Σιμό: Τι λέει η Λιλά
|
Ένα ποιητικό, πορνογραφικό αριστούργημα.
Ένα ποιητικό, πορνογραφικό αριστούργημα, γεμάτο ερωτισμό, θλίψη και απόγνωση για τις παραπεταμένες στοιβαγμένες ζωές εκεί κάπου στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού. Το κείμενο παρουσιάστηκε στα Γαλλικά γράμματα το 1996 με συγγραφέα 'Σιμό", δημιουργώντας μεγάλη αίσθηση. Ο συγγραφέας τόσα χρόνια μετά είναι ακόμη άγνωστος. Το εξώφυλλο της Ελληνικής έκδοσης τού βιβλίου γράφει «Το χειρόγραφο, ανορθόγραφο και κακογραμμένο σε δυο φτηνά τετράδια, έφτασε στα χέρια του Γάλλου εκδότη μέσω ενός δικηγόρου. »Ποιος είναι ο συγγραφέας; Κάποιος γνωστός λογοτέχνης που κρύβεται πίσω από την ανωνυμία ή ένας σχεδόν αγράμματος Άραβας μετανάστης; Όπως έγραψε η κριτική, «είναι αδιάφορο». Στην πρώτη περίπτωση, η απάτη μάς χάρισε ένα ασυνήθιστο μυθιστόρημα, παράδοξο, τρυφερό ζωντανό. Στη δεύτερη «ας χαιρετήσουμε έναν καινούργιο συγγραφέα». Η δική μου άποψη, κρίνοντας από το αριστουργηματικό ύφος, είναι ότι πίσω του κρύβεται ένας σπουδαίος συγγραφέας. Βλέπεις τα θαύματα δεν γίνονται κάθε μέρα. Πάνω από όλα το ύφος. Η απόλαυση τής γραφής. Οι χυμοί τής γλώσσας. Η μαστοριά τού συγγραφέα να δίνει τόση δύναμη στην προφορικότητα. Το μυθιστόρημα αγκαλιάζει δυο θέματα: Πρώτον τις επινοήσεις τού ερωτισμού, μιας απίστευτης ποικιλίας, που γεννά το μυαλό ενός νυμφίδιου τής Λιλά, που κάθε στιγμή σε εκπλήσσει, και δεν ξέρεις αν είναι επινοήσεις μιας δεκαπεντάχρονης παρθένας ή μιας ξεσκολισμένης βιτσιόζας με προνομιούχο αλλά και θύμα συγχρόνως το Σιμό, ένα εικοσάχρονο που προσπαθεί να ξεφύγει από το επαναλαμβανόμενο τίποτα τής κάθε μέρας, την έλλειψη κάθε προοπτικής μέσα σ᾿ ένα προάστιο μεταναστών στα περίχωρα του Παρισιού. Στο τέλος, με το αίμα κατά το βιασμό από τούς φίλους του Σιμό, διαφαίνεται ότι είναι ερωτικές φαντασιώσεις μιας παρθένας, προς τον έρωτα της, το Σιμό. Ένας ερωτισμός σαν φυσικό φαινόμενο, ένας καταιγισμός από λιακάδες απρόσμενης γλυκύτητας, εναλλασσόμενες με φόβους για μελλοντικά τσουνάμια, που φέρνουν όλα μαζί ίλιγγο στο Σιμό. Δεύτερον την ζωή σε ένα εξαθλιωμένο προάστιο μεταναστών. Την ασφυξία τής ζωής μέσα στη φτώχια, την έλλειψη κάθε προοπτικής, την καθημερινή ομοιομορφία, όπου σαν ένας άγγελος ομορφιάς πέφτει η Λιλά, για να χαρίσει ποίηση ομορφιά αλλά μαζί και φόβο με τις ερωτικές φαντασιώσεις της με αποδέκτη τυχερό άτυχο το Σιμό. |
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Και να τι μου λέει πάλι:
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
............................................................................................................................................................................................................................................
Και δώσ᾿ του, μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η ψυχή μου απόψε».
«Απόψε και μόνο τής κάνω;».
«Όχι και καλά».
«Το ᾿δειξες και σε άλλους;»
Μ᾿ αυτή τη φωνή της κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά, μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που μού λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι» μού ξαναλέει…
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δεν φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτε δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου, αλλιώς πάπαλα!
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να πονέσει η φωνή της. Είναι σαν τη γλωσσίτσα κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι ακόμα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ, ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα, και ρε συ τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, χωρίς μια στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της, μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα» τής λέω.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, αλλά για τη ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια, και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται με τα μάτια κλειστά και κείνη τη στιγμή ανοίγει διάπλατα τα πόδια της, κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτἀζει ξαφνικά, σγουρό αλήθεια μα το Θεό μου, ίδιο η μύτη με τις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου, αυτό βλέπω μόνο, το αστέρι από κάτω, πόσο άραγε να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία μου, και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου, στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, έρχεται κοντά μου, στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει και σηκώνοντας το κεφάλι της μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι» τής κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα» μου λέει με τα μάτια της διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Και μετά ξέρεις κάτι» μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί; μου λέει:
«Δεν είναι πράγματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Μού δίνει ακόμα λίγο το αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, ουράνιο πρόσωπο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μου μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες, μια φωνή για να πιστέψεις τα θάματα.
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
............................................................................................................................................................................................................................................
Και δώσ᾿ του, μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η ψυχή μου απόψε».
«Απόψε και μόνο τής κάνω;».
«Όχι και καλά».
«Το ᾿δειξες και σε άλλους;»
Μ᾿ αυτή τη φωνή της κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά, μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που μού λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι» μού ξαναλέει…
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δεν φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτε δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου, αλλιώς πάπαλα!
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να πονέσει η φωνή της. Είναι σαν τη γλωσσίτσα κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι ακόμα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ, ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα, και ρε συ τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, χωρίς μια στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της, μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα» τής λέω.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, αλλά για τη ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια, και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται με τα μάτια κλειστά και κείνη τη στιγμή ανοίγει διάπλατα τα πόδια της, κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτἀζει ξαφνικά, σγουρό αλήθεια μα το Θεό μου, ίδιο η μύτη με τις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου, αυτό βλέπω μόνο, το αστέρι από κάτω, πόσο άραγε να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία μου, και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου, στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, έρχεται κοντά μου, στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει και σηκώνοντας το κεφάλι της μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι» τής κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα» μου λέει με τα μάτια της διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Και μετά ξέρεις κάτι» μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί; μου λέει:
«Δεν είναι πράγματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Μού δίνει ακόμα λίγο το αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, ουράνιο πρόσωπο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μου μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες, μια φωνή για να πιστέψεις τα θάματα.
«Τα δέντρα είναι φτυστά εμείς, φυτεμένα σαν πράματα και γιατί δεν ξέρουνε, σαν και μάς σού λέω να το κουνήσουμε δεν μπορούμε, θα μού πεις ότι και τα δέντρα μια από τα ίδια, μα τούτα εδώ ακόμα χειρότερα, μες στη μαύρη ασχήμια κάτω απ᾿ τον γκρίζο ήλιο, τα κουβαλάνε απ᾿ αλλού, άσε που είναι όλα ίδια, ποικιλία για παρέα δεν έχουν, μήτε θάμνο μήτε λουλούδια , ένα δέντρο κάθε δεκαπέντε μέτρα ίσια στην ευθεία, η μάνα μου λέει ότι το πρωί όταν φεύγει νωρίς αν φυσάει τα ακούει να κλαίνε».
«Οι άλλοι στο γυμνάσιο ξέρανε μόνο να σκυλοβρίζουνε, να χασμουριούνται, να τρίζουνε τα δάχτυλά τους, να κλάνουνε λες και κάνανε διαγωνισμό, να γράφουνε βρωμομαλακίες παντού ακόμα και με δάχτυλα σκατωμένα. Και λέω στον εαυτό μου ότι ίσως ήταν μεγάλη μαλακία να μην επωφελείται κανείς απ᾿ το σχολείο, να μη σκέφτεται τίποτα παρά το χαβαλέ το τσιγαριλίκι το να τα κάνει γυαλιά καρφιά εδώ και εκεί, το να ξετρυπώνει και κάποιο ψιλό, όλα εφήμερα, επομένως όταν βγαίνεις μοιάζεις κιόλας γέρος και δεν ξέρεις τίποτα μα τίποτα τίποτα, και δε φτάνουν όλ᾿ αυτά οι μπάτσοι σ᾿ έχουν μάθει, σ᾿ αμολάνε λιγδιάρη στην τσιμεντένια φύση, νάνι δουλειά γιοκ νάνι, δε σκέφτεσαι πια ούτε να βρίσεις και γιατί να σού δώσουν δουλειά αφού δεν ξέρεις την τύφλα σου. Άντε στη στενή ουστ» !
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου».
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου».
«Άσε που κοιμάσαι δεν κοιμάσαι ένα και το αυτό, η μέρα πάντα ίδια ξημερώνει, αισθάνομαι τόσο χρήσιμος όσο μια καρέκλα στο ταβάνι, κι από κάτω οι άλλοι βαστάνε τούς τοίχους μπας και τούς πέσουν. Τη μια μέρα λαπά την άλλη μακαρόνια, χωρίς βέβαια να αλλάζει και τίποτα απ᾿ τη Δευτέρα ως το Σάββατο, ίσως μόνο ο καιρός, κι αυτό όχι κάθε μέρα κι ίσως να είναι γι᾿ αυτό που οι άλλοι κι εγώ μιλάμε πάντα με τις ίδιες λέξεις, γιατί πάντα τα ίδια βλέπουμε, κι αυτό πάλι είναι ένας τρόπος να χαζεύει η γλώσσα μας και μαζί με τη γλώσσα όλα τ᾿ άλλα, πες πως είναι ρούχα που στενεύουνε και που στο τέλος δε χωράς πια, σού φαίνεται ότι παραβιάστηκες να μεγαλώσεις κι ότι ξανάπες δέκα χιλιάδες φορές τα ίδια, τι μιζέρια κι αυτή ν᾿ ακούς να μιλάνε οι άλλοι, ίδιες σκέψεις ίδιες λέξεις, καλύτερα να το βουλώνεις και να μη σκέφτεσαι πια καθόλου, μού φέρνει πόνο πια να σκέφτομαι ώρες ώρες όπως το πρωί όταν πρέπει να βάλεις τα τζιν μακό αρβύλες σου κάθε μέρα τα ίδια κάθε μέρα τα ίδια, χαζεύεις τις επιδείξεις μόδας στην τιβί όπου οι μάγκες είναι ντυμένοι αδελφίστικα, μέχρι και φτερά στον κώλο, ακούς εκεί, αποτέλεσμα να σπάνε τουλάχιστο λίγη πλάκα, ότι υπάρχουνε γκόμενες ακόμα και γκόμενοι που αλλάζουνε βελάδα τρεις φορές τη μέρα αν όχι τέσσερις κι εγώ το πρωί ξαναβρίσκω τα κουρέλια μου τα χτεσινά και τα προχτεσινά, με τη μάνα μου να βάζει ένα πλυντήριο αραιά και πού το βράδυ στη γειτόνισσα. Εμείς εδώ το λέμε στα ίσα πως είναι τελείως ξεφτίλα να μένεις σε τούτη τη γειτονιά, απόδειξη ότι ο κόσμος τα ξεφορτώνεται όλα απ᾿ τα παράθυρα, κι όμως αρχίζεις και το πονάς το μπετόν, αυτό το συγκεκριμένο μπετόν κι όχι κάποιο άλλο, δεν ξέρω πώς να το πω, τούτος εδώ είναι ο τόπος σου σίγουρα, πολλοί από μάς γεννηθήκαμε εδώ, ο κόσμος ήτανε κιόλας στημένος πριν σκάσουμε μύτη κι όχι ακριβώς όπως θα τον θέλαμε, σού χρειάζεται ένα κάπου, όμως και κάπου άλλο δεν έχεις, η γη σου είναι ένα τετράγωνο χαμηλής μίσθωσης, μπετόν και δω όπως παντού, οπότε τα δέντρα και το γκαζόν άνετα στ᾿ αρχίδια σου».
«Καις τώρα ένα λεωφορείο τέσσερα αμάξια και κατεβάζεις μια ντουζίνα βιτρίνες, και πάλι δεν είναι ο πόλεμος που νομίζεις. Καις ό,τι σε καψουρεύει και ξέρεις ότι ποτέ σου δε θα το᾿ χεις. Δικό σου δε θα γίνει οπότε και συ το καις, το φτάνει το χέρι σου αλλά δεν είναι μέσα στο χέρι σου, ιδού η διαφορά. Αλλά αν νομίζεις ότι κρατάς το δαυλί που θα βάλει φωτιά στη Γαλλία, ε λοιπόν είσαι το κουνούπι που έλεγε κηρύσσω τον πόλεμο στον ελέφαντα, μόνο που ο χοντρός με την προβοσκίδα του δεν έχει τιβί κι άρα χαμπάρι δεν παίρνει.Πάνω σ᾿ αυτό ο πατέρας μου - μέσα σ᾿ όλα - έλεγε ότι οι τοίχοι είναι τα τετράδια των ζουρλών».
«Και γι᾿ αυτό η Λιλά είναι σωστή ευλογία, είναι ο μεγάλος μπουναμάς τού γενναιόδωρου Θεού, σάμπως δεν το ᾿δα με τη σκηνή τής τσουλήθρας πόσο μού βγήκε εύκολα, στέκομαι ακούω και γράφω κι όσο ξετυλίγω τόσο πιο εύκολο, δεν ταρακουνιούνται τόσο πολύ οι λέξεις ούτε ανάγκη έχω να σπάω το κεφάλι μου για να σοφιστώ τι θα πω, λες και τώρα είμαι μαγνητόφωνο, μαγνητοφωνώ τη Λιλά να λέει».
«Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή τού κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί».
Ορίστε η Λιλά που μού ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το, στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μού ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μάς έτυχε και μάς, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μάς έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο. Απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά τής γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σού λέει μαζί. Στο ΙΚΑ μού πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά τού ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που τής βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα τής πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια. Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μού λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που τού μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες τής Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μού δίνει η Λιλά καλό μού κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη. Τώρα γιατί μού λέει όσα μού λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μού δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι τής ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά».
Αναρωτιόμουνα αν θα βαστούσανε πραγματικά τα πόδια μου να τη φιλμάρω όπως ήθελε, την ώρα που θα τής τον βάζανε κάνα δυο καυλωμένοι με μάσκα κι εγώ να λέω στον εαυτό μου τι παριστάνω τώρα εδώ μέσα, μού λες εσύ γιατί το κάνω, θα ᾿χω κι εγώ λίγη ζαχαρίτσα ή όχι, τις προάλλες μού ᾿χε μιλήσει για ένα γερό τσιμπούκι, να με κάνει σωστή έκρηξη ευτυχίας στο στόμα της, δεν ξεχνιούνται κάτι τέτοια μα εγώ πιο πολλά ζητούσα.
Απ᾿ την άλλη η καρδιά μου πατούσε φρένο, ανάγκη είχε τώρα από τέτοια, μάλλον άλλα πράματα είχε ανάγκη κι αυτά τα άλλα σκεφτόμουνα: θα τη χάσεις αν σε γλείψει, θα γίνεις ένας γαμιάς σαν όλους τούς άλλους, ένας πάνω ένας κάτω δε θα ᾿χεις κάνει ούτε βήμα στο συναίσθημα, αυτό που μετράει είναι που ξεχώρισες στα μάτια της, είναι το μόνο πράμα που μετράει στον κόσμο, σού φωνάζει γεια σε σένα κι όχι στους άλλους, σού μιλάει σού σηκώνει και τις φούστες της, ενώ έτσι και κάνεις το μεγάλο μοιραίο βήμα και στηθείς στην ουρά όσων τη βρίσκουνε μαζί της, μπαίνεις στο ασκέρι των ανώνυμων, δεν είσαι παρά μόνο φυλλαράκι στο δέντρο κι αλίμονο σου όταν έρθει φθινόπωρο και αγέρας.
«Δεν υπήρχε τίποτ᾿ άλλο από τη Λιλά, τη Λιλά και τι έλεγε, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να με καταλάβει, τίποτ᾿ άλλο δεν υπήρχε».
«Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή τού κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί».
Ορίστε η Λιλά που μού ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το, στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μού ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μάς έτυχε και μάς, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μάς έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο. Απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά τής γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σού λέει μαζί. Στο ΙΚΑ μού πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά τού ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που τής βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα τής πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια. Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μού λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που τού μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες τής Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μού δίνει η Λιλά καλό μού κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη. Τώρα γιατί μού λέει όσα μού λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μού δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι τής ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά».
Αναρωτιόμουνα αν θα βαστούσανε πραγματικά τα πόδια μου να τη φιλμάρω όπως ήθελε, την ώρα που θα τής τον βάζανε κάνα δυο καυλωμένοι με μάσκα κι εγώ να λέω στον εαυτό μου τι παριστάνω τώρα εδώ μέσα, μού λες εσύ γιατί το κάνω, θα ᾿χω κι εγώ λίγη ζαχαρίτσα ή όχι, τις προάλλες μού ᾿χε μιλήσει για ένα γερό τσιμπούκι, να με κάνει σωστή έκρηξη ευτυχίας στο στόμα της, δεν ξεχνιούνται κάτι τέτοια μα εγώ πιο πολλά ζητούσα.
Απ᾿ την άλλη η καρδιά μου πατούσε φρένο, ανάγκη είχε τώρα από τέτοια, μάλλον άλλα πράματα είχε ανάγκη κι αυτά τα άλλα σκεφτόμουνα: θα τη χάσεις αν σε γλείψει, θα γίνεις ένας γαμιάς σαν όλους τούς άλλους, ένας πάνω ένας κάτω δε θα ᾿χεις κάνει ούτε βήμα στο συναίσθημα, αυτό που μετράει είναι που ξεχώρισες στα μάτια της, είναι το μόνο πράμα που μετράει στον κόσμο, σού φωνάζει γεια σε σένα κι όχι στους άλλους, σού μιλάει σού σηκώνει και τις φούστες της, ενώ έτσι και κάνεις το μεγάλο μοιραίο βήμα και στηθείς στην ουρά όσων τη βρίσκουνε μαζί της, μπαίνεις στο ασκέρι των ανώνυμων, δεν είσαι παρά μόνο φυλλαράκι στο δέντρο κι αλίμονο σου όταν έρθει φθινόπωρο και αγέρας.
«Δεν υπήρχε τίποτ᾿ άλλο από τη Λιλά, τη Λιλά και τι έλεγε, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να με καταλάβει, τίποτ᾿ άλλο δεν υπήρχε».
Ολόκληρο το κείμενο (το βιβλίο είναι εξαντλημένο)
σε εκπληκτική μετάφραση στα Ελληνικά
σε εκπληκτική μετάφραση στα Ελληνικά
ΣΙΜΟ
Τι λέει η Λιλά
Μετάφραση
ΚΑΡΟΛΙΝ ΝΙΚΟΛΑ
ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΩΚΕΑΝΙΔΑ
1
Στέκεται και να τι μού λέει:
«Το βλέπεις ότι έχω το πρόσωπο τού αγγέλου, που μού το λέει όλος ο κόσμος. Τα βλέπεις τα μάτια, που είναι ανοιχτά και γαλανά που θα τούς έδινες και τη φόδρα τής τσέπης σου. Τα βλέπεις τα μαλλιά μου τόσο ξανθά, η θεια μου λέει, σάμπως μαλαμοχέσανε για μένα και μόνο».
Γιατί μού μιλάει έτσι, χαμπάρι δεν έχω. Και μού λέει:
«Το δερματάκι μου, η θεία μου λέει, που είναι τού Άγιου Λαυρέντιου ο παράδεισος. Γιατί τον άγιο Λαυρέντιο, το λεγάμενο, τον εβάλανε να τα τινάξει πάνω σε μια σχάρα, και η θεια μου λέει ότι θα τού άξιζε να περάσει την αιωνιότητα του όλη, σ᾿ ένα δερματάκι σαν το δικό μου». Τα βλέπεις τα χεράκια μου που είναι λεπτά λευκά κι απαλά, όταν τ᾿ ακουμπάω το ᾿να με τ᾿ άλλο ο Θεούλης συμφωνεί για όλα»
Σωπαίνει για μια στιγμή και μετά μού λέει:
«Τη φωνή μου, σού μιλάω, την ξέρεις; Σαν καμπάνα για βαφτίσια, η θεια μου όλο και λέει, σαν τον αγέρα σε λιβάδι Μάη μήνα, γιατί η θεια μου έτσι τα λέει, ασχημομούρα σαν παλιοτσόκαρο. Και το χειρότερο, χαμπάρι δεν το ᾿χει. Την ξέρεις;»
Όχι τής λέω.
«Χαμπάρι δεν το ᾿χει και να σου που παστώνεται σαν είσοδος σε Λούνα-Παρκ. Κάθε πρωί τρεις ώρες ολόκληρες στημένη στον καθρέπτη με τα πινέλα της και μετά θρονιάζεται σπίτι της».
Όσο να ᾿ναι τη θεια της λίγο την ξέρω, την είδα μια μέρα στο σπασμένο τζάμι στον έκτο που σκυλόβριζε την οικουμένη όλη.
Μετά μού λέει: Τα βλέπεις τα μπρατσάκια μου και τις γαμπίτσες μου, έτσι είναι και αλλιώς είναι, που να θυμάμαι τώρα τι λέει η θεια της, να, τάχα, γαμπίτσες για σένιο κολιέ στον Άγιο Χριστόφορο και πατουσίτσες για να περπατάνε στη θάλασσα. Πατουσίτσες να μην βουλιάζουνε καν στο νερό, γιατί τα κρίματα λέει είναι βαριά και φταίνε που πνιγόμαστε.
Η θεια της, τον βλέπει έτσι τον κόσμο στημένο.
Είμαστε κι οι δύο δυο βήματα απ᾿ το σκάμμα, και ώρα που είναι τα παιδιά έχουνε κιόλας ξεκουμπιστεί κι όλες οι τιβί τα ίδια να παίζουνε τώρα που αρχινάνε τα βραδινά παιγνίδια, εδώ όλος ο κόσμος φαντάζεται ότι ο τροχός τής τύχης θα σταματήσει φάτσα κάρτα μπροστά τους, και τα ραδιόφωνα να τσαμπουνάνε αραβικά και εγώ να μην τα πολυπιάνω. Τα βλέπεις τα δέντρα που σταλιά δε σαλεύουν, σάμπως να ήτανε σκουροβαμμένα μπετά, και τον τυπά που δουλεύει επιστάτης στο Κόντινεντ να σέρνει παπάκι σαραβαλέ που σού ᾿ρχεται να φωνάξεις την πυροσβεστική τόσο μαυροντουμανιάζει, κι ο μάγκας κάθε βράδυ, μη και τού το σουφρώσουνε δώς του και το ανεβάζει απ᾿ τις σκάλες ίσαμε τον τρίτο, λες και κάνει κρος μέσα σε πολυκατοικία εργατική.
Και ξάφνου να τι μού λέει:
«Μπας και θες να δεις το μουνάκι μου;»
Εγώ τής κάνω ούτε ναι ούτε όχι, και καλά ότι δεν άκουσα. Κι όμως τζάμικο τι μού είπε, αλλά τής κάνω λίγο την πάπια. Τη βλέπω να μού ᾿ρχεται στα μουλωχτά. Δεν είμαι δα κι απ᾿ αυτούς που πηδάνε από το πρώτο ανοιχτό παράθυρο ακόμα κι αν είναι εκεί γαμάτο το φως.
Και ξανά μανά με το μουνάκι της:
«Ξέρεις, η θεια μου πρωί βράδυ θέλει να το βλέπει. Στήνεται μπροστά και το χαζεύει τόση ώρα, που σκυλοβαριέμαι. Άσε που ξυλιάζω κιόλας. Και δως του να χτυπάει τα χέρια της και να με πλακώνει στο μπλα μπλα. Που είναι λέει πόρτα τής γης τής Επαγγελίας, με μόνιμο κάτοικο την καλοκαιριά. Μού λέει κάτι παραμύθια, τρέχα γύρευε που τα ξετρυπώνει, ότι τάχα μου ένα τζίνι άλλο πράμα το ᾿χουνε κλειδώσει μέσα και μία των ημερών θα πεταχτεί έξω, έτσι και βρεθεί το ανοιχτήρι τού Αλή-Μπαμπά».
Και τόσα και πόσα άλλα. Όλη μέρα η θεια της, για το μουνάκι της έφτιαχνε ποιήματα. Ότι λέει ένα τέτοιο μπιζουδάκι από σγουρομέταξο, με την κοιμωμένη γλωσσίτσα και τα βουναλάκια καλοκολλημένα, δεν θα μπορούσε ποτέ να στραπατσαριστεί. Όχι σαν την παλιοβουνάρα της τη χιλιοπατημένη (λέει η Λιλά). Ότι λέει τόσο ξανθό είναι, φανάρι όταν χάνεσαι στη ζωή… Ότι λέει με κλειστά τα μάτια και τη μυρωδιά και μόνο μπορείς και το παίρνεις από πίσω κι ανεβαίνεις ίσαμε τη πηγή που τα κρατάει τα όργανα ζωντανιάρικα. Ότι λέει είναι παράκληση, μαλακτικό νησί τού θησαυρού και λιχουδιά τού Χριστού.
Δεύτερη φορά κιόλας που μού τα πρήζει με το μουνάκι της. Την πρώτη μια ερώτηση μόνο στα πεταχτά και μετά μόκο, σαν αμέσως ξεχασμένο. Και γι αυτό κάθομαι να δω ίσαμε που θα το τραβήξει. Έτσι για να ξέρω αν έχει και καλά κάτι για να πουλάει μούρη.
Μη σάς φανεί και σάς περίεργο (εσείς που θα με διαβάσετε τώρα όπου να ᾿ναι) ότι εγώ που μένω σχεδόν φάτσα στο ισλαμικό κέντρο, όλο κάθομαι και μιλάω για τον Άγιο Λαυρέντιο και τούς άλλους. Γιατί η θεια της είναι Χριστιανή και στα σίγουρα κι η Λιλά. Από πού κι ως πού Χριστιανή ιδέα δεν έχω, ούτε πως ούτε γιατί, ίσως για να το παίζουνε κάτι αυτές ή η οικογένεια. Πάντως τη βλέπεις τη θεια της να σταυροκοπιέται ακόμα κι όταν τής έρχεται ο ταχυδρόμος. Και το στόμα της τόσο μπουκωμένο από αγιοσύνες που λες ότι θα σκάσει. Και τι παράδεισους, τι Παναγίες χώνει παντού, και ότι λέει το όνομα τού Αρχάγγελου Γαβριήλ να είναι υπερευλογημένο και το όνομα των αλλονώνε μαζί εκτός τον Άγιο Παύλο. Αυτόνανε δεν μπορεί να τον χωνέψει, το ᾿παιζε και πολύ άντρας ο δικός σου, τρομερό λάθος που τον αγιάσανε λέει.
Εγώ κάθομαι και τα γράφω όλα αυτά εδώ, αλλά δεν είμαι εγώ που λέει για θρησκείες, είναι τής Λιλά η θεια. Γιατί εγώ πια δε δίνω δεκάρα για τον Θεό, μιας και με παράτησε στους πέντε δρόμους, και στο κάτω κάτω τον λεγάμενο δεν τον ξέρω ούτε και τούς αγίους. Έλεγε ο πατέρας μου όταν ήτανε εδώ, ότι κάποιες φορές για να χορτάσει το μάτι σου, σκόνη έχεις μόνο.
Κι η πιτσιρίκα γιατί στην ευχή είναι ξανθιά; Γιατί στα σίγουρα, οι Νορβηγίδες πάνε αλλού διακοπές. Η Λιλά είναι η μόνη αληθινή ξανθιά τής γειτονιάς, στοίχημα πάω γι αυτό. Ξανθιά λες και είναι λεκές. Έλεγε ο πατέρας μου ότι παλιά οι ψευτοξανθιές, τις έβλεπες έτσι μπογιατισμένες απ᾿ το Διάβολο, αλλά τώρα το Ισλάμ έβαλε φρένο, τάχα πρέπει να σεβούμεθα το έργο τού Θεού, αν σ᾿ έκανε ασχημομούρη και ντιπ σακάτη, το γιατί εκείνος το ξέρει.
Ή πάλι βάφουνε ένα τσουλούφι τους στα μουλωχτά στη μαντίλα από κάτω, ή ακόμα μερικές και τις μουνότριχες, έτσι για το γαμώτο, ότι κάπου αντιστέκονται.
Και να τι μού λέει πάλι:
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Δε σ᾿ το λέω για να σ᾿ τα πάρω. Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω απ᾿ αυτή τη δουλειά, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
Έχω πήξει στις σημειώσεις και να που προσπαθώ να τα καθαρογράψω. Ξαφνικά βλέπω ότι άρχισα το τετράδιο ανάποδα κι άφησα το περιθώριο δεξιά. Μα πολύ αργά να τα κάνω απ᾿ την αρχή, γράφω πολύ σιγά, έχω και το νου μου στα λάθη, βιάζομαι αλλά πού να ξέρω αν κάποια μέρα φτάσω στο τέλος. Απίστευτο σαν δουλειά την ώρα που μού τρώει, δεν το περίμενα. Ποτέ μου δεν έκατσα να διαβάσω ίσαμε το τέλος ένα βιβλίο, βάλε τώρα να το γράψω.
Όσο για το ξανθό το χρώμα και το λεκέ που κάνει, κι από πού μάς κατέβηκε με το μαλλί σαν αχυρένιου αγγέλου, ακούστηκε ότι η θεία της, καστανογκρίζα προς το μαβί, κοκορεύεται ότι έρχεται από πολύ μακριά και κάποτε κάποτε ίσαμε σαράντα ή πενήντα γενιές και φαπ στα καλά τού καθουμένου σού σκάει το παραμύθι μπροστά στη μύτη σου και να σου που καταφτάνει μια ξανθιά μέσα σ᾿ ένα σόι μαυροτσούκαλων κι ούτε οι μορφωμένοι στο θέμα δεν ξέρουνε γιατί, σαν μια ΜακΛάρεν μια ωραία πρωία στο πάρκινγκ του κτιρίου Η.
Και δώσ᾿ του μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η καρδιά μου απόψε».
Μ᾿ αυτή τη φωνή τής κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά μιας και είμαστε εγώ κι αυτή, αυτή κι εγώ και μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, ναι γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι;» μού ξαναλέει...
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δε φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ είναι στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτα δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου αλλιώς πάπαλα! Και δεν πα να σαλιαρίζεις μετά όσο θες! Μη μού κλαίγεσαι ότι άλλοι το ᾿δανε και συ όχι!»
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να σε πονέσει η φωνή της. Είναι μάλλον σαν χάδι τού θυμού ή ακόμα σαν τη γλωσσίτσα τού κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι έπειτα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα και ρε συ, τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, άντε να πλακώσει η νύχτα αλλιώς όλο χαζομάρες βαρεμάρες, χωρίς μία στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό ή σαν μια κρουαζιέρα. Κάτι τέλος πάντων. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα», τής λέω.
Ξέρω ότι κι άλλα κορίτσια το κάνανε μα πιο μικρές. Άλλωστε είναι παιχνίδι για παιδιά. Μετά πιο μεγάλες, κωλώνουν. Μπας και περάσει κανένας μουσουλμάνος αδελφός με τα μουντζούρικα νύχια του.
Είμαι δεκαεννιά. Εκείνη δεκαέξι και κάτι παραπάνω νομίζω. Πόσο στ᾿ αλήθεια δεν ξέρω.
Πλάκωσ᾿ η νύχτα κιόλας και ψυχή εδώ. Ο Μπακαρύ Αλί Πτι Μωρίς και ο Μπιγκ Τζο βγήκαν για μπίζνες εκστρατεία προς την Κουρνέβ. Πήρε τ᾿ αυτί μου για ένα στοκ ηλεκτρικές κουβέρτες που πρέπει λέει να σουφρώσουν, εγώ σε τέτοια κόλπα δεν μπαίνω, μού κρεμάνε μούρη καμιά φορά αλλά εγώ τίποτα εκεί δεν μπαίνω.
Φύλλο μα φύλλο δεν κουνάει. Ανάψανε τα φώτα στα παράθυρα αλλά έξω καλά είναι, φέγγει ακόμα λίγο. Αρχές Ιούνη. Δυο μήνες και βάλε που δεν έχει βρέξει. Σού φαίνεται ότι αναπνέεις αέρα αλλά ακόμα και νυχτιάτικα σού τρυπώνει σκόνη στα ρουθούνια.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, προς το ανοιχτό μπλε (ξέχασα να πω ότι φοράει πάντα φουστάνι και σ᾿ αυτό πάλι διαφέρει), αλλά για την ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται τα μάτια κλειστά και εκείνη τη στιγμή ανοίγει, δικό της κόλπο, διάπλατα τα πόδια της κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτάζει ξαφνικά και κατεβαίνει στη στροφή, ξανθό σγουρό αλήθεια στο Θεό μου, ίδιο η μύτη στις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, μόνο που είναι πιο φλου αρχίζει απ᾿ το πουθενά, τελειώνει στο πουθενά, μα είναι χρυσαφένιο, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου στην καμπύλη, αυτό βλέπω μόνο, τ᾿ αστέρι από κάτω, πόσο να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία σου και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ε και να γινότανε να μεταμορφωθώ σε μαλακή βουρτσίτσα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται πάλι να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, προσεκτική και επιμελής με τα όλα της έρχεται κοντά μου στην άμμο με τις γάμπες της έτοιμες να χορέψουν στα σύννεφα, και στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει σηκώνοντας το κεφάλι και μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι», κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα», μού λέει με τα μάτια της τα διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Δεν μπορώ να πάω πιο σιγά, ξέρεις πώς είναι ε, εκτός κι αν με κρατάνε με σκοινί. Και μετά ξέρεις κάτι», μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί, μού λέει:
«Δεν είναι πράματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Ώρες ώρες μ᾿ αφήνει σέκο. Η γλώσσα μου είναι μες στο χώμα τού Σαχέλ — το Σαχέλ δεν το ξέρω, αλλά μιλάνε γι᾿ αυτό εδώ.
Οπότε κι εγώ δεν τής απαντάω. Μού δίνει ακόμα λίγο το άσπρο αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, το κεφαλάκι της φίνο και αγνό που δε θα τολμούσες να αγγίξεις ούτε τρίχα του, ουράνιο πρόσωπο βλέπεις, κρινένιο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Κι εκείνη τη στιγμή μού λέει:
«Το μουτράκι μου κοιτάζεις;»
Ναι τής κάνω.
«Το γουστάρεις;»
Ναι τής κάνω ξανά.
«Όλος ο κόσμος το γουστάρει», μού λέει, «αλλά το ᾿δες καλά; Είσαι σίγουρος ότι το ᾿δες καλά;»
«Έτσι μού φαίνεται», τής λέω. «Αλλά βέβαια έχει σκοτεινιάσει κιόλας».
«Το στοματάκι μου το είδες;» μού λέει (για χτες μιλάω).
Ναι τής κάνω, και ξαναλέει:
«Κάτσε να δεις λίγο το στοματάκι μου, το είδες το στοματάκι μου; Το είδες καλά καλά; Παρατήρησες πόσο μικροσκοπικό είναι;»
Τής κάνω ναι, το παρατήρησα.
«Απίστευτο, ε;» μού λέει χωρίς πλάκα, τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα, καρφί πάνω μου, τόσο μπλε που φεγγίζουν. «Απίστευτο ποιο;»
«Που ένα τόσο μικρό στοματάκι», μού κάνει, «μπορεί να μοσχοπάρει ένα μεγάλο πούτσο».
Έτσι ακριβώς μού τα λέει, δεν σκαρφίζομαι τίποτα εγώ.
