Δημουλά Κική Ανθολόγηση ΙΙ
Από τη Συλλογή: ΕΝΌΣ ΛΕΠΤΟΎ ΜΑΖΊ
Εκδοχή Δημιουργίας
Είμαι διατηρητέο, είπε το χάος στους εργολάβους.
Μέσα, τα πράγματα θα μείνουν όπως είναι.
Μικροαλλαγές μόνο στην πρόσοψη επιτρέπω.
Εν αρχή εγένετο χτες. Τάχιστα,
η διορατική αίσθηση
πρωτοβλέποντας τη μέρα χτισμένη, έκραξε,
αλίμονο τι μικρή που είσαι. Δε φτάνεις
ούτε για ενός ατόμου μοναξιά.
Αναστατώθηκε ο πηλός. Τι συνέβη;
Στα σχέδια η μέρα έδειχνε ατελεύτητη.
Είδα φορτωμένο με πλίνθους και χουν
ένα ύποπτο πορτοκαλί φορτηγάκι.
Βρωμοδουλειά τής δύσης;
Άφαντος ο κατασκευαστής.
Εκλήθη τότε επειγόντως η διακοσμήτρια τέρψη.
Ειδική να μεγαλώνει το χρόνο
όπως τούς μικρούς χώρους τα κάτοπτρα.
Και εγένετο η απατηλότης.
Ντυμένη παράδεισος:
Ύδατα βαθύφωνα, κιθαριστές ρυάκια
ο θόλος επάνω με τη γαλάζια τοπική
ενδυμασία τής απόστασης, ατσαλάκωτος,
χωριουδάκια οικισμοί θέρετρα κελαηδισμών
ψηλά στις κορφές τής αιώρησης,
κάτω αλσύλλια περιβόλια οπώρες οφιοειδείς
φλογέρες που υπνώτιζαν δηλητηριώδη μήλα
τζιτζίκια διαρκείας καθ᾿ όλες τις τέσσερις
μπορεί και παραπάνω θερμές εποχές — δεν ξέρω
όταν έφτασα εγώ ήτανε κρύο--
ισορροπίστριες δροσοσταλίδες πάνω σε φυλλαράκια
φιγούρες κοζάκικου χορού οι παπαρούνες,
ο ρεμβασμός μερακλωμένος να ρουφάει
με το καλαμάκι του απανωτά αεριούχα αηδόνια,
η αιδώς μ᾿ ένα πολύ σκιστό στο πλάι
κατακόκκινο φύλλο συκής να χορεύει
μ᾿ έναν νοσταλγό μετανάστη λόγο
η δε υπακοή
που ραβόταν στην ίδια μοδίστρα με την απατηλότητα
ντυμένη κι αυτή παράδεισος.
Τα πρώτα καλλιστεία.
Μις κόσμος εξελέγη η αιωνιότης.
Δεν παρέστη.
Και εγένετο πάλι χτες.
Για να μη χαθεί όπως το προηγούμενο
το συνόδεψαν λίγο παρακάτω
οι φωτογραφίες.
Έπεσε άπνους η διάρκεια.
Νόμιζαν πως κοιμόταν.
Την μπάτσιζαν τής έριχναν κουβάδες φιλιά.
Τίποτα.
Μόνον ατελεύτητος νύχτα.
Κι ακούστηκε ο πρώτος δίποδος λυγμός.
Τον είχε δαγκώσει το μήλο.
Που ήταν οι πρώτες βοήθειες των ονείρων.
Δεν τούς είχε δοθεί προτεραιότης;
Λάθος. Κάθε μεγαλεπήβολη πήλινη περιπέτεια
εν αρχή πλάθει τούς τραυματιοφορείς της.
Άρον άρον εγένετο αύριο
Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά.
ΣΑΝ ΜΠΛΟΥΖ
Τι μού χτυπούσες νύκτωρ από πάνω Ύψιστε
το πάτωμα με το πανθ᾿ ορών μπαστούνι σου; Το πιο σωστό να ᾿ρχόσουν να βοηθήσεις. Δε μ᾿ έβλεπες; Μάζευα πεταμένη ανθρωπότητα από το σκουπιδιάρικο ενός ντοκιμαντέρ — αποπνικτική η πείνα ανάδινε θλίψη σκουρόχρωμης φυλής σου. Δεν έβλεπες πόσο βαριά έκλειναν ένας ένας οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια της; Καλά, τι έγιναν οι άρτοι; Ο Άγιος φούρναρης που ζύμωσε τον πολλαπλασιασμό τους και έφαγαν πάντες και εχορτάσθησαν μήπως ήταν ρατσιστής; Κορίτσια — οικείο τρυφερό παιχνίδι κατάλληλο δώρο για κούκλες μικρής ηλικίας-- κείνται στα φορεία τού ήλιου. Εβιάσθη η διάπλασή τους, όπου να ῾ναι θα αποκτήσουν αραπάκι χώμα νόθο Συ μάλλον ο Πατέρας. |
Βρέφη κρεμασμένα στη θηλή τού γόου
κάτι πέτσες μάνες που στίβουν στίβουν την εικόνα να κατεβάσει γάλα. Ισχνότης ζωγραφίζει επί διαφανούς μεμβράνης ταχείς σκελετούς που πλέκουν αγόρια. Δεκάχρονα περίπου —σύγκρινε· στην ηλικία τους Εκείνος δωδεκαετής εκήρυττε ναόν συσσιτιάρχην· απανταχού. Δε θα το πιστέψεις, ετούτα δω τα πλάσματα μαζί και τον Χριστό όταν ακόμα ήτανε σταυρουλάκι κόσμημα πανάλαφρο στον ανήφορο λαιμό, εγώ τα ῾χω γεννήσει· ρόδινα. Τότε που ήταν δυνατόν. Τότε που συνελάμβανα ευθύς, με τον παραμικρό άγγελο τούς κρίνους μυρίζοντας απλώς και μόνο, τον λευκό παρθενικά ανύποπτον ακόμα ευώδη κόσμο. Γι᾿ αυτό κι εγώ· τρύπησε ο κουβάς τής ματαιοπονίας και δεν τής αγοράζω έναν καινούργιο. |
Επεισόδιο
Επεισόδιο - Διαβάζει η ποιήτρια
Τότε που η γλώσσα με δασύτριχες
άναρθρες κραυγές χτυπούσε την πήλινη καμπάνα τού ουρανίσκου κι εύληπτη ωστόσο αντιλαλούσε η επιβίωση ἢ τὰν ἢ ἐπί τᾶς χαράματα ξεκίναγε η πείνα για το κυνήγι τού αβέβαιου κι είθε να γύριζε νικήτρια αιμάσσοντας η πλάτη της αγρίμι στου βέλους το φαρμάκι κρεμασμένο κι ωσότου να χορέψει άγρια η πρόγευση γύρω απ’ τη γδαρμένη προστασία τής προβιάς σουρούπωνε αθώα η ωμότης κι ορεκτικό σιγοψηνότανε το βράδυ στων αστεριών τη θράκα τόσο λιτά χανότανε η μέρα. Αλλεπάλληλοι τότε οι σεισμοί καθώς η ογκώδης στρογγυλότητα τής γης ταπεινωμένη αντιστεκόταν να ισορροπήσει επάνω στο λεπτότατο νεοφερμένο τής υπάρξεώς μας νήμα. Σεισμός λογίζονταν κι ο έρωτας με ανόητο επίκεντρο το σώμα μα που γινόταν έκθαμβα αισθητός και στις θαμμένες περιοχές τής ευτυχίας και στης απώτερης σποράς μας τους αγρούς. Σβηστό ακόμα το ηφαίστειο τής άμιλλας. Καλύτερος μονάχα ο επιζών κι απαρατήρητος τρελός εκείνος που χάραζε σε βράχους το σχήμα τής τροφής του — ζώα και φόβο μη χαθούν. Γαλήνιο πολίτευμα η αφάνεια. Ώσπου ροβόλησαν από το αναπάντεχο οι ταραξίες λέξεις διεφθαρμένοι κανταδόροι παίζοντας ύμνο δόλιο. Πρώτη χαιρέτησε η μουσικότης ύστερα μίλησε η αγάπη αναπτύσσοντας δια μακρών τις φυλακές της με τους ελάχιστους κρατούμενους· κάπου στα μισά τής λειτουργίας έβγαλε δίσκο η ισότης και τελευταία καταπέλτης η φτιαξιά τού καθενός μας προστάζοντας τούς ζυγούς λύσατε. |
Οι λέξεις φταίνε. Αυτές
ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Πρωτύτερα ο θάνατος τι ήταν; Μια στάθμευση πολύωρη μαυρίλας πάνω στις ράγες τού φωτός. Μαλάκιο αηδές η ματαιότης. Μιλώντας μεγαλοπιάστηκε κι έλαβε σάρκα και οστά που τα αφαιρεί βεβαίως από μας κάθε φορά για να ορθοποδήσει. Αθώα δόρατα και βέλη βιοπαλαιστικά μιλώντας έγιναν Ζαΐρ Σεράγιεβο Νταχάου — φύσει εκδορεύς η ιστορία. Πως ήσουνα εχθρός μου δεν το ήξερες. Οι λέξεις σού το είπαν. Σ’ εκείνες πούλησε ο έρως το σεισμό του κι ήρθε στην επιφάνεια ότι δεν μ᾿ αγαπούσες. Λέξεις ζηλότυπες κρυμμένες στην εκδίκηση τής Μήδειας, κατασφάξανε Χρυσόμαλλο το μητρικό της φίλτρο με λέξεις τύφλωσε ο Οιδίποδας τη μάνα ενοχή του — λες και δεν είναι εκ γενετής τυφλός ο πόθος λέξεις θεάρεστες θάψανε κρυφά νύκτωρ τον αδελφό τους, έκθετον στα όρνια τής ατίμωσης — λες και θαμμένος παύει να είναι ατίμωση ο θάνατος ναι ναι, με λέξεις διαιωνίστηκε θέατρο παγκοσμίου ακουστικής η τραγωδία μας Κι όταν κλαίμε μην ακούς τι ψεύδονται οι αδένες τάχα πως νίπτουν δάκρυα τας χείρας των. Δεν είναι δάκρυα. Λέξεις ξαναχτυπούν καιρό επιφυλαγμένες στο αλάτι τους αυτές οι λέξεις άθλιες δε λένε να φυσήξουν και τη θυσία μάς εμφυσούν στην άπνοιά τους Δεν είναι λέξη ο καιρός. Είναι ο κακοήθης όγκος της στιγμής. |
Η Ανατροπή τού Εύλογου |
Επείγον |
Προσπάθησε Θεέ μου να θυμηθείς πού έκρυψες
το πόρισμα εκείνου τού μεγάλου ατυχήματος. Εμβάθυνα όπου εντόπισα θαμμένα συντρίμμια λογικής κι εκτός απ᾿ τού παράλογου τούς έλικες που ακόμα περιστρέφονταν ταχείς άλλην εξήγηση δε βρήκα. Θέλω να καταλάβω πώς ανετράπη τότε ο κανόνας κι επήλθε για τον άνθρωπο εκείνο το μοιραίο κατ' εξαίρεσιν. Τι έγινε; Ο δρόμος ήταν ίσιος. Τις άγριες μεταξύ τους άναρχες διαφορές όταν σού ξεπετάχτηκαν κρυμμένες πίσω απὸ τη μακάρια την παραδείσια ισότητα των ανθέων των ανθέων και των λουλουδιών τις πάταξες μαντρώνοντάς τες έξυπνα σε μιαν ευρύχωρη διαβάθμιση μεγάλο μικρό μικρότερο ελάχιστο. Έτσι το μείζον θέμα ποιος θα τρώει ποιον ρυθμίστηκε από τον νομοθέτη όγκο. Η πείνα τού μεγάλου να τρέφεται με τού μικρού την πείνα και ούτω καθεξής — αργότερα εφάνη ότι δεν είναι και τόσο εύφορο το εύλογο. Κι ενώ το μεγάλο ψάρι έτρωγε το μικρό την πεταλούδα το εφήμερο ο έρωτας τον έρωτα η εξάπλωση το μοναδικό, την ψυχή η έγνοια της που θα μάς αφήσει, και τα επτά κατσικάκια ο λύκος εκτός απ᾿ το μικρότερο που κρύφτηκε πίσω απ᾿ το παραμύθι, τι έγινε τελευταία στιγμή σε τόσο ίσιο δρόμο, που χάζευες Θεέ μου και ανετράπη ο κανόνας και πέσαμε σε κείνο το μοιραίο κατ’ εξαίρεσιν το μικρό σκουλήκι να τρώει τον μεγάλο άνθρωπο εκτὸς απ᾿ τον μικρότερο που κρύβεται πίσω απ᾿ το παραμύθι.* *Ο τελευταίος στίχος "σκοτεινός". Ποιος είναι ο μικρότερος που κρύβεται πίσω απ’ το παραμύθι; |
Μού ζήτησε ταυτότητα για το γνήσιον τής μορφής.
