Η Αθανασία: Μίλαν Κούντερα
Η αθανασία.
Ένα πολύ φιλόδοξο μυθιστόρημα, πολυθεματικό σε επίπεδο ιδεών και φιλοσοφίας που αμφιβάλλω αν πραγματώνει τούς στόχους του. Ο Κούντερα εξ αρχής το ναρκοθετεί καταργώντας και την Αριστοτέλεια λογική τού ποιητικού λόγου (Ποιητική) κυρίως ως προς τον μύθο (υπόθεση τού έργου), και τις προδιαγραφές τού μυθιστορηματικού κατά τον Χέγκελ: «Οι ήρωες των νεότερων μυθιστορημάτων, αντιτίθενται στην υπάρχουσα τάξη, και στην πραγματικότητα και με τις προσδοκίες τους, τις φιλοδοξίες τους, την τιμή τους, τον έρωτά τους, τα αισθήματα τους τα πάθη επιζητούν να προκαλέσουν ένα ρήγμα σ᾿ αυτή την τάξη». Πολυθεματικό γιατί; Να ένας κατάλογος των θεμάτων που θίγει και στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να σκεφτούμε πάνω σ᾿ αυτά. |
- Πρώτα η ανατροπή της σύμβασης αναγνώστη μυθιστοριογράφου ως προς την μυθοπλασία. Η ηρωίδα η Ανιές ξεπήδησε από τη χαριτωμένη χειρονομία μιας εξηντάχρονης.
- Το "μουσείο" των χειρονομιών και των προτύπων τού ανθρώπου. Ένας "ορθολογικός Πλατωνισμός".
- Ο Υπολογιστής τού Δημιουργού, και τα όρια που θεσμοθετεί, μέσα στα οποία αφήνει όλες τις εξουσίες στο τυχαίο.
- Μετά το θάνατο, ποιον τρόπο ύπαρξης έχει προγραμματίσει ο υπολογιστής;
- Η οικογένεια της Ανιές.
- Η έφοδος τής ασχήμιας στους ανθρώπους. Υπερνικάς το μίσος προς αυτούς όταν σκεφτείς, ότι δεν έχεις τίποτα κοινό μαζί τους. Δεν ήταν η μηχανή τής κοπέλας με το μηχανάκι που έκανε θόρυβο, ήταν το εγώ τής κοπέλας. (Περίπτωση όπως την εισπράττει η Ανιές).
- Το πρόσωπο μας είμαστε εμείς; Σε ένα κόσμο χωρίς καθρέπτες, αν ξαφνικά έβλεπες το πρόσωπο σου σε ένα καθρέπτη, θα είχες καταλάβει αυτό που αρνείσαι να παραδεχτείς: το πρόσωπο σου δεν είσαι εσύ.
- Η περίπτωση Γκαίτε παντρεμένου με την Χριστιάνε, και ο έρωτας προς αυτόν, τής κατά τριάντα έξι χρόνια μικρότερής του Μπετίνας Μπρεντάνο.
- Γιατί άραγε η ερωτική τους ιστορία είναι τόσο διάσημη; Ο Κούντερα αποφαίνεται « αυτό περί τού οποίου επρόκειτο δεν ήταν ο έρωτας ήταν η Αθανασία». Και παρακάτω «η αιτία και το νόημα τού έρωτα τής Μπεττίνα δεν ήταν ο Γκαίτε, αλλά ο ίδιος ό έρωτας».
- Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Γκαίτε, το 1835, η Μπετίνα εκδίδει το βιβλίο της για το Γκαίτε "Αλληλογραφία τού Γκαίτε με μια παιδίσκη", ένα μάθημα έρωτα, για τιμωρία τού ποιητή, «που απέναντι στο μεγάλο αίσθημα, είχε θυσιάσει το πάθος, σε μια άθλια συζυγική ειρήνη».
- Οι δύο αδελφές η Ανιές και η Λώρα. Η Λώρα είναι ταυτισμένη με το σώμα, με το εσωτερικό του, τις λειτουργίες του, η Ανιές κρατάει από το σώμα μόνο τη διέγερση, τη φευγαλέα απολύτρωση τού σώματος.
- Η προσθετική και η αφαιρετική μέθοδος. Η Λώρα προσθέτει, στη μοναδικότητα τού "εγώ" αδιάκοπα νέες ιδιότητες, κινδυνεύοντας να χάσει την ουσία, η Ανιές αφαιρεί, κινδυνεύοντας να πλησιάσει το μηδέν.
- Η εικονολογία αντικατέστησε στις τελευταίες δεκαετίες την ιδεολογία. Οι ιδεολογίες ανήκουν στην Ιστορία, το βασίλειο τής εικονολογίας αρχίζει εκεί που τελειώνει η Ιστορία.
- Ο Πωλ, ο άντρας της Ανιές είναι δημοσιογράφος, και σε μια συζήτηση με τον προϊστάμενο του και φίλο του, με ελαφράδα παίρνει το μέρος των εικονολόγων: «Η μεγάλη κουλτούρα, είπε, είναι η κόρη αυτής της ευρωπαϊκής διαστροφής που ονομάζουμε Ιστορία. Και η απάντηση του προϊσταμένου:
- «Αν η μεγάλη κουλτούρα τα ᾿χει φτύσει, τα ᾿χεις φτύσει κι εσύ και οι παράδοξες ιδέες σου. Είσαι ο πνευματώδης σύμμαχος του κάθε νεκροθάφτη σου». Προφητικός ο προϊστάμενος, την άλλη μέρα οι εικονολόγοι για να δώσουν ελαφράδα στο πρόγραμμα του σταθμού απολύουν τον Πωλ.
- Η αιώνια δίκη του Γκαίτε για την υπόθεση τής απόρριψης τού έρωτα τής Μπετίνας.
- Γιατί ο Ρομαίν Ρολλάν ο λάτρης των γυναικών και τού προλεταριάτου, παίρνει τη θέση της αριστοκράτισσας Μπετίνα και όχι της εργάτριας Χριστιάνε;
- Κατά τον Κούντερα οι μεγάλοι Έρωτες ήταν οι "εξω- συνουσιακοί έρωτες", γι᾿ αυτό ο 20ος αιώνας με την απελευθέρωση τής σεξουαλικότητας δεν έδωσε κανένα καινούργιο νόημα στον έρωτα.
