Ο Σελίν στο Μεντόν (Meudon), μετά την επιστροφή του στη Γαλλία (με τα υιοθετημένα από τη Δανία κατοικίδιά του) μετά τις διώξεις, τη φυλάκιση, και τις ταλαιπωρίες ανά την Ευρώπη,
Αυτό το αριστούργημα, όποιο άγγιγμα και να τού κάνεις, ωχριά μπροστά στο τερατώδες μεγαλείο του. Υφολογικά γιατί λείπουν οι λέξεις, δεν φτάνουν και σε πάνε κατευθείαν στη σιωπή. Νοηματικά, τίποτα δεν μπορείς να αρθρώσεις, μπροστά στο ζόφο, από το ανελέητο κατεδάφισμα και των ανθρώπινων αξιών και τού ίδιου τού ανθρώπου· τις "ανθρώπινες αξίες" που δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την εκατόμβη των εννέα εκατομμυρίων νεκρών και έξι εκατομμυρίων αναπήρων στην Ευρώπη από τον πρώτο Παγκόσμιο, και το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1932 πριν την δεύτερη εκατόμβη.
Μεταφέρω το οπισθόφυλλο τού βιβλίου, σίγουρα επιμελημένο από τη μεταφράστρια, Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου:
Μυριάδες λέξεις γράφτηκαν ήδη το 1932, όταν οι εμβρόντητοι αναγνώστες σαλπάρισαν γι’ αυτό το αναπάντεχο Ταξίδι, που άλλαξε τα τοπία τής γλώσσας, τής τέχνης, τής ζωής! Μυριάδες γράφονται ακόμη, γιατί το ασύγκριτο μυθιστόρημα τού Σελίν εξακολουθεί να μάς συγκλονίζει, να μάς μεταμορφώνει, να μάς μετουσιώνει. Κανείς δεν επέστρεψε, κανείς δεν θα επιστρέψει αλώβητος από την «άκρη τής νύχτας».
Το "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" έχει αφιέρωση "στην Ελίζαμπεθ Κραίηγκ". Στις "σημειώσεις τής μεταφράστριας" η Ιγγλέση γράφει: Ο Σελίν αφιερώνει το "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" στην Εlisabeth Craig, την Αμερικανίδα χορεύτρια με την οποία συνέζησε από το 1927 ως το 1933, οπότε εκείνη αποφάσισε να διακόψει τη σχέση τους και να επιστρέψει οριστικά στις ΗΠΑ. Σχολιάζοντας πολύ αργότερα την τότε επιλογή της, η Craig απορούσε:
« Διερωτώμαι πως μπόρεσα να ζήσω μ᾿ αυτή την αίσθηση τού θανάτου δίπλα μου». Η Craig έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή αλλά και στο έργο τού Σελίν, πράγμα που αναγνωρίζει ο ίδιος σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του: « [...] μού δίδαξε οτιδήποτε υπάρχει στο ρυθμό, στη μουσική και στην κίνηση».
Και αλλού «Πήγαινε στο γραφείο του και όταν έβγαινε ήταν ένας εντελώς άλλος άνθρωπος. [...] Σκυμμένος στα χαρτιά του, έμοιαζε γέρος, το πρόσωπό του φαινόταν γέρικο, όλα σ᾿ εκείνον φαίνονταν γέρικα. [...] Μού έδινε την εντύπωση ότι φοβόταν να χαλαρώσει, ν᾿ αφεθεί να πιστέψει ότι υπήρχε ομορφιά στη ζωή».
Λίγα λόγια για την κοινή περιπέτεια του ζεύγους Σελίν
Louis-Ferdinand Céline και Lucette Almanzor σε μια φωτογραφία από τη δεκαετία του 1930
Ο Louis-Ferdinand Céline και η σύζυγός του Lucette με το γάτο τους Bébert (Μπεμπέρ)
Στα τέλη του 1935, γνωρίζει την χορεύτρια Λυσέτ Αλμανζόρ (Lucette Almanzor) την οποία παντρεύεται το 1943. Από το 1935 μέχρι το 1938 θα εκδώσει τούς τρεις αντισημιτικούς του λίβελους, και το 1941 εκδίδει νέο κείμενο το "Ωραία σκατά", για το οποίο θα κατηγορηθεί για δωσιλογισμό.
Τον Ιούνιο του 1944, μετά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, ο Σελίν συνοδευόμενος από τη γυναίκα του Λυσέτ και το γάτο τους Μπεμπέρ, εγκαταλείπει τη Γαλλία, με προορισμό τη Δανία όπου σε μία φίλη έχει εμπιστευτεί τα χρήματά του. Διαμένουν στην Γερμανία και το Μάρτιο τού 1945 φυγαδεύονται στη Γερμανοκρατούμενη Κοπεγχάγη. Τον Απρίλιο εκδίδεται στο Παρίσι ένταλμα σύλληψης για το Σελίν με την κατηγορία τής εσχάτης προδοσίας. Το Μάιο τα Γερμανικά στρατεύματα της Δανίας παραδίδονται.
Οι Γαλλικές αρχές εντείνουν τα διαβήματα για την έκδοση τού Σελίν. Ο Σελίν θα παραμείνει δεκατέσσερις μήνες υπό κράτηση, έντεκα εξ αυτών στη φυλακή, και τούς υπόλοιπους σε νοσοκομείο, γιατί η υγεία του δεν είναι καλή. Τον Ιούνιο τού 1947, ελευθερώνεται υπό όρους. Τον Απρίλιο τού 1948 θα εγκατασταθούν για τρία χρόνια, σε ένα μέρος εκατό χιλιόμετρα από την Κοπεγχάγη.
Το 1950 το δικαστήριο στο Παρίσι καταδικάζει το Σελίν σε φυλάκιση ενός έτους και κατάσχεση τής μισής περιουσίας για εθνική ταπείνωση.
Τον Απρίλιο του 1951, το στρατοδικείο απαλλάσσει τον Σελίν, βάσει αμνηστευτικού διατάγματος υπέρ των αναπήρων πολέμου. (Ο Σελίν είχε τραυματιστεί και χειρουργηθεί κατά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο). Την πρώτη Ιουλίου του 1951 το ζεύγος Σελίν, με το γάτο Μπεμπέρ και πλήθος άλλα κατοικίδια ζώα, υιοθετημένα στη Δανία θα γυρίσει στη Γαλλία. Θα μείνουν στο Μεντόν στα περίχωρα του Παρισιού, όπου ο Σελίν θα διανύσει το υπόλοιπο της ζωής του (Iούλιος 1961), συγγράφοντας υπό συνθήκες συνεχούς εγκλεισμού, μέσα σε ένα χάος ακαταστασίας, όπου τα ζώα και τα πουλιά κυκλοφορούν ελεύθερα.
Αποσπάσματα από το "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας"
Από τον πόλεμο
- Όσο κι αν χαρχάλευα στη μνήμη μου δεν τούς είχα κάνει τίποτα ᾿γω των Γερμανών. Ο πόλεμος κοντολογίς ήταν όσα δεν καταλαβαίναμε. Δεν επήγαινε άλλο. «Σε μια τέτοια ιστορία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να λακίσεις» έλεγα μέσα μου στο φινάλε…
- Έρημες αγροικίες πέρα, άδειες κι ορθάνοιχτες εκκλησιές, θαρρείς και είχαν φύγει οι αγρότες για ημερήσια εκδρομή όλοι τους και μάς είχαν εμπιστευτεί όλο τους, το βιος... Για να κάνουμε με την άνεσή μας, ό,τι μάς κατέβαινε, όσο εκείνοι λείπανε. Πολύ ευγενικό εκ μέρους τους έμοιαζε. «Αν όμως δεν ήταν αλλού» έλεγα μέσα μου εγώ, «δε θα φερόμασταν τόσο άθλια. Τόσο άσχημα. Μπροστά τους δε θα τολμούσαμε. Ήμασταν μοναχοί μας, σα νιόνυμφοι που πιάνουν τα μπαλαμούτια, με το που φεύγει ο κόσμος»
- Η μεγάλη ήττα σ᾿ όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προ-παντός τι σ᾿ έκανε να ψοφήσεις, δίχως ποτέ να καταλάβεις πόσο γομάρια είναι οι άνθρωποι. Άμα βρεθούμε στο χείλος τής τρύπας, δεν πρέπει ούτε να κάνουμε τούς καμπόσους ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη, ό,τι πιο φαύλο είδαμε στους ανθρώπους, κι έπειτα να τα τινάξουμε και να χωθούμε μέσα. Είναι αρκετή δουλειά αυτό, για μια ζωή ολόκληρη.
Πάντα μου έλεγα, ότι το πρώτο φως που θα βλέπαμε, θα ᾿ταν τής ντουφεκιάς τού τέλους. Είχα χάσει από την κούραση, λίγο από το φόβο καθ᾿ οδόν. Το μαρτύριο να σε ξεπατώνουν μέρα νύχτα, κάνει στο φινάλε και τούς πιο πεισματάρηδες να διστάζουν να ζήσουν κι άλλο. Για να πάρει στροφές το μυαλό ενός κόπανου, πρέπει να τού συμβούν πολλά και πολύ ζόρικα. Αυτός που με είχε κάνει να σκεφτώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, να κάνω στ᾿ αλήθεια σκέψεις πραχτικές κι ολοδικές μου, ήταν σίγουρα ο ταγματάρχης Πενσόν, αυτό το μούτρο ο βασανιστής.
Όποιος μιλάει για το αύριο είναι καθίκι, το σήμερα μόνο μετράει. Άμα επικαλείσαι το αύριο είναι σα να βγάζεις λόγο στα σκουλήκια. Ο επιλοχίας φύλαγε τα ανθρώπινα ζώα για τα μεγάλα σφαγεία που ᾿χαν μόλις ανοίξει. Είναι βασιλιάς επιλοχίας. Ο βασιλιάς τού θανάτου! Πιο ισχυρός δεν γίνεται. Ένας μονάχα είναι εξίσου ισχυρός, ο επιλοχίας των άλλων, των αντικρινών.
Όλα για το πλιάτσικο. Λες και θα ζούσαμε ακόμα χρόνια. Λεηλατούσαν για να ξεχνιούνται, για να καμώνονται ότι είχαν κι άλλο καιρό μπροστά τους. Παντοτινοί πόθοι. Ακόμα κι αυτοί που πολεμάνε, ενόσω πολεμάνε, δεν τον φαντάζονται τον πόλεμο. Ακόμα και με σφαίρα στην κοιλιά, ήταν ικανοί να συνεχίζουν να μαζεύουν παλιοπάπουτσα στο δρόμο, που «όλο και σε κάτι θα χρησίμευαν». Έτσι και το πρόβατο, σωριασμένο με το πλευρό στο λιβάδι, ξεψυχάει και βοσκάει ακόμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα την τελευταία στιγμή· άλλοι αρχίζουν είκοσι χρόνια νωρίτερα και καμιά φορά παραπάνω. Είναι οι άμοιροι τής γης.
Από το ταξίδι στην Αφρική
Όσο μέναμε στα Ευρωπαϊκά ύδατα, τα πράγματα δεν προμηνύονταν και τόσο άσχημα. Όμως αμέσως μετά τις ακτές τής Πορτογαλίας, μέσα στην απελπιστική χαύνωση τής ζέστης, όλο το ανθρώπινο περιεχόμενο τού βαποριού έπηξε σ᾿ ένα μαζικό μεθύσι. Κι ήταν από εκείνη τη στιγμή που είδαμε ν᾿ απλώνεται πάνω στο πετσί, η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο. Στα κρύα τής Ευρώπης, μες την σεμνότυφη μουντάδα τού Βορρά, αν εξαιρέσεις τις σφαγές, ίσα που παίρνεις χαμπάρι τον απάνθρωπο συρφετό των αδελφών μας, μα έτσι και τούς κεντρίσει ο αισχρός τροπικός πυρετός, η σαπίλα τους κατακλύζει την επιφάνεια. Τότε είναι που ξεβρακώνονται ασυγκράτητα και που θριαμβεύει η κτηνωδία τους και μάς κουκουλώνει ολόκληρους. Είναι η βιολογική ομολογία. Μόλις η δουλειά και το κρύο παύουν να μάς αναχαιτίζουν, μόλις ξεσφίγγουν λίγο τη μέγκενη, μπορείς να διακρίνεις στους Λευκούς, αυτά που ανακαλύπτεις στον χαρωπό γιαλό με το που αποτραβιέται η θάλασσα: την αλήθεια, βάλτους απαίσια βρωμερούς, καβούρια, ψοφίμια και σβουνιές.
Στο κλίμα του Φορ-Γκουνό, τα ευρωπαϊκά στελέχη λιώνανε χειρότερα από βούτυρο. Η πλειονότητα των κληρωτών μονίμως χωμένη στο Νοσοκομείο, σιγόβραζε από τις θέρμες της, γεμάτη παράσιτα για κάθε τρίχα και κάθε δίπλα. Απ᾿ τα αναιμικά και τριχωτά τους χέρια κρέμονται λιγδερά ρομάντζα, με τα μισά φύλλα να λείπουν, ένεκα οι δυσεντερικοί, που δεν τούς βρίσκεται ποτέ αρκετό χαρτί, και οι στριμμένες αδελφές νοσοκόμες, που λογοκρίνουν με τον τρόπο τους όποια βιβλία ασεβούν στον Πανάγαθο. Οι μουνόψειρες τού στρατού ταλανίζουν τις αδελφές, σαν όλους τούς άλλους. Για να ξυστούν καλύτερα οι αδελφές, σηκώνουν την ποδιά τους πίσω απ᾿ το παραβάν, εκεί που ο πρωινός νεκρός δεν καταφέρνει να παγώσει, τόσο που ζεσταίνεται κι αυτός ακόμα.
Συνέχιζε να μού μιλάει μες το σκοτάδι, ενώ ο τόνος του με ταξίδευε στο παρελθόν μου, σαν μια φωνή που μπροστά στις πύλες των χρόνων μου, ρωτούσε, που να ᾿χα άραγε ανταμώσει αυτό το υποκείμενο. Μα δεν εύρισκα τίποτα. Δεν μ᾿ απαντούσε κανείς. Μπορείς να χαθείς προχωρώντας ψηλαφητά ανάμεσα στις παρωχημένες μορφές. Είναι φοβερό το πόσα ακίνητα πράγματα κι ανθρώπους έχεις πια στο παρελθόν σου. Οι ζωντανοί που χάνεις στις κρύπτες τού χρόνου, κοιμούνται τόσο καλά παρέα με τούς νεκρούς, που τούς τυλίγει μια και μόνη σκιά. Δεν ξέρεις ποιους να ξυπνήσεις πια γερνώντας, τούς ζωντανούς ή τούς νεκρούς.
Από την παραμονή στην Αμερική.
Το χειρότερο απ᾿ όλα είναι ότι αναρωτιέσαι πως θα βρεις την επόμενη μέρα αρκετή δύναμη, για να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που ᾿κανες την προηγούμενη εδώ και τόσον, μα τόσον καιρό, που θα βρεις τη δύναμη για τα μύρια σχέδια, που δεν καταλήγουν πουθενά, τις απόπειρες που πάντα φαλιρίζουν, κι όλες, για να πιεστείς ακόμα μια φορά, πως η μοίρα είναι αναπόδραστη, πως πρέπει να πέσεις στα ριζά τού τοίχου, κάθε βράδυ μεσ᾿ την αγωνία εκείνου τού αύριο, ολοένα πιο αβέβαιου, ολοένα πιο άθλιου. Είναι ίσως και τα γηρατειά που ᾿ρχονται προδοτικά, και σ᾿ απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου, για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι. Όλη η νιότη πήγε κιόλας να πεθάνει στην άκρη τού κόσμου μες τη σιωπή τής αλήθειας. Και που να πας έξω, σάς ρωτάω, όταν δεν έχεις πια εντός σου την αναγκαία δόση παραφροσύνης. Ένα χαροπάλεμα είναι η αλήθεια, που τελειωμό δεν έχει. Η αλήθεια τούτου τού κόσμου είναι ο θάνατος. Πρέπει να διαλέξεις ή το τέρμα ή το ψέμα. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σκοτωθώ. Καλύτερα λοιπόν να βγω στο δρόμο. Σύρθηκα και ᾿γω προς τα φώτα. Διάλεξα έναν κινηματογράφο που ᾿χε γυναίκες στις φωτογραφίες με μεσοφόρια και κάτι γάμπες! Ήταν καλά γλυκά και θαλπερά μέσα σ᾿ εκείνο τον κινηματογράφο. Στιγμή δεν πάει χαμένη. Βουτάς κατ᾿ ευθείαν στη χλιαρή συγχώρεση. Αρκούσε να σκεφτείς πως ο κόσμος είχε ίσως μόλις προσηλυτιστεί στην επιείκεια. Μέσα εκεί ήσουν ο εαυτός σου. Δεν είναι τελείως ζωντανό αυτό που συμβαίνει στις οθόνες, απομένει εντός του ένας μεγάλος θολός χώρος για τούς φτωχούς, τα όνειρα και τούς νεκρούς. Πρέπει να σπεύσεις να μπουκωθείς με όνειρα γα να διασχίσεις τη ζωή που σε περιμένει έξω, για να διαρκέσεις λίγες μέρες ακόμα, μέσα σ᾿ εκείνη τη φρίκη των ανθρώπων και των πραγμάτων. Απ᾿ τα όνειρα διαλέγεις όσα σού ζεσταίνουν καλύτερα τη ψυχή. Εγώ προτιμούσα, ομολογώ τα πρόστυχα. Ας μην είμαστε ακατάδεχτοι, απ᾿ το κάθε θαύμα παίρνεις αυτό που μπορείς να κρατήσεις. Μια ξανθιά που διέθετε αλησμόνητα βυζιά, έκρινε σκόπιμο να σπάσει τη σιωπή της οθόνης, μ᾿ ένα τραγούδι που μιλούσε για τη μοναξιά της. Σού ᾿ρχόταν να κλάψεις μαζί της.
Ήταν αλήθεια αυτό που μού εξηγούσαν, ότι παίρναν όποιον να ᾿ταν στη Φορντ. Δεν έλεγαν ψέμματα. Ήμουν πάντως επιφυλαχτικός, γιατί οι φτωχομπινέδες παραληρούν με το παραμικρό. Υπάρχει μια στιγμή στη μιζέρια που ήδη το πνεύμα δεν είναι πια όλη την ώρα με το σώμα. Νοιώθει πραγματικά πολύ άβολα εκεί μέσα. Είναι σχεδόν μια ψυχή που σού μιλάει. Δεν φέρει ευθύνη η ψυχή. Μοιάζαν καταχαρούμενοι που βρίσκαν άσχημους και ανάπηρους στην φουρνιά μας. «Γι᾿ αυτό που θα κάνεις εδώ, δεν έχει σημασία σε τι χάλι είσαι!» με καθησύχασε ευθύς αμέσως ο εξεταστής γιατρός. «Δεν ήρθες εδώ για να σκέφτεσαι, απλά για να κάνεις κινήσεις που θα σε διατάζουν να κάνεις. Θα σκεφτόμαστε για λογαριασμό σου φίλε! Βάλτο καλά στο μυαλό σου.» Καλύτερα να ξέρω πως είχαν οι συνήθειες τού μαγαζιού. Από βλακείες είχα στο ενεργητικό μου αρκετές, για δέκα χρόνια το λιγότερο. Αντιστέκεσαι όσο να ᾿ναι, σού είναι δύσκολο να σιχαθείς την ύπαρξη σου, θα ᾿θελες να τα σταματήσεις όλα αυτά, για να τα σκεφτείς, μα δεν είναι πια μπορετό. Δεν γίνεται πια να τελειώσει. Τρέχει σαν παλαβό τ᾿ απέραντο κουτί με τα ατσάλια, πάει να φέρει στους ανθρώπους το μερτικό τής σκλαβιάς τους. Σ᾿ αηδιάζουν οι σκυμμένοι εργάτες, πρόθυμοι να ευχαριστήσουν όσο πιο πολύ μπορούν τις μηχανές. Αφήνεσαι στις μηχανές με τις τρεις ψωροϊδέες που παραδέρνουν ακόμη πάνω ψηλά, πίσω απ᾿ το κούτελο. Ό,τι κοιτάς οπουδήποτε, ό,τι αγγίζει το χέρι, είναι τώρα σκληρό. Κι ό,τι καταφέρνεις ακόμη να θυμηθείς, είναι άκαμπτο σαν σίδερο κι άνοστο πια μες τη σκέψη. Γεράσαμε φριχτά μονομιάς. Πρέπει να καταργηθεί η έξω ζωή, να γίνει ατσάλι, κάτι χρήσιμο. Δεν την αγαπούσαμε αρκετά όπως ήταν, γι αυτό.
