Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987)
Είναι η Ελληνίδα Γεωργία Σάνδη;
Είναι η Ελληνίδα Λου Αντρέας- Σαλομέ;
Είναι η Ελληνίδα Αναΐς Νιν;
Τα βιογραφικά στοιχεία και οι φωτογραφίες για την Μάτση Χατζηλαζάρου έχουν αντληθεί από το εξαιρετικό βιβλίο τού Χρήστου Δανιήλ "Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina", εκδόσεις "Τόπος.
Η ανθολόγηση των ποιημάτων έγινε από το βιβλίο "ΜΆΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΆΡΟΥ" ΠΟΙΉΜΑΤΑ 1944-1985 ΕΚΔΌΣΕΙΣ "ΊΚΑΡΟΣ" Ο Μάνος Χατζιδάκης για τη Μάτση Χατζηλαζάρου
|
Βιογραφικό:
Η Μάτση Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 17 Ιανουαρίου 1914. Γονείς της ο Κλέωνας Χατζηλαζάρου και μητέρα της η Βιργινία Ζωΐδου. Νονός της, ο τότε βασιλιάς τής Ελλάδος Κωνσταντίνος ο Α'.
Η οικογένεια των Χατζηλαζάρων ήταν από τις πιο εύπορες και σημαντικές στην Θεσσαλονίκη κατά το 2ο ήμισυ τού 19ου αιώνα και τις αρχές τού 20ου. Ο πατέρας της Κλέωνας Χατζηλαζάρου είχε σπουδάσει νομικά στην Γερμανία και την Αμερική και από το 1891 υπήρξε διερμηνέας στο προξενείο των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη και από το 1905 συνδιευθυντής τού υποκαταστήματος τής νεοϊδρυθείσας Τράπεζας τής "Ανατολής" Ελληνικών συμφερόντων. Υπάρχουν μαρτυρίες για την συμμετοχή του στον Μακεδονικό αγώνα, στον τομέα τού εξοπλισμού των Ελληνικών σωμάτων. Το 1912 με τη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ο βασιλιάς τής Ελλάδος Γεώργιος θα φιλοξενηθεί στο σπίτι τού Χατζηλαζάρου. Υπήρξαν στενές μεταξύ τους και στο Ισόγειο τού μεγάρου των Χατζηλαζάρων θα εκτεθεί η σορός τού Γεωργίου μετά την δολοφονία του στις 18-03-1913. Οι σχέσεις τής οικογένειας με το νέο βασιλιά Κωνσταντίνο υπήρξαν στενές. Τον Απρίλιο τού 1917 λόγω τής πολιτικής κατάστασης διαφεύγει με όλη του την οικογένεια στη Γαλλία και στη συνέχεια στην Ιταλία. Με τη λήξη τού Α' παγκοσμίου πολέμου το 1918 η οικογένεια θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Το 1986 η Μάτση Χατζηλαζάρου θα πει: Είμαι τρίγλωσση. Λόγω των μετακινήσεων των γονιών μου, έμαθα πρώτα αγγλικά, μετά Ιταλικά και όταν γύρισα στην Ελλάδα Ελληνικά». Στην πραγματικότητα τετράγλωσση λόγω των Γαλλικών τα οποία μιλούσαν στο σπίτι, κατά τις μεγαλοαστικές συνήθειες. Από το 1931 η οικογένεια κατοικεί στην Αθήνα και με την πάροδο τού χρόνου λόγω και των πολιτικών μεταβολών και ανωμαλιών, έρχεται η οικονομική καταστροφή. Παλαιότεροι Αθηναίοι, θυμούνται τη Μάτση Χατζηλαζάρου, μια λεπτή και ζωηρή Αθηναία, που ξεχώριζε στην κοσμική ζωή τής Αθήνας τη δεκαετία 30-40, όταν ήταν στα είκοσι της χρόνια και να αναφέρεται στις κοσμικές στήλες. Παντρεύτηκε, πιο σωστά κλέφτηκε, με ένα νεαρό Γερμανό φοιτητή, τον Καρλ Σούρμαν τον οποίο δεν ήθελε η αυστηρή, αστική, πλούσια ακόμη οικογένεια Χατζηλαζάρου και ο γάμος έγινε κρυφά, σε μια αίθουσα τού «Σεσίλ» στην Κηφισιά («Σημειωματάριο», Η Καθημερινή 2.7.1987). Το 1934 πεθαίνουν και οι δύο γονείς της με διαφορά έξι μηνών ο ένας από τον άλλο, αφού προηγουμένως έχουν καταστραφεί οικονομικά. Το 1936 διαλύεται ο γάμος τής Μάτση Χατζηλαζάρου με τον Καρλ Σούμαν και τον Ιούλιο 1937 παίρνει διαζύγιο . Μετά το διαζύγιο παντρεύεται τον γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων Σπύρο Τσαούση, αλλά και ο γάμος αυτός θα κρατήσει πολύ λίγο. Θα διαλυθεί το 1938. Μαζί του όμως θα διατηρήσει φιλικές σχέσεις καθ᾿ όλη τη διάρκεια τής ζωής της. Το 1935 είχε γίνει γίνει η περίφημη διάλεξη του Ανδρέα Εμπειρίκου "Υπερρεαλισμός, μια νέα επαναστατική σχολή" και η έκδοση τής πρώτης ποιητικής του συλλογής "Υψικάμινος". Ακολούθησε το 1936 η έκθεση με Υπερρεαλιστικά έργα στο σπίτι του Εμπειρίκου. Συγχρόνως ο Ανδρέας Εμπειρίκος άρχισε το επαγγελματικό ψυχαναλυτικό του έργο. Η Μάτση θα προσφύγει στον Εμπειρίκο ως ψυχαναλυόμενη. Η σχέση θα μετατραπεί σε έντονη ερωτική σχέση. Ο Εμπειρίκος θα μυήσει την Χατζηλαζάρου στην ποίηση και το κίνημα τού Υπερρεαλισμού. Η Μάτση γοητεύεται από τον Υπερρεαλισμό, σαν κίνημα απελευθερωτικό από συμβάσεις κοινωνικές, σαν κίνημα ελεύθερης ποιητικής και ερωτικής έκφρασης. Η σχέση θα καταλήξει σε γάμο το 1939. Το ταξίδι τού "μέλιτος" θα γίνει στο Ναύπλιο, από το οποίο υπάρχουν στο αρχείο τής Χατζηλαζάρου πολλές φωτογραφίες. Το χειμώνα του 1940-41, και ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο, η Χατζηλαζάρου παρακολουθεί σεμινάρια βοηθού νοσοκόμου τα οποία ολοκληρώνει ένα μήνα πριν οι Γερμανοί μπουν στην Ελλάδα. Για τις υπηρεσίες της στα στρατιωτικά νοσοκομεία Αθηνών, ο Ε.Ε. Σταυρός τής απένειμε το 1949 "Δίπλωμα και Μετάλλιο". Κατά την διάρκεια της Κατοχής συνεχίζονταν οι τακτικές συγκεντρώσεις τής Πέμπτης στο σπίτι τού Εμπειρίκου με ένα ευρύτατο κύκλο υπερρεαλιστών και νεωτερικών ποιητών (Ελύτης, Γκάτσος, Εγγονόπουλος, Παπατσώνης, Νάνος Βαλαωρίτης, Κακναβάτος, Παπαδίτσας, και πολλοί άλλοι). Την χρονική περίοδο τού 1943, μέσα στην κατοχή αλλά και τις έντονες πνευματικές αναζητήσεις, η Χατζηλαζάρου γνωρίζει τον ποιητή Ανδρέα Καμπά και συνδέεται ερωτικά μαζί του, εγκαταλείποντας τον Εμπειρίκο, με τον οποίο θα διατηρήσει φιλικές σχέσεις. Ο Εμπειρίκος θα συνεχίσει να την βοηθά και να στηρίζει τις επιλογές της. Μάλιστα θα τής δώσει συστατική επιστολή για να συμπεριληφθεί στη λίστα υποτρόφων τού Γαλλικού Ινστιτούτου (Διευθυντής, ο Οκτάβιο Μερλιέ, γενικός γραμματέας Ροζέ Μιλλιέξ). Όταν η επιτροπή επιλογής ρώτησε τη Μάτση για πιο λόγο ήθελε να ταξιδέψει στη Γαλλία εκείνη απάντησε: «Για να αγγίξω ένα Πικάσσο, ένα Ματίς με το χέρι μου. Να μην τούς βλέπω reproduction». Οι Έλληνες διανοούμενοι αναχώρησαν στις 22 Δεκεμβρίου 1945, για τη Γαλλία με το "θρυλικό" πλοίο Ματαρὀα. Η Μάτση είχε κάνει τις πρώτες ποιητικές της απόπειρες στα πρώτα χρόνια τής Κατοχής και τελικά θα καθαρογράψει 31 ποιήματα χρονολογημένα από 11-1-1939 έως 20-2-1942 με αφιέρωση στον "Ανδρέα"(Εμπειρίκο). Δέκα από αυτά θα συμπεριλάβει στην πρώτη της ποιητική συλλογή "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης", (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου). Το 1945 στο 1ο τεύχος τού περιοδικού "Τετράδιο" η Χατζηλαζάρου δημοσιεύει τα "Δύο διαφορετικά ποιήματα" Το 1946 βγαίνει το διαζύγιο της Μάτσης με