- Αυτό που παρακινεί τούς ανθρώπους να σηκώνουν τη γροθιά, ν᾿ αρπάζουν ένα τουφέκι, να υπερασπίζονται δίκαιες ή άδικες υποθέσεις, δεν είναι η λογική, αλλά η ψυχή που έχει πάθει υπερτροφία, το παρανάλωμα τού εγώ στις φλόγες του.
- Η Ανιές στις Άλπεις κοντά σε ότι αγάπησε ο πατέρας της: τη μοναξιά, τούς δρόμους μέσα στη φύση (στο δρόμο η ομορφιά είναι συνεχής, ενώ η οδός είναι μια απλή γραμμή που συνδέει δύο σημεία. Είναι μια υποτίμηση του χώρου). Το τυχαίο. Ο θάνατος τής Ανιές.
- Ο Κος Κούντερα σαν κανονικός ήρωας τού μυθιστορήματος συζητάει με ένα περίεργο φίλο του τον Αβενάριο για το Μυθιστόρημα. Κος Κούντερα: « Η δραματική ένταση είναι η αληθινή κατάρα του μυθιστορήματος. Καθώς το καταβροχθίζει η φωτιά της ίδιας του της έντασης, καίγεται σαν ένα δεμάτι άχυρα».
- Δεν υπάρχει αυθεντικός ερωτισμός χωρίς τη τέχνη τού διφορούμενου. (παιδιά, το αγόρι ο γιατρός, το κορίτσι η άρρωστη). Η Λώρα είναι η τοξικομανής τού διφορούμενου. Κάθεται στα γόνατα του Πωλ, όχι με την ιδιότητα τής ερωμένης αλλά της κουνιάδας. Τελικά με την "προσθετική μέθοδο" κλέβει τον άντρα τής αδελφής της.
- Οι απόψεις του Πωλ για τα λιβάδια και τα δάση.« Ένα λιβάδι δεν είναι παρά ένα πεδίο οδύνης (αλληφάγωμα των ζώων). Η κάλυψη της γης με μπετόν, ήταν για κείνον, σαν να είχε χτίσει ζωντανή μια άγρια φόνισσα».
- Το τυχαίο. Ο θάνατος της Ανιές.
- Στο έκτο μέρος του βιβλίου, ο Κούντερα μιλάει σ᾿ ένα εμβόλιμο επεισόδιο για κάποιον Ρούμπενς. Είναι το χειρότερο μέρος τοὐ βιβλίου. Ανιαρό, φλύαρο, κοινότυπο, κυνικό, φαλλοκρατικό, α-νόητο, γι αυτό θα κρατήσω μόνο, όσα γράφει ο ίδιος ο Κούντερα σχετικά με την Ποιητική τού Αριστοτέλη, που υπονομεύουν το ίδιο το βιβλίο "Αθανασία": «Τού Αριστοτέλη δεν τού αρέσει το επεισόδιο….. Καθώς δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα, βρίσκεται έξω από τον αιτιακό ειρμό που είναι μια ιστορία. Όπως ένα στείρο τυχαίο μπορεί να αφαιρεθεί, χωρίς η αφήγηση να γίνει ακατανόητη· στη ζωή των προσώπων η αφαίρεση του δεν αφήνει κανένα ίχνος». Ο ίδιος λοιπόν ο Κούντερα ή ο Αριστοτέλης, μάς δίδει το δικαίωμα να το αγνοήσουμε.
- Στο έβδομο μέρος, συναντιούνται ο Κος Κούντερα (σαν ήρωας του μυθιστορήματος "Αθανασία" που τελείωσε, με τον κυνικό του φίλο Αβενάριο στην πισίνα ξενοδοχείου, για να γιορτάσουν το γεγονός. Συναντούν εκεί τον Πωλ, και ό Κούντερα ο συγγραφέας πια, τού βάζει στο στόμα τα εξής λόγια: «Να τελειώσουμε μια για πάντα με την τρομοκρατία των νεκρών. Να νικήσουμε την αλαζονική εξουσία κάθε Ενάτης συμφωνίας και κάθε Φάουστ
Ο Κούντερα βοηθός τού νεκροθάφτη τού εαυτού του, θα γράψω εγώ.
1. Πρώτα η ανατροπή τής σύμβασης αναγνώστη μυθιστοριογράφου ως προς την μυθοπλασία. Η ηρωίδα η Ανιές ξεπήδησε από τη χαριτωμένη χειρονομία μιας εξηντάχρονης.
Η χάρη τής κίνησης τής χειρονομίας τού χαιρετισμού μιας εξηντάχρονης, σε αντίθεση με το άχαρο τού κορμιού της. Με ένα κομμάτι τού εαυτού μας ζούμε πέρα από το χρόνο. Τον περισσότερο καιρό ζούμε χωρίς ηλικία. Από τη χειρονομία αυτή γεννιέται η ηρωίδα τού μυθιστορήματος "Η Αθανασία", από αυτόν που λέει εγώ στο μυθιστόρημα (τον αφηγητή, τον Κούντερα): Η Ανιές.
Εδώ ο Κούντερα μάς θυμίζει τον Μπρέχτ και τη μέθοδο τής αποστασιοποίησης. Από την πρώτη σελίδα, ενημερώνει τον αναγνώστη, σπάζει δηλαδή τη κλασσική σύμβαση συγγραφέα αναγνώστη: Η Ανιές είναι "ψεύτικη" , είναι δημιούργημα ενός ήρωα τού μυθιστορήματος τού Κου Κούντερα. Γράφει ο Κούντερα: «Όπως η Εύα βγήκε από μία πλευρά τού Αδάμ, όπως η Αφροδίτη γεννήθηκε από τον αφρό των κυμάτων, η Ανιές αναδύθηκε από μια κίνηση τής εξηντάχρονης Κυρίας, την όποια είδα στην άκρη τής πισίνας να χαιρετάει με το χέρι το δάσκαλό της, τής κολύμβησης. Η κίνησή της ξύπνησε τότε μέσα μου μια απέραντη, μια ακατανόητη νοσταλγία, κι η νοσταλγία αυτή γέννησε το πρόσωπο στο όποιο έδωσα το όνομα Ανιές».
2. Το "μουσείο" των χειρονομιών και των προτύπων τού ανθρώπου. Ένας "ορθολογικός Πλατωνισμός".
