πάει η ταρίφα, στα ερασιτεχνικά σύμφωνοι, μα όπως και να το κάνεις πήδημα είναι κι αυτό, κάθε τόσο σκάνε μύτη και κάτι παραλήδες ντυμένοι στην πένα μέσα σε κουρσάρες που ζητάνε να βρούνε παρθενούλες αφρικανικής εισαγωγής, κι εδώ από παρθένες άλλο τίποτα, φτιάχνουμε κάθε βδομάδα από μπόλια αρνιού και λίγο μανό. Τώρα οι παραλήδες στην πένα το ψυλλιάζονται κιόλας λίγο, αλλιώς δε θα αριβάρανε με καπότες διπλής προστασίας.
Έχουμε στη συνοικία πολλές ανεξάρτητες που δεν έχουν νταβατζή κανένα και που δουλεύουν όταν λάχει, αλλά βρίσκεις και πιο οργανωμένα, μέρος της μπίζνας, κύκλωμα νταβατζήδων των τριάντα σαράντα. Η δουλειά γίνεται επί το πλείστον στα υπόγεια, με χαλιά μαξιλάρια στέρεο και τα ρέστα, όχι πως βαστάει και πολύ το ταξίδι στα βάθη της Ανατολής, το πέρασμα στα μυστικά του χαρεμιού, αλλά σου είναι και στιγμές που για πολύ καιρό μετά σου χαϊδεύουν τις αισθήσεις αν κάθεσαι και τα κλωθογυρίζεις.
Κάποιες Πέμπτες απόγευμα όταν ο καιρός έχει καλοσύνη κάνουμε εδώ το παζάρι του πηδήματος, οι μάγκες στήνονται στην ουρά μπροστά στις πολυκατοικίες, κάποιες φορές φέρνουν καρέκλες ή ακόμα παίζουνε ζάρια ή μπαρμπούτι, οι γκόμενες βγαίνουν έξω για να τους ανάψουνε με κάτι σούπερ σέξι φουστάνια, το θέαμα αξίζει τον κόπο, εμείς το λέμε παρέλαση κώλων, κάθε τόσο κάποιος μάγκας παρατάει το μπαρμπούτι και κατεβαίνει με μια στο υπόγειο, όταν βγαίνει πάλι οι άλλοι ζητωκραυγάζουν, οι πιο καυλωτικές ξεπετάνε δέκα δώδεκα τύπους τη βδομάδα, ακόμη και μπάτσους με πολιτικά το ᾿χουμε δει κι αυτό. Ακούστηκε πάλι ότι και για τους πούστηδες γίνονται τέτοια, ότι το προϊόν Αραβάκι πουλάει ακόμα αλλά όχι στα μέρη μας, εδώ οι αδελφές δεν έχουν καλή φήμη γιατί δεν ξέρω, βρίσκεις τέτοια πιο πολύ στα νότια προάστια, στο Μπανιέ και στο Κρετέιγ.
Με δυο λόγια εδώ ο έρωτας είναι σαν όλα τ᾿ άλλα, μας κάνει ό,τι βρίσκουμε, όλο και τη βολεύουμε. Και τα λέω όλα αυτά για να γίνει λιανή η σημασία της Λιλά ξαφνικά. Τη Λιλά ποτέ κανείς δεν την είδε να ψωνίζεται. Δεν έχει παρτίδες με κανένα. Συχνά τις Παρασκευές κάθεται σπίτι και χαζεύει με τη θεία της τιβί. Δεν κάνει παρέα με τις άλλες, και μετά την κάνει για δυο τρεις μέρες πού δεν ξέρεις.
Η Λιλά.
Και τώρα στον ταμπλά με τη μεγάλη απορία.
Αφήνοντας στην μπάντα την τσουλήθρα και φυσικά το ποδήλατο, να πώς έχουν τα πράγματα: Εκτός από τη θεία της είμαι λέει ο μόνος που του μιλάει η Λιλά. Κι εγώ που νόμιζα ότι μιλάει και με τους άλλους όπως και με μένα, αλλά ιδέα μου. Στον Ρουμπέν τον Αρμένη, τον Μουλούντ, τον Μπιγκ Τζο και τους άλλους όλους, έσκασα χτες το παραμύθι: σας πιάνει εσάς την κουβέντα η Λιλά; Μου ᾿πανε όχι ποτέ των ποτών. Αυτοί κάτι της πετάνε άμα τυχαίνει και περνάει όπως και σ᾿ όλες, αλλά εκείνη ούτε λέξη ή άντε μισή.
«Ψώνιο η δικιά σου», μου κάνει ο Μουλούντ. «Κοιτάζει πίσω από σένα, δε σε βλέπει. Γι᾿ αυτήν δεν υπάρχεις».
«Καλά ρε συ, μαζί σου μιλάει;» με ρωτάει ο Πτι Μωρίς·
«Ε, άμα λάχει».
«Και σου πιάνει την κουβέντα;»
«Αφού σου είπα τώρα».
«Και σαν τι κουβέντα;»
«Τίποτα ρε», λέω κι εγώ προσεκτικός.
«Αφού δε σου λέει τίποτα, καλύτερα να το βουλώνει».
«Ναι, σίγουρα», κάνω.
«Χέστε την τη μαλακισμένη», κόβει την κουβέντα ο Ζιλμπέρ.
Την κάνουν, με μισή καρδιά.
Κάγκελο εγώ, νά τος ο ταμπλάς. Μόνο σε μένα μιλάει. Απ᾿ όλα τα παιδιά της γειτονιάς σε μένα μιλάει στον Σιμό. Όλοι οι άλλοι ζόμπι, ανύπαρκτοι. Σε μένα και μόνο.
Νά τι θέλω να πω: δεν είναι καν το ότι μετά την έκσταση στο ποδήλατο θα μπορούσα να σκεφτώ να την πηδήξω ή άντε να τη φιλήσω πίσω απ᾿ τ᾿ αυτί ή πού αλλού δεν ξέρω, ή ακόμα να της χαϊδέψω τους ώμους να την κρατήσω απ᾿ τη μέση, όλα αυτά τα πράματα που βλέπουμε στις ταινίες, που χωρίς να το θέλω μου τσιγκλάνε την καρδιά και το στομάχι όλες αυτές οι ιδέες, το βράδυ πιο πολύ όταν έχω πέσει κι ακούω τα ροχαλητά της μάνας μου, μου ᾿ρχονται και μου ξανάρχονται στο νου, με κλειστά τα μάτια, βλέπω χειρονομίες, οπότε κι εγώ σηκώνομαι σιωπηλός σαν αράχνη, κουβαλιέμαι στην κουζίνα να καθίσω να γράψω κι αυτό σαν κάπως να με κουλάρει. Και δεν είναι ότι τα σκέφτομαι σαν όνειρο που θα βγει αύριο μεθαύριο όχι όχι, η Λιλά παρθένο νησί είναι, με καράβι Σιμό περνάς κι από μακριά την κοιτάζεις, αλλά τουλάχιστο σε βλέπει σου μιλάει. Τώρα γιατί μου λέει όσα μου λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μου δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι της ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά.
Πρέπει κι αυτό να πω: όταν άρχισα να γράφω, χρόνια τώρα, έκανα ό,τι στην έκθεση, διηγόμουν μια ταινία που ᾿χα δει στην τιβί, χαζομάρες δηλαδή, ή ακόμα τη μιζέρια μου της κάθε μέρας ή κάνα ατύχημα στο δρόμο, ένα μαλλιοτράβηγμα, μια φορά και μία ιστορία με βρικόλακες σ᾿ ένα κάστρο σκοτάδι πίσσα, κι άλλες ιστορίες, η αρχή τους μόνο, ποτέ μου δεν ήξερα πώς να τους δώσω τέλος, αφού απ᾿ την πρώτη σελίδα μού την έδινε, κι έλεγα στον εαυτό μου άμα σ᾿ τη σπάει εσένα στους άλλους φαντάσου, και στο τέλος έκαιγα τις κόλλες μου στο νεροχύτη κι από πάνω μπόλικο νερό πριν πάω και ξαναπέσω στην απελπισία μου. Η μάνα μου δουλεύει στο δημαρχείο καθαρίστρια, τη βρήκε τη δουλειά απ᾿ την Κοινωνική Πρόνοια, σηκώνεται στις πέντε χειμώνα καλοκαίρι, κάποιες φορές δε μ᾿ είχε πάρει ακόμα ο ύπνος όταν την άκουγα να σηκώνεται και να μουρμουράει πολυβόλο η γλώσσα της, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι στο καλό έλεγε μπορεί προσευχές, έφευγε στα βιαστικά κι εγώ εκεί με τη νύχτα μου χαμένη.
Για πολύ καιρό έπρεπε να σηκώνομαι στις εφτά για να πάω την αδερφή μου τη μικρή στο σχολειό. Τώρα πηγαίνει μόνη της και ξυπνάω πιο αργά. Άσε που κοιμάσαι δεν κοιμάσαι ένα και το αυτό, η μέρα πάντα ίδια ξημερώνει, αισθάνομαι τόσο χρήσιμος όσο μια καρέκλα στο ταβάνι, κι από κάτω οι άλλοι βαστάνε τους τοίχους μπας και τους πέσουν, θυμάμαι μια μέρα στο σχολειό η φιλόλογος ρώτησε τον Πτι Μωρίς τι θέλεις να κάνεις αργότερα, κι εκείνος απάντησε: κάτι.
Αλλά από τότε που η Λιλά μου μίλησε για πρώτη φορά, μιλάμε για την παράσταση της τσουλήθρας, σαν ένα φράγμα να ᾿σπασε μέσα μου εκείνη την ώρα, την ίδια κιόλας νύχτα κατάλαβα πως μπορώ να το γράψω στα εύκολα, ότι δεν είναι ανάγκη να κατεβάζει το κεφάλι μου βρικόλακες ή δεν ξέρω ᾿γώ τι, πως η Λιλά εδώ είναι, με κοιτάζει και μου λέει τα δικά της με τρόπο μοναδικό με τα μάτια της που δεν μπορείς να τους κρύψεις τίποτα. Ποτέ δε σκεφτόμουνα εγώ να καθίσω να γράψω για γαμήσια με κώλους και πούτσους και λέξεις σ᾿ αυτά τα χρώματα, στην αρχή μάλιστα δεν ήτανε και τόσο απλό το πράμα, ζοριζόμουνα δεν είμαι στυλ επιδειξία, ντρεπόμουνα κιόλας, μιας και η μάνα μου ούτε ν᾿ ακούει δε θέλει για τέτοια και τώρα τα κατεβάζω σαν νερό όταν βρέχει, μοιάζει η Λιλά να μου σπρώχνει το χέρι, η φωνή της μου τραγουδάει στο κεφάλι μου μέσα ώρες και ώρες μετά, τσόντα ξετσόντα δεν ξέρω πια, αυτό που ξέρω είναι πως η πένα γλιστράει πάνω στο χαρτί με μοτέρ αόρατο νά, τελειώνω κιόλας ένα τετράδιο, είμαι και αθώος, ούτε μια τύψη, κι από πάνω τέλος, το να μου τη δίνει το γράψιμο, μπορώ και ν᾿ αραδιάσω δύο σελίδες την ώρα προπαντός όταν όσα θυμάμαι είναι φρέσκα σαν αυγά ημέρας κι όταν ξαναπέφτω να ξαπλώσω κοιμάμαι.
Θα το πω κι αυτό, σκέφτηκα ακόμα να της φτιάξω ένα ποίημα να πούμε, μα πώς δεν ξέρω, φοβάμαι μη μου βγει ένα μάτσο αχ βαχ και μαλακίες. Θυμάμαι κάτι που μου λέγανε πολύ παλιά, λόγια της Αφρικής: στη μαύρη νύχτα μέσα τραπέζι μαύρο μυρμήγκι μαύρο, ο Θεός πάλι το βλέπει.
Κι εγώ βάζω και τούτο: Ο Θεός βλέπει το μυρμήγκι αλλά εμένα δε με βλέπει οπότε...
Μέχρι κι ένα πορνοποίημα είχα σκαρώσει, για να της γυαλίσω με όσα της αρέσουνε, μόνο που δεν μπορούσα να κάτσω να το γράψω. Όταν τα κατεβάζω απ᾿ το δικό μου το μυαλό, δεν μπορώ πλάκα έχει.
Και στο φινάλε αναρωτιέμαι γιατί στα κομμάτια μου λέει τέτοια μιας και δεν το ξέρει ότι γράφω, αλλά γιατί, μου ᾿ρχεται να πω για να μ᾿ ανάψει αλλά δεν είναι κι έτσι απλό, γιατί αυτή είναι πραγματικά ψυχούλα, τέλος πάντων στα δικά μου μάτια, δεν είναι απλά και μόνο το τσουλί που ᾿χει αγκάθια στην καρδιά, κι όπως και να το δω το πράμα ότι δάγκωσε τη λαμαρίνα με μένα, δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί χωρίς να είμαι κανένας στραβοκάνης και σκουντούφλης δεν είμαι δα Κλιντ Ήστγουντ ούτε καν Σταλλόνε με μάτι κατρακύλα, έτσι λένε ότι τα ᾿χει, η πρώην του τα ξέρασε στον Τύπο, το καυλί του μια σταλιά λέει, όχι εγώ φέρνω μάλλον στο νορμάλ-συνοικιακό καστανοσγουρομάλλης φυσικά και μαυρομάτης, ακούγεται ότι το στυλ καστανομαυρισμένος κυκλοφορεί όλο και περισσότερο πάνω στον πλανήτη, σε λίγο θα ᾿ χουμε και έλλειψη από ξανθούς άλλος λόγος κι αυτός για να ᾿ναι σπάνιο πράμα η Λιλά, θα μου πείτε κι εσείς ότι δε χάθηκαν οι βαφές ούτε και το ξάσπρισμα δέρματος όπως έκανε λέει ο Μάικλ Τζάκσον με ελαφρόπετρα και σερόπια φαρμακευτικά που σου αλλάζουν τα πετρέλαια μέσα κι έξω, αλλά τα παιδιά του αν κάνει ποτέ, θα ᾿ναι θέλει δε θέλει μπλακ, τις προάλλες οι πανκ του Μπομπινιύ ροβολήσανε κατά δω για να πουλήσουνε μόστρα πάω στοίχημα, και ᾿γώ να σκέφτομαι: δεν πα να φοράς λειρί κοκόρου και να μασκαρεύεσαι σαν κοράκι λουστρινάτο, θα ᾿σαι πάντα ο ίδιος κι απαράλλαχτος.
Καλά, με κάτι τέτοια δεν μπορώ να μη δω ότι δεν ξέρω να γράψω, όλη την ώρα χάνομαι, αρχινίζω μια φράση και μετά όπου με πάει, μουντζουρώνω γράφω στραβά κι ανάποδα γυρνάω πάλι πίσω, στο τέλος χαμένος για τα καλά, πρέπει να τα ξαναδιαβάσω να δω πού ήτανε η αρχή. Σκέφτομαι και λέω ότι όσοι γράφουν έχουνε σχέδια σαν τους αρχιτέκτονες, μετά το μόνο που τους μένει είναι να συμπληρώσουν τα καλοδουλεμένα τετράγωνα, αυτοί ξέρουνε πού πάνε, επάγγελμα είναι κι αυτό και καθίσανε και το μάθανε, ενώ εγώ ο καημένος δώσ᾿ του και τραβάω κούτσα κούτσα την κλωστούλα μου, δε μου λείπουνε ούτε αισθήματα ούτε σκέψεις, μα τόσο πολύ οι λέξεις. Σουφρώνω λίγα λίγα απ᾿ τη μάνα μου, φράγκο φράγκο, για ν᾿ αγοράσω μια μέρα ένα λεξικό, και τότε θα το μάθω απέξω κι ανακατωτά, αλλά μέχρι τότε νιώθω τόσα πολλά πράματα και δεν ξέρω πώς να τα εκφράσω, που ώρες ώρες λύσσα με πιάνει, πώς στο καλό μάθανε οι άλλοι; Κι αποτέλεσμα εδώ στη γειτονιά, τα παιδιά, Γαλλόπουλα και μη τους φτάνει μια γλώσσα άσ᾿ τα να πάνε, όλο μπλιαχ και χάι και οκέι και γαμώ το μαλάκα πούστη χεσ᾿ τα και γαμώ τη μάνα σου καθίκι, αυτά έχει όλα, όλα το κλουβί της γλώσσας τους. Φυσικά εγώ μου βγαίνει ο πάτος για να μη γράφω όπως μιλάνε αυτοί, και μετά κάθομαι και τα αντιγράφω εδώ, και τα κορακίστικα βαρετά και περιορισμένα κι αυτά, μα ούτε ξέρω στα σίγουρα αν το ᾿ χω πιάσει το πράμα σωστά.
Βλέπεις οι λέξεις δε δίνονται το ίδιο σε όλους. Κι όλο να νιώθεις πως περνάς μιλιά μακριά, ότι πάντα υπάρχει ένα καταπράσινο νησί που δεν το πλησιάζεις καλύτερα φυλαγμένο κι απ᾿ την Εθνική Τράπεζα, νησί γκαστρωμένο με φρούτα σωρό και υπέροχα, λέξεις που ο κόσμος μεταχειρίζεται και γλυκαίνει το στόμα του, σαν να κάνεις βουτιά σε θησαυρό σε παράδεισο μέσα, αλλά εσύ όχι ποτέ εσύ, εσύ δώσ᾿ του και τραβάς κουπί, άντε σκυμμένος τράβα κουπί ρε μαλακισμένο γιατί σηκώνεις κεφάλι, απαγορεύεται το αγνάντεμα και μη τυχόν κι ακούσεις τα όμορφα μακρινά τραγούδια, πέσε κάτω πάρε και μια βουρδουλιά και βούλωσ᾿ το μη φας κι άλλη.
Αποκλεισμένοι λένε. Κι αρχίζουνε τις φιοριτούρες και τις σάλτσες! Γαμώ τα συνέδριά τους και τα όλα τους. Μα αποκλεισμένοι από τι δεν μπορείς να μάθεις. Δεν μπορείς καν να μάθεις από τι είσαι αποκλεισμένος. Από τη Σάντα Μπάρμπαρα; Από κείνα τα μέρη που βλέπουμε στην τιβί με πισίνες και μονοκίνια στο μπλε πετρόλ; Αλλ᾿ αυτά είναι μέρη από άλλους πλανήτες, αδύνατο να υπάρχουνε σε τούτη τη γη, είναι σινεμά και παραμύθι. Ακόμα και ο ήλιος τους κάλπικα γυαλίζει. Εδώ δεν έχουμε ποτέ καλό καιρό. Του πάνε κόντρα οι πολυκατοικίες. Τυχαίνει να᾿ χουμε πολλή ζέστη ακόμα και κουφόβραση αλλά ποτέ δεν είναι ωραία. Ωραία και εδώ δεν πάνε μαζί.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεις μια άλλη συνοικία που μπορείς και να την μπερδέψεις με τη δίκιά μας ή και με μια άλλη, τη βαφτίσανε Δροσιά και ο Πτι Μωρίς, που ᾿χει σόγια κατά κει, λέει πως είναι τα κτίρια που κάνουν δροσιά στα δέντρα.
Τα δέντρα είναι φτυστά εμείς, φυτεμένα σαν πράματα και γιατί δεν ξέρουνε, σαν και μας σου λέω να το κουνήσουμε δεν μπορούμε, θα μου πεις ότι και τα δέντρα μια από τα ίδια, μα τούτα εδώ ακόμα χειρότερα, μες στη μαύρη ασχήμια κάτω απ᾿ τον γκρίζο ήλιο, τα κουβαλάνε απ᾿ αλλού, άσε που είναι όλα ίδια, ποικιλία για παρέα δεν έχουν, μήτε θάμνο μήτε λουλούδια μπικόουζ βάνταλισμ, ένα δέντρο κάθε δεκαπέντε μέτρα ίσια στην ευθεία, η μάνα μου λέει ότι το πρωί όταν φεύγει νωρίς αν φυσάει τα ακούει να κλαίνε.
Μα η μάνα μου όπου κι αν πάει κλάματα ακούει.
Είναι αλήθεια ότι στα μέρη μας με την μπίζνα μπορείς να ᾿χεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου μισοτιμής και βάλε, τιβί σκούτερ πικάπ ντι τζι, όπλα που ᾿ρχονται απ᾿ το Ισραήλ τρέχα γύρευε πώς, νάηκς και ρήμποξ με τρεις γραμμές στα πλάγια είναι και τα πιο κλασάτα. Σε κάποια υπόγεια ή ακόμα και τεκέδες γίνεται χοντρό αλισβερίσι, μοντέρνα παζάρια, κόσμος από το Παρίσι έρχεται κατά δω να τσακώσουνε τα στέρεο τους μέχρι και ρούχα σινιέ, ποτά απ᾿ όλο τον κόσμο, μπιζού πούρα έπιπλα κομπιούτερ Μάκιντος με εκτυπωτές στο τρίτο της τιμής. Η μπίζνα αφήνει μεγάλο κέρδος όμως το σινάφι είναι περιορισμένο, συχνά το πράμα πάει οικογενειακά τα ξαδέρφια πρώτα, ή με τη φιλία όσων κάνανε στη στενή μαζί και πάλι όσο να πεις το ρίσκο είναι μεγάλο. Δεν είμαστε όλοι εδώ γεννημένοι γκάγκστερ, ακόμα κι αν κάπως το βλέπουμε στα όνειρά μας, σου φαίνεται ζωή και κότα σε σύγκριση με την άλλη που είναι η ανέχεια τελεία και παύλα.
Ακόμα και να την παντρευτώ τη Λιλά έκανα όνειρα θερινής νυκτός, και λέω όνειρα γιατί η φτώχεια είναι η κολλητή μου, ούτε τέσσερα φράγκα για να πάρω λουλούδι φαντάσου τώρα βέρα, φουστάνι ταξίδι συν τοις άλλοις, διαμέρισμα και μέλι για ένα μήνα, όλα αυτά σκέτη σαπουνόπερα στην τιβί, ο Σιμό στο Μαλιμπού, σύννεφο να περνάει χωρίς να στάξει σταγόνα πάνω σε χώμα άφορο, μπορεί και να μην έχει καν βροχή στην κοιλιά του, για να μην πω για το θάρρος που θα χρειαζόμουνα για να παντρευτώ άγγελο τέτοιου τύπου, με τα όσα ξεστομίζει λόγια φιδίσια αλυσίδα, άσε που ακούγεται ότι εξαφανίζεται κατά καιρούς δυο τρεις μέρες στη σειρά, ούτε η θεία της δεν ξέρει πού βρίσκεται, το ρίσκο τεράστιο το βλέπω, φαντάζεσαι να φεύγω πρωί πρωί απ᾿ το σπίτι για δουλειά (λέμε τώρα) και ν᾿ αφήνω τη Λιλά ολομόναχη, θα ᾿χα δαγκάνες στην καρδιά όλη μέρα, εδώ τώρα και τη φαντάζομαι ώρες ώρες στο φόρτε μιας παρτούζας, χιλιοτρυπημένη από πούτσες σαν μαξιλαράκι για καρφίτσες, και ᾿γώ να καταφτάνω στο ξαφνικό το απομεσήμερο τι πόνος κι αυτός στα σωθικά γαμώ το κέρατό μου τι μακελειό.
Άλλες φορές πάλι σε ρωτάνε για την ντρόγκα, ώστε έτσι ρε παιδιά κάνετε χρήση ναρκωτικών; Και δε μου λες πού στα κομμάτια να τ᾿ αγοράσουμε το πράμα, δε φυτρώνει δα και στην άμμο, άντε έστω κάπου κάπου τραβάς και τρεις τζούρες από ένα τσιγαριλίκι αλλά τα παραπάνω είναι για τους ματσωμένους, πρέπει να ᾿σαι πολύ ᾿κονομημένος ή αλλιώς βαποράκι και εξαρτημένος εγώ δε γουστάρω.
Εδώ εκτός από τους λίγους της μπίζνας, τόσο πολύ τίποτα δεν έχουμε, που η μάνα μου αγοράζει το ψωμί της από δεύτερο χέρι. Αυτά τα πράματα ο κόσμος δεν τα ξέρει και θα ᾿πρεπε κάποιος να του τα πει. Η Λουσέτ η Μαρτινικέζα που μένει από κάτω μας και που έχει πρόωρη σύνταξη απ᾿ τα Ταχυδρομεία αγοράζει να πούμε ψωμί τη Δευτέρα, βγάζει δυο μέρες μ᾿ αυτό, την Τετάρτη η μάνα μου της ξαναγοράζει ό,τι μένει μισή τιμή και μας κάνει και δυο μέρες ακόμα.
Τίποτα δεν έχουμε. Για παπάκι έχουμε αυτά που σουφρώνουμε αλλά μόλις προλαβαίνεις να κάνεις τρεις φορές το τετράγωνο και μένεις από βενζίνη. Κι έπειτα παράξενο πράμα, αλλά με το που μπορείς να το κουνήσεις κάθεσαι στ᾿ αυγά σου, το ᾿χω παρατηρήσει. Και γιατί να πάω αλλού σκέφτεσαι; Για να κάνω τι όχι πες μου; Μοιάζεις λιγότερο τιποτένιος εδώ στη γειτονιά όπου τουλάχιστον όλος ο κόσμος είναι τιποτένιος απ᾿ ό,τι να πουλάς φιγούρα στα Ηλύσια Πεδία. Αυτή τη φιγούρα δικέ μου δεν τη χάβει κανένας, άμα δεν έχεις μία στην τσέπη φαίνεται στα μάτια σου.
Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μου λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που του μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες της Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μου δίνει η Λιλά καλό μου κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη.
Ακόμα και σε μια τέτοια γειτονιά, στη συνοικία της Γέρικης Βελανιδιάς, νομίζεις πως τα ξέρεις όλα και ξάφνου βλέπεις κάποιονε που ούτε καν ήξερες μέχρι τότε ότι ζούσε, η Λιλά να πούμε από πού ξεφύτρωσε, κάποιοι λένε ότι από πιτσιρίκα εδώ ήτανε, μάλιστα στα μέρη μας γεννήθηκε, αλλά νά μικρή δε σου γέμιζε το μάτι με τη σάκα και τον πλεκτό μάλλινο σκούφο της, άνοιξε σαν ηλιολούλουδο μια μέρα, την επομένη ήταν εδώ, και τώρα σου τρυπάει τα μάτια άλλη απ᾿ αυτή δε βλέπεις, κι άλλοι πάλι λένε κάθε άλλο, δεν πάνε ούτε τρεις μήνες που αριβάρισε στα μέρη μας η μάνα της τα τίναξε στο νοσοκομείο της Βιλ-Ζουήφ και την πάσαρε στην αδερφή της τη θεία που έμενε δω. Ως γνωστό, κι ο κόσμος κουτσομπολεύει σε σημείο να ξεχνάει να ζει, αποκλειομένων να τα βρουν για ένα πράμα τόσο απλό, όπως ένα κορίτσι, οπότε βάλε τώρα πολέμους μοιρασιές και παγκόσμιες συμφωνίες πώς να τα χωρέσει ο νους σου, όσο για τη Λιλά δεν μπορείς να βγάλεις άκρη, μα ναι σου λέω αριβάρισε ποδαράτα με ροδάτο βαλιτσάκι, μα όχι σου λέω εγώ τη γνώρισα στο σχολειό, αφού κι απ᾿ τα εφτά οχτώ ζωγράφιζε πράματα αίσχος στο τετράδιό της, μα ναι ναι σου λέω Οκτώβρη μήνα στις εφτά τ᾿ απόγευμα αριβάρισε, ορίστε νά, απ᾿ εδώ με τη βαλίτσα που γρατσούναγε χάμω, και το ίδιο βιολί ώρες ολόκληρες. Απόδειξη ότι χωρίς να ξεμυτίσεις απ᾿ τα χωράφια σου να πούμε, όπου ξέρεις όλους τους ντόπιους με το παρατσούκλι τους, η Μελί η τσουκνιδομάτα ή ο Μουλούντ ο εφαπτομένος, κατά βάθος δεν ξέρεις ποτέ κανέναν, σου ξεφεύγουν όλοι, τέλος πάντων όσοι σ᾿ ενδιαφέρουν, όπως η γραβιέρα έχει τρύπες, αυτοί έχουν μυστικά μπορεί και συ.
Ορίστε η Λιλά που μου ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μου ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μας έτυχε και μας, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μας έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο.
Εγώ λέω πως πάνω απ᾿ όλα αυτή, ακόμα κι απ᾿ όσα στην τιβί, τις πορνόγριες της Δυναστείας, τα βουτυρομόσχαρα σε σέρφινγκ του Μπέηγουοτς, τις ψηλές ηλίθιες φωτομοντέλες που άντε ας πούμε ότι είναι ωραίες, αλλά νά σου που περπατάνε τα πόδια σταυρωμένα σαν χταπόδια, τόσο ίδιες η μια με την άλλη σαν φαντάροι της προεδρικής φρουράς, ψηλομύτες σε όλα τους, πάρτε μάτι μαλακισμένα κάνω πασαρέλα, και από πάνω το μουνί στεγνό, στοίχημα πάω, ό,τι βλέπεις και δε βλέπεις από γυναικάρες στην οθόνη, ακόμα και η Βανέσσα Παραντί, ακόμα και η Μαρλέν Οτέ η τριανταπεντάρα αρχιδρομέας που καρφώνεται στους βατήρες με τον ωραιότερο κώλο του κόσμου, και δεν είναι φτιαγμένος μόνο για τρεχάλα σίγουρα πράματα, όλες όλες όλες δε φτουράνε μία μπροστά της, άλλο πράμα, άλλο πράμα αχ σου λέω, τι από κοντά, τι από μακριά, μάτι με μάτι, γεια τι γίνεται καλά εσύ, απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά της γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σου λέει μαζί.
Από πιο πριν κιόλας από τη μέρα της τσουλήθρας όλο και κάτι νάζια έκανε με το μουνάκι της απ᾿ ό,τι φαίνεται. Ο Μουλούντ έλεγε ότι την τρακάρει ένα απόγευμα, του λέει γεια πώς πάει, και να τον κοιτάζει και δώσ᾿ του να το ξύνει κάτω απ᾿ το φουστάνι της. Μια άλλη φορά πάλι της λες κάτι και σου απαντάει και μένα στη μουνάρα μου, θα νόμιζες επίτηδες πρόστυχα ή μπορεί και για να μιλάει τάχα αγορίστικα. Στο ΙΚΑ μου πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά του ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που της βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα της πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια.
Πριν πω για τον ταμπλά που μου ᾿πεσε θέλω να μιλήσω για τον έρωτα, για το τι παίζει. Στη γειτονιά ο πάσα εις πήδηξε απ᾿ τα δεκαπέντε του, μετά όμως φρένο. Χτυπάς κάρτα την πρώτη φορά με την πιο περπατημένη γκόμενα, όλο και βρίσκεται καμιά μάλλον γάμα κατηγορίας, ο νους τους στην ξεπέτα όλων των νεαρών και μετά αυτές κουκουλώνονται, αλλά πιο μετά στα δεκαεφτά δεκαοχτώ πότε πότε οι νέοι μένουν βδομάδες ολόκληρες χωρίς να τη χώσουν και φαίνεται να τους βαράει στο κεφάλι. Τότε σούρνουνε ένα πιπίνι σε μια υπόγα και το πηδάνε με βάρδιες και μάτι, τώρα το πιπίνι ξέρει δεν ξέρει τι το περιμένει, για λίγο χόρτο μπορεί να το τραβήξει και μέχρι τέρμα στην υπόγα, τυχαίνει να φωνάζει να κλαίει αλλά και να, το ξαναπάει απ᾿ την αρχή. Εγώ, εκτός από μια φορά εδώ και κάτι αιώνες, δύσκολα νταραβερίζομαι με τέτοια γιατί η καρδιά μου δεν το κάνει κέφι, λοιπόν κι εγώ παίρνω μάτι την παρέα τάχα πως γουστάρω αλλά κι αυτό μια στους έξι μήνες και βάλε.
Και μέσα σ᾿ όλα να ᾿χεις και το νου σου στον περιβόητο ιό της μοντέρνας μας εποχής, γιατί της συνοικίας μας το αυτόματο μηχάνημα με τις καπότες μια ζωή είναι άδειο, οι μάγκες τις σουφρώνουν όλες απ᾿ την πρώτη μέρα κιόλας και τις σκοτώνουνε σε τιμή ευκαιρίας.
Γενικός κανόνας τα κορίτσια και οι παντρεμένες παίρνουνε βίζιτες Πέμπτη βράδυ ή Παρασκευή απόγευμα όταν μένουνε ταπί, κάθε τέλος του μήνα, τουτέστιν πάντα, μια απ᾿ τα ίδια και οι κοπέλες για να βρουν φράγκα για τις σπουδές τους ή το φαΐ στη φοιτητική εστία ακόμα και ανήλικες, οι άντρες και οι γονείς τους κάνουνε τα στραβά μάτια, του στυλ ή αυτό, ή χέσ᾿ τα κι άσ᾿ τα, αφού και πολλές φορές φεύγουνε απ᾿ το σπίτι τρεις τέσσερις ώρες όσο πρέπει κι όταν γυρίσουνε ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Πελάτες είναι καμιά φορά οι μαντράχαλοι της συνοικίας, μα προπάντων κάποιοι που καταφτάνουν απ᾿ το Παρίσι με λεωφορείο ή τον ηλεκτρικό, μη νομίζεις κι αυτοί μπόλικα δεν τα ᾿χουν γι᾿ αυτό έρχονται να πηδήξουν κατά δω, πενήντα φράγκα πάει η ταρίφα, στα ερασιτεχνικά σύμφωνοι, μα όπως και να το κάνεις πήδημα είναι κι αυτό, κάθε τόσο σκάνε μύτη και κάτι παραλήδες ντυμένοι στην πένα μέσα σε κουρσάρες που ζητάνε να βρούνε παρθενούλες αφρικανικής εισαγωγής, κι εδώ από παρθένες άλλο τίποτα, φτιάχνουμε κάθε βδομάδα από μπόλια αρνιού και λίγο μανό. Τώρα οι παραλήδες στην πένα το ψυλλιάζονται κιόλας λίγο, αλλιώς δε θα αριβάρανε με καπότες διπλής προστασίας.
Έχουμε στη συνοικία πολλές ανεξάρτητες που δεν έχουν νταβατζή κανένα και που δουλεύουν όταν λάχει, αλλά βρίσκεις και πιο οργανωμένα, μέρος της μπίζνας, κύκλωμα νταβατζήδων των τριάντα σαράντα. Η δουλειά γίνεται επί το πλείστον στα υπόγεια, με χαλιά μαξιλάρια στέρεο και τα ρέστα, όχι πως βαστάει και πολύ το ταξίδι στα βάθη της Ανατολής, το πέρασμα στα μυστικά του χαρεμιού, αλλά σου είναι και στιγμές που για πολύ καιρό μετά σου χαϊδεύουν τις αισθήσεις αν κάθεσαι και τα κλωθογυρίζεις.
Κάποιες Πέμπτες απόγευμα όταν ο καιρός έχει καλοσύνη κάνουμε εδώ το παζάρι του πηδήματος, οι μάγκες στήνονται στην ουρά μπροστά στις πολυκατοικίες, κάποιες φορές φέρνουν καρέκλες ή ακόμα παίζουνε ζάρια ή μπαρμπούτι, οι γκόμενες βγαίνουν έξω για να τους ανάψουνε με κάτι σούπερ σέξι φουστάνια, το θέαμα αξίζει τον κόπο, εμείς το λέμε παρέλαση κώλων, κάθε τόσο κάποιος μάγκας παρατάει το μπαρμπούτι και κατεβαίνει με μια στο υπόγειο, όταν βγαίνει πάλι οι άλλοι ζητωκραυγάζουν, οι πιο καυλωτικές ξεπετάνε δέκα δώδεκα τύπους τη βδομάδα, ακόμη και μπάτσους με πολιτικά το ᾿χουμε δει κι αυτό. Ακούστηκε πάλι ότι και για τους πούστηδες γίνονται τέτοια, ότι το προϊόν Αραβάκι πουλάει ακόμα αλλά όχι στα μέρη μας, εδώ οι αδελφές δεν έχουν καλή φήμη γιατί δεν ξέρω, βρίσκεις τέτοια πιο πολύ στα νότια προάστια, στο Μπανιέ και στο Κρετέιγ.
Με δυο λόγια εδώ ο έρωτας είναι σαν όλα τ᾿ άλλα, μας κάνει ό,τι βρίσκουμε, όλο και τη βολεύουμε. Και τα λέω όλα αυτά για να γίνει λιανή η σημασία της Λιλά ξαφνικά. Τη Λιλά ποτέ κανείς δεν την είδε να ψωνίζεται. Δεν έχει παρτίδες με κανένα. Συχνά τις Παρασκευές κάθεται σπίτι και χαζεύει με τη θεία της τιβί. Δεν κάνει παρέα με τις άλλες, και μετά την κάνει για δυο τρεις μέρες πού δεν ξέρεις.
Η Λιλά.
Και τώρα στον ταμπλά με τη μεγάλη απορία.
Αφήνοντας στην μπάντα την τσουλήθρα και φυσικά το ποδήλατο, να πώς έχουν τα πράγματα: Εκτός από τη θεία της είμαι λέει ο μόνος που του μιλάει η Λιλά. Κι εγώ που νόμιζα ότι μιλάει και με τους άλλους όπως και με μένα, αλλά ιδέα μου. Στον Ρουμπέν τον Αρμένη, τον Μουλούντ, τον Μπιγκ Τζο και τους άλλους όλους, έσκασα χτες το παραμύθι: σας πιάνει εσάς την κουβέντα η Λιλά; Μου ᾿πανε όχι ποτέ των ποτών. Αυτοί κάτι της πετάνε άμα τυχαίνει και περνάει όπως και σ᾿ όλες, αλλά εκείνη ούτε λέξη ή άντε μισή.
«Ψώνιο η δικιά σου», μου κάνει ο Μουλούντ. «Κοιτάζει πίσω από σένα, δε σε βλέπει. Γι᾿ αυτήν δεν υπάρχεις».
«Καλά ρε συ, μαζί σου μιλάει;» με ρωτάει ο Πτι Μωρίς·
«Ε, άμα λάχει».
«Και σου πιάνει την κουβέντα;»
«Αφού σου είπα τώρα».
«Και σαν τι κουβέντα;»
«Τίποτα ρε», λέω κι εγώ προσεκτικός.
«Αφού δε σου λέει τίποτα, καλύτερα να το βουλώνει».
«Ναι, σίγουρα», κάνω.
«Χέστε την τη μαλακισμένη», κόβει την κουβέντα ο Ζιλμπέρ.
Την κάνουν, με μισή καρδιά.
Κάγκελο εγώ, νά τος ο ταμπλάς. Μόνο σε μένα μιλάει. Απ᾿ όλα τα παιδιά της γειτονιάς σε μένα μιλάει στον Σιμό. Όλοι οι άλλοι ζόμπι, ανύπαρκτοι. Σε μένα και μόνο.
Νά τι θέλω να πω: δεν είναι καν το ότι μετά την έκσταση στο ποδήλατο θα μπορούσα να σκεφτώ να την πηδήξω ή άντε να τη φιλήσω πίσω απ᾿ τ᾿ αυτί ή πού αλλού δεν ξέρω, ή ακόμα να της χαϊδέψω τους ώμους να την κρατήσω απ᾿ τη μέση, όλα αυτά τα πράματα που βλέπουμε στις ταινίες, που χωρίς να το θέλω μου τσιγκλάνε την καρδιά και το στομάχι όλες αυτές οι ιδέες, το βράδυ πιο πολύ όταν έχω πέσει κι ακούω τα ροχαλητά της μάνας μου, μου ᾿ρχονται και μου ξανάρχονται στο νου, με κλειστά τα μάτια, βλέπω χειρονομίες, οπότε κι εγώ σηκώνομαι σιωπηλός σαν αράχνη, κουβαλιέμαι στην κουζίνα να καθίσω να γράψω κι αυτό σαν κάπως να με κουλάρει. Και δεν είναι ότι τα σκέφτομαι σαν όνειρο που θα βγει αύριο μεθαύριο όχι όχι, η Λιλά παρθένο νησί είναι, με καράβι Σιμό περνάς κι από μακριά την κοιτάζεις, αλλά τουλάχιστο σε βλέπει σου μιλάει. Τώρα γιατί μου λέει όσα μου λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μου δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι της ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά.
Πρέπει κι αυτό να πω: όταν άρχισα να γράφω, χρόνια τώρα, έκανα ό,τι στην έκθεση, διηγόμουν μια ταινία που ᾿χα δει στην τιβί, χαζομάρες δηλαδή, ή ακόμα τη μιζέρια μου της κάθε μέρας ή κάνα ατύχημα στο δρόμο, ένα μαλλιοτράβηγμα, μια φορά και μία ιστορία με βρικόλακες σ᾿ ένα κάστρο σκοτάδι πίσσα, κι άλλες ιστορίες, η αρχή τους μόνο, ποτέ μου δεν ήξερα πώς να τους δώσω τέλος, αφού απ᾿ την πρώτη σελίδα μού την έδινε, κι έλεγα στον εαυτό μου άμα σ᾿ τη σπάει εσένα στους άλλους φαντάσου, και στο τέλος έκαιγα τις κόλλες μου στο νεροχύτη κι από πάνω μπόλικο νερό πριν πάω και ξαναπέσω στην απελπισία μου. Η μάνα μου δουλεύει στο δημαρχείο καθαρίστρια, τη βρήκε τη δουλειά απ᾿ την Κοινωνική Πρόνοια, σηκώνεται στις πέντε χειμώνα καλοκαίρι, κάποιες φορές δε μ᾿ είχε πάρει ακόμα ο ύπνος όταν την άκουγα να σηκώνεται και να μουρμουράει πολυβόλο η γλώσσα της, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι στο καλό έλεγε μπορεί προσευχές, έφευγε στα βιαστικά κι εγώ εκεί με τη νύχτα μου χαμένη.
Για πολύ καιρό έπρεπε να σηκώνομαι στις εφτά για να πάω την αδερφή μου τη μικρή στο σχολειό. Τώρα πηγαίνει μόνη της και ξυπνάω πιο αργά. Άσε που κοιμάσαι δεν κοιμάσαι ένα και το αυτό, η μέρα πάντα ίδια ξημερώνει, αισθάνομαι τόσο χρήσιμος όσο μια καρέκλα στο ταβάνι, κι από κάτω οι άλλοι βαστάνε τους τοίχους μπας και τους πέσουν, θυμάμαι μια μέρα στο σχολειό η φιλόλογος ρώτησε τον Πτι Μωρίς τι θέλεις να κάνεις αργότερα, κι εκείνος απάντησε: κάτι.
Αλλά από τότε που η Λιλά μου μίλησε για πρώτη φορά, μιλάμε για την παράσταση της τσουλήθρας, σαν ένα φράγμα να ᾿σπασε μέσα μου εκείνη την ώρα, την ίδια κιόλας νύχτα κατάλαβα πως μπορώ να το γράψω στα εύκολα, ότι δεν είναι ανάγκη να κατεβάζει το κεφάλι μου βρικόλακες ή δεν ξέρω ᾿γώ τι, πως η Λιλά εδώ είναι, με κοιτάζει και μου λέει τα δικά της με τρόπο μοναδικό με τα μάτια της που δεν μπορείς να τους κρύψεις τίποτα. Ποτέ δε σκεφτόμουνα εγώ να καθίσω να γράψω για γαμήσια με κώλους και πούτσους και λέξεις σ᾿ αυτά τα χρώματα, στην αρχή μάλιστα δεν ήτανε και τόσο απλό το πράμα, ζοριζόμουνα δεν είμαι στυλ επιδειξία, ντρεπόμουνα κιόλας, μιας και η μάνα μου ούτε ν᾿ ακούει δε θέλει για τέτοια και τώρα τα κατεβάζω σαν νερό όταν βρέχει, μοιάζει η Λιλά να μου σπρώχνει το χέρι, η φωνή της μου τραγουδάει στο κεφάλι μου μέσα ώρες και ώρες μετά, τσόντα ξετσόντα δεν ξέρω πια, αυτό που ξέρω είναι πως η πένα γλιστράει πάνω στο χαρτί με μοτέρ αόρατο νά, τελειώνω κιόλας ένα τετράδιο, είμαι και αθώος, ούτε μια τύψη, κι από πάνω τέλος, το να μου τη δίνει το γράψιμο, μπορώ και ν᾿ αραδιάσω δύο σελίδες την ώρα προπαντός όταν όσα θυμάμαι είναι φρέσκα σαν αυγά ημέρας κι όταν ξαναπέφτω να ξαπλώσω κοιμάμαι.
Θα το πω κι αυτό, σκέφτηκα ακόμα να της φτιάξω ένα ποίημα να πούμε, μα πώς δεν ξέρω, φοβάμαι μη μου βγει ένα μάτσο αχ βαχ και μαλακίες. Θυμάμαι κάτι που μου λέγανε πολύ παλιά, λόγια της Αφρικής: στη μαύρη νύχτα μέσα τραπέζι μαύρο μυρμήγκι μαύρο, ο Θεός πάλι το βλέπει.
Κι εγώ βάζω και τούτο: Ο Θεός βλέπει το μυρμήγκι αλλά εμένα δε με βλέπει οπότε...
Μέχρι κι ένα πορνοποίημα είχα σκαρώσει, για να της γυαλίσω με όσα της αρέσουνε, μόνο που δεν μπορούσα να κάτσω να το γράψω. Όταν τα κατεβάζω απ᾿ το δικό μου το μυαλό, δεν μπορώ πλάκα έχει.
Και στο φινάλε αναρωτιέμαι γιατί στα κομμάτια μου λέει τέτοια μιας και δεν το ξέρει ότι γράφω, αλλά γιατί, μου ᾿ρχεται να πω για να μ᾿ ανάψει αλλά δεν είναι κι έτσι απλό, γιατί αυτή είναι πραγματικά ψυχούλα, τέλος πάντων στα δικά μου μάτια, δεν είναι απλά και μόνο το τσουλί που ᾿χει αγκάθια στην καρδιά, κι όπως και να το δω το πράμα ότι δάγκωσε τη λαμαρίνα με μένα, δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί χωρίς να είμαι κανένας στραβοκάνης και σκουντούφλης δεν είμαι δα Κλιντ Ήστγουντ ούτε καν Σταλλόνε με μάτι κατρακύλα, έτσι λένε ότι τα ᾿χει, η πρώην του τα ξέρασε στον Τύπο, το καυλί του μια σταλιά λέει, όχι εγώ φέρνω μάλλον στο νορμάλ-συνοικιακό καστανοσγουρομάλλης φυσικά και μαυρομάτης, ακούγεται ότι το στυλ καστανομαυρισμένος κυκλοφορεί όλο και περισσότερο πάνω στον πλανήτη, σε λίγο θα ᾿ χουμε και έλλειψη από ξανθούς άλλος λόγος κι αυτός για να ᾿ναι σπάνιο πράμα η Λιλά, θα μου πείτε κι εσείς ότι δε χάθηκαν οι βαφές ούτε και το ξάσπρισμα δέρματος όπως έκανε λέει ο Μάικλ Τζάκσον με ελαφρόπετρα και σερόπια φαρμακευτικά που σου αλλάζουν τα πετρέλαια μέσα κι έξω, αλλά τα παιδιά του αν κάνει ποτέ, θα ᾿ναι θέλει δε θέλει μπλακ, τις προάλλες οι πανκ του Μπομπινιύ ροβολήσανε κατά δω για να πουλήσουνε μόστρα πάω στοίχημα, και ᾿γώ να σκέφτομαι: δεν πα να φοράς λειρί κοκόρου και να μασκαρεύεσαι σαν κοράκι λουστρινάτο, θα ᾿σαι πάντα ο ίδιος κι απαράλλαχτος.
Καλά, με κάτι τέτοια δεν μπορώ να μη δω ότι δεν ξέρω να γράψω, όλη την ώρα χάνομαι, αρχινίζω μια φράση και μετά όπου με πάει, μουντζουρώνω γράφω στραβά κι ανάποδα γυρνάω πάλι πίσω, στο τέλος χαμένος για τα καλά, πρέπει να τα ξαναδιαβάσω να δω πού ήτανε η αρχή. Σκέφτομαι και λέω ότι όσοι γράφουν έχουνε σχέδια σαν τους αρχιτέκτονες, μετά το μόνο που τους μένει είναι να συμπληρώσουν τα καλοδουλεμένα τετράγωνα, αυτοί ξέρουνε πού πάνε, επάγγελμα είναι κι αυτό και καθίσανε και το μάθανε, ενώ εγώ ο καημένος δώσ᾿ του και τραβάω κούτσα κούτσα την κλωστούλα μου, δε μου λείπουνε ούτε αισθήματα ούτε σκέψεις, μα τόσο πολύ οι λέξεις. Σουφρώνω λίγα λίγα απ᾿ τη μάνα μου, φράγκο φράγκο, για ν᾿ αγοράσω μια μέρα ένα λεξικό, και τότε θα το μάθω απέξω κι ανακατωτά, αλλά μέχρι τότε νιώθω τόσα πολλά πράματα και δεν ξέρω πώς να τα εκφράσω, που ώρες ώρες λύσσα με πιάνει, πώς στο καλό μάθανε οι άλλοι; Κι αποτέλεσμα εδώ στη γειτονιά, τα παιδιά, Γαλλόπουλα και μη τους φτάνει μια γλώσσα άσ᾿ τα να πάνε, όλο μπλιαχ και χάι και οκέι και γαμώ το μαλάκα πούστη χεσ᾿ τα και γαμώ τη μάνα σου καθίκι, αυτά έχει όλα, όλα το κλουβί της γλώσσας τους. Φυσικά εγώ μου βγαίνει ο πάτος για να μη γράφω όπως μιλάνε αυτοί, και μετά κάθομαι και τα αντιγράφω εδώ, και τα κορακίστικα βαρετά και περιορισμένα κι αυτά, μα ούτε ξέρω στα σίγουρα αν το ᾿ χω πιάσει το πράμα σωστά.
Βλέπεις οι λέξεις δε δίνονται το ίδιο σε όλους. Κι όλο να νιώθεις πως περνάς μιλιά μακριά, ότι πάντα υπάρχει ένα καταπράσινο νησί που δεν το πλησιάζεις καλύτερα φυλαγμένο κι απ᾿ την Εθνική Τράπεζα, νησί γκαστρωμένο με φρούτα σωρό και υπέροχα, λέξεις που ο κόσμος μεταχειρίζεται και γλυκαίνει το στόμα του, σαν να κάνεις βουτιά σε θησαυρό σε παράδεισο μέσα, αλλά εσύ όχι ποτέ εσύ, εσύ δώσ᾿ του και τραβάς κουπί, άντε σκυμμένος τράβα κουπί ρε μαλακισμένο γιατί σηκώνεις κεφάλι, απαγορεύεται το αγνάντεμα και μη τυχόν κι ακούσεις τα όμορφα μακρινά τραγούδια, πέσε κάτω πάρε και μια βουρδουλιά και βούλωσ᾿ το μη φας κι άλλη.
Αποκλεισμένοι λένε. Κι αρχίζουνε τις φιοριτούρες και τις σάλτσες! Γαμώ τα συνέδριά τους και τα όλα τους. Μα αποκλεισμένοι από τι δεν μπορείς να μάθεις. Δεν μπορείς καν να μάθεις από τι είσαι αποκλεισμένος. Από τη Σάντα Μπάρμπαρα; Από κείνα τα μέρη που βλέπουμε στην τιβί με πισίνες και μονοκίνια στο μπλε πετρόλ; Αλλ᾿ αυτά είναι μέρη από άλλους πλανήτες, αδύνατο να υπάρχουνε σε τούτη τη γη, είναι σινεμά και παραμύθι. Ακόμα και ο ήλιος τους κάλπικα γυαλίζει. Εδώ δεν έχουμε ποτέ καλό καιρό. Του πάνε κόντρα οι πολυκατοικίες. Τυχαίνει να᾿ χουμε πολλή ζέστη ακόμα και κουφόβραση αλλά ποτέ δεν είναι ωραία. Ωραία και εδώ δεν πάνε μαζί.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεις μια άλλη συνοικία που μπορείς και να την μπερδέψεις με τη δίκιά μας ή και με μια άλλη, τη βαφτίσανε Δροσιά και ο Πτι Μωρίς, που ᾿χει σόγια κατά κει, λέει πως είναι τα κτίρια που κάνουν δροσιά στα δέντρα.
Τα δέντρα είναι φτυστά εμείς, φυτεμένα σαν πράματα και γιατί δεν ξέρουνε, σαν και μας σου λέω να το κουνήσουμε δεν μπορούμε, θα μου πεις ότι και τα δέντρα μια από τα ίδια, μα τούτα εδώ ακόμα χειρότερα, μες στη μαύρη ασχήμια κάτω απ᾿ τον γκρίζο ήλιο, τα κουβαλάνε απ᾿ αλλού, άσε που είναι όλα ίδια, ποικιλία για παρέα δεν έχουν, μήτε θάμνο μήτε λουλούδια μπικόουζ βάνταλισμ, ένα δέντρο κάθε δεκαπέντε μέτρα ίσια στην ευθεία, η μάνα μου λέει ότι το πρωί όταν φεύγει νωρίς αν φυσάει τα ακούει να κλαίνε.
Μα η μάνα μου όπου κι αν πάει κλάματα ακούει.
Είναι αλήθεια ότι στα μέρη μας με την μπίζνα μπορείς να ᾿χεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου μισοτιμής και βάλε, τιβί σκούτερ πικάπ ντι τζι, όπλα που ᾿ρχονται απ᾿ το Ισραήλ τρέχα γύρευε πώς, νάηκς και ρήμποξ με τρεις γραμμές στα πλάγια είναι και τα πιο κλασάτα. Σε κάποια υπόγεια ή ακόμα και τεκέδες γίνεται χοντρό αλισβερίσι, μοντέρνα παζάρια, κόσμος από το Παρίσι έρχεται κατά δω να τσακώσουνε τα στέρεο τους μέχρι και ρούχα σινιέ, ποτά απ᾿ όλο τον κόσμο, μπιζού πούρα έπιπλα κομπιούτερ Μάκιντος με εκτυπωτές στο τρίτο της τιμής. Η μπίζνα αφήνει μεγάλο κέρδος όμως το σινάφι είναι περιορισμένο, συχνά το πράμα πάει οικογενειακά τα ξαδέρφια πρώτα, ή με τη φιλία όσων κάνανε στη στενή μαζί και πάλι όσο να πεις το ρίσκο είναι μεγάλο. Δεν είμαστε όλοι εδώ γεννημένοι γκάγκστερ, ακόμα κι αν κάπως το βλέπουμε στα όνειρά μας, σου φαίνεται ζωή και κότα σε σύγκριση με την άλλη που είναι η ανέχεια τελεία και παύλα.
