Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)
Περιεχόμενα Σελίδων (Link)
Περιεχόμενα σελίδας
.Από τη συλλογή: "Ο πόνος του Ανθρώπου και των πραγμάτων" [1919]
Μυγδαλιά Χαμόγελο Αγάπη Από τη συλλογή. Νηπενθή Δον Κιχώτες Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες Υστεροφημία Όλα τα πράγματα μου έμειναν.... Τι νέοι που φτάσαμε εδώ.... Ένα σπιτάκι Λύπη ας ερχόταν ή χαρά...... Μίσθια δουλειά Σύμβολα .... Βράδυ Είμαστε κάτι ..... Ανδρείκελα Στο άγαλμα τής Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο Εις Ανδρέαν Κάλβον Αποστροφή Όλοι μαζί... Δημόσιοι υπάλληλοι Ο Μιχαλιός Υποθήκαι Ωχρά σπειροχαίτη Δελφική εορτή Δυστυχία Μικρή συμφωνία σε Α Μείζον Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο Ιδανικοί αυτόχειρες Δικαίωσις Από τα τελευταία κείμενα Αισιοδοξία Πρέβεζα Το τελευταίο σημείωμα |
Ο Καρυωτάκης είναι ποιητής τής γενιάς τού 20, (Συμβολιστές: Ουράνης, Λαπαθιώτης, Παπανικολάου, Άγρας) και με την ποίηση του τελειώνει και η ποίηση όπως την ξέραμε από την εποχή τού Παλαμά. Ο πυροβολισμός τής Πρέβεζας το 1928, σηματοδοτεί και μια στροφή στην Ελληνική ποίηση με κύριους εκπροσώπους τούς ποιητές τού υπερρεαλισμού Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο και τής νέας ποίησης με τον Σεφέρη, τον Ελύτη, το Ρίτσο κ.α. Το κλίμα τού "Καρυωτακισμού" (τής γραφής κατά τον τρόπο του Καρυωτάκη), δεν άφησε κανένα σημαντικό έργο. Όμως υπόγειες επιδράσεις υπάρχουν στα έργα των νεώτερών του, άλλοτε σαφείς, όπως στον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη και τον Σεφέρη (στον τελευταίο κυρίως ως προς το κλίμα και όχι την τεχνική. "Αρνητική επίδραση" θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει στον πρώτο Ελύτη των "Προσανατολισμών" και τού "Ήλιου τού Πρώτου". Νομίζω ότι ο όρος "Αρνητική επίδραση" που έχει χρησιμοποιηθεί από κριτικούς, δεν έχει νόημα. Το φάσμα τής ποίησης, δυνάμει εμπεριέχει όλα τα συναισθήματα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Ελύτης γράφει τα αριστουργήματα των "Προσανατολισμών¨ από αντίδραση στο ποιητικό κλίμα τού Καρυωτάκη;
Σίγουρα υπάρχουν επιδράσεις και σε πολλούς άλλους ποιητές, όπως τις ανιχνεύει ο Γιώργος Σαββίδης στη μελέτη του, στην εισαγωγή τού βιβλίου "Ποιήματα και Πεζά" τού Καρυωτάκη, εκδόσεις Ερμής. Πάντως πιστεύω, ότι οι επιδράσεις αυτές είναι πολύ δύσκολα ανιχνεύσιμες, γιατί η γλώσσα, τα συναισθήματα δεν είναι ένα άπειρα, και όσο διακριτές κι αν είναι οι προσωπικότητες των ποιητών, θα υπάρχουν τομείς που οι ποιητικοί κύκλοι θα αλληλοτέμνονται. Επίσης η ανίχνευση αυτή των επιρροών είναι ολισθηρή και κρύβει πολλές φορές παγίδες. Νομίζω μεγαλύτερη σημασία έχει αν η ποίηση μπορεί να είναι ζωντανή να συγκινεί νεώτερες γενιές, και με πιο τρόπο την ποίηση, στην συγκεκριμένη περίπτωση τού Καρυωτάκη, την υποδέχθηκαν ή έκριναν το δυναμισμό της, οι ομότεχνοι και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι. Στο επόμενο κείμενο στηριζόμενος πάνω στην πολλή καλή δουλειά που έχει κάνει ο Γιώργος Σαββίδης, ως προς τις επιδράσεις θετικές ή αρνητικές, κυρίως πάνω στους μείζονες ποιητές τής γενιάς του 30, και την συγκέντρωση πολλών κρίσεων ομοτέχνων κριτικών και διανοουμένων, πάνω στην ποίηση τού Καρυωτάκη, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω τα κύρια σημεία της έρευνας του αλλά και να διαφωνήσω με κάποιες κρίσεις του, με όλο το σεβασμό που τού τρέφω. |
Ξαναδιαβάζοντας τον Καρυωτάκη μέσα από την εισαγωγή του Γιώργου Σαββίδη στο βιβλίο Κ. Γ. Καρυωτάκης "Ποιήματα και πεζά" εκδόσεις Ερμής 1975
Ο Γιώργος Σαββίδης ο οποίος είχε την επιμέλεια τής έκδοσης " Ποιήματα και πεζά" τού Κ. Καρυωτάκη εκδόσεις "Ερμής" 1975, γράφει στην εισαγωγή του, ότι «αυτή η εισαγωγή δεν γράφτηκε με σκοπό να εισαγάγει τον αναγνώστη στην ποίηση τού Καρυωτάκη γιατί αυτό το έχει κάνει με ανυπέρβλητο τρόπο από το 1938, ο ποιητής Τέλλος Άγρας».
Παρακάτω γράφει: «Ωστόσο, σκοπός τού προλόγου μου δεν είναι ούτε ή αυτάρεσκη ομολογία μιας προσωπικής αδυναμίας ανανέωσης τής κριτικής, πολύ λιγότερο δε ή πονηρή συγκάλυψή της με την υπεροπτική διαπίστωση μιας ομαδικής κριτικής ανεπάρκειας. "Αν θεώρησα απαραίτητο να προβώ στις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, τούτο οφείλεται κυρίως στην ανησυχία μήπως παρασυρθούμε σε ένα ολίσθημα πολύ σοβαρότερο: να μετατοπίσουμε την ανεπάρκεια τού κριτικού στον ίδιο τον ποιητή. Αφορμή της ανησυχίας αυτής είναι ή έξης περικοπή από πρόσφατη επιφυλλίδα τού Αλέξη Αργυρίου (Βήμα 20 Νοεμβρίου 1971)»: |
"Μπορεί σήμερα το έργο τού Καρυωτάκη να εμψυχώσει νεότερες κριτικές συνειδήσεις; "Αν αυτό δεν συμβεί τα αμέσως προσεχή χρόνια, ο φάκελος Καρυωτάκη θα κλείσει οριστικά και το πρόβλημα θα περιοριστεί στις γραμματολογίες, οπού, τότε, φυσικά μόνο θα ανήκει."»
Ο Σαββίδης διαφωνώντας με την άποψη τού Αργυρίου, υπερασπίζεται τον δυναμικό χαραχτήρα ενός ποιητικού έργου, και τονίζει πως ένα κείμενο ζει, όσο το κοιτάζουν έστω και δυο μάτια, και πως ένα κείμενο συνεχίζει την μυστική ζωή του, διαμέσου των έργων άλλων δημιουργών, που δέχτηκαν την επίδρασή του.
Αφού δηλώσει, και είναι άλλωστε κοινά αποδεχτό από την λογοτεχνική συντροφιά, ότι πρέπει να αποκλείσουμε τον "Καρυωτακισμό", δηλαδή τις χαμηλές και επιφανειακές μιμήσεις τού Καρυωτάκη, προβαίνει σε μια δήλωση που τουλάχιστον, εμένα με ξάφνιασε, διαφωνούντα πέρα για πέρα: «καιρός είναι να πάψει να μάς απασχολεί ή σπειροχαίτη τού Καρυωτάκη (όπως δεν μάς απασχολεί τού Νίτσε ή τού Βιζυηνού) και ακόμα λιγότερο ή αυτοκτονία του (όπως δεν μάς απασχολεί τής Σύλβιας Πλαθ ή τού Περικλή Γιαννόπουλου), και να στραφούμε προς τα ποιήματα και τα πεζογραφήματά του — σαν να τον είχε κόψει το πράσινο τραμ δίπλα στο πατρικό του στην οδόν Πειραιώς ή σαν να είχε μείνει στον τόπο από εγκεφαλική συμφόρηση όταν πήγε εκδρομή στην Λευκάδα».
Είναι δυνατόν ένα έργο τού Καρυωτάκη, που σφραγίζεται και "ολοκληρώνεται" ως προς την αλήθεια του, από την αυτοκτονία του, να κριθεί ανεξάρτητα από αυτήν; Πως είναι δυνατόν να κριθεί η ποίηση του, όταν από τις χαραμάδες της μπαινοβγαίνει ο θάνατος;
«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο τού νου».
………………………………………………
«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια τής σιγής»,
γράφει στην αυτοσαρκαστική "Αισιοδοξία"
Πως θα αγνοήσουμε ή θα κρίνουμε το ποίημα "Ωχρά Σπειροχαίτη" άμεση αναφορά στο πρόβλημα:
Ωχρά Σπειροχαίτη
Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη....
Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για να ᾿μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.
Το λογικό, τα αισθήματα, μάς είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε τού κάθε συνετού.
Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν᾿ αφηνόμεθα στα χέρι τού Θεού.
Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα,
Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
— ω, κωμωδία! — το θάμπωμα, τ᾿ όνειρο, την αχλύ.
...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό τού μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μάς έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Την άβυσσο που ερχόταν την έβλεπε και την υπαινίσσεται και στο ποίημα "Υποθήκαι", αναφερόμενο σε ένα άλλο ποιητή το Ρώμο Φιλύρα, που λίγο πιο νωρίς από την αυτοκτονία του, την Άνοιξη τού 1927 έχασε τα λογικά του χτυπημένος από τη σύφιλη κι αυτός.
Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα.
ΥΠΟΘΉΚΑΙ
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
τού δίνουν όψη ν’ αρέσει.
Τού δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα. (1)
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
(1) Αναφορά στους εξής στίχους του Φιλύρα (1889-1942):
Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο
που τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστο σου πόθο;
Α, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!
(«Μοίρα άγει»)
Ο Πέτρος Χαρτοκόλλης ψυχίατρος, στο βιβλίο του "Ιδανικοί Αυτόχειρες" με υπότιτλο "Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν" εκδόσεις Εστία αναφερόμενος στον Καρυωτάκη, στον οποίον διάκειται μάλλον αρνητικά, παραθέτοντας μόνο τις αρνητικές κριτικές για το έργο του, γράφει: «Νομίζω ωστόσο, πως ήταν περισσότερο η αδυναμία του να αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία παρά η στέρηση τής γυναικείας αγάπης. Ο Καρυωτάκης συνδέθηκε ερωτικά με τη νεαρή ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, εκείνη τον ερωτεύτηκε σφοδρά, και αυτός ανταποκρίνεται».
Και ρωτώ εγώ. Που οφείλεται λοιπόν «η αδυναμία του να αγαπήσει»; Κατά το στενό του φίλο Χ. Σακελλαριάδη, γράφει παρακάτω ο Χαρτοκόλλης, « ο Καρυωτάκης δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις με τη νεαρή φίλη του». Γιατί; Την αιτία την οποία υποψιαζόμαστε, την επικυρώνει η Λιλή Ζωγράφου, στο βιβλίο της, "Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή τής αμφισβήτησης" όπου γράφει: «Κατά την Πολυδούρη, ο λόγος που ο Καρυωτάκης απέρριψε την πρόταση της να συζήσουν, ήταν το χρόνιο αφροδίσιο νόσημα, από το οποίο εκείνος έπασχε».
Πως λοιπόν μπορείς να διαβάσεις τον Καρυωτάκη, χωρίς την "ωχρά σπειροχαίτη", χωρίς την αυτοκτονία του;
Είναι σα να θέλεις να διαβάσεις το εκπληκτικό βιβλίο "Κοινόβιο" τού Μάριου Χάκκα, και εν μέρει τον "Μπιντέ" αφήνοντας έξω, το φλερτ του με το θάνατο κατά τη διάρκεια τής γραφής του. Η Βιρτζίνια Γουλφ, μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα από την κατάθλιψη της, η οποία την οδήγησε κι αυτή στην αυτοκτονία. Στο αριστούργημά της "Η κυρία Νταλογουέι" όλο το ψυχικό της φορτίο το μεταθέτει στον ήρωά της, τον "Σέπτιμους¨.
