Ρουμελιωτάκης Χρίστος (1938-2018)
Ένα μικρό βιογραφικό για την ανίχνευση τής ποίησής του, από τον αναγνώστη.
Τώρα ο καθένας
ας απλώσει τη δική του θάλασσα
άλλη θάλασσα ας μην περιμένει.
Τώρα ο καθένας,
ας ανοίξει τούς δικούς του ασκούς
άλλος άνεμος δεν θα υπάρξει·
και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες,
τώρα που ο πόλεμος τέλειωσε.
ας απλώσει τη δική του θάλασσα
άλλη θάλασσα ας μην περιμένει.
Τώρα ο καθένας,
ας ανοίξει τούς δικούς του ασκούς
άλλος άνεμος δεν θα υπάρξει·
και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες,
τώρα που ο πόλεμος τέλειωσε.

Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης γεννήθηκε το 1938 στην Αργυρούπολη Ρεθύμνου. Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Νέα Ιωνία Αττικής. Σπούδασε Νομική, Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες. Έλαβε μέρος στους κοινωνικούς αγώνες τής εποχής του και συμμερίστηκε τη μοίρα τής Ελληνικής Αριστεράς. Εξορίστηκε από τη χούντα στο Παρθένι τής Λέρου, από όπου καταδίκασε την εισβολή τής Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κατά τη μεταπολίτευση εντάχθηκε στο κόμμα τής Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (Ε.Δ.Α.). Εμφανίστηκε στα γράμματα με το ποίημα "Πίσω από τα βλέφαρα" στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης", το 1958. Διετέλεσε εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού "Σχεδία". Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές: "Κλειστή θάλασσα" (1979), "Βαρούτην χανόμεθα" (1988), "Ο ανεπίληπτος βίος, ο λόγος και η τελείωση τής Λευκοθέας", (1989), "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" (2002), "Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα" (2008).
Ο πατέρας του Μανόλης Ρουμελιωτάκης, ήταν ανάπηρος τού αλβανικού μετώπου (έχασε το δεξί του χέρι) και χαρακτηρισμένος ως κομμουνιστής, εξορίστηκε πρώτα από το 1948 έως το 1962 και και δεύτερη φορά κατά την δικτατορία τού 1967.
Στον Χρήστο Ρουμελιωτάκη "έλαχε" να υπηρετήσει "το όραμα τής Αριστεράς" και για ένα λόγο παραπάνω: γιατί αυτό ήταν το θέλημα τού πατέρα του ρητά εκπεφρασμένο. Γράφει ο πατέρας του, στο γράμμα στο γιο: «Έκανα το καθήκον μου στο Αλβανικό μέτωπο και στην εκτέλεσή τού καθήκοντος είχα την ατυχία να τραυματιστώ, όπως άλλοι σκοτώθηκαν. Για τούς αγώνες μου τούς κατοπινούς ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είμαι περήφανος. Αυτούς σε καλώ να συνεχίσεις» (Μανόλης Ρουμελιωτάκης, γράμμα στο γιο μου (από τον πόλεμο τής Αλβανίας), εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1981.
Με πατέρα εξόριστο και την μάνα φορτωμένη την ευθύνη επιβίωσης δύο ανήλικων παιδιών, ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης έμαθε από παιδί, "να προφητεύει το μέλλον", όπως γράφει σε ένα ποίημα του:
Ο πατέρας μου έλειπε,
η μάνα μου δούλευε
και τις νύχτες το σπίτι μας έσταζε.
Έτσι έμαθα από μικρός
να προφητεύω το μέλλον.
Ο πατέρας μου, βλέπω, θα λείπει,
η μητέρα μου, βλέπω, θα δουλεύει
και τις νύχτες το σπίτι θα στάζει για πάντα
In the long, long years of defeat
στα μακριά, τα ατελείωτα χρόνια της ήττας.