Εγώ την κοιτάζω και δε βγάζω τσιμουδιά. Εκείνη τη στιγμή μού φαίνεται πως δεν έχω αναπνοή. Αλλά δεν τής λέω τίποτα. Και να ᾿θελα, σάμπως θα μπορούσα;
«Δεν μπορώ να το πιστέψω», μού εξηγεί χωρίς να κουνηθεί ούτε πόντο, «χρειάστηκε προχτές να κοιταχτώ στον καθρέφτη την ώρα που έπαιρνα μια νταρντανόπουτσα. Το στοματάκι μου λοιπόν, ούτε η μάνα μου δε θα μπορούσε να το γνωρίσει. Ανοιχτό σαν σακί. Σαν φίδι που καταβροχθίζει αρνί. Και ο πούτσος όλος μέσα, στιγμές στιγμές ίσαμε τ᾿ αρχίδια, τόσο που αναρωτιόσουνα πού στο καλό χώραγε, αφού έκανε κι ένα καρούμπαλο στα πλάγια, εδώ στο μάγουλο. Και τα χείλια ελαστικά, αν δεν το δουν τα μάτια σου, δεν μπορείς να το πιστέψεις. Πιο πολύ και απ᾿ τον κώλο ακόμη. Ξεχειλώνουν, αν με πιάνεις, παραμορφώνονται, ανοίγουν τόσο που φοβάσαι. Γουστάρω να με βλέπω σε τέτοια φάση. Γουστάρω να το κάνω, κι άσε που κάνω και τσάμπα μπανιστήρι. Και δε σού λέω για το τι νιώθω, προπάντων στο πιτσίλισμα ζεστό να μού κυλάει στα μάγουλα και το προφταίνω λίγο με την άκρη τής γλωσσίτσας μου. Αλλά αυτό που γουστάρω περισσότερο βλέπεις, όταν κάνω τέτοια για πάρτη μου είναι, να σκέφτομαι ότι ένα αγγελούδι αδειάζει ψωλή».
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μού μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες μια φωνή για να πιστέψεις στα θάματα και να ανακοινώνει σε λουσάτα αεροδρόμια αναχωρήσεις αεροπλάνων που λέει δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ.
Στέκομαι τρέμω.
Αφού μάλλον το ψυλλιάζεται κι αυτή.
«Πώς σε λένε;» με ρωτάει.
«Σιμό».
«Εμένα Λιλά, είναι απ᾿ το Πασχαλιά, σαν το λουλούδι. Από πού βγαίνει το Σιμό;»
«Δεν ξέρω».
Βγαίνει τώρα από το σκάμμα, τινάζει τα άσπρα της παπούτσια τα μπαλαρινέ και στέκεται να τραμπαλίζεται πάνω στο σανίδι τής άκρης, δώσ᾿ του σκύβε μπρος και σκύβε πίσω, κάποια στιγμή πάει να πέσει, πιάνεται απ᾿ το χέρι μου και χαμογελάει.
Εγώ δεν είμαι πια εκεί, δεν ξέρω πού βρίσκομαι αλλά δεν είμαι εκεί. Απόδειξη τώρα δε με κοιτάζει πια. Κοιτάζει έτσι αφηρημένη το κτίριο ΣΤ, έπειτα το Γ, έπειτα τον πύργο. Όλο και σκοτεινιάζει ίσαμε τρακόσια - τετρακόσια παράθυρα αναμμένα ολόγυρά μας αλλά το μαλλί της, να, λάμπει πιο πολύ απ᾿ όλα. Μού γυρίζει την πλάτη μού δείχνει μια φορά το προφίλ της χωρίς καθόλου να γυρίσει το κεφάλι της προς τα μένα, νιώθω μπιτ μαλάκας θα ᾿θελα η νύχτα να δείξει τα δόντια της για να με καταπιεί, και το προφίλ της ξεχωρίζει κόντρα στο φως. Δεν έχω λέξεις για τέτοια εγώ. Για κάποια σαν κι αυτή δεν μπορείς να πεις κορμάρα, ούτε τύπισσα, ούτε Φατιμά, ούτε μουνάρα, ούτε και γκόμενα. Δεν τής πάει, δεν είναι για τέτοια, ούτε καν να την πεις κορίτσι.
Είναι μοναδική, θα χρειαζότανε μια λέξη γι᾿ αυτήν και μόνο.
Να την που ξεμακραίνει τώρα ισορροπώντας άκρη άκρη στο σκάμμα, τα μπράτσα τεντωμένα στο πλάι, τα χέρια της ν᾿ αφήνουνε τα δάχτυλά της να κρέμονται. Εδώ και κάποια ώρα δε μ᾿ έχει κοιτάξει. Εκείνη ή εγώ δεν ξέρω ποιος υπάρχει.
Φεύγει κι εγώ κάθομαι εκεί.
Αυτή τη φορά δε μού λέει τίποτα παραπάνω.
«Το βλέπεις ότι έχω το πρόσωπο τού αγγέλου, που μού το λέει όλος ο κόσμος. Τα βλέπεις τα μάτια, που είναι ανοιχτά και γαλανά που θα τούς έδινες και τη φόδρα τής τσέπης σου. Τα βλέπεις τα μαλλιά μου τόσο ξανθά, η θεια μου λέει, σάμπως μαλαμοχέσανε για μένα και μόνο».
Γιατί μού μιλάει έτσι, χαμπάρι δεν έχω. Και μού λέει:
«Το δερματάκι μου, η θεία μου λέει, που είναι τού Άγιου Λαυρέντιου ο παράδεισος. Γιατί τον άγιο Λαυρέντιο, το λεγάμενο, τον εβάλανε να τα τινάξει πάνω σε μια σχάρα, και η θεια μου λέει ότι θα τού άξιζε να περάσει την αιωνιότητα του όλη, σ᾿ ένα δερματάκι σαν το δικό μου». Τα βλέπεις τα χεράκια μου που είναι λεπτά λευκά κι απαλά, όταν τ᾿ ακουμπάω το ᾿να με τ᾿ άλλο ο Θεούλης συμφωνεί για όλα»
Σωπαίνει για μια στιγμή και μετά μού λέει:
«Τη φωνή μου, σού μιλάω, την ξέρεις; Σαν καμπάνα για βαφτίσια, η θεια μου όλο και λέει, σαν τον αγέρα σε λιβάδι Μάη μήνα, γιατί η θεια μου έτσι τα λέει, ασχημομούρα σαν παλιοτσόκαρο. Και το χειρότερο, χαμπάρι δεν το ᾿χει. Την ξέρεις;»
Όχι τής λέω.
«Χαμπάρι δεν το ᾿χει και να σου που παστώνεται σαν είσοδος σε Λούνα-Παρκ. Κάθε πρωί τρεις ώρες ολόκληρες στημένη στον καθρέπτη με τα πινέλα της και μετά θρονιάζεται σπίτι της».
Όσο να ᾿ναι τη θεια της λίγο την ξέρω, την είδα μια μέρα στο σπασμένο τζάμι στον έκτο που σκυλόβριζε την οικουμένη όλη.
Μετά μού λέει: Τα βλέπεις τα μπρατσάκια μου και τις γαμπίτσες μου, έτσι είναι και αλλιώς είναι, που να θυμάμαι τώρα τι λέει η θεια της, να, τάχα, γαμπίτσες για σένιο κολιέ στον Άγιο Χριστόφορο και πατουσίτσες για να περπατάνε στη θάλασσα. Πατουσίτσες να μην βουλιάζουνε καν στο νερό, γιατί τα κρίματα λέει είναι βαριά και φταίνε που πνιγόμαστε.
Η θεια της, τον βλέπει έτσι τον κόσμο στημένο.
Είμαστε κι οι δύο δυο βήματα απ᾿ το σκάμμα, και ώρα που είναι τα παιδιά έχουνε κιόλας ξεκουμπιστεί κι όλες οι τιβί τα ίδια να παίζουνε τώρα που αρχινάνε τα βραδινά παιγνίδια, εδώ όλος ο κόσμος φαντάζεται ότι ο τροχός τής τύχης θα σταματήσει φάτσα κάρτα μπροστά τους, και τα ραδιόφωνα να τσαμπουνάνε αραβικά και εγώ να μην τα πολυπιάνω. Τα βλέπεις τα δέντρα που σταλιά δε σαλεύουν, σάμπως να ήτανε σκουροβαμμένα μπετά, και τον τυπά που δουλεύει επιστάτης στο Κόντινεντ να σέρνει παπάκι σαραβαλέ που σού ᾿ρχεται να φωνάξεις την πυροσβεστική τόσο μαυροντουμανιάζει, κι ο μάγκας κάθε βράδυ, μη και τού το σουφρώσουνε δώς του και το ανεβάζει απ᾿ τις σκάλες ίσαμε τον τρίτο, λες και κάνει κρος μέσα σε πολυκατοικία εργατική.
Και ξάφνου να τι μού λέει:
«Μπας και θες να δεις το μουνάκι μου;»
Εγώ τής κάνω ούτε ναι ούτε όχι, και καλά ότι δεν άκουσα. Κι όμως τζάμικο τι μού είπε, αλλά τής κάνω λίγο την πάπια. Τη βλέπω να μού ᾿ρχεται στα μουλωχτά. Δεν είμαι δα κι απ᾿ αυτούς που πηδάνε από το πρώτο ανοιχτό παράθυρο ακόμα κι αν είναι εκεί γαμάτο το φως.
Και ξανά μανά με το μουνάκι της:
«Ξέρεις, η θεια μου πρωί βράδυ θέλει να το βλέπει. Στήνεται μπροστά και το χαζεύει τόση ώρα, που σκυλοβαριέμαι. Άσε που ξυλιάζω κιόλας. Και δως του να χτυπάει τα χέρια της και να με πλακώνει στο μπλα μπλα. Που είναι λέει πόρτα τής γης τής Επαγγελίας, με μόνιμο κάτοικο την καλοκαιριά. Μού λέει κάτι παραμύθια, τρέχα γύρευε που τα ξετρυπώνει, ότι τάχα μου ένα τζίνι άλλο πράμα το ᾿χουνε κλειδώσει μέσα και μία των ημερών θα πεταχτεί έξω, έτσι και βρεθεί το ανοιχτήρι τού Αλή-Μπαμπά».
Και τόσα και πόσα άλλα. Όλη μέρα η θεια της, για το μουνάκι της έφτιαχνε ποιήματα. Ότι λέει ένα τέτοιο μπιζουδάκι από σγουρομέταξο, με την κοιμωμένη γλωσσίτσα και τα βουναλάκια καλοκολλημένα, δεν θα μπορούσε ποτέ να στραπατσαριστεί. Όχι σαν την παλιοβουνάρα της τη χιλιοπατημένη (λέει η Λιλά). Ότι λέει τόσο ξανθό είναι, φανάρι όταν χάνεσαι στη ζωή… Ότι λέει με κλειστά τα μάτια και τη μυρωδιά και μόνο μπορείς και το παίρνεις από πίσω κι ανεβαίνεις ίσαμε τη πηγή που τα κρατάει τα όργανα ζωντανιάρικα. Ότι λέει είναι παράκληση, μαλακτικό νησί τού θησαυρού και λιχουδιά τού Χριστού.
Δεύτερη φορά κιόλας που μού τα πρήζει με το μουνάκι της. Την πρώτη μια ερώτηση μόνο στα πεταχτά και μετά μόκο, σαν αμέσως ξεχασμένο. Και γι αυτό κάθομαι να δω ίσαμε που θα το τραβήξει. Έτσι για να ξέρω αν έχει και καλά κάτι για να πουλάει μούρη.
Μη σάς φανεί και σάς περίεργο (εσείς που θα με διαβάσετε τώρα όπου να ᾿ναι) ότι εγώ που μένω σχεδόν φάτσα στο ισλαμικό κέντρο, όλο κάθομαι και μιλάω για τον Άγιο Λαυρέντιο και τούς άλλους. Γιατί η θεια της είναι Χριστιανή και στα σίγουρα κι η Λιλά. Από πού κι ως πού Χριστιανή ιδέα δεν έχω, ούτε πως ούτε γιατί, ίσως για να το παίζουνε κάτι αυτές ή η οικογένεια. Πάντως τη βλέπεις τη θεια της να σταυροκοπιέται ακόμα κι όταν τής έρχεται ο ταχυδρόμος. Και το στόμα της τόσο μπουκωμένο από αγιοσύνες που λες ότι θα σκάσει. Και τι παράδεισους, τι Παναγίες χώνει παντού, και ότι λέει το όνομα τού Αρχάγγελου Γαβριήλ να είναι υπερευλογημένο και το όνομα των αλλονώνε μαζί εκτός τον Άγιο Παύλο. Αυτόνανε δεν μπορεί να τον χωνέψει, το ᾿παιζε και πολύ άντρας ο δικός σου, τρομερό λάθος που τον αγιάσανε λέει.
Εγώ κάθομαι και τα γράφω όλα αυτά εδώ, αλλά δεν είμαι εγώ που λέει για θρησκείες, είναι τής Λιλά η θεια. Γιατί εγώ πια δε δίνω δεκάρα για τον Θεό, μιας και με παράτησε στους πέντε δρόμους, και στο κάτω κάτω τον λεγάμενο δεν τον ξέρω ούτε και τούς αγίους. Έλεγε ο πατέρας μου όταν ήτανε εδώ, ότι κάποιες φορές για να χορτάσει το μάτι σου, σκόνη έχεις μόνο.
Κι η πιτσιρίκα γιατί στην ευχή είναι ξανθιά; Γιατί στα σίγουρα, οι Νορβηγίδες πάνε αλλού διακοπές. Η Λιλά είναι η μόνη αληθινή ξανθιά τής γειτονιάς, στοίχημα πάω γι αυτό. Ξανθιά λες και είναι λεκές. Έλεγε ο πατέρας μου ότι παλιά οι ψευτοξανθιές, τις έβλεπες έτσι μπογιατισμένες απ᾿ το Διάβολο, αλλά τώρα το Ισλάμ έβαλε φρένο, τάχα πρέπει να σεβούμεθα το έργο τού Θεού, αν σ᾿ έκανε ασχημομούρη και ντιπ σακάτη, το γιατί εκείνος το ξέρει.
Ή πάλι βάφουνε ένα τσουλούφι τους στα μουλωχτά στη μαντίλα από κάτω, ή ακόμα μερικές και τις μουνότριχες, έτσι για το γαμώτο, ότι κάπου αντιστέκονται.
Και να τι μού λέει πάλι:
«Το μουνάκι μου δεν γουστάρεις να το δεις;»
«Πόσο πάει;» τής κάνω.
«Ό,τι θες».
«Δεν έχω μία»
«Σάμπως δεν το ξέρω», μού κάνει. «Σού μίλησα εγώ για φράγκα; Δε σ᾿ το λέω για να σ᾿ τα πάρω. Το ξέρω ότι είσαι ρέστος. Όλοι εδώ ρέστοι είναι. Αν ήθελα να ᾿κονομήσω απ᾿ αυτή τη δουλειά, αλλού θα πήγαινα».
«Γιατί μού λες τέτοια τότε;»
«Έτσι, για κέφι. Είπα πως θα γούσταρες».
Όταν μιλάει στ᾿ αλήθεια λες και γαργαλιέται ο αέρας. Δεν ξέρω καλά καλά να το εξηγήσω, είναι κάτι πράματα που τα νιώθεις χωρίς να τα βλέπεις. Η φωνή της τα τραντάζει όλα πέρα δώθε κι όμως δε μιλάει δυνατά. Ακόμα και τα δέντρα που μοιάζουνε μπετονένια ταρακουνιούνται όταν μιλάει. Κατά τη θεία της, που τα ᾿λεγε με τον ταχυδρόμο, είναι η φωνή τής αγνότητας, είναι η φωνή που σιγοτραγουδάει στα ρυάκια και κάνει να ξεσπάνε πόλεμοι.
Έχω πήξει στις σημειώσεις και να που προσπαθώ να τα καθαρογράψω. Ξαφνικά βλέπω ότι άρχισα το τετράδιο ανάποδα κι άφησα το περιθώριο δεξιά. Μα πολύ αργά να τα κάνω απ᾿ την αρχή, γράφω πολύ σιγά, έχω και το νου μου στα λάθη, βιάζομαι αλλά πού να ξέρω αν κάποια μέρα φτάσω στο τέλος. Απίστευτο σαν δουλειά την ώρα που μού τρώει, δεν το περίμενα. Ποτέ μου δεν έκατσα να διαβάσω ίσαμε το τέλος ένα βιβλίο, βάλε τώρα να το γράψω.
Όσο για το ξανθό το χρώμα και το λεκέ που κάνει, κι από πού μάς κατέβηκε με το μαλλί σαν αχυρένιου αγγέλου, ακούστηκε ότι η θεία της, καστανογκρίζα προς το μαβί, κοκορεύεται ότι έρχεται από πολύ μακριά και κάποτε κάποτε ίσαμε σαράντα ή πενήντα γενιές και φαπ στα καλά τού καθουμένου σού σκάει το παραμύθι μπροστά στη μύτη σου και να σου που καταφτάνει μια ξανθιά μέσα σ᾿ ένα σόι μαυροτσούκαλων κι ούτε οι μορφωμένοι στο θέμα δεν ξέρουνε γιατί, σαν μια ΜακΛάρεν μια ωραία πρωία στο πάρκινγκ του κτιρίου Η.
Και δώσ᾿ του μού ξαναλέει:
«Στ᾿ αλήθεια δε θες να σού το δείξω;»
«Και γιατί θες εσύ ντε και καλά να μού το δείξεις;»
«Σ᾿ το ᾿πα το τραβάει η καρδιά μου απόψε».
Μ᾿ αυτή τη φωνή τής κλωστή στον αγέρα.
«Απόψε και μόνο;» τής κάνω.
«Όχι και καλά».
«Πουρκουά και γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι ο μόνος. Άρπα την».
«Το ᾿δειξες και σ᾿ άλλους;»
Αλλά δεν κάθεται να μ᾿ απαντήσει και αρχινάει να τραγουδάει Βανέσα Παραντί λες και τα λόγια της βγαίνανε χωρίς να κουνάει τα χείλια, αεράκι με νότες.
Και εγώ φυσικά μιας και είμαστε εγώ κι αυτή, αυτή κι εγώ και μιας και είναι ή τώρα ή ποτέ τής λέω ναι, ναι γιατί όχι, ναι ας το δω.
«Θες για πολύ ή όχι;» μού λέει.
Δεν το πιάνω καλά αυτό που λέει. Είμαι ψιλοαργόστροφος καμιά φορά.
«Για πολύ ή όχι;» μού ξαναλέει...
«Και ποια η διαφορά;»
«Στο όχι για πολύ, σού σηκώνω τη φούστα μου, ίσα να πάρεις μάτι, δε φοράω τίποτα από κάτω. Στο για πολύ είναι στην τσουλήθρα».
«Ε όχι και για πολύ η τσουλήθρα», τής κάνω.
«Γαμώ το!» λέει, «τι σπαζαρχίδης που είσαι ρε! Τσάμπα είναι, τίποτα δε ζήτησες και γκρινιάζεις κι από πάνω. Τώρα που γουστάρω μαζί σου αλλιώς πάπαλα! Και δεν πα να σαλιαρίζεις μετά όσο θες! Μη μού κλαίγεσαι ότι άλλοι το ᾿δανε και συ όχι!»
Ακόμα κι όταν τα παίρνει στο κρανίο δεν μπορεί να σε πονέσει η φωνή της. Είναι μάλλον σαν χάδι τού θυμού ή ακόμα σαν τη γλωσσίτσα τού κουταβιού που μαθαίνει τα ζόρια τής ζωής. Κι έπειτα όλοι είναι φωνακλάδες εδώ ακόμα και για να σού πούνε καλημέρα και ρε συ, τι χαμπάρια. Τι χαμπάρια λέει, που όλα πάνε κατά διαόλου εδώ, που η ζωή μας σκορποχώρι χαραμίζεται, δεν ξέρεις ούτε τι θα κάνεις το βράδυ, κανένα σχέδιο δε φτουράει, ξυπνάς και σκέφτεσαι μόνο πότε θα την ξαναπέσεις, άντε να πλακώσει η νύχτα αλλιώς όλο χαζομάρες βαρεμάρες, χωρίς μία στην τσέπη και τίποτα μα τίποτα.
Λοιπόν η ιδέα και μόνο να δω το μουνάκι της μού φάνηκε σαν τον πρώτο λαχνό ή σαν μια κρουαζιέρα. Κάτι τέλος πάντων. Το ᾿μαθε η καρδιά μου και λιάστηκε.
«Η τσουλήθρα», τής λέω.
Ξέρω ότι κι άλλα κορίτσια το κάνανε μα πιο μικρές. Άλλωστε είναι παιχνίδι για παιδιά. Μετά πιο μεγάλες, κωλώνουν. Μπας και περάσει κανένας μουσουλμάνος αδελφός με τα μουντζούρικα νύχια του.
Είμαι δεκαεννιά. Εκείνη δεκαέξι και κάτι παραπάνω νομίζω. Πόσο στ᾿ αλήθεια δεν ξέρω.
Πλάκωσ᾿ η νύχτα κιόλας και ψυχή εδώ. Ο Μπακαρύ Αλί Πτι Μωρίς και ο Μπιγκ Τζο βγήκαν για μπίζνες εκστρατεία προς την Κουρνέβ. Πήρε τ᾿ αυτί μου για ένα στοκ ηλεκτρικές κουβέρτες που πρέπει λέει να σουφρώσουν, εγώ σε τέτοια κόλπα δεν μπαίνω, μού κρεμάνε μούρη καμιά φορά αλλά εγώ τίποτα εκεί δεν μπαίνω.
Φύλλο μα φύλλο δεν κουνάει. Ανάψανε τα φώτα στα παράθυρα αλλά έξω καλά είναι, φέγγει ακόμα λίγο. Αρχές Ιούνη. Δυο μήνες και βάλε που δεν έχει βρέξει. Σού φαίνεται ότι αναπνέεις αέρα αλλά ακόμα και νυχτιάτικα σού τρυπώνει σκόνη στα ρουθούνια.
Σκαρφαλώνει ψηλά στην τσουλήθρα απ᾿ την ξύλινη σκάλα κι εγώ στέκομαι μες στο σκάμμα, μάλλον κάνω λίγο πιο δω για να ᾿μαι φάτσα στο τσούλημα.
Κάθεται πάνω πάνω χωρίς να βγάλει άχνα. Μου σκάει χαμόγελο. Και όλα αυτά για την πάρτη μου και μόνο. Σηκώνει το φουστάνι της, προς το ανοιχτό μπλε (ξέχασα να πω ότι φοράει πάντα φουστάνι και σ᾿ αυτό πάλι διαφέρει), αλλά για την ώρα κρατάει τα πόδια της σφιγμένα ίσια και τις πατούσες καλοσηκωμένες. Και μετά τινάζεται τα μάτια κλειστά και εκείνη τη στιγμή ανοίγει, δικό της κόλπο, διάπλατα τα πόδια της κι εγώ στέκομαι με την ανάσα κομμένη, αλήθεια δε φοράει τίποτα, μόνο το μουνάκι της βλέπω που με κοιτάζει ξαφνικά και κατεβαίνει στη στροφή, ξανθό σγουρό αλήθεια στο Θεό μου, ίδιο η μύτη στις σαΐτες που φτιάχνουν τα πιτσιρίκια στο σχολειό, μόνο που είναι πιο φλου αρχίζει απ᾿ το πουθενά, τελειώνει στο πουθενά, μα είναι χρυσαφένιο, είναι τρίγωνο χρυσοκαταχνιάς που πέφτει κατά πάνω μου στην καμπύλη, αυτό βλέπω μόνο, τ᾿ αστέρι από κάτω, πόσο να βαστάει; Ώσπου να πεις ρε γαμώ την Παναγία σου και γαμώ και γαμώ και γαμώ την Παναγία σου στουκάρει στην άμμο. Μετά σίγουρα θα θέλει ξεσκόνισμα. Ε και να γινότανε να μεταμορφωθώ σε μαλακή βουρτσίτσα. Ρε συ τ᾿ ακούς εκεί πέρα; Εμένα, αρχιμάγε, κάνε να γίνω βούρτσα.
Δεν τέλειωσε ακόμα, μιας και σηκώνεται πάλι να τινάξει το ανοιχτό μπλε τσίτι της, χαμηλοβλεπούσα, προσεκτική και επιμελής με τα όλα της έρχεται κοντά μου στην άμμο με τις γάμπες της έτοιμες να χορέψουν στα σύννεφα, και στο πολύ κοντά μου στέκεται, με κοιτάει σηκώνοντας το κεφάλι και μού λέει:
«Είδες καλά;»
«Όχι», κάνω.
«Και γιατί;»
«Δεν πρόλαβα».
«Έτσι είναι στην τσουλήθρα», μού λέει με τα μάτια της τα διάφανα. «Δε φταίω εγώ, δε βιάστηκα επίτηδες. Δεν μπορώ να πάω πιο σιγά, ξέρεις πώς είναι ε, εκτός κι αν με κρατάνε με σκοινί. Και μετά ξέρεις κάτι», μού λέει και έρχεται ακόμα πιο κοντά, «είναι πιο σένιο στα γρήγορα».
Τη ρωτάω γιατί, μού λέει:
«Δεν είναι πράματα να τα χαζεύεις για ώρες».
Στέκομαι σαν μπούφος δεν ξέρω τι να τής πω. Ώρες ώρες μ᾿ αφήνει σέκο. Η γλώσσα μου είναι μες στο χώμα τού Σαχέλ — το Σαχέλ δεν το ξέρω, αλλά μιλάνε γι᾿ αυτό εδώ.
Οπότε κι εγώ δεν τής απαντάω. Μού δίνει ακόμα λίγο το άσπρο αθώο μουτράκι της, που μα την Παναγία θα σού ᾿παιρνε τα πάντα, το κεφαλάκι της φίνο και αγνό που δε θα τολμούσες να αγγίξεις ούτε τρίχα του, ουράνιο πρόσωπο βλέπεις, κρινένιο, αγίας όπως εγώ το φαντάζομαι.
Κι εκείνη τη στιγμή μού λέει:
«Το μουτράκι μου κοιτάζεις;»
Ναι τής κάνω.
«Το γουστάρεις;»
Ναι τής κάνω ξανά.
«Όλος ο κόσμος το γουστάρει», μού λέει, «αλλά το ᾿δες καλά; Είσαι σίγουρος ότι το ᾿δες καλά;»
«Έτσι μού φαίνεται», τής λέω. «Αλλά βέβαια έχει σκοτεινιάσει κιόλας».
«Το στοματάκι μου το είδες;» μού λέει (για χτες μιλάω).
Ναι τής κάνω, και ξαναλέει:
«Κάτσε να δεις λίγο το στοματάκι μου, το είδες το στοματάκι μου; Το είδες καλά καλά; Παρατήρησες πόσο μικροσκοπικό είναι;»
Τής κάνω ναι, το παρατήρησα.
«Απίστευτο, ε;» μού λέει χωρίς πλάκα, τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα, καρφί πάνω μου, τόσο μπλε που φεγγίζουν. «Απίστευτο ποιο;»
«Που ένα τόσο μικρό στοματάκι», μού κάνει, «μπορεί να μοσχοπάρει ένα μεγάλο πούτσο».
Έτσι ακριβώς μού τα λέει, δεν σκαρφίζομαι τίποτα εγώ.
Εγώ την κοιτάζω και δε βγάζω τσιμουδιά. Εκείνη τη στιγμή μού φαίνεται πως δεν έχω αναπνοή. Αλλά δεν τής λέω τίποτα. Και να ᾿θελα, σάμπως θα μπορούσα;
«Δεν μπορώ να το πιστέψω», μού εξηγεί χωρίς να κουνηθεί ούτε πόντο, «χρειάστηκε προχτές να κοιταχτώ στον καθρέφτη την ώρα που έπαιρνα μια νταρντανόπουτσα. Το στοματάκι μου λοιπόν, ούτε η μάνα μου δε θα μπορούσε να το γνωρίσει. Ανοιχτό σαν σακί. Σαν φίδι που καταβροχθίζει αρνί. Και ο πούτσος όλος μέσα, στιγμές στιγμές ίσαμε τ᾿ αρχίδια, τόσο που αναρωτιόσουνα πού στο καλό χώραγε, αφού έκανε κι ένα καρούμπαλο στα πλάγια, εδώ στο μάγουλο. Και τα χείλια ελαστικά, αν δεν το δουν τα μάτια σου, δεν μπορείς να το πιστέψεις. Πιο πολύ και απ᾿ τον κώλο ακόμη. Ξεχειλώνουν, αν με πιάνεις, παραμορφώνονται, ανοίγουν τόσο που φοβάσαι. Γουστάρω να με βλέπω σε τέτοια φάση. Γουστάρω να το κάνω, κι άσε που κάνω και τσάμπα μπανιστήρι. Και δε σού λέω για το τι νιώθω, προπάντων στο πιτσίλισμα ζεστό να μού κυλάει στα μάγουλα και το προφταίνω λίγο με την άκρη τής γλωσσίτσας μου. Αλλά αυτό που γουστάρω περισσότερο βλέπεις, όταν κάνω τέτοια για πάρτη μου είναι, να σκέφτομαι ότι ένα αγγελούδι αδειάζει ψωλή».
Μόλις που την ξέρω, ένα ᾿μέρα ᾿σπέρα έχουμε, άντε και κάτι ψιλά. Εδώ στην άμμο για πρώτη φορά μού μιλάει κι όλα αυτά με τη φωνή τής μελωδίας που θα την έπαιρνες από πίσω μέσα στ᾿ αγκάθια, τη φωνούλα της ποτέ μα ποτέ ένοχη, που σε πονάει μα ποτέ επίτηδες μια φωνή για να πιστέψεις στα θάματα και να ανακοινώνει σε λουσάτα αεροδρόμια αναχωρήσεις αεροπλάνων που λέει δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ.
Στέκομαι τρέμω.
Αφού μάλλον το ψυλλιάζεται κι αυτή.
«Πώς σε λένε;» με ρωτάει.
«Σιμό».
«Εμένα Λιλά, είναι απ᾿ το Πασχαλιά, σαν το λουλούδι. Από πού βγαίνει το Σιμό;»
«Δεν ξέρω».
Βγαίνει τώρα από το σκάμμα, τινάζει τα άσπρα της παπούτσια τα μπαλαρινέ και στέκεται να τραμπαλίζεται πάνω στο σανίδι τής άκρης, δώσ᾿ του σκύβε μπρος και σκύβε πίσω, κάποια στιγμή πάει να πέσει, πιάνεται απ᾿ το χέρι μου και χαμογελάει.
Εγώ δεν είμαι πια εκεί, δεν ξέρω πού βρίσκομαι αλλά δεν είμαι εκεί. Απόδειξη τώρα δε με κοιτάζει πια. Κοιτάζει έτσι αφηρημένη το κτίριο ΣΤ, έπειτα το Γ, έπειτα τον πύργο. Όλο και σκοτεινιάζει ίσαμε τρακόσια - τετρακόσια παράθυρα αναμμένα ολόγυρά μας αλλά το μαλλί της, να, λάμπει πιο πολύ απ᾿ όλα. Μού γυρίζει την πλάτη μού δείχνει μια φορά το προφίλ της χωρίς καθόλου να γυρίσει το κεφάλι της προς τα μένα, νιώθω μπιτ μαλάκας θα ᾿θελα η νύχτα να δείξει τα δόντια της για να με καταπιεί, και το προφίλ της ξεχωρίζει κόντρα στο φως. Δεν έχω λέξεις για τέτοια εγώ. Για κάποια σαν κι αυτή δεν μπορείς να πεις κορμάρα, ούτε τύπισσα, ούτε Φατιμά, ούτε μουνάρα, ούτε και γκόμενα. Δεν τής πάει, δεν είναι για τέτοια, ούτε καν να την πεις κορίτσι.
Είναι μοναδική, θα χρειαζότανε μια λέξη γι᾿ αυτήν και μόνο.
Να την που ξεμακραίνει τώρα ισορροπώντας άκρη άκρη στο σκάμμα, τα μπράτσα τεντωμένα στο πλάι, τα χέρια της ν᾿ αφήνουνε τα δάχτυλά της να κρέμονται. Εδώ και κάποια ώρα δε μ᾿ έχει κοιτάξει. Εκείνη ή εγώ δεν ξέρω ποιος υπάρχει.
Φεύγει κι εγώ κάθομαι εκεί.
Αυτή τη φορά δε μού λέει τίποτα παραπάνω.
2
Συχνά το βράδυ κάνω πως με παίρνει ο ύπνος αλλά σηκώνομαι πάλι και γράφω. Πάω στην κουζίνα στο πτυσσόμενο τραπεζάκι που έχω την ησυχία μου και νερό να πίνω. Άλλες φορές πάλι στη μέρα μέσα όταν δε βαστάω άλλο αρπάζω τα τετράδιά μου, λέω στους άλλους ότι πάω να δείξω το μπόι μου στο ταμείο ανεργίας ή στο ΙΚΑ, σε μια φάση είπα ότι το σκάω, ότι είχα μπουχτίσει, να μη με ψάχνουν πια, και τραβάω σε μια γωνιά που δεν την ξέρει άλλος, ένα γιαπί παρατημένο στη μέση λόγω, λέει, διαφθοράς, μπορείς και βλέπεις ακόμα όρθιο το μισό μιας βιλίτσας τού παλιού καιρού, όταν ακόμα έβλεπες σπίτια με καμινάδες και στέγες, ίσα ίσα την πρόσοψη και κάποια άκρη τραπεζαρίας που δεν τα ᾿χουν γκρεμίσει ακόμα, ακόμα και η ταπετσαρία της φαίνεται αν και ξεκολλημένη, τάχα μου κεράσια ή και δαμάσκηνα και φίσκα κομμάτια χαλκό και γυαλί στα μπάζα μέσα, μια πόρτα σπασμένη κι αυτή, ποιος ξέρει τι φαγοπότια στήθηκαν εκεί μέσα και τι γλέντια, και χορτάρια τόσο ψηλά που ξαφνιάζεσαι, τα χορτάρια απορείς πού βρίσκουν να μεγαλώσουν, ολόιδια με μάς, χορτάρια στα χαλάσματα αδέρφια μου, κι εκεί εγώ μαστόρεψα ένα μαραφέτι για να γράφω, με στοίβες γύψο και παλιόπετρες και μια άλλη στοίβα για να κάθομαι πάνω. Ορίστε το γραφείο μου λέω στον εαυτό μου, ορίστε πού κουβαλιέμαι με τα χαρτιά και τα καλαμάρια μου, εκτός κι αν βρέχει. Κι ούτε τη νύχτα, φως δεν έχω.
Τα τετράδια είναι σχολικά από τα ποιότης Α, τα σούφρωσα στο σούπερ μάρκετ.
Να γράψω δεν ξέρω καλά, αλλά έχω όρεξη ζήλο.
Οι άλλοι στο γυμνάσιο ξέρανε μόνο να σκυλοβρίζουνε, να χασμουριούνται, να τρίζουνε τα δάχτυλά τους, να κλάνουνε λες και κάνανε διαγωνισμό, να γράφουνε βρωμομαλακίες παντού ακόμα και με δάχτυλα σκατωμένα, κάποια φορά πάλι ο Μουλούντ έβγαλε όπλο στην τάξη, τού αδερφού του λέει, ή ακόμα να πετάνε τέτοιες σπόντες στους καθηγητές που κάποιες φορές βγαίνανε κλαίγοντας, θυμάμαι τη φιλόλογο με τα μάτια κατακόκκινα που περίμενε το λεωφορείο κάτω απ᾿ τη βροχή, σε όσους έρχονταν με αυτοκίνητο τούς έσκαγαν τα λάστιχα τούς έσπαγαν τα τζάμια, και μέσα στους διαδρόμους τού σχολειού κάθε φορά εξαφάνιζαν τον πυροσβεστήρα, μαραφέτι όμως που δύσκολα πουλιέται μετά, και λέω στον εαυτό μου ότι ίσως ήταν μεγάλη μαλακία να μην επωφελείται κανείς απ᾿ το σχολείο, να μη σκέφτεται τίποτα παρά το χαβαλέ το τσιγαριλίκι το να τα κάνει γυαλιά καρφιά εδώ και εκεί, το να ξετρυπώνει και κάποιο ψιλό, όλα εφήμερα, επομένως όταν βγαίνεις μοιάζεις κιόλας γέρος και δεν ξέρεις τίποτα μα τίποτα τίποτα, και δε φτάνουν όλ᾿ αυτά, οι μπάτσοι σ᾿ έχουν μάθει, σ᾿ αμολάνε λιγδιάρη στην τσιμεντένια φύση, νάνι δουλειά γιοκ νάνι, δε σκέφτεσαι πια ούτε να βρίσεις και γιατί να σού δώσουν δουλειά αφού δεν ξέρεις την τύφλα σου. Άντε στη στενή ουστ!
