Οδυσσέας Ελύτης "Ήλιος ο Πρώτος"
ΈΤΣΙ ΣΥΧΝΆ ΌΤΑΝ ΜΙΛΏ ΠΑ ΤΟΝ ΉΛΙΟ
ΜΠΕΡΔΕΎΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΆ ΜΟΥ ΈΝΑ
ΜΕΓΆΛΟ ΤΡΙΑΝΤΆΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΌΚΚΙΝΟ.
ΑΛΛΆ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΒΟΛΕΤΌ ΝΑ ΣΩΠΆΣΩ
Γιάννης Μαρκόπουλος:Δεν ξέρω πια τη νύχτα, τραγουδά ο Σταύρος Πασπαράκης, αφηγητής Γιάννης Φέρτης.
Σχόλια: Με το πρώτο ποίημα της συλλογής ο Ελύτης δηλώνει προγραμματικά, εν μέσω Γερμανικής κατοχής, τη θέλησή του η οποία γενικά είναι και ένας όρος τής Ποιητικής του, τα ποιήματα του να μην αναπαράγουν την πραγματικότητα, θεωρώντας ότι και η φαντασία η οποία και αυτή είναι μέρος της Πραγματικότητας, μπορεί να αντιπαλέψει καταστάσεις επιβεβλημένες από την Ανάγκη.
Αποποιείται τη σκοτεινιά τη νύχτα «φοβερή ανωνυμία θανάτου» και επικαλείται το φως, το λάμπος τού Έσπερου, το αεράκι ενός νησιού, τη θάλασσα. «Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια» ένας έμμεσος τρόπος αντίδρασης και στη μαυρίλα τού πολέμου. |
ΙΔεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου Στον μυχό τής ψυχής μου αράζει στόλος άστρων. Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται Ν᾿ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο Τής σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα. Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ᾿ αρνιέται Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ᾿ άστρα Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ᾿ ουρανού Εξόν κι αν είναι τ᾿ όνειρο που με ξανακοιτάζει Με δάκρυα να διαβαίνω τής αθανασίας τη θάλασσα Έσπερε κάτω απ᾿ την καμπύλη τής χρυσής φωτιάς σου Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια. |
ΙΙ
Σώμα τού Καλοκαιριού
Σχόλια: Το «σώμα του καλοκαιριού» που θυμίζει «τη θητεία τού καλοκαιριού» τής προηγούμενης ποιητικής συλλογής των "Προσανατολισμών" μάς εισάγει στον "ἡλιοκεντρισμό" τής ποιητικής τού Ελύτη, στην μεταφυσική τού φωτός, όπως την αποκαλεί ο ίδιος. Λέει: «Όταν λέω Ηλιακή μεταφυσική εννοώ τη μεταφυσική τού φωτός ένα δύσκολο θέμα για να εκλαϊκευτεί. Το "ηλιακή", το χρησιμοποιώ για να δείξω την πυρηνική διαμόρφωση τού ποιήματος κάτι δηλαδή που αφορά όχι μόνο το περιεχόμενο τού ποιήματος, αλλά και την τεχνική. Ο ποιητής πρέπει να συντονίζει τη θεωρία και την πράξη, δηλαδή η θεωρία του να φανερώνεται στο έργο.
Αν φανταστεί κανένας τη συνείδηση στη θέση τού ήλιου από το ένα μέρος και από το άλλο όλους τούς άλλους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός έργου, (εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές, σκέψεις) στη θέση των πλανητών, θα δει ότι η κίνηση που παρουσιάζει αυτό το σύνολο, προσλαμβάνει την κίνηση ενός ηλιακού συστήματος. Έτσι το φως που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα μεγαλύτερης ορατότητας, που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα από την ύλη και μέσα από τη ψυχή» Πραγματικά δύσκολο να κατανοηθεί, νομίζω. Δεν ξέρω πόσο η εκλαΐκευση θα βοηθούσε. Η μεταφυσική είναι πέραν από τον ορθό λόγο, προς τον οποίο περίεργο, με κάθε ευκαιρία ο Ελύτης δηλώνει την αντιπάθεια του. Αν θέλεις να πας κόντρα στις συμβάσεις και τις κατεστημένες αντιλήψεις, ποιητικές ή κοσμικές, αν θέλεις να δώσεις προτεραιότητα στις αισθήσεις, στον έρωτα στα συναισθήματα την πνευματική ζωή, ενάντια στο επικρατούν πνεύμα τής ανάπτυξης, τής με κάθε μέσον και οποιασδήποτε αισθητικής ευημερία, ο ορθός λόγος και όχι η μεταφυσική, εξακολουθεί να είναι το εργαλείο. Οι αισθήσεις τα συναισθήματα δεν έχουν στατικό χαρακτήρα οξύνονται με την επεξεργασία από τον εγκέφαλο των πρωταρχικών στοιχείων. Αν πρώτα λχ. δεν συλλάβεις με το νου την μοίρα των αδύνατων, τη μοίρα των ζώων, δεν μπορείς να αναπτύξεις αισθήματα πόνου, συμπάθειας, ενσυναίσθησης για αυτά. Κόντρα στον Ελύτη, πιστεύω ότι ο Ελύτης είναι ένας ποιητής που χρησιμοποιεί τον ορθό λόγο, αλλά τον στρέφει ενάντια στις κατεστημένες αντιλήψεις. Αν στρέφεται κατά τού