Ακόμα και να την παντρευτώ τη Λιλά έκανα όνειρα θερινής νυκτός, και λέω όνειρα γιατί η φτώχεια είναι η κολλητή μου, ούτε τέσσερα φράγκα για να πάρω λουλούδι φαντάσου τώρα βέρα, φουστάνι ταξίδι συν τοις άλλοις, διαμέρισμα και μέλι για ένα μήνα, όλα αυτά σκέτη σαπουνόπερα στην τιβί, ο Σιμό στο Μαλιμπού, σύννεφο να περνάει χωρίς να στάξει σταγόνα πάνω σε χώμα άφορο, μπορεί και να μην έχει καν βροχή στην κοιλιά του, για να μην πω για το θάρρος που θα χρειαζόμουνα για να παντρευτώ άγγελο τέτοιου τύπου, με τα όσα ξεστομίζει λόγια φιδίσια αλυσίδα, άσε που ακούγεται ότι εξαφανίζεται κατά καιρούς δυο τρεις μέρες στη σειρά, ούτε η θεία της δεν ξέρει πού βρίσκεται, το ρίσκο τεράστιο το βλέπω, φαντάζεσαι να φεύγω πρωί πρωί απ᾿ το σπίτι για δουλειά (λέμε τώρα) και ν᾿ αφήνω τη Λιλά ολομόναχη, θα ᾿χα δαγκάνες στην καρδιά όλη μέρα, εδώ τώρα και τη φαντάζομαι ώρες ώρες στο φόρτε μιας παρτούζας, χιλιοτρυπημένη από πούτσες σαν μαξιλαράκι για καρφίτσες, και ᾿γώ να καταφτάνω στο ξαφνικό το απομεσήμερο τι πόνος κι αυτός στα σωθικά γαμώ το κέρατό μου τι μακελειό.
Άλλες φορές πάλι σε ρωτάνε για την ντρόγκα, ώστε έτσι ρε παιδιά κάνετε χρήση ναρκωτικών; Και δε μου λες πού στα κομμάτια να τ᾿ αγοράσουμε το πράμα, δε φυτρώνει δα και στην άμμο, άντε έστω κάπου κάπου τραβάς και τρεις τζούρες από ένα τσιγαριλίκι αλλά τα παραπάνω είναι για τους ματσωμένους, πρέπει να ᾿σαι πολύ ᾿κονομημένος ή αλλιώς βαποράκι και εξαρτημένος εγώ δε γουστάρω.
Εδώ εκτός από τους λίγους της μπίζνας, τόσο πολύ τίποτα δεν έχουμε, που η μάνα μου αγοράζει το ψωμί της από δεύτερο χέρι. Αυτά τα πράματα ο κόσμος δεν τα ξέρει και θα ᾿πρεπε κάποιος να του τα πει. Η Λουσέτ η Μαρτινικέζα που μένει από κάτω μας και που έχει πρόωρη σύνταξη απ᾿ τα Ταχυδρομεία αγοράζει να πούμε ψωμί τη Δευτέρα, βγάζει δυο μέρες μ᾿ αυτό, την Τετάρτη η μάνα μου της ξαναγοράζει ό,τι μένει μισή τιμή και μας κάνει και δυο μέρες ακόμα.
Τίποτα δεν έχουμε. Για παπάκι έχουμε αυτά που σουφρώνουμε αλλά μόλις προλαβαίνεις να κάνεις τρεις φορές το τετράγωνο και μένεις από βενζίνη. Κι έπειτα παράξενο πράμα, αλλά με το που μπορείς να το κουνήσεις κάθεσαι στ᾿ αυγά σου, το ᾿χω παρατηρήσει. Και γιατί να πάω αλλού σκέφτεσαι; Για να κάνω τι όχι πες μου; Μοιάζεις λιγότερο τιποτένιος εδώ στη γειτονιά όπου τουλάχιστον όλος ο κόσμος είναι τιποτένιος απ᾿ ό,τι να πουλάς φιγούρα στα Ηλύσια Πεδία. Αυτή τη φιγούρα δικέ μου δεν τη χάβει κανένας, άμα δεν έχεις μία στην τσέπη φαίνεται στα μάτια σου.
Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μου λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που του μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες της Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μου δίνει η Λιλά καλό μου κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη.
6
Κάθομαι σπίτι και καθαρίζω φακές, τις αγοράζουμε χοντρική από έναν Τυνήσιο, ακούω να φωνάζουν τ᾿ όνομά μου βγάζω το κεφάλι μου απ᾿ το παράθυρο και τη βλέπω να μου κάνει νόημα κατέβα κατέβα του στυλ αναβολή δεν παίρνει. Λέω στη μάνα μου έρχομαι, σπιντάρω κάτω.
Στις σκάλες τρακάρω τον Αλγερινό του έκτου με το γιο του, σε φάση να σπρώχνουν ένα αρνί άσπρο και παχύ στα σκαλιά και να το βαράνε στον κώλο, το αρνί μάλλον δε συμφωνεί προβάλλει αντίσταση, μπορεί και να υποψιάζεται ότι πρόκειται για μια γιορτή αλλά σίγουρα όχι για τη δική του, θα το σφάξουνε στην μπανιέρα αυτό όπως κι άλλα.
Βγαίνω, έχει πάει κιόλας λίγο παρακεί η Λιλά, κάθεται ορθή γωνία χάμω σ᾿ ένα κομμάτι γκαζόν ξεφτισμένο κοιτάει τις άκρες των ποδιών της πλησιάζω και κάνω γεια. Κουνάει τα πόδια της μπρος πίσω, τεντώνονται και ξετεντώνονται μυς και γάμπες. Ακούγεται ότι πιο μικρή έκανε ρυθμική σε γυμναστήριο, έτσι φαίνεται εξηγούνται και οι ικανότητές της στο ποδήλατο, αλλά μια αποφράδα μέρα έπεσε λένε άσχημα κι από τότε την έκανε και στο καλό.
Οι μυς της είναι ευλύγιστοι και μινιόν ακόμα, απ᾿ αυτά τα πράματα που μπορείς να κοιτάζεις ώρες ολόκληρες με τα μάτια σου τα δυο.
Στην αρχή δεν απαντάει στο χαιρετισμό μου, μοιάζει να κάνει μούτρα σήμερα, ψιλοεπιμένω κι εγώ αλλά δεν το παρακάνω ακουμπάω τα κωλομέρια δίπλα της στο κιτρινιάρικο χορτάρι.
«Tι τρέχει;» της λέω.
«Τίποτα», μου απαντάει.
«Δεν ήθελες να μου πεις κάτι;»
«Εγώ; Όχι».
«Τότε γιατί με κατέβασες;»
«Άσ᾿ το».
Δεν είπα κι εγώ λοιπόν τίποτα μην τη ζοχαδιάσω. Απλά κάθομαι και περιμένω.
Κουνάει ακόμα λίγο τις άκρες των άσπρων παπουτσιών της πάντα πεντακάθαρα και τα καρφώνει με το μάτι λες και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ενδιαφέρον από αυτά τα σκαρπίνια. Εγώ σε τέτοιες συνθήκες δεν ξέρω ποτέ τι να κάνω. Απ᾿ τη φύση μου δεν είμαι τύπος να βγάζω στη βιτρίνα την καρδιά μου, άσε που αυτή η κοπέλα με τραβάει παντού με τραντάζει, είμαι σαν μαρούλι στα χέρια της. Έτσι μουγκός που κάθομαι, τι στα κομμάτια παριστάνω; Το σκυλάκι το φωνάζει κατεβαίνει, τα βάζω με τον εαυτό μου όσο γίνεται στη σιωπή μου μέσα. Κι ούτε ένα τσιγάρο να την κεράσω.
Βάζω κουράγιο στο στόμα μου και τη ρωτάω:
«Τι σκέφτεσαι;»
Έλα όμως που τρέμω κιόλας την απάντησή της.
«Πάντα τα ίδια», μου κάνει.
«Τι δηλαδή;»
«Σκέφτομαι ένα καυλί στο μουνάκι μου».
Δεν πάει να το περιμένω κάθε φορά μου ᾿ρχεται κεραμίδα, με πιάνει απροετοίμαστο, ξαφνικά αισθάνομαι γυμνός σε δάσος γεμάτο θηρία, γύρω σαγόνια και φαρμάκι αγχώνομαι, ανατριχίλα μεγάλη, η γλώσσα μου στραμπουλιέται κι όμως ρωτάω:
«Και σου᾿ κάνε κέφι να το συζητήσεις μαζί μου;»
«Ίσως Σιμό. Ήμουνα μόνη».
Με είπε Σιμό, απόδειξη ότι τουλάχιστο ξέρει στα σίγουρα ότι είμαι εδώ.
Μου λέει ακόμα λίγο πιο μετά χωρίς να με κοιτάξει:
«Ίσως, δεν ξέρω».
Μαγνητοφωνώ τα πάντα ακόμα και τις σιωπές, σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις είμαι το τέλειο μηχάνημα, άλλες φορές είμαι αφηρημένος μου πιάνουν την κουβέντα κι εγώ στον κόσμο μου, λένε ο Σιμό είναι φευγάτος, αλλά μαζί της ποτέ των ποτών.
Στρίβω λίγο προς τη μεριά της σιγά σιγά και βλέπω ότι η Λιλά στο ξερό χορτάρι έγινε τώρα πες ίδια ζωγραφιά, απ᾿ αυτές που βλέπεις στα βιβλία τα λίγο φαντασίας, είχα κι εγώ ένα όταν ήμουνα πιτσιρίκι ιστορίες, η πριγκιποπούλα έμενε σκεφτική διάβαζες εκεί, ή ακόμα άξιο κορίτσι αλλά άτυχο, στυλ ορφανή θύμα των σκληρόκαρδων, όπως στους Αθλίους στην τιβί μου ᾿χε αρέσει, παρ᾿ όλ᾿ αυτά καρτερικιά και γενναία, φυλάω τον πόνο μου για μένα και μόνο, μόλις που μου ρίχνει στα γρήγορα μια ματιά}.
Και για να το γράψω ακόμα αμηχανία. Τόσο νιώθω παιδί ώρες ώρες.
«Εδώ είμαι», της λέω.
«Το ξέρω πως είσαι εδώ. Σιμό;»
«Πες το».
«Σκέφτηκες αυτό που σου ᾿πα;»
«Ναι το σκέφτηκα».
Δεν τολμάω να πω ότι τις τελευταίες μέρες στιγμή δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο, κάθε φορά το μυαλό μου πάει απ᾿ το κακό στο χειρότερο.
«Και λοιπόν;»
«Λοιπόν τίποτα», λέω.
Σηκώνει τους ώμους αλλά δεν είναι περιφρόνηση ούτε τσαντισμένος θυμός, μάλλον την αποθαρρύνω νομίζω, με βρίσκει πολύ πίσω, πέφτει σε βαριά σιωπή και στο φινάλε νά τι μου λέει:
«Εγώ λέω πως δε φτάνει να κάνεις. Καλό είναι να κάνεις αλλά δε φτάνει κάτι του λείπει. Τι δεν ξέρω. Πολύ θα ᾿θελα να βλέπω και συνάμα να κάνω κόλπα μα δε βολεύει, όχι. Προχτές στο γαμήσι πάνω δοκίμασα με καθρέφτη μα ο καθρέφτης παραήτανε μικρός, στράβωνα τους ώμους μου κι αποτέλεσμα μία δεν έβλεπα, κι έχανα και τη γλύκα του γαμησιού. Ο τύπος μέσα σ᾿ όλα δεν καταλάβαινε τι γύρευα, απλοϊκός εκείνος, χαϊβάνι πες, μα με μια τσουτσού παρέλασης πολύ πολύ ωραία, και μάλιστα τσουτσού χριστιανικιά με τίποτα κομμένο, έτσι τις προτιμώ με το λουράκι από κάτω κι ελαφροκυρτωμένες. Μόλις πρόλαβα να τη δω στην αρχή πριν να μου τη χώσει, κρίμα κι αυτό. Κάποια πράματα είναι αδικία μεγάλη να τα κρύβεις».
«Καλά λες», της κάνω, χωρίς καθόλου να ξέρω γιατί το λέω, βρίσκω μάλιστα ότι μοιάζω μαλάκας λέγοντας τέτοια.
Σκύβει μπροστά μαλακά μέχρι που το μέτωπό της ακουμπάει στα γόνατά της και νά τι μου λέει:
«Πόσο θα γούσταρα να είχα φωτογραφίες ή ακόμα και βίντεο ίσως. Και μετά να τα κοίταγα όλα με την ησυχία μου. Πόσο θα γούσταρα».
«Ναι», κάνω κι εγώ ο μαλάκας, μα νιώθω πάντα σαν μαλάκας πλάι της.
Σηκώνει πάλι την πλάτη της και παίζουν οι μυς της, αλήθεια πως έχει πάνω της κατιτί το ακροβατικό και μου λέει με μάτια καρφιά:
«Εσύ θα μπορούσες να μου κάνεις μια χάρη, Σιμό;»
«Τι χάρη;» της λέω.
«Θα μπορούσες να με τραβήξεις ταινία μια μέρα την ώρα που πηδιέμαι;»
Πού τη βρίσκει πάντα την ερώτηση που δεν περιμένω.
«Δεν έχω τραβήξει ταινία ποτέ μου», της λέω αμέσως αμέσως.
«Δεν είναι τίποτα, ξέρεις».
«Μα δεν το ᾿χω κάνει ποτέ».
«Με τις καινούργιες κάμερες είναι εντελώς αυτόματο. Το μόνο που κάνεις είναι να πάρεις θέση για να βλέπεις καλά».
«Για να βλέπω τι;» τη ρωτάω.
Τώρα την ώρα που τα γράφω καταλαβαίνω τι κακία κρύβει μέσα της. Την ώρα εκείνη δεν το ᾿χα πάρει έτσι, αλλά τώρα ναι.
«Για να βλέπω τι;» κοροϊδεύει λες και μιλάει σε μουλάρι. «Για να βλέπω το μουνάκι μου όταν του το χώνουν φυσικά, ή και τον κώλο μου ή και τα δυο μαζί κι αν είναι δυνατό να φαίνεται και το κεφάλι μου ή τουλάχιστο τα μάτια μου να βεβαιωθώ πως είμαι εγώ και καμιά άλλη. Είσαι φίλος μου θα το ᾿κανες για μένα;»
«Δεν ξέρω, ναι».
«Ναι ή ου;»
«Ναι», λέω.
«Θα μπορούσες να βρεις μια κάμερα;»
«Μπορώ να κοιτάξω».
«Κάτι τύποι μου το βάλανε στο μυαλό τις προάλλες και δεν λέω να το ξεχάσω. Μούσκεμα γίνομαι και μόνο που το σκέφτομαι».
«Τι τύποι δηλαδή;» κάνω.
«Κάτι τύποι που κάνουνε μάρκετινγκ στα βόρεια προάστια».
«Μάρκετινγκ για τι πράγμα;» ρωτάω κι εγώ.
«Για τσόντες».
Νιώθω σβούρα να γυρνάω σαν βρωμόνερο σε μπιντέ, και την τρύπα της λήθης να με ρουφάει, από τίποτα δεν μπορώ να κρατηθώ πέφτω κι όλο πέφτω.
Τώρα μιλάει λίγο πιο γρήγορα, πήρε φόρα ζωντανεύει. Kαι νά τι λέει πάλι:
«Λένε ότι έχει τώρα πολλή ζήτηση αλλά οι τύποι απαιτούν τη δουλειά χωρίς καπότα, κι αυτό κωλώνει πολλούς. Αλλά εκείνοι λένε ότι ο κόσμος λόγω έητζ σχεδόν δεν πηδάει πια παράνομα, και νόμιμα όχι πιο πολύ από πριν μάλλον ακόμα πιο λίγο, στο φινάλε θέλουνε να βλέπουνε τους άλλους να πηδάνε. Θέλουνε οι άλλοι να πηδάνε καμικάζικα για λογαριασμό τους, με πιάνεις; Κι όσο πιο βρωμερό είναι τόσο πιο πολύ το ζητάνε, άγριο και αιμοβόρικο μάλιστα, ό,τι δε θέλουνε πια να κάνουνε οι ίδιοι. Κι όλα στ᾿ ανοιχτά, και μη φανταστείς ψευτοκαμώματα ούτε χυσίματα σικέ, μαστιγώματα και σία. Εξ ου και το σουξέ που έχουν oι πορνοταινίες και ιδιαίτερα οι αυτοσχέδιες γιατί δε ζητάνε καλλιτεχνία, αλήθεια είναι, πείθει. Και με την αίσθηση του ρίσκου από πάνω, του θανάτου στην άκρη της ψωλής, μα για τους άλλους μόνο. Κάθεσαι ήσυχα ήσυχα και την παίζεις, βλέπεις τους άλλους να πηδιούνται και σκέφτεσαι: έτσι κι ο τύπος είναι φορέας, την έκατσε τη βάρκα η ξανθοχοντρέλα».
Συνεχίζει στη φόρα της πάνω:
«Ξετρυπώνουνε τύπους και γκόμενες της σειράς άνεργους ή και λίγο σαλταρισμένους, τους χώνουν σε μια κάμαρα κάπου με μαξιλάρες και χαλιά, όλος αυτός ο κοσμάκης γαμιέται με οδηγίες κι αυτοί τραβάνε. Βαστάει όσο να το κάνουνε και θα τα ξαναπούμε γεια χαρά νταν. Λέγεται ότι αυτοί που τραβάνε δεν πηδάνε ποτέ, θέμα προφύλαξης, όπως τα μπιγκ βαποράκια δε βαράνε ποτέ ένεση. Λέγεται ότι πριν από την περιβόητη ασθένεια στα χαρντ γυρίσματα στο τέλος του μεροκάματου ήταν η παράδοση για την πρωταγωνίστρια να παίρνει μια πιπούλα στον κάμεραμαν, αλλά τώρα κομμένα αυτά. Άσε που κερδίζεις χρόνο, πρώτα απ᾿ όλα η μπίζνα, βγάζουν δυο ταινίες τη μέρα καταλαβαίνεις; Έχουνε κάτι χαπάκια Βιρμανίας ή από πού δεν ξέρω για να σου σηκώνεται κατ᾿ εντολή κι ένα γλιτσερό υγρό σπέσιαλ για μούσκεμα άμα χρειαστεί. Μερικές φορές μάλιστα λένε ότι πίσω απ᾿ την κάμερα είναι γυναίκες, αυτές είναι πάντα πιο πωρωμένες, αυτές διατάζουν κάνε αυτό και κάνε εκείνο, μην τεμπελιάζεις, πόζα είναι αυτή τσακίσου κι άνοιξε τα πόδια σου γαμώ το πουτάνα, χώσ᾿ του βαθιά τη γλώσσα στον κώλο, χώστε τής το και οι δυο μαζί καθίκια, τσιμουδιά εσύ, άντε βαράτε τη, βαράτε την πιο δυνατά κι αν φωνάζει θα πει πως γουστάρει, εγώ θέλω να την ακούω να φωνάζει άντε, η γυναίκα πίσω απ᾿ την κάμερα αποφασίζει. Και συ που γαμάς ή γαμιέσαι κουβέντα δεν μπορείς να πεις, αλλιώς ουστ και δίχως μία. Ξέρεις Σιμό έχει πολύ ψωμί. Μια παγκόσμια αγορά λένε, ιδίως γι᾿ αυτές που είναι παντού ξανθές όπως εγώ, παρ᾿ όλο το ρώσικο ανταγωνισμό, τις Πολωνέζες μαζί, εκεί μάτσο οι τσουλάρες. Οι πελάτες έχουν και απαιτήσεις για το χρώμα, αυτό το ᾿μαθα καλά. Οι Γιαπωνέζοι να πούμε να μη δούνε μαύρη, τα ᾿χασα όταν τ᾿ άκουσα, ούτε καν το συζητάνε, ούτε τις μεγάλες πούτσες τις θέλουνε για να μη νιώθουνε ξεφτίλες οι ματάκηδες. Ερασιτεχνικές ταινίες στο άρπα κόλλα δυο τρεις τη μέρα και το φαντάζεσαι; Ταξιδεύουνε παντού σ᾿ όλο τον κόσμο, οι Εσκιμώοι τίγκα στα βίντεο και περνάνε τη Σαχάρα με καραβάνια. Και με τις ξανθές, όσο πάει, λέγεται ότι παντού ξετρελαίνονται μιας και η λευκή ράτσα πάει να εξαφανιστεί, σπανίζουμε Σιμό όχι εσύ αλλά εγώ, στην Αφρική λοιπόν έχει γίνει μανία προπάντων αν βλέπουνε ότι είναι βέρο ξανθό αν που-χου η γκόμενα κάθεται και πλένει το μουνί της με σαπούνι κι αυτό εκεί ξανθό. Κι αν υπολογίσεις τους δίσκους τα λέηζερ τα μαραφέτια τα σηντηρόμ κι όλα τα καινούργια τους κόλπα, για μια γκόμενα που να λέει κάπως, που να μην είναι σκυλοτεμπέλα και να μην έχει το βρακί της σπαγκοδεμένο για τον πρίγκιπά της και μόνο, μπορεί να βγάλει δυο και τρεις χιλιάδες φράγκα τη μέρα, πιο πολύ κι από βαποράκι. Τι λέω τώρα τη μέρα, σ᾿ ένα απόγευμα ή κι ένα βράδυ. Δυο και τρία χιλιάρικα μόνο και μόνο για να γαμάς, καλά το φαντάζεσαι;»
Οι λέξεις σταματάνε στην άκρη του στόματός της. Θα πίστευες ότι έβλεπε όνειρο και τώρα τέλειωσε.
Σωπαίνει με την ίδια ένταση που μίλησε.
Κι εγώ τώρα τη ρωτάω:
«Έκανες τέτοια εσύ;»
Κάνει όχι με το κεφάλι της μόλις μια φορά.
«Σίγουρα;» λέω.
«Αδερφός μου είσαι;» μου κάνει.
«Όχι», λέω.
Κι εκείνη:
«Τους είπα ότι ήμουνα παρθένα κι ότι ήθελα τέσσερα χιλιάρικα. Είπανε ότι θα το σκεφτούνε».
«Κι αν το δούνε ότι δεν είσαι παρθένα;»
«Δε θα δούνε τίποτα», μου λέει.
Και μετά με κοιτάει και με ρωτάει πάλι:
«Γιατί μουσκεύω και μόνο που το σκέφτομαι;»
«Ότι κοιτιέσαι ή ότι οι άλλοι σε κοιτάνε;»
«Και τα δυο. Προπάντων να κοιτιέμαι».
Της λέω δεν ξέρω γιατί, δεν το χωράει ο νους μου κι αυτό είναι αλήθεια. Μα να μην της κάνω τη χάρη, να μην τη φιλμάρω ακόμα κι αν το ρίσκο το βλέπω νά μπροστά μου, αυτό δεν το μπορώ. Τόσο πολύ θα φοβόμουν μετά μήπως μου γυρίσει την πλάτη απ᾿ την κακία της και δε μου ξαναμιλήσει ποτέ της και τη χάσω για πάντα.
Θα μπορούσε να μου ζητήσει πολλά αυτό το ξέρει, πολλά πολλά, ακόμη και να κάνω μια δυο μαλακίες. Στη φωνή της στα μάτια της ναι και πάλι ναι. Άλλη λέξη για κείνηνε δεν έχω. Σήμερα κουβαλήθηκε με μπλε κορδέλα να της κρατάει τα μαλλιά α λα Καράτε Κιντ, της μεγαλώνει το άσπρο της μέτωπο, μπορείς και βλέπεις στα πλάγια μια φλέβα στενή στενή και ελικοειδή βλέπεις εκεί μέσα κυλάει το αίμα της, ποτάμι που βλέπεις από πολύ μακριά σε βιβλίο γεωγραφίας άτλας, φλέβα γαλάζια προς τον παράδεισο.
Και λέει κι αυτό:
«Βλέπεις μου καρφώθηκε η ιδέα ότι δε φτάνει μόνο να σ᾿ τη χώνουνε δε φτάνει να τη νιώθεις την ψωλή, πρέπει και να τη βλέπεις. Δεν ξέρω αν μπορείς να με πιάσεις. Πρέπει να δεις ότι σε σένα, σε σένα τη χώνουνε, ότι είσαι πραγματικά εσύ με εργαλείο στο κορμί. Σε κάνει να χύνεις και στον πάνω όροφο, σου μπαίνει πιο βαθιά στο πετσί πιο νόστιμο γίνεται, είναι σαν να ᾿παιρνες δυο γαμιάδες, ο ένας εδώ κι ο άλλος στον καθρέφτη, και σου ᾿ρχεται σχεδόν να ντραπείς».
Κάπως μου φαίνεται να της γουστάρει να ντρέπεται μα δε λέω τίποτα.
Κάθε φορά μαζί της λογαριάζω τα άπειρα πράματα που δεν ξέρω, κι όμως εκείνη να ᾿ναι πιο μικρή από μένα.
Επιστρέφει πάλι στο θέμα, με ρωτάει:
«Λοιπόν θα το κάνεις;»
«Πρέπει να βρω μια κάμερα πρώτα».
«Θ᾿ αργήσεις πολύ;»
«Και πού θα γίνει το σκηνικό;» ρωτάω.
«Θα σου πω. Ούτε κι εγώ ξέρω. Παίζεται».
Πρέπει τώρα να καθίσω να εξηγήσω κάποιες λεπτομέρειες της ζωής στα μέρη μας.
Την κάμερα φυσικά μπορώ να τη βρω μόνο αν τη σουφρώσω ή αν τη σουφρώσει κάποιος άλλος και μου τη δώσει για λίγο, αλλά για τέτοια θα μου ζητήσει λεφτά κι εγώ δεν έχω. Ένα τέτοιο μαραφέτι δεν το κρατάς στο έτσι, αξίζει φράγκα πολλά, τις πιο πολλές φορές πηγαίνει κατευθείαν στους τύπους της μπίζνας για τα μικροπάζαρα της κρυψώνας, αυτό που λέμε το νταραβέρι του υπόκοσμου ή ακόμα και τα ρετάλια του φορτηγού, τα παλιατζίδικα άρπα κόλλα με ζωηρή μουσική και μαζορέτες, ή ακόμα και σε κάθε γωνιά, είναι το ίδιο κύκλωμα λίγο πολύ με τα ραδιόφωνα αυτοκινήτων ή τα στέρεο ευκαιρίας. Φυσικά τα παζάρια είναι στο δέκατο της τιμής για να ᾿χεις και συ περιθώριο αλλά ο καθένας παίρνει τη μίζα του με τη σειρά του κι όπως και να το κάνουμε οι τύποι της μπίζνας πέφτουν με τα μούτρα πάνω, εννοώ δεν κάθονται να σε περιμένουνε βδομάδες, εύκολο εμπόρευμα, δεν το βρίσκεις σε στοκ.
Μπορείς βέβαια να ρωτήσεις διακριτικά να μάθεις μήπως ξέρουνε κανέναν που να᾿ χει το πράμα εδώ ή αλλού, μα σούπερ δύσκολο να το βρεις τη μέρα που το θέλεις. Προπάντων αν όπως η δικιά μας σκυλοπαρέα, δεν κολυμπάς στα βαθιά νερά. Πρέπει να καθίσεις να το ψάξεις το μαραφέτι μπορείς άλλωστε να το κάνεις παραγγελία και να κάνεις προσφορά.
Ο Πτι Μωρίς γνωρίζει έναν αντικέρ κάπου στο Μπωβαί, έχει κατάλογο με φωτογραφίες από έπιπλα και βάζα κι άλλα συμπράγκαλα, έγχρωμες φωτογραφίες, τις δείχνει στους πελάτες του που διαλέγουνε, εγώ αυτό θέλω εγώ θα πάρω αυτόν τον πίνακα, μόνο που τα συμπράγκαλα δεν είναι στ᾿ αλήθεια στο μαγαζί του, κοιμούνται ζεστά και ήσυχα στους ιδιοκτήτες, ο μάγκας τα κιαλάρει να πούμε κι έτσι κι ένα έπιπλο αρέσει, και το πουλήσει σίγουρα και πάρει και μπροστάντζα, τότε στέλνει την ομάδα κρούσης να το σουφρώσουν. Αυτό κι αν είναι άρτια οργάνωση, λέει ότι δεν αξίζει τον κόπο να σουφρώνεις κάτι αν δεν είσαι σίγουρος ότι θα το πουλήσεις, μια φορά μάλιστα, σύμφωνα με τα λεγάμενα του Μωρίς αλλά συχνά λέει και άρες μάρες κουκουνάρες, ο μάγκας πρότεινε μια παλιά σιφονιέρα του καταλόγου στον ίδιο τον ιδιοκτήτη που την αναγνώρισε με τη μία. Θα γινότανε της κακομοίρας, μα τι μου λέτε τώρα αφού είναι η
σιφονιέρα μου αυτή, με το εκατό και τα ρέστα, μα εν τέλει κανονίστηκε το ζήτημα, ο αντικέρ άλλαξε τη φωτογραφία ή κάτι τέτοιο, ο τύπος απέσυρε τη μήνυσή του με συγγνώμες για τη φασαρία μα σας παρακαλώ κύριε, ελάτε τώρα ο καθένας μας μπορεί να κάνει ένα λάθος, σαν να τ᾿ ακούς με τ᾿ αυτιά σου, μέχρι και σαμπάνια καθίσανε να πιούνε μαζί, γίνανε και φιλαράκια και το επόμενο γουηκέντ τού τη σουφρώσανε τη σιφονιέρα του, και τώρα που μιλάμε πρέπει να είναι στον Καναδά σ᾿ ένα αγρόκτημα μ᾿ άλλα τέσσερα πέντε παρακατσίγκελα.
Εμείς, να λέγεται, απέχουμε πολύ απ᾿ αυτή την κλάση, είμαστε ψείρες μπροστά τους.
Για να βγάζουμε τακτικά κανένα ψιλό, δίνω πρώτα λίγα παραδείγματα:
Να πουλάς λίγο αίμα στο ΙΚΑ, μια φορά το μήνα, το ᾿χω ξαναπεί, μα για το αίμα δεν παίρνεις σχεδόν τίποτα.
Να βοηθάς στο καθάρισμα των τάφων στο νεκροταφείο λίγο πριν το Ψυχοσάββατο, αυτό είναι μια ιδέα που μας ήρθε απ᾿ τη Μασσαλία αλλά εποχιακή δουλειά.
Να ψήνεις τα κορίτσια ότι η μόδα θέλει κοντά μαλλιά οπότε αυτές κάθονται και τα κόβουνε και συ τα σκοτώνεις για ποστίς.
Κάποιες φορές το φθινόπωρο να μαζεύεις τα ξερά φύλλα για το Δήμο, ή να καθαρίζεις τα σκατά των περιστεριών στις πλατείες.
Να κουβαλάς τα πακέτα των γέρων στις σκάλες όταν το ασανσέρ δε δουλεύει, δηλαδή σχεδόν πάντα. Επίσης να κατεβάζεις τα σκουπίδια τους για όσους δεν τα πετάνε όλα απ᾿ τα παράθυρα. Μα όλοι οι γέροι είναι ταπί.
Να πουλάς το κρεμοχύσι σου στην τράπεζα σπέρματος αλλά κι αυτό μόνο μια φορά το χρόνο λόγω ανταγωνισμού, όλος ο κόσμος θέλει να την παίξει για είκοσι πέντε φράγκα.
Να μαζεύεις τις προβιές από τα σφαγμένα αρνιά, ένας Πολωνός γουναράς στο Παντέν τις αγοράζει εξήντα φράγκα τη μία.
Να μαζεύεις τα σπασμένα παιχνίδια των παιδιών και να τα ψιλοφτιάχνεις για να τα σκοτώσεις στα παλιατζίδικα, αλλά θέλει δουλειά και οι Πακιστανοί ξέρουν κι αυτό το κόλπο.
Να μαζεύεις χορτάρι και να το πασάρεις σ᾿ αυτούς που εκτρέφουν κουνέλια, αλλά κι αυτοί το ξέρουν το κόλπο, άσε που πουλάνε και τα κουνελοτόμαρα.
Να ζητάς απ᾿ το χασάπη τους κατιμάδες για να τους κάνεις κιμά για τις γάτες, αλλά αυτό θέλει κάποια εργαλεία και πολλή δουλειά για το τίποτα.
Βλέπεις λοιπόν ότι δεν τη βγάζεις έτσι οπότε μάνι μάνι περνάς στην παρανομία, στη βούτα δηλαδή. Και στα μέρη μας μπορείς να βουτήξεις τα πάντα, ένεκα που όλα λίγο πολύ μπορείς να τα σκοτώσεις. Πέρσι μια κλίκα στο Ομπερβιλιέ είχε βγάλει ειδικότητα στην εξπρές απαγωγή παπουτσιών έξω από τα τζαμιά της περιοχής, σπορτέξ κυρίως, όσα σκοτώνονται εύκολα, τα στέλνουν ακόμα και στην Αφρική, στο Ιράν, εκεί που τους λείπουν, μα οι ιμάμηδες αγοράσανε ντουλάπες και λουκέτα οπότε τέρμα κι αυτό.
Μπορείς επίσης να το παίξεις και ζιγκολό, όλοι οι νεαροί το ᾿χουν όνειρο, μια χοντρέλα Φράγκισσα στα σαράντα άντε πενήντα χεσμένη στο τάλιρο για να της τη χώνεις μια φορά τη βδομάδα, αλλά μένεις με το παραμύθιασμα όλα σου τα νιάτα με τ᾿ αρχίδια σου βαριά απ᾿ την καύλα.
Μπορείς και να περιμένεις τα ψίχουλα που θα σου πε τάξουνε, το ψωροεπίδομα θ᾿ αρχίσεις να το παίρνεις σ᾿ έξι χρόνια από τώρα, στο μεταξύ τη βγάζεις με καμιά μιζούλα για να μεταφέρεις προϊόντα όχι και πολύ σόι ή να κρατάς τσίλιες για βαποράκια εν δράσει ή να βουτάς λάστιχα κεραίες φανάρια, είναι απροστάτευτο ό,τι βρίσκεται έξω, τα πλασάρεις μάνι μάνι ακόμα και τα σκυλιά με λουρί, τις γάτες στα παράθυρα για πειραματόζωα ή να μαζέψεις μια ολόκληρη βιτρίνα κανένα βράδυ ρήμαξ᾿ τα όλα και μπιγκ φάσης γυαλιά καρφιά.
Αυτό όσο να ᾿ναι σπανίζει και μάνι μάνι μπορεί και να φας στη μούρη κανένα κουκούτσι από δίκαννο. Οπότε μας μένει ό,τι πιάνει το χέρι σου, δηλαδή κυρίως της κυράς την τσάντα με ή χωρίς ξυράφι για τα λουριά. Η όλη μαστοριά είναι να τραβήξεις το αντικείμενο του πόθου με δύναμη και να την κάνεις μάνι μάνι και συχνά να πετάξεις την τσάντα στον κολλητό και καμιά φορά και σε άλλονε ακόμα όπως και στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο, παιχνίδι στον αέρα. Καλή δουλειά γίνεται έξω απ᾿ τις τράπεζες και τα μαγαζιά, και τα κουτιά των λεωφορείων καλά είναι, αν και δε βρίσκεις σχεδόν τίποτα, άλλωστε στ᾿ αρχίδια του οδηγού, αλλά η καλύτερή σου είναι τα βράδια όταν οι κυράδες γυρνάνε σπίτι και πάει να σουρουπώσει. Κάθεσαι μ᾿ έναν κολλητό σου και τις περιμένεις στο πεζοδρόμιο μπροστά απ᾿ την είσοδο, την αράζεις εκεί ήρεμα και κουβεντιάζεις, πρέπει να᾿ ναι απόμερες γειτονιές ακόμη και το Παρίσι κάνει, αλλά το Παρίσι το᾿ χουν πιάσει άλλες συμμορίες, έχουν καταλάβει όλο το πεδίο μάχης και συχνά τους τρώει η ζήλια, λέγαμε το λοιπόν ότι στέκεσαι εσύ δυο τρία μέτρα κοντά στην πόρτα, φυσικά εσύ δεν έχεις τα κλειδιά, βλέπεις να καταφτάνει η κυρά, ακόμα καλύτερο αν είναι μόνη της, να ᾿ρχεται από μάσα, από θέατρο, τα ᾿χει κοπανήσει λίγο νυστάζει κιόλας ονειρεύεται τ᾿ άσπρα της σεντόνια, την αφήνεις να βάλει το κλειδί στην πόρτα σαν να μην τρέχει τίποτα, εσύ στην κουβέντα σου και προπάντων δεν την κοιτάζεις, σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει, αλλά το καλό με τις πόρτες ασφαλείας είναι ότι θέλουν και πέντ᾿ έξι δευτερόλεπτα για να κλείσουν πάλι, εσύ μπουκάρεις μονομιάς, συνήθως βρίσκεσαι σε είσοδο σκοτεινή, αρπάζεις την τσάντα, η κυρά στριγκλίζει μα πιο πολύ απ᾿ το φόβο και την τρομάρα της, στέκεται μπλοκαρισμένη κόκαλο επιτόπου, στο μεταξύ εσύ έχεις ξαναβγεί στο δρόμο ο κολλητός σου την κάνει απ᾿ τη μεριά του εσύ απ᾿ τη δική σου, από πριν έχεις συμφωνήσει πού θα βρεθείτε σε μια ώρα από τώρα.
Σε τσάντες σαν κι αυτές στις ματσωμένες συνοικίες μπορείς πάντα και ψαρεύεις πεντακόσια μ᾿ εξακόσια φράγκα, καμιά φορά και κάνα κοσμηματάκι μα σπάνιο, σήμερα τα βραδινά μπιζού είναι φο. Τις πιστωτικές κάρτες τα διαβατήρια και τα σχετικά τα σκοτώνουμε πάλι στο Μπομπινιύ για ποντικοκούραδα. Ό,τι μένει, κλειδιά μαντίλια κι όλη η γαμημένη σαβούρα από κρέμες πινέλα που οι κυράδες μαζεύουνε, εμείς τους δίνουμε δρόμο. Μένει η τσάντα που μπορεί και να σου βγει σινιέ οπότε μέσω σπέσιαλ κυκλώματος μπορεί και καμουφλαρισμένη, καταλήγει στο Βέλγιο ή στην Ιταλία σε πλανόδιους.
Συχνά δουλειά σκέτη απογοήτευση, να λέγεται, αλλά όπως και να το κάνουμε η χαρά σου κάθε φορά που ανοίγεις κι από μια τσάντα, δε συγκρίνεται με τίποτα. Όλο εκπλήξεις σε περιμένουνε, γυαλιά καρτ ποστάλ λίγο τυράκι κάνα περίστροφο μια δυο φορές, στυλούς μάρκας, μια φορά μια κυρά πολύ χάι με μαλλί στην τρίχα στα εξήντα πέντε και βάλε, είχε και μια γερή προμήθεια κόκας, μια άλλη μια κάρτα με υπογραφή Σιράκ δήμαρχος των Παρισίων με ευχαριστίες, μια άλλη ένα ολοζώντανο γατάκι.
Πέρα απ᾿ αυτά οι αρπαχτές είναι αλήθεια μηδαμινές, άμμος να πούμε, ροκανίδι. Εγώ που-χου δεν είμαι απ᾿ αυτούς που βουτάνε το χαρτζιλίκι των πιτσιρικάδων έξω απ᾿ τα δημοτικά, μου ᾿ρχεται να ξεράσω μέχρι και τ᾿ άντερά μου, ούτε στα πουρά με τα ξεχαρβαλωμένα γόνατα την πέφτω, μα κάποιοι το κάνουνε και τσαμπουκαλίδικα μάλιστα. Το ζήτημα είναι πριν απ᾿ όλα να φας, στη μιζέρια μέσα τα ξεχνάς όλα κι εδώ που τα λέμε δε σκαμπάζεις και πολλά πολλά, τα περί ανθρωπιάς πάνε τελειώσανε, δικό μου αυτό, δικό μου εδώ και τώρα αλλιώς ψοφάω ή σε ψοφάω, η πείνα σού θολώνει το μυαλό, σε κάνει να τρέμεις, κλαις για τη ράτσα σου και η φιλία η αγάπη και κουλουπού στα σκουπίδια.
Νά, ο Μουλούντ γνώρισε μια τόσο πεινασμένη που βούταγε ό,τι φέρνανε τα κουτσούβελά της απ᾿ την καντίνα στις τσέπες τους για να φάνε και μετά αυτά μυξόκλαιγαν όλη τη νύχτα.
Είμαστε τόσο τιποτένιοι που ώρες ώρες σε πιάνουν οι μαύρες σου. Μια γειτονική συμμορία, στη Γέρικη Βελανιδιά, αποφασίσανε στην ίδια συνοικία σαν και πέρυσι Αύγουστο Σεπτέμβρη μήνα, να σουφρώσουνε τ᾿ αγάλματα της πλατείας Βαγιάν-Κουτυριέ. Γι᾿ αυτουνούς ήτανε επιδρομή μεγάλου βεληνεκούς, ξετρύπωσαν ένα φορτηγάκι μπιτ σαράβαλο, στειλιάρια βαρούλκο καλώδια κι άλλο τι δεν ξέρω, πέντ᾿ έξι καθίσαν και παιδεύτηκαν τις δύο νύχτες του Σαββατοκύριακου, κουβάδες ιδρώτα να τρέχουν τα χέρια μες στα αίματα, τους είχανε πει ότι κάτι Αμερικανοί ιδιώτες τα βλέπανε στον ύπνο τους, κι αποτέλεσμα ούτε καν γλυπτά δεν ήτανε μόνο κάτι μαραφέτια της σειράς από μπετόν αρμέ του πενήντα κι ούτε διακόσιες χήνες δεν πιάσανε.
Ακόμα και τ᾿ αγάλματα τα φτιάχνουν τώρα από μπετόν, ακόμα και το τραπέζι του πινγκ πονγκ που ᾿φαγε στη μούρη όλο το χαλάζι και δεν μπορείς να παίξεις πια. Ένας καθηγητής έλεγε ότι το μπετόν είναι νεκρή ύλη, όπως και το πλαστικό. Ίχνος από πέρασμα ζωής εκεί μέσα. Γεννηθήκαμε γι᾿ αυτό και σ᾿ αυτό μέσα, αναγκαστικά κι η καρδιά σου μπετό.
Η ιστορία με τ᾿ αγάλματα που δεν ήτανε αγάλματα μου μαυρίζει την καρδιά και με θυμώνει. Εμείς εδώ δεν έχουμε το δικαίωμα να ᾿μαστέ χαζοί, αλλιώς ήρθε το τέλος μας. Και συχνά τα παιδιά είναι χαζοί, χαζοί σε σημείο να καταπίνουνε υπόθετα, χαζοί σε σημείο να παραμυθιάζονται ότι το χρήμα θα κατέβει απ᾿ το επόμενο λεωφορείο, σου ᾿ρχεται να βαράς το κεφάλι σου στα δέντρα που μας γράφουνε στ᾿ αρχίδια τους. Γι᾿ αυτό κι εγώ αποτραβιέμαι και κάθομαι και γράφω αυτά, γράφω σιγά σιγά μόνο και μόνο για να βρίσκομαι αλλού την ώρα εκείνη, για να τη σκαπουλάρω μόνος, ακόμη και αν ώρες ώρες δεν μπορώ να κάνω αλλιώς απ᾿ το να μπαίνω στο παιχνίδι, οι άλλοι έχουν ένα ντουβάρι μπροστά στα μάτια, τίποτ᾿ άλλο δεν μπορούν να δουν, αυτή είναι η ζωή που τους περίμενε εδώ και πολύ καιρό, μόνο κόλπα φτωχομπινέδικα που κανείς δεν τα θέλει, κάθε τόσο τις τρώνε φυσικά, τρώνε μπαρούτι στα πισινά ή ακόμα τους πιάνουνε στα πράσα, τους έχει τύχει να βρεθούνε στη στενή για τρεις τέσσερις βδομάδες, όπου όλοι οι μάγκες της πιάτσας ανταλλάσσουν τις κομπίνες τους, κι εγώ αυτό κι εγώ εκείνο, και καλά καλά δεν προλάβανε να βγούνε έξω, ξανά μανά μια απ᾿ τα ίδια, σκατουλάκια, κομμάτια ζωής χαραμισμένα, χάος και γαμώ το μου σωστός Γολγοθάς.
Σ᾿ άλλα μέρη βλέπεις κάποιοι να παίζουνε θέατρο, βρήκανε κι έναν πήλινο κουμπαρά, ή και μουσική, ραπ δηλαδή φυσικά, που αυτός ο ρυθμός αρχίζει και μου σπάει τ᾿ αρχίδια μιας και είναι μόνο λίγες φράσεις πάλι και πάλι, η πρώτη φορά καλή είναι, η δεύτερη περισσεύει απ᾿ το να θέλουνε να εκφραστούνε όπως λένε πατάνε όλοι από μόνοι τους τα ίδια τους τ᾿ αρχίδια, και τατατατά και τατατατά ρε πουτάνα μάς τα ξούρισε η μάνα μου, κι άλλοι πάλι που φτιάχνουνε ρούχα μόδας με παρελάσεις και φασαρία, οι τύποι της Κουρνέβ περάσανε στην τιβί πάνω από ένα λεπτό, με δυο λόγια υπάρχουν κι αυτοί που βρίσκουν άκρες, που δε μένουν με το κεφάλι στη γυάλα μην τους πιάσει η βροχή, είναι κι ο αθλητισμός αλλά για τον αθλητισμό πρέπει να σ᾿ έχει προικίσει η φύση και να χύσεις και πολύ ιδρώτα από πάνω.
Όλους που-χου και ιδίως τους μπλακ αν ποτέ τους ρωτήσεις ονειρεύονται να ήτανε Μάικλ Τζόρνταν και να μαζεύανε ποτάμια τα φράγκα με μια μπαλιά, μα δεν έχουνε το μπόι, δεν πα να τεντώνουνε τα μπρατσάκια τους για να φτάσουν το καλάθι η δόξα είναι πάντα μακριά. Το πιο σπαστικό είναι η αίθουσα πάλης ιδίως του μποξ, όπου βρωμοκοπάει μάκα και ξινισμένο ιδρώτα, βρίσκεις κιόλας τρύπες στο ρινγκ, τα πιτσιρίκια απ᾿ τα έξι εφτά τούς κάνουνε τη μούρη μαύρη, η μύτη πίτα, γυρνάνε σπίτι με τα μάτια μελιτζάνες, κι όλα αυτά για να καταλάβουν πέντ᾿ έξι χρόνια πιο μετά ότι είναι ανίκανοι και τις μπουνιές που μάζεψε η κούτρα σου, τις κρατάς μια ζωή ολόκληρη.
Οι περισσότεροι, τέλος πάντων οι μπιγκ χαραμοφάηδες γύρω μου, το σωματείο με τα σπασμένα χέρια και τα μυαλά στα κάγκελα, το μόνο που σκέφτονται πάντα είναι η αρπαχτή, να τρέχουνε πάντα από αρπαχτή σε αρπαχτή, μια ζωή γεμάτη αρπαχτές, θες καμιά βοήθεια για μια αρπαχτή, κάνω μια αρπαχτή, κι επίσης να σκυλοβρίζουνε τους μπάτσους που είναι καθίκια με στολή και για όλα φταίνε αυτοί, εγώ τους μπάτσους τους πάω ακόμα λιγότερο κι απ᾿ αυτούς, αφού με κυνηγήσανε δυο τρεις φορές και μάλιστα μ᾿ αφήσανε και μια φορά ξερό με το μαλακό κλομπ, το μαύρο το στενό αυτό που κολλάει βεντούζα στις καμπύλες του σώματος, την άλλη μέρα η τιβί μου᾿ κάνε εκεί κάτι ερωτήσεις για το δελτίο στη μία, σας ακούμε πείτε μας τι έγινε, η τιβί τώρα σαν ψέματα μου φάνηκε, τι κάνατε για να τις φάτε εγώ τους είπα το παραμύθι, μέχρι την ώρα που έχασα τις αισθήσεις μου ή σχεδόν, και αποτέλεσμα δεν το δείξανε στο δελτίο.
Έλεγα ότι τους πάω ακόμα λιγότερο κι απ᾿ αυτούς, κάτι χαμένοι βουτάνε σάντουιτς στα καφενεία και δεν πληρώνουνε, μα και σε ποιονε να παραπονεθείς, οπότε και συ το βουλώνεις. Αλλά και να λες πως για όλα τα σκατά φταίνε αυτοί σαν να το παρατραβάνε λίγο μου φαίνεται. Μια φορά στη Δροσιά είχανε ένα νεκρό, ένας νεαρός που περνούσε το δρόμο τρεχάλα κι ένα περιπολικό τον έκανε πίτα, ᾿ντάξει έτσι το καταλαβαίνω να τα πήρανε στο κρανίο, κι εγώ τους πέταξα πέτρες μπορεί και καμιά μικρή μολότωφ, αλλά όσο να ᾿ναι τόσο χοτ βραδιές σπάνιο πράμα, οι δημοσιογράφοι ξελαρυγγιάζονται ότι τα προάστια φλέγονται, κάτι βράδια σαν κι αυτά ναι φωτίζεται κι η περιοχή, μετά ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του με κάθε λεπτομέρεια για μήνες κι όλα αλλάζουνε, γίνεται ο μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος η φρίκη και κουλουπού.
Εγώ λέω ότι κάτι τέτοια όχι δεν μπορώ να τα χάψω. Καις τώρα ένα λεωφορείο τέσσερα αμάξια και κατεβάζεις μια ντουζίνα βιτρίνες, και πάλι δεν είναι ο πόλεμος που νομίζεις. Καις ό,τι σε καψουρεύει και ξέρεις ότι ποτέ σου δε θα το ᾿ χεις. Δικό σου δε θα γίνει οπότε και συ το καις, το φτάνει το χέρι σου αλλά δεν είναι μέσα στο χέρι σου, ιδού η διαφορά. Αλλά αν νομίζεις ότι κρατάς το δαυλί που θα βάλει φωτιά στη Γαλλία, ε λοιπόν είσαι το κουνούπι που έλεγε κηρύσσω τον πόλεμο στον ελέφαντα, μόνο που ο χοντρός με την προβοσκίδα του δεν έχει τιβί κι άρα χαμπάρι δεν παίρνει.
Αυτό που μπορούμε να πούμε κι εκεί συμφωνώ είναι ότι oι μπάτσοι που στ᾿ αρχίδια τους στο κάτω κάτω, άσε που πολλοί από δαύτους μένουν κι αυτοί στα προάστια, χολοσκάνε μόνο για τα μικροπράματα, καμιά ψιλοδιαδήλωση για να φτιαχτούν τα καλάθια του μπάσκετ κι αυτοί πλακώνουνε λεφούσια με δακρυγόνα δεν τα παραλέω και πολύ, ενώ τα βαποράκια τα βλέπεις να τρέχουνε παντού σαν τα κουνέλια όταν απαγορεύεται το κυνήγι, και τα όπλα κι αυτά κυκλοφορούνε στο άνετο, όπλα αληθινά, στο λόγο μου ότι μπορείς να βρεις ένα Καλάσνικωφ σε καλή κατάσταση σε ακτίνα τριακόσια μέτρα απ᾿ όπου θες.
Η ζωή μας το πρωί είναι σταματημένη και την άλλη μέρα ξανά μανά απ᾿ την αρχή. Δε μιλάμε τώρα για κατάσταση πολέμου, για κατάσταση συναγερμού, μιλάμε για την ατέλειωτη αναμονή του τίποτα, μέρα με τη μέρα γερνάς για το τίποτα.
Δεν τα βλέπω καθόλου τα πράγματα σαν εμφύλιο πόλεμο που σιγοβράζει. Ακόμα και τα άτομα με καλή πρόθεση που αραιά και πού έρχονται να μας φροντίσουν, δε μιλάω για τους επίσημους υπουργούς αυτοί μας κάνουν τη χάρη ένα εικοσάλεπτο το χρόνο με το χαμόγελο και τα περιπολικά κι ένα τσούρμο δημοσιογράφους κολλημένους στον κώλο τους που όπως και να το κάνουμε δε σ᾿ αφήνουνε να δεις τίποτα, άλλωστε όταν δε γίνεται και τίποτα τι στην ευχή θες να δεις, μιλάω για τις αγνές ψυχές τις αληθινές που αφιερώνονται στον πλησίον τους, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχουνε και τέτοιοι, έρχονται να μας ξαναζωντανέψουν σαν την καμπάνα που την ακούς παντού κι εμένα χτυπάει στ᾿ αυτιά μου σαν το ξαναζωντάνεμα στην εντατική, που νόμιζα πως η μάνα μου τα ᾿χε τινάξει, ακόμη κι αυτά τα άτομα, κι όμως κάποιες φορές μας πετάνε επιδόματα από δω κι από κει λίγα φράγκα που σπαταλάνε για μας, ακόμα κι αυτά τα άτομα που μετά μια δυο βδομάδες που μας βάλανε να κάνουμε χαρτοκοπτική ή να παίξουμε Μολιέρο αραβικά, μια γλώσσα που στα μέρη μας μιλιέται πιο πολύ από τους γέρους όπως τα καμπίλικα και βάλε, ή ακόμα που μας στέλνανε στην κορανική σχολή όπου κανένας μα κανένας δεν καταλαβαίνει μία, τα πάντα περνάνε απ᾿ το μυαλό μας πλην της προσευχής, και τους κουμανταδόρους των Ζητάδων που δήθεν πλακώνουν τα μπαμ μπουμ στη στάση του μετρό της Γέρικης Βελανιδιάς δεν τους βλέπεις ποτέ, ανήκουν σ᾿ άλλο κόσμο. Καλά τώρα έχασα τι έλεγα γι᾿ αυτούς που μας ξαναζωντανεύανε, έρχομαι πάλι στο θέμα, όλοι τους λένε ότι τελείωσε, γάμησέ τα, θα ᾿πρεπε να εξετάσουμε το πρόβλημα από τη βάση του, από ποια βάση δε θα μάθεις ποτέ. Τι να κάνουμε, σου λένε, τούτος ο κόσμος δεν έπρεπε να ᾿χε γίνει.