Επίσης από την εξομολόγηση τού φίλου τού Καρυωτάκη Ν. Λαΐδη (Βραδυνή 10/12/1931 "Ο Καρυωτάκης Φαρσέρ" ), που αποσπάσματά της αναδημοσιεύονται στο περιοδικό Ποιείν (http://www.poiein.gr/archives/ ), σε κείμενο τού Ηρακλή Κακαβάνη: "Αριστερά και Καρυωτάκης" Γ' μέρος «Για την αρρώστια είχε μιλήσει ήδη τρεις φορές ο ποιητής (δύο με την ποίησή του και μία στην επιθανάτια επιστολή). Με πολύ διακριτικό τρόπο, όπως αρμόζει σʼ ένα φίλο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύφιλη ήταν ένα κοινωνικά στιγματισμένο νόσημα, αναφέρεται στο ρόλο της στην αυτοκτονία του Κ. Καρυωτάκη, ο φίλος του Ν. Λαΐδης»:
«Είναι μια αλήθεια τραγική, ότι ο κρότος τής σφαίρας που έθεσε τέρμα στην πονεμένη ζωή τού ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, τού καλύτερου ποιητή ανάμεσα στους νέους, εξύπνησε στους Έλληνες διανοούμενους το όψιμο ενδιαφέρον για τον ποιητήν αυτόν που ατύχησε στη ζωή του, όσο ευτύχησε στην τέχνη του και στη "μετά θάνατον" ζωή τής ποιήσεώς του. Ο σεμνός αυτός νέος, σα να ήθελε να φυλάξει αυτή τη ζωή, για να την διαθέσει ο ίδιος, μοναχός του, όταν θα το έκρινε και θα το αποφάσιζε στο θάνατο. Εφρόντισε να φύγει από τον κόσμο, ακριβώς τη στιγμή που φοβήθηκε ότι δεν θα μπορούσε, μοιραία πια, να περάσει απαρατήρητος, τη στιγμή που η έξοδός του από την αίθουσα τής ζωής, δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να προκαλέσει την προσοχή. Ο Καρυωτάκης έκανε την ηρωική του έξοδο προτού να κινδυνεύσει να μπει στον πειρασμό να χαρεί τη ζωή τής φήμης του, που γεννιόταν. Εκοίταζε να φύγει μιαν ώρα αρχύτερα, μόνο και μόνο για το "ασκανδάλιστον". Γιατί φοβήθηκε ότι θα βρισκόταν μια στιγμή στη θέση τού ανθρώπου, που ενώ νομίζει ότι είναι μόνος του, σε μιαν ερημιά, γυρίζοντας το κεφάλι, βλέπει ότι χίλιοι περίεργοι, που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί εν αγνοίᾳ του, έχουν κάνει κύκλο γύρω του και τον παρακολουθούν με γούστο ή με μια προσβλητική, με μιαν αδιάκριτη συμπάθεια. Και κοίταξε να φύγει μακριά από την ενοχλητικήν αυτή περιέργεια. Α! πώς φθονούσε τη στιγμή εκείνη την τύχη των "άδοξων ποιητών των αιώνων", που τούς είχε αφιερώσει την ωραία μπαλάντα του. Μα ήταν πια αργά. Οι "μελλούμενοι καιροί" δε θα πούνε ποιος "άγνωστος ποιητής" έγραψε τη μπαλάντα στους άδοξους. Ο Καρυωτάκης θα είναι όχι απλώς γνωστός, θα είναι δοξασμένος
»Ουσιαστικά ο Ν. Λαΐδης δίνει την απάντηση, γιατί ο Κ. Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, με έναν πολύ ευγενικό μα ταυτόχρονα ουσιαστικό λόγο. Είχε προηγηθεί ο Κλ. Παράσχος: «Ο ποιητής μαθαίνει για την αρρώστια του το 1922 και ξέρει ακριβώς την εξέλιξή της. Πριν το μοιραίο τέλος, το ψυχιατρείο. (Είναι γνωστό σε όλους τι σημαίνει σύφιλη. Η λογοτεχνική κοινότητα έχει το παράδειγμα τού Βιζυηνού και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα Ευρωπαίων λογοτεχνών). Επιδρά στον ψυχισμό του, αλλά και στην ποιητική του παραγωγή. Υπάρχει μια περίοδος ποιητικής σιωπής. Το 1927 για τον ίδιο λόγο καταλήγει στο ψυχιατρείο ο Ρώμος Φιλύρας, με τον οποίο ο Καρυωτάκης επικοινωνεί ποιητικά στο ποίημα "Υποθήκαι"»
Ας επανέλθουμε, μετά αυτή την λοξοδρόμηση, στην εισαγωγή του Γιώργου Σαββίδη.
Παραθέτει ο Σαββίδης, τα εξής από την ίδια επιφυλλίδα τού Αργυρίου στο Βήμα το 1971: «Το ποιητικό αυτό καθεστώς, πού ονομάστηκε Καρυωτακισμός, σε λιγότερο από μια δεκαετία είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας ελάχιστα ίχνη και κανένα "έργο". Δηλαδή οι εκφραστικοί τρόποι τού Καρυωτάκη δεν γονιμοποίησαν άλλες ποιητικές συνειδήσεις. Σε μεταγενέστερους ποιητές το πράγμα είναι ακόμη πιο σαφές. Το έργο τους κινείται σαν να μην υπήρξε ποτέ ο "κόσμος" και ή "ποιητική" τού Καρυωτάκη . .» (Οι υπογραμμίσεις τού ίδιου τού Σαββίδη)
Και σαν αντιπαράθεση στην κρίση τού Αργυρίου παραθέτει τη μαρτυρία ενός συνομήλικου λογίου, και ποιητή τού Γιάννη Δάλλα ("Η διάρκεια τού Καρυωτάκη — μια επανεκτίμηση " Ενδοχώρα 1965):
«Μεσολάβησε ένας άλλος πόλεμος και μια άλλη καταστροφή· και αυτή μ’ εσωτερικούς πατάγους εκπτώσεων. Κι ενώ ο ίδιος χάθηκε στο υπέδαφος μιας εποχής αγεώργητης από τα σύγχρονα γεγονότα, ή διάψευσή του συνάντησε τη δική μας διάψευση και ή γυμνή έκφρασή του ζήτησε επιτακτικά τη συνέχεια και την ολοκλήρωσή της. Για να επισημάνομε τις πιο χαρακτηριστικές συνέχειες, ο μισός λόγος του:
«Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,
πού ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο»
έγινε σκηνοθεσία σπάγκων πού σπρώχνουν τα σώματα στην ερωτική σύμβαση· οι μελαγχολικοί κήποι και τα δωμάτιά του (έγιναν), μικρά θηριοτροφεία, πεζοδρόμια και αποκριές τού μεταπολεμικού κολασμού, στη σύγχρονη μυθολογία τού Σαχτούρη. Και το ερώτημα για τούς χαμένους εφήβους του:
Να ’ναι όλοι εκεί στο μόλο;
καθώς και ή συναίσθηση τής πρόωρα κομμένης φωνής, γίνονται προεκτάσεις αποχαιρετισμών δίπλα στα σφυρίγματα των καραβιών, αντιλήψεις μιας ακαταξίωτης ιστορικής στιγμής:
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια,
Αυτοί πού θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
και προπαντός ή γραφειοκρατική γλώσσα προάγεται σε "κομματική", κατά το αίτημα τής διαλεκτικής τών σύγχρονων ιδεολογικών αγώνων, στη συνείδηση τού Αναγνωστάκη.»
Γνώμη τού Αντρέα Καραντώνη: « ό Καρυωτάκης εξέφρασε μια "πτυχή τής βαθύτερης υπαρξιακής οδύνης. ’Έτσι . . . αντιπροσώπευσε τη γενεά του και βάδισε προς τούς νέους καιρούς και ξεχωριστά προς αυτή την εποχή που ζούμε» — αλλά δεν είχε τίποτε το επικό, κι απ᾿ αυτή την πλευρά έμεινε έξω και από την εποχή του και από την εποχή μας» ( Από τον Σολωμό ως τον Μυριβήλη, Κολλάρος 1909, σελ. 297-298).
Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης (σε συνέντευξη στα Νεοελληνικά Γράμματα 1938) για το ίδιο θέμα:
«Η γενιά των νέων [ποιητών] πού έκαμαν πράξεις κατοχής στα ελληνικά γράμματα λίγο πριν ή μετά το 30, πήρε περισσότερα μαθήματα από τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη»
Συνεχίζει ο Σαββίδης στην Εισαγωγή του: «Εκείνο πού μάς ενδιαφέρει εδώ, και μάλιστα πρωτίστως, είναι αυτή ή βαθύτερη —συνεπώς, λιγότερο φανερή— επίδραση πού ενδέχεται να άσκησαν ο Καρυωτάκης πάνω σε ισχυρές —επομένως, ριζικά διάφορες — ποιητικές ιδιοσυγκρασίες πού εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως ύστερα από αυτόν. Πρωτίστως, γιατί αν αποδεικνύεται ή επενέργεια του στην λεγόμενη γενιά του ’30, τότε, έστω και αν δεν μπορέσουμε να αποδείξουμε την άμεση επίδραση του πάνω στους μεταπολεμικούς ποιητές μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε πώς τούτοι την υπέστησαν τουλάχιστον έμμεσα, ήγουν δια μέσου των μειζόνων ποιητών τού μεσοπολέμου και τού Β' Παγκόσμιου· γιατί εκείνων ή ποιητική, οσοδήποτε μεταλλαγμένη (σε μεγάλο βαθμό από τούς ίδιους τούς "πρώτους διδάξαντας"), εξακολουθεί να ισχύει. Κοντολογίς, έχουμε να εξετάσουμε μιαν όψη του ερωτήματος: ο Καρυωτάκης, απέναντι στην νέα ποιητική πού άρχισε να κρυσταλλώνεται γύρω στα 1935, «ήταν ένα τέλος» (όπως ισχυρίστηκε ο κάποτε επίσημος κριτικός της ομάδας των Νέων Γραμμάτων) (1), για μήπως «είναι ο πορθμός ή ο δίαυλος» (όπως ισχυρίζεται ο κυριότερος Σεφερογενής δοκιμιογράφος τού μεταπολέμου) (2)»;
1.«Ο Καρυωτάκης, και σα διάθεση και σα μορφή, ήταν ένα τέλος, δεν ήταν μια αρχή» (Καραντώνης, Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση, Δίφρος 1958, σελ. 144). Μια δεκαετία αργότερα, γίνεται πιο μετρημένος: π.χ. «Η ποιητική αίσθηση τής εποχής μας μπορεί να μη δέχεται πια το τυπικό σχήμα τής μορφής τού έργου του . . ., δέχεται όμως αυτό πού εξακολουθεί να αναβρύζει από μέσα και από κάτω από το σχήμα, μέσα από την ίδια την ουσία τού ποιητικού του λόγου και ρυθμού» (Από το Σολωμό ως τον Μυριβήλη, σελ. 292).
2. Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το Χαμένο Κέντρο», Για τον Σεφέρη (τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια τής Στροφής.), 1961, σελ. 97.
Παρακάτω ο Γιώργος Σαββίδης γράφει: «Θα ήταν παράλογο να δεχτούμε πώς ό καρυωτακισμός είναι απλώς δημιούργημα, αθέλητο μάλιστα, ενός ανθρώπου, οσοδήποτε απεγνωσμένου, είτε μιας συλλογής ποιημάτων, οσοδήποτε διαβρωτικής», και επικαλείται δυο μαρτυρίες:
Α. Η πρώτη είναι τού Βάσου Βαρίκα, (από μια επιφυλλίδα Νέα, 24 Σεπτεμβρίου 1948)
«Εκτός από το πλήθος των ποιητών πού τον μιμήθηκαν άμεσα και οι οποίοι μάς δώσανε το δικαίωμα να μιλάμε για Καρυωτακισμό σαν ξεχωριστό ρεύμα, κι αυτοί ακόμη οι ποιητές τής γενιάς του 1930, οι περισσότεροι τουλάχιστο, αν και επεβλήθησαν υψώνοντας για σημαία τους την άρνηση τού Καρυωτάκη, δεν έπαυσαν εντούτοις να κινούνται στο ίδιο μ᾿ αυτόν κλίμα. Δεν θ’ αναφερθώ σε ορισμένους, όπως π.χ. ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος, που τα πρώτα τους έργα φέρουν φανερά την επίδραση τού ποιητή των "Νηπενθών", και των οποίων ή κατοπινή "αισιοδοξία" φαίνεται να μην αποτελεί στην ουσία της, παρά απλή αντίδραση. Προτιμώ να πάρω για παράδειγμά μου τον Σεφέρη, ο οποίος, δίκαια άλλωστε, θεωρείται σαν αρχηγός τού νέου ρεύματος. Η απαισιοδοξία, ανεξάρτητα από τούς τρόπους με τούς οποίους εκφράζεται, αποτελεί το μόνο [=μόνιμο;] υπόστρωμα τής ποίησής του. Παίρνει μάλιστα τέτοιο βάθος, που ούτε να το φαντασθούμε μπορούσαμε προηγουμένως. Εδώ, βέβαια, τον πανικό, πού χαραχτηρίζει τον Καρυωτάκη, τον αντικαθιστά ή εγκαρτέρηση. Ό Σεφέρης έχει ακόμη συνειδητοποιήσει —και μάλιστα περισσότερο ίσως από όσο θα ᾿πρεπε, αντίθετα με τον Καρυωτάκη— τις αιτίες πού τον οδήγησαν νά πάρει τη στάση πού έχει υιοθετήσει απέναντι στη ζωή. Και στις δυο όμως περιπτώσεις το δράμα παραμένει χωρίς λύση. Δεν ύπαρχοι πουθενά διέξοδος.»