ορθολογισμού τής Ευρώπης, είναι ο τρόπος που η Ευρώπη χρησιμοποίησε τον ορθό λόγο, πόλεμοι, ανάπτυξη και πάλι ανάπτυξη, αλλοτριώνοντας και δημιουργώντας ανάγκες αμφιβόλου αξίας. Νομίζω ότι και η μεταφυσική τού φωτός και η "Ελληνικότητα" είναι ιδεολογήματα που στην περίπτωση τού Ελύτη δεν έχουν σημασία, γιατί ο Ελύτης είναι Μεγάλος ποιητής. Για το φως για να σχηματοποιήσω, δεν νομίζω ότι στην Ιταλία δεν θα έγραφε τόσο υψηλή ποίηση, πιθανόν σε μια χώρα του Βορά ναι. Όσο για την "Ελληνικότητα" και στην Ιταλία θα έβρισκε παράλληλα πρότυπα, τού Θεόφιλου, τής βρύσης τού Μαυρογένη, τού Σολωμού...... Στο παραπάνω ποίημα η δύναμη τού φωτός, τού ήλιου, δηλώνεται από το «Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο», και το τραγούδι τής σειρήνας, και στο τέλος με τούς στίχους: «Όμως και πίσω απ᾿ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος» |
Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους Τής γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά Και πλάι απ᾿ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο. Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ᾿ αυτιά του Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του Σαύρες γλιστρούν στη χλόη τής μασχάλης Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε: Ω σώμα τού καλοκαιριού, γυμνό, καμένο Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι Σώμα τού βράχου και ρίγος τής καρδιάς Μεγάλο ανέμισμα τής κόμης λυγαριάς Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες Σώμα βαθύ πλεούμενο τής μέρας! Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια τού χιονιά Που μελανιάζει στα βαθιά μ᾿ αγριεμένα κύματα Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών Όμως και πίσω απ᾿ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός. |
ΙΙΙ
Γιάννης Μαρκόπουλος: Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη, τραγουδά η Μαρία Δημητριάδη.
«Απόηχους αυτού του ποιήματος ξαναβρίσκουμε εμπλουτισμένους στο κορυφαίο έργο του, που θα ακολουθήσει, "το Άξιον Εστί" αυτή την μεγαλειώδη σύνθεση.
Όπως σωστά νομίζω υπογραμμίζει ο Μάριο Βίττι οι στίχοι: «Από το αίμα τής αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη Φτάνοντας ως τη μνήμη τής ελευθερίας». δεν θα πρέπει να συνδυαστούν απαραίτητα με την κατάσταση τής ανελευθερίας τής Κατοχής, όσο γενικά με το αίτημα τής ελευθερίας από κάθε καταναγκασμό. Γι αυτό και στην αρχή τού ποιήματος η έκφραση «στις καθημερινές μου Κυριακές», καθώς η Κυριακή είναι η πιο ελεύθερη μέρα, απαλλαγμένη από τούς καταναγκασμούς των καθημερινών. |
Μέρα στιλπνή αχιβάδα τής φωνής που μ᾿ έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές Ανάμεσ᾿ από των γιαλών τα καλωσόρισες Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο Άπλωσε μια πρασιά στοργής Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του Ν᾿ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος Από το αίμα τής αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη Φτάνοντας ως τη μνήμη τής ελευθερίας. Είπα τον έρωτα την υγεία τού ρόδου την αχτίδα Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά. Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα. |
V
Σχόλια: Η πρώτη στροφή μια ευφορία Φύσης και αισθημάτων. Η δεύτερη ευαγγελίζεται μια κατάσταση ευτυχίας ενάντια σε ό,τι καταστέλλει την πραγμάτωση τής ελευθερίας και των επιθυμιών, καταργώντας ό,τι είναι περιοριστικό.
|
Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα
Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά Η στεριά σκαμπανεβάζει Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο. Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής Εκεί να γείρουμε το μέτωπο Τ᾿ αστραφτερά μας πράγματα να ᾿ναι κοντά Στην πρώτη απλοχεριά τού πόθου Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη τής ημέρας Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός τής γης. |
VII
Γιάννης Μαρκόπουλος: Κάτω στης Μαργαρίτας τ᾿ αλωνάκι, τραγουδά η Μαρία Δημητριάδη.