Η ζωή μου τέτοιες προοπτικές έχει. Ίσως θα ᾿πρεπε ν᾿ αρχίσω απ᾿ το να πεθάνω.
Ευτυχώς που ᾿χω την τραπεζαρία μου μέσα στα χαλάσματα, πόσο καιρό θα μου την αφήσουνε κάθε μέρα που περνάει αναρωτιέμαι, αυτές τις στιγμές που κάθομαι και ξύνω τα φύλλα του τετραδίου και μουντζουρώνω και ξανά μανά απ᾿ την αρχή, και επιτέλους τα καθαρογράφω μα ποτέ τίποτα δε μου δίνει χαρά, αλλά έστω μου ζεσταίνει την ψυχή αν πούμε ότι έχω, το νιώθω, τουλάχιστον εδώ κάτι κάνω εγώ και κανένας άλλος, ακόμη κι αν είναι σκατά με το μέτρο, κι αυτό δεν αποκλείεται. Αλλά ό,τι και να γίνει εμένα το μυαλό μου εκεί, περπατάω και σκέφτομαι λέξεις ακόμα και την τιβί να κοιτάω δε σκέφτομαι τίποτ᾿ άλλο, όταν κάνω τα ψώνια για τη μάνα μου, όταν πάω την αδερφή μου στο σχολείο, όταν τη φέρνω, κι ακόμα πιο πολύ το βράδυ όταν πέφτω στη γωνιά μου, ίσα ίσα ένα στρώμα χάμω έχω, έτσι τις λέξεις τις φράσεις τις βλέπω στο σκοτάδι σαν έκρηξη παντού σαν διάττοντες αστέρες, και λέω στον εαυτό μου αυτόν εδώ δεν πρέπει να τον ξεχάσω, πρέπει να τον χαράξω βαθιά μου, αποτέλεσμα κοιμάμαι τον ξεχνάει ο ύπνος μου, κι όταν σηκώνομαι πάλι στις τρεις τα άγρια μεσάνυχτα αυτά που βρίσκω μου φαίνονται κατώτερα αδύναμα και χαζά και είμαι ένοχος που κοιμήθηκα.
Και έχω και το πρόβλημα που δεν μπορώ να κρατάω την ευθεία, χάνομαι.
Έρχομαι τώρα πάλι στη Λιλά. Μου ζήτησε να βρω μια κάμερα και εγώ λίγο πολύ της είπα ναι.
Απλώνει τα πόδια της πάνω στο γκαζόν, σηκώνει τα γόνατά της οπότε και το φουστάνι της ανεβαίνει λίγο πάνω στα μπούτια της, τα μάτια μου ακολουθούν την όλη κίνηση μαγνητισμένα και φυσικά βλέπω τη σχισμή της καλοσφραγισμένη από κάτω, παίρνει το αθώο της υφάκι και μου λέει σαν να μιλάει για τον καιρό:
«Μια μέρα αν είσαι καλός μαζί μου θα σου κάνω μια γερή πίπα. Θα σ᾿ άρεσε να χύσεις στο στόμα μου Σιμό;»
Το μελαψό μου δέρμα ευτυχώς δε μ᾿ αφήνει να κοκκινίσω, αλλά η αμηχανία μ᾿ έχει κυριέψει από μέσα, κάνω μια προσπάθεια και παίρνω τ᾿ απάνω μου και της λέω:
«Γιατί μιλάς πάντα γι᾿ αυτό;»
«Και για τι άλλο δηλαδή;» μου λέει.
Δεν ξέρω τι να της προτείνω, δεν έχω τίποτα.
Και μετά κάνει όπως και στο γυμναστήριο, ρίχνει τα πόδια της πίσω μονομιάς έχω κι εγώ έτσι τη δυνατότητα να τα δω όλα ακόμα μια φορά, λίγη φόρα και χοπ πετιέται μπροστά, νά την πάλι όρθια στα άσπρα της ποδαράκια, σηκώνεται το φουστάνι της, μου φαίνεται ότι στις βουτιές μιλάνε για το άλμα του αγγέλου και κινάει για το τετράγωνό της σεινάμενη κουνάμενη μ᾿ ένα τσάο που μου ρίχνει και πάει έφυγε.
Στέκομαι εδώ, αυτά για σήμερα.
Στις σκάλες τρακάρω τον Αλγερινό του έκτου με το γιο του, σε φάση να σπρώχνουν ένα αρνί άσπρο και παχύ στα σκαλιά και να το βαράνε στον κώλο, το αρνί μάλλον δε συμφωνεί προβάλλει αντίσταση, μπορεί και να υποψιάζεται ότι πρόκειται για μια γιορτή αλλά σίγουρα όχι για τη δική του, θα το σφάξουνε στην μπανιέρα αυτό όπως κι άλλα.
Βγαίνω, έχει πάει κιόλας λίγο παρακεί η Λιλά, κάθεται ορθή γωνία χάμω σ᾿ ένα κομμάτι γκαζόν ξεφτισμένο κοιτάει τις άκρες των ποδιών της πλησιάζω και κάνω γεια. Κουνάει τα πόδια της μπρος πίσω, τεντώνονται και ξετεντώνονται μυς και γάμπες. Ακούγεται ότι πιο μικρή έκανε ρυθμική σε γυμναστήριο, έτσι φαίνεται εξηγούνται και οι ικανότητές της στο ποδήλατο, αλλά μια αποφράδα μέρα έπεσε λένε άσχημα κι από τότε την έκανε και στο καλό.
Οι μυς της είναι ευλύγιστοι και μινιόν ακόμα, απ᾿ αυτά τα πράματα που μπορείς να κοιτάζεις ώρες ολόκληρες με τα μάτια σου τα δυο.
Στην αρχή δεν απαντάει στο χαιρετισμό μου, μοιάζει να κάνει μούτρα σήμερα, ψιλοεπιμένω κι εγώ αλλά δεν το παρακάνω ακουμπάω τα κωλομέρια δίπλα της στο κιτρινιάρικο χορτάρι.
«Tι τρέχει;» της λέω.
«Τίποτα», μου απαντάει.
«Δεν ήθελες να μου πεις κάτι;»
«Εγώ; Όχι».
«Τότε γιατί με κατέβασες;»
«Άσ᾿ το».
Δεν είπα κι εγώ λοιπόν τίποτα μην τη ζοχαδιάσω. Απλά κάθομαι και περιμένω.
Κουνάει ακόμα λίγο τις άκρες των άσπρων παπουτσιών της πάντα πεντακάθαρα και τα καρφώνει με το μάτι λες και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ενδιαφέρον από αυτά τα σκαρπίνια. Εγώ σε τέτοιες συνθήκες δεν ξέρω ποτέ τι να κάνω. Απ᾿ τη φύση μου δεν είμαι τύπος να βγάζω στη βιτρίνα την καρδιά μου, άσε που αυτή η κοπέλα με τραβάει παντού με τραντάζει, είμαι σαν μαρούλι στα χέρια της. Έτσι μουγκός που κάθομαι, τι στα κομμάτια παριστάνω; Το σκυλάκι το φωνάζει κατεβαίνει, τα βάζω με τον εαυτό μου όσο γίνεται στη σιωπή μου μέσα. Κι ούτε ένα τσιγάρο να την κεράσω.
Βάζω κουράγιο στο στόμα μου και τη ρωτάω:
«Τι σκέφτεσαι;»
Έλα όμως που τρέμω κιόλας την απάντησή της.
«Πάντα τα ίδια», μου κάνει.
«Τι δηλαδή;»
«Σκέφτομαι ένα καυλί στο μουνάκι μου».
Δεν πάει να το περιμένω κάθε φορά μου ᾿ρχεται κεραμίδα, με πιάνει απροετοίμαστο, ξαφνικά αισθάνομαι γυμνός σε δάσος γεμάτο θηρία, γύρω σαγόνια και φαρμάκι αγχώνομαι, ανατριχίλα μεγάλη, η γλώσσα μου στραμπουλιέται κι όμως ρωτάω:
«Και σου᾿ κάνε κέφι να το συζητήσεις μαζί μου;»
«Ίσως Σιμό. Ήμουνα μόνη».
Με είπε Σιμό, απόδειξη ότι τουλάχιστο ξέρει στα σίγουρα ότι είμαι εδώ.
Μου λέει ακόμα λίγο πιο μετά χωρίς να με κοιτάξει:
«Ίσως, δεν ξέρω».
Μαγνητοφωνώ τα πάντα ακόμα και τις σιωπές, σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις είμαι το τέλειο μηχάνημα, άλλες φορές είμαι αφηρημένος μου πιάνουν την κουβέντα κι εγώ στον κόσμο μου, λένε ο Σιμό είναι φευγάτος, αλλά μαζί της ποτέ των ποτών.
Στρίβω λίγο προς τη μεριά της σιγά σιγά και βλέπω ότι η Λιλά στο ξερό χορτάρι έγινε τώρα πες ίδια ζωγραφιά, απ᾿ αυτές που βλέπεις στα βιβλία τα λίγο φαντασίας, είχα κι εγώ ένα όταν ήμουνα πιτσιρίκι ιστορίες, η πριγκιποπούλα έμενε σκεφτική διάβαζες εκεί, ή ακόμα άξιο κορίτσι αλλά άτυχο, στυλ ορφανή θύμα των σκληρόκαρδων, όπως στους Αθλίους στην τιβί μου ᾿χε αρέσει, παρ᾿ όλ᾿ αυτά καρτερικιά και γενναία, φυλάω τον πόνο μου για μένα και μόνο, μόλις που μου ρίχνει στα γρήγορα μια ματιά}.
Και για να το γράψω ακόμα αμηχανία. Τόσο νιώθω παιδί ώρες ώρες.
«Εδώ είμαι», της λέω.
«Το ξέρω πως είσαι εδώ. Σιμό;»
«Πες το».
«Σκέφτηκες αυτό που σου ᾿πα;»
«Ναι το σκέφτηκα».
Δεν τολμάω να πω ότι τις τελευταίες μέρες στιγμή δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο, κάθε φορά το μυαλό μου πάει απ᾿ το κακό στο χειρότερο.
«Και λοιπόν;»
«Λοιπόν τίποτα», λέω.
Σηκώνει τους ώμους αλλά δεν είναι περιφρόνηση ούτε τσαντισμένος θυμός, μάλλον την αποθαρρύνω νομίζω, με βρίσκει πολύ πίσω, πέφτει σε βαριά σιωπή και στο φινάλε νά τι μου λέει:
«Εγώ λέω πως δε φτάνει να κάνεις. Καλό είναι να κάνεις αλλά δε φτάνει κάτι του λείπει. Τι δεν ξέρω. Πολύ θα ᾿θελα να βλέπω και συνάμα να κάνω κόλπα μα δε βολεύει, όχι. Προχτές στο γαμήσι πάνω δοκίμασα με καθρέφτη μα ο καθρέφτης παραήτανε μικρός, στράβωνα τους ώμους μου κι αποτέλεσμα μία δεν έβλεπα, κι έχανα και τη γλύκα του γαμησιού. Ο τύπος μέσα σ᾿ όλα δεν καταλάβαινε τι γύρευα, απλοϊκός εκείνος, χαϊβάνι πες, μα με μια τσουτσού παρέλασης πολύ πολύ ωραία, και μάλιστα τσουτσού χριστιανικιά με τίποτα κομμένο, έτσι τις προτιμώ με το λουράκι από κάτω κι ελαφροκυρτωμένες. Μόλις πρόλαβα να τη δω στην αρχή πριν να μου τη χώσει, κρίμα κι αυτό. Κάποια πράματα είναι αδικία μεγάλη να τα κρύβεις».
«Καλά λες», της κάνω, χωρίς καθόλου να ξέρω γιατί το λέω, βρίσκω μάλιστα ότι μοιάζω μαλάκας λέγοντας τέτοια.
Σκύβει μπροστά μαλακά μέχρι που το μέτωπό της ακουμπάει στα γόνατά της και νά τι μου λέει:
«Πόσο θα γούσταρα να είχα φωτογραφίες ή ακόμα και βίντεο ίσως. Και μετά να τα κοίταγα όλα με την ησυχία μου. Πόσο θα γούσταρα».
«Ναι», κάνω κι εγώ ο μαλάκας, μα νιώθω πάντα σαν μαλάκας πλάι της.
Σηκώνει πάλι την πλάτη της και παίζουν οι μυς της, αλήθεια πως έχει πάνω της κατιτί το ακροβατικό και μου λέει με μάτια καρφιά:
«Εσύ θα μπορούσες να μου κάνεις μια χάρη, Σιμό;»
«Τι χάρη;» της λέω.
«Θα μπορούσες να με τραβήξεις ταινία μια μέρα την ώρα που πηδιέμαι;»
Πού τη βρίσκει πάντα την ερώτηση που δεν περιμένω.
«Δεν έχω τραβήξει ταινία ποτέ μου», της λέω αμέσως αμέσως.
«Δεν είναι τίποτα, ξέρεις».
«Μα δεν το ᾿χω κάνει ποτέ».
«Με τις καινούργιες κάμερες είναι εντελώς αυτόματο. Το μόνο που κάνεις είναι να πάρεις θέση για να βλέπεις καλά».
«Για να βλέπω τι;» τη ρωτάω.
Τώρα την ώρα που τα γράφω καταλαβαίνω τι κακία κρύβει μέσα της. Την ώρα εκείνη δεν το ᾿χα πάρει έτσι, αλλά τώρα ναι.
«Για να βλέπω τι;» κοροϊδεύει λες και μιλάει σε μουλάρι. «Για να βλέπω το μουνάκι μου όταν του το χώνουν φυσικά, ή και τον κώλο μου ή και τα δυο μαζί κι αν είναι δυνατό να φαίνεται και το κεφάλι μου ή τουλάχιστο τα μάτια μου να βεβαιωθώ πως είμαι εγώ και καμιά άλλη. Είσαι φίλος μου θα το ᾿κανες για μένα;»
«Δεν ξέρω, ναι».
«Ναι ή ου;»
«Ναι», λέω.
«Θα μπορούσες να βρεις μια κάμερα;»
«Μπορώ να κοιτάξω».
«Κάτι τύποι μου το βάλανε στο μυαλό τις προάλλες και δεν λέω να το ξεχάσω. Μούσκεμα γίνομαι και μόνο που το σκέφτομαι».
«Τι τύποι δηλαδή;» κάνω.
«Κάτι τύποι που κάνουνε μάρκετινγκ στα βόρεια προάστια».
«Μάρκετινγκ για τι πράγμα;» ρωτάω κι εγώ.
«Για τσόντες».
Νιώθω σβούρα να γυρνάω σαν βρωμόνερο σε μπιντέ, και την τρύπα της λήθης να με ρουφάει, από τίποτα δεν μπορώ να κρατηθώ πέφτω κι όλο πέφτω.
Τώρα μιλάει λίγο πιο γρήγορα, πήρε φόρα ζωντανεύει. Kαι νά τι λέει πάλι:
«Λένε ότι έχει τώρα πολλή ζήτηση αλλά οι τύποι απαιτούν τη δουλειά χωρίς καπότα, κι αυτό κωλώνει πολλούς. Αλλά εκείνοι λένε ότι ο κόσμος λόγω έητζ σχεδόν δεν πηδάει πια παράνομα, και νόμιμα όχι πιο πολύ από πριν μάλλον ακόμα πιο λίγο, στο φινάλε θέλουνε να βλέπουνε τους άλλους να πηδάνε. Θέλουνε οι άλλοι να πηδάνε καμικάζικα για λογαριασμό τους, με πιάνεις; Κι όσο πιο βρωμερό είναι τόσο πιο πολύ το ζητάνε, άγριο και αιμοβόρικο μάλιστα, ό,τι δε θέλουνε πια να κάνουνε οι ίδιοι. Κι όλα στ᾿ ανοιχτά, και μη φανταστείς ψευτοκαμώματα ούτε χυσίματα σικέ, μαστιγώματα και σία. Εξ ου και το σουξέ που έχουν oι πορνοταινίες και ιδιαίτερα οι αυτοσχέδιες γιατί δε ζητάνε καλλιτεχνία, αλήθεια είναι, πείθει. Και με την αίσθηση του ρίσκου από πάνω, του θανάτου στην άκρη της ψωλής, μα για τους άλλους μόνο. Κάθεσαι ήσυχα ήσυχα και την παίζεις, βλέπεις τους άλλους να πηδιούνται και σκέφτεσαι: έτσι κι ο τύπος είναι φορέας, την έκατσε τη βάρκα η ξανθοχοντρέλα».
Συνεχίζει στη φόρα της πάνω:
«Ξετρυπώνουνε τύπους και γκόμενες της σειράς άνεργους ή και λίγο σαλταρισμένους, τους χώνουν σε μια κάμαρα κάπου με μαξιλάρες και χαλιά, όλος αυτός ο κοσμάκης γαμιέται με οδηγίες κι αυτοί τραβάνε. Βαστάει όσο να το κάνουνε και θα τα ξαναπούμε γεια χαρά νταν. Λέγεται ότι αυτοί που τραβάνε δεν πηδάνε ποτέ, θέμα προφύλαξης, όπως τα μπιγκ βαποράκια δε βαράνε ποτέ ένεση. Λέγεται ότι πριν από την περιβόητη ασθένεια στα χαρντ γυρίσματα στο τέλος του μεροκάματου ήταν η παράδοση για την πρωταγωνίστρια να παίρνει μια πιπούλα στον κάμεραμαν, αλλά τώρα κομμένα αυτά. Άσε που κερδίζεις χρόνο, πρώτα απ᾿ όλα η μπίζνα, βγάζουν δυο ταινίες τη μέρα καταλαβαίνεις; Έχουνε κάτι χαπάκια Βιρμανίας ή από πού δεν ξέρω για να σου σηκώνεται κατ᾿ εντολή κι ένα γλιτσερό υγρό σπέσιαλ για μούσκεμα άμα χρειαστεί. Μερικές φορές μάλιστα λένε ότι πίσω απ᾿ την κάμερα είναι γυναίκες, αυτές είναι πάντα πιο πωρωμένες, αυτές διατάζουν κάνε αυτό και κάνε εκείνο, μην τεμπελιάζεις, πόζα είναι αυτή τσακίσου κι άνοιξε τα πόδια σου γαμώ το πουτάνα, χώσ᾿ του βαθιά τη γλώσσα στον κώλο, χώστε τής το και οι δυο μαζί καθίκια, τσιμουδιά εσύ, άντε βαράτε τη, βαράτε την πιο δυνατά κι αν φωνάζει θα πει πως γουστάρει, εγώ θέλω να την ακούω να φωνάζει άντε, η γυναίκα πίσω απ᾿ την κάμερα αποφασίζει. Και συ που γαμάς ή γαμιέσαι κουβέντα δεν μπορείς να πεις, αλλιώς ουστ και δίχως μία. Ξέρεις Σιμό έχει πολύ ψωμί. Μια παγκόσμια αγορά λένε, ιδίως γι᾿ αυτές που είναι παντού ξανθές όπως εγώ, παρ᾿ όλο το ρώσικο ανταγωνισμό, τις Πολωνέζες μαζί, εκεί μάτσο οι τσουλάρες. Οι πελάτες έχουν και απαιτήσεις για το χρώμα, αυτό το ᾿μαθα καλά. Οι Γιαπωνέζοι να πούμε να μη δούνε μαύρη, τα ᾿χασα όταν τ᾿ άκουσα, ούτε καν το συζητάνε, ούτε τις μεγάλες πούτσες τις θέλουνε για να μη νιώθουνε ξεφτίλες οι ματάκηδες. Ερασιτεχνικές ταινίες στο άρπα κόλλα δυο τρεις τη μέρα και το φαντάζεσαι; Ταξιδεύουνε παντού σ᾿ όλο τον κόσμο, οι Εσκιμώοι τίγκα στα βίντεο και περνάνε τη Σαχάρα με καραβάνια. Και με τις ξανθές, όσο πάει, λέγεται ότι παντού ξετρελαίνονται μιας και η λευκή ράτσα πάει να εξαφανιστεί, σπανίζουμε Σιμό όχι εσύ αλλά εγώ, στην Αφρική λοιπόν έχει γίνει μανία προπάντων αν βλέπουνε ότι είναι βέρο ξανθό αν που-χου η γκόμενα κάθεται και πλένει το μουνί της με σαπούνι κι αυτό εκεί ξανθό. Κι αν υπολογίσεις τους δίσκους τα λέηζερ τα μαραφέτια τα σηντηρόμ κι όλα τα καινούργια τους κόλπα, για μια γκόμενα που να λέει κάπως, που να μην είναι σκυλοτεμπέλα και να μην έχει το βρακί της σπαγκοδεμένο για τον πρίγκιπά της και μόνο, μπορεί να βγάλει δυο και τρεις χιλιάδες φράγκα τη μέρα, πιο πολύ κι από βαποράκι. Τι λέω τώρα τη μέρα, σ᾿ ένα απόγευμα ή κι ένα βράδυ. Δυο και τρία χιλιάρικα μόνο και μόνο για να γαμάς, καλά το φαντάζεσαι;»
Οι λέξεις σταματάνε στην άκρη του στόματός της. Θα πίστευες ότι έβλεπε όνειρο και τώρα τέλειωσε.
Σωπαίνει με την ίδια ένταση που μίλησε.
Κι εγώ τώρα τη ρωτάω:
«Έκανες τέτοια εσύ;»
Κάνει όχι με το κεφάλι της μόλις μια φορά.
«Σίγουρα;» λέω.
«Αδερφός μου είσαι;» μου κάνει.
«Όχι», λέω.
Κι εκείνη:
«Τους είπα ότι ήμουνα παρθένα κι ότι ήθελα τέσσερα χιλιάρικα. Είπανε ότι θα το σκεφτούνε».
«Κι αν το δούνε ότι δεν είσαι παρθένα;»
«Δε θα δούνε τίποτα», μου λέει.
Και μετά με κοιτάει και με ρωτάει πάλι:
«Γιατί μουσκεύω και μόνο που το σκέφτομαι;»
«Ότι κοιτιέσαι ή ότι οι άλλοι σε κοιτάνε;»
«Και τα δυο. Προπάντων να κοιτιέμαι».
Της λέω δεν ξέρω γιατί, δεν το χωράει ο νους μου κι αυτό είναι αλήθεια. Μα να μην της κάνω τη χάρη, να μην τη φιλμάρω ακόμα κι αν το ρίσκο το βλέπω νά μπροστά μου, αυτό δεν το μπορώ. Τόσο πολύ θα φοβόμουν μετά μήπως μου γυρίσει την πλάτη απ᾿ την κακία της και δε μου ξαναμιλήσει ποτέ της και τη χάσω για πάντα.
Θα μπορούσε να μου ζητήσει πολλά αυτό το ξέρει, πολλά πολλά, ακόμη και να κάνω μια δυο μαλακίες. Στη φωνή της στα μάτια της ναι και πάλι ναι. Άλλη λέξη για κείνηνε δεν έχω. Σήμερα κουβαλήθηκε με μπλε κορδέλα να της κρατάει τα μαλλιά α λα Καράτε Κιντ, της μεγαλώνει το άσπρο της μέτωπο, μπορείς και βλέπεις στα πλάγια μια φλέβα στενή στενή και ελικοειδή βλέπεις εκεί μέσα κυλάει το αίμα της, ποτάμι που βλέπεις από πολύ μακριά σε βιβλίο γεωγραφίας άτλας, φλέβα γαλάζια προς τον παράδεισο.
Και λέει κι αυτό:
«Βλέπεις μου καρφώθηκε η ιδέα ότι δε φτάνει μόνο να σ᾿ τη χώνουνε δε φτάνει να τη νιώθεις την ψωλή, πρέπει και να τη βλέπεις. Δεν ξέρω αν μπορείς να με πιάσεις. Πρέπει να δεις ότι σε σένα, σε σένα τη χώνουνε, ότι είσαι πραγματικά εσύ με εργαλείο στο κορμί. Σε κάνει να χύνεις και στον πάνω όροφο, σου μπαίνει πιο βαθιά στο πετσί πιο νόστιμο γίνεται, είναι σαν να ᾿παιρνες δυο γαμιάδες, ο ένας εδώ κι ο άλλος στον καθρέφτη, και σου ᾿ρχεται σχεδόν να ντραπείς».
Κάπως μου φαίνεται να της γουστάρει να ντρέπεται μα δε λέω τίποτα.
Κάθε φορά μαζί της λογαριάζω τα άπειρα πράματα που δεν ξέρω, κι όμως εκείνη να ᾿ναι πιο μικρή από μένα.
Επιστρέφει πάλι στο θέμα, με ρωτάει:
«Λοιπόν θα το κάνεις;»
«Πρέπει να βρω μια κάμερα πρώτα».
«Θ᾿ αργήσεις πολύ;»
«Και πού θα γίνει το σκηνικό;» ρωτάω.
«Θα σου πω. Ούτε κι εγώ ξέρω. Παίζεται».
Πρέπει τώρα να καθίσω να εξηγήσω κάποιες λεπτομέρειες της ζωής στα μέρη μας.
Την κάμερα φυσικά μπορώ να τη βρω μόνο αν τη σουφρώσω ή αν τη σουφρώσει κάποιος άλλος και μου τη δώσει για λίγο, αλλά για τέτοια θα μου ζητήσει λεφτά κι εγώ δεν έχω. Ένα τέτοιο μαραφέτι δεν το κρατάς στο έτσι, αξίζει φράγκα πολλά, τις πιο πολλές φορές πηγαίνει κατευθείαν στους τύπους της μπίζνας για τα μικροπάζαρα της κρυψώνας, αυτό που λέμε το νταραβέρι του υπόκοσμου ή ακόμα και τα ρετάλια του φορτηγού, τα παλιατζίδικα άρπα κόλλα με ζωηρή μουσική και μαζορέτες, ή ακόμα και σε κάθε γωνιά, είναι το ίδιο κύκλωμα λίγο πολύ με τα ραδιόφωνα αυτοκινήτων ή τα στέρεο ευκαιρίας. Φυσικά τα παζάρια είναι στο δέκατο της τιμής για να ᾿χεις και συ περιθώριο αλλά ο καθένας παίρνει τη μίζα του με τη σειρά του κι όπως και να το κάνουμε οι τύποι της μπίζνας πέφτουν με τα μούτρα πάνω, εννοώ δεν κάθονται να σε περιμένουνε βδομάδες, εύκολο εμπόρευμα, δεν το βρίσκεις σε στοκ.
Μπορείς βέβαια να ρωτήσεις διακριτικά να μάθεις μήπως ξέρουνε κανέναν που να᾿ χει το πράμα εδώ ή αλλού, μα σούπερ δύσκολο να το βρεις τη μέρα που το θέλεις. Προπάντων αν όπως η δικιά μας σκυλοπαρέα, δεν κολυμπάς στα βαθιά νερά. Πρέπει να καθίσεις να το ψάξεις το μαραφέτι μπορείς άλλωστε να το κάνεις παραγγελία και να κάνεις προσφορά.
Ο Πτι Μωρίς γνωρίζει έναν αντικέρ κάπου στο Μπωβαί, έχει κατάλογο με φωτογραφίες από έπιπλα και βάζα κι άλλα συμπράγκαλα, έγχρωμες φωτογραφίες, τις δείχνει στους πελάτες του που διαλέγουνε, εγώ αυτό θέλω εγώ θα πάρω αυτόν τον πίνακα, μόνο που τα συμπράγκαλα δεν είναι στ᾿ αλήθεια στο μαγαζί του, κοιμούνται ζεστά και ήσυχα στους ιδιοκτήτες, ο μάγκας τα κιαλάρει να πούμε κι έτσι κι ένα έπιπλο αρέσει, και το πουλήσει σίγουρα και πάρει και μπροστάντζα, τότε στέλνει την ομάδα κρούσης να το σουφρώσουν. Αυτό κι αν είναι άρτια οργάνωση, λέει ότι δεν αξίζει τον κόπο να σουφρώνεις κάτι αν δεν είσαι σίγουρος ότι θα το πουλήσεις, μια φορά μάλιστα, σύμφωνα με τα λεγάμενα του Μωρίς αλλά συχνά λέει και άρες μάρες κουκουνάρες, ο μάγκας πρότεινε μια παλιά σιφονιέρα του καταλόγου στον ίδιο τον ιδιοκτήτη που την αναγνώρισε με τη μία. Θα γινότανε της κακομοίρας, μα τι μου λέτε τώρα αφού είναι η
σιφονιέρα μου αυτή, με το εκατό και τα ρέστα, μα εν τέλει κανονίστηκε το ζήτημα, ο αντικέρ άλλαξε τη φωτογραφία ή κάτι τέτοιο, ο τύπος απέσυρε τη μήνυσή του με συγγνώμες για τη φασαρία μα σας παρακαλώ κύριε, ελάτε τώρα ο καθένας μας μπορεί να κάνει ένα λάθος, σαν να τ᾿ ακούς με τ᾿ αυτιά σου, μέχρι και σαμπάνια καθίσανε να πιούνε μαζί, γίνανε και φιλαράκια και το επόμενο γουηκέντ τού τη σουφρώσανε τη σιφονιέρα του, και τώρα που μιλάμε πρέπει να είναι στον Καναδά σ᾿ ένα αγρόκτημα μ᾿ άλλα τέσσερα πέντε παρακατσίγκελα.
Εμείς, να λέγεται, απέχουμε πολύ απ᾿ αυτή την κλάση, είμαστε ψείρες μπροστά τους.
Για να βγάζουμε τακτικά κανένα ψιλό, δίνω πρώτα λίγα παραδείγματα:
Να πουλάς λίγο αίμα στο ΙΚΑ, μια φορά το μήνα, το ᾿χω ξαναπεί, μα για το αίμα δεν παίρνεις σχεδόν τίποτα.
Να βοηθάς στο καθάρισμα των τάφων στο νεκροταφείο λίγο πριν το Ψυχοσάββατο, αυτό είναι μια ιδέα που μας ήρθε απ᾿ τη Μασσαλία αλλά εποχιακή δουλειά.
Να ψήνεις τα κορίτσια ότι η μόδα θέλει κοντά μαλλιά οπότε αυτές κάθονται και τα κόβουνε και συ τα σκοτώνεις για ποστίς.
Κάποιες φορές το φθινόπωρο να μαζεύεις τα ξερά φύλλα για το Δήμο, ή να καθαρίζεις τα σκατά των περιστεριών στις πλατείες.
Να κουβαλάς τα πακέτα των γέρων στις σκάλες όταν το ασανσέρ δε δουλεύει, δηλαδή σχεδόν πάντα. Επίσης να κατεβάζεις τα σκουπίδια τους για όσους δεν τα πετάνε όλα απ᾿ τα παράθυρα. Μα όλοι οι γέροι είναι ταπί.
Να πουλάς το κρεμοχύσι σου στην τράπεζα σπέρματος αλλά κι αυτό μόνο μια φορά το χρόνο λόγω ανταγωνισμού, όλος ο κόσμος θέλει να την παίξει για είκοσι πέντε φράγκα.
Να μαζεύεις τις προβιές από τα σφαγμένα αρνιά, ένας Πολωνός γουναράς στο Παντέν τις αγοράζει εξήντα φράγκα τη μία.
Να μαζεύεις τα σπασμένα παιχνίδια των παιδιών και να τα ψιλοφτιάχνεις για να τα σκοτώσεις στα παλιατζίδικα, αλλά θέλει δουλειά και οι Πακιστανοί ξέρουν κι αυτό το κόλπο.
Να μαζεύεις χορτάρι και να το πασάρεις σ᾿ αυτούς που εκτρέφουν κουνέλια, αλλά κι αυτοί το ξέρουν το κόλπο, άσε που πουλάνε και τα κουνελοτόμαρα.
Να ζητάς απ᾿ το χασάπη τους κατιμάδες για να τους κάνεις κιμά για τις γάτες, αλλά αυτό θέλει κάποια εργαλεία και πολλή δουλειά για το τίποτα.
Βλέπεις λοιπόν ότι δεν τη βγάζεις έτσι οπότε μάνι μάνι περνάς στην παρανομία, στη βούτα δηλαδή. Και στα μέρη μας μπορείς να βουτήξεις τα πάντα, ένεκα που όλα λίγο πολύ μπορείς να τα σκοτώσεις. Πέρσι μια κλίκα στο Ομπερβιλιέ είχε βγάλει ειδικότητα στην εξπρές απαγωγή παπουτσιών έξω από τα τζαμιά της περιοχής, σπορτέξ κυρίως, όσα σκοτώνονται εύκολα, τα στέλνουν ακόμα και στην Αφρική, στο Ιράν, εκεί που τους λείπουν, μα οι ιμάμηδες αγοράσανε ντουλάπες και λουκέτα οπότε τέρμα κι αυτό.
Μπορείς επίσης να το παίξεις και ζιγκολό, όλοι οι νεαροί το ᾿χουν όνειρο, μια χοντρέλα Φράγκισσα στα σαράντα άντε πενήντα χεσμένη στο τάλιρο για να της τη χώνεις μια φορά τη βδομάδα, αλλά μένεις με το παραμύθιασμα όλα σου τα νιάτα με τ᾿ αρχίδια σου βαριά απ᾿ την καύλα.
Μπορείς και να περιμένεις τα ψίχουλα που θα σου πε τάξουνε, το ψωροεπίδομα θ᾿ αρχίσεις να το παίρνεις σ᾿ έξι χρόνια από τώρα, στο μεταξύ τη βγάζεις με καμιά μιζούλα για να μεταφέρεις προϊόντα όχι και πολύ σόι ή να κρατάς τσίλιες για βαποράκια εν δράσει ή να βουτάς λάστιχα κεραίες φανάρια, είναι απροστάτευτο ό,τι βρίσκεται έξω, τα πλασάρεις μάνι μάνι ακόμα και τα σκυλιά με λουρί, τις γάτες στα παράθυρα για πειραματόζωα ή να μαζέψεις μια ολόκληρη βιτρίνα κανένα βράδυ ρήμαξ᾿ τα όλα και μπιγκ φάσης γυαλιά καρφιά.
Αυτό όσο να ᾿ναι σπανίζει και μάνι μάνι μπορεί και να φας στη μούρη κανένα κουκούτσι από δίκαννο. Οπότε μας μένει ό,τι πιάνει το χέρι σου, δηλαδή κυρίως της κυράς την τσάντα με ή χωρίς ξυράφι για τα λουριά. Η όλη μαστοριά είναι να τραβήξεις το αντικείμενο του πόθου με δύναμη και να την κάνεις μάνι μάνι και συχνά να πετάξεις την τσάντα στον κολλητό και καμιά φορά και σε άλλονε ακόμα όπως και στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο, παιχνίδι στον αέρα. Καλή δουλειά γίνεται έξω απ᾿ τις τράπεζες και τα μαγαζιά, και τα κουτιά των λεωφορείων καλά είναι, αν και δε βρίσκεις σχεδόν τίποτα, άλλωστε στ᾿ αρχίδια του οδηγού, αλλά η καλύτερή σου είναι τα βράδια όταν οι κυράδες γυρνάνε σπίτι και πάει να σουρουπώσει. Κάθεσαι μ᾿ έναν κολλητό σου και τις περιμένεις στο πεζοδρόμιο μπροστά απ᾿ την είσοδο, την αράζεις εκεί ήρεμα και κουβεντιάζεις, πρέπει να᾿ ναι απόμερες γειτονιές ακόμη και το Παρίσι κάνει, αλλά το Παρίσι το᾿ χουν πιάσει άλλες συμμορίες, έχουν καταλάβει όλο το πεδίο μάχης και συχνά τους τρώει η ζήλια, λέγαμε το λοιπόν ότι στέκεσαι εσύ δυο τρία μέτρα κοντά στην πόρτα, φυσικά εσύ δεν έχεις τα κλειδιά, βλέπεις να καταφτάνει η κυρά, ακόμα καλύτερο αν είναι μόνη της, να ᾿ρχεται από μάσα, από θέατρο, τα ᾿χει κοπανήσει λίγο νυστάζει κιόλας ονειρεύεται τ᾿ άσπρα της σεντόνια, την αφήνεις να βάλει το κλειδί στην πόρτα σαν να μην τρέχει τίποτα, εσύ στην κουβέντα σου και προπάντων δεν την κοιτάζεις, σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει, αλλά το καλό με τις πόρτες ασφαλείας είναι ότι θέλουν και πέντ᾿ έξι δευτερόλεπτα για να κλείσουν πάλι, εσύ μπουκάρεις μονομιάς, συνήθως βρίσκεσαι σε είσοδο σκοτεινή, αρπάζεις την τσάντα, η κυρά στριγκλίζει μα πιο πολύ απ᾿ το φόβο και την τρομάρα της, στέκεται μπλοκαρισμένη κόκαλο επιτόπου, στο μεταξύ εσύ έχεις ξαναβγεί στο δρόμο ο κολλητός σου την κάνει απ᾿ τη μεριά του εσύ απ᾿ τη δική σου, από πριν έχεις συμφωνήσει πού θα βρεθείτε σε μια ώρα από τώρα.
Σε τσάντες σαν κι αυτές στις ματσωμένες συνοικίες μπορείς πάντα και ψαρεύεις πεντακόσια μ᾿ εξακόσια φράγκα, καμιά φορά και κάνα κοσμηματάκι μα σπάνιο, σήμερα τα βραδινά μπιζού είναι φο. Τις πιστωτικές κάρτες τα διαβατήρια και τα σχετικά τα σκοτώνουμε πάλι στο Μπομπινιύ για ποντικοκούραδα. Ό,τι μένει, κλειδιά μαντίλια κι όλη η γαμημένη σαβούρα από κρέμες πινέλα που οι κυράδες μαζεύουνε, εμείς τους δίνουμε δρόμο. Μένει η τσάντα που μπορεί και να σου βγει σινιέ οπότε μέσω σπέσιαλ κυκλώματος μπορεί και καμουφλαρισμένη, καταλήγει στο Βέλγιο ή στην Ιταλία σε πλανόδιους.
Συχνά δουλειά σκέτη απογοήτευση, να λέγεται, αλλά όπως και να το κάνουμε η χαρά σου κάθε φορά που ανοίγεις κι από μια τσάντα, δε συγκρίνεται με τίποτα. Όλο εκπλήξεις σε περιμένουνε, γυαλιά καρτ ποστάλ λίγο τυράκι κάνα περίστροφο μια δυο φορές, στυλούς μάρκας, μια φορά μια κυρά πολύ χάι με μαλλί στην τρίχα στα εξήντα πέντε και βάλε, είχε και μια γερή προμήθεια κόκας, μια άλλη μια κάρτα με υπογραφή Σιράκ δήμαρχος των Παρισίων με ευχαριστίες, μια άλλη ένα ολοζώντανο γατάκι.
Πέρα απ᾿ αυτά οι αρπαχτές είναι αλήθεια μηδαμινές, άμμος να πούμε, ροκανίδι. Εγώ που-χου δεν είμαι απ᾿ αυτούς που βουτάνε το χαρτζιλίκι των πιτσιρικάδων έξω απ᾿ τα δημοτικά, μου ᾿ρχεται να ξεράσω μέχρι και τ᾿ άντερά μου, ούτε στα πουρά με τα ξεχαρβαλωμένα γόνατα την πέφτω, μα κάποιοι το κάνουνε και τσαμπουκαλίδικα μάλιστα. Το ζήτημα είναι πριν απ᾿ όλα να φας, στη μιζέρια μέσα τα ξεχνάς όλα κι εδώ που τα λέμε δε σκαμπάζεις και πολλά πολλά, τα περί ανθρωπιάς πάνε τελειώσανε, δικό μου αυτό, δικό μου εδώ και τώρα αλλιώς ψοφάω ή σε ψοφάω, η πείνα σού θολώνει το μυαλό, σε κάνει να τρέμεις, κλαις για τη ράτσα σου και η φιλία η αγάπη και κουλουπού στα σκουπίδια.
Νά, ο Μουλούντ γνώρισε μια τόσο πεινασμένη που βούταγε ό,τι φέρνανε τα κουτσούβελά της απ᾿ την καντίνα στις τσέπες τους για να φάνε και μετά αυτά μυξόκλαιγαν όλη τη νύχτα.
Είμαστε τόσο τιποτένιοι που ώρες ώρες σε πιάνουν οι μαύρες σου. Μια γειτονική συμμορία, στη Γέρικη Βελανιδιά, αποφασίσανε στην ίδια συνοικία σαν και πέρυσι Αύγουστο Σεπτέμβρη μήνα, να σουφρώσουνε τ᾿ αγάλματα της πλατείας Βαγιάν-Κουτυριέ. Γι᾿ αυτουνούς ήτανε επιδρομή μεγάλου βεληνεκούς, ξετρύπωσαν ένα φορτηγάκι μπιτ σαράβαλο, στειλιάρια βαρούλκο καλώδια κι άλλο τι δεν ξέρω, πέντ᾿ έξι καθίσαν και παιδεύτηκαν τις δύο νύχτες του Σαββατοκύριακου, κουβάδες ιδρώτα να τρέχουν τα χέρια μες στα αίματα, τους είχανε πει ότι κάτι Αμερικανοί ιδιώτες τα βλέπανε στον ύπνο τους, κι αποτέλεσμα ούτε καν γλυπτά δεν ήτανε μόνο κάτι μαραφέτια της σειράς από μπετόν αρμέ του πενήντα κι ούτε διακόσιες χήνες δεν πιάσανε.
Ακόμα και τ᾿ αγάλματα τα φτιάχνουν τώρα από μπετόν, ακόμα και το τραπέζι του πινγκ πονγκ που ᾿φαγε στη μούρη όλο το χαλάζι και δεν μπορείς να παίξεις πια. Ένας καθηγητής έλεγε ότι το μπετόν είναι νεκρή ύλη, όπως και το πλαστικό. Ίχνος από πέρασμα ζωής εκεί μέσα. Γεννηθήκαμε γι᾿ αυτό και σ᾿ αυτό μέσα, αναγκαστικά κι η καρδιά σου μπετό.
Η ιστορία με τ᾿ αγάλματα που δεν ήτανε αγάλματα μου μαυρίζει την καρδιά και με θυμώνει. Εμείς εδώ δεν έχουμε το δικαίωμα να ᾿μαστέ χαζοί, αλλιώς ήρθε το τέλος μας. Και συχνά τα παιδιά είναι χαζοί, χαζοί σε σημείο να καταπίνουνε υπόθετα, χαζοί σε σημείο να παραμυθιάζονται ότι το χρήμα θα κατέβει απ᾿ το επόμενο λεωφορείο, σου ᾿ρχεται να βαράς το κεφάλι σου στα δέντρα που μας γράφουνε στ᾿ αρχίδια τους. Γι᾿ αυτό κι εγώ αποτραβιέμαι και κάθομαι και γράφω αυτά, γράφω σιγά σιγά μόνο και μόνο για να βρίσκομαι αλλού την ώρα εκείνη, για να τη σκαπουλάρω μόνος, ακόμη και αν ώρες ώρες δεν μπορώ να κάνω αλλιώς απ᾿ το να μπαίνω στο παιχνίδι, οι άλλοι έχουν ένα ντουβάρι μπροστά στα μάτια, τίποτ᾿ άλλο δεν μπορούν να δουν, αυτή είναι η ζωή που τους περίμενε εδώ και πολύ καιρό, μόνο κόλπα φτωχομπινέδικα που κανείς δεν τα θέλει, κάθε τόσο τις τρώνε φυσικά, τρώνε μπαρούτι στα πισινά ή ακόμα τους πιάνουνε στα πράσα, τους έχει τύχει να βρεθούνε στη στενή για τρεις τέσσερις βδομάδες, όπου όλοι οι μάγκες της πιάτσας ανταλλάσσουν τις κομπίνες τους, κι εγώ αυτό κι εγώ εκείνο, και καλά καλά δεν προλάβανε να βγούνε έξω, ξανά μανά μια απ᾿ τα ίδια, σκατουλάκια, κομμάτια ζωής χαραμισμένα, χάος και γαμώ το μου σωστός Γολγοθάς.
Σ᾿ άλλα μέρη βλέπεις κάποιοι να παίζουνε θέατρο, βρήκανε κι έναν πήλινο κουμπαρά, ή και μουσική, ραπ δηλαδή φυσικά, που αυτός ο ρυθμός αρχίζει και μου σπάει τ᾿ αρχίδια μιας και είναι μόνο λίγες φράσεις πάλι και πάλι, η πρώτη φορά καλή είναι, η δεύτερη περισσεύει απ᾿ το να θέλουνε να εκφραστούνε όπως λένε πατάνε όλοι από μόνοι τους τα ίδια τους τ᾿ αρχίδια, και τατατατά και τατατατά ρε πουτάνα μάς τα ξούρισε η μάνα μου, κι άλλοι πάλι που φτιάχνουνε ρούχα μόδας με παρελάσεις και φασαρία, οι τύποι της Κουρνέβ περάσανε στην τιβί πάνω από ένα λεπτό, με δυο λόγια υπάρχουν κι αυτοί που βρίσκουν άκρες, που δε μένουν με το κεφάλι στη γυάλα μην τους πιάσει η βροχή, είναι κι ο αθλητισμός αλλά για τον αθλητισμό πρέπει να σ᾿ έχει προικίσει η φύση και να χύσεις και πολύ ιδρώτα από πάνω.
Όλους που-χου και ιδίως τους μπλακ αν ποτέ τους ρωτήσεις ονειρεύονται να ήτανε Μάικλ Τζόρνταν και να μαζεύανε ποτάμια τα φράγκα με μια μπαλιά, μα δεν έχουνε το μπόι, δεν πα να τεντώνουνε τα μπρατσάκια τους για να φτάσουν το καλάθι η δόξα είναι πάντα μακριά. Το πιο σπαστικό είναι η αίθουσα πάλης ιδίως του μποξ, όπου βρωμοκοπάει μάκα και ξινισμένο ιδρώτα, βρίσκεις κιόλας τρύπες στο ρινγκ, τα πιτσιρίκια απ᾿ τα έξι εφτά τούς κάνουνε τη μούρη μαύρη, η μύτη πίτα, γυρνάνε σπίτι με τα μάτια μελιτζάνες, κι όλα αυτά για να καταλάβουν πέντ᾿ έξι χρόνια πιο μετά ότι είναι ανίκανοι και τις μπουνιές που μάζεψε η κούτρα σου, τις κρατάς μια ζωή ολόκληρη.
Οι περισσότεροι, τέλος πάντων οι μπιγκ χαραμοφάηδες γύρω μου, το σωματείο με τα σπασμένα χέρια και τα μυαλά στα κάγκελα, το μόνο που σκέφτονται πάντα είναι η αρπαχτή, να τρέχουνε πάντα από αρπαχτή σε αρπαχτή, μια ζωή γεμάτη αρπαχτές, θες καμιά βοήθεια για μια αρπαχτή, κάνω μια αρπαχτή, κι επίσης να σκυλοβρίζουνε τους μπάτσους που είναι καθίκια με στολή και για όλα φταίνε αυτοί, εγώ τους μπάτσους τους πάω ακόμα λιγότερο κι απ᾿ αυτούς, αφού με κυνηγήσανε δυο τρεις φορές και μάλιστα μ᾿ αφήσανε και μια φορά ξερό με το μαλακό κλομπ, το μαύρο το στενό αυτό που κολλάει βεντούζα στις καμπύλες του σώματος, την άλλη μέρα η τιβί μου᾿ κάνε εκεί κάτι ερωτήσεις για το δελτίο στη μία, σας ακούμε πείτε μας τι έγινε, η τιβί τώρα σαν ψέματα μου φάνηκε, τι κάνατε για να τις φάτε εγώ τους είπα το παραμύθι, μέχρι την ώρα που έχασα τις αισθήσεις μου ή σχεδόν, και αποτέλεσμα δεν το δείξανε στο δελτίο.
Έλεγα ότι τους πάω ακόμα λιγότερο κι απ᾿ αυτούς, κάτι χαμένοι βουτάνε σάντουιτς στα καφενεία και δεν πληρώνουνε, μα και σε ποιονε να παραπονεθείς, οπότε και συ το βουλώνεις. Αλλά και να λες πως για όλα τα σκατά φταίνε αυτοί σαν να το παρατραβάνε λίγο μου φαίνεται. Μια φορά στη Δροσιά είχανε ένα νεκρό, ένας νεαρός που περνούσε το δρόμο τρεχάλα κι ένα περιπολικό τον έκανε πίτα, ᾿ντάξει έτσι το καταλαβαίνω να τα πήρανε στο κρανίο, κι εγώ τους πέταξα πέτρες μπορεί και καμιά μικρή μολότωφ, αλλά όσο να ᾿ναι τόσο χοτ βραδιές σπάνιο πράμα, οι δημοσιογράφοι ξελαρυγγιάζονται ότι τα προάστια φλέγονται, κάτι βράδια σαν κι αυτά ναι φωτίζεται κι η περιοχή, μετά ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του με κάθε λεπτομέρεια για μήνες κι όλα αλλάζουνε, γίνεται ο μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος η φρίκη και κουλουπού.
Εγώ λέω ότι κάτι τέτοια όχι δεν μπορώ να τα χάψω. Καις τώρα ένα λεωφορείο τέσσερα αμάξια και κατεβάζεις μια ντουζίνα βιτρίνες, και πάλι δεν είναι ο πόλεμος που νομίζεις. Καις ό,τι σε καψουρεύει και ξέρεις ότι ποτέ σου δε θα το ᾿ χεις. Δικό σου δε θα γίνει οπότε και συ το καις, το φτάνει το χέρι σου αλλά δεν είναι μέσα στο χέρι σου, ιδού η διαφορά. Αλλά αν νομίζεις ότι κρατάς το δαυλί που θα βάλει φωτιά στη Γαλλία, ε λοιπόν είσαι το κουνούπι που έλεγε κηρύσσω τον πόλεμο στον ελέφαντα, μόνο που ο χοντρός με την προβοσκίδα του δεν έχει τιβί κι άρα χαμπάρι δεν παίρνει.
Αυτό που μπορούμε να πούμε κι εκεί συμφωνώ είναι ότι oι μπάτσοι που στ᾿ αρχίδια τους στο κάτω κάτω, άσε που πολλοί από δαύτους μένουν κι αυτοί στα προάστια, χολοσκάνε μόνο για τα μικροπράματα, καμιά ψιλοδιαδήλωση για να φτιαχτούν τα καλάθια του μπάσκετ κι αυτοί πλακώνουνε λεφούσια με δακρυγόνα δεν τα παραλέω και πολύ, ενώ τα βαποράκια τα βλέπεις να τρέχουνε παντού σαν τα κουνέλια όταν απαγορεύεται το κυνήγι, και τα όπλα κι αυτά κυκλοφορούνε στο άνετο, όπλα αληθινά, στο λόγο μου ότι μπορείς να βρεις ένα Καλάσνικωφ σε καλή κατάσταση σε ακτίνα τριακόσια μέτρα απ᾿ όπου θες.
Η ζωή μας το πρωί είναι σταματημένη και την άλλη μέρα ξανά μανά απ᾿ την αρχή. Δε μιλάμε τώρα για κατάσταση πολέμου, για κατάσταση συναγερμού, μιλάμε για την ατέλειωτη αναμονή του τίποτα, μέρα με τη μέρα γερνάς για το τίποτα.
Δεν τα βλέπω καθόλου τα πράγματα σαν εμφύλιο πόλεμο που σιγοβράζει. Ακόμα και τα άτομα με καλή πρόθεση που αραιά και πού έρχονται να μας φροντίσουν, δε μιλάω για τους επίσημους υπουργούς αυτοί μας κάνουν τη χάρη ένα εικοσάλεπτο το χρόνο με το χαμόγελο και τα περιπολικά κι ένα τσούρμο δημοσιογράφους κολλημένους στον κώλο τους που όπως και να το κάνουμε δε σ᾿ αφήνουνε να δεις τίποτα, άλλωστε όταν δε γίνεται και τίποτα τι στην ευχή θες να δεις, μιλάω για τις αγνές ψυχές τις αληθινές που αφιερώνονται στον πλησίον τους, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχουνε και τέτοιοι, έρχονται να μας ξαναζωντανέψουν σαν την καμπάνα που την ακούς παντού κι εμένα χτυπάει στ᾿ αυτιά μου σαν το ξαναζωντάνεμα στην εντατική, που νόμιζα πως η μάνα μου τα ᾿χε τινάξει, ακόμη κι αυτά τα άτομα, κι όμως κάποιες φορές μας πετάνε επιδόματα από δω κι από κει λίγα φράγκα που σπαταλάνε για μας, ακόμα κι αυτά τα άτομα που μετά μια δυο βδομάδες που μας βάλανε να κάνουμε χαρτοκοπτική ή να παίξουμε Μολιέρο αραβικά, μια γλώσσα που στα μέρη μας μιλιέται πιο πολύ από τους γέρους όπως τα καμπίλικα και βάλε, ή ακόμα που μας στέλνανε στην κορανική σχολή όπου κανένας μα κανένας δεν καταλαβαίνει μία, τα πάντα περνάνε απ᾿ το μυαλό μας πλην της προσευχής, και τους κουμανταδόρους των Ζητάδων που δήθεν πλακώνουν τα μπαμ μπουμ στη στάση του μετρό της Γέρικης Βελανιδιάς δεν τους βλέπεις ποτέ, ανήκουν σ᾿ άλλο κόσμο. Καλά τώρα έχασα τι έλεγα γι᾿ αυτούς που μας ξαναζωντανεύανε, έρχομαι πάλι στο θέμα, όλοι τους λένε ότι τελείωσε, γάμησέ τα, θα ᾿πρεπε να εξετάσουμε το πρόβλημα από τη βάση του, από ποια βάση δε θα μάθεις ποτέ. Τι να κάνουμε, σου λένε, τούτος ο κόσμος δεν έπρεπε να ᾿χε γίνει.
Η ζωή μου τέτοιες προοπτικές έχει. Ίσως θα ᾿πρεπε ν᾿ αρχίσω απ᾿ το να πεθάνω.