Η χαριτωμένη χειρονομία τής κυρίας είναι δική της, έχει ατομικό χαραχτήρα ή η χειρονομία υπάρχει ήδη και η εξηντάχρονη την δανείζεται από το "Μουσείο των χειρονομιών; Γράφει ο Κούντερα: «Αν ο πλανήτης μας έχει δει να περνούν περίπου ογδόντα δισεκατομμύρια ανθρώπινων όντων, είναι απίθανο το καθένα από αυτά να είχε το προσωπικό του ρεπερτόριο χειρονομιών. Αριθμητικώς είναι αδιανόητο. Κανένας δεν αμφιβάλλει ότι υπήρξαν στον κόσμο ασύγκριτα λιγότερες χειρονομίες από άτομα. Για να το πούμε σαν παροιμία: πολλοί οι άνθρωποι, λίγες οι χειρονομίες».
Εδώ έχουμε μια μορφή "Πλατωνισμού", αλλά ενώ στον Πλάτωνα η "αυθυπαρξία" των ιδεών, έχει μεταφυσικό χαραχτήρα, στον αφηγητή (στον Κούντερα), είναι αποτέλεσμα μιας λογικής – στατιστικής συνέπειας. Την ίδια συσχέτιση ως προς τις χειρονομίες, κάνει ο αφηγητής και σχετικά με τον άνθρωπο.
3. Ο Υπολογιστής τού Δημιουργού, και τα όρια που θεσμοθετεί, μέσα στα οποία αφήνει όλες τις εξουσίες στο τυχαίο.
«Στα παιδικά της χρόνια, σ’ έναν από τούς περιπάτους που έκανε μαζί με τον πατέρα της, η Ανιές τον είχε ρωτήσει αν πίστευε στον Θεό. Είχε απαντήσει: "Πιστεύω στον υπολογιστή τού Δημιουργού". Η απάντηση ήταν τόσο παράξενη που το παιδί την είχε συγκρατήσει. Ο υπολογιστής δεν ήταν η μόνη παράξενη λέξη, ο Δημιουργός ήταν εξίσου. Επειδή ο πατέρας δεν μιλούσε ποτέ για τον Θεό, αλλά πάντοτε για τον Δημιουργό, λες και ήθελε να περιορίσει τη σημασία τού Θεού, μόνο στην επίδοση του ως μηχανικού.
Η Ανιές συλλογίζεται: ο Δημιουργός έβαλε στον υπολογιστή μία δισκέτα με ένα λεπτομερές πρόγραμμα, κι έπειτα έφυγε.
Ότι αφού δημιούργησε τον κόσμο, ο Θεός τον άφησε στο έλεος των εγκαταλελειμμένων ανθρώπων, οι οποίοι όταν απευθύνονται σ᾿ αυτόν πέφτουν σ’ ένα κενό χωρίς ηχώ, δεν είναι μια καινούργια ιδέα. Το να βρεθείς όμως εγκαταλελειμμένος από τον Θεό των προγόνων μας είναι ένα πράγμα, κι είναι άλλο πράγμα να βρεθείς εγκαταλελειμμένος από τον θεϊκό εφευρέτη τού κοσμικού υπολογιστή. Στη θέση του μένει ένα πρόγραμμα που συμπληρώνεται ανελέητα τῃ απουσίᾳ του, χωρίς να μπορεί κανείς ν’ αλλάξει οτιδήποτε. Προγραμματισμός τού υπολογιστή: αυτό δεν σημαίνει ότι το μέλλον είναι σχεδιασμένο με κάθε λεπτομέρεια, ούτε ότι όλα είναι γραμμένα εκεί επάνω». Παραδείγματος χάριν, το πρόγραμμα δεν όριζε ότι το 1815 θα γινόταν η μάχη τού Βατερλώ, ούτε ότι οι Γάλλοι θα την έχαναν, αλλά μόνον ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως επιθετικός, ότι ο πόλεμος είναι σύμφυτος με τον άνθρωπο και ότι η τεχνική πρόοδος θα κάνει τον πόλεμο όλο και πιο αποτρόπαιο. Από την άποψη τού Δημιουργού, όλα είναι ένα απλό παιχνίδι εναλλαγών και μεταβολών σ’ ένα γενικό πρόγραμμα που δεν έχει τίποτα να κάνει με μία προφητική προκαταβολή τού μέλλοντος, αλλά χαράζει μόνο τα όρια των δυνατοτήτων· μέσα στα όρια αυτά, αφήνει όλες, τις εξουσίες στο τυχαίο». (Οι υπογραμμίσεις παντού στο κείμενο είναι δικές μου)».
Η Ανιές παραξενεύτηκε με την απάντηση τού πατέρα, (και εγώ ακόμα περισσότερο, γνωρίζοντας ότι ο Κούντερα έχει δηλώσει, Άθεος). Εδώ μάς μπερδεύει με τον "υπολογιστή τού Δημιουργού". Η απάντηση ενέχει ένα αγνωστικισμό: Μπορεί ο Δημιουργός να είναι "ο Θεός", η φύση, μια άλλη δύναμη, πάντως υπάρχει Δημιουργός. Βέβαια αντιπαραθέτει τον παραδοσιακό Θεό, με τον εφευρέτη τού κοσμικού υπολογιστή, για να καταλήξει σε μια ορθή κατά τη γνώμη μου διαπίστωση: Ότι μέσα στον κόσμο που ζούμε, υπάρχουν κάποιες σταθερές, κάποια όρια και από κει και πέρα, όλα είναι αποτέλεσμα τού τυχαίου.
«Στον υπολογιστή, σχεδιάστηκε ένα πρότυπο: Το Ανθρώπινο Ον, είναι απλά παράγωγο τού ορχικού πρωτοτύπου και δεν έχει καμία ατομική ουσία. Όχι περισσότερο από αυτήν που έχει ένα αυτοκίνητο που βγαίνει από τα εργοστάσια τής Ρενώ. Την ουσία τού αυτοκινήτου πρέπει να την αναζητήσει κανείς πέρα από αυτό το αυτοκίνητο, στα αρχεία τού κατασκευαστή. Μόνο ένας αριθμός σειράς ξεχωρίζει το ένα αυτοκίνητο από το άλλο. Σ’ ένα ανθρωπινό αντίγραφο, ο αριθμός είναι το πρόσωπο, αυτό το τυχαίο και μοναδικό σύνολο χαρακτηριστικών. Ούτε ο χαρακτήρας, ούτε η ψυχή, ούτε αυτό που ονομάζουν το εγώ δεν αποκαλύπτονται στο σύνολο αυτό. Το πρόσωπο δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να αριθμεί ένα αντίτυπο.