Σχόλια: Εδώ έχουμε ένα ποιητικό ευαγγελισμό φυτικού κόσμου, (στάχυα ψηλά), ζωικού κόσμου, (μελισσόπουλα, άλογα), (Αμαξάδες, αγοροκόριτσα).
Ποιητικός ευαγγελισμός, μια ευχή· πόσο μακριά από την πραγματική κατάσταση τής "συνύπαρξης" τού ανθρώπου με τα ζώα. Γι αυτούς τούς απόκληρους τού κόσμου τα ζώα, όχι «πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμάρινες», αλλά φάρμες θανάτου, βασανισμού κακοποίησης, παραβίαση τής φύσης τους, και τέλος σφαγή. |
Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό. Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι τού οίστρου Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες Στο λάδι της κατηφοριάς τ᾿ αλόγατα βουλιάζουν Τ᾿ αλόγατα ονειρεύονται Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ᾿ αυτιά τους Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους. Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει Απ᾿ τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά! |
VIII
Σχόλια: Και πάλι κυριαρχεί ο μετασχηματισμός τού "κακού" σε "καλό". Ποιητικές μεταμορφώσεις. Όμως "η ισόβια θάλασσα" το "αμάραντο πέλαγος" όσο κι αν μετασχηματιστούν ποιητικά, όσο κι αν ο ποιητής θελήσει από «το στόμα τους στην κορυφή», στην επιφάνεια, να ρέει η αγάπη, στο εσωτερικό συντελούνται ἱσόβια όλα τα αποτρόπαια ( το αλληλοφάγωμα των ψαριών και άνθρωπός παρών να βαπτίζει την βαρβαρότητα "ανάγκη"), το αμάραντο λοιπόν πέλαγος γίνεται πεδίον θανάτου. Οι ρομαντικές εικόνες θάλασσας, δάσους γενικά πρέπει να διαβάζονται και πιο βαθιά. Ποιητική αισιοδοξία από τον Ελύτη; που πολύ κατηγορήθηκε γι αυτήν από κριτικούς και που έντονα αποποιήθηκε. Το όνομα το αγαπημένο, δυο φορές αναφέρεται στην αρχή και το τέλος τού ποιήματος, δεν αποκαλύπτεται.
|
Έζησα τ᾿ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο τής γιαγιάς ελιάς Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας. Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον. Έρχονται χελιδόνια τα μωρά τού ανέμου Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή Το φόβητρο τού ονείρου γίνεται όνειρο Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ᾿ ουρανού. Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα Στην κορυφήν όπου προβάλλ᾿ η αγάπη σου Βλέπω τη θέληση τής νύχτας να ξεχύνει τ᾿ άστρα Τη θέληση τής μέρας να κορφολογάει τη γη. Σπέρνω στους κάμπους τής ζωής χίλια μπλαβάκια Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη Και ξέρουν ν᾿ ατενίζουν τούς βαθιούς ορίζοντες Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά. Χάραξα τ᾿ όνομα το αγαπημένο Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας. |
X
Γιάννης Μαρκόπουλος: Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο, τραγουδά η Μαρία Δημητριάδη, Χορωδία (Μέλη τής χορωδίας Αινιάν)
|
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες. Μπράτσο τού πεύκου γλώσσα τού ψαριού Αδερφάκι του σύννεφου! Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο, Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι. Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες, Τα πιο χρωματιστά. Βαθιά βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου, Ψηλά ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο Και πέρα πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα. Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη, Το πρωινό λουτρό της το φύλλο τής φραγκοσυκιάς, Το γεφυράκι στη στροφή τού δρόμου Αλλά και τ᾿ αγριοχαμόγελο. Σε μεγάλους χτύπους δέντρων. Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα. Εκεί που ανοίγει ο αχινός τούς γρίφους του νερού, Εκεί που τ᾿ άστρα προμηνούν τη θύελλα Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο. Παντελονάκι αέρινο, Στήθος του βράχου κρίνο του νερού. Μορτάκι του άσπρου σύννεφου! |
ΧΙΙΙ
Σχόλια: Μια δοξαστική περιγραφή για το Καλοκαίρι, που ξαφνικά καταλήγει αλαζονικά στους δύο τελευταίους στίχους. Η αλαζονεία επιτείνεται με το "ένα και δυο":
«Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ᾿ εμείς». Γι αυτούς τους στίχους και τούς παρακάτω από το ποίημα ΧVII : Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή Δίχως ν' αστροπελεκιστεί απ᾿ το θάνατο Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο Και θα γεννηθεί Εκείνος θα ᾿χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες Μα θα είναι νέος Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού ο Γιώργος Σαββίδης γράφει στην εισαγωγή του για τα "Ποιήματα και πεζά " τού Καρυωτάκη σελίδα νζ΄, ότι «Ο Ελύτης αγγίζει τα όρια τής ύβρεως» και παρακάτω δημοσιεύει ένα απόσπασμα από ένα κείμενο τού Αργυρίου στην "Επιθεώρηση τέχνης" το εξής: «Αν χρειάστηκε να αποτινάξουμε το πνεύμα τού Καρυωτάκη, ποιος φταίει αν μερικοί νόμισαν ότι απαιτείται να αποτινάξουμε και τον ανθρώπινο σπαραγμό, όταν η ζωή δεν είναι μόνο θαύμα και νεανική μέθη, αλλά και θάνατος και απελπισία και απόγνωση, για ό,τι γύρω μας και μέσα μας είναι περιορισμός;» |
Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές
Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ᾿ αλώνια Που καμώνουνται το γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα. Οι ζωγραφιές τού ανάστα ο Θεός Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τους Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια Και τα τζιτζίκια, τα τζιτζίκια μες στ᾿ αυτιά των δέντρων. Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια Των βράχων φυσαρμόνικες Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη τού κακού ψαρά Ξέρες περήφανες στις πετονιές τού ήλιου. Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα τού ήλιου θα την πούμ᾿ εμείς. |
XIV
Σχόλια: Εδώ σ᾿ αυτό το ποίημα η ποιητική "μαγεία" ξεπερνά και τη σκληρή γνώση.
«Μια πεταλούδα πέταξε απ᾿ τα στήθια μας Ήτανε πιο λευκή απ᾿ το μικρό λευκό κλαδί τής άκρης των ονείρων μας Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε». Αχ, ζωή πεταλουδίσια. |
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τούς ήλιους τα σκυλιά μας Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τούς αιώνες. Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια. Μια πεταλούδα πέταξε απ᾿ τα στήθια μας Ήτανε πιο λευκή απ᾿ το μικρό λευκό κλαδί τής άκρης των ονείρων μας Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε. Το βράδυ ανάψαμε φωτιά Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω: Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας λέγε μας τη ζωή. Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ᾿ τα χέρια Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το ᾿χουμε νιώσει Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε Είμαστε από καλή γενιά. |
XVI
Σχόλια: Το ποίημα αυτό νοηματικά είναι πολύ κοντά στο Αριστουργηματικό Ι, από τα Πάθη τού Άξιον Εστί , μόνο που ενώ στο ποίημα εδώ, αυτοί που προπορεύονται είναι στο εμείς, στο ποίημα τού Άξιον Εστί την ευθύνη να προπορεύεται την αναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής (το εγώ), χλευαζόμενος από τούς "νέους Αλεξανδρείς" (τούς νέους τής παρακμής)
|
Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο Και μάς λιθοβολούν και μάς φωνάζουν Αεροβάτες Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας Ένας Θεός το ξέρει. Φίλε μου όταν ανάβ᾿ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη Βλέπω το δέντρο τής καρδιάς που απλώνεται Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη Που όλο παρακαλείς Κι όλο δεν κατεβαίνει Χρόνια και χρόνια Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα. Κι όμως τού πόθου τ᾿ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου. Δώσε το χέρι σου — πριν συναχτούν πουλιά Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε Πως επιτέλους φάνηκε να ᾿ρχεται από μακριά Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα! Πάμε μαζί κι ας μάς λιθοβολούν Κι ας μάς φωνάζουν αεροβάτες Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε! |
ΧVII
Γιάννης Μαρκόπουλος: Ζωγραφιές Ηράκλειες, τραγουδά η Μαρία Δημητριάδη. Χορωδία (Μέλη τής χορωδίας Αινιάν)
|
Έπαιξα με το χιόνι τού Χελμού
Μαύρισα μες στης Λέσβος τούς ελαιώνες Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη. Τόποι που με τού φεγγαριού το αλησμονάνθι Και με τού ήλιου τούς χυμούς με θρέψατε Σήμερα ονειρεύομαι για σάς Μάτια που να σάς συντροφέψουν μ᾿ ένα φως καλύτερο. Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας Ζωγραφιές ηράκλειες. Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή Δίχως ν᾿ αστροπελεκιστεί απ᾿ το θάνατο Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο Και θα γεννηθεί Εκείνος θα ᾿χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες Μα θα είναι νέος Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού Που χύνεται από το πλευρό τής μέρας Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη. |