Πάνω σ᾿ αυτό ο πατέρας μου —μέσα σ᾿ όλα— έλεγε ότι οι τοίχοι είναι τα τετράδια των ζουρλών.
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου.
Όμως στα φιλολογικά στις εκθέσεις έσκιζα, δεν έκανα καμιά κοπάνα, απ᾿ τους άλλους πάντα πιο πολλά έγραφα, το μολύβι μου πετούσε ορνιθοσκαλίσματα στο χαρτί, ποτέ δεν τέλειωνα στην ώρα μου, κι ακόμα κι αν η φιλόλογος η κλαμένη μού γκάριζε σαν τον Χίτλερ για την ορθογραφία μου, μεταξύ μας όχι πιο χάλια απ᾿ των άλλων, και για την ασυνταξία μου, όπως έλεγε συνέχεια ξεφυσώντας σαν μπαλόνι που το τρυπάς με καρφί, παρ᾿ όλ᾿ αυτά μού ᾿βαζε καλούς βαθμούς και βγήκα και πρώτος δυο τρεις φορές. Κάποια μέρα περίμενε να μού μιλήσει μετά το μάθημα, αρχίνισε να μου λέει το ᾿να και τ᾿ άλλο, ότι λέει την εκπλήττω πάντα με τον τρόπο που γράφω κι ότι ίσως θα πρέπει κάποτε να συνεχίσω τις, μα να συνεχίσω τι δε θα μάθω ποτέ γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η σκυλοπαρέα κι αρχίσανε τα χαϊδεμένε πουλημένε γλειφομουνάκια και γαμιόλη της, οπότε αυτή με παράτησε σύξυλο και ποτέ των ποτών δε μού ξαναμίλησε στο πίτσι πίτσι.
Και στ᾿ αλήθεια πιστεύω πως είναι κρίμα, γιατί με τα χρόνια μού ᾿μείνε αυτή η όρεξη και τώρα ολομόναχος στην παρανομία, το βλέπω καλά ότι η πένα μου δεν πετάει και τόσο, ότι είμαι ελλειμματικός στα σίγουρα από λεξιλόγιο και γραμματική. Ακόμα και με τις ιδέες τραβάω ζόρι, βλέπεις στο μάθημα η φιλόλογος καθότανε και σου ᾿δινε το θέμα ενώ εδώ θέλει να τα κατεβάζεις όλα μονάχος σου. Είναι ζόρικο σαν τα κάτεργα ν᾿ ακουμπάς λέξεις τη μια μετά την άλλη, στην κουζίνα ή στο γιαπί μου, και να πεις ότι έχεις φτιάξει κάτι στο τέλος. Λέω στον εαυτό μου να! Θα κάτσω να πω αυτό, πετιέμαι λες πίσω από κλέφτη μα μού ξεφεύγει, ξεκινάω λοιπόν για κάτι άλλο ξεγλιστράει πάλι απ᾿ την κεφάλα μου και πάει λέγοντας. Παρανιώθω μονάχος για να γράψω προπάντων όταν δε μού κάθεται στο χαρτί κι όμως κάπου εδώ κοντά βρίσκεται περνάει παντού στο πετσί μου μπορεί κι αλλού, πού στην αλήθεια δεν ξέρω αδύνατο να το τοποθετήσω, σαν να σ᾿ ερεθίζει να σε τρώει να θες να το ξύσεις για να περάσει η φαγούρα, μα πού να πάρει άλλαξε κιόλας θέση, τρέχα ξοπίσω του τρέχα, μια φορά είδα στην τιβί έναν κλόουν προσπαθούσε να πιάσει ένα σαπούνι, το σαπούνι όλο και ξεπηδούσε απ᾿ τα χέρια του σαν βάτραχος χωρίς σταματημό κι εγώ μια απ᾿ τα ίδια, όλη την ώρα τις πόρτες ανοιχτές τις έχω και η καρδιά μου να τη χτυπάει το ρεύμα, αισθήσεις να μ᾿ ανατριχιάζουν σαν τον ήλιο το χειμώνα, πολύ καλά δεν ξέρω τι είναι, όμορφες σαν τον ουρανό μού φαίνονται μα όταν τις γράφω τις αισθήσεις μου, αμέσως αμέσως λες και γίνονται νερό για ξούρισμα.
Και γι᾿ αυτό η Λιλά είναι σωστή ευλογία, να που μιλάω σαν τη θεία της, είναι ο μεγάλος μπουναμάς τού γενναιόδωρου Θεού, σάμπως δεν το ᾿δα με τη σκηνή τής τσουλήθρας πόσο μού βγήκε εύκολα, στέκομαι ακούω και γράφω κι όσο ξετυλίγω τόσο πιο εύκολο, δεν ταρακουνιούνται τόσο πολύ οι λέξεις ούτε ανάγκη έχω να σπάω το κεφάλι μου για να σοφιστώ τι θα πω, λες και τώρα είμαι μαγνητόφωνο, μαγνητοφωνώ τη Λιλά να λέει.
Ήμουνα μια μέρα εκεί, στην κρυψώνα μου, πριν τη Λιλά εννοώ, σκάει μύτη μια πιτσιρίκα εφτά οχτώ, κάπου εκεί, με πλεξούδες και χοντρά χοντρά γυαλιά στη μύτη ένα άδειο κλουβί στο χέρι, μπαίνει με βλέπει και μού ξεστομίζει μονομιάς ότι είναι στενοχωρημένη, ότι λέει έχασε το χαμστεράκι της τον Λεόν και ότι έχει φάει τον κόσμο και ότι τα σκυλιά θα τής τον κάνουν μια χαψιά αν όχι οι αρουραίοι που στα μέρη μας είναι πολύ άγριοι, κι αν το πήρε το μάτι μου στα μπάζα μέσα να κόβει βόλτες. Όχι τής κάνω, αλλά και βέβαια αν το δω θα τής το πιάσω. Κάνει να φύγει η μικρή έπειτα με κοιτάζει μέσα απ᾿ τη χοντρή της τζαμαρία και με ρωτάει περίεργη τι κάνω εκεί στη στοίβα με τούς γύψους. Τίποτα δεν κάνω τής λέω, γράφω. Σουφρώνει τότε τα χείλια της και με ύφος ψηλομύτικο μού κάνει (Φράγκισσα είναι): Πώς κάθεσαι και γράφεις εδώ μέσα βρωμάει και ζέχνει, και κόβει λάσπη ξινίζοντας τα μούτρα της, πάει χεσμένος ο Λεόν κι ούτε που ενδιαφέρθηκε να μάθει τι γράφω.
Βρωμιάρης εγώ ναι, αν και δεν ξέρω και καλά τι είναι, αφού όλη η γειτονιά βρωμοκοπάει κατρουλίλα το λιγότερο, οι άνθρωποι αμολάνε τα σκουπίδια στις σκάλες κι από τα παράθυρα, ιδού αγάπη που την έχουν για το μέρος που μένουνε, περιφρόνηση, δεν περπατάς ποτέ ξυστά στις πολυκατοικίες μη σού στουκάρει κανένα παλιοψυγείο στο καφάσι ή τίποτα βρωμόνερα όλο γλίτσα και σκατά μιας και συχνά οι νεροχύτες βουλώνουν και οι χέστρες δεν πάνε πίσω, εντελώς απίστευτο για πότε τα πράματα ξεχαρβαλώνονται σε μάς, νούμερο ένα τα ασανσέρ, μια ζωή χαλασμένα, οπότε κι οι συντηρητές μπαϊλντίζουν, κάποια στιγμή ούτε που πατάνε και οι γέροι τρώνε στη μάπα τις σκάλες φορτωμένοι με σακούλες, να κι ένας λόγος που δεν κατεβάζουν και τα σκουπίδια τους.
Και για τα πράματα που πετάνε ένα και το αυτό. Κανείς δε σκύβει να τα μαζέψει πια μόνο μια φορά στους τρεις μήνες περίπου πλακώνει ένας λόχος Πακιστανοί και Αφγανοί με σφυριά και κατσαβίδια και καμιά φορά οξυγονοκολλητή, έρχονται να μαζέψουνε όσα μπορούνε, παξιμάδια καλώδια σανίδες, ακόμα και άδεια πλαστικά ανταλλακτικά από στυλούς, τα θέλουν για να μαστορεύουν ραδιόφωνα κι άλλα μαραφέτια καθώς φαίνεται, ό,τι βρίσκουν κέρδος το ᾿χουν, ομάδα γιουρούσι, σπάμε πλάκα όταν τούς βλέπουμε, μιλάνε πολυβόλο στη μακρινή τους γλώσσα, έχουν φορτηγάκι που τρέμει τόσο λες και φοβάται τα πάντα, αυτά που μένουν πίσω τους σκουριάζουν σαπίζουν επιτόπου, τα τρώνε ψύλλοι και ψείρες, όλη η λέρα και δεν εννοώ ανθρώπους. Ο πατέρας τού Τζο λέει μάλιστα ότι είδε γλάρους να ᾿ρχονται από τη Χάβρη κάποιες μέρες με τον αέρα πρίμα, για να βοηθήσουνε στο συγύρισμα.
Αυτά για σήμερα, δεν είδα τον Λεόν το χαμστεράκι, δεν έχω τι να πω.
Τα τετράδια είναι σχολικά από τα ποιότης Α, τα σούφρωσα στο σούπερ μάρκετ.
Να γράψω δεν ξέρω καλά, αλλά έχω όρεξη ζήλο.
Οι άλλοι στο γυμνάσιο ξέρανε μόνο να σκυλοβρίζουνε, να χασμουριούνται, να τρίζουνε τα δάχτυλά τους, να κλάνουνε λες και κάνανε διαγωνισμό, να γράφουνε βρωμομαλακίες παντού ακόμα και με δάχτυλα σκατωμένα, κάποια φορά πάλι ο Μουλούντ έβγαλε όπλο στην τάξη, τού αδερφού του λέει, ή ακόμα να πετάνε τέτοιες σπόντες στους καθηγητές που κάποιες φορές βγαίνανε κλαίγοντας, θυμάμαι τη φιλόλογο με τα μάτια κατακόκκινα που περίμενε το λεωφορείο κάτω απ᾿ τη βροχή, σε όσους έρχονταν με αυτοκίνητο τούς έσκαγαν τα λάστιχα τούς έσπαγαν τα τζάμια, και μέσα στους διαδρόμους τού σχολειού κάθε φορά εξαφάνιζαν τον πυροσβεστήρα, μαραφέτι όμως που δύσκολα πουλιέται μετά, και λέω στον εαυτό μου ότι ίσως ήταν μεγάλη μαλακία να μην επωφελείται κανείς απ᾿ το σχολείο, να μη σκέφτεται τίποτα παρά το χαβαλέ το τσιγαριλίκι το να τα κάνει γυαλιά καρφιά εδώ και εκεί, το να ξετρυπώνει και κάποιο ψιλό, όλα εφήμερα, επομένως όταν βγαίνεις μοιάζεις κιόλας γέρος και δεν ξέρεις τίποτα μα τίποτα τίποτα, και δε φτάνουν όλ᾿ αυτά, οι μπάτσοι σ᾿ έχουν μάθει, σ᾿ αμολάνε λιγδιάρη στην τσιμεντένια φύση, νάνι δουλειά γιοκ νάνι, δε σκέφτεσαι πια ούτε να βρίσεις και γιατί να σού δώσουν δουλειά αφού δεν ξέρεις την τύφλα σου. Άντε στη στενή ουστ!
Πάνω σ᾿ αυτό ο πατέρας μου —μέσα σ᾿ όλα— έλεγε ότι οι τοίχοι είναι τα τετράδια των ζουρλών.
Εδώ που τα λέμε κι εγώ σαν τούς άλλους έκανα, με το ύφος τού τσαμπουκά μάγκα που ξέρει τα πάντα για τα μυστήρια τής ζωής και που σκυλοβαριέται να ᾿ναι παλουκωμένος στο θρανίο για ν᾿ ακούει και μόνο μαλακισμένες ιστορίες, ότι τάχα η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον κόσμο, κι εσύ να φτάνεις ν᾿ απορείς σε τι κακομοιριά τής κακομοιριάς ζούσανε πριν, κι ότι τάχα το φως συντίθεται λοιπόν από κύματα και σωματίδια ταυτόχρονα, αυτό κι αν θυμάμαι ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να μού το κάνουν λιανά, δεν πα να λένε ό,τι θέλουν, με τέτοια δεν ωριμάζουνε τα σύκα, τρίχες δηλαδή ίσα για να λες κάτι κι έτσι κι αλλιώς να τα καταλάβεις δεν μπορείς μιας και δεν έχεις τα φόντα για τέτοια και αυτό το ᾿χανε κρύψει ακόμα κι απ᾿ τον ίδιο τον πατέρα σου.
Όμως στα φιλολογικά στις εκθέσεις έσκιζα, δεν έκανα καμιά κοπάνα, απ᾿ τους άλλους πάντα πιο πολλά έγραφα, το μολύβι μου πετούσε ορνιθοσκαλίσματα στο χαρτί, ποτέ δεν τέλειωνα στην ώρα μου, κι ακόμα κι αν η φιλόλογος η κλαμένη μού γκάριζε σαν τον Χίτλερ για την ορθογραφία μου, μεταξύ μας όχι πιο χάλια απ᾿ των άλλων, και για την ασυνταξία μου, όπως έλεγε συνέχεια ξεφυσώντας σαν μπαλόνι που το τρυπάς με καρφί, παρ᾿ όλ᾿ αυτά μού ᾿βαζε καλούς βαθμούς και βγήκα και πρώτος δυο τρεις φορές. Κάποια μέρα περίμενε να μού μιλήσει μετά το μάθημα, αρχίνισε να μου λέει το ᾿να και τ᾿ άλλο, ότι λέει την εκπλήττω πάντα με τον τρόπο που γράφω κι ότι ίσως θα πρέπει κάποτε να συνεχίσω τις, μα να συνεχίσω τι δε θα μάθω ποτέ γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η σκυλοπαρέα κι αρχίσανε τα χαϊδεμένε πουλημένε γλειφομουνάκια και γαμιόλη της, οπότε αυτή με παράτησε σύξυλο και ποτέ των ποτών δε μού ξαναμίλησε στο πίτσι πίτσι.
Και στ᾿ αλήθεια πιστεύω πως είναι κρίμα, γιατί με τα χρόνια μού ᾿μείνε αυτή η όρεξη και τώρα ολομόναχος στην παρανομία, το βλέπω καλά ότι η πένα μου δεν πετάει και τόσο, ότι είμαι ελλειμματικός στα σίγουρα από λεξιλόγιο και γραμματική. Ακόμα και με τις ιδέες τραβάω ζόρι, βλέπεις στο μάθημα η φιλόλογος καθότανε και σου ᾿δινε το θέμα ενώ εδώ θέλει να τα κατεβάζεις όλα μονάχος σου. Είναι ζόρικο σαν τα κάτεργα ν᾿ ακουμπάς λέξεις τη μια μετά την άλλη, στην κουζίνα ή στο γιαπί μου, και να πεις ότι έχεις φτιάξει κάτι στο τέλος. Λέω στον εαυτό μου να! Θα κάτσω να πω αυτό, πετιέμαι λες πίσω από κλέφτη μα μού ξεφεύγει, ξεκινάω λοιπόν για κάτι άλλο ξεγλιστράει πάλι απ᾿ την κεφάλα μου και πάει λέγοντας. Παρανιώθω μονάχος για να γράψω προπάντων όταν δε μού κάθεται στο χαρτί κι όμως κάπου εδώ κοντά βρίσκεται περνάει παντού στο πετσί μου μπορεί κι αλλού, πού στην αλήθεια δεν ξέρω αδύνατο να το τοποθετήσω, σαν να σ᾿ ερεθίζει να σε τρώει να θες να το ξύσεις για να περάσει η φαγούρα, μα πού να πάρει άλλαξε κιόλας θέση, τρέχα ξοπίσω του τρέχα, μια φορά είδα στην τιβί έναν κλόουν προσπαθούσε να πιάσει ένα σαπούνι, το σαπούνι όλο και ξεπηδούσε απ᾿ τα χέρια του σαν βάτραχος χωρίς σταματημό κι εγώ μια απ᾿ τα ίδια, όλη την ώρα τις πόρτες ανοιχτές τις έχω και η καρδιά μου να τη χτυπάει το ρεύμα, αισθήσεις να μ᾿ ανατριχιάζουν σαν τον ήλιο το χειμώνα, πολύ καλά δεν ξέρω τι είναι, όμορφες σαν τον ουρανό μού φαίνονται μα όταν τις γράφω τις αισθήσεις μου, αμέσως αμέσως λες και γίνονται νερό για ξούρισμα.
Και γι᾿ αυτό η Λιλά είναι σωστή ευλογία, να που μιλάω σαν τη θεία της, είναι ο μεγάλος μπουναμάς τού γενναιόδωρου Θεού, σάμπως δεν το ᾿δα με τη σκηνή τής τσουλήθρας πόσο μού βγήκε εύκολα, στέκομαι ακούω και γράφω κι όσο ξετυλίγω τόσο πιο εύκολο, δεν ταρακουνιούνται τόσο πολύ οι λέξεις ούτε ανάγκη έχω να σπάω το κεφάλι μου για να σοφιστώ τι θα πω, λες και τώρα είμαι μαγνητόφωνο, μαγνητοφωνώ τη Λιλά να λέει.
Ήμουνα μια μέρα εκεί, στην κρυψώνα μου, πριν τη Λιλά εννοώ, σκάει μύτη μια πιτσιρίκα εφτά οχτώ, κάπου εκεί, με πλεξούδες και χοντρά χοντρά γυαλιά στη μύτη ένα άδειο κλουβί στο χέρι, μπαίνει με βλέπει και μού ξεστομίζει μονομιάς ότι είναι στενοχωρημένη, ότι λέει έχασε το χαμστεράκι της τον Λεόν και ότι έχει φάει τον κόσμο και ότι τα σκυλιά θα τής τον κάνουν μια χαψιά αν όχι οι αρουραίοι που στα μέρη μας είναι πολύ άγριοι, κι αν το πήρε το μάτι μου στα μπάζα μέσα να κόβει βόλτες. Όχι τής κάνω, αλλά και βέβαια αν το δω θα τής το πιάσω. Κάνει να φύγει η μικρή έπειτα με κοιτάζει μέσα απ᾿ τη χοντρή της τζαμαρία και με ρωτάει περίεργη τι κάνω εκεί στη στοίβα με τούς γύψους. Τίποτα δεν κάνω τής λέω, γράφω. Σουφρώνει τότε τα χείλια της και με ύφος ψηλομύτικο μού κάνει (Φράγκισσα είναι): Πώς κάθεσαι και γράφεις εδώ μέσα βρωμάει και ζέχνει, και κόβει λάσπη ξινίζοντας τα μούτρα της, πάει χεσμένος ο Λεόν κι ούτε που ενδιαφέρθηκε να μάθει τι γράφω.
Βρωμιάρης εγώ ναι, αν και δεν ξέρω και καλά τι είναι, αφού όλη η γειτονιά βρωμοκοπάει κατρουλίλα το λιγότερο, οι άνθρωποι αμολάνε τα σκουπίδια στις σκάλες κι από τα παράθυρα, ιδού αγάπη που την έχουν για το μέρος που μένουνε, περιφρόνηση, δεν περπατάς ποτέ ξυστά στις πολυκατοικίες μη σού στουκάρει κανένα παλιοψυγείο στο καφάσι ή τίποτα βρωμόνερα όλο γλίτσα και σκατά μιας και συχνά οι νεροχύτες βουλώνουν και οι χέστρες δεν πάνε πίσω, εντελώς απίστευτο για πότε τα πράματα ξεχαρβαλώνονται σε μάς, νούμερο ένα τα ασανσέρ, μια ζωή χαλασμένα, οπότε κι οι συντηρητές μπαϊλντίζουν, κάποια στιγμή ούτε που πατάνε και οι γέροι τρώνε στη μάπα τις σκάλες φορτωμένοι με σακούλες, να κι ένας λόγος που δεν κατεβάζουν και τα σκουπίδια τους.
Και για τα πράματα που πετάνε ένα και το αυτό. Κανείς δε σκύβει να τα μαζέψει πια μόνο μια φορά στους τρεις μήνες περίπου πλακώνει ένας λόχος Πακιστανοί και Αφγανοί με σφυριά και κατσαβίδια και καμιά φορά οξυγονοκολλητή, έρχονται να μαζέψουνε όσα μπορούνε, παξιμάδια καλώδια σανίδες, ακόμα και άδεια πλαστικά ανταλλακτικά από στυλούς, τα θέλουν για να μαστορεύουν ραδιόφωνα κι άλλα μαραφέτια καθώς φαίνεται, ό,τι βρίσκουν κέρδος το ᾿χουν, ομάδα γιουρούσι, σπάμε πλάκα όταν τούς βλέπουμε, μιλάνε πολυβόλο στη μακρινή τους γλώσσα, έχουν φορτηγάκι που τρέμει τόσο λες και φοβάται τα πάντα, αυτά που μένουν πίσω τους σκουριάζουν σαπίζουν επιτόπου, τα τρώνε ψύλλοι και ψείρες, όλη η λέρα και δεν εννοώ ανθρώπους. Ο πατέρας τού Τζο λέει μάλιστα ότι είδε γλάρους να ᾿ρχονται από τη Χάβρη κάποιες μέρες με τον αέρα πρίμα, για να βοηθήσουνε στο συγύρισμα.
Αυτά για σήμερα, δεν είδα τον Λεόν το χαμστεράκι, δεν έχω τι να πω.
3
Κάνω να βγω απ᾿ το Κόντινεντ με δυο άσπρες πλαστικές σακούλες, η μάνα μου μ᾿ έστειλε για ψώνια, μέρα Τρίτη, ακούω τη φωνή της Λιλά να μου φωνάζει: γεια! Βγαίνει κι εκείνη με μια σακούλα από μια άλλη πόρτα, βγάζει την αλυσίδα του ποδηλάτου της, αντρικό βλέπω, και μου λέει:
«Πας σπίτι;»
Της κάνω ναι πάω σπίτι.
«Και πώς πας σπίτι;»
«Κολυμπώντας», της κάνω σοβαρά.
Λες και δεν το ξέρει πως πάω σπίτι ποδαράτα, σάμπως έχω και τίποτ᾿ άλλο.
«Αν τραβάς πετάλι», μου λέει και δείχνει το ποδήλατο, «ανεβαίνω εγώ στο σίδερο και πάμε σπίτι δικάβαλο».
«Και οι σακούλες;»
«Μια στη μπαγκαζιέρα κι οι άλλες δυο στο τιμόνι. Θα τα βρούμε τώρα. Είσαι;»
Φως φανάρι ότι μου ᾿φεξε. Πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα μέχρι τη γειτονιά, και να πεις ότι δεν είχα ευκαιρίες να μετρήσω την απόσταση, με ήλιο και βροχή.
Κι ας μην κάνω τον Κινέζο ψιλογουστάρω να᾿ μαι μαζί της.
Κάνουμε όπως είπε με τις σακούλες Κόντινεντ, μια σε κάθε άκρη στο τιμόνι, θέμα ισορροπίας, η άλλη πίσω καλοδεμένη. Καλοπαλουκώνομαι στη σέλα και χοπ πηδηματάκι χαριτωμένο νά την καθισμένη πλαγιαστά στο σίδερο και κάνει άντε σπρώξε. Παίρνω φόρα, το ποδήλατο τρεμουλιάζει κάργα στο ξεκίνημα, η Λιλά φωνάζει ωχ φοβάμαι φοβάμαι αλλά σπάει άγρια πλάκα, ρίχνω βάρος όσο μπορώ άντε Σιμό κάνει πάλι, ζόρικα ζιγκ ζαγκ στο πάρκινγκ τόσο που μια κυρά μάς φωνάζει μα το Θεό είμαστε για δέσιμο, με τα πολλά βρίσκω το ρυθμό μου και βουρ για την εθνική και μετά τη λεωφόρο Εμίλ Ζολά.
Γραπώνεται στο τιμόνι με τα δυο της χέρια, τα μαλλιά της κάτω απ᾿ τη μύτη μου, δεν τα ᾿ χω δει ποτέ από τόσο κοντά, λεπτά όσο δε λέγεται, σαν τα μαλαμόχορτα στα μαγικά παραμύθια, μου σιγοτραγουδάω λόγια τέτοια, έχει ένα χρυσοσύννεφο στο κεφάλι, το ανασαίνω, μαζεύεται και ξεμαζεύεται κάθε φορά κι αλλιώς, ρίχνω μια ματιά στο δρόμο και τ᾿ αυτοκίνητα πάνω απ᾿ αυτόν τον παραμυθένιο αφρό και κάποιες στιγμές πιο κάτω, όταν ψιλοκουνιέται, ή στις στροφές, βλέπω τότε τις γούβες των ώμων της και τη λαιμόκοψη στο φουστάνι της και μέσα εκεί δυο αυγά ακουμπισμένα το ᾿να δίπλα στ᾿ άλλο να ψιλοτρέμουν χωρίς να σπάνε όμως, δε βλέπεις τίποτα να τα βαστάει, όμορφα σαν την ομορφιά, τόσο απαλά που φαίνεται και με το μάτι, αν ήμουνα έντομο ανάμεσα σ᾿ αυτά τα δυο θα ᾿ θελα να πεθάνω.
Να πει κανείς πως ξέρει τι μου δείχνει, σαφώς και επιβάλλεται, ξέρει και καλοξέρει. Πώς το ξέρει δεν μπορώ να πω, γυναικείο στοιχείο αυτό, αλλά το ξέρει, εξάλλου τα κορίτσια συνέχεια θέλουν να τα δείχνουν προπάντων όταν έχουν το χάλι τους, σου ᾿ρχονται η φούστα μέχρι τον κώλο, μποτάκια με κορδόνια και μετά ψάχνονται γιατί τις βιάζουνε στα υπόγεια.
Ώρες ώρες οι σκέψεις λένε μιλάνε μεταξύ τους πλάκα έχει. Απ᾿ τ᾿ αυγά περνάω κάτω στα μπούτια κι απ᾿ τα μπούτια στο μουνάκι της κι εκείνη τη στιγμή λες και είμαι ανοιχτό βιβλίο με ρωτάει:
«Θυμάσαι που σ᾿ το ᾿δειξα;»
«Τι πράγμα;»
«Ρε συ, ξέρεις. Δε θυμάσαι στην τσουλήθρα;»
Στήνει προφίλ και στο έτσι μου πετάει τα δικά της στον αέρα του δρόμου.
«Το σκέφτεσαι καμιά φορά;»
«Ναι, το σκέφτομαι», κάνω.
«Το σκέφτεσαι συχνά;»
«Ανάλογα».
«Μια φορά τη μέρα ή παραπάνω;»
«Μια φορά τη μέρα στο περίπου».
Τώρα ρίχνει εντελώς πίσω το κεφάλι για να με κοιτάξει ίσια στα μάτια, το κεφάλι της ακουμπάει στο δεξί μου χέρι, τη βλέπω σχεδόν ανάποδα και μου κάνει:
«Γουστάρεις να το ξαναδείς; Λέγε».
«Ε...» κάνω.
«Ε, τι;»
«Αν θες».
«Δε μου πέφτει λόγος. Για να σε ρωτάω, πάει να πει πως γουστάρω. Εσύ, ρε, θα᾿ θελες να το ξαναδείς;»
«Ναι».
«Πότε;»
«Δεν ξέρω πότε».
«Εδώ και τώρα;»
Δεν πολυπιάνω τι θέλει να πει, αν εννοεί εδώ πάνω στο δίκυκλο ή ξέρω ᾿γώ πού αλλού. Άχνα εγώ.
Εκείνη το χαβά της με τη φωνή της μισοκλεμμένη απ᾿ τον αέρα.
Και νά τι μου λέει:
«Αυτή τη στιγμή το έχω πλαγιαστά στο χοντρό σίδερο».
Πόσο θα ᾿θελα να σταματήσει εδώ να μην πάει παραπέρα γιατί εγώ που είμαι μάλλον ντροπαλός κάπως μου ᾿ρχεται έτσι στη μέση του δρόμου, φοβάμαι γι᾿ αυτά που θα πει και τότε τη ρωτάω:
«Το ποδήλατο ποιανού είναι;»
«Ενός φίλου», μου απαντάει. «Μου το δανείζει».
«Ποιανού φίλου;» της λέω.
Μοιάζει να μην άκουσε, συνεχίζει γυρνώντας όλη την ώρα το κεφάλι.
«Όταν κάθισα κανόνισα ν᾿ ακουμπήσω το γλωσσιδάκι μου ίσα πάνω στο σίδερο, τη βρίσκω σε κάθε τρανταγματάκι, να φανταστείς πώς είναι, λες και μ᾿ αγγίζει ο δρόμος». (Εδώ δυο τρεις λέξεις που δεν ακούω και μετά:) «Οι άντρες δε χαμπαριάζουν από τέτοια, από κινήσεις της φύσης, αλλά σε μια γυναίκα αλλάζει το πράμα, αυτή πάει αντάμα με τον ουρανό, η περίοδος και τα ρέστα, μικρός πλανήτης με τα όλα του».
Στο παραμικρό ταρακούνημα κάνει χμμμ χμμμ με τα μάτια κλειστά.
Προσπαθώ να το πηγαίνω στα ομαλά γιατί μου τη δίνει.
«Κι αν σκεφτείς αυτό το χοντρό μαραφέτι από κάτω μου, δε σου λέω τίποτα».
Εγώ επίτηδες το βουλώνω. Εδώ που τα λέμε ούτε που την ξέρω, ίσα ίσα δεύτερη φορά που είμαστε στο σούξου μούξου μανταλάκια μόνοι μας.
Και πάλι:
«Μπορώ και να σου το δείξω, ξέρεις. Χωρίς ούτε να σταματήσεις. Δε μ᾿ έχεις ικανή;»
Μιλιά εγώ.
«Πάρε λίγη φόρα», μου κάνει, «και μετά άσ᾿ τα πετάλια, θα σου δείξω».
Κάνω όπως μου λέει, φουλάρω ταχύτητα, η λεωφόρος Εμίλ Ζολά κατηφορίζει σ᾿ αυτό το ύψος, μετά αφήνω τα πόδια μου. Ακουμπάει τότε ένα πόδι της πάνω στο δικό μου, μ᾿ ένα χέρι κρατιέται απ᾿ το τιμόνι, ίδια του τσίρκου ακροβάτισσα, το δίκυκλο γέρνει αλλά το κρατάω εγώ γερά, έννοια σου τσουλάει, εκείνη σηκώνεται πατώντας στο πόδι μου, με το άλλο της χέρι ανεβάζει το φουστάνι της και μου λέει:
«Κοίτα».
Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, πρέπει να ᾿σαι ντιπ ζωντόβολο για να πεις όχι, και το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω εδώ σου λέω από κάτω, που αν ήτανε εδώ και τώρα τοπίο, θα σου ήτανε δασάκι καλοκαιρινό που χάνεται σε λόφο στα χαμηλά, ή ακόμα χούφτα από ξανθωπά φυλλαράκια που θα βουτούσανε σ᾿ ένα ρέμα, σωστή σπαζοκεφαλιά να το πω, τα μόνα ρεματάκια που είδα ποτέ μου ήτανε στην τιβί, εδώ, βλέπεις, τα μπαζώσανε, είναι κατιτί που δε βλέπεις μα το μαντεύεις, την τούφα τη θαμνάδα μ᾿ άλλα λόγια, τέτοια ρε που απίθανο να φανταστείς ποτέ την άνετη κοκκινοχαραμάδα πιο χαμηλά που τη φοβάσαι και λίγο, που την πήρε το μάτι μου στην τσουλήθρα, που εξάλλου την είχα δει και σ᾿ άλλες στα γρήγορα άντε βάλε τρεις τέσσερις φορές πριν, αλλά ποτέ μα ποτέ σε χρώματα ανοιχτά. Από πάνω, ζήτημα αν δεις τίποτα πέρα από αθώες τριχίτσες, λόγο ν᾿ ανησυχείς δεν έχεις, ούτε γκρεμός ούτε απειλή για την ώρα.
Αφήνει το φουστάνι της να ξαναπέσει και μου λέει:
«Σ᾿ άρεσε κι έτσι;»
«Ας πούμε», της κάνω, «καλούτσικο».
«Σ᾿ άρεσε πιο πολύ στην τσουλήθρα;»
«Άσχετο».
«Μπορώ να σου δείξω και κάτι άλλο», λέει.
«Σαν τι δηλαδή;»
«Άσε μου τα πετάλια και θα δεις. Μιλάμε γι᾿ άλλα κόλπα».
Μια και δεν καταλαβαίνω, μου λέει να κρατάω καλά το δίκυκλο, μετά στρίβει σαν καλάμι πάνω στο σίδερο, πετάει το δεξί της πόδι στη δεξιά μεριά, τα χέρια καλογραπωμένα στο τιμόνι, αμολάω τα πετάλια, τ᾿ αρπάζει και δώσ᾿ του να σπρώχνει για να ξαναπάρει φόρα το μαραφέτι, εδώ σας λέω μπροστά μου, κάνει όλη τη δουλειά λαχανιάζοντας λιγουλάκι, και την ακούω να μου λέει ανάμεσα σε δυο αναπνοές:
«Σήκωσε λίγο το φουστάνι μου και χάζευε».
Ψιλοδιστάζω πάντα όταν μου κατεβάζει μια ιδέα, αλλά μήπως δεν ξέρω ότι στο φινάλε θα το κάνω, οπότε με το ένα χέρι το σηκώνω το περίφημο φουστάνι, με τ᾿ άλλο κρατιέμαι απ᾿ τη βάση της σέλας και βλέπω αυτό που δεν είδαν ποτέ τα μάτια μου, κώλο κοπελιάς επί το έργον, τα μπούτια εν δράσει, το μουνάκι στη μέση να τραβιέται από τη μια απ᾿ την άλλη κι όμως να μένει κάπως κλειστό, ακόμα και προφυλαγμένο, και ακριβώς από πάνω του κώλου το αστέρι, να κουνιέται αναγκαστικά κι αυτό, τόσο έντονα μάλιστα που του ξεφεύγει μια κλανίτσα, σπάει πλάκα η Λιλά παρά το ζόρι που τραβάει και μετά νά τι μου λέει:
«Γείρε πίσω, θα δεις καλύτερα».
Πριν ακόμα το κάνω το ξέρω, έχει δίκιο, πράγματι αν τραβήξω πίσω την πλάτη μου με τα πόδια πολυτεντωμένα για την ισορροπία βλέπω στη σκιά του φουστανιού το όλο θέαμα να τραβάει πετάλι, μπούτια και σία, μ᾿ αυτά τα πώς να τα πω μουνόχειλα κλειστά να κρεμάνε λίγο, πιο φαρδιά απ᾿ ό,τι θα μπορούσες να φανταστείς απ᾿ την από μπρος μεριά, νά εδώ στη μέση, κάντρο στου μυστηρίου την πύλη χρώμα αγριοφραουλί.
Το αν οι περαστικοί μάς έχουνε πάρει πρέφα και οπωσδήποτε κάποιοι κάποιοι παίρνουνε άγριο μάτι, ε λοιπόν η Λιλά στ᾿ αρχίδια της και στα δικά μου επίσης λες και η λεωφόρος ήταν η έρημος ακριβώς πριν φτάσεις στον παράδεισο εμείς οι δυο εκείνη κι εγώ ολομόναχοι, εκείνη να δείχνει κι εγώ να κοιτάζω.