Νεαρόν το έτος τής εκδόσεως με σφραγίδα τής αστυνομίας, νόμιμα καμάρωνε τής γεφυρούλας μύτης το σηκωμένο φρύδι. Μάς κοίταξε καχύποπτα ο υπάλληλος φορώντας αμέσως χειροπέδες στις μεγάλες διαφορές μην τού ξεφύγουν. Ύστερα μάς άδειασε βίαια και τις δυο στο εκκοκκιστήριο τής συγκρίσεως γέμισε ο τόπος αποφλοίωση. Μια κοίταζε στα γρήγορα εμένα και μια εκείνη επίμονα σα να τη ρωτούσε αν με γνώριζε. Μα η φωτογραφία για να λάβει το ύπατο χρίσμα τής αμετάβλητης δίνει όρκο βαρύ να μη γνωρίζει μήτε τα πριν μήτε τα έπειτά της. Γέμισε ό τόπος αποφλοίωση. Σκυμμένος στο καθήκον ο ανακριτής πήρε αργά αργά να ξεβιδώνει μια μια τις εσοχές τής αμυδρότητας, μην ήταν εκεί μέσα κρυμμένη η ομοιότης. Τρέμοντας εγώ μήπως χαθούνε τα βιδάκια ύψωσα φωνή αγανακτήσεως συντομεύετε κύριέ μου, συντομεύετε, όσο αργείτε τόσο χειροτερεύει το δύσβατο έργο τής αναγνώρισης. Μη ξεχνάτε ότι μετά το μεσονύκτιο πέφτει διπλή ταρίφα ο χρόνος στο ρολόγι διπλά και τρίδιπλα κυλάνε τα χιλιόμετρα στο πρόσωπο. Επιτέλους, πρώτη φορά σας είδατε νεότητα να μην ομοιάζει διόλου με την απώλειά της; |
Πλάγιος Ύμνος
Γεμάτη μέσα η πίστη.
Βγαίνουν στην πόρτα λιβάνια ημιλιπόθυμα από την ιερότητα τής ζέστης. Μπήκα κι εγώ να προσκυνήσω τα πάθη σου τ᾿ ανθεκτικά Χριστέ μου — τα δικά μου ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν. Ότε την προσοχή τού θρήνου μου απέσπασε ο ιερεύς, εκεί μπροστά στην πύλη όπου ανεπέμπετο ως ύμνος λυγερός το παράστημά του καλόγερο στάχυ ταμένο σε μονή ομορφιάς. Ωχρά η ηλικία του, φθινόπωρο πού είναι στα μισά ακόμα τού χρυσοκίτρινου δρόμου. Το πετραχήλι τής μορφής κεντημένο με λίθους πολυτίμους οφθαλμών σαν γκριζωπά αμφίβια βραχάκια εντός απόμερου κολπίσκου όπου ελούονταν ολόγυμνες σκιάσεις άπιστων ρεμβασμών. Πένθιμα σφαγμένο στη μέση το μέτωπο Απ᾿ το δρεπανηφόρο καλυμμαύχι. Α, το ακάλυπτο ήμισυ, το διασωθέν ως σπάνια ύβρις ευωδίαζε κατά παντός θανάτου. Αμήν. |
Αμήν τής φωνής του ο παφλασμός
σαν ελαφριά ηδονική οδύνη θαλασσινού νερού όταν το χειρουργεί αθέατο αφέγγαρο το πέρασμα μιας μεσονύκτιας βάρκας. Τρέμοντας υψώνει το ενσαρκωμένο δισκοπότηρο σα ν᾿ ανεβάζει προς το φως εύθραυστο πηγούνι κοριτσιού καλά κρυμμένο σ᾿ ενός ερωτικού βλέμματος το ημίφως. Τι μυσταγωγική αρρενωπότης ένα τικ που θήλαζε κρυφά λαίμαργη φυγή μέσ᾿ απ᾿ το μάγουλό του δαγκώνοντας με ρυθμό θυμώδη τούς μυς των τροπαρίων και των ψαλμών εφ᾿ ων ίσως αθέλητα ετάχθη. Ακατανίκητη η έλξη τής συσπάσεως το δε σχηματιζόμενο εξ αυτής λακκάκι μεγάθυμη κοιλότης πειρασμού. Τόσο ώστε τής μάνας σου Χριστέ μου η νεάνις απεικόνιση σε παράτησε βρέφος ακόμα παιδί της κι έσκυψε και τον φίλησε εκεί στις όχθες τού αγιάσματός του. Και γω αν είχα το ελεύθερο να ήμουνα εικόνα καθ᾿ ομοίωσιν τής νεότητάς μου το ίδιο ακριβώς θα έκανα Χριστέ μου. |
Σχόλιο: Ένα υπέροχο ερωτικό ποίημα, απρόβλεπτο, ένα χριστιανικά, Αντι-Ορθόδοξο ποίημα. Δεν μάς έχει συνηθίσει η Δημουλά, να υμνεί τον έρωτα στον παρόντα χρόνο και μάλιστα σε χώρους που τον απαγορεύουν. Συνήθως τον βιώνει στην ποίηση της, (ίσως και στην ζωή της;) σαν Απουσία, σαν Μνήμη, μια πληγωμένη αναζήτηση, ένα κάτι το υπέροχο αλλά απόν. Σ᾿ αυτό το ποίημα με θαυμαστό τρόπο η μεγάλη Ποιήτρια, «το πήγα κι εγώ να προσκυνήσω..,» το μετατρέπει σε ένα δοξαστικό τής Ομορφιάς τού Έρωτα με σημείο εστίασης τον ιερέα:
"καλόγερο στάχυ ταμένο σε μονή ομορφιάς"
"Το πετραχήλι τής μορφής κεντημένο
με λίθους πολυτίμους οφθαλμών
σαν γκριζωπά αμφίβια βραχάκια εντός
απόμερου κολπίσκου όπου ελούονταν
ολόγυμνες σκιάσεις άπιστων ρεμβασμών"
Α, το ακάλυπτο ήμισυ, το διασωθέν (Απ᾿ το δρεπανηφόρο καλυμμαύχι).
ως σπάνια ύβρις ευωδίαζε
κατά παντός θανάτου.
Αμήν τής φωνής του ο παφλασμός
σαν ελαφριά ηδονική οδύνη θαλασσινού νερού
όταν το χειρουργεί αθέατο αφέγγαρο
το πέρασμα μιας μεσονύκτιας βάρκας.
σα ν᾿ ανεβάζει προς το φως
εύθραυστο πηγούνι κοριτσιού καλά κρυμμένο
σ᾿ ενός ερωτικού βλέμματος το ημίφως.
(Ολόκληρη η παρακάτω στροφή, μια υπόνοια φυγής τού ιερέα από το άχαρες των τροπαρίων, τα οποία ίσως χωρίς τη θέλησή του υπηρετεί).
Τι μυσταγωγική αρρενωπότης ένα τικ που
θήλαζε κρυφά λαίμαργη φυγή μέσ᾿ απ᾿ το μάγουλό του
δαγκώνοντας με ρυθμό θυμώδη τούς μυς των τροπαρίων
και των ψαλμών εφ᾿ ων ίσως αθέλητα ετάχθη.
Με μια έξοδο με τρόπο δοξαστικό, προς τον έρωτα:
"Τόσο ώστε
τής μάνας σου Χριστέ μου η νεάνις απεικόνιση
σε παράτησε βρέφος ακόμα παιδί της
κι έσκυψε και τον φίλησε εκεί
στις όχθες τού αγιάσματός του.
Και γω αν είχα το ελεύθερο να ήμουνα εικόνα
καθ᾿ ομοίωσιν τής νεότητάς μου
το ίδιο ακριβώς θα έκανα Χριστέ μου.
"καλόγερο στάχυ ταμένο σε μονή ομορφιάς"
"Το πετραχήλι τής μορφής κεντημένο
με λίθους πολυτίμους οφθαλμών
σαν γκριζωπά αμφίβια βραχάκια εντός
απόμερου κολπίσκου όπου ελούονταν
ολόγυμνες σκιάσεις άπιστων ρεμβασμών"
Α, το ακάλυπτο ήμισυ, το διασωθέν (Απ᾿ το δρεπανηφόρο καλυμμαύχι).
ως σπάνια ύβρις ευωδίαζε
κατά παντός θανάτου.
Αμήν τής φωνής του ο παφλασμός
σαν ελαφριά ηδονική οδύνη θαλασσινού νερού
όταν το χειρουργεί αθέατο αφέγγαρο
το πέρασμα μιας μεσονύκτιας βάρκας.
σα ν᾿ ανεβάζει προς το φως
εύθραυστο πηγούνι κοριτσιού καλά κρυμμένο
σ᾿ ενός ερωτικού βλέμματος το ημίφως.
(Ολόκληρη η παρακάτω στροφή, μια υπόνοια φυγής τού ιερέα από το άχαρες των τροπαρίων, τα οποία ίσως χωρίς τη θέλησή του υπηρετεί).
Τι μυσταγωγική αρρενωπότης ένα τικ που
θήλαζε κρυφά λαίμαργη φυγή μέσ᾿ απ᾿ το μάγουλό του
δαγκώνοντας με ρυθμό θυμώδη τούς μυς των τροπαρίων
και των ψαλμών εφ᾿ ων ίσως αθέλητα ετάχθη.
Με μια έξοδο με τρόπο δοξαστικό, προς τον έρωτα:
"Τόσο ώστε
τής μάνας σου Χριστέ μου η νεάνις απεικόνιση
σε παράτησε βρέφος ακόμα παιδί της
κι έσκυψε και τον φίλησε εκεί
στις όχθες τού αγιάσματός του.
Και γω αν είχα το ελεύθερο να ήμουνα εικόνα
καθ᾿ ομοίωσιν τής νεότητάς μου
το ίδιο ακριβώς θα έκανα Χριστέ μου.
Πάσχα στο φούρνο
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα σε ακούνε οι καλεσμένοι. Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας. Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι. Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα η σφαγή. |
|
Γράφει ο Νίκος Δαββέτας σχετικά στο Βήμα 15/11/1998: Το μόνο που αχνίζει μέσα σ᾿ αυτόν τον παγωμένο φούρνο είναι το αίμα που κυλάει. Το αίμα τής σφαγής ή τής θυσίας. Το αίμα που καίει τα χέρια μας τώρα που επικρατεί η ωμότητα.