Όταν εξαπολυθήκαμε στον κόσμο, αυτοί που είμαστε, χρειάστηκε πρώτα να ταυτιστούμε μ’ αυτήν τη ζαριά, μ’ αυτό το τυχαίο που οργανώθηκε από τον θεϊκό υπολογιστή: να πάψουμε να νιώθουμε έκπληξη επειδή ακριβώς αυτό (εκείνο το πράγμα που μάς αντικρίζει στον καθρέφτη) είναι το εγώ μας. Χωρίς να είμαστε πεπεισμένοι ότι το πρόσωπό μας εκφράζει το εγώ μας, χωρίς αυτήν την αρχική και θεμελιακή αυταπάτη, δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε, ή τουλάχιστον να παίρνουμε τη ζωή στα σοβαρά. Και δεν ήταν καν αρκετό, το να ταυτιζόμαστε με τον εαυτό μας. Χρειαζόταν μια παθιασμένη ταύτιση με τη ζωή και με το θάνατο. Διότι μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή δεν εμφανιζόμαστε στα ίδια μας τα μάτια σαν μία απλή παραλλαγή τού ανθρώπινου πρωτοτύπου, αλλά ως πλάσματα προικισμένα με τη δική τους και μη ανταλλάξιμη ουσία».
4. Μετά το θάνατο, ποιον τρόπο ύπαρξης έχει προγραμματίσει ο υπολογιστής;
(Εκ των προτέρων μια μεταφυσική αρλούμπα, με την οποία δεν αξίζει να ασχοληθούμε)
5. Η οικογένεια της Ανιές.
Ποια είναι η Ανιές: Η Ανιές είναι παντρεμένη με τον Πωλ ένα δημοσιογράφο, έχουν μια κόρη τη Μπριζίτ και έχει μια μικρότερη αδελφή τη Λώρα. Είναι πέντε χρόνια που πέθανε ο πατέρας της, έξι χρόνια που έχασε τη μητέρα της. Την εποχή εκείνη, ο πατέρας (καθηγητής Πανεπιστημίου, μοναχικός) ήταν ήδη άρρωστος κι όλοι περίμεναν να τον δουν να πεθαίνει. Αντίθετα, η μητέρα ήταν γεμάτη υγεία και ζωντάνια, φαινομενικά προορισμένη να ζήσει μια μακριά ζωή σε εύθυμη χηρεία.
Αλλά η μητέρα πέθανε και ο πατέρας επέζησε. Δεκαπέντε μέρες μετά την κηδεία, όταν η Ανιές και η αδελφή της Λώρα πήγαν να τον δουν, τον βρήκαν καθισμένο μπροστά στο τραπέζι τού σαλονιού, γερμένο πάνω σ’ ένα σωρό σχισμένες φωτογραφίες. Η Λώρα τις άρπαξε φωνάζοντας: Γιατί σχίζεις τις φωτογραφίες τής μαμάς;» Η ερμηνεία δίδεται αργότερα στο μυθιστόρημα:
«Ο νεκρός τα χάνει όλα την ίδια τη στιγμή τού θανάτου του. Κανένας νόμος δεν τον προστατεύει πια από τη συκοφαντία, η ιδιωτική ζωή έχει πάψει να είναι ιδιωτική, τα γράμματα που τού έγραψαν οι έρωτές του, το αναμνηστικό λεύκωμα που τού χάρισε η μητέρα του, τίποτα από όλα αυτά, τίποτα, τίποτα πια δεν τού ανήκει.
»Λίγο λίγο, στη διάρκεια των χρόνων πού προηγήθηκαν τού θανάτου του, ο πατέρας τα είχε όλα καταστρέψει πίσω του: δεν είχε αφήσει, κανένα χειρόγραφο, καμία σημείωση από τα μαθήματα, κανένα γράμμα. Είχε σβήσει τα ίχνη του.
»Ενάντια σ᾿ αυτό, ήταν πού διαμαρτυρόταν ή Λώρα. Μαχόταν για τα δικαιώματα των ζωντανών, κατά των αδικαιολόγητων απαιτήσεων των νεκρών.
»Ο πατέρας, όμως, είπε η Ανιές στον εαυτό της, είχε ξεφύγει απ’ όλους τους. Και ξαφνικά, τής ήρθε η ιδέα ότι υπήρξε ο μοναδικός της έρωτας. Ναι, ήταν εντελώς καθαρό: ο πατέρας της υπήρξε ο μοναδικός της έρωτας».
6. Η έφοδος τής ασχήμιας στους ανθρώπους. Υπερνικάς το μίσος προς αυτούς όταν σκεφτείς, ότι δεν έχεις τίποτα κοινό μαζί τους. Δεν ήταν η μηχανή τής κοπέλας με το μηχανάκι που έκανε θόρυβο, ήταν το εγώ τής κοπέλας. (Όπως την αντιλαμβάνεται η Ανιές).
Σήμερα είναι Σάββατο. Ο αφηγητής δηλώνει: « Για πρώτη φορά τη βλέπω γυμνή, την Ανιές, την ηρωίδα τού μυθιστορήματος μου. Στέκεται όρθια δίπλα στο κρεβάτι, είναι ωραία, δεν μπορώ να την αφήσω από τα μάτια μου. Στο τέλος, σαν να είχε αντιληφθεί το βλέμμα μου, φεύγει στο διπλανό δωμάτιο και ντύνεται».
Εκείνο το Σάββατο, όμως, διέφερε από τα άλλα: ήταν η πέμπτη επέτειος τού θανάτου τού πατέρα της. Μία σκηνή τής ήρθε στο μυαλό: ο πατέρας της είναι καθισμένος, σκύβει πάνω σε μια στοίβα από κουρελιασμένες φωτογραφίες και η αδελφή τής Ανιές φωνάζει: «Γιατί σχίζεις τις φωτογραφίες τής μαμάς;» Η Ανιές υπερασπίζεται τον πατέρα της και οι δύο αδελφές φιλονικούν, παρασυρμένες από ένα ξαφνικό μίσος.
Μπήκε στο αυτοκίνητό της που ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι.
Ο αφηγητής (ο Κούντερα) δεν έφτιαξε μόνο όμορφο το δημιούργημά του την Ανιές, "όπως ίσως ο θεός την Εύα", αλλά και αρκετά ιδιόρρυθμη και παράξενη, ώστε να την ενοχλεί και να μπορεί να καταγγείλει την ασχήμια τής εποχής μας.