τον Εμπειρίκο. Η Χατζηλαζάρου αν και ταξιδεύει με το νέο της σύντροφο Ανδρέα Καμπά στη Γαλλία, χωρίζει μαζί του στα μέσα του 1946, για τον ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό. Στη Γαλλία γνωρίζεται με τον Τριστάν Τζαρά τον Αντρέ Μπρετόν και τον Ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό ανεψιό τού Πικάσσο. Με τον Βιλατό αρχίζει μια καινούργια ερωτική σχέση και θα ζήσουν μαζί για οκτώ χρόνια ως το 1954. Μέσω τού Βιλατό θα γνωρίσει τον Πικάσο και τον Ματίς. Το 1947 ο Εμπειρίκος θα παντρευτεί με κουμπάρο τον Οδυσσέα Ελύτη, τη Βιβίκα Ζήση. Η Χατζηλαζάρου θα διατηρήσει φιλικές σχέσεις με το νέο ζευγάρι. Το 1949 εκδίδεται η ποιητική της συλλογή Cinq Fois στο Παρίσι, με έξι χαλκογραφίες τού Βιλατό. Τον Οκτώβριο 1951, εκδίδεται στην Αθήνα η ποιητική συλλογή της "Κρυφοχώρι", πάλι με τέσσερεις χαλκογραφίες τού Βιλατό. Το 1954 η Μάτση και ο Βιλατό χωρίζουν. Διατηρεί όμως μαζί του, μια βαθιά φιλία, ακόμη και όταν ο Βιλατό παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια. Η πυκνή αλληλογραφία τους διατηρείται έως το τέλος τής ζωής τής Μάτσης. 0 Βιλατό μετά το θάνατο τής Μάτσης θα προχωρήσει το 1989 σε δωρεά τριών έργων του στη μνήμη της. Το 1954 εκδίδεται στο Παρίσι η ποιητική της συλλογή " La Frange des Mots" (Τα λόγια έχουν κρόσσια), η οποία είναι αφιερωμένη στον Βιλατό. Μεταφρασμένα στα Ελληνικά θα συμπεριληφθούν το 1979 στη συγκεντρωτική συλλογή: "Έρως μελαχροινός". Το 1955 η Μάτση Χατζηλαζάρου συνδέεται ερωτικά με τον Καστοριάδη. Το 1958 η Χατζηλαζάρου επιστρέφει στην Αθήνα. Το διάστημα (1965-1973) δεύτερη διαμονή στο Παρίσι, ως διευθύντρια τού εκεί καταστήματος τού οίκου Βαράγκη. Το 1973 οριστική επιστροφή στην Αθήνα. Το 1975 θάνατος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το 1979, έκδοση από τον Ίκαρο, τής συγκεντρωτικής συλλογής "Έρως μελαχροινός" με πρόλογο και επιμέλεια Αλέξανδρου Ξύδη. Περιλαμβάνει τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές και 20 νέα ποιήματα με τον τίτλο "Εκεί-πέρα εδώ" Το 1984 οι εκδόσεις "Κείμενα" του Φίλιππου Βλάχου εκδίδουν την ποιητική συλλογή της 7χ3. Το 1985 δημοσιεύεται και πάλι από τα "Κείμενα" η συλλογή "Το δίχως άλλο-Αντίστροφη αφιέρωση". Το 1987 στις 16 Ιουνίου πεθαίνει η Μάτση Χατζηλαζάρου. Το Δεκέμβριο 1989, οι εκδόσεις "Ίκαρος" εκδίδουν σε ένα τόμο με τον τίτλο "Ποιήματα 1944-1985" με επιμέλεια Γεωργίας Παπαγεωργίου, όλα τα ποιήματα που είχαν γραφεί στα Ελληνικά, και περιλαμβάνει τις ποιητικές συλλογές " "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης", "Δύο διαφορετικά ποιήματα", "Κρυφοχώρι", "Τα λόγια έχουν κρόσσια", "Εκεί-πέρα εδώ" τις οποίες η ποιήτρια είχε ενώσει στη συγκεντρωτική συλλογή "Έρως μελαχροινός" και δύο ποιητικές συλλογές "7χ3"και το "Το δίχως άλλο-Αντίστροφη αφιέρωση". |
Μάτση Χατζηλαζάρου: μια τολμηρή ερωτική ποιήτρια, μια τολμηρή ερωτικά γυναίκα
Η ποίηση τής Μάτση Χατζηλαζάρου απηχεί την τόλμη της, ως ποιήτριας και ως γυναίκας. Η Μάτση Χατζηλαζάρου με την ερωτική της ζωή δικαιώνει την ποίησή της. Η ζωή και το έργο της είναι άμεσα συνδεδεμένα. Η Χατζηλαζάρου έζησε με τρόπο ποιητικό και έγραψε με τρόπο βιωματικό. Ξεκίνησε την ποιητική της ενασχόληση με την ποίηση, μέσα στην ατμόσφαιρα τού Υπερρεαλισμού με δάσκαλο, εραστή και σύζυγο τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Η Μάτση γοητεύεται από τον Υπερρεαλισμό, σαν κίνημα απελευθερωτικό από συμβάσεις κοινωνικές, σαν κίνημα ελεύθερης ποιητικής και ερωτικής έκφρασης, ως ελευθέρωση τής επιθυμίας. Η σχέση της με τον Εμπειρίκο θα ολοκληρωθεί με το γάμο τους το 1939.
Μέσα σ᾿ αυτήν την ατμόσφαιρα θα "κυοφορηθούν" τα ποιήματα τής πρώτης της ποιητικής συλλογής, η οποία θα εκδοθεί το 1944 με τον τίτλο "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης", αφιερωμένη στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Τα ποιήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν "Υπερρεαλιστικά" κατά το ύφος, αλλά μόνον ως προς την απελευθέρωση τής ερωτικής επιθυμίας και τον ερωτισμό τους:
[«που ᾿ναι οι καημοί τής σάρκας μου πάνω στην άμμο»,
«.....ο οίστρος ο τρομερός τής σάρκας μου. Όλα μου σού τα χαρίζω — μες στον ήλιο και μες στο ερωτικό χρώμα των ματιών σου. Πώς πέφτει το φύλλο τής λεύκας, το φύλλο που μαγεύει το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου»,
«Κι είναι η γητειά, απ᾿ την κούνια μου ως τον τάφο, οι στεναγμοί μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα».
«Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα τού ήλιου τού μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα τού βορινού χειμώνα»
«Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν᾿ απλώσω πάνω σε μιάν άμμο δροσερή, {…} οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να ᾿ναι οι αναπνοές και οι παλμοί τού διάχυτού μου έρωτα». Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή Έρωτα, Έρωτα.
Ή την τολμηρότητἀ τους:
[«Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina»
«Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ᾿ναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια τού συμβατικού έρωτα. Θα τούς δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο κι ένα κόκκινο — ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε».
«Θα τούς πω: κοιτάτε τούς άντρες τούς λεβέντες, τούς ελεύθερους, τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, {…} και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι —τότε ίσως τού δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε».
«Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ᾿ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες. Εχάσαμε τα φρένα μας μες σ᾿ όλες τις σπηλιές, και τούς γιαλούς, τα στεγνά στοιβαγμένα φύκια, και τούς λουλουδιασμένους βυθούς τού Αιγαίου. Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας. Δεν το λένε μονάχα ούτε ελευθερία, ούτε έρωτα, ούτε πέος, ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση, ούτε σχήμα, ούτε πάθος, ούτε και πόνο».]
Το «Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ᾿ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες», ίσως, ειδικά για τις γυναίκες να ηχήσει υπερβολικά άκομψο, ακόμα και σαν "ύβρις¨.