Β. Η δεύτερη μαρτυρία, πολύ πιο προσωπική, προέρχεται, είκοσι χρόνια αργότερα, από τον κατεξοχήν στοχαστικό πεζογράφο τής λεγόμενης γενιάς τού ’30, Άγγελο Τερζάκη («Η ανώνυμη Ιστορία». Το Βήμα, 18 "Ιανουαρίου 1967) που μάς δείχνει κιόλας πόσο επιφανειακό ή συμβατικό είναι το "χάσμα των γενεών" πού συμβολικά οροθετείται ανάμεσα στην Πρέβεζα τού 1928 και την Αθήνα τού 1930:
«Πιστεύω πώς, όχι κάθε γενιά (όπως συχνά λέγεται), αλλά κάθε συνομοταξία ανθρώπων έρχεται μ᾿ ένα δικό της αστέρι στη ζωή, στρατεύεται κάτω από το σημείο του. Όσοι πίστεψαν, αργότερα, πως η απαισιοδοξία μας, ό "ρομαντισμός" μας, ήταν πόζες ή απομιμήσεις, δεν αδικούν εμάς, αδικούν τον εαυτό τους: Αυτοκαταγγέλονται ως ηθικά αδιαπέραστοι. Η νεολαία εκείνη πού θερίστηκε γύρω μου τότε [δηλ. στα 1925-1930], πού την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, ή επαρχία, ή φτώχεια, ή καταδίωξη, ή εξορία, ή αρρώστια, ή αστοχία, ή προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό· και το δράμα είναι το μόνο πού καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί νά έχεις τάλαντο και νά πετύχεις, τύχη και νά ευνοηθείς, καπατσοσύνη και νά επιπλεύσεις, πλάτες και νά ξεκινήσεις. Μπορεί νά μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου».
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ᾿ναι.
…………………………………………………………………..............................................................................................................................................................................
»Αναθυμάμαι όχι μόνο τούς ποιητές μας· αναθυμάμαι τούς στρατευμένους στην κοινωνική επανάσταση: Ήταν θεωρητικά αισιόδοξοι, ψυχικά όμως, δίχως νά το ξέρουν, απεγνωσμένοι τής αισιοδοξίας. Δε δίνεις τη ζωή σου, τα νιάτα σου, την υγειά σου, όταν όλα τα βλέπεις ωραία. Χρειάζεται μια τραγική προδιάθεση για νά γίνεις παρανάλωμα ενός ονείρου. Και το τραγικό πνεύμα μπορεί νά είναι λυτρωμένο, δεν είναι όμως ποτέ μακάριο.
»Μακάριοι ήταν αυτοί πού ήρθαν εκεί στα 1930 ν’ αντικρούσουν, νά διασύρουν με την εύκολη κριτική τους, τη δική μας αρητόρευτη κοσμοθεωρία. Έρχονταν πίσω με τα καράβια τού εξωτερικού, στιλβωμένοι, ατσαλάκωτοι, και ήταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρίσει κανένα βιοτικά πρόβλημα είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς νά έχουν θητεία. Μάς κατηγόρησαν για επαρχιακή μεμψιμοιρία και πεισιθάνατη κατήφεια, επειδή ήταν ανύποπτοι κι επειδή όλα τούς έταζαν πώς θα περάσουν τη ζωή τους αβρόχοις ποσί. Θυμάμαι την αγανάκτησή μας. "Έφερναν μιαν αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτο τουριστική γραφικότητα. Σ᾿ εμάς, πού ξενυχτούσαμε χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους τού Καρυωτάκη στα χείλη μας, ή εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. Αλλά την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, και νικητές είναι οι επιζώντες. Ποιος είχε περισσότερες πιθανότητες νά επιζήσει: οι ταλαιπωρημένοι ή οι ανέπαφοι;»
(Εδώ ή υπογράμμιση είναι δική μου. Ποιους εννοεί στην μαρτυρία του ο Τερζάκης. Ο Σαββίδης δεν σχολιάζει. Σίγουρα θα πρέπει να είναι ο Αντρέας Εμπειρίκος και ο κύκλος του στις συγκεντρώσεις γύρω από τον υπερρεαλισμό).
Ο Γιώργος Σαββίδης συνεχίζει:
«Ανάμεσα στις νέες ελληνικές λυρικές φωνές πού πρωτακούστηκαν δημόσια, από το 1927 ως το 1935, δραστικότερες αποδείχτηκαν, κατά τα επόμενα σαράντα χρόνια, τέσσερεις: ό Σεφέρης (1900-1971), ό Εμπειρίκος (1901-1975), ό Ρίτσος (1909) και ό Ελύτης (1911). Σε τούτους, λοιπόν, μπορεί να περιοριστεί ή έρευνα για την διαπίστωση ενδεχομένης, θετικής είτε αρνητικής, επίδρασης τού Καρυωτάκη.Έρευνα πού, υπενθυμίζω, θα μάς επιτρέψει να παραδεχτούμε ή όχι, την έμμεσην επίδραση του πάνω στους έτι νεότερους ποιητές μας, όσους τουλάχιστον επηρεάστηκαν άμεσα από έναν (είτε περισσότερους) από τούς τέσσερεις αυτούς».
»Πρώτος κατά σειράν εμφανίσεως στην δημοσιότητα, τελευταίος κατά σειρά προσχωρήσεως στην νεοτερική ποιητική, ό «έλλαδικότερος» από την άποψη κάθε λογής εμπειριών, είναι ο Γιάννης Ρίτσος. Στην προοπτική πού μάς αφορά εδώ, ή περίπτωσή του είναι ή πιο διάφανη. Δεν χρειάζεται καν να υπογραμμιστεί ό καρυωτακισμός των δύο πρώτων συλλογών του (Τρακτέρ, 1934, και Πυραμίδες, 1935), όπου όμως ήδη διακρίνεται μια ευαισθησία ολότελα διάφορη από τού Καρυωτάκη. Αρκεί, για την ώρα, νά σημειώσουμε την ρητή δήλωση οφειλής πού αποτελεί η αφιέρωση ενός ποιήματος - μανιφέστου τής πρώτης συλλογής του» :
«ΠΟΙΗΤΈΣ»
Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΆΚΗ
Ω δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές
είμαστ᾿ εμείς με κυματίζουσα την κόμη
—έμβλημ᾿ αρχαίο καλλιτεχνών— και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν᾿ αραδιάζουμε κι ακόμη
μια ευαισθησία μάς συνοδεύει υστερική,
πού μάς πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ᾿ ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
ή βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ᾿ αυτούς να ρίξουμε, κι ή νέα ξανά σελίς
το θρήνο δέχεται τού ανούσιου έρωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»
την ασχολία μας τόσ᾿ ωραία δικαιολογούμε.
Για μάς ό κόσμος όλος μόνο είμαστ᾿ εμείς,
και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.
Μ᾿ έπαρση εκφράζουμε τα πάθη τής στιγμής
σ᾿ έναν —με δίχως χασμωδίες— μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία —
ώ, τέτοια θέματα πεζά ν᾿ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
(υπογράμμιση δική μου)
Ο Σαββίδης το χαραχτηρίζει "ποίημα μανιφέστο" και ότι είναι δήλωση οφειλής προς τον Καρυωτάκη η αφιέρωση.
Προσωπικά το σαρκαστικό ύφος τού ποιήματος τού Ρίτσου, το οποίο δημοσίευσε στην πρώτη του ποιητική συλλογή "Τρακτέρ" το 1934 θα το θεωρούσα ευθεία βολή κατά του Καρυωτάκη, εκτός αν το ποίημα με τα εισαγωγικά «ΠΟΙΗΤΈΣ» εμπεριέχει και τον εαυτό του και τον Καρυωτάκη. Αν δηλαδή ο Ρίτσος αυτοσαρκάζεται. Ο Καρυωτάκης στο δικό του ποίημα "Όλοι μαζί…" επίσης αυτοσαρκαζόμενος στις τέσσερεις πρώτες στροφές, καταλήγει στην τελευταία στροφή σε μια διαπίστωση:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
τού «περιβάλλοντος», τής «εποχής».
Χρησιμοποιώντας κατ᾿ αναλογία τη ρήση τού Μαρξ θα έλεγα ότι τη δεύτερη φορά το ποίημα τού Ρίτσου, επαναλαμβάνεται σαν φάρσα-σάτιρα, κατηγορία, ενάντια στον Καρυωτάκη. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η τελευταία στροφή του ποιήματος:
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία —
ώ, τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
Αυτό και έχοντας υπ᾿ όψιν τις αρνητικές κριτικές των διανοούμενων τής Αριστεράς τότε και αργότερα, για τον Καρυωτάκη· (Βασίλη Ρώτα, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Τάσου Βουρνά, Μάρκου Αυγέρη.) Είμαστε όταν δημοσιεύει τα "Τρακτέρ" στα 1934, και δεν υπήρχαν παρεκκλίσεις στην κομματική γραμμή. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα γιατί υπάρχει η παρακάτω δήλωση του Ρίτσου τέσσερα χρόνια μετά.
«Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα "Ελεγεία και Σάτιρες" μάς περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ᾿ τη ζωή μας. Μαζί μ᾿ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης». Αυτά δήλωνε στο «Ελεύθερο Βήμα» (9/1/1938) ο Γιάννης Ρίτσος, αντικρούοντας την απόρριψη τού Κώστα Καρυωτάκη από κριτικούς και λογοτέχνες τής εποχής. (Ηρακλής Κακαβάνης: "Αριστερά και Καρυωτάκης" Α μέρος)
Ολόκληρο το ποίημα του Καρυωτάκη
Όλοι Μαζί
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε τής ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.
Μόνο για μάς υπάρχουν τού Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ᾿ άστρα τ᾿ ουρανού.
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
τού «περιβάλλοντος», τής «εποχής».
Στη συνέχεια ο Σαββίδης κλείνει την περίπτωση επιρροής τού Καρυωτάκη στο Ρίτσο γράφοντας: «Το εξωτερικό αυτό τεκμήριο, (σημείωση δική μου εννοεί το ποίημα του Ρίτσου με την αφιέρωση στον Καρυωτάκη), οσοδήποτε αποφασιστικό, φυσικά δεν μάς απαλλάσσει από την υποχρέωση να εξετάσουμε διεξοδικά, αφ᾿ ενός την ιδιομορφία τού καρυωτακισμού των δύο πρώτων συλλογών σε σύγκριση με τούς κοινούς μιμητές τού Καρυωτάκη, αλλά ιδίως την χωνεμένη πια επίδραση που είναι πιθανό να συνυφαίνεται στην ώριμη φωνή τού Ρίτσου, δηλαδή από την "Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής" (1940) και πέρα»
Για την περίπτωση "επιρροής" στον Σεφέρη, ο Σαββίδης ξεκινά με τη ρητά εκφρασμένη άποψη τού Σεφέρη για τον Καρυωτάκη, σε μια ομιλία του για παιδιά στην Αλεξάνδρεια το 1941, τώρα δημοσιευμένη στις Δοκιμές (Πρώτος τόμος, Γ έκδοση):
«Θα ξέρετε ίσως ότι ή ποίηση των νέων στη δεκαετία πού αρχίζει με το τέλος τού [προ]περασμένου πολέμου, δηλαδή, πάνω-κάτω, στα χρόνια 1918-1928, ήταν μια λογοτεχνία πού γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα πού μας δίνει, ή μεγάλη πολιτεία. Άλλωστε, την εποχή εκείνη, η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα... Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος και ίσως ό μοναδικός αντιπρόσωπος τής σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης. Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία, που, μολονότι πέθανε τρομερά νέος, είχε την τύχη ν᾿ αφήσει ένα έργο πού λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας.
» Δυστυχώς, όπως τυχαίνει τόσο συχνά, από την ποίηση τού Καρυωτάκη γεννήθηκε και ο καρυωτακισμός πού ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση. Λ.χ. ο Καρυωτάκης τραγούδησε με τη χορευτική φαντασία του τούς τραγικούς γύψους τής κάμαράς του, άλλα ο Καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μία παραπονιάρα συγκατάβαση. Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα.