Με μεγάλη δυσκολία κατέληξα να ξετρυπώσω, ένα παράνομο μπουρδέλο στη βόρεια συνοικία τής πόλης. Ήταν το πρώτο μέρος στην Αμερική όπου με δέχτηκαν δίχως αγριάδα, καλοσυνάτα μάλιστα, για το ένα και μοναδικό μου πεντοδόλαρο. Ο κινηματογράφος δεν με αρκούσε πια, ήταν ένα ήπιο αντίδοτο, ενάντια στην υλική φρίκη τής φάμπρικας. Μια νεαρά τού σπιτιού η Μόλλυ, άρχισε να μού εμπνέει ένα σπάνιο αίσθημα εμπιστοσύνης, που για τα φοβισμένα πλάσματα επέχει θέση αγάπης. Έμπαινε στη θέση μου και δεν με έκρινε μόνο από τη δική της, όπως όλοι οι άλλοι. Α! αν την είχα γνωρίσει νωρίτερα τη Μόλλυ, όταν ήταν ακόμη καιρός, προτού χάσω τον ενθουσιασμό μου, μ᾿ εκείνη την καριόλα τη Μουζίν και εκείνη τη σκατούλα τη Λόλα. Γερνάς γρήγορα και επί πλέον ανεπανόρθωτα. Τ᾿ αντιλαμβάνεσαι από το ότι έχεις μάθει ν᾿ αγαπάς τη δυστυχία σου, άθελά σου. Φταίει η φύση σου που ᾿ναι πιο δυνατή από σένα, αυτό είναι όλο. Σε δοκιμάζει σε μια κατηγορία κι άντε μετά να ξεφύγεις. Ντρεπόμουνα μάλιστα, που πάλευε να με κρατήσει η Μόλλυ. Μ᾿ άρεσε δε λέω, μα πιο πολύ μ᾿ άρεσε το βίτσιο μου, αυτή η όρεξη να το βάζω στα πόδια από παντού, γυρεύοντας δε ξέρω τι, από ηλίθια περηφάνια σίγουρα, από πίστη σε κάποιο είδος ανωτερότητας. Κατέληξα τόσο καλή που ήταν, να τής ομολογήσω τη μανία μου, να το σκάω από παντού. Αλλά μού φαίνονταν ότι άρχιζα να ξεγελάω την περιβόητη μοίρα μου, το λόγο ύπαρξης μου καταπώς έλεγα, κι έκτοτε σταμάτησα να τής διηγούμαι ό,τι σκεφτόμουνα. Επέστρεφα μονάχος εντός μου, πολύ ικανοποιημένος που ήμουν ακόμη πιο δυστυχής από άλλοτε, γιατί είχα φέρει στη μοναξιά μου ένα είδος απόγνωσης. Κι έπειτα εκείνη ήξερε. Παραήταν ειλικρινής, δεν είχε λοιπόν πολλά να πει για μια λύπη. Αυτό που συνέβαινε μες την καρδιά της, τής αρκούσε. Φιλιόμασταν, μα πάντα σκεφτόμουνα να μην ξοδεύω χρόνο και τρυφερότητα, θαρρείς και ήθελα να τα κρατήσω όλα, για κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες, ούτε ξέρω τι, γι᾿ αργότερα, μα όχι για τη Μόλλυ και όχι γι αυτό. Θαρρείς και η ζωή θα ᾿παιρνε μακριά, θα μου ᾿κρυβε όσα ήθελα να μάθω γι᾿ αυτή, για τη ζωή που ᾿ναι στα βάθη τού σκότους, η ζωή θα με κορόιδευε όπως όλους τούς άλλους, η ζωή η αληθινή ερωμένη των πραγματικών ανδρών. Πήγα να βρω τη Μόλλυ και τής τα διηγήθηκα όλα. Πάσχιζε πολύ να μού κρύψει τη λύπη που τής προξενούσα. Τη φιλούσα πιο συχνά τώρα, μα ήταν βαθύς ο δικός της ερωτικός καημός και πρέπει να ομολογήσουμε ότι μας λείπει εντός μας όλο αυτό, κι ότι η χαρά τού καημού μας έχει στερέψει. Ντρεπόμαστε που δεν είμαστε πλούσιοι στην καρδιά και σε τόσα άλλα, κι επίσης που θεωρήσαμε την ανθρωπότητα πιο ποταπή, απ᾿ ότι είναι πραγματικά στο βάθος. Μα εγώ είχα κι αυτή τη βρωμολόξα με τα φαντάσματα. Ίσως όχι αποκλειστικά από δικό μου λάθος. Η ζωή σ᾿ αναγκάζει να μένεις συχνά πυκνά με τα φαντάσματα. «Είσαι πολύ τρυφερός Φερδινάνδε», με καθησύχαζε η Μόλλυ, «μην κλαις για μένα… Είναι σαν αρρώστια αυτή η μανία σου να μαθαίνεις όλο και πιο πολλά… Αυτό είναι όλο… Κατά κει ολομόναχος… Ο μοναχικός ταξιδιώτης είναι ᾿κείνος που πάει πιο μακριά… Θα φύγεις σύντομα λοιπόν;» «Ναι, θα πάω να τελειώσω τις σπουδές μου στη Γαλλία κι έπειτα θα ξανάρθω», τη διαβεβαίωσα με θράσος. Έφθασε η στιγμή τής αναχώρησης. Το τραίνο μπήκε στα σταθμό. Τη φίλησα τη Μόλλυ μ᾿ όσο κουράγιο απόμενε στο σκέλεθρο μου. Ένοιωθα θλίψη αληθινή, για πρώτη φορά στη ζωή μου, για όλον τον κόσμο, για μένα, για κείνη, για όλους τούς ανθρώπους. Ίσως να ᾿ναι αυτό που ψάχνεις στη ζωή, αυτό μονάχα, την πιο μεγάλη δυνατή θλίψη, για να γίνεις ο εαυτός σου, προτού πεθάνεις. Περάσαν χρόνια από εκείνη την αναχώρηση... Έγραφα συχνά στο Ντιτρόιτ. Ποτέ δεν πήρα απάντηση. Καλή, αξιοθαύμαστη Μόλλυ! Θέλω, αν μπορεί ακόμα να με διαβάσει από κάποιο μέρος που δεν το γνωρίζω, να ξέρει πως δεν άλλαξα για ᾿κείνη, πως την αγαπάω ακόμα με τον τρόπο μου, πως μπορεί να ᾿ρθει εδώ όποτε θελήσει, να μοιραστεί το ψωμί μου και τη λαθραία μου μοίρα. Για να την αφήσω, μού χρειάστηκε ασφαλώς τρέλα, απ᾿ τις πιο άθλιες και ψυχρές. Ωστόσο υπερασπίστηκα την ψυχή μου ίσαμε σήμερα, κι αν ο θάνατος ερχόταν αύριο να με πάρει, δεν θα ᾿μουνα ποτέ, είμαι βέβαιος, το ίδιο ψυχρός, άσχημος, το ίδιο άξεστος με τούς άλλους, τόση καλοσύνη, τόσο όνειρο μού χάρισε η Μόλλυ τούς λίγους εκείνους μήνες τής Αμερικής.
Επιστροφή στη Γαλλία
Το νερό ερχόταν να παφλάσει πλάι στους ψαράδες, και στάθηκα να τούς χαζέψω. Πραγματικά δεν βιαζόμουν ούτε εγώ, όχι περισσότερο από εκείνους. Ήταν σαν να ᾿χα φτάσει στη στιγμή, στην ηλικία ίσως, που ξέρεις πια καλά τι χάνεις την κάθε ώρα που περνάει. Μα δεν έχεις ακόμα αποκτήσει το σθένος τής φρόνησης, που χρειάζεται για να σταματήσεις μονομιάς στον δρόμο τού χρόνου, κι άλλωστε αν σταματούσες, δεν θα ᾿ξερες τι να κάνεις δίχως αυτή την τρέλα να προχωράς, που σε κυριεύει και που τη θαυμάζεις από την πρώτη νιότη σου. Είσαι ήδη λιγότερο περήφανος γι᾿ αυτή, για τη νιότη σου, δεν τολμάς ακόμη να ομολογήσεις δημοσίως, πως ίσως να μην είναι παρά αυτό η νιότη σου, η βιάση να γεράσεις. Ανακαλύπτεις τόση γελοιότητα σ᾿ όλο το γελοίο παρελθόν σου, τόση απάτη και ευπιστία, που θα ᾿θελες ίσως να πάψεις απότομα να ᾿σαι νέος, θα ᾿θελες να περιμένεις τη νιότη ν᾿ αποσπαστεί, να την περιμένεις να σε προσπεράσει, να την κοιτάς να φεύγει, να ξεμακραίνει, να δεις όλη της τη ματαιοδοξία, να βάλεις το δάχτυλο στο κενό της, να την κοιτάς να ξαναπερνάει πάλι από μπροστά σου κι έπειτα ν᾿ απέλθεις κι εσύ, να ᾿σαι σίγουρος πως έφυγε για τα καλά η νιότη σου, και τότε ήσυχα, από μεριάς σου, εσύ μ᾿ εσένα, να ξαναπεράσεις σιγά σιγά απ᾿ την άλλη μεριά τού χρόνου, για να δεις στ᾿ αλήθεια, πως είναι οι άνθρωποι και τα πράγματα.
Κάλλιο να μην τρέφεις αυταπάτες, οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλο, το μόνο που κάνουν είναι να μιλάνε ο καθείς για τον καημό του, γνωστό αυτό. Ο καθείς για την πάρτη του, η γη για όλους. Πασχίζουν να τον ξεφορτωθούν πάνω στον άλλο τον καημό τους, τη στιγμή τού έρωτα, μα τότε δεν πιάνει, κι ό,τι κι αν κάνουν, τον κρατούν ακέραιο τον καημό τους και ξαναρχίζουν, πασχίζοντας γι᾿ άλλη μια φορά να τον πλασάρουν. «Είστε ωραία δεσποινίς» λένε. Και τούς παίρνει πάλι η ζωή, ως την επόμενη φορά που θα ξαναδοκιμάσουν το ίδιο κολπάκι. Καθώς σ᾿ αυτό το παιγνίδι γινόμαστε γερνώντας ολοένα πιο άσχημοι και σιχαμεροί, δεν μπορούμε καν να κρύψουμε τον καημό μας, τη χρεωκοπία μας και καταλήγουμε μ᾿ αυτή τη βρωμογκριμάτσα φαρδιά πλατιά στη φάτσα, που παίρνει είκοσι, τριάντα χρόνια και βάλε να μάς ανέβει εντέλει από την κοιλιά στο πρόσωπο. Γι᾿ αυτό υπάρχει ο άνθρωπος, γι᾿ αυτό και μόνο, για μια γκριμάτσα, που τού παίρνει μια ζωή ολόκληρη να τη σχηματίσει, και που δεν καταφέρνει πάντα ούτε να την ολοκληρώσει, τόσο βαριά και περίπλοκη είναι η γκριμάτσα που θα ᾿πρεπε να κάνει, για να εκφράσει όλη την αληθινή ψυχή του, δίχως να πάει τίποτα χαμένο.
Ξάφνου, το τραγούδι τους έγινε πιο δυνατό απ᾿ τη ζωή, κι έστρεψε τη μοίρα κατευθείαν κατά δυστυχία μεριά. Ενώ λοιπόν εκείνες τραγουδούσαν, εγώ δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο απ᾿ τη μιζέρια τού φτωχού κόσμου και απ᾿ τη δική μου προπαντός· με κάναν να τη ρεύομαι σαν να ᾿ταν τόνος οι ρουφιάνες, με το τραγούδι τους, ως την καρδιά μ᾿ ανέβαινε. Αλλά το χειρότερο απ᾿ όλα, ήταν ένα τραγούδι που πάσχιζε να ᾿ναι χαρούμενο, μα δεν τα κατάφερνε. Χώρια που οι συντρόφισσές μου ξεγοφιάζονταν κιόλας τραγουδώντας, μπας και τούς βγει. Είχαμε φτάσει στο μη παρέκει, αυτό να λέγεται, ήμασταν σάμπως σωριασμένοι στη μιζέρια, στην απόγνωση... Σίγουρα πράγματα! Τριγυρνώντας στην ομίχλη, στο παράπονο! Στάλαζε ο θρήνος απ᾿ τη μιζέρια τους, γερνούσες λεπτό το λεπτό μαζί τους. Δεν μοιάζαν ν᾿ αντιλαμβάνονται, πόση δυστυχία προξενούσε σ᾿ όλους εμάς το τραγούδι τους... Κλαίγαν τη ζωή τους χοροπηδώντας χαμογελώντας ρυθμικά... Η μιζέρια ήταν ολόγυρα μας, παρά την χλιδή τής αίθουσας, πάνω μας, πάνω στο σκηνικό, ξεχείλιζε, πιτσιλούσε τη γη ολόκληρη. Αρτίστες όνομα και πράγμα... Ανάδιναν γκαντεμιά, δίχως να θέλουν να το εμποδίσουν, ή και να καταλάβουν ακόμα. Μόνο τα μάτια τους ήταν λυπημένα. Τα μάτια δεν αρκούν. Τραγουδούσαν την πανωλεθρία τής ύπαρξης και τής ζωής και δεν καταλάβαιναν. Το παίρναν κι αυτό για έρωτα, μόνο για έρωτα, δεν τούς είχαν μάθει τα υπόλοιπα σ᾿ αυτές τις πιτσιρίκες. Έναν μικρό καημό τραγουδούσαν, υποτίθεται! Έτσι τον αποκαλούσαν! Τα παίρνεις όλα για ερωτικό καημό, όταν είσαι νέος και δεν ξέρεις... Είναι η μανία των νέων να χώνουν όλη την ανθρωπότητα σ᾿ ένα αιδοίο, ένα και μοναδικό, το μεγάλο όνειρο, η λύσσα τού έρωτα. Θα μάθαιναν ίσως αργότερα οι μικρές που θα τέλειωνε όλο αυτό, όταν δεν θα ᾿ταν πια διόλου ροδαλές, όταν η μεγάλη γκαντεμιά τής κωλοχώρας τους θα τις γράπωνε και τις δεκάξι, με τα χοντρά τους φοραδίσια μεριά, με τα χοροπηδηχτά βυζιά τους... Τις είχε ήδη αρπάξει άλλωστε η μιζέρια τις ομορφούλες, απ᾿ το λαιμό, απ᾿ το κορμί, δεν θα την γλυτώναν. Απ᾿ την κοιλιά, απ᾿ την ανάσα, τις είχε ήδη αρπάξει η μιζέρια απ᾿ όλους τούς κυματισμούς τής λεπτής και φάλτσας τους, φωνής. Ήταν εκεί η μιζέρια. Μήτε κουστούμι, μήτε φώτα, μήτε χαμόγελο που να την ξεγελάει, που να τής γεννάει ψευδαισθήσεις για τούς δικούς της· πάει αυτή και τούς βρίσκει τούς δικούς της, όπου κι αν κρύβονται, και σπάει πλάκα να τούς βάζει, ενώ περιμένουν τη σειρά τους, να τραγουδάν όλες τις σαχλαμάρες τής ελπίδας. Να τι είναι ο πόνος μας ο μέγας: ψυχαγωγία. Τόσο το χειρότερο λοιπόν για όποιον τραγουδάει καψουροτράγουδα! Είναι μιζέρια η αγάπη μόνο αυτή, πάντα αυτή, μιζέρια που έρχεται στο στόμα μας για να πει ψέματα η καριόλα, και πάει τέλειωσε. Την συναντάς παντού τη σκρόφα και μην τυχόν τη ξυπνήσεις τη μιζέρια σου, ούτε για αστείο. Δεν σηκώνει αστεία η μιζέρια. Πάντως οι Αγγλίδες μου, ξαναπιάναν τρεις φορές τη μέρα το τραγούδι. Ήταν επόμενο να στραβώσει για καλά το πράγμα.
Μια ωραία μέρα, αποφασίζεις να μιλάς όλο και λιγότερο για τα πιο προσφιλή σου πράγματα, μιλάς με κόπο κάθε που αναγκάζεσαι να το κάνεις. Έχεις βαρεθεί ν᾿ ακούς τον εαυτό σου να μιλάει. Συντομεύεις… Παραιτείσαι ... Δεν σε κόφτει πια να ᾿χεις δίκιο. Σού φεύγει η διάθεση να κρατήσεις ακόμα και τη θεσούλα που ᾿χεις εξασφαλίσει, μεταξύ των απολαύσεων. Σιχαίνεσαι τον εαυτό σου... Αρκεί τώρα πια να τρως λιγάκι, να εξασφαλίζεις λίγη ζέστα, και να κοιμάσαι όσο πιο πολύ μπορείς στο δρόμο τού τίποτα. Ψάχνεις ακόμη κόλπα και δικαιολογίες για να μείνεις κει δα με τούς φιλάρες, μα είναι και ο θάνατος κει, δίπλα σου, βρωμερός όλη την ώρα πια, λιγότερο μυστηριώδης κι από χαρτοπαίγνιο. Το μόνο πολύτιμο που σού απομένει, είναι οι μικρές λύπες, το ότι δε βρήκες, για παράδειγμα το χρόνο να επισκεφτείς όσο ζούσε ακόμα, το γέρο θείο στο Μπουά-Κολόμπ, που το τραγουδάκι του έσβησε για πάντα ένα βράδυ τού Φλεβάρη. Να τι διαφύλαξες όλο κι όλο από τη ζωή. Αυτή τη μικρούλα φρικτή τύψη, όλα τ᾿ άλλα τα ξέρασες λίγο πολύ στο δρόμο, με πολύ κόπο και λύπη.
Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας. Φερντινάν Σελίν.
Μυθιστορηματική ανθολόγηση. Μυθιστορηματική γιατί ακολουθεί βήμα προς βήμα την πλοκή, και
ανθολόγηση γιατί είναι ένα ανθολόγημα όλου τού κειμένου τού μυθιστορήματος, ένα απόσταγμα από
τα πιο δυνατά κομμάτια.
ΜΙΑ ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΉ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΟΛΌΓΗΣΗ
Συμπτώσεις και Τυχαίο όλη μας η ζωή. Άνθρωποι που συναντήσαμε και άλλοι που δε γνωρίσαμε ποτέ, βιβλία που διαβάσαμε και μάς προσδιόρισαν και άλλα ίσως άξια, που δε γνωρίσαμε ποτέ. Για τούς περισσότερους ανθρώπους πολλοί συγγραφείς, δεν έχουν ακόμη γεννηθεί. Για πόσους ο Προυστ ή ο Σελίν, είναι σα να μην υπήρξαν.
Αγωνία λοιπόν αλλά και τυχαίο και συμπτώσεις· ποια παράθυρα θα ανοίξουμε και θα φωτίσουν όσο μπορέσουμε τη ζωή μας και άλλα πάλι που θα μείνουν για πάντα σκοτεινά.
Πόσες προκαταλήψεις για το «δωσίλογο» τον αντισημίτη ΣΕΛΊΝ πρέπει να ξεπεράσει κάποιος, για να αποκαλυφθεί πίσω τους, το αριστούργημά του, «ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΝΎΧΤΑΣ» που μαζί με το «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΜΈΝΟ ΧΡΌΝΟ» τού ΠΡΟΥΣΤ, είναι πιστεύω τα δύο αριστουργήματα τής παγκόσμιας μυθιστορηματικής λογοτεχνίας.
Τυχαία λοιπόν αλλά και από τύχη, για μάς τούς άμοιρους τής Γαλλικής γλώσσας, χάρις και στην δεν θα το πω εγώ, υπέροχη μετάφραση τής: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.
Πραγματικά σκέφτομαι πολλές φορές, υπάρχουν ακόμη πιο υπέροχοι χυμοί, πιο ξεσηκωτικοί, άλλες άγνωστες γεύσεις να χαρείς, ρουφώντας αυτό το κείμενο στην ίδια του τη γλώσσα τα Γαλλικά ; Πράγμα που βέβαια μοιραία ισχύει για όλες τις μεταφράσεις. Όμως η Ελληνική μετάφραση τού " Ταξιδιού στην άκρη τής νύχτας" νομίζω, δεν σού αφήνει περιθώρια για τέτοιες υποθέσεις. Το ύφος είναι δω, αναπάντεχο, γοητευτικό, αυτάρκες. Μια ευτυχισμένη μεταφορά.
Στις πρώτες αναγνώσεις, κράτησα σε δυο τετράδια, μόνο τα στοχαστικά κομμάτια, αυτά τα ξεσκίδια τής ανθρώπινης απόγνωσης ή τής ανθρώπινης γελοιότητας, τού μεγάλου τίποτα τής ζωής, φωτισμένης μ᾿ ένα φως ανελέητο, και μες στις σκιές του, τα σπαράγματα τής τρυφεράδας κάποιων πλασμάτων, να σπρώξουν λίγο πιο πέρα τη λαθραία μας μοίρα.
Σιγά σιγά τα κομμάτια αυτά αυτονομήθηκαν, ξέχασαν πλοκή και πρόσωπα, όπως συναισθήματα που πολλές φορές ξεχνούν πρόσωπα και περιστάσεις από τα οποία αναδύθηκαν. Όταν τα ξαναδιάβαζα αποχτούσαν όλο και περισσότερη δύναμη και αυτάρκεια, αλλά αγνοούσαν μαζί τους και ᾿γω, τι τα ᾿κανε να υπάρξουν.
Σκέφτηκα και για μένα αλλά και για κάποιον ή κάποια που θα ήθελε να μοιραστεί, τη σκοτεινή ομορφιά τους, να τα ξανασυνδέσω με πρόσωπα και πράγματα, με μια συντομευμένη αλλά επαρκέστατη, και σεβαστική στο κείμενο πλοκή, απόλυτα πιστή στο μεταφρασμένο κείμενο από την Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Μια ανθολόγηση με την κυριολεξία τής λέξης. Ξέρω πως αυτό είναι "ιεροσυλία", και για να εξευμενίσω τις "ενοχές" μου, θεώρησα το εγχείρημα σαν ένα ταξίδι μέσα στο " ταξίδι στην άκρη της νύχτας" .