«Εντάξει είσαι;» με ρωτάει. «Είδες καλά;»
Τσιμουδιά εγώ, ολόκληρος δοσμένος στο κοίταγμα. Ποτέ μου δεν το είχα δει κι απ᾿ ό,τι φαίνεται δε θα το ξαναδώ ποτέ μου. Πάντα τέτοια λέω στον εαυτό μου όταν κάτι μου λάχει, στη χάση και στη φέξη. Κοιτάζω λοιπόν αυτό: τη μηχανούλα του σύμπαντος.
«Κουράστηκα, ξανακάνε εσύ πετάλι».
Κάνουμε αλλαγή, ρίχνει πάλι τη δεξιά της γάμπα απ᾿ την αριστερή πλευρά, τέρμα η οπτασία, ξαναπαίρνει θέση στο σίδερο όπως ήτανε και πριν, η αναπνοή σε φάση ηρεμίας, ξεροβήχει, ωχ και αχ μου κάνει και μετά μου λέει:
«Τη βρήκες;»
«Ας πούμε».
«Λίγο; Πολύ;»
«Πολύ».
«Πιο λίγο απ᾿ ό,τι στην τσουλήθρα ή πιο πολύ;»
«Πιο πολύ», λέω.
«Ποτέ σε κανένα δεν έκανα τέτοιο πράμα, τώρα μου ᾿ρθε. Μα κι εγώ γούσταρα. Θα το ξανακάνω μια μέρα».
Και στο έτσι κατεβάζει πάλι μια ιδέα και μου κάνει:
«Θες να το πιάσεις;»
Μετά το νέο της φλας εγώ πετάλι με το πάσο μου, ότι και καλά το σκέφτομαι. Φτάνουμε στον οικισμό, φαίνεται και το γκαζόν, ή τέλος πάντων ό,τι του ᾿μείνε, σαν πράσινη τσόχα καταξεσχισμένη. Ο τρόπος του πιασίματος, δυσκολεύομαι να… (ατελής πρόταση στο χειρόγραφο)
«Κόψε καμιά βόλτα αν δε βιάζεσαι», μου κάνει με την αναπνοή της στον ώμο μου, «κι ακούμπα με άμα θες. Θ᾿ ανασηκωθώ λιγάκι, αυτό το ᾿χω ξανακάνει, και σε μηχανή απάνω».
Κάνω κύκλους γύρω από τα κτίρια, μα αποφεύγω το δικό μου μη μας δούνε η μάνα μου και οι κολλητοί, τους τσακώνει το μάτι μου κει πέρα μακριά όμως αυτοί δε μας βλέπουνε νομίζω, σηκώνεται όπως και πρώτα βάζει όμως το πόδι της πάνω απ᾿ το δικό μου, αμολάω το αριστερό μου χέρι, το νούμερό μας όλο και τελειοποιείται ελπίζω να φαίνεται καλά η φιγούρα τουλάχιστο, μπας και το δείξουμε στο Μεντράνο στη γιορτή που κλείνει τη σεζόν, και σαλεύει το χέρι μου σαν θηρίο στο κυνήγι μες στη μέση στο χορτάρι κίτρινο και σγουρό, μα αυτή τη φορά δεν παίρνω μάτι, ίσα που αγγίζω τις πάνω τρίχες δεξιά και αριστερά, μόνο που τώρα η Λιλά μου λέει χωρίς πλάκα, μου φαίνεται μάλιστα και στα σοβαρά:
«Ακριβώς στη γούνα είσαι. Μπορείς να πας και παρακάτω, ξέρεις».
Πάω παρακάτω, κατεβαίνω, το έδαφος αρχινίζει τα διπλώματα, τις ρωγμίτσες, αισθάνομαι τη γλωσσίτσα στη μέση, ανατριχιάζει ολόκληρη όταν την αγγίζω, κι εγώ δεν ξέρω αν πρέπει να πάω αριστερά ή δεξιά, κοντοστέκομαι, πιο κάτω μου κάνει πάλι, εδώ ναι εδώ, βάλ᾿ το δάχτυλό σου βάλ᾿ το, αισθάνομαι τη σάρκα να χωρίζεται και ν᾿ ανοίγει, ψιλολυγίζω το δάχτυλό μου και το σπρώχνω, μπαίνει μέσα λες κι έφτιαχνε μόνο του την τρύπα του, σαν νωπός αφρός παντού, νωπός και ζεστούλικος συνάμα, και η Λιλά μου κάνει, με τη φωνή της σπασμένη σάμπως να ήτανε λυπημένη:
«Ναι, ναι, έτσι μπράβο, κόλλα καλά ολόκληρο το δάχτυλό σου στο μάκρος και χώσε μέσα την άκρη, την άκρη μόνο, έτσι, τρίψε λίγο, έτσι μπράβο, μου το παίζεις πούστη ρε πούστη».
Κάνω ό,τι μου λέει με το νι και με το σίγμα, όλα της συνοικίας τα παράθυρα έχουνε μάτια για μας σκέφτομαι, κι απ᾿ την άλλη ποτέ δεν την ξαναβρήκα τόσο πολύ, τα λέω στον εαυτό μου εδώ στην ξεκοιλιασμένη μου τραπεζαρία όταν τα γράφω, ότι κάθεσαι και σπαζοκεφαλιάζεις για να ξαναβρούνε οι λέξεις έστω το χιλιοστό απ᾿ όσα ένιωσες μια τέτοια στιγμή, για πέταμα τσερβέλο και χέρι μαζί, γιατί τι τα κάνεις τα όνειρα που κατεβάζεις, όσα σου περνάνε απ᾿ το μυαλό με χίλια, φωνή μαλλιά κοφτές ανάσες της, κατεβάζεις και σκέψεις που δεν τις ξέρεις καν, μυστήριο πράμα κι αυτό, εικόνες που σου ᾿ρχονται από πού δεν ξέρεις μα είναι σκέτη ικανοποίηση, ευτυχία περαστική και μόνο που πρέπει να την αρπάξεις σαν πουλί στον αέρα, τόσο εύκολο μα κι ακόμα πιο δύσκολο, δε βαστάει καθόλου και μετά θέλεις ώρες και ώρες για να τα ξαναθυμηθείς και πόνο πολύ, απόδειξη που τώρα στο γραφείο μου κατεδάφισης το ᾿να πρόχειρο μετά το άλλο, μουντζουρώνω και φτου κι απ᾿ την αρχή και να πεις ότι βγάζω άκρη.
Το μόνο που μπορώ να πω με άνεση κάπως, η πλάκα της όλης ιστορίας, είναι ότι το ποδήλατο έκοβε φόρα, μιας και δεν έκανα πετάλι, και η Λιλά που δεν τα ᾿χε παντελώς χαμένα, μου λέει το νου σου θα φάμε τα μούτρα μας. Βγάζει το πόδι της, ξαναστρογγυλοκάθεται στο σίδερο, οπότε τραβάω κι εγώ το χέρι μου, ξαναβαράω τέσσερις πέντε πεταλιές και της κάνω:
«Είσαι για μια ακόμα βόλτα;»
«Μπα, γουστάρεις;»
«Εσύ;» της κάνω.
«Μου ψιλοπιάστηκε ο κώλος», μου απαντάει, «αλλά πάμε».
Αφήνω το αριστερό μου χέρι και προσπαθώ να το ξαναχώσω στα καλά λημέρια, μα τώρα η Λιλά γυρνάει και με κοιτάζει, σηκώνει τα μάτια της πώς να τα πω αλλιώς μόνο μάτια αγγέλου, μάτια ουράνιου πρωινού, και με ρωτάει στο έτσι:
«Καυλώνεις;»
Σαν να με ρωτούσε: βρέχει, διψάς, θες μισή τσίχλα;
Πάντα ο εαυτός της, έτσι στα ίσα.
Εγώ σηκώνω λίγο τους ώμους μου, όπως λέει ο Πτι Μωρίς με τις γκόμενες και τους γκόμενους μην τα ξερνάς όλα, προσέχω μην της απαντήσω ανοιχτά, λες και η ερώτηση και η θεία της μαζί, με κομπλάρει τόσο που στο κάτω κάτω τι να της πω δε θα ᾿ξέρα… (κείμενο ασαφές, πολύ μουντζουρωμένο, μεταγραμμένο εδώ λέξη προς λέξη.)
Μου το ξαναλέει διαφορετικά:
«Δεν καυλώνεις;»
Και πάλι πιστεύω καλύτερα να μην απαντήσω. Οπότε αυτή αφήνει τ᾿ αριστερό της χέρι, το φέρνει πίσω απ᾿ την πλάτη της, τα μάτια της υπερουράνια πάντα καρφωμένα στα δικά μου, και μάνι μάνι μου πιάνει τον πούτσο πάνω απ᾿ το τζην μου, κατά πάνω του χωρίς να λαθέψει, ο πούτσος μου ντούρος σαν την αμαρτία όπως καταλαβαίνεις, ντούρος και δυστυχισμένος στη χοντροπάνινη φυλακή του, και μου λέει με το χέρι στο φούσκωμα:
«Έλεγα κι εγώ».
Χαμογελάει όπως μόνο εκείνη ξέρει.
Μου πιάνει το κεφαλάκι με τέσσερα δάχτυλα, όπως για να βιδώσεις κάτι, και νά σου που με χαϊδεύει, φευγάτοι για μια άλλη γύρα στη γειτονιά, λες και θέλει να μου το ακονίσει, να μου το λεπτύνει, και έπειτα ξάφνου μου λέει:
«Θα υποφέρει εκεί μέσα. Δε θες να σ᾿ τη βγάλω;»
Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή του κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί, ότι ίσως αυτό είναι και το χαμένο αίσθημα που ψάχνουνε οι γυμνιστές του Βορρά το καλοκαίρι στα μέρη μας, αλλά σε κάμπινγκ οι φουκαράδες σαν όλους τους άλλους, με συρματοπλέγματα, που λίγο ακόμα και θα τους στείλεις ανθρωπιστική βοήθεια.
«Θες;» μου ξανακάνει.
«Τι;»
«Να σ᾿ τη βγάλω».
«Δε γίνεται εδώ», της κάνω.
«Πας στοίχημα;»
«Όχι».
«Σήκω λίγο πάνω στα πετάλια και θα δεις».
Κάνω κράτει στ᾿ όνομα ποιανού πράγματος δεν ξέρω, από χαρακτήρα δε μου τρέχει το αντριλίκι απ᾿ τα μπατζάκια, δεν πουλάω μούρη, δεν είμαι από τους τύπους να κατουράνε στο δρόμο ακόμα κι αν επείγει.
«Δε θα τα καταφέρεις», της κάνω.
«Καλάαα».
«Το τζην μου είναι τσίτα».
«Μη μου πεις, ρε, κωλώνεις;»
Πάντα πιάνει αυτό το επιχείρημα. Και μου ορκίζεται ψιθυριστά ότι θα κολλήσει πάνω μου, ότι θα με κρύψει με το σηκωμένο της φουστάνι, κανείς δε θα πάρει πρέφα κι ας είναι μέρα μεσημέρι.
Παίρνω πάλι φόρα στην ευθεία, αυτή μπροστά στο τετράγωνό της, και σηκώνομαι πάνω στα πετάλια όπως μου λέει. Επιδέξια στο πι και φι μου κατεβάζει το φερμουάρ, το λευκό χεράκι της χώνεται σαν πέντε χέλια, πεθαίνω απ᾿ την καύλα, δεν είναι και τόσο εύκολο να βάλει στην μπάντα το σλιπ, μου ψιλοπονάει τα δίδυμα μαραφέτια και εντέλει αυτό είναι, το χέρι της μου αρπάζει γλυκά το καυλί, ποτέ στη ζωή μου τέτοιο πράμα, το καυλί μου που ήτανε ζουπηγμένο ξεδιπλώνεται από μόνο του, καλημέρα αεράκι, σίγουρα τίποτ᾿ άλλο δε ζητούσε, να το φροντίσει κάποιος, σαν ένα άλιεν που ξεπηδάει απ᾿ ανθρώπινο σώμα, ούτε που το αναγνωρίζω, δικό μου αυτό δεν είναι, είναι κρέας που σαλεύει, ορμή ζωή ξέσπασμα, ολόκληρο μια απαίτηση.
Η Λιλά μου λέει:
«Βλέπεις, το ᾿ θελε».
Τότε με τα πέντε της καλαμάκια αρχινίζει να μου το χαϊδεύει σαν απίστευτο μου φαίνεται, πάει, έρχεται, κρυφοκοιτάζει,. και το χαμόγελό της πάνω απ᾿ τον ώμο, φτιάχνει κύκλο με τα δάχτυλά της, σαν κρεάτινο δαχτυλίδι, και μου τραβάει μαλακία μου τραβάει, μάλιστα κάποια στιγμή τραβάει το χέρι της και βάζει τα δάχτυλα στο στόμα για να βάλει πιο πολλή υγρασία. Με ρωτάει αν τη βρίσκω, δεν είμαι σε θέση να της πω το αντίθετο, τσιμουδιά, μα άλλωστε πώς θα μιλούσα.
Κάπου στη διαδρομή παίρνει το μάτι μου τον Κογκολέζο του Γ, ο ψηλός μια ζωή με γυαλί ηλίου, έρχεται αντίθετα με τα πατίνια του, έτσι βολτάρει το γατί του, μια ώρα κάθε μέρα, έχει το δεξί του χέρι απλωμένο μπροστά του με τον αγκώνα διπλωμένο κι έναν ιμάντα να το στηρίζει, το ζωντανό αραγμένο πάνω ήρεμα τα μάτια κλειστά. Περνάνε σφεντόνα και χωρίς να παρατηρήσουνε τίποτα, ο Κογκολέζος βλέπει τον κόσμο μόνο με τα μάτια του ζωντανού του κι όταν το βγάζει βόλτα του μιλάει και του σιγοτραγουδάει στα μπαμπάρικα.
Ξανασφίγγει το χέρι της και μου λέει:
«Θα ᾿ θελα να σου πάρω πίπα αλλά ποδηλάτα δε γίνεται».
Λες και ξέρει για τι μιλάει.
Και λέει πάλι με χαμηλή χαμηλή φωνή:
«Μπορείς να χύσεις, δεν απαγορεύεται. Να σε κάνω να τελειώσεις, εντάξει;»
Και μετά, κάπως καθυστερημένα:
«Έχε το νου σου και στην ισορροπία, όσο να ᾿ ναι». Ανεβάζει το ρυθμό ομαλά, μόνο με τρία δάχτυλα τώρα. Λίγο πιο χαμηλά απ᾿ το στομάχι μου ᾿ρχεται ένα κενό και μετά από λίγο έκρηξη, εκατό μέτρα πιο κάτω από το μπαρ Καμπάνα μου σκάει σαν αυγό περιστεριού στο παρμπρίζ, αδειάζω από ηδονή στο χέρι της μέσα που το ξανάκλεισε στο πουτσοκέφαλο επάνω, με βοηθάει ακόμα φεύγω ολόκληρος, δεν είμαι πουθενά, ηδονή και ευτυχία ένα τ᾿ άλλο, η φωνή της μακρινή που ξαναμιλάει για ισορροπίες και ποδήλατα, λένε ότι σε κάτι τέτοιες στιγμές η καρδιά χάνει ένα δυο χτύπους, όπως και όταν φταρνίζεσαι, εγώ πιο πολλούς θα ᾿χασα αφού κι έκλεισα τα μάτια μου, νιώθω που με το χέρι της η Λιλά με ψιλοτσιγκλάει λίγο ακόμα να μ᾿ αδειάσει καλά, έπειτα τινάζει το χέρι της για να της πέσει η πρώτη ύλη, με κοιτάζει με χαρά γλείφει ό,τι της μένει στα δάχτυλα απ᾿ την κολλημένη μου αφρόκρεμα, με κοιτάζει πίσω απ᾿ τα μαλλιά της δεν ξέρω αν κοροϊδεύει, γλείφει το ένα δάχτυλο μετά το άλλο λαίμαργη και μετά με ρωτάει αν φχαριστήθηκα, της κάνω ναι.
«Θα σ᾿ την ξαναβάλω μέσα», λέει.
Τη στιγμή εκείνη ξανακλείνει το φερμουάρ δίνει και μια φαπίτσα με τις ρώγες των δαχτύλων στην πούτσα μου πάνω σκληρή σκληρή ακόμα και που δύσκολα λυγίζει, και έπειτα η Λιλά λέει:
«Το πήρες είδηση πως φτάσαμε στο τετράγωνό σου; Εγώ θα κατέβαινα».
Φαντάσου είχα ξεχάσει ότι ήμουνα πάνω στον πλανήτη και μέσα σ᾿ όλα έχω και την αναπνοή ταραγμένη. Σταματάω μαλακά το δίκυκλο, πηδηχτούλα εκείνη κατεβαίνει, κατεβαίνω κι εγώ, παίρνω τις σακούλες μου και της δίνω το όχημα. Η ιδέα και μόνο ότι θα ᾿πρεπε να της πω κάτι αλλά τι δεν ξέρω μου τη δίνει, μετά που μένω μόνος μου, μού ᾿ρχονται όλα, στη βράση απάνω στέκομαι συχνά λες και μου το ᾿χουνε ράψει, να ᾿χουν έρθει τα πάνω κάτω κι εσύ να νιώθεις ότι είσαι και μαλάκας σαν νεκρός. Άνετη όπως πάντα η Λιλά, θα ᾿λεγα ακόμα χαμογελαστή και χαριτωμένη, αρπάζει το αντρικό ποδήλατο, βάζει το αριστερό της πόδι πάνω στο αριστερό πετάλι και σπρώχνει με το δεξί της πόδι χάμω, το μαραφέτι τσουλάει, μετά μεμιάς τινάζει τη δεξιά της γάμπα στα ύψη για να καβαλήσει τη σέλα κι εκεί βέβαια έχω και το τελευταίο φλας, άντε τώρα να μάθεις αν ήτανε επίτηδες ή όχι, μουνάκι γυμνό, γλυκιά τομή ξανθορόζ, ίσα να προλάβω μια αναπνοή, θαμπωμένος εγώ, μυστικό τελευταίο, και στα μόρτικα τ᾿ ακουμπάει στην προεξοχή της σέλας ξαναπέφτει το φουστάνι κι αμέσως αρχινίζει να τραβάει πετάλι. Μα οι γαμπίτσες της δε φτάνουν για το ποδήλατο ή μήπως η σέλα παραείναι ψηλή, οπότε κι εκείνη ξανακάνει την μπαλαρίνα, πεντάλευκα παπούτσια, μου πετάει κι ένα τσάο πάνω απ᾿ τον ώμο και στο καλό.
Την κάνει κι εγώ σύξυλος με τις σακούλες μου και κάτι από μένανε λειψό, που πήρε στο χέρι της και το πέταξε.
«Πας σπίτι;»
Της κάνω ναι πάω σπίτι.
«Και πώς πας σπίτι;»
«Κολυμπώντας», της κάνω σοβαρά.
Λες και δεν το ξέρει πως πάω σπίτι ποδαράτα, σάμπως έχω και τίποτ᾿ άλλο.
«Αν τραβάς πετάλι», μου λέει και δείχνει το ποδήλατο, «ανεβαίνω εγώ στο σίδερο και πάμε σπίτι δικάβαλο».
«Και οι σακούλες;»
«Μια στη μπαγκαζιέρα κι οι άλλες δυο στο τιμόνι. Θα τα βρούμε τώρα. Είσαι;»
Φως φανάρι ότι μου ᾿φεξε. Πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα μέχρι τη γειτονιά, και να πεις ότι δεν είχα ευκαιρίες να μετρήσω την απόσταση, με ήλιο και βροχή.
Κι ας μην κάνω τον Κινέζο ψιλογουστάρω να᾿ μαι μαζί της.
Κάνουμε όπως είπε με τις σακούλες Κόντινεντ, μια σε κάθε άκρη στο τιμόνι, θέμα ισορροπίας, η άλλη πίσω καλοδεμένη. Καλοπαλουκώνομαι στη σέλα και χοπ πηδηματάκι χαριτωμένο νά την καθισμένη πλαγιαστά στο σίδερο και κάνει άντε σπρώξε. Παίρνω φόρα, το ποδήλατο τρεμουλιάζει κάργα στο ξεκίνημα, η Λιλά φωνάζει ωχ φοβάμαι φοβάμαι αλλά σπάει άγρια πλάκα, ρίχνω βάρος όσο μπορώ άντε Σιμό κάνει πάλι, ζόρικα ζιγκ ζαγκ στο πάρκινγκ τόσο που μια κυρά μάς φωνάζει μα το Θεό είμαστε για δέσιμο, με τα πολλά βρίσκω το ρυθμό μου και βουρ για την εθνική και μετά τη λεωφόρο Εμίλ Ζολά.
Γραπώνεται στο τιμόνι με τα δυο της χέρια, τα μαλλιά της κάτω απ᾿ τη μύτη μου, δεν τα ᾿ χω δει ποτέ από τόσο κοντά, λεπτά όσο δε λέγεται, σαν τα μαλαμόχορτα στα μαγικά παραμύθια, μου σιγοτραγουδάω λόγια τέτοια, έχει ένα χρυσοσύννεφο στο κεφάλι, το ανασαίνω, μαζεύεται και ξεμαζεύεται κάθε φορά κι αλλιώς, ρίχνω μια ματιά στο δρόμο και τ᾿ αυτοκίνητα πάνω απ᾿ αυτόν τον παραμυθένιο αφρό και κάποιες στιγμές πιο κάτω, όταν ψιλοκουνιέται, ή στις στροφές, βλέπω τότε τις γούβες των ώμων της και τη λαιμόκοψη στο φουστάνι της και μέσα εκεί δυο αυγά ακουμπισμένα το ᾿να δίπλα στ᾿ άλλο να ψιλοτρέμουν χωρίς να σπάνε όμως, δε βλέπεις τίποτα να τα βαστάει, όμορφα σαν την ομορφιά, τόσο απαλά που φαίνεται και με το μάτι, αν ήμουνα έντομο ανάμεσα σ᾿ αυτά τα δυο θα ᾿ θελα να πεθάνω.
Να πει κανείς πως ξέρει τι μου δείχνει, σαφώς και επιβάλλεται, ξέρει και καλοξέρει. Πώς το ξέρει δεν μπορώ να πω, γυναικείο στοιχείο αυτό, αλλά το ξέρει, εξάλλου τα κορίτσια συνέχεια θέλουν να τα δείχνουν προπάντων όταν έχουν το χάλι τους, σου ᾿ρχονται η φούστα μέχρι τον κώλο, μποτάκια με κορδόνια και μετά ψάχνονται γιατί τις βιάζουνε στα υπόγεια.
Ώρες ώρες οι σκέψεις λένε μιλάνε μεταξύ τους πλάκα έχει. Απ᾿ τ᾿ αυγά περνάω κάτω στα μπούτια κι απ᾿ τα μπούτια στο μουνάκι της κι εκείνη τη στιγμή λες και είμαι ανοιχτό βιβλίο με ρωτάει:
«Θυμάσαι που σ᾿ το ᾿δειξα;»
«Τι πράγμα;»
«Ρε συ, ξέρεις. Δε θυμάσαι στην τσουλήθρα;»
Στήνει προφίλ και στο έτσι μου πετάει τα δικά της στον αέρα του δρόμου.
«Το σκέφτεσαι καμιά φορά;»
«Ναι, το σκέφτομαι», κάνω.
«Το σκέφτεσαι συχνά;»
«Ανάλογα».
«Μια φορά τη μέρα ή παραπάνω;»
«Μια φορά τη μέρα στο περίπου».
Τώρα ρίχνει εντελώς πίσω το κεφάλι για να με κοιτάξει ίσια στα μάτια, το κεφάλι της ακουμπάει στο δεξί μου χέρι, τη βλέπω σχεδόν ανάποδα και μου κάνει:
«Γουστάρεις να το ξαναδείς; Λέγε».
«Ε...» κάνω.
«Ε, τι;»
«Αν θες».
«Δε μου πέφτει λόγος. Για να σε ρωτάω, πάει να πει πως γουστάρω. Εσύ, ρε, θα᾿ θελες να το ξαναδείς;»
«Ναι».
«Πότε;»
«Δεν ξέρω πότε».
«Εδώ και τώρα;»
Δεν πολυπιάνω τι θέλει να πει, αν εννοεί εδώ πάνω στο δίκυκλο ή ξέρω ᾿γώ πού αλλού. Άχνα εγώ.
Εκείνη το χαβά της με τη φωνή της μισοκλεμμένη απ᾿ τον αέρα.
Και νά τι μου λέει:
«Αυτή τη στιγμή το έχω πλαγιαστά στο χοντρό σίδερο».
Πόσο θα ᾿θελα να σταματήσει εδώ να μην πάει παραπέρα γιατί εγώ που είμαι μάλλον ντροπαλός κάπως μου ᾿ρχεται έτσι στη μέση του δρόμου, φοβάμαι γι᾿ αυτά που θα πει και τότε τη ρωτάω:
«Το ποδήλατο ποιανού είναι;»
«Ενός φίλου», μου απαντάει. «Μου το δανείζει».
«Ποιανού φίλου;» της λέω.
Μοιάζει να μην άκουσε, συνεχίζει γυρνώντας όλη την ώρα το κεφάλι.
«Όταν κάθισα κανόνισα ν᾿ ακουμπήσω το γλωσσιδάκι μου ίσα πάνω στο σίδερο, τη βρίσκω σε κάθε τρανταγματάκι, να φανταστείς πώς είναι, λες και μ᾿ αγγίζει ο δρόμος». (Εδώ δυο τρεις λέξεις που δεν ακούω και μετά:) «Οι άντρες δε χαμπαριάζουν από τέτοια, από κινήσεις της φύσης, αλλά σε μια γυναίκα αλλάζει το πράμα, αυτή πάει αντάμα με τον ουρανό, η περίοδος και τα ρέστα, μικρός πλανήτης με τα όλα του».
Στο παραμικρό ταρακούνημα κάνει χμμμ χμμμ με τα μάτια κλειστά.
Προσπαθώ να το πηγαίνω στα ομαλά γιατί μου τη δίνει.
«Κι αν σκεφτείς αυτό το χοντρό μαραφέτι από κάτω μου, δε σου λέω τίποτα».
Εγώ επίτηδες το βουλώνω. Εδώ που τα λέμε ούτε που την ξέρω, ίσα ίσα δεύτερη φορά που είμαστε στο σούξου μούξου μανταλάκια μόνοι μας.
Και πάλι:
«Μπορώ και να σου το δείξω, ξέρεις. Χωρίς ούτε να σταματήσεις. Δε μ᾿ έχεις ικανή;»
Μιλιά εγώ.
«Πάρε λίγη φόρα», μου κάνει, «και μετά άσ᾿ τα πετάλια, θα σου δείξω».
Κάνω όπως μου λέει, φουλάρω ταχύτητα, η λεωφόρος Εμίλ Ζολά κατηφορίζει σ᾿ αυτό το ύψος, μετά αφήνω τα πόδια μου. Ακουμπάει τότε ένα πόδι της πάνω στο δικό μου, μ᾿ ένα χέρι κρατιέται απ᾿ το τιμόνι, ίδια του τσίρκου ακροβάτισσα, το δίκυκλο γέρνει αλλά το κρατάω εγώ γερά, έννοια σου τσουλάει, εκείνη σηκώνεται πατώντας στο πόδι μου, με το άλλο της χέρι ανεβάζει το φουστάνι της και μου λέει:
«Κοίτα».
Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, πρέπει να ᾿σαι ντιπ ζωντόβολο για να πεις όχι, και το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω εδώ σου λέω από κάτω, που αν ήτανε εδώ και τώρα τοπίο, θα σου ήτανε δασάκι καλοκαιρινό που χάνεται σε λόφο στα χαμηλά, ή ακόμα χούφτα από ξανθωπά φυλλαράκια που θα βουτούσανε σ᾿ ένα ρέμα, σωστή σπαζοκεφαλιά να το πω, τα μόνα ρεματάκια που είδα ποτέ μου ήτανε στην τιβί, εδώ, βλέπεις, τα μπαζώσανε, είναι κατιτί που δε βλέπεις μα το μαντεύεις, την τούφα τη θαμνάδα μ᾿ άλλα λόγια, τέτοια ρε που απίθανο να φανταστείς ποτέ την άνετη κοκκινοχαραμάδα πιο χαμηλά που τη φοβάσαι και λίγο, που την πήρε το μάτι μου στην τσουλήθρα, που εξάλλου την είχα δει και σ᾿ άλλες στα γρήγορα άντε βάλε τρεις τέσσερις φορές πριν, αλλά ποτέ μα ποτέ σε χρώματα ανοιχτά. Από πάνω, ζήτημα αν δεις τίποτα πέρα από αθώες τριχίτσες, λόγο ν᾿ ανησυχείς δεν έχεις, ούτε γκρεμός ούτε απειλή για την ώρα.
Αφήνει το φουστάνι της να ξαναπέσει και μου λέει:
«Σ᾿ άρεσε κι έτσι;»
«Ας πούμε», της κάνω, «καλούτσικο».
«Σ᾿ άρεσε πιο πολύ στην τσουλήθρα;»
«Άσχετο».
«Μπορώ να σου δείξω και κάτι άλλο», λέει.
«Σαν τι δηλαδή;»
«Άσε μου τα πετάλια και θα δεις. Μιλάμε γι᾿ άλλα κόλπα».
Μια και δεν καταλαβαίνω, μου λέει να κρατάω καλά το δίκυκλο, μετά στρίβει σαν καλάμι πάνω στο σίδερο, πετάει το δεξί της πόδι στη δεξιά μεριά, τα χέρια καλογραπωμένα στο τιμόνι, αμολάω τα πετάλια, τ᾿ αρπάζει και δώσ᾿ του να σπρώχνει για να ξαναπάρει φόρα το μαραφέτι, εδώ σας λέω μπροστά μου, κάνει όλη τη δουλειά λαχανιάζοντας λιγουλάκι, και την ακούω να μου λέει ανάμεσα σε δυο αναπνοές:
«Σήκωσε λίγο το φουστάνι μου και χάζευε».
Ψιλοδιστάζω πάντα όταν μου κατεβάζει μια ιδέα, αλλά μήπως δεν ξέρω ότι στο φινάλε θα το κάνω, οπότε με το ένα χέρι το σηκώνω το περίφημο φουστάνι, με τ᾿ άλλο κρατιέμαι απ᾿ τη βάση της σέλας και βλέπω αυτό που δεν είδαν ποτέ τα μάτια μου, κώλο κοπελιάς επί το έργον, τα μπούτια εν δράσει, το μουνάκι στη μέση να τραβιέται από τη μια απ᾿ την άλλη κι όμως να μένει κάπως κλειστό, ακόμα και προφυλαγμένο, και ακριβώς από πάνω του κώλου το αστέρι, να κουνιέται αναγκαστικά κι αυτό, τόσο έντονα μάλιστα που του ξεφεύγει μια κλανίτσα, σπάει πλάκα η Λιλά παρά το ζόρι που τραβάει και μετά νά τι μου λέει:
«Γείρε πίσω, θα δεις καλύτερα».
Πριν ακόμα το κάνω το ξέρω, έχει δίκιο, πράγματι αν τραβήξω πίσω την πλάτη μου με τα πόδια πολυτεντωμένα για την ισορροπία βλέπω στη σκιά του φουστανιού το όλο θέαμα να τραβάει πετάλι, μπούτια και σία, μ᾿ αυτά τα πώς να τα πω μουνόχειλα κλειστά να κρεμάνε λίγο, πιο φαρδιά απ᾿ ό,τι θα μπορούσες να φανταστείς απ᾿ την από μπρος μεριά, νά εδώ στη μέση, κάντρο στου μυστηρίου την πύλη χρώμα αγριοφραουλί.
Το αν οι περαστικοί μάς έχουνε πάρει πρέφα και οπωσδήποτε κάποιοι κάποιοι παίρνουνε άγριο μάτι, ε λοιπόν η Λιλά στ᾿ αρχίδια της και στα δικά μου επίσης λες και η λεωφόρος ήταν η έρημος ακριβώς πριν φτάσεις στον παράδεισο εμείς οι δυο εκείνη κι εγώ ολομόναχοι, εκείνη να δείχνει κι εγώ να κοιτάζω.
«Εντάξει είσαι;» με ρωτάει. «Είδες καλά;»
Τσιμουδιά εγώ, ολόκληρος δοσμένος στο κοίταγμα. Ποτέ μου δεν το είχα δει κι απ᾿ ό,τι φαίνεται δε θα το ξαναδώ ποτέ μου. Πάντα τέτοια λέω στον εαυτό μου όταν κάτι μου λάχει, στη χάση και στη φέξη. Κοιτάζω λοιπόν αυτό: τη μηχανούλα του σύμπαντος.
«Κουράστηκα, ξανακάνε εσύ πετάλι».
Κάνουμε αλλαγή, ρίχνει πάλι τη δεξιά της γάμπα απ᾿ την αριστερή πλευρά, τέρμα η οπτασία, ξαναπαίρνει θέση στο σίδερο όπως ήτανε και πριν, η αναπνοή σε φάση ηρεμίας, ξεροβήχει, ωχ και αχ μου κάνει και μετά μου λέει:
«Τη βρήκες;»
«Ας πούμε».
«Λίγο; Πολύ;»
«Πολύ».
«Πιο λίγο απ᾿ ό,τι στην τσουλήθρα ή πιο πολύ;»
«Πιο πολύ», λέω.
«Ποτέ σε κανένα δεν έκανα τέτοιο πράμα, τώρα μου ᾿ρθε. Μα κι εγώ γούσταρα. Θα το ξανακάνω μια μέρα».
Και στο έτσι κατεβάζει πάλι μια ιδέα και μου κάνει:
«Θες να το πιάσεις;»
Μετά το νέο της φλας εγώ πετάλι με το πάσο μου, ότι και καλά το σκέφτομαι. Φτάνουμε στον οικισμό, φαίνεται και το γκαζόν, ή τέλος πάντων ό,τι του ᾿μείνε, σαν πράσινη τσόχα καταξεσχισμένη. Ο τρόπος του πιασίματος, δυσκολεύομαι να… (ατελής πρόταση στο χειρόγραφο)
«Κόψε καμιά βόλτα αν δε βιάζεσαι», μου κάνει με την αναπνοή της στον ώμο μου, «κι ακούμπα με άμα θες. Θ᾿ ανασηκωθώ λιγάκι, αυτό το ᾿χω ξανακάνει, και σε μηχανή απάνω».
Κάνω κύκλους γύρω από τα κτίρια, μα αποφεύγω το δικό μου μη μας δούνε η μάνα μου και οι κολλητοί, τους τσακώνει το μάτι μου κει πέρα μακριά όμως αυτοί δε μας βλέπουνε νομίζω, σηκώνεται όπως και πρώτα βάζει όμως το πόδι της πάνω απ᾿ το δικό μου, αμολάω το αριστερό μου χέρι, το νούμερό μας όλο και τελειοποιείται ελπίζω να φαίνεται καλά η φιγούρα τουλάχιστο, μπας και το δείξουμε στο Μεντράνο στη γιορτή που κλείνει τη σεζόν, και σαλεύει το χέρι μου σαν θηρίο στο κυνήγι μες στη μέση στο χορτάρι κίτρινο και σγουρό, μα αυτή τη φορά δεν παίρνω μάτι, ίσα που αγγίζω τις πάνω τρίχες δεξιά και αριστερά, μόνο που τώρα η Λιλά μου λέει χωρίς πλάκα, μου φαίνεται μάλιστα και στα σοβαρά:
«Ακριβώς στη γούνα είσαι. Μπορείς να πας και παρακάτω, ξέρεις».