Η χαριτωμένη μικροαστική εικόνα με την οικογένεια μπροστά στο πασχαλινό τραπέζι εδώ γίνεται θρύψαλα, η χριστιανική ηθική εκμηδενίζεται. Τα χαμόγελα που γεννούν οι πρώτοι στίχοι γρήγορα παγώνουν. Το γλέντι εξελίσσεται σε φάρσα και η φάρσα σε τραγωδία. Όπως περίπου συμβαίνει και στη ζωή.
Το γράφω σαν ΗΧΏ στην δική μου φωνή για αυτή την "εθιμοτυπική "ΒΑΡΒΑΡΌΤΗΤΑ"
Η χαριτωμένη μικροαστική εικόνα με την οικογένεια μπροστά στο πασχαλινό τραπέζι εδώ γίνεται θρύψαλα, η χριστιανική ηθική εκμηδενίζεται. Τα χαμόγελα που γεννούν οι πρώτοι στίχοι γρήγορα παγώνουν. Το γλέντι εξελίσσεται σε φάρσα και η φάρσα σε τραγωδία. Όπως περίπου συμβαίνει και στη ζωή.
Το γράφω σαν ΗΧΏ στην δική μου φωνή για αυτή την "εθιμοτυπική "ΒΑΡΒΑΡΌΤΗΤΑ"
Βασιλιάς ή πένης
|
Καρτούν
|
Ονείρου μανιώδης σαρκασμός
σ’ έφερε ολόκληρο ταξίδι από κάτω όχι για μένα βέβαια, μόνο για να διαλάμψει μία εχθρά του άσπονδη αλήθεια. Τελάλης λόφος διαλαλούσε την κορφή του απ’ όπου ανάβλυζε γάργαρο παλάτι. Όποιος το έπινε γινότανε αμέσως μονοπάτι έως απάνω, την πύλη τού ανερμήνευτου. Εσύ, κάπου στο μέσον τής ανάβασης. Επίγειος ρυθμός πετώντας τη συντόμευε. Στους πρόποδες η έγνοια μου, πού πήγαινες εσύ ένας αχρείαστος στα όνειρα αφού δεν υποφέρεις, τι πάρε δώσε άνοιξες με ανάκτορα ποιες ματαιοδοξίες κοιλιόδουλες σε κάλεσαν πώς θ’ αρτυθείς αιματηρά κοψίδια βασιλείας εσύ που διαιτάσαι με αυστηρή ισότητα χωμάτων. Χίλιες φορές τύραννος παρά τυραννισμένος σύριξες κι άστραψες μπροστά μου καθ᾿ όλα βασιλιάς με στέμματα με υπηκόους οίνους μουσικές, δούλες πιατέλες έσκυβαν γεμάτες σφάγια, ζήτω βελούδινοι σε τύλιγαν μανδύες κόλακες πορφυροί τής εύπιστης σκιάς σου. Μυστικοσύμβουλος σου επιστήθιος ο μανιώδης τού ονείρου σαρκασμός. Άδειος ο θρόνος δίπλα στον δικό σου κι ας ήμουνα δια νόμου έτερον ήμισυ τής δόξας σου. Μια και την ονειρεύτηκες την ήθελες ολόκληρη δική σου και όρθιες ξεροστάλιαζαν οι δύο βέρες σαν πελαργοί στο ένα δάχτυλό μου. Στο χέρι που μού έτεινες απρόσωπα για ν’ ασπαστώ φορούσες το μονόπετρο διακριτικό τής μοναρχίας σου εξαίσιο δαχτυλίδι δολοπλόκο – κούφια η πέτρα μέσα, θήκη εγγύς για δηλητήριο. Προς τι να πικραθώ. Η κάθε αγάπη, εστεμμένη ή απλός πολίτης, ή και νεκρός ακόμα που είναι υπεράνω υποψίας, κάπου πάντα κάπου, θέλεις στο διάδημά της, θες στη μεσαία τάξη της, εκεί στης συγχορδίας το πίσω πίσω τέλι, ανάμεσα στο αφόρετο ακόμα ασπρόρουχό της μα και σε πλαϊνή ραφή φιλιού αγάζωτου ακόμα, στα τρυπώματα στις πρόβες, η κάθε αγάπη πάντα κάπου, σού το ’χει φυλαγμένο το φαρμάκι. |
Πρέπει να θυμηθώ εκείνο το πακέτο Camel
Την καμήλα που αποτελεί γι᾿ απόψε εγγύηση Της διαπιστωμένης μου ανασφάλειας Μαρία Κυρτζάκη, Η γυναίκα με το κοπάδι Ακόμη αυτά καπνίζεις; Πάρε Κάμελ. Όχι πως διαφημίζω νέα πίσσα που αφαιρεί τούς δύσκολους λεκέδες τού θανάτου, μήτε ότι πιστεύω ακόμα στην αλλιώτικη γεύση τού αδοκίμαστου, σε νέα αντοχή του. Κάθε φιλί που ανταλλάσσει η γηραιά ηδυπαθής συνήθεια με τούς εκάστοτε ζιγκολό καπνούς, ταχείας καύσεως είναι. Βραδύτερη ποιότης ερώτων δεν ευρέθη. Κάμελ επειδή όσο καλά κι αν τα κατάφερες ως τώρα, μόνος σου, πεζή να την προχωρείς την έρημο, ακολουθώντας από τα μύρια μονοπάτια της, το δύσκολο εκείνο που σε βγάζει στην εξάλειψη παντός συνοδοιπόρου, τώρα όπως βλέπεις επαναστάτησε το κλίμα, σήκωσε κεφάλι η άμμος, έγινε αμμοθύελλα, το φορτίο χρόνου που κουβαλάς έγινε δριμύτερο, μολύβι, καθώς το μούσκεψε η βροχή ραγδαίων αριθμών. Θέλεις να φταίει το όζον, να παραμεγάλωσε εκείνη η μαύρη τρύπα τής ψυχής, θέλεις ν᾿ απέτυχε η στείρωση που έκανες σε όνειρα να μη γεννιούνται άλλα, τώρα παλεύεις, βογκάς, σκούζεις, όπως σκούζει όνειρο που παρά τη στείρωση, όνειρο συντρόφου σού γεννά. Δέξου λοιπόν τις νουθεσίες τής ταπείνωσης κι ανέβα στην καμπούρα ευκαιρία τής καμήλας, που σού προσφέρει ετούτη η διερχόμενη φελλάχα νικοτίνη. Ανέβα, παραδέξου το στην αυτάρκειά σου μπήκαν συνεταίροι φόβοι (ήδη τις προάλλες εθεάθης στους καθρέφτες τής ηλίασης με παρέα). Ας μη γελιόμαστε όμοιέ μου. Αύταρκες είναι μοναχά το μάταιον. |
Ανθολόγηση από τη συλλογή "Ήχος Απομακρύνσεων" 2005
Σας άφησα Μήνυμα
Εμπρός εμπρός με ακούτε; Εμπρός
από μακριά τηλεφωνώ. Δεν ακούγομαι
τι, ξεφορτίστηκε η απόσταση;
Από κινητό διάστημα μιλάτε;
Να ξαναπατήσω το μηδέν; Κι άλλο;
Με ακούτε τώρα;
Ναι μού δίνετε σάς παρακαλώ τη μαμά μου;
Τι αριθμό πήρα; Τον ουρανό
αυτόν μού έχουν δώσει. Δεν είναι κει;
Μπορώ να τής ουρλιάξω ένα μήνυμα;
Είναι μεγάλη ανάγκη πείτε της
είδα στον ύπνο μου ότι πέθανε κι εγώ
μικρό παιδί κατουρημένο γοερά
μούσκεμα ο φόβος ως απάνω
κι ακόμα να στεγνώσει.
Να ῾ρθεί να τον αλλάξει.
Αν δεν μπορέσει, τής λέτε ακόμα ότι
ωρίμασε εκείνη η παλιά φοβέρα της
πως θα με φάει ο γέρος αν δεν τελειώσω
το φαγητό μου.
Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος.
Όχι σε ταβερνάκι ονείρου.
Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε
ο καθρέφτης.
Φωτογραφία: Noell S. Oszvald
Εμπρός εμπρός με ακούτε; Εμπρός
από μακριά τηλεφωνώ. Δεν ακούγομαι
τι, ξεφορτίστηκε η απόσταση;
Από κινητό διάστημα μιλάτε;
Να ξαναπατήσω το μηδέν; Κι άλλο;
Με ακούτε τώρα;
Ναι μού δίνετε σάς παρακαλώ τη μαμά μου;
Τι αριθμό πήρα; Τον ουρανό
αυτόν μού έχουν δώσει. Δεν είναι κει;
Μπορώ να τής ουρλιάξω ένα μήνυμα;
Είναι μεγάλη ανάγκη πείτε της
είδα στον ύπνο μου ότι πέθανε κι εγώ
μικρό παιδί κατουρημένο γοερά
μούσκεμα ο φόβος ως απάνω
κι ακόμα να στεγνώσει.
Να ῾ρθεί να τον αλλάξει.
Αν δεν μπορέσει, τής λέτε ακόμα ότι
ωρίμασε εκείνη η παλιά φοβέρα της
πως θα με φάει ο γέρος αν δεν τελειώσω
το φαγητό μου.
Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος.
Όχι σε ταβερνάκι ονείρου.
Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε
ο καθρέφτης.