Στην έξοδό της στη πόλη, πόσα και πόσα δεν την ενοχλούν:
- Οι ταβέρνες εξαφανίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους σ’ αυτά τα μοντέρνα καπηλειά στα όποια δίνουν το θλιβερό όνομα fast food.
- Το νεαρό κορίτσι, που μόλις τελείωσε το γεύμα της, έσπρωξε πέρα το άδειο τενεκεδάκι τής κόκα-κόλα και έχωσε τον δείκτη της βαθιά μέσα στο στόμα. Κουνούσε εκεί το δάχτυλο για ώρα, στριφογυρίζοντας δυο άσπρα μάτια.
- Οι πελάτες τής καντίνας που χασμουριόνταν, επιδεικνύοντας τα δόντια τους και τα σφραγίσματά τους, τις κορόνες και τις γέφυρες, και κανένας δεν έβαζε ποτέ το χέρι του μπροστά στο στόμα.
- Οι αναθυμιάσεις που μάντευε κανείς, ότι ο καθένας τους θα έπρεπε να καταπίνει μαζί με τη μερίδα τού φαγητού που έτρωγε, που εξαπολύονταν, μέσα στο μήνα Ιούνιο, από τον ιδρώτα των διπλανών, καθώς τα τραπέζια ήσαν κολλημένα το ένα κοντά στο άλλο.
- Το πεζοδρόμιο που μυρμήγκιαζε από κόσμο και δύσκολα κανείς μπορούσε να προχωρήσει.
- Μια γυναίκα με βρακί φαρδύ που σταματούσε στα γόνατα, σύμφωνα με τη μόδα τής χρονιάς. Τα οπίσθιά της φάνταζαν μ’ ένα τέτοιο ρούχο, ακόμα πιο χοντρά και πιο χαμηλά στο έδαφος. Οι νερουλές της σάρκες, γυμνές και άσπρες, έμοιαζαν με χωριάτικο λαγήνι στολισμένο από κιρσούς ανάγλυφους. Η Ανιές σκέφθηκε: η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να είχε βρει είκοσι άλλους τρόπους να ντυθεί για να κάνει λιγότερο τερατώδη τα οπίσθιά της και για να κρύψει τούς κιρσούς της. Γιατί δεν το κάνει; «Οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν γυρεύουν πια να είναι ωραίοι όταν βρίσκονται ανάμεσα στους άλλους, αλλά δεν γυρεύουν ούτε καν να μην είναι άσχημοι»!
- (Υπερβολή ή μάλλον λανθασμένη αντίληψη, τού Κούντερα γράφω εγώ)
- Τα ανακλώμενα μουσικά κύματα, ρυθμικές τυμπανοκρουσίες, πού προέρχονταν από τα μαγαζιά, από τα κομμωτήρια, από τα εστιατόρια, το ενιαίο βζννν, βζννν των αυτοκινήτων, ο βόμβος ενός λεωφορείου πού ξεκινάει.
- Ο διαπεραστικός θόρυβος από ένα μηχανάκι. Μια νέα κοπέλα με τζιν, με μαύρα μαλλιά πού ανέμιζαν, καθώς καθόταν στητή στη σέλα. Χωρίς σιγαστήρα, η μηχανή έκανε έναν απαίσιο κρότο. Δεν ήταν η μηχανή πού έκανε θόρυβο, ήταν το εγώ τής κοπέλας με τα μαύρα μαλλιά· αυτή η κοπέλα, για να ακουστεί, για να απασχολήσει τη σκέψη τού άλλου, είχε προσθέσει στην ψυχή της μια θορυβώδη εξάτμιση. Βλέποντας να πετούν τα μακριά μαλλιά αυτής τής παταγώδους ψυχής, η Ανιές κατάλαβε ότι επιθυμούσε σφοδρώς το θάνατο τής μοτοσικλετίστριας. Αν την είχε ανατρέψει το λεωφορείο, αν έμενε πάνω στο λιθόστρωτο μες στα αίματα, η Ανιές δεν θα δοκίμαζε ούτε φρίκη ούτε λύπη, αλλά μόνο ικανοποίηση.
- Η γυναίκα στη σάουνα που για να παρουσιάσει το εγώ της, και να το επιβάλει στους άλλους, είχε αναγγείλει θορυβωδώς στο κατώφλι τής πόρτας, ότι απεχθανόταν τα ζεστά ντους και τη μετριοφροσύνη.
- Οι άνθρωποι με κάσκες, οπλισμένοι με κομπρεσέρ που στηρίζονταν πάνω στο λιθόστρωτο. Μια φούγκα τού Μπαχ παιγμένη στο πιάνο από κάποιο ύψος απροσδιόριστο. Κατά τα φαινόμενα, ένας ένοικος τού τελευταίου ορόφου είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε ρυθμίσει έτσι το μηχάνημα στη διαπασών, ώστε η αυστηρή ωραιότητα τού Μπαχ να αντηχήσει σαν απειλητική προειδοποίηση στον παραπλανημένο κόσμο. Η φούγκα τού Μπαχ, όμως, δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στα κομπρεσέρ ή στα αυτοκίνητα. Αντίθετα, ήταν τα αυτοκίνητα και τα κομπρεσέρ εκείνα που οικειοποιήθηκαν τη μουσική τού Μπαχ και την περιέλαβαν στη δική τους φούγκα· η Ανιές έκλεισε τ’ αυτιά της με τα χέρια κι έτσι συνέχισε το δρόμο της.
- Ένας περαστικός, που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση, τής έριξε τότε ένα βλέμμα όλο μίσος χτυπώντας το κούτελό του, πράγμα που σημαίνει στην γλώσσα των νευμάτων όλου τού κόσμου, ότι ο άλλος είναι τρελός, βαρεμένος ή πτωχός τῳ πνεύματι. Η Ανιές συνέλαβε αυτό το βλέμμα, αυτό το μίσος, κι ένιωσε να την πλημμυρίζει ένας ξέφρενος θυμός. Σταμάτησε. Ήθελε να ριχτεί πάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο.