Αλλά από το «Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ᾿ναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια τού συμβατικού έρωτα», πόσο είμαστε ακόμη …… μακριά, από το να να μην ακούγεται. Η συμβατική ηθική καλά κρατεί, με τη βούλα τής θρησκείας και τής συντηρητικής οικογένειας και κοινωνίας. Η ερωτική συνεύρεση είναι ενοχοποιημένη, και "νομιμοποιείται" μόνο υπό όρους. Βέβαια η ερωτική ελευθερία, ο έρωτας, κρύβει ένα κουκούτσι, που πολλές φορές είναι πολύ σκληρό: Τον Ερωτικό πόνο, τον ερωτικό σπαραγμό τού χωρισμού, και αυτό προϋποθέτει τη γνώση, για την υπέρβαση του. Νομίζω όμως ότι αξίζει να πληρώσει κάποιος-α αυτό το τίμημα, για την υπέρτερη έκφραση τής ζωής, την ερωτική συνεύρεση.
Οι τολμηροί -ές το πράττουν. Η Μάτση Χατζηλαζάρου το έπραξε. Οι υπόλοιποι βουλιάζουν στην μοναξιά τού "συμβατικού έρωτα", Δεν έχουμε τα συναισθηματικά στοιχεία από τούς χωρισμούς της. Θα είχαν μεγάλη σημασία από ψυχαναλυτική άποψη.
Πως χώρισε τον αγαπημένο και μέντορα της, Εμπειρίκο; Γράφουν ότι τον εγκατέλειψε για τον νεώτερό της ποιητή Ανδρέα Καμπά. "Αβρόχοις ποσί"; Αυτόν που τής είχε γράψει:
«Στο γήπεδο τής συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο τής αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Γι᾿ αυτό, τούτο το γήπεδον, ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι᾿ αυτό θα σού πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλόμενη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ᾿ στην ηδύτητα τής αφής σου».
Τον Ύμνο που τού αποτίει η Μάτση Χατζηλαζάρου το 1985 σαν αντίδωρο με το ποίημα της, "Αντίστροφη Αφιέρωση", (για τον Αντρέα Εμπειρίκο), «Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω…..» είναι πλέον πολύ αργά για να τον διαβάσει. Είναι θαυμασμός, είναι ὐμνος, είναι αγάπη που έγινε μνήμη.
Με τον νέο της σύντροφο τον ποιητή Αντρέα Καμπά, φεύγουν για το Παρίσι με το πλοίο Ματαρὀα στις 21 Δεκεμβρίου 1945. Στα μέσα τού 1946 χωρίζει με τον Αντρέα Καμπά. Τα τερτίπια τού έρωτα! Άφησε τον Εμπειρίκο για τον ποιητή Καμπά νεώτερο της, ευειδή νέο και τον εγκαταλείπει σε τόσο μικρό διάστημα. Η γοητεία τού ζωγράφου Χαβιέρ Βιλατό;
Πάντως από το ποίημα "Ο Πούμας — ήταν και η στέρηση σύντροφος" διαφαίνεται ότι ο μεγάλος έρωτας τής ζωής της υπήρξε ο Χαβιέρ Βιλατό. Αν το ποίημα αφιέρωση στον Εμπειρίκο είναι, Ύμνος, αγάπη και μνήμη, το ποίημα για το Βιλατό είναι σκέτος σπαραγμός.
[«Σ᾿ αγαπώ σε σκέπτουμαι σε γράφω δεν ξέρω πια ν᾿ ανασάνω χωρίς εσένα, η καρδιά μου δε με αφορά, σ᾿ αγαπώ αγαπώ αγαπώ σε κοιτάω πάντα έρωτα πώς να σε σβήσω, εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ στην Ελλάδα ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα λουλούδια γύρω απ᾿ το λαιμό μου, για σένα τα είχα φορεμένα»
«Πώς να κάνω χωρίς να πω το σύντροφο, που ᾿γινε αυτή η στέρησή τού κορμιού σου κοντά στο δικό μου»
«Πώς να γεράσω χωρίς εσένα για ποιον να γράψω για ποιον να ξυπνήσω»
«Μονάχα εσύ υπάρχεις στον οποίο θέλω να διηγιέμαι ατελεύτητα τον εαυτό μου, να φωνάξω να ουρλιάσω μέχρι θανάτου, να σαλέψω τη γλώσσα μου μες στον παραλογισμό μου, έως πού να φθαρεί το φίμωτρο που εσύ είσαι, είσαι συ και συ και συ και ακόμα μια δεκαριά συ τι ξέρω χίλια συ»
«…..το βιβλιοπωλείο, απόπειρα τόσο κωμική όταν προσπαθώ να διαβάσω τις λέξεις των τίτλων στην προθήκη· μ᾿ έχουνε ακρωτηριάσει από σένα, το φέγγος τής ζωής ολάκερής μου, ξεφεύγει μόνο η μυρωδιά σου, τα μάτια σου, η αγάπη τής φωνής σου, με κυνηγάνε ως την πόρτα μου».
Γι αυτό έγραψα παραπάνω ότι τα αισθήματα αυτού τού δίδυμου έρωτας-χωρισμός πού σημάδεψαν την Χατζηλαζάρου αν τα γνωρίζαμε, θα είχαν μεγάλη αξία από ψυχαναλυτική άποψη. Δεν ξέρω, γιατί μετά την μόνιμη επιστροφή τής Χατζηλαζάρου στην Ελλάδα, (παρ᾿ όλο που έζησε αποκομμένη όπως γράφουν), είχε όμως επαφές με προσωπικότητες όπως η Άντεια Φραντζή, Αλέξανδρος Ξύδης, Φίλιππος Βλάχος, η Γεωργία Παπαγεωργίου. Θα ήταν πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα μια βιογραφία της ή και καλύτερα μια Αυτοβιογραφία.
Μέσα σ᾿ αυτήν την ατμόσφαιρα θα "κυοφορηθούν" τα ποιήματα τής πρώτης της ποιητικής συλλογής, η οποία θα εκδοθεί το 1944 με τον τίτλο "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης", αφιερωμένη στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Τα ποιήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν "Υπερρεαλιστικά" κατά το ύφος, αλλά μόνον ως προς την απελευθέρωση τής ερωτικής επιθυμίας και τον ερωτισμό τους:
[«που ᾿ναι οι καημοί τής σάρκας μου πάνω στην άμμο»,
«.....ο οίστρος ο τρομερός τής σάρκας μου. Όλα μου σού τα χαρίζω — μες στον ήλιο και μες στο ερωτικό χρώμα των ματιών σου. Πώς πέφτει το φύλλο τής λεύκας, το φύλλο που μαγεύει το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου»,
«Κι είναι η γητειά, απ᾿ την κούνια μου ως τον τάφο, οι στεναγμοί μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα».
«Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα τού ήλιου τού μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα τού βορινού χειμώνα»
«Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν᾿ απλώσω πάνω σε μιάν άμμο δροσερή, {…} οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να ᾿ναι οι αναπνοές και οι παλμοί τού διάχυτού μου έρωτα». Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή Έρωτα, Έρωτα.
Ή την τολμηρότητἀ τους:
[«Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina»
«Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ᾿ναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια τού συμβατικού έρωτα. Θα τούς δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο κι ένα κόκκινο — ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε».
«Θα τούς πω: κοιτάτε τούς άντρες τούς λεβέντες, τούς ελεύθερους, τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, {…} και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι —τότε ίσως τού δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε».
«Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ᾿ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες. Εχάσαμε τα φρένα μας μες σ᾿ όλες τις σπηλιές, και τούς γιαλούς, τα στεγνά στοιβαγμένα φύκια, και τούς λουλουδιασμένους βυθούς τού Αιγαίου. Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας. Δεν το λένε μονάχα ούτε ελευθερία, ούτε έρωτα, ούτε πέος, ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση, ούτε σχήμα, ούτε πάθος, ούτε και πόνο».]
Το «Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ᾿ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες», ίσως, ειδικά για τις γυναίκες να ηχήσει υπερβολικά άκομψο, ακόμα και σαν "ύβρις¨.