Πάω παρακάτω, κατεβαίνω, το έδαφος αρχινίζει τα διπλώματα, τις ρωγμίτσες, αισθάνομαι τη γλωσσίτσα στη μέση, ανατριχιάζει ολόκληρη όταν την αγγίζω, κι εγώ δεν ξέρω αν πρέπει να πάω αριστερά ή δεξιά, κοντοστέκομαι, πιο κάτω μου κάνει πάλι, εδώ ναι εδώ, βάλ᾿ το δάχτυλό σου βάλ᾿ το, αισθάνομαι τη σάρκα να χωρίζεται και ν᾿ ανοίγει, ψιλολυγίζω το δάχτυλό μου και το σπρώχνω, μπαίνει μέσα λες κι έφτιαχνε μόνο του την τρύπα του, σαν νωπός αφρός παντού, νωπός και ζεστούλικος συνάμα, και η Λιλά μου κάνει, με τη φωνή της σπασμένη σάμπως να ήτανε λυπημένη:
«Ναι, ναι, έτσι μπράβο, κόλλα καλά ολόκληρο το δάχτυλό σου στο μάκρος και χώσε μέσα την άκρη, την άκρη μόνο, έτσι, τρίψε λίγο, έτσι μπράβο, μου το παίζεις πούστη ρε πούστη».
Κάνω ό,τι μου λέει με το νι και με το σίγμα, όλα της συνοικίας τα παράθυρα έχουνε μάτια για μας σκέφτομαι, κι απ᾿ την άλλη ποτέ δεν την ξαναβρήκα τόσο πολύ, τα λέω στον εαυτό μου εδώ στην ξεκοιλιασμένη μου τραπεζαρία όταν τα γράφω, ότι κάθεσαι και σπαζοκεφαλιάζεις για να ξαναβρούνε οι λέξεις έστω το χιλιοστό απ᾿ όσα ένιωσες μια τέτοια στιγμή, για πέταμα τσερβέλο και χέρι μαζί, γιατί τι τα κάνεις τα όνειρα που κατεβάζεις, όσα σου περνάνε απ᾿ το μυαλό με χίλια, φωνή μαλλιά κοφτές ανάσες της, κατεβάζεις και σκέψεις που δεν τις ξέρεις καν, μυστήριο πράμα κι αυτό, εικόνες που σου ᾿ρχονται από πού δεν ξέρεις μα είναι σκέτη ικανοποίηση, ευτυχία περαστική και μόνο που πρέπει να την αρπάξεις σαν πουλί στον αέρα, τόσο εύκολο μα κι ακόμα πιο δύσκολο, δε βαστάει καθόλου και μετά θέλεις ώρες και ώρες για να τα ξαναθυμηθείς και πόνο πολύ, απόδειξη που τώρα στο γραφείο μου κατεδάφισης το ᾿να πρόχειρο μετά το άλλο, μουντζουρώνω και φτου κι απ᾿ την αρχή και να πεις ότι βγάζω άκρη.
Το μόνο που μπορώ να πω με άνεση κάπως, η πλάκα της όλης ιστορίας, είναι ότι το ποδήλατο έκοβε φόρα, μιας και δεν έκανα πετάλι, και η Λιλά που δεν τα ᾿χε παντελώς χαμένα, μου λέει το νου σου θα φάμε τα μούτρα μας. Βγάζει το πόδι της, ξαναστρογγυλοκάθεται στο σίδερο, οπότε τραβάω κι εγώ το χέρι μου, ξαναβαράω τέσσερις πέντε πεταλιές και της κάνω:
«Είσαι για μια ακόμα βόλτα;»
«Μπα, γουστάρεις;»
«Εσύ;» της κάνω.
«Μου ψιλοπιάστηκε ο κώλος», μου απαντάει, «αλλά πάμε».
Αφήνω το αριστερό μου χέρι και προσπαθώ να το ξαναχώσω στα καλά λημέρια, μα τώρα η Λιλά γυρνάει και με κοιτάζει, σηκώνει τα μάτια της πώς να τα πω αλλιώς μόνο μάτια αγγέλου, μάτια ουράνιου πρωινού, και με ρωτάει στο έτσι:
«Καυλώνεις;»
Σαν να με ρωτούσε: βρέχει, διψάς, θες μισή τσίχλα;
Πάντα ο εαυτός της, έτσι στα ίσα.
Εγώ σηκώνω λίγο τους ώμους μου, όπως λέει ο Πτι Μωρίς με τις γκόμενες και τους γκόμενους μην τα ξερνάς όλα, προσέχω μην της απαντήσω ανοιχτά, λες και η ερώτηση και η θεία της μαζί, με κομπλάρει τόσο που στο κάτω κάτω τι να της πω δε θα ᾿ξέρα… (κείμενο ασαφές, πολύ μουντζουρωμένο, μεταγραμμένο εδώ λέξη προς λέξη.)
Μου το ξαναλέει διαφορετικά:
«Δεν καυλώνεις;»
Και πάλι πιστεύω καλύτερα να μην απαντήσω. Οπότε αυτή αφήνει τ᾿ αριστερό της χέρι, το φέρνει πίσω απ᾿ την πλάτη της, τα μάτια της υπερουράνια πάντα καρφωμένα στα δικά μου, και μάνι μάνι μου πιάνει τον πούτσο πάνω απ᾿ το τζην μου, κατά πάνω του χωρίς να λαθέψει, ο πούτσος μου ντούρος σαν την αμαρτία όπως καταλαβαίνεις, ντούρος και δυστυχισμένος στη χοντροπάνινη φυλακή του, και μου λέει με το χέρι στο φούσκωμα:
«Έλεγα κι εγώ».
Χαμογελάει όπως μόνο εκείνη ξέρει.
Μου πιάνει το κεφαλάκι με τέσσερα δάχτυλα, όπως για να βιδώσεις κάτι, και νά σου που με χαϊδεύει, φευγάτοι για μια άλλη γύρα στη γειτονιά, λες και θέλει να μου το ακονίσει, να μου το λεπτύνει, και έπειτα ξάφνου μου λέει:
«Θα υποφέρει εκεί μέσα. Δε θες να σ᾿ τη βγάλω;»
Στ᾿ αλήθεια ώρες ώρες σκέφτομαι την πούτσα μου, ότι είναι καταδικασμένη στη σκιά μακριά απ᾿ τον ήλιο, ισόβια φυλακισμένη ελπίδα καμιά, ένοχη, για τι, ούτε που ξέρει, και ότι ίσως εν αρχή του κόσμου η κατάσταση ήτανε διαφορετική, ότι οι πούτσες και τα μουνάκια και οι κώλοι κυκλοφορούσανε ελεύθερα στον ήλιο και στη βροχή και στον αγέρα μαζί, ότι ίσως αυτό είναι και το χαμένο αίσθημα που ψάχνουνε οι γυμνιστές του Βορρά το καλοκαίρι στα μέρη μας, αλλά σε κάμπινγκ οι φουκαράδες σαν όλους τους άλλους, με συρματοπλέγματα, που λίγο ακόμα και θα τους στείλεις ανθρωπιστική βοήθεια.
«Θες;» μου ξανακάνει.
«Τι;»
«Να σ᾿ τη βγάλω».
«Δε γίνεται εδώ», της κάνω.
«Πας στοίχημα;»
«Όχι».
«Σήκω λίγο πάνω στα πετάλια και θα δεις».
Κάνω κράτει στ᾿ όνομα ποιανού πράγματος δεν ξέρω, από χαρακτήρα δε μου τρέχει το αντριλίκι απ᾿ τα μπατζάκια, δεν πουλάω μούρη, δεν είμαι από τους τύπους να κατουράνε στο δρόμο ακόμα κι αν επείγει.
«Δε θα τα καταφέρεις», της κάνω.
«Καλάαα».
«Το τζην μου είναι τσίτα».
«Μη μου πεις, ρε, κωλώνεις;»
Πάντα πιάνει αυτό το επιχείρημα. Και μου ορκίζεται ψιθυριστά ότι θα κολλήσει πάνω μου, ότι θα με κρύψει με το σηκωμένο της φουστάνι, κανείς δε θα πάρει πρέφα κι ας είναι μέρα μεσημέρι.
Παίρνω πάλι φόρα στην ευθεία, αυτή μπροστά στο τετράγωνό της, και σηκώνομαι πάνω στα πετάλια όπως μου λέει. Επιδέξια στο πι και φι μου κατεβάζει το φερμουάρ, το λευκό χεράκι της χώνεται σαν πέντε χέλια, πεθαίνω απ᾿ την καύλα, δεν είναι και τόσο εύκολο να βάλει στην μπάντα το σλιπ, μου ψιλοπονάει τα δίδυμα μαραφέτια και εντέλει αυτό είναι, το χέρι της μου αρπάζει γλυκά το καυλί, ποτέ στη ζωή μου τέτοιο πράμα, το καυλί μου που ήτανε ζουπηγμένο ξεδιπλώνεται από μόνο του, καλημέρα αεράκι, σίγουρα τίποτ᾿ άλλο δε ζητούσε, να το φροντίσει κάποιος, σαν ένα άλιεν που ξεπηδάει απ᾿ ανθρώπινο σώμα, ούτε που το αναγνωρίζω, δικό μου αυτό δεν είναι, είναι κρέας που σαλεύει, ορμή ζωή ξέσπασμα, ολόκληρο μια απαίτηση.
Η Λιλά μου λέει:
«Βλέπεις, το ᾿ θελε».
Τότε με τα πέντε της καλαμάκια αρχινίζει να μου το χαϊδεύει σαν απίστευτο μου φαίνεται, πάει, έρχεται, κρυφοκοιτάζει,. και το χαμόγελό της πάνω απ᾿ τον ώμο, φτιάχνει κύκλο με τα δάχτυλά της, σαν κρεάτινο δαχτυλίδι, και μου τραβάει μαλακία μου τραβάει, μάλιστα κάποια στιγμή τραβάει το χέρι της και βάζει τα δάχτυλα στο στόμα για να βάλει πιο πολλή υγρασία. Με ρωτάει αν τη βρίσκω, δεν είμαι σε θέση να της πω το αντίθετο, τσιμουδιά, μα άλλωστε πώς θα μιλούσα.
Κάπου στη διαδρομή παίρνει το μάτι μου τον Κογκολέζο του Γ, ο ψηλός μια ζωή με γυαλί ηλίου, έρχεται αντίθετα με τα πατίνια του, έτσι βολτάρει το γατί του, μια ώρα κάθε μέρα, έχει το δεξί του χέρι απλωμένο μπροστά του με τον αγκώνα διπλωμένο κι έναν ιμάντα να το στηρίζει, το ζωντανό αραγμένο πάνω ήρεμα τα μάτια κλειστά. Περνάνε σφεντόνα και χωρίς να παρατηρήσουνε τίποτα, ο Κογκολέζος βλέπει τον κόσμο μόνο με τα μάτια του ζωντανού του κι όταν το βγάζει βόλτα του μιλάει και του σιγοτραγουδάει στα μπαμπάρικα.
Ξανασφίγγει το χέρι της και μου λέει:
«Θα ᾿ θελα να σου πάρω πίπα αλλά ποδηλάτα δε γίνεται».
Λες και ξέρει για τι μιλάει.
Και λέει πάλι με χαμηλή χαμηλή φωνή:
«Μπορείς να χύσεις, δεν απαγορεύεται. Να σε κάνω να τελειώσεις, εντάξει;»
Και μετά, κάπως καθυστερημένα:
«Έχε το νου σου και στην ισορροπία, όσο να ᾿ ναι». Ανεβάζει το ρυθμό ομαλά, μόνο με τρία δάχτυλα τώρα. Λίγο πιο χαμηλά απ᾿ το στομάχι μου ᾿ρχεται ένα κενό και μετά από λίγο έκρηξη, εκατό μέτρα πιο κάτω από το μπαρ Καμπάνα μου σκάει σαν αυγό περιστεριού στο παρμπρίζ, αδειάζω από ηδονή στο χέρι της μέσα που το ξανάκλεισε στο πουτσοκέφαλο επάνω, με βοηθάει ακόμα φεύγω ολόκληρος, δεν είμαι πουθενά, ηδονή και ευτυχία ένα τ᾿ άλλο, η φωνή της μακρινή που ξαναμιλάει για ισορροπίες και ποδήλατα, λένε ότι σε κάτι τέτοιες στιγμές η καρδιά χάνει ένα δυο χτύπους, όπως και όταν φταρνίζεσαι, εγώ πιο πολλούς θα ᾿χασα αφού κι έκλεισα τα μάτια μου, νιώθω που με το χέρι της η Λιλά με ψιλοτσιγκλάει λίγο ακόμα να μ᾿ αδειάσει καλά, έπειτα τινάζει το χέρι της για να της πέσει η πρώτη ύλη, με κοιτάζει με χαρά γλείφει ό,τι της μένει στα δάχτυλα απ᾿ την κολλημένη μου αφρόκρεμα, με κοιτάζει πίσω απ᾿ τα μαλλιά της δεν ξέρω αν κοροϊδεύει, γλείφει το ένα δάχτυλο μετά το άλλο λαίμαργη και μετά με ρωτάει αν φχαριστήθηκα, της κάνω ναι.
«Θα σ᾿ την ξαναβάλω μέσα», λέει.
Τη στιγμή εκείνη ξανακλείνει το φερμουάρ δίνει και μια φαπίτσα με τις ρώγες των δαχτύλων στην πούτσα μου πάνω σκληρή σκληρή ακόμα και που δύσκολα λυγίζει, και έπειτα η Λιλά λέει:
«Το πήρες είδηση πως φτάσαμε στο τετράγωνό σου; Εγώ θα κατέβαινα».
Φαντάσου είχα ξεχάσει ότι ήμουνα πάνω στον πλανήτη και μέσα σ᾿ όλα έχω και την αναπνοή ταραγμένη. Σταματάω μαλακά το δίκυκλο, πηδηχτούλα εκείνη κατεβαίνει, κατεβαίνω κι εγώ, παίρνω τις σακούλες μου και της δίνω το όχημα. Η ιδέα και μόνο ότι θα ᾿πρεπε να της πω κάτι αλλά τι δεν ξέρω μου τη δίνει, μετά που μένω μόνος μου, μού ᾿ρχονται όλα, στη βράση απάνω στέκομαι συχνά λες και μου το ᾿χουνε ράψει, να ᾿χουν έρθει τα πάνω κάτω κι εσύ να νιώθεις ότι είσαι και μαλάκας σαν νεκρός. Άνετη όπως πάντα η Λιλά, θα ᾿λεγα ακόμα χαμογελαστή και χαριτωμένη, αρπάζει το αντρικό ποδήλατο, βάζει το αριστερό της πόδι πάνω στο αριστερό πετάλι και σπρώχνει με το δεξί της πόδι χάμω, το μαραφέτι τσουλάει, μετά μεμιάς τινάζει τη δεξιά της γάμπα στα ύψη για να καβαλήσει τη σέλα κι εκεί βέβαια έχω και το τελευταίο φλας, άντε τώρα να μάθεις αν ήτανε επίτηδες ή όχι, μουνάκι γυμνό, γλυκιά τομή ξανθορόζ, ίσα να προλάβω μια αναπνοή, θαμπωμένος εγώ, μυστικό τελευταίο, και στα μόρτικα τ᾿ ακουμπάει στην προεξοχή της σέλας ξαναπέφτει το φουστάνι κι αμέσως αρχινίζει να τραβάει πετάλι. Μα οι γαμπίτσες της δε φτάνουν για το ποδήλατο ή μήπως η σέλα παραείναι ψηλή, οπότε κι εκείνη ξανακάνει την μπαλαρίνα, πεντάλευκα παπούτσια, μου πετάει κι ένα τσάο πάνω απ᾿ τον ώμο και στο καλό.
Την κάνει κι εγώ σύξυλος με τις σακούλες μου και κάτι από μένανε λειψό, που πήρε στο χέρι της και το πέταξε.
4
Μια άλλη μέρα την τρακάρω στην αίθουσα αναμονής του ΙΚΑ, μου λέει γεια Σιμό πώς πάει όταν αράζω δίπλα της, μια στις τόσες πάω να πουλήσω λίγο αίμα.
«Εσύ, καλά;» της κάνω.
«Καλά».
«Δεν είσαι άρρωστη, έτσι;»
«Ήρθα για μια συνταγή της θείας μου».
Σωπαίνει για λίγο, τα μάτια απόμακρα, κι εγώ της λέω τότε: σ᾿ ενοχλώ;
«Όχι, γιατί;» κάνει.
«Αν σου πιάνω κουβέντα».
«Όχι ρε», λέει, «αλλά σκεφτόμουνα κάτι».
«Τι πράμα;»
«Ένα δώρο».
Τη ρωτάω τι δώρο, μου λέει: αν ήμουνα ερωτευμένη μ᾿ έναν άντρα θα ᾿θελα να με δει να πηδιέμαι μ᾿ άλλον.
Κι ούτε καν μπαίνει στον κόπο να μιλήσει σιγά. «Τέτοια δώρα κάνεις εσύ;» λέω.
«Ή και με δυο άλλους».
«Και θα του άρεσε νομίζεις;»
«Σ᾿ αυτόν δεν ξέρω, αλλά σε μένα, ναι».
Σωπαίνει για λίγο, θα κόψει την κουβέντα νομίζω, μα όχι. Νά τηνα πάλι.
«Θα ᾿τανε καλό δώρο να του κάνω βρίσκω, να του δείξω πώς είμαι όταν με πηδάει. Γιατί όταν πηδάς δεν έχεις ποτέ την ευκαιρία να κοιτάξεις στ᾿ αλήθεια, ίσα που περνά απ᾿ τα μάτια σου. Αν όμως μ᾿ έβλεπε μια δυο φορές, μετά όταν θα με πηδούσε θα θυμότανε τι έκανα, πώς είμαι και θα ερεθιζότανε στα χάι».
«Και με ποιον θα πηδιόσουνα;» εγώ τη ρωτάω.
«Μπροστά στον γκόμενο μου;»
«Ναι ρε».
«Με άγνωστους», μου λέει, «εννοείται. Θα ᾿τανε μεγάλη μαλακία να πάω με κολλητούς ή γνωστούς του, μετά άντε ξεμπέρδευε, άσε που μπορεί να καψουρευόμουνα κανέναν από δαύτους πιο πολύ από κείνον. Θα πήγαινα με περαστικούς, εύκολο να βρεθούν, ή και με επαγγελματίες όπως στις τσόντες και μάλλον θα τους έβαζα από μια μάσκα ή μια κουκούλα για να μη φαίνονται τα μούτρα τους, για καλό και για κακό, θα ήτανε μόνο κρεατομηχανές, πάνω βάζεις τη φάτσα που θες, νταρντανόπουτσες χωρίς μούρη κι όνομα, έτσι το φαντάζομαι, και με βελούδο στα μάτια, ώστε να μην μπορέσεις να τους αναγνωρίσεις την άλλη μέρα αν τους τρακάρεις στο δρόμο, αλλά και να σκέφτεσαι πως μπορεί να ᾿τανε και ο κάθε αρχιγκόμενος που περνάει».
Ίχνος αρχιγκόμενου στο ΙΚΑ, μονάχα δυο μουρόχαβλοι, ένας γέρος που τρέμει κι ένας άλλος νέος απ᾿ το τετράγωνο ΣΤ, χυμένος σαν ψάρι χωρίς κόκαλα, τόσο πολύ βαρεμένος, που ο τρελογιατρός μια μέρα του ᾿γραψε μια συνταγή και του ᾿πε αυτό θα μου πάρετε, λοιπόν βγαίνοντας αυτός, καταβρόχθισε τη συνταγή. Κάθεται εκεί, καρφώνει τα μάτια χάμω, κάνει με το δάχτυλο ανασκαφές στη μύτη. Τι σκέφτεται αυτό το πράμα, αμπαρωμένο έτσι; Έρημος το νιονιό του, τα πηγάδια ξεραμένα, πάνε και τα καραβάνια.
Τρέχα γύρευε αν κάποιος ακούει τα όσα λέμε.
Έτσι κι εγώ γυρνάω στη Λιλά και ρωτάω:
«Δηλαδή, να πούμε αυτή είναι η αγάπη για σένα;»
«Πάνω κάτω», μου απαντάει. «Και για σένα;»
«Εγώ», της κάνω, «για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι είναι».
«Καλά δεν ερωτεύτηκες ποτέ;»
Τέτοια κάθεται και μου λέει και με πονάει με τα γαλανά της μάτια.
«Δε νομίζω», της κάνω ωστόσο.
«Καλά στ᾿ αλήθεια δεν ξέρεις;»
«Όχι».
«Ούτε κι εγώ», μου πετάει. «Μα αν ήμουνα ερωτευμένη, σου λέω, ειλικρινά θα ᾿τανε σαν δώρο».
«Κι αν δεν ήθελε;»
«Σιγά μη και δεν ήθελε. Εννιά στα δέκα ότι θα το ᾿ θελε».
«Δε σε πιστεύω», της κάνω.
«Μα Σιμό αφού σου λέω αλήθεια. Πάντα λέω αλήθεια, λες και δεν το ξέρεις, αφού σου λέω ότι θα το ᾿κανα για κείνονα όχι για μένα. Γιατί εγώ, εδώ που τα λέμε, σίγουρα πως δε θα την έβρισκα, πάντως όχι μέχρι τέρμα».
Της λέω ότι όπως και να το κάνουμε, δύσκολα καταλαβαίνω γιατί στην ευχή θα ᾿κανε τέτοιο πράμα.
Ακουμπάει το δάχτυλο στο κεφάλι και μου κάνει:
«Γιατί τα αρσενικά χάνουνε εδώ».
Ρίχνει μια ματιά στον βλαμμένο του τετραγώνου ΣΤ, έχει τώρα το ύφος ψόφιου ψαριού στον πάγκο, χάσκα το στόμα, πελάτης ακόμα δε βρέθηκε να το πάρει. Είναι σαν να μου λέει: όλα τα αρσενικά νά, σαν αυτό το γαϊδούρι μπροστά σου.
Δίπλα ο γέρος δώσ᾿ του και τρέμει, τόσο πολύ που λες τώρα θα του πέσουνε τα κουμπιά. Η γυναίκα του, τού πιάνει το μπράτσο κάθε λίγο και λιγάκι και του κάνει τσσσ τσσσ με τη γλώσσα της. Κάθε φορά που τον πιάνει αρχίζει κι εκείνη το τρέμουλο, κολλητικό θα ᾿ναι.
«Ολονώνε Σιμό το μυαλό είναι σαν ξενέρωτος πουρές. Ρε συ ακόμα να το καταλάβεις; Σκέψη μηδέν, όνειρα τίποτα πια».
Αυτό είναι αλήθεια, ώρες ώρες κι εγώ το σκέφτομαι, έτσι και κόψεις τα όνειρα πάει να πει ότι δεν είσαι πια πιτσιρίκι, σου καρφώνεται ότι δεν αξίζει τον κόπο και η ζωή σου δε θ᾿ αλλάξει ποτέ, ο ίδιος θα ᾿σαι για πάντα, δε σου μένει παρά το χέρι σου για να σφουγγίζεις τα μάτια σου.
Και νά τι λέει μετά:
«Τα αρσενικά πάνε να κουτουπώσουν ένα κορίτσι, θέλει δε θέλει της τον φορμάρουνε σαν κτήνη, φαντάσου ένα σκύλο να κάνει τρύπα για να βρει κόκαλο στο χώμα, δεν πα να τον φωνάζεις, δεν πα να τον τραβάς απ᾿ την ουρά, αυτός εκεί, να σκάβει αρρωστημένα, αναπνοή κομμένη δεν ακούει τίποτα, αλλά ρε Σιμό, αν ήξερες τι γλύκες μπορείς να βρεις, το χέρι να σαλεύει, ξέρεις εσύ τα χάδια τα προκαταρκτικά, κανένα προστυχόλογο και πάνω απ᾿ όλα η ιδέα και μόνο πως το κάνεις, πως είσαι εσύ που το κάνεις, πως στον δικό σου κώλο χώνεται μια νταρντανόπουτσα, το ότι ξέρεις πως είσαι εσύ, ένα συν στην ηδονή όσο δεν μπορείς να φανταστείς».
«Kαι γιατί;» τη ρωτάω εγώ.
«Ξέρω ᾿γώ γιατί;» μ᾿ απαντάει. «Γουστάρω πολύ να κοιτιέμαι σε καθρέφτη όταν παίρνω πίπα κι όταν με γαμάνε, σ᾿ το ᾿χω ξαναπεί ε, αλλά η γκόμενα που βλέπω στον καθρέφτη δεν αισθάνεται τίποτα, είναι απλά ζωγραφισμένη στο γυαλί, παγάκι σωστό, σαν να μην είμαι εγώ, και ξέρεις πολλές φορές με το σεντόνι ή ό,τι άλλο βρω κουκουλώνω το κεφάλι του τύπου που μου τη χώνει οπότε βλέπω από κείνονε ίσα όσα θέλω, κι αυτό μου φτάνει. Τα αρσενικά είναι τόσο αμπαρωμένα που συχνά ξέρεις ότι χάσαν τα κλειδιά. Σου ᾿ρχεται να τους πεις ν᾿ ανοίξουν λίγο, ν᾿ αεριστεί ο πάνω όροφος, μα να πεις ότι έχουν και τίποτα μέσα. Να γιατί θα ᾿θελα τον δικό μου γκόμενο που θ᾿ αγαπούσα να τόνε βοηθήσω, να του γεμίσω το κεφάλι, οπότε κι εκείνος θα ᾿χε καβάτζα εικόνες, σάκο ολόκληρο εικόνες, ταινία να την περνάει κάθε τόσο που γουστάρει και να καυλώνει στο πι και φι και να φχαριστιέται χύσιμο, αυτό είναι δώρο για μένα».
Το ᾿χει συνήθειο να παίρνει φόρα στις κουβέντες και σταματημό δεν έχει, σου φαίνεται ότι μπορεί να σου αμολάει άλλα, τόσα ώρες και ώρες ολόκληρες, τι γίνεται στο κεφάλι της, σχεδόν σε τρομάζει και συνάμα δε σου κάνει κέφι να σταματήσει γιατί μά την αλήθεια η ζωή σαν ν᾿ αλλάζει μορφή στο στόμα της κι από τέτοια δεν έχω χορτάσει σαν ψείρα σε φαλακρού κεφάλι.
«Και συ;» της λέω.
«Εγώ τι;»
«Αν αγάπαγες έναν τύπο να πούμε θα γούσταρες να πηδάει άλλες μπροστά σου μόνο και μόνο για να σου κάνει ένα δώρο;»
«Και γαμώ», μου λέει, τα μάτια μισόκλειστα, «προπάντων γκόμενες με μάσκα να μην μπορώ να τις γνωρίσω, σωστές τσούλες ψωλαρπάχτρες που θα του ρούφαγαν τ᾿ αρχίδια και τον κώλο, που θα του βάζανε και κανένα γιγαντόψωλο και θα του το χώνανε μέχρι τον πάτο. Θα τα τσουβάλιαζα όλα αυτά στο δικό μου σάκο με εικόνες, θα με καύλωνε όσο δεν μπορείς να φανταστείς, νά μόνο που σ᾿ τα λέω μούσκεψα».
Τη στιγμή εκείνη, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο τρελογιατρός με μια χοντρέλα που κλαίει, και φωνάζει τον επόμενο τον σαλεμένο του κτιρίου ΣΤ. Του φουκαρά του παίρνει ένα λεπτό να πάρει πρέφα ότι ήρθε η σειρά του, η γυναίκα του τρεμούλιακα αναγκάζεται και του το λέει, νομίζω πως είναι η σειρά σας κύριε, κι αυτός λες και πηδάει απ᾿ όνειρο χωρίς αλεξίπτωτο, πετιέται όρθιος κάνει δυο βήματα βιαστικά προς τη Λιλά, το μάτι πυρετωμένο και της κάνει σαν να τριπλοφτερνίζεται:
«Βρώμα βρώμα βρώμα!»
Και μετά μπαίνει μέσα με τον τρελογιατρό που κλείνει πάλι την πόρτα χωρίς σχόλια μιας και δεν του πέφτει λόγος. Ο γεροτρεμουλιάρης όλο και τρεμουλιάζει, μονάχα η κυρά του μας κόβει με το μάτι αλλά όχι για πολύ, μας κάνει ζάπινγκ και πάπαλα.
Η Λιλά μου λέει:
«Είδες ρε τον παλιομαλάκα;»
«Τ᾿ άκουγε όλα», λέω του λόγου μου.
«Καλά να πάθουν τα μούτρα του παλιομαλάκα. Ρε συ το ᾿δες το μάτι του; Σαλεμένος από κούνια, όπως πολλοί άλλοι, και μετά άντε να διορθωθείς. Χωρίς να το πάρεις πρέφα ξερνάς δολοφόνους. Και δες πώς κολλάει τώρα αυτό που σου ᾿λεγα Σιμό: τους άντρες, όταν μια γκόμενα τους αγαπάει, πρέπει να τους δώσει ένα χεράκι. Μονάχοι τους πες πως είναι ένα κομμάτι κρέας, βήμα δεν μπορούν να κάνουν κι είναι κι επικίνδυνοι από πάνω, ζούνε σε τούνελ και να πεις ότι περνάει και τρένο».
«Και συ είσαι σίγουρη ότι στ᾿ αλήθεια θα γούσταρες;» τη ρωτάω. «Ο άντρας σου της ζωής σου, να κανονίζει άλλες μπροστά σου;»
«Καλά όχι και συνέχεια. Μα για μια στις τόσες, ναι σου λέω».
«Καλά και δε θα ζήλευες;»
«Όχι ρε».
«Κι αν την έβρισκε καλύτερα με τις άλλες παρά μαζί σου;»
«Σιγά», μου λέει.
«Ποτέ δεν ξέρεις».
Σωπαίνει για λίγο μ᾿ αυτή τη σκέψη και μετά νά τι μου λέει:
«Μην ξεχνάς ότι εγώ έχω γεμάτες αποθήκες από εικόνες, και μάλιστα και διαλεγμένες, αλλά ποτέ δε σου φτάνουν, ποτέ, άσε που παλιώνουν και χάνονται, οπότε και συ πρέπει να τις φρεσκάρεις, και διαβολεμένες εικόνες θα ήθελα με το μουσκεμένο σαματά του πηδήματος και τ᾿ αρώματα του σπέρματος, όλα στο κοκκινόμαυρο και βάλε και λίγο άσπρο κρέας αχ θα ᾿πρεπε τον λεβέντη της καρδιάς μου να τόνε κάνανε ζάφτι μάγισσες, πουτάνες ζουμερές και ξαναμμένες να τόνε σκοτώνανε, ίσα στην τρέλα να τον πηγαίνανε. Άμα μου το ᾿κανε αυτό, να μου ᾿κανε ποτέ τέτοιο δώρο θα ᾿μουνα θεότρελη γι᾿ αυτόν σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι».
«Και δε μου λες, ξέρεις καμιά που θα ᾿κανε για σένα τέτοιο πράμα;»
«Ε, καλά τώρα βρίσκεται», μου λέει, «από βρώμες ο τόπος τίγκα, μα ακόμα πιο καλά να τους σκάσεις και παραδάκι, στις χαμούρες, στις λυσσάρες. Και μόνο που το σκέφτομαι, ρε Σιμό, μου φεύγει το μυαλό. Και κατά βάθος σαν και μένα πολλές, δε θα σ᾿ το πούνε ποτέ, όπως εγώ κάθομαι και σου λέω, δεν έχουν τα κότσια αλλά τις τρώει ο κώλος τους, δεν μπορείς να φανταστείς».
«Κι αφού τόσο πολύ γουστάρεις, γιατί δεν το κάνεις;» τη ρωτάω.
Και πάντα με τα ανοιχτόχρωμα μάτια της καρφωμένα πάνω μου, μού λέει:
«Και τον μάγκα π᾿ αγαπώ πού θα τόνε βρω;»
«Εσύ, καλά;» της κάνω.
«Καλά».
«Δεν είσαι άρρωστη, έτσι;»
«Ήρθα για μια συνταγή της θείας μου».
Σωπαίνει για λίγο, τα μάτια απόμακρα, κι εγώ της λέω τότε: σ᾿ ενοχλώ;
«Όχι, γιατί;» κάνει.
«Αν σου πιάνω κουβέντα».
«Όχι ρε», λέει, «αλλά σκεφτόμουνα κάτι».
«Τι πράμα;»
«Ένα δώρο».
Τη ρωτάω τι δώρο, μου λέει: αν ήμουνα ερωτευμένη μ᾿ έναν άντρα θα ᾿θελα να με δει να πηδιέμαι μ᾿ άλλον.
Κι ούτε καν μπαίνει στον κόπο να μιλήσει σιγά. «Τέτοια δώρα κάνεις εσύ;» λέω.
«Ή και με δυο άλλους».
«Και θα του άρεσε νομίζεις;»
«Σ᾿ αυτόν δεν ξέρω, αλλά σε μένα, ναι».
Σωπαίνει για λίγο, θα κόψει την κουβέντα νομίζω, μα όχι. Νά τηνα πάλι.
«Θα ᾿τανε καλό δώρο να του κάνω βρίσκω, να του δείξω πώς είμαι όταν με πηδάει. Γιατί όταν πηδάς δεν έχεις ποτέ την ευκαιρία να κοιτάξεις στ᾿ αλήθεια, ίσα που περνά απ᾿ τα μάτια σου. Αν όμως μ᾿ έβλεπε μια δυο φορές, μετά όταν θα με πηδούσε θα θυμότανε τι έκανα, πώς είμαι και θα ερεθιζότανε στα χάι».
«Και με ποιον θα πηδιόσουνα;» εγώ τη ρωτάω.
«Μπροστά στον γκόμενο μου;»
«Ναι ρε».
«Με άγνωστους», μου λέει, «εννοείται. Θα ᾿τανε μεγάλη μαλακία να πάω με κολλητούς ή γνωστούς του, μετά άντε ξεμπέρδευε, άσε που μπορεί να καψουρευόμουνα κανέναν από δαύτους πιο πολύ από κείνον. Θα πήγαινα με περαστικούς, εύκολο να βρεθούν, ή και με επαγγελματίες όπως στις τσόντες και μάλλον θα τους έβαζα από μια μάσκα ή μια κουκούλα για να μη φαίνονται τα μούτρα τους, για καλό και για κακό, θα ήτανε μόνο κρεατομηχανές, πάνω βάζεις τη φάτσα που θες, νταρντανόπουτσες χωρίς μούρη κι όνομα, έτσι το φαντάζομαι, και με βελούδο στα μάτια, ώστε να μην μπορέσεις να τους αναγνωρίσεις την άλλη μέρα αν τους τρακάρεις στο δρόμο, αλλά και να σκέφτεσαι πως μπορεί να ᾿τανε και ο κάθε αρχιγκόμενος που περνάει».
Ίχνος αρχιγκόμενου στο ΙΚΑ, μονάχα δυο μουρόχαβλοι, ένας γέρος που τρέμει κι ένας άλλος νέος απ᾿ το τετράγωνο ΣΤ, χυμένος σαν ψάρι χωρίς κόκαλα, τόσο πολύ βαρεμένος, που ο τρελογιατρός μια μέρα του ᾿γραψε μια συνταγή και του ᾿πε αυτό θα μου πάρετε, λοιπόν βγαίνοντας αυτός, καταβρόχθισε τη συνταγή. Κάθεται εκεί, καρφώνει τα μάτια χάμω, κάνει με το δάχτυλο ανασκαφές στη μύτη. Τι σκέφτεται αυτό το πράμα, αμπαρωμένο έτσι; Έρημος το νιονιό του, τα πηγάδια ξεραμένα, πάνε και τα καραβάνια.
Τρέχα γύρευε αν κάποιος ακούει τα όσα λέμε.
Έτσι κι εγώ γυρνάω στη Λιλά και ρωτάω:
«Δηλαδή, να πούμε αυτή είναι η αγάπη για σένα;»
«Πάνω κάτω», μου απαντάει. «Και για σένα;»
«Εγώ», της κάνω, «για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι είναι».
«Καλά δεν ερωτεύτηκες ποτέ;»
Τέτοια κάθεται και μου λέει και με πονάει με τα γαλανά της μάτια.
«Δε νομίζω», της κάνω ωστόσο.
«Καλά στ᾿ αλήθεια δεν ξέρεις;»
«Όχι».
«Ούτε κι εγώ», μου πετάει. «Μα αν ήμουνα ερωτευμένη, σου λέω, ειλικρινά θα ᾿τανε σαν δώρο».
«Κι αν δεν ήθελε;»
«Σιγά μη και δεν ήθελε. Εννιά στα δέκα ότι θα το ᾿ θελε».