«Είπε μέσα της: μια μέρα, όταν η έφοδος τής ασχήμιας θα έχει γίνει εντελώς ανυπόφορη, θα αγοράσει από ένα ανθοπωλείο ένα βλασταράκι μυοσωτίδας, ένα μόνο βλασταράκι μυοσωτίδας, ένα λεπτό κοτσάνι που καταλήγει σ’ ένα λουλούδι μικροσκοπικό. Θα βγει μ’ αυτό στο δρόμο κρατώντας το μπροστά στο πρόσωπό της, με το βλέμμα απάνω του, ώσπου να μην βλέπει τίποτ’ άλλο εκτός από αυτό το ωραίο γαλάζιο σημείο, ύστατη εικόνα που θέλει να διατηρήσει από έναν κόσμο που έχει πάψει να τον αγαπάει. Θα πάει έτσι μέσα στους δρόμους του Παρισιού, οι άνθρωποι σύντομα θα μάθουν να την αναγνωρίζουν, τα παιδιά θα την παίρνουν από πίσω, θα την κοροϊδεύουν, θα τής πετούν σαΐτες, και όλο το Παρίσι θα την φωνάζει η τρελή με τη μυοσωτίδα».
Τρομαγμένη ξαφνικά από τούτο το μίσος, σκέφθηκε: «ο κόσμος έφθασε σ᾿ ένα όριο· όταν το περάσει, όλα θα μπορούν να φθάσουν στην τρέλα: οι άνθρωποι θα περπατούν στο δρόμο κρατώντας μία μυοσωτίδα, η ίσως θα πυροβολούνται στο ψαχνό μόλις θα αντικρίζονται. Και θα αρκεί κάτι απειροελάχιστο, μια σταγόνα νερό θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίζει: παραδείγματος χάριν, ένα αυτοκίνητο, ένας άνθρωπος ή ένα ντεσιμπέλ παραπάνω στο δρόμο. Υπάρχει ένα όριο ποσοτικό που δεν πρέπει να υπερφαλαγγιστεί· το όριο αυτό, όμως, κανείς δεν το φρουρεί, μπορεί μάλιστα κανείς να μη γνωρίζει κιόλας την ύπαρξή του».
Σιγά σιγά, η δηλητηριώδης εικόνα τού ανθρώπου που χτυπούσε το κούτελό του έσβηνε από το μυαλό της, όπου ξαφνικά ξεπήδησε αυτή η φράση: «δεν θέλω να τούς μισώ, διότι τίποτα δεν με συνδέει μαζί τους· δεν έχουμε τίποτα κοινό».
Τώρα μια περίεργη άποψη· έτσι θα την χαραχτηρίσω με επιείκεια, επειδή αγαπώ τον Κούντερα σαν μυθιστοριογράφο:
«Αν η Ανιές δεν είναι Γερμανίδα, είναι επειδή ο Χίτλερ έχασε τον πόλεμο. Για πρώτη φορά στην ιστορία, δεν άφησαν στον νικημένο καμιά, μα καμιά δόξα: ούτε καν την οδυνηρή δόξα τού ναυαγίου. Ο νικητής δεν αρκέστηκε στη νίκη, αποφάσισε να δικάσει τον ηττημένο, και δίκασε όλο το έθνος· γι’ αυτό το να μιλάει κανείς γερμανικά και να είναι Γερμανός δεν ήταν καθόλου εύκολο εκείνο τον καιρό».
Έτσι ο πατέρας τής Ανιές, ως Γερμανός μη ζων στην Γερμανία, μπορούσε μόνο να απαγγέλει με ευχαρίστηση στην Ανιές (με την οποία έχει μια πρωτεύουσα αγάπη και επικοινωνία σε σχέση με την άλλη του κόρη και τούς γύρω του), στίχους τού Γκαίτε στο πρωτότυπο:
Σ’ όλες τις κορυφές
Πέφτει σιωπή,
Ψηλά σ᾿ όλα τα δέντρα
Νιώθεις
Μόλις μια ανάσα·
Τα πουλάκια σωπαίνουν στο δάσος.
Κάνε υπομονή, γρήγορα
Κι εσύ επίσης θα ξαποστάσεις.
Η Ανιές πίστεψε στην αρχή, ότι με το ποίημα αυτό ο πατέρας της γύριζε στην παιδική του ηλικία, στη μητρική του γλώσσα. Μόνο στο τέλος κατάλαβε ότι το ποίημα μιλούσε για το θάνατο: ο πατέρας της ήθελε να τής πει ότι πέθαινε και το ήξερε.
Πιο νωρίς ο πατέρας της, είχε αφήσει όλα του τα τραπεζικά υπάρχοντα, στην Ανιές σε ένα κρυφό λογαριασμό στην Ελβετία. Και για να μην την κάνει γενικό κληρονόμο, και πληγώσει την άλλη του κόρη τη Λώρα, είχε αφήσει, θολώνοντας τα νερά, ένα υπόλοιπο σε ένα λογαριασμό επιστημόνων. Είχε εκφράσει στην Ανιές και πραγματοποιήσει μετά το θάνατο της γυναίκας του την επιθυμία, να πουλήσει το σπίτι και να βρει ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Τότε η Ανιές σκέφτηκε πως έκλεινε ένα κύκλος.
«Η μητέρα: Από την οικογένεια κατέληξε στην οικογένεια περνώντας από το γάμο. Εκείνος: Περνώντας από το γάμο, από τη μοναξιά στη μοναξιά»
«Ο θάνατος έβαλε ένα τέλος στην τρυφερή δυαδική τους μοναξιά»
7. Το πρόσωπο μας είμαστε εμείς; Σε ένα κόσμο χωρίς καθρέπτες, αν ξαφνικά έβλεπες το πρόσωπο σου σε ένα καθρέπτη, θα είχες καταλάβει αυτό που αρνείσαι να παραδεχτείς: το πρόσωπο σου δεν είσαι εσύ.
Η μοναξιά τής Ανιές αντανακλούσε και στο πρόσωπο τού άντρα της τού Πωλ. Σε ένα διάλογο τους ο Πωλ τής λέει:
« Όταν αγαπάς κάποιον, αγαπάς το πρόσωπό του και το κάνεις έτσι ολότελα διαφορετικό από τα άλλα».
— «Το ξέρω. Με γνωρίζεις από το πρόσωπό μου, με γνωρίζεις ως πρόσωπο, και ποτέ δεν με γνώρισες διαφορετικά. Έτσι δεν μπόρεσε να σού περάσει η ιδέα ότι το πρόσωπό μου δεν είμαι εγώ».