Αλλά από το «Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ᾿ναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια τού συμβατικού έρωτα», πόσο είμαστε ακόμη …… μακριά, από το να να μην ακούγεται. Η συμβατική ηθική καλά κρατεί, με τη βούλα τής θρησκείας και τής συντηρητικής οικογένειας και κοινωνίας. Η ερωτική συνεύρεση είναι ενοχοποιημένη, και "νομιμοποιείται" μόνο υπό όρους. Βέβαια η ερωτική ελευθερία, ο έρωτας, κρύβει ένα κουκούτσι, που πολλές φορές είναι πολύ σκληρό: Τον Ερωτικό πόνο, τον ερωτικό σπαραγμό τού χωρισμού, και αυτό προϋποθέτει τη γνώση, για την υπέρβαση του. Νομίζω όμως ότι αξίζει να πληρώσει κάποιος-α αυτό το τίμημα, για την υπέρτερη έκφραση τής ζωής, την ερωτική συνεύρεση.
Οι τολμηροί -ές το πράττουν. Η Μάτση Χατζηλαζάρου το έπραξε. Οι υπόλοιποι βουλιάζουν στην μοναξιά τού "συμβατικού έρωτα", Δεν έχουμε τα συναισθηματικά στοιχεία από τούς χωρισμούς της. Θα είχαν μεγάλη σημασία από ψυχαναλυτική άποψη.
Πως χώρισε τον αγαπημένο και μέντορα της, Εμπειρίκο; Γράφουν ότι τον εγκατέλειψε για τον νεώτερό της ποιητή Ανδρέα Καμπά. "Αβρόχοις ποσί"; Αυτόν που τής είχε γράψει:
«Στο γήπεδο τής συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο τής αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Γι᾿ αυτό, τούτο το γήπεδον, ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι᾿ αυτό θα σού πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλόμενη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ᾿ στην ηδύτητα τής αφής σου».
Τον Ύμνο που τού αποτίει η Μάτση Χατζηλαζάρου το 1985 σαν αντίδωρο με το ποίημα της, "Αντίστροφη Αφιέρωση", (για τον Αντρέα Εμπειρίκο), «Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω…..» είναι πλέον πολύ αργά για να τον διαβάσει. Είναι θαυμασμός, είναι ὐμνος, είναι αγάπη που έγινε μνήμη.
Με τον νέο της σύντροφο τον ποιητή Αντρέα Καμπά, φεύγουν για το Παρίσι με το πλοίο Ματαρὀα στις 21 Δεκεμβρίου 1945. Στα μέσα τού 1946 χωρίζει με τον Αντρέα Καμπά. Τα τερτίπια τού έρωτα! Άφησε τον Εμπειρίκο για τον ποιητή Καμπά νεώτερο της, ευειδή νέο και τον εγκαταλείπει σε τόσο μικρό διάστημα. Η γοητεία τού ζωγράφου Χαβιέρ Βιλατό;
Πάντως από το ποίημα "Ο Πούμας — ήταν και η στέρηση σύντροφος" διαφαίνεται ότι ο μεγάλος έρωτας τής ζωής της υπήρξε ο Χαβιέρ Βιλατό. Αν το ποίημα αφιέρωση στον Εμπειρίκο είναι, Ύμνος, αγάπη και μνήμη, το ποίημα για το Βιλατό είναι σκέτος σπαραγμός.
[«Σ᾿ αγαπώ σε σκέπτουμαι σε γράφω δεν ξέρω πια ν᾿ ανασάνω χωρίς εσένα, η καρδιά μου δε με αφορά, σ᾿ αγαπώ αγαπώ αγαπώ σε κοιτάω πάντα έρωτα πώς να σε σβήσω, εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ στην Ελλάδα ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα λουλούδια γύρω απ᾿ το λαιμό μου, για σένα τα είχα φορεμένα»
«Πώς να κάνω χωρίς να πω το σύντροφο, που ᾿γινε αυτή η στέρησή τού κορμιού σου κοντά στο δικό μου»
«Πώς να γεράσω χωρίς εσένα για ποιον να γράψω για ποιον να ξυπνήσω»
«Μονάχα εσύ υπάρχεις στον οποίο θέλω να διηγιέμαι ατελεύτητα τον εαυτό μου, να φωνάξω να ουρλιάσω μέχρι θανάτου, να σαλέψω τη γλώσσα μου μες στον παραλογισμό μου, έως πού να φθαρεί το φίμωτρο που εσύ είσαι, είσαι συ και συ και συ και ακόμα μια δεκαριά συ τι ξέρω χίλια συ»
«…..το βιβλιοπωλείο, απόπειρα τόσο κωμική όταν προσπαθώ να διαβάσω τις λέξεις των τίτλων στην προθήκη· μ᾿ έχουνε ακρωτηριάσει από σένα, το φέγγος τής ζωής ολάκερής μου, ξεφεύγει μόνο η μυρωδιά σου, τα μάτια σου, η αγάπη τής φωνής σου, με κυνηγάνε ως την πόρτα μου».
Γι αυτό έγραψα παραπάνω ότι τα αισθήματα αυτού τού δίδυμου έρωτας-χωρισμός πού σημάδεψαν την Χατζηλαζάρου αν τα γνωρίζαμε, θα είχαν μεγάλη αξία από ψυχαναλυτική άποψη. Δεν ξέρω, γιατί μετά την μόνιμη επιστροφή τής Χατζηλαζάρου στην Ελλάδα, (παρ᾿ όλο που έζησε αποκομμένη όπως γράφουν), είχε όμως επαφές με προσωπικότητες όπως η Άντεια Φραντζή, Αλέξανδρος Ξύδης, Φίλιππος Βλάχος, η Γεωργία Παπαγεωργίου. Θα ήταν πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα μια βιογραφία της ή και καλύτερα μια Αυτοβιογραφία.
Ένα κείμενο τού Εμπειρίκου γραμμένο το 1938, δηλωτικό τού έρωτα και τής αγάπης από την
ερωτική αυτή σχέση, θα έρθει στην δημοσιότητα για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1945 στο
περιοδικό "Νέα Γράμματα" και ενώ ήδη ο Εμπειρίκος και η Χατζηλαζάρου έχουν χωρίσει.
Το κείμενο αυτό με τον τίτλο "Γήπεδον" περιελήφθη το 1960 στο βιβλίο τού Εμπειρίκου "Γραπτά ή
προσωπική μυθολογία"
Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μάς πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο τής συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο τής αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια τής πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα τής χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ᾿ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος τού παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι᾿ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ· θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι᾿ αυτό θα σού πω, πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλόμενη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ᾿ στην ηδύτητα τής αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά τής ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατήσω με όλες τις πέτρες του, με όλα του τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στην λύδια λίθο τους.
Οι μηχανές και τα δρεπάνια τού κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τούς καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τούς κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνη άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθηκαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τούς πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας· και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ᾿ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί τής λειτουργίας των, ή ως θερισταί τού πέριξ σίτου, τού σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν ορμέφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.
Οι μηχανές και τα δρεπάνια τού κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τούς καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τούς κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνη άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθηκαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τούς πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας· και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ᾿ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί τής λειτουργίας των, ή ως θερισταί τού πέριξ σίτου, τού σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν ορμέφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.
Ανθολόγηση ποιημάτων
Από την συγκεντρωτική ποιητική συλλογή "Έρως μελαχροινός" (1979)
1. Από τη συλλογή "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης", «στον Ανδρέα» (1944)
Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ᾿ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι. Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής τού καραβιού ρουφάει μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη. Σ᾿ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος κολλάει το αυτί του χάμω, για ν᾿ ακούσει τον καλπασμό τού αλόγου. |
Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις τού Περού.
Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου εκείνα τα δυο φωσάκια. Φωσάκια που λένε ότι είμαι τ᾿ ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο, ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του, κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι. |
Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος — για μένα που είναι η μέρα;
Που ᾿ναι οι αχτίδες τού ήλιου πάνω στα βλέφαρα μου, που ᾿ναι οι καημοί τής σάρκας μου πάνω στην άμμο, που ᾿ναι ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές; Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina. Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά τής πλάσης, δώστε μου να πεθάνω όλους τούς θανάτους. Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε γυμνοπόδαροι μες στη χλόη τού Βορρά, για να μετρήσουμε όλες τις σταγόνες τού σώματός μας και για να πλέξουμε με το ᾿να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας. |
Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;
Το πλάνεμα τής σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες, κι ο οίστρος ο τρομερός τής σάρκας μου. Όλα μου σού τα χαρίζω — μες στον ήλιο και μες στο ερωτικό χρώμα των ματιών σου. Πώς πέφτει το φύλλο τής λεύκας, το φύλλο που μαγεύει το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου. Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο; έτσι θε να σβήσω μες στην αγκαλιά σου. Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη. Γητειά είναι; όνειρο; ή θαύμα; Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ᾿ αποζητάει, η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά — αχ! μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι η τρυφερότης σου. Ποιος να ᾿ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα τής αιθρίας; ……………………………………………………………………………………… Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι· η θλίψη μου, πομπή Μαγιού απ᾿ τη θάλασσα ως τον κάμπο· οι ρεμβασμοί μου, δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι. Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά. Κι είναι η γητειά η μυρουδιά τού ανοιξιάτικου πόθου μες στα χαμομήλια. Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου-- με το φως, με τον ήλιο. Κι είναι η γητειά, απ᾿ την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα. |
Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι.