Ευτυχώς που ᾿χω την τραπεζαρία μου μέσα στα χαλάσματα, πόσο καιρό θα μου την αφήσουνε κάθε μέρα που περνάει αναρωτιέμαι, αυτές τις στιγμές που κάθομαι και ξύνω τα φύλλα του τετραδίου και μουντζουρώνω και ξανά μανά απ᾿ την αρχή, και επιτέλους τα καθαρογράφω μα ποτέ τίποτα δε μου δίνει χαρά, αλλά έστω μου ζεσταίνει την ψυχή αν πούμε ότι έχω, το νιώθω, τουλάχιστον εδώ κάτι κάνω εγώ και κανένας άλλος, ακόμη κι αν είναι σκατά με το μέτρο, κι αυτό δεν αποκλείεται. Αλλά ό,τι και να γίνει εμένα το μυαλό μου εκεί, περπατάω και σκέφτομαι λέξεις ακόμα και την τιβί να κοιτάω δε σκέφτομαι τίποτ᾿ άλλο, όταν κάνω τα ψώνια για τη μάνα μου, όταν πάω την αδερφή μου στο σχολείο, όταν τη φέρνω, κι ακόμα πιο πολύ το βράδυ όταν πέφτω στη γωνιά μου, ίσα ίσα ένα στρώμα χάμω έχω, έτσι τις λέξεις τις φράσεις τις βλέπω στο σκοτάδι σαν έκρηξη παντού σαν διάττοντες αστέρες, και λέω στον εαυτό μου αυτόν εδώ δεν πρέπει να τον ξεχάσω, πρέπει να τον χαράξω βαθιά μου, αποτέλεσμα κοιμάμαι τον ξεχνάει ο ύπνος μου, κι όταν σηκώνομαι πάλι στις τρεις τα άγρια μεσάνυχτα αυτά που βρίσκω μου φαίνονται κατώτερα αδύναμα και χαζά και είμαι ένοχος που κοιμήθηκα.
Και έχω και το πρόβλημα που δεν μπορώ να κρατάω την ευθεία, χάνομαι.
Έρχομαι τώρα πάλι στη Λιλά. Μου ζήτησε να βρω μια κάμερα και εγώ λίγο πολύ της είπα ναι.
Απλώνει τα πόδια της πάνω στο γκαζόν, σηκώνει τα γόνατά της οπότε και το φουστάνι της ανεβαίνει λίγο πάνω στα μπούτια της, τα μάτια μου ακολουθούν την όλη κίνηση μαγνητισμένα και φυσικά βλέπω τη σχισμή της καλοσφραγισμένη από κάτω, παίρνει το αθώο της υφάκι και μου λέει σαν να μιλάει για τον καιρό:
«Μια μέρα αν είσαι καλός μαζί μου θα σου κάνω μια γερή πίπα. Θα σ᾿ άρεσε να χύσεις στο στόμα μου Σιμό;»
Το μελαψό μου δέρμα ευτυχώς δε μ᾿ αφήνει να κοκκινίσω, αλλά η αμηχανία μ᾿ έχει κυριέψει από μέσα, κάνω μια προσπάθεια και παίρνω τ᾿ απάνω μου και της λέω:
«Γιατί μιλάς πάντα γι᾿ αυτό;»
«Και για τι άλλο δηλαδή;» μου λέει.
Δεν ξέρω τι να της προτείνω, δεν έχω τίποτα.
Και μετά κάνει όπως και στο γυμναστήριο, ρίχνει τα πόδια της πίσω μονομιάς έχω κι εγώ έτσι τη δυνατότητα να τα δω όλα ακόμα μια φορά, λίγη φόρα και χοπ πετιέται μπροστά, νά την πάλι όρθια στα άσπρα της ποδαράκια, σηκώνεται το φουστάνι της, μου φαίνεται ότι στις βουτιές μιλάνε για το άλμα του αγγέλου και κινάει για το τετράγωνό της σεινάμενη κουνάμενη μ᾿ ένα τσάο που μου ρίχνει και πάει έφυγε.
Στέκομαι εδώ, αυτά για σήμερα.
7
Λέω τώρα λίγο τι έγινε χτες, που έβρεχε.
Είχαμε μαζευτεί όλη η σκυλοπαρέα στο μπαρ Καμπάνα, κι όπως θα ᾿λεγε ο πατέρας του Ρουμπέν: πρόσεχε καλά τη βροχή που πέφτει ποτέ δεν ξέρεις μπας και παίζει θέατρο.
Έτσι για να λες δηλαδή πως σε κάτι χρησιμεύεις: να κρατάς τους τοίχους και να προσέχεις τη βροχή.
Ο Σαμύ το γκαρσόνι μάς ανέχεται στο μπαρ αν πάρουμε τρεις κόκα κόλες για έξι και όχι πάνω από δύο ώρες, οπότε κι εμείς χαζεύουμε γύρω απ᾿ τα φλιπεράκια αλλά οι δωρεάν παρτίδες δεν είναι για σήμερα αύριο πάλι. Οπότε κι εμείς κάνουμε ότι παίζουμε χωρίς τις μπίλιες κι έτσι κερδίζουμε εύκολα, ίδιο πράμα με το να οδηγείς μια μηχανή πάνω σε καρέκλα δεν κινδυνεύεις να πάθεις λάστιχο. Εντάξει μωρέ, παιχνίδια για πιτσιρίκια.
Αρχινίζουνε τώρα να μιλάνε για τη Λιλά που συνήθως γι᾿ αυτούς είναι σαν να μην υπάρχει. Κάτι τρέχει εδώ λέει ο Μπιγκ Τζο, αγόρασε ποδήλατο πάει να πει ότι έχει παραδάκι.
«Το παραδάκι», λέει ο Πτι Μωρίς, «είναι απ᾿ το επίδομα της θείας της».
«Μα η θεία της χρωστάει παντού», κάνει ο Μουλούντ. «Αφού κι ορισμένες φορές δε θέλουνε να την εξυπηρετήσουνε».
«Άρα το χρήμα», λέει ο Τζο, «το βγάζει με το μουνί της».
«Ρε παιδιά, το ποδήλατο είναι αγορίστικο», κάνει ο Ρουμπέν.
«Ε και λοιπόν;»
«Κάνει αλλαξοκωλιές φως φανάρι. Το μουνί της αντί γι᾿ αυτό ή για κείνο, γίνονται κάτι τέτοια».
«Αλλά μπορεί και να το σούφρωσε το ποδήλατό της».
Δεν ξέρω πια πολύ καλά ποιος απ᾿ όλους μιλάει τώρα μιας και κελαηδάνε όλοι μαζί, με κάτι σκληρές σιωπές στο ανάμεσα, μόνο ο θόρυβος του φλίπερ χωρίς μπίλια και μετά δυο λέξεις από δω, δυο λέξεις από κει, φράσεις ν᾿ αρχινίζουνε και να μην τελειώνουνε, που να μην ξέρω ποτέ, πώς να καθίσω να τις γράψω. Κι άντε πάλι για τη Λιλά, απόδειξη ότι ας λένε ό,τι θέλουνε, τους τρώει.
«Ακούστηκε πως μια μεγάλη γκρίζα κούρσα ήρθε και τη μάζεψε τις προάλλες το βράδυ. Αυτή περίμενε κάπου στο πεζοδρόμιο, οι τύποι ανοίξανε την πόρτα, στο πέρασμα ανέβηκε και αντίο».
«Είδες εσύ τέτοιο πράμα;»
«Ο Σαμύ το είδε».
Ο Σαμύ απ᾿ τον πάγκο κάνει όχι με το κεφάλι του, τίποτα δεν είδε ή πάλι δε θέλει να μιλήσει. Μα οι άλλοι παίρνουνε φωτιά, όχι δεν είναι ο Σαμύ που είδε την κούρσα σύμφωνοι άλλος είναι, μια κουρσάρα Μερσεντές ή Άουντι τέτοιου τύπου, με τιβί αναμμένη μέσα πίσω.
«Και πού πήγαινε η Λιλά μ᾿ αυτή την κουρσάρα;»
«Πήγαινε να τον πάρει, τι νομίζεις; Σπορά πουτάνας είναι δαύτη, άκου που σου λέω».
«Κι όσο πιο πολλή κοπριά τόσο πιο πολύ ανθίζει».
«Μα αν τον παίρνει με ματσωμένους», λέει ο Πτι Μωρίς που είναι ο λιγότερο βλαμμένος, «θα ᾿χε μαζέψει πιο πολλά λεφτά από ένα σκέτο δίκυκλο. Το λιγότερο ένα Τουίνγκο θα ᾿χε βγάλει!»
«Μπορεί και να κωλώνει».
«Κωλώνει σε τι; Γιατί να κωλώνει;»
«Ένεκα η γειτονιά, θα ᾿βγάζε μάτι να πούμε. Όχι φαντάζεσαι τώρα να μας εμφανιστεί με αμάξι! Θα της είχαμε σκάσει τα λάστιχα απ᾿ το πρώτο βράδυ κιόλας!»
«Καλά λες, θα ᾿τανε σαν να μας χέζει κι από πάνω».
«Και η θεία της θα της τα ᾿πρήζε στις ερωτήσεις, αυτό πού το πας».
«Μα η θεία της θα της είναι και τσατσά της. Αυτές οι γριές το ᾿χουνε μπουχτίσει το πήδημα, για να πηδιούνται ακόμα. Αλλά γουστάρουνε να βάζουνε τους άλλους να πηδάνε. Έτσι είναι».
Ορίστε τώρα τα μαλακιστήρια που σου μιλάνε για τη ζωή λες και προλάβανε να τη μάθουνε.
«Αν έπαιζε παιχνίδι στη χοντρική», λέει πάλι ο Πτι Μωρίς, μαλακοχαμένος στα όνειρά του, «δε θα ᾿ χε βγάλει ένα Τουίνγκο μα ολόκληρη εταιρεία ταξί. Καλά σας λέω θα την είχε κάνει με την πρώτη από δω, και με το μπαρντόν δηλαδή».
«Τη μαζεύουνε και την τρέχουνε για παρτούζες», λέει ο Μουλούντ που έχει την ψωλή του πάντα ξαναμμένη, βλέπει φουστάνι απλωμένο σε παράθυρο και αμέσως αμέσως του ανάβουν τα γλομπάκια, «της τη χώνουνε στο δίπλα δάσος ή σε καμιά γκαρσονιέρα με χαλιά στο Ριπά, και την ανασκελώνουνε πέντ᾿ έξι μαζί. Μπορεί και επιτόκου στην κουρσάρα ανάγκη τώρα έχουνε να κατέβουνε».
«Τραβάνε κάτι μαύρα κουρτινάκια γύρω γύρω», λέει ένας άλλος.
«Βάζουνε μουσική ή καμιά πορνοκασέτα στην τιβί για ατμόσφαιρα».
«Παίρνουνε βόλτα έξι εφτά φορές τον περιφερειακό στη σειρά. Ο ένας μετά τον άλλο την καβαλάνε στο πίσω κάθισμα από τη μια της τη χώνουνε κι απ᾿ την άλλη παίρνει πίπα σε άλλονε για προθέρμανση, κι αν είσαι πολύ μάγκας μπορείς ακόμα και να πάρεις τη θέση του τύπου στο τιμόνι χωρίς να σταματήσεις για να πάρει γεύση κι εκείνος».
Αυτός που μιλούσε ήταν ο Μουλούντ ο μανιακός.
«Και μετά που την έχουν ξεπατώσει τη φέρνουνε πίσω και της σκάνε και κάτι ψιλά».
«Για χαρά νταν και καλά γαμήσια θα τα πούμε».
Άχνα εγώ, τους ακούω να ονειρεύονται ξύπνιοι, καλύτερα μου φαίνεται να μην πω τίποτα αλλιώς θα ᾿πεφτε χοντρό δούλεμα κι άλλωστε τι θα μπορούσα εγώ να πω, μπορεί και να ᾿χουν δίκιο μέσα σ᾿ όλα, κι αυτή περίπου τα ίδια παραμύθια μου λέει κι ακόμα πιο μπερδεμένα, ότι τάχα μου πηδιέται όσο δεν παίρνει άλλο, παντού και με καθρέφτη, ξέρω κι εγώ τι θα μπορούσα να πω, εντάξει μου ᾿χει έρθει κάπως και ζορίζομαι, οπότε κάνω τουμπεκί και κοιτάζω το φλιπεράκι μου με χωρίς μπίλιες.
Σίγουρα δεν μπορώ να τους πω τα παραμύθια που μου λέει εμένα, θα ζηλεύανε πρώτα πρώτα άγρια, θα μ᾿ ανεβάζανε πούστη και θα με κατεβάζανε ξαρχιδιασμένο, τι περιμένεις για να την πηδήξεις, μια πουτανίτσα σαν όλες τις άλλες είναι, οι ξανθές ανοιχτομάτες είναι οι πιο βρώμες, πασίγνωστο στην Αφρική και μάλιστα αποδεδειγμένο επιστημονικά, σε τρέχει από πίσω, κάθεται και σου λέει βρωμιές και συ ούτε που την ακουμπάς, σαν σκύλος που ψοφάει της πείνας και που φτύνει τη γαβάθα, καλά ρε μαλάκας είσαι;
Όλες αυτές τις φράσεις τις ακούω μέσα στο κεφάλι μου σαν να τους ακούω να μου τα ψέλνουνε, τις ακούω πρωί βράδυ και νύχτα ακόμα, μπήγω τα νύχια μου στα χέρια μου για να μην, όχι όχι, απαντήσω, μα στο βάθος σκέφτομαι ναι δίκιο έχουνε ναι και γιατί όχι.
Θυμάμαι τώρα και κάτι άλλο που μου είπε και ξέχασα να γράψω: γουστάρω να μιλάω για τέτοια μαζί σου, μου είπε. Γουστάρω τα μάτια σου όταν σου μιλάω. Γουστάρει να μιλάει γι᾿ αυτά με μένα.
Δεν ξέρω πού ν᾿ ακουμπήσω τα μάτια μου, χάνω τον κόσμο! Η μεγάλη γλίστρα. Έχω το κεφάλι μου εδώ, έχω και τους ώμους μου, στέκομαι όρθιος πάνω στα πόδια μου έχω τα χέρια ακουμπισμένα στην άκρη του φλίπερ, θυμάμαι καλά αυτή τη στιγμή, δεν προσέχω τους άλλους μα τους ακούω και συνάμα η καρδιά μου βρήκε και το ᾿σκασε αλλού δεν ξέρω πού, αυτός ο μυς δεν είναι μαζί μου.
Ώρες ώρες χαίρομαι το μυστικό μας, ότι με κοιτάζει και μου μιλάει, σκέφτομαι ότι είμαι ο μόνος, μάλιστα ο μόνος στα μέρη μας που του την έπαιξε κι αυτό δεν ξεχνιέται με τίποτα, άλλες φορές πάλι γίνομαι ερείπιο, έχω τα χείλια να τρέμουνε και μια σακούλα στον πάτο του στομαχιού μου, ιδίως τις μέρες που λείπει η Λιλά, μιας και την κλέβουνε ποιος ξέρει ναι μπορεί κι αυτό, όταν μένω χωρίς να τη δω μια μέρα μια νύχτα και μια μέρα πάλι τη φαντάζομαι με κάτι τύπους με μάσκα σε δωμάτια με καθρέφτες στα Ηλύσια Πεδία, δωμάτια στυλ Καλιφόρνια με ήλιο κάτασπρο φρέσκους χυμούς και στο βάθος θάλασσα ζελέ, και αμέσως αμέσως βλέπω τις εικόνες που μου λέει, γρήγορα τις διώχνω απ᾿ το φόβο μου μη γίνουν αληθινές με σκέψη τόσο δυνατή, αυτό πάλι τώρα τελευταία μου ήρθε, το νιώθω, από παντού ακόμα και τώρα που γράφω, δεν μπορώ να σταματήσω να τα λέω και δεν ξέρω τι να κάνω για να σταματήσω.
Ο Μουλούντ συνεχίζει το όνειρο παγκοσμίου πηδήματος, εκεί χαμένος αυτός στην ατέλειωτη παρτούζα του στο Μαλιμπού κι οι άλλοι κάθονται κι ακούνε το κολλημένο του γραμμόφωνο, μπορείς να πεις από πριν τι θα του κατέβει, μετά την πηδηματοδουλειά πάντα η πηδηματοδουλειά, κι εγώ σκέφτομαι τους γέρους του που τους ψιλοξέρω φανατικοί στη θρησκεία, μ᾿ έξι παιδιά και δυο που ᾿χουν πεθάνει, ο γέρος του δεν είδε ποτέ τη γυναίκα του γδυτή ποτέ των ποτών ούτε καν κατά τύχη μια άκρη των ώμων, τα κουτσούβελα γίνανε στο ψαχουλευτό στα σκοτεινά και μπορεί και να ᾿καναν μετάνοια στον Προφήτη.
Η τιβί μ᾿ όσα μας πρήζει για τη θρησκεία, είναι μπούρδες σκέτες, ότι τάχα οι τρομοκράτες στρατολογούνται μέσα στις γειτονιές τις ξαναμμένες απ᾿ το Θεό, ό,τι και να πεις στα μέρη μας η θρησκεία δεν κάνει βήμα μπροστά αντιθέτως, αν οι γκόμενες κουκουλώνονται με μαντίλα είναι πιο πολύ για να κρατάνε μακριά τους μάγκες. Μια απ᾿ τις μεγάλες αδερφές του Μουλούντ μάλιστα το ᾿πε κάποτε ότι στις ισλαμικές χώρες για τις γυναίκες το να είναι χώρια απ᾿ τους άντρες δεν είναι σώνει και καλά μειονέκτημα. Πάντως στα μέρη μας η θρησκεία παίρνει δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, πάμε βέβαια ακόμα στο τζαμί, μα για να σκοτώσουμε την ώρα μας, για να δούμε όσους δε βλέπουμε κάθε μέρα και στο μουσουλμανικό κέντρο αραιά και πού σ᾿ εξυπηρετούνε σε κάτι, οι τύποι είναι αφοσιωμένοι κανονικά, οι μουσάτοι βαράνε μπουνιές για να μη χαθεί λένε η παράδοση της πίστης, αλλά δεν πάει να φυσάνε όσο θέλουνε, πανιά σχεδόν δε βρίσκονται πια.
Φταίει ο Θεός που την κοπάνησε, κι όσο πιο πολύ προσεύχεσαι τόσο πιο πολύ την κοπανάει ο αόρατος.
Τις προάλλες στην τιβί ένας Καναδός κατασπρομάλλης έλεγε ότι μπορούμε να υπολογίζουμε σε δισεκατομμύρια κατοικημένους κόσμους, στη φύση μέσα. Δεν πίστευα στ᾿ αυτιά μου, ναι δισεκατομμύρια έλεγε πάλι ο σοβαρός, του φαινότανε παντελώς πιθανό. Οπότε κι εγώ το Θεό τον πιστεύω ότι υπάρχει σύμφωνοι, μα είναι απασχολημένος αλλού, δισεκατομμύρια φορές είναι απασχολημένος.
Εδώ δεν είναι ο κόσμος με τις πιο σοβαρές ανάγκες.
Δισεκατομμύρια κόσμοι με προάστια να καίγονται. Σκέψου πόσα αυτοκίνητα και μπάτσους κάνει.
Εν πάση περιπτώσει στη Γέρικη Βελανιδιά περί στρατολόγησης αυτών που βάζουνε μπόμπες δεν έφτασε ποτέ τίποτα στ᾿ αυτιά μας. Kαι ο φανατισμός επίσης είναι αρλούμπα, μουσική που την παίζουνε για να βάζουν τους άλλους έξω να ουρλιάζουν, και μια απ᾿ τα ίδια στις άλλες συνοικίες. Εδώ δε λέω, ο σώσων εαυτό σωθήτω, μιλάμε για μπίζνα, σύμφωνοι, παζάρι αλισβερίσι άντε και κάνα μαλλιοτράβηγμα αραιά και πού, με ει δυνατόν φλόγες, αλλά εντάξει ίσαμ᾿ εκεί. Δε ζούμε τώρα και στο Σικάγο των Αδιάφθορων ούτε και στο Ντζιχάντ, φαντασία να καβαλάμε τ᾿ άλογα και μετά χαράς ας τρέξουμε να σκοτωθούμε στην άλλη άκρη της σφαίρας σε περιμένει ο παράδεισος. Μέχρι στιγμής κανείς δεν είδε το όνομα του Αλλάχ γραμμένο με λέηζερ στα σύννεφα. Εδώ δεν ξεκινάμε να κατακτήσουμε τη γη, ζητάμε κάτι να κάνουμε και δε βρίσκουμε τι.
Πλάκα έχει, εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένα κλάμα στην Καμπάνα, γυρνάμε όλοι και βλέπουμε τον Σαμύ το χάλι του, πεσμένο στα χέρια του μπροστά πάνω στον πάγκο, κλαίει τ᾿ άντερά του, εμείς πλησιάζουμε και τον κοιτάμε, ο Ρουμπέν τον ρωτάει τι τρέχει ο άλλος στην αρχή δε θέλει ν᾿ απαντήσει και κάνει όχι όχι με το κεφάλι, και με τα πολλά πήρε τ᾿ αποτελέσματα απ᾿ τις αναλύσεις του και είναι τώρα φορέας. Το ήξερε εδώ και δυο μέρες και ήθελε να το κρατήσει μυστικό για τον εαυτό του μα τώρα κομματιάζεται σαν φρυγανιά. Καθόμαστε όλοι εκεί και του λέμε ότι δεν είναι τίποτα, ότι τώρα έχουνε κάτι φάρμακα και σε κρατάνε δέκα είκοσι χρόνια, νά κοίτα τον Μάτζικ Τζόνσον πώς αρπάζει φωτιά ώρες ώρες κάτω απ᾿ τα καλάθια.
Φυσικά για όλ᾿ αυτά ο Σαμύ δεκάρα δε δίνει, ούτε και ᾿γώ στη θέση του, τότε ο Πτι Μωρίς θυμάται ξαφνικά ότι ο γέρος του τον χρειάζεται επειγόντως, κάτι να κάνει και το ξέχασε, τι μαλάκας που είμαι λέει κι έχει γίνει κιόλας λούης. Και οι άλλοι βρίσκουν από κάτι να κάνουνε, ο Μπιγκ Τζο κατεβάζει ότι τον έχουνε φωνάξει να τραβήξει φωτογραφίες σ᾿ ένα γάμο ᾿κονομάει κι έτσι κάνα φράγκο πότε πότε, όλοι τους λένε τσάο Σαμύ μη χολοσκάς δεν τρέχει τίποτα και μάλλον θα τα πούμε αύριο πάλι μέρα είναι, την κοπανάνε όλοι σαν κλανιές στο μάρμαρο κι εγώ κάθομαι λίγο ακόμα, τον ρωτάω αν θέλει να βάλω κανένα χεράκι για να πλύνω τα ποτήρια του ή ό,τι άλλο. Μα εκείνος σηκώνεται πάλι μου λέει πως όχι, σκουπίζει τα μάτια του με μια πατσαβούρα του πάγκου κι ούτε που με κοιτάζει καθόλου, δέχεται με το χαμόγελο δυο τύπους που μπαίνουνε και τους σερβίρει σαν αυτόματο, ξέρει εκείνος με τι παίρνουνε μπρος αυτοί, ο πρώτος είναι γυμναστής σε σύνταξη, ο άλλος είναι ο επιστάτης στα Κόντινεντ που κουβαλιέται μέχρι εδώ με το σαραβαλιασμένο του παπάκι απ᾿ το φόβο του μην του το σουφρώσουνε.
Νιώθω μόνος και κάπως γραμμένος οπότε κάνω μια έτσι με το χέρι και μετά βγαίνω κουβαλάω τα πόδια μου.
Βρίσκομαι έξω ολομόναχος πάλι και περπατάω στο δρόμο, περπατάω αργά αργά μιας και τίποτα δε με σπρώχνει και τίποτα δε με τραβάει, προσπαθώ μόνο να κρατήσω στο κεφάλι μου μέσα όσα είπανε οι άλλοι και όσα είδα, όλη την ώρα αυτό κάνω για να μπορώ μετά να τα γράφω όλα χωρίς να σπάω το κεφάλι μου και ακούω τη φωνή της να με φωνάζει: Σιμό!
Γυρνάω και τη βλέπω πάνω στο αντρικό της ποδήλατο και φυσικά σε στάση μπαλαρίνας έρχεται με μια φούστα κι ένα πουλόβερ κι άσπρες άσπρες μάλλινες κάλτσες, φρενάρει λίγο μου σκάει χαμόγελο σαν τα ουράνια που ανοίγουνε και μου λέει:
«Σε είδα στον ύπνο μου!»
Αρχινίζει τώρα να γυρίζει γύρω μου, δυο τρεις πεταλιές μετά λίγο λάσκα και μετά πάλι πετάλι, κι εγώ στέκομαι στη μέση να γυρίζω πάνω στα πόδια μου, είμαι το κοντάρι στο γαϊτανάκι.
«Πώς με είδες δηλαδή;» τη ρωτάω.
«Μάντεψε».
Μούγκα εγώ και μου λέει πάλι:
«Έλα τώρα εύκολο να μαντέψεις».
Εγώ εκεί να το βουλώνω γιατί ντρέπομαι να πω κάτι, οπότε σκάει στα γέλια και δώσ᾿ του να στριφογυρνάμε κι οι δυο και μου λέει:
«Ιστορίες που να μην πιστεύουν τ᾿ αυτιά σου. Ξύπνησα μούσκεμα σαν τη γλώσσα. Έκανα ένα γκαγκ-μπαγκ, Σιμό».
«Ένα τι;» ρωτάω.
«Μπαγκ στα αγγλικά θα πει πηδάω και γκαγκ είναι γκαγκ, έλα τώρα συμμορία. Εκατό ήτανε το πιάνεις; Πηδιόμουνα με εκατό τύπους ταυτόχρονα και ξέρεις κάτι; Σιμό είχανε όλοι τη μούρη σου!»
Βαράει πετάλι πιο δυνατά, δίνει μια στο τιμόνι και την κάνει πάνω στα δυο πανέμορφα πιστόνια της δώρα της φύσης, και μου πετάει ακόμα πάνω απ᾿ τον ώμο της:
«Θυμήθηκες την κάμερα;»
Ούτε που προλαβαίνω να της απαντήσω. Μεγαλώνει και μεγαλώνει ταχύτητα, μα πού στο καλό φεύγει έτσι!
Γυρνάω σπίτι.
Αυτά ήτανε χτες τ᾿ απόγευμα, τα γράφω τώρα το βράδυ.
Είχαμε μαζευτεί όλη η σκυλοπαρέα στο μπαρ Καμπάνα, κι όπως θα ᾿λεγε ο πατέρας του Ρουμπέν: πρόσεχε καλά τη βροχή που πέφτει ποτέ δεν ξέρεις μπας και παίζει θέατρο.
Έτσι για να λες δηλαδή πως σε κάτι χρησιμεύεις: να κρατάς τους τοίχους και να προσέχεις τη βροχή.
Ο Σαμύ το γκαρσόνι μάς ανέχεται στο μπαρ αν πάρουμε τρεις κόκα κόλες για έξι και όχι πάνω από δύο ώρες, οπότε κι εμείς χαζεύουμε γύρω απ᾿ τα φλιπεράκια αλλά οι δωρεάν παρτίδες δεν είναι για σήμερα αύριο πάλι. Οπότε κι εμείς κάνουμε ότι παίζουμε χωρίς τις μπίλιες κι έτσι κερδίζουμε εύκολα, ίδιο πράμα με το να οδηγείς μια μηχανή πάνω σε καρέκλα δεν κινδυνεύεις να πάθεις λάστιχο. Εντάξει μωρέ, παιχνίδια για πιτσιρίκια.
Αρχινίζουνε τώρα να μιλάνε για τη Λιλά που συνήθως γι᾿ αυτούς είναι σαν να μην υπάρχει. Κάτι τρέχει εδώ λέει ο Μπιγκ Τζο, αγόρασε ποδήλατο πάει να πει ότι έχει παραδάκι.
«Το παραδάκι», λέει ο Πτι Μωρίς, «είναι απ᾿ το επίδομα της θείας της».
«Μα η θεία της χρωστάει παντού», κάνει ο Μουλούντ. «Αφού κι ορισμένες φορές δε θέλουνε να την εξυπηρετήσουνε».
«Άρα το χρήμα», λέει ο Τζο, «το βγάζει με το μουνί της».
«Ρε παιδιά, το ποδήλατο είναι αγορίστικο», κάνει ο Ρουμπέν.
«Ε και λοιπόν;»
«Κάνει αλλαξοκωλιές φως φανάρι. Το μουνί της αντί γι᾿ αυτό ή για κείνο, γίνονται κάτι τέτοια».
«Αλλά μπορεί και να το σούφρωσε το ποδήλατό της».
Δεν ξέρω πια πολύ καλά ποιος απ᾿ όλους μιλάει τώρα μιας και κελαηδάνε όλοι μαζί, με κάτι σκληρές σιωπές στο ανάμεσα, μόνο ο θόρυβος του φλίπερ χωρίς μπίλια και μετά δυο λέξεις από δω, δυο λέξεις από κει, φράσεις ν᾿ αρχινίζουνε και να μην τελειώνουνε, που να μην ξέρω ποτέ, πώς να καθίσω να τις γράψω. Κι άντε πάλι για τη Λιλά, απόδειξη ότι ας λένε ό,τι θέλουνε, τους τρώει.
«Ακούστηκε πως μια μεγάλη γκρίζα κούρσα ήρθε και τη μάζεψε τις προάλλες το βράδυ. Αυτή περίμενε κάπου στο πεζοδρόμιο, οι τύποι ανοίξανε την πόρτα, στο πέρασμα ανέβηκε και αντίο».
«Είδες εσύ τέτοιο πράμα;»
«Ο Σαμύ το είδε».
Ο Σαμύ απ᾿ τον πάγκο κάνει όχι με το κεφάλι του, τίποτα δεν είδε ή πάλι δε θέλει να μιλήσει. Μα οι άλλοι παίρνουνε φωτιά, όχι δεν είναι ο Σαμύ που είδε την κούρσα σύμφωνοι άλλος είναι, μια κουρσάρα Μερσεντές ή Άουντι τέτοιου τύπου, με τιβί αναμμένη μέσα πίσω.
«Και πού πήγαινε η Λιλά μ᾿ αυτή την κουρσάρα;»
«Πήγαινε να τον πάρει, τι νομίζεις; Σπορά πουτάνας είναι δαύτη, άκου που σου λέω».
«Κι όσο πιο πολλή κοπριά τόσο πιο πολύ ανθίζει».
«Μα αν τον παίρνει με ματσωμένους», λέει ο Πτι Μωρίς που είναι ο λιγότερο βλαμμένος, «θα ᾿χε μαζέψει πιο πολλά λεφτά από ένα σκέτο δίκυκλο. Το λιγότερο ένα Τουίνγκο θα ᾿χε βγάλει!»
«Μπορεί και να κωλώνει».
«Κωλώνει σε τι; Γιατί να κωλώνει;»
«Ένεκα η γειτονιά, θα ᾿βγάζε μάτι να πούμε. Όχι φαντάζεσαι τώρα να μας εμφανιστεί με αμάξι! Θα της είχαμε σκάσει τα λάστιχα απ᾿ το πρώτο βράδυ κιόλας!»
«Καλά λες, θα ᾿τανε σαν να μας χέζει κι από πάνω».
«Και η θεία της θα της τα ᾿πρήζε στις ερωτήσεις, αυτό πού το πας».
«Μα η θεία της θα της είναι και τσατσά της. Αυτές οι γριές το ᾿χουνε μπουχτίσει το πήδημα, για να πηδιούνται ακόμα. Αλλά γουστάρουνε να βάζουνε τους άλλους να πηδάνε. Έτσι είναι».
Ορίστε τώρα τα μαλακιστήρια που σου μιλάνε για τη ζωή λες και προλάβανε να τη μάθουνε.
«Αν έπαιζε παιχνίδι στη χοντρική», λέει πάλι ο Πτι Μωρίς, μαλακοχαμένος στα όνειρά του, «δε θα ᾿ χε βγάλει ένα Τουίνγκο μα ολόκληρη εταιρεία ταξί. Καλά σας λέω θα την είχε κάνει με την πρώτη από δω, και με το μπαρντόν δηλαδή».
«Τη μαζεύουνε και την τρέχουνε για παρτούζες», λέει ο Μουλούντ που έχει την ψωλή του πάντα ξαναμμένη, βλέπει φουστάνι απλωμένο σε παράθυρο και αμέσως αμέσως του ανάβουν τα γλομπάκια, «της τη χώνουνε στο δίπλα δάσος ή σε καμιά γκαρσονιέρα με χαλιά στο Ριπά, και την ανασκελώνουνε πέντ᾿ έξι μαζί. Μπορεί και επιτόκου στην κουρσάρα ανάγκη τώρα έχουνε να κατέβουνε».
«Τραβάνε κάτι μαύρα κουρτινάκια γύρω γύρω», λέει ένας άλλος.
«Βάζουνε μουσική ή καμιά πορνοκασέτα στην τιβί για ατμόσφαιρα».
«Παίρνουνε βόλτα έξι εφτά φορές τον περιφερειακό στη σειρά. Ο ένας μετά τον άλλο την καβαλάνε στο πίσω κάθισμα από τη μια της τη χώνουνε κι απ᾿ την άλλη παίρνει πίπα σε άλλονε για προθέρμανση, κι αν είσαι πολύ μάγκας μπορείς ακόμα και να πάρεις τη θέση του τύπου στο τιμόνι χωρίς να σταματήσεις για να πάρει γεύση κι εκείνος».
Αυτός που μιλούσε ήταν ο Μουλούντ ο μανιακός.
«Και μετά που την έχουν ξεπατώσει τη φέρνουνε πίσω και της σκάνε και κάτι ψιλά».
«Για χαρά νταν και καλά γαμήσια θα τα πούμε».
Άχνα εγώ, τους ακούω να ονειρεύονται ξύπνιοι, καλύτερα μου φαίνεται να μην πω τίποτα αλλιώς θα ᾿πεφτε χοντρό δούλεμα κι άλλωστε τι θα μπορούσα εγώ να πω, μπορεί και να ᾿χουν δίκιο μέσα σ᾿ όλα, κι αυτή περίπου τα ίδια παραμύθια μου λέει κι ακόμα πιο μπερδεμένα, ότι τάχα μου πηδιέται όσο δεν παίρνει άλλο, παντού και με καθρέφτη, ξέρω κι εγώ τι θα μπορούσα να πω, εντάξει μου ᾿χει έρθει κάπως και ζορίζομαι, οπότε κάνω τουμπεκί και κοιτάζω το φλιπεράκι μου με χωρίς μπίλιες.
Σίγουρα δεν μπορώ να τους πω τα παραμύθια που μου λέει εμένα, θα ζηλεύανε πρώτα πρώτα άγρια, θα μ᾿ ανεβάζανε πούστη και θα με κατεβάζανε ξαρχιδιασμένο, τι περιμένεις για να την πηδήξεις, μια πουτανίτσα σαν όλες τις άλλες είναι, οι ξανθές ανοιχτομάτες είναι οι πιο βρώμες, πασίγνωστο στην Αφρική και μάλιστα αποδεδειγμένο επιστημονικά, σε τρέχει από πίσω, κάθεται και σου λέει βρωμιές και συ ούτε που την ακουμπάς, σαν σκύλος που ψοφάει της πείνας και που φτύνει τη γαβάθα, καλά ρε μαλάκας είσαι;
Όλες αυτές τις φράσεις τις ακούω μέσα στο κεφάλι μου σαν να τους ακούω να μου τα ψέλνουνε, τις ακούω πρωί βράδυ και νύχτα ακόμα, μπήγω τα νύχια μου στα χέρια μου για να μην, όχι όχι, απαντήσω, μα στο βάθος σκέφτομαι ναι δίκιο έχουνε ναι και γιατί όχι.
Θυμάμαι τώρα και κάτι άλλο που μου είπε και ξέχασα να γράψω: γουστάρω να μιλάω για τέτοια μαζί σου, μου είπε. Γουστάρω τα μάτια σου όταν σου μιλάω. Γουστάρει να μιλάει γι᾿ αυτά με μένα.
Δεν ξέρω πού ν᾿ ακουμπήσω τα μάτια μου, χάνω τον κόσμο! Η μεγάλη γλίστρα. Έχω το κεφάλι μου εδώ, έχω και τους ώμους μου, στέκομαι όρθιος πάνω στα πόδια μου έχω τα χέρια ακουμπισμένα στην άκρη του φλίπερ, θυμάμαι καλά αυτή τη στιγμή, δεν προσέχω τους άλλους μα τους ακούω και συνάμα η καρδιά μου βρήκε και το ᾿σκασε αλλού δεν ξέρω πού, αυτός ο μυς δεν είναι μαζί μου.
Ώρες ώρες χαίρομαι το μυστικό μας, ότι με κοιτάζει και μου μιλάει, σκέφτομαι ότι είμαι ο μόνος, μάλιστα ο μόνος στα μέρη μας που του την έπαιξε κι αυτό δεν ξεχνιέται με τίποτα, άλλες φορές πάλι γίνομαι ερείπιο, έχω τα χείλια να τρέμουνε και μια σακούλα στον πάτο του στομαχιού μου, ιδίως τις μέρες που λείπει η Λιλά, μιας και την κλέβουνε ποιος ξέρει ναι μπορεί κι αυτό, όταν μένω χωρίς να τη δω μια μέρα μια νύχτα και μια μέρα πάλι τη φαντάζομαι με κάτι τύπους με μάσκα σε δωμάτια με καθρέφτες στα Ηλύσια Πεδία, δωμάτια στυλ Καλιφόρνια με ήλιο κάτασπρο φρέσκους χυμούς και στο βάθος θάλασσα ζελέ, και αμέσως αμέσως βλέπω τις εικόνες που μου λέει, γρήγορα τις διώχνω απ᾿ το φόβο μου μη γίνουν αληθινές με σκέψη τόσο δυνατή, αυτό πάλι τώρα τελευταία μου ήρθε, το νιώθω, από παντού ακόμα και τώρα που γράφω, δεν μπορώ να σταματήσω να τα λέω και δεν ξέρω τι να κάνω για να σταματήσω.
Ο Μουλούντ συνεχίζει το όνειρο παγκοσμίου πηδήματος, εκεί χαμένος αυτός στην ατέλειωτη παρτούζα του στο Μαλιμπού κι οι άλλοι κάθονται κι ακούνε το κολλημένο του γραμμόφωνο, μπορείς να πεις από πριν τι θα του κατέβει, μετά την πηδηματοδουλειά πάντα η πηδηματοδουλειά, κι εγώ σκέφτομαι τους γέρους του που τους ψιλοξέρω φανατικοί στη θρησκεία, μ᾿ έξι παιδιά και δυο που ᾿χουν πεθάνει, ο γέρος του δεν είδε ποτέ τη γυναίκα του γδυτή ποτέ των ποτών ούτε καν κατά τύχη μια άκρη των ώμων, τα κουτσούβελα γίνανε στο ψαχουλευτό στα σκοτεινά και μπορεί και να ᾿καναν μετάνοια στον Προφήτη.
Η τιβί μ᾿ όσα μας πρήζει για τη θρησκεία, είναι μπούρδες σκέτες, ότι τάχα οι τρομοκράτες στρατολογούνται μέσα στις γειτονιές τις ξαναμμένες απ᾿ το Θεό, ό,τι και να πεις στα μέρη μας η θρησκεία δεν κάνει βήμα μπροστά αντιθέτως, αν οι γκόμενες κουκουλώνονται με μαντίλα είναι πιο πολύ για να κρατάνε μακριά τους μάγκες. Μια απ᾿ τις μεγάλες αδερφές του Μουλούντ μάλιστα το ᾿πε κάποτε ότι στις ισλαμικές χώρες για τις γυναίκες το να είναι χώρια απ᾿ τους άντρες δεν είναι σώνει και καλά μειονέκτημα. Πάντως στα μέρη μας η θρησκεία παίρνει δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, πάμε βέβαια ακόμα στο τζαμί, μα για να σκοτώσουμε την ώρα μας, για να δούμε όσους δε βλέπουμε κάθε μέρα και στο μουσουλμανικό κέντρο αραιά και πού σ᾿ εξυπηρετούνε σε κάτι, οι τύποι είναι αφοσιωμένοι κανονικά, οι μουσάτοι βαράνε μπουνιές για να μη χαθεί λένε η παράδοση της πίστης, αλλά δεν πάει να φυσάνε όσο θέλουνε, πανιά σχεδόν δε βρίσκονται πια.
Φταίει ο Θεός που την κοπάνησε, κι όσο πιο πολύ προσεύχεσαι τόσο πιο πολύ την κοπανάει ο αόρατος.
Τις προάλλες στην τιβί ένας Καναδός κατασπρομάλλης έλεγε ότι μπορούμε να υπολογίζουμε σε δισεκατομμύρια κατοικημένους κόσμους, στη φύση μέσα. Δεν πίστευα στ᾿ αυτιά μου, ναι δισεκατομμύρια έλεγε πάλι ο σοβαρός, του φαινότανε παντελώς πιθανό. Οπότε κι εγώ το Θεό τον πιστεύω ότι υπάρχει σύμφωνοι, μα είναι απασχολημένος αλλού, δισεκατομμύρια φορές είναι απασχολημένος.
Εδώ δεν είναι ο κόσμος με τις πιο σοβαρές ανάγκες.
Δισεκατομμύρια κόσμοι με προάστια να καίγονται. Σκέψου πόσα αυτοκίνητα και μπάτσους κάνει.
Εν πάση περιπτώσει στη Γέρικη Βελανιδιά περί στρατολόγησης αυτών που βάζουνε μπόμπες δεν έφτασε ποτέ τίποτα στ᾿ αυτιά μας. Kαι ο φανατισμός επίσης είναι αρλούμπα, μουσική που την παίζουνε για να βάζουν τους άλλους έξω να ουρλιάζουν, και μια απ᾿ τα ίδια στις άλλες συνοικίες. Εδώ δε λέω, ο σώσων εαυτό σωθήτω, μιλάμε για μπίζνα, σύμφωνοι, παζάρι αλισβερίσι άντε και κάνα μαλλιοτράβηγμα αραιά και πού, με ει δυνατόν φλόγες, αλλά εντάξει ίσαμ᾿ εκεί. Δε ζούμε τώρα και στο Σικάγο των Αδιάφθορων ούτε και στο Ντζιχάντ, φαντασία να καβαλάμε τ᾿ άλογα και μετά χαράς ας τρέξουμε να σκοτωθούμε στην άλλη άκρη της σφαίρας σε περιμένει ο παράδεισος. Μέχρι στιγμής κανείς δεν είδε το όνομα του Αλλάχ γραμμένο με λέηζερ στα σύννεφα. Εδώ δεν ξεκινάμε να κατακτήσουμε τη γη, ζητάμε κάτι να κάνουμε και δε βρίσκουμε τι.
Πλάκα έχει, εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένα κλάμα στην Καμπάνα, γυρνάμε όλοι και βλέπουμε τον Σαμύ το χάλι του, πεσμένο στα χέρια του μπροστά πάνω στον πάγκο, κλαίει τ᾿ άντερά του, εμείς πλησιάζουμε και τον κοιτάμε, ο Ρουμπέν τον ρωτάει τι τρέχει ο άλλος στην αρχή δε θέλει ν᾿ απαντήσει και κάνει όχι όχι με το κεφάλι, και με τα πολλά πήρε τ᾿ αποτελέσματα απ᾿ τις αναλύσεις του και είναι τώρα φορέας. Το ήξερε εδώ και δυο μέρες και ήθελε να το κρατήσει μυστικό για τον εαυτό του μα τώρα κομματιάζεται σαν φρυγανιά. Καθόμαστε όλοι εκεί και του λέμε ότι δεν είναι τίποτα, ότι τώρα έχουνε κάτι φάρμακα και σε κρατάνε δέκα είκοσι χρόνια, νά κοίτα τον Μάτζικ Τζόνσον πώς αρπάζει φωτιά ώρες ώρες κάτω απ᾿ τα καλάθια.
Φυσικά για όλ᾿ αυτά ο Σαμύ δεκάρα δε δίνει, ούτε και ᾿γώ στη θέση του, τότε ο Πτι Μωρίς θυμάται ξαφνικά ότι ο γέρος του τον χρειάζεται επειγόντως, κάτι να κάνει και το ξέχασε, τι μαλάκας που είμαι λέει κι έχει γίνει κιόλας λούης. Και οι άλλοι βρίσκουν από κάτι να κάνουνε, ο Μπιγκ Τζο κατεβάζει ότι τον έχουνε φωνάξει να τραβήξει φωτογραφίες σ᾿ ένα γάμο ᾿κονομάει κι έτσι κάνα φράγκο πότε πότε, όλοι τους λένε τσάο Σαμύ μη χολοσκάς δεν τρέχει τίποτα και μάλλον θα τα πούμε αύριο πάλι μέρα είναι, την κοπανάνε όλοι σαν κλανιές στο μάρμαρο κι εγώ κάθομαι λίγο ακόμα, τον ρωτάω αν θέλει να βάλω κανένα χεράκι για να πλύνω τα ποτήρια του ή ό,τι άλλο. Μα εκείνος σηκώνεται πάλι μου λέει πως όχι, σκουπίζει τα μάτια του με μια πατσαβούρα του πάγκου κι ούτε που με κοιτάζει καθόλου, δέχεται με το χαμόγελο δυο τύπους που μπαίνουνε και τους σερβίρει σαν αυτόματο, ξέρει εκείνος με τι παίρνουνε μπρος αυτοί, ο πρώτος είναι γυμναστής σε σύνταξη, ο άλλος είναι ο επιστάτης στα Κόντινεντ που κουβαλιέται μέχρι εδώ με το σαραβαλιασμένο του παπάκι απ᾿ το φόβο του μην του το σουφρώσουνε.
Νιώθω μόνος και κάπως γραμμένος οπότε κάνω μια έτσι με το χέρι και μετά βγαίνω κουβαλάω τα πόδια μου.
Βρίσκομαι έξω ολομόναχος πάλι και περπατάω στο δρόμο, περπατάω αργά αργά μιας και τίποτα δε με σπρώχνει και τίποτα δε με τραβάει, προσπαθώ μόνο να κρατήσω στο κεφάλι μου μέσα όσα είπανε οι άλλοι και όσα είδα, όλη την ώρα αυτό κάνω για να μπορώ μετά να τα γράφω όλα χωρίς να σπάω το κεφάλι μου και ακούω τη φωνή της να με φωνάζει: Σιμό!
Γυρνάω και τη βλέπω πάνω στο αντρικό της ποδήλατο και φυσικά σε στάση μπαλαρίνας έρχεται με μια φούστα κι ένα πουλόβερ κι άσπρες άσπρες μάλλινες κάλτσες, φρενάρει λίγο μου σκάει χαμόγελο σαν τα ουράνια που ανοίγουνε και μου λέει:
«Σε είδα στον ύπνο μου!»
Αρχινίζει τώρα να γυρίζει γύρω μου, δυο τρεις πεταλιές μετά λίγο λάσκα και μετά πάλι πετάλι, κι εγώ στέκομαι στη μέση να γυρίζω πάνω στα πόδια μου, είμαι το κοντάρι στο γαϊτανάκι.
«Πώς με είδες δηλαδή;» τη ρωτάω.
«Μάντεψε».
Μούγκα εγώ και μου λέει πάλι:
«Έλα τώρα εύκολο να μαντέψεις».
Εγώ εκεί να το βουλώνω γιατί ντρέπομαι να πω κάτι, οπότε σκάει στα γέλια και δώσ᾿ του να στριφογυρνάμε κι οι δυο και μου λέει:
«Ιστορίες που να μην πιστεύουν τ᾿ αυτιά σου. Ξύπνησα μούσκεμα σαν τη γλώσσα. Έκανα ένα γκαγκ-μπαγκ, Σιμό».
«Ένα τι;» ρωτάω.
«Μπαγκ στα αγγλικά θα πει πηδάω και γκαγκ είναι γκαγκ, έλα τώρα συμμορία. Εκατό ήτανε το πιάνεις; Πηδιόμουνα με εκατό τύπους ταυτόχρονα και ξέρεις κάτι; Σιμό είχανε όλοι τη μούρη σου!»
Βαράει πετάλι πιο δυνατά, δίνει μια στο τιμόνι και την κάνει πάνω στα δυο πανέμορφα πιστόνια της δώρα της φύσης, και μου πετάει ακόμα πάνω απ᾿ τον ώμο της:
«Θυμήθηκες την κάμερα;»
Ούτε που προλαβαίνω να της απαντήσω. Μεγαλώνει και μεγαλώνει ταχύτητα, μα πού στο καλό φεύγει έτσι!
Γυρνάω σπίτι.
Αυτά ήτανε χτες τ᾿ απόγευμα, τα γράφω τώρα το βράδυ.
8
Διηγούμαι τώρα μια μεγάλη ιστορία. Δεν ξέρω μετά τι θα γίνει.
Ήτανε χτες λίγο μετά το μεσημέρι. Ψευτορίχναμε πάσες με την μπάλα στο γήπεδο, όπως πάντα μετά το μεσημεριανό, μια μέρα λαπά την άλλη μακαρόνια, χωρίς βέβαια να μιλάμε για τίποτα ως συνήθως γιατί δεν αλλάζει και τίποτα απ᾿ τη Δευτέρα ως το Σάββατο, ίσως μόνο ο καιρός κι αυτό όχι κάθε μέρα κι ίσως να είναι γι᾿ αυτό που οι άλλοι κι εγώ μιλάμε πάντα με τις ίδιες λέξεις γιατί πάντα τα ίδια βλέπουμε, κι αυτό πάλι είναι ένας τρόπος να χαζεύει η γλώσσα μας και μαζί με τη γλώσσα όλα τ᾿ άλλα, πες πως είναι ρούχα που στενεύουνε και που στο τέλος δε χωράς πια, σου φαίνεται ότι παραβιάστηκες να μεγαλώσεις κι ότι ξανάπες δέκα χιλιάδες φορές τα ίδια, τι μιζέρια κι αυτή ν᾿ ακούς να μιλάνε οι άλλοι, ίδιες σκέψεις ίδιες λέξεις, καλύτερα να το βουλώνεις και να μη σκέφτεσαι πια καθόλου, μου φέρνει πόνο πια να σκέφτομαι ώρες ώρες όπως το πρωί όταν πρέπει να βάλεις τα τζην μακό αρβύλες σου κάθε μέρα τα ίδια κάθε μέρα τα ίδια, χαζεύεις τις επιδείξεις μόδας στην τιβί όπου οι μάγκες είναι ντυμένοι αδελφίστικα, μέχρι και φτερά στον κώλο, ακούς εκεί, αποτέλεσμα να σπάνε τουλάχιστο λίγη πλάκα, ότι υπάρχουνε γκόμενες ακόμα και γκόμενοι που αλλάζουνε βελάδα τρεις φορές τη μέρα αν όχι τέσσερις κι εγώ το πρωί ξαναβρίσκω τα κουρέλια μου τα χτεσινά και τα προχτεσινά, με τη μάνα μου να βάζει ένα πλυντήριο αραιά και πού το βράδυ στη γειτόνισσα.
Έτσι που ντύνομαι στα ίδια κάθε πρωί νομίζω ώρες ώρες ότι είμαι ο ίδιος απ᾿ τα χτες, ότι η ζωή για μένα δεν προχωράει ότι είναι ένας αγώνας δρόμου μετ᾿ εμποδίων όπου η σειρά δεν αλλάζει ποτέ, οι πρώτοι θα ᾿ναι πρώτοι, μετά το μπουλούκι και η ουρά, αυτοί που μπήκανε σε λούκι που δεν τους πήγαινε, μετά οι μόνιμα πασαλειμμένοι με τα ιώδια οι στραβοκάνηδες, αυτοί που σωριάζονται ξεπλουμισμένοι κι αφρίζουν τα σάλια τους στο στόμα και πίσω πίσω η μαζώχτρα, κι έπειτα όσοι κοιτάζουνε να περνάει όλος αυτός ο ντουνιάς και δεν πολυχαμπαριάζουνε τους πετάνε κάτι κασκέτα μέηντ ην Άζια απ᾿ τα χέρια μικρών θλιμμένων κοριτσιών, αυτό σαν να τους καλμάρει λίγο τις ανησυχίες, τσιμπάνε κάνα γερό κολατσό, με τον κώλο αραχτό στο γκαζόν στα θάμνα, ξελαρυγγιάζονται για τα καλά όταν περνάει το τσούρμο, θα ᾿λεγε κανείς ότι ακούει τζιτζίκια το καλοκαίρι κάθε που αλλάζουν τα γρανάζια, μετά τινάζουνε τα μυρμήγκια που περάσανε τα σορτς τους για την καινούργια τρύπα του μετρό, μαζεύουνε τα πιάτα τους μα όχι και τα σκουπίδια τους και πού στο διάολο το αφήσανε το κωλοσαράβαλο.
Τα λέω όλα αυτά γιατί μια μέρα εκεί στα δεκατρία μου, μας φόρτωσαν όλους σε πούλμαν του δήμου για να δούμε να περνάει ο Ποδηλατικός Γύρος της Γαλλίας.
Βαστάει ένα λεπτό και πολύ λέω, ζιπ ζιπ ακούγεται και άφαντοι κιόλας. Από τότε κοιτάζω στην τιβί τουλάχιστο βαστάει πιο πολύ, καλά φυσικά μου αρέσει προπάντων το ζόρι στο βουνό, όταν τελειώνει περιμένω νά ᾿ρθει ο Γύρος της Γαλλίας της επόμενης χρονιάς και πέραν τούτου δεν περιμένω τίποτ᾿ άλλο.
Δεν περιμένω τίποτ᾿ άλλο τίποτ᾿ άλλο. Ξέρω ότι θα περάσει δίπλα μου, και νομίζω ότι το ξέρω εδώ και πολύ καιρό. Εδώ δεν μπορείς να κάνεις σχέδια είναι σαν να το ᾿χει απαγορεύσει κάποιος.
Θέλοντας και μη όλα αυτά θα περάσουν δίπλα μου. Και οι άλλοι το ξέρουν κατά βάθος μόνο που κάνουν ότι δε θα συμβεί. Βλέπουνε τον εαυτό τους χεσμένο στο τάλιρο και στις γκόμενες μια μέρα προσεχή ενώ εγώ όχι, και το ίδιο μου κάνει εξάλλου. Εκτός της Λιλά δε βλέπω τίποτα που να κάνω κέφι. Εκτός της Λιλά δε βλέπω τίποτα.
Αλλά και να ζω μαζί της, το ξέρω καλά ότι παίζω φλάουτο με τρία χέρια. Τραγουδάω στον εαυτό μου ένα τραγούδι χωρίς λόγια και χωρίς μουσική. Κάθε μέρα το λέω στον εαυτό μου και το γράφω και την επομένη βουρ κι απ᾿ την αρχή, η Λιλά με βαράει και πάλι κατακούτελα. Δεν μπορώ ποτέ να σκεφτώ τίποτα.