Όλο το ανθολογημένο κείμενο
ΠΡΟΛΟΓΟΣ τού ΣΕΛΊΝ
(Σε επανέκδοση τού Ταξιδιού στην άκρη τής νύχτας, 1949) [1]
Α, δρομολόγησαν πάλι το Ταξίδι. Μού κάνει εντύπωση. Γίναν πολλά εδώ και δεκατέσσερα χρόνια … [2] Αν δεν ήμουν έτσι στριμωγμένος, αναγκασμένος να κερδίζω τη ζωή μου, σάς το λέω αμέσως, θα τα εξαφάνιζα όλα. Δε θ᾿ άφηνα πια να περάσει ούτε αράδα. Όλα τα παίρνουν στραβά. Ανακίνησα ένα σωρό αχρειότητες. Δείτε λιγάκι τον αριθμό των νεκρών, τα μίση ένα γύρο… τις δολιότητες… το βόθρο που ανοίγουν… αυτά τα τέρατα. Α, πρέπει να ᾿ναι κανείς τυφλός και κουφός! Θα μού πείτε: μα δεν είναι το Ταξίδι! Τα αίσχη που σε ξεπαστρεύουν, δεν έχουν σχέση! Η κατάρα σου είσαι συ! Οι Μπαγκατέλες [3] σου! Τα βρωμοσαρδάμ σου! Η παρδαλή μπουφόνα κακουργία σου! Ο νόμος σε δαγκάνει; Σε στραγγαλάει; Τι παραπονιέσαι γαμώτο; Θεόμουρλε. Α, ήμαρτον! ήμαρτον! Λυσσιάζω! Λυσσομάνι! Λαχανιάζω! Φρικιάζω! Ταρτούφοι! Βλίτα! Δε με πλανεύετε μένα! Είναι για το ταξίδι που με γυρεύουν! Κάτω απ᾿ τον πέλεκυ το ουρλιάζω! Έχουμε ανοικτούς λογαριασμούς εγώ κι " Εκείνοι"! Στο μέσα βάθος… που δε λέγεται… Μυστικισμός η φαγωμάρα μας! Τι ιστορία κι αυτή! Αν δεν ήμουνα έτσι στριμωγμένος, αναγκασμένος να κερδίζω τη ζωή μου, σάς το λέω αμέσως, θα τα εξαφάνιζα όλα. Απέτισα τιμή στις ύαινες! … Αμέ! … Καλοκάγαθος! … Προκαταβολική δωρεά… "Οβολός στο Θεό"! Ξεφορτώθηκα την Τύχη… απ᾿ το ᾿36 κιόλας… στις κεφαλοκόφτρες! Σ᾿ ανακριτές! Νεκροθάφτες!… Ένα δύο τρία θαυμαστά βιβλία για να με σφάξουν! Και να στενάξω! Τη δωρεά την έκανα! Ήμουν σπλαχνικός, να! Με διασκεδάζει ο κόσμος των προθέσεων… με διασκέδαζε… δε με διασκεδάζει πια. Αν δεν ήμουνα έτσι υποχρεωμένος, αναγκασμένος θα τα εξαφάνιζα όλα… προπαντός το Ταξίδι… Το μόνο πραγματικά μοχθηρό βιβλίο, απ᾿ όλα τα βιβλία μου είναι το Ταξίδι… Με πιάνετε… Το ευαίσθητο βάθος… Όλα θα ξαναρχίσουν! Όλο το μαγισσολόι! Θ᾿ ακούτε να σφυράν από πάνω, από μακριά, από τόπους δίχως όνομα: λέξεις διαταγές… Έχετε να δείτε μαγγανείες!… Θα με θυμηθείτε… Α, μη νομίζετε πως παίζω! Δεν παίζω πια… Είμαι μάλιστα πιο καλοσυνάτος. Αν δεν ήμουνα εξαναγκασμένος, όρθιος θαρρείς, με τη ράχη κολλημένη σε κάτι… θα τα εξαφάνιζα όλα.
Λ. Φ. Σελίν 1949
Οι Σημειώσεις σχεδόν αποκλειστικά οφείλονται στην μεταφράστρια και επιμελήτρια Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.
[1] Ο πρόλογος αυτός προστέθηκε στην πρώτη μεταπολεμική επανέκδοση του Ταξιδιού από τις εκδόσεις Froissart, που είχαν μεταφέρει κατά τη διάρκεια τού πολέμου την έδρα τους στις Βρυξέλλες. Τυπώθηκε το 1949 και ενώ ο Σελίν διωκόμενος από τις Γαλλικές αρχές, βρίσκεται στη Δανία αρχικά ως κρατούμενος επί δεκατέσσερεις μήνες και μετά από τον Απρίλιο τού 1948 για πάνω από τρία χρόνια, φιλοξενούμενος κοντά στην Κοπεγχάγη. Η μεταγενέστερη αυτή προσθήκη του Σελίν είναι απόλυτα ενδεικτική τής ύστερης ψυχολογίας αλλά και τής στρατηγικής τού Σελίν, ο οποίος προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τη συμβολή των ρατσιστικών του λιβελογραφημάτων, στην έχθρα που τον περιβάλλει και να αποδώσει την δίωξη και την απομόνωσή του, στη "μοχθηρότητα" τού Ταξιδιού, δηλαδή στην καταγγελτική του ειλικρίνεια, που εκπηγάζει από αυτό που αποκαλεί "ευαίσθητο βάθος". [2] Για την ακρίβεια, από την πρώτη έκδοση, είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια. [3] Μπαγκατέλες: οι αντισημιτικοί λίβελοι του Σελίν.
1. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΘΉΛΩΣΗ ΤΉΣ ΡΆΤΣΑΣ
(Όλοι οι υποτιτλισμοί των κεφαλαίων είναι δικοί μου δεν υπάρχουν στο βιβλίο )
Να πως άρχισε. Εγώ δεν είχα βγάλει κιχ. Ούτε κιχ. Μ᾿ έκανε ο Αρθούρος Γκανάτ να μιλήσω. Ο Αρθούρος φοιτητής κι αυτός τής ιατρικής, φιλαράκος. Ανταμώνουμε λοιπόν στην πλατεία Κλισύ. Ήταν μετά το μεσημεριανό. «Βράζεις αυγό σ᾿ αυτό το αίθριο» αρχίζει. «Έλα από ᾿δω». Τότε προσέχουμε κι ότι δεν υπάρχει κανείς στους δρόμους, ένεκα η ζέστη, τίποτα. Ούτε κι όταν κάνει παγωνιά δεν υπάρχει κανείς στους δρόμους· είναι αυτός που μου ᾿πε, να δεις που το θυμάμαι: «Οι Παριζιάνοι μοιάζουν πάντα φουριόζοι, μα αν το καλοσκεφτείς κόβουν βόλτες από το πρωί ως το βράδυ· απόδειξη πως άμα ο καιρός δε σηκώνει βόλτα, στην παγωνιά ή στη λάβρα, δεν τους βλέπεις πια· είναι όλοι τους χωμένοι μέσα για καφέδες και μπύρες. Έτσι πάει το πράμα! Μεγάλες αλλαγές! σού κοπανάνε. Ποιες μωρέ; Κάτι λέξεις έχουν αλλάξει, και πάλι όχι πολλές! Κάνα δυο, δώθε κείθε, μικρές...» Μετά η κουβέντα στράφηκε πάλι στον πρόεδρο Πουανκαρέ [1] που πήγαινε να εγκαινιάσει, μια έκθεση με σκυλάκια· και απ᾿ τη μια κουβέντα στην άλλη, στον "Καιρό" όπου το ᾿χαμε δει γραμμένο. « Ο Καιρός. Να μια φίνα εφημερίδα!» με πειράζει ο Αρθούρος Γκανάτ. «Δεν είναι άλλη σαν αυτή που να υπερασπίζεται έτσι τη γαλλική ράτσα!» «Τόχει μεγάλη ανάγκη η γαλλική ράτσα, μιας και δεν υπάρχει!», τού λέω γω για να το παίξω ενήμερος, ατάκα κι επιτόπου. «Τι μάς λες, μωρέ, υπάρχει και παραυπάρχει! Κι ωραία ράτσα μάλιστα!» επέμενε αυτός. «Δεν είναι αλήθεια! Η ράτσα, αυτό που εσύ ονομάζεις έτσι, είναι ένα σωρό ταλαίπωροι τού είδους μου, τσιμπλιασμένοι, ξυλιασμένοι, ψωραλέοι, που ξεβράστηκαν εδώ πέρα, σπρωγμένοι από την πείνα, το λοιμό, το χτικιό και το κρύο, νικημένοι, διωγμένοι από τις τέσσερεις γωνιές της γης. Δεν μπορούσαν να πάνε παραπέρα, ένεκα η θάλασσα. Να τι είναι η Γαλλία, και να τι είναι οι Γάλλοι». «Μπαρνταμού», μού κάνει τότε αυτός σοβαρά και λιγάκι θλιμμένα, «οι πατεράδες μας ήταν αντάξιοι μας, μην τούς κακολογείς!...» «Έχεις δίκιο Αρθούρε, όσο γι αυτό έχεις δίκιο! Μοχθηροί κι υποταγμένοι, βιασμένοι, ληστεμένοι, σφαγμένοι και μια ζωή κορόιδα, ήταν αντάξιοι μας! Σωστά το λες! Δεν αλλάζουμε! Μήτε κάλτσες μήτε αφεντικά, μήτε απόψεις. Γεννηθήκαμε πιστοί εμείς, μέχρι σκασμού! Στρατιώτες τζαμπέ, ήρωες για τον κόσμο όλο και πίθηκοι που μιλάνε λέξεις βασανισμένες...» «Υπάρχει η αγάπη, Μπαρνταμού!» «Η αγάπη, Αρθούρε μου, είναι το άπειρο στο επίπεδο των κανίς, κι έχω και μια αξιοπρέπεια εγώ», τού αντιγυρίζω. «Άσε εσένα! Ένας αναρχικός είσαι και τίποτε άλλο! Κι έπειτα, τη μέρα που η πατρίδα θα μού ζητήσει να χύσω το αίμα μου για χάρη της, θα με βρει έτοιμο βέβαια.» Να τι μου απάντησε. Πράγματι, ο πόλεμος μάς κοντοζύγωνε τους δυο μας, δίχως να το πάρουμε χαμπάρι και το κεφάλι μου δεν έστεκε πολύ καλά. «Είναι αλήθεια, έχεις δίκιο τελικά», παραδέχθηκα εγώ, συμβιβαστικός, μα είναι και τα αφεντικά, που αμολάνε μια αγριοφωνάρα στο έτσι: «Έχουμε πόλεμο, κοπρόσκυλα!» μάς κάνουν. «Θα τούς τη χώσουμε στους λεχρίτες, θα τούς τινάξουμε στον αέρα!» «Είναι ακριβώς όπως το λες!» μ᾿ εγκρίνει ο Αρθούρος, που ᾿χει γίνει ευκολόπιστος. Μα να που μπροστά απ᾿ το καφενείο, αρχίζει να περνάει ένα σύνταγμα, με το συνταγματάρχη του μπροστά καβάλα στ᾿ άλογό του, έδειχνε πολύ εντάξει τύπος και κάργα λεβέντης ο συνταγματάρχης! Έδωσα ένα σάλτο από τον ενθουσιασμό. «Πάω να δω αν είναι έτσι!» τού φωνάζω τού Αρθούρου, και τραβάω να καταταγώ, και μάλιστα τροχάδην. «Είσαι πολύ μαλάκας, Φερδινάνδε!» μού φωνάζει ο Αρθούρος με τη σειρά του, σίγουρα θιγμένος απ᾿ την εντύπωση που ᾿κανε ο ηρωισμός μου, στον κόσμο που μάς κοίταζε. «Θα το δούμε κωθώνι!» πρόφτασα να τού φωνάξω, προτού στρίψουμε στο δρόμο, με το σύνταγμα στο κατόπι του συνταγματάρχη και τής φανφάρας του. Να πως ακριβώς έγινε. Βαδίσαμε λοιπόν κάμποσο. Τελειώναν και τελειωμό δεν είχαν οι δρόμοι, ήταν κι άμαχοι εκεί με τις γυναίκες τους, που δωσ᾿ του να μάς εμψυχώνουν και να μάς πετάνε άνθη από τα καφενεία, μπροστά στους σταθμούς απ᾿ τις γεμάτες εκκλησίες. Ένας σκασμός πατριώτες. Κι έπειτα πήραν να λιγοστεύουν οι πατριώτες... τέρμα οι εμψυχώσεις, ούτε η παραμικρή στο δρόμο. Ήμασταν λοιπόν αναμεταξύ μας πια;» Η φανφάρα σταμάτησε. «Κοντολογίς είπα τότε εγώ, άμα είδα κατά που τραβούσε το πράγμα, «δεν έχει πια πλάκα! Γράψε λάθος!» Κι έκανα να τού δίνω. Μα ήταν αργά. Ήμασταν πιασμένοι στη φάκα σα τα ποντίκια.
[1] Πουανκαρέ: (1860-1934). Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1913 έως το 1920, άρα καθ᾿ όλη τη διάρκεια τού 1ου παγκοσμίου πολέμου. Οπαδός μιας άτεγκτης στάσης έναντι των Γερμανών.
2. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΌ ΤΟΎ ΠΌΛΕΜΟΥ ΣΕ ΌΛΑ ΕΚΕΊΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΎΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΆΒΟΥΜΕ.
Άπαξ και μπεις, μπήκες για τα καλά. Μάς ανέβασαν σ᾿ άλογα κι έπειτα από δυο μήνες πάνω κει, μάς ξαναστήσαν στα πόδια μας. Ίσως επειδή παρακόστιζε ακριβά. Πέρα μακριά στο λιθόστρωτο, υπήρχαν δυο μαύρα σημάδια, καταμεσής δυο Γερμανοί, πολύ απασχολημένοι να ρίχνουν ντουφεκιές για κάνα τέταρτο και βάλε. Ο συνταγματάρχης μας, ίσως να ᾿ξερε γιατί ρίχναν οι μάγκες, μπορεί και οι Γερμανοί, εγώ όμως μα την αλήθεια, δεν ήξερα. Όσο κι αν χαρχάλευα στη μνήμη μου δεν τούς είχα κάνει τίποτα ᾿γω των Γερμανών. Ο πόλεμος κοντολογίς ήταν όσα δεν καταλαβαίναμε. Δεν επήγαινε άλλο. «Σε μια τέτοια ιστορία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να λακίσεις» έλεγα μέσα μου στο φινάλε… Έρημες αγροικίες πέρα, άδειες κι ορθάνοιχτες εκκλησιές, θαρρείς και είχαν φύγει οι αγρότες για ημερήσια εκδρομή όλοι τους και μάς είχαν εμπιστευτεί όλο τους, το βιος... Για να κάνουμε με την άνεση μας, ο,τι μάς κατέβαινε, όσο εκείνοι λείπανε. Πολύ ευγενικό εκ μέρους τους έμοιαζε. «Αν όμως δεν ήταν αλλού» έλεγα μέσα μου εγώ, «δε θα φερόμασταν τόσο άθλια. Τόσο άσχημα. Μπροστά τους δε θα τολμούσαμε. Ήμασταν μοναχοί μας, σα νιόνυμφοι που πιάνουν τα μπαλαμούτια, με το που φεύγει ο κόσμος» Ο συνταγματάρχης μας να λέγεται, έδειχνε αποστομωτική παλληκαριά! Έκοβε βόλτες στο λιθόστρωτο, ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά, άνετος λες και περίμενε κάνα φίλο στη αποβάθρα τού σταθμού. Ήταν λοιπόν τέρας ο συνταγματάρχης! Αντιλήφθηκα ταυτόχρονα ότι θα ᾿ταν κάμποσοι σαν και δαύτον στο στρατό μας λεβέντες, κι έπειτα άλλοι τόσοι σίγουρα στον αντικρυνό στρατό. Ποιος ξέρει πόσοι; Με τέτοια υποκείμενα αυτή η σατανική βλακεία μπορούσε να βαστάξει επ᾿ αόριστον… «Μα ήμουν λοιπόν ο μόνος δειλός επί τής γης;» συλλογιζόμουνα. Και με τι τρομάρα… Χαμένος ανάμεσα σε δύο εκατομμύρια παλαβούς, ηρωικούς και ξέφρενους, για να τ᾿ αφανίσουν όλα, Γερμανία, Γαλλία και ηπείρους, ό,τι ανασαίνει! Ωραίοι ήμασταν! Το συνταγματάρχη, τον έβλεπα να λαβαίνει στο χαράκωμα, ραβασάκια από το στρατηγό, που τα διάβαζε με το πάσο του ανάμεσα στα βόλια. Δεν έφερνε κανένα τους λοιπόν τη διαταγή, να σταματήσει επιτόπου αυτό το μακελειό; Δεν τού λέγανε ότι είχε γίνει παρεξήγηση; Φοβερό λάθος; Ότι γυμνάσια θέλανε να κάνουν στ᾿ αστεία και όχι φόνους! Αμ δε! Ο αρχηγός όλων μας, έστελνε ένα φάκελο ανά πεντάλεπτο με ᾿να σύνδεσμο που από την τρομάρα του, φαινόταν ολοένα πιο κίτρινος και χεσμένος. Θ᾿ αδελφώναμε ευχαρίστως με εκείνο το φοβητσιάρη! Μα που καιρός για αδελφοσύνες. Υπάρχουν κάμποσοι τρόποι να καταδικαστείς σε θάνατο. Α τι δεν θα ᾿δινα εκείνη τη στιγμή για να βρεθώ στη φυλακή αντί για εδώ, ο ηλίθιος. Μυαλό κουκούτσι! Απ᾿ τη φυλακή βγαίνεις ζωντανός, από τον πόλεμο όχι. Όλα τα άλλα, είναι λόγια. Ήξερα μια τέτοια πανέτοιμη φυλακή στη λιακάδα, στη ζέστα, την ήξερα καλά, περνούσα συχνά από εκεί, άλλοτε. Ήμουν παιδί τότε, με φόβιζε η φυλακή. Είναι γιατί δεν γνώριζα ακόμη τους ανθρώπους. Δεν θα ξαναπιστέψω ποτέ όσα λένε, όσα σκέφτονται. Τούς ανθρώπους και μόνο αυτούς, πρέπει να φοβάσαι πάντοτε. Πόσο καιρό έπρεπε να βαστάξει η μανία τους για να σταματήσουν ξέπνοα επιτέλους αυτά τα τέρατα; Μπορεί κι ίσαμε το θάνατο όλου του κόσμου, όλων των παλαβών; Κι αφού τα γεγονότα παίρναν τέτοια τροπή, αποφάσισα να επιχειρήσω το έσχατο διάβημα, να δοκιμάσω εγώ ολομόναχος να σταματήσω τον πόλεμο. «Τι θέλετε;» θα με ρωτούσε αυτός φανταζόμουνα, κατάπληχτος βέβαια για το θράσος μου, να τον διακόψω. Θα τού εξηγούσα τότε τα πράγματα, καταπώς εγώ τα αντλαμβανόμουνα. Θα βλέπαμε τότε τι πίστευε η αφεντιά του. Δύο μαζί τα καταφέρνουν καλύτερα από έναν. Ετοιμαζόμουν να προβώ σ᾿ αυτό το αποφασιστικό διάβημα όταν, έφτασε καταπάνω μας ένας άνιππος ιππέας με το κράνος του ανάποδα στο χέρι, σαν τον Βελισσάριο [1], τρεμουλιάρης και καταλασπωμένος. Τραύλιζε, ούτε και σ᾿ αυτό το φάντασμα λοιπόν δεν άρεσαν τα βόλια; «Τι συμβαίνει», τον έκοψε απότομα ο συνταγματάρχης, αψύς, ρίχνοντας σ᾿αυτό το εκτόπλασμα ένα κάτι σαν ατσάλινο βλέμμα. «Ο λοχίας ιππικού Μπαρούζ μόλις σκοτώθηκε, συνταγματάρχα μου» λέει μονοκοπανιά. «Και λοιπόν;» «Σκοτώθηκε πηγαίνοντας να φέρει το φορτηγό με τις κουραμάνες, συνταγματάρχα μου» «Κι οι κουραμάνες;» ρώτησε ο συνταγματάρχης Ήταν το τέλος τού διαλόγου, γιατί θυμάμαι καλά πως ο συνταγματάρχης πρόφτασε ίσα ίσα να πει: «Κι οι κουραμάνες;» Κι αυτό ήταν όλο. Μετά μόνο φωτιά και αντάρα. Τόσο γεμάτα ήταν τα μάτια μας, τα αυτιά μας, το στόμα μας, ξάφνου, απ᾿ την αντάρα, που πίστευα στα αλήθεια πως πάει τέλειωσε. Αμέσως μετά σκέφτηκα το λοχία Μπαρούζ, που ᾿χε μόλις τιναχτεί. Ευχάριστο νέο. Γνώριζα ακόμα τρεις τέσσερεις στο σύνταγμα, γομάρια πρώτης, που θα τούς είχα πολύ ευχαρίστως βοηθήσει, να βρουν μια οβίδα σαν τού Μπαρούζ. Όσο για τον συνταγματάρχη, εγώ δεν ήθελα το κακό του. Μα είχε κι αυτός πεθάνει. Τόσο το χειρότερο για δαύτον! Αν είχε φύγει με τα πρώτα βόλια, δεν θα την έτρωγε. Άφησα εκείνα τα μέρη, δίχως να επιμείνω, κατευχαριστημένος που είχα βρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να λακίσω. «Μια μόνο οβίδα! Σαν πολύ γρήγορα βολεύτηκε η κατάσταση, όσο να ᾿ναι με μια μόνο οβίδα», μονολογούσα, «Κοίτα να δεις!» «Θα υπάρχουν τέλεια κόλπα» έλεγα ακόμα μέσα μου, «για να πιαστείς αιχμάλωτος!...» Βαδίζοντας ευθεία μπροστά μου, θυμόμουνα την τελετή τής προηγουμένης. Σ᾿ ένα λιβάδι είχε γίνει η τελετή, στη ράχη κάποιου λόφου· ο συνταγματάρχης είχε απευθυνθεί με τη φωνάρα του στο σύνταγμα: «Άνω τας καρδίας!» να λέει «Άνω τας καρδίας! Και ζήτω η Γαλλία». Είναι λίγο να πεθάνεις άμα δεν έχεις φαντασία, άμα όμως έχεις, είναι πάρα πολύ. Αυτή είναι η γνώμη μου. Ποτέ δεν είχα καταλάβει τόσα πράγματα μονομιάς. Ο συνταγματάρχης δεν είχε ποτέ του φαντασία. Όλη του η ατυχία αυτού τού τύπου εκεί οφειλόταν, η δικιά μας προπαντός. Ήμουν λοιπόν ο μόνος που φανταζόμουν το θάνατο σε τούτο τα σύνταγμα; Δικαιούσαι να ᾿χεις άποψη για το δικό σου θάνατο. Μα που να πάω όμως; Και ξανασκεφτόμουν τον συνταγματάρχη, έτσι παλικαράς που ᾿ταν αυτός ο άνθρωπος, με την πανοπλία του, το κράνος του και τις μουστάκες του, αν τον μοστράρανε, όπως τον είχα δει εγώ να σουλατσάρει κάτω από τα βόλια και τις οβίδες, σε μιούζικ χολ, θα ᾿ταν θέαμα να γεμίσει την Αλάμπρα, θα ᾿χε επισκιάσει και τον Φραγκσόν [2] ακόμα, κι ας ήταν ο τύπος βεντέτα ολκής την εποχή που σάς μιλάω. Να τι σκεφτόμουν εγώ. Κάτω τας καρδίας! σκεφτόμουν εγώ. Ύστερα απ᾿ ώρες κι ώρες προσεχτικής πορείας, ξεδιάκρινα τελικά τους φαντάρους μας στο έμπα ενός μικρού χωριού μ᾿ αγροικίες. Ήταν ένας δικός μας προμαχώνας. Μήτε ένας σκοτωμένος από τους δικούς τους, μού ανακοίνωσαν. Κι εγώ πού ᾿φερνα το μεγάλο νέο: «Ο συνταγματάρχης είναι νεκρός!» τούς φώναξα, άμα βρέθηκα κοντά στο φυλάκιο. «Από συνταγματάρχες βρωμάει ο τόπος!» μού αποκρίθηκε ατάκα ο δεκανέας Παστίγ, που ήταν βάρδια. «Δε θα τους ξαναπώ πια τίποτα από δω και μπρος!» μονολογούσα θιγμένος. Το ᾿βλεπα καλά, ότι δεν άξιζε τον κόπο να λες το παραμικρό σ᾿ αυτούς τούς τύπους, ότι ένα δράμα σαν κι αυτό που ᾿χα δει πήγαινε στράφι με τέτοια γομάρια! Ότι ήταν πολύ αργά για να ενδιαφέρει πια κανέναν. Και όσο σκέφτομαι ότι πριν οκτώ μέρες θα ᾿χαν κοτσάρει τέσσερις στήλες στις εφημερίδες και με τη φωτογραφία μου μαζί για τέτοιο θάνατο συνταγματάρχη. Ηλίθιοι. Τα πάντα μπορούν να συμβούν, κι ήρθε η σειρά μου να γίνω δεκανέας. Με στέλναν συχνά με πέντε άντρες, σύνδεσμο, στις διαταγές του στρατηγού Ντεζ Αντράιγ. Αυτός ο αρχηγός, δεν έμοιαζε εκ πρώτης όψεως ούτε σκληρός, ούτε ήρωας.Αλλά καλά ήταν να φυλάγεσαι… Φαινόταν να προτιμάει πάνω από όλα τη βολή του. Για τον επιτελάρχη του, με τα τέσσερα γαλόνια του, αυτή η μανία τής άνεσης ήτανε μεγάλος μπελάς. Οι οικιακές απαιτήσεις τού στρατηγού Ντεζ Αντράιγ τον φούρκιζαν. Πόσο μάλλον που ο τύπος χλεμπονιάρης, γαστροπαθής, δεκάρα δεν έδινε για το φαΐ. Αναγκαζόταν όμως να τρώει τα μελάτα του αυγά στο τραπέζι τού στρατηγού και να ακούει επί τῃ ευκαιρία τις αιτιάσεις του. Ή είσαι στρατιώτης ή δεν είσαι. Δεν κατάφερνα πάντως να τον λυπηθώ, γιατί ήταν μεγάλο καθίκι σαν αξιωματικός. Αφού σερνόμασταν λοιπόν ίσαμε το βράδυ από μονοπάτια σε λόφους, κάναμε επιτέλους στάση για να πλαγιάσει κάπου ο στρατηγός μας. Τού ψάχναμε και τού βρίσκαμε ένα ήσυχο χωριό, καλά προφυλαγμένο. Το χωριό καπαρωνόταν αποκλειστικά για το στρατηγό, τ᾿ άλογα του, τις κασέλες του, κι επίσης για κείνο το καθίκι τον ταγματάρχη. Τον λέγανε Πενσόν τον αρχικόπανο, ταγματάρχη Πενσόν. Μακάρι να τα ᾿χει τώρα πια για τα καλά τινάξει, κι όχι με θάνατο χουζουράτο. Αλλά τότε, τη στιγμή που μιλάμε, ήταν ακόμα ζωντανός μέχρις αηδίας ο Πενσόν. Μάς μάζευε κάθε βράδυ, εμάς τούς άντρες τού συνδέσμου, και τότε μάς πέταγε ένα γερό βρισίδι για να μάς επαναφέρει στην τάξη και να ξυπνήσει το ζήλο μας. Μας ξαπόστελνε στου διαόλου τη μάνα, εμάς που σερνόμασταν ολημερίς καταπόδι τού στρατηγού. Πεζή! Ιππαστί! Ξαναπεζή! Έτσι για να μεταφέρουμε τις διαταγές του πέρα δώθε. Η μεγάλη ήττα σ᾿ όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σ᾿ έκανε να ψοφήσεις, δίχως ποτέ να καταλάβεις πόσο γομάρια είναι οι άνθρωποι. Άμα βρεθούμε στο χείλος τής τρύπας, δεν πρέπει ούτε να κάνουμε τούς καμπόσους ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη, ότι πιο φαύλο είδαμε στους ανθρώπους, κι έπειτα να τα τινάξουμε και να χωθούμε μέσα. Είναι αρκετή δουλειά αυτό για μια ζωή ολόκληρη. Πάντα μου έλεγα, ότι το πρώτο φως που θα βλέπαμε, θα ᾿ταν της ντουφεκιάς τού τέλους. Είχα χάσει από την κούραση, λίγο από το φόβο καθ᾿ οδόν. Το μαρτύριο να σε ξεπατώνουν μέρα νύχτα, κάνει στο φινάλε και τούς πιο πεισματάρηδες να διστάζουν να ζήσουν κι άλλο. Για να πάρει στροφές το μυαλό ενός κόπανου, πρέπει να τού συμβούν πολλά και πολύ ζόρικα. Αυτός που με είχε κάνει να σκεφτώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, να κάνω στ᾿ αλήθεια σκέψεις πραχτικές κι ολοδικές μου, ήταν σίγουρα ο ταγματάρχης Πενσόν, αυτό το μούτρο ο βασανιστής.