Τα δάκρυα στέρεψαν, τα φτερά μου πια δεν με ζυγιάζουνε, σ᾿ όλα μου τα βουνά δε βρίσκω πια ούτε πηγή, ούτε δέντρου φυλλωσιά, ούτε νύχτα δε βρίσκω απάνω στα βουνά μου, είναι πάντα μέρα. Κάνουμε την ποίησή μας στο χαρτί, γιατί χάσαμε στη ζωή τον οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού. Η αρμονία μας υπάρχει (όταν τη βρούμε) μες στον κάλυκα ενός μηδαμινού αγριολούλουδου την άνοιξη στην παλιά Κόρινθο. Θα παίζω πάντα εκείνο το παιχνίδι που δεν ξέρω τούς κανόνες του. Θα μπαρκάρω στο καράβι που δεν πιάνει σε λιμάνι. …………………………………………………………………………………………… Ο αέρας θα παίρνει τις μυρουδιές μου και θα τις κρύβει μες στις σκιές που ᾿χουν τα βότσαλα. Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ᾿ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες. Εχάσαμε τα φρένα μας μες σ᾿ όλες τις σπηλιές, και τούς γιαλούς, τα στεγνά στοιβαγμένα φύκια και τούς λουλουδιασμένους βυθούς τού Αιγαίου. Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας. Δεν το λένε μονάχα ούτε ελευθερία, ούτε έρωτα, ούτε πέος, ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση, ούτε σχήμα, ούτε πάθος, ούτε και πόνο. |
Ετούτες τις λαχτάρες τού Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε; Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ᾿ναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια τού συμβατικού έρωτα. Θα τούς δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο κι ένα κόκκινο —ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε. Θα τούς δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου —ίσως τη δούνε, ίσως την ακούσουνε. Θα τούς πω: κοιτάτε τούς άντρες τούς λεβέντες, τούς ελεύθερους, τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι —τότε ίσως τού δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε. Αν είχα την φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε μου ᾿φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα. Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε, και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνουνται σκιές μας, και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν την καρδιά μας; Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν᾿ απλώσω πάνω σε μιάν άμμο δροσερή, το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ᾿ ανεξάντλητο γαλάζιο τής δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να ᾿ναι οι αναπνοές και οι παλμοί τού διάχυτού μου έρωτα. Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή Έρωτα, Έρωτα. |
Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα, και μού γεννιέται πάλι η εικόνα τής δροσιάς τού αμπελιού. |
Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών τού Νοέμβρη
που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα τής φύσης —τις μυρουδιές τού κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ τής πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα τού ήλιου τού μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα τού βορινού χειμώνα. |
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλα τα μάτια, και τούς καημούς, τα βράχια, τ᾿ ακρογιάλια, τούς αετούς, τη μουσική όλων των κλαριών, τον αφρό όλων των κυμάτων. Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω, όλους τούς ασφόδελους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου τα μεράκια, τα ντέρτια-- το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο, το κρεμεζί μου το μαντίλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες. Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω, όλα μου τα κολύμπια στην Κινέττα, τον έρωτά μου με το φως και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, το φόβο μου όταν με διώχνουνε, την έξαρσή μου όταν θέλω, τη χαρά μου όταν ζω. Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω, όλες τις μέρες τού χρόνου-- δικές μου είναι, από τη μιαν αυγή στην άλλη-- με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδίες, ξεφάντωμα και κορεσμός τού ήλιου. |
Αυτή η τελευταία σταγόνα τού κρασιού περιέχει την κραυγή
μιας μπουρούς, πάνω σ᾿ ένα κύμα αρμενίζει η σταρένια μου ψάθα. ..................................................................................................................... Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ᾿ τις παλιές μου φωτογραφίες (εκεί που ᾿μαι τόσο απροστάτευτη) – φοβάμαι μη μού φανερωθεί το προσωπικό μου δράμα. Έτσι θα βρω μια μέρα μέσα στα σεντόνια μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο — μες στην έντασή του θα παραμονεύει το βάρος τής τρυφερότητάς του. Κι ας μη με πείθουνε τα χέρια των πολλών, κι οι αναπνοές των πολλών ας μη θαμπώνουνε κανένα μου καθρέφτη — κάποτε σωπαίνει ο άνεμος που ροβολάει απ᾿ το βουνό μ᾿ ένα μονάχα στεναγμό ανθρώπου. |
Λες κι ήταν χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια. |
Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ᾿ναι σα χόρτα στην άκρη τού ποταμού. |
2. Από τη συλλογή "Δυο διαφορετικά ποιήματα" (1945-46)
Αραπιά
|
Χαμόγελα
|
Ωχ! τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά
και βάλσαμο τής νύχτας. Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ᾿ απαλότερο φιλί. «Θέλω να πάω στην Αραπιά που μ’ έχουνε συστήσει σε μια μεγάλη μάγισσα τα μάγια να μού λύσει.» Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπρος σ᾿ ένα όραμα ξανθό. ........................................................................................................................ Θέλω ν᾿ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο. Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο. Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη τής ρεματιάς, μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών, λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού, τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει απ᾿ τη θάλασσα τη βραχνή φωνή τού έρωτα, ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο, κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό· στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ. |
Λόγια για σύγχρονη μουσική, επονομαζόμενη «Swing»
Από το χαμόγελό σου πετάξανε δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω. Το χαμόγελό σου το κρατάς όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα. Μια ανεμώνη τινάχτηκε μέσα στην αγκαλιά μου πίσω απ᾿ τα παραθυρόφυλλα γελάει μια αχτίδα. Η θάλασσα αναμοχλεύει τ᾿ άσπρα της χαλίκια όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου. Δυο κόκκινες χάντρες κύλησαν από μιας κοπέλας το λαιμό. Οι λυγαριές αναστενάζουν μες στη ρεματιά χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου. Όταν μεθάει το κρασί το πίνω μες στα χείλια σου ο ήλιος σηκώνεται προτού ξυπνήσει το φιλί. Η παλάμη σου ανοίγει όταν σκάει το σύκο όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου. Από το χαμόγελό σου πετάξανε δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω. Το χαμόγελό σου το κρατάς όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα. |
