Φιλοσοφικά Στοχαστικά Διδακτικά
|
Περιεχόμενα σελίδας
|
Ένας γέρος (1897)
Στου καφενείου τού βοερού το μέσα μέρος σκυμένος στο τραπέζι κάθετ᾿ ένας γέρος· με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο, κ᾿ εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει. Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα· και πως την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! - την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.» Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι κάθ᾿ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ... Μα απ᾿ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. |
Τείχη (1897)
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω. |
Κεριά (1899)
Τού μέλλοντος οι μέρες στέκοντ᾿ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμμένα - χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ᾿ αναμμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διώ και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν |
Che fece... il gran rifiuto (1901)
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το, πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του. Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ' όχι - το σωστό - εις όλην την ζωή του. Από τις σημειώσεις τού Σαββίδη: Che fece... il gran rifiuto: Στίχος τού Ντάντε, που σημαίνει: «ο οποίος έκανε ..... την μεγάλη άρνηση»· ο Καβάφης παρέλειψε τις λέξεις "per vilta" που σημαίνουν "από δειλία" κι έβαλε στις θέσεις τους αποσιωπητικά. |
Θερμοπύλες (1903)
Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες· δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία· γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, πάλ᾿ εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε· πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους. Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ᾿ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε. |
Τα παράθυρα (1903)
Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα. - Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. - Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει |
Επιθυμίες (1904)
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά - έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά τής ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό. |
Φωνές (1904)
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους. Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε· κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό. Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν ήχοι από την πρώτη ποίηση τής ζωής μας - σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει. |
Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1904)
- Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι; Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα. - Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν. - Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη, και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα. Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα. - Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες· γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους, και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια· γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους. -Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες. -Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κ᾿ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν). Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι; Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. |
Τρώες (1905)
Είν' η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων· είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ' επάνω μας· κι αρχίζουμε νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες. Μα πάντα κάτι βγαίνει και μάς σταματά. Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.- Είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη θ' αλλάξουμε τής τύχης την καταφορά, κ' έξω στεκόμεθα ν' αγωνισθούμε. Αλλ' όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, η τόλμη κ' η απόφασίς μας χάνονται· ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει· κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή. Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος. Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ' αισθήματα. Πικρά για μας ο Πρίαμος κ' η Εκάβη κλαίνε. |
Ούτος Εκείνος (1909)