Φωτογραφία: Noell S. Oszvald
ΝηστίσιμοΠεριστρεφόμενη έλευση ονείρου
σαν φως ασθενοφόρου σαν τη λαχειοφόρο περιδίνησή μας στην κληρωτίδα τού ύπνου. Μπλόφα η στάθμευσή του μακριά μου, ώστε ξένοιαστα κοιμισμένη βρίσκοντας με, να ρίξει στο ποτό μου απαρατήρητα σκονάκι από τριμμένα λείψανα χαδιών και να με ξαναεθίσει. έτσι έγινε και είδα χρόνο θολό εκφορτωτή, να απιθώνει στο σαθρό σανίδι τής ματιάς μου, μιαν εκκρεμότητα ογκώδη σαν εκείνη που αφήνουν όσοι επιλαχόντες ήρθανε, δεν πέρασαν δικοί μας. Την κοίταζα την κοίταζα — ποιος ήταν. Και κει που αχνοχάραζε με σένα επιλαχόντα μου να μοιάζει η εκκρεμότης, πως μπερδεύτηκε έτσι στο μακρύ καλώδιο τού ονείρου, κύλησε και με καταπλάκωσε το ξεχασμένο βάρος της. 'Όταν πια ζήτησα το λογαριασμό να πληρώσω αγανάκτησα. Υπέρογκος κλέφτης. Ένα απλό σερβίρισμα αισθήσεως και μού το χρεώνει τώρα το όνειρο τάχα πως ήτανε με αγκάλιασες. Τι αισχροκερδές φάντασμα η απόλαυσή. |
Αληθινή ΑπάντησηΑγαπητή φίλη Το γράμμα σου κακός Ερμής μαντατοφόρος. Χρεοκοπία σου μού αναγγέλλει. Να λυπηθώ έχω να σού δώσω. Αν όμως μού ζητάς δάνειο παρηγοριάς δε μου ᾿χει μείνει λέξη. Με βρήκανε και μένα πολλών λαθών πτωχεύσεις. Ήτανε λάθος σου να ανοίξεις σε μία ξένη χώρα μπουτίκ με αληθινά κοσμήματα - αντίγραφα περίτεχνα αυθεντικής προγόνων ελληνικότητας. Ρίχνεις το φταίξιμο στα φο μπιζού. Δεν πρόκειται για μόδα. Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο. Περίτεχνο αντίγραφο αυθεντικής πραγματικότητας. Τέλεια επεξεργασμένο από τη μεγάλη ζήτηση. Δεν αλλοιώνεται. Η αφθονία του αμετάβλητη. Η εύκολη τιμή του το κάνει προσιτό σε κάθε μικρομεσαία πλάνη. Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει σού έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα. Αγανακτείς να συνωστίζονται τόσοι θαυμαστές Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα σου και μέσα ψυχή να μην μπαίνει. Έτσι γίνεται. Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα θορυβούμε οι λάτρεις τής αλήθειας. Ποια ψυχή διαθέτει το μη αναγραφόμενο κόστος τής απόκτησης. Εξάλλου ας μην κρυβόμαστε. Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός, μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι. Δεν σ' αγαπώ. Χρυσή αλήθεια είναι αυτό ή ουράνιο που σού ασπρίζει το αίμα; Πολύτιμοι λίθοι είναι ή άγριος λιθοβολισμός; Ρίξου λοιπόν στα φο μπιζού. Τι λες, κουτός είναι ο θάνατος που προτιμά την ψεύτικη ζωή μας;» |
Πάλι σε συγχωρώΜε καταγγέλλουν
η ανανέωση και η ποικιλία πως διακινώ μπαγιάτικες μεγάλες επαναλήψεως ποσότητες με αποτέλεσμα να εθίζεται η ανία. Θα διαμαρτυρηθώ προκαλώντας βέβαια νέα θύματα εθισμού μια και όλες ανά την αφήλιο οι διαμαρτυρίες μπαγιάτικη επανάληψή τους διακινούν. Πράγματι μόνο από αυτό το μαγαζί τής επαναλήψεως νύχτα μέρα ανοιχτό ψωνίζει η ψευδαίσθηση είδη αθανασίας. Πόσο καινούργιο τάχα πόσο ξαφνιαστικά ποικίλο είναι δυνατόν να ρέει στις αναλλοίωτες φλέβες αυτού τού κόσμου, και πως να τού στερήσεις να πεθαίνει κατ᾿ επανάληψιν πάλι και πάλι πάλι στερώντας έτσι από το θάνατο την ανανέωση του. Ψιλόβροχο είναι το κάθε καινούργιο στάζει από την τρύπια στέγη τής εκπλήξεως και το μαζεύουμε σε κάποιας επανάληψης την πλαστική λεκάνη. Στην αναζήτηση θα μού πεις, στην αναζήτηση βρίσκεται το καινούργιο. Αχ, μεταμφιεσμένη αναζήτηση είναι το αποδιοπομπαίο εκείνο ίδιο. Αναζήτηση ενός εκ νέου πάλι πάλι σε συγχωρώ, πάλι σε ονειρεύτηκα, αύριο πάλι αύριο θα σού το ξαναπώ, πάλι θα μού ζητήσεις λογική εξήγηση, πάλι θα σού απαντήσω ότι να αντέξεις είναι το ζητούμενο όχι να καταλάβεις. Συγκοινωνούντα φαινόμεναΕγώ λουλούδια δεν εκτρέφω στο μπαλκόνι μου.
Bάσκανος μίμηση ολόγυρα με ξεραίνει. Έναν κάπως είρωνα, νεαρό πανσέ μού χάρισαν προχτές και σε αγάπη δεισιδαίμονα τον κρύβω. Το ένα μάτι του λιλά με γρίλιες κίτρινες, για να μην μπαίνει αδιακρισία άπλετη, το άλλο μπλε με δέσιμο χρυσό ολόγυρα – ματόχαντρο, φυλαχτό τής ανταπόκρισης. Αλλήθωρη ανταπόκριση θα πεις. Mα τι απ' όσα αγαπήσαμε μάς κοίταζε ευθέως; Με προσοχή ποτίζω στάλα στάλα γύρω γύρω μακριά από το πανκ έφηβο βλέμμα έχοντας σουρώσει τις κατεστημένες ρυτίδες μην πέσει χρόνος το νερό. Bγαίνοντας κι απόψε να ρυθμίσω τής αλληγορίας τη ροή, συνέλαβα τον ανθό σύντροφό μου δοσμένον σε παρατεινόμενο ακούραστα φιλί υπό νέας ωραιοτάτης πανσελήνου. Δι᾿ απεσταλμένης αποστάσεως, θα πεις. Mα ποιο που μάς συνέβη εγγύτατο φιλί ήταν αυτοπροσώπως. |
Αντιγραφείς Αισιοδοξίας ΙΙΝαι. δίκιο έχεις: κόπωση θεμάτων.
Ίσως να έφταιξε εν μέρει ότι δε βγήκα παραέξω από την ίδια στάση. Ίσως, ίσως λέω αν είχα ταξιδέψει σ᾿ ένα ωραίο μας νησί, από μακριά να σε υποδέχεται στ᾿ άσπρα ντυμένος ο ασβέστης, και ριγηλό να παιανίζει το έλλην μπλε των παραθύρων, κάποια θα βρίσκαν να νοικιάσουν αλλαγή τα θέματά μου. Αν μάλιστα είχα ξανοιχτεί σε κάποια τολμηρότερη προτίμηση, στην Ισπανία συγκεκριμένα, στην Ισπανία όπου τόσες φορές ταξίδεψε έτοιμη η βαλίτσα μου καταγοητευμένη, ίσως λέω ίσως από τα θέματά μου μερικά σήμερα να ήτανε Φλαμένκο — τα πόδια τους χτυπώντας στο έδαφος τού πάθους, σίδερα θα λιώνανε και τα χέρια στην κόλαση θα εκσφενδόνιζαν τον δαίμονα ρυθμό να ψήνεται επάνω σε πυρακτωμένα παλαμάκια. Τι αυτοχειροκρότημα έχασα Θεέ μου. Ενώ τώρα τι; Απουσία οίστρου όπως λες. Ένα δυο όνειρα ξανά, από τελείως όνειρο πάλι εξαρτημένα, πάλι κάποιο άγαλμα εμπνεύσεως ψυχρής από τελείως μάρμαρο ξανά φερμένη και πάλι εκείνη ή θάλασσα μπροστά μου ανοιχτή τσακισμένη στην τελευταία μου σελίδα. Και μήπως είμαι σίγουρη ότι τα έχω δει κι αυτά, πώς δεν μού τα έδειξε απλώς ξεφυλλίζοντας με, άλμπουμ εμμονών, δάκτυλος πάλι; όχι όχι την τελευταία μου σελίδα τσακισμένη, αυτήν ναι, είμαι σίγουρη την είδα. ;Μετακινήσου λίγο, Ερωτηματικό
σε κουτσουλάει από πάνω είρων μια τελεία. Ορθώσου, μού θυμίζεις εκείνο το καμπούρικο ερώτημα τι φταίει λοιπόν τι φταίει δεν είσαι δα ή μόνη στίξη που ατύχησε να είναι περιττή. Τι τάχα καίριο διακόπτει η τελεία. Ίσως μια πρόταση δειλή να ξεσπαθώσει ή ένα παράπονο πού τέλος δικό του δεν έχει. Τού τελευταίου λόγου τα σκήπτρα κρατά η άλλη μεγάλη παύση. Άκου πόσο αραίωσε να πέφτει ανυπέρθετο άλλοτε πρωτοβρόχι, ή οξεία — ακούγεται ξερό τού τονισμού το χορταράκι. Σκέψου την ψιλή και τη δασεία τι μοναξιά, να στερηθούν τη ζωτική τους έχθρα — γύριζε ή μια την πλάτη της στην άλλη αποκρύβοντας ποιόν κανόνα γόη εξ αποστάσεως η καθεμιά αγαπούσε. Ιδού σε τι εξανέμιση περιέπεσε ο κατσαρομάλλης ωραίος μουτζούρης καπνός τής περισπωμένης από τότε πού έγινε ηλεκτροκίνητο βαγόνι ή λέξη. Με υπερταχεία πλέον μάθηση δωρεάν θα ταξιδεύουμε στις ξακουστές εν γένει απλουστεύσεις. Δέχομαι Ερωτηματικό ότι βαρύτερο απ᾿ όλα το δικό σου πλήγμα και δικό μας. Ξοδευτήκαμε για να ράψεις την ελπιδοφόρο πάνοπλη στολή σου, εναγωνίως σε περιμέναμε, δώσαμε λύτρα στη μακρά αναμονή για να σε αφήσει να γυρίσεις, και επέστρεψες ρεζίλι, μη κομίζοντας ούτε μισής απάντησης την κεφαλήν επί πίνακι. Δονκιχώτης τώρα με πείσμα, σα γαλόνι ξηλωμένο φοράς το πνεύμα τής ψιλής πού παίρνει (η) ειρωνεία τραγική ότι έτσι καταπολεμάς τάχα διασαλεύεις την αρμονική αδιάσπαστη πικρία όσων ατόνησαν εν γένει. Σχόλιο δικό μου: Το (η) στην παρένθεση, δηλαδή η απουσία του, είναι δική μου αυθαιρεσία, στην συντακτική μου ανάγκη, να προικοδοτήσω τον τελευταίο στίχο. |
Ανθολόγηση από τη συλλογή "Χλόη Θερμοκηπίου" 2006
ΔΙΔΑΚΤΙΚΉ ΎΛΗΧρόνε
τη διατριβή μου σού υποβάλλω με θέμα της εσένα βασικά γιατί αυτό που είμαι τώρα εσύ το έφτασες εδώ. Φτωχοί τής φύσης μου οι πόροι δε μ᾿ έστειλε για ανώτερη αμάθεια στο εξωτερικό. Έμεινα εδώ στο νοίκι μιας χαμηλοτάβανης εσωτερικής πατριδογνωσίας. Οικονομική μέθοδο άνευ διδασκάλου ακολούθησα και κάθε άνευ γενικώς που είναι μέθοδος ευρύτερης μαθήσεως. Τι τράβηξα δε λέγεται αδύνατον να μπω στο δύσκολο κεφάλαιο τού «άνευ σημασίας». Ό,τι για μένα είχε, ήτανε άνευ για τούς άλλους. Κι ενώ με επιμέλεια απορούσα το απορώντας μού έβαζε μηδέν. Διόρθωνα το βαθμό εκ νέου απορώντας με την άνευ λόγου μέθοδό σου χρόνε, να φέρνεις αλλαγές και εν τω άμα να παίρνεις πίσω σβήνοντας ολότελα την προηγούμενη την ήπια μορφή που είχανε τα πράγματα πριν γίνουν σπουδασμένα. Και τώρα ακόμα με τη μέθοδο τού άνευ μεγαλώνοντας, σμικρύνομαι σαστίζω απορώ, πως άλλαξαν ακόμα και τα άνευ, τόσο συχνά δεν ήταν, πως άλλαξε ο θάνατος τόσος συχνός δεν ήταν όταν ενθέρμως μού τον σύστησε η αγάπη. Σκίτσο: Γιάννης Μόραλης |