»Όμως, γύρω στα 1930, τα πράγματα αλλάζουν. Εκείνο πού χαρακτηρίζει τις αναζητήσεις των νέων είναι ένα είδος νησιωτικής ιδιοσυγκρασίας. Οι ορίζοντες πλαταίνουν. Τα σκονισμένα δρομάκια και οι κάμαρες μένουν πίσω. Το Αιγαίο με τα νησιά του, ή θαλασσινή μυθολογία, το ταξίδι προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι τα πράγματα πού [τούς] συγκινούν και πού προσπαθούν να εκφράσουν.
Πέσαν οι τοίχοι της κάμαράς μου κι έμεινα στον κήπο
»θα γράψει ό Αντωνίου — κι ό δρόμος πού μάς ενθουσίαζε, μέσα στους δρόμους τής Αθήνας, ήταν ή λεωφόρος Συγγρού, γιατί ήταν ή πλατιά, ή μεγάλη λεωφόρος πού οδηγούσε προς τα λιμάνια, προς το πέλαγο.»
Στη συνέχεια ο Σαββίδης θεωρεί ότι η περίπτωση τού Σεφέρη σε σχέση με τού Ρίτσου, είναι λιγότερο διάφανη, ερμηνεύοντας αυτή την άποψη με το εξής ευφυολογικό σχήμα: «Με άλλα λόγια: Λαφόργκ εγέννησεν Έλιοτ, εξ ου εγεννήθη Σεφέρης, Λαφόργκ εγέννησε Καρυωτάκην, εξ ου πιθανώς επίσης εγεννήθη Σεφέρης, Λαφόργκ εγέννησε Σεφέρην, "ἐξ οὖ ἐγεννήθησαν αἱ γενεαί πᾶσαι αἱ ἄδουσαι κατ’ αρχάς μεν" το "Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά"; κατόπιν την "Άρνηση", νυν δε το "Πότε θα κάνει ξαστεριά"»...
Αν "κάποιο παιδί φανατικό για γράμματα" θέλει να δει την ανίχνευση τού Σαββίδη, στις επιδράσεις τού Καρυωτάκη μέσα στην ποίηση τού Σεφέρη, θα τις βρει στον σύνδεσμο: Καρυωτάκης- Σεφέρης
Συνεχίζει ο Σαββίδης:
«Αν, προκειμένου για τον Ρίτσο ή τον Σεφέρη, μπορούμε να μιλούμε για επίδραση τού Καρυωτάκη, με την καθιερωμένη σημασία τού όρου, για τον Ελύτη και τον Εμπειρικό θα μάς χρειαστεί πιθανότατα ή λέξη αντίδραση, με διαφορετικές ίσως αποχρώσεις στην κάθε περίπτωση.
»Μετά τον Ανδρέα Κάλβο, ο Ανδρέας Εμπειρικός «είναι ό πιο μυστηριώδης από τούς συγγραφείς μας». Έτσι χαρακτήρισε τον Κάλβο ό Σεφέρης (Δοκιμές, Α' σελ. 75). Για των Εμπειρίκο, παρά την φιλική τους σχέση (ό.π., σελ. 461), υπήρξε, αρχικά, πολύ αυστηρός, όπως άλλωστε εν γένει απέναντι στον «ορθόδοξο» υπερρεαλισμό: "Ας βγάλουμε από τη μέση [τής συζήτησης με τον Κ. Τσάτσο) τον υπερρεαλισμό, πού δεν έδωσε στον τόπο μας τίποτε ώριμο για να κριθεί" γράφει τον Αύγουστο 1938 (ό.π., σελ. 85 — βλ. και σελ. 476, σημ. 2) ή ακόμη: "Ο καθαρός υπερρεαλισμός είναι εύκολη ποίηση" (ό.π., σελ. 485 τέλος τής σημ. 138,1).
Μολονότι μόνιμος κάτοικος Ελλάδος κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τα κείμενά του δίνουν μια αίσθηση Έλληνα τού Εξωτερικού (χωρίς νοσταλγία για μιαν ιδεατή ή «Άνω Ελλάδα»), πού δεν μού δίνουν ποτέ ο Καβάφης ή πολύ διαφορετικά ό Κάλβος, ό Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Α. Μάτσας είτε ο Σαραντάρης.
..........................................................................................................................................................................................................................................................................................
Στην Υψικάμινο (1935), πού μάς ενδιαφέρει αμεσότερα εδώ, δεν διακρίνεται, νομίζω, το παραμικρό ίχνος λώρου με οποιαδήποτε ελληνική λογοτεχνική παράδοση· για τον Εμπειρικό τα πάντα έχουν καταλυθεί από την επανάσταση του Υπερρεαλισμού: όχι μόνον ό Καρυωτάκης, μα και ό,τι άλλο προηγήθηκε ή μεσολάβησε.
Ωστόσο, την κατάλυση αυτή —πού ο Εμπειρικός την νιώθει σαν απελευθέρωση «από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή»— δεν την ευαγγελίστηκε άραγε, πρώτος από κάθε Έλληνα λογοτέχνη, ο Καρυωτάκης στα Ελεγεία και στις Σάτιρες;»
Η σκέψις, τα ποιήματα
βάρος περιττό.
(«Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα. . .»)
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές πού κρέμονται σαν καδένες.
………………………………………....................................
Μάς διώχνουνε τα πράγματα, κι ή ποίησις
είναι το καταφύγιο πού φθονούμε.
(«Είμαστε κάτι...»)
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη τού νου.
(«Τι να σού πω, φθινόπωρο. . .»)
Ένιωσεν ότι
τού ήσαν οι στίχοι
άχαρη τύχη και ματαιότη.
(«Βyron»)
Κράτει, λοιπόν, ω γέροντα,
την επιτύμβιον πλάκα.
Το πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.
(« Εις Ανδρέαν Κάλβον»)
«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
Θα γράψουν οι εφημερίδες.
(«Σταδιοδρομία»)
«Συνεχίζει ο Σαββίδης:
Και από κοντά ή γλωσσική Αποδέσμευση από την λογοτεχνική δικτατορία τού αδιάλλακτου και ήδη συμβατικού δημοτικισμού. Με πρωτεργάτη, βέβαια, τον Καβάφη, μα και με κύριους συνεργάτες τον «εκκεντρικό» Παπατσώνη και τον βιτριολικό Καρυωτάκη, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη τής υψηλής ρητορικής τού Εμπειρίκου: από την δαιμονική ανάπλαση τής «γλώσσας των εφημερίδων» πού χαρακτηρίζει τα κείμενα τής Υψικάμινος, έως την σοφά τεχνουργημένη και χορδισμένη, μακροπερίοδη και λυγερή και ευφρόσυνη καλλιέπεια των Γραπτών.
»Υποστηρίχθηκε πώς σε μια περικοπή "όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής τού κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα τού μέλλοντος μας» ό Εμπειρικός ενδεχομένως υπονοεί και τον Καρυωτάκη [1]. Γιατί να το αποκλείσουμε; Ένα είναι βέβαιο· τριάντα χρόνια αργότερα ό Καρυωτάκης τοποθετήθηκε επίσημα στο λαράριο τής «προσωπικής μυθολογίας» τού Εμπειρίκου. Εννοώ: στο ανέκδοτο, δυστυχώς ακόμη, ποίημα «Οι Μπεάτοι ή τής μη-συμμορφώσεως οι άγιοι», πού ο ποιητής εδιάβασε δημόσια το 1966 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
[1]. (Ο πόνος πού κρημνίζεται είναι ό πόνος των ρομαντικών, των απομονωμένων στον ελεφάντινο πύργο τους ποιητών — ίσως να ᾿ναι ακόμη ό πόνος τού Καρυωτάκη» Καραντώνης, Εισαγωγή, σελ. 186),
»Στα 1930, όταν πρωτοδημοσιεύτηκεν ή «Πρέβεζα», ήταν εύλογο ίσως, το μαύρο χιούμορ της, με το τονισμένο επαρχιώτικο πλαίσιο να μη συγκινεί ιδιαίτερα τον κοσμοπολιτισμό των μεθαυριανών υπερρεαλιστών μας:
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
»Το πολύ-πολύ να τούς διασκέδαζε («πολύ κρυφά, εννοείται»: «εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε») μία πανηγυρική κηδεία «εθνικού ποιητού» — στα παριζιάνικα χνάρια, άλλωστε, τού υπερρεαλιστικού «σκανδάλου» στον θάνατο τού Ανατόλ Φρανς (1924). Για τον Ιστορικό των λογοτεχνικών μας ηθών, προσθέτω πώς χρειάστηκε να περάσουν 48 χρόνια για να δούμε και στον τόπο μας μιαν εκδήλωση ανάλογη, όχι όμως από υπερρεαλιστική σκοπιά· ενδεικτικά, παραθέτω τούς έξης στίχους τού Θωμά Γκόρπα : "Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά / στο φέρετρό του ακούμπησε ή Ελλάδα / αυτός που ακούμπαγε κανείς δε λέει... / Στην κηδεία του πήγανε και πεθαμένοι / φίλοι γνωστών διευθύνσεων κι εχθροί / φυλετικών και άλλων διακρίσεων ..." (Νέα Σύνορα, Δ΄, 16, Μάρτης-Απρίλης 1972, σελ. 71) ».
Πάλι από την εισαγωγή τού Σαββίδη:
«Αγκαλά και στο γραμματολογικό ληξιαρχείο παρουσιάζεται συνομήλικος με τον Εμπειρικό, ό Οδυσσέας Ελύτης βιολογικά είναι δέκα χρόνια νεότερός του — κρίσιμη διαφορά από την άποψη τής διαμορφωτικής, Ιστορικής και λογοτεχνικής, εμπειρίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή βρήκε των Καρυωτάκη 26 ετών, τον Σεφέρη 22, τον Εμπειρίκο21 ό Ελύτης είναι μόλις 11.
..........................................................................................................................................................................................................................................................................................
Είναι, λοιπόν, «εκ προοιμίου» ελάχιστες οι πιθανότητες μιας ανίχνευσης θετικών καρυωτακικών επιδράσεων στην ποίηση του Ελύτη. Ως ένα σημείο, είπα, γιατί ακριβώς από Το "Άξιον Εστί "και πέρα έχουμε μια βαθιά αλλαγή τής ποιητικής τού Ελύτη, συνακόλουθη μιας ουσιαστικής μεταβολής τής στάσης του απέναντι στην ζωή. Συντομογραφικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ό Ελύτης (ό Πρώτος) (Ήλιος ο πρώτος), παύει να παίζει — τι; Συντομογραφικά, πάλι, ή απάντηση θα μπορούσε να είναι: να παίζει τον Αντι-Καρυωτάκη.
»Τον ρόλον αυτό δεν ξέρω κατά πόσο τον εδιάλεξεν ό ίδιος και κατά πόσο τού τον επέβαλαν. [Σχετικά: «Μια μαύρη αυλαία σηκώνεται, ή νύχτα του Καρυωτακισμού υποχωρεί . . . από το πρώτο κιόλας ποίημα των Προσανατολισμών» ή «Όλοι οι Προσανατολισμοί . . . είναι μια θριαμβευτική εξόρμηση για την κατάκτηση, για την προβολή μιας οργανικής υγείας, για τον εξοβελισμό των φαντασμάτων τού Καρυωτακισμού πού κρατούσαν δέσμιους τούς νέους» (Καραντώνης, «Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη», Καινούρια Εποχή, Χειμώνας 1956, σελ. 147 και 149 ή Εισαγωγή, σελ. 198 και 202-203).
»Πολύ διδακτική, από την άποψη αυτήν, είναι ή συζήτηση Αργυρίου - Καραντώνη πού έγινε το 1958 στην Επιθεώρηση Τέχνης, ξεκινώντας από την ακόλουθη περικοπή του Αργυρίου: «Σ’ ένα βαθμό ο Ελύτης έπεσε θύμα των κριτικών του, πού δεν ανέσυραν ό,τι πιο μόνιμο και πιο ουσιαστικό αίσθημα διέθετε. "Αν χρειάστηκε να αποτινάξουμε το πνεύμα του Καρυωτάκη, ποιος φταίει αν μερικοί νόμισαν ότι απαιτείται να αποτινάξουμε και τον ανθρώπινο σπαραγμό, όταν ή ζωή δεν είναι μόνο θαύμα και νεανική μέθη, άλλα και θάνατος και απελπισία και απόγνωση, για ό,τι γύρω μας και μέσα μας είναι περιορισμός» (Σημειώσεις πάνω στην ποίηση τού Οδυσσέα Ελύτη», ό.π.. Ζ', 40, σελ. 183 — βλ. και 42, σελ. 411-413, καθώς και 43, σελ. 56-59)].