[1] Βελισάριος: Μεγάλος στρατηγός τού Βυζαντίου (500-565), που κατέστειλε τη στάση τού Νίκα και τον οποίο σύμφωνα με λαϊκές περιγραφές και διηγήσεις, τιμώρησε εκ των υστέρων ο Ιουστινιανός με τύφλωση, αναγκάζοντάς τον να επαιτεί στους δρόμους με αναποδογυρισμένο το κράνος.
[2] Φραγκσόν: διάσημος τραγουδιστής, η βεντέτα τού μιούζικ χολ Αλάμπρα.
3. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΑ ΒΆΘΗ ΤΟΎ ΕΝΣΤΙΚΤ΄ΩΔΙΚΟΥ ΞΕΠΕΣΜΟΎ.
Ύστερα από μια μικρή ανάπαυλα καβαλικέψαμε πάλι τ᾿ άλογα και ξεκινήσαμε για το βορρά. Το κρύο ήρθε κι αυτό αντάμα. Το κανόνι δεν μάς αποχωριζόταν πια. Με τούς Γερμανούς όμως συναντιόμαστε μόνο τυχαία. Καμωνόμασταν πως τούς ψάχναμε, αλαργεύαμε όμως, μόλις τούς διακρίναμε. Σε κάθε συνάντηση, σκοτώνονταν δυο τρεις ιππείς, πότε δικοί τους, πότε δικοί μας. Και τ᾿ άλογα των Γερμανών, ξαμολημένα λεύτερα καλπάζαν μοναχά τους και ροβολούσαν προς το μέρος μας. Έρχονταν τα δικά μας άλογα να συναντήσουν αμέσως τα φιλαράκια. Τα τυχερά. Που τέτοιο πράγμα μ᾿ εμάς. Σε λίγο θα χωνόμασταν στην θύελλα και ό,τι πασχίζαμε να μη βλέπουμε, θα ήταν τότε φάτσα μπροστά μας και μόνο αυτό θα μπορούσαμε πια να δούμε: τον ίδιο μας το θάνατο. Άμα είναι το επάγγελμα σου να σε σκοτώνουν, δεν πρέπει να κάνεις το δύσκολο, πρέπει να καμώνεσαι πως η ζωή συνεχίζεται, αυτό είναι το πιο ζόρικο, αυτό το ψέμα. Όποιος μιλάει για το αύριο είναι καθίκι, το σήμερα μόνο μετράει. Άμα επικαλείσαι το αύριο είναι σα να βγάζεις λόγο στα σκουλήκια. Ο επιλοχίας φύλαγε τα ανθρώπινα ζώα για τα μεγάλα σφαγεία που ᾿χαν μόλις ανοίξει. Είναι βασιλιάς επιλοχίας. Ο βασιλιάς του θανάτου! Πιο ισχυρός δεν γίνεται. Ένας μονάχα είναι εξίσου ισχυρός, ο επιλοχίας των άλλων, των αντικρινών. Όλα για το πλιάτσικο. Λες και θα ζούσαμε ακόμα χρόνια. Λεηλατούσαν για να ξεχνιούνται, για να καμώνονται ότι είχαν κι άλλο καιρό μπροστά τους. Παντοτινοί πόθοι. Ακόμα κι αυτοί που πολεμάνε, ενόσω πολεμάνε, δεν τον φαντάζονται τον πόλεμο. Ακόμα και με σφαίρα στην κοιλιά, ήταν ικανοί να συνεχίζουν να μαζεύουν παλιοπάπουτσα στο δρόμο, που «όλο και σε κάτι θα χρησίμευαν». Έτσι και το πρόβατο, σωριασμένο με το πλευρό στο λιβάδι, ξεψυχάει και βοσκάει ακόμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα την τελευταία στιγμή· άλλοι αρχίζουν είκοσι χρόνια νωρίτερα και καμιά φορά παραπάνω. Είναι οι άμοιροι τής γης. Όσο για μένα πολύ μυαλωμένος δεν ήμουν, μα είχα στο μεταξύ γίνει αρκετά ρεαλιστής, ώστε να ᾿μαι τελεσίδικα άνανδρος. Πάντως ενέπνεα έτσι που ήμουνα, μια παράξενη εντύπωση στον λοχαγό μας, τον Ορτολάν, που αποφάσισε να μού αναθέσει μια λεπτή αποστολή. Έπρεπε, μού εξήγησε, να πάω τροχάζοντας προτού ξημερώσει ίσαμε τη Νουαρσέρ [1] , να εξακριβώσω επιτόπου την παρουσία τού εχθρού. Οι Αζτέκοι ξεκοιλιάζαν συχνά, καταπώς λένε στους ναούς τού ήλιου, ογδόντα χιλιάδες πιστούς τη βδομάδα, προσφορά στον θεό των νεφών, για να τούς στείλει βροχή. Είναι πράγματα που δυσκολεύεσαι να τα πιστέψεις προτού πας στον πόλεμο. Μα όταν πας, όλα εξηγούνται, κι οι Αζτέκοι και η περιφρόνηση τους για τού αλλουνού το κορμί, όμοια μ᾿ αυτήν που πρέπει να ᾿νιωθε για την ταπεινή συκωταριά μου, ο στρατηγός μας, Ντεζ Αντράιγ. Δε μου ᾿μενε παρά μια μικρούλα ελπίδα να πιαστώ αιχμάλωτος. Ήταν ελάχιστη αυτή η ελπίδα, μια στάλα. Μια ντουφεκιά σού λαχαίνει πιο γρήγορα από μια χαιρετούρα, τέτοιες ώρες. Ξεδιάκρινα πολύ καλά το δρόμο εκείνη τη στιγμή και στα πλάγια, μες τη λασπουριά, τα μεγάλα τετράγωνα και τους όγκους των σπιτιών, με τοίχους ασπρισμένους από το φεγγάρι. Ήταν όλα δικά μου εκείνο το βράδυ. Ήμουν επιτέλους ιδιοκτήτης του φεγγαριού, τού χωριού, ενός φόβου τεράστιου. Η Νουαρσέρ πρέπει να ᾿ταν ακόμα τουλάχιστον μια ώρα μακριά, όταν ξεδιάκρινα μια καλά κρυμμένη λάμψη στο ανώφλι μιάς πόρτας. Η λάμψη χάθηκε γρήγορα, μα την είχα δει καθαρά. Χτύπησα. Επέμεινα, ξαναχτύπησα, φώναξα δυνατά, μισογερμανικά, μισογαλλικά, εναλλάξ, για κάθε ενδεχόμενο. Η πόρτα μισάνοιξε στο τέλος, ένα μόνο φύλλο. «Ποιος είναι;» έκανε μια φωνή. Είχα σωθεί. «Είμαι δραγόνος...» «Γάλλος;» Μπορούσα να διακρίνω τη γυναίκα που μιλούσε. «Ναί Γάλλος...» «Είναι που περάσαν από δω χάμω πρωτύτερα κάτι Γερμανοί δραγόνοι... Γαλλικά μιλάγαν και τού λόγου τους...» «Που είναι τώρα;» ρώτησα. «Ξαναφύγαν για τη Νουαρσέρ στις οκτώ πάνω κάτω...» «Δεν σάς βρίσκεται κάνα μπουκάλι κρασί να μού πουλήσετε;» ρώτησα. «Πες το στη μάνα... Αυτή μπορεί να ξέρει αν μένει τίποτες... Μας πήρανε κάμποσο οι Γερμανοί...» «Δεν έχει άλλο!» Ξανάρθε να μού ανακοινώσει η μικρή, «το πήραν όλο οι Γερμανοί...» «Α, όσο γι᾿ αυτό ήπιανε με το καντάρι!» παρατήρησε η μάνα. «Ούτε ένα δεν απόμεινε λοιπόν;» επέμεινα εγώ. «Δε με νοιάζει να πληρώσω» «Μόνο το πολύ καλό έχει μείνει. Πάει τάλιρο το μπουκάλι...» παραδέχθηκε η μάνα. «Εντάξει!» και έβγαλα το τάλιρο από την τσέπη. Μού έδωσαν ό,τι ζήτησα, ήταν ώρα να στρίβω. «Μην μπας και τούς πείτε πως είμαστε ακόμη δω!», ξαναβγήκε η κόρη να μού φωνάξει. «Θα το δουν έτσι κι αλλιώς αύριο μόνοι τους» απάντησα εγώ, «αν είστε εδώ ή όχι». Μού κακοφαίνονταν που ᾿χα σκάσει τις εκατό πεντάρες μου. Είχαν μπει ανάμεσα μας, αυτές οι εκατό πεντάρες. Φτάνουν εκατό πεντάρες για να μισήσεις και για να θες να ψοφήσουν όλοι τους. Δεν έχεις αγάπη να σπαταλήσεις στον κόσμο τούτο, όσο θα υπάρχουν εκατό πεντάρες. «Αύριο!» επαναλάμβαναν αυτοί, αβέβαιοι... Τ᾿ αύριο, και γι᾿ αυτούς ακόμα, ήταν μακριά, δεν είχε και πολύ νόημα ένα τέτοιο αύριο. Αυτό που ᾿χε σημασία για όλους μας ήταν να ζήσουμε μια ώρα παραπάνω, και μια ώρα μόνο σ᾿ έναν κόσμο που όλα έχουν συρρικνωθεί στο φόνο, είναι ήδη φαινόμενο. Θα ᾿ταν δύο μετά τα μεσάνυχτα, όταν έφτασα στην κορφή ενός μικρού λόφου. Από κει πάνω, ξεδιάκρινα στην κατηφοριά αράδες κι αράδες αναμμένα γκαζοφάναρα, κι έπειτα, σε πρώτο πλάνο, έναν κατάφωτο σταθμό με τα βαγόνια του, το κυλικείο του, απ᾿ όπου ωστόσο δεν ερχόταν κανένας θόρυβος... Τίποτα. Τίποτε άλλο από σκοτάδι γύρω από την πόλη, που ᾿ταν σωριασμένη μπρός μου, σαν να την είχαν χάσει. Όταν ξανακοίταξα προς τη μεριά τής πόλης, κάτι είχε αλλάξει προς την μεριά του αναχώματος μπροστά μου. Πρέπει να ᾿ταν κάποιος... Ένας πεζικάρης ήταν με το κεραμίδι του, καλοτσακισμένο "μάγκικα". Ζυγώναμε ο ένας τον άλλο. Είχα στο χέρι το περίστροφο. Λίγο έλειψε να τού ρίξω, δίχως να ξέρω το γιατί. «Να σού πω» με ρωτάει, «εσύ τούς είδες;» «Όχι, μα έρχομαι κατά δω για να τούς δω.» «Βαρέθηκα» να ξαναλέει αυτός, «θα πάω να με τσακώσουν οι Γερμαναράδες...» «Φοβάσαι δηλαδή;» «Φοβάμαι, κι έπειτα όλα αυτά είναι μαλακίες, αν θες τη γνώμη μου, χέστηκα ᾿γω για τούς Γερμανούς, δεν μού κάναν τίποτα...» Μού διηγήθηκε λοιπόν το φευγιό τού δικού του συντάγματος, την προηγουμένη, λόγω που οι δικοί μας ακροβολιστές είχαν από λάθος ανοίξει πυρ πάνω στο λόχο του. «Σιγά μην άφηνα ᾿γω την ευκαιρία!» πρόσθεσε αυτός. «"Ροβινσώνα", μου λέω!—Ροβινσώνα με λένε!...Ροβινσώνα Λεόν! — "ή λακίζεις τώρα ή ποτέ", μού λέω!... Σωστά;... Πλεύρισα λοιπόν ένα δασάκι και κει είδα, α θες το πιστεύεις, το λοχαγό μας... Στηριγμένος σ᾿ ένα δέντρο, σε μαύρο χάλι ο καραβανάς!... Τα τίναζε... Βαστούσε το βρακί του με τα δυο του χέρια και ξερνοβόλαγε...Τού τρέχαν αίματα από παντού..."Μανούλα μου! Μανούλα μου!" να μυξοκλαίει, πάνω που τα τίναζε και κατουρούσε αίμα... »"Πάνε αυτά!" τού λέω εγώ. "Σ᾿ έχει γραμμένο η μανούλα σου!"... Στο έτσι αμ πως, και χωρίς πολλά πολλά!... Κατάμουτρα!... Δε λέω πως το γλέντησε ο κοπρίτης!... Ε, ρε φίλε... δε σού λαχαίνει κάθε μέρα, ε, να μπορείς να του τα πεις έξω από τα δόντια τού λοχαγού... Δεν τη χάνεις τέτοια ευκαιρία. Σπανίζει!... Και για να την κοπανήσω πιο σβέλτα, πέταξα το γυλιό και τα όπλα μαζί... Έτσι και σε δούνε με όπλο οι Γερμανοί, ε; Την έβαψες! Ενώ άμα κυκλοφορείς στα άσχετο, με άδεια χέρα... Ξέρουν με ποιόν έχουν να κάνουν... Το καλύτερο θα ᾿ταν να φτάσεις τσίτσιδος στους Γερμανούς... Σαν άλογο! Δεν θα ξέραν τότε τίνος στρατού είσαι...» «Κει κάτω είναι τού λόγου τους, ε;» Λογαριάζαμε και ζυγίζαμε μαζί τις πιθανότητές μας και ψάχναμε το μέλλον μας σαν στα χαρτιά, στο μεγάλο φωτεινό πεδίο που μάς πρόσφερε η βουβή πόλη. «Πάμε;» «Πρέπει να το κάνουμε όσο είναι νύχτα» πρόσθεσε ο Ροβινσώνας, «τη μέρα δεν υπάρχουν φίλοι, δουλεύουν όλοι για τη μόστρα τη μέρα... Θα τόνε πάρεις και το ντορή μαζί σου;» Τονε πήρα το ντορή. Λάβαινα τα μέτρα μου για να την κοπανήσουμε πιο εύκολα έτσι και μας κάνανε κακή υποδοχή. Φτάσαμε στη σιδηροδρομική διάβαση. «Λες να ᾿χουν κιόλας μπει στην πόλη;» «Σίγουρα!» είπε αυτός… «Όπως και να ᾿χει προχώρα!…» Ο Ροβινσώνας είχε δίκιο, ήταν άσπλαχνη η μέρα απ᾿ τον ουρανό μέχρι τη γη. «Τ᾿ άκουσες πως το 1ο των Ουσάρων το ᾿πιασαν αιχμάλωτο σύσσωμο;… στη Λίλλη;… Μπήκαν στο άνετο, λένε, ε! με τον συνταγματάρχη επικεφαλής… Τους ζώσαν… Από μπρός… Από πίσω… Γερμανοί ολούθε!… Αυτό ήταν… Σαν τα ποντίκια τούς στριμώξανε! Τούς έφεξε, δε σού λέω τίποτα!…» «Ακούς εκεί! Ακούς εκεί!» Δεν τη χωρούσε ο νους μας εμάς τέτοια θαυμαστή αιχμαλώτιση, τόσο ξεκάθαρη, τόσο οριστική… Ξεροί είχαμε μείνει. Τα μαγαζιά είχαν τα παντζούρια σφαλιστά, τα σπίτια επίσης, με τον κηπάκο τους μπροστά νοικοκυρεμένα. Αλλά μετά το ταχυδρομείο, είδαμε ότι κάποιο σπίτι στραφτάλιζε μ᾿ όλα του τα φώτα, σ᾿ όλα τα παράθυρα, στον πρώτο και στον ημιώροφο. Πήγαμε να χτυπήσουμε την πόρτα. Τ᾿ άλογο ξοπίσω μας. Μάς άνοιξε ένας χοντρός με γένια. «Είμαι ο δήμαρχος τής Νουαρσέρ» μάς ανακοίνωσε ο τύπος με τη πρώτη, δίχως να τον ρωτήσουμε, «και περιμένω τούς Γερμανούς!» Και βγήκε στο φεγγαρόφωτο για αναγνώριση ο δήμαρχος. Μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν είμασταν Γερμανοί εμείς, μα σκέτοι Γάλλοι, δεν ήταν πια πολύ επίσημος απλώς εγκάρδιος. Οι Γερμανοί θα μπαίναν στη Νουαρσέρ τη νύχτα εκείνη, τον είχαν προειδοποιήσει και τα ᾿χε όλα κανονισμένα, ο συνταγματάρχης τους από ᾿δω, το τραυματιοφόρο από εκεί… Βάλθηκε να μάς μιλάει για το γενικό συμφέρον, μες τη νύχτα, μες τη σιωπή που μας είχε καταπιεί. Αποκλειστικά και μόνο για το γενικό συμφέρον… Για τα υλικά αγαθά τής κοινότητας… Για την καλλιτεχνική κληρονομιά τής Νουαρσέρ, την οποία είχε καθήκον να διαφυλάξει…Για την εκκλησία τού 15ου αιώνα, ειδικά… Αν τη καίγαν την εκκλησιά; Σαν αυτήν τού Κοντέ-συρ-Ιζέρ, παραδίπλα; Ε;… Και μόνο από φούρκα… Από πίκα που θα μάς έβρισκαν εκεί… Τι αστόχαστοι νεοσύλλεκτοι που είμασταν!… Ενόσω μάς μιλούσε έτσι χαμηλόφωνα, η γυναίκα του κι οι κόρες του, δυο αφράτες και λαχταριστές ξανθιές, τον επιδοκίμαζαν ζωηρά, με μια λεξούλα δώθε κείθε… Κοντολογίς μας διώχνανε. Ανάμεσά μας αιωρούνταν οι συναισθηματικές και αρχαιολογικές αξίες, ξάφνου πανίσχυρες. Πατριωτικές ηθικές, σπρωγμένες απ᾿ τις λέξεις, φαντάσματα που πάλευε να τα προφτάσει ο δήμαρχος, αλλά που εξαχνώνονταν αμέσως, νικημένα απ᾿ το δικό μας φόβο, όσο κι απ᾿ την απλή και καθαρή αλήθεια. Κατέβαλλε συγκινητικές προσπάθειες ο δήμαρχος της Νουαρσέρ, φλεγόμενος να μάς πείσει πως το Καθήκον μας ήταν να πάμε αυτοστιγμεί στο διάολο. Το μόνο σίγουρο που ᾿χαμε ν᾿ αντιτάξουμε σ᾿ όλους αυτούς τούς ισχυρούς ήταν η μικρή λαχτάρα και των δυονών μας να μην πεθάνουμε να μην καούμε. Ξαναπήραμε λοιπόν τούς άδειους δρόμους. Οι άνθρωποι που συνάντησα τη νύχτα εκείνη μού ᾿χαν όλοι δείξει την ψυχή τους. «Μωρέ, κωλοφαρδία που την έχω!» παρατήρησε ο Ροβινσώνας. «Άμα ήσουνα, βλέπεις, Γερμανός, έτσι που ᾿σαι κι εντάξει τύπος, θα μ᾿ είχες πιάσει αιχμάλωτο και θα ᾿χαμε ξεμπερδέψει. Δύσκολα τον ξεφορτώνεσαι τον εαυτό σου στον πόλεμο!» «Κι αν ήσουνα κι εσύ Γερμανός», του ᾿πα, «θα μ᾿ είχες πιάσει κι εσύ αιχμάλωτο; Μπορεί και να σού δίναν τότε παράσημο! Θα ᾿χει αλλόκοτο όνομα στα γερμανικά το πολεμικό τους παράσημο, ε;» Μιας και δεν βρισκόταν κανείς στο δρόμο μας να μάς θέλει για αιχμαλώτους, καθίσαμε σ᾿ ένα παγκάκι και φάγαμε την κονσέρβα τόνο, που ο Ροβινσώνας την πηγαινόφερνε και τη ζέσταινε στην τσέπη του από το πρωί. Μια μακριά γκριζοπράσινη ρίγα υπογράμμιζε πέρα τη ράχη τού λόφου, στα όρια τής πόλης, μες τη νύχτα· η Μέρα! Μια περισσότερη! Μια λιγότερη! «Δε θα ξανάρθεις από ᾿δω, πες μου, αύριο βράδυ;» με ρώτησε αυτός φεύγοντας. «Δεν υπάρχει αύριο βράδυ, φίλε!... «Δίκιο έχεις... Άντε γεια, φίλε, και καλή τύχη!...» «Καλή τύχη και σ᾿ εσένα! Μπορεί και να ξαναβρεθούμε!» Ξαναγυρίσαμε ο καθένας στον πόλεμο.