Οι άλλοι έχουν ένα νεκροταφείο μέσα στο κρανίο, το μυαλό τους είναι γεμάτο τάφους και φαντάσματα καθισμένα πάνω στους τάφους σιωπηλά, πάντα νύχτα εκεί μέσα κι η ομίχλη υγρή και παγερή. Εγώ δεν καταφέρνω να σβήσω το φως, ίσως να κάνω λάθος και να δυσκολεύω το δρόμο μου. Τρεις τέσσερις φορές τη βδομάδα ξαναβρίσκομαι στο γραφείο μου στα χαλάσματα κι εκεί γράφω. Δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος να ξεχάσει κανείς αλλά αν κάποιος μου το ᾿παίρνε κι αυτό θα ριχνόμουνα κάτω από τρένο ταχύ ή ακόμα και όχι.
Έλεγα λοιπόν για χτες τ᾿ απόγευμα κι αυτό εδώ ξεφεύγει απ᾿ το συνηθισμένο, ορίστε η θεία της που πετιέται από την πολυκατοικία ντυμένη σαν να βρίσκεται στο Εντερβίλ, παστωμένη μέχρι και μέσα στις ρυτίδες, έναν ξύλινο σταυρό στο δεξί χέρι και σίφουνας καταπάνω μας παρ᾿ όλο τον όγκο της, σε σημείο στην αρχή να μην πολυκαταλαβαίνουμε τι ασυναρτησίες αραδιάζει, και καμπάνα η φωνή της μέχρι ξεφωνητού, πιάνουμε παρ᾿ όλ᾿ αυτά ότι πρόκειται για το αγγελούδι της που πήρε την κάτω βόλτα.
«Έναν παπά!» να φωνάζει η θείτσα. «Έναν παπά έναν παπά γρήγορα!»
Παπά εγώ δε μου φαίνεται να έχω δει ποτέ μου στα μέρη μας, ή τότε καμουφλάρονται χρώμα μπετόν και περνάνε και μάλιστα στα γρήγορα. Να λέγεται πάλι ότι δεν τους ψάχνω ιδιαίτερα ούτε και τους ιμάμηδες. Ο Θεός δεν ασχολείται με μας ούτε κι εμείς με κείνονε.
Εμείς εκεί να ψευτορίχνουμε πάσες και να την κοζάρουμε καχύποπτα να καταφτάνει μπουρίνι παρδαλό. Ο Πτι Μωρίς τηνε ρωτάει ποιος ο λόγος που βγήκε, εκείνη που αν δεν απατώμεθα δεν είδε το φως της μέρας εκτός για να σκυλοβρίσει απ᾿ το παράθυρο και θα ᾿ χουν κλείσει πέντε χρόνια.
Και φωνάζει στο έτσι: Φταίει ο δαίμονας, ο δαίμονας!
«Τι ο δαίμονας;» κάνει ο Πτι Μωρίς.
«Ο δαίμονας κει πάνω!»
«Σαν να λέμε πού;»
«Κει πάνω! Κει πάνω! Ο δαίμονας κει πάνω!»
Τα χέρια σηκωμένα κεραίες τσουγκράνες δείχνει με το δάχτυλο λουκάνικο τρεμουλιαστό την πολυκατοικία, τα δαχτυλίδια τόσο στενά που το κρέας ξεχειλάει, ολοφάνερο πως έτρεξε, ξεφυσάει σαν ζωντανό που του ᾿ρθε να μιλήσει, μα πού στο καλό είν᾿ η καρδιά της κάτω από τόσο λίπος;
«Τι ο δαίμονας κει πάνω;» επαναλαμβάνει ο Πτι Μωρίς, συχνά αυτός μιλάει για λογαριασμό της παρέας, έτσι γίνεται, οι μικροί μιλάνε πάντα πιο πολύ απ᾿ τους μεγάλους.
Εκείνη απλώνει τον ξύλινο σταυρό προς το κτίριο και μετά τον κολλάει στο μέτωπό της, τόσο ανίκανη να βγάλει κουβέντα οπότε προσπαθεί με νοήματα δείχνει τα δυο βυζιά της μαλακά τεράστια που αραιά και πού κάνουνε να μπερδευτούνε αυτή τα χωρίζει, εμείς την κοιτάζουμε θα θέλαμε να καταλάβουμε, μετά κάνει κερατάκια ανοίγει το στόμα βγάζει τη γλώσσα μεγάλη, μετά ακουμπάει την άκρη της γλώσσας με το φύλλο δάφνης δεμένο στο σταυρό μ᾿ ένα θόρυβο σαν γέρικου φιλιού, την άκρη της γλώσσας την έχει πορτοκαλοκιτρινιάρικη, ίσως κατέβασε πολλή πάπρικα, και μετά πάλι μας δείχνει τα δυο της μάτια γεμάτα κόκκινα ποταμάκια, που κι εμείς όλοι καθόμαστε ξεροί και την κοιτάζουμε λες και είναι μυστήριο, τρέχα γύρευε τι θέλει να πει με τούτες τις χειρονομίες, άντε μάθε τώρα.
«Δεν πιάνω μία», λέει ο Πτι Μωρίς.
Και ο Μπιγκ Τζο που δεν είναι ποτέ πρωταθλητής στην ευγένεια τη ρωτάει:
«Τι μύγα μωρή σε τσίμπησε στον κώλο λέγε;»
Άκουσε, κλείνει τα μάτια και κάνει όχι με το χέρι της τρεις φορές: όχι όχι όχι καμιά μύγα. Τι μύγες και κουνούπια της λέμε; Τα ξεφυσήματά της κάπως καλμάρουνε, όλο το πάνω μέρος του όγκου της ανεβοκατεβαίνει, προπάντων κατεβαίνει, με τριξίματα ζελατίνης από κάτω. Όχι όχι όχι ούτε μύγα ούτε κουνούπι. Με το χέρι της αγγίζει το κεφάλι της μοιάζει να λέει δεν είμαι τρελή, ε όχι ό,τι θέλετε πέστε αλλά τρελή όχι.
«Λέγε λοιπόν θείτσα», κάνει ο Πτι Μωρίς με το ύφος του μάγκα που σε λίγο θα χάσει την υπομονή του.
Ο Αλί και ο αδερφός του στέκονται κόκαλο. Ο Μπακαρύ κάνει δυο βήματα πίσω πολύ σιγά λες και έχει τα μάτια του καρφωμένα πάνω σ᾿ ένα τεράστιο φίδι, ή εν πάση περιπτώσει σαν να φοβάται κάτι.
«Ο δαίμονας κει πάνω», λέει πάλι με το σταυρό καρφωμένο ψηλά.
Ο Μπακαρύ κάνει ακόμα λίγο πίσω δεν του αρέσουνε κάτι τέτοια.
Κι έπειτα εκείνη πολύ ταραγμένη:
«Παιδάκια μου πρέπει να με βοηθήσετε, πρέπει να με βοηθήσετε. Η Λιλά κι εγώ είδαμε το δαίμονα. Τον είδαμε τον είδαμε. Η Λιλά έμεινε πάνω, δεν μπορεί να το κουνήσει, κόκαλο η Λιλά. Ενώ εγώ γρήγορα κάτω, γρήγορα γρήγορα. Χρειάζομαι παπά, καταλάβατε; Πρέπει γρήγορα να με βοηθήσετε να βρω ένα δέσποτα, παιδάκια μου!»
«Άλλη δουλειά δεν έχουμε!» λέει ο Πτι Μωρίς, αλλά δεν του αρέσει καθόλου να τόνε λένε παιδάκι μου.
«Σαν τι δουλειά δηλαδή έχετε, ε; Όχι πείτε μου, χαραμοφάηδες».
Γιατί η θεία έτσι μιλάει: μας λέει χαραμοφάηδες και τεμπελχανάδες. Έτσι σ᾿ αυτό το στυλ μιλάει. Άπιστους Θωμάδες μας ανεβάζει κακομαθημένους μας κατεβάζει και στα δυο μέσα είναι. Και πάλι όταν την πιάνει όπως εκείνη τη φορά στο παράθυρο, μας λέει άθεους ακαμάτηδες παρδαλοκόκορες και μετά δολοφόνους του Χριστούλη. Κι αυτό της είχε πει ο Αλί ψέματα είναι, οι Εβραίοι τόνε σκοτώσανε τον Χριστούλη όχι οι Άραβες. Αλλά η θεία ξεσπάει σαν σιντριβάνι, ξεφωνίζει ότι οι Εβραίοι και οι Άραβες ούτως ή άλλως είναι ούνα φάτσα ούνα ράτσα, ότι όλοι είμαστε ένοχοι για το θάνατό του, όλοι μηδενός εξαιρουμένου και μάλιστα ότι κάθε μέρα κάθε λεπτό τον σκοτώνουμε κι ορίστε τώρα ο διάβολος σκαρφαλώνει στο άνετο μέχρι και στους ορόφους χωρίς να βρίσκεται κανένας να του φράξει τις σκάλες. Μα πού βαδίζουμε ε, πείτε μου πού βαδίζουμε;
Δεν ξέρουμε εμείς καθόλου πού βαδίζουμε κι άλλωστε το γράφουμε εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
Έτσι που μοιρολογάει και χτυπιέται και βάρβαρους να μας ανεβάζει και καθίκια να μας κατεβάζει, ξάφνου ο Μπιγκ Τζο λέει θα τη βοηθήσει να βρει παπά, ότι μπορεί και να γνωρίζει κανένα στη διπλανή ενορία. Ένα γέρο παπά αλλά δε σημαίνει αυτό ότι είναι κι ο πιο ανίκανος της πιάτσας.
«Ξέρει από εξορκισμούς;» η θεία να ρωτάει.
Κανένας μας δεν είχε ακούσει ποτέ αυτή τη λέξη, που για να τη γράψω αναγκάστηκα να την ψάξω στο λεξικό σ᾿ ένα βιβλιοπωλείο. Μα ο Μπιγκ Τζο γυρνάει στον Πτι Μωρίς και ο Πτι Μωρίς που δεν κωλώνει λέει:
«Όλους τους ξέρει».
«Ε, τότε μπρος φύγαμε!» φωνάζει η θεία. «Μα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τι περιμένουμε!»
Και νά σου που όλοι μας φεύγουμε να ψάξουμε το γέρο παπά στη διπλανή ενορία, όλοι εκτός από τον Μπακαρύ που δε θέλει νά ᾿ρθει, κάθεται λέει να προσέχει την μπάλα.
Μπαίνει επικεφαλής η θείτσα και ταρακουνάει αέρα μπόλικο, ο σταυρός παντιέρα, μες στα παρδαλοχρώματα λες και είναι λούνα παρκ εν κινήσει, ανεβασμένη επικίνδυνα πάνω σε δυο μαύρους κόθορνους καλοστρογγυλεμένους, τα δάχτυλα του ποδιού έτοιμα ν᾿ ανοίξουν τρύπα, φως φανάρι ότι δεν τα φοράει συχνά, δε θα βγάλουνε τη μέρα με τέτοιο ρυθμό.
Μπροστά απ᾿ την Καμπάνα ο Σαμύ το γκαρσόνι που έβαλε γυαλιά ηλίου σκουπίζει τις καρέκλες έξω, άσπρες πλαστικές, παντού τις ίδιες βλέπεις, και κοιτάζει να περνάει η θείτσα με την κουστωδία της σαν ένα ψάρι μπροστά σε μήλα που πνίγονται, εγώ την κάνω στα μουλωχτά πίσω από ένα δέντρο χωρίς να με πάρει πρέφα η θεία και ίσα στο κτίριο.
Ανεβαίνω σφαίρα τις σκάλες, ίδιες σκάλες όπως παντού από τσιμέντο άγριο και βρώμικο και μουντζουρωμένο και τα γκράφιτι τα ίδια όπως παντού, κάνεις ν᾿ ανοίξεις το στόμα σου δήθεν για να πεις κάτι, λες τα ίδια με τους άλλους οπότε καλύτερα να το βουλώνεις αν είναι να μιλήσεις τουλάχιστο να πεις κάτι δικό σου, αυτά λέω στον εαυτό μου ενώ ανεβαίνω τόσο πολύ ντρέπομαι για τη μαλακία που μας δέρνει, φτάνω και βρίσκω την πόρτα μισάνοιχτη, τη σπρώχνω μαλακά μαλακά μιας και δε γνωρίζω τα κατατόπια και ο δαίμονας όπως και να ᾿ χει μπορεί και να με περιμένει κρυμμένος πίσω απ᾿ την πόρτα με μια πιρούνα.
Μπαίνω, η Λιλά κάθεται μέσα ολομόναχη στο σαλόνι πάνω σε καρέκλα, τα δυο της χεράκια πάνω στα γυμνά της γόνατα, κι όταν μπαίνω γυρνάει προς το μέρος μου το φωτεινό της πρόσωπο με χαμόγελο μητρόπολης και τα μάτια της που βλέπουνε τα πάντα μέσα μου και μου λέει:
«Το ᾿ ξέρα ότι εσύ θα ᾿ρχόσουνα».
«Γεια σου», της κάνω, «πώς πάει;»
«Γεια χαρά Σιμό. Λαχάνιασες, ανέβηκες βιαστικά».
Τη ρωτάω γιατί η θεία της πετάχτηκε έξω λες και γινότανε βομβαρδισμός.
«Για μένα», μου λέει.
Νιώθω κιόλας ότι μου ξαναγύρισε η σπουργιτένια μου ψυχή, όπως πάντα όταν με καρφώνει και μου μιλάει, σαν να φεύγει η γη κάτω απ᾿ τα πόδια μου, λες κι έπεσα σε βούρκο, μέσα στο σαλόνι της ίδιο με όλα τ᾿ άλλα σαλόνια, μόνο που και δω όλα είναι παρδαλά, στις ρωγμές στα ντουβάρια η θείτσα σφήνωσε χάρτινα λουλούδια και χρυσά καρφιά στα έπιπλα πάνω, εργατικό παρεκκλήσι το ᾿κανε το διαμέρισμα με τον Χριστό αληθώς ανέστη, μια αφίσα προπαγάνδας ποιος ξέρει από πού τη σούφρωσε, ο Χριστός ανέστη μα η αφίσα ψόφια, και μια μεγάλη κοκκινοκίτρινη εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ που διαφημίζει ένα προϊόν κατά της βρωμούσας και της ψείρας, μια μαρτινικέζικη ρεκλάμα των σίξτις, τα ψοφίμια με τα πόδια στον αέρα των εξολοθρεμένων εντόμων θα γίνουνε ψητά στη φωτιά της κόλασης.
Της λέω:
«Τι ᾿ ναι αυτός ο δαίμονας;»
«Τίποτα, εγώ είμαι», μου λέει.
Λες και δεν το ᾿ ξέρα.
«Τι έγινε;» ρωτάω.
«Κάθισα και της είπα», μου απαντάει.
«Και τι κάθισες και της είπες;»
«Στ᾿ αλήθεια θες να μάθεις;»
Δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι στ᾿ αλήθεια θέλω να μάθω, θα γίνω και πάλι κομμάτια, μα απ᾿ την άλλη δεν μπορώ να ζω γεμάτος απορίες κάθε μέρα και κάθε νύχτα.
Και γι᾿ αυτό κι εγώ γνέφω με το κεφάλι μου, κάνω ναι πες το θέλω ναι.
Και τότε μου διηγείται αυτά:
«Σήμερα το πρωί αρχινάει πάλι να με μπανιαρίζει σαν μωρό να με στεγνώνει να με ταμπονάρει παντού όπως ξέρει και κάνει, και να μου τραγουδάει τροπάρια ή κάτι τέτοιο, και μετά με απιθώνει πάνω σ᾿ αυτή την πολυθρόνα, αυτή αντίκρυ γονατισμένη σαν βάτραχος, μια πετσέτα για τα πόδια μου, κι άντε πάλι νά τηνε ν᾿ αρχίζει τα τρελά της, τα χέρια της ικεσία μπροστά στο μουνάκι μου, ότι είναι το βερίκοκο της γης της Επαγγελίας και ο άρτος των αγγέλων.
»Εμένα αρχίζει να μου τα πρήζει μ᾿ όλο αυτό το τσίρκο οπότε κάθομαι και της λέω ότι είδα τον Διάβολο. Της λέω: θείτσα, είδα τον Διάβολο.
«Πρώτα πρώτα κόβει μαχαίρι το ψαλτήρι το στόμα της ανοίγει και μένει να χάσκει, δεν παίρνει πια καθόλου αέρα τα μάτια της με βλέπουνε και δε με βλέπουνε συνάμα, εμένα με πιάνει ο φόβος ότι θα σωριαστεί σαν άδειο σακί, πέφτει σαν ζυμάρι μπροστά μου, σκέφτομαι τι θα κάνω, πώς θα το κουνήσω ολόκληρο βουνό, μα ξάφνου μοντάρεται το αναπνευστικό ίσα για να μου πει:
»“Τι είδες λέει;”
«“Είδα τον Διάβολο”.
«“Ψέματα”.
«“Όχι”.
«“Και πώς το ξέρεις εσύ ότι ήταν ο Διάβολος;”
«“Μου το ᾿πε”».
Από δω και πέρα τώρα εγώ ο Σιμό γράφω μα είναι πάντα η Λιλά που τα λέει. Εγώ κάθομαι και λέω ό,τι αυτή κάθεται και λέει, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω αλλά στα κομμάτια να πάει. Θα την κάνω την προσπάθεια.
Η Λιλά τα λέει και μιλάει για τη θεία της:
«Δαγκώνει λίγο τα δάχτυλά της πάνω απ᾿ τα δαχτυλίδια κάτι που κάνει όλη την ώρα, δεν ξέρεις αν είναι για να πονέσει τον εαυτό της ή για να μην της ξεφύγει καμιά βλακεία.
«Και μου κάνει:
»“Δε φτάνει που σ᾿ το ᾿πε”.
«“Και γιατί θείτσα μου;”
«“Γιατί μπορεί να βρεθούν πολλοί να πουν ότι είναι ο Διάβολος και τελικά ψέμα είναι”.
«“Εκείνος δεν το ᾿ πε μόνο”.
»“Τι έκανε δηλαδή;”
«“'Εβγαλε την ψωλή του, ήτανε κόκκινη κι έβγαζε καπνό”.
«Τώρα λέω πέτυχα διάνα, περιμένω τη μοιραία λιγοθυμιά μα η θείτσα προτιμάει να διαλέξει τη λογική. Μη σου φαίνεται παράξενο έτσι κάνει συχνά, νομίζεις ότι είναι χαμένη στα πατερημά της, ότι όλο της το λίπος βρίσκεται σε έκσταση και ξάφνου σου λέει: η μπλούζα σου είναι στραβοκουμπωμένη.
»“Με το να είναι κόκκινη δε λέει και τίποτα”, μου κάνει.
«Και που βγάζει καπνό;”
«Ερώτηση βέβαια που της ζητάει σκέψη. Νά τηνε που ταλαντεύεται στις αναμνήσεις της, το βλέπω. Όποτε βαράει με το δάχτυλό της τα βυζιά της, σημάδι ότι ταξιδεύει στο χρόνο. Ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω πόσες ψωλές γνώρισε η θεία μου, μιας και είναι σούπερ μυστικοπαθής σ᾿ αυτά τα θέματα, μα η μάνα μου έλεγε κάποτε ότι αν τις κάναμε λάμπες θα μπορούσαμε να φωτίσουμε την πλατεία Μονζ για το μεγάλο πανηγύρι της εθνικής γιορτής. Αφού κιόλας ζούσε απ᾿ αυτό, έλεγε η μάνα μου· (η μάνα της Λιλά όχι η δίκιά μου), αυτά κάποτε, γιατί, τώρα το παίζει Παρθένα Μαρία.
«Αλλά για να δει αν γνώρισε καπνίζουσες, της χρειάζεται και λίγο σκέψη.
«“Και πώς έβγαζε καπνό;” μου λέει.
«“Πολύ. Κόκκινο κόκκινο καπνό, αφού μύριζε και θειάφι. Αναγκάστηκα μάλιστα ν᾿ ανοίξω το παράθυρο μετά”.
«“Κάνας αλητάμπουρας θα ᾿τανε που ᾿χε βάλει κάνα, μαραφέτι”.
«“Ναι μα δε θα είχε τόση τρίχα”, της λέω, “θείτσα, μου. Ούτε κι αυτά τα κίτρινα μάτια ούτε κι αυτή τη χοντρή ποντικοουρά πίσω του”.
«“Είπες ποντικοουρά;”
«“Χοντρή σου λέω και σερνότανε χάμω”.
«“Και πώς στο καλό μπήκε;”
«“Δεν τον είδα να μπαίνει. Δε μ᾿ έπαιρνε ύπνος μύριζα μια μυρωδιά σαν στα σφαγεία, είχα πάει εκεί κάποτε, γύρισα και ήτανε μπροστά μου”.
«“Μπροστά σου πού; Πού κοντά ήτανε;”
«“Στο δωμάτιό μου ρε θείτσα”.
«Ανεβάζει τώρα ψηλά τη φωνή και ρωτάει:
»“Μα και γιατί Χριστέ και Παναγιά να ᾿ρχότανε δω; Τι στο καλό του κάναμε πες μου; Του ᾿κάνες εσύ ποτέ τίποτα;”
«“Τίποτα δεν του ᾿κανα”, λέω.
«“Τον κάλεσες;”
»“Ε, όχι δα!”
«“Αφού έτσι κι αλλιώς στην κόλαση βρισκόμαστε. Γιατί να κουβαληθεί εδώ ο διάβολος; Για να γυρέψει τι; Για να κάνει τι, ε;”
»“Να πηδήξει έναν άγγελο”, της λέω.
«Ε, εκεί πια φρίκαρε η θεία μου.
«Σωριάστηκε μονομιάς με νευρικές τρεμούλες λέγοντας όχι όχι και να σπαρταροσπαρταράει, κι εγώ να σπάω μεγάλη πλάκα στην καρδούλα μου μέσα κι όμως δεν έχω κακία, με ξέρεις εσύ.
«Κατεβαίνω τσίτσιδη από την πολυθρόνα μου, νά εδώ ξαπλώνομαι πλάι της, τη χαϊδεύω τρυφερά τρυφερά παίρνω τη γλυκιά μου φωνή και της λέω:
«“Και μετά ξέρεις θείτσα γυμνός ήτανε. Κανείς από τη γειτονιά δε θα ερχότανε τσίτσιδος. Ή τουλάχιστο χωρίς να ειδοποιήσει. Και ξέρεις τι μου είπε όταν είδε ότι τον είδα; Είπε: εσένα ήρθα να σε κάνω δικιά μου. Γιατί είσαι ένας άγγελος σαν κι εμένα, Λιλά”.
«Η θεία μου χάμω στη μοκέτα να κάνει ωχ ωχ ωχ και πάλι ωχ ωχ. Παραλίγο να βγάλει έναν Αρχάγγελο Μιχαήλ από το μεσοβύζι της.
«“Κάνει μια κίνηση, θείτσα, και πάει το νυχτικό μου σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι. Ήμουνα σαν και τώρα. Ζήτησε να τον κοιτάξω μες στα μάτια, και μετά μου λέει: Θα σου δώσω μια εντολή Λιλά. Τώρα μπορείς ακόμα να πεις όχι και έχεις το λόγο μου ότι θα φύγω. Αν πεις όχι σηκώνομαι και φεύγω στο όνομα του πιο φλογισμένου καζανιού και δε θα με ξαναδείς ποτέ των ποτών. Μα αν κάτσεις κι ακούσεις την εντολή μου, αν δεν πεις όχι εδώ και τώρα και αμέσως στα τρία δευτερόλεπτα μέσα, θα πρέπει τότε να υπακούσεις χωρίς συζητήσεις και κουβέντες. Αλλιώς αλίμονο σου”.
»Ωχ ωχ κάνει η θεία μου, ωχ ωχ. Κι εγώ:
«“Κρατούσε τον πούτσο του με το ένα χέρι λες και παραήτανε βαρύς. Εντάξει του λέω. Μόνο να ᾿ξερες πώς μούσκευα, δε θα μπορούσες να το πιστέψεις. Κατάλαβες καλά, χωρίς δεύτερη κουβέντα, δεν κάνεις ούτε μια ερώτηση και υπακούς πάραυτα, μου λέει. Εγώ του λέω ᾿ντάξει αλλά βιάσου”.
«Ωχ μέγα Αρχάγγελε Μιχαήλ κάνει η θεία μου ψιθυριστά.
»“Μα κείνος ξέρεις θείτσα δε βιαζότανε, το ᾿νιωθες ότι είχε όλη την ώρα μπροστά του το καταλαβαίνεις; Ψιλοκουνήθηκε, καθότανε και περίμενε εγώ έσταζα δεν άντεχα άλλο, και επιπλέον αυτή η μυρωδιά κτήνους, και μετά με κάρφωσε με το κίτρινο του βλέμμα ανάμεσα στα δυο μάτια και μου είπε: δείξε μου Λιλά την κωλοτρυπίδα σου”.
«Αχ Θε μου κάνει η θεία μου και χτυπά τα χέρια της αχ Θε μου Θε μου.
»“Κι εγώ φυσικά έκανα ό,τι ήθελε θείτσα. Χωρίς να διατάξω. Του γύρισα την πλάτη, γονάτισα στο κρεβάτι πάνω και του ᾿δειξα την κωλοτρυπίδα μου όπως το ζήτησε. Αφού και με τα δυο μου χέρια άνοιξα λίγο τα κωλομέρια μου έτσι για να μπορέσει να δει καλά. Καθίσαμε έτσι και οι δυο μας χωρίς κουβέντα τουλάχιστον ένα λεπτό ίσως και δύο, πρέπει να ξέρεις ότι κάποιες στιγμές για σένα ο χρόνος χάνεται. Ούτε που άκουγα την αναπνοή του, μπορεί βέβαια να μην αναπνέει ένας δαίμονας ή ακόμα ν᾿ αναπνέει διαφορετικά, αιτία που ζουν στις φλόγες μέσα και χωρίς διόλου οξυγόνο”.
«Συνέχιζα ολοένα και τη χάιδευα γλυκά γλυκά τη θεία μου, κατά βάθος ξέρεις την αγαπάω, μόνο εμένα έχει αυτή η γυναίκα, τη χάιδευα ακόμα και λίγο ανάμεσα στα μπούτια μα να πεις ότι χωράει το χέρι σου και μετά κόλλησα σύρριζα στ᾿ αυτί της και της είπα ψιθυριστά, σε στυλ γυναίκα σε γυναίκα:
«“Μετά μου μίλησε και μου είπε: θα γυρίσεις τώρα βρωμοαγγελάκι και θα μου γλείψεις την ψωλή”.
»Σιγά σιγά της τα ᾿λεγα στ᾿ αυτί της. Της ήρθε μια μεγάλη ανατριχίλα της θείτσας μα τίποτα δεν έβγαινε απ᾿ τα χείλια της τίποτα. Οπότε κι εγώ συνέχισα πάντα με τη φωνή μου γλυκιά, καλής κοπέλας, για να την ευχαριστήσω ξέρεις:
«“Γύρισα όπως με ήθελε, γονατιστή στο κρεβάτι μου πάνω, με την ψωλή του φάτσα κάρτα μπροστά μου και την έσπρωξε καταπάνω μου πάντα με το χέρι να τη βαστάει, κι άλλο καπνό έβγαζε, με το άλλο του το χέρι άρπαξε τα μαλλιά μου τρελαίνομαι γι᾿ αυτό θείτσα πάντα τρελαινόμουνα, μπας και ξέρεις να μου πεις γιατί, μπορεί και σένα να σ᾿ αρέσει, ε, πες μου, και μετά μου είπε να κλείσω τα μάτια μου και ν᾿ ανοίξω το στόμα, εγώ υπακούω τίποτ᾿ άλλο δε ζητάω είμαι τώρα μέσα στο σκοτάδι, ανοίγω το στόμα μου όσο δεν παίρνει άλλο και νιώθω αυτό το πράμα ζεστό που δεν είναι ούτε από κόκαλο ούτε από σάρκα που είναι γεμάτο φλέβες και τένοντες, σκληρό τρυφερό στρογγυλό, που κουνιέται κι έρχεται, που η γεύση του δεν είναι καμιά άλλη, δε συγκρίνεται με τίποτ᾿ άλλο προπάντων αυτό που ήρθε από τόσο βαθιά στη γη, το νιώθεις γεμάτο στα βάθη του από υγρό ζεστό, φίσκα για σένα και μόνο για σένα, φίσκα από αίμα, περνάς πρώτα πρώτα τη γλώσσα σου από κάτω όπως πρέπει να γίνεται, τα ξέρεις καλά εσύ αυτά θείτσα κι αρχινίζεις το γλείψιμο, ο κόσμος όλος σταματάει η μέρα η νύχτα οι πόλεμοι οι εποχές, δώσ᾿ του και γλείφεις, σε κρατάει απ᾿ τα μαλλιά λες και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, δεν ανοίγεις τα μάτια προπάντων υπακούς γλείφεις τίποτ᾿ άλλο απ᾿ το να γλείφεις δεν έχεις, δεν ξέρεις πια, ποια στ᾿ αλήθεια είσαι τώρα ούτε και πώς λέγεσαι, είναι στιγμή πάνω απ᾿ τις δυνάμεις σου, αυτό το πράμα σε κατέχει και μόνο να σκεφτείς ότι καταφτάνει απ᾿ την κόλαση, προσπαθώ να το πιάσω μ᾿ ένα χέρι για να το χαϊδέψω ταυτόχρονα μα είναι τόσο χοντρό, μόλις που το κρατάω ανάμεσα στα δυο δάχτυλα νά έτσι βλέπεις, έχω φύγει κάπου, πού δεν ξέρω, δε σκέφτομαι πια τίποτα, ψιλοκουνάω τα δάχτυλά μου στο έτσι πήγαιν᾿ έλα, ζουλάω και λιγουλάκι, κάνω ό,τι περνάει απ᾿ το χέρι μου, έχω φύγει αλλού, δεν ξέρω πού, σαν να πέταγα στα τυφλά ή ακόμα να ᾿πεφτα σε πηγάδι χλιαρό, ούτε που πνίγομαι γλείφω γλείφω χωρίς ν᾿ ανοίξω τα μάτια και τον ακούω εκείνονε ν᾿ αρχινίζει να βγάζει αέρια απ᾿ το στόμα, ένα δυο αναστεναγμούς όπως ένας άντρας, αχ θείτσα μου είμαι ευτυχισμένη”».
Κάνω όπως πάντα με τη Λιλά προσπαθώ να ξαναβρώ ακριβώς τις λέξεις που μου είπε, μα σίγουρα ένα σωρό πράματα θα ξεχνάω. Την ώρα που μιλούσε η Λιλά τα ᾿κλείνε πάλι τα μάτια της κουνούσε το κεφάλι της μπρος πίσω σαν κίτρινη ανθοδέσμη στον αγέρα, σαν να ήτανε στον κόσμο της και να γλείφει πραγματικά την πραγματική ψωλή του Διαβόλου, που ήρθε τώρα ακριβώς για κείνη και μόνο.
Κι έπειτα μου λέει (στάθηκε δυο τρία λεπτά σαν να ξαναζούσε τη μέθη του γλειψίματος) μου λέει: «Οπότε και η θεία μου αναστενάζει μα νομίζω ότι είναι από δυστυχία. Ή ακόμα γιατί η έκπληξη παραήτανε μεγάλη, μα εν πάση περιπτώσει, συνεχίζει και μ᾿ ακούει το κυριότερο η ζωή δεν την παράτησε. Ζωηρό και ξεροκέφαλο το παχύδερμο».
Νά τι μου λέει η Λιλά:
«Θα μ᾿ άκουγε ακόμα κι αν δεν ήθελε. Ξαναβρίσκει σιγά σιγά επαφή με το περιβάλλον, τώρα θα το χάψει δε θα το χάψει, δουλεύει πάλι το κεφαλάκι της τρεμουλιάζει, φυσικά και δεν μπορώ να της κλέψω τις αναμνήσεις της, αλλά λες και σχεδόν γλείφει μαζί μου. Μακάρι να της κάνει λίγο καλό στην ηλικία της. Κάνει αχ... αχ... τώρα σιγά σιγά, λες και ξεψυχάει.
«Πρώτη φορά της μιλάω για σεξ σαν μεγάλη κοπέλα κι έτσι στ᾿ ανοιχτά. Είναι αλήθεια ότι τα μωρά με το να τα βλέπεις κάθε μέρα δεν το καταλαβαίνεις που μεγαλώνουνε. Πάω στοίχημα ότι με νόμιζε ακόμα παρθένα, καλά το φαντάζεσαι; Μα εγώ είμαι το αντίθετο της Ζαν ντ᾿ Αρκ, οι φωνές οι δικές μου δεν κατεβαίνουνε απ᾿ τον ουρανό και δε μου κηρύσσουν εμένα τον πόλεμο, μα τον έρωτα. Άσε που σπάω και πλάκα να την τινάζω σαν ξεσκονόπανο μόνο με λόγια. Συμμετέχει κι αυτό τη διασκεδάζει.
«Οπότε κι εγώ συνεχίζω για το χατίρι της και μόνο:
«“Τον νιώθω ν᾿ αναστενάζει θείτσα και μετά να βογκάει, σχεδόν να κλαίει σαν τους ανθρώπους, πού θέλει να καταλήξει δεν ξέρω, αν θέλει να τον κάνω να τελειώσει να τον αδειάσω, μα εκείνος μου αφήνει τα μαλλιά μου πλακώνει ένα χέρι στο κούτελο και μου λέει βιαστικός βιαστικός, λες και ήτανε μεγάλη ανάγκη σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι, μου λέει επειγόντως: Γύρνα θα σ᾿ τη χώσω στον κώλο”.
»Ωχ Αρχάγγελε Μιχαήλ, να κάνει η θεία μου χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια της βαρούσανε πάλι χάμω.
«“Γι᾿ αυτή τη δουλειά ήρθε θείτσα, για να τη χώσει στον κώλο ενός αγγέλου. Οποιανού φύλου και να ᾿ναι ένας άγγελος, μπορείς να του τη χώσεις στον κώλο, γι᾿ αυτό να ᾿σαι σίγουρη. Οπότε κι εκείνος τραβάει τη διαβολική του πούτσα απ᾿ το στόμα μου, μακρύ μακρύ πράμα τελειωμό δεν είχε, τον ρωτάω αν μπορώ ν᾿ ανοίξω τα μάτια μου λέει όχι, κι όμως πόσο θα ήθελα να τη δω πριν την πάρω μέσα μου, να δω σε τι κατάσταση την είχα φέρει, μα δεν κάνω ζαβολιές νιώθω ότι μαζί του δεν μπορείς να κάνεις ζαβολιές, δεν κοιτάω καθόλου κάνω στροφή πάνω στα γόνατά μου και παίρνω την ίδια θέση με πριν ακριβώς στην άκρη του κρεβατιού, αρπάζω το μαξιλάρι μου για να το σφίγγω και να το δαγκώνω αν χρειαστεί, ανοίγω πολύ λίγο τα γόνατα για να έρθω στο σωστό ύψος και μου τη χώνει”.
»Ωχ ωχ αρχινίζει και πάλι να κάνει η θεία μου και δώσ᾿ του να προσπαθεί να βγάλει τα δαχτυλίδια της πράμα αδύνατο, μα είναι σημάδι της νευρικότητάς της, ωχ ωχ Θε μου Θε μου και μετά ανασούμπαλα λόγια.
»“Δε μου τη χώνει αμέσως αμέσως”, της λέω, “παρ᾿ όλη την ανάγκη του που την κατάλαβα. Πρώτα πρώτα μου την περνάει σιγά σιγά στη χωρίστρα από πάνω κάτω κι από κάτω πάνω σαν ένας τυφλός που θ᾿ άνοιγε το δρόμο του, μετά μου αγγίζει λίγο τα κωλομέρια, λίγο το μουνάκι από κάτω, ανεβαίνει πάλι μέχρι την κωλοτρυπίδα μου που του την έδειξα κι εκεί μου τη φορμάρει. Δεν ξέρω πώς γίνεται θείτσα, το ότι ο κώλος μου μπόρεσε να χωρέσει τέτοιο πράμα. Τέτοιο χοντρό καυλί δεν είχα ξαναφάει. Μπορεί να ᾿τανε η ζέστα και ν᾿ άνοιξα ή και οι περιστάσεις. Μου τη σπρώχνει βαθιά κι όλα ανοίγονται μπροστά της, τι αίσθηση κι αυτή θείτσα μου, όπως οι άγιες του παλιού καιρού όταν τους κάνανε το βασανιστήριο και συνάμα βλέπανε τα ουράνια ανοιχτά, μου την έχωνε και τραβιότανε λιγουλάκι πίσω για να μου τη χώσει ακόμα καλύτερα, μέσα στην κάμαρή μου μια μυρουδιά όπως στο ζωολογικό κήπο, ένιωθα ότι κοίταζε με τα κίτρινά του μάτια, μου ᾿φερνε πόνο και χαρά, δεν ξέρω ακριβώς πώς να σου πω, πες πως αυτή η πούτσα μ᾿ έπαιρνε και με σήκωνε χωρίς οίκτο καταλαβαίνεις, χωρίς οίκτο καθόλου, ίσα ίσα για να μου δώσει να καταλάβω το τι είμαι εγώ, και με κάτι το περιφρονητικό για το μουνάκι μου που εσύ τόσο πολύ αγαπάς, αλλά αυτός δεν ενδιαφέρεται γι᾿ αυτό, αυτό είναι τουλάχιστο ξεκάθαρο, την πούτσα του, μου τη σπρώχνει και μου τη χώνει μέχρι τον πάτο, μέχρι εκεί που δε χώνεται άλλο, εγώ φωνάζω σιγά σιγά από πόνο και όχι, έβαλε και τα δυο του τριχωτά χέρια πάνω στα κόκαλα στους γοφούς, με βαστάει γερά κι αρχινίζει τώρα να με κουνάει μπρος πίσω χωρίς κουβέντα, μου τη χώνει σοβαρά στον κώλο τελεία και παύλα, νιώθω τι μου συμβαίνει σε κάθε χιλιοστό μου ᾿ρχεται σχεδόν να κοιμηθώ σαν κάτι που θα τα ξεπέρναγε όλα, που θα πήγαινε πέρα απ᾿ όλα στις αισθήσεις και όχι μόνο σωματικές, βρίσκομαι εν κινήσει πάνω στην ψωλή του ακόμα κι η ψυχή μου κουνιέται, μα τι στο καλό γυρεύει στον κώλο μου ρωτάω τον εαυτό μου, τι στο καλό ζητάει από μένα, γιατί μου κάνει τέτοια πώς στο καλό ξέρει ότι φοβάμαι κάτι τέτοια και συνάμα μέσα μου τα θέλω, σε σημείο να φωνάζω μα να φωνάζω από τι δεν μπορείς να πεις, δική του είμαι έτοιμη να πάρω ό,τι μου δώσει ναι οτιδήποτε, και δεν είναι και για να με ταπεινώσει, είναι για να με βάλει καλά στη θέση μου, κάνει ό,τι κάνει χωρίς κακία, και ελπίζω ότι ευχαριστιέται, ότι τ᾿ αρχίδια του βράζουνε, ότι θα τον νιώσω να πιτσιλάει, θα τον ακούσω να φωνάζει”».
Όταν μιλάει η Λιλά εγώ την ακούω μ᾿ ανοιχτό το στόμα ούτε που καταλαβαίνω τι μου λέει εκείνη την ώρα, απλά μαγνητοφωνώ όπως είπα τα μαγνητοφωνώ όλα, μού είναι μετά πολύ πιο εύκολο να γράψω, πες πως ξετυλίγω αυτή την κορδέλα και μού μένει μόνο να την αντιγράψω. Αν θέλω εγώ να κάτσω να τα γράψω από μόνος μου κάτεργα σκέτα και σωστά, τσαντίζομαι δε βρίσκω, βαράω το κεφάλι μου, ενώ αν την κάνω να μιλήσει τσουλάει μόνο του, εύκολα εύκολα χωρίς ερωτήσεις, ώρες ώρες μετανιώνω που δεν έκανα μαθήματα ή που δεν άκουσα να μιλάνε επιστήμονες κάπου, μιας και έχω την καλύτερη μνήμη από όλους στα μέρη μας από το γυμνάσιο, στο να μάθω ποιήματα ήμουν ο καλύτερος μια φορά τα διάβαζα και τα ᾿ξέρα, τα ᾿λεγα και στον εαυτό μου χωρίς ούτε ένα λάθος, άλλο αν μετά μπροστά στους άλλους έκανα δήθεν ότι τα χάνω, ότι δεν ήμουνα διαβασμένος για να μην έχω το μαλακισμένο ύφος του σπασίκλα.
Σίγουρα στο κάτω κάτω η Λιλά μ᾿ έσπρωξε στο να γράψω, κι ας μην ξέρω σε ποιον θα τα δείξω όλα αυτά, ποτέ μου δεν πάτησα σε βιβλιοπωλείο, μπορεί κι αυτά που λέει να ᾿ναι σιχαμερά και ψυχή να μην μπορεί να τα διαβάσει, δεν πολυχαμπαριάζω εγώ, μα τέλος πάντων λέγεται ότι τώρα όλες οι προστυχιές δημοσιεύονται, κι από τότε που δεν τολμάει κανένας πια να βουτάει την ψωλή του εδώ και παρακεί ένεκα ο περιβόητος ιός, απεναντίας σου σερβίρουνε παντού γαμήσι, πορνοταινίες ακόμα και χαρντ στην τιβί, που οι γέροι μου κάποια μέρα είδαν μια σε κάποια ξαδέρφια απ᾿ την Πλαιν-Σαντ-Ντενί, σηκωθήκανε και φύγανε έξω φρενών και ξεφωνίζανε εκεί, ότι θα τα λέγανε ένα χεράκι γραπτώς στο δήμαρχο και ότι ο Προφήτης θα ᾿ρχότανε και πάλι μια μέρα μ᾿ ένα Καλάσνικωφ για να πάρει στο κυνήγι όλη τη σαπίλα, αυτά είχανε γίνει πριν φύγει ο γέρος μου μ᾿ ένα πορνίδιο απ᾿ την Ωμπερβιλιέ, κάποιες φορές νά όπως και τώρα χάθηκα μέσα στις αράδες, δεν ξέρω πια από τι ξεκίνησα πρέπει πάλι φτου κι απ᾿ την αρχή, α ναι η Λιλά μ᾿ έσπρωξε μα χωρίς να το ξέρει, ποτέ μα ποτέ δε θα τολμήσω να της τα δείξω εκείνης, λέμε τώρα αν τολμούσα να το δείξω σε κανέναν από δω.
Πλάκα έχει πάντως αυτή η μνήμη που την έχω να θυμάμαι όσα λέει λέξη προς λέξη ή περίπου και μάλιστα να ξαναβλέπω από πάνω το μουτράκι της.
Είχε σταματήσει στο σημείο που θα τον ένιωθε να πιτσιλάει, κουβέντες που εξακολουθούσε να μου λέει εμένανε και που είχε πει στη θεία της ξάπλα μισοπεθαμένη πάνω στη μοκέτα-ευκαιρία του σαλονιού.
«“Εκείνη την ίδια στιγμή θείτσα κατάλαβα πραγματικά ότι ήτανε ο Διάβολος. Θες να μάθεις πώς το κατάλαβα; Λέγε θες να μάθεις;”
»Δεν απάντησε αμέσως μιας και είχε το λαιμό κουμπωμένο από τη σύγχυση, μα το πιγούνι της έκανε ναι ναι πάνω κάτω κάτω πάνω, ναι ήθελε να το μάθει ωχ ναι το πιγούνι της, ήθελε και παραήθελε να μάθει.
»Κι εγώ αυτά της λέω με τη φωνή μου να είναι ακόμη πιο γλυκιά και προπάντων με το πάσο μου:
»“Γιατί ξάφνου, θυμάσαι που τα είχα κλειστά τα μάτια μου, ξάφνου μυρίζω μια ψωλίλα μπροστά μου, καταλαβαίνεις θείτσα μπροστά μου κι όχι πια πίσω μου και μετά ζεστούλικο κρέας έρχεται ν᾿ ακουμπήσει το στόμα μου, αλλιώς απ᾿ το ν᾿ ανοίξω τα χείλια δεν μπορώ να κάνω, ήτανε σαν να πεινούσα γι᾿ αυτό, μια άλλη νταρντανόπουτσα μου μπαίνει σιγά σιγά στο στόμα, και λέω μια άλλη γιατί συνέχιζα να έχω την πρώτη να με ξεσκίζει από πίσω, βάλε και μυρωδιά θειαφιού, οι δυο ψωλές μοιάζουν να ᾿χουν τακιμιάσει πιάνουν ακριβώς τον ίδιο ρυθμό η μια μπρος η άλλη πίσω κι εκείνη τη στιγμή έκανα αυτό που δεν έπρεπε να κάνω και ιδού η απόδειξη. Θες να μάθεις τι έκανα θείτσα;”
»Το ζελέ στο πιγούνι ανεβοκατεβαίνει με κάποιο μικρό ωχ ωχ που πιάνουν τ᾿ αυτιά μου. Ναι κάνει, θέλει να μάθει τι έκανα. Ωχ ναι.
»Και ᾿γώ της λέω:
«“Άνοιξα τα μάτια μου”.
«Περιμένω δυο τρία δευτερόλεπτα για να φέρει βόλτα στα καλά τι θ᾿ ακούσει και της προσθέτω:
«“Και τότε είδα ότι ήτανε ο ίδιος. Μπροστά μου ήτανε ο ίδιος με τον πίσω, με τα μάτια του ένα με το θειάφι και την ποντικοουρά του που κοπάναγε στα έπιπλα. Ο ίδιος θείτσα στο λόγο μου. Κανένας άλλος δε θα μπορούσε να μπει. Διπλός έγινε καταλαβαίνεις, από ένας έγινε δύο, στοίχημα ότι μόνο οι διάβολοι μπορούν να κάνουν τέτοια, κι επιπλέον οι πούτσες ήτανε κόκκινες και βγάζανε και καπνό”.
«Οπότε η θεία μου ξάφνου κάνει ν᾿ αρχινίσει κάτι που δεν το περίμενα, κουνιέται δεξιά αριστερά, αριστερά δεξιά και μετά παίρνει φόρα κι αρχινάει τις τούμπες στη μοκέτα σαν ιπποπόταμος που γυρεύει φίκι φίκι, όχι πως το είδα ποτέ μου μα το φαντάζομαι, φτάνει το μπροστινό δεξί πόδι της πολυθρόνας της με τα καρφιά, που μεταξύ μας απαίσια τη βρίσκω, νά αυτή εδώ, αρπάζει το πόδι και δεν ξέρω πώς κατορθώνει να σκαρφαλώσει ολομόναχη με κόπο πολύ κι ανάσα εκατό χιλιόμετρα την ώρα, πρώτα το ένα γόνατο και μετά το άλλο και μετά ο κώλος μ᾿ έναν πόνο, η μέση να ξαναστήνεται, και νά τηνε ολόρθη με τα χέρια στην πλάτη της καρέκλας και μου λέει:
»“Μην το κουνήσεις από δω”.
«Μεταφέρεται με σούπερ κόπο προς το μπάνιο, ανοίγει την πόρτα και πριν μπει μέσα μου λέει πάλι:
«“Και σταλιά μην το κουνήσεις. Πρέπει να βγω”.» Και μετά κλειδαμπαρώνεται πάνω από μισή ώρα, κι αν θέλεις να μάθεις το να βγει εκείνη είναι και το γεγονός, εγώ στο εντωμεταξύ ψιλοντύνομαι όπως με βλέπεις τώρα με τη δερμάτινη φούστα μου και το μαύρο μου πουλόβερ, όταν ξαναβγαίνει είναι τεχνικολόρ και σινεμασκόπ, μου λέει πάλι να μην το κουνήσω ότι θα με σώσει, να καθίσω κοντά κοντά στην εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, μήπως τύχει και φοβάμαι ότι ο άλλος ξαναφανεί και βγαίνει σαν σίφουνας».
Η Λιλά σωπαίνει τώρα και μοιάζει να μου λέει ότι γνωρίζω τη συνέχεια.
Εγώ της λέω:
«Ξεφώνιζε ότι κι εκείνη τον είδε».
«Ψέματα λέει».
«Εγώ κι η Λιλά είδαμε το δαίμονα», είπε.
«Μήπως και της τον έχωσε στον κώλο;»
«Δεν είπε τέτοιο πράμα».
«Σου ᾿πα ότι δεν τον είδε».
«Είπε πως ναι».
«Δεν μπόρεσε να τον δει γιατί δεν ήταν εδώ! Εγώ κάθισα και της τα ᾿ πα όλα. Γαμώ το Σιμό για κάτσε, τη θεία μου πιστεύεις ή εμένα;»
«Σε πιστεύω Λιλά».
Μου σκάει ένα απ᾿ αυτά τ᾿ ανοιξιάτικα χαμόγελά της και μου λέει:
«Αν δε με πιστεύεις ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί κάθεσαι και μ᾿ ακούς».
«Και ήτανε αλήθεια;»
«Ποιο πράμα;»
«Η όλη ιστορία με τον Διάβολο ήταν αλήθεια;»
«Νά τέτοιος είσαι», μου κάνει. «Λες ότι με πιστεύεις και με ρωτάς αν είναι αλήθεια. Και βέβαια ήτανε αλήθεια. Όπως σου τα ᾿πα. Ξέχασα μάλιστα και τη λεπτομέρεια ότι είχε νύχια, θες να δεις τα σημάδια;»
Σηκώνει τη δερμάτινή της φούστα που την είχε και πολύ κολλητή, έχει πάντα όρεξη να δείξει κατιτί, και συνάμα τέλος πάντων σπάει πλάκα, δεν ξέρω αν είναι καλύτερα να τη σταματήσω ή να το βουλώσω, μα την ίδια στιγμή ακούω φασαρία στις σκάλες και καταφτάνουν όλοι τους και πρώτη πρώτη η θεία με τους μάγκες της σκυλοπαρέας κι ένα νεαρό παπά γυαλάτο που φορούσε πολιτικά, στυλ κουλ μα όσο να᾿ ναι προσεκτικός, καθόλου εξιταρισμένος με την ιδέα ότι θα δει ένα δαίμονα να παραφυλάει πίσω από κάθε τρίχα, ούτε βέβαια και ο γέρος που γνωρίζει ο Μπιγκ Τζο, ένας άλλος που τους τον συστήσανε ο καινούργιος. Οπότε κι εκείνος αρχινίζει τις ερωτήσεις και τι ώρα και πού, μέχρι και που ζητάει να δει το δωμάτιο όπου έγινε το τάχα υπερφυσικό συμβάν, και μετά μια στιγμή κομφούζιο όπου οι απαντήσεις της Λιλά δεν ταιριάζουνε με τα οράματα της θείας, εν τέλει τέλος πάντων τον είδε τον Διάβολο ή δεν τον είδε δώσ᾿ του ασυμφωνία και ξεφωνητά, μυρίζομαι ότι θα πάει σε μάκρος, κάποιοι κιόλας αρχινίζουνε να σκυλοβαριούνται κι επιπλέον η Λιλά λέει άλλ᾿ αντ᾿ άλλων μ᾿ αυτά που μου ᾿πε, λέξη για το κολασμένο γαμήσι ίσα ίσα που ο Διάβολος ήρθε και την κοψοχόλιασε, και μένα τρεις τέσσερις ματιές σαν να μου ᾿ λεγε σώπα κι άλλο μυστικό μεταξύ μας, και η θείτσα σε πλήρες ντελίριο να μην καταλαβαίνει πια τίποτα, να μην ξέρει πια καν αν η Λιλά της είπε τη σκηνή του κώλου και τα ρέστα, η θείτσα παραληρεί μόνο ότι ο Διάβολος ήθελε λέει να βάλει χέρι στην ψυχή και τη σάρκα ενός επίγειου αγγέλου και μετά αρχινίζει τις προσευχές, καταλαβαίνω ότι είχα για μένα την τούρτα και το κερασάκι μαζί, κι ότι δεν έχει άλλο επιδόρπιο να περιμένω, οπότε κι εγώ την κάνω μουλωχτός για να
᾿ρθω να γράψω γρήγορα γρήγορα όλ᾿ αυτά πριν τα ξεχάσω.
Κι ακριβώς εδώ τελειώνω.
Ήτανε χτες λίγο μετά το μεσημέρι. Ψευτορίχναμε πάσες με την μπάλα στο γήπεδο, όπως πάντα μετά το μεσημεριανό, μια μέρα λαπά την άλλη μακαρόνια, χωρίς βέβαια να μιλάμε για τίποτα ως συνήθως γιατί δεν αλλάζει και τίποτα απ᾿ τη Δευτέρα ως το Σάββατο, ίσως μόνο ο καιρός κι αυτό όχι κάθε μέρα κι ίσως να είναι γι᾿ αυτό που οι άλλοι κι εγώ μιλάμε πάντα με τις ίδιες λέξεις γιατί πάντα τα ίδια βλέπουμε, κι αυτό πάλι είναι ένας τρόπος να χαζεύει η γλώσσα μας και μαζί με τη γλώσσα όλα τ᾿ άλλα, πες πως είναι ρούχα που στενεύουνε και που στο τέλος δε χωράς πια, σου φαίνεται ότι παραβιάστηκες να μεγαλώσεις κι ότι ξανάπες δέκα χιλιάδες φορές τα ίδια, τι μιζέρια κι αυτή ν᾿ ακούς να μιλάνε οι άλλοι, ίδιες σκέψεις ίδιες λέξεις, καλύτερα να το βουλώνεις και να μη σκέφτεσαι πια καθόλου, μου φέρνει πόνο πια να σκέφτομαι ώρες ώρες όπως το πρωί όταν πρέπει να βάλεις τα τζην μακό αρβύλες σου κάθε μέρα τα ίδια κάθε μέρα τα ίδια, χαζεύεις τις επιδείξεις μόδας στην τιβί όπου οι μάγκες είναι ντυμένοι αδελφίστικα, μέχρι και φτερά στον κώλο, ακούς εκεί, αποτέλεσμα να σπάνε τουλάχιστο λίγη πλάκα, ότι υπάρχουνε γκόμενες ακόμα και γκόμενοι που αλλάζουνε βελάδα τρεις φορές τη μέρα αν όχι τέσσερις κι εγώ το πρωί ξαναβρίσκω τα κουρέλια μου τα χτεσινά και τα προχτεσινά, με τη μάνα μου να βάζει ένα πλυντήριο αραιά και πού το βράδυ στη γειτόνισσα.