[Μια δική μου ένσταση: Δεν μπορώ να κατανοήσω αυτή τη Διάκριση. Όλα μαύρα ή όλα άσπρα! Μέσα στους Προσανατολισμούς και κυρίως στη Συλλογή "Θητεία του Καλοκαιριού" υπάρχουν ερωτικά ποιήματα από τα ωραιότερα τής Παγκόσμιας ποίησης: Ενδεικτικά, "Μαρίνα των βράχων", "Ηλικία της γλαυκής θύμησης", "Ο άνεμος της Παναγίας", "Η τρελή ροδιά" ή το "Ελένη" από τις Σποράδες, και υπέροχα "Σεφερικά" ποιήματα όπως το "Επέτειος" το πιο Σεφερικό ποίημα τού Ελύτη, και τα "Ωδή στη Σαντορίνη" και "Μορφή της Βοιωτίας" πάλι από τη "Θητεία του Καλοκαιριού"]
Συνεχίζει ο Σαββίδης: «Γεγονός, πιστεύω, είναι πώς τον έπαιξε (τον ρόλο τοὐ Αντικαρυωτάκη) με τόσην έμφαση και συνέπεια, ώστε να αγγίξει τα όρια της ύβρεως:
Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα τού ήλιου θα την πούμ᾿ εμείς.
("Ήλιος ο Πρώτος, XIII)
ή ακόμη:
Εκείνος πού θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή
Δίχως ν᾿ αστροπελεκιστεί απ᾿ τον θάνατο
Εκείνος πού σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί
Εκείνος θα ᾿χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες
Μα θα ᾿ναι νέος
Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
Πού χύνεται από το πλευρό τής μέρας
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού
Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά
Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.
(Ήλιος ό Πρώτος, XVII)
»Όσο φανερή είναι ή συνειδητή αντίδραση τούτης τής φωνής προς την φωνή τού Καρυωτάκη όταν λέει:
Τι νέοι πού φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
τού κόσμου, δώθε απ᾿ τ᾿ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ᾿ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μάς ή ζωή θα φέρει, όσο αν γελά ή αχτίνα
τού ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μάς άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ᾿ ένα βράχο,
το πλοίο πού τώρα χάνεται στου άπειρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε, τί να ᾿χουμε, τί να ᾿χω,
πού σβήνουμε όλοι, φεύγουμ᾿ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
»άλλο τόσο φανερή, νομίζω, είναι ή αντίθεσή της προς την φωνή τού «άλλου» Ελύτη — όταν πια προσεγγίζει την εμπειρία του Καρυωτάκη:
Μακριά απ᾿ τη λοιμική τής πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι
της [=τής Ωραίας] μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην
έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ᾿ναι από την πυρά πού
κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.
Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν᾿ αντέχουμε το βάρος από τα
μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη
συμβασιλεία των άστρων,
Σα να μην κάτεχα, ό αγράμματος, πώς είναι κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, πού ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
Και πώς, αφ᾿ ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η
μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!
(«Ο αγράμματος και η ωραία»)
»ή ακόμα:
Έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος εδώ στην άκρη που
μ᾿ απώθησαν τού κόσμου τούτου οι συμφορές θέλησα να
επιχειρήσω άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά
(«Ο κήπος του Ευωχείρ»)
»Όλα τα παραπάνω, επιτρέπουν, νομίζω, να συμπεράνουμε πώς ο Καρυωτάκης δεν άφησε ανεπηρέαστους, θετικά τον Ρίτσο και τον Σεφέρη, αρνητικά δε πάντως τον Ελύτη — άρα, ότι όσοι νεότεροι ποιητές μας επηρεάστηκαν, είτε αρνητικά είτε θετικά, από τούτους τούς τρεις ποιητές, τουλάχιστον υπέστησαν σε κάποιο ποσοστό και την έμμεσην επίδραση του Καρυωτάκη».
Ο Σαββίδης διαφωνώντας με την άποψη τού Αργυρίου, υπερασπίζεται τον δυναμικό χαραχτήρα ενός ποιητικού έργου, και τονίζει πως ένα κείμενο ζει, όσο το κοιτάζουν έστω και δυο μάτια, και πως ένα κείμενο συνεχίζει την μυστική ζωή του, διαμέσου των έργων άλλων δημιουργών, που δέχτηκαν την επίδρασή του.
Αφού δηλώσει, και είναι άλλωστε κοινά αποδεχτό από την λογοτεχνική συντροφιά, ότι πρέπει να αποκλείσουμε τον "Καρυωτακισμό", δηλαδή τις χαμηλές και επιφανειακές μιμήσεις τού Καρυωτάκη, προβαίνει σε μια δήλωση που τουλάχιστον, εμένα με ξάφνιασε, διαφωνούντα πέρα για πέρα: «καιρός είναι να πάψει να μάς απασχολεί ή σπειροχαίτη τού Καρυωτάκη (όπως δεν μάς απασχολεί τού Νίτσε ή τού Βιζυηνού) και ακόμα λιγότερο ή αυτοκτονία του (όπως δεν μάς απασχολεί τής Σύλβιας Πλαθ ή τού Περικλή Γιαννόπουλου), και να στραφούμε προς τα ποιήματα και τα πεζογραφήματά του — σαν να τον είχε κόψει το πράσινο τραμ δίπλα στο πατρικό του στην οδόν Πειραιώς ή σαν να είχε μείνει στον τόπο από εγκεφαλική συμφόρηση όταν πήγε εκδρομή στην Λευκάδα».
Είναι δυνατόν ένα έργο τού Καρυωτάκη, που σφραγίζεται και "ολοκληρώνεται" ως προς την αλήθεια του, από την αυτοκτονία του, να κριθεί ανεξάρτητα από αυτήν; Πως είναι δυνατόν να κριθεί η ποίηση του, όταν από τις χαραμάδες της μπαινοβγαίνει ο θάνατος;
«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο τού νου».
………………………………………………
«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια τής σιγής»,
γράφει στην αυτοσαρκαστική "Αισιοδοξία"
Πως θα αγνοήσουμε ή θα κρίνουμε το ποίημα "Ωχρά Σπειροχαίτη" άμεση αναφορά στο πρόβλημα:
Ωχρά Σπειροχαίτη
Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη....
Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για να ᾿μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.
Το λογικό, τα αισθήματα, μάς είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε τού κάθε συνετού.
Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν᾿ αφηνόμεθα στα χέρι τού Θεού.
Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα,
Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
— ω, κωμωδία! — το θάμπωμα, τ᾿ όνειρο, την αχλύ.
...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό τού μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μάς έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Την άβυσσο που ερχόταν την έβλεπε και την υπαινίσσεται και στο ποίημα "Υποθήκαι", αναφερόμενο σε ένα άλλο ποιητή το Ρώμο Φιλύρα, που λίγο πιο νωρίς από την αυτοκτονία του, την Άνοιξη τού 1927 έχασε τα λογικά του χτυπημένος από τη σύφιλη κι αυτός.
Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα.
ΥΠΟΘΉΚΑΙ
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
τού δίνουν όψη ν’ αρέσει.
Τού δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα. (1)
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
(1) Αναφορά στους εξής στίχους του Φιλύρα (1889-1942):
Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο
που τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστο σου πόθο;
Α, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!
(«Μοίρα άγει»)
Ο Πέτρος Χαρτοκόλλης ψυχίατρος, στο βιβλίο του "Ιδανικοί Αυτόχειρες" με υπότιτλο "Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν" εκδόσεις Εστία αναφερόμενος στον Καρυωτάκη, στον οποίον διάκειται μάλλον αρνητικά, παραθέτοντας μόνο τις αρνητικές κριτικές για το έργο του, γράφει: «Νομίζω ωστόσο, πως ήταν περισσότερο η αδυναμία του να αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία παρά η στέρηση τής γυναικείας αγάπης. Ο Καρυωτάκης συνδέθηκε ερωτικά με τη νεαρή ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, εκείνη τον ερωτεύτηκε σφοδρά, και αυτός ανταποκρίνεται».
Και ρωτώ εγώ. Που οφείλεται λοιπόν «η αδυναμία του να αγαπήσει»; Κατά το στενό του φίλο Χ. Σακελλαριάδη, γράφει παρακάτω ο Χαρτοκόλλης, « ο Καρυωτάκης δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις με τη νεαρή φίλη του». Γιατί; Την αιτία την οποία υποψιαζόμαστε, την επικυρώνει η Λιλή Ζωγράφου, στο βιβλίο της, "Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή τής αμφισβήτησης" όπου γράφει: «Κατά την Πολυδούρη, ο λόγος που ο Καρυωτάκης απέρριψε την πρόταση της να συζήσουν, ήταν το χρόνιο αφροδίσιο νόσημα, από το οποίο εκείνος έπασχε».
Πως λοιπόν μπορείς να διαβάσεις τον Καρυωτάκη, χωρίς την "ωχρά σπειροχαίτη", χωρίς την αυτοκτονία του;
Είναι σα να θέλεις να διαβάσεις το εκπληκτικό βιβλίο "Κοινόβιο" τού Μάριου Χάκκα, και εν μέρει τον "Μπιντέ" αφήνοντας έξω, το φλερτ του με το θάνατο κατά τη διάρκεια τής γραφής του. Η Βιρτζίνια Γουλφ, μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα από την κατάθλιψη της, η οποία την οδήγησε κι αυτή στην αυτοκτονία. Στο αριστούργημά της "Η κυρία Νταλογουέι" όλο το ψυχικό της φορτίο το μεταθέτει στον ήρωά της, τον "Σέπτιμους¨.
Επίσης από την εξομολόγηση τού φίλου τού Καρυωτάκη Ν. Λαΐδη (Βραδυνή 10/12/1931 "Ο Καρυωτάκης Φαρσέρ" ), που αποσπάσματά της αναδημοσιεύονται στο περιοδικό Ποιείν (http://www.poiein.gr/archives/ ), σε κείμενο τού Ηρακλή Κακαβάνη: "Αριστερά και Καρυωτάκης" Γ' μέρος «Για την αρρώστια είχε μιλήσει ήδη τρεις φορές ο ποιητής (δύο με την ποίησή του και μία στην επιθανάτια επιστολή). Με πολύ διακριτικό τρόπο, όπως αρμόζει σʼ ένα φίλο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύφιλη ήταν ένα κοινωνικά στιγματισμένο νόσημα, αναφέρεται στο ρόλο της στην αυτοκτονία του Κ. Καρυωτάκη, ο φίλος του Ν. Λαΐδης»:
«Είναι μια αλήθεια τραγική, ότι ο κρότος τής σφαίρας που έθεσε τέρμα στην πονεμένη ζωή τού ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, τού καλύτερου ποιητή ανάμεσα στους νέους, εξύπνησε στους Έλληνες διανοούμενους το όψιμο ενδιαφέρον για τον ποιητήν αυτόν που ατύχησε στη ζωή του, όσο ευτύχησε στην τέχνη του και στη "μετά θάνατον" ζωή τής ποιήσεώς του. Ο σεμνός αυτός νέος, σα να ήθελε να φυλάξει αυτή τη ζωή, για να την διαθέσει ο ίδιος, μοναχός του, όταν θα το έκρινε και θα το αποφάσιζε στο θάνατο. Εφρόντισε να φύγει από τον κόσμο, ακριβώς τη στιγμή που φοβήθηκε ότι δεν θα μπορούσε, μοιραία πια, να περάσει απαρατήρητος, τη στιγμή που η έξοδός του από την αίθουσα τής ζωής, δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να προκαλέσει την προσοχή. Ο Καρυωτάκης έκανε την ηρωική του έξοδο προτού να κινδυνεύσει να μπει στον πειρασμό να χαρεί τη ζωή τής φήμης του, που γεννιόταν. Εκοίταζε να φύγει μιαν ώρα αρχύτερα, μόνο και μόνο για το "ασκανδάλιστον". Γιατί φοβήθηκε ότι θα βρισκόταν μια στιγμή στη θέση τού ανθρώπου, που ενώ νομίζει ότι είναι μόνος του, σε μιαν ερημιά, γυρίζοντας το κεφάλι, βλέπει ότι χίλιοι περίεργοι, που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί εν αγνοίᾳ του, έχουν κάνει κύκλο γύρω του και τον παρακολουθούν με γούστο ή με μια προσβλητική, με μιαν αδιάκριτη συμπάθεια. Και κοίταξε να φύγει μακριά από την ενοχλητικήν αυτή περιέργεια. Α! πώς φθονούσε τη στιγμή εκείνη την τύχη των "άδοξων ποιητών των αιώνων", που τούς είχε αφιερώσει την ωραία μπαλάντα του. Μα ήταν πια αργά. Οι "μελλούμενοι καιροί" δε θα πούνε ποιος "άγνωστος ποιητής" έγραψε τη μπαλάντα στους άδοξους. Ο Καρυωτάκης θα είναι όχι απλώς γνωστός, θα είναι δοξασμένος
»Ουσιαστικά ο Ν. Λαΐδης δίνει την απάντηση, γιατί ο Κ. Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, με έναν πολύ ευγενικό μα ταυτόχρονα ουσιαστικό λόγο. Είχε προηγηθεί ο Κλ. Παράσχος: «Ο ποιητής μαθαίνει για την αρρώστια του το 1922 και ξέρει ακριβώς την εξέλιξή της. Πριν το μοιραίο τέλος, το ψυχιατρείο. (Είναι γνωστό σε όλους τι σημαίνει σύφιλη. Η λογοτεχνική κοινότητα έχει το παράδειγμα τού Βιζυηνού και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα Ευρωπαίων λογοτεχνών). Επιδρά στον ψυχισμό του, αλλά και στην ποιητική του παραγωγή. Υπάρχει μια περίοδος ποιητικής σιωπής. Το 1927 για τον ίδιο λόγο καταλήγει στο ψυχιατρείο ο Ρώμος Φιλύρας, με τον οποίο ο Καρυωτάκης επικοινωνεί ποιητικά στο ποίημα "Υποθήκαι"»
Ας επανέλθουμε, μετά αυτή την λοξοδρόμηση, στην εισαγωγή του Γιώργου Σαββίδη.