Άγνωστος - ξένος μες στην Αντιόχεια - Εδεσσηνός γράφει πολλά. Και τέλος πάντων, να, ο λίνος ο τελευταίος έγινε. Με αυτόν ογδόντα τρία ποιήματα εν όλῳ. Πλην τον ποιητή κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία, και τόση έντασις σ' ελληνική φρασιολογία, και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι.- Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία τον βγάζει - το εξαίσιον Ούτος Εκείνος, που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός. Από τις σημειώσεις τού Σαββίδη: ΟΎΤΟΣ ΕΚΕΊΝΟΣ: Φράση από το Ε ν ύ π ν ι ο ν τού Λουκιανού (γενν. 115 μ. X.), ο οποίος, νέος, πείστηκε να προτιμήσει το στάδιο των γραμμάτων, όταν ονειρεύτηκε την Παιδεία να τού υπόσχεται, ανάμεσα σε άλλα : «Αν δε τύχη και ταξιδεύσεις, ούτε εις τας ξένας χώρας θα είσαι άγνωστος και αφανής. Τοιαύτα γνωρίσματα θα σού επιθέσω, ώστε καθείς που θα σε βλέπει θα κινεί τον πλησίον και θα σε δεικνύει με τον δάκτυλον λέγων: ΕΊΝΑΙ ΕΚΕΊΝΟΣ» (μετάφραση Κονδυλάκη). Ο ξενόγλωσσος ήρωας τού ποιήματος είναι φανταστικό πρόσωπο, καταγόμενο από την Έδεσσα τής Μεσοποταμίας. Λίνος: είδος ὐμνου. |
Τα βήματα (1909)
Σ' εβένινο κρεββάτι στολισμένο με κοραλλένιους αετούς, βαθυά κοιμάται ο Νέρων - ασυνείδητος, ήσυχος, κ' ευτυχής· ακμαίος μες στην ευρωστία τής σαρκός, και στης νεότητος τ' ωραίο σφρίγος. Αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει των Αηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο τι ανήσυχοι που είν' οι Λάρητές του. Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί, και προσπαθούν τ' ασήμαντά των σώματα να κρύψουν. Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή, θανάσιμη βοή την σκάλα ν' ανεβαίνει, βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά. Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες, μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται, ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά, ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλο πέφτει γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη, τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων. Σχόλια: Νέρων Αυτοκράτορας της Ρώμης κατά το διάστημα 54-68 μ.Χ. Ο μητροκτόνος Νέρων ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας σε ηλικία 17 ετών μετά τις συνήθεις, στην αρχαία Ρώμη, δολοπλοκίες και δολοφονίες. Κατά τα πρώτα 5 έτη ο Νέρων βασίλευσε με φρόνηση και με επιτυχίες. Στη συνέχεια, όμως, η απίστευτη ματαιοδοξία του και τα ακόλαστα πάθη ταλαιπώρησαν το Ρωμαϊκό λαό με αποκορύφωμα τον εμπρησμό τής Ρώμης και τούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Τελικά έμεινε μόνος απέναντι στην οργή τού λαού και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία... Αηνοβάρβοι: Ο Νέρων ανήκε σ' αυτόν τον οίκο. Λάρητες: Σπιτικοί θεοί των Ρωμαίων, πιθανώς πνεύματα των προγόνων, που λατρεύονταν σε βωμό πλάι στην εστία τού σπιτιού, στο επιλεγόμενο λαράριο, που ήταν στημένα τα ειδώλιά τους. Εριννύες: Στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, οι Εριννύες ήταν τρία φρικιαστικά γυναικεία πνεύματα που κατεδίωκαν ατιμώρητους εγκληματίες. |
Η πόλις (1910)
Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα τής ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.» Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις- δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. 'Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες. |
Τελειωμένα (1911)
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες, με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια, λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε για ν' αποφύγουμε τον βέβαιο τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μάς απειλεί. Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν' αυτός στον δρόμο· ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (ή δεν τ' ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά). Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας, και ανέτοιμους - πού πια καιρός- μάς συνεπαίρνει Σχόλιο: Το ποίημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με το νόημα του "Μάρτιαι Ειδοί". |
Μάρτιαι Ειδοί (1911)
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς. Και όσο εμπροστά προβαίνεις, τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι. Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια· έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις, τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω, εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία, αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα, και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα, είναι μεγάλα πράγματα που σ' ενδιαφέρουν», μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν' αναβάλεις κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τούς διαφόρους που χαιρετούν και προσκυνούν να τούς παραμερίσεις (τούς βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη κ' η Σύγκλητος αυτή, κ' ευθύς να τα γνωρίσεις τα σοβαρά γραφόμενα τού Αρτεμιδώρου. Σχόλια Ο Γ.Π. Σαββίδης από τώρα [Γ. Π. Σαββίδης] στον πρόλογο του, στα Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Εκδόσεις Ίκαρος γράφει: ΜΑΡΤΙΑΙ ΕΙΔΟΙ: Ένας μάντης είχε προείπει στον Ιούλιο Καίσαρα να φυλάγεται την ημέρα των Μαρτίων Ειδών (15 Μαρτίου). Την ημέρα εκείνη, στα 44 π.χ. ο σοφιστής Αρτεμίδωρος μάταια προσπάθησε να τον ειδοποιήσει για την συνωμοσία τού Βρούτου και τού Κάσσιου. |
Τελειωμένα (1911)