Για το Χρίστο Ρουμελιωτάκη ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος σε ένα αφιέρωμα στο περιοδικό Οροπέδιο είχε γράψει:
«Διαβάζοντας τα ποιήματα τού Χρίστου Ρουμελιωτάκη, εισερχόμαστε με γνήσιο διαβατήριο στη μαγική χώρα τής Ποιήσεως. Όχι τής μεγάλης, τής μνημειακής τού έπους, τού θρησκευτικού και κοσμικού μύθου, τής κοσμογονίας και τής ιστορίας αλλά τού λυρισμού και τού συμβόλου.Τα κύρια γνωρίσματα τής δημιουργίας του είναι η λυρική συγκίνηση, η ελεγειακή διάθεση, η πλαστικότητα τής μνήμης, με τη σχεδόν μουσική λειτουργία της, τη μετάθεση στην ανάπτυξη τής ποιητικής ιδέας, από την έκταση στην ένταση, Ίσως χρειάζεται να θυμίσουμε ότι συγκίνηση δεν σημαίνει συναισθηματισμό και ότι η ελεγεία δεν συνεπάγεται δακρυοδόχη: τα στεγνά μάτια πονάνε περισσότερο, και ο λυγμός μέσα στη νύχτα, ηχεί σαν τρίλια αηδονιού όταν τέτοιο πουλί ακουγόταν ακόμα στην ποίηση και στις ρεματιές».
Ο πατέρας του Μανόλης Ρουμελιωτάκης, ήταν ανάπηρος τού αλβανικού μετώπου (έχασε το δεξί του χέρι) και χαρακτηρισμένος ως κομμουνιστής, εξορίστηκε πρώτα από το 1948 έως το 1962 και και δεύτερη φορά κατά την δικτατορία τού 1967.
Στον Χρήστο Ρουμελιωτάκη "έλαχε" να υπηρετήσει "το όραμα τής Αριστεράς" και για ένα λόγο παραπάνω: γιατί αυτό ήταν το θέλημα τού πατέρα του ρητά εκπεφρασμένο. Γράφει ο πατέρας του, στο γράμμα στο γιο: «Έκανα το καθήκον μου στο Αλβανικό μέτωπο και στην εκτέλεσή τού καθήκοντος είχα την ατυχία να τραυματιστώ, όπως άλλοι σκοτώθηκαν. Για τούς αγώνες μου τούς κατοπινούς ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είμαι περήφανος. Αυτούς σε καλώ να συνεχίσεις» (Μανόλης Ρουμελιωτάκης, γράμμα στο γιο μου (από τον πόλεμο τής Αλβανίας), εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1981.
Με πατέρα εξόριστο και την μάνα φορτωμένη την ευθύνη επιβίωσης δύο ανήλικων παιδιών, ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης έμαθε από παιδί, "να προφητεύει το μέλλον", όπως γράφει σε ένα ποίημα του:
Ο πατέρας μου έλειπε,
η μάνα μου δούλευε
και τις νύχτες το σπίτι μας έσταζε.
Έτσι έμαθα από μικρός
να προφητεύω το μέλλον.
Ο πατέρας μου, βλέπω, θα λείπει,
η μητέρα μου, βλέπω, θα δουλεύει
και τις νύχτες το σπίτι θα στάζει για πάντα
In the long, long years of defeat
στα μακριά, τα ατελείωτα χρόνια της ήττας.
Για το Χρίστο Ρουμελιωτάκη ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος σε ένα αφιέρωμα στο περιοδικό Οροπέδιο είχε γράψει:
«Διαβάζοντας τα ποιήματα τού Χρίστου Ρουμελιωτάκη, εισερχόμαστε με γνήσιο διαβατήριο στη μαγική χώρα τής Ποιήσεως. Όχι τής μεγάλης, τής μνημειακής τού έπους, τού θρησκευτικού και κοσμικού μύθου, τής κοσμογονίας και τής ιστορίας αλλά τού λυρισμού και τού συμβόλου.Τα κύρια γνωρίσματα τής δημιουργίας του είναι η λυρική συγκίνηση, η ελεγειακή διάθεση, η πλαστικότητα τής μνήμης, με τη σχεδόν μουσική λειτουργία της, τη μετάθεση στην ανάπτυξη τής ποιητικής ιδέας, από την έκταση στην ένταση, Ίσως χρειάζεται να θυμίσουμε ότι συγκίνηση δεν σημαίνει συναισθηματισμό και ότι η ελεγεία δεν συνεπάγεται δακρυοδόχη: τα στεγνά μάτια πονάνε περισσότερο, και ο λυγμός μέσα στη νύχτα, ηχεί σαν τρίλια αηδονιού όταν τέτοιο πουλί ακουγόταν ακόμα στην ποίηση και στις ρεματιές».