Έτσι που ντύνομαι στα ίδια κάθε πρωί νομίζω ώρες ώρες ότι είμαι ο ίδιος απ᾿ τα χτες, ότι η ζωή για μένα δεν προχωράει ότι είναι ένας αγώνας δρόμου μετ᾿ εμποδίων όπου η σειρά δεν αλλάζει ποτέ, οι πρώτοι θα ᾿ναι πρώτοι, μετά το μπουλούκι και η ουρά, αυτοί που μπήκανε σε λούκι που δεν τους πήγαινε, μετά οι μόνιμα πασαλειμμένοι με τα ιώδια οι στραβοκάνηδες, αυτοί που σωριάζονται ξεπλουμισμένοι κι αφρίζουν τα σάλια τους στο στόμα και πίσω πίσω η μαζώχτρα, κι έπειτα όσοι κοιτάζουνε να περνάει όλος αυτός ο ντουνιάς και δεν πολυχαμπαριάζουνε τους πετάνε κάτι κασκέτα μέηντ ην Άζια απ᾿ τα χέρια μικρών θλιμμένων κοριτσιών, αυτό σαν να τους καλμάρει λίγο τις ανησυχίες, τσιμπάνε κάνα γερό κολατσό, με τον κώλο αραχτό στο γκαζόν στα θάμνα, ξελαρυγγιάζονται για τα καλά όταν περνάει το τσούρμο, θα ᾿λεγε κανείς ότι ακούει τζιτζίκια το καλοκαίρι κάθε που αλλάζουν τα γρανάζια, μετά τινάζουνε τα μυρμήγκια που περάσανε τα σορτς τους για την καινούργια τρύπα του μετρό, μαζεύουνε τα πιάτα τους μα όχι και τα σκουπίδια τους και πού στο διάολο το αφήσανε το κωλοσαράβαλο.
Τα λέω όλα αυτά γιατί μια μέρα εκεί στα δεκατρία μου, μας φόρτωσαν όλους σε πούλμαν του δήμου για να δούμε να περνάει ο Ποδηλατικός Γύρος της Γαλλίας.
Βαστάει ένα λεπτό και πολύ λέω, ζιπ ζιπ ακούγεται και άφαντοι κιόλας. Από τότε κοιτάζω στην τιβί τουλάχιστο βαστάει πιο πολύ, καλά φυσικά μου αρέσει προπάντων το ζόρι στο βουνό, όταν τελειώνει περιμένω νά ᾿ρθει ο Γύρος της Γαλλίας της επόμενης χρονιάς και πέραν τούτου δεν περιμένω τίποτ᾿ άλλο.
Δεν περιμένω τίποτ᾿ άλλο τίποτ᾿ άλλο. Ξέρω ότι θα περάσει δίπλα μου, και νομίζω ότι το ξέρω εδώ και πολύ καιρό. Εδώ δεν μπορείς να κάνεις σχέδια είναι σαν να το ᾿χει απαγορεύσει κάποιος.
Θέλοντας και μη όλα αυτά θα περάσουν δίπλα μου. Και οι άλλοι το ξέρουν κατά βάθος μόνο που κάνουν ότι δε θα συμβεί. Βλέπουνε τον εαυτό τους χεσμένο στο τάλιρο και στις γκόμενες μια μέρα προσεχή ενώ εγώ όχι, και το ίδιο μου κάνει εξάλλου. Εκτός της Λιλά δε βλέπω τίποτα που να κάνω κέφι. Εκτός της Λιλά δε βλέπω τίποτα.
Αλλά και να ζω μαζί της, το ξέρω καλά ότι παίζω φλάουτο με τρία χέρια. Τραγουδάω στον εαυτό μου ένα τραγούδι χωρίς λόγια και χωρίς μουσική. Κάθε μέρα το λέω στον εαυτό μου και το γράφω και την επομένη βουρ κι απ᾿ την αρχή, η Λιλά με βαράει και πάλι κατακούτελα. Δεν μπορώ ποτέ να σκεφτώ τίποτα.
Οι άλλοι έχουν ένα νεκροταφείο μέσα στο κρανίο, το μυαλό τους είναι γεμάτο τάφους και φαντάσματα καθισμένα πάνω στους τάφους σιωπηλά, πάντα νύχτα εκεί μέσα κι η ομίχλη υγρή και παγερή. Εγώ δεν καταφέρνω να σβήσω το φως, ίσως να κάνω λάθος και να δυσκολεύω το δρόμο μου. Τρεις τέσσερις φορές τη βδομάδα ξαναβρίσκομαι στο γραφείο μου στα χαλάσματα κι εκεί γράφω. Δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος να ξεχάσει κανείς αλλά αν κάποιος μου το ᾿παίρνε κι αυτό θα ριχνόμουνα κάτω από τρένο ταχύ ή ακόμα και όχι.
Έλεγα λοιπόν για χτες τ᾿ απόγευμα κι αυτό εδώ ξεφεύγει απ᾿ το συνηθισμένο, ορίστε η θεία της που πετιέται από την πολυκατοικία ντυμένη σαν να βρίσκεται στο Εντερβίλ, παστωμένη μέχρι και μέσα στις ρυτίδες, έναν ξύλινο σταυρό στο δεξί χέρι και σίφουνας καταπάνω μας παρ᾿ όλο τον όγκο της, σε σημείο στην αρχή να μην πολυκαταλαβαίνουμε τι ασυναρτησίες αραδιάζει, και καμπάνα η φωνή της μέχρι ξεφωνητού, πιάνουμε παρ᾿ όλ᾿ αυτά ότι πρόκειται για το αγγελούδι της που πήρε την κάτω βόλτα.
«Έναν παπά!» να φωνάζει η θείτσα. «Έναν παπά έναν παπά γρήγορα!»
Παπά εγώ δε μου φαίνεται να έχω δει ποτέ μου στα μέρη μας, ή τότε καμουφλάρονται χρώμα μπετόν και περνάνε και μάλιστα στα γρήγορα. Να λέγεται πάλι ότι δεν τους ψάχνω ιδιαίτερα ούτε και τους ιμάμηδες. Ο Θεός δεν ασχολείται με μας ούτε κι εμείς με κείνονε.
Εμείς εκεί να ψευτορίχνουμε πάσες και να την κοζάρουμε καχύποπτα να καταφτάνει μπουρίνι παρδαλό. Ο Πτι Μωρίς τηνε ρωτάει ποιος ο λόγος που βγήκε, εκείνη που αν δεν απατώμεθα δεν είδε το φως της μέρας εκτός για να σκυλοβρίσει απ᾿ το παράθυρο και θα ᾿ χουν κλείσει πέντε χρόνια.
Και φωνάζει στο έτσι: Φταίει ο δαίμονας, ο δαίμονας!
«Τι ο δαίμονας;» κάνει ο Πτι Μωρίς.
«Ο δαίμονας κει πάνω!»
«Σαν να λέμε πού;»
«Κει πάνω! Κει πάνω! Ο δαίμονας κει πάνω!»
Τα χέρια σηκωμένα κεραίες τσουγκράνες δείχνει με το δάχτυλο λουκάνικο τρεμουλιαστό την πολυκατοικία, τα δαχτυλίδια τόσο στενά που το κρέας ξεχειλάει, ολοφάνερο πως έτρεξε, ξεφυσάει σαν ζωντανό που του ᾿ρθε να μιλήσει, μα πού στο καλό είν᾿ η καρδιά της κάτω από τόσο λίπος;
«Τι ο δαίμονας κει πάνω;» επαναλαμβάνει ο Πτι Μωρίς, συχνά αυτός μιλάει για λογαριασμό της παρέας, έτσι γίνεται, οι μικροί μιλάνε πάντα πιο πολύ απ᾿ τους μεγάλους.
Εκείνη απλώνει τον ξύλινο σταυρό προς το κτίριο και μετά τον κολλάει στο μέτωπό της, τόσο ανίκανη να βγάλει κουβέντα οπότε προσπαθεί με νοήματα δείχνει τα δυο βυζιά της μαλακά τεράστια που αραιά και πού κάνουνε να μπερδευτούνε αυτή τα χωρίζει, εμείς την κοιτάζουμε θα θέλαμε να καταλάβουμε, μετά κάνει κερατάκια ανοίγει το στόμα βγάζει τη γλώσσα μεγάλη, μετά ακουμπάει την άκρη της γλώσσας με το φύλλο δάφνης δεμένο στο σταυρό μ᾿ ένα θόρυβο σαν γέρικου φιλιού, την άκρη της γλώσσας την έχει πορτοκαλοκιτρινιάρικη, ίσως κατέβασε πολλή πάπρικα, και μετά πάλι μας δείχνει τα δυο της μάτια γεμάτα κόκκινα ποταμάκια, που κι εμείς όλοι καθόμαστε ξεροί και την κοιτάζουμε λες και είναι μυστήριο, τρέχα γύρευε τι θέλει να πει με τούτες τις χειρονομίες, άντε μάθε τώρα.
«Δεν πιάνω μία», λέει ο Πτι Μωρίς.
Και ο Μπιγκ Τζο που δεν είναι ποτέ πρωταθλητής στην ευγένεια τη ρωτάει:
«Τι μύγα μωρή σε τσίμπησε στον κώλο λέγε;»
Άκουσε, κλείνει τα μάτια και κάνει όχι με το χέρι της τρεις φορές: όχι όχι όχι καμιά μύγα. Τι μύγες και κουνούπια της λέμε; Τα ξεφυσήματά της κάπως καλμάρουνε, όλο το πάνω μέρος του όγκου της ανεβοκατεβαίνει, προπάντων κατεβαίνει, με τριξίματα ζελατίνης από κάτω. Όχι όχι όχι ούτε μύγα ούτε κουνούπι. Με το χέρι της αγγίζει το κεφάλι της μοιάζει να λέει δεν είμαι τρελή, ε όχι ό,τι θέλετε πέστε αλλά τρελή όχι.
«Λέγε λοιπόν θείτσα», κάνει ο Πτι Μωρίς με το ύφος του μάγκα που σε λίγο θα χάσει την υπομονή του.
Ο Αλί και ο αδερφός του στέκονται κόκαλο. Ο Μπακαρύ κάνει δυο βήματα πίσω πολύ σιγά λες και έχει τα μάτια του καρφωμένα πάνω σ᾿ ένα τεράστιο φίδι, ή εν πάση περιπτώσει σαν να φοβάται κάτι.
«Ο δαίμονας κει πάνω», λέει πάλι με το σταυρό καρφωμένο ψηλά.
Ο Μπακαρύ κάνει ακόμα λίγο πίσω δεν του αρέσουνε κάτι τέτοια.
Κι έπειτα εκείνη πολύ ταραγμένη:
«Παιδάκια μου πρέπει να με βοηθήσετε, πρέπει να με βοηθήσετε. Η Λιλά κι εγώ είδαμε το δαίμονα. Τον είδαμε τον είδαμε. Η Λιλά έμεινε πάνω, δεν μπορεί να το κουνήσει, κόκαλο η Λιλά. Ενώ εγώ γρήγορα κάτω, γρήγορα γρήγορα. Χρειάζομαι παπά, καταλάβατε; Πρέπει γρήγορα να με βοηθήσετε να βρω ένα δέσποτα, παιδάκια μου!»
«Άλλη δουλειά δεν έχουμε!» λέει ο Πτι Μωρίς, αλλά δεν του αρέσει καθόλου να τόνε λένε παιδάκι μου.
«Σαν τι δουλειά δηλαδή έχετε, ε; Όχι πείτε μου, χαραμοφάηδες».
Γιατί η θεία έτσι μιλάει: μας λέει χαραμοφάηδες και τεμπελχανάδες. Έτσι σ᾿ αυτό το στυλ μιλάει. Άπιστους Θωμάδες μας ανεβάζει κακομαθημένους μας κατεβάζει και στα δυο μέσα είναι. Και πάλι όταν την πιάνει όπως εκείνη τη φορά στο παράθυρο, μας λέει άθεους ακαμάτηδες παρδαλοκόκορες και μετά δολοφόνους του Χριστούλη. Κι αυτό της είχε πει ο Αλί ψέματα είναι, οι Εβραίοι τόνε σκοτώσανε τον Χριστούλη όχι οι Άραβες. Αλλά η θεία ξεσπάει σαν σιντριβάνι, ξεφωνίζει ότι οι Εβραίοι και οι Άραβες ούτως ή άλλως είναι ούνα φάτσα ούνα ράτσα, ότι όλοι είμαστε ένοχοι για το θάνατό του, όλοι μηδενός εξαιρουμένου και μάλιστα ότι κάθε μέρα κάθε λεπτό τον σκοτώνουμε κι ορίστε τώρα ο διάβολος σκαρφαλώνει στο άνετο μέχρι και στους ορόφους χωρίς να βρίσκεται κανένας να του φράξει τις σκάλες. Μα πού βαδίζουμε ε, πείτε μου πού βαδίζουμε;
Δεν ξέρουμε εμείς καθόλου πού βαδίζουμε κι άλλωστε το γράφουμε εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
Έτσι που μοιρολογάει και χτυπιέται και βάρβαρους να μας ανεβάζει και καθίκια να μας κατεβάζει, ξάφνου ο Μπιγκ Τζο λέει θα τη βοηθήσει να βρει παπά, ότι μπορεί και να γνωρίζει κανένα στη διπλανή ενορία. Ένα γέρο παπά αλλά δε σημαίνει αυτό ότι είναι κι ο πιο ανίκανος της πιάτσας.
«Ξέρει από εξορκισμούς;» η θεία να ρωτάει.
Κανένας μας δεν είχε ακούσει ποτέ αυτή τη λέξη, που για να τη γράψω αναγκάστηκα να την ψάξω στο λεξικό σ᾿ ένα βιβλιοπωλείο. Μα ο Μπιγκ Τζο γυρνάει στον Πτι Μωρίς και ο Πτι Μωρίς που δεν κωλώνει λέει:
«Όλους τους ξέρει».
«Ε, τότε μπρος φύγαμε!» φωνάζει η θεία. «Μα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τι περιμένουμε!»
Και νά σου που όλοι μας φεύγουμε να ψάξουμε το γέρο παπά στη διπλανή ενορία, όλοι εκτός από τον Μπακαρύ που δε θέλει νά ᾿ρθει, κάθεται λέει να προσέχει την μπάλα.
Μπαίνει επικεφαλής η θείτσα και ταρακουνάει αέρα μπόλικο, ο σταυρός παντιέρα, μες στα παρδαλοχρώματα λες και είναι λούνα παρκ εν κινήσει, ανεβασμένη επικίνδυνα πάνω σε δυο μαύρους κόθορνους καλοστρογγυλεμένους, τα δάχτυλα του ποδιού έτοιμα ν᾿ ανοίξουν τρύπα, φως φανάρι ότι δεν τα φοράει συχνά, δε θα βγάλουνε τη μέρα με τέτοιο ρυθμό.
Μπροστά απ᾿ την Καμπάνα ο Σαμύ το γκαρσόνι που έβαλε γυαλιά ηλίου σκουπίζει τις καρέκλες έξω, άσπρες πλαστικές, παντού τις ίδιες βλέπεις, και κοιτάζει να περνάει η θείτσα με την κουστωδία της σαν ένα ψάρι μπροστά σε μήλα που πνίγονται, εγώ την κάνω στα μουλωχτά πίσω από ένα δέντρο χωρίς να με πάρει πρέφα η θεία και ίσα στο κτίριο.
Ανεβαίνω σφαίρα τις σκάλες, ίδιες σκάλες όπως παντού από τσιμέντο άγριο και βρώμικο και μουντζουρωμένο και τα γκράφιτι τα ίδια όπως παντού, κάνεις ν᾿ ανοίξεις το στόμα σου δήθεν για να πεις κάτι, λες τα ίδια με τους άλλους οπότε καλύτερα να το βουλώνεις αν είναι να μιλήσεις τουλάχιστο να πεις κάτι δικό σου, αυτά λέω στον εαυτό μου ενώ ανεβαίνω τόσο πολύ ντρέπομαι για τη μαλακία που μας δέρνει, φτάνω και βρίσκω την πόρτα μισάνοιχτη, τη σπρώχνω μαλακά μαλακά μιας και δε γνωρίζω τα κατατόπια και ο δαίμονας όπως και να ᾿ χει μπορεί και να με περιμένει κρυμμένος πίσω απ᾿ την πόρτα με μια πιρούνα.
Μπαίνω, η Λιλά κάθεται μέσα ολομόναχη στο σαλόνι πάνω σε καρέκλα, τα δυο της χεράκια πάνω στα γυμνά της γόνατα, κι όταν μπαίνω γυρνάει προς το μέρος μου το φωτεινό της πρόσωπο με χαμόγελο μητρόπολης και τα μάτια της που βλέπουνε τα πάντα μέσα μου και μου λέει:
«Το ᾿ ξέρα ότι εσύ θα ᾿ρχόσουνα».
«Γεια σου», της κάνω, «πώς πάει;»
«Γεια χαρά Σιμό. Λαχάνιασες, ανέβηκες βιαστικά».
Τη ρωτάω γιατί η θεία της πετάχτηκε έξω λες και γινότανε βομβαρδισμός.
«Για μένα», μου λέει.
Νιώθω κιόλας ότι μου ξαναγύρισε η σπουργιτένια μου ψυχή, όπως πάντα όταν με καρφώνει και μου μιλάει, σαν να φεύγει η γη κάτω απ᾿ τα πόδια μου, λες κι έπεσα σε βούρκο, μέσα στο σαλόνι της ίδιο με όλα τ᾿ άλλα σαλόνια, μόνο που και δω όλα είναι παρδαλά, στις ρωγμές στα ντουβάρια η θείτσα σφήνωσε χάρτινα λουλούδια και χρυσά καρφιά στα έπιπλα πάνω, εργατικό παρεκκλήσι το ᾿κανε το διαμέρισμα με τον Χριστό αληθώς ανέστη, μια αφίσα προπαγάνδας ποιος ξέρει από πού τη σούφρωσε, ο Χριστός ανέστη μα η αφίσα ψόφια, και μια μεγάλη κοκκινοκίτρινη εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ που διαφημίζει ένα προϊόν κατά της βρωμούσας και της ψείρας, μια μαρτινικέζικη ρεκλάμα των σίξτις, τα ψοφίμια με τα πόδια στον αέρα των εξολοθρεμένων εντόμων θα γίνουνε ψητά στη φωτιά της κόλασης.
Της λέω:
«Τι ᾿ ναι αυτός ο δαίμονας;»
«Τίποτα, εγώ είμαι», μου λέει.
Λες και δεν το ᾿ ξέρα.
«Τι έγινε;» ρωτάω.
«Κάθισα και της είπα», μου απαντάει.
«Και τι κάθισες και της είπες;»
«Στ᾿ αλήθεια θες να μάθεις;»
Δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι στ᾿ αλήθεια θέλω να μάθω, θα γίνω και πάλι κομμάτια, μα απ᾿ την άλλη δεν μπορώ να ζω γεμάτος απορίες κάθε μέρα και κάθε νύχτα.
Και γι᾿ αυτό κι εγώ γνέφω με το κεφάλι μου, κάνω ναι πες το θέλω ναι.
Και τότε μου διηγείται αυτά:
«Σήμερα το πρωί αρχινάει πάλι να με μπανιαρίζει σαν μωρό να με στεγνώνει να με ταμπονάρει παντού όπως ξέρει και κάνει, και να μου τραγουδάει τροπάρια ή κάτι τέτοιο, και μετά με απιθώνει πάνω σ᾿ αυτή την πολυθρόνα, αυτή αντίκρυ γονατισμένη σαν βάτραχος, μια πετσέτα για τα πόδια μου, κι άντε πάλι νά τηνε ν᾿ αρχίζει τα τρελά της, τα χέρια της ικεσία μπροστά στο μουνάκι μου, ότι είναι το βερίκοκο της γης της Επαγγελίας και ο άρτος των αγγέλων.
»Εμένα αρχίζει να μου τα πρήζει μ᾿ όλο αυτό το τσίρκο οπότε κάθομαι και της λέω ότι είδα τον Διάβολο. Της λέω: θείτσα, είδα τον Διάβολο.
«Πρώτα πρώτα κόβει μαχαίρι το ψαλτήρι το στόμα της ανοίγει και μένει να χάσκει, δεν παίρνει πια καθόλου αέρα τα μάτια της με βλέπουνε και δε με βλέπουνε συνάμα, εμένα με πιάνει ο φόβος ότι θα σωριαστεί σαν άδειο σακί, πέφτει σαν ζυμάρι μπροστά μου, σκέφτομαι τι θα κάνω, πώς θα το κουνήσω ολόκληρο βουνό, μα ξάφνου μοντάρεται το αναπνευστικό ίσα για να μου πει:
»“Τι είδες λέει;”
«“Είδα τον Διάβολο”.
«“Ψέματα”.
«“Όχι”.
«“Και πώς το ξέρεις εσύ ότι ήταν ο Διάβολος;”
«“Μου το ᾿πε”».
Από δω και πέρα τώρα εγώ ο Σιμό γράφω μα είναι πάντα η Λιλά που τα λέει. Εγώ κάθομαι και λέω ό,τι αυτή κάθεται και λέει, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω αλλά στα κομμάτια να πάει. Θα την κάνω την προσπάθεια.
Η Λιλά τα λέει και μιλάει για τη θεία της:
«Δαγκώνει λίγο τα δάχτυλά της πάνω απ᾿ τα δαχτυλίδια κάτι που κάνει όλη την ώρα, δεν ξέρεις αν είναι για να πονέσει τον εαυτό της ή για να μην της ξεφύγει καμιά βλακεία.
«Και μου κάνει:
»“Δε φτάνει που σ᾿ το ᾿πε”.
«“Και γιατί θείτσα μου;”
«“Γιατί μπορεί να βρεθούν πολλοί να πουν ότι είναι ο Διάβολος και τελικά ψέμα είναι”.
«“Εκείνος δεν το ᾿ πε μόνο”.
»“Τι έκανε δηλαδή;”
«“'Εβγαλε την ψωλή του, ήτανε κόκκινη κι έβγαζε καπνό”.
«Τώρα λέω πέτυχα διάνα, περιμένω τη μοιραία λιγοθυμιά μα η θείτσα προτιμάει να διαλέξει τη λογική. Μη σου φαίνεται παράξενο έτσι κάνει συχνά, νομίζεις ότι είναι χαμένη στα πατερημά της, ότι όλο της το λίπος βρίσκεται σε έκσταση και ξάφνου σου λέει: η μπλούζα σου είναι στραβοκουμπωμένη.
»“Με το να είναι κόκκινη δε λέει και τίποτα”, μου κάνει.
«Και που βγάζει καπνό;”
«Ερώτηση βέβαια που της ζητάει σκέψη. Νά τηνε που ταλαντεύεται στις αναμνήσεις της, το βλέπω. Όποτε βαράει με το δάχτυλό της τα βυζιά της, σημάδι ότι ταξιδεύει στο χρόνο. Ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω πόσες ψωλές γνώρισε η θεία μου, μιας και είναι σούπερ μυστικοπαθής σ᾿ αυτά τα θέματα, μα η μάνα μου έλεγε κάποτε ότι αν τις κάναμε λάμπες θα μπορούσαμε να φωτίσουμε την πλατεία Μονζ για το μεγάλο πανηγύρι της εθνικής γιορτής. Αφού κιόλας ζούσε απ᾿ αυτό, έλεγε η μάνα μου· (η μάνα της Λιλά όχι η δίκιά μου), αυτά κάποτε, γιατί, τώρα το παίζει Παρθένα Μαρία.
«Αλλά για να δει αν γνώρισε καπνίζουσες, της χρειάζεται και λίγο σκέψη.
«“Και πώς έβγαζε καπνό;” μου λέει.
«“Πολύ. Κόκκινο κόκκινο καπνό, αφού μύριζε και θειάφι. Αναγκάστηκα μάλιστα ν᾿ ανοίξω το παράθυρο μετά”.
«“Κάνας αλητάμπουρας θα ᾿τανε που ᾿χε βάλει κάνα, μαραφέτι”.
«“Ναι μα δε θα είχε τόση τρίχα”, της λέω, “θείτσα, μου. Ούτε κι αυτά τα κίτρινα μάτια ούτε κι αυτή τη χοντρή ποντικοουρά πίσω του”.
«“Είπες ποντικοουρά;”
«“Χοντρή σου λέω και σερνότανε χάμω”.
«“Και πώς στο καλό μπήκε;”
«“Δεν τον είδα να μπαίνει. Δε μ᾿ έπαιρνε ύπνος μύριζα μια μυρωδιά σαν στα σφαγεία, είχα πάει εκεί κάποτε, γύρισα και ήτανε μπροστά μου”.
«“Μπροστά σου πού; Πού κοντά ήτανε;”
«“Στο δωμάτιό μου ρε θείτσα”.
«Ανεβάζει τώρα ψηλά τη φωνή και ρωτάει:
»“Μα και γιατί Χριστέ και Παναγιά να ᾿ρχότανε δω; Τι στο καλό του κάναμε πες μου; Του ᾿κάνες εσύ ποτέ τίποτα;”
«“Τίποτα δεν του ᾿κανα”, λέω.
«“Τον κάλεσες;”
»“Ε, όχι δα!”
«“Αφού έτσι κι αλλιώς στην κόλαση βρισκόμαστε. Γιατί να κουβαληθεί εδώ ο διάβολος; Για να γυρέψει τι; Για να κάνει τι, ε;”
»“Να πηδήξει έναν άγγελο”, της λέω.
«Ε, εκεί πια φρίκαρε η θεία μου.
«Σωριάστηκε μονομιάς με νευρικές τρεμούλες λέγοντας όχι όχι και να σπαρταροσπαρταράει, κι εγώ να σπάω μεγάλη πλάκα στην καρδούλα μου μέσα κι όμως δεν έχω κακία, με ξέρεις εσύ.
«Κατεβαίνω τσίτσιδη από την πολυθρόνα μου, νά εδώ ξαπλώνομαι πλάι της, τη χαϊδεύω τρυφερά τρυφερά παίρνω τη γλυκιά μου φωνή και της λέω:
«“Και μετά ξέρεις θείτσα γυμνός ήτανε. Κανείς από τη γειτονιά δε θα ερχότανε τσίτσιδος. Ή τουλάχιστο χωρίς να ειδοποιήσει. Και ξέρεις τι μου είπε όταν είδε ότι τον είδα; Είπε: εσένα ήρθα να σε κάνω δικιά μου. Γιατί είσαι ένας άγγελος σαν κι εμένα, Λιλά”.
«Η θεία μου χάμω στη μοκέτα να κάνει ωχ ωχ ωχ και πάλι ωχ ωχ. Παραλίγο να βγάλει έναν Αρχάγγελο Μιχαήλ από το μεσοβύζι της.
«“Κάνει μια κίνηση, θείτσα, και πάει το νυχτικό μου σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι. Ήμουνα σαν και τώρα. Ζήτησε να τον κοιτάξω μες στα μάτια, και μετά μου λέει: Θα σου δώσω μια εντολή Λιλά. Τώρα μπορείς ακόμα να πεις όχι και έχεις το λόγο μου ότι θα φύγω. Αν πεις όχι σηκώνομαι και φεύγω στο όνομα του πιο φλογισμένου καζανιού και δε θα με ξαναδείς ποτέ των ποτών. Μα αν κάτσεις κι ακούσεις την εντολή μου, αν δεν πεις όχι εδώ και τώρα και αμέσως στα τρία δευτερόλεπτα μέσα, θα πρέπει τότε να υπακούσεις χωρίς συζητήσεις και κουβέντες. Αλλιώς αλίμονο σου”.
»Ωχ ωχ κάνει η θεία μου, ωχ ωχ. Κι εγώ:
«“Κρατούσε τον πούτσο του με το ένα χέρι λες και παραήτανε βαρύς. Εντάξει του λέω. Μόνο να ᾿ξερες πώς μούσκευα, δε θα μπορούσες να το πιστέψεις. Κατάλαβες καλά, χωρίς δεύτερη κουβέντα, δεν κάνεις ούτε μια ερώτηση και υπακούς πάραυτα, μου λέει. Εγώ του λέω ᾿ντάξει αλλά βιάσου”.
«Ωχ μέγα Αρχάγγελε Μιχαήλ κάνει η θεία μου ψιθυριστά.
»“Μα κείνος ξέρεις θείτσα δε βιαζότανε, το ᾿νιωθες ότι είχε όλη την ώρα μπροστά του το καταλαβαίνεις; Ψιλοκουνήθηκε, καθότανε και περίμενε εγώ έσταζα δεν άντεχα άλλο, και επιπλέον αυτή η μυρωδιά κτήνους, και μετά με κάρφωσε με το κίτρινο του βλέμμα ανάμεσα στα δυο μάτια και μου είπε: δείξε μου Λιλά την κωλοτρυπίδα σου”.
«Αχ Θε μου κάνει η θεία μου και χτυπά τα χέρια της αχ Θε μου Θε μου.
»“Κι εγώ φυσικά έκανα ό,τι ήθελε θείτσα. Χωρίς να διατάξω. Του γύρισα την πλάτη, γονάτισα στο κρεβάτι πάνω και του ᾿δειξα την κωλοτρυπίδα μου όπως το ζήτησε. Αφού και με τα δυο μου χέρια άνοιξα λίγο τα κωλομέρια μου έτσι για να μπορέσει να δει καλά. Καθίσαμε έτσι και οι δυο μας χωρίς κουβέντα τουλάχιστον ένα λεπτό ίσως και δύο, πρέπει να ξέρεις ότι κάποιες στιγμές για σένα ο χρόνος χάνεται. Ούτε που άκουγα την αναπνοή του, μπορεί βέβαια να μην αναπνέει ένας δαίμονας ή ακόμα ν᾿ αναπνέει διαφορετικά, αιτία που ζουν στις φλόγες μέσα και χωρίς διόλου οξυγόνο”.
«Συνέχιζα ολοένα και τη χάιδευα γλυκά γλυκά τη θεία μου, κατά βάθος ξέρεις την αγαπάω, μόνο εμένα έχει αυτή η γυναίκα, τη χάιδευα ακόμα και λίγο ανάμεσα στα μπούτια μα να πεις ότι χωράει το χέρι σου και μετά κόλλησα σύρριζα στ᾿ αυτί της και της είπα ψιθυριστά, σε στυλ γυναίκα σε γυναίκα:
«“Μετά μου μίλησε και μου είπε: θα γυρίσεις τώρα βρωμοαγγελάκι και θα μου γλείψεις την ψωλή”.
»Σιγά σιγά της τα ᾿λεγα στ᾿ αυτί της. Της ήρθε μια μεγάλη ανατριχίλα της θείτσας μα τίποτα δεν έβγαινε απ᾿ τα χείλια της τίποτα. Οπότε κι εγώ συνέχισα πάντα με τη φωνή μου γλυκιά, καλής κοπέλας, για να την ευχαριστήσω ξέρεις:
«“Γύρισα όπως με ήθελε, γονατιστή στο κρεβάτι μου πάνω, με την ψωλή του φάτσα κάρτα μπροστά μου και την έσπρωξε καταπάνω μου πάντα με το χέρι να τη βαστάει, κι άλλο καπνό έβγαζε, με το άλλο του το χέρι άρπαξε τα μαλλιά μου τρελαίνομαι γι᾿ αυτό θείτσα πάντα τρελαινόμουνα, μπας και ξέρεις να μου πεις γιατί, μπορεί και σένα να σ᾿ αρέσει, ε, πες μου, και μετά μου είπε να κλείσω τα μάτια μου και ν᾿ ανοίξω το στόμα, εγώ υπακούω τίποτ᾿ άλλο δε ζητάω είμαι τώρα μέσα στο σκοτάδι, ανοίγω το στόμα μου όσο δεν παίρνει άλλο και νιώθω αυτό το πράμα ζεστό που δεν είναι ούτε από κόκαλο ούτε από σάρκα που είναι γεμάτο φλέβες και τένοντες, σκληρό τρυφερό στρογγυλό, που κουνιέται κι έρχεται, που η γεύση του δεν είναι καμιά άλλη, δε συγκρίνεται με τίποτ᾿ άλλο προπάντων αυτό που ήρθε από τόσο βαθιά στη γη, το νιώθεις γεμάτο στα βάθη του από υγρό ζεστό, φίσκα για σένα και μόνο για σένα, φίσκα από αίμα, περνάς πρώτα πρώτα τη γλώσσα σου από κάτω όπως πρέπει να γίνεται, τα ξέρεις καλά εσύ αυτά θείτσα κι αρχινίζεις το γλείψιμο, ο κόσμος όλος σταματάει η μέρα η νύχτα οι πόλεμοι οι εποχές, δώσ᾿ του και γλείφεις, σε κρατάει απ᾿ τα μαλλιά λες και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, δεν ανοίγεις τα μάτια προπάντων υπακούς γλείφεις τίποτ᾿ άλλο απ᾿ το να γλείφεις δεν έχεις, δεν ξέρεις πια, ποια στ᾿ αλήθεια είσαι τώρα ούτε και πώς λέγεσαι, είναι στιγμή πάνω απ᾿ τις δυνάμεις σου, αυτό το πράμα σε κατέχει και μόνο να σκεφτείς ότι καταφτάνει απ᾿ την κόλαση, προσπαθώ να το πιάσω μ᾿ ένα χέρι για να το χαϊδέψω ταυτόχρονα μα είναι τόσο χοντρό, μόλις που το κρατάω ανάμεσα στα δυο δάχτυλα νά έτσι βλέπεις, έχω φύγει κάπου, πού δεν ξέρω, δε σκέφτομαι πια τίποτα, ψιλοκουνάω τα δάχτυλά μου στο έτσι πήγαιν᾿ έλα, ζουλάω και λιγουλάκι, κάνω ό,τι περνάει απ᾿ το χέρι μου, έχω φύγει αλλού, δεν ξέρω πού, σαν να πέταγα στα τυφλά ή ακόμα να ᾿πεφτα σε πηγάδι χλιαρό, ούτε που πνίγομαι γλείφω γλείφω χωρίς ν᾿ ανοίξω τα μάτια και τον ακούω εκείνονε ν᾿ αρχινίζει να βγάζει αέρια απ᾿ το στόμα, ένα δυο αναστεναγμούς όπως ένας άντρας, αχ θείτσα μου είμαι ευτυχισμένη”».
Κάνω όπως πάντα με τη Λιλά προσπαθώ να ξαναβρώ ακριβώς τις λέξεις που μου είπε, μα σίγουρα ένα σωρό πράματα θα ξεχνάω. Την ώρα που μιλούσε η Λιλά τα ᾿κλείνε πάλι τα μάτια της κουνούσε το κεφάλι της μπρος πίσω σαν κίτρινη ανθοδέσμη στον αγέρα, σαν να ήτανε στον κόσμο της και να γλείφει πραγματικά την πραγματική ψωλή του Διαβόλου, που ήρθε τώρα ακριβώς για κείνη και μόνο.
Κι έπειτα μου λέει (στάθηκε δυο τρία λεπτά σαν να ξαναζούσε τη μέθη του γλειψίματος) μου λέει: «Οπότε και η θεία μου αναστενάζει μα νομίζω ότι είναι από δυστυχία. Ή ακόμα γιατί η έκπληξη παραήτανε μεγάλη, μα εν πάση περιπτώσει, συνεχίζει και μ᾿ ακούει το κυριότερο η ζωή δεν την παράτησε. Ζωηρό και ξεροκέφαλο το παχύδερμο».
Νά τι μου λέει η Λιλά:
«Θα μ᾿ άκουγε ακόμα κι αν δεν ήθελε. Ξαναβρίσκει σιγά σιγά επαφή με το περιβάλλον, τώρα θα το χάψει δε θα το χάψει, δουλεύει πάλι το κεφαλάκι της τρεμουλιάζει, φυσικά και δεν μπορώ να της κλέψω τις αναμνήσεις της, αλλά λες και σχεδόν γλείφει μαζί μου. Μακάρι να της κάνει λίγο καλό στην ηλικία της. Κάνει αχ... αχ... τώρα σιγά σιγά, λες και ξεψυχάει.
«Πρώτη φορά της μιλάω για σεξ σαν μεγάλη κοπέλα κι έτσι στ᾿ ανοιχτά. Είναι αλήθεια ότι τα μωρά με το να τα βλέπεις κάθε μέρα δεν το καταλαβαίνεις που μεγαλώνουνε. Πάω στοίχημα ότι με νόμιζε ακόμα παρθένα, καλά το φαντάζεσαι; Μα εγώ είμαι το αντίθετο της Ζαν ντ᾿ Αρκ, οι φωνές οι δικές μου δεν κατεβαίνουνε απ᾿ τον ουρανό και δε μου κηρύσσουν εμένα τον πόλεμο, μα τον έρωτα. Άσε που σπάω και πλάκα να την τινάζω σαν ξεσκονόπανο μόνο με λόγια. Συμμετέχει κι αυτό τη διασκεδάζει.
«Οπότε κι εγώ συνεχίζω για το χατίρι της και μόνο:
«“Τον νιώθω ν᾿ αναστενάζει θείτσα και μετά να βογκάει, σχεδόν να κλαίει σαν τους ανθρώπους, πού θέλει να καταλήξει δεν ξέρω, αν θέλει να τον κάνω να τελειώσει να τον αδειάσω, μα εκείνος μου αφήνει τα μαλλιά μου πλακώνει ένα χέρι στο κούτελο και μου λέει βιαστικός βιαστικός, λες και ήτανε μεγάλη ανάγκη σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι, μου λέει επειγόντως: Γύρνα θα σ᾿ τη χώσω στον κώλο”.
»Ωχ Αρχάγγελε Μιχαήλ, να κάνει η θεία μου χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια της βαρούσανε πάλι χάμω.
«“Γι᾿ αυτή τη δουλειά ήρθε θείτσα, για να τη χώσει στον κώλο ενός αγγέλου. Οποιανού φύλου και να ᾿ναι ένας άγγελος, μπορείς να του τη χώσεις στον κώλο, γι᾿ αυτό να ᾿σαι σίγουρη. Οπότε κι εκείνος τραβάει τη διαβολική του πούτσα απ᾿ το στόμα μου, μακρύ μακρύ πράμα τελειωμό δεν είχε, τον ρωτάω αν μπορώ ν᾿ ανοίξω τα μάτια μου λέει όχι, κι όμως πόσο θα ήθελα να τη δω πριν την πάρω μέσα μου, να δω σε τι κατάσταση την είχα φέρει, μα δεν κάνω ζαβολιές νιώθω ότι μαζί του δεν μπορείς να κάνεις ζαβολιές, δεν κοιτάω καθόλου κάνω στροφή πάνω στα γόνατά μου και παίρνω την ίδια θέση με πριν ακριβώς στην άκρη του κρεβατιού, αρπάζω το μαξιλάρι μου για να το σφίγγω και να το δαγκώνω αν χρειαστεί, ανοίγω πολύ λίγο τα γόνατα για να έρθω στο σωστό ύψος και μου τη χώνει”.
»Ωχ ωχ αρχινίζει και πάλι να κάνει η θεία μου και δώσ᾿ του να προσπαθεί να βγάλει τα δαχτυλίδια της πράμα αδύνατο, μα είναι σημάδι της νευρικότητάς της, ωχ ωχ Θε μου Θε μου και μετά ανασούμπαλα λόγια.
»“Δε μου τη χώνει αμέσως αμέσως”, της λέω, “παρ᾿ όλη την ανάγκη του που την κατάλαβα. Πρώτα πρώτα μου την περνάει σιγά σιγά στη χωρίστρα από πάνω κάτω κι από κάτω πάνω σαν ένας τυφλός που θ᾿ άνοιγε το δρόμο του, μετά μου αγγίζει λίγο τα κωλομέρια, λίγο το μουνάκι από κάτω, ανεβαίνει πάλι μέχρι την κωλοτρυπίδα μου που του την έδειξα κι εκεί μου τη φορμάρει. Δεν ξέρω πώς γίνεται θείτσα, το ότι ο κώλος μου μπόρεσε να χωρέσει τέτοιο πράμα. Τέτοιο χοντρό καυλί δεν είχα ξαναφάει. Μπορεί να ᾿τανε η ζέστα και ν᾿ άνοιξα ή και οι περιστάσεις. Μου τη σπρώχνει βαθιά κι όλα ανοίγονται μπροστά της, τι αίσθηση κι αυτή θείτσα μου, όπως οι άγιες του παλιού καιρού όταν τους κάνανε το βασανιστήριο και συνάμα βλέπανε τα ουράνια ανοιχτά, μου την έχωνε και τραβιότανε λιγουλάκι πίσω για να μου τη χώσει ακόμα καλύτερα, μέσα στην κάμαρή μου μια μυρουδιά όπως στο ζωολογικό κήπο, ένιωθα ότι κοίταζε με τα κίτρινά του μάτια, μου ᾿φερνε πόνο και χαρά, δεν ξέρω ακριβώς πώς να σου πω, πες πως αυτή η πούτσα μ᾿ έπαιρνε και με σήκωνε χωρίς οίκτο καταλαβαίνεις, χωρίς οίκτο καθόλου, ίσα ίσα για να μου δώσει να καταλάβω το τι είμαι εγώ, και με κάτι το περιφρονητικό για το μουνάκι μου που εσύ τόσο πολύ αγαπάς, αλλά αυτός δεν ενδιαφέρεται γι᾿ αυτό, αυτό είναι τουλάχιστο ξεκάθαρο, την πούτσα του, μου τη σπρώχνει και μου τη χώνει μέχρι τον πάτο, μέχρι εκεί που δε χώνεται άλλο, εγώ φωνάζω σιγά σιγά από πόνο και όχι, έβαλε και τα δυο του τριχωτά χέρια πάνω στα κόκαλα στους γοφούς, με βαστάει γερά κι αρχινίζει τώρα να με κουνάει μπρος πίσω χωρίς κουβέντα, μου τη χώνει σοβαρά στον κώλο τελεία και παύλα, νιώθω τι μου συμβαίνει σε κάθε χιλιοστό μου ᾿ρχεται σχεδόν να κοιμηθώ σαν κάτι που θα τα ξεπέρναγε όλα, που θα πήγαινε πέρα απ᾿ όλα στις αισθήσεις και όχι μόνο σωματικές, βρίσκομαι εν κινήσει πάνω στην ψωλή του ακόμα κι η ψυχή μου κουνιέται, μα τι στο καλό γυρεύει στον κώλο μου ρωτάω τον εαυτό μου, τι στο καλό ζητάει από μένα, γιατί μου κάνει τέτοια πώς στο καλό ξέρει ότι φοβάμαι κάτι τέτοια και συνάμα μέσα μου τα θέλω, σε σημείο να φωνάζω μα να φωνάζω από τι δεν μπορείς να πεις, δική του είμαι έτοιμη να πάρω ό,τι μου δώσει ναι οτιδήποτε, και δεν είναι και για να με ταπεινώσει, είναι για να με βάλει καλά στη θέση μου, κάνει ό,τι κάνει χωρίς κακία, και ελπίζω ότι ευχαριστιέται, ότι τ᾿ αρχίδια του βράζουνε, ότι θα τον νιώσω να πιτσιλάει, θα τον ακούσω να φωνάζει”».
Όταν μιλάει η Λιλά εγώ την ακούω μ᾿ ανοιχτό το στόμα ούτε που καταλαβαίνω τι μου λέει εκείνη την ώρα, απλά μαγνητοφωνώ όπως είπα τα μαγνητοφωνώ όλα, μού είναι μετά πολύ πιο εύκολο να γράψω, πες πως ξετυλίγω αυτή την κορδέλα και μού μένει μόνο να την αντιγράψω. Αν θέλω εγώ να κάτσω να τα γράψω από μόνος μου κάτεργα σκέτα και σωστά, τσαντίζομαι δε βρίσκω, βαράω το κεφάλι μου, ενώ αν την κάνω να μιλήσει τσουλάει μόνο του, εύκολα εύκολα χωρίς ερωτήσεις, ώρες ώρες μετανιώνω που δεν έκανα μαθήματα ή που δεν άκουσα να μιλάνε επιστήμονες κάπου, μιας και έχω την καλύτερη μνήμη από όλους στα μέρη μας από το γυμνάσιο, στο να μάθω ποιήματα ήμουν ο καλύτερος μια φορά τα διάβαζα και τα ᾿ξέρα, τα ᾿λεγα και στον εαυτό μου χωρίς ούτε ένα λάθος, άλλο αν μετά μπροστά στους άλλους έκανα δήθεν ότι τα χάνω, ότι δεν ήμουνα διαβασμένος για να μην έχω το μαλακισμένο ύφος του σπασίκλα.
Σίγουρα στο κάτω κάτω η Λιλά μ᾿ έσπρωξε στο να γράψω, κι ας μην ξέρω σε ποιον θα τα δείξω όλα αυτά, ποτέ μου δεν πάτησα σε βιβλιοπωλείο, μπορεί κι αυτά που λέει να ᾿ναι σιχαμερά και ψυχή να μην μπορεί να τα διαβάσει, δεν πολυχαμπαριάζω εγώ, μα τέλος πάντων λέγεται ότι τώρα όλες οι προστυχιές δημοσιεύονται, κι από τότε που δεν τολμάει κανένας πια να βουτάει την ψωλή του εδώ και παρακεί ένεκα ο περιβόητος ιός, απεναντίας σου σερβίρουνε παντού γαμήσι, πορνοταινίες ακόμα και χαρντ στην τιβί, που οι γέροι μου κάποια μέρα είδαν μια σε κάποια ξαδέρφια απ᾿ την Πλαιν-Σαντ-Ντενί, σηκωθήκανε και φύγανε έξω φρενών και ξεφωνίζανε εκεί, ότι θα τα λέγανε ένα χεράκι γραπτώς στο δήμαρχο και ότι ο Προφήτης θα ᾿ρχότανε και πάλι μια μέρα μ᾿ ένα Καλάσνικωφ για να πάρει στο κυνήγι όλη τη σαπίλα, αυτά είχανε γίνει πριν φύγει ο γέρος μου μ᾿ ένα πορνίδιο απ᾿ την Ωμπερβιλιέ, κάποιες φορές νά όπως και τώρα χάθηκα μέσα στις αράδες, δεν ξέρω πια από τι ξεκίνησα πρέπει πάλι φτου κι απ᾿ την αρχή, α ναι η Λιλά μ᾿ έσπρωξε μα χωρίς να το ξέρει, ποτέ μα ποτέ δε θα τολμήσω να της τα δείξω εκείνης, λέμε τώρα αν τολμούσα να το δείξω σε κανέναν από δω.
Πλάκα έχει πάντως αυτή η μνήμη που την έχω να θυμάμαι όσα λέει λέξη προς λέξη ή περίπου και μάλιστα να ξαναβλέπω από πάνω το μουτράκι της.
Είχε σταματήσει στο σημείο που θα τον ένιωθε να πιτσιλάει, κουβέντες που εξακολουθούσε να μου λέει εμένανε και που είχε πει στη θεία της ξάπλα μισοπεθαμένη πάνω στη μοκέτα-ευκαιρία του σαλονιού.
«“Εκείνη την ίδια στιγμή θείτσα κατάλαβα πραγματικά ότι ήτανε ο Διάβολος. Θες να μάθεις πώς το κατάλαβα; Λέγε θες να μάθεις;”
»Δεν απάντησε αμέσως μιας και είχε το λαιμό κουμπωμένο από τη σύγχυση, μα το πιγούνι της έκανε ναι ναι πάνω κάτω κάτω πάνω, ναι ήθελε να το μάθει ωχ ναι το πιγούνι της, ήθελε και παραήθελε να μάθει.
»Κι εγώ αυτά της λέω με τη φωνή μου να είναι ακόμη πιο γλυκιά και προπάντων με το πάσο μου:
»“Γιατί ξάφνου, θυμάσαι που τα είχα κλειστά τα μάτια μου, ξάφνου μυρίζω μια ψωλίλα μπροστά μου, καταλαβαίνεις θείτσα μπροστά μου κι όχι πια πίσω μου και μετά ζεστούλικο κρέας έρχεται ν᾿ ακουμπήσει το στόμα μου, αλλιώς απ᾿ το ν᾿ ανοίξω τα χείλια δεν μπορώ να κάνω, ήτανε σαν να πεινούσα γι᾿ αυτό, μια άλλη νταρντανόπουτσα μου μπαίνει σιγά σιγά στο στόμα, και λέω μια άλλη γιατί συνέχιζα να έχω την πρώτη να με ξεσκίζει από πίσω, βάλε και μυρωδιά θειαφιού, οι δυο ψωλές μοιάζουν να ᾿χουν τακιμιάσει πιάνουν ακριβώς τον ίδιο ρυθμό η μια μπρος η άλλη πίσω κι εκείνη τη στιγμή έκανα αυτό που δεν έπρεπε να κάνω και ιδού η απόδειξη. Θες να μάθεις τι έκανα θείτσα;”
»Το ζελέ στο πιγούνι ανεβοκατεβαίνει με κάποιο μικρό ωχ ωχ που πιάνουν τ᾿ αυτιά μου. Ναι κάνει, θέλει να μάθει τι έκανα. Ωχ ναι.
»Και ᾿γώ της λέω:
«“Άνοιξα τα μάτια μου”.
«Περιμένω δυο τρία δευτερόλεπτα για να φέρει βόλτα στα καλά τι θ᾿ ακούσει και της προσθέτω:
«“Και τότε είδα ότι ήτανε ο ίδιος. Μπροστά μου ήτανε ο ίδιος με τον πίσω, με τα μάτια του ένα με το θειάφι και την ποντικοουρά του που κοπάναγε στα έπιπλα. Ο ίδιος θείτσα στο λόγο μου. Κανένας άλλος δε θα μπορούσε να μπει. Διπλός έγινε καταλαβαίνεις, από ένας έγινε δύο, στοίχημα ότι μόνο οι διάβολοι μπορούν να κάνουν τέτοια, κι επιπλέον οι πούτσες ήτανε κόκκινες και βγάζανε και καπνό”.
«Οπότε η θεία μου ξάφνου κάνει ν᾿ αρχινίσει κάτι που δεν το περίμενα, κουνιέται δεξιά αριστερά, αριστερά δεξιά και μετά παίρνει φόρα κι αρχινάει τις τούμπες στη μοκέτα σαν ιπποπόταμος που γυρεύει φίκι φίκι, όχι πως το είδα ποτέ μου μα το φαντάζομαι, φτάνει το μπροστινό δεξί πόδι της πολυθρόνας της με τα καρφιά, που μεταξύ μας απαίσια τη βρίσκω, νά αυτή εδώ, αρπάζει το πόδι και δεν ξέρω πώς κατορθώνει να σκαρφαλώσει ολομόναχη με κόπο πολύ κι ανάσα εκατό χιλιόμετρα την ώρα, πρώτα το ένα γόνατο και μετά το άλλο και μετά ο κώλος μ᾿ έναν πόνο, η μέση να ξαναστήνεται, και νά τηνε ολόρθη με τα χέρια στην πλάτη της καρέκλας και μου λέει:
»“Μην το κουνήσεις από δω”.
«Μεταφέρεται με σούπερ κόπο προς το μπάνιο, ανοίγει την πόρτα και πριν μπει μέσα μου λέει πάλι:
«“Και σταλιά μην το κουνήσεις. Πρέπει να βγω”.» Και μετά κλειδαμπαρώνεται πάνω από μισή ώρα, κι αν θέλεις να μάθεις το να βγει εκείνη είναι και το γεγονός, εγώ στο εντωμεταξύ ψιλοντύνομαι όπως με βλέπεις τώρα με τη δερμάτινη φούστα μου και το μαύρο μου πουλόβερ, όταν ξαναβγαίνει είναι τεχνικολόρ και σινεμασκόπ, μου λέει πάλι να μην το κουνήσω ότι θα με σώσει, να καθίσω κοντά κοντά στην εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, μήπως τύχει και φοβάμαι ότι ο άλλος ξαναφανεί και βγαίνει σαν σίφουνας».
Η Λιλά σωπαίνει τώρα και μοιάζει να μου λέει ότι γνωρίζω τη συνέχεια.
Εγώ της λέω:
«Ξεφώνιζε ότι κι εκείνη τον είδε».
«Ψέματα λέει».
«Εγώ κι η Λιλά είδαμε το δαίμονα», είπε.
«Μήπως και της τον έχωσε στον κώλο;»
«Δεν είπε τέτοιο πράμα».
«Σου ᾿πα ότι δεν τον είδε».
«Είπε πως ναι».
«Δεν μπόρεσε να τον δει γιατί δεν ήταν εδώ! Εγώ κάθισα και της τα ᾿ πα όλα. Γαμώ το Σιμό για κάτσε, τη θεία μου πιστεύεις ή εμένα;»
«Σε πιστεύω Λιλά».
Μου σκάει ένα απ᾿ αυτά τ᾿ ανοιξιάτικα χαμόγελά της και μου λέει:
«Αν δε με πιστεύεις ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί κάθεσαι και μ᾿ ακούς».
«Και ήτανε αλήθεια;»
«Ποιο πράμα;»
«Η όλη ιστορία με τον Διάβολο ήταν αλήθεια;»
«Νά τέτοιος είσαι», μου κάνει. «Λες ότι με πιστεύεις και με ρωτάς αν είναι αλήθεια. Και βέβαια ήτανε αλήθεια. Όπως σου τα ᾿πα. Ξέχασα μάλιστα και τη λεπτομέρεια ότι είχε νύχια, θες να δεις τα σημάδια;»
Σηκώνει τη δερμάτινή της φούστα που την είχε και πολύ κολλητή, έχει πάντα όρεξη να δείξει κατιτί, και συνάμα τέλος πάντων σπάει πλάκα, δεν ξέρω αν είναι καλύτερα να τη σταματήσω ή να το βουλώσω, μα την ίδια στιγμή ακούω φασαρία στις σκάλες και καταφτάνουν όλοι τους και πρώτη πρώτη η θεία με τους μάγκες της σκυλοπαρέας κι ένα νεαρό παπά γυαλάτο που φορούσε πολιτικά, στυλ κουλ μα όσο να᾿ ναι προσεκτικός, καθόλου εξιταρισμένος με την ιδέα ότι θα δει ένα δαίμονα να παραφυλάει πίσω από κάθε τρίχα, ούτε βέβαια και ο γέρος που γνωρίζει ο Μπιγκ Τζο, ένας άλλος που τους τον συστήσανε ο καινούργιος. Οπότε κι εκείνος αρχινίζει τις ερωτήσεις και τι ώρα και πού, μέχρι και που ζητάει να δει το δωμάτιο όπου έγινε το τάχα υπερφυσικό συμβάν, και μετά μια στιγμή κομφούζιο όπου οι απαντήσεις της Λιλά δεν ταιριάζουνε με τα οράματα της θείας, εν τέλει τέλος πάντων τον είδε τον Διάβολο ή δεν τον είδε δώσ᾿ του ασυμφωνία και ξεφωνητά, μυρίζομαι ότι θα πάει σε μάκρος, κάποιοι κιόλας αρχινίζουνε να σκυλοβαριούνται κι επιπλέον η Λιλά λέει άλλ᾿ αντ᾿ άλλων μ᾿ αυτά που μου ᾿πε, λέξη για το κολασμένο γαμήσι ίσα ίσα που ο Διάβολος ήρθε και την κοψοχόλιασε, και μένα τρεις τέσσερις ματιές σαν να μου ᾿ λεγε σώπα κι άλλο μυστικό μεταξύ μας, και η θείτσα σε πλήρες ντελίριο να μην καταλαβαίνει πια τίποτα, να μην ξέρει πια καν αν η Λιλά της είπε τη σκηνή του κώλου και τα ρέστα, η θείτσα παραληρεί μόνο ότι ο Διάβολος ήθελε λέει να βάλει χέρι στην ψυχή και τη σάρκα ενός επίγειου αγγέλου και μετά αρχινίζει τις προσευχές, καταλαβαίνω ότι είχα για μένα την τούρτα και το κερασάκι μαζί, κι ότι δεν έχει άλλο επιδόρπιο να περιμένω, οπότε κι εγώ την κάνω μουλωχτός για να
᾿ρθω να γράψω γρήγορα γρήγορα όλ᾿ αυτά πριν τα ξεχάσω.