3. Από τη συλλογή ¨Κρυφοχώρι" (1951)
Οδυρμός
|
Άσμα
|
Α κακοχρονονάχουνε οι λέξεις
όχι οι λέξεις οι κενές άλλα αυτές που χαϊδεύουμε και μάς χαϊδεύουν προτού κοιμηθούμε ίσως ό ποταμός και δεν τον αγάπησα για τα γλυκά νερά του στον τόπο μου το γλυκό νερό μαζεύεται δάκρυ δάκρυ. ντουμάνιασε από τις λέξεις η κάμαρά μου και πήρα τούς δρόμους και κει που κάθισα στους πάγκους στοιβάχτηκαν από κάτω και πασαλείβουνται στο πρόσωπό μου και μπλέκουνε μες στα μαλλιά μου κι έπειτα σα φωτογραφία μ᾿ έχουνε ακίνητη περιορισμένη, ενώ το πάθος χάνεται και όλο την αυτοκτονία σκέπτουμαι ακούω ένα τραγούδι φλαμένκο, μα εσύ ποταμέ γιατί δεν είσαι θάλασσα με ορίζοντα και γιατί χάραξες ένανε δρόμο μόνο· υπόσχεσαι όχθες με γυρτά κλαριά φραμπαλάδες που κεντάς με τις σταγόνες σου και στο Παρίσι μέσα περνάς, μουντά δίχως μια κραυγή δίχως ανταρσία παραιτημένα το φλαμένκο δεν ακούγεται πάλι τα γριγριά αντιλαλούν και βοήθεια μάνα μου φοβάμαι ούτε για φυγή δεν είχα κότσια, άλλοτε νόμιζα τη φυγή ένα μαγκάκι που πιλαλάει μες στη βροχή γιουχάροντας πέρα κει στο Κρυφοχώρι ………………………………………………………………… έρως θα πεθάνω έρως θα πεθάνω μασουλούσα τα φυλλαράκια τής αγριοπιπεριάς ό ήλιος βασίλευε με τη χλαλοή τού δρόμου και τον κονιορτό, μα τι σκίζεται έτσι μες στον λίβα, ποιανού τρυφερότητα γδέρνουνε τώρα, δε βλέπω τίποτε, αυτή ή αλμυρή ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι ή αίμα δεν ξέρω τίποτε άλλο δεν ξέρω να πω παρακάτω. |
Σήμερα νομίζω
τελευταία φορά θα σε τραγουδήσω γιατί εσύ είσαι ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές έξω από κάθε γραφή ………………………………………………………… η αγάπη ξεντύνει τα κορμιά εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο, με κλείνεις, με στολίζεις φυτά και τα περιποιέσαι, με μυρίζεις, με διψάς, με κρατάς, ξαφνικά με λύνεις, και γελάω ακόμα ακόμα ................................................................... άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω* γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα χρόνους και χώρους πολλούς με αντικείμενα με ορέξεις με δάση με άγριες φράουλες με ζωγραφική εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράματα και τα ονόματά τους και τη φθορά τους τί άλλο είναι ό κύκλος από την ίριδα τού ματιού σου ακτίνα μελαχρινή ριπή τής ορμής ............................................................... και η ίρις τού ματιού σου που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες κουκίδα είναι, αητού πέταμα και διαγράφει πράξεις τοπία ............................................................................................... μού σιγοψιθυρίζεις καιρούς σαν άγρια άλογα λίμνες βαθιές, στρώνεις χάδια ρίχνεις παράξενα ζάρια με δυο γαρίφαλα αίμα τής καρδιάς σου φυτρώνουν τα λόγια ανάμεσα μια νυχτερίδα στα σμιγμένα φρύδια τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος και το βλέμμα σου είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου με μένα. *«άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω»: Για την τρομερή κρίση απελπισίας που πέρασε η Μάτση Χατζηλαζάρου, γράφει στην 5η επιστολή της, στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1.9.1946). Το «τότες αντικριστήκαμε» αναφέρεται στη γνωριμία της με τον Χαβιέρ Βιλατό. Πηγή:το βιβλίο τού Χρήστου Δανιήλ "Μάτση Χατζηλαζάρου, Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947)". |
4. Από τη συλλογή "Εκεί-Πέρα Εδώ" ΙΙΙ (1979)
Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις,
κάνει πολύ κρύο κάτω απ᾿ τη σκιά τής ζωής μου που γέρασε, βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες είναι πληρωμένοι δολοφόνοι, ας οργανωθεί πια η σφαγή απ᾿ ό,τι αγαπάω ακόμα" |
Καρδιοδόχη σακάτικη
άναντρα ταγμένη στην άσπρη σελίδα και τα μάτια αμήχανα πηγαινοέρχονται. |
Ο ΠΟΎΜΑΣ
ΉΤΑΝ ΚΑΙ Η ΣΤΈΡΗΣΗ ΣΎΝΤΡΟΦΟΣ
Πολύ αληθινές οι ώρες κάθε φορά που θέλησα ν᾿ αποπειραθώ κατά τής ζωής μου και προπάντων κατά τού χεριού μου που κείνο ήξερε μονάχα πια να ιχνογραφεί τη λέξη ερήμωση
τόσο απομακρύνομαι απ᾿ τη μέρα που πια δεν την αισθάνομαι επαγρύπνηση των φόβων δεν αποβλέπω πια στη χαρά η φωτογραφία σου ακόμα πια κοντύτερά μου απ᾿ οποιονδήποτε άνδρα σ᾿ αγαπώ σε σκέπτουμαι σε γράφω δεν ξέρω πια ν᾿ ανασάνω χωρίς εσένα η καρδιά μου δε με αφορά σ᾿ αγαπώ αγαπώ αγαπώ σε κοιτάω πάντα έρωτα πώς να σε σβήσω εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ στην Ελλάδα ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα λουλούδια γύρω απ᾿ το λαιμό μου για σένα τα είχα φορεμένα μαρτυρώ ν᾿ αγγίζω το φως το μάρμαρο και το θυμάρι με φίλους ευαίσθητους εγώ που πεθαίνω για το μαυριδερό χώμα στη ρίζα ενός δένδρου στο Παρίσι και για να δω στο Παρίσι το έξυπνο προσωπείο των λίγο γνωστών μου πώς να κάνω χωρίς να πω το σύντροφο που ᾿γινε αυτή η στέρηση τού κορμιού σου κοντά στο δικό μου, αυτή η στέρηση τού έρωτά σου ολάκερου σε κάθε ώρα τής ζήλιας μου από δω στην Αθήνα είσαι απελπιστικά παρών μες στους δρόμους τού Παρισιού τόσο υγρούς τόσο γκρίζους τούς αισθάνουμαι μες στην ανοιχτή πληγή μου αισθάνομαι επίσης σπίτια και φυτεμένους περιβόλους ναι και όλα αυτά είναι πατρίδα μου ως το θάνατο το φως τής λάμπας μου δίπλα στο κρεβάτι μ᾿ ερεθίζει αυτή η διπλωμένη εφημερίδα τι είναι στ᾿ αλήθεια και τότε τι είναι ολάκερο το δωμάτιό μου στο μισοσκόταδο που υφίσταμαι ως το πρωί όταν τα βάζω με τα λόγια ένα ένα τα σηκώνω με το ᾿να δάχτυλο και τ᾿ αφήνω να ξαναπέσουν αηδιασμένη, μα πώς πώς επιτέλους γίνεται το μηδέν ή το παν να μην σημαίνουν τίποτε είσαι το μαύρο τού φίλντισι και όλοι του οι στόχοι έως το πλησίασμα τού άσπρου, είσαι το κόκκινο το καρμίνι, έτσι τα γραψίματά μου είναι χαρτιά τού τοίχου σκισμένα που κρέμουνται μες το σπίτι τώρα που γκρεμίζεται, με τα δωμάτια να χάσκουνε πάνω στο δρόμο, πώς να γεράσω χωρίς εσένα για ποιον να γράψω για ποιον να ξυπνήσω· το πρωί ξαναβρίσκουμαι στο πεζοδρόμιο τής δυστυχίας εκεί που γίνεται κανείς αμέσως θεατρίνος ή άλλη κάποια προσποίηση για να ξεφύγω απ᾿ τη φρίκη να ᾿μαι μόνη μεγάλες εκτάσεις από μέρες όπου τίποτε για μένα δεν ζει καιροί σάβανα· γνώρισα επίσης και τούς έρωτες τού πιοτού και τα μισοφόρια ποιήματα θρήνοι φτάσανε στο λαιμό μου αλλά τότε το σχοινί τής ανυπαρξίας μ᾿ έσφιγγε ακόμα παραπάνω Ο στίχος που πασχίζει να μιλήσει τώρα τον αρνιέμαι μ᾿ έχει πλήξει με σιωπή επτά ολόκληρα χρόνια μονάχα εσύ υπάρχεις στον οποίο θέλω να διηγιέμαι ατελεύτητα τον εαυτό μου, να φωνάξω να ουρλιάσω μέχρι θανάτου, να σαλέψω τη γλώσσα μου μες στον παραλογισμό μου, έως πού να φθαρεί το φίμωτρο που εσύ είσαι, είσαι συ και συ και συ και ακόμα μια δεκαριά συ τι ξέρω χίλια συ όλα τα συ που επικαλούμαι ή όλα τα συ με τα οποία συζητάω και όλα τα συ που παρεμβαίνουν μες στους διαλόγους μου περιδέραιο από συ τ᾿ αγγίζω χάντρα χάντρα το ταβάνι το φως κάποιο ορισμένο μπάνιο στη Σκόπελο μια δεκαριά πρόσωπα αγαπητά και κοντινά πολύ ή το σεντόνι τού κρεβατιού μου η κουρτίνα το ραδιόφωνο και ανεξάντλητες οι φλέβες που ρέουν πάνω στις σελίδες για να με αρδέψουνε, υπάρχουν και μερικά συ που είναι πολύ ειδικά εγώ |