[1] Νουαρσέρ: Επινοημένο τοπωνύμιο.
4. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΤΡΈΛΑΣ.
Για να σε σέβονται και να σε λογαριάζουν έπρεπε να πιάσεις μάνι μάνι φιλίες με τούς αμάχους, γιατί τού λόγου τους στα μετόπισθεν γίνονταν, όσο προχωρούσε ο πόλεμος, όλο και πιο ανώμαλοι. Το ᾿πιασα αμέσως, γυρνώντας στο Παρίσι, συν το ότι οι γυναίκες είχαν φωτιά στα σκέλια κι οι γέροι κάτι γλώσσες να, και χέρια παντού, σε πισινούς, σε τσέπες. Κληρονομούσαν τούς φαντάρους στα μετόπισθεν, είχαν γρήγορα εξοικειωθεί με τη δόξα και τον σωστό τρόπο να τη διαχειρίζονται, θαρραλέα κι ανώδυνα. Όσο για πάρτη μου, δεν είχα παράπονο. Όδευα μάλιστα προς απαλλαγή, χάρη στο πολεμικό παράσημο που ᾿χα κερδίσει, το τραύμα και τα τέτοια. Στην ανάρρωση, μού το φέραν το παράσημο, στο νοσοκομείο μάλιστα. Και την ίδια μέρα πήγα στο θέατρο για να το δείξω στους αμάχους, στα διαλείμματα. Τούς τάπωσα! Ήταν από τα πρώτα παράσημα που βλέπανε στο Παρίσι. Τότε ήταν που γνώρισα και τη μικρή Λόλα, εξ Αμερικής, στο φουαγιέ τής Όπερα-Κομίκ και σ᾿ αυτή το χρωστάω, που ξύπνησα για τα καλά. Εξ αιτίας εκείνης τής Λόλας, μού κόλλησε μεγάλη περιέργεια για την Αμερική, λόγω των ερωτήσεων που τής έκανα και στις οποίες μετά βίας απαντούσε. Άμα ριχτείς έτσι στα ταξίδια, επιστρέφεις όταν μπορείς και όπως μπορείς… Είχε έρθει να μάς βοηθήσει να σώσουμε τη Γαλλία, εκμυστηρευόταν η Λόλα στον διευθυντή τού ξενοδοχείου, στο μέτρο των δυνάμεών της, αλλά με όλη της την καρδιά. Τα βρήκαμε αμέσως, πλην όχι εντελώς, μιάς και τα σκιρτήματα τής καρδιάς μου ᾿χαν γίνει πέρα για πέρα δυσάρεστα. Προτιμούσα τα σκιρτήματα τού κορμιού, απλούστατα. Καθόλου δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι την καρδιά, αυτό μού το ᾿χαν μάθει στον πόλεμο. Καλή κοπέλα στο φινάλε η Λόλα μόνο που στο αναμεταξύ μας υπήρχε ο πόλεμος, αυτή η πουτάνα λύσσα, που έσπρωχνε τη μισή ανθρωπότητα, στοργική ή μη, να ξαποστείλει την άλλη μισή στο σφαγείο. Έμπαινε λοιπόν μοιραία εμπόδιο στις σχέσεις τούτη η μανία. Εγώ καθυστερούσα την ανάρρωσή μου, είχα ωστόσο ελάχιστες ελπίδες να τη σκαπουλάρω, δεν διέθετα καμιά απ᾿ τις γνωριμίες που χρειάζονται για να λουφάρεις. Μόνο φτωχούς γνώριζα, δηλαδή ανθρώπους που ο θάνατός τους, δεν ενδιαφέρει κανένα. Όσο για τη Λόλα, καθώς ήταν νοσοκόμα, δεν θα μπορούσε κανείς να ονειρευτεί με εξαίρεση ίσως τον Ορτολάν, πιο πολεμόχαρο πλάσμα απ᾿ αυτό το χαριτωμένο κοριτσάκι. Προτού διασχίσω το λασπερό φρικασέ των ηρωισμών, το υφάκι της αλά Ιωάννα τής Λωραίνης, θα μ᾿ είχε ξεσηκώσει, από τότε όμως που κατατάχτηκα στην πλατεία Κλισύ, είχα αναπτύξει μια φοβική αντίσταση σε κάθε ηρωισμό. Η Λόλα ήταν εγκατεστημένη στο ξενοδοχείο Παρίτζ [1] και τής είχαν αναθέσει μέσα στο ίδιο το ξενοδοχείο, τη διεύθυνση τής ειδικής υπηρεσίας που παρασκεύαζε τα μηλοπιτάκια για τα Παρισινά νοσοκομεία. Φεύγαν κάθε πρωί χιλιάδες ντουζίνες από δαύτα. Μόλις σταματούσα να τη φιλάω, η Λόλα ξανάρχιζε, δεν τη γλίτωνα με τίποτα, τις ιστορίες τού πολέμου ή τής μηλόπιτας. Για κείνη η Γαλλία παρέμενε ένα είδος ιπποτικής οντότητας, αλλά προσώρας, επικίνδυνα τραυματισμένης και γι᾿ αυτό ακριβώς συναρπαστικής. Εγώ όταν μού μιλούσαν για Γαλλία, σκεφτόμουν αναποδράστως τα σωθικά μου. Ο καθείς με την τρομάρα του. Ωστόσο καθώς η Λόλα ήταν πρόθυμη στον έρωτα, την άκουγα δίχως ποτέ μου να την αντικρούω. Μα από ψυχικής άποψης δεν την ικανοποιούσα διόλου. Με ήθελε όλο παλμό και ακτινοβολία, κι εγώ από την πλευρά μου, δεν καταλάβαινα καθόλου γιατί έπρεπε να είμαι σε τέτοια μεγαλειώδη κατάσταση. Στο κάτω κάτω, το μόνο που έκανε η Λόλα, ήταν να παραληρεί από ευτυχία κι αισιοδοξία, σαν όλους τούς ανθρώπους που ᾿χουν βρεθεί απ᾿ την καλή μεριά τής ζωής, τη μεριά των προνομίων, τής υγείας, τής ασφάλειας, και που ᾿χουν ακόμη άφθονη ζωή μπροστά τους. Με ζάλιζε με τα θέματα τής ψυχής η Λόλα, άλλο τίποτα δε είχε στο στόμα της. Η ψυχή είναι η ματαιοδοξία κι η ηδονή τού κορμιού όσο αυτό υγιαίνει, είναι όμως και η όρεξη να βγεις από το κορμί μόλις αυτό αρρωσταίνει ή μόλις τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή. Απ᾿ τις δύο στάσεις, κρατάς εκείνη που σε βολεύει κάθε φορά καλύτερα, κι αυτό είναι όλο! Όσο μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα στα δύο, πάει καλά. Μα εγώ δεν μπορούσα να επιλέξω, το δικό μου παιγνίδι είχε παιχτεί! Ήμουν χωμένος στην αλήθεια ίσαμε τα μπούνια, κι ο ίδιος μου ο θάνατος με συνόδευε, να το πω έτσι βήμα βήμα. Μου ήταν πολύ δύσκολο να σκεφτώ τίποτε άλλο, παρεχτός τη μοίρα μου τού σκοτωμένου σ᾿ αναστολή, που οι πάντες εξάλλου θεωρούσαν ότι μού πήγαινε γάντι. Δεν έδινα δεκάρα αν έρχονταν εδώ οι Γερμανοί για να σφάξουν, να ρημάξουν, να κάμουν τα πάντα, σ᾿ αυτό το βρωμοπανηγύρι, το τόσο άθλιο, που τίποτα πιο άθλιο δε χωρούσε πια, και ότι εγώ δεν είχα τίποτα να χάσω, τίποτα, μόνο να κερδίσω είχα. Δεν χάνεις και πολλά όταν καίγεται το σπίτι τού ιδιοκτήτη. Θα ᾿ρθει σίγουρα άλλος, αν δεν είναι πάλι ο ίδιος. Γερμανός, Άγγλος, ή Κινέζος, για να σού γυρέψει το νοίκι... Σε μάρκα ή φράγκα; Αφού έτσι κι αλλιώς θα πληρώσεις. Κοντολογίς το ηθικό μου ήταν σε κακό χάλι. Αν τής έλεγα την άποψή μου για τον πόλεμο τής Λόλας, θα μ᾿ είχε πάρει για τέρας, απλούστατα, και θα με είχε διώξει απ᾿ τις ύστατες τρυφεράδες τής φωλιάς της. Περνούσαμε μερικές αθλητικότατες ώρες σε μακρινούς περιπάτους, κάθε απόγευμα στο δάσος της Βουλώνης. «Θέλεις να φάμε στου Ντυβάλ Φερδινάνδε; Σ᾿ αρέσει εσένα ο Ντυβάλ… Θα σου φτιάξει τα κέφια… Συναντάς ένα σωρό κόσμο εκεί… Εκτός κι αν προτιμάς να φάμε στην κάμαρή μου…». Κοντολογίς, ήταν πολύ περιποιητική, εκείνο το βράδυ. Διαλέξαμε τελικά τον Ντυβάλ. Μα δεν προλάβαμε να καθίσουμε στο τραπέζι και το μέρος μου φάνταξε σωστό τρελοκομείο. Όλοι εκείνοι οι τύποι, καθισμένοι αραδιαστά ένα γύρο, μου ᾿διναν την εντύπωση ότι περίμεναν κι αυτοί να τούς πάρουν ολούθε τα βόλια, ενόσω τρώγανε. «Φύγετε όλοι σας!» να τούς προειδοποιώ εγώ. «Δρόμο από δω θα ρίξουν! Θα σάς σκοτώσουν! Θα σάς σκοτώσουν όλους». Με γυρίσαν στο ξενοδοχείο τής Λόλας μάνι μάνι. Έβλεπα παντού το ίδιο πράμα. Όλοι όσοι παρήλαυναν στο ξενοδοχείο τού Παρίτζ μοιάζαν έτοιμοι να τη φάνε. «Θα ρίξουν!» να τούς φωνάζω εγώ, όσο πιο δυνατά μπορούσα . «Θα ρίξουν!» Πάρτε δρόμο όλοι σας!… Κάτι μ᾿ είχε πιάσει. Αληθινό σκάνδαλο. «Καημένε φαντάρε!» λέγανε. Ο πορτιέρης μ᾿ οδήγησε στο μπαρ με το μαλακό, όλος γλύκες. Έπειτα ήρθαν τελικά να με μπαγλαρώσουν οι χωροφύλακες, πιο ζόρικοι αυτοί. Η Λόλα με φίλησε και τούς βοήθησε να με μαζέψουν με τις χειροπέδες. Αρρώστησα λοιπόν με πυρετό, τρελός, καταπώς εξήγησαν στο νοσοκομείο από φόβο. Ήταν πιθανό. Το καλύτερο που ᾿χεις να κάνεις στον κόσμο τούτο είναι να την κοπανήσεις, σωστά; Τρελός ξετρελός, φόβος ξεφόβος.
[1] Παρίτζ: συγχώνευση του Paris και του ξενοδοχείου Ritz, εμβλήματος τής υπερφίαλης κοσμικότητας.
5. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΟ ΞΕΠΟΎΛΗΜΑ ΚΆΘΕ ΑΡΧΉΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΑΤΡΊΔΑ ΓΙΑ ΧΆΡΙΝ ΤΟΎ ΠΌΛΕΜΟΥ. ΤΑΞΊΔΙ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ Η
ΣΗΜΑΙΌΠΛΗΚΤΗ ΘΡΗΣΚΕΊΑ ΑΝΤΙΚΑΤΈΣΤΗΣΕ ΤΗΝ ΟΥΡΆΝΙΑ.