«Δε σε πιστεύω», της κάνω.
«Μα Σιμό αφού σου λέω αλήθεια. Πάντα λέω αλήθεια, λες και δεν το ξέρεις, αφού σου λέω ότι θα το ᾿κανα για κείνονα όχι για μένα. Γιατί εγώ, εδώ που τα λέμε, σίγουρα πως δε θα την έβρισκα, πάντως όχι μέχρι τέρμα».
Της λέω ότι όπως και να το κάνουμε, δύσκολα καταλαβαίνω γιατί στην ευχή θα ᾿κανε τέτοιο πράμα.
Ακουμπάει το δάχτυλο στο κεφάλι και μου κάνει:
«Γιατί τα αρσενικά χάνουνε εδώ».
Ρίχνει μια ματιά στον βλαμμένο του τετραγώνου ΣΤ, έχει τώρα το ύφος ψόφιου ψαριού στον πάγκο, χάσκα το στόμα, πελάτης ακόμα δε βρέθηκε να το πάρει. Είναι σαν να μου λέει: όλα τα αρσενικά νά, σαν αυτό το γαϊδούρι μπροστά σου.
Δίπλα ο γέρος δώσ᾿ του και τρέμει, τόσο πολύ που λες τώρα θα του πέσουνε τα κουμπιά. Η γυναίκα του, τού πιάνει το μπράτσο κάθε λίγο και λιγάκι και του κάνει τσσσ τσσσ με τη γλώσσα της. Κάθε φορά που τον πιάνει αρχίζει κι εκείνη το τρέμουλο, κολλητικό θα ᾿ναι.
«Ολονώνε Σιμό το μυαλό είναι σαν ξενέρωτος πουρές. Ρε συ ακόμα να το καταλάβεις; Σκέψη μηδέν, όνειρα τίποτα πια».
Αυτό είναι αλήθεια, ώρες ώρες κι εγώ το σκέφτομαι, έτσι και κόψεις τα όνειρα πάει να πει ότι δεν είσαι πια πιτσιρίκι, σου καρφώνεται ότι δεν αξίζει τον κόπο και η ζωή σου δε θ᾿ αλλάξει ποτέ, ο ίδιος θα ᾿σαι για πάντα, δε σου μένει παρά το χέρι σου για να σφουγγίζεις τα μάτια σου.
Και νά τι λέει μετά:
«Τα αρσενικά πάνε να κουτουπώσουν ένα κορίτσι, θέλει δε θέλει της τον φορμάρουνε σαν κτήνη, φαντάσου ένα σκύλο να κάνει τρύπα για να βρει κόκαλο στο χώμα, δεν πα να τον φωνάζεις, δεν πα να τον τραβάς απ᾿ την ουρά, αυτός εκεί, να σκάβει αρρωστημένα, αναπνοή κομμένη δεν ακούει τίποτα, αλλά ρε Σιμό, αν ήξερες τι γλύκες μπορείς να βρεις, το χέρι να σαλεύει, ξέρεις εσύ τα χάδια τα προκαταρκτικά, κανένα προστυχόλογο και πάνω απ᾿ όλα η ιδέα και μόνο πως το κάνεις, πως είσαι εσύ που το κάνεις, πως στον δικό σου κώλο χώνεται μια νταρντανόπουτσα, το ότι ξέρεις πως είσαι εσύ, ένα συν στην ηδονή όσο δεν μπορείς να φανταστείς».
«Kαι γιατί;» τη ρωτάω εγώ.
«Ξέρω ᾿γώ γιατί;» μ᾿ απαντάει. «Γουστάρω πολύ να κοιτιέμαι σε καθρέφτη όταν παίρνω πίπα κι όταν με γαμάνε, σ᾿ το ᾿χω ξαναπεί ε, αλλά η γκόμενα που βλέπω στον καθρέφτη δεν αισθάνεται τίποτα, είναι απλά ζωγραφισμένη στο γυαλί, παγάκι σωστό, σαν να μην είμαι εγώ, και ξέρεις πολλές φορές με το σεντόνι ή ό,τι άλλο βρω κουκουλώνω το κεφάλι του τύπου που μου τη χώνει οπότε βλέπω από κείνονε ίσα όσα θέλω, κι αυτό μου φτάνει. Τα αρσενικά είναι τόσο αμπαρωμένα που συχνά ξέρεις ότι χάσαν τα κλειδιά. Σου ᾿ρχεται να τους πεις ν᾿ ανοίξουν λίγο, ν᾿ αεριστεί ο πάνω όροφος, μα να πεις ότι έχουν και τίποτα μέσα. Να γιατί θα ᾿θελα τον δικό μου γκόμενο που θ᾿ αγαπούσα να τόνε βοηθήσω, να του γεμίσω το κεφάλι, οπότε κι εκείνος θα ᾿χε καβάτζα εικόνες, σάκο ολόκληρο εικόνες, ταινία να την περνάει κάθε τόσο που γουστάρει και να καυλώνει στο πι και φι και να φχαριστιέται χύσιμο, αυτό είναι δώρο για μένα».
Το ᾿χει συνήθειο να παίρνει φόρα στις κουβέντες και σταματημό δεν έχει, σου φαίνεται ότι μπορεί να σου αμολάει άλλα, τόσα ώρες και ώρες ολόκληρες, τι γίνεται στο κεφάλι της, σχεδόν σε τρομάζει και συνάμα δε σου κάνει κέφι να σταματήσει γιατί μά την αλήθεια η ζωή σαν ν᾿ αλλάζει μορφή στο στόμα της κι από τέτοια δεν έχω χορτάσει σαν ψείρα σε φαλακρού κεφάλι.
«Και συ;» της λέω.
«Εγώ τι;»
«Αν αγάπαγες έναν τύπο να πούμε θα γούσταρες να πηδάει άλλες μπροστά σου μόνο και μόνο για να σου κάνει ένα δώρο;»
«Και γαμώ», μου λέει, τα μάτια μισόκλειστα, «προπάντων γκόμενες με μάσκα να μην μπορώ να τις γνωρίσω, σωστές τσούλες ψωλαρπάχτρες που θα του ρούφαγαν τ᾿ αρχίδια και τον κώλο, που θα του βάζανε και κανένα γιγαντόψωλο και θα του το χώνανε μέχρι τον πάτο. Θα τα τσουβάλιαζα όλα αυτά στο δικό μου σάκο με εικόνες, θα με καύλωνε όσο δεν μπορείς να φανταστείς, νά μόνο που σ᾿ τα λέω μούσκεψα».
Τη στιγμή εκείνη, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο τρελογιατρός με μια χοντρέλα που κλαίει, και φωνάζει τον επόμενο τον σαλεμένο του κτιρίου ΣΤ. Του φουκαρά του παίρνει ένα λεπτό να πάρει πρέφα ότι ήρθε η σειρά του, η γυναίκα του τρεμούλιακα αναγκάζεται και του το λέει, νομίζω πως είναι η σειρά σας κύριε, κι αυτός λες και πηδάει απ᾿ όνειρο χωρίς αλεξίπτωτο, πετιέται όρθιος κάνει δυο βήματα βιαστικά προς τη Λιλά, το μάτι πυρετωμένο και της κάνει σαν να τριπλοφτερνίζεται:
«Βρώμα βρώμα βρώμα!»
Και μετά μπαίνει μέσα με τον τρελογιατρό που κλείνει πάλι την πόρτα χωρίς σχόλια μιας και δεν του πέφτει λόγος. Ο γεροτρεμουλιάρης όλο και τρεμουλιάζει, μονάχα η κυρά του μας κόβει με το μάτι αλλά όχι για πολύ, μας κάνει ζάπινγκ και πάπαλα.
Η Λιλά μου λέει:
«Είδες ρε τον παλιομαλάκα;»
«Τ᾿ άκουγε όλα», λέω του λόγου μου.
«Καλά να πάθουν τα μούτρα του παλιομαλάκα. Ρε συ το ᾿δες το μάτι του; Σαλεμένος από κούνια, όπως πολλοί άλλοι, και μετά άντε να διορθωθείς. Χωρίς να το πάρεις πρέφα ξερνάς δολοφόνους. Και δες πώς κολλάει τώρα αυτό που σου ᾿λεγα Σιμό: τους άντρες, όταν μια γκόμενα τους αγαπάει, πρέπει να τους δώσει ένα χεράκι. Μονάχοι τους πες πως είναι ένα κομμάτι κρέας, βήμα δεν μπορούν να κάνουν κι είναι κι επικίνδυνοι από πάνω, ζούνε σε τούνελ και να πεις ότι περνάει και τρένο».
«Και συ είσαι σίγουρη ότι στ᾿ αλήθεια θα γούσταρες;» τη ρωτάω. «Ο άντρας σου της ζωής σου, να κανονίζει άλλες μπροστά σου;»
«Καλά όχι και συνέχεια. Μα για μια στις τόσες, ναι σου λέω».
«Καλά και δε θα ζήλευες;»
«Όχι ρε».
«Κι αν την έβρισκε καλύτερα με τις άλλες παρά μαζί σου;»
«Σιγά», μου λέει.
«Ποτέ δεν ξέρεις».
Σωπαίνει για λίγο μ᾿ αυτή τη σκέψη και μετά νά τι μου λέει:
«Μην ξεχνάς ότι εγώ έχω γεμάτες αποθήκες από εικόνες, και μάλιστα και διαλεγμένες, αλλά ποτέ δε σου φτάνουν, ποτέ, άσε που παλιώνουν και χάνονται, οπότε και συ πρέπει να τις φρεσκάρεις, και διαβολεμένες εικόνες θα ήθελα με το μουσκεμένο σαματά του πηδήματος και τ᾿ αρώματα του σπέρματος, όλα στο κοκκινόμαυρο και βάλε και λίγο άσπρο κρέας αχ θα ᾿πρεπε τον λεβέντη της καρδιάς μου να τόνε κάνανε ζάφτι μάγισσες, πουτάνες ζουμερές και ξαναμμένες να τόνε σκοτώνανε, ίσα στην τρέλα να τον πηγαίνανε. Άμα μου το ᾿κανε αυτό, να μου ᾿κανε ποτέ τέτοιο δώρο θα ᾿μουνα θεότρελη γι᾿ αυτόν σ᾿ τ᾿ ορκίζομαι».
«Και δε μου λες, ξέρεις καμιά που θα ᾿κανε για σένα τέτοιο πράμα;»
«Ε, καλά τώρα βρίσκεται», μου λέει, «από βρώμες ο τόπος τίγκα, μα ακόμα πιο καλά να τους σκάσεις και παραδάκι, στις χαμούρες, στις λυσσάρες. Και μόνο που το σκέφτομαι, ρε Σιμό, μου φεύγει το μυαλό. Και κατά βάθος σαν και μένα πολλές, δε θα σ᾿ το πούνε ποτέ, όπως εγώ κάθομαι και σου λέω, δεν έχουν τα κότσια αλλά τις τρώει ο κώλος τους, δεν μπορείς να φανταστείς».
«Κι αφού τόσο πολύ γουστάρεις, γιατί δεν το κάνεις;» τη ρωτάω.
Και πάντα με τα ανοιχτόχρωμα μάτια της καρφωμένα πάνω μου, μού λέει:
«Και τον μάγκα π᾿ αγαπώ πού θα τόνε βρω;»
5
Θα γράψω τώρα για τον ταμπλά που μου ᾿πεσε στο κεφάλι.
Ακόμα και σε μια τέτοια γειτονιά, στη συνοικία της Γέρικης Βελανιδιάς, νομίζεις πως τα ξέρεις όλα και ξάφνου βλέπεις κάποιονε που ούτε καν ήξερες μέχρι τότε ότι ζούσε, η Λιλά να πούμε από πού ξεφύτρωσε, κάποιοι λένε ότι από πιτσιρίκα εδώ ήτανε, μάλιστα στα μέρη μας γεννήθηκε, αλλά νά μικρή δε σου γέμιζε το μάτι με τη σάκα και τον πλεκτό μάλλινο σκούφο της, άνοιξε σαν ηλιολούλουδο μια μέρα, την επομένη ήταν εδώ, και τώρα σου τρυπάει τα μάτια άλλη απ᾿ αυτή δε βλέπεις, κι άλλοι πάλι λένε κάθε άλλο, δεν πάνε ούτε τρεις μήνες που αριβάρισε στα μέρη μας η μάνα της τα τίναξε στο νοσοκομείο της Βιλ-Ζουήφ και την πάσαρε στην αδερφή της τη θεία που έμενε δω. Ως γνωστό, κι ο κόσμος κουτσομπολεύει σε σημείο να ξεχνάει να ζει, αποκλειομένων να τα βρουν για ένα πράμα τόσο απλό, όπως ένα κορίτσι, οπότε βάλε τώρα πολέμους μοιρασιές και παγκόσμιες συμφωνίες πώς να τα χωρέσει ο νους σου, όσο για τη Λιλά δεν μπορείς να βγάλεις άκρη, μα ναι σου λέω αριβάρισε ποδαράτα με ροδάτο βαλιτσάκι, μα όχι σου λέω εγώ τη γνώρισα στο σχολειό, αφού κι απ᾿ τα εφτά οχτώ ζωγράφιζε πράματα αίσχος στο τετράδιό της, μα ναι ναι σου λέω Οκτώβρη μήνα στις εφτά τ᾿ απόγευμα αριβάρισε, ορίστε νά, απ᾿ εδώ με τη βαλίτσα που γρατσούναγε χάμω, και το ίδιο βιολί ώρες ολόκληρες. Απόδειξη ότι χωρίς να ξεμυτίσεις απ᾿ τα χωράφια σου να πούμε, όπου ξέρεις όλους τους ντόπιους με το παρατσούκλι τους, η Μελί η τσουκνιδομάτα ή ο Μουλούντ ο εφαπτομένος, κατά βάθος δεν ξέρεις ποτέ κανέναν, σου ξεφεύγουν όλοι, τέλος πάντων όσοι σ᾿ ενδιαφέρουν, όπως η γραβιέρα έχει τρύπες, αυτοί έχουν μυστικά μπορεί και συ.
Ορίστε η Λιλά που μου ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μου ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μας έτυχε και μας, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μας έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο.
Εγώ λέω πως πάνω απ᾿ όλα αυτή, ακόμα κι απ᾿ όσα στην τιβί, τις πορνόγριες της Δυναστείας, τα βουτυρομόσχαρα σε σέρφινγκ του Μπέηγουοτς, τις ψηλές ηλίθιες φωτομοντέλες που άντε ας πούμε ότι είναι ωραίες, αλλά νά σου που περπατάνε τα πόδια σταυρωμένα σαν χταπόδια, τόσο ίδιες η μια με την άλλη σαν φαντάροι της προεδρικής φρουράς, ψηλομύτες σε όλα τους, πάρτε μάτι μαλακισμένα κάνω πασαρέλα, και από πάνω το μουνί στεγνό, στοίχημα πάω, ό,τι βλέπεις και δε βλέπεις από γυναικάρες στην οθόνη, ακόμα και η Βανέσσα Παραντί, ακόμα και η Μαρλέν Οτέ η τριανταπεντάρα αρχιδρομέας που καρφώνεται στους βατήρες με τον ωραιότερο κώλο του κόσμου, και δεν είναι φτιαγμένος μόνο για τρεχάλα σίγουρα πράματα, όλες όλες όλες δε φτουράνε μία μπροστά της, άλλο πράμα, άλλο πράμα αχ σου λέω, τι από κοντά, τι από μακριά, μάτι με μάτι, γεια τι γίνεται καλά εσύ, απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά της γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σου λέει μαζί.
Από πιο πριν κιόλας από τη μέρα της τσουλήθρας όλο και κάτι νάζια έκανε με το μουνάκι της απ᾿ ό,τι φαίνεται. Ο Μουλούντ έλεγε ότι την τρακάρει ένα απόγευμα, του λέει γεια πώς πάει, και να τον κοιτάζει και δώσ᾿ του να το ξύνει κάτω απ᾿ το φουστάνι της. Μια άλλη φορά πάλι της λες κάτι και σου απαντάει και μένα στη μουνάρα μου, θα νόμιζες επίτηδες πρόστυχα ή μπορεί και για να μιλάει τάχα αγορίστικα. Στο ΙΚΑ μου πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά του ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που της βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα της πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια.
Πριν πω για τον ταμπλά που μου ᾿πεσε θέλω να μιλήσω για τον έρωτα, για το τι παίζει. Στη γειτονιά ο πάσα εις πήδηξε απ᾿ τα δεκαπέντε του, μετά όμως φρένο. Χτυπάς κάρτα την πρώτη φορά με την πιο περπατημένη γκόμενα, όλο και βρίσκεται καμιά μάλλον γάμα κατηγορίας, ο νους τους στην ξεπέτα όλων των νεαρών και μετά αυτές κουκουλώνονται, αλλά πιο μετά στα δεκαεφτά δεκαοχτώ πότε πότε οι νέοι μένουν βδομάδες ολόκληρες χωρίς να τη χώσουν και φαίνεται να τους βαράει στο κεφάλι. Τότε σούρνουνε ένα πιπίνι σε μια υπόγα και το πηδάνε με βάρδιες και μάτι, τώρα το πιπίνι ξέρει δεν ξέρει τι το περιμένει, για λίγο χόρτο μπορεί να το τραβήξει και μέχρι τέρμα στην υπόγα, τυχαίνει να φωνάζει να κλαίει αλλά και να, το ξαναπάει απ᾿ την αρχή. Εγώ, εκτός από μια φορά εδώ και κάτι αιώνες, δύσκολα νταραβερίζομαι με τέτοια γιατί η καρδιά μου δεν το κάνει κέφι, λοιπόν κι εγώ παίρνω μάτι την παρέα τάχα πως γουστάρω αλλά κι αυτό μια στους έξι μήνες και βάλε.
Και μέσα σ᾿ όλα να ᾿χεις και το νου σου στον περιβόητο ιό της μοντέρνας μας εποχής, γιατί της συνοικίας μας το αυτόματο μηχάνημα με τις καπότες μια ζωή είναι άδειο, οι μάγκες τις σουφρώνουν όλες απ᾿ την πρώτη μέρα κιόλας και τις σκοτώνουνε σε τιμή ευκαιρίας.
Γενικός κανόνας τα κορίτσια και οι παντρεμένες παίρνουνε βίζιτες Πέμπτη βράδυ ή Παρασκευή απόγευμα όταν μένουνε ταπί, κάθε τέλος του μήνα, τουτέστιν πάντα, μια απ᾿ τα ίδια και οι κοπέλες για να βρουν φράγκα για τις σπουδές τους ή το φαΐ στη φοιτητική εστία ακόμα και ανήλικες, οι άντρες και οι γονείς τους κάνουνε τα στραβά μάτια, του στυλ ή αυτό, ή χέσ᾿ τα κι άσ᾿ τα, αφού και πολλές φορές φεύγουνε απ᾿ το σπίτι τρεις τέσσερις ώρες όσο πρέπει κι όταν γυρίσουνε ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Πελάτες είναι καμιά φορά οι μαντράχαλοι της συνοικίας, μα προπάντων κάποιοι που καταφτάνουν απ᾿ το Παρίσι με λεωφορείο ή τον ηλεκτρικό, μη νομίζεις κι αυτοί μπόλικα δεν τα ᾿χουν γι᾿ αυτό έρχονται να πηδήξουν κατά δω, πενήντα φράγκα πάει η ταρίφα, στα ερασιτεχνικά σύμφωνοι, μα όπως και να το κάνεις πήδημα είναι κι αυτό, κάθε τόσο σκάνε μύτη και κάτι παραλήδες ντυμένοι στην πένα μέσα σε κουρσάρες που ζητάνε να βρούνε παρθενούλες αφρικανικής εισαγωγής, κι εδώ από παρθένες άλλο τίποτα, φτιάχνουμε κάθε βδομάδα από μπόλια αρνιού και λίγο μανό. Τώρα οι παραλήδες στην πένα το ψυλλιάζονται κιόλας λίγο, αλλιώς δε θα αριβάρανε με καπότες διπλής προστασίας.
Έχουμε στη συνοικία πολλές ανεξάρτητες που δεν έχουν νταβατζή κανένα και που δουλεύουν όταν λάχει, αλλά βρίσκεις και πιο οργανωμένα, μέρος της μπίζνας, κύκλωμα νταβατζήδων των τριάντα σαράντα. Η δουλειά γίνεται επί το πλείστον στα υπόγεια, με χαλιά μαξιλάρια στέρεο και τα ρέστα, όχι πως βαστάει και πολύ το ταξίδι στα βάθη της Ανατολής, το πέρασμα στα μυστικά του χαρεμιού, αλλά σου είναι και στιγμές που για πολύ καιρό μετά σου χαϊδεύουν τις αισθήσεις αν κάθεσαι και τα κλωθογυρίζεις.
Κάποιες Πέμπτες απόγευμα όταν ο καιρός έχει καλοσύνη κάνουμε εδώ το παζάρι του πηδήματος, οι μάγκες στήνονται στην ουρά μπροστά στις πολυκατοικίες, κάποιες φορές φέρνουν καρέκλες ή ακόμα παίζουνε ζάρια ή μπαρμπούτι, οι γκόμενες βγαίνουν έξω για να τους ανάψουνε με κάτι σούπερ σέξι φουστάνια, το θέαμα αξίζει τον κόπο, εμείς το λέμε παρέλαση κώλων, κάθε τόσο κάποιος μάγκας παρατάει το μπαρμπούτι και κατεβαίνει με μια στο υπόγειο, όταν βγαίνει πάλι οι άλλοι ζητωκραυγάζουν, οι πιο καυλωτικές ξεπετάνε δέκα δώδεκα τύπους τη βδομάδα, ακόμη και μπάτσους με πολιτικά το ᾿χουμε δει κι αυτό. Ακούστηκε πάλι ότι και για τους πούστηδες γίνονται τέτοια, ότι το προϊόν Αραβάκι πουλάει ακόμα αλλά όχι στα μέρη μας, εδώ οι αδελφές δεν έχουν καλή φήμη γιατί δεν ξέρω, βρίσκεις τέτοια πιο πολύ στα νότια προάστια, στο Μπανιέ και στο Κρετέιγ.
Με δυο λόγια εδώ ο έρωτας είναι σαν όλα τ᾿ άλλα, μας κάνει ό,τι βρίσκουμε, όλο και τη βολεύουμε. Και τα λέω όλα αυτά για να γίνει λιανή η σημασία της Λιλά ξαφνικά. Τη Λιλά ποτέ κανείς δεν την είδε να ψωνίζεται. Δεν έχει παρτίδες με κανένα. Συχνά τις Παρασκευές κάθεται σπίτι και χαζεύει με τη θεία της τιβί. Δεν κάνει παρέα με τις άλλες, και μετά την κάνει για δυο τρεις μέρες πού δεν ξέρεις.
Η Λιλά.
Και τώρα στον ταμπλά με τη μεγάλη απορία.
Αφήνοντας στην μπάντα την τσουλήθρα και φυσικά το ποδήλατο, να πώς έχουν τα πράγματα: Εκτός από τη θεία της είμαι λέει ο μόνος που του μιλάει η Λιλά. Κι εγώ που νόμιζα ότι μιλάει και με τους άλλους όπως και με μένα, αλλά ιδέα μου. Στον Ρουμπέν τον Αρμένη, τον Μουλούντ, τον Μπιγκ Τζο και τους άλλους όλους, έσκασα χτες το παραμύθι: σας πιάνει εσάς την κουβέντα η Λιλά; Μου ᾿πανε όχι ποτέ των ποτών. Αυτοί κάτι της πετάνε άμα τυχαίνει και περνάει όπως και σ᾿ όλες, αλλά εκείνη ούτε λέξη ή άντε μισή.
«Ψώνιο η δικιά σου», μου κάνει ο Μουλούντ. «Κοιτάζει πίσω από σένα, δε σε βλέπει. Γι᾿ αυτήν δεν υπάρχεις».
«Καλά ρε συ, μαζί σου μιλάει;» με ρωτάει ο Πτι Μωρίς·
«Ε, άμα λάχει».
«Και σου πιάνει την κουβέντα;»
«Αφού σου είπα τώρα».
«Και σαν τι κουβέντα;»
«Τίποτα ρε», λέω κι εγώ προσεκτικός.
«Αφού δε σου λέει τίποτα, καλύτερα να το βουλώνει».
«Ναι, σίγουρα», κάνω.
«Χέστε την τη μαλακισμένη», κόβει την κουβέντα ο Ζιλμπέρ.
Την κάνουν, με μισή καρδιά.
Κάγκελο εγώ, νά τος ο ταμπλάς. Μόνο σε μένα μιλάει. Απ᾿ όλα τα παιδιά της γειτονιάς σε μένα μιλάει στον Σιμό. Όλοι οι άλλοι ζόμπι, ανύπαρκτοι. Σε μένα και μόνο.
Νά τι θέλω να πω: δεν είναι καν το ότι μετά την έκσταση στο ποδήλατο θα μπορούσα να σκεφτώ να την πηδήξω ή άντε να τη φιλήσω πίσω απ᾿ τ᾿ αυτί ή πού αλλού δεν ξέρω, ή ακόμα να της χαϊδέψω τους ώμους να την κρατήσω απ᾿ τη μέση, όλα αυτά τα πράματα που βλέπουμε στις ταινίες, που χωρίς να το θέλω μου τσιγκλάνε την καρδιά και το στομάχι όλες αυτές οι ιδέες, το βράδυ πιο πολύ όταν έχω πέσει κι ακούω τα ροχαλητά της μάνας μου, μου ᾿ρχονται και μου ξανάρχονται στο νου, με κλειστά τα μάτια, βλέπω χειρονομίες, οπότε κι εγώ σηκώνομαι σιωπηλός σαν αράχνη, κουβαλιέμαι στην κουζίνα να καθίσω να γράψω κι αυτό σαν κάπως να με κουλάρει. Και δεν είναι ότι τα σκέφτομαι σαν όνειρο που θα βγει αύριο μεθαύριο όχι όχι, η Λιλά παρθένο νησί είναι, με καράβι Σιμό περνάς κι από μακριά την κοιτάζεις, αλλά τουλάχιστο σε βλέπει σου μιλάει. Τώρα γιατί μου λέει όσα μου λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μου δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι της ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά.
Πρέπει κι αυτό να πω: όταν άρχισα να γράφω, χρόνια τώρα, έκανα ό,τι στην έκθεση, διηγόμουν μια ταινία που ᾿χα δει στην τιβί, χαζομάρες δηλαδή, ή ακόμα τη μιζέρια μου της κάθε μέρας ή κάνα ατύχημα στο δρόμο, ένα μαλλιοτράβηγμα, μια φορά και μία ιστορία με βρικόλακες σ᾿ ένα κάστρο σκοτάδι πίσσα, κι άλλες ιστορίες, η αρχή τους μόνο, ποτέ μου δεν ήξερα πώς να τους δώσω τέλος, αφού απ᾿ την πρώτη σελίδα μού την έδινε, κι έλεγα στον εαυτό μου άμα σ᾿ τη σπάει εσένα στους άλλους φαντάσου, και στο τέλος έκαιγα τις κόλλες μου στο νεροχύτη κι από πάνω μπόλικο νερό πριν πάω και ξαναπέσω στην απελπισία μου. Η μάνα μου δουλεύει στο δημαρχείο καθαρίστρια, τη βρήκε τη δουλειά απ᾿ την Κοινωνική Πρόνοια, σηκώνεται στις πέντε χειμώνα καλοκαίρι, κάποιες φορές δε μ᾿ είχε πάρει ακόμα ο ύπνος όταν την άκουγα να σηκώνεται και να μουρμουράει πολυβόλο η γλώσσα της, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι στο καλό έλεγε μπορεί προσευχές, έφευγε στα βιαστικά κι εγώ εκεί με τη νύχτα μου χαμένη.
Για πολύ καιρό έπρεπε να σηκώνομαι στις εφτά για να πάω την αδερφή μου τη μικρή στο σχολειό. Τώρα πηγαίνει μόνη της και ξυπνάω πιο αργά. Άσε που κοιμάσαι δεν κοιμάσαι ένα και το αυτό, η μέρα πάντα ίδια ξημερώνει, αισθάνομαι τόσο χρήσιμος όσο μια καρέκλα στο ταβάνι, κι από κάτω οι άλλοι βαστάνε τους τοίχους μπας και τους πέσουν, θυμάμαι μια μέρα στο σχολειό η φιλόλογος ρώτησε τον Πτι Μωρίς τι θέλεις να κάνεις αργότερα, κι εκείνος απάντησε: κάτι.
Αλλά από τότε που η Λιλά μου μίλησε για πρώτη φορά, μιλάμε για την παράσταση της τσουλήθρας, σαν ένα φράγμα να ᾿σπασε μέσα μου εκείνη την ώρα, την ίδια κιόλας νύχτα κατάλαβα πως μπορώ να το γράψω στα εύκολα, ότι δεν είναι ανάγκη να κατεβάζει το κεφάλι μου βρικόλακες ή δεν ξέρω ᾿γώ τι, πως η Λιλά εδώ είναι, με κοιτάζει και μου λέει τα δικά της με τρόπο μοναδικό με τα μάτια της που δεν μπορείς να τους κρύψεις τίποτα. Ποτέ δε σκεφτόμουνα εγώ να καθίσω να γράψω για γαμήσια με κώλους και πούτσους και λέξεις σ᾿ αυτά τα χρώματα, στην αρχή μάλιστα δεν ήτανε και τόσο απλό το πράμα, ζοριζόμουνα δεν είμαι στυλ επιδειξία, ντρεπόμουνα κιόλας, μιας και η μάνα μου ούτε ν᾿ ακούει δε θέλει για τέτοια και τώρα τα κατεβάζω σαν νερό όταν βρέχει, μοιάζει η Λιλά να μου σπρώχνει το χέρι, η φωνή της μου τραγουδάει στο κεφάλι μου μέσα ώρες και ώρες μετά, τσόντα ξετσόντα δεν ξέρω πια, αυτό που ξέρω είναι πως η πένα γλιστράει πάνω στο χαρτί με μοτέρ αόρατο νά, τελειώνω κιόλας ένα τετράδιο, είμαι και αθώος, ούτε μια τύψη, κι από πάνω τέλος, το να μου τη δίνει το γράψιμο, μπορώ και ν᾿ αραδιάσω δύο σελίδες την ώρα προπαντός όταν όσα θυμάμαι είναι φρέσκα σαν αυγά ημέρας κι όταν ξαναπέφτω να ξαπλώσω κοιμάμαι.
Θα το πω κι αυτό, σκέφτηκα ακόμα να της φτιάξω ένα ποίημα να πούμε, μα πώς δεν ξέρω, φοβάμαι μη μου βγει ένα μάτσο αχ βαχ και μαλακίες. Θυμάμαι κάτι που μου λέγανε πολύ παλιά, λόγια της Αφρικής: στη μαύρη νύχτα μέσα τραπέζι μαύρο μυρμήγκι μαύρο, ο Θεός πάλι το βλέπει.
Κι εγώ βάζω και τούτο: Ο Θεός βλέπει το μυρμήγκι αλλά εμένα δε με βλέπει οπότε...
Μέχρι κι ένα πορνοποίημα είχα σκαρώσει, για να της γυαλίσω με όσα της αρέσουνε, μόνο που δεν μπορούσα να κάτσω να το γράψω. Όταν τα κατεβάζω απ᾿ το δικό μου το μυαλό, δεν μπορώ πλάκα έχει.
Και στο φινάλε αναρωτιέμαι γιατί στα κομμάτια μου λέει τέτοια μιας και δεν το ξέρει ότι γράφω, αλλά γιατί, μου ᾿ρχεται να πω για να μ᾿ ανάψει αλλά δεν είναι κι έτσι απλό, γιατί αυτή είναι πραγματικά ψυχούλα, τέλος πάντων στα δικά μου μάτια, δεν είναι απλά και μόνο το τσουλί που ᾿χει αγκάθια στην καρδιά, κι όπως και να το δω το πράμα ότι δάγκωσε τη λαμαρίνα με μένα, δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί χωρίς να είμαι κανένας στραβοκάνης και σκουντούφλης δεν είμαι δα Κλιντ Ήστγουντ ούτε καν Σταλλόνε με μάτι κατρακύλα, έτσι λένε ότι τα ᾿χει, η πρώην του τα ξέρασε στον Τύπο, το καυλί του μια σταλιά λέει, όχι εγώ φέρνω μάλλον στο νορμάλ-συνοικιακό καστανοσγουρομάλλης φυσικά και μαυρομάτης, ακούγεται ότι το στυλ καστανομαυρισμένος κυκλοφορεί όλο και περισσότερο πάνω στον πλανήτη, σε λίγο θα ᾿ χουμε και έλλειψη από ξανθούς άλλος λόγος κι αυτός για να ᾿ναι σπάνιο πράμα η Λιλά, θα μου πείτε κι εσείς ότι δε χάθηκαν οι βαφές ούτε και το ξάσπρισμα δέρματος όπως έκανε λέει ο Μάικλ Τζάκσον με ελαφρόπετρα και σερόπια φαρμακευτικά που σου αλλάζουν τα πετρέλαια μέσα κι έξω, αλλά τα παιδιά του αν κάνει ποτέ, θα ᾿ναι θέλει δε θέλει μπλακ, τις προάλλες οι πανκ του Μπομπινιύ ροβολήσανε κατά δω για να πουλήσουνε μόστρα πάω στοίχημα, και ᾿γώ να σκέφτομαι: δεν πα να φοράς λειρί κοκόρου και να μασκαρεύεσαι σαν κοράκι λουστρινάτο, θα ᾿σαι πάντα ο ίδιος κι απαράλλαχτος.
Καλά, με κάτι τέτοια δεν μπορώ να μη δω ότι δεν ξέρω να γράψω, όλη την ώρα χάνομαι, αρχινίζω μια φράση και μετά όπου με πάει, μουντζουρώνω γράφω στραβά κι ανάποδα γυρνάω πάλι πίσω, στο τέλος χαμένος για τα καλά, πρέπει να τα ξαναδιαβάσω να δω πού ήτανε η αρχή. Σκέφτομαι και λέω ότι όσοι γράφουν έχουνε σχέδια σαν τους αρχιτέκτονες, μετά το μόνο που τους μένει είναι να συμπληρώσουν τα καλοδουλεμένα τετράγωνα, αυτοί ξέρουνε πού πάνε, επάγγελμα είναι κι αυτό και καθίσανε και το μάθανε, ενώ εγώ ο καημένος δώσ᾿ του και τραβάω κούτσα κούτσα την κλωστούλα μου, δε μου λείπουνε ούτε αισθήματα ούτε σκέψεις, μα τόσο πολύ οι λέξεις. Σουφρώνω λίγα λίγα απ᾿ τη μάνα μου, φράγκο φράγκο, για ν᾿ αγοράσω μια μέρα ένα λεξικό, και τότε θα το μάθω απέξω κι ανακατωτά, αλλά μέχρι τότε νιώθω τόσα πολλά πράματα και δεν ξέρω πώς να τα εκφράσω, που ώρες ώρες λύσσα με πιάνει, πώς στο καλό μάθανε οι άλλοι; Κι αποτέλεσμα εδώ στη γειτονιά, τα παιδιά, Γαλλόπουλα και μη τους φτάνει μια γλώσσα άσ᾿ τα να πάνε, όλο μπλιαχ και χάι και οκέι και γαμώ το μαλάκα πούστη χεσ᾿ τα και γαμώ τη μάνα σου καθίκι, αυτά έχει όλα, όλα το κλουβί της γλώσσας τους. Φυσικά εγώ μου βγαίνει ο πάτος για να μη γράφω όπως μιλάνε αυτοί, και μετά κάθομαι και τα αντιγράφω εδώ, και τα κορακίστικα βαρετά και περιορισμένα κι αυτά, μα ούτε ξέρω στα σίγουρα αν το ᾿ χω πιάσει το πράμα σωστά.