Κι ακριβώς εδώ τελειώνω.
9
Ο παπάς καθότι μοντέρνος, δεν την πολυέχαψε την ιστορία του Διαβόλου απ᾿ ό,τι μου φαίνεται, άσχετα αν φέρθηκε ευγενικά με τη θεία που την είδε ταρακουνημένη μέχρι κυττάρων, είπε όμως ότι οι Διάβολοι σπανίζουν στη σημερινή μας εποχή, έστω κι αν υπάρχει επιστροφή στη θρησκεία και ότι η κοπελίτσα θα ᾿πρεπε ίσως να εξεταστεί, ότι υπάρχουνε θεραπείες γι᾿ αυτά. Με δυο λόγια μαλάκωσε τα πράματα, ουδεμία διάθεση να μπλεχτεί σ᾿ αυτά τ᾿ αγκάθια, αυτά να πούμε είναι χωράφια των γιατρών κι όχι δικά μου, και την κοπάνησε με τα σιροπιαστά του λόγια.
Μα ο Διάβολος που πλακώνει με φλεγόμενη πούτσα και καπνάτο το γαμήσι, η θεία σούπερ πεπεισμένη τα ξέρασε όλα κομματάκι κομματάκι και τότε πήγε κι ήρθε ο κόσμος κι ο ντουνιάς. Οι ντόπιοι οι περισσότεροι τα πιστεύουνε, αυτό είναι ο Διάβολος ήρθε στη Γέρικη Βελανιδιά, και σημειωτέον δεν πήγε αλλού μόνο στη Γέρικη Βελανιδιά, σίγουρα κάτι θα ᾿ χουμε εμείς που δεν το ᾿χουνε οι άλλοι, κι εγώ ξέρω τι είναι αυτό, η Λιλά. Μα οι άλλοι δεν την πολυσκέφτονται, μάλλον το έχουνε δει ότι είναι και κωλόφαρδοι σαν να κέρδισαν το τζακ ποτ στο λόττο, και μάλιστα καμαρώνουν. Για καθίστε ρε παιδιά Διάβολος είναι αυτός, δεν είναι παίξε γέλασε και επ᾿ ευκαιρία αρχίνισαν όλοι να βλέπουν κι από έναν παντού με γενάκι κέρατα και ιπτάμενο σκουπόξυλο.
Εγώ για το ζήτημα του Διαβόλου αναρωτιέμαι τι στο διάολο θα ζητούσε στα μέρη μας. Στη θέση του θα πήγαινα μάλλον στις πλούσιες γειτονιές, όσο πιο πολλά λεφτά έχεις τόσο πιο βαριά είναι η ψυχή σου. Στα μέρη μας μέχρι και το γκαράζ στάζει στους τοίχους, πιάνει μέσα βροχή ακόμα και αν είναι υπόγειο, το λέμε οίκος βατράχων, το αθλητικό κέντρο ξεχαρβαλωμένο που ακόμα και οι μπάρες είναι θεόστραβες, όλα είναι άσ᾿ τα να πάνε, που τα σοβαντίσματα των κτιρίων μπορείς και τα βλέπεις με γυμνό μάτι να πέφτουνε αν καθίσεις και τα κοιτάξεις μια δυο ώρες, που οι γκόμενες σου κρύβονται εκτός τρεις τέσσερις που τις βλέπουν τα σκυλιά και φοβούνται, άσε που δεν έχεις καν με τι να τις βολτάρεις, και μετά οι άλλες που ψωνίζονται και που σε κοιτάνε με μάτι απόν, ένα μάτι που ξέρει καλά πως έχεις μια έρημο στις τσέπες, πως όπως και να το κάνουμε δεν υπάρχεις καν, πως ξύνεις τ᾿ αρχίδια σου πρωί μεσημέρι βράδυ και πρωί, πως ακόμα και στα όνειρά σου δεν έχεις ούτε ένα σχέδιο, οπότε αν σκεφτείς και τον Διάβολο, για μένα μόνο με δυο τρόπους μπορείς να δεις τα πράματα: είτε την πάτησε και μόνο αυτός μας έλειπε τώρα, πέφτει σαν τη βροχή πάνω στη θάλασσα, μπουχτίσαμε από κόλαση καλά το ᾿λεγε η θείτσα, είτε πάλι αντίθετα γεια σου ρε αδερφέ έκανες διάνα και διάλεξες τα μέρη μας, πάρε όποιον θες, τα ξύναμε άγρια χωρίς εσένανε, ναι μας έλειπες στο λόγο μου.
Εδώ τώρα ξαφνικά θυμάμαι το γέρο μου, που την κοπάνησε όταν ήμουν δώδεκα, έλεγε πάντα παιδί μου πρόσεχε δε βρίσκεις βεντάλιες στην κόλαση. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει μα τώρα ναι. Είχε κι εκείνος τον τρόπο του να μιλάει έτσι, πάντα τσακισμένος απ᾿ τη δυστυχία ο πατέρας μου και ώρες ώρες γυρίζει μπούμερανγκ σε μένα. Έλεγε πουχου: αν ο ουρανός έβρεχε τσόκαρα εγώ εκείνη τη στιγμή θα ᾿μουνα φίδι, ή ακόμα αν πούλαγα φέρετρα ψυχή δε θα πέθαινε, αν έβρεχε σούπα δε θα μου ᾿χε μείνει παρά πιρούνι, αν κληρονομούσα στοκ ομίχλης ο ήλιος θα έλαμπε τη νύχτα. Κι όταν τον ρωτούσανε από πού είσαι, απαντούσε δεν είμαι από τον τόπο μου και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.
Έλεγε πάλι: άλλοι τρώνε τους χουρμάδες κι άλλοι τα κουκούτσια.
Κάθομαι και τον σκέφτομαι εκεί που δεν το περιμένω, κι όμως δεν έχω ποτέ νέα του, αν έχει άλλα παιδιά με το τσουλί του και τέτοια, πού σέρνει τώρα τη δυστυχία του, μου μένουνε μόνο αυτές οι φράσεις που ᾿λεγε και ξανάλεγε όλη τη μέρα μέχρι και το πρόσωπό του ξεχνάω.
Πλάκα έχει και κάτι άλλο, τώρα το σκέφτομαι: ξέρεις ότι αύριο θα ᾿ναι μια από τα ίδια κι όμως θα ᾿θελες να το ζήσεις αμέσως τώρα, ο γαμημένος ο χρόνος να περάσει αστραπή για να σου φέρει τα ίδια ή και χειρότερα.
Γεννήθηκα χωρίς τίποτα και πάντα δεν έχω τίποτα. Και για αύριο τίποτα.
Κι όμως λέω στον εαυτό μου ότι δεν είναι ποτέ δυνατό να περάσει κανείς ζωή και κότα πάνω σε τέτοιο πλανήτη, γιατί οι μεν τα έχουνε και οι δε τα λείπονται και οι αγρότες το καλοκαίρι χαραμίζουνε τόνους τομάτες και συ ψοφάς της πείνας, γιατί ρε παιδιά, γαμώ το κέρατό μου, πάντα αυτή η βαβούρα, αυτό το μπάχαλο σ᾿ αυτό τον κόσμο.
Μα ο Διάβολος που πλακώνει με φλεγόμενη πούτσα και καπνάτο το γαμήσι, η θεία σούπερ πεπεισμένη τα ξέρασε όλα κομματάκι κομματάκι και τότε πήγε κι ήρθε ο κόσμος κι ο ντουνιάς. Οι ντόπιοι οι περισσότεροι τα πιστεύουνε, αυτό είναι ο Διάβολος ήρθε στη Γέρικη Βελανιδιά, και σημειωτέον δεν πήγε αλλού μόνο στη Γέρικη Βελανιδιά, σίγουρα κάτι θα ᾿ χουμε εμείς που δεν το ᾿χουνε οι άλλοι, κι εγώ ξέρω τι είναι αυτό, η Λιλά. Μα οι άλλοι δεν την πολυσκέφτονται, μάλλον το έχουνε δει ότι είναι και κωλόφαρδοι σαν να κέρδισαν το τζακ ποτ στο λόττο, και μάλιστα καμαρώνουν. Για καθίστε ρε παιδιά Διάβολος είναι αυτός, δεν είναι παίξε γέλασε και επ᾿ ευκαιρία αρχίνισαν όλοι να βλέπουν κι από έναν παντού με γενάκι κέρατα και ιπτάμενο σκουπόξυλο.
Εγώ για το ζήτημα του Διαβόλου αναρωτιέμαι τι στο διάολο θα ζητούσε στα μέρη μας. Στη θέση του θα πήγαινα μάλλον στις πλούσιες γειτονιές, όσο πιο πολλά λεφτά έχεις τόσο πιο βαριά είναι η ψυχή σου. Στα μέρη μας μέχρι και το γκαράζ στάζει στους τοίχους, πιάνει μέσα βροχή ακόμα και αν είναι υπόγειο, το λέμε οίκος βατράχων, το αθλητικό κέντρο ξεχαρβαλωμένο που ακόμα και οι μπάρες είναι θεόστραβες, όλα είναι άσ᾿ τα να πάνε, που τα σοβαντίσματα των κτιρίων μπορείς και τα βλέπεις με γυμνό μάτι να πέφτουνε αν καθίσεις και τα κοιτάξεις μια δυο ώρες, που οι γκόμενες σου κρύβονται εκτός τρεις τέσσερις που τις βλέπουν τα σκυλιά και φοβούνται, άσε που δεν έχεις καν με τι να τις βολτάρεις, και μετά οι άλλες που ψωνίζονται και που σε κοιτάνε με μάτι απόν, ένα μάτι που ξέρει καλά πως έχεις μια έρημο στις τσέπες, πως όπως και να το κάνουμε δεν υπάρχεις καν, πως ξύνεις τ᾿ αρχίδια σου πρωί μεσημέρι βράδυ και πρωί, πως ακόμα και στα όνειρά σου δεν έχεις ούτε ένα σχέδιο, οπότε αν σκεφτείς και τον Διάβολο, για μένα μόνο με δυο τρόπους μπορείς να δεις τα πράματα: είτε την πάτησε και μόνο αυτός μας έλειπε τώρα, πέφτει σαν τη βροχή πάνω στη θάλασσα, μπουχτίσαμε από κόλαση καλά το ᾿λεγε η θείτσα, είτε πάλι αντίθετα γεια σου ρε αδερφέ έκανες διάνα και διάλεξες τα μέρη μας, πάρε όποιον θες, τα ξύναμε άγρια χωρίς εσένανε, ναι μας έλειπες στο λόγο μου.
Εδώ τώρα ξαφνικά θυμάμαι το γέρο μου, που την κοπάνησε όταν ήμουν δώδεκα, έλεγε πάντα παιδί μου πρόσεχε δε βρίσκεις βεντάλιες στην κόλαση. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει μα τώρα ναι. Είχε κι εκείνος τον τρόπο του να μιλάει έτσι, πάντα τσακισμένος απ᾿ τη δυστυχία ο πατέρας μου και ώρες ώρες γυρίζει μπούμερανγκ σε μένα. Έλεγε πουχου: αν ο ουρανός έβρεχε τσόκαρα εγώ εκείνη τη στιγμή θα ᾿μουνα φίδι, ή ακόμα αν πούλαγα φέρετρα ψυχή δε θα πέθαινε, αν έβρεχε σούπα δε θα μου ᾿χε μείνει παρά πιρούνι, αν κληρονομούσα στοκ ομίχλης ο ήλιος θα έλαμπε τη νύχτα. Κι όταν τον ρωτούσανε από πού είσαι, απαντούσε δεν είμαι από τον τόπο μου και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.
Έλεγε πάλι: άλλοι τρώνε τους χουρμάδες κι άλλοι τα κουκούτσια.
Κάθομαι και τον σκέφτομαι εκεί που δεν το περιμένω, κι όμως δεν έχω ποτέ νέα του, αν έχει άλλα παιδιά με το τσουλί του και τέτοια, πού σέρνει τώρα τη δυστυχία του, μου μένουνε μόνο αυτές οι φράσεις που ᾿λεγε και ξανάλεγε όλη τη μέρα μέχρι και το πρόσωπό του ξεχνάω.
Πλάκα έχει και κάτι άλλο, τώρα το σκέφτομαι: ξέρεις ότι αύριο θα ᾿ναι μια από τα ίδια κι όμως θα ᾿θελες να το ζήσεις αμέσως τώρα, ο γαμημένος ο χρόνος να περάσει αστραπή για να σου φέρει τα ίδια ή και χειρότερα.
Γεννήθηκα χωρίς τίποτα και πάντα δεν έχω τίποτα. Και για αύριο τίποτα.
Κι όμως λέω στον εαυτό μου ότι δεν είναι ποτέ δυνατό να περάσει κανείς ζωή και κότα πάνω σε τέτοιο πλανήτη, γιατί οι μεν τα έχουνε και οι δε τα λείπονται και οι αγρότες το καλοκαίρι χαραμίζουνε τόνους τομάτες και συ ψοφάς της πείνας, γιατί ρε παιδιά, γαμώ το κέρατό μου, πάντα αυτή η βαβούρα, αυτό το μπάχαλο σ᾿ αυτό τον κόσμο.
10
Όλος ο κόσμος δυο τρεις μέρες μετά είδε στο παράθυρό του τον Διάβολο, οι Μαρτινικέζοι του κτιρίου Β είπανε λέει ότι ήτανε το ζόμπι τάδε, που τους είχε πάρει στο κατόπι από τα δικά τους μέρη και εν τέλει τους ξανάβρισκε, εξ ου και πανικός στις ντουντουμανίτσες και δώσ᾿ του πατερημά τρεμοτριχίλες και κουλουπού, μέχρι και κόκορα θυσιάσανε, συνάμα οι Κογκολέζοι του Γ απάντησαν επιτόπου ότι κάθε άλλο αποκλείεται να είναι ζόμπι του βουντού και τέτοια τσίρκουλα, και βέβαια ο Διάβολος ροβόλησε από Αφρική, μόνο σ᾿ εκείνα τα μέρη βλέπεις πούτσες να βγάζουνε καπνό, συν τοις άλλοις το κόλπο του να γίνει ντούμπλεξ είναι και πολύ συνηθισμένο εκεί, σίγουρα μας ήρθε το πνεύμα του ταταμοκέ ή του μπουμπουμπαντού ή δεν ξέρω τι, που σαλτάρισε έρημο και θάλασσα δεν υπάρχει άλλος για να κάνει τέτοια, εξάλλου το μπαλαμούτι που επέβαλε στη Λιλά θα το επιβάλει και σ᾿ όλες τις άλλες, ήρθε η ώρα θα χρειαστεί και βοηθούς, μα σαν τι δεν ξέρει κανείς ακριβώς, και γι᾿ αυτά πάλι όλοι λένε το μακρύ τους και το κοντό τους παρεκτός εγώ. Βλέπεις ότι οι μισοί την καταβρίσκουνε να πούμε κι οι άλλοι μισοί απ᾿ την τρομάρα τους μπορεί και να ξεχάσουνε τ᾿ αρχίδια τους σε κάνα παγκάκι. Οι αυστηροκαθολικοί σαν τη θεία, μια απειλούμενη μειονότητα καθότι ο Χριστός χάνει έδαφος, κάποιοι λένε ότι θα ᾿πρεπε να απολυθεί ο πάπας, αυτός ο τύπος μπήκε ζεστούλικα ζεστούλικα στην τσέπη των μπάτσων, την κάθε μαλακία κάθεται και την ασπάζεται, οι αυστηροκαθολικοί της συνοικίας που τα πιστεύουνε ακόμα αυτά στήσανε ολόκληρη λιτανεία μετά αγιασμού και εξορκισμών, τώρα πια την ξέρω τη λέξη, τουλάχιστον θα ᾿χω μάθει και το πίσω Σατανά, δίνε του άθλιο κτήνος, τα λάβαρα που υψώνανε θα ᾿λεγες ότι είναι αφίσες για προϊόντα παραδοσιακά, του Αρχάγγελου Μιχαήλ το λάβαρο πιο ψηλά απ᾿ όλα, θα ᾿τανε καμιά εικοσαριά το πολύ που ραντίζανε το μπετόν γύρω γύρω μ᾿ ένα ασημένιο μπαστούνι τρυπημένο, η θεία επικεφαλής μ᾿ όλα της τα χρώματα, όλοι τους να ψάλλουν μέχρι να θρυψαλιάσουνε τα δόντια τους.
Οι Κογκολέζοι αρχινίσανε να καγχάζουνε με κραυγές ζώων του τόπου τους, μέχρι και ένας έδειξε τον κώλο του στο πέρασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, αυτός ανήκει στο κλαμπ του αφρικάνικου αγώνα, φοράει πλεχτά βραχιόλια γύρω απ᾿ τα μπράτσα κι όλη την ώρα προκαλεί όλο τον κόσμο στην Καμπάνα στο δρόμο παντού, εκτός όταν πρέπει πραγματικά να ρίξει μπουνιές, στο τελευταίο μεγάλο τουρνουά του Εβρέ ακούστηκε ότι ξεζουμίστηκε μέσα σε τέσσερα δευτερόλεπτα, αλλά και τώρα να δείχνει τον κώλο του στο ιερό λάβαρο ήτανε και λίγο παρατραβηγμένο, οι καθολικάντζες ανατριχιάσανε στο πέρασμα, νόμισα ξαφνικά ότι ήτανε φευγάτοι για μίνι σταυροφορία και πόσο μάλλον που η θεία γούρλωνε το μάτι της μαύρο μαύρο.
Μα ο παπάς το μόνο που έκανε ήτανε να σπάσει πλάκα, αφού είπανε λέει ότι έδειξε έλλειψη θρησκευτικότητας, εγώ κατά βάθος πιστεύω ότι γελάσανε μέχρι και τα ράσα του βλέποντας έναν κατάμαυρο κώλο ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μα φυσικά δεν του συχώρεσαν αυτό το χαμόγελο, ήταν εδώ γιατί ήταν αναγκασμένος, λέγεται ότι συναναστρέφεται κομμουνιστές δεν εξηγούνται όλα, όμως και νά σου τώρα που oι καθολικάντζες όπως κι όλοι οι άλλοι όλο και πιο σκληροί γίνονται, κι αυτό αναγκαστικά αν θέλουνε να συνεχίσουνε να έχουνε πελατεία.
Προς το βράδυ χαλάσανε τα πράματα, που οι Κογκολέζοι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και θυσιάσανε ένα αρνί με μαχαίρι, το αίμα έπεφτε καταγής και μετά γύρω στις δεκάμισι το βράδυ το ταμταμ, ένεκα που τον Διάβολο τη νύχτα τον κάνεις να του φύγει η μαγκιά, τη μέρα κοιμάται και μας έχει παντελώς στ᾿ αρχίδια του. Οπότε γύρω στις έντεκα η ώρα σωστός τυφώνας από φτερά και πούπουλα και συνάμα δώσ᾿ του ταμταμ ξεφωνητά στα παράθυρα, παντού, ε στέκεστε καλά στο καφάσι, να τους πετάνε καθίκια με κατρουλιά, αυτοί να χορεύουνε λες και είχανε σκοπό ν᾿ ανοίξουνε τρύπες στο χώμα, ο τάδε φωνάζει την αστυνομία που δεν της καίγεται καρφί για μια νέγρικη σάμπα, δεν πάτε να χορέψετε μαζί τους να λέν᾿ οι μπάτσοι και ας τη χώσει ολωνών σας μέχρι τα ρουθούνια ο Διάβολος, στ᾿ αλήθεια έτσι μιλάνε τη νύχτα, τη μέρα το παίζουν και καλά πολιτισμένοι.
Οπότε οι Αντιλέζοι και κάτι λίγοι γεροκαθολικάντζες κατεβαίνουνε με μπαστούνια κατσαβίδια και ψαλιδάρες και ίσα καταπάνω στους Κογκολέζους. Αμέσως αμέσως γενική εξολόθρευση. Και σκέφτομαι ότι τούτο το βράδυ δε σφάχτηκε μόνο το αρνί, μα εγώ κάθομαι στην άκρη δεν έχω καμιά δουλειά μ᾿ αυτή την κάψα.
Νύχτα είναι και πάνω και κάτω, πέφτουνε κάτι χοντρές και παντού ακούς φωνές και βογκητά, βλέπω μόνο σκιές να μπερδεύονται, ακούω πιο πολύ αχ και βαχ, κάνα δυο αυτοκίνητα αρπάζουν φωτιά, τι ιδέα κι αυτή να τ᾿ αφήσει κανένας εδώ, η κόλαση μας ήρθε απ᾿ την κόλαση και στην κόλαση μέσα μπάτσους δεν έχει, τουλάχιστο αυτό είναι σίγουρο. Ο κόσμος όλος ξεκοιλιάζεται μες στην ανακατωσούρα χωρίς φεγγάρι φοβάσαι στ᾿ αλήθεια, ακούς και τις γυναίκες να ουρλιάζουνε.
Και φαπ ηρεμία γιατί δεν ξέρεις, αρχίζει παντού να μυρίζει αίμα μπορεί και γι᾿ αυτό, λίγο πολύ όλοι σηκώνονται και φεύγουνε σε δέκα δεκαπέντε λεπτά εκτός από τρεις τέσσερις που τις φάγανε γερά και μένουν εκεί σέρνονται μέσα στα βογκητά τους, σίγουρα πληγωμένοι θα ᾿ναι, και δυο κοτόπουλα να τρέχουνε πάνω κάτω σαν τρελά με τις φτερούγες τους να χτυπάνε τον αέρα, σκοντάφτουνε παντού ακόμα και στο αρνί μες στα αίματα που δεν μπήκε ακόμα στη φωτιά, τα κοτόπουλα τέτοιες ώρες θα ᾿πρεπε να κοιμούνται ή να πεθαίνουνε.
Τρεις τέσσερις ύποπτοι παλεύουν ακόμα στο μαδημένο γκαζόν, οι άλλοι την έχουνε πια κοπανήσει, η φωτιά για το σούβλισμα κοντεύει να σβήσει, κι ούτε ουρά μπάτσου στο νυχτερινό ντεκόρ, εγώ έχω λουφάξει στο σκοτάδι, ετοιμάζομαι να την κάνω για το σπίτι χωρίς να περάσω απ᾿ το πεδίο της μάχης, και νά σου η Λιλά, νά και μια φορά που τηνε βλέπω εγώ κι όχι εκείνη εμένα, κολλημένη σ᾿ ένα δέντρο σαν αιχμάλωτη σε ταινίες, το κεφάλι της λίγο στα πλάγια, δε σαλεύει καθόλου, τα μάτια στηλωμένα κει πέρα στα ρεμάλια που πλακώνονται ακόμα.
Πλησιάζω με τη σιωπή να γεμίζει το σώμα μου, την κοιτάω τώρα, πέρασε το αριστερό της χέρι κάτω απ᾿ τη φούστα και βλέπω το δέρμα να ψιλοκυματίζει κι όμως δεν έχει αέρα σήμερα το βράδυ και το άλλο της το χέρι πολύ ξεκάθαρα το βλέπω, γραπωμένο στον κορμό του δέντρου, οι τένοντες να πετάνε, που κοντεύουν να ματώσουν τα νύχια της.
Οι Κογκολέζοι αρχινίσανε να καγχάζουνε με κραυγές ζώων του τόπου τους, μέχρι και ένας έδειξε τον κώλο του στο πέρασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, αυτός ανήκει στο κλαμπ του αφρικάνικου αγώνα, φοράει πλεχτά βραχιόλια γύρω απ᾿ τα μπράτσα κι όλη την ώρα προκαλεί όλο τον κόσμο στην Καμπάνα στο δρόμο παντού, εκτός όταν πρέπει πραγματικά να ρίξει μπουνιές, στο τελευταίο μεγάλο τουρνουά του Εβρέ ακούστηκε ότι ξεζουμίστηκε μέσα σε τέσσερα δευτερόλεπτα, αλλά και τώρα να δείχνει τον κώλο του στο ιερό λάβαρο ήτανε και λίγο παρατραβηγμένο, οι καθολικάντζες ανατριχιάσανε στο πέρασμα, νόμισα ξαφνικά ότι ήτανε φευγάτοι για μίνι σταυροφορία και πόσο μάλλον που η θεία γούρλωνε το μάτι της μαύρο μαύρο.
Μα ο παπάς το μόνο που έκανε ήτανε να σπάσει πλάκα, αφού είπανε λέει ότι έδειξε έλλειψη θρησκευτικότητας, εγώ κατά βάθος πιστεύω ότι γελάσανε μέχρι και τα ράσα του βλέποντας έναν κατάμαυρο κώλο ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μα φυσικά δεν του συχώρεσαν αυτό το χαμόγελο, ήταν εδώ γιατί ήταν αναγκασμένος, λέγεται ότι συναναστρέφεται κομμουνιστές δεν εξηγούνται όλα, όμως και νά σου τώρα που oι καθολικάντζες όπως κι όλοι οι άλλοι όλο και πιο σκληροί γίνονται, κι αυτό αναγκαστικά αν θέλουνε να συνεχίσουνε να έχουνε πελατεία.
Προς το βράδυ χαλάσανε τα πράματα, που οι Κογκολέζοι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και θυσιάσανε ένα αρνί με μαχαίρι, το αίμα έπεφτε καταγής και μετά γύρω στις δεκάμισι το βράδυ το ταμταμ, ένεκα που τον Διάβολο τη νύχτα τον κάνεις να του φύγει η μαγκιά, τη μέρα κοιμάται και μας έχει παντελώς στ᾿ αρχίδια του. Οπότε γύρω στις έντεκα η ώρα σωστός τυφώνας από φτερά και πούπουλα και συνάμα δώσ᾿ του ταμταμ ξεφωνητά στα παράθυρα, παντού, ε στέκεστε καλά στο καφάσι, να τους πετάνε καθίκια με κατρουλιά, αυτοί να χορεύουνε λες και είχανε σκοπό ν᾿ ανοίξουνε τρύπες στο χώμα, ο τάδε φωνάζει την αστυνομία που δεν της καίγεται καρφί για μια νέγρικη σάμπα, δεν πάτε να χορέψετε μαζί τους να λέν᾿ οι μπάτσοι και ας τη χώσει ολωνών σας μέχρι τα ρουθούνια ο Διάβολος, στ᾿ αλήθεια έτσι μιλάνε τη νύχτα, τη μέρα το παίζουν και καλά πολιτισμένοι.
Οπότε οι Αντιλέζοι και κάτι λίγοι γεροκαθολικάντζες κατεβαίνουνε με μπαστούνια κατσαβίδια και ψαλιδάρες και ίσα καταπάνω στους Κογκολέζους. Αμέσως αμέσως γενική εξολόθρευση. Και σκέφτομαι ότι τούτο το βράδυ δε σφάχτηκε μόνο το αρνί, μα εγώ κάθομαι στην άκρη δεν έχω καμιά δουλειά μ᾿ αυτή την κάψα.
Νύχτα είναι και πάνω και κάτω, πέφτουνε κάτι χοντρές και παντού ακούς φωνές και βογκητά, βλέπω μόνο σκιές να μπερδεύονται, ακούω πιο πολύ αχ και βαχ, κάνα δυο αυτοκίνητα αρπάζουν φωτιά, τι ιδέα κι αυτή να τ᾿ αφήσει κανένας εδώ, η κόλαση μας ήρθε απ᾿ την κόλαση και στην κόλαση μέσα μπάτσους δεν έχει, τουλάχιστο αυτό είναι σίγουρο. Ο κόσμος όλος ξεκοιλιάζεται μες στην ανακατωσούρα χωρίς φεγγάρι φοβάσαι στ᾿ αλήθεια, ακούς και τις γυναίκες να ουρλιάζουνε.
Και φαπ ηρεμία γιατί δεν ξέρεις, αρχίζει παντού να μυρίζει αίμα μπορεί και γι᾿ αυτό, λίγο πολύ όλοι σηκώνονται και φεύγουνε σε δέκα δεκαπέντε λεπτά εκτός από τρεις τέσσερις που τις φάγανε γερά και μένουν εκεί σέρνονται μέσα στα βογκητά τους, σίγουρα πληγωμένοι θα ᾿ναι, και δυο κοτόπουλα να τρέχουνε πάνω κάτω σαν τρελά με τις φτερούγες τους να χτυπάνε τον αέρα, σκοντάφτουνε παντού ακόμα και στο αρνί μες στα αίματα που δεν μπήκε ακόμα στη φωτιά, τα κοτόπουλα τέτοιες ώρες θα ᾿πρεπε να κοιμούνται ή να πεθαίνουνε.
Τρεις τέσσερις ύποπτοι παλεύουν ακόμα στο μαδημένο γκαζόν, οι άλλοι την έχουνε πια κοπανήσει, η φωτιά για το σούβλισμα κοντεύει να σβήσει, κι ούτε ουρά μπάτσου στο νυχτερινό ντεκόρ, εγώ έχω λουφάξει στο σκοτάδι, ετοιμάζομαι να την κάνω για το σπίτι χωρίς να περάσω απ᾿ το πεδίο της μάχης, και νά σου η Λιλά, νά και μια φορά που τηνε βλέπω εγώ κι όχι εκείνη εμένα, κολλημένη σ᾿ ένα δέντρο σαν αιχμάλωτη σε ταινίες, το κεφάλι της λίγο στα πλάγια, δε σαλεύει καθόλου, τα μάτια στηλωμένα κει πέρα στα ρεμάλια που πλακώνονται ακόμα.
Πλησιάζω με τη σιωπή να γεμίζει το σώμα μου, την κοιτάω τώρα, πέρασε το αριστερό της χέρι κάτω απ᾿ τη φούστα και βλέπω το δέρμα να ψιλοκυματίζει κι όμως δεν έχει αέρα σήμερα το βράδυ και το άλλο της το χέρι πολύ ξεκάθαρα το βλέπω, γραπωμένο στον κορμό του δέντρου, οι τένοντες να πετάνε, που κοντεύουν να ματώσουν τα νύχια της.
11
Την άλλη μέρα κουβαλήθηκαν δυο νεαροί απ᾿ την τιβί με την κάμερα στον ώμο, αρχινίσανε να φιλμάρουνε τους σκούρους λεκέδες χάμω να ψαρεύουνε πληροφορίες εδώ κι εκεί, μα εμείς δε θελήσαμε να τους πούμε τίποτα. Μέχρι που ο Μπιγκ Τζο ήθελε να τους πλακώσει, η αλήθεια είναι ότι τους βλέπεις πάντα να σου ᾿ρχονται σαν μύγες σε μύτη που ματώνει, για κείνους οι συνοικίες πρέπει σχοινί κορδόνι να ᾿χουνε νταβαντούρι σαματά και ταραχές. Τους βρίζουμε γι᾿ αυτά σκατοφάγους τους ανεβοκατεβάζουμε, οι δυο τύποι απαντάνε ότι κάνουνε τη δουλειά τους έτσι βγάζουν το ψωμί τους κι ακούσανε να μιλάνε εδώ για θρησκευτικό πόλεμο και αιματηρές θυσίες ακόμα και ίσως τον Διάβολο.
Ακούσανε και για μια ξανθιά κοπέλα που ο βιασμός της θα ᾿τανε λέει η αρχή, μα τώρα ποιος τη βίασε τρέχα γύρευε, ρωτάνε να μάθουνε πού τάχα να μένει σε ποιο τετράγωνο τουλάχιστο, εμείς δεν τους λέμε την αλήθεια, πάλι εγώ ξέρω τα πιο πολλά για την ιστορία και κάνω τον καθυστερημένο που του καήκαν οι ασφάλειες. Βρε παιδιά κάντε κάτι να λένε, βάλτε κάνα χεράκι να επιμένουνε.
Εγώ μπανίζω την κάμερα σε σχέση με το σχέδιο που έχω με τη Λιλά που μεταξύ μας δεν το πολυπιστεύω, μα αυτή η κάμερα παραείναι μπερδεμένη ποτέ δε θα ᾿ ξέρα να μεταχειριστώ τέτοιο εργαλείο. Το ξέρω ότι ο Ρουμπέν και οι άλλοι σκέφτονται τα ίδια, ωραίο θα ᾿ταν ένα δωράκι απ᾿ την κρατική τηλεόραση, αλλά οι δυο τύποι έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα, καλά καλά λένε δεν είναι ανάγκη να θυμώσετε ίσως να ᾿ναι μόνο ψιλοπράματα, μιας και στο κάτω κάτω κανείς δεν πέθανε, μην το παίρνετε τοις μετρητοίς κι εμείς συχνά κολυμπάμε στα σκατά, μα ολόκληρη συμμορία ξεμπουκάρει απ᾿ το τετράγωνο Ζ με βήμα ταχύ, τρεις τέσσερις έχουνε και το χέρι στην τσέπη βάρυνε ο ουρανός οπότε και oι δυο τύποι ανεβαίνουν με τη μια στο αμάξι τους και παίρνουν δρόμο.
Ο Πτι Μωρίς λέει:
«Γαμημένοι της μάνας τους, σου ᾿ρχονται δω λες και κάνουνε βόλτα σε ζωολογικό κήπο. Kαι σου ανοίγουνε την όρεξη να τα κάνεις όλα λίμπα ακόμα κι αν εσύ δεν την έχεις».
Και μετά σπάμε. Ο Μπακαρύ και ο Μουλούντ πάνε να προσπαθήσουνε να βάλουνε χέρι σε κάτι παρμπρίζ στη λεωφόρο Εμίλ Ζολά, μα κι αυτό το ᾿χουνε μονοφάι οι Καμπύληδες, πρέπει να τ᾿ ακουμπήσεις προκαταβολικά για να περάσεις τα διόδια, αλλιώς το νου σου στο ξυράφι.
Περίεργα μου φαίνονται τα πράματα ώρες ώρες.
Εμείς εδώ το λέμε στα ίσα πως είναι τελείως ξεφτίλα να μένεις σε τούτη τη γειτονιά, απόδειξη ότι ο κόσμος τα ξεφορτώνεται όλα απ᾿ τα παράθυρα, κι όμως αρχίζεις και το πονάς το μπετόν, αυτό το συγκεκριμένο μπετόν κι όχι κάποιο άλλο, δεν ξέρω πώς να το πω, τούτος εδώ είναι ο τόπος σου σίγουρα, πολλοί από μας γεννηθήκαμε εδώ, ο κόσμος ήτανε κιόλας στημένος πριν σκάσουμε μύτη κι όχι ακριβώς όπως θα τον θέλαμε, σου χρειάζεται ένα κάπου, όμως και κάπου άλλο δεν έχεις, η γη σου είναι ένα τετράγωνο χαμηλής μίσθωσης, μπετόν και δω όπως παντού, οπότε τα δέντρα και το γκαζόν άνετα στ᾿ αρχίδια σου.
Κάθε φορά που φεύγεις απ᾿ τη συνοικία σού λείπει. Δεν μπορείς να το πιστέψεις κι όμως αλήθεια είναι στο λόγο μου. Μάλιστα, στο τέλος αρχίζεις και την αγαπάς.
Δεν μπορείς να το πιστέψεις κι όμως είν᾿ αλήθεια, όχι πάντα αλήθεια μα κατά καιρούς ναι. Ο Μουλούντ κάθισε και μου είπε ότι ο θείος και η θεία του κι όλο το σόι τους στο Μονφερμέιγ βάλανε τα κλάματα όταν γκρεμίσανε την πολυκατοικία τους. Παρ᾿ όλα αυτά στιγμή δε σταματούσανε να σκυλοβρίζουνε γι᾿ αυτή την κωλοκατάσταση, ότι λέει δεν επιτρέπεται να βάζουνε ανθρώπους να ζουν σ᾿ αυτό το βρωμομπουρδέλο, αποτέλεσμα όταν το καταστρέφουνε να το κλαίνε.
Φαντάσου τώρα ένα πουλί σε μπετονένια φωλιά ούτε ένα αχυράκι επί γης και τι θα τα κάνει τ᾿ αυγά του; Εγώ ειλικρινά δε νομίζω ότι θα μυξόκλαιγα αν έφευγα. Αλήθεια είναι ότι τα πράματα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα, αυτό σίγουρο, αλήθεια είναι ότι για όλα μπορούν τα πράματα να είναι πάντα χειρότερα. Η ιδέα να πάω να χαθώ κάπου πάντα, χωρίς μία όπως και να το κάνω, με τα τάλιρα βουνά γύρω μου κι εγώ με τα χέρια άδεια, τι ανάγκη έχω να φύγω σκέφτομαι, κι αλλού θα βρω το πήξιμο του αιώνα.
Μα παρ᾿ όλ᾿ αυτά δε θα πατούσα τα κλάματα αν έφευγα διά της βίας, μόνο αν έπρεπε ν᾿ αφήσω τη Λιλά, αυτό μάλιστα. Μου είναι ο μόνος λόγος για να μείνω ή για να φύγω. Αλλιώς εγώ δεν ξέρω σε ποιο πλανήτη ζω, ούτε και πού είναι ο νότος και ο βορράς, τώρα εδώ είμαι θα μπορούσα να είμαι και αλλού, παντού τα ίδια σίγουρα, όταν δεν έχεις μία παντού είσαι φτωχός, η γη είναι χωρισμένη σε αόρατα ράφια εσύ εδώ, εγώ εκεί.
Και βλέπεις ότι οι φοιτητές τα κάνουνε γυαλιά καρφιά για να ᾿χουνε κανένα φράγκο παραπάνω για τις σπουδές τους, εμένα στ᾿ αρχίδια μου δεν έχω σπουδές μπροστά μου για του λόγου μου, και πάλι όλοι αυτοί οι μάγκες ξεχυμένοι στους δρόμους με τα πανώ τους, λεφτά λεφτά, ούτε αυτό δεν μπορώ εγώ να κάνω. Δεν είχα ποτέ το δικαίωμα να φωνάξω, για να το χάσω. Μόνο που οι τύποι της δεξιάς λένε ότι φταίμε εμείς, οι Γάλλοι της κατώτατης σποράς.
Σε λίγο θα πέσει και πολύ ξύλο.
Αυτοί που μένουνε εδώ έρχονται από παντού άντε σχεδόν από παντού, εκτός από Ασία, γιατί οι Κινέζοι δύσκολα ανακατώνονται με τους άλλους, και κάποιες φορές πέφτει άγριο ξύλο όπως τη βραδιά του Διαβόλου. Οι άνθρωποι δεν καταφέρνουνε να σμίξουνε μαζί σαν το μπετόν, όσο εσύ θα ᾿θελες να μοιάσουνε με τους άλλους, τόσο αυτοί κολλημένοι στο δικό τους, αποτέλεσμα το πλάκωμα.
Ο Μπιγκ Τζο έχει κάτι να κάνει λέει, σαν τι δεν ξέρουμε. Μου φαίνεται ότι μ᾿ έναν άλλο κολλητό του κόψανε ένα χοντρό συρματόπλεγμα από ένα γιαπί και προσπαθούνε να σκαρώσουνε σχάρες ψησταριάς για πούλημα.
Ο ΓΊτι Μωρίς και ο Ρουμπέν θα πάνε να κρατήσουνε κάποιο τοίχο κάπου, ποιον ακόμα δεν ξέρουνε. Μόλις πριν χωριστούμε καταφτάνει ποδηλάτα η Λιλά, από μακριά μας βλέπει και τους τέσσερις μαζί μα μόνο εμένα φωνάζει όταν περνάει, λέει μόνο: γεια σου Σιμό!
Οι άλλοι πες πως δεν ήτανε εδώ, δεν τους βλέπει καν, τα μάτια της κοιτάνε πίσω απ᾿ αυτούς. Δεν τους άρεσε φυσικά, μεταξύ μας για το μπουνίδι και τους ξεκοιλιασμένους φταίει εκείνη, δύο μάλιστα είναι στο νοσοκομείο με πληγές, κι αυτή συνεχίζει τις σνομπαρίες σκαρφαλωμένη στο αντρικό της μηχάνημα.
Ως συνήθως αυτοί τη λένε βρώμα και πορνίδιο μέσα απ᾿ τα δόντια τους, σάμπως ξέρουνε κι άλλες λέξεις, στην αρχή όταν τη βλέπανε κι αυτοί μένανε κόκαλο, λέγανε με το μάτι να γυαλίζει τίποτα για πέταμα δε βρίσκεις σ᾿ αυτό το πράμα, ο Θεούλης έβαλε τα δυνατά του, δε βαριότανε εκείνη τη μέρα όπως άλλες, όποια τιμή και να ᾿χει πάλι τζάμπα είναι, και τώρα μόνο βρισιές και βρωμόλογα.
Μπορεί και να χέζονται απ᾿ το φόβο τους, λέω με το νου μου. Τους τρομάζει, είναι και ο δαίμονας συν τοις άλλοις. Κι εμένα λίγο ώρες ώρες. Φοβάμαι τι θα μπορούσε να με βάλει να κάνω.
Τώρα την ώρα που περνάει, ούτε που τολμάω να της απαντήσω μπροστά στους άλλους, μόλις ψιλοκουνάω το χέρι και φεύγει πρίμα μπαλαρίνα.
Κιόλας τέλος Οκτώβρη, σε λίγο χειμώνας.
Ακούσανε και για μια ξανθιά κοπέλα που ο βιασμός της θα ᾿τανε λέει η αρχή, μα τώρα ποιος τη βίασε τρέχα γύρευε, ρωτάνε να μάθουνε πού τάχα να μένει σε ποιο τετράγωνο τουλάχιστο, εμείς δεν τους λέμε την αλήθεια, πάλι εγώ ξέρω τα πιο πολλά για την ιστορία και κάνω τον καθυστερημένο που του καήκαν οι ασφάλειες. Βρε παιδιά κάντε κάτι να λένε, βάλτε κάνα χεράκι να επιμένουνε.
Εγώ μπανίζω την κάμερα σε σχέση με το σχέδιο που έχω με τη Λιλά που μεταξύ μας δεν το πολυπιστεύω, μα αυτή η κάμερα παραείναι μπερδεμένη ποτέ δε θα ᾿ ξέρα να μεταχειριστώ τέτοιο εργαλείο. Το ξέρω ότι ο Ρουμπέν και οι άλλοι σκέφτονται τα ίδια, ωραίο θα ᾿ταν ένα δωράκι απ᾿ την κρατική τηλεόραση, αλλά οι δυο τύποι έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα, καλά καλά λένε δεν είναι ανάγκη να θυμώσετε ίσως να ᾿ναι μόνο ψιλοπράματα, μιας και στο κάτω κάτω κανείς δεν πέθανε, μην το παίρνετε τοις μετρητοίς κι εμείς συχνά κολυμπάμε στα σκατά, μα ολόκληρη συμμορία ξεμπουκάρει απ᾿ το τετράγωνο Ζ με βήμα ταχύ, τρεις τέσσερις έχουνε και το χέρι στην τσέπη βάρυνε ο ουρανός οπότε και oι δυο τύποι ανεβαίνουν με τη μια στο αμάξι τους και παίρνουν δρόμο.
Ο Πτι Μωρίς λέει:
«Γαμημένοι της μάνας τους, σου ᾿ρχονται δω λες και κάνουνε βόλτα σε ζωολογικό κήπο. Kαι σου ανοίγουνε την όρεξη να τα κάνεις όλα λίμπα ακόμα κι αν εσύ δεν την έχεις».
Και μετά σπάμε. Ο Μπακαρύ και ο Μουλούντ πάνε να προσπαθήσουνε να βάλουνε χέρι σε κάτι παρμπρίζ στη λεωφόρο Εμίλ Ζολά, μα κι αυτό το ᾿χουνε μονοφάι οι Καμπύληδες, πρέπει να τ᾿ ακουμπήσεις προκαταβολικά για να περάσεις τα διόδια, αλλιώς το νου σου στο ξυράφι.
Περίεργα μου φαίνονται τα πράματα ώρες ώρες.
Εμείς εδώ το λέμε στα ίσα πως είναι τελείως ξεφτίλα να μένεις σε τούτη τη γειτονιά, απόδειξη ότι ο κόσμος τα ξεφορτώνεται όλα απ᾿ τα παράθυρα, κι όμως αρχίζεις και το πονάς το μπετόν, αυτό το συγκεκριμένο μπετόν κι όχι κάποιο άλλο, δεν ξέρω πώς να το πω, τούτος εδώ είναι ο τόπος σου σίγουρα, πολλοί από μας γεννηθήκαμε εδώ, ο κόσμος ήτανε κιόλας στημένος πριν σκάσουμε μύτη κι όχι ακριβώς όπως θα τον θέλαμε, σου χρειάζεται ένα κάπου, όμως και κάπου άλλο δεν έχεις, η γη σου είναι ένα τετράγωνο χαμηλής μίσθωσης, μπετόν και δω όπως παντού, οπότε τα δέντρα και το γκαζόν άνετα στ᾿ αρχίδια σου.
Κάθε φορά που φεύγεις απ᾿ τη συνοικία σού λείπει. Δεν μπορείς να το πιστέψεις κι όμως αλήθεια είναι στο λόγο μου. Μάλιστα, στο τέλος αρχίζεις και την αγαπάς.
Δεν μπορείς να το πιστέψεις κι όμως είν᾿ αλήθεια, όχι πάντα αλήθεια μα κατά καιρούς ναι. Ο Μουλούντ κάθισε και μου είπε ότι ο θείος και η θεία του κι όλο το σόι τους στο Μονφερμέιγ βάλανε τα κλάματα όταν γκρεμίσανε την πολυκατοικία τους. Παρ᾿ όλα αυτά στιγμή δε σταματούσανε να σκυλοβρίζουνε γι᾿ αυτή την κωλοκατάσταση, ότι λέει δεν επιτρέπεται να βάζουνε ανθρώπους να ζουν σ᾿ αυτό το βρωμομπουρδέλο, αποτέλεσμα όταν το καταστρέφουνε να το κλαίνε.
Φαντάσου τώρα ένα πουλί σε μπετονένια φωλιά ούτε ένα αχυράκι επί γης και τι θα τα κάνει τ᾿ αυγά του; Εγώ ειλικρινά δε νομίζω ότι θα μυξόκλαιγα αν έφευγα. Αλήθεια είναι ότι τα πράματα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα, αυτό σίγουρο, αλήθεια είναι ότι για όλα μπορούν τα πράματα να είναι πάντα χειρότερα. Η ιδέα να πάω να χαθώ κάπου πάντα, χωρίς μία όπως και να το κάνω, με τα τάλιρα βουνά γύρω μου κι εγώ με τα χέρια άδεια, τι ανάγκη έχω να φύγω σκέφτομαι, κι αλλού θα βρω το πήξιμο του αιώνα.
Μα παρ᾿ όλ᾿ αυτά δε θα πατούσα τα κλάματα αν έφευγα διά της βίας, μόνο αν έπρεπε ν᾿ αφήσω τη Λιλά, αυτό μάλιστα. Μου είναι ο μόνος λόγος για να μείνω ή για να φύγω. Αλλιώς εγώ δεν ξέρω σε ποιο πλανήτη ζω, ούτε και πού είναι ο νότος και ο βορράς, τώρα εδώ είμαι θα μπορούσα να είμαι και αλλού, παντού τα ίδια σίγουρα, όταν δεν έχεις μία παντού είσαι φτωχός, η γη είναι χωρισμένη σε αόρατα ράφια εσύ εδώ, εγώ εκεί.
Και βλέπεις ότι οι φοιτητές τα κάνουνε γυαλιά καρφιά για να ᾿χουνε κανένα φράγκο παραπάνω για τις σπουδές τους, εμένα στ᾿ αρχίδια μου δεν έχω σπουδές μπροστά μου για του λόγου μου, και πάλι όλοι αυτοί οι μάγκες ξεχυμένοι στους δρόμους με τα πανώ τους, λεφτά λεφτά, ούτε αυτό δεν μπορώ εγώ να κάνω. Δεν είχα ποτέ το δικαίωμα να φωνάξω, για να το χάσω. Μόνο που οι τύποι της δεξιάς λένε ότι φταίμε εμείς, οι Γάλλοι της κατώτατης σποράς.
Σε λίγο θα πέσει και πολύ ξύλο.
Αυτοί που μένουνε εδώ έρχονται από παντού άντε σχεδόν από παντού, εκτός από Ασία, γιατί οι Κινέζοι δύσκολα ανακατώνονται με τους άλλους, και κάποιες φορές πέφτει άγριο ξύλο όπως τη βραδιά του Διαβόλου. Οι άνθρωποι δεν καταφέρνουνε να σμίξουνε μαζί σαν το μπετόν, όσο εσύ θα ᾿θελες να μοιάσουνε με τους άλλους, τόσο αυτοί κολλημένοι στο δικό τους, αποτέλεσμα το πλάκωμα.
Ο Μπιγκ Τζο έχει κάτι να κάνει λέει, σαν τι δεν ξέρουμε. Μου φαίνεται ότι μ᾿ έναν άλλο κολλητό του κόψανε ένα χοντρό συρματόπλεγμα από ένα γιαπί και προσπαθούνε να σκαρώσουνε σχάρες ψησταριάς για πούλημα.
Ο ΓΊτι Μωρίς και ο Ρουμπέν θα πάνε να κρατήσουνε κάποιο τοίχο κάπου, ποιον ακόμα δεν ξέρουνε. Μόλις πριν χωριστούμε καταφτάνει ποδηλάτα η Λιλά, από μακριά μας βλέπει και τους τέσσερις μαζί μα μόνο εμένα φωνάζει όταν περνάει, λέει μόνο: γεια σου Σιμό!
Οι άλλοι πες πως δεν ήτανε εδώ, δεν τους βλέπει καν, τα μάτια της κοιτάνε πίσω απ᾿ αυτούς. Δεν τους άρεσε φυσικά, μεταξύ μας για το μπουνίδι και τους ξεκοιλιασμένους φταίει εκείνη, δύο μάλιστα είναι στο νοσοκομείο με πληγές, κι αυτή συνεχίζει τις σνομπαρίες σκαρφαλωμένη στο αντρικό της μηχάνημα.
Ως συνήθως αυτοί τη λένε βρώμα και πορνίδιο μέσα απ᾿ τα δόντια τους, σάμπως ξέρουνε κι άλλες λέξεις, στην αρχή όταν τη βλέπανε κι αυτοί μένανε κόκαλο, λέγανε με το μάτι να γυαλίζει τίποτα για πέταμα δε βρίσκεις σ᾿ αυτό το πράμα, ο Θεούλης έβαλε τα δυνατά του, δε βαριότανε εκείνη τη μέρα όπως άλλες, όποια τιμή και να ᾿χει πάλι τζάμπα είναι, και τώρα μόνο βρισιές και βρωμόλογα.
Μπορεί και να χέζονται απ᾿ το φόβο τους, λέω με το νου μου. Τους τρομάζει, είναι και ο δαίμονας συν τοις άλλοις. Κι εμένα λίγο ώρες ώρες. Φοβάμαι τι θα μπορούσε να με βάλει να κάνω.
Τώρα την ώρα που περνάει, ούτε που τολμάω να της απαντήσω μπροστά στους άλλους, μόλις ψιλοκουνάω το χέρι και φεύγει πρίμα μπαλαρίνα.
Κιόλας τέλος Οκτώβρη, σε λίγο χειμώνας.
12
Και τώρα το πράμα που δεν μπορούσα καν να σκεφτώ, είπα στον εαυτό μου αυτό όχι δε θα το γράψω ποτέ μου δε θα μπορέσω, κι όμως παρ᾿ όλα αυτά θα κάτσω να το γράψω πριν σηκωθώ και φύγω, γιατί θα φύγω, μετά δε βλέπω αλλιώς να κάνω.
Αν κάποτε είχα ελπίσει για κατιτίς εδώ τώρα όλα τελειώσανε τελειώσανε, άρα βλέπεις ότι η ελπίδα δεν πουλιέται δεν αγοράζεται ακόμα και μαγαζάρα να είναι δεν έχει τέτοιο πράμα στα ράφια του, κι ούτε μπορείς να το σουφρώσεις από κανέναν άλλον, ακόμα και τη λέξη δεν την ξέρεις πια κάποια στιγμή και τη σβήνεις απ᾿ το κεφάλι σου. Και τι άλλο θα μπορούσα να πω, ξέρω ᾿γώ, ολομόναχος μες στα χαλάσματα και τη νύχτα να πέφτει, ανάστατος είμαι και με πλακώνει η στεναχώρια.
Και λέω κάτι άλλο ότι ο Διάβολος υπάρχει, ο Θεός δεν είμαι σίγουρος μα ο Διάβολος ναι, αυτός είναι εδώ παντού και ο παράδεισος πουθενά, γιατί η κόλαση δεν αποδεικνύει τον παράδεισο.
Πρέπει όμως τώρα να τα πω όλα, ήρθα με δυο κεριά για να κάνω τουλάχιστο την προσπάθεια, μα έχω κιόλας την εντύπωση ότι δε ζω πια, ότι ο αγέρας με ταρακουνάει σαν πούπουλο ότι η βροχή με διαπερνάει και με βαράει στα κόκαλα. Μιλάω και δε λέω τίποτα, αποφασίζω να πάω δεξιά και πάω αριστερά έτσι κάνω από προχτές δεν ξέρω το πού βρίσκομαι, δεν αναγνωρίζω πια τίποτα, ρωτάω το δρόμο μου στο γραφείο εύρεσης αντικειμένων σαν να λέμε, και πάλι έκανα λάθος όροφο.