— «Πώς μπορείς να παριστάνεις ότι δεν είσαι το πρόσωπό σου; Ποιος βρίσκεται πίσω από το πρόσωπό σου»;
— «Φαντάσου ότι έχεις ζήσει σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν καθρέφτες. Θα το είχες ονειρευτεί το πρόσωπό σου, θα το είχες φανταστεί σαν ένα είδος εξωτερικής αντανάκλασης αυτού που θα υπήρχε μέσα σου. Κι έπειτα, υπόθεσε ότι στα σαράντα σου χρόνια θα σού έτειναν έναν καθρέφτη. Φαντάσου τη φρίκη σου. Θα είχες δει ένα τελείως ξένο πρόσωπο. Και θα είχες καταλάβει καθαρά αυτό πού αρνείσαι να παραδεχτείς: το πρόσωπό σου δεν είσαι εσύ. Έρχεται μια στιγμή πού στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη και λες στον εαυτό σου: αυτό το πράγμα είμαι πραγματικά εγώ; και γιατί; γιατί πρέπει να είμαι αλληλέγγυος με αυτό; σε τί με αφορά αυτό το πρόσωπο; Και από το σημείο τούτο κι έπειτα, όλα αρχίζουν να γκρεμίζονται».
— «Τί αρχίζει να γκρεμίζεται»; ρώτησε ο Πωλ. «Τι έχεις, Ανιές! Τί σού συμβαίνει τον τελευταίο καιρό;»
«Ναι, κάτι πήγαινε στραβά: εδώ και κάποιο καιρό την κυνηγούσε η ιδέα ότι η αγάπη της για τον Πωλ στηριζόταν μόνο σε μία θέληση: στη θέληση να τον αγαπάει στην θέληση να έχει ένα σπίτι ευτυχισμένο. Αν η θέληση αυτή χαλάρωνε για ένα λεπτό, η αγάπη θα πετούσε όπως ένα πουλί πού βρίσκει το κλουβί του ανοιχτό.
Είναι μία η ώρα το πρωί, η Ανιές και ο Πωλ γδύνονται. Να, πού είναι ήδη πολύς καιρός πού δεν κοιτάζει πια ο ένας τον άλλον. Η συσκευή τής μνήμης είναι αποσυνδεδεμένη, δεν καταγράφει πια τίποτα από όσα προηγούνται τής κατάκλισής τους, στο κοινό κρεβάτι.
Το κοινό κρεβάτι: ο βωμός τού γάμου· κι όποιος λέει βωμός, λέει επίσης θυσία. Εκεί είναι πού αλληλοθυσιάζονται:
Και οι δύο δυσκολεύονται ν’ αποκοιμηθούν και η αναπνοή τού ενός ξυπνάει τον άλλο ο καθένας στριμώχνεται στην άκρη τού κρεβατιού, αφήνοντας στη μέση ένα φαρδύ κενό. Ο ένας υποκρίνεται ότι κοιμάται με την ελπίδα ότι θ᾿ αφήσει τον άλλον να αποκοιμηθεί. Να μην μπορείς να αποκοιμηθείς και να απαγορεύεις στον εαυτό σου να κινηθεί: το συζυγικό κρεβάτι».
Ένας επισκέπτης από το άγνωστο, από το πουθενά ( ο Χάρος; ), τούς επισκέπτεται. Η κύρια και κρίσιμη ερώτηση που θέλει να τούς υποβάλλει είναι:
«Έχω μόνο μία ερώτηση να σάς κάνω: σ’ μια επόμενη ζωή, θέλετε να μείνετε μαζί ή να μην ξανασυναντηθείτε ποτέ;»
Η Ανιές συγκεντρώνει όλες της τις δυνάμεις και απαντάει με σταθερή φωνή: «Προτιμούμε να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ πια».
Και είναι σαν να βροντούσε την πόρτα μπροστά στην αυταπάτη τού έρωτα.
8. Η περίπτωση Γκαίτε παντρεμένου με την Χριστιάνε, και ο έρωτας προς αυτόν, τής κατά τριάντα έξι χρόνια μικρότερης του, Μπεττίνας Μπρεντάνο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, σχεδόν παρέμβλητο στο μυθιστόρημα, ο Κούντερα, χωρίς πια περσόνα αφηγητή, μιλάει για τη "μικρή" αθανασία (ανάμνηση ενός ανθρώπου στο νου εκείνων που τον γνώρισαν) και τη "μεγάλη" αθανασία (ανάμνηση ενός ανθρώπου, στο νου ανθρώπων που δεν τον γνώρισαν). Για τη μεγάλη Αθανασία επιχειρηματολογεί, με βάσει τη σχέση τού Γκαίτε με την Μπεττίνα Μπρεντάνο. Η Μπεττίνα Μπρεντάνο, υπήρξε μια προσωπικότητα στον πνευματικό χώρο τής εποχής, αδελφή τού ποιητή Μπρεντάνο και σύζυγος τού ποιητή Άχιμ φον Άρνιμ. Ήταν συγγραφέας, συνθέτρια, τραγουδίστρια, εικαστικός καλλιτέχνης, εικονογράφος, προστάτης νέων ταλέντων και κοινωνικός ακτιβιστής. Υπήρξε το αρχέτυπο τού zeitgeist (πνεύμα τής εποχής) τού Ρομαντισμού. Ήταν φίλη τού Γκαίτε, τού Μπετόβεν και προσπάθησε να αναπτύξει καλλιτεχνική σχέση μεταξύ τους. Πολλοί κορυφαίοι συνθέτες τής εποχής, όπως οι Σούμαν, Λιστ, και Μπραμς, θαύμαζαν το πνεύμα και το ταλέντο της. Είναι μια πρόγονος τής Λου Αντρέας-Σαλομέ. Στο Μυθιστόρημά του, ο Κούντερα μάλλον την υποτιμά, αποσιωπώντας την πνευματική της διάσταση. Ας δούμε πως την αντιμετωπίζει και μέσα από τη σχέση με τον Γκαίτε στη "Μεγάλη Αθανασία". Με τη μητέρα τής Μπεττίνα Μπρεντάνο, ήταν ερωτευμένος ο Γκαίτε, όταν ήταν είκοσι τριών χρόνων. Ένας έρωτας "πλατωνικός". Η μητέρα της στη συνέχεια παντρεύτηκε τον έμπορο Μπρεντάνο. Όταν ο Μπρεντάνο αντιλήφθηκε ότι ο νεαρός ποιητής συνέχιζε να ερωτοτροπεί με τη γυναίκα του τον πέταξε έξω από το σπίτι και τού απαγόρευσε να ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Η