Ήταν η ώρα τού φαγητού σ᾿ ένα ελληνικό χωριό έκανε ζέστη απ᾿ το ανοιχτό παράθυρο ακούγαμε τα σταματήματα και τα ξεκινήματα των τζιτζικιών όταν αναστατώθηκα από έναν άλλο θόρυβο
ένας άνδρας που περπατούσε μπρος στο σπίτι έβηξε κι αυτός ο βήχας τού καπνιστή μού ᾿τανε τόσο κοντινός όσο και το θρόισμα τού δικού μου κορμιού πώς αυτός μα αυτός είναι, ήρθε να ξανασμίξουμε, εσύ μού ξανάρχεσαι εσύ μ᾿ αγαπάς ακόμα εσύ με γυρεύεις όχι δεν είναι αλήθεια, ναι είναι αλήθεια πρέπει να μάθω ξανά να μην τα υποψιάζουμαι όλα, έχω ακόμα το δικαίωμα να πιστεύω στον έρωτά μου για να με ξαναβρεί διέτρεξε όλες τις αποστάσεις όλα τ᾿ απραγματοποίητα θαμπωμένη από χαρά σηκώνουμε απ᾿ το τραπέζι και ορμώ προς την είσοδο σταματώ στο κατώφλι τής πόρτας μόλις πρόλαβα να δω έναν άγνωστό μου χωρικό που γύριζε απ᾿ τα χτήματα κρατούσε πάνω στον ώμο το φκυάρι του είχε ύφος τέλεια αποσταμένος Στο τσίρκο όταν έχει διάλειμμα κοιτάω κάθε φορά με την ίδια δυσφορία τον παλιάτσο που παραδέρνει σε όλα τα σημεία τής πίστας κρεμάει την ομπρέλα του το καπέλο του το σακάκι του και τα διάφορα γιλέκα του, μα τούτα σωριάζουνται μόλις συμπληρωθεί η κίνηση γιατί δεν υπάρχει ίχνος τοίχου ή καρφιού γιατί είναι στο κενό που κοπιάζει για να περιμαζέψει και να ξεσκονίσει τ᾿ αγαπητά κουρέλια που ξανά δοκιμάζει να κρεμάσει και που πάντα σωριάζονται· σταμάτα σταμάτα λοιπόν εγώ είμαι ο παλιάτσος ο γελοίος δεν ξέρω πια τι να κάνω όλα αυτά που ᾿χαμε αγαπήσει μαζί κι είμαι εδώ δα με την καρδιά άδεια από σένα ατελείωτο διάλειμμα χωρίς καμιά συνέχεια από τις βραχυκυκλωμένες μέρες και τις απογνώσεις μου Πώς να κάνω σ᾿ αυτή την πλατεία για να βρω το Saint Germain des Prés τι τα θέλω και μπερδεύω τα βήματά μου με τις προσωπικές μου αναμνήσεις όλο ψάχνω το παρελθόν μπρος σ᾿ αυτή την εκκλησία και το καφενείο και δίπλα το βιβλιοπωλείο απόπειρα τόσο κωμική όταν προσπαθώ να διαβάσω τις λέξεις των τίτλων στην προθήκη μ᾿ έχουνε ακρωτηριάσει από σένα το φέγγος τής ζωής ολάκερης μου, ξεφεύγει μόνο η μυρωδιά σου τα μάτια σου η αγάπη τής φωνής σου με κυνηγάνε ως την πόρτα μου, όπου ορθώνεται ένας τοίχος από λόγια —μάθε ότι τέλειωσε για όλες τις μέρες που θα ᾿ρθουνε --μα δεν ξέρω να το μάθω --στον καθένα η σειρά του να πεθαίνει --κι αν με αναζητάει ακόμα --όχι γι᾿ αυτόν είσαι αποτελειωμένη --πού να χαθώ --ακολούθα την οδύνη σ᾿ όλο της το έργο --τότε να ζω για να γλείφω τις πληγές μου. Α, η απελπισία τού κάτισχνου Πούμα σαν περιφέρεται ακατάπαυστα μες στο κλουβί του και ρουθουνίζει από πάνω ως κάτω καθένα απ᾿ τα κάγκελά του και περπατάει κατά μήκος τού τοίχου για να φθάσει ως το βάθος τής φυλακής του όπου κάθε φορά μπήζει μια φωνή τόσο διαπεραστική και παράξενη που την ξανακούω ακόμα μες στην τάφρο μου. Σημείωση δική μου: Όλη απόγνωση, όλα τα συ συ συ είναι για τον Javier Vilato. |
Από την ποιητική συλλογή 7 x 3 (7 ποιήματα σε τρίγλωσση έκδοση)
(1984)
50 000 000 ΠΕΘΑΜΈΝΟΙ ΚΆΘΕ ΧΡΌΝΟ
|
ΦΑΎΝΟΣ
|
Είμαστε αλλόκοτες πόρτες λαδωμένες
καλά, με λόγια εργαλεία ή πράξεις σαλεύουμε έναν καιρό ανάμεσα γέννας και θανάτου μεριάζουμε μπρος στο «σκιάς όναρ» έπειτα ξαναγινόμαστε συντρίμμια μετέωρου στοχασμού. όμως θυμάσαι κατάκαρδα τη μορφή τής Εριφύλης* να διαγράφεται στην ακροθαλασσιά σαν έσκυβε να μαζέψει ένα κοχύλι ή ένα βότσαλο. * Εριφύλη (Καρτάλη): Η στενότερη φίλη τής Μάτσης, αδελφή τού Γιώργου Καρτάλη πολιτικού ηγέτη τής αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ, και μετά την κατοχή πολιτικού. |
Φτωχή γη όλο χαλίκι
εσύ μού ᾿μαθες τον ήλιο και τις σκιές τής σελήνης και τούς ρεμβασμούς τής ηδονής. Σε βλέπω ακόμα τριχωτέ φαύνε με τα σκιστά μάτια χοροπηδάς κατεβαίνοντας το βουνό κλωτσάς τούς θάμνους τού Αυγούστου νιώθω την τραγίλα σου ανάκατη με τις οσμές τού θυμαριού α τι αλλοκοτιές αισθητήριες χαρές τής μοίρας |
ΑΥΤΌΣ ΠΟΥ ΒΛΈΠΕΙ ΑΛΉΘΕΙΕΣ
|
ΣΧΈΔΙΑ ΜΕ ΒΈΛΗ ΤΟΎ JAVIER VΙLΑΤ0
|
Άραγε
Με σκέπτεσαι κάπου κάπου Θυμάμαι πως κοίταζες εσύ γητευτή τα μάτια σου τόσο ερευνητικά που να μού σκίζουν την καρδιά· έγδυνες τής σάρκας μου το δέρμα ενώ αυτή δοκίμαζε ένα χαμόγελο· μα είσαι τώρα ο παραχωμένος σπόρος απ᾿ όπου φυτρώνουν τα λόγια τούτα λόγια μιας κλεψύδρας που αναποδογυρίζει κάπου κάπου άραγε με σκέπτεσαι |
Ζηλεύω τα ιπτάμενα βέλη
πού το χέρι σου ακολουθεί από λεπτό σε λεπτό από εικόνα σε ήχο ναι λέω ήχο γιατί τα σχέδιά σου τραγουδούν και χορεύουν με τον ίδιο ρυθμό πού έχουνε τα ποτάμια σαν φουσκώνουν απ᾿ τη βροχή και λαρυγγίζοντας κατρακυλούν· κοίτα στήσανε χορό πάνω στου βυθού τα λιθάρια |
ΜΕΤΑΜΟΡΦΏΣΕΙΣ ΤΟΎ ΈΡΩΤΑ
Το ποίημα γράφει τον
ποιητή του Maurice Blanchard Ακούστε πώς ανασαλεύει ο έρωτας τώρα που είναι παραπανήσιος κι ας αραδιάζει εδώ μονάχα λέξεις για μένα έχει ακόμα σάρκα οστά κι επιδερμίδα πώς γίνεται τής γαρδένιας το πέταλο όταν μες τα χέρια μας κακοπάθει έτσι δείχνουν και οι πληγές τού έρωτα. γράφω μ᾿ έναν κόμπο στο λαιμό με τη δύσπνοια τής θέρμης για τον ακρωτηριασμό που ᾿ναι η στέρηση τού συντρόφου· το μνημονικό έχω μόνο για δροσιά, ένα, ένα, ακουμπάει χάδια τής νιότης πάνω στα βλέφαρά μου·* σπίτι ολάκερο ο έρως με διαδρόμους, με δωμάτια γιομάτα καθρέπτες που στέλνουν ο ένας στον άλλον μυστικές μορφές τρυφερότητας· τα φώτα πάντα αρκετά λαμπερά. παντού γραπώνεται ο έρωτας κισσός περιζώνει και σκεπάζει το όποιο σώμα. Τι παράξενο το θρόισμα τής φυλλωσιάς όλο πράσινη και τόσο πυκνή, ειδών ειδών τα καμώματά της. έρως ζώο αγέρωχο και ηχηρό, τόσο ώστε δεν ξεχωρίζει το χτύπημα που καταφέρει, από κείνο που δέχεται. Λέω έρως ζώο όμως ακούω μιαν ηχώ σαν άσμα λατρείας. Τού έρωτα ο οίστρος ο έρωτας τού έρωτα με ιδιοτροπίες μύριες φέγγει. Το γαλάζιο τούτο αστέρι σαν τον έρωτα που γυαλοκοπούσε για μένα αλίμονό μου, αλίμονο έδυσε μέσα στην αμαξοστοιχία. σε όνειρο πρωινό είδα να ξεκινάει πάνω απ᾿ το κρεβάτι μου το κάγκελο μιας σκάλας εξωτερικής· έρωτα περίσσιε πώς ταμπουρώθηκες άραγε ανάμεσα απ᾿ τα σκαλιά εκείνα, με γκαζοτενεκέδες όλο αγαπητά λουλούδια, γιασεμιά τριαντάφυλλα βασιλικούς· είχε μολόχες πάπυρους και ήλιους φυσούσε αέρας ελαφρύς που έφερνε πανέμορφες χρυσαφιές πεταλούδες· κείνες τερετίζανε μελαγχολικά φαρμακωμένα, έπειτα ήρθε ένας σκαντζόχοιρος όμως έγινε μπάλα αγκαθωτή και πώς να τον παίξεις |