Νά, είχα βρει μια κάμερα. Ο Σαμύ είχε μία και μου τη δάνειζε, παλιατσαρία ήτανε μα δούλευε ακόμα και είχε και λίγη ταινία μαζί. Όχι πως καταχάρηκα εδώ που τα λέμε, γιατί αναρωτιόμουνα αν θα βαστούσανε πραγματικά τα πόδια μου να τη φιλμάρω όπως ήθελε, την ώρα που θα της τον βάζανε κάνα δυο καυλωμένοι με μάσκα κι εγώ να λέω στον εαυτό μου τι παριστάνω τώρα εδώ μέσα, μού λες εσύ γιατί το κάνω, θα ᾿χω κι εγώ λίγη ζαχαρίτσα ή όχι, τις προάλλες μου ᾿χε μιλήσει για ένα γερό τσιμπούκι, να με κάνει σωστή έκρηξη ευτυχίας στο στόμα της, δεν ξεχνιούνται κάτι τέτοια μα εγώ πιο πολλά ζητούσα.
Απ᾿ την άλλη η καρδιά μου πατούσε φρένο, ανάγκη είχε τώρα από τέτοια, μάλλον άλλα πράματα είχε ανάγκη κι αυτά τα άλλα σκεφτόμουνα: θα τη χάσεις αν σε γλείψει, θα γίνεις ένας γαμιάς σαν όλους τους άλλους, ένας πάνω ένας κάτω δε θα ᾿χεις κάνει ούτε βήμα στο συναίσθημα, αυτό που μετράει είναι που ξεχώρισες στα μάτια της, είναι το μόνο πράμα που μετράει στον κόσμο, σου φωνάζει γεια σε σένα κι όχι στους άλλους, σου μιλάει σου σηκώνει και τις φούστες της, ενώ έτσι και κάνεις το μεγάλο μοιραίο βήμα και στηθείς στην ουρά όσων τη βρίσκουνε μαζί της, μπαίνεις στο ασκέρι των ανώνυμων, δεν είσαι παρά μόνο φυλλαράκι στο δέντρο κι αλίμονο σου όταν έρθει φθινόπωρο και αγέρας.
Όλα αυτά μου φέρνανε πλάκωμα, σηκωνόμουνα τη νύχτα για να κοιτάξω την κάμερα, αναρωτιόμουνα: της το λέω ή όχι; Δε μου ᾿κάνε καθόλου μα καθόλου κέφι να γίνω παρτουζοκαμεραμάν της, μπορώ ακόμα και να πω ότι φοβόμουνα μην πονέσω την ώρα που θα την έβλεπα να γαμιέται με άλλους, δεν είμαι απ᾿ αυτούς που θα πουν κι από πάνω ευχαριστώ για κάτι τέτοια δώρα, φοβόμουνα μην πάρω ανάποδες και τα κάνω λίμπα και τη χάσω για τα καλά, αντίο για πάντα.
Κι απ᾿ την άλλη σκεφτόμουνα: αν δεν το κάνεις εσύ θα το κάνει κάποιος άλλος. Μάγκες με βίτσιο το μπανιστήρι δεκατρείς στην ντουζίνα βρίσκεις. Κι αν της μπήκε της Λιλά τέτοιο πράμα στο κεφάλι θα το κάνει, σίγουρο σαν την επιστροφή του χειμώνα. Καλύτερα να ᾿σαι συ παρά κάποιος ξένος. Αλλιώς δεν έπρεπε να την αφήσεις να σ᾿ τον παίξει στο δίτροχο. Μα πάλι μπορεί να σκεφτόμουνα τέτοια για να πάρω κουράγιο, δεν ξέρω ποτέ τίποτα για τις σκέψεις μου.
Εξηγώ καλά πώς ήμουνα τη βδομάδα πριν απ᾿ όλα αυτά, κομφούζιο σκέτο, πήγαινα να της πω και δεν πήγαινα, μέχρι και η αδερφή μου η μικρή το παρατήρησε, με ρώτησε αν ήμουνα λέει ερωτευμένος ή και δυστυχισμένος ή ακόμη αν είχα ακούσει για μια δουλειά κάπου, της είπα όχι τίποτα.
Κάθομαι τώρα εδώ στο γραφείο μου ποτέ δεν ήτανε πιο δύσκολο να γράψω, μόλις άναψα ένα κερί και το κόλλησα σ᾿ ένα κομμάτι γύψο, τα κεριά τα σούφρωσα απ᾿ τη γειτόνισσα όταν της ανέβασα τα γράμματα, έτσι κι αλλιώς δεν τα μεταχειρίζεται ποτέ είναι σχεδόν τυφλή, κάθομαι εδώ και γράφω στο σκοτάδι σχεδόν κάνει λίγο κρύο, ακούγεται ότι πάει πια αυτό το μέρος θα ξαναρχίσουνε δουλειά και σε λίγο θα παραείναι χειμώνας για να κάθομαι εδώ, οι μέρες μικραίνουνε, ήτανε το θερινό μου γραφείο τίποτ᾿ άλλο.
Θα γράψω πολλή ώρα σήμερα το βράδυ, δεν ξέρω αν θα μου φτάσουνε τα δυο κεριά.
Κακάσχημα γράφω ούτε που μπορώ να βγάλω τα γράμματά μου για να καθαρογράψω. Ποτέ μου δεν έγραψα τόσο άσχημα.
Τρεις μέρες πριν απ᾿ αυτό ο Μουλούντ και ο Ρουμπέν μου ᾿χανε πάλι πει ότι είδανε τη Λιλά να φεύγει σε λιμουζίνα ή κάτι τέτοιο, πάντα ίδιος τύπος αυτοκινήτου κουρτινάτο, μα δεν το ᾿χω καθόλου για σίγουρο αυτό προπάντων τώρα, νομίζω πως φαντασιώνανε ξεσαλεμένοι με την πάρτη της, και πως ακόμα θέλανε από τότε να τη βρωμίσουνε.
Βλέπω ότι ζορίζομαι για να τα πω αυτά μες στη νύχτα, δεν κάνω κέφι να γράψω καλά, έτσι κι αλλιώς εγώ δε θα γράψω ποτέ πια, άμα δε μου μιλάει άλλο τι να γράφω άλλωστε και γιατί.
Η μάνα μου δε με είδε να γυρίζω σπίτι θα σκέφτεται ότι τραβιέμαι σε τίποτα καταγώγια και θα με καταριέται με την πολύ μπάσα της φωνή.
Τη Λιλά τη συνάντησα τρεις ώρες πιο μετά, περπατούσε σιγά σιγά στο δρόμο, έσερνε τα πόδια της, τα χέρια πίσω απ᾿ την πλάτη, την πρόφτασα τη ρώτησα πού πήγε μ᾿ εκείνο το αμάξι μου λέει ποιο αμάξι, έμοιαζε να βγαίνει από ταξίδι.
«Οι κολλητοί μου σε είδανε», της λέω.
«Με είδανε να κάνω τι;»
«Ν᾿ ανεβαίνεις σ᾿ ένα αμάξι και να φεύγεις».
«Πότε δηλαδή;»
«Σήμερα πριν λίγο».
«Οι κολλητοί σου είναι βλαμμένοι της μάνας τους», μου λέει, «ακόμη να το πάρεις χαμπάρι; Ο Ρουμπέν μέχρι το δώδεκα δεν ξέρει να μετρήσει και ζέχνει τόσο πολύ που ακόμα και τα μυρμήγκια τον πάνε από μακριά. Ο Αλί είδες καθόλου τα δόντια του; Αυτουνού δεν του χρειάζεται οδοντίατρος, τζακά θέλει. Του Μουλούντ του ᾿χει κολλήσει η βελόνα στο σεξ, για κείνονα ο κόσμος όλος είναι κώλος και τίποτ᾿ άλλο, είναι απ᾿ τα γελοία άτομα που τρομάζουνε τα κορίτσια, τραβάει μαλακία σίγουρα τέσσερις φορές τη μέρα, σε σημείο να παθαίνει φλεγμονή στον αγκώνα και ο Πτι Μωρίς με τις παρλαπίπες του τού κώλου και το πράσινό του δέρμα, μιλάει για να μη θυμάται το μπόι του, απέχει τόσο πολύ απ᾿ τον ουρανό που μπορείς να τον μπερδέψεις με λιποθυμιάρικο χορτάρι αυτό που τρών᾿ οι γάτες για να ξερνάνε».
Και σκασμένη στην τσαντίλα όλοι πέφτουνε στο στόμα της, ο Μπιγκ Τζο που είναι βλάκας με πατέντα, τόσο μαλάκας που ακόμα και οι άλλοι το παρατηρήσανε, κι οι άλλοι βράζουνε στο ίδιο καζάνι, βρωμόφραγκοι ή μη φλατ όλοι τους καραγκιοζάκια. Ποτέ δεν την είχα ακούσει να μιλάει έτσι με τέτοια βίαιη ειλικρίνεια, αφού και μου κάνει εντύπωση ότι τους γνωρίζει όλους με τα ονόματά τους.
«Όλοι τους είναι τιποτένιοι κι εκτρώματα, απολειφάδια ανθρώπου. Δεν τους κοιτάω όταν περνάω με τρώει ο φόβος μη λερωθούν τα μάτια μου, οπότε κι αυτοί μου κρατάνε κακία, με φτύνουνε το ξέρω. Μα φτύνεις την κεφαλή του ψαριού που η θάλασσα ολόκληρη δεν μπορεί να το βρέξει. Δεν μπορούνε τίποτα μα τίποτα να μου κάνουνε. Πορνίδιο με ανεβοκατεβάζουν και λοιπόν; Κι αν τη βρίσκω ε, Σιμό; Αν γουστάρω να είμαι πορνίδιο; Δεν είμαι εγώ γι᾿ αυτούς, αυτό τουλάχιστο το ξέρουνε και τουλάχιστο σ᾿ αυτό δεν έχουνε άδικο. Θα προτιμούσα όλα τα καθίκια του κόσμου παρά αυτούς τους σκατοκαημένους, παραέχουνε μύγες κολλημένες στον κώλο, ωραίο θέαμα θα ᾿ναι τα βρακιά τους και στο κάτω κάτω στ᾿ αρχίδια μου ό,τι θένε μπορούνε να λένε, τα λόγια τους δε μ᾿ ακουμπάνε.
Σταματάει λίγο και μετά έρχεται η σειρά μου:
«Ώρες ώρες πονάω να σε βλέπω μαζί τους Σιμό. Σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι πονάω, δε μένετε στον ίδιο όροφο. Κι αυτό το ξέρω βλέπεις. Γι᾿ αυτό και είμαι καλή μαζί σου τουλάχιστο. Γιατί είμαι καλή αλήθεια, γι᾿ αυτό τουλάχιστο δεν μπορείς να πεις τίποτα».
Δεν της λέω τίποτα γι᾿ αυτό.
Τα ᾿χω παίξει λίγο μ᾿ όσα μου συμβαίνουνε τώρα, φυσικά και δεν περίμενα κάτι τέτοιο, ξάφνου αρχινίζει να μου μιλάει για μένα αυτοπροσώπως, που ποτέ πριν. Και είναι αλήθεια ότι κάπως σου φαίνεται να τη βλέπεις έτσι ολομόναχη να περπατάει σιγά σιγά στο δρόμο.
Έρχεται και κολλάει πάνω μου στ᾿ αλήθεια, κάλμαρε φαίνεται, με κοιτάει όπως καμιά άλλη. Στέκομαι την κοιτάω, θα μπορούσε να μου ζητήσει ακόμα και το θάνατο.
«Μα ώρες ώρες σκέφτομαι πως είσαι σαν τους άλλους», μου κάνει, «ότι δεν αξίζεις καλύτερα. Ότι έχεις τη ζωή στενόμυαλη μπροστά σου, ότι δε σκέφτεσαι τίποτα. Γιατί οι άντρες, σ᾿ το ᾿ χω ξαναπεί, πάντα εδώ την έχουνε τη βλάβη».
Ακουμπάει μαλακά μαλακά το κεφάλι της με το χέρι, όταν τα λέει:
«Μόνο αυτό υπάρχει Σιμό, καταλαβαίνεις, μόνο αυτό. Τα υπόλοιπα είναι μόνο σκόνη. Ή έχεις κάτι εκεί μέσα ή δεν έχεις, κι εγώ νόμιζα ότι είχες κάτι λίγο. Θέλω να πω: λίγο περισσότερο απ᾿ τους άλλους να πούμε».
Πονάει να τ᾿ ακούς όλα αυτά, κι από πάνω δεν ξέρω τι μπαλάκι να της πετάξω πίσω.
Και το χοντραίνει κι άλλο και νά τι λέει η Λιλά:
«Κι από πάνω εγώ νόμιζα ότι σε είχα για φίλο. Γνώριζες όλα μου τα μυστικά, μα έκανα λάθος για σένα, κάλπικος σαν όλους τους άλλους είσαι».
Κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοίρες και φεύγει μα όχι μακριά, στρίβει πάλι προς τη μεριά μου και μου λέει:
«Το αμάξι; Ε και λοιπόν τι το αμάξι; Δεν έχω το δικαίωμα πουχου να ᾿ χω φίλους; Φίλους που με πάνε τσάρκα άμα γουστάρω; Δεν έχω εγώ τέτοιο δικαίωμα; Μήπως σου πέφτει λόγος;
Της κάνω νόημα ότι δε μου πέφτει.
«Επειδή σου την έπαιξα μια φορά, σου πέφτει λόγος;»
«Όχι όχι», λέω.
Και τώρα ξάφνου όλα μπερδεύονται, μου κάνει:
«Όσα σου είπα για το Διάβολο, το ᾿ξερες ότι δεν είν᾿ αλήθεια, ότι τα ᾿χα σκαρώσει για ν᾿ ανάψω λίγο τη θεία μου, το ᾿ξερες μα δεν το ᾿πες. Γιατί δεν το ᾿πες;»
Δεν απαντάω τίποτα.
«Θα μπορούσες να σταματήσεις το μπουνίδι πριν καν αρχίσει κι όλο αυτό το μπάχαλο μαζί μα δεν το ᾿κανες, δεν είπες τίποτα. Εγώ το μόνο που ᾿θελα ήτανε να σπάσω πλάκα να βάλω φωτιά στον κώλο της θείας μου, που δεν αντέχω άλλο να της έχει κολλήσει η βελόνα. Μη μου πεις ότι πιστεύεις ότι ο Διάβολος υπάρχει με τη χοντρή του ποντικοουρά κι αν υπάρχει ότι ήρθε στα μέρη μας; Μα καλά είσαι εντελώς μαλάκας;»
Μου ᾿ρχεται να της πω, πως ναι πως πιστεύω στον Διάβολο. Μα πάλι το γυρίζει και μου κάνει μ᾿ ένα χαμόγελο που με σκοτώνει:
«Ακόμα κι όταν ήμουνα μόνη μου σε σκεφτόμουνα. Μια φορά σε σκεφτόμουνα και το ᾿παιζα, αν θέλεις με πιστεύεις. Αφού μάλιστα κι ότι παντρευόμασταν σκεφτόμουνα, μάλιστα κάναμε και παιδιά».
Η κάθε της λέξη βελάκι με δηλητήριο που με καρφώνει.
«Κι αν είμαι πορνίδιο τι έγινε; Τι θες να κάνω δηλαδή; Βλέπεις να υπάρχει τίποτ᾿ άλλο για μένα; Μου ᾿κάνες ποτέ σου καμιά πρόταση;»
Κοντεύει να κλάψει λες.
Είμαι τσακισμένος τρέμω ολόκληρος, ποτέ δε μου ᾿χει τύχει κάτι τέτοιο, μου ᾿ρχεται να την αρπάξω και να τη σφίξω δυνατά, νομίζω πως ναι έπρεπε να το ᾿χα κάνει μα δεν μπόρεσα, δεν ξέρω γιατί δεν μπόρεσα. Κάτι εδώ πάλι με τρόμαζε.
Είχε χαθεί η ευκαιρία μέχρι να χωνέψω τα λόγια της. Είχα ξεχάσει ποιος είμαι και μέσα σ᾿ όλα να της μιλήσω για την κάμερα, πάει ξεχασμένο. Έφευγε κιόλας γρήγορα γρήγορα ολομόναχη κι αυτή τη φορά χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, κι εγώ ούτε μια λέξη ούτε μια κίνηση δεν μπόρεσα να σκεφτώ.
Αυτά. Μιλάμε για την πιο μαλακισμένη στιγμή της ζωής μου.
Ο πατέρας μου, μού έλεγε συχνά κάτι πράματα που δεν τα καταλάβαινα και που του τα ᾿λεγε κι εκείνου ο πατέρας του, όπως, ότι ο τυφλός βγάζει τα μάτια του παιδιού του, ή ακόμα ότι το δάσος θα καεί απ᾿ το ίδιο του το ξύλο, τώρα σήμερα το βράδυ αρχινίζω να ψιλοκαταλαβαίνω, ποιος ξέρει γιατί σηκώθηκε και έφυγε ο πατέρας μου, πού είναι κι αν σκέφτεται κάποιες στιγμές το γιο του, κι εγώ εξάλλου θα φύγω, η μάνα μου πάλι παρατημένη θα βρεθεί, μα της τα παίρνω όλα και δεν της φέρνω τίποτα, θ᾿ ανακουφιστεί αν φύγω νομίζω.
Όσα έλεγε ο πατέρας μου είναι αλήθεια το νιώθω τώρα, κοιτάζω το δεύτερο κερί που κιόλας καίει, δυο τρία ζουζούνια που γυρνάνε γύρω του, μα και που δε θέλουνε να καούνε, και πάει λέγοντας όλη νύχτα, το κερί θα πεθάνει πριν από αυτά.
Δεν ξέρω πού θα πάω δεν ξέρω καθόλου μα καθόλου, δε μου ᾿χει μείνει πια καρδιά, κλαίω τους δικούς μου κι όλα τα ρέστα.
Λέω τώρα γρήγορα το τέλος χωρίς πρόχειρο, δεν μπορώ να γράψω για πολύ.
Το παίρνω επιτέλους απόφαση, βουτάω την κάμερα και πάω να τη δω, πάω να της πω ό,τι θέλει εγώ μέσα, ελπίζω ότι τουλάχιστο θα μ᾿ ανοίξει την πόρτα.
Ήτανε χτες τ᾿ απόγευμα. Ο Σαμύ με φωνάζει όταν περνάω μπροστά στην Καμπάνα μού λέει ότι η σκυλοπαρέα ήρθε κι έφυγε, τα ᾿χανε ᾿κονομήσει μιας και ο Μπιγκ Τζο πούλησε στο Κλισύ τέσσερα χοντρά δερμάτινα μπουφάν που τα ᾿χε σουφρώσει από ένα φορτηγό σ᾿ ένα φανάρι, ο Σαμύ μου λέει ότι τα κοπανήσανε άγρια ότι παραείχανε ανάψει στο τέλος, ότι αρχινίσανε να μιλάνε για τη Λιλά τάχα, ότι θα καταλάβει κάποτε αυτή η βρωμοψηλομύτα, τι εστί βερίκοκο και γιατί όχι μάλιστα αμέσως κιόλας, και μετά φύγανε πάνε τουλάχιστον δυο ώρες, και δεν ξαναφανήκανε.
«Και πού πήγανε;» του λέω.
«Χαμπάρι δεν έχω. Στης Λιλά μου φαίνεται».
Δεν ξέρω γιατί ο φόβος μού σφίγγει το στομάχι, βγαίνω αρχινίζω να τρέχω, ορμάω ανεβαίνω γρήγορα γρήγορα, μπαίνω στης Λιλά απ᾿ την ορθάνοιχτη πόρτα κι αυτό που βλέπω δεν μπορώ να κάτσω να το πω.
Η θεία είναι πεταμένη ξάπλα σε μια γωνιά τα χέρια δεμένα δεν κουνάει, μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι, η Λιλά είναι δεμένη στον καναπέ με σκοινί, ο καναπές είναι τουμπαρισμένος στα πλάγια, ο Μπιγκ Τζο βαστάει τη Λιλά απ᾿ τους ώμους τής έχουνε σφηνώσει μια πατσαβούρα μες στο στόμα, ο Μουλούντ μοιάζει να την πηδάει, δυο τύποι του τετραγώνου ΣΤ της βαστάνε τα πόδια, έχει γείρει το κεφάλι πίσω και τα μάτια κλειστά.
Μπαίνω πάω καταπάνω τους, με κοιτάνε και χαχανίζουνε κι ένας μάγκας του τετραγώνου ΣΤ μου λέει για δες λίγο, θα μας τα πρήζει λιγότερο τώρα, αν θες μπες στη σειρά αναμονής, εγώ βαράω με την κάμερα, ουρλιάζω νομίζω, δε θυμάμαι τι λέω ο Μπιγκ Τζο και ο Μουλούντ την κοπανάνε σχεδόν αμέσως, τον Πτι Μωρίς τον Αλί και τον Ρουμπέν δεν τους βλέπω, ίσως να ᾿ναι δω μα δεν τους βλέπω, ούτε και τον Ζιλμπέρ αναποδογύρισαν και το τραπέζι, χύθηκε το συρτάρι χάμω γεμάτο μικροπράματα, αρπάζω ένα μαχαίρι τους το κουνάω μπροστά τους, οι άλλοι μου φωνάζουνε κόψ᾿ τις μαλακίες Σιμό, την κοπανάνε ο ένας μετά τον άλλον, τη στιγμή εκείνη βλέπω αίμα να τρέχει πάνω στα ορθάνοιχτα μπούτια της Λιλά, ξέρω τι πάει να πει, της βγάζω την πατσαβούρα που πέφτει σχεδόν από μόνη της, τής κόβω και τα σκοινιά, στην αρχή δε λέει τίποτα, το μόνο που κάνει είναι ν᾿ αναπνέει λαχανιασμένη, εκείνη τη στιγμή ανοίγει τα μάτια και με βλέπει.
Με βλέπει με το μαχαίρι στο χέρι ακριβώς φάτσα της, πατάει τις φωνές και συ ρε και συ, λες και τα ᾿χει παίξει εντελώς και το μάτι κόκκινο, και συ ρε και καθίκι καθίκι, η φρίκη σ᾿ όλο της το πρόσωπο, όλα τόσο γρήγορα, δεν ξέρω τι να της πω, η θεία της κάνει, πες, σαν να ψιλοκουνάει μα δε φτάνει για να σηκωθεί, εντάξει λέω δεν τη σκοτώσανε σκέφτομαι, όχι δεν τη σκοτώσανε κουνάει, έχω κόψει εν τέλει τα σκοινιά, πάω να της δώσω το χέρι θέλω να τη βοηθήσω τη Λιλά μα κάνει πίσω και ξεφωνίζει μη μη μη, το πόδι της χτυπάει την κάμερα χάμω σκοντάφτει, εδώ νομίζω έκανα το λάθος, ήθελα για να την καθησυχάσω να την πλησιάσω να την πάρω απ᾿ το χέρι, παραπήγα κοντά της ξεχνάω πως κρατάω το μαχαίρι, το παράθυρο πίσω της ορθάνοιχτο, η Λιλά γέρνει πίσω και ξεφωνίζει μη μη καθίκι, περνάει πάνω απ᾿ το περβάζι με τεντωμένα τα χέρια, πέφτει τη χάνω απ᾿ τα μάτια, σκύβω και είναι κιόλας πέντε ορόφους πιο κάτω τσακισμένη ολομόναχη και νεκρή μόνο με τα μαλλιά της να κουνάνε λίγο και το αίμα στα μπούτια της από κει που είμαι να μη βλέπω τίποτ᾿ άλλο.
Έχω κάτι λίγα ακόμη να πω, όχι πολλά.
Κατέβηκα κι εγώ, πώς δεν ξέρω ούτε που θυμάμαι τις σκάλες, έπρεπε να πηδήξω κι εγώ, κάτω είχανε μαζευτεί κιόλας και την κοιτάγανε το κεφάλι σμπαράλια και τα μάτια ανοιχτά.
Να λένε νοσοκομείο την καημενούλα, την αστυνομία.
Και όλα γίνανε πολύ γρήγορα μα δεν τα πολυθυμάμαι, με πιάσανε οι μπάτσοι, μου είπανε άντε ξέρασέ τα ρε τη βίασες με τους άλλους και τη σπρώξατε λέγε, μα η θεία που ᾿χε βγάλει το κεφάλι απ᾿ τη σακούλα είπε ότι δεν ήμουνα εγώ, και κάποιος άλλος το ᾿πε που κοιτούσε απ᾿ το κατώφλι, τους είπα όσα ήξερα μα για τη μέρα εκείνη μόνο, τίποτα για τις άλλες μέρες αυτό είναι το δικό μου μυστικό, δεν είναι για μπάτσους ούτε για κανένα. Αυτά είναι για μένα μόνο για να τα γράφω. Δεν τα ᾿χουνε μαζί μου οι μπάτσοι μου το ᾿πανε, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω είμαι ελεύθερος. Καλό κι αυτό να ᾿μαι ελεύθερος, τους λέω ευχαριστώ πολύ καλή σας μέρα.
Και τον Σαμύ τον στριμώξανε με ερωτήσεις.
Πιάσανε τρεις τέσσερις απ᾿ την παρέα, μα σιγά τώρα τα λάχανα.
Και λένε ότι η θεία δεν έλεγε να σταματήσει να μιλάει, μιλάμε τώρα για το γεγονός της ζωής της.
Ο θάνατος μου συμβαίνει για πρώτη φορά, δεν το περίμενα.
Θα σβήσει το κερί μου σε τέσσερα πέντε λεπτά και θα πέσει σκοτάδι κι αγέρας συνάμα. Δε γυρνάω σπίτι το ᾿χω πάρει απόφαση, θα περάσω τη νύχτα εδώ θα περιμένω ν᾿ ανοίξουνε τα ταχυδρομεία και θα στείλω αυτά αύριο δεν ξέρω πού.
Όλη μου τη ζωή ήμουνα εμπόδιο για όλους, ήμουνα περίσσιος ποτέ μου δεν έπρεπε να γεννηθώ μα τι να κάνουμε τώρα.
Δεν υπήρχε τίποτ᾿ άλλο από τη Λιλά, τη Λιλά και τι έλεγε, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να με καταλάβει, τίποτ᾿ άλλο δεν υπήρχε.
Δε θα τη δω τώρα ξανά ποτέ θα την κάψουνε είπανε, δε θα την ξαναδώ κι αυτό είναι όλο.
Αν κάποτε είχα ελπίσει για κατιτίς εδώ τώρα όλα τελειώσανε τελειώσανε, άρα βλέπεις ότι η ελπίδα δεν πουλιέται δεν αγοράζεται ακόμα και μαγαζάρα να είναι δεν έχει τέτοιο πράμα στα ράφια του, κι ούτε μπορείς να το σουφρώσεις από κανέναν άλλον, ακόμα και τη λέξη δεν την ξέρεις πια κάποια στιγμή και τη σβήνεις απ᾿ το κεφάλι σου. Και τι άλλο θα μπορούσα να πω, ξέρω ᾿γώ, ολομόναχος μες στα χαλάσματα και τη νύχτα να πέφτει, ανάστατος είμαι και με πλακώνει η στεναχώρια.
Και λέω κάτι άλλο ότι ο Διάβολος υπάρχει, ο Θεός δεν είμαι σίγουρος μα ο Διάβολος ναι, αυτός είναι εδώ παντού και ο παράδεισος πουθενά, γιατί η κόλαση δεν αποδεικνύει τον παράδεισο.
Πρέπει όμως τώρα να τα πω όλα, ήρθα με δυο κεριά για να κάνω τουλάχιστο την προσπάθεια, μα έχω κιόλας την εντύπωση ότι δε ζω πια, ότι ο αγέρας με ταρακουνάει σαν πούπουλο ότι η βροχή με διαπερνάει και με βαράει στα κόκαλα. Μιλάω και δε λέω τίποτα, αποφασίζω να πάω δεξιά και πάω αριστερά έτσι κάνω από προχτές δεν ξέρω το πού βρίσκομαι, δεν αναγνωρίζω πια τίποτα, ρωτάω το δρόμο μου στο γραφείο εύρεσης αντικειμένων σαν να λέμε, και πάλι έκανα λάθος όροφο.
Νά, είχα βρει μια κάμερα. Ο Σαμύ είχε μία και μου τη δάνειζε, παλιατσαρία ήτανε μα δούλευε ακόμα και είχε και λίγη ταινία μαζί. Όχι πως καταχάρηκα εδώ που τα λέμε, γιατί αναρωτιόμουνα αν θα βαστούσανε πραγματικά τα πόδια μου να τη φιλμάρω όπως ήθελε, την ώρα που θα της τον βάζανε κάνα δυο καυλωμένοι με μάσκα κι εγώ να λέω στον εαυτό μου τι παριστάνω τώρα εδώ μέσα, μού λες εσύ γιατί το κάνω, θα ᾿χω κι εγώ λίγη ζαχαρίτσα ή όχι, τις προάλλες μου ᾿χε μιλήσει για ένα γερό τσιμπούκι, να με κάνει σωστή έκρηξη ευτυχίας στο στόμα της, δεν ξεχνιούνται κάτι τέτοια μα εγώ πιο πολλά ζητούσα.
Απ᾿ την άλλη η καρδιά μου πατούσε φρένο, ανάγκη είχε τώρα από τέτοια, μάλλον άλλα πράματα είχε ανάγκη κι αυτά τα άλλα σκεφτόμουνα: θα τη χάσεις αν σε γλείψει, θα γίνεις ένας γαμιάς σαν όλους τους άλλους, ένας πάνω ένας κάτω δε θα ᾿χεις κάνει ούτε βήμα στο συναίσθημα, αυτό που μετράει είναι που ξεχώρισες στα μάτια της, είναι το μόνο πράμα που μετράει στον κόσμο, σου φωνάζει γεια σε σένα κι όχι στους άλλους, σου μιλάει σου σηκώνει και τις φούστες της, ενώ έτσι και κάνεις το μεγάλο μοιραίο βήμα και στηθείς στην ουρά όσων τη βρίσκουνε μαζί της, μπαίνεις στο ασκέρι των ανώνυμων, δεν είσαι παρά μόνο φυλλαράκι στο δέντρο κι αλίμονο σου όταν έρθει φθινόπωρο και αγέρας.
Όλα αυτά μου φέρνανε πλάκωμα, σηκωνόμουνα τη νύχτα για να κοιτάξω την κάμερα, αναρωτιόμουνα: της το λέω ή όχι; Δε μου ᾿κάνε καθόλου μα καθόλου κέφι να γίνω παρτουζοκαμεραμάν της, μπορώ ακόμα και να πω ότι φοβόμουνα μην πονέσω την ώρα που θα την έβλεπα να γαμιέται με άλλους, δεν είμαι απ᾿ αυτούς που θα πουν κι από πάνω ευχαριστώ για κάτι τέτοια δώρα, φοβόμουνα μην πάρω ανάποδες και τα κάνω λίμπα και τη χάσω για τα καλά, αντίο για πάντα.
Κι απ᾿ την άλλη σκεφτόμουνα: αν δεν το κάνεις εσύ θα το κάνει κάποιος άλλος. Μάγκες με βίτσιο το μπανιστήρι δεκατρείς στην ντουζίνα βρίσκεις. Κι αν της μπήκε της Λιλά τέτοιο πράμα στο κεφάλι θα το κάνει, σίγουρο σαν την επιστροφή του χειμώνα. Καλύτερα να ᾿σαι συ παρά κάποιος ξένος. Αλλιώς δεν έπρεπε να την αφήσεις να σ᾿ τον παίξει στο δίτροχο. Μα πάλι μπορεί να σκεφτόμουνα τέτοια για να πάρω κουράγιο, δεν ξέρω ποτέ τίποτα για τις σκέψεις μου.
Εξηγώ καλά πώς ήμουνα τη βδομάδα πριν απ᾿ όλα αυτά, κομφούζιο σκέτο, πήγαινα να της πω και δεν πήγαινα, μέχρι και η αδερφή μου η μικρή το παρατήρησε, με ρώτησε αν ήμουνα λέει ερωτευμένος ή και δυστυχισμένος ή ακόμη αν είχα ακούσει για μια δουλειά κάπου, της είπα όχι τίποτα.
Κάθομαι τώρα εδώ στο γραφείο μου ποτέ δεν ήτανε πιο δύσκολο να γράψω, μόλις άναψα ένα κερί και το κόλλησα σ᾿ ένα κομμάτι γύψο, τα κεριά τα σούφρωσα απ᾿ τη γειτόνισσα όταν της ανέβασα τα γράμματα, έτσι κι αλλιώς δεν τα μεταχειρίζεται ποτέ είναι σχεδόν τυφλή, κάθομαι εδώ και γράφω στο σκοτάδι σχεδόν κάνει λίγο κρύο, ακούγεται ότι πάει πια αυτό το μέρος θα ξαναρχίσουνε δουλειά και σε λίγο θα παραείναι χειμώνας για να κάθομαι εδώ, οι μέρες μικραίνουνε, ήτανε το θερινό μου γραφείο τίποτ᾿ άλλο.
Θα γράψω πολλή ώρα σήμερα το βράδυ, δεν ξέρω αν θα μου φτάσουνε τα δυο κεριά.
Κακάσχημα γράφω ούτε που μπορώ να βγάλω τα γράμματά μου για να καθαρογράψω. Ποτέ μου δεν έγραψα τόσο άσχημα.
Τρεις μέρες πριν απ᾿ αυτό ο Μουλούντ και ο Ρουμπέν μου ᾿χανε πάλι πει ότι είδανε τη Λιλά να φεύγει σε λιμουζίνα ή κάτι τέτοιο, πάντα ίδιος τύπος αυτοκινήτου κουρτινάτο, μα δεν το ᾿χω καθόλου για σίγουρο αυτό προπάντων τώρα, νομίζω πως φαντασιώνανε ξεσαλεμένοι με την πάρτη της, και πως ακόμα θέλανε από τότε να τη βρωμίσουνε.
Βλέπω ότι ζορίζομαι για να τα πω αυτά μες στη νύχτα, δεν κάνω κέφι να γράψω καλά, έτσι κι αλλιώς εγώ δε θα γράψω ποτέ πια, άμα δε μου μιλάει άλλο τι να γράφω άλλωστε και γιατί.
Η μάνα μου δε με είδε να γυρίζω σπίτι θα σκέφτεται ότι τραβιέμαι σε τίποτα καταγώγια και θα με καταριέται με την πολύ μπάσα της φωνή.
Τη Λιλά τη συνάντησα τρεις ώρες πιο μετά, περπατούσε σιγά σιγά στο δρόμο, έσερνε τα πόδια της, τα χέρια πίσω απ᾿ την πλάτη, την πρόφτασα τη ρώτησα πού πήγε μ᾿ εκείνο το αμάξι μου λέει ποιο αμάξι, έμοιαζε να βγαίνει από ταξίδι.
«Οι κολλητοί μου σε είδανε», της λέω.
«Με είδανε να κάνω τι;»
«Ν᾿ ανεβαίνεις σ᾿ ένα αμάξι και να φεύγεις».
«Πότε δηλαδή;»
«Σήμερα πριν λίγο».
«Οι κολλητοί σου είναι βλαμμένοι της μάνας τους», μου λέει, «ακόμη να το πάρεις χαμπάρι; Ο Ρουμπέν μέχρι το δώδεκα δεν ξέρει να μετρήσει και ζέχνει τόσο πολύ που ακόμα και τα μυρμήγκια τον πάνε από μακριά. Ο Αλί είδες καθόλου τα δόντια του; Αυτουνού δεν του χρειάζεται οδοντίατρος, τζακά θέλει. Του Μουλούντ του ᾿χει κολλήσει η βελόνα στο σεξ, για κείνονα ο κόσμος όλος είναι κώλος και τίποτ᾿ άλλο, είναι απ᾿ τα γελοία άτομα που τρομάζουνε τα κορίτσια, τραβάει μαλακία σίγουρα τέσσερις φορές τη μέρα, σε σημείο να παθαίνει φλεγμονή στον αγκώνα και ο Πτι Μωρίς με τις παρλαπίπες του τού κώλου και το πράσινό του δέρμα, μιλάει για να μη θυμάται το μπόι του, απέχει τόσο πολύ απ᾿ τον ουρανό που μπορείς να τον μπερδέψεις με λιποθυμιάρικο χορτάρι αυτό που τρών᾿ οι γάτες για να ξερνάνε».
Και σκασμένη στην τσαντίλα όλοι πέφτουνε στο στόμα της, ο Μπιγκ Τζο που είναι βλάκας με πατέντα, τόσο μαλάκας που ακόμα και οι άλλοι το παρατηρήσανε, κι οι άλλοι βράζουνε στο ίδιο καζάνι, βρωμόφραγκοι ή μη φλατ όλοι τους καραγκιοζάκια. Ποτέ δεν την είχα ακούσει να μιλάει έτσι με τέτοια βίαιη ειλικρίνεια, αφού και μου κάνει εντύπωση ότι τους γνωρίζει όλους με τα ονόματά τους.
«Όλοι τους είναι τιποτένιοι κι εκτρώματα, απολειφάδια ανθρώπου. Δεν τους κοιτάω όταν περνάω με τρώει ο φόβος μη λερωθούν τα μάτια μου, οπότε κι αυτοί μου κρατάνε κακία, με φτύνουνε το ξέρω. Μα φτύνεις την κεφαλή του ψαριού που η θάλασσα ολόκληρη δεν μπορεί να το βρέξει. Δεν μπορούνε τίποτα μα τίποτα να μου κάνουνε. Πορνίδιο με ανεβοκατεβάζουν και λοιπόν; Κι αν τη βρίσκω ε, Σιμό; Αν γουστάρω να είμαι πορνίδιο; Δεν είμαι εγώ γι᾿ αυτούς, αυτό τουλάχιστο το ξέρουνε και τουλάχιστο σ᾿ αυτό δεν έχουνε άδικο. Θα προτιμούσα όλα τα καθίκια του κόσμου παρά αυτούς τους σκατοκαημένους, παραέχουνε μύγες κολλημένες στον κώλο, ωραίο θέαμα θα ᾿ναι τα βρακιά τους και στο κάτω κάτω στ᾿ αρχίδια μου ό,τι θένε μπορούνε να λένε, τα λόγια τους δε μ᾿ ακουμπάνε.
Σταματάει λίγο και μετά έρχεται η σειρά μου:
«Ώρες ώρες πονάω να σε βλέπω μαζί τους Σιμό. Σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι πονάω, δε μένετε στον ίδιο όροφο. Κι αυτό το ξέρω βλέπεις. Γι᾿ αυτό και είμαι καλή μαζί σου τουλάχιστο. Γιατί είμαι καλή αλήθεια, γι᾿ αυτό τουλάχιστο δεν μπορείς να πεις τίποτα».
Δεν της λέω τίποτα γι᾿ αυτό.
Τα ᾿χω παίξει λίγο μ᾿ όσα μου συμβαίνουνε τώρα, φυσικά και δεν περίμενα κάτι τέτοιο, ξάφνου αρχινίζει να μου μιλάει για μένα αυτοπροσώπως, που ποτέ πριν. Και είναι αλήθεια ότι κάπως σου φαίνεται να τη βλέπεις έτσι ολομόναχη να περπατάει σιγά σιγά στο δρόμο.
Έρχεται και κολλάει πάνω μου στ᾿ αλήθεια, κάλμαρε φαίνεται, με κοιτάει όπως καμιά άλλη. Στέκομαι την κοιτάω, θα μπορούσε να μου ζητήσει ακόμα και το θάνατο.
«Μα ώρες ώρες σκέφτομαι πως είσαι σαν τους άλλους», μου κάνει, «ότι δεν αξίζεις καλύτερα. Ότι έχεις τη ζωή στενόμυαλη μπροστά σου, ότι δε σκέφτεσαι τίποτα. Γιατί οι άντρες, σ᾿ το ᾿ χω ξαναπεί, πάντα εδώ την έχουνε τη βλάβη».
Ακουμπάει μαλακά μαλακά το κεφάλι της με το χέρι, όταν τα λέει:
«Μόνο αυτό υπάρχει Σιμό, καταλαβαίνεις, μόνο αυτό. Τα υπόλοιπα είναι μόνο σκόνη. Ή έχεις κάτι εκεί μέσα ή δεν έχεις, κι εγώ νόμιζα ότι είχες κάτι λίγο. Θέλω να πω: λίγο περισσότερο απ᾿ τους άλλους να πούμε».
Πονάει να τ᾿ ακούς όλα αυτά, κι από πάνω δεν ξέρω τι μπαλάκι να της πετάξω πίσω.
Και το χοντραίνει κι άλλο και νά τι λέει η Λιλά:
«Κι από πάνω εγώ νόμιζα ότι σε είχα για φίλο. Γνώριζες όλα μου τα μυστικά, μα έκανα λάθος για σένα, κάλπικος σαν όλους τους άλλους είσαι».
Κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοίρες και φεύγει μα όχι μακριά, στρίβει πάλι προς τη μεριά μου και μου λέει:
«Το αμάξι; Ε και λοιπόν τι το αμάξι; Δεν έχω το δικαίωμα πουχου να ᾿ χω φίλους; Φίλους που με πάνε τσάρκα άμα γουστάρω; Δεν έχω εγώ τέτοιο δικαίωμα; Μήπως σου πέφτει λόγος;
Της κάνω νόημα ότι δε μου πέφτει.
«Επειδή σου την έπαιξα μια φορά, σου πέφτει λόγος;»
«Όχι όχι», λέω.
Και τώρα ξάφνου όλα μπερδεύονται, μου κάνει:
«Όσα σου είπα για το Διάβολο, το ᾿ξερες ότι δεν είν᾿ αλήθεια, ότι τα ᾿χα σκαρώσει για ν᾿ ανάψω λίγο τη θεία μου, το ᾿ξερες μα δεν το ᾿πες. Γιατί δεν το ᾿πες;»
Δεν απαντάω τίποτα.
«Θα μπορούσες να σταματήσεις το μπουνίδι πριν καν αρχίσει κι όλο αυτό το μπάχαλο μαζί μα δεν το ᾿κανες, δεν είπες τίποτα. Εγώ το μόνο που ᾿θελα ήτανε να σπάσω πλάκα να βάλω φωτιά στον κώλο της θείας μου, που δεν αντέχω άλλο να της έχει κολλήσει η βελόνα. Μη μου πεις ότι πιστεύεις ότι ο Διάβολος υπάρχει με τη χοντρή του ποντικοουρά κι αν υπάρχει ότι ήρθε στα μέρη μας; Μα καλά είσαι εντελώς μαλάκας;»
Μου ᾿ρχεται να της πω, πως ναι πως πιστεύω στον Διάβολο. Μα πάλι το γυρίζει και μου κάνει μ᾿ ένα χαμόγελο που με σκοτώνει:
«Ακόμα κι όταν ήμουνα μόνη μου σε σκεφτόμουνα. Μια φορά σε σκεφτόμουνα και το ᾿παιζα, αν θέλεις με πιστεύεις. Αφού μάλιστα κι ότι παντρευόμασταν σκεφτόμουνα, μάλιστα κάναμε και παιδιά».
Η κάθε της λέξη βελάκι με δηλητήριο που με καρφώνει.
«Κι αν είμαι πορνίδιο τι έγινε; Τι θες να κάνω δηλαδή; Βλέπεις να υπάρχει τίποτ᾿ άλλο για μένα; Μου ᾿κάνες ποτέ σου καμιά πρόταση;»
Κοντεύει να κλάψει λες.
Είμαι τσακισμένος τρέμω ολόκληρος, ποτέ δε μου ᾿χει τύχει κάτι τέτοιο, μου ᾿ρχεται να την αρπάξω και να τη σφίξω δυνατά, νομίζω πως ναι έπρεπε να το ᾿χα κάνει μα δεν μπόρεσα, δεν ξέρω γιατί δεν μπόρεσα. Κάτι εδώ πάλι με τρόμαζε.
Είχε χαθεί η ευκαιρία μέχρι να χωνέψω τα λόγια της. Είχα ξεχάσει ποιος είμαι και μέσα σ᾿ όλα να της μιλήσω για την κάμερα, πάει ξεχασμένο. Έφευγε κιόλας γρήγορα γρήγορα ολομόναχη κι αυτή τη φορά χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, κι εγώ ούτε μια λέξη ούτε μια κίνηση δεν μπόρεσα να σκεφτώ.
Αυτά. Μιλάμε για την πιο μαλακισμένη στιγμή της ζωής μου.
Ο πατέρας μου, μού έλεγε συχνά κάτι πράματα που δεν τα καταλάβαινα και που του τα ᾿λεγε κι εκείνου ο πατέρας του, όπως, ότι ο τυφλός βγάζει τα μάτια του παιδιού του, ή ακόμα ότι το δάσος θα καεί απ᾿ το ίδιο του το ξύλο, τώρα σήμερα το βράδυ αρχινίζω να ψιλοκαταλαβαίνω, ποιος ξέρει γιατί σηκώθηκε και έφυγε ο πατέρας μου, πού είναι κι αν σκέφτεται κάποιες στιγμές το γιο του, κι εγώ εξάλλου θα φύγω, η μάνα μου πάλι παρατημένη θα βρεθεί, μα της τα παίρνω όλα και δεν της φέρνω τίποτα, θ᾿ ανακουφιστεί αν φύγω νομίζω.
Όσα έλεγε ο πατέρας μου είναι αλήθεια το νιώθω τώρα, κοιτάζω το δεύτερο κερί που κιόλας καίει, δυο τρία ζουζούνια που γυρνάνε γύρω του, μα και που δε θέλουνε να καούνε, και πάει λέγοντας όλη νύχτα, το κερί θα πεθάνει πριν από αυτά.
Δεν ξέρω πού θα πάω δεν ξέρω καθόλου μα καθόλου, δε μου ᾿χει μείνει πια καρδιά, κλαίω τους δικούς μου κι όλα τα ρέστα.
Λέω τώρα γρήγορα το τέλος χωρίς πρόχειρο, δεν μπορώ να γράψω για πολύ.
Το παίρνω επιτέλους απόφαση, βουτάω την κάμερα και πάω να τη δω, πάω να της πω ό,τι θέλει εγώ μέσα, ελπίζω ότι τουλάχιστο θα μ᾿ ανοίξει την πόρτα.
Ήτανε χτες τ᾿ απόγευμα. Ο Σαμύ με φωνάζει όταν περνάω μπροστά στην Καμπάνα μού λέει ότι η σκυλοπαρέα ήρθε κι έφυγε, τα ᾿χανε ᾿κονομήσει μιας και ο Μπιγκ Τζο πούλησε στο Κλισύ τέσσερα χοντρά δερμάτινα μπουφάν που τα ᾿χε σουφρώσει από ένα φορτηγό σ᾿ ένα φανάρι, ο Σαμύ μου λέει ότι τα κοπανήσανε άγρια ότι παραείχανε ανάψει στο τέλος, ότι αρχινίσανε να μιλάνε για τη Λιλά τάχα, ότι θα καταλάβει κάποτε αυτή η βρωμοψηλομύτα, τι εστί βερίκοκο και γιατί όχι μάλιστα αμέσως κιόλας, και μετά φύγανε πάνε τουλάχιστον δυο ώρες, και δεν ξαναφανήκανε.
«Και πού πήγανε;» του λέω.
«Χαμπάρι δεν έχω. Στης Λιλά μου φαίνεται».
Δεν ξέρω γιατί ο φόβος μού σφίγγει το στομάχι, βγαίνω αρχινίζω να τρέχω, ορμάω ανεβαίνω γρήγορα γρήγορα, μπαίνω στης Λιλά απ᾿ την ορθάνοιχτη πόρτα κι αυτό που βλέπω δεν μπορώ να κάτσω να το πω.
Η θεία είναι πεταμένη ξάπλα σε μια γωνιά τα χέρια δεμένα δεν κουνάει, μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι, η Λιλά είναι δεμένη στον καναπέ με σκοινί, ο καναπές είναι τουμπαρισμένος στα πλάγια, ο Μπιγκ Τζο βαστάει τη Λιλά απ᾿ τους ώμους τής έχουνε σφηνώσει μια πατσαβούρα μες στο στόμα, ο Μουλούντ μοιάζει να την πηδάει, δυο τύποι του τετραγώνου ΣΤ της βαστάνε τα πόδια, έχει γείρει το κεφάλι πίσω και τα μάτια κλειστά.
Μπαίνω πάω καταπάνω τους, με κοιτάνε και χαχανίζουνε κι ένας μάγκας του τετραγώνου ΣΤ μου λέει για δες λίγο, θα μας τα πρήζει λιγότερο τώρα, αν θες μπες στη σειρά αναμονής, εγώ βαράω με την κάμερα, ουρλιάζω νομίζω, δε θυμάμαι τι λέω ο Μπιγκ Τζο και ο Μουλούντ την κοπανάνε σχεδόν αμέσως, τον Πτι Μωρίς τον Αλί και τον Ρουμπέν δεν τους βλέπω, ίσως να ᾿ναι δω μα δεν τους βλέπω, ούτε και τον Ζιλμπέρ αναποδογύρισαν και το τραπέζι, χύθηκε το συρτάρι χάμω γεμάτο μικροπράματα, αρπάζω ένα μαχαίρι τους το κουνάω μπροστά τους, οι άλλοι μου φωνάζουνε κόψ᾿ τις μαλακίες Σιμό, την κοπανάνε ο ένας μετά τον άλλον, τη στιγμή εκείνη βλέπω αίμα να τρέχει πάνω στα ορθάνοιχτα μπούτια της Λιλά, ξέρω τι πάει να πει, της βγάζω την πατσαβούρα που πέφτει σχεδόν από μόνη της, τής κόβω και τα σκοινιά, στην αρχή δε λέει τίποτα, το μόνο που κάνει είναι ν᾿ αναπνέει λαχανιασμένη, εκείνη τη στιγμή ανοίγει τα μάτια και με βλέπει.
Με βλέπει με το μαχαίρι στο χέρι ακριβώς φάτσα της, πατάει τις φωνές και συ ρε και συ, λες και τα ᾿χει παίξει εντελώς και το μάτι κόκκινο, και συ ρε και καθίκι καθίκι, η φρίκη σ᾿ όλο της το πρόσωπο, όλα τόσο γρήγορα, δεν ξέρω τι να της πω, η θεία της κάνει, πες, σαν να ψιλοκουνάει μα δε φτάνει για να σηκωθεί, εντάξει λέω δεν τη σκοτώσανε σκέφτομαι, όχι δεν τη σκοτώσανε κουνάει, έχω κόψει εν τέλει τα σκοινιά, πάω να της δώσω το χέρι θέλω να τη βοηθήσω τη Λιλά μα κάνει πίσω και ξεφωνίζει μη μη μη, το πόδι της χτυπάει την κάμερα χάμω σκοντάφτει, εδώ νομίζω έκανα το λάθος, ήθελα για να την καθησυχάσω να την πλησιάσω να την πάρω απ᾿ το χέρι, παραπήγα κοντά της ξεχνάω πως κρατάω το μαχαίρι, το παράθυρο πίσω της ορθάνοιχτο, η Λιλά γέρνει πίσω και ξεφωνίζει μη μη καθίκι, περνάει πάνω απ᾿ το περβάζι με τεντωμένα τα χέρια, πέφτει τη χάνω απ᾿ τα μάτια, σκύβω και είναι κιόλας πέντε ορόφους πιο κάτω τσακισμένη ολομόναχη και νεκρή μόνο με τα μαλλιά της να κουνάνε λίγο και το αίμα στα μπούτια της από κει που είμαι να μη βλέπω τίποτ᾿ άλλο.
Έχω κάτι λίγα ακόμη να πω, όχι πολλά.
Κατέβηκα κι εγώ, πώς δεν ξέρω ούτε που θυμάμαι τις σκάλες, έπρεπε να πηδήξω κι εγώ, κάτω είχανε μαζευτεί κιόλας και την κοιτάγανε το κεφάλι σμπαράλια και τα μάτια ανοιχτά.
Να λένε νοσοκομείο την καημενούλα, την αστυνομία.
Και όλα γίνανε πολύ γρήγορα μα δεν τα πολυθυμάμαι, με πιάσανε οι μπάτσοι, μου είπανε άντε ξέρασέ τα ρε τη βίασες με τους άλλους και τη σπρώξατε λέγε, μα η θεία που ᾿χε βγάλει το κεφάλι απ᾿ τη σακούλα είπε ότι δεν ήμουνα εγώ, και κάποιος άλλος το ᾿πε που κοιτούσε απ᾿ το κατώφλι, τους είπα όσα ήξερα μα για τη μέρα εκείνη μόνο, τίποτα για τις άλλες μέρες αυτό είναι το δικό μου μυστικό, δεν είναι για μπάτσους ούτε για κανένα. Αυτά είναι για μένα μόνο για να τα γράφω. Δεν τα ᾿χουνε μαζί μου οι μπάτσοι μου το ᾿πανε, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω είμαι ελεύθερος. Καλό κι αυτό να ᾿μαι ελεύθερος, τους λέω ευχαριστώ πολύ καλή σας μέρα.
Και τον Σαμύ τον στριμώξανε με ερωτήσεις.
Πιάσανε τρεις τέσσερις απ᾿ την παρέα, μα σιγά τώρα τα λάχανα.
Και λένε ότι η θεία δεν έλεγε να σταματήσει να μιλάει, μιλάμε τώρα για το γεγονός της ζωής της.
Ο θάνατος μου συμβαίνει για πρώτη φορά, δεν το περίμενα.
Θα σβήσει το κερί μου σε τέσσερα πέντε λεπτά και θα πέσει σκοτάδι κι αγέρας συνάμα. Δε γυρνάω σπίτι το ᾿χω πάρει απόφαση, θα περάσω τη νύχτα εδώ θα περιμένω ν᾿ ανοίξουνε τα ταχυδρομεία και θα στείλω αυτά αύριο δεν ξέρω πού.
Όλη μου τη ζωή ήμουνα εμπόδιο για όλους, ήμουνα περίσσιος ποτέ μου δεν έπρεπε να γεννηθώ μα τι να κάνουμε τώρα.
Δεν υπήρχε τίποτ᾿ άλλο από τη Λιλά, τη Λιλά και τι έλεγε, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να με καταλάβει, τίποτ᾿ άλλο δεν υπήρχε.
Δε θα τη δω τώρα ξανά ποτέ θα την κάψουνε είπανε, δε θα την ξαναδώ κι αυτό είναι όλο.