ΑΝΑΚΙΝΉΣΤΕ ΚΑΛΆ ΠΡΟ ΤΉΣ ΧΡΉΣΕΩΣΠρόσωπα έργα και ημέραι
όλα θυελλώδη ενθάδε κείνται αραγμένα όλα στην ίδια ακύμαντη γαλήνη. Άραγε από τι ελησμονήθηκαν; Εσωκλείονται οδηγίες. Αν τις διαβάσεις προσεκτικά Σύνθεση Προφυλάξεις Δοσολογία εν κοχλιάριον τού καφέ και ούτε φως νηστικό ή μια μεγάλη ξέχειλη ως απάνω εκτυφλωτική ρευστότητα θα δεις ότι τις ίδιες θανατηφόρες παρενέργειες που έχει η μικρή δόση αγάπης τις ίδιες ακριβώς επιφυλάσσει και η μεγάλη. Γι᾿ αυτό και στο ερώτημα άραγε από τι ελησμονήθηκαν βλέπεις χαραγμένο τόσο αναπάντητο χορτάριασμα. Σχόλιο (δικό μου), μάλλον περιττό περί τής σημασίας τού ποιήματος: Δεν γνωρίζουμε που θα καταλήξουν αυτά που νομίζαμε σπουδαία, παρ᾿ όλα τα μέτρα που πήραμε. Αναπάντητο το πως κατέληξαν έτσι. |
ΔΙΑ ΤΉΣ ΕΙΣ ΆΤΟΠΟΝ ΛΉΘΗΣ
Εσύ τις μνήμες φέρνεις λήθη,
όταν, όσο ένα ξεχασμένο αρνείται να φανεί, τόσο πολλά αναπηδούν τα γύρω του, σκαλιά για να πατήσει να ῾ρθει ΆΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΆΣ, Περί μνήμης, 1964 Συμβαίνει κι ας δυσκολεύεται να γίνει πιστευτό. Συμβαίνει να θυμάσαι, σαν τώρα να τ᾿ ακούς, βήματα που στο στέρνο σου εισβάλλουν με αγριεμένο στόχο να ταράξουν την καρδιά. Περίεργο, εκείνη μετά χαράς υποδέχεται τον εισβολέα ρυθμό. Την κατακτά έτσι όπως τινάζεται χοροπηδά σαν το τόπι επάνω στην αφράτη αναπνοή της. Ξέφρενα χτυπώντας η καρδιά όλο το κάτοικό της αίμα ξεσηκώνει υπέρμαχο να γίνει τού πολέμου που τής εκήρυξε ο μοιραίος ταραχοποιός. Λεπτομερώς θυμάσαι - ακούς τις τυμπανοκρουσίες των φλεβών τα φτερωτά θούρια τής ροής ολόκληρου τού σώματος, τις διαταγές που δίνουν τα βροντερά μηνίγγια να σπάσει η καρδιά. Σπάζει, αλλά από κεκτημένη ένταση χτυπά σαλταρισμένη τρέχει όπως τρέχουν τα ορνίθια μετά αφού τούς κόψουν το κεφάλι. Και τι αφύσικο κενό όλα τα προκληθέντα να θυμάσαι λεπτομερώς και να ξεχνάς τον πρόξενό τους ποιος ήτανε τι ήταν. Αλλά η λήθη περιέργως λυπάται τα κενά που πότε η ζωή πότε η ίδια αφήνει. Κι απ᾿ το συρτάρι όπου φυλάσσονται τα αζήτητα παίρνει στην τύχη ένα το προσαρμόζει στο κενό σου και ω τού θαύματος ευρέθη να θυμάσαι — τι σημασία έχει ποιόν. Ξέρει να συμβιβάζεται η ανάμνηση. Αλλιώς τα χάνεις όλα. Ναι, δροσερά συμπεριφέρεται σαν καλή Σαμαρείτις στο διψασμένο ξέχασμα η λήθη. Προληπτικά, ας την πιστέψουμε πως είναι μια παρεξηγημένη μνήμη κατά βάθος. Αν και θα ξεχαστούμε. |
ΕΦΌΔΙΟ ΤΑ ΤΡΑΎΜΑΤΑ
Με κατακρίνεις
ότι συμπεριφέρομαι λιπόψυχα, αργά όπως κοντοστέκεται η φοβία να εντοπίσει ποιος κίνδυνος από μακριά φωνάζει τ’ όνομά της. Είμαι τρωτή, γι᾿ αυτό. Όχι στη φτέρνα μόνο, το ένιωσα παρότι ήταν ακόμα στα σκαριά στις δοκιμές η ιδιοσυγκρασία. Κι όμως εγώ τα άκουσα τα λάδια νοθευμένα δε γράσωναν καλά την άμυνά μου — τι τα θες, τεχνίτες ανειδίκευτοι οι αστερισμοί μας. Μάνα, την παρακάλεσα, πήγαινε στη Θέτιδα γνωρίζεστε εξ αίματος μάνες και οι δυο εβγάζατε από πάνω σας και ξεπετούσατε στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια και ζήτα της το αθάνατο περίσσευμα απ᾿ τη θνητή επάλειψη τού γιου της τού Αχιλλέα. Όχι με αθανασία με βεβαιότητα να με επικαλύψεις. Μού χίμηξε τι αθανασία τι βεβαιότης είπε εξίσου άτρωτες ουσίες και οι δυο. Και μάθε ακόμα πως το περίσσευμα απ᾿ το παλιό του λάθος κανείς δεν το χαρίζει σε κανέναν. Βαθιά μες στις αμετανόητες προθέσεις του το κρύβει να επαλείψει αθάνατο και το επόμενο προσφιλές του λάθος. Το κυριότερο — συνέχισε η μάνα μου μιλώντας με οίκτο χλευαστή - παιδί μου πως θα ζήσεις χωρίς τρωτά σημεία χωρίς τής αγωνίας τα εφόδια, τι προκοπή θα κάνει η αντοχή σου χωρίς εισόδημα πικρίας πως θ᾿ αναθρέψεις την απώλεια πως θ᾿ αντικρίσεις τούς εχθρούς σου. Οι ενοχές σου τι θ᾿ απογίνουν όταν τούς κόψεις τη διατροφή θ᾿ αγιάσουνε ως φτωχές μετά από τόσα πλούτη; Θ᾿ απαρνηθείς την ήττα; Η ήττα είναι παράδοση μιλιέται από σώμα σε σώμα διαιωνίζεται. Είδες ποτέ κανένα όνειρο μεταμοντέρνας νίκης να διαρκεί; Αν δεν τρωθείς που θα σε βρει η αγάπη. Το βέλος θα την οδηγήσει στην πληγή σου. Για ποιόν νομίζεις ξεκινάει από το μακρινό το έρημο το αβέβαιο όνομά της; Όχι για το αξέχαστο βλέμμα τού τοξότη στης έλξης το φαρμάκι βουτηγμένο. Για να τραφεί απ᾿ την πληγή σου ξεκινάει η πεινασμένη ύπαρξή της. Αβέβαια ζήσε. Τίμα την προέλευσή σου. Κατάλαβέ το, ερχόμαστε από μια παροδική αβεβαιότητα τού θανάτου. |
Η ΑΓΡΙΟΦΩΝΆΡΑΣτον κόσμο σου δε μ᾿ έφερες εσύ.
Κύτταρο άστοργο με έδιωξε απ᾿ τον δικό του κόσμο γιατί ήτανε πολύτεκνο. Και μ᾿ έστειλε σε σένα τάχα ότι διδάσκεις δωρεάν τεχνάσματα και τέχνη επιδέσεως πληγών, πως θεραπεύεις την παραίτηση με μόσχευμα, κομμάτι αφαιρώντας από τον μηρό τής ήττας ώστε να βελτιώνεται των λέξεων η ζωή. Τίποτα δε με δίδαξες. Νυχθημερόν με έβαζες να ψάχνω δίχως να ξέρω τι, δίχως να λες αν κάτι άλλο χάθηκε απ᾿ όσα έχουν χαθεί. Να λύνω άνθρωπο μού ανέθετες με πράξεις που βασίζονταν σε κινητούς κανόνες κι έβγαινε μετατόπιση σκληρή, λάθος η επαλήθευση σωστά τα μπερδεμένα. Έστρωνα ράγες κάρφωνα τονισμούς για να ᾿ναι ασφαλής η κύλιση των στίχων μάθε με, σε ικέτευα, πως να στερεώνω επιβάτες και συ μού απαντούσες αρκεί να τούς εφεύρεις. Η μόνη στέρεη μέθοδος. Τα μυστικά σου τα ᾿σερνες στον κόρφο σου ραμμένα και μόνο με τού νου κρυφοκοιτάγματα αντλούσα ήχους και διάταξη νερού δίπλα στη δίψα. Ανιχνευτή δε μού ᾿δωσες. Μόνη μου κατασκάφτηκα σκάβοντας και αθώους, σε μέγα βάθος ζώντων και νεκρών περιπλανιόμουν να χάνομαι εγώ, κι εκείνους να τούς χάνω. Έφευγες κάθε τόσο μην αφήνοντας ούτε μια λέξη κάτω απ᾿ το χαλάκι τής εξώπορτας και με εξώθησες να κλέβω αντικλείδια από περιφερόμενους λωποδύτες στίχους για να μπω. Και ποια η αναγνώριση. Γύρισα μια μέρα απ᾿ τη σπορά και βρήκα στο δρόμο πεταμένη την οικοσκευή μου και όσα είχα επί χάρτου ακουμπήσει τα έκανες τού διωγμού μου περιτύλιγμα και αιτιολόγησή του. Άστεγη περιφέρομαι κλειστές οι πόρτες αγνώμονες οι επιβάτες που στερέωσα καμώνονται ότι δεν είναι μέσα. Μέσα είναι. Αλλού, απ᾿ τούς αγάπησα, δεν έχουν που να πάνε. Άγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη την πόρτα. Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω κι από το βάθος βάθος μού απαντά μια αγριοφωνάρα πως έχουνε γραφτεί. |
ΕΠΏΔΥΝΗ ΑΠΟΚΆΛΥΨΗΌ,τι λες στην πένα το γράφει.
Σκέπτεσαι θυμάσαι νομίζεις αγαπάς υπαγορεύεις. Μερικά τα αποσιωπάς. Όχι πως είσαι υποκριτής αλλά λιγάκι σα να ντρέπεσαι που είναι τόσο λίγα και σα να κομματιάζεσαι τόσα πολλά που είναι. Με αφοσίωση σε ακούνε οι λέξεις σε αντιγράφουν και η πένα διψασμένη ρουφάει όσο μελάνι αφήνουν πίσω τους, —σαν τις σουπιές — τα συνταρακτικά θολώνει η σύλληψή τους. Όπως σού υπαγόρευσε η μοίρα να τα ζήσεις γραμμένα σε δικό της απορροφητικό χαρτί έτσι ακριβώς κι εσύ τα υπαγορεύεις στην άγνωστη ποιότητα τού μέσου που διαθέτεις. Καμιά φορά όταν η πένα μπάζει κρύο γιατί οι προφυλάξεις έχουν πετσικάρει απ᾿ των δεινών την παλαιότητα, λίγο παραμορφώνεις την εικόνα —, αίσθημα που δριμύ χειμώνα δρέπει το στρέφεις να μαζεύει χαμομήλια και κάπως έτσι γλυκαίνει τού κειμένου ο καιρός. Όλα ετούτα και άλλα μαζί τα παίρνει φεύγοντας ο χρόνος σα να ῾τανε δικά του. Κάποια στιγμή τού τα ζητάς τ᾿ ανοίγεις θέλεις να δεις εάν θυμάται το χαρτί όσα τού υπαγόρευσες γιατί ακόμα και τής άψυχης εγγύησης η μνήμη με τον καιρό κι αυτή αδυνατίζει. Ταράζεσαι χλωμιάζεις, βλέπεις να ῾χουν γραφτεί πράγματα που δεν είπες, τον εαυτό σου αγνώριστο κι οι πράξεις του θρασύδειλες να ενοχοποιούν άλλων την προδοσία, ενώ η δική σου σε ανύψωση να θριαμβεύει ως θύμα κι άλλα κι άλλα τερατώδη, επονείδιστα, που και νεκρός να είσαι ντρέπεσαι να τα πεις με το γυμνό όνομά τους. Φρίττεις κι ερμηνεύεις πως όλα είναι βγαλμένα τάχα απ᾿ τής γραφής το άρρωστο μυαλό. Σε λιγοστεύει σε ταπεινώνει να παραδεχτείς, πως όλ᾿ αυτά τα ανίδεα που γράφουμε γνωρίζουνε για μάς περισσότερα και πιο αβυσσαλέα απ᾿ όσα μισοξέρουν όσα ζήσαμε. |
Ο
Επτά ποιήματα από τη τραυματική Απώλεια τού Άθω Δημουλά αλλά και τα τραυματισμένα απομεινάρια κάθε έρωτα που μάλλον πέθανε νωρίτερα και μένει σαν μνήμη, σαν αναπόληση τού ολόκληρου, που θα μπορούσε να είναι. Τα σπαράγματα από τις δύο Απώλειες (θανάτου και έρωτα) είναι κατασπαρμένα σε όλη την ποίηση τής Δημουλά.