Ανθολόγηση από ποιήματά του.
ΤΑ ΧΈΡΙΑ MOΥ ᾿58
|
ΑΕΤΟΊ ᾿60
|
Φοβάμαι πολύ για τα χέρια μου
έτσι που συνηθίσανε να κρατούν το κεφάλι μου και ο λαιμός μου είναι τόσο κοντά και οι νύχτες παράξενες και ατελείωτες. Φοβάμαι πολύ για τα χέρια μου τα χέρια που τα προόριζα για σημαίες πλακάτ και αδιάλλακτες χειρονομίες. |
Τής συνομοταξίας των αετών
αδόκητος κληρονόμος, εκείνων που στον ουρανό τ᾿ όνομά τους μ᾿ αστέρια έγραψαν και στους τοίχους με αίμα, ελευθερία. Στέκομαι τώρα και απορώ στην καμπίσια ψυχή μου τα φτερά τους πώς θα μπολιάσω |
ΕΠΈΤΕΙΟΣ ᾿61
|
ΕΝΎΠΝΙΟΝ ᾿88
|
Καθώς δεν είμαι πια παιδί
και καθαρό είν᾿ εμπρός μου, ό,τι ερήμην μου άγνωστοι θεσμοθέτες μού ορίσανε, διόλου δε σκιάζομαι και δεν ανησυχώ όπως ο Μακεδόνας στρατηλάτης ανησυχούσε, μη κι ο πατέρας μου ολόκληρο τον κόσμο κατακτήσει. Το πήρα πια απόφαση εκείνος δεκαπέντε χρόνια πολιτικός εξόριστος δεν άφησε τίποτα να κατακτήσω εγώ για τη γενιά μας. |
Ήρθε ό πατέρας μου τη νύχτα
και με φώναξε· μαθαίνω πράγματα, μού λέει, και φοβούμαι, να πληρώνεις το νοίκι σου και τα κοινόχρηστα και τα άλλα, όπως συμφώνησες. Μα πατέρα, τού λέω, εδώ δεν είναι το σπίτι μου, είναι η φυλακή, δεν το βλέπεις; κι αυτή δεν είναι η βρύση πού στάζει, είναι η ζωή μου πού στραγγίζει σταγόνα σταγόνα. Το ξέρω, μού λέει, αλλά και συ το ήξερες και υπόγραψες και τώρα οφείλεις να πληρώσεις, όπως όλοι μας. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" |
ΤΟ ΣΚΥΛΊ
|
ΣΑΡΛΌΤ ΚΟΡΝΤΈ*
|
Μού λεν να πάρω ένα σκυλί―
καλό σκυλί και φύλακας. Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί, αφού το ξέρεις, θ᾿ αρχίσει πάλι ν᾿ αλυχτάει όλη τη νύχτα και θα ᾿ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα να παίρνουν τον πατέρα σου. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" εκδ. Τυπωθήτω, 2002 ΜΌΝΟ ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣΑπό τού Βάρναλη τις μέρες
ως τα μεσάνυχτα τού Γκόρπα πολλά αλλάξανε· τής γης οι κολασμένοι δεν βρυχώνται· η καβαλίνα κι η ροδακινιά εξωστρακίσθηκαν και το κρασί δεν είναι άρωμα και πτήσις και αφρός· μόνο οι γυναίκες, α, οι γυναίκες, δύστυχε Θωμά, όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο όμορφες και πιο φασίστρες και πράγμα φυσικό μάς βασανίζουν περισσότερο. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" εκδ. Τυπωθήτω, 2002 |
Στην Έλσα Λιαροπούλου