Στο Λιόπεσι όταν πίναμε καφέ
φάνηκαν λίγα σύννεφα έτσι που καβάλησαν τον Υμηττό μετά απλωθήκανε και απαλά σκεπάσανε το βαθιά λαξεμένο διάσελο. Έρωτα ας κρατούσες το καυτό μου χέρι να πω για κάτι κρυψώνες τού έρωτα τις ώρες που ο ένας αλήθεια είχε την πείνα τού άλλου και κατεβαίναμε στο ρέμα με τις μυρουδάτες λυγαριές· ναι τότε αγαπιόμαστε κατάχαμα κι ας ήτανε παντού χαρτιά βρώμικα ξεκοιλιασμένα στρώματα σκουριασμένοι σομιέδες τουμπαρισμένοι, λάστιχα με βαθιές μαχαιριές. Ο έρωτας τα δικά του μονάχα ήξερε. Είναι οι μεγάλες ταπεινοφροσύνες, τής πολιορκίας τεχνάσματα. Καλαθούνες γιομάτες κουρελαρία έχουν φορεθεί για να νιώσει ο έρως ο άπληστος ότι εκείνος μονάχα εμφανίζεται έξοχα στολισμένος· ίσως να τυλίξει τη μέση του με τής τίγρης την κατάμαυρη γούνα για να σταθεί ολόρθος. Ξεδιπλώνεται με κινήσεις αιλουροειδείς πανδαμάτωρ είναι ο έρως. Ξεπρόβαλε τού έρωτα ποίημα ένα ηλιοβασίλεμα· ζώνες θάλασσας και νησιά σύννεφα πορτοκαλιά με εκθαμβωτικές φόδρες αργυρές, διαβατικός ο ήλιος αλλά καθόλου αμέτοχος χάθηκε, έτσι όπως σβήνει ο έρωτας μέσα στην έκστασή του. Ήρεμο απόγευμα το φως αττικό, πουρνάρια πράσινα και άλλοι θάμνοι κοκκινωποί ή βαθιά κίτρινοι ελαιόδεντρα όλο χαμάδια και ξερές πευκοβελόνες κείνες που αγκυλώνουνε όταν ξεριζώνεις τα κυκλάμινα. Λίγο πιο μακριά πάνω στο δενδρολίβανο το αλογάκι τής Παναγιάς μια τρίγωνη κεφαλή όλο φιλαρέσκεια τα χέρια σεμνά διπλωμένα περιμένοντας εκεί δα υπομονετικά το αρσενικό της τη λεία της το γεύμα της. Είδες καμιά φορά τερτίπια που ᾿χει η συνουσία λίγο κωμικοτραγικά πολύ σαρκαστικά. ** * Τα σημεία στίξης στο ποίημα όπως και σε άλλα ποιήματα είναι αυθαίρετα δικά μου, με μέτρο πάντοτε. Προδοσία τής ποιήτριας; Ιεροσυλία; Προδοσία τής συνειρμικής τής αυτόματης γραφής όπως "έρεε" από τον ποιητικό οίστρο, και υιοθέτησε ο Υπερρεαλισμός; Προδοσία τής αίσθησης υπέρ τής νοηματικής κατάκτησης; ** Στη περίπτωση "αλογάκι τής Παναγίας", ούτε κωμικοτραγικά, ούτε σαρκαστικά, κατ᾿ ευθείαν θανατερά. Σε άλλες περιπτώσεις ίσως τα τερτίπια τής συνουσίας να έχουν το χαραχτήρα τού κωμικοτραγικού ή τού σαρκαστικού. |
Από τη συλλογή "Το Δίχως Άλλο"
ΑΝΤΊΣΤΡΟΦΗ ΑΦΙΈΡΩΣΗ, (1985)
(για τον Αντρέα Εμπειρίκο)
[Είχα μια κουβέντα μια μέρα με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και τής είπα: «Ίσως είμαστε πολύ εγωιστές, και όχι όσο πρέπει γενναιόδωροι όταν έχουμε ένα παράπονο με κάποιον». Το αναμόχλευσα αυτό μέσα μου και σκέφτηκα ότι έδειξα τρομερή έλλειψη γενναιοδωρίας μ᾿ ένα πρόσωπο. Η «Αντίστροφη Αφιέρωση» βγήκε σαν ένα ευχαριστήριο...] (Χαιζηλαζάρου 1986)
Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd᾿ hui» μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ᾿ τη γωνιά τής καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες τού έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ᾿ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό, τι θέλει ας γενεί στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ᾿ τα λόγια τι συνεννόηση θα᾿ χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σού αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα τού γραφτού μου πάλι ό, τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μού βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ᾿ το στόμα θα᾿ θελα ν᾿ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα τής εκλογής μου μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο τού Λίβανου αλλού πάλι να᾿ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω θα᾿ σού έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σού ᾿χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα᾿ θελα τότε οι κουβέντες μου να᾿ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά θα ᾿θελα μερικά από τ᾿ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών θα᾿ θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων θα᾿ θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν θα ᾿θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο τής συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο» θα᾿ θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα τού Μπέριγκ μέσα απ᾿ όλη τη Ρωσία και απ᾿ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο θα᾿ θελα όποιοι και να᾿ ναι οι πόθοι που έχεις να σού τούς φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μάς έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε
θα ᾿θελα μα πόσο θα᾿ θελα ναι θα᾿ θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι |
εσένα σ᾿ έχω Δεινόσαυρο από τούς πιο εκπληκτικούς
εσένα σ᾿ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ᾿ ωρίμασε η θάλασσα σ᾿ ερωτεύω σε ζηλεύω σε γιασεμί σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά tu m᾿ abysses tu m᾿ oasis je te gougouch je me tombeau bientôt εσένα σ᾿ έχω δέκα ανθρώπους τού Giacometti σ᾿ έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις σ᾿ έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά τού Πάσχα εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς σε μίσχος σε φόρμιγξ με φλοισβίζεις σε ζαργάνα α, μ᾿ αρέσει δύο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω απ᾿ τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονόγραμμά σου tu m᾿es Mallarmé Rimbaud Apollinaire je te Wellingtonia je t᾿ocarina εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος σ᾿ έχω πει και ψέματα για να τούς ξεγελάσουμε εγώ σ᾿ έχω άρωμα έρωτα σ᾿ έχω μαύρο λιοντάρι σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα τού Uccello εσύ δωρητής (δεξιά κάτω τής εικόνας) εκείνου τού μικρού κίτρινου αγριολούλουδου εσύ κένταυρου ζέση εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τῃ ανωνυμία je te ouf quelle chaleur tu m᾿ accèdes partout presque je te glycine εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το ᾿χουμε αλαζονήσει και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες εσύ σελίδα μου εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου σε ανοίγω συρτάρια πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα δίχως τέλος λυπάμαι σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια σε ακούω από δω από κει σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε όλα δεν τα ᾿χω πει ΜΕ ΕΚΡΙΖΏΝΕΙΣ 7.2.1985 |