πίνακας: figures by Devin Kleiner
Επτά ποιήματα από τη τραυματική Απώλεια τού Άθω Δημουλά αλλά και τα τραυματισμένα απομεινάρια κάθε έρωτα που μάλλον πέθανε νωρίτερα και μένει σαν μνήμη, σαν αναπόληση τού ολόκληρου, που θα μπορούσε να είναι. Τα σπαράγματα από τις δύο Απώλειες (θανάτου και έρωτα) είναι κατασπαρμένα σε όλη την ποίηση τής Δημουλά.
πίνακας: figures by Devin Kleiner
ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΆΣΕΙΣ
Καλά τα βγάζει πέρα η μοναξιά
φτωχικά αλλά τίμια. Αλλού κοιμάται αυτή κι αλλού το εγκρατές σκεπτικό εάν. Μόνο καμιά φορά σε πειραματισμούς την παρασύρει η περιέργεια — όφις προγενέστερος και πιο φανατικός απ᾿ τον νερόβραστον εκείνον τής μηλέας. Δοκίμασε τής λέει, μη φοβάσαι δεν έχεις τι να χάσεις και την πείθει να κουλουριάζεται πνιχτά να τρίβεται σα γάτα ανεπαίσθητη πάνω στον διαθέσιμο αέρα που αφήνεις προσπερνώντας. Απόλαυση πολύ μοναχικότερη από τη στέρησή της. |
ΤΊΠΟΤΑ ΔΕ Θ᾿ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΊΣΤίποτα δε θ᾿ αντιληφθείς
θα διαβάσεις μόνο το πρωί κάτι συνθηματικά χείλη γραμμένα στο διπλανό ποτήρι σου με ολονύκτιο νερό. Σκέφτομαι απόψε να στείλω τη μελαγχολία μου να κοιμηθεί μαζί σου να μείνω λίγο μόνη. Στην τσάντα της θα βάλω κάτω απ᾿ τα βραδινά της φάρμακα δήθεν κατά λάθος μια φωτογραφία της, πως ήτανε μικρή μη και τη νανουρίσεις και κάτω απ᾿ το νανούρισμα θα κρύψω μια δεύτερη αλλαξιά μη και αλλάξουνε τα πράγματα και την κρατήσεις κι αύριο βράδυ. Βέβαια, πως αγαπάς νυχτιάτικα τον άλλον χωρίς να τον ρωτήσεις. Άκου προστακτική φωνή ήταν ο έρωτας πριν ανακαλυφθεί η ικεσία. Εξάλλου εσύ τίποτα δε θ᾿ αντιληφθείς. Θα ξάπλωνε όχι δίπλα σου ακριβώς, το ακριβώς είναι άξενο. Σε παραπλήσια άνετη προθυμία θ᾿ αποκοιμιόταν γέρνοντας πλάι και κολλητά στο μη αντιληπτόν — θείο πλάσμα. Αγάπα με τού λες και σ᾿ αγαπάει. |
ΑΕΡΟΓΈΦΥΡΕΣΧάθηκες
που στριφογυρνάς. Πέρνα καμιά φορά από τον ύπνο μου συνήθως είμαι εκεί εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το διότι να ρωτήσω τι συμβαίνει. Πέρνα καμιά φορά. Μπες απ᾿ το πλάι, στάσου κάτω από το γεφυράκι τής παλάμης μου, απ᾿ όπου ήσυχα κυλάω. Εκτός αν έχει ολότελα μαυρίσει το νερό αν ψόφησαν κι οι πέτρες αν έχει μολυνθεί και ο βυθός οπότε θα με βρεις στου σεντονιού τις όχθες. Μη φοβάσαι. Πάρε μαζί σου αν θες για σιγουριά και την απαίτηση να μη σ᾿ αγγίξω διόλου ανανέωσε και τη ληγμένη άδεια να σε κοιτώ και σού υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μη σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. |
ΤΊΝΟΣ ΟΝΕΊΡΟΥ Τ᾿ ΌΝΕΙΡΟΌρθια σε αυτοκίνητο μαύρο γυαλιστερό
με ανοιγμένη τη σκεπή να φαίνομαι σαν ιερό ανώτατο αξίωμα αργά με δυσκολία διέσχιζα τα οργισμένα πλήθη των ονείρων εναντίον μου που δεν τ᾿ αγιοποιώ κατά τί υστερούν των αγίων τί δεν στερήθηκαν σώμα δεν τούς έμεινε το μοίρασαν κι εκεί κι εδώ γιατί κι εκεί στενάζουν πόθοι κι εδώ χαροχτυπιούνται. Σώμα δεν έμεινε λίγη σκιά κρατήσανε μονάχα για τα ναύλα δεν έχει ατέλεια η απώλεια ξαναπληρώνει. Και ξαφνικά διαδηλωτής κι εσύ μεμονωμένος υπέρ τής συντηρήσεως των προτιμήσεών μας χωρίς να είναι φίλες καμίας λογικής. Πιστός στη μυστηριώδη εμμονή τους διέσχιζες όπως τότε — κάθε μέρα -- τη γειτονική πλατεία —αλήθεια, το σώμα που το βρήκες τίνος ονείρου το νεκρό όνειρο απογύμνωσες -- με το τουίντ νηφάλιο σακάκι σου με το δερμάτινο κουμπί να θέλει ακόμη ράψιμο να προσπερνάς το πρώτο και το δεύτερο περίπτερο να παρακάμπτεις ένοχα το τρίτο, να σκύβεις το κεφάλι σου να μη σε δει το επόμενο, ώσπου στο μακρινότερο να φτάσεις χωρίς να είναι φίλος ο περιπτεράς καμίας εξηγήσεως. Τόσο κοπιαστική προτίμηση για μιαν εφημερίδα Βήμα ν᾿ αγοράσεις λες κι ήταν βήμα μεγαλύτερο αυτό από τ᾿ άλλα λες και δεν είναι μετρημένα ολιγοσέλιδα βήματα η ανάγνωση τού ημερήσιου κόσμου. Έτσι ανεφάνης και ανάγκασες το ανώτατο ονειρευόμενο ιερό αξίωμά μου μεροληπτικά να αγιοποιήσει τα βήματα μιας προτιμήσεως άγνωστης, που προσπερνώντας το ῾να μετά το άλλο όνειρα κοντινά, σε φέρανε σε τούτο δω απόψε το μακρινότερο όνειρο απ᾿ όλα, χωρίς να είναι φίλος ο περιπτεράς καμίας λογικής μου. ΣΗΜΕΊΩΣΗ Όταν λέμε ονειρεύτηκα πάντα δε σημαίνει πως είδαμε στ᾿ αλήθεια ένα όνειρο. Αλλά ότι ξυπνητοί φέρνουμε λίγο προς τα μπρος κάτι που στέκει πίσω πραγματικό μήπως το ξεγελάσουμε, πως μονάχα ως όνειρο μας έχει βασανίσει. |
ΣΥΜΒΟΥΛΈΣ ΤΉΣ ΜΕΓΆΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΉΣΑδρανείς.
Σε παρασύρει η φωτογραφία σου ότι το έχεις δίπορτο όποτε θέλεις είσαι τάχα εδώ κι όποτε θες κατέρχεσαι. Σ᾿ εξαπατούν επίσης τα φουσκωμένα λόγια τής ανοίξεως δήθεν ότι τα άνθη της συμπαρασύρουν σε ανάσταση κι άλλα εσταυρωμένα χώματα. Άκουσέ με, πάρε στα χέρια σου την κύλιση τού λίθου. Ας σπρώξει λίγο και το Μεγάλο Σάββατο γεροδεμένο είναι σήκωσε θεία κλοπή ασήκωτη και στα ουράνια μοναχό του την ανέβασε. Μόνο βιάσου γιατί όπου να ῾ναι το θαύμα τής διαψεύσεως τίθεται επί τάπητος ακάνθινο. |
ΜΕΓΆΛΟ ΣΆΒΒΑΤΟΕυχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν
οι άγιες μέρες μεταξύ τους κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου όχι για να εισέλθω, μολονότι κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ με προϋπηρεσία έντιμη μακρά έξωθεν τού Νυμφώνος. Βγες άφοβα. Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ το φίλημα εκείνο που έριξες από το ύψος ευγενέστατης ευχής Καλή Ανάσταση και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε στο δίσκο τού εθίμου; ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα περιγελαστική; ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση πτωχής αδιαφορίας; Σε ρωτώ γιατί δεν είδα ταμπελίτσα δεν είδα να αναγράφεται το μέγεθος και η σύνθεση τής θέρμης ούτε και είδα τυπωμένη τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά. Ανώνυμο τελείως λαθραίο δηλαδή το πως να αισθανθώ |
ΑΥΧΕΝΙΚΌ ΣΎΝΔΡΟΜΟ
|
Η ΛΙΠΟΤΑΞΊΑ ΤΉΣ ΧΙΟΝΆΤΗΣ |
Μικροφτιαγμένος ευγενής ο σταυρός που μού χάρισες. Φειδωλός· χωρίς αλυσίδα. Δώρον άδωρον. Χωρίς την αλυσίδα χωρίς με ψιθυρίσματα δακτύλων στην τεταμένη ακοή τού δέρματος το κούμπωμά της να υπνωτίσεις για να σού φανερώσει πως ανοίγει χωρίς με βάναυση γλυκύτητα να ενθαρρύνεις το κρικάκι να περάσει τη στενωπό τού αμοιβαίου κρίκου και με αργή ψαύση να ελέγξεις αν έκλεισε καλά η αιχμαλωσία χωρίς την αρεστή αιχμαλωσία των κρίκων αργά να σύρεις στο κέντρο ακριβώς τού τελευταίου ανυπόμονου αυχενικού σπονδύλου χωρίς με σάλιο εύθυμο προληπτικά ν᾿ απολυμαίνεις τα υποδόρια αιματώματα γιατί άπτεται συνήθως τής θωπείας ο στραγγαλισμός θέλω να πω αν δε μεσολαβήσει όλο αυτό το χασομέρι τής αφής επάνω στη δωρήτρια ευκαιρία χωρίς ανάσταση κρεμάται ο λαιμός μου επί του σταυρού σου. |
Έτσι χωρίς ποτέ να μού διαβάσεις παραμύθια όπως χωρίς σε μεγαλώσανε και σένα σπαρτιάτικα — ενώ καλοπερνούν τα ψέματα και ψέμα ότι τρέφονται με μέλανα ζωμό. Τρέφονται με ανάγκες μας ανώτερες κι από βασιλικό πολτό. Σε νυχτωμένο δάσος σε άφησε ο ποιος και συ δεν ρώτησες ποτέ κανένα παραμύθι πως να διαφύγεις και από που. Και μόνο φόβοι δίνανε στους φόβους σου κουράγιο, εκεί αμετακίνητη να μένεις στου ανέμου τα μουγκρίσματα τη νύχτα όσο ξέσκιζε των δέντρων τα κλαδιά τα ώτα και τα χρόνια. Έτσι ακριβώς μεγάλωσες και μένα, σπαρτιάτικα, με νυχτωμένου δάσους τον μέλανα ζωμό δε μ᾿ έστειλες ποτέ σε παραμύθι να διαφύγω από που. Κι εγώ όπως εσύ ποτέ δε διανοήθηκα σπιτάκι φωτισμένο στο βάθος να διακρίνω ποτέ δεν μπήκα στης Χιονάτης τη δανεική οδό δε χώθηκα ποτέ σε ξένη σούπα να κοιμηθώ ούτε ξεπαγιασμένη καταβρόχθισα μικρόσωμο κρεβάτι με νάνους σκεπασμένο για να κρατιέται ζεστουλό. Μάνα, λες να είναι κληρονομική η πραγματικότης; |
Δυο ποιήματα στα οποία η Δημουλά πραγματεύεται το πανάρχαιο θέμα σώμα, ψυχή, όπως μάς παραδόθηκε μέχρι τις σύγχρονες νευρολογικές μελέτες κατά τις οποίες αν θελήσομε οπωσδήποτε να μιλήσουμε για ψυχή μπορούμε να την ταυτίσουμε με το τμήμα εκείνο τού εγκεφάλου όπου τα ερεθίσματα μετατρέπονται σε αισθήσεις (συναισθήμστα, αγάπη, έρωτας μνήμες κ. α. ).