Βλέπεις οι λέξεις δε δίνονται το ίδιο σε όλους. Κι όλο να νιώθεις πως περνάς μιλιά μακριά, ότι πάντα υπάρχει ένα καταπράσινο νησί που δεν το πλησιάζεις καλύτερα φυλαγμένο κι απ᾿ την Εθνική Τράπεζα, νησί γκαστρωμένο με φρούτα σωρό και υπέροχα, λέξεις που ο κόσμος μεταχειρίζεται και γλυκαίνει το στόμα του, σαν να κάνεις βουτιά σε θησαυρό σε παράδεισο μέσα, αλλά εσύ όχι ποτέ εσύ, εσύ δώσ᾿ του και τραβάς κουπί, άντε σκυμμένος τράβα κουπί ρε μαλακισμένο γιατί σηκώνεις κεφάλι, απαγορεύεται το αγνάντεμα και μη τυχόν κι ακούσεις τα όμορφα μακρινά τραγούδια, πέσε κάτω πάρε και μια βουρδουλιά και βούλωσ᾿ το μη φας κι άλλη.
Αποκλεισμένοι λένε. Κι αρχίζουνε τις φιοριτούρες και τις σάλτσες! Γαμώ τα συνέδριά τους και τα όλα τους. Μα αποκλεισμένοι από τι δεν μπορείς να μάθεις. Δεν μπορείς καν να μάθεις από τι είσαι αποκλεισμένος. Από τη Σάντα Μπάρμπαρα; Από κείνα τα μέρη που βλέπουμε στην τιβί με πισίνες και μονοκίνια στο μπλε πετρόλ; Αλλ᾿ αυτά είναι μέρη από άλλους πλανήτες, αδύνατο να υπάρχουνε σε τούτη τη γη, είναι σινεμά και παραμύθι. Ακόμα και ο ήλιος τους κάλπικα γυαλίζει. Εδώ δεν έχουμε ποτέ καλό καιρό. Του πάνε κόντρα οι πολυκατοικίες. Τυχαίνει να᾿ χουμε πολλή ζέστη ακόμα και κουφόβραση αλλά ποτέ δεν είναι ωραία. Ωραία και εδώ δεν πάνε μαζί.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεις μια άλλη συνοικία που μπορείς και να την μπερδέψεις με τη δίκιά μας ή και με μια άλλη, τη βαφτίσανε Δροσιά και ο Πτι Μωρίς, που ᾿χει σόγια κατά κει, λέει πως είναι τα κτίρια που κάνουν δροσιά στα δέντρα.
Τα δέντρα είναι φτυστά εμείς, φυτεμένα σαν πράματα και γιατί δεν ξέρουνε, σαν και μας σου λέω να το κουνήσουμε δεν μπορούμε, θα μου πεις ότι και τα δέντρα μια από τα ίδια, μα τούτα εδώ ακόμα χειρότερα, μες στη μαύρη ασχήμια κάτω απ᾿ τον γκρίζο ήλιο, τα κουβαλάνε απ᾿ αλλού, άσε που είναι όλα ίδια, ποικιλία για παρέα δεν έχουν, μήτε θάμνο μήτε λουλούδια μπικόουζ βάνταλισμ, ένα δέντρο κάθε δεκαπέντε μέτρα ίσια στην ευθεία, η μάνα μου λέει ότι το πρωί όταν φεύγει νωρίς αν φυσάει τα ακούει να κλαίνε.
Μα η μάνα μου όπου κι αν πάει κλάματα ακούει.
Είναι αλήθεια ότι στα μέρη μας με την μπίζνα μπορείς να ᾿χεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου μισοτιμής και βάλε, τιβί σκούτερ πικάπ ντι τζι, όπλα που ᾿ρχονται απ᾿ το Ισραήλ τρέχα γύρευε πώς, νάηκς και ρήμποξ με τρεις γραμμές στα πλάγια είναι και τα πιο κλασάτα. Σε κάποια υπόγεια ή ακόμα και τεκέδες γίνεται χοντρό αλισβερίσι, μοντέρνα παζάρια, κόσμος από το Παρίσι έρχεται κατά δω να τσακώσουνε τα στέρεο τους μέχρι και ρούχα σινιέ, ποτά απ᾿ όλο τον κόσμο, μπιζού πούρα έπιπλα κομπιούτερ Μάκιντος με εκτυπωτές στο τρίτο της τιμής. Η μπίζνα αφήνει μεγάλο κέρδος όμως το σινάφι είναι περιορισμένο, συχνά το πράμα πάει οικογενειακά τα ξαδέρφια πρώτα, ή με τη φιλία όσων κάνανε στη στενή μαζί και πάλι όσο να πεις το ρίσκο είναι μεγάλο. Δεν είμαστε όλοι εδώ γεννημένοι γκάγκστερ, ακόμα κι αν κάπως το βλέπουμε στα όνειρά μας, σου φαίνεται ζωή και κότα σε σύγκριση με την άλλη που είναι η ανέχεια τελεία και παύλα.
Ακόμα και να την παντρευτώ τη Λιλά έκανα όνειρα θερινής νυκτός, και λέω όνειρα γιατί η φτώχεια είναι η κολλητή μου, ούτε τέσσερα φράγκα για να πάρω λουλούδι φαντάσου τώρα βέρα, φουστάνι ταξίδι συν τοις άλλοις, διαμέρισμα και μέλι για ένα μήνα, όλα αυτά σκέτη σαπουνόπερα στην τιβί, ο Σιμό στο Μαλιμπού, σύννεφο να περνάει χωρίς να στάξει σταγόνα πάνω σε χώμα άφορο, μπορεί και να μην έχει καν βροχή στην κοιλιά του, για να μην πω για το θάρρος που θα χρειαζόμουνα για να παντρευτώ άγγελο τέτοιου τύπου, με τα όσα ξεστομίζει λόγια φιδίσια αλυσίδα, άσε που ακούγεται ότι εξαφανίζεται κατά καιρούς δυο τρεις μέρες στη σειρά, ούτε η θεία της δεν ξέρει πού βρίσκεται, το ρίσκο τεράστιο το βλέπω, φαντάζεσαι να φεύγω πρωί πρωί απ᾿ το σπίτι για δουλειά (λέμε τώρα) και ν᾿ αφήνω τη Λιλά ολομόναχη, θα ᾿χα δαγκάνες στην καρδιά όλη μέρα, εδώ τώρα και τη φαντάζομαι ώρες ώρες στο φόρτε μιας παρτούζας, χιλιοτρυπημένη από πούτσες σαν μαξιλαράκι για καρφίτσες, και ᾿γώ να καταφτάνω στο ξαφνικό το απομεσήμερο τι πόνος κι αυτός στα σωθικά γαμώ το κέρατό μου τι μακελειό.
Άλλες φορές πάλι σε ρωτάνε για την ντρόγκα, ώστε έτσι ρε παιδιά κάνετε χρήση ναρκωτικών; Και δε μου λες πού στα κομμάτια να τ᾿ αγοράσουμε το πράμα, δε φυτρώνει δα και στην άμμο, άντε έστω κάπου κάπου τραβάς και τρεις τζούρες από ένα τσιγαριλίκι αλλά τα παραπάνω είναι για τους ματσωμένους, πρέπει να ᾿σαι πολύ ᾿κονομημένος ή αλλιώς βαποράκι και εξαρτημένος εγώ δε γουστάρω.
Εδώ εκτός από τους λίγους της μπίζνας, τόσο πολύ τίποτα δεν έχουμε, που η μάνα μου αγοράζει το ψωμί της από δεύτερο χέρι. Αυτά τα πράματα ο κόσμος δεν τα ξέρει και θα ᾿πρεπε κάποιος να του τα πει. Η Λουσέτ η Μαρτινικέζα που μένει από κάτω μας και που έχει πρόωρη σύνταξη απ᾿ τα Ταχυδρομεία αγοράζει να πούμε ψωμί τη Δευτέρα, βγάζει δυο μέρες μ᾿ αυτό, την Τετάρτη η μάνα μου της ξαναγοράζει ό,τι μένει μισή τιμή και μας κάνει και δυο μέρες ακόμα.
Τίποτα δεν έχουμε. Για παπάκι έχουμε αυτά που σουφρώνουμε αλλά μόλις προλαβαίνεις να κάνεις τρεις φορές το τετράγωνο και μένεις από βενζίνη. Κι έπειτα παράξενο πράμα, αλλά με το που μπορείς να το κουνήσεις κάθεσαι στ᾿ αυγά σου, το ᾿χω παρατηρήσει. Και γιατί να πάω αλλού σκέφτεσαι; Για να κάνω τι όχι πες μου; Μοιάζεις λιγότερο τιποτένιος εδώ στη γειτονιά όπου τουλάχιστον όλος ο κόσμος είναι τιποτένιος απ᾿ ό,τι να πουλάς φιγούρα στα Ηλύσια Πεδία. Αυτή τη φιγούρα δικέ μου δεν τη χάβει κανένας, άμα δεν έχεις μία στην τσέπη φαίνεται στα μάτια σου.
Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μου λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που του μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες της Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μου δίνει η Λιλά καλό μου κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη.
Ακόμα και σε μια τέτοια γειτονιά, στη συνοικία της Γέρικης Βελανιδιάς, νομίζεις πως τα ξέρεις όλα και ξάφνου βλέπεις κάποιονε που ούτε καν ήξερες μέχρι τότε ότι ζούσε, η Λιλά να πούμε από πού ξεφύτρωσε, κάποιοι λένε ότι από πιτσιρίκα εδώ ήτανε, μάλιστα στα μέρη μας γεννήθηκε, αλλά νά μικρή δε σου γέμιζε το μάτι με τη σάκα και τον πλεκτό μάλλινο σκούφο της, άνοιξε σαν ηλιολούλουδο μια μέρα, την επομένη ήταν εδώ, και τώρα σου τρυπάει τα μάτια άλλη απ᾿ αυτή δε βλέπεις, κι άλλοι πάλι λένε κάθε άλλο, δεν πάνε ούτε τρεις μήνες που αριβάρισε στα μέρη μας η μάνα της τα τίναξε στο νοσοκομείο της Βιλ-Ζουήφ και την πάσαρε στην αδερφή της τη θεία που έμενε δω. Ως γνωστό, κι ο κόσμος κουτσομπολεύει σε σημείο να ξεχνάει να ζει, αποκλειομένων να τα βρουν για ένα πράμα τόσο απλό, όπως ένα κορίτσι, οπότε βάλε τώρα πολέμους μοιρασιές και παγκόσμιες συμφωνίες πώς να τα χωρέσει ο νους σου, όσο για τη Λιλά δεν μπορείς να βγάλεις άκρη, μα ναι σου λέω αριβάρισε ποδαράτα με ροδάτο βαλιτσάκι, μα όχι σου λέω εγώ τη γνώρισα στο σχολειό, αφού κι απ᾿ τα εφτά οχτώ ζωγράφιζε πράματα αίσχος στο τετράδιό της, μα ναι ναι σου λέω Οκτώβρη μήνα στις εφτά τ᾿ απόγευμα αριβάρισε, ορίστε νά, απ᾿ εδώ με τη βαλίτσα που γρατσούναγε χάμω, και το ίδιο βιολί ώρες ολόκληρες. Απόδειξη ότι χωρίς να ξεμυτίσεις απ᾿ τα χωράφια σου να πούμε, όπου ξέρεις όλους τους ντόπιους με το παρατσούκλι τους, η Μελί η τσουκνιδομάτα ή ο Μουλούντ ο εφαπτομένος, κατά βάθος δεν ξέρεις ποτέ κανέναν, σου ξεφεύγουν όλοι, τέλος πάντων όσοι σ᾿ ενδιαφέρουν, όπως η γραβιέρα έχει τρύπες, αυτοί έχουν μυστικά μπορεί και συ.
Ορίστε η Λιλά που μου ᾿κανε τη ζωή μπάχαλο, τη δική μου τη ζωή. Πρώτα πρώτα πώς θα μπορούσα να φανταστώ τη συνοικία χωρίς αυτήνε; Το κέντρο, αυτή είναι και τίποτ᾿ άλλο. Και ακόμα κι όταν δεν είναι εδώ, εδώ είναι. Πώς θα έκανα τώρα για να τη βγάλω απ᾿ τη ζωή, να κάνω το και το στην απουσία της; Θα ᾿πρεπε να μου ρουφήξεις τα μυαλά με καλαμάκι κι όλο το φαρμάκι συνάμα. Μας έτυχε και μας, στη Γέρικη Βελανιδιά, κι από ένα φως, ένα κομματάκι Θεού στάθηκε πάνω απ᾿ τα κεφάλια μας, για μια φορά μας έλαχε κάτι που ᾿ναι το κάτι άλλο.
Εγώ λέω πως πάνω απ᾿ όλα αυτή, ακόμα κι απ᾿ όσα στην τιβί, τις πορνόγριες της Δυναστείας, τα βουτυρομόσχαρα σε σέρφινγκ του Μπέηγουοτς, τις ψηλές ηλίθιες φωτομοντέλες που άντε ας πούμε ότι είναι ωραίες, αλλά νά σου που περπατάνε τα πόδια σταυρωμένα σαν χταπόδια, τόσο ίδιες η μια με την άλλη σαν φαντάροι της προεδρικής φρουράς, ψηλομύτες σε όλα τους, πάρτε μάτι μαλακισμένα κάνω πασαρέλα, και από πάνω το μουνί στεγνό, στοίχημα πάω, ό,τι βλέπεις και δε βλέπεις από γυναικάρες στην οθόνη, ακόμα και η Βανέσσα Παραντί, ακόμα και η Μαρλέν Οτέ η τριανταπεντάρα αρχιδρομέας που καρφώνεται στους βατήρες με τον ωραιότερο κώλο του κόσμου, και δεν είναι φτιαγμένος μόνο για τρεχάλα σίγουρα πράματα, όλες όλες όλες δε φτουράνε μία μπροστά της, άλλο πράμα, άλλο πράμα αχ σου λέω, τι από κοντά, τι από μακριά, μάτι με μάτι, γεια τι γίνεται καλά εσύ, απλώνεις χέρι και την πιάνεις, αληθινό πράμα, η νοστιμιά της γειτονιάς, η ομορφιά στα μέρη μας και πουθενά αλλού και αυτός ο τρόπος ο άλλος που έχει να μιλάει και όσα σου λέει μαζί.
Από πιο πριν κιόλας από τη μέρα της τσουλήθρας όλο και κάτι νάζια έκανε με το μουνάκι της απ᾿ ό,τι φαίνεται. Ο Μουλούντ έλεγε ότι την τρακάρει ένα απόγευμα, του λέει γεια πώς πάει, και να τον κοιτάζει και δώσ᾿ του να το ξύνει κάτω απ᾿ το φουστάνι της. Μια άλλη φορά πάλι της λες κάτι και σου απαντάει και μένα στη μουνάρα μου, θα νόμιζες επίτηδες πρόστυχα ή μπορεί και για να μιλάει τάχα αγορίστικα. Στο ΙΚΑ μου πετάει παρτούζες με ακέφαλους άντρες, ότι και καλά την ερεθίζουν οι ψωλές κι όχι οι φάτσες, έρωτας ανώνυμη εταιρεία, και σ᾿ τα ξεφουρνίζει αυτά άνετη λες και μιλάει για τα πετεινά του ουρανού, άγγελος είναι με γλώσσα πουτάνας, λες τώρα να δεις που οι λέξεις που της βγαίνουνε απ᾿ τα χείλια θα την πληγώσουν, θα της πέσουνε τα δόντια απ᾿ την ντροπή, μα δε βαριέσαι κάθε άλλο, τα λόγια ελαφρά σαν καλοκαιρινό αγέρι, ούτε ζημιά κάνουν μάλλον χάδια.
Πριν πω για τον ταμπλά που μου ᾿πεσε θέλω να μιλήσω για τον έρωτα, για το τι παίζει. Στη γειτονιά ο πάσα εις πήδηξε απ᾿ τα δεκαπέντε του, μετά όμως φρένο. Χτυπάς κάρτα την πρώτη φορά με την πιο περπατημένη γκόμενα, όλο και βρίσκεται καμιά μάλλον γάμα κατηγορίας, ο νους τους στην ξεπέτα όλων των νεαρών και μετά αυτές κουκουλώνονται, αλλά πιο μετά στα δεκαεφτά δεκαοχτώ πότε πότε οι νέοι μένουν βδομάδες ολόκληρες χωρίς να τη χώσουν και φαίνεται να τους βαράει στο κεφάλι. Τότε σούρνουνε ένα πιπίνι σε μια υπόγα και το πηδάνε με βάρδιες και μάτι, τώρα το πιπίνι ξέρει δεν ξέρει τι το περιμένει, για λίγο χόρτο μπορεί να το τραβήξει και μέχρι τέρμα στην υπόγα, τυχαίνει να φωνάζει να κλαίει αλλά και να, το ξαναπάει απ᾿ την αρχή. Εγώ, εκτός από μια φορά εδώ και κάτι αιώνες, δύσκολα νταραβερίζομαι με τέτοια γιατί η καρδιά μου δεν το κάνει κέφι, λοιπόν κι εγώ παίρνω μάτι την παρέα τάχα πως γουστάρω αλλά κι αυτό μια στους έξι μήνες και βάλε.
Και μέσα σ᾿ όλα να ᾿χεις και το νου σου στον περιβόητο ιό της μοντέρνας μας εποχής, γιατί της συνοικίας μας το αυτόματο μηχάνημα με τις καπότες μια ζωή είναι άδειο, οι μάγκες τις σουφρώνουν όλες απ᾿ την πρώτη μέρα κιόλας και τις σκοτώνουνε σε τιμή ευκαιρίας.
Γενικός κανόνας τα κορίτσια και οι παντρεμένες παίρνουνε βίζιτες Πέμπτη βράδυ ή Παρασκευή απόγευμα όταν μένουνε ταπί, κάθε τέλος του μήνα, τουτέστιν πάντα, μια απ᾿ τα ίδια και οι κοπέλες για να βρουν φράγκα για τις σπουδές τους ή το φαΐ στη φοιτητική εστία ακόμα και ανήλικες, οι άντρες και οι γονείς τους κάνουνε τα στραβά μάτια, του στυλ ή αυτό, ή χέσ᾿ τα κι άσ᾿ τα, αφού και πολλές φορές φεύγουνε απ᾿ το σπίτι τρεις τέσσερις ώρες όσο πρέπει κι όταν γυρίσουνε ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Πελάτες είναι καμιά φορά οι μαντράχαλοι της συνοικίας, μα προπάντων κάποιοι που καταφτάνουν απ᾿ το Παρίσι με λεωφορείο ή τον ηλεκτρικό, μη νομίζεις κι αυτοί μπόλικα δεν τα ᾿χουν γι᾿ αυτό έρχονται να πηδήξουν κατά δω, πενήντα φράγκα πάει η ταρίφα, στα ερασιτεχνικά σύμφωνοι, μα όπως και να το κάνεις πήδημα είναι κι αυτό, κάθε τόσο σκάνε μύτη και κάτι παραλήδες ντυμένοι στην πένα μέσα σε κουρσάρες που ζητάνε να βρούνε παρθενούλες αφρικανικής εισαγωγής, κι εδώ από παρθένες άλλο τίποτα, φτιάχνουμε κάθε βδομάδα από μπόλια αρνιού και λίγο μανό. Τώρα οι παραλήδες στην πένα το ψυλλιάζονται κιόλας λίγο, αλλιώς δε θα αριβάρανε με καπότες διπλής προστασίας.
Έχουμε στη συνοικία πολλές ανεξάρτητες που δεν έχουν νταβατζή κανένα και που δουλεύουν όταν λάχει, αλλά βρίσκεις και πιο οργανωμένα, μέρος της μπίζνας, κύκλωμα νταβατζήδων των τριάντα σαράντα. Η δουλειά γίνεται επί το πλείστον στα υπόγεια, με χαλιά μαξιλάρια στέρεο και τα ρέστα, όχι πως βαστάει και πολύ το ταξίδι στα βάθη της Ανατολής, το πέρασμα στα μυστικά του χαρεμιού, αλλά σου είναι και στιγμές που για πολύ καιρό μετά σου χαϊδεύουν τις αισθήσεις αν κάθεσαι και τα κλωθογυρίζεις.
Κάποιες Πέμπτες απόγευμα όταν ο καιρός έχει καλοσύνη κάνουμε εδώ το παζάρι του πηδήματος, οι μάγκες στήνονται στην ουρά μπροστά στις πολυκατοικίες, κάποιες φορές φέρνουν καρέκλες ή ακόμα παίζουνε ζάρια ή μπαρμπούτι, οι γκόμενες βγαίνουν έξω για να τους ανάψουνε με κάτι σούπερ σέξι φουστάνια, το θέαμα αξίζει τον κόπο, εμείς το λέμε παρέλαση κώλων, κάθε τόσο κάποιος μάγκας παρατάει το μπαρμπούτι και κατεβαίνει με μια στο υπόγειο, όταν βγαίνει πάλι οι άλλοι ζητωκραυγάζουν, οι πιο καυλωτικές ξεπετάνε δέκα δώδεκα τύπους τη βδομάδα, ακόμη και μπάτσους με πολιτικά το ᾿χουμε δει κι αυτό. Ακούστηκε πάλι ότι και για τους πούστηδες γίνονται τέτοια, ότι το προϊόν Αραβάκι πουλάει ακόμα αλλά όχι στα μέρη μας, εδώ οι αδελφές δεν έχουν καλή φήμη γιατί δεν ξέρω, βρίσκεις τέτοια πιο πολύ στα νότια προάστια, στο Μπανιέ και στο Κρετέιγ.
Με δυο λόγια εδώ ο έρωτας είναι σαν όλα τ᾿ άλλα, μας κάνει ό,τι βρίσκουμε, όλο και τη βολεύουμε. Και τα λέω όλα αυτά για να γίνει λιανή η σημασία της Λιλά ξαφνικά. Τη Λιλά ποτέ κανείς δεν την είδε να ψωνίζεται. Δεν έχει παρτίδες με κανένα. Συχνά τις Παρασκευές κάθεται σπίτι και χαζεύει με τη θεία της τιβί. Δεν κάνει παρέα με τις άλλες, και μετά την κάνει για δυο τρεις μέρες πού δεν ξέρεις.
Η Λιλά.
Και τώρα στον ταμπλά με τη μεγάλη απορία.
Αφήνοντας στην μπάντα την τσουλήθρα και φυσικά το ποδήλατο, να πώς έχουν τα πράγματα: Εκτός από τη θεία της είμαι λέει ο μόνος που του μιλάει η Λιλά. Κι εγώ που νόμιζα ότι μιλάει και με τους άλλους όπως και με μένα, αλλά ιδέα μου. Στον Ρουμπέν τον Αρμένη, τον Μουλούντ, τον Μπιγκ Τζο και τους άλλους όλους, έσκασα χτες το παραμύθι: σας πιάνει εσάς την κουβέντα η Λιλά; Μου ᾿πανε όχι ποτέ των ποτών. Αυτοί κάτι της πετάνε άμα τυχαίνει και περνάει όπως και σ᾿ όλες, αλλά εκείνη ούτε λέξη ή άντε μισή.
«Ψώνιο η δικιά σου», μου κάνει ο Μουλούντ. «Κοιτάζει πίσω από σένα, δε σε βλέπει. Γι᾿ αυτήν δεν υπάρχεις».
«Καλά ρε συ, μαζί σου μιλάει;» με ρωτάει ο Πτι Μωρίς·
«Ε, άμα λάχει».
«Και σου πιάνει την κουβέντα;»
«Αφού σου είπα τώρα».
«Και σαν τι κουβέντα;»
«Τίποτα ρε», λέω κι εγώ προσεκτικός.
«Αφού δε σου λέει τίποτα, καλύτερα να το βουλώνει».
«Ναι, σίγουρα», κάνω.
«Χέστε την τη μαλακισμένη», κόβει την κουβέντα ο Ζιλμπέρ.
Την κάνουν, με μισή καρδιά.
Κάγκελο εγώ, νά τος ο ταμπλάς. Μόνο σε μένα μιλάει. Απ᾿ όλα τα παιδιά της γειτονιάς σε μένα μιλάει στον Σιμό. Όλοι οι άλλοι ζόμπι, ανύπαρκτοι. Σε μένα και μόνο.
Νά τι θέλω να πω: δεν είναι καν το ότι μετά την έκσταση στο ποδήλατο θα μπορούσα να σκεφτώ να την πηδήξω ή άντε να τη φιλήσω πίσω απ᾿ τ᾿ αυτί ή πού αλλού δεν ξέρω, ή ακόμα να της χαϊδέψω τους ώμους να την κρατήσω απ᾿ τη μέση, όλα αυτά τα πράματα που βλέπουμε στις ταινίες, που χωρίς να το θέλω μου τσιγκλάνε την καρδιά και το στομάχι όλες αυτές οι ιδέες, το βράδυ πιο πολύ όταν έχω πέσει κι ακούω τα ροχαλητά της μάνας μου, μου ᾿ρχονται και μου ξανάρχονται στο νου, με κλειστά τα μάτια, βλέπω χειρονομίες, οπότε κι εγώ σηκώνομαι σιωπηλός σαν αράχνη, κουβαλιέμαι στην κουζίνα να καθίσω να γράψω κι αυτό σαν κάπως να με κουλάρει. Και δεν είναι ότι τα σκέφτομαι σαν όνειρο που θα βγει αύριο μεθαύριο όχι όχι, η Λιλά παρθένο νησί είναι, με καράβι Σιμό περνάς κι από μακριά την κοιτάζεις, αλλά τουλάχιστο σε βλέπει σου μιλάει. Τώρα γιατί μου λέει όσα μου λέει και τίποτ᾿ άλλο, ποτέ λέξη γι᾿ άλλο θέμα, και πάλι γιατί μου δείχνει το πράμα της εμένα και γιατί μ᾿ έκανε να χύσω στο χέρι της, γιατί εμένα κι ολόκληρος ο πλανήτης μάτσο οι άντρες, είναι της ζωής μου το σπάραγμα, κάθομαι και χτυπάω το κεφάλι μου και φώτιση καμιά.
Πρέπει κι αυτό να πω: όταν άρχισα να γράφω, χρόνια τώρα, έκανα ό,τι στην έκθεση, διηγόμουν μια ταινία που ᾿χα δει στην τιβί, χαζομάρες δηλαδή, ή ακόμα τη μιζέρια μου της κάθε μέρας ή κάνα ατύχημα στο δρόμο, ένα μαλλιοτράβηγμα, μια φορά και μία ιστορία με βρικόλακες σ᾿ ένα κάστρο σκοτάδι πίσσα, κι άλλες ιστορίες, η αρχή τους μόνο, ποτέ μου δεν ήξερα πώς να τους δώσω τέλος, αφού απ᾿ την πρώτη σελίδα μού την έδινε, κι έλεγα στον εαυτό μου άμα σ᾿ τη σπάει εσένα στους άλλους φαντάσου, και στο τέλος έκαιγα τις κόλλες μου στο νεροχύτη κι από πάνω μπόλικο νερό πριν πάω και ξαναπέσω στην απελπισία μου. Η μάνα μου δουλεύει στο δημαρχείο καθαρίστρια, τη βρήκε τη δουλειά απ᾿ την Κοινωνική Πρόνοια, σηκώνεται στις πέντε χειμώνα καλοκαίρι, κάποιες φορές δε μ᾿ είχε πάρει ακόμα ο ύπνος όταν την άκουγα να σηκώνεται και να μουρμουράει πολυβόλο η γλώσσα της, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι στο καλό έλεγε μπορεί προσευχές, έφευγε στα βιαστικά κι εγώ εκεί με τη νύχτα μου χαμένη.
Για πολύ καιρό έπρεπε να σηκώνομαι στις εφτά για να πάω την αδερφή μου τη μικρή στο σχολειό. Τώρα πηγαίνει μόνη της και ξυπνάω πιο αργά. Άσε που κοιμάσαι δεν κοιμάσαι ένα και το αυτό, η μέρα πάντα ίδια ξημερώνει, αισθάνομαι τόσο χρήσιμος όσο μια καρέκλα στο ταβάνι, κι από κάτω οι άλλοι βαστάνε τους τοίχους μπας και τους πέσουν, θυμάμαι μια μέρα στο σχολειό η φιλόλογος ρώτησε τον Πτι Μωρίς τι θέλεις να κάνεις αργότερα, κι εκείνος απάντησε: κάτι.
Αλλά από τότε που η Λιλά μου μίλησε για πρώτη φορά, μιλάμε για την παράσταση της τσουλήθρας, σαν ένα φράγμα να ᾿σπασε μέσα μου εκείνη την ώρα, την ίδια κιόλας νύχτα κατάλαβα πως μπορώ να το γράψω στα εύκολα, ότι δεν είναι ανάγκη να κατεβάζει το κεφάλι μου βρικόλακες ή δεν ξέρω ᾿γώ τι, πως η Λιλά εδώ είναι, με κοιτάζει και μου λέει τα δικά της με τρόπο μοναδικό με τα μάτια της που δεν μπορείς να τους κρύψεις τίποτα. Ποτέ δε σκεφτόμουνα εγώ να καθίσω να γράψω για γαμήσια με κώλους και πούτσους και λέξεις σ᾿ αυτά τα χρώματα, στην αρχή μάλιστα δεν ήτανε και τόσο απλό το πράμα, ζοριζόμουνα δεν είμαι στυλ επιδειξία, ντρεπόμουνα κιόλας, μιας και η μάνα μου ούτε ν᾿ ακούει δε θέλει για τέτοια και τώρα τα κατεβάζω σαν νερό όταν βρέχει, μοιάζει η Λιλά να μου σπρώχνει το χέρι, η φωνή της μου τραγουδάει στο κεφάλι μου μέσα ώρες και ώρες μετά, τσόντα ξετσόντα δεν ξέρω πια, αυτό που ξέρω είναι πως η πένα γλιστράει πάνω στο χαρτί με μοτέρ αόρατο νά, τελειώνω κιόλας ένα τετράδιο, είμαι και αθώος, ούτε μια τύψη, κι από πάνω τέλος, το να μου τη δίνει το γράψιμο, μπορώ και ν᾿ αραδιάσω δύο σελίδες την ώρα προπαντός όταν όσα θυμάμαι είναι φρέσκα σαν αυγά ημέρας κι όταν ξαναπέφτω να ξαπλώσω κοιμάμαι.
Θα το πω κι αυτό, σκέφτηκα ακόμα να της φτιάξω ένα ποίημα να πούμε, μα πώς δεν ξέρω, φοβάμαι μη μου βγει ένα μάτσο αχ βαχ και μαλακίες. Θυμάμαι κάτι που μου λέγανε πολύ παλιά, λόγια της Αφρικής: στη μαύρη νύχτα μέσα τραπέζι μαύρο μυρμήγκι μαύρο, ο Θεός πάλι το βλέπει.
Κι εγώ βάζω και τούτο: Ο Θεός βλέπει το μυρμήγκι αλλά εμένα δε με βλέπει οπότε...
Μέχρι κι ένα πορνοποίημα είχα σκαρώσει, για να της γυαλίσω με όσα της αρέσουνε, μόνο που δεν μπορούσα να κάτσω να το γράψω. Όταν τα κατεβάζω απ᾿ το δικό μου το μυαλό, δεν μπορώ πλάκα έχει.
Και στο φινάλε αναρωτιέμαι γιατί στα κομμάτια μου λέει τέτοια μιας και δεν το ξέρει ότι γράφω, αλλά γιατί, μου ᾿ρχεται να πω για να μ᾿ ανάψει αλλά δεν είναι κι έτσι απλό, γιατί αυτή είναι πραγματικά ψυχούλα, τέλος πάντων στα δικά μου μάτια, δεν είναι απλά και μόνο το τσουλί που ᾿χει αγκάθια στην καρδιά, κι όπως και να το δω το πράμα ότι δάγκωσε τη λαμαρίνα με μένα, δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί χωρίς να είμαι κανένας στραβοκάνης και σκουντούφλης δεν είμαι δα Κλιντ Ήστγουντ ούτε καν Σταλλόνε με μάτι κατρακύλα, έτσι λένε ότι τα ᾿χει, η πρώην του τα ξέρασε στον Τύπο, το καυλί του μια σταλιά λέει, όχι εγώ φέρνω μάλλον στο νορμάλ-συνοικιακό καστανοσγουρομάλλης φυσικά και μαυρομάτης, ακούγεται ότι το στυλ καστανομαυρισμένος κυκλοφορεί όλο και περισσότερο πάνω στον πλανήτη, σε λίγο θα ᾿ χουμε και έλλειψη από ξανθούς άλλος λόγος κι αυτός για να ᾿ναι σπάνιο πράμα η Λιλά, θα μου πείτε κι εσείς ότι δε χάθηκαν οι βαφές ούτε και το ξάσπρισμα δέρματος όπως έκανε λέει ο Μάικλ Τζάκσον με ελαφρόπετρα και σερόπια φαρμακευτικά που σου αλλάζουν τα πετρέλαια μέσα κι έξω, αλλά τα παιδιά του αν κάνει ποτέ, θα ᾿ναι θέλει δε θέλει μπλακ, τις προάλλες οι πανκ του Μπομπινιύ ροβολήσανε κατά δω για να πουλήσουνε μόστρα πάω στοίχημα, και ᾿γώ να σκέφτομαι: δεν πα να φοράς λειρί κοκόρου και να μασκαρεύεσαι σαν κοράκι λουστρινάτο, θα ᾿σαι πάντα ο ίδιος κι απαράλλαχτος.
Καλά, με κάτι τέτοια δεν μπορώ να μη δω ότι δεν ξέρω να γράψω, όλη την ώρα χάνομαι, αρχινίζω μια φράση και μετά όπου με πάει, μουντζουρώνω γράφω στραβά κι ανάποδα γυρνάω πάλι πίσω, στο τέλος χαμένος για τα καλά, πρέπει να τα ξαναδιαβάσω να δω πού ήτανε η αρχή. Σκέφτομαι και λέω ότι όσοι γράφουν έχουνε σχέδια σαν τους αρχιτέκτονες, μετά το μόνο που τους μένει είναι να συμπληρώσουν τα καλοδουλεμένα τετράγωνα, αυτοί ξέρουνε πού πάνε, επάγγελμα είναι κι αυτό και καθίσανε και το μάθανε, ενώ εγώ ο καημένος δώσ᾿ του και τραβάω κούτσα κούτσα την κλωστούλα μου, δε μου λείπουνε ούτε αισθήματα ούτε σκέψεις, μα τόσο πολύ οι λέξεις. Σουφρώνω λίγα λίγα απ᾿ τη μάνα μου, φράγκο φράγκο, για ν᾿ αγοράσω μια μέρα ένα λεξικό, και τότε θα το μάθω απέξω κι ανακατωτά, αλλά μέχρι τότε νιώθω τόσα πολλά πράματα και δεν ξέρω πώς να τα εκφράσω, που ώρες ώρες λύσσα με πιάνει, πώς στο καλό μάθανε οι άλλοι; Κι αποτέλεσμα εδώ στη γειτονιά, τα παιδιά, Γαλλόπουλα και μη τους φτάνει μια γλώσσα άσ᾿ τα να πάνε, όλο μπλιαχ και χάι και οκέι και γαμώ το μαλάκα πούστη χεσ᾿ τα και γαμώ τη μάνα σου καθίκι, αυτά έχει όλα, όλα το κλουβί της γλώσσας τους. Φυσικά εγώ μου βγαίνει ο πάτος για να μη γράφω όπως μιλάνε αυτοί, και μετά κάθομαι και τα αντιγράφω εδώ, και τα κορακίστικα βαρετά και περιορισμένα κι αυτά, μα ούτε ξέρω στα σίγουρα αν το ᾿ χω πιάσει το πράμα σωστά.
Βλέπεις οι λέξεις δε δίνονται το ίδιο σε όλους. Κι όλο να νιώθεις πως περνάς μιλιά μακριά, ότι πάντα υπάρχει ένα καταπράσινο νησί που δεν το πλησιάζεις καλύτερα φυλαγμένο κι απ᾿ την Εθνική Τράπεζα, νησί γκαστρωμένο με φρούτα σωρό και υπέροχα, λέξεις που ο κόσμος μεταχειρίζεται και γλυκαίνει το στόμα του, σαν να κάνεις βουτιά σε θησαυρό σε παράδεισο μέσα, αλλά εσύ όχι ποτέ εσύ, εσύ δώσ᾿ του και τραβάς κουπί, άντε σκυμμένος τράβα κουπί ρε μαλακισμένο γιατί σηκώνεις κεφάλι, απαγορεύεται το αγνάντεμα και μη τυχόν κι ακούσεις τα όμορφα μακρινά τραγούδια, πέσε κάτω πάρε και μια βουρδουλιά και βούλωσ᾿ το μη φας κι άλλη.