Η διάγνωση τής κατάστασής μου, παρέμενε πολύ αμφισβητήσιμη. Οι αρχές αποφάσισαν λοιπόν να με θέσουν για λίγο υπό επιτήρηση. Μάς φιλοξενούσαν, εμάς τούς αμφίβολους τραυματίες, σ᾿ ένα λύκειο, ειδικά οργανωμένο για να υποδέχεται και να παρωθεί με το μαλακό ή το άγριο, κατά περίπτωση σ᾿ ομολογίες τούς φαντάρους τού είδους μου, που το πατριωτικό τους φρόνημα ήταν απλώς διασαλευμένο, ή απολύτως σαλό. Ύστερα από κάποιο χρόνο φεύγαμε διακριτικά για να πάμε είτε στο τρελάδικο, είτε στο μέτωπο, είτε πάλι, συχνά πυκνά, στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πολλοί ασθενείς που ᾿ταν εκεί υπό επιτήρηση, οδηγούνταν σε τέτοια έξαλλη κατάσταση, που σηκώνονταν τη νύχτα αντί να κοιμούνται, βημάτιζαν πάνω κάτω στο κοιτώνα, σιχτίριζαν μεγαλόφωνα την ίδια τους την αγωνία, σφηνωμένοι μεταξύ ελπίδας και απελπισίας, σάμπως πάνω σε απότομη βουνοπλαγιά. Παιδεύονταν έτσι μέρες και μέρες κι έπειτα κάποιο βράδυ πήγαιναν να τα ξεράσουν στον αρχίατρο. Αυτούς, δε τούς ξαναβλέπαμε ποτέ. Ούτε εγώ ήμουν ήσυχος. Μα όταν είσαι ανήμπορος αυτό που σού δίνει δύναμη, είναι να απογυμνώνεις τούς ανθρώπους που φοβάσαι περισσότερο, απ᾿ το παραμικρό κύρος που ᾿χεις ακόμα την τάση να τούς προσδίδεις. Πρέπει να μάθεις να τούς βλέπεις όπως είναι, χειρότερους απ᾿ ότι είναι δηλαδή, από κάθε άποψη. Σε ξαλαφρώνει αυτό σ᾿ ελευθερώνει και σε προστατεύει αφάνταστα. Σού δίνει έναν άλλο εαυτό. Γίνεσαι δύο. Οτιδήποτε έχει ενδιαφέρον συμβαίνει στη σκιά τελικά. Δεν ξέρουμε τίποτα για την αληθινή ιστορία των ανθρώπων. «Είναι αλήθεια ότι είσαι πραγματικά τρελός Φερδινάνδε; » με ρώτησε μια Πέμπτη η Λόλα. «Δε γιατρεύεται ο φόβος Λόλα». «Α, μα είσαι πέρα για πέρα άνανδρος Φερδινάνδε! Σιχαμερός σαν ποντίκι... Μόνο οι τρελοί κι οι άνανδροι αρνούνται τον πόλεμο, όταν κινδυνεύει η Πατρίδα τους...» «Ε, λοιπόν να ζήσουν οι τρελοί και οι άνανδροι! Ή μάλλον να επιζήσουν! Θυμάσαι, ας πούμε, Λόλα, τ᾿ όνομα έστω κι ενός στρατιώτη απ᾿ όσους σκοτώθηκαν στον Εκατονταετή πόλεμο;... Σού είναι όλα τόσο ανώνυμα τόσο αδιάφορα, όσο και το πρωινό σκατό σου... Βλέπεις λοιπόν που πεθάναν για το τίποτα, Λόλα! Για το απολύτως τίποτα, οι κόπανοι! Μόνο η ζωή μετράει. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια από τώρα, σού πάω στοίχημα, τούτος ο πόλεμος, όσο κι αν σήμερα σού φαίνεται σπουδαίος, θα ᾿χει παντελώς ξεχαστεί... Δεν πιστεύω στο μέλλον Λόλα...» Πρενσάρ, τον λέγανε τον καθηγητή. «Φίλε μου», μού εκμυστηρεύτηκε, ο καιρός περνάει και δε δουλεύει για μένα... Η ψυχή μου είναι απρόσβλητη από ενοχές, έχω απαλλαχτεί από τέτοιες αιδημοσύνες... Δεν είναι τα εγκλήματα που μετράνε σε τούτο τον κόσμο... Πάει καιρός που παραιτήθηκα από αυτά... Είναι οι γκάφες... Και θαρρώ πως έκανα γκάφα... Εντελώς ανεπανόρθωτη...» «Κλέβοντας τις κονσέρβες;» «Ναι, νόμιζα πως ήταν εξυπνάδα φαντάσου! Για ν᾿ αποφύγω τη μάχη, μ᾿ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, μάλιστα, επονείδιστος μα ζωντανός ακόμη, για να αναδυθώ πάλι στην ειρήνη, όπως αναδύεσαι κατάκοπος στην επιφάνεια της θάλασσας ύστερα από μεγάλη βουτιά... Λίγο έλειψε να τα καταφέρω... Αλλά ο πόλεμος βαστάει πάρα πολύ, μα την αλήθεια... Τόσο που δεν μπορεί πια κανείς, να διανοηθεί υποκείμενα επαρκώς σιχαμερά, ώστε να τα σιχαθεί και η Πατρίς... Άρχισε να δέχεται κάθε θυσία, απ᾿ όπου κι αν προέρχεται, όλα τα κρέατα η Πατρίς... Έγινε απείρως ελαστική στην επιλογή των μαρτύρων της, η Πατρίς. Τώρα δεν υπάρχουν στρατιώτες ανάξιοι να φέρουν όπλα και κυρίως να πεθάνουν υπό τα όπλα και διά των όπλων... Θα με κάνουν, ιδού το τελευταίο ανακοινωθέν, ήρωα εμένα!... Πρέπει να ᾿ναι άκρως επιτακτική η φρενίτιδα των σφαγών για ν᾿ αρχίζουν να συγχωρούν την κλοπή μιάς κονσέρβας! Τι λέω να την ξεχνούν! Είναι ασφαλώς σύνηθες να θαυμάζουμε αρχικλεφταράδες, πλην όμως, αυτοί οι άνθρωποι απολαμβάνουν δόξα, τιμές και εξουσία. Τα κακουργήματα τους έχουν θεσπιστεί διά νόμου, ενώ όσο μακριά κι αν ανατρέξουμε στην ιστορία — και ξέρεις ότι με πληρώνουν για να τη γνωρίζω — όλα δείχνουν πως μια ανώδυνη μικροκλοπή και κυρίως ευτελών τροφίμων, σαν το ξεροκόμματο, το σαλάμι, ή το τυρί, επισύρει ανελλιπώς στο δράστη, το δημόσιο όνειδος, τις έσχατες ποινές, την αυτόματη ατίμωση, κι αυτό πρώτον γιατί ο δράστης τέτοιων κακουργημάτων είναι κατά κανόνα φτωχός, κι αυτή η κατάσταση υποδηλώνει από μόνη της μια κεφαλαιώδη ατιμία και δεύτερον γιατί η πράξη του εμπεριέχει ένα είδος σιωπηρής μομφής προς την κοινότητα. Η κλοπή τού φτωχού γίνεται μια δόλια ατομική επανόρθωση, με καταλαβαίνεις;... Που πάμε; Κι έτσι, η πάταξη των μικροκλοπών, εφαρμόζεται, σημείωσε απανταχού τής γης, με άκρα δριμύτητα, κυρίως ως αυστηρή σύσταση προς άπαντας τούς δυστυχείς, να μένουν στις θέσεις τους και στην κάστα τους, φρόνιμοι, χαρωπά καταδικασμένοι ανά τούς αιώνας, από πείνα και μιζέρια... Ως εδώ ωστόσο, τα κλεφτρόνια διατηρούσαν στη Δημοκρατία μας το πλεονέκτημα να τούς αφαιρείται η τιμή να φέρουν τα πατριωτικά όπλα. Από αύριο όμως εγώ ο κλέφτης θα ξαναπάρω τη θέση μου στο στρατό... Δόθηκε διαταγή... Αποφασίσθηκε άνωθεν να παραβλεφθεί αυτό που αποκαλούν "στιγμή της αφροσύνης μου" και μάλιστα με προσέχεις, από σεβασμό γι αυτό που τιτλοφορούν επίσης "τιμή τής οικογένειάς μου". Οποία επιείκεια! Σε ρωτώ, σύντροφε, θα πάει η οικογένεια μου σουρωτήρι και κόσκινο για γαλλικές και γερμανικές σφαίρες ανάκατες;... Εγώ μονάχος μου θα πάω, έτσι δε είναι; Κι όταν πεθάνω μήπως θα με αναστήσει η τιμή τής οικογένειας μου; Ορίστε, τη βλέπω την οικογένεια μου, άμα τελειώσει ο πόλεμος... Όπως όλα τελειώνουν... Ζωηρή και πηδηχτή, που λες, τη βλέπω την οικογένειά μου, πάνω στα γρασίδια, με το που ξανάρθει το καλοκαιράκι... Να λιπαίνει τα χωράφια τού αγνώστου αγρότη, αυτό είναι το αληθινό μέλλον, τού αληθινού στρατιώτη! Α, σύντροφε! Ένα μεγάλο κόλπο για να ξεγελάς τον κόσμο, να τι είναι ο κόσμος! Σας το λέω ανθρωπάκια μου, αν οι μεγάλοι τούτου του κόσμου βαλθούν να σάς αγαπάνε είναι γιατί ετοιμάζονται να σάς μετατρέψουν σε σαλάμια μάχης... Αυτό είναι το σημάδι... Αρχίζει με στοργή. Ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ τουλάχιστον, μην το ξεχνάμε, τον είχε γραμμένο στ᾿ αρχίδια του το λαουτζίκο. Μπλάστρι τον έβαζε στην κωλοτρυπίδα του. Δε ζούσαν βέβαια καλά εκείνο τον καιρό, οι φτωχοί, δε ζήσανε ποτέ καλά, αλλά δεν τούς ξεκοίλιαζαν με το πείσμα και τη μανία των σημερινών τυράννων μας. Δεν έχουν αναπαμό, σού λέω, οι μικροί, παρά μόνο χάρη στην περιφρόνηση των μεγάλων... Οι φιλόσοφοι, σκέψου και τούτο επί τῃ ευκαιρίᾳ, αυτοί είναι που άρχισαν να παραμυθιάζουν το λαουτζίκο... Μόνο από κατηχητικό ήξερε ο λαουτζίκος! Βαλθήκαν, καθώς διακήρυξαν, να τον εκπαιδεύσουν... Κι αν είχαν αλήθειες να τού αποκαλύψουν! Ωραίες! Όχι ψόφιες! Αυτό είναι! άρχισε να λέει ο λαουτζίκος, αυτό ακριβώς! Να πεθάνουμε γι᾿ αυτό! Μόνο να πεθάνει θέλει ο λαός! Το ᾿χει στο αίμα του. "Ζήτω ο Ντιντερό" να γκαρίζουν, κι έπειτα "Μπράβο Βολταίρε". Και ζήτω ο Καρνώ [1] που οργανώνει καλά τις νίκες! Και ζήτω όλοι! Αυτοί τουλάχιστον δεν τον αφήνουν να ψοφήσει μες την αμάθεια! Τέρμα οι αγράμματοι! Φτάνει πια! Πολίτες - στρατιώτες! Που να ψηφίζουν! Να διαβάζουν! Και να πολεμάνε! Κι έτσι ξεκίνησαν τα πρώτα τάγματα των σημαιόπληκτων κορόιδων, που τούς οδήγησε ο Ντυμουριέ [2] , στην Φλάνδρα για να τούς γαζώσουν! Οι πάντες βολεύτηκαν. Ο Βίσμαρκ [3] , οι δύο Ναπολέοντες, ο Μπαρρές [4] . Η σημαιόπληκτη θρησκεία αντικατέστησε ταχέως την ουράνια, παλιό σύννεφο ήδη ξεφουσκωμένο απ᾿ τη Μεταρρύθμιση και προ πολλού συμπυκνωμένο σε επισκοπικούς κουμπαράδες. Άλλοτε, υπήρχε η φανατική μόδα τού "ζήτω ο Ιησούς! Στην πυρά οι αιρετικοί!" Ενώ τώρα, στο εκτελεστικό απόσπασμα οι λιπόκαρδες αγκινάρες! Οι στυμμένες λεμονόκουπες! Οι άδολοι αναγνώστες! Ανά εκατομμύρια, η κεφαλή δεξιά! Όσους δε θέλουν μήτε να πολεμήσουν μήτε να σφάξουν κανέναν, να τούς μαγκώσουμε να τούς διαμελίσουμε, να ξεριζώσουμε τα χρόνια, από τη ξεκουτιάρα κωλοζωή τους!» Μα τον φωνάξαν τον Πρενσάρ. Ο αρχίατρος είχε στείλει το νοσοκόμο, να τονέ γυρέψει. Ποτέ δεν τον ξανάδα τον Πρενσάρ. Δεν γύρεψα ποτέ να μάθω νέα του, να πληροφορηθώ στ᾿ αλήθεια "εξαφανίστηκε" εκείνος ο Πρενσάρ, όπως διέδιδαν. Μα κάλλιο να εξαφανίστηκε.
[1] Καρνώ: (1723-1823), πολιτικός και στρατηγός τής Γαλλικής επανάστασης, ο επονομασθείς " Οργανωτής τής νίκης", αφού σε αυτόν οφειλόταν η αποτελεσματική οργάνωση των επαναστατικών στρατευμάτων. [2] Ντυμουριέ: (1739-1823), στρατηγός τής Γαλλικής επανάστασης, ο οποίος νίκησε τούς Πρώσους στο Βαλμύ (1792), αλλά κατατροπώθηκε την επομένη χρονιά. Κατηγορήθηκε για προδοσία και εντέλει προσχώρησε στους Αυστριακούς. [3] Βίσμαρκ: (1815-1898). Δημιουργός τής νέας Γερμανικής αυτοκρατορίας, και για πολλά χρόνια δέσποσε στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Κυβέρνησε επί τριάντα περίπου χρόνια (1862-1890). [4] Μπαρρές: (1862-1923), εξτρεμιστής εθνικιστής συγγραφέας και πολιτικός, ο οποίος διακατεχόταν από τη εμμονή τής Γερμανικής απειλής.
6. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΠΑΤΡΙΔΟΚΑΠΗΛΊΑΣ,
ΤΉΣ ΜΙΖΈΡΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΥΚΑΡΆΔΩΝ ΑΠΟΜΆΧΩΝ ΤΉΣ ΖΩΉΣ, ΚΑΙ ΤΉΣ ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΊΑΣ.
Στα μετόπισθεν στα ντάνσινγκ, η ειρήνη ποδοκρατούσε μες τη σκόνη, προαλείφοντας την μνησίκακη ειρήνη που θα ακολουθούσε τον πόλεμο. Ερχόμασταν να γυρέψουμε ψηλαφητά την ευτυχία, που ολόκληρος ο κόσμος την απειλούσε με λύσσα. Ντρεπόμαστε γι αυτή μας τη λαχτάρα, μα έπρεπε να μπούμε στο χορό! Είναι πιο δύσκολα να παραιτηθείς από τον έρωτα παρά απ᾿ τη ζωή. Γέροι και νέοι νόμιζαν, το νόμιζα κι εγώ, ότι μπορούσες εύκολα, να κάνεις έρωτα εύκολα και φτηνά, στο πισωμάγαζο κάποιων βιβλιοπωλείων - ασπρορουχάδικων, όπως τής Μαντάμ Ερώτ, στο αδιέξοδο Μπερεζίνα. Κάμποσες πελάτισσες και προστατευόμενές της καλλιτέχνιδες, κατέπλεαν με περισσότερα χρέη απ᾿ ο,τι φουστάνια. Η Μαντάμ Ερώτ τις ορμήνευε, προς μεγάλο τους όφελος, τη Μουζίν μεταξύ άλλων, που εμένα μου ᾿μοιαζε η νοστιμότερη όλων. Ένας αληθινός μικρός άγγελος, μια χάρμα βιολονίστρια, μια χάρμα ξεσκολισμένη, όπως μού απέδειξε. Μ᾿ αυτό το αίσθημά μου για τη Μουζίν, ο χρόνος μου έγινε φρενιτώδης και σπαταλιόταν σε σάλτους απ᾿ το νοσοκομείο στην έξοδο του θεάτρου της. Δεν ήμουν άλλωστε ποτέ ο μόνος που την περίμενε. Το πεζικό την απήγε μαζικώς, οι αεροπόροι επίσης, μα το παράσημο τής γοητείας ανήκε ασυζητητί στους Αργεντίνους εμπόρους κατεψυγμένων κρεάτων. Με κεράτωναν όλοι και όλα, οι γυναίκες, το χρήμα, οι ιδέες. Τη συναντάω ακόμη καμιά φορά τη Μουζίν, τυχαία, κάθε δύο χρόνια πάνω κάτω. Δύο χρόνια είναι το διάστημα που μάς χρειάζεται για να διαπιστώσουμε με μια μόνο ματιά, αλάθητη πια σαν ένστικτο, τις ασχήμιες που σωρεύει ένα πρόσωπο, ακόμα κι ελκυστικό στον καιρό του. Σαν να διστάζουμε κάπως προς στιγμή μπροστά σ᾿ ένα πρόσωπο, κι έπειτα το δεχόμαστε έτσι όπως έχει γίνει. Πρέπει να πούμε «ναι» σ᾿ αυτή τη φροντισμένη και αργή καρικατούρα που εχάραξαν τα δύο χρόνια. Να δεχτούμε το χρόνο, τού εαυτού μας το ομοίωμα. Μπορούμε τότε να πούμε ότι μάς αναγνωρίσαμε απόλυτα, ότι δεν πήραμε λάθος δρόμο, ότι ακολουθήσαμε το σωστό μονοπάτι, το αναπόδραστο μονοπάτι, το μονοπάτι τής σήψης. Κι αυτό είναι όλο. Στέκεται εκεί δα μπροστά στην ύπαρξη μου, αμήχανη, θαρρείς μπροστά σε τέρας. Μα μπορεί πιο πολύ να τη φαντάζεται αυτή την απέχθεια, παρά να την αισθάνεται· είναι κι αυτό σαν παρηγοριά που μού απομένει. Μπορεί να τής δίνω απλώς την εντύπωση πως είμαι απαίσιος. Ίσως να ᾿χω ιδιαίτερο ταλέντο σ᾿ αυτό το είδος. Γιατί στο κάτω κάτω, να μην υπάρχει τόση τέχνη στην ασχήμια, όση και στην ομορφιά. Είναι ένα είδος προς καλλιέργεια, απλούστατα. Για καιρό, τη νόμιζα κουτή τη μικρή Μουζίν, μα δεν ήταν παρά η γνώμη ενός αποδιωγμένου ματαιόδοξου. Ο έρωτας είναι σαν το πιοτό, όσο πιο ανίκανος και μεθυσμένος είσαι, τόσο περισσότερο περνάς τον εαυτό σου για δυνατό και μάγκα και σίγουρο για τα δικαιώματά σου. Αναγκάστηκα να ομολογήσω στον εαυτό μου ακούγοντάς την, ότι στο παραμύθιασμα, μπροστά της, ήμουν ένας ασήμαντος καμποτίνος. Είχε δοσοληψίες με το αιώνιο η ωραία μου. Ήταν προφανές ότι θα μ᾿ άφηνε η αγαπημένη μου εντελώς και συντόμως. Δεν είχα ακόμη μάθει ότι υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές ανθρωπότητες, οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Μού χρειάστηκαν, όπως και σε τόσους άλλους, είκοσι χρόνια και ο πόλεμος, για να μάθω να μένω στην τάξη μου, να ρωτάω την τιμή των πραγμάτων και των όντων προτού τ᾿ αγγίξω, προτού δεθώ μαζί τους, προπαντός. Θα μπορούσε να παίζει και να κερδίζει το ψωμί της, στους κινηματογράφους, όπου θα ᾿ταν πιο εύκολο να πηγαίνω να την παίρνω, μα οι Αργεντίνοι ήταν εύθυμοι και καλοπληρωτές, ενώ οι κινηματογράφοι ήταν λυπητεροί και πλήρωναν πενταροδεκάρες. Η ζωή είναι φτιαγμένη απ᾿ αυτές τις προτιμήσεις. Κατάφερε λοιπόν να γίνει εξαιρετικά δημοφιλής στην Αργεντίνικη αποικία. Ξετρελάθηκαν με τη Μουζίν μου, την τόσο χαριτωμένη βιολονίστρια τού πολέμου! Την τόσο δροσερή και επί πλέον ηρωίδα. Οι Αργεντίνοι ξέρανε να φιλούν το χέρι που τούς τάιζε, δεν κρύβαν το θαυμασμό τους για τούς μεγάλους αρχηγούς μας στο τσεπάκι, και τη Μουζίν μου με το αυθεντικό της πιστοποιητικό, το νόστιμο μουτράκι της, βαλθήκαν ποιος θα προλάβει να την αγαπήσει. Η ηρωική ποίηση κυριεύει αμαχητί αυτούς που δε πολεμάνε κι ακόμα περισσότερο αυτούς που ο πόλεμος κάνει ζάπλουτους. Είναι επόμενο. Απ᾿ το πρώτο σάλπισμα τού συναγερμού, μια ολόκληρη πιτζαμοφορεμένη γειτονιά, ξοπίσω απ᾿ το κερί, εξαφανιζόταν κακαρίζοντας στα έγκατα, για να διαφύγει ένα σχεδόν φανταστικό κίνδυνο. Βλέποντας τους να κουτρουβαλάνε ανά τετράδες, προς την σωτήρια τρύπα, οπλίστηκα τελικά ακόμα και εγώ, μ᾿ αδιαφορία. Άνανδρος ή ανδρείος, δε σημαίνει πολλά πράγματα. Εδώ λαγός, εκεί ήρωας, ο ίδιος άνθρωπος είναι, ούτε εδώ, ούτε εκεί στοχάζεται. Ό,τι δεν έχει σχέση με το χρήμα τον ξεπερνάει αφάνταστα, είναι γεγονός. Ό,τι είναι ζωή ή θάνατος, τού διαφεύγει. Ακόμα και το δικό του θάνατο τον υπολογίζει λάθος και στραβά. Μόνο από θέατρο και παρά καταλαβαίνει. Το κελάρι τού χασάπη συγκέντρωσε τελικά την πλειοψηφία, για καταφύγιο. «Θα κατέβεις κει κάτω, Μουζίν, με το κρέας που κρέμεται από τα τσιγκέλια;» τη ρώτησα. «Γιατί όχι» μού απάντησε κατάπληκτη. «Ε, λοιπόν, εγώ έχω αναμνήσεις και προτιμάω ν᾿ ανέβω πάνω...» τής είπα εγώ. «Δε μού αρέσει το κρέας». Η Μουζίν εξαφανίστηκε μαζί με τούς άλλους. Την περίμενα πάνω στο σπίτι μας, μια νύχτα, μια ολάκερη μέρα, ένα χρόνο... Δεν ξανάρθε ποτέ να με βρει. Ένα πρωί, έξι από εμάς βγήκαμε από το αναρρωτήριο, τραυματίες και ασθενείς σ᾿ αναζήτηση του μέρους όπου επισκεύαζαν την απωλεσθείσα ανδρεία, τ᾿ αχρηστευμένα ανακλαστικά και τα σπασμένα χέρια. Φτάσαμε αργά τη νύχτα σε ένα οχυρό, το νέο καταφύγιο που ᾿μοιαζε να ειδικεύεται στην ίαση των ανίκανων ηρώων τού είδους μας. Το ᾿χαν ανακαινίσει για να υποδεχθεί τους γέρους και τους σακάτηδες. Στο ξύπνημα, ήρθε να μάς συστηθεί περιστοιχιζόμενος από τέσσερεις εθελόντριες νοσοκόμες, ο νέος μας αρχίατρος. Στο άνετο μάς υπέδειξε τούς τρόπους να πάμε λεβέντικα κι όσο το δυνατόν ταχύτερα να μάς ξανασπάσουν τα μούτρα. «Η Γαλλία φίλοι μου, σάς εμπιστεύτηκε, είναι γυναίκα η Γαλλία, η ωραιότερη γυναίκα. Άπαντα τα μέσα έχουν τεθεί στην υπηρεσία της θεραπείας σας. Είθε να μπορέσετε να ξαναπάρετε σύντομα τη θέση σας, στο πλευρό των αγαπημένων συντρόφων σας στα χαρακώματα! Την ιερή σας θέση! Ζήτω η Γαλλία! Εμπρός!» Ήξερε να μιλάει ο τύπος, σε φαντάρους. Τα λόγια του, μού φάνηκαν όταν το καλοσκέφτηκα, απολύτως κατάλληλα για να με κάνουν να ξανασκευτώ τη μοίρα τού μελλοθανάτου. Εδώ δεν μάς βρίζαν βέβαια, αλλά νιώθαμε κάθε στιγμή να μάς καταχωρίζουν στο μεγάλο απόθεμα των αυριανών απερχομένων. Οι καριόλες οι νοσοκόμες, δεν τη μοιράζονταν τουλόγου τους, τη μοίρα μας, το μόνο που σκέφτονταν απεναντίας, ήταν πως να ζήσουν πιο πολύ, να κάνουν και να ξανακάνουν έρωτα χίλιες μυριάδες φορές. Κάποιοι πολύ προικισμένοι φαντάροι, νιώθανε, από ο,τι είχε πάρει το αυτί μου, κάτι σαν μέθη στο πεδίο της μάχης και μάλιστα μια ζωηρή ηδονή. Μόλις προσπαθούσα εγώ να φανταστώ μια ηδονή αυτού του ιδιαίτερου τύπου, αρρώσταινα για οκτώ μέρες το λιγότερο.Ένοιωθα τόσο ανίκανος να σκοτώσω κάποιον, που ᾿ταν τελικά καλύτερα να παραιτηθώ και να με ξεπαστρέψω μια και καλή. Μια ωραία πρωία, αποφάσισα να κοινοποιήσω στον αρχίατρο, τις δυσκολίες που αισθανόμουν να ᾿μαι γενναίος. Φοβόμουνα μήπως με θεωρήσει θρασύ, αναιδή... Απεναντίας! Ο μαιτρ δήλωσε πανευτυχής, που σε μια έκρηξη ειλικρίνειας είχα έρθει να τού ομολογήσω την ψυχική σύγχυση που ένιωθα. «Πάμε καλύτερα, φίλε μου Μπαρνταμού! Ο Βωντεσκέν, άλλωστε, αυτός οξυδερκής παρατηρητής τής ηθικής καταπτώσεως των στρατιωτών τής Αυτοκρατορίας, σημείωνε τις λεγόμενες κρίσεις "ομολογιών" σαν το θετικότερο των συμπτωμάτων που εμφανίζει ο ηθικώς αναρρωνύων... Βλέπετε, Μπαρνταμού, ο πόλεμος, χάρη στα ασύγκριτα μέσα που μάς παρέχει ώστε να δοκιμάζουμε το νευρικό σύστημα, επιδρά ως θαυμαστός δείκτης τού ανθρωπίνου Πνεύματος!... Μέχρι τούδε τον συγκινησιακό και πνευματικό πλούτο τού ανθρώπου τον υποπτευόμαστε απλώς! Τώρα όμως χάρη στον πόλεμο διεισδύουμε διά διαρρήξεως, επώδυνης βεβαίως, στα ενδότερα του!... Α, τα φανταράκια μας έσπευσαν ενστικτωδώς να συγχωνευτούν στον αληθινό λόγο τής υπάρξεως μας, την Πατρίδα μας. Για να οδηγηθεί κανείς σε αυτή την αλήθεια, όχι μόνο είναι περιττή η ευφυΐα Μπαρνταμού, αλλά και οχληρή! Είναι η αλήθεια τής καρδιάς η Πατρίδα, όπως όλες οι ουσιώδεις αλήθειες, ο λαός δε σφάλλει ! Εκεί ακριβώς όπου ο κακός επιστήμονας πλανάται...» Κάθε πρωί, τον βλέπαμε και τον ξαναβλέπαμε τον αρχίατρο και την κουστωδία των νοσοκόμων του. Τα γερόντια από διπλα κουτσοτρέχαν, με περιττά και ξεχαρβάλωτα πηδηματάκια. Πηγαίναν από τον ένα θάλαμο στον άλλο να φτύσουν τα ξόμπλια μαζί με την τερηδόνα τους, κουβαλώντας απολειφάδια κουτσομπολιών και μυριακουσμένες συκοφαντίες. Εδώ, κλεισμένοι στην επίσημη αθλιότητά τους, σαν στο βάθος γλιτσερού μαντριού, οι γεροδουλευτάδες, αναμασούσαν κάθε κουτσομπολιό που σωρεύεται γύρω απ᾿ τις ψυχές, στο πέρας μιάς μακρόχρονης σκλαβιάς. Ανήμπορα μίση, ταγκισμένα μες την κατουρημένη απραξία των κοινών θαλάμων. Τις έσχατες και τρεμάμενες δυνάμεις τους τις επιστράτευαν μόνο για να βλάψουν λίγο ακόμα, και να καταστρέψουν ο ένας τον άλλον, μ᾿ όση ηδονή κι ανάσα τούς απόμενε. Υπέρτατη ηδονή! Στο μαραγκιασμένο τους κουφάρι δεν απόμενε ούτε μόριο, που να μην ήταν αυστηρώς μοχθηρό. Το Νοσοκομείο, μέσα στη μεγάλη πλαδαρή εγκατάλειψη που ζώνει την πόλη, εκεί που το ψέμα τής χλιδής της έρχεται να σταλάξει και να σβήσει στη σαπίλα, και η πόλη δείχνει σ᾿ όποιον θέλει να τον δει, τον πελώριο σκουπιδοτενεκέ τού πισινού της. Όλα σπαταλιούνται στην προσπάθεια ν᾿ απομακρυνθεί απ᾿ τα μέρη η αλήθεια, που ᾿ρχεται να κλάψει αδιάκοπα πάνω σ᾿ ολόκληρο τον κόσμο. Η λάσπη σε τραβάει χάμω απ᾿ την κούραση, και τα πλαϊνά τής ζωής είναι κι αυτά κλειστά, κυκλωμένα απ᾿ τα ξενοδοχεία και τις φάμπρικες. Με τη Λόλα για τα καλά φευγάτη και τη Μουζίν άλλο τόσο, κατέληξα να γράψω στη μάνα μου, έτσι για να δω κάποιον. Στα είκοσι μου, είχα ήδη μονάχα παρελθόν. Διασχίσαμε με τη μάνα μου, δρόμους και δρόμους κυριακάτικους. Μου διηγιόταν ιστοριούλες τού μαγαζιού της, αυτά που λέγαν γύρω της για τον πόλεμο στην πόλη, πως ήταν φοβερός, μα πως με πολύ κουράγιο όλοι θα τα καταφέρναμε. Οι σκοτωμένοι για κείνη δεν ήταν παρά ατυχήματα, σαν στις ιπποδρομίες, ας πρόσεχαν, δεν πέφτεις άμα προσέχεις. Πίστευε στο βάθος πως τα ανθρωπάκια του είδους της ήταν φτιαγμένα για να τα τραβάνε όλα και πως αν τα πράγματα πήγαιναν τελευταία τόσο άσχημα, θα ᾿ταν προπαντός επειδή είχαν κάνει πολλά λάθη τα ανθρωπάκια... Μια "ανέγγιχτη" ήταν η μάνα μου. Ακολουθούσαμε κι οι δυο τούς δρόμους με τα άδεια οικόπεδα, κάτω απ᾿ τη βροχή. Το μονοπάτι τού νοσοκομείου περνούσε μπροστά από κάμποσα ξενοδοχεία. Ο πόλεμος τα είχε αδειάσει απ᾿ το περιεχόμενο τους, απ᾿ τους μεροκαματιάρηδες και τούς εργάτες. Δεν θα επέστρεφαν, ούτε για να πεθάνουν οι νοικάρηδες. Είναι κι αυτό δουλειά το να πεθαίνεις, μα θα την έκαναν εκτός.
7. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΎ ΚΥΝΙΚΟΎ ΞΕΠΕΣΜΟΎ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΆΛΙΣΗ ΤΟΎ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΎ.
Χωρίς πλάκα, οφείλω να παραδεχτώ ότι το κεφάλι μου δεν έστεκε ποτέ ιδιαίτερα καλά. Μα τώρα με το τίποτα με πιάναν τέτοιες ζαλάδες, που κινδύνευα να με πατήσει κάνα αμάξι. Όσο για το χαρτζιλίκι, μόνο στα λίγα φράγκα που ᾿δινε η μάνα μου κάθε βδομάδα μπορούσα να υπολογίζω. Βγήκα λοιπόν μόλις μπόρεσα σ᾿ αναζήτηση γλίσχρων συμπληρωμάτων. Ένας παλιός αφεντικός μού φάνηκε αρχικά πρόσφορος απ᾿ αυτή την άποψη, και δέχθηκε αμέσως την επίσκεψή μου. Θυμόμουν πάνω στην ώρα ότι είχα χαμαλέψει κάποια σκοτεινή εποχή στου Ροζέ Πουτά, τού χρυσοχόου τής Μαντλέν ως έκτακτος, λίγο προτού κηρυχτεί ο πόλεμος. Μόλις έκλεινε το πανεπιστήμιο, όπου έκανα σπουδές σχολαστικές και ατέρμονες, έτρεχα καλπάζοντας στο πισωμάγαζο τού Πουτά και ξεθεωνόμουνα γυαλίζοντας για δυο τρεις ώρες τ᾿ ασημικά τού μαγαζιού. Το χρυσοχοείο Πουτά, στραφτάλιζε με τα χίλια του διαμάντια στη γωνία τής οδού Βινιόν, και το καθένα από κείνα τα διαμάντια κόστιζε όσο οι μισθοί μου κάμποσων δεκαετιών. Καταταγμένος στην επικουρία με την επιστράτευση, ο αφεντικός μου, ο Πουτά, βάλθηκε να υπηρετεί ιδιαιτέρως κάποιον υπουργό, οδηγώντας πότε πότε το αμάξι του. Απ᾿ την άλλη όμως, και εντελώς ανεπίσημα εν προκειμένω, είχε αποβεί χρησιμότατος ο Πουτά προμηθεύοντας με κοσμήματα το Υπουργείο. Το υψηλόβαθμο προσωπικό κερδοσκοπούσε χάρη σε τρέχουσες και μελλοντικές αγορές. Όσο βυθιζόμασταν στον πόλεμο, τόσο μεγάλωνε η ανάγκη για κοσμήματα. Η γυναίκα του, η κυρία Πουτά, είχε γίνει ένα με το ταμείο τού καταστήματος, που δεν αποχωριζόταν ούτως ειπείν, ποτέ. Την είχαν αναθρέψει για να γίνει σύζυγος χρυσοχόου. Φιλοδοξία γονέων. Δεν ήταν άσχημη η κυρία Πουτά, μόνο που ήταν τόσο συνετή, τόσο δύσπιστη, που σταματούσε στο κατώφλι τής ομορφιάς. Έσπαγες το κεφάλι σου να ξεδιακρίνεις, τι, το τόσο υπολογιστικό είχε κείνο το πλάσμα και τούς λόγους τής αμηχανίας που ᾿νιωθες, παρ᾿ όλα αυτά, πλησιάζοντάς το. Αυτή η ενστικτώδης απέχθεια, που εμπνέουν οι έμποροι σ᾿ όσους τούς πλησιάζουν και ξέρουν, είναι μια απ᾿ τις σπάνιες παρηγοριές που γεύονται για το ότι είναι τόσο καρμίρηδες, όσοι δεν πουλάνε τίποτα σε κανέναν. Στα μπουρδέλα όπου σύχναζε κάπου κάπου, ο κύριος Πουτά δειχνόταν απαιτητικός κι απρόθυμος να θεωρηθεί σπάταλος. Μπερμπάτης ναι, κορόιδο όχι, άντρας βέρος. Εκμεταλλευόταν το ότι ήξερε τούς πάντες για να κάνει κάποιες αγοροπωλησίες κοσμημάτων με την υποτσατσά, που η αφεντιά της δεν εμπιστευόταν τις επενδύσεις στο χρηματιστήριο. Ο κύριος Πουτά σημείωνε εντυπωσιακές προόδους στον στρατιωτικό τομέα, οδεύοντας από πρόσκαιρες απαλλαγές σ᾿ οριστικές. Σε λίγο βρέθηκε εντελώς ελεύθερος, ύστερα από ποιος ξέρει πόσες έγκαιρες ιατρικές επισκέψεις. Ένας άλλος επικουρικός έκανε μαζί με μένα χαμαλοδουλειές στο μαγαζί γύρω στα 1913: ήταν ο Ζαν Βουαρέζ. Πήγαινε για τα θελήματα, το ίδιο γρήγορα με τα πόδια και με το μετρό. Τα πόδια του τον βοηθήσαν πολύ και στον πόλεμο. Περνιόταν για τον ταχύτερο σύνδεσμο τού συντάγματός του. Ενώ ήταν σε ανάρρωση, ήρθε να με βρει στο οχυρό της Μπισέτρ, και τότε μάλιστα αποφασίσαμε να πάμε παρέα για τράκα στο τέως αφεντικό μας. «Βρε, βρε, καλώς τα παιδιά» απόρησε λιγάκι που μάς είδε ο κύριος Πουτά. Εσύ Βουαρέζ, είσαι μια χαρά! Καλά πας! Μα εσύ, Μπαρνταμού, φαίνεσαι άρρωστος παιδί μου! Τέλος πάντων! Νέος είσαι! Θα φτιάξεις! Έχετε φάρδος, παρ᾿ όλα αυτά τού λόγου σας! Ας λένε ότι θέλουν, ζείτε υπέροχες στιγμές, ε; Στον καθαρό αέρα! Γράφετε Ιστορία φίλοι μου, ξέρω τι λέω! Και τι Ιστορία. Εμείς κιχ δεν απαντούσαμε στον κύριο Πουτά, τον αφήναμε να λέει ό,τι ήθελε, πριν από την τράκα... Συνέχιζε λοιπόν: «Α, είναι ζόρικα, συμφωνώ, στα χαρακώματα!... Η αλήθεια να λέγεται! Μα έχει και εδώ άγρια ζόρια, ξέρετε!... Εσείς τραυματιστήκατε, ε; Εγώ είμαι ξεθεωμένος! Νυχτερινή υπηρεσία στην πόλη με τη σέσουλα, δυο χρόνια τώρα! Το φαντάζεστε; Να κινδυνεύεις να σκοτωθείς δέκα φορές τη νύχτα!...» «Και τα σκυλιά;» ρώτησε ο Βουαρέζ για να καμωθεί τον ευγενή. «Τι γίνανε; Τα βγάζουν ακόμα βόλτα στον Κεραμεικό;» «Έβαλα να τα πυροβολήσουν! Με ζημιώνανε! Κάναν κακό στο μαγαζί!... Γερμανικά λυκόσκυλα!» Εκείνη τη στιγμή μπήκαν πελάτες. «Μην σάς κρατάω, φίλοι μου», μάς κάνει ο κύριος Πουτά. «Και προπαντός υγεία! Η Εθνική Άμυνα πάνω απ᾿ όλα, να ποια είναι η γνώμη μου!» Δηλαδή, μάς διώχνανε. Η κυρία Πουτά μάς έδωσε από ένα εικοσάρικο στον καθένα φεύγοντας. Όταν βρεθήκαμε στο δρόμο, σκεφτήκαμε ότι δε θα πηγαίναμε πολύ μακριά μ᾿ ένα εικοσάρικο έκαστος, αλλά ο Βουαρέζ είχε μια πρόσθετη ιδέα. «Έλα», μού λέει, «στη μάνα ενός φίλου που σκοτώθηκε σαν ήμασταν στη Μεζ, εγώ πάω κάθε βδομάδα στους γονείς του, για να τους διηγηθώ πως τα τίναξε ο κανακάρης τους... Είναι πλούσιοι... Μού δίνει γύρω στο κατοστάρικο κάθε φορά η μάνα του... Τούς κάνει ευχαρίστηση λένε... Καταλαβαίνεις λοιπόν...» «Τι δουλειά έχω εγώ εκεί πέρα; Τι να πω εγώ στη μάνα του;» «Ε, θα τής πεις ότι τον είδες και εσύ... Θα σού δώσει κι εσένα κάνα κατοστάρικο... Είναι αληθινοί πλούσιοι! Σου λέω! Κι όχι σαν το μούτρο τον Πουτά... Δεν τα μετράν αυτοί...» Στη λεωφόρο Ανρί-Μαρτέν, έστριβες δεξιά κι έπειτα προχωρούσες ακόμα λίγο, τέλος έφτανες σε μια καγκελόπορτα ανάμεσα στα δέντρα μιάς μικρής ιδιωτικής αλέας. «Βλέπεις!» παρατήρησε ο Βουαρέζ, άμα φτάσαμε ακριβώς μπροστά, «είναι σαν μικρό παλατάκι... Τι σου ᾿λεγα;... Ο μπαμπάς είναι μεγαλοκαρχαρίας στους σιδηροδρόμους, μου ᾿παν... Μεγιστάνας...» Αλλά ο ηλικιωμένος άντρας που μού ᾿δειχνε, δεν ήρθε αμέσως, περπατούσε σκυφτός γύρω από την πελούζα, κουβεντιάζοντας μ᾿ ένα φαντάρο... Πλησιάσαμε. Αναγνώρισα τον φαντάρο, ήταν ο έφεδρος που ᾿χα συναντήσει τη νύχτα στη Νουαρσέρ, όπου είχα βγει για αναγνώριση. Θυμήθηκα μάλιστα αμέσως τ᾿ όνομά που μού ᾿χε πεί: Ροβινσώνας. Ο ηλικιωμένος κύριος πλησίασε προς το μέρος μας. Τραύλιζε. «Αγαπητέ μου φίλε», λέει στον Βουαρέζ, «με βαθύτατο πόνο σάς πληροφορώ ότι η καημένη η σύζυγός μου υπέκυψε στην τεράστια λύπη μας...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Στράφηκε απότομα και μάς άφησε. «Σ᾿ αναγνωρίζω εσένα», έκανα εγώ τού Ροβινσώνα, μόλις απομακρύνθηκε κάμποσο ο ηλικιωμένος κύριος. «Κι εγώ σ᾿ αναγνωρίζω...» «Τι έπαθε η γριά;» τον ρώτησα τότε εγώ. «Ε, λοιπόν κρεμάστηκε προχτές, και τέρμα!» αποκρίθηκε αυτός. «Κωλοφαρδία να σου πετύχει!» πρόσθεσε... Τύχη βουνό. ε; Κι εγώ που την περίμενα έξι μήνες αυτή τη μέρα!...» «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω τού λόγου σου» μού δήλωσε ο Ροβινσώνας, «μα για φαντάσου τι καριόλα η μάνα του τύπου!... Άμα το ξανασκέφτομαι που πήγε να κρεμαστεί τη μέρα που ᾿φτασα!... Μου ᾿χει καθίσει στο στομάχι αυτό!... Κρεμιέμαι γω, μου λες; Απ᾿ τον καημό μου; Άλλο δε θα ᾿κανα τότες από το να κρεμιέμαι!... «Οι πλούσιοι έκανε ο Βουαρέζ, «είναι πιο ευαίσθητοι απ᾿ τούς άλλους...» Αυτόν τον τύπο τον Βουαρέζ, δεν τον ξανάδα ποτέ. Τον Ροβινσώνα πολλές φορές στη συνέχεια. Τού Βουαρέζ τού τη φέραν τ᾿ αέρια, στη Σομ. Πήγε να πεθάνει στην ακρογιαλιά, σ᾿ ένα θαλασσινό σανατόριο στη Βρετάνη, δυο χρόνια αργότερα.
ΑΦΡΙΚΉ
8. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΉΣ ΟΜΟΛΟΓΊΑΣ
ΚΑΙ ΤΉΣ ΚΤΗΝΩΔΊΑΣ ΌΤΑΝ Η ΧΎΤΡΑ ΠΕΤΆΕΙ ΤΟ ΚΑΠΆΚΙ
Οι Γαλονάδες με παράτησαν στο τέλος και έτσι έσωσα το τομάρι μου, μα είχε πάθει ζημιά το κεφάλι μου, μια για πάντα. Τι να πεις. «Πάρε δρόμο!...» μού κάνανε. «Δεν είσαι πια άξιος για τίποτα!...» «Στην Αφρική είπα τότε εγώ. «όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα!» Με μπαρκάραν λοιπόν σ᾿ ένα βαπόρι, με φορτίο από μπαμπακερά, αξιωματικούς και δημοσιοϋπαλλήλους. Όσο μέναμε στα Ευρωπαϊκά ύδατα, τα πράγματα δεν προμηνύονταν και τόσο άσχημα. Όμως αμέσως μετά τις ακτές τής Πορτογαλίας, μέσα στην απελπιστική χαύνωση τής ζέστης, όλο το ανθρώπινο περιεχόμενο τού βαποριού έπηξε σ᾿ ένα μαζικό μεθύσι. Κι ήταν από εκείνη τη στιγμή που είδαμε ν᾿ απλώνεται πάνω στο πετσί, η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο. Στα κρύα τής Ευρώπης, μες την σεμνότυφη μουντάδα τού Βορρά, αν εξαιρέσεις τις σφαγές, ίσα που παίρνεις χαμπάρι τον απάνθρωπο συρφετό των αδελφών μας, μα έτσι και τούς κεντρίσει ο αισχρός τροπικός πυρετός, η σαπίλα, τούς κατακλύζει την επιφάνεια. Τότε είναι που ξεβρακώνονται ασυγκράτητα και που θριαμβεύει η κτηνωδία τους και μάς κουκουλώνει ολόκληρους. Είναι η βιολογική ομολογία. Μόλις η δουλειά και το κρύο παύουν να μας αναχαιτίζουν, μόλις ξεσφίγγουν λίγο τη μέγκενη, μπορείς να διακρίνεις στους Λευκούς, αυτά που ανακαλύπτεις στον χαρωπό γιαλό με το που αποτραβιέται η θάλασσα: την αλήθεια, βάλτους απαίσια βρωμερούς, καβούρια, ψοφίμια και σβουνιές. Έτσι λοιπόν, μόλις περάσαμε την Πορτογαλία, οι πάντες στο βαπόρι βαλθήκαν να αφήνουν ελεύθερα τα ένστικτά τους, λυσσωδώς, με τη βοήθεια τού αλκοόλ και μ᾿ εκείνο το αίσθημα τής μύχιας απόλαυσης που παρέχει το τζάμπα ταξίδι, προπαντός στους εν ενεργείᾳ στρατιωτικούς και δημοσιοϋπαλλήλους. Εγώ, ο μοναδικός επιβάτης με πληρωμένο εισιτήριο, θεωρήθηκα ως εκ τούτου, ιδιαζόντως αδιάντροπος, σαφώς ανυπόφορος. Λίγο μετά, έμαθα από ένα καμαρότο ότι με θεωρούσαν όλοι τους ξιπασμένο, μήπως και προπετή; ... Ότι με υποψιάζονταν για νταβατζιλίκι και συνάμα για ομοφυλοφιλία... Και μάλιστα για ελαφρώς κοκαϊνομανή... Μετά διαδόθηκε η φήμη ότι είχε χρειαστεί να το σκάσω από τη Γαλλία ώστε να αποφύγω τη δίωξη για κάποια εγκλήματα από τα πιο στυγερά. Φτάσαν στο σημείο, να μην αμφιβάλλουν ότι ήμουν το μεγαλύτερο και απεχθέστερο καθίκι στο βαπόρι, και σα να λέμε το μόνο. Σπουδαία προοπτική. Αναρωτιόνταν ένα γύρο αν θα ᾿μουνα το ίδιο αηδιαστικός πατικωμένος και απατίκωτος. Όταν το μίσος των ανθρώπων είναι δίχως ρίσκο, η βλακεία τους πείθεται εύκολα, οι αφορμές προσφέρονται από μόνες τους. Συμφωνήθηκε σιωπηρά να τεθώ σε από κοινού επιτήρηση. Δεν ξεμύτιζα πια από την καμπίνα μου, παρά με άπειρες προφυλάξεις. Ήταν δύσκολο να υπάρχω λιγότερο σ᾿ εκείνο το βαπόρι, όντας παρ᾿ όλα αυτά εκεί. Μη σώσω και ξαναταξιδέψω μ᾿ ανθρώπους τόσο δύσκολους να τούς ικανοποιήσεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, υπό κανονικές συνθήκες στη διάρκεια μιάς μόνο συνηθισμένης μέρας, ποθούν το θάνατο σου τουλάχιστον εκατό άτομα, αυτοί φερ᾿ ειπείν τούς οποίους ενοχλείς, στριμωγμένοι όπως είναι πίσω σου στην ουρά τού μετρό, όσοι επίσης περνάνε μπροστά απ᾿ το διαμέρισμα σου ενώ αυτοί δεν έχουν, όσοι θα ᾿θελαν να τελειώσεις το κατούρημα για να κάνουν το ίδιο, τα παιδιά σου τέλος, και τόσοι άλλοι. Τα μέλη εκείνης τής σύναξης μού φαίνονταν, αρκετά βαριά άρρωστοι, ελλονοσούντες, αλκοολικοί, συφιλιδικοί το δίχως άλλο, κι ο ξεπεσμός τους με παρηγορούσε λίγο για τις προσωπικές μου σκοτούρες. Στο κάτω κάτω ηττημένοι ήταν όσο κι εγώ, οι παλικαράδες!... Κάναν ακόμα τούς καμπόσους κι αυτό ήταν όλο! Το αλκοόλ τούς κριτσάνιζε τα συκώτια... Ο ήλιος τούς γρατζουνούσε τα νεφρά... Οι μουνόψειρες τούς κολλούσαν στις τρίχες και το έκζεμα στο πετσί τής κοιλιάς... Τι θα τούς έμενε σε λίγο; Ένα κουρελάκι μυαλού... Για να το κάνουν τι; Μού λέτε;... Εκεί που πηγαίναν... Για να αυτοκτονήσουν; Μόνο σ᾿ αυτό θα μπορούσε να τούς χρησιμεύσει το μυαλό εκεί που πηγαίναν... Τα πράγματα ξεκαθάρισαν ένα βράδυ μετά το δείπνο, όπου παραυρέθηκα παρ᾿ όλα αυτά, ταλανισμένος από τη πείνα. Κανείς δεν έφαγε ποτέ πιο διακριτικά από μένα. Η ατμόσφαιρα ήταν έντονα νευρική και ύπουλη.Έδωσα ένα σάλτο για να καταφύγω στην καμπίνα μου. Ένας απ᾿ τους λοχαγούς, ο πιο μυώδης, μου ᾿κόψε το δρόμο. «Κύριε, βρίσκεστε ενώπιον τού λοχαγού Φρεμιζόν των αποικιακών στρατευμάτων! Ιδού η στιγμή, κύριε, να εκφράσετε μεγαλοφώνως τις αιτιάσεις σας!... Να μάς πείτε επιτέλους τι σκέφτεστε...» Άδραξα την ευκαιρία. Κάθε δυνατότητα ανανδρίας μετατρέπεται σ᾿ υπέροχη ελπίδα για όποιον ξέρει το πως και το γιατί. Να ποια είναι η γνώμη μου. Δεν πρέπει ποτέ να ψιψιρίζεις τούς τρόπους να γλυτώσεις το ξεντέριασμα. Η διαφυγή αρκεί στον συνετό. «Λοχαγέ μου!», τού αποκρίθηκα εγώ, «πως είναι δυνατόν να μού αποδοθούν εμένα αισθήματα δολιότητας; Εμένα, τον υπερασπιστή ακόμα χθες, τής αγαπημένης μας πατρίδος! Να οδηγηθείτε στη σκέψη ότι εγώ διαδίδω άθλιες συκοφαντίες εις βάρος ηρωικών αξιωματικών και μάλιστα τη στιγμή κατά την οποία οι ανδρείοι αυτοί, ετοιμάζονται να επωμισθούν την ιερή φύλαξη τής αθάνατης αποικιακής αυτοκρατορίας μας!» συνέχισα. Τελικά για να ολοκληρώσω, εκτόξευσα το επιμύθιο: «Ζήτω η Γαλλία λοιπόν, στου θεού τ᾿ όνομα! Ζήτω η Γαλλία.» Ήταν η πρώτη φορά που η Γαλλία μού έσωζε τη ζωή. Παρατήρησα μεταξύ των ακροατών μου μια μικρή στιγμή δισταγμού, αλλά όπως και να το κάνεις, είναι πολύ δύσκολο για ένα αξιωματικό, να χαστουκίσει ιδιώτη, δημοσίως, την ώρα που αυτός φωνάζει «Ζήτω η Γαλλία». Αυτός ο δισταγμός με έσωσε. Προσκάλεσα τούς πάντες να ᾿ρθουν στο μπαρ για να πιούμε στη συμφιλίωση μας. Ούτε λεπτό δεν αντιστάθηκαν οι λεβέντες. Μόνο τα θηλυκά τού βαποριού μάς ακολουθούσαν με τα μάτια. Το υποψιάζονταν οι ρουφιάνες πως την είχα γλυτώσει με μπαμπεσιά απ᾿ την ενέδρα, και είχαν ορκιστεί να με στριμώξουν στη στροφή. Ζητούσα απ᾿ αυτούς τούς ήρωες, να μού διηγηθούν ιστορίες και δωσ᾿ του ξανά ιστορίες αποικιακής ανδραγαθίας. Είναι σαν τα πρόστυχα ανέκδοτα οι διηγήσεις ανδραγαθιών, αρέσουν σε όλους τούς στρατιωτικούς. Οι μάγκες βαλθήκαν να διηγούνται για τον πόλεμο όσες μπαρούφες είχα άλλοτε ακούσει κι αργότερα διηγηθεί ο ίδιος, όταν παράβγαινα στο παραμύθιασμα τούς φιλαράκους τού νοσοκομείου. Σιγά σιγά, η κουβέντα μας έπαψε να ᾿ναι στρατιωτική για να γίνει πικάντικη, έπειτα σκέτα πρόστυχη και στο φινάλε ασυνάρτητη. Οι ομοτράπεζοί μου, ο ένας μετά τον άλλο, παραιτήθηκαν και αποκοιμήθηκαν. Είχε έρθει η ώρα να εξαφανιστώ. Δεν πρέπει να τις προσπερνάς αυτές τις εκεχειρίες τής κτηνωδίας, που η φύση επιβάλλει όσο να ᾿ναι και στους πιο βιτσιόζους, τούς πιο επιθετικούς οργανισμούς τού κόσμου τούτου. Είχαμε αγκυροβολήσει τώρα σε μια μικρή απόσταση από την ακτή. Δεν βλέπαμε παρά τα φανάρια κατά μήκος τής παραλίας. Κουβάλησα τις ελάχιστες αποσκευές μου, αμπαλαρισμένες στα κρυφά, και το ᾿σκασα στο κατόπι ενός βαρκάρη. «Που βρισκόμαστε;» ρώτησα. «Στην Μπαμπολά-Φορ-Γκονό!» μ᾿ αποκρίθηκε η σκιά. Ξαναβρήκα τη στεριά, και τη νύχτα ακόμα πιο πηχτή κάτω από τα δένδρα, και πίσω απ᾿ τη νύχτα όλες τις συνενοχές τής σιωπής.
9. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΕΞΑΘΛΊΩΣΗΣ
Σ᾿ αυτή την αποικία τής Μπαμπολά, υπεράνω όλων θριάμβευε ο διοικητής. Οι στρατιωτικοί του και οι δημοσιοϋπάλληλοι, ίσα ίσα που τολμούσαν ν᾿ ανασάνουν, όποτε καταδεχόταν να χαμηλώσει το βλέμμα του, ως το άτομο τους. Πολύ πιο κάτω από ᾿κείνους, οι έμποροι μοιάζαν να κλέβουν ευκολότερα απ᾿ ό,τι στην Ευρώπη. Οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιλαμβάνονταν, όσο πιο πολύ κουράζονταν και αρρώσταιναν, πως τούς την είχαν φέρει κουβαλώντας τους εδώ, για να μοιράζουν μονάχα γαλόνια κι έντυπα κι σχεδόν καθόλου παρά. Κάμποσοι είχαν ζήσει με τη ελπίδα να πλαγιάσει κάποια μέρα με τη γυναίκα τους, ο διοικητής, μα δε τού αρέσαν οι γυναίκες τού διοικητή. Δεν τού άρεσε τίποτα. Το στρατιωτικό στοιχείο, ακόμα πιο αποβλακωμένο, έτρωγε αποικιακή δόξα με το κουτάλι και για να την ξεπικρίσει, πολύ κινίνο και χιλιόμετρα κανονισμών. Απ᾿ το πολύ να περιμένουν να κατέβει το θερμόμετρο, οι πάντες γίνονταν, όλο και πιο γαϊδούρια. Οι σπάνιες δυνάμεις που γλιτώναν απ᾿ τη μαλάρια, τη δίψα, τον ήλιο, ξοδεύονταν σε μίση τόσα αψιά, που πολλοί άποικοι τα τινάζαν στο τέλος επί τόπου, αυτοδηλητηριασμένοι σαν σκορπιοί. Είναι δύσκολο να κοιτάξεις αληθινά τούς ανθρώπους και τα πράγματα στους Τροπικούς, λόγω των χρωμάτων που εκπέμπουν. Βράζουν τα χρώματα και τα πράγματα. Ένα μικρό σαρδελοκούτι ανοιχτό μεσημεριάτικα πάνω στο οδόστρωμα, σκορπάει τόσες διαφορετικές μαρμαρυγές, που στα μάτια αποκτάει σπουδαιότητα δυστυχήματος. Πρέπει να προσέχεις. Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι υστερικοί εκεί κάτω, μπαίνουν και τα πράγματα στο χορό. Η ζωή δε γίνεται ανεκτή παρά μόνο όταν βραδιάζει, μα και πάλι το σκοτάδι καπαρώνεται σχεδόν αμέσως από τα κουνούπια, σμήνη αμέτρητα. Να τη γλυτώσεις σε τέτοιες συνθήκες καταντάει αυθεντικό έργο αυτοσυντήρησης. Καρναβάλι τη μέρα, σουρωτήρι τη νύχτα, κλεφτοπόλεμος. Κατά τα λεγόμενα κάποιων, ο αποικισμός μας, πήγαινε απ᾿ το κακό στο χειρότερο εξαιτίας τού πάγου. Η εισαγωγή τού πάγου στις αποικίες, σήμανε είναι γεγονός, την εκθήλυνση τού αποίκου. Κολλημένος εφεξής από συνήθεια στο παγωμένο απεριτίφ του, έπρεπε ο άποικος να παραιτηθεί απ᾿ την προσπάθεια να κυριαρχήσει στο κλίμα με μόνη τη στωικότητά του. Ο διευθυντής της Λυμαινικής Εταιρείας, γύρευε κάποιον αρχάριο για να επιβλέπει ένα από τα πρακτορεία στη σαβάνα. Πήγα δίχως χρονοτριβή να τού προσφέρω τις αδαείς, πλην πρόθυμες υπηρεσίες μου. «Εκεί που θα πάτε για την Εταιρεία, είναι καταμεσίς στο δάσος, έχει υγρασία... Είναι δέκα μέρες μακριά... Η θάλασσα πρώτα... Κι έπειτα το ποτάμι. Ένα ποτάμι κατακόκκινο θα δείτε... Κι από την άλλη μεριά οι Σπανιόλοι. Αυτός που θα αντικαταστήσετε στο πρακτορείο, είναι μεγάλο κάθαρμα, σημειώστε το... Μεταξύ μας... Σας το λέω... Αδύνατον να μάς στείλει τους λογαριασμούς του, το καθίκι! Δε μένει για πολύ καιρό έντιμος ο άνθρωπος όταν είναι μόνος, τι να πεις!... Είναι άρρωστος μάς γράφει... Δε λέω όχι! Άρρωστος! Κι εγώ άρρωστος είμαι! Τι πάει να πει άρρωστος; Κι εσείς θ᾿ αρρωστήσετε στο άψε σβύσε μάλιστα! Δεν είναι λόγος αυτός! Σκοτιστήκαμε αν είναι άρρωστος! Η Εταιρεία πάνω απ᾿ όλα! Μόλις φτάσετε εκεί πέρα, κάντε την απογραφή του προπαντός!... Πείτε στ᾿ άλλο νούμερο να κατέβει κατά ᾿δω στα γρήγορα!...Έχω δυο λογάκια να του πω!... Α, το γομάρι! Να μην ψοφήσει στο δρόμο προπαντός!... Θα ᾿ταν κρίμα! Πολύ κρίμα! Α, το κάθαρμα!» Ήρθε πάντως η επόμενη μέρα, εκείνο το καμίνι. Μια απίστευτη όρεξη να γυρίσω στην Ευρώπη, με μονοπωλούσε ψυχή τε και σώματι. Μόνο το χρήμα έλειπε για να λακίσω. Αυτό αρκούσε. Δεν μου ᾿μενε άλλωστε παρά μια βδομάδα στο Φορ-Γκονό προτού πάω στο πόστο μου, στο Μπικομιμπό, το τόσο γλαφυρά ζωγραφισμένο. Ξανοιγόμουνα κάπου κάπου ίσαμε τις αποβάθρες, για να δω πως δουλεύαν οι μικροί αναιμικοί συνάδελφοί μου, που η Λυμαινική Εταιρεία τούς προμηθευόταν από μαζικές φιλανθρωπίες. Έμοιαζε να τούς κυριεύει μια πολεμόχαρη φούρια να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν βαπόρια, το ᾿να μετά το άλλο. «Κοστίζουν τόσο πολύ οι σταλίες των φορτηγών!» επαναλάμβαναν συντετριμμένοι, λες κι ήταν δικά τους τα λεφτά. Οι τέλειοι υπάλληλοι κοντολογίς, οπλισμένοι με μια ενθουσιώδη απερισκεψία που σ᾿ άφηνε άναυδο. Η μάνα μου θα τρελαινόταν να ᾿χει τέτοιο γιό, που να διαθέτει ζέση για τα αφεντικά του, έναν γιό που να την κάνει να καμαρώνει μπροστά στον κόσμο, ένα γιό καθ᾿ όλα νόμιμο.
10. ΤΑΞΊΔΙ ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΉΣ ΕΞΑΘΛΊΩΣΗΣ ΑΠΌ ΤΗ ΜΙΑ,
ΤΟΎ ΜΕΓΑΛΕΊΟΥ ΑΠΌ ΤΗΝ ΆΛΛΗ
Στην Υπηρεσία τής Λυμαινικής Εταιρείας εργάζονταν, στις αποθήκες και τις φυτείες, πλήθος νέγροι και μικροί Λευκοί τού είδους μου. Οι μεν ιθαγενείς λειτουργούν τελικά μόνο με το βούρδουλα, έχουν αυτή την αξιοπρέπεια, ενώ οι Λευκοί, τελειοποιημένοι χάρη στη δημόσια εκπαίδευση, δουλεύουν από μόνοι τους. Οι αρχαίοι τύραννοι, δεν ήταν παρά ξιπασμένοι ερασιτέχνες, άσχετοι στην ύψιστη τέχνη τού να ξεζουμίζουν τ᾿ όρθιο ζώο, απ᾿ την τελευταία στάλα μόχθου. Δεν ξέρανε, οι πρωτόγονοι αυτοί, να τον φωνάζουν «Κύριο» τον σκλάβο και να τον βάζουν να ψηφίζει κάπου κάπου, ούτε κυρίως να τον οδηγούν στον πόλεμο, για να τον γιατρέψουν από τα πάθη του. Όσο βάσταξε η εκπαίδευσή μου στο Φορ-Γκονό, δεν εύρισκα, ότι κι αν έκανα, παρά μόνο ένα τελεσίδικα λαχταριστό σημείο: το Νοσοκομείο. Με το που φτάνεις κάπου, ανακαλύπτεις εντός σου φιλοδοξίες. Εγώ είχα κλίση στην αρρώστια, μόνο στην αρρώστια. Ο καθείς στο είδος του. Στο κλίμα του Φορ-Γκουνό, τα ευρωπαϊκά στελέχη λιώνανε χειρότερα από βούτυρο. Η πλειονότητα των κληρωτών μονίμως χωμένη στο Νοσοκομείο, σιγόβραζε από τις θέρμες της, γεμάτη παράσιτα για κάθε τρίχα και κάθε δίπλα. Απ᾿ τα αναιμικά και τριχωτά τους χέρια κρέμονται λιγδερά ρομάντζα, με τα μισά φύλλα να λείπουν, ένεκα οι δυσεντερικοί, που δεν τούς βρίσκεται ποτέ αρκετό χαρτί, και οι στριμμένες αδελφές νοσοκόμες, που λογοκρίνουν με τον τρόπο τους όποια βιβλία ασεβούν στον Πανάγαθο. Οι μουνόψειρες τού στρατού ταλανίζουν τις αδελφές, σαν όλους τούς άλλους. Για να ξυστούν καλύτερα οι αδελφές, σηκώνουν την ποδιά τους πίσω απ᾿ το παραβάν, εκεί που ο πρωινός νεκρός δεν καταφέρνει να παγώσει, τόσο που ζεσταίνεται κι αυτός ακόμα. Η αναχώρησή μου για το δάσος, μόνο απελπισία και ανταρσία γεννούσε μέσα μου, και είχα ήδη ορκιστεί να κολλήσω το ταχύτερο ό,τι μικρόβιο περνούσε απ᾿ το χέρι μου, ώστε να γυρίσω στο Φορν-Γκονό, άρρωστος και τόσο σκελετωμένος, τόσο σιχαμερός, που θα αναγκάζονταν όχι μόνο να με δεχτούν, μα και να μ᾿ επαναπατρίσουν. Θα μ᾿ εύρισκαν αποφασισμένο να σαπίσω απ᾿ οτιδήποτε. Οι πιο καπάτσοι, οι πιο μάγκες μεταξύ των εμπύρετων, καταφέρνουν καμιά φορά να τρυπώσουν σ᾿ ένα μεταγωγικό για τη Γαλλία. Θαύμα θαυμάτων. Οι περισσότεροι από τους νοσηλευόμενους ασθενείς παραδέχονταν ότι είχαν ξεμείνει από κόλπα κι επέστρεφαν στη σαβάνα, για να ξαλαφρώσουν απ᾿ τα τελευταία τους κιλά. Τέλος το μικρό ατμόπλοιο, με το οποίο έπρεπε να παραπλεύσω την ακτή για να πλησιάσω το πόστο μου, φουντάρισε στο Φορν-Γκονό. Το λέγαν Παπαουτά. Είχε απίστευτα λίγη δύναμη.Το Παπαουτά έσκιζε το νερό λες κι ήταν ιδρώς που τον είχε χύσει όλον μόνο του, επίμονα. Τέλος πάντων ζυγώσαμε στο λιμάνι τού προορισμού μου. Το λέγαν Τοπό. Με το που ᾿φτασα, ο λοχαγός Γκραπά, ο διοικητής τού Τοπό, άδραξε τα χαρτιά μου και επαλήθευσε την αυθεντικότητα τους. Υπό τις διαταγές του, υπηρετούσε ο λοχίας Αλσίντ. Μες την απομόνωση τους δεν αγαπιόνταν καθόλου. Ανάμεσα στις γύρω λιμνοθάλασσες, και στα δασικά κατάβαθα, αργοσάπιζαν κάτι μουχλιασμένες φυλές, αποδεκατισμένες, αποβλακωμένες απ᾿ το τρυπανόσωμα [1] και τη χρόνια εξαθλίωση· απέφεραν πάντως ένα μικρό φόρο, υπό το βούρδουλα, εννοείται. Στρατολογούσαν μάλιστα από τη νεολαία τους, κάποιους πολιτοφύλακες για να χειρίζονται κατ᾿ εξουσιοδότηση, τον ίδιο εκείνο βούρδουλα. Οι πολιτοφύλακες του Αλσίντ παρουσιάζονταν στα γυμνάσια κάθε πρωί, απ᾿ τις επτά. Κανείς στρατός στον κόσμο δεν επανδρώθηκε ποτέ με προθυμότερους στρατιώτες. Στο σφύριγμα τού Αλσίντ, τούτοι οι πρωτόγονοι ξεβιδώνονταν, βλέποντας με τη φαντασία τούς γυλιούς, άρβυλα, έως και ξιφολόγχες και ακόμα πιο εντυπωσιακά παριστάνοντας ότι τα χρησιμοποιούσαν. Δεν φορούσαν παρά ένα ίχνος κοντού παντελονιού. Όλα τα άλλα έπρεπε να τα επινοήσουν. Στην καλύβα μας, τού Αλσίντ δηλαδή, στηνόταν ένα μικρό παζάρι, ούτε καν παράνομο, για ψιλολόγια και διάφορα αποφάγια. Ολόκληρο το λαθρεμπόριο τού Τοπό, περνούσε άλλωστε απ᾿ τον Αλσίντ, μιάς κι ο τύπος διατηρούσε ένα μικρό απόθεμα, ταμπάκου σε φύλλα και πακέτα, μερικών λίτρων αλκοόλ και λίγων μέτρων μπαμπακερού. Οι δώδεκα πολιτοφύλακες του Τοπό νιώθαν, ήταν φανερό, αληθινή συμπάθεια για τον Αλσίντ, κι αυτό παρότι τούς σκυλόβριζε απεριόριστα και τούς κλωτσούσε τον πισινό μάλλον αδίκως. Είχαν διακρίνει σ᾿ αυτόν, τ᾿ αδιαμφισβήτητα στοιχεία μεγάλης συγγένειας, που είναι η ανίατη έμφυτη αθλιότητα. Ήταν άλλωστε από καλή πάστα ο Αλσίντ. Το κατάλαβα αργότερα, κάπως πολύ αργά. Κάποια μέρα σ᾿ έξαρση αβροφροσύνης, με προσκάλεσε, ο λοχαγός Γκραπά. Ήταν και μέρα ακρόασης στο δικαστήριό του. Ήθελε να με εντυπωσιάσει. Γύρω απ᾿ την καλύβα του, κουβαλημένοι απ᾿ το πρωί, στριμώχνονταν όρθιοι οι αντίδικοι και το απλό κοινό, ζέχναν έντονα σκόρδο, σάνταλο, ταγκιασμένο βούτυρο. Εκατό φάτσες παθιασμένες απ᾿ τα προβλήματα συμφερόντων κι εθίμων αποκάλυπταν τα δόντια τους με μικρούς ξερούς ήχους. «Θα τούς συμβιβάσω στο άψε σβήσε!» αποφάνθηκε τελικά ο Γκραπά, τον οποίο, η θερμοκρασία και οι πάρλες ωθούσαν σ᾿ αποφάσεις. «Που είναι ο πατέρας τής νύφης που αρνιέται να επιστρέψει το πρόβατο;... Να τονέ φέρουν!» «Εδώ ᾿ναι» απάντησαν είκοσι νοματαίοι, σπρώχνοντας μπροστά τους ένα γερονέγρο κάπως πλαδαρό, τυλιγμένο σ᾿ ένα κίτρινο πανί. «Εμπρός!» διέταξε ο Γκραπά. «Είκοσι βουρδουλιές! Να ξεμπερδεύουμε!... Να μάθει να μού τα πρήζει δω χάμω, κάθε Πέμπτη, δυο μήνες τώρα με τα χαζοπρόβατά του!» Έφαγε στη ράχη και τα νερουλιασμένα πισινά ένα σύννεφο από βιτσιές, που θα ᾿καναν και γερό γαϊδούρι, να γκαρίζει οχτώ μερόνυχτα. Όταν έληξε η τιμωρία, το αίμα έρρεε άφθονο απ᾿ το στόμα, απ᾿ τη μύτη και προπαντό&sig