Η ποιήτρια παίρνει σαφώς τη θέση τού σώματος εστία τού έρωτα έστω και σαν ανεκπλήρωτου, σαν μνήμη, σαν αναζήτηση, σαν αξεδίψαστο.
Το δεύτερο ποίημα "Πεσ᾿ μου πως αστειεύεσαι" τελειώνει:
Εδώ πιο κάτω μένω βρε χαζό
στο οστεοφυλάκιο είπε η ψυχή
γελώντας ειλικρινά έως θανάτου.
Αυτό το γέλιο, το γέλιο τής ψυχής,
είναι το γέλιο ενός σαρκαστή ενός σαλτιμπάγκου,
ενός απατεώνα, λόγω της αθανασίας
που τής αποδόθηκε,
απέναντι στη μεγάλη φάρσα τής ζωής,
το μεγάλο ψέμα τής ύπαρξής της.
Φωτογραφία Noell S. Oszvald
ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΎΕΣΑΙ ΟΎΤΕ ΤΗΝ ΨΥΧΉ ΣΟΥ
Σώμα, φταις. Και μάταια η φθορά σου
μηνύει τώρα την ψυχή για δολιοφθορές. Σε προειδοποίησα πως ήρθε πρόσφυγας από την άλωση τής ανυπαρξίας και πως το όνομα ψυχή δεν είναι δικό της ανήκε σε μια έννοια πεθαμένη προ των εγκοσμίων. Το έμαθα εισχωρώντας στα μυστικά τού προαισθήματος αρχεία — ληξίαρχος αρχέγονος το προαίσθημα. Μιλώ για τότε που η άγνωστη υπό το πλαστό όνομα ψυχή ξεβράστηκε μισοπνιγμένη άπνους στις έρημες ακτές τής σαρκός μας. Εκεί τη βρήκε πεσμένη μπρούμυτα το σώμα καθώς περιπατούσε κατά μήκος τής μελαγχολικής εκτάσεώς του. Αναστατώθηκε γονάτισε δεν ήξερε περί φιλιού ιδέαν δεν είχε, άνοιξε τις οδηγίες των ενστίκτων βλέπε φιλί ζωής το βρήκε τής το έδωσε τού άρεσε τη φίλησε ξανά άρχισε να συνέρχεται εκείνη. Το σώμα θαμπωμένο απ᾿ τη σεμνή αοριστία τής μορφής της απ᾿ το λιτό ολιγαρκές περίγραμμά της απνευστί την προσέλαβε οικιακή βοηθό του. Σατανική εκείνη μελιστάλαχτα το κυρίευε. Τού έπλενε τα κουρασμένα πόδια μια τα σκούπιζε με τη χνουδάτη υποταγή της — χωρίς εσένα τι θα ήμουν -- και μια τού πούλαγε απόσταση, μυστήριο εκβιαστικό, για να τής χορηγήσει τής υπαρκτής την ιθαγένεια. Ολίγον κατ᾿ ολίγον έρως πλατωνικός ετράφη εντός τού σώματος για την ωραία αφανέρωτη. Έτρεμε μην του φύγει η ψυχή. Για να τη δέσει έσφαλε να την κάνει συνεταίρο. Α το ανόητο, έβαλε το κεφάλαιο κι εκείνη όλο κι όλο τον εξωραϊσμό σιγά σιγά γινόμενη τού ψεύδους της κυρία. Αρωματισμένη αισχυντηλά σε σπηλαιώδες σαλονάκι αποσυρόταν τάχα θαυματουργή εικόνα που δακρύζει με το παραμικρό κι εκεί δεχόταν άπιστους πιστούς περίεργους μα πιο πολύ αναγκεμένους το σώμα εκτοπίζοντας αποδιωγμένο στην κουζίνα να πλένει τα κεράσματα να κλέβει απ᾿ τα τασάκια τα φιλιά που άφηναν οι γόπες κρυφά να τις καπνίζει σαν κλοπή λες και δεν ήτανε αυτό τής ηδονής ο εφευρέτης. Σώμα δε με άκουσες σ᾿ το είπα πρόσεχέ την, όπως βλέπω αυτή το πάει για αθανασία. Αχ που να ῾κοβε τη γλώσσα της η γρουσούζα πρόβλεψή μου ιδού εσύ κλουβάκι χωματένιο και η ψυχή μας πουλί πετούμενο στον άπιαστο ουρανό. |
ΠΕΣ ΜΟΥ ΌΤΙ ΑΣΤΕΙΕΎΕΣΑΙ
Βραχνό συνταξιούχο ψέμα
πολυταξιδεμένο που τώρα επιστρέφει στην αλήθεια αν και μακριά της έζησε ονειρεμένα μού παραπονιόταν όλο εκεί πηγαίνεις, στο σώμα, σε μένανε δεν ήρθες μια φορά ένα μικρό κερί να με φιλέψεις κι εγώ η χαζή ν᾿ απολογούμαι σε κάποιας αιωρήσεως τη βραχνάδα φεύγοντας είχες πει να μη σε ψάχνουμε, ότι χρωστάς περιστρεφόμενη ειρκτή στο σύμπαν πρέπει να την εκτίσεις κι απλώς να έχουμε το νου μας καμιά φορά, αν βλέπουμε μικρή πεταλουδίτσα να κόβει βόλτες επισκέπτριες στο σπίτι, ηδονικά να γλείφει γύρω γύρω ζεματιστό το φως τής λάμπας, ή στο γυαλί τής τηλεόρασης ώρες να προσκολλάται με ανοιχτό το μαύρο ράσο των φτερών της κι αμαρτωλή να ξαναγίνεται φιλώντας κάποιας ερωτικής σκηνής τα χείλη να μην τη διώχνουμε είπες γιατί μπορεί να είσαι συ να πήρες άδεια εξόδου απ᾿ τα φαντάσματα και ήρθες πετώντας να μάς φανταστείς. Που να σε έβρισκε λοιπόν η έλλειψή σου κερί να σε φιλέψει; Εδώ πιο κάτω μένω βρε χαζό στο οστεοφυλάκιο είπε η ψυχή γελώντας ειλικρινά έως θανάτου. |
Από τη Συλλογή "Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως" 2007
Δυσπνέεις. Κατανοητό. ½«Σας γράφω συχνά, και ντρέπομαι πολύ γι᾿ αυτό»
«Συγχωρήστε τα σπάραχνα που γυρεύουν αέρα» ΈΜΙΛΥ ΝΤΊΚΙΝΣΟΝ Δυσπνέεις. Κατανοητό. Πνιγηρή τού καθενός μας η δύση. Κάνε όμως κάτι, σκαρφάλωσε ή χτύπα συνθηματικά τον τοίχο τού διπλανού τρόμου ή έστω θυμήσου λίγο παράθυρο άσε κουφωτό ένα λάθος να μπαίνει ελάχιστος άνθρωπος ίσα να φέγγει να διακρίνεις να μη χτυπάς πάνω στις κόγχες τής επίγνωσης. Περιττό περιττό, πότε το λίγο φως που μπαίνει από έναν κουφωτό άνθρωπο κατανόησε το ορθάνοιχτο; απαντάς κι αφήνοντας πίσω το νόημα βρόντηξες με πάταγο το περιττό ξεχνώντας πως τού οφείλεσαι αποκλειστικά εκείνο έπεισε την ξεροκέφαλη ανυπαρξία να επιτρέψει την ύπαρξη μόνον αυτή θα σε κάνει διάσημη τής είπε αλλιώς θα παραμείνεις στην αφάνεια μια αβλαβής εσαεί ανυπαρξία κι εκείνο σε μετέφερε από την εκεί σου έρημο στην εδώ καβάλα στο πειθήνιο αναγκαίο - ταλαίπωρο να γονατίζει πιο εξαντλημένο κι από την υπομονή. Αλλά τού περιττού ο βούρδουλας πέφτει ζωογόνος. Το ξεχνάς σα να μη σε δίδαξε η τόση αντίφαση ότι χωρίς το περιττό στιγμή δε ζει το απαραίτητο. Σύμφωνοι, περιττός ο άνθρωπος όμως για κάποιο λόγο, αιώνια δες τι απαραίτητος τού είναι τού θανάτου. Περιττός θάνατος δεν είναι και ο έρωτας; Ναι , αλλά τού είναι απαραίτητο να ζήσει την αναγκαία αθανασία τού ονείρου. |
Κατ᾿ ευφημισμόν γνωρίζουμεΟ ουρανός απόψε
κατέβηκε δυο τρία σκαλιά πιο κάτω από τον εαυτό του και με ένα σχετικά έναστρο ενδιαφέρον έσκυψε ν᾿ αντιληφθεί τι είναι αυτό που τού κατήγγειλε η Απόγνωση - μια άγνωστη τελείως πρώην πελάτισσά του συστήθηκε - «εδώ στα επίγεια οργιάζει ανεξέλεγκτη η εγκατάλειψη ότι ολόκληρη ψυχή που ανηγέρθη για να προσφέρει στο φθαρτό στέγη κι ευημερία μένει άδεια άνθρωπος δεν πατάει εκεί μέσα, εξαφανισμένος χρωστάει ένα σωρό κοινόχρηστα, ως πότε θα καλύπτουν το έλλειμμα τα όνειρα, τσοντάρουν βέβαια και οι νεκροί ως πότε θα υπάρχουν κι αυτοί; Στείλε άνθρωπο» Αχ Απόγνωση εσύ η πιο ανθεκτική απ᾿ όλες τις λύπες εσύ που σπάνια ελεείς την παρηγοριά πώς γονάτισες να κρέμεσαι από τον ουρανό ότι γνωρίζει τι σημαίνει άνθρωπος καλά καλά ούτε συ Απόγνωση δεν ξέρεις τι σημαίνει άνθρωπος κι ας τον αγάπησες τόσο, ως τον ουρανό Πρόσεχε
Πρόσεχε-διαβάζει η ποιήτρια
Όταν στρώνεις το τραπέζι πριν καθίσεις να ελέγχεις σχολαστικά την αντικρινή σου καρέκλα αν είναι γερή μήπως τρίζει μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί αν υποσκάπτει το σκελετό σκουλήκι γιατί εκείνος που δεν κάθεται γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς. |
Μεταφερθήκαμε ΠαραπλεύρωςΜετά την απόφαση