Παραθέτει ο Σαββίδης, τα εξής από την ίδια επιφυλλίδα τού Αργυρίου στο Βήμα το 1971: «Το ποιητικό αυτό καθεστώς, πού ονομάστηκε Καρυωτακισμός, σε λιγότερο από μια δεκαετία είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας ελάχιστα ίχνη και κανένα "έργο". Δηλαδή οι εκφραστικοί τρόποι τού Καρυωτάκη δεν γονιμοποίησαν άλλες ποιητικές συνειδήσεις. Σε μεταγενέστερους ποιητές το πράγμα είναι ακόμη πιο σαφές. Το έργο τους κινείται σαν να μην υπήρξε ποτέ ο "κόσμος" και ή "ποιητική" τού Καρυωτάκη . .» (Οι υπογραμμίσεις τού ίδιου τού Σαββίδη)
Και σαν αντιπαράθεση στην κρίση τού Αργυρίου παραθέτει τη μαρτυρία ενός συνομήλικου λογίου, και ποιητή τού Γιάννη Δάλλα ("Η διάρκεια τού Καρυωτάκη — μια επανεκτίμηση " Ενδοχώρα 1965):
«Μεσολάβησε ένας άλλος πόλεμος και μια άλλη καταστροφή· και αυτή μ’ εσωτερικούς πατάγους εκπτώσεων. Κι ενώ ο ίδιος χάθηκε στο υπέδαφος μιας εποχής αγεώργητης από τα σύγχρονα γεγονότα, ή διάψευσή του συνάντησε τη δική μας διάψευση και ή γυμνή έκφρασή του ζήτησε επιτακτικά τη συνέχεια και την ολοκλήρωσή της. Για να επισημάνομε τις πιο χαρακτηριστικές συνέχειες, ο μισός λόγος του:
«Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,
πού ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο»
έγινε σκηνοθεσία σπάγκων πού σπρώχνουν τα σώματα στην ερωτική σύμβαση· οι μελαγχολικοί κήποι και τα δωμάτιά του (έγιναν), μικρά θηριοτροφεία, πεζοδρόμια και αποκριές τού μεταπολεμικού κολασμού, στη σύγχρονη μυθολογία τού Σαχτούρη. Και το ερώτημα για τούς χαμένους εφήβους του:
Να ’ναι όλοι εκεί στο μόλο;
καθώς και ή συναίσθηση τής πρόωρα κομμένης φωνής, γίνονται προεκτάσεις αποχαιρετισμών δίπλα στα σφυρίγματα των καραβιών, αντιλήψεις μιας ακαταξίωτης ιστορικής στιγμής:
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια,
Αυτοί πού θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
και προπαντός ή γραφειοκρατική γλώσσα προάγεται σε "κομματική", κατά το αίτημα τής διαλεκτικής τών σύγχρονων ιδεολογικών αγώνων, στη συνείδηση τού Αναγνωστάκη.»
Γνώμη τού Αντρέα Καραντώνη: « ό Καρυωτάκης εξέφρασε μια "πτυχή τής βαθύτερης υπαρξιακής οδύνης. ’Έτσι . . . αντιπροσώπευσε τη γενεά του και βάδισε προς τούς νέους καιρούς και ξεχωριστά προς αυτή την εποχή που ζούμε» — αλλά δεν είχε τίποτε το επικό, κι απ᾿ αυτή την πλευρά έμεινε έξω και από την εποχή του και από την εποχή μας» ( Από τον Σολωμό ως τον Μυριβήλη, Κολλάρος 1909, σελ. 297-298).
Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης (σε συνέντευξη στα Νεοελληνικά Γράμματα 1938) για το ίδιο θέμα:
«Η γενιά των νέων [ποιητών] πού έκαμαν πράξεις κατοχής στα ελληνικά γράμματα λίγο πριν ή μετά το 30, πήρε περισσότερα μαθήματα από τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη»
Συνεχίζει ο Σαββίδης στην Εισαγωγή του: «Εκείνο πού μάς ενδιαφέρει εδώ, και μάλιστα πρωτίστως, είναι αυτή ή βαθύτερη —συνεπώς, λιγότερο φανερή— επίδραση πού ενδέχεται να άσκησαν ο Καρυωτάκης πάνω σε ισχυρές —επομένως, ριζικά διάφορες — ποιητικές ιδιοσυγκρασίες πού εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως ύστερα από αυτόν. Πρωτίστως, γιατί αν αποδεικνύεται ή επενέργεια του στην λεγόμενη γενιά του ’30, τότε, έστω και αν δεν μπορέσουμε να αποδείξουμε την άμεση επίδραση του πάνω στους μεταπολεμικούς ποιητές μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε πώς τούτοι την υπέστησαν τουλάχιστον έμμεσα, ήγουν δια μέσου των μειζόνων ποιητών τού μεσοπολέμου και τού Β' Παγκόσμιου· γιατί εκείνων ή ποιητική, οσοδήποτε μεταλλαγμένη (σε μεγάλο βαθμό από τούς ίδιους τούς "πρώτους διδάξαντας"), εξακολουθεί να ισχύει. Κοντολογίς, έχουμε να εξετάσουμε μιαν όψη του ερωτήματος: ο Καρυωτάκης, απέναντι στην νέα ποιητική πού άρχισε να κρυσταλλώνεται γύρω στα 1935, «ήταν ένα τέλος» (όπως ισχυρίστηκε ο κάποτε επίσημος κριτικός της ομάδας των Νέων Γραμμάτων) (1), για μήπως «είναι ο πορθμός ή ο δίαυλος» (όπως ισχυρίζεται ο κυριότερος Σεφερογενής δοκιμιογράφος τού μεταπολέμου) (2)»;
1.«Ο Καρυωτάκης, και σα διάθεση και σα μορφή, ήταν ένα τέλος, δεν ήταν μια αρχή» (Καραντώνης, Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση, Δίφρος 1958, σελ. 144). Μια δεκαετία αργότερα, γίνεται πιο μετρημένος: π.χ. «Η ποιητική αίσθηση τής εποχής μας μπορεί να μη δέχεται πια το τυπικό σχήμα τής μορφής τού έργου του . . ., δέχεται όμως αυτό πού εξακολουθεί να αναβρύζει από μέσα και από κάτω από το σχήμα, μέσα από την ίδια την ουσία τού ποιητικού του λόγου και ρυθμού» (Από το Σολωμό ως τον Μυριβήλη, σελ. 292).
2. Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το Χαμένο Κέντρο», Για τον Σεφέρη (τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια τής Στροφής.), 1961, σελ. 97.
Παρακάτω ο Γιώργος Σαββίδης γράφει: «Θα ήταν παράλογο να δεχτούμε πώς ό καρυωτακισμός είναι απλώς δημιούργημα, αθέλητο μάλιστα, ενός ανθρώπου, οσοδήποτε απεγνωσμένου, είτε μιας συλλογής ποιημάτων, οσοδήποτε διαβρωτικής», και επικαλείται δυο μαρτυρίες:
Α. Η πρώτη είναι τού Βάσου Βαρίκα, (από μια επιφυλλίδα Νέα, 24 Σεπτεμβρίου 1948)
«Εκτός από το πλήθος των ποιητών πού τον μιμήθηκαν άμεσα και οι οποίοι μάς δώσανε το δικαίωμα να μιλάμε για Καρυωτακισμό σαν ξεχωριστό ρεύμα, κι αυτοί ακόμη οι ποιητές τής γενιάς του 1930, οι περισσότεροι τουλάχιστο, αν και επεβλήθησαν υψώνοντας για σημαία τους την άρνηση τού Καρυωτάκη, δεν έπαυσαν εντούτοις να κινούνται στο ίδιο μ᾿ αυτόν κλίμα. Δεν θ’ αναφερθώ σε ορισμένους, όπως π.χ. ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος, που τα πρώτα τους έργα φέρουν φανερά την επίδραση τού ποιητή των "Νηπενθών", και των οποίων ή κατοπινή "αισιοδοξία" φαίνεται να μην αποτελεί στην ουσία της, παρά απλή αντίδραση. Προτιμώ να πάρω για παράδειγμά μου τον Σεφέρη, ο οποίος, δίκαια άλλωστε, θεωρείται σαν αρχηγός τού νέου ρεύματος. Η απαισιοδοξία, ανεξάρτητα από τούς τρόπους με τούς οποίους εκφράζεται, αποτελεί το μόνο [=μόνιμο;] υπόστρωμα τής ποίησής του. Παίρνει μάλιστα τέτοιο βάθος, που ούτε να το φαντασθούμε μπορούσαμε προηγουμένως. Εδώ, βέβαια, τον πανικό, πού χαραχτηρίζει τον Καρυωτάκη, τον αντικαθιστά ή εγκαρτέρηση. Ό Σεφέρης έχει ακόμη συνειδητοποιήσει —και μάλιστα περισσότερο ίσως από όσο θα ᾿πρεπε, αντίθετα με τον Καρυωτάκη— τις αιτίες πού τον οδήγησαν νά πάρει τη στάση πού έχει υιοθετήσει απέναντι στη ζωή. Και στις δυο όμως περιπτώσεις το δράμα παραμένει χωρίς λύση. Δεν ύπαρχοι πουθενά διέξοδος.»
Β. Η δεύτερη μαρτυρία, πολύ πιο προσωπική, προέρχεται, είκοσι χρόνια αργότερα, από τον κατεξοχήν στοχαστικό πεζογράφο τής λεγόμενης γενιάς τού ’30, Άγγελο Τερζάκη («Η ανώνυμη Ιστορία». Το Βήμα, 18 "Ιανουαρίου 1967) που μάς δείχνει κιόλας πόσο επιφανειακό ή συμβατικό είναι το "χάσμα των γενεών" πού συμβολικά οροθετείται ανάμεσα στην Πρέβεζα τού 1928 και την Αθήνα τού 1930:
«Πιστεύω πώς, όχι κάθε γενιά (όπως συχνά λέγεται), αλλά κάθε συνομοταξία ανθρώπων έρχεται μ᾿ ένα δικό της αστέρι στη ζωή, στρατεύεται κάτω από το σημείο του. Όσοι πίστεψαν, αργότερα, πως η απαισιοδοξία μας, ό "ρομαντισμός" μας, ήταν πόζες ή απομιμήσεις, δεν αδικούν εμάς, αδικούν τον εαυτό τους: Αυτοκαταγγέλονται ως ηθικά αδιαπέραστοι. Η νεολαία εκείνη πού θερίστηκε γύρω μου τότε [δηλ. στα 1925-1930], πού την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, ή επαρχία, ή φτώχεια, ή καταδίωξη, ή εξορία, ή αρρώστια, ή αστοχία, ή προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό· και το δράμα είναι το μόνο πού καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί νά έχεις τάλαντο και νά πετύχεις, τύχη και νά ευνοηθείς, καπατσοσύνη και νά επιπλεύσεις, πλάτες και νά ξεκινήσεις. Μπορεί νά μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου».
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ᾿ναι.
…………………………………………………………………..............................................................................................................................................................................
»Αναθυμάμαι όχι μόνο τούς ποιητές μας· αναθυμάμαι τούς στρατευμένους στην κοινωνική επανάσταση: Ήταν θεωρητικά αισιόδοξοι, ψυχικά όμως, δίχως νά το ξέρουν, απεγνωσμένοι τής αισιοδοξίας. Δε δίνεις τη ζωή σου, τα νιάτα σου, την υγειά σου, όταν όλα τα βλέπεις ωραία. Χρειάζεται μια τραγική προδιάθεση για νά γίνεις παρανάλωμα ενός ονείρου. Και το τραγικό πνεύμα μπορεί νά είναι λυτρωμένο, δεν είναι όμως ποτέ μακάριο.