Και τη Σαρλότ Κορντέ βοήθησε να καταλάβει επιτέλους, πως δεν μπορεί να αναβάλλει επ᾿ αόριστον αναζητώντας το κατάλληλο μαχαίρι. Έτσι κι αλλιώς όποιο μαχαίρι κι αν διαλέξει το κάρο έχει αρχίσει να κυλάει και στα ωραία της μαλλιά στριφογυρίζουνε προπαροξύτονοι τής μοίρας οι ανέμοι. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" εκδ. Τυπωθήτω, 2002 *Σαρλότ Κορντέ: Η Σαρλότ Κορντέ (1768 - 1793) ήταν Γαλλίδα Γιρονδίνη, δολοφόνος τού Ζαν Πωλ Μαρά. Όταν ο Μαρά διέταξε τη σύλληψη 22 Γιρονδίνων, αποφάσισε να τον δολοφονήσει. Αυτό έγινε στις 13 Ιουλίου 1793, στο μπάνιο τού επαναστάτη. Πέθανε στη λαιμητόμο. Η Κορντέ αποκαταστάθηκε αργότερα καθώς θεωρήθηκε ότι βοήθησε στην εξολόθρευση ενός «τέρατος». |
Ο ΑΝΕΠΊΛΗΠΤΟΣ ΒΊΟΣ
Ο ΛΌΓΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΊΩΣΗ ΤΉΣ ΛΕΥΚΟΘΈΑΣ, [1989]
α'
Τα ωραία ζουμπούλια στο ανθογυάλι μού θυμίζουν τη Λευκοθέα τού ναυτολογικού γραφείου. Ερχόταν κάθε Σάββατο απόγευμα μερικές φορές και Κυριακή πρωί έβγαζε τα φορέματά της, τα δακτυλίδια της και το σταυρό της και γέμιζε με άνθη και αρώματα όλη η κάμαρα. Τι λέω η κάμαρα ολόκληρο το σπίτι, τι λέω το σπίτι ολόκληρο το 324 οικοδομικό τετράγωνο και παραπέρα ακόμη ως τα φανάρια και την Παναγίτσα και τη ζωή μου τη φαρμακεμένη. |
β'
Στη Λευκοθέα άρεσε το σκληρό κρεβάτι έτσι, έλεγε, βιώνεις με τη σάρκα και το αίμα σου την κίνηση τής ύλης προς την θέωση. Ωδίνει και σπαργά το ξύλο, έλεγε, και γίνεται καράβι που αποπλέει τῃ συνοδείᾳ πετεινών τού ουρανού. Πότε ψηλά και πότε στο βυθό εν μέσω των κυμάτων τής θαλάσσης, έλεγε, νεφέλη φωτεινή το αναρπάζει κι ενώ θαρρείς πως χάθηκε και πάει, φως ιλαρόν στο γαλαξία μέσα εκχέεται εκείνο και οδεύει. Αυτά και άλλα ή Λευκοθέα απεφθέγγετο, πριν να γίνουμε θάλασσα και ήλιος και γιασεμί νυκτερινό. |
Ο ποιητής διαβάζει τα ποιήματα "ΔΆΝΤΗΣ ΑΛΙΓΚΈΡΙ" και
"Η ΔΌΞΑ ΤΟΥ ΔΆΝΤΗ ΔΆΝΤΗΣ ΑΛΙΓΚΙΈΡΙ (1265-1321)*
Τι ήθελε να κερδίσει με τούς Γουέλφους και με τούς Λευκούς*
δεν έμαθα. Έπαιξε κι έχασε και ακολούθησε τη μοίρα του. Δέκα επτά χρόνια πολιτικός εξόριστος γύριζε όλη την Ιταλία, πουλώντας βότανα και γιατρικά για το χτικιό και την κατάθλιψη και για την τρέλα. Κλείσε ή άφησε ανοιχτή την πόρτα σου στην Εξορία, Αναγνώστη, Μικρέ μου Πρίγκιπα, μα να θυμάσαι, απ᾿ τη δική του εξορία και τα δικά του βότανα και από τής ποίησης τη μαγική απόσταξη βγήκανε και η Κόλαση και ο Παράδεισος και το δικό μας Καθαρτήριο και η παρηγόρηση. Στίχοι που μού απάγγειλε ένα βράδυ στην εξορία ο Γιάννης Δραγωνέτης, βουλευτής Κερκύρας, Ιταλικός και Έλληνας, όταν μιλούσαμε για την ουσία των πραγμάτων Η ΔΌΞΑ ΤΟΎ ΔΆΝΤΗ
Δεν είχε πολεμήσει στο Μαραθώνιον Άλσος,