-τίνος;- να μεταφερθεί παραπλεύρως στην ισόγεια μνήμη τού θανάτου το όνομά σου σείστηκε το διατηρητέο νόημα τού παλιού σπιτιού σα χαλασμένο δόντι έτοιμο να πέσει κουνιόντουσαν οι τοίχοι άδειαζαν τα κάδρα ένας πανικός μαδούσε τα ανοιξιάτικα τοπία ψυχραιμία παρακαλώ ψυχραιμία συμβούλευε η νεκρή τους φύση εκκενώστε το ταβάνι, βυθίζεται ειδοποιούσα τις απλανείς μας εκεί πάνω αναχωρήσεις και μεταφερθήκαμε παραπλεύρως ακριβώς δύο τρία σπίτια παρά κει πολύ κοντά πιο μακριά ο άνθρωπος από αυτό που φτιάχτηκε δεν πάει κι έτσι δεν απομακρύνθηκα κάθε πρωί να βλέπω τής βυσσινί ρόμπας σου το λιωμένο χέρι ν’ ανοίγει τής συνήθειας το παλιό παράθυρο κι όλο κάθε πρωί να λέω: έλιωσε πάει να θυμηθώ αύριο εξάπαντος κάθε πρωί το ίδιο λιωμένο χέρι τής ρόμπας σου κι όλο αρνούμαι, αναβάλλω να αντικαταστήσω αυτή την παλιά εφθαρμένη οδύνη με μία καινούργια βλέπεις τόσο μόνο, έως παραπλεύρως λίγο πριν την αλήθεια. Πιο πέρα δειλιάζει ο άνθρωπος δε μεταφέρεται. |
Ουκ᾿ ΟίδαΕπειδή συναναστρέφεσαι
ύποπτους κόσμους αυτόν ιδίως τής ψυχής κάποια στιγμή θα σε καλέσουν στη Δίωξη για ανακρίσεις για αναγνώριση. Πρόσεχε με λακωνικότητα θα ομολογήσεις. Σκοτεινά θα σε οδηγήσουν σε καταδότρια αίθουσα περίκλειστη. Θα καθίσεις σε κάποιο τραπεζάκι γρονθοκοπημένο μπροστά σ᾿ ένα ντοσιέ παχύ γεμάτο φωτογραφίες υπόπτων. Θα τούς ξεφυλλίζουν αργά έναν ένα δε θα μιλάς, θα προχωρούν. Και μόλις δεις το δάχτυλό τους σαν κάννη περιστρόφου κολλημένο επίμονα στον κρόταφο τού ύποπτου έσο έτοιμος θα πεις ουκ οίδα τον άνθρωπο (τρις) θα μετακινείται βραδέως ή κάννη θα σταθεί στον κρόταφο τού χρόνου εσύ εκεί, σταθερά θα επιμείνεις ουκ οίδα τον άνθρωπο (τρις) εξίσου σθεναρή αν και τρομαγμένη πρέπει να σταθεί ή απάντησή σου μπροστά στη φωτογραφία τού θανάτου ουκ οίδα τον άνθρωπο (τρις) κι όταν εκνευρισμένη πια ή Δίωξη γρονθοκοπώντας σε βάναυσα, το μούτρο σου κολλήσει επάνω σ᾿ ένα εξαίσιο αχνό σκίτσο με κάρβουνο ονείρου δεν το ξαναείδα άπαξ θα πεις. |
Θα προχωρούσαΑς ήταν νύχτα κι ας μην έβλεπα
που οδηγούσε η πρόθεση μου θα προχωρούσα κι άλλο, αν δεν πεταγόταν αίφνης μπροστά μου μια βαθμοφόρος ορατότης με πηλήκιο και γαλόνια πάχνης, να φράζει τού θάρρους μου το δρόμο ρίχνοντας το φακό της πάνω στην απαγόρευση, μια πλαστική κορδέλα με ασπροκόκκινες ραβδώσεις σαν αυτές που κλείνουν το δρόμο επειδή ανασκάπτονται διάφοροι λόγοι ή γιατί διεπράχθη φόνος και τώρα ανακρίνεται το πτώμα, με αποτέλεσμα συχνό να παίρνεις άλλο δρόμο Φρουρός τής απαγόρευσης ολόγυρα κανείς, ψυχή Ελεύθερη τελείως η παράβαση. Και τώρα ξύπνια όσο ποτέ Καθισμένη εδώ Πάνω στην μαλακιά τού μισοσκόταδου επιείκεια αναρωτιέμαι ένοχα τι άραγε φοβήθηκα γιατί δεν αγνόησα το φραγμό να προχωρήσω κι άλλο ελεύθερη αφού δεν μ᾿ έβλεπε κανείς κι αφού προπάντων γνώριζα καλά, πως ναι μεν όνειρο δεν είναι οι φραγμοί, μα όνειρο πανεύκολο πως είναι να τούς σπάζεις |
Επιβλαβής ο καπνός και ο βίος«Το κάπνισμα βλάπτει
σοβαρά την υγεία» αλήθεια τι ν’ απέγινε ο διάσημος εκείνος ωραίος ηθοποιός ξεχνώ τ’ όνομά του εκείνος με το καουμπόικο καπέλο ο αφηνιασμένος καβαλάρης τού Μάρλμπορο να διασχίζει καλπάζοντας την αχανή αφίσα τής διαφήμισης να υπερπηδά το πανύψηλο εμπόδιο τής προειδοποίησης «το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία» να κεντρίζει με τού καπνού τα σπιρούνια τον κίνδυνο να τρέξει πιο γρήγορα αφηνιάζοντας το τσιγάρο στο στόμα πώς τον έλεγαν αλήθεια ξεχνώ ιδού η λήθη μη δε βλάπτει κι αυτή σοβαρά τη ζωή; το υγιές νόημα – νήμα τού βίου μη δεν ξεχνιέται – κόβεται σα να ’ταν όλο βλαβερό; Αβλαβές είναι μόνο το άβιο. Απόδειξη τι καπνό φουμάρει εκ γενετής η ανυπαρξία. Έπαθε τίποτα; |
ΕυθυνοφοβίαΠες μου πότε
το διψασμένο πάντα χώμα της ψυχής πότε άντεξε να περιμένει τη βροχή του ημερολογίου; Κι αν πρέπει όπως λες να είναι όλα πιστά στον καιρό τους με τη μορφή του ταιριασμένα όταν εγώ υποτροπίασα θέρος εσύ γιατί δεν ήρθες να ταιριάξεις θεράπον τζιτζίκι στο κλαδί μου; Μη μου ρίχνεις λοιπόν την ευθύνη ότι δεν ήμουνα φθινόπωρο γι᾿ αυτό δε φέρθηκες πρωτοβρόχι. |
Καμία σχέσηΚλαδεύουνε τα δέντρα προετοιμαστικά
ώστε ν᾿ ανέβει, ευχερώς ή άνοιξη σε λίγο ανεβάζοντας εκ νέου ακμαία τη μορφή τους με αναλλοίωτο το σαρκώδες περσινό της καταπράσινο σα να μην κιτρίνισε ποτέ —καμία σχέση δηλαδή με κείνο το πριονωτό ανεπίστρεπτο πού κλαδεύει εμάς-- τι έλεγα, ναι, στα πεζοδρόμια ένθεν κακείθεν τού δρόμου στοίβες φύλλα πρασινοκίτρινα και κλάρες υγρές ακόμα στάζοντας δακρυσμένες ακριβώς στο σημείο τού αποχωρισμού τους από τα δέντρα. Προσωρινά. Κι όμως δακρυσμένες. Φαντάσου τώρα, τι αισθάνεται ή οριστικότης. |
Το ριψοκίνδυνο όραμα της φαντασίαςΗ φαντασία
– απόφοιτος τού Πλάστη γόνος τού παραλογισμού και τής υπεροψίας – σε κοίταξε εξονυχιστικά και είπε «δε μου ταιριάζεις είσαι αβλαβής. Σε κίνδυνο θα σε μεταμορφώσω με τον πιο ταχύ και αλάνθαστο τρόπο: αγαπώντας σε. Θηρίο θα σε σκηνοθετήσω σε απόσταση μάχης να μού ξεφεύγουν οι βρυχηθμοί των ελιγμών σου να υπερπηδούν το λάκκο που ‘χω σκάψει σκεπασμένον με απατηλή στερεότητα κλαδιών ζωώδους αγριότητας». Έτσι έγινε κι έρχεσαι τώρα εσύ επίπλαστο θηρίο και μού ζητάς εμένα το λόγο με ποιο δικαίωμα σε άλλαξα από λαγό σε σαρκοβόρο λες και σ’ ερωτεύτηκα εγώ. Τα παράπονά σου στη φαντασία. Αυτή εξευρίσκει λάλημα όταν δεν ξημερώνει. Να την ευγνωμονείς. Αν η φαντασία δε σκηνοθετούσε υπαρκτόν θηριώδη τον έρωτα ποτέ καμιά πραγματικότης δε θα μάς είχε αγαπήσει. |
Το έλαβες;Σού ταχυδρόμησα ένα βότσαλο χτες.
Στην άμπωτη το βρήκα τη σαρκοφάγο κάθε πλημμυρίδας. Ολόιδιο με πετρωμένο πρόσωπο λυγμού απροσδιορίστου ηλικίας —άγνωστο πότε εισχώρησε στο στέρνο μας αυτό το θορυβώδες φέρσιμο των δακρύων — ούτε ξεκαθάρισε ποτέ αν ό λυγμός είναι προϊόν των γεγονότων για η κανονική ανάσα των ονείρων. Ίδιο με πρόσωπο λυγμού. Στενότερος τού δέοντος ό δρόμος τού μετώπου λίγο φουρνέλο στα ζυγωματικά το στόμα λιωμένο - είθε από τ’ ασίγαστα φιλιά πού τού ’δίνε το κύμα. Άθικτες οι κόγχες των ματιών. Η μία μισάνοιχτη φρικιώσα να περιγράφει τον διαρρήκτη ή άλλη κούφια ορθάνοιχτη να τον καθιερώνει. Μόλις το λάβεις εσύ πού ξέρεις να πεταλώνεις χρώματα και να δαμάζεις ποιαν απόχρωση παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει, ζωγράφισε μου σε παρακαλώ αυτές τις άδειες κόγχες με χρώμα βαρύ σιδερένιο κλειστό διπλαμπαρωμένο να μοιάζουνε απόρθητες στη μία να φυλάσσονται τ’ αμέτρητα τ’ αμύθητα, στην άλλη να ξεγελιέμαι να μη βλέπω να χάσκουν τόσο αδειανά λεηλατημένα αυτά τα θησαυροφυλάκια όσων είδαν και τι δεν είδανε τα μάτια μας. |
Επιτύμβιο
|
Στο Κασελάκι
|
«Κάθε φιλί που δίνεται, μα κάθε ανεξαιρέτως ένα τοις εκατό αποτελείται από αιωνιότητα κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο να είναι το τελευταίο». Αλλά και |