»Μακάριοι ήταν αυτοί πού ήρθαν εκεί στα 1930 ν’ αντικρούσουν, νά διασύρουν με την εύκολη κριτική τους, τη δική μας αρητόρευτη κοσμοθεωρία. Έρχονταν πίσω με τα καράβια τού εξωτερικού, στιλβωμένοι, ατσαλάκωτοι, και ήταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρίσει κανένα βιοτικά πρόβλημα είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς νά έχουν θητεία. Μάς κατηγόρησαν για επαρχιακή μεμψιμοιρία και πεισιθάνατη κατήφεια, επειδή ήταν ανύποπτοι κι επειδή όλα τούς έταζαν πώς θα περάσουν τη ζωή τους αβρόχοις ποσί. Θυμάμαι την αγανάκτησή μας. "Έφερναν μιαν αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτο τουριστική γραφικότητα. Σ᾿ εμάς, πού ξενυχτούσαμε χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους τού Καρυωτάκη στα χείλη μας, ή εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. Αλλά την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, και νικητές είναι οι επιζώντες. Ποιος είχε περισσότερες πιθανότητες νά επιζήσει: οι ταλαιπωρημένοι ή οι ανέπαφοι;»
(Εδώ ή υπογράμμιση είναι δική μου. Ποιους εννοεί στην μαρτυρία του ο Τερζάκης. Ο Σαββίδης δεν σχολιάζει. Σίγουρα θα πρέπει να είναι ο Αντρέας Εμπειρίκος και ο κύκλος του στις συγκεντρώσεις γύρω από τον υπερρεαλισμό).
Ο Γιώργος Σαββίδης συνεχίζει:
«Ανάμεσα στις νέες ελληνικές λυρικές φωνές πού πρωτακούστηκαν δημόσια, από το 1927 ως το 1935, δραστικότερες αποδείχτηκαν, κατά τα επόμενα σαράντα χρόνια, τέσσερεις: ό Σεφέρης (1900-1971), ό Εμπειρίκος (1901-1975), ό Ρίτσος (1909) και ό Ελύτης (1911). Σε τούτους, λοιπόν, μπορεί να περιοριστεί ή έρευνα για την διαπίστωση ενδεχομένης, θετικής είτε αρνητικής, επίδρασης τού Καρυωτάκη.Έρευνα πού, υπενθυμίζω, θα μάς επιτρέψει να παραδεχτούμε ή όχι, την έμμεσην επίδραση του πάνω στους έτι νεότερους ποιητές μας, όσους τουλάχιστον επηρεάστηκαν άμεσα από έναν (είτε περισσότερους) από τούς τέσσερεις αυτούς».
»Πρώτος κατά σειράν εμφανίσεως στην δημοσιότητα, τελευταίος κατά σειρά προσχωρήσεως στην νεοτερική ποιητική, ό «έλλαδικότερος» από την άποψη κάθε λογής εμπειριών, είναι ο Γιάννης Ρίτσος. Στην προοπτική πού μάς αφορά εδώ, ή περίπτωσή του είναι ή πιο διάφανη. Δεν χρειάζεται καν να υπογραμμιστεί ό καρυωτακισμός των δύο πρώτων συλλογών του (Τρακτέρ, 1934, και Πυραμίδες, 1935), όπου όμως ήδη διακρίνεται μια ευαισθησία ολότελα διάφορη από τού Καρυωτάκη. Αρκεί, για την ώρα, νά σημειώσουμε την ρητή δήλωση οφειλής πού αποτελεί η αφιέρωση ενός ποιήματος - μανιφέστου τής πρώτης συλλογής του» :
«ΠΟΙΗΤΈΣ»
Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΆΚΗ
Ω δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές
είμαστ᾿ εμείς με κυματίζουσα την κόμη
—έμβλημ᾿ αρχαίο καλλιτεχνών— και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν᾿ αραδιάζουμε κι ακόμη
μια ευαισθησία μάς συνοδεύει υστερική,
πού μάς πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ᾿ ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
ή βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ᾿ αυτούς να ρίξουμε, κι ή νέα ξανά σελίς
το θρήνο δέχεται τού ανούσιου έρωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»
την ασχολία μας τόσ᾿ ωραία δικαιολογούμε.
Για μάς ό κόσμος όλος μόνο είμαστ᾿ εμείς,
και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.
Μ᾿ έπαρση εκφράζουμε τα πάθη τής στιγμής
σ᾿ έναν —με δίχως χασμωδίες— μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία —
ώ, τέτοια θέματα πεζά ν᾿ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
(υπογράμμιση δική μου)
Ο Σαββίδης το χαραχτηρίζει "ποίημα μανιφέστο" και ότι είναι δήλωση οφειλής προς τον Καρυωτάκη η αφιέρωση.
Προσωπικά το σαρκαστικό ύφος τού ποιήματος τού Ρίτσου, το οποίο δημοσίευσε στην πρώτη του ποιητική συλλογή "Τρακτέρ" το 1934 θα το θεωρούσα ευθεία βολή κατά του Καρυωτάκη, εκτός αν το ποίημα με τα εισαγωγικά «ΠΟΙΗΤΈΣ» εμπεριέχει και τον εαυτό του και τον Καρυωτάκη. Αν δηλαδή ο Ρίτσος αυτοσαρκάζεται. Ο Καρυωτάκης στο δικό του ποίημα "Όλοι μαζί…" επίσης αυτοσαρκαζόμενος στις τέσσερεις πρώτες στροφές, καταλήγει στην τελευταία στροφή σε μια διαπίστωση:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
τού «περιβάλλοντος», τής «εποχής».
Χρησιμοποιώντας κατ᾿ αναλογία τη ρήση τού Μαρξ θα έλεγα ότι τη δεύτερη φορά το ποίημα τού Ρίτσου, επαναλαμβάνεται σαν φάρσα-σάτιρα, κατηγορία, ενάντια στον Καρυωτάκη. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η τελευταία στροφή του ποιήματος:
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία —
ώ, τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
Αυτό και έχοντας υπ᾿ όψιν τις αρνητικές κριτικές των διανοούμενων τής Αριστεράς τότε και αργότερα, για τον Καρυωτάκη· (Βασίλη Ρώτα, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Τάσου Βουρνά, Μάρκου Αυγέρη.) Είμαστε όταν δημοσιεύει τα "Τρακτέρ" στα 1934, και δεν υπήρχαν παρεκκλίσεις στην κομματική γραμμή. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα γιατί υπάρχει η παρακάτω δήλωση του Ρίτσου τέσσερα χρόνια μετά.
«Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα "Ελεγεία και Σάτιρες" μάς περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ᾿ τη ζωή μας. Μαζί μ᾿ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης». Αυτά δήλωνε στο «Ελεύθερο Βήμα» (9/1/1938) ο Γιάννης Ρίτσος, αντικρούοντας την απόρριψη τού Κώστα Καρυωτάκη από κριτικούς και λογοτέχνες τής εποχής. (Ηρακλής Κακαβάνης: "Αριστερά και Καρυωτάκης" Α μέρος)
Ολόκληρο το ποίημα του Καρυωτάκη
Όλοι Μαζί
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε τής ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.
Μόνο για μάς υπάρχουν τού Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ᾿ άστρα τ᾿ ουρανού.
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
τού «περιβάλλοντος», τής «εποχής».
Στη συνέχεια ο Σαββίδης κλείνει την περίπτωση επιρροής τού Καρυωτάκη στο Ρίτσο γράφοντας: «Το εξωτερικό αυτό τεκμήριο, (σημείωση δική μου εννοεί το ποίημα του Ρίτσου με την αφιέρωση στον Καρυωτάκη), οσοδήποτε αποφασιστικό, φυσικά δεν μάς απαλλάσσει από την υποχρέωση να εξετάσουμε διεξοδικά, αφ᾿ ενός την ιδιομορφία τού καρυωτακισμού των δύο πρώτων συλλογών σε σύγκριση με τούς κοινούς μιμητές τού Καρυωτάκη, αλλά ιδίως την χωνεμένη πια επίδραση που είναι πιθανό να συνυφαίνεται στην ώριμη φωνή τού Ρίτσου, δηλαδή από την "Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής" (1940) και πέρα»
Για την περίπτωση "επιρροής" στον Σεφέρη, ο Σαββίδης ξεκινά με τη ρητά εκφρασμένη άποψη τού Σεφέρη για τον Καρυωτάκη, σε μια ομιλία του για παιδιά στην Αλεξάνδρεια το 1941, τώρα δημοσιευμένη στις Δοκιμές (Πρώτος τόμος, Γ έκδοση):
«Θα ξέρετε ίσως ότι ή ποίηση των νέων στη δεκαετία πού αρχίζει με το τέλος τού [προ]περασμένου πολέμου, δηλαδή, πάνω-κάτω, στα χρόνια 1918-1928, ήταν μια λογοτεχνία πού γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα πού μας δίνει, ή μεγάλη πολιτεία. Άλλωστε, την εποχή εκείνη, η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα... Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος και ίσως ό μοναδικός αντιπρόσωπος τής σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης. Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία, που, μολονότι πέθανε τρομερά νέος, είχε την τύχη ν᾿ αφήσει ένα έργο πού λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας.
» Δυστυχώς, όπως τυχαίνει τόσο συχνά, από την ποίηση τού Καρυωτάκη γεννήθηκε και ο καρυωτακισμός πού ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση. Λ.χ. ο Καρυωτάκης τραγούδησε με τη χορευτική φαντασία του τούς τραγικούς γύψους τής κάμαράς του, άλλα ο Καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μία παραπονιάρα συγκατάβαση. Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα.
»Όμως, γύρω στα 1930, τα πράγματα αλλάζουν. Εκείνο πού χαρακτηρίζει τις αναζητήσεις των νέων είναι ένα είδος νησιωτικής ιδιοσυγκρασίας. Οι ορίζοντες πλαταίνουν. Τα σκονισμένα δρομάκια και οι κάμαρες μένουν πίσω. Το Αιγαίο με τα νησιά του, ή θαλασσινή μυθολογία, το ταξίδι προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι τα πράγματα πού [τούς] συγκινούν και πού προσπαθούν να εκφράσουν.
Πέσαν οι τοίχοι της κάμαράς μου κι έμεινα στον κήπο
»θα γράψει ό Αντωνίου — κι ό δρόμος πού μάς ενθουσίαζε, μέσα στους δρόμους τής Αθήνας, ήταν ή λεωφόρος Συγγρού, γιατί ήταν ή πλατιά, ή μεγάλη λεωφόρος πού οδηγούσε προς τα λιμάνια, προς το πέλαγο.»
Στη συνέχεια ο Σαββίδης θεωρεί ότι η περίπτωση τού Σεφέρη σε σχέση με τού Ρίτσου, είναι λιγότερο διάφανη, ερμηνεύοντας αυτή την άποψη με το εξής ευφυολογικό σχήμα: «Με άλλα λόγια: Λαφόργκ εγέννησεν Έλιοτ, εξ ου εγεννήθη Σεφέρης, Λαφόργκ εγέννησε Καρυωτάκην, εξ ου πιθανώς επίσης εγεννήθη Σεφέρης, Λαφόργκ εγέννησε Σεφέρην, "ἐξ οὖ ἐγεννήθησαν αἱ γενεαί πᾶσαι αἱ ἄδουσαι κατ’ αρχάς μεν" το "Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά"; κατόπιν την "Άρνηση", νυν δε το "Πότε θα κάνει ξαστεριά"»...
Αν "κάποιο παιδί φανατικό για γράμματα" θέλει να δει την ανίχνευση τού Σαββίδη, στις επιδράσεις τού Καρυωτάκη μέσα στην ποίηση τού Σεφέρη, θα τις βρει στον σύνδεσμο: Καρυωτάκης- Σεφέρης
Συνεχίζει ο Σαββίδης:
«Αν, προκειμένου για τον Ρίτσο ή τον Σεφέρη, μπορούμε να μιλούμε για επίδραση τού Καρυωτάκη, με την καθιερωμένη σημασία τού όρου, για τον Ελύτη και τον Εμπειρικό θα μάς χρειαστεί πιθανότατα ή λέξη αντίδραση, με διαφορετικές ίσως αποχρώσεις στην κάθε περίπτωση.
»Μετά τον Ανδρέα Κάλβο, ο Ανδρέας Εμπειρικός «είναι ό πιο μυστηριώδης από τούς συγγραφείς μας». Έτσι χαρακτήρισε τον Κάλβο ό Σεφέρης (Δοκιμές, Α' σελ. 75). Για των Εμπειρίκο, παρά την φιλική τους σχέση (ό.π., σελ. 461), υπήρξε, αρχικά, πολύ αυστηρός, όπως άλλωστε εν γένει απέναντι στον «ορθόδοξο» υπερρεαλισμό: "Ας βγάλουμε από τη μέση [τής συζήτησης με τον Κ. Τσάτσο) τον υπερρεαλισμό, πού δεν έδωσε στον τόπο μας τίποτε ώριμο για να κριθεί" γράφει τον Αύγουστο 1938 (ό.π., σελ. 85 — βλ. και σελ. 476, σημ. 2) ή ακόμη: "Ο καθαρός υπερρεαλισμός είναι εύκολη ποίηση" (ό.π., σελ. 485 τέλος τής σημ. 138,1).