ήταν όμως πολίτης τής Φλωρεντίας. Γι᾿ αυτό, όταν τον κάλεσαν να επιστρέψει βάζοντας μετάνοια και ομολογώντας ότι έσφαλε στην πλήθουσα εκκλησιά τού Άη Γιάννη**, αρνήθηκε. Αν βρεθεί άλλος τρόπος πιο ταιριαστός στη δόξα τού Δάντη έρχομαι αμέσως και με βήμα όχι αργό, απάντησε, ενώ η καρδιά του μάτωνε από τη νοσταλγία. Δεν γύρισε ποτέ στη Φλωρεντία ― έτσι όμως, Αναγνώστη, Μικρέ μου Πρίγκιπα, περάσαμε από το σκοτεινό Μεσαίωνα στην ένδοξη Αναγέννηση και έτσι έλαμψε η δόξα τής ποιήσεως. Στίχοι που επίσης μού απάγγειλε ένα βράδυ στην εξορία ο Γιάννης Δραγωνέτης, όταν φοβήθηκε ότι έχανα το θάρρος μου. *Δάντης (1265-1321) Την εποχή εκείνη, η Φλωρεντία, όπως και ολόκληρη η Ιταλία, ήταν διχασμένη ανάμεσα σε δύο μεγάλα κόμματα, τούς Γουέλφους και τούς Γιβελίνους. Οι Γουέλφοι* υποστήριζαν τον Πάπα, ενώ οι Γιβελίνοι τον Αυτοκράτορα. Ο Δάντης τάχθηκε με το μέρος των Γουέλφων και συμμετείχε στους πολέμους που έλαβαν, τότε, χώρα. Το 1292, τελικά, το κόμμα των Γουέλφων ήρθε στην εξουσία. Ωστόσο, πολύ γρήγορα διχάστηκαν και μεταξύ τους, δημιουργώντας δύο ομάδες, τούς Μαύρους, που υποστήριζαν πως δεν έπρεπε να δοθούν πολλά προνόμια στο λαό, και στους Λευκούς*, τούς δημοκρατικούς. Ο Δάντης πήρε το μέρος των Άσπρων, ωστόσο, η πλευρά των Μαύρων επικράτησε, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε εξορία, και επιπλέον, στο να πληρώσει πέντε χιλιάδες φλωρίνια εντός τριών ημερών. Μετά από την αδυναμία τού Δάντη να πληρώσει αυτό το ποσό, μια νέα καταδικαστική απόφαση όρισε, πως έπρεπε να καεί ζωντανός, όπου και αν συλληφθεί. Συνηθισμένες τιμωρίες στα σκοτεινά χρόνια τού Μεσαίωνα. Ο Δάντης περιπλανήθηκε εξόριστος από τη Φλωρεντία σε πολλές ιταλικές πόλεις. Παρά το γεγονός πως βρίσκεται εξόριστος, ο Δάντης γράφει στίχους και μεταφέρει μαζί του τα χειρόγραφά του. Αυτή την εποχή ξεκινά, επίσης, να εργάζεται πάνω στη Θεία Κωμωδία. Το 1315 δόθηκε από τούς Γιβελίνους οι οποίοι είχαν επικρατήσει πάλι, αμνηστία στους εξόριστους Γουέλφους, υπό τον όρο όμως, πως θα παρουσιάζονταν δημόσια, ομολογώντας πως έσφαλαν. Ο Δάντης αρνήθηκε να δεχτεί κάτι τέτοιο και χαρακτηριστικά έγραψε: «Δεν είναι αυτός ο δρόμος για να γυρίσω στην πατρίδα, αν μπορέσετε να βρείτε άλλον τρόπο, πιο σύμφωνο με την τιμή και τη δόξα του Δάντη, θα έρθω με βήματα γοργά». **Το 1315 δόθηκε αμνηστία στους καταδικασμένους Λευκούς Γουέλφους και μπορούσαν να γυρίσουν στη Φλωρεντία, όπου όμως έπρεπε να περάσουν, στη γιορτή τού Άι Γιάννη, μπροστά στον κόσμο, ορισμένη εθιμοτυπική ταπείνωση. ( Από κείμενο ομιλίας τού Γιώργου Αράγη πού ἔγινε στο Ἱδρυμα Τάκης Σινόπουλος (Ἀθήνα), στις 30/1/2019.) Η ΑΧΙΒΆΔΑΠροχθές
τραβώντας το κρεβάτι βρήκα το χτενάκι σου σαν αχιβάδα, που τραβήχτηκε η θάλασσα κι έμεινε στη στεριά. Και σκέφτομαι αχ, έτσι γίνεται, Θεέ μου, πάντοτε, η πιο μεγάλη θάλασσα να καταλήγει σ΄ ένα ποίημα γλυφό. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" εκδ. Τυπωθήτω, 2002 |
Ο ποιητής διαβάζει το ποίημα ΥΣΤΕΡΌΓΡΑΦΟ