Αποκλεισμένοι λένε. Κι αρχίζουνε τις φιοριτούρες και τις σάλτσες! Γαμώ τα συνέδριά τους και τα όλα τους. Μα αποκλεισμένοι από τι δεν μπορείς να μάθεις. Δεν μπορείς καν να μάθεις από τι είσαι αποκλεισμένος. Από τη Σάντα Μπάρμπαρα; Από κείνα τα μέρη που βλέπουμε στην τιβί με πισίνες και μονοκίνια στο μπλε πετρόλ; Αλλ᾿ αυτά είναι μέρη από άλλους πλανήτες, αδύνατο να υπάρχουνε σε τούτη τη γη, είναι σινεμά και παραμύθι. Ακόμα και ο ήλιος τους κάλπικα γυαλίζει. Εδώ δεν έχουμε ποτέ καλό καιρό. Του πάνε κόντρα οι πολυκατοικίες. Τυχαίνει να᾿ χουμε πολλή ζέστη ακόμα και κουφόβραση αλλά ποτέ δεν είναι ωραία. Ωραία και εδώ δεν πάνε μαζί.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεις μια άλλη συνοικία που μπορείς και να την μπερδέψεις με τη δίκιά μας ή και με μια άλλη, τη βαφτίσανε Δροσιά και ο Πτι Μωρίς, που ᾿χει σόγια κατά κει, λέει πως είναι τα κτίρια που κάνουν δροσιά στα δέντρα.
Τα δέντρα είναι φτυστά εμείς, φυτεμένα σαν πράματα και γιατί δεν ξέρουνε, σαν και μας σου λέω να το κουνήσουμε δεν μπορούμε, θα μου πεις ότι και τα δέντρα μια από τα ίδια, μα τούτα εδώ ακόμα χειρότερα, μες στη μαύρη ασχήμια κάτω απ᾿ τον γκρίζο ήλιο, τα κουβαλάνε απ᾿ αλλού, άσε που είναι όλα ίδια, ποικιλία για παρέα δεν έχουν, μήτε θάμνο μήτε λουλούδια μπικόουζ βάνταλισμ, ένα δέντρο κάθε δεκαπέντε μέτρα ίσια στην ευθεία, η μάνα μου λέει ότι το πρωί όταν φεύγει νωρίς αν φυσάει τα ακούει να κλαίνε.
Μα η μάνα μου όπου κι αν πάει κλάματα ακούει.
Είναι αλήθεια ότι στα μέρη μας με την μπίζνα μπορείς να ᾿χεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου μισοτιμής και βάλε, τιβί σκούτερ πικάπ ντι τζι, όπλα που ᾿ρχονται απ᾿ το Ισραήλ τρέχα γύρευε πώς, νάηκς και ρήμποξ με τρεις γραμμές στα πλάγια είναι και τα πιο κλασάτα. Σε κάποια υπόγεια ή ακόμα και τεκέδες γίνεται χοντρό αλισβερίσι, μοντέρνα παζάρια, κόσμος από το Παρίσι έρχεται κατά δω να τσακώσουνε τα στέρεο τους μέχρι και ρούχα σινιέ, ποτά απ᾿ όλο τον κόσμο, μπιζού πούρα έπιπλα κομπιούτερ Μάκιντος με εκτυπωτές στο τρίτο της τιμής. Η μπίζνα αφήνει μεγάλο κέρδος όμως το σινάφι είναι περιορισμένο, συχνά το πράμα πάει οικογενειακά τα ξαδέρφια πρώτα, ή με τη φιλία όσων κάνανε στη στενή μαζί και πάλι όσο να πεις το ρίσκο είναι μεγάλο. Δεν είμαστε όλοι εδώ γεννημένοι γκάγκστερ, ακόμα κι αν κάπως το βλέπουμε στα όνειρά μας, σου φαίνεται ζωή και κότα σε σύγκριση με την άλλη που είναι η ανέχεια τελεία και παύλα.
Ακόμα και να την παντρευτώ τη Λιλά έκανα όνειρα θερινής νυκτός, και λέω όνειρα γιατί η φτώχεια είναι η κολλητή μου, ούτε τέσσερα φράγκα για να πάρω λουλούδι φαντάσου τώρα βέρα, φουστάνι ταξίδι συν τοις άλλοις, διαμέρισμα και μέλι για ένα μήνα, όλα αυτά σκέτη σαπουνόπερα στην τιβί, ο Σιμό στο Μαλιμπού, σύννεφο να περνάει χωρίς να στάξει σταγόνα πάνω σε χώμα άφορο, μπορεί και να μην έχει καν βροχή στην κοιλιά του, για να μην πω για το θάρρος που θα χρειαζόμουνα για να παντρευτώ άγγελο τέτοιου τύπου, με τα όσα ξεστομίζει λόγια φιδίσια αλυσίδα, άσε που ακούγεται ότι εξαφανίζεται κατά καιρούς δυο τρεις μέρες στη σειρά, ούτε η θεία της δεν ξέρει πού βρίσκεται, το ρίσκο τεράστιο το βλέπω, φαντάζεσαι να φεύγω πρωί πρωί απ᾿ το σπίτι για δουλειά (λέμε τώρα) και ν᾿ αφήνω τη Λιλά ολομόναχη, θα ᾿χα δαγκάνες στην καρδιά όλη μέρα, εδώ τώρα και τη φαντάζομαι ώρες ώρες στο φόρτε μιας παρτούζας, χιλιοτρυπημένη από πούτσες σαν μαξιλαράκι για καρφίτσες, και ᾿γώ να καταφτάνω στο ξαφνικό το απομεσήμερο τι πόνος κι αυτός στα σωθικά γαμώ το κέρατό μου τι μακελειό.
Άλλες φορές πάλι σε ρωτάνε για την ντρόγκα, ώστε έτσι ρε παιδιά κάνετε χρήση ναρκωτικών; Και δε μου λες πού στα κομμάτια να τ᾿ αγοράσουμε το πράμα, δε φυτρώνει δα και στην άμμο, άντε έστω κάπου κάπου τραβάς και τρεις τζούρες από ένα τσιγαριλίκι αλλά τα παραπάνω είναι για τους ματσωμένους, πρέπει να ᾿σαι πολύ ᾿κονομημένος ή αλλιώς βαποράκι και εξαρτημένος εγώ δε γουστάρω.
Εδώ εκτός από τους λίγους της μπίζνας, τόσο πολύ τίποτα δεν έχουμε, που η μάνα μου αγοράζει το ψωμί της από δεύτερο χέρι. Αυτά τα πράματα ο κόσμος δεν τα ξέρει και θα ᾿πρεπε κάποιος να του τα πει. Η Λουσέτ η Μαρτινικέζα που μένει από κάτω μας και που έχει πρόωρη σύνταξη απ᾿ τα Ταχυδρομεία αγοράζει να πούμε ψωμί τη Δευτέρα, βγάζει δυο μέρες μ᾿ αυτό, την Τετάρτη η μάνα μου της ξαναγοράζει ό,τι μένει μισή τιμή και μας κάνει και δυο μέρες ακόμα.
Τίποτα δεν έχουμε. Για παπάκι έχουμε αυτά που σουφρώνουμε αλλά μόλις προλαβαίνεις να κάνεις τρεις φορές το τετράγωνο και μένεις από βενζίνη. Κι έπειτα παράξενο πράμα, αλλά με το που μπορείς να το κουνήσεις κάθεσαι στ᾿ αυγά σου, το ᾿χω παρατηρήσει. Και γιατί να πάω αλλού σκέφτεσαι; Για να κάνω τι όχι πες μου; Μοιάζεις λιγότερο τιποτένιος εδώ στη γειτονιά όπου τουλάχιστον όλος ο κόσμος είναι τιποτένιος απ᾿ ό,τι να πουλάς φιγούρα στα Ηλύσια Πεδία. Αυτή τη φιγούρα δικέ μου δεν τη χάβει κανένας, άμα δεν έχεις μία στην τσέπη φαίνεται στα μάτια σου.
Και τώρα που η Λιλά είναι εδώ, που κάθεται και μου λέει όλ᾿ αυτά και μάλιστα που είμαι ο μόνος που του μιλάει, τίποτα πια δε με τσακίζει, ιστορίες της Σάντα Μπάρμπαρα ειλικρινά χίλιες φορές στ᾿ αρχίδια μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω κάτι άλλο, θα ᾿ταν τρελό αν γινόταν αυτό κάποια μέρα, ονειρεύονται και οι ποδάρες μου, ξύπνα μαλάκα, μαλάκα μαλάκα μαλάκα βαράει καμπανάκι η λέξη στο αυτί μου, ό,τι μου δίνει η Λιλά καλό μου κάνει, ο κόσμος είναι σκοτεινός εκτός από εκείνη.
6
Κάθομαι σπίτι και καθαρίζω φακές, τις αγοράζουμε χοντρική από έναν Τυνήσιο, ακούω να φωνάζουν τ᾿ όνομά μου βγάζω το κεφάλι μου απ᾿ το παράθυρο και τη βλέπω να μου κάνει νόημα κατέβα κατέβα του στυλ αναβολή δεν παίρνει. Λέω στη μάνα μου έρχομαι, σπιντάρω κάτω.
Στις σκάλες τρακάρω τον Αλγερινό του έκτου με το γιο του, σε φάση να σπρώχνουν ένα αρνί άσπρο και παχύ στα σκαλιά και να το βαράνε στον κώλο, το αρνί μάλλον δε συμφωνεί προβάλλει αντίσταση, μπορεί και να υποψιάζεται ότι πρόκειται για μια γιορτή αλλά σίγουρα όχι για τη δική του, θα το σφάξουνε στην μπανιέρα αυτό όπως κι άλλα.
Βγαίνω, έχει πάει κιόλας λίγο παρακεί η Λιλά, κάθεται ορθή γωνία χάμω σ᾿ ένα κομμάτι γκαζόν ξεφτισμένο κοιτάει τις άκρες των ποδιών της πλησιάζω και κάνω γεια. Κουνάει τα πόδια της μπρος πίσω, τεντώνονται και ξετεντώνονται μυς και γάμπες. Ακούγεται ότι πιο μικρή έκανε ρυθμική σε γυμναστήριο, έτσι φαίνεται εξηγούνται και οι ικανότητές της στο ποδήλατο, αλλά μια αποφράδα μέρα έπεσε λένε άσχημα κι από τότε την έκανε και στο καλό.
Οι μυς της είναι ευλύγιστοι και μινιόν ακόμα, απ᾿ αυτά τα πράματα που μπορείς να κοιτάζεις ώρες ολόκληρες με τα μάτια σου τα δυο.
Στην αρχή δεν απαντάει στο χαιρετισμό μου, μοιάζει να κάνει μούτρα σήμερα, ψιλοεπιμένω κι εγώ αλλά δεν το παρακάνω ακουμπάω τα κωλομέρια δίπλα της στο κιτρινιάρικο χορτάρι.
«Tι τρέχει;» της λέω.
«Τίποτα», μου απαντάει.
«Δεν ήθελες να μου πεις κάτι;»
«Εγώ; Όχι».
«Τότε γιατί με κατέβασες;»
«Άσ᾿ το».
Δεν είπα κι εγώ λοιπόν τίποτα μην τη ζοχαδιάσω. Απλά κάθομαι και περιμένω.
Κουνάει ακόμα λίγο τις άκρες των άσπρων παπουτσιών της πάντα πεντακάθαρα και τα καρφώνει με το μάτι λες και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ενδιαφέρον από αυτά τα σκαρπίνια. Εγώ σε τέτοιες συνθήκες δεν ξέρω ποτέ τι να κάνω. Απ᾿ τη φύση μου δεν είμαι τύπος να βγάζω στη βιτρίνα την καρδιά μου, άσε που αυτή η κοπέλα με τραβάει παντού με τραντάζει, είμαι σαν μαρούλι στα χέρια της. Έτσι μουγκός που κάθομαι, τι στα κομμάτια παριστάνω; Το σκυλάκι το φωνάζει κατεβαίνει, τα βάζω με τον εαυτό μου όσο γίνεται στη σιωπή μου μέσα. Κι ούτε ένα τσιγάρο να την κεράσω.
Βάζω κουράγιο στο στόμα μου και τη ρωτάω:
«Τι σκέφτεσαι;»
Έλα όμως που τρέμω κιόλας την απάντησή της.
«Πάντα τα ίδια», μου κάνει.
«Τι δηλαδή;»
«Σκέφτομαι ένα καυλί στο μουνάκι μου».
Δεν πάει να το περιμένω κάθε φορά μου ᾿ρχεται κεραμίδα, με πιάνει απροετοίμαστο, ξαφνικά αισθάνομαι γυμνός σε δάσος γεμάτο θηρία, γύρω σαγόνια και φαρμάκι αγχώνομαι, ανατριχίλα μεγάλη, η γλώσσα μου στραμπουλιέται κι όμως ρωτάω:
«Και σου᾿ κάνε κέφι να το συζητήσεις μαζί μου;»
«Ίσως Σιμό. Ήμουνα μόνη».
Με είπε Σιμό, απόδειξη ότι τουλάχιστο ξέρει στα σίγουρα ότι είμαι εδώ.
Μου λέει ακόμα λίγο πιο μετά χωρίς να με κοιτάξει:
«Ίσως, δεν ξέρω».
Μαγνητοφωνώ τα πάντα ακόμα και τις σιωπές, σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις είμαι το τέλειο μηχάνημα, άλλες φορές είμαι αφηρημένος μου πιάνουν την κουβέντα κι εγώ στον κόσμο μου, λένε ο Σιμό είναι φευγάτος, αλλά μαζί της ποτέ των ποτών.
Στρίβω λίγο προς τη μεριά της σιγά σιγά και βλέπω ότι η Λιλά στο ξερό χορτάρι έγινε τώρα πες ίδια ζωγραφιά, απ᾿ αυτές που βλέπεις στα βιβλία τα λίγο φαντασίας, είχα κι εγώ ένα όταν ήμουνα πιτσιρίκι ιστορίες, η πριγκιποπούλα έμενε σκεφτική διάβαζες εκεί, ή ακόμα άξιο κορίτσι αλλά άτυχο, στυλ ορφανή θύμα των σκληρόκαρδων, όπως στους Αθλίους στην τιβί μου ᾿χε αρέσει, παρ᾿ όλ᾿ αυτά καρτερικιά και γενναία, φυλάω τον πόνο μου για μένα και μόνο, μόλις που μου ρίχνει στα γρήγορα μια ματιά}.
Και για να το γράψω ακόμα αμηχανία. Τόσο νιώθω παιδί ώρες ώρες.
«Εδώ είμαι», της λέω.
«Το ξέρω πως είσαι εδώ. Σιμό;»
«Πες το».
«Σκέφτηκες αυτό που σου ᾿πα;»
«Ναι το σκέφτηκα».
Δεν τολμάω να πω ότι τις τελευταίες μέρες στιγμή δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο, κάθε φορά το μυαλό μου πάει απ᾿ το κακό στο χειρότερο.
«Και λοιπόν;»
«Λοιπόν τίποτα», λέω.
Σηκώνει τους ώμους αλλά δεν είναι περιφρόνηση ούτε τσαντισμένος θυμός, μάλλον την αποθαρρύνω νομίζω, με βρίσκει πολύ πίσω, πέφτει σε βαριά σιωπή και στο φινάλε νά τι μου λέει:
«Εγώ λέω πως δε φτάνει να κάνεις. Καλό είναι να κάνεις αλλά δε φτάνει κάτι του λείπει. Τι δεν ξέρω. Πολύ θα ᾿θελα να βλέπω και συνάμα να κάνω κόλπα μα δε βολεύει, όχι. Προχτές στο γαμήσι πάνω δοκίμασα με καθρέφτη μα ο καθρέφτης παραήτανε μικρός, στράβωνα τους ώμους μου κι αποτέλεσμα μία δεν έβλεπα, κι έχανα και τη γλύκα του γαμησιού. Ο τύπος μέσα σ᾿ όλα δεν καταλάβαινε τι γύρευα, απλοϊκός εκείνος, χαϊβάνι πες, μα με μια τσουτσού παρέλασης πολύ πολύ ωραία, και μάλιστα τσουτσού χριστιανικιά με τίποτα κομμένο, έτσι τις προτιμώ με το λουράκι από κάτω κι ελαφροκυρτωμένες. Μόλις πρόλαβα να τη δω στην αρχή πριν να μου τη χώσει, κρίμα κι αυτό. Κάποια πράματα είναι αδικία μεγάλη να τα κρύβεις».
«Καλά λες», της κάνω, χωρίς καθόλου να ξέρω γιατί το λέω, βρίσκω μάλιστα ότι μοιάζω μαλάκας λέγοντας τέτοια.
Σκύβει μπροστά μαλακά μέχρι που το μέτωπό της ακουμπάει στα γόνατά της και νά τι μου λέει:
«Πόσο θα γούσταρα να είχα φωτογραφίες ή ακόμα και βίντεο ίσως. Και μετά να τα κοίταγα όλα με την ησυχία μου. Πόσο θα γούσταρα».
«Ναι», κάνω κι εγώ ο μαλάκας, μα νιώθω πάντα σαν μαλάκας πλάι της.
Σηκώνει πάλι την πλάτη της και παίζουν οι μυς της, αλήθεια πως έχει πάνω της κατιτί το ακροβατικό και μου λέει με μάτια καρφιά:
«Εσύ θα μπορούσες να μου κάνεις μια χάρη, Σιμό;»
«Τι χάρη;» της λέω.
«Θα μπορούσες να με τραβήξεις ταινία μια μέρα την ώρα που πηδιέμαι;»
Πού τη βρίσκει πάντα την ερώτηση που δεν περιμένω.
«Δεν έχω τραβήξει ταινία ποτέ μου», της λέω αμέσως αμέσως.
«Δεν είναι τίποτα, ξέρεις».
«Μα δεν το ᾿χω κάνει ποτέ».
«Με τις καινούργιες κάμερες είναι εντελώς αυτόματο. Το μόνο που κάνεις είναι να πάρεις θέση για να βλέπεις καλά».
«Για να βλέπω τι;» τη ρωτάω.
Τώρα την ώρα που τα γράφω καταλαβαίνω τι κακία κρύβει μέσα της. Την ώρα εκείνη δεν το ᾿χα πάρει έτσι, αλλά τώρα ναι.
«Για να βλέπω τι;» κοροϊδεύει λες και μιλάει σε μουλάρι. «Για να βλέπω το μουνάκι μου όταν του το χώνουν φυσικά, ή και τον κώλο μου ή και τα δυο μαζί κι αν είναι δυνατό να φαίνεται και το κεφάλι μου ή τουλάχιστο τα μάτια μου να βεβαιωθώ πως είμαι εγώ και καμιά άλλη. Είσαι φίλος μου θα το ᾿κανες για μένα;»
«Δεν ξέρω, ναι».
«Ναι ή ου;»
«Ναι», λέω.
«Θα μπορούσες να βρεις μια κάμερα;»
«Μπορώ να κοιτάξω».
«Κάτι τύποι μου το βάλανε στο μυαλό τις προάλλες και δεν λέω να το ξεχάσω. Μούσκεμα γίνομαι και μόνο που το σκέφτομαι».
«Τι τύποι δηλαδή;» κάνω.
«Κάτι τύποι που κάνουνε μάρκετινγκ στα βόρεια προάστια».
«Μάρκετινγκ για τι πράγμα;» ρωτάω κι εγώ.
«Για τσόντες».
Νιώθω σβούρα να γυρνάω σαν βρωμόνερο σε μπιντέ, και την τρύπα της λήθης να με ρουφάει, από τίποτα δεν μπορώ να κρατηθώ πέφτω κι όλο πέφτω.
Τώρα μιλάει λίγο πιο γρήγορα, πήρε φόρα ζωντανεύει. Kαι νά τι λέει πάλι:
«Λένε ότι έχει τώρα πολλή ζήτηση αλλά οι τύποι απαιτούν τη δουλειά χωρίς καπότα, κι αυτό κωλώνει πολλούς. Αλλά εκείνοι λένε ότι ο κόσμος λόγω έητζ σχεδόν δεν πηδάει πια παράνομα, και νόμιμα όχι πιο πολύ από πριν μάλλον ακόμα πιο λίγο, στο φινάλε θέλουνε να βλέπουνε τους άλλους να πηδάνε. Θέλουνε οι άλλοι να πηδάνε καμικάζικα για λογαριασμό τους, με πιάνεις; Κι όσο πιο βρωμερό είναι τόσο πιο πολύ το ζητάνε, άγριο και αιμοβόρικο μάλιστα, ό,τι δε θέλουνε πια να κάνουνε οι ίδιοι. Κι όλα στ᾿ ανοιχτά, και μη φανταστείς ψευτοκαμώματα ούτε χυσίματα σικέ, μαστιγώματα και σία. Εξ ου και το σουξέ που έχουν oι πορνοταινίες και ιδιαίτερα οι αυτοσχέδιες γιατί δε ζητάνε καλλιτεχνία, αλήθεια είναι, πείθει. Και με την αίσθηση του ρίσκου από πάνω, του θανάτου στην άκρη της ψωλής, μα για τους άλλους μόνο. Κάθεσαι ήσυχα ήσυχα και την παίζεις, βλέπεις τους άλλους να πηδιούνται και σκέφτεσαι: έτσι κι ο τύπος είναι φορέας, την έκατσε τη βάρκα η ξανθοχοντρέλα».
Συνεχίζει στη φόρα της πάνω:
«Ξετρυπώνουνε τύπους και γκόμενες της σειράς άνεργους ή και λίγο σαλταρισμένους, τους χώνουν σε μια κάμαρα κάπου με μαξιλάρες και χαλιά, όλος αυτός ο κοσμάκης γαμιέται με οδηγίες κι αυτοί τραβάνε. Βαστάει όσο να το κάνουνε και θα τα ξαναπούμε γεια χαρά νταν. Λέγεται ότι αυτοί που τραβάνε δεν πηδάνε ποτέ, θέμα προφύλαξης, όπως τα μπιγκ βαποράκια δε βαράνε ποτέ ένεση. Λέγεται ότι πριν από την περιβόητη ασθένεια στα χαρντ γυρίσματα στο τέλος του μεροκάματου ήταν η παράδοση για την πρωταγωνίστρια να παίρνει μια πιπούλα στον κάμεραμαν, αλλά τώρα κομμένα αυτά. Άσε που κερδίζεις χρόνο, πρώτα απ᾿ όλα η μπίζνα, βγάζουν δυο ταινίες τη μέρα καταλαβαίνεις; Έχο
Στις σκάλες τρακάρω τον Αλγερινό του έκτου με το γιο του, σε φάση να σπρώχνουν ένα αρνί άσπρο και παχύ στα σκαλιά και να το βαράνε στον κώλο, το αρνί μάλλον δε συμφωνεί προβάλλει αντίσταση, μπορεί και να υποψιάζεται ότι πρόκειται για μια γιορτή αλλά σίγουρα όχι για τη δική του, θα το σφάξουνε στην μπανιέρα αυτό όπως κι άλλα.
Βγαίνω, έχει πάει κιόλας λίγο παρακεί η Λιλά, κάθεται ορθή γωνία χάμω σ᾿ ένα κομμάτι γκαζόν ξεφτισμένο κοιτάει τις άκρες των ποδιών της πλησιάζω και κάνω γεια. Κουνάει τα πόδια της μπρος πίσω, τεντώνονται και ξετεντώνονται μυς και γάμπες. Ακούγεται ότι πιο μικρή έκανε ρυθμική σε γυμναστήριο, έτσι φαίνεται εξηγούνται και οι ικανότητές της στο ποδήλατο, αλλά μια αποφράδα μέρα έπεσε λένε άσχημα κι από τότε την έκανε και στο καλό.
Οι μυς της είναι ευλύγιστοι και μινιόν ακόμα, απ᾿ αυτά τα πράματα που μπορείς να κοιτάζεις ώρες ολόκληρες με τα μάτια σου τα δυο.
Στην αρχή δεν απαντάει στο χαιρετισμό μου, μοιάζει να κάνει μούτρα σήμερα, ψιλοεπιμένω κι εγώ αλλά δεν το παρακάνω ακουμπάω τα κωλομέρια δίπλα της στο κιτρινιάρικο χορτάρι.
«Tι τρέχει;» της λέω.
«Τίποτα», μου απαντάει.
«Δεν ήθελες να μου πεις κάτι;»
«Εγώ; Όχι».
«Τότε γιατί με κατέβασες;»
«Άσ᾿ το».
Δεν είπα κι εγώ λοιπόν τίποτα μην τη ζοχαδιάσω. Απλά κάθομαι και περιμένω.
Κουνάει ακόμα λίγο τις άκρες των άσπρων παπουτσιών της πάντα πεντακάθαρα και τα καρφώνει με το μάτι λες και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ενδιαφέρον από αυτά τα σκαρπίνια. Εγώ σε τέτοιες συνθήκες δεν ξέρω ποτέ τι να κάνω. Απ᾿ τη φύση μου δεν είμαι τύπος να βγάζω στη βιτρίνα την καρδιά μου, άσε που αυτή η κοπέλα με τραβάει παντού με τραντάζει, είμαι σαν μαρούλι στα χέρια της. Έτσι μουγκός που κάθομαι, τι στα κομμάτια παριστάνω; Το σκυλάκι το φωνάζει κατεβαίνει, τα βάζω με τον εαυτό μου όσο γίνεται στη σιωπή μου μέσα. Κι ούτε ένα τσιγάρο να την κεράσω.
Βάζω κουράγιο στο στόμα μου και τη ρωτάω:
«Τι σκέφτεσαι;»
Έλα όμως που τρέμω κιόλας την απάντησή της.
«Πάντα τα ίδια», μου κάνει.
«Τι δηλαδή;»
«Σκέφτομαι ένα καυλί στο μουνάκι μου».
Δεν πάει να το περιμένω κάθε φορά μου ᾿ρχεται κεραμίδα, με πιάνει απροετοίμαστο, ξαφνικά αισθάνομαι γυμνός σε δάσος γεμάτο θηρία, γύρω σαγόνια και φαρμάκι αγχώνομαι, ανατριχίλα μεγάλη, η γλώσσα μου στραμπουλιέται κι όμως ρωτάω:
«Και σου᾿ κάνε κέφι να το συζητήσεις μαζί μου;»
«Ίσως Σιμό. Ήμουνα μόνη».
Με είπε Σιμό, απόδειξη ότι τουλάχιστο ξέρει στα σίγουρα ότι είμαι εδώ.
Μου λέει ακόμα λίγο πιο μετά χωρίς να με κοιτάξει:
«Ίσως, δεν ξέρω».
Μαγνητοφωνώ τα πάντα ακόμα και τις σιωπές, σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις είμαι το τέλειο μηχάνημα, άλλες φορές είμαι αφηρημένος μου πιάνουν την κουβέντα κι εγώ στον κόσμο μου, λένε ο Σιμό είναι φευγάτος, αλλά μαζί της ποτέ των ποτών.
Στρίβω λίγο προς τη μεριά της σιγά σιγά και βλέπω ότι η Λιλά στο ξερό χορτάρι έγινε τώρα πες ίδια ζωγραφιά, απ᾿ αυτές που βλέπεις στα βιβλία τα λίγο φαντασίας, είχα κι εγώ ένα όταν ήμουνα πιτσιρίκι ιστορίες, η πριγκιποπούλα έμενε σκεφτική διάβαζες εκεί, ή ακόμα άξιο κορίτσι αλλά άτυχο, στυλ ορφανή θύμα των σκληρόκαρδων, όπως στους Αθλίους στην τιβί μου ᾿χε αρέσει, παρ᾿ όλ᾿ αυτά καρτερικιά και γενναία, φυλάω τον πόνο μου για μένα και μόνο, μόλις που μου ρίχνει στα γρήγορα μια ματιά}.
Και για να το γράψω ακόμα αμηχανία. Τόσο νιώθω παιδί ώρες ώρες.
«Εδώ είμαι», της λέω.
«Το ξέρω πως είσαι εδώ. Σιμό;»
«Πες το».
«Σκέφτηκες αυτό που σου ᾿πα;»
«Ναι το σκέφτηκα».
Δεν τολμάω να πω ότι τις τελευταίες μέρες στιγμή δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο, κάθε φορά το μυαλό μου πάει απ᾿ το κακό στο χειρότερο.
«Και λοιπόν;»
«Λοιπόν τίποτα», λέω.
Σηκώνει τους ώμους αλλά δεν είναι περιφρόνηση ούτε τσαντισμένος θυμός, μάλλον την αποθαρρύνω νομίζω, με βρίσκει πολύ πίσω, πέφτει σε βαριά σιωπή και στο φινάλε νά τι μου λέει:
«Εγώ λέω πως δε φτάνει να κάνεις. Καλό είναι να κάνεις αλλά δε φτάνει κάτι του λείπει. Τι δεν ξέρω. Πολύ θα ᾿θελα να βλέπω και συνάμα να κάνω κόλπα μα δε βολεύει, όχι. Προχτές στο γαμήσι πάνω δοκίμασα με καθρέφτη μα ο καθρέφτης παραήτανε μικρός, στράβωνα τους ώμους μου κι αποτέλεσμα μία δεν έβλεπα, κι έχανα και τη γλύκα του γαμησιού. Ο τύπος μέσα σ᾿ όλα δεν καταλάβαινε τι γύρευα, απλοϊκός εκείνος, χαϊβάνι πες, μα με μια τσουτσού παρέλασης πολύ πολύ ωραία, και μάλιστα τσουτσού χριστιανικιά με τίποτα κομμένο, έτσι τις προτιμώ με το λουράκι από κάτω κι ελαφροκυρτωμένες. Μόλις πρόλαβα να τη δω στην αρχή πριν να μου τη χώσει, κρίμα κι αυτό. Κάποια πράματα είναι αδικία μεγάλη να τα κρύβεις».
«Καλά λες», της κάνω, χωρίς καθόλου να ξέρω γιατί το λέω, βρίσκω μάλιστα ότι μοιάζω μαλάκας λέγοντας τέτοια.
Σκύβει μπροστά μαλακά μέχρι που το μέτωπό της ακουμπάει στα γόνατά της και νά τι μου λέει:
«Πόσο θα γούσταρα να είχα φωτογραφίες ή ακόμα και βίντεο ίσως. Και μετά να τα κοίταγα όλα με την ησυχία μου. Πόσο θα γούσταρα».
«Ναι», κάνω κι εγώ ο μαλάκας, μα νιώθω πάντα σαν μαλάκας πλάι της.
Σηκώνει πάλι την πλάτη της και παίζουν οι μυς της, αλήθεια πως έχει πάνω της κατιτί το ακροβατικό και μου λέει με μάτια καρφιά:
«Εσύ θα μπορούσες να μου κάνεις μια χάρη, Σιμό;»
«Τι χάρη;» της λέω.
«Θα μπορούσες να με τραβήξεις ταινία μια μέρα την ώρα που πηδιέμαι;»
Πού τη βρίσκει πάντα την ερώτηση που δεν περιμένω.
«Δεν έχω τραβήξει ταινία ποτέ μου», της λέω αμέσως αμέσως.
«Δεν είναι τίποτα, ξέρεις».
«Μα δεν το ᾿χω κάνει ποτέ».
«Με τις καινούργιες κάμερες είναι εντελώς αυτόματο. Το μόνο που κάνεις είναι να πάρεις θέση για να βλέπεις καλά».
«Για να βλέπω τι;» τη ρωτάω.
Τώρα την ώρα που τα γράφω καταλαβαίνω τι κακία κρύβει μέσα της. Την ώρα εκείνη δεν το ᾿χα πάρει έτσι, αλλά τώρα ναι.
«Για να βλέπω τι;» κοροϊδεύει λες και μιλάει σε μουλάρι. «Για να βλέπω το μουνάκι μου όταν του το χώνουν φυσικά, ή και τον κώλο μου ή και τα δυο μαζί κι αν είναι δυνατό να φαίνεται και το κεφάλι μου ή τουλάχιστο τα μάτια μου να βεβαιωθώ πως είμαι εγώ και καμιά άλλη. Είσαι φίλος μου θα το ᾿κανες για μένα;»
«Δεν ξέρω, ναι».
«Ναι ή ου;»
«Ναι», λέω.
«Θα μπορούσες να βρεις μια κάμερα;»
«Μπορώ να κοιτάξω».
«Κάτι τύποι μου το βάλανε στο μυαλό τις προάλλες και δεν λέω να το ξεχάσω. Μούσκεμα γίνομαι και μόνο που το σκέφτομαι».
«Τι τύποι δηλαδή;» κάνω.
«Κάτι τύποι που κάνουνε μάρκετινγκ στα βόρεια προάστια».
«Μάρκετινγκ για τι πράγμα;» ρωτάω κι εγώ.
«Για τσόντες».
Νιώθω σβούρα να γυρνάω σαν βρωμόνερο σε μπιντέ, και την τρύπα της λήθης να με ρουφάει, από τίποτα δεν μπορώ να κρατηθώ πέφτω κι όλο πέφτω.
Τώρα μιλάει λίγο πιο γρήγορα, πήρε φόρα ζωντανεύει. Kαι νά τι λέει πάλι:
«Λένε ότι έχει τώρα πολλή ζήτηση αλλά οι τύποι απαιτούν τη δουλειά χωρίς καπότα, κι αυτό κωλώνει πολλούς. Αλλά εκείνοι λένε ότι ο κόσμος λόγω έητζ σχεδόν δεν πηδάει πια παράνομα, και νόμιμα όχι πιο πολύ από πριν μάλλον ακόμα πιο λίγο, στο φινάλε θέλουνε να βλέπουνε τους άλλους να πηδάνε. Θέλουνε οι άλλοι να πηδάνε καμικάζικα για λογαριασμό τους, με πιάνεις; Κι όσο πιο βρωμερό είναι τόσο πιο πολύ το ζητάνε, άγριο και αιμοβόρικο μάλιστα, ό,τι δε θέλουνε πια να κάνουνε οι ίδιοι. Κι όλα στ᾿ ανοιχτά, και μη φανταστείς ψευτοκαμώματα ούτε χυσίματα σικέ, μαστιγώματα και σία. Εξ ου και το σουξέ που έχουν oι πορνοταινίες και ιδιαίτερα οι αυτοσχέδιες γιατί δε ζητάνε καλλιτεχνία, αλήθεια είναι, πείθει. Και με την αίσθηση του ρίσκου από πάνω, του θανάτου στην άκρη της ψωλής, μα για τους άλλους μόνο. Κάθεσαι ήσυχα ήσυχα και την παίζεις, βλέπεις τους άλλους να πηδιούνται και σκέφτεσαι: έτσι κι ο τύπος είναι φορέας, την έκατσε τη βάρκα η ξανθοχοντρέλα».
Συνεχίζει στη φόρα της πάνω:
«Ξετρυπώνουνε τύπους και γκόμενες της σειράς άνεργους ή και λίγο σαλταρισμένους, τους χώνουν σε μια κάμαρα κάπου με μαξιλάρες και χαλιά, όλος αυτός ο κοσμάκης γαμιέται με οδηγίες κι αυτοί τραβάνε. Βαστάει όσο να το κάνουνε και θα τα ξαναπούμε γεια χαρά νταν. Λέγεται ότι αυτοί που τραβάνε δεν πηδάνε ποτέ, θέμα προφύλαξης, όπως τα μπιγκ βαποράκια δε βαράνε ποτέ ένεση. Λέγεται ότι πριν από την περιβόητη ασθένεια στα χαρντ γυρίσματα στο τέλος του μεροκάματου ήταν η παράδοση για την πρωταγωνίστρια να παίρνει μια πιπούλα στον κάμεραμαν, αλλά τώρα κομμένα αυτά. Άσε που κερδίζεις χρόνο, πρώτα απ᾿ όλα η μπίζνα, βγάζουν δυο ταινίες τη μέρα καταλαβαίνεις; Έχο