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες, με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια, λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε για ν' αποφύγουμε τον βέβαιο τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί. Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν' αυτός στον δρόμο· ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (ή δεν τ' ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά). Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας, και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει Σχόλιο: Το ποίημα αυτό έρχεται σε μια είδους αντίθεση με το νόημα του "Μάρτιαι Ειδοί". Ασ μην ξεχνάμε όμως ότι η ζωή τα χωράει όλα. Όσο μπορείς (1913) Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια τού κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την, στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική. |
Ιθάκη (1911)
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τούς Λαιστρυγόνας και τούς Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τούς Λαιστρυγόνας και τούς Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τούς κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου. Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' εβένους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους. Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη. Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν |
Σοφοί δε προσιόντων (1915)
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται. Φιλόστρατος. Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, VIII, 7. Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα. Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί, πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων. Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. Η ακοή αυτών κάποτ' εν ώραις σοβαρών σπουδών ταράττεται. Η μυστική βοή τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων. Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί. [Γ. Π. Σαββίδης]: Ο Απολλώνιος γεννήθηκε στα Τύανα το 4 π.χ. τής Καππαδοκίας. Αφού σπούδασε ελληνική φιλοσοφία ταξίδεψε πολύ στην Ανατολή και έγινε διάσημος για τις θαυματουργές δυνάμεις του. Η βιογραφία του γράφτηκε σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, από το σοφιστή Φλάβιο Φιλόστρατο - «έργον λίαν αξιοπερίεργον και ανταμείβον τον αναγνώστη του..... Η ανάγνωσις του υπήρξεν δι᾿ εμέ αληθής απόλαυσις....... Τα ποιητικά επεισόδια είναι πολλά, καθιστώντα το βιβλίον αποταμίευμα ποιητικής ύλης» . (Καβάφης, εφημ. Τηλέγραφος Νοέμβριος 1892. Σύμφωνα μ᾿ ένα μύθο εξαφανίστηκε στο ναό τής Αθηνάς στη Λίνδο (τής Ρόδου) ενώ σύμφωνα μ᾿ άλλο μύθο, εξαφανίστηκε στο ναό τής Δικτύννης (Μινωϊκή θεότητα) στην Κρήτη. Πολλά από τα θαύματά του, που διηγείται ο Φιλόστρατος, έχουν καθαρές ομοιότητες με τα θαύματα τού Ιησού Χριστού. Η βιογραφία του Φιλοστράτου θεωρείται ότι βασίστηκε στις αναμνήσεις τού Δάμι, μαθητή τού Απολλωνίου. |
Η διορία του Νέρωνος (1918)
Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε τού Δελφικού Μαντείου τον χρησμό. «Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται». Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί. Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή είν᾿ η διορία που ο θεός τον δίδει για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους. Τώρα στη Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο, αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό, που ήταν όλο μέρες απολαύσεως - στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια... Των πόλεων τής Αχαΐας εσπέρες... Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων... Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί, ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ. Σχόλια: Ο αυτοκράτορας της Ρώμης Νέρων Κλαύδιος παρέμεινε στην εξουσία από το 54 έως το 68 μ.Χ. Το 67 μ.Χ. σε ηλικία 30 ετών βρίσκεται στην Ελλάδα όπου θα συμμετάσχει σε άφθονους αγώνες και φυσικά θα δοθεί σε ποικίλες απολαύσεις, εκμεταλλευόμενος τη δύναμη που τού παρείχε η εξουσία του. Η επίσκεψή του εκείνη τη χρονιά στο Μαντείο των Δελφών θα του προσφέρει ικανοποίηση μέσω της σχετικής προφητείας: «Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται», την οποία ο νεαρός αυτοκράτορας θα ερμηνεύσει λανθασμένα, θεωρώντας πως θα ζήσει μέχρι τα 73 του χρόνια. Την ώρα που ο Νέρωνας ελπίζει για ένα ένδοξο μέλλον και χαίρεται για τις απολαύσεις που γεύτηκε, ο Σέρβιος Σουλπίκιος Γάλβας στα 73 του χρόνια προετοιμάζει, με τις ευλογίες τής Συγκλήτου, ένα επαναστατικό κίνημα κατά τού διεφθαρμένου νεαρού αυτοκράτορα, το οποίο θα οδηγήσει στη δολοφονία ή κατά μία άλλη εκδοχή στην εξαναγκαστική αυτοκτονία τού Νέρωνα. Σχόλιο: Εδώ ο Καβάφης χρησιμοποιεί πολύ εύστοχα τη δραματική ειρωνεία. Η Σατραπεία (1910)Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κ' επιτυχία να σε αρνείται· να σ' εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες. Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κ' ενδίδεις), και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα, και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του, και σε προσφέρει σατραπείες, και τέτοια. Και συ τα δέχεσαι με απελπισία αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει· τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε· την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους. Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης, αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία· και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις. |
Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.) (1920)
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά. Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω κ' είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων που ενώνονταν με τα μυρωδικά των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων. Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός. μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός, «Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει»- (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον το «αλκήν δ᾿ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»), πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα, και φώναξε: «Α δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό. Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες. Δόσε - κηρύττω - στο έργον σου όλην την δύναμί σου, όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει. Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ. Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό - τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό, τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες, τι Επτά επί Θήβας - και για μνήμη σου να βάλεις μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη». Σχόλια [Γ. Π. Σαββίδης]: Σιδών Πλούσια Εξελληνισμένη πόλη στα παράλια της Φοινίκης. Σήμερα ανήκει στο Λίβανο και βρίσκεται σε σχετικά μικρή απόσταση από την Τύρο και τη Βηρυτό. Μελέαγρος: Ελληνοσύρος ερωτικός επιγραμματοποιός και ανθολόγος (περίπου 140-70 π.χ. ) Κριναγόρας: ασήμαντος ελεγειακός και αυλικός ποιητής του 1ου π.χ. αιώνα. Ριανός: ποιητής και φιλόλογος έγραψε έπη και ερωτικά επιγράμματα. Δάτις και Αρταφέρνις: οι ηγέτες των Περσών στη μάχη τού Μαραθώνα (490 π.χ.) κατά την πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Ο Αισχύλος πολέμησε ηρωικά, τραυματίστηκε βαριά, και κινδύνεψε να πεθάνει. Ο Αισχύλος (525-456 π.χ.) πέθανε στην πόλη Γέλα της Σικελίας. Τού αποδίδεται το επίγραμμα που χαράχτηκε πάνω στον τάφο του. «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας∙ ἀλκήν δ' εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος». «Τούτο το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο τού Ευφορίωνα, Αθηναίο, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα· για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος τού Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε». |
Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδῳ (1925)
Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή ο Απολλώνιος ομιλούσε μ᾿ έναν νέον που έκτιζε πολυτελή οικίαν εν Ρόδῳ. «Ἐγώ δέ ἐς ἱερόν» είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών πολλῷ ἄν ἥδιον έν αὐτῷ μικρῷ ὄντι ἄγαλμα ἐλέφαντός τε και χρυσοῦ ἴδοιμι ἤ ἐν μεγάλῳ κεραμεοῦν τε και φαῦλον.» Το «κεραμεούν» και «φαύλον»· το σιχαμερό: που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή) αγυρτικώς εξαπατά. Το κεραμεούν και φαύλον. [Γ. Π. Σαββίδης], Το περιστατικό διηγείται ο Φιλόστρατος, ο οποίος χαρακτηρίζει τον νέο «μειράκιον νεόπλουτόν τε και απαίδευτον. «Ἐγώ δέ ἐς ἱερόν παρελθών πολλῷ ἄν ἥδιον έν αὐτῷ μικρῷ ὄντι ἄγαλμα ἐλέφαντός τε και χρυσοῦ ἴδοιμι ἤ ἐν μεγάλῳ κεραμεοῦν τε και φαῦλον». Μετάφραση «Εγώ, περνώντας από κάποιον ναό, πολύ πιο ευχαρίστως θα έβλεπα μέσα του - και ας ήταν μικρός - ένα άγαλμα χρυσελεφάντινο, παρά σε μεγάλο ναό ένα πήλινο και ευτελές». |
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης (1928)
Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια, τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού, ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης Αριστομένης, υιός τού Μενελάου. Ως τ' όνομά του, κ᾿ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική. Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων. Αγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά. Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος. Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο, κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά. Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε. Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος. Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τούς Έλληνας, έμαθ᾿ επάνω, κάτω σαν τούς Έλληνας να φέρεται· κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά, κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό, ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι. Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά· κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του. |