ΥΣΤΕΡΌΓΡΑΦΟ
Τώρα ο καθένας
ας απλώσει τη δική του θάλασσα άλλη θάλασσα ας μην περιμένει. Τώρα ο καθένας ας ανοίξει τούς δικούς του ασκούς άλλος άνεμος δεν θα υπάρξει· και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες τώρα που ο πόλεμος τέλειωσε. Από την ποιητικά συλλογή: Κλειστή θάλασσα, 1979 EDGAR LEE MASTERS (1868-1950)*
Ο πατέρας μου έλειπε,
η μάνα μου δούλευε και τις νύχτες το σπίτι μας έσταζε. Έτσι έμαθα από μικρός να προφητεύω το μέλλον. Ο πατέρας μου, βλέπω, θα λείπει, η μητέρα μου, βλέπω, θα δουλεύει και τις νύχτες το σπίτι θα στάζει για πάντα In the long, long years of defeat στα μακριά, τα ατελείωτα χρόνια τής ήττας. Από την ποιητική συλλογή "Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα", εκδ. Τυπωθήτω, 2008. *EDGAR LEE MASTERS: Αμερικανός δικηγόρος, ποιητής, και δραματουργός. Σαν δικηγόρος υπερασπίστηκε τούς φτωχούς. Ο στίχος στο ποίημα τού Ρουμελιωτάκη «In the long, long years of defeat» είναι από ποίημα τού MASTERS: "Magrady Graham" ............................................................................. And Cleveland was sweeping the East, It was too much for you, poor old heart, Who had striven for democracy In the long, long years of defeat. ΞΈΝΟΣ ΕΙΜΊ
Στον Τάσο Καπερνάρο
Ξένος ειμί και μισθοφόρος― κάθε φορά που στη στροφή βλέπω τη θάλασσα το νιώθω. ΄Όλη τη μέρα πολεμώ σε ξένο τόπο τα βράδια, κάτω από το λύχνο, καθώς με πιάνει η νοσταλγία τής πατρίδας συγγράφω την ανάβασή μου. Ξένος ειμί και μισθοφόρος ― αν τη διαβάσετε να είστε επιεικείς, στην εποχή μου δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πεθαίνεις. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" εκδ. Τυπωθήτω, 2002 Ο ΓΌΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΌΣ
Κάποτε ναι το πίστευα κι εγώ,
πως ο δεσμός που τόνε λένε γόρδιο είναι αξεδιάλυτος και μόνο το σπαθί τού Μακεδόνα στρατηλάτη δίνει τη λύση. Ίσως έτσι, ίσως αλλιώς, μικρή μου Μαρία, μα τώρα ξέρεις με το δικό σου στοχασμό και με τα δάκρυα πως μόνο το σπαθί τού Μακεδόνα στρατηλάτη ή οποιοδήποτε σπαθί ή εγχειρίδιο τον κόμπο που ανεβαίνει στο λαιμό μας, όταν σφυρίζουν τα καράβια στο λιμάνι, τον κόμπο το δικό μας, δεν τόνε ξεδιαλύνει. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" ΞΈΡΩ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΣΟΥ
Ξέρω τα μάτια σου,
ξέρω τα χείλη σου, ξέρω τα μαλλιά σου, ξέρω το σημαδάκι που άφησε φεύγοντας ο κεραυνός ― θέλω να πω, ίπταμαι πάλι επί πτερύγων ανέμων, βαδίζω πάλι στα κύματα τής θαλάσσης, ξαναβάζω το αίμα στις φλέβες μου και σ΄ αγαπώ. Από τη συλλογή "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα" εκδ. Τυπωθήτω, 2002 |