Μολονότι μόνιμος κάτοικος Ελλάδος κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τα κείμενά του δίνουν μια αίσθηση Έλληνα τού Εξωτερικού (χωρίς νοσταλγία για μιαν ιδεατή ή «Άνω Ελλάδα»), πού δεν μού δίνουν ποτέ ο Καβάφης ή πολύ διαφορετικά ό Κάλβος, ό Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Α. Μάτσας είτε ο Σαραντάρης.
..........................................................................................................................................................................................................................................................................................
Στην Υψικάμινο (1935), πού μάς ενδιαφέρει αμεσότερα εδώ, δεν διακρίνεται, νομίζω, το παραμικρό ίχνος λώρου με οποιαδήποτε ελληνική λογοτεχνική παράδοση· για τον Εμπειρικό τα πάντα έχουν καταλυθεί από την επανάσταση του Υπερρεαλισμού: όχι μόνον ό Καρυωτάκης, μα και ό,τι άλλο προηγήθηκε ή μεσολάβησε.
Ωστόσο, την κατάλυση αυτή —πού ο Εμπειρικός την νιώθει σαν απελευθέρωση «από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή»— δεν την ευαγγελίστηκε άραγε, πρώτος από κάθε Έλληνα λογοτέχνη, ο Καρυωτάκης στα Ελεγεία και στις Σάτιρες;»
Η σκέψις, τα ποιήματα
βάρος περιττό.
(«Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα. . .»)
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές πού κρέμονται σαν καδένες.
………………………………………....................................
Μάς διώχνουνε τα πράγματα, κι ή ποίησις
είναι το καταφύγιο πού φθονούμε.
(«Είμαστε κάτι...»)
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη τού νου.
(«Τι να σού πω, φθινόπωρο. . .»)
Ένιωσεν ότι
τού ήσαν οι στίχοι
άχαρη τύχη και ματαιότη.
(«Βyron»)
Κράτει, λοιπόν, ω γέροντα,
την επιτύμβιον πλάκα.
Το πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.
(« Εις Ανδρέαν Κάλβον»)
«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
Θα γράψουν οι εφημερίδες.
(«Σταδιοδρομία»)
«Συνεχίζει ο Σαββίδης:
Και από κοντά ή γλωσσική Αποδέσμευση από την λογοτεχνική δικτατορία τού αδιάλλακτου και ήδη συμβατικού δημοτικισμού. Με πρωτεργάτη, βέβαια, τον Καβάφη, μα και με κύριους συνεργάτες τον «εκκεντρικό» Παπατσώνη και τον βιτριολικό Καρυωτάκη, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη τής υψηλής ρητορικής τού Εμπειρίκου: από την δαιμονική ανάπλαση τής «γλώσσας των εφημερίδων» πού χαρακτηρίζει τα κείμενα τής Υψικάμινος, έως την σοφά τεχνουργημένη και χορδισμένη, μακροπερίοδη και λυγερή και ευφρόσυνη καλλιέπεια των Γραπτών.
»Υποστηρίχθηκε πώς σε μια περικοπή "όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής τού κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα τού μέλλοντος μας» ό Εμπειρικός ενδεχομένως υπονοεί και τον Καρυωτάκη [1]. Γιατί να το αποκλείσουμε; Ένα είναι βέβαιο· τριάντα χρόνια αργότερα ό Καρυωτάκης τοποθετήθηκε επίσημα στο λαράριο τής «προσωπικής μυθολογίας» τού Εμπειρίκου. Εννοώ: στο ανέκδοτο, δυστυχώς ακόμη, ποίημα «Οι Μπεάτοι ή τής μη-συμμορφώσεως οι άγιοι», πού ο ποιητής εδιάβασε δημόσια το 1966 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
[1]. (Ο πόνος πού κρημνίζεται είναι ό πόνος των ρομαντικών, των απομονωμένων στον ελεφάντινο πύργο τους ποιητών — ίσως να ᾿ναι ακόμη ό πόνος τού Καρυωτάκη» Καραντώνης, Εισαγωγή, σελ. 186),
»Στα 1930, όταν πρωτοδημοσιεύτηκεν ή «Πρέβεζα», ήταν εύλογο ίσως, το μαύρο χιούμορ της, με το τονισμένο επαρχιώτικο πλαίσιο να μη συγκινεί ιδιαίτερα τον κοσμοπολιτισμό των μεθαυριανών υπερρεαλιστών μας:
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
»Το πολύ-πολύ να τούς διασκέδαζε («πολύ κρυφά, εννοείται»: «εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε») μία πανηγυρική κηδεία «εθνικού ποιητού» — στα παριζιάνικα χνάρια, άλλωστε, τού υπερρεαλιστικού «σκανδάλου» στον θάνατο τού Ανατόλ Φρανς (1924). Για τον Ιστορικό των λογοτεχνικών μας ηθών, προσθέτω πώς χρειάστηκε να περάσουν 48 χρόνια για να δούμε και στον τόπο μας μιαν εκδήλωση ανάλογη, όχι όμως από υπερρεαλιστική σκοπιά· ενδεικτικά, παραθέτω τούς έξης στίχους τού Θωμά Γκόρπα : "Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά / στο φέρετρό του ακούμπησε ή Ελλάδα / αυτός που ακούμπαγε κανείς δε λέει... / Στην κηδεία του πήγανε και πεθαμένοι / φίλοι γνωστών διευθύνσεων κι εχθροί / φυλετικών και άλλων διακρίσεων ..." (Νέα Σύνορα, Δ΄, 16, Μάρτης-Απρίλης 1972, σελ. 71) ».
Πάλι από την εισαγωγή τού Σαββίδη:
«Αγκαλά και στο γραμματολογικό ληξιαρχείο παρουσιάζεται συνομήλικος με τον Εμπειρικό, ό Οδυσσέας Ελύτης βιολογικά είναι δέκα χρόνια νεότερός του — κρίσιμη διαφορά από την άποψη τής διαμορφωτικής, Ιστορικής και λογοτεχνικής, εμπειρίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή βρήκε των Καρυωτάκη 26 ετών, τον Σεφέρη 22, τον Εμπειρίκο21 ό Ελύτης είναι μόλις 11.
..........................................................................................................................................................................................................................................................................................
Είναι, λοιπόν, «εκ προοιμίου» ελάχιστες οι πιθανότητες μιας ανίχνευσης θετικών καρυωτακικών επιδράσεων στην ποίηση του Ελύτη. Ως ένα σημείο, είπα, γιατί ακριβώς από Το "Άξιον Εστί "και πέρα έχουμε μια βαθιά αλλαγή τής ποιητικής τού Ελύτη, συνακόλουθη μιας ουσιαστικής μεταβολής τής στάσης του απέναντι στην ζωή. Συντομογραφικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ό Ελύτης (ό Πρώτος) (Ήλιος ο πρώτος), παύει να παίζει — τι; Συντομογραφικά, πάλι, ή απάντηση θα μπορούσε να είναι: να παίζει τον Αντι-Καρυωτάκη.
»Τον ρόλον αυτό δεν ξέρω κατά πόσο τον εδιάλεξεν ό ίδιος και κατά πόσο τού τον επέβαλαν. [Σχετικά: «Μια μαύρη αυλαία σηκώνεται, ή νύχτα του Καρυωτακισμού υποχωρεί . . . από το πρώτο κιόλας ποίημα των Προσανατολισμών» ή «Όλοι οι Προσανατολισμοί . . . είναι μια θριαμβευτική εξόρμηση για την κατάκτηση, για την προβολή μιας οργανικής υγείας, για τον εξοβελισμό των φαντασμάτων τού Καρυωτακισμού πού κρατούσαν δέσμιους τούς νέους» (Καραντώνης, «Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη», Καινούρια Εποχή, Χειμώνας 1956, σελ. 147 και 149 ή Εισαγωγή, σελ. 198 και 202-203).
»Πολύ διδακτική, από την άποψη αυτήν, είναι ή συζήτηση Αργυρίου - Καραντώνη πού έγινε το 1958 στην Επιθεώρηση Τέχνης, ξεκινώντας από την ακόλουθη περικοπή του Αργυρίου: «Σ’ ένα βαθμό ο Ελύτης έπεσε θύμα των κριτικών του, πού δεν ανέσυραν ό,τι πιο μόνιμο και πιο ουσιαστικό αίσθημα διέθετε. "Αν χρειάστηκε να αποτινάξουμε το πνεύμα του Καρυωτάκη, ποιος φταίει αν μερικοί νόμισαν ότι απαιτείται να αποτινάξουμε και τον ανθρώπινο σπαραγμό, όταν ή ζωή δεν είναι μόνο θαύμα και νεανική μέθη, άλλα και θάνατος και απελπισία και απόγνωση, για ό,τι γύρω μας και μέσα μας είναι περιορισμός» (Σημειώσεις πάνω στην ποίηση τού Οδυσσέα Ελύτη», ό.π.. Ζ', 40, σελ. 183 — βλ. και 42, σελ. 411-413, καθώς και 43, σελ. 56-59)].
[Μια δική μου ένσταση: Δεν μπορώ να κατανοήσω αυτή τη Διάκριση. Όλα μαύρα ή όλα άσπρα! Μέσα στους Προσανατολισμούς και κυρίως στη Συλλογή "Θητεία του Καλοκαιριού" υπάρχουν ερωτικά ποιήματα από τα ωραιότερα τής Παγκόσμιας ποίησης: Ενδεικτικά, "Μαρίνα των βράχων", "Ηλικία της γλαυκής θύμησης", "Ο άνεμος της Παναγίας", "Η τρελή ροδιά" ή το "Ελένη" από τις Σποράδες, και υπέροχα "Σεφερικά" ποιήματα όπως το "Επέτειος" το πιο Σεφερικό ποίημα τού Ελύτη, και τα "Ωδή στη Σαντορίνη" και "Μορφή της Βοιωτίας" πάλι από τη "Θητεία του Καλοκαιριού"]
Συνεχίζει ο Σαββίδης: «Γεγονός, πιστεύω, είναι πώς τον έπαιξε (τον ρόλο τοὐ Αντικαρυωτάκη) με τόσην έμφαση και συνέπεια, ώστε να αγγίξει τα όρια της ύβρεως:
Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα τού ήλιου θα την πούμ᾿ εμείς.
("Ήλιος ο Πρώτος, XIII)
ή ακόμη:
Εκείνος πού θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή
Δίχως ν᾿ αστροπελεκιστεί απ᾿ τον θάνατο
Εκείνος πού σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί
Εκείνος θα ᾿χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες
Μα θα ᾿ναι νέος
Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
Πού χύνεται από το πλευρό τής μέρας
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού
Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά
Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.
(Ήλιος ό Πρώτος, XVII)
»Όσο φανερή είναι ή συνειδητή αντίδραση τούτης τής φωνής προς την φωνή τού Καρυωτάκη όταν λέει:
Τι νέοι πού φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
τού κόσμου, δώθε απ᾿ τ᾿ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ᾿ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μάς ή ζωή θα φέρει, όσο αν γελά ή αχτίνα
τού ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μάς άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ᾿ ένα βράχο,
το πλοίο πού τώρα χάνεται στου άπειρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε, τί να ᾿χουμε, τί να ᾿χω,
πού σβήνουμε όλοι, φεύγουμ᾿ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
»άλλο τόσο φανερή, νομίζω, είναι ή αντίθεσή της προς την φωνή τού «άλλου» Ελύτη — όταν πια προσεγγίζει την εμπειρία του Καρυωτάκη:
Μακριά απ᾿ τη λοιμική τής πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι
της [=τής Ωραίας] μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην
έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ᾿ναι από την πυρά πού
κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.
Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν᾿ αντέχουμε το βάρος από τα
μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη
συμβασιλεία των άστρων,
Σα να μην κάτεχα, ό αγράμματος, πώς είναι κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, πού ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
Και πώς, αφ᾿ ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η
μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!
(«Ο αγράμματος και η ωραία»)
»ή ακόμα:
Έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος εδώ στην άκρη που
μ᾿ απώθησαν τού κόσμου τούτου οι συμφορές θέλησα να
επιχειρήσω άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά
(«Ο κήπος του Ευωχείρ»)
»Όλα τα παραπάνω, επιτρέπουν, νομίζω, να συμπεράνουμε πώς ο Καρυωτάκης δεν άφησε ανεπηρέαστους, θετικά τον Ρίτσο και τον Σεφέρη, αρνητικά δε πάντως τον Ελύτη — άρα, ότι όσοι νεότεροι ποιητές μας επηρεάστηκαν, είτε αρνητικά είτε θετικά, από τούτους τούς τρεις ποιητές, τουλάχιστον υπέστησαν σε κάποιο ποσοστό και την έμμεσην επίδραση του Καρυωτάκη».