Μπεττίνα ήταν ένα από τα πολλά παιδιά τού παραγωγικού Ιταλού. Η Μπεττίνα ένιωσε έλξη για τον Γκαίτε από τα πολύ μικρά της χρόνια. Όχι μόνο επειδή στα μάτια όλης τής Γερμανίας πορευόταν προς το Ναό τής Δόξας, αλλά επίσης επειδή είχε πληροφορηθεί την ερωτική ιστορία τού Γκαίτε με τη μητέρα της. ’Ενδιαφέρθηκε με πάθος γι’ αυτόν τον παλιό έρωτα, και, σιγά σιγά, τής μπήκε στο μυαλό η ιδέα ότι είχε κρυφά δικαιώματα στον μεγάλο ποιητή, πού με τη μεταφορική έννοια (ποιος άλλος παρά ο ποιητής θα έπρεπε να πάρει στα σοβαρά τις μεταφορές;) θεωρούσε τον εαυτό της κόρη του. Η πονηριά όλης τής ζωής της, γράφει ο Κούντερα, ήταν να βρίσκει καταφύγιο πίσω από την ασπίδα των παιδικών χρόνων. Ήταν πάντοτε λίγο ερωτευμένη με τον ποιητή Κλέμενς Μπρεντάνο, τον μεγαλύτερο αδελφό της, και καθόταν ηδονικά στα γόνατά του. Ήδη από τότε (ήταν δεκατεσσάρων χρόνων), ήταν σε θέση να γεύεται την τριπλά διφορούμενη κατάσταση του παιδιού, τής αδελφής και τής διψασμένης για έρωτα γυναίκας. «Είναι δυνατόν να πετάξεις ένα παιδί από τα γόνατά σου; Ούτε ο Γκαίτε δεν θα τα κατάφερνε». |
Να πως περιγράφει ο Κούντερα τη πρώτη συνάντηση τους:
«Κάθισε στα γόνατά του την ίδια ακόμα μέρα πού πρωτοσυναντήθηκαν το 1807. (Η Μπεττίνα είναι 22 χρόνων). Αν πιστέψουμε την ίδια τη δική της αφήγηση αργότερα: πρώτα εγκαταστάθηκε στον καναπέ απέναντι απ’ τον Γκαίτε. Εκείνος μιλούσε για τη δούκισσα Αμαλία πού είχε πεθάνει λίγες μέρες πριν. Η Μπεττίνα είπε ότι δεν είχε μάθει τίποτα γι’ αυτό. "Πώς;" απόρησε ο Γκαίτε, "δεν σάς ενδιαφέρει η ζωή τής Βαϊμάρης";» Και η Μπεττίνα: "Τίποτα δεν μ’ ενδιαφέρει εκτός από σάς τον ίδιο". Χαμογελώντας στη νεαρή γυναίκα, ο Γκαίτε πρόφερε τούτη τη μοιραία φράση: "Είσθε ένα χαριτωμένο παιδί". Μόλις άκουσε τη λέξη "παιδί" η Μπεττίνα ένιωσε όλο της το τρακ να διαλύεται: «Δεν μπορώ να μείνω στον καναπέ», είπε και πετάχτηκε όρθια. «Καθίστε λοιπόν με την άνεσή σας», είπε ο Γκαίτε και η Μπεττίνα έτρεξε να τον αγκαλιάσει και κάθισε στα γόνατά του. Πρέπει να δοκίμασε εκεί μια αίσθηση τέτοιας άνεσης πού δεν άργησε ν’ αποκοιμηθεί σφιγμένη επάνω του».
«Τίποτα δεν είναι περισσότερο προνομιακό από το να υιοθετείς μια παιδιάστικη συμπεριφορά: καθώς είναι ακόμα αθώο και άπειρο, το παιδί μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του ό,τι θέλει, καθώς δεν έχει ακόμα περάσει στον κόσμο όπου βασιλεύει ο τύπος, δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί τούς κανόνες τής καλής συμπεριφοράς μπορεί να εκφράζει τα συναισθήματά του χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Ο Γκαίτε συγκινήθηκε από το παιδί. Σε ανάμνηση τής δικής του νιότης, τής χάρισε ένα ωραίο δαχτυλίδι. Και το ίδιο βράδυ, έγραψε λακωνικά στο σημειωματάριό του: Μαmsel Βrentano».
Πόσες φορές να συναντήθηκαν αυτοί οι διάσημοι εραστές, ο Γκαίτε και η Μπεττίνα; Τρεις με τέσσερεις φορές, μέχρι τη μοιραία συνάντηση στις 13 Σεπτεμβρίου 1811.
Να πως περιγράφει περιληπτικά ο Κούντερα το σχετικό επεισόδιο:
«Είναι τρεις εβδομάδες ήδη πού η νεόνυμφη Μπεττίνα, κατοικεί με τον σύζυγό της, τον ποιητή Άχιμ φον Άρνιμ, στο σπίτι των συζύγων Γκαίτε, στη Βαϊμάρη. Η Μπεττίνα είναι είκοσι έξι χρόνων, ο Άρνιμ τριάντα, η Χριστιάνε η σύζυγος τού Γκαίτε, σαράντα εννέα, ο Γκαίτε εξήντα δύο χρόνων. «Ο Άρνιμ αγαπάει τη νεαρή του γυναίκα, η Χριστιάνε αγαπάει τον γέρο κύριό της, και η Μπεττίνα, ακόμα και μετά το γάμο της, δεν παύει να ερωτοτροπεί με τον Γκαίτε» γράφει ο Κούντερα. «Την ημέρα εκείνη, ο Γκαίτε μένει στο σπίτι και η Χριστιάνε συνοδεύει τούς νεαρούς συζύγους σε μία έκθεση όπου παρουσιάζονται πίνακες για τούς όποιους ο Γκαίτε έχει εκφραστεί κολακευτικά. Η Κυρία Χριστιάνε δεν καταλαβαίνει μεν τούς πίνακες, αλλά έχει συγκρατήσει όσα έλεγε γι’ αυτούς ο Γκαίτε τόσο καλά, πού μπορεί χωρίς δυσκολία να περάσει για δικές της τις απόψεις τού συζύγου της. Η Μπεττίνα διακόπτει τη Χριστιάνε: όχι, δεν συμφωνεί μαζί της! Στην πραγματικότητα, αυτοί οι πίνακες είναι αφόρητοι!
Η Χριστιάνε είναι επίσης εξοργισμένη, και αυτό για δύο λόγους: από τη μια μεριά, παρ’ όλο πού είναι παντρεμένη και περιμένει παιδί, αυτή η νεαρή ευγενής ερωτοτροπεί αναίσχυντα με τον Γκαίτε, κι από την άλλη τού αντιλέγει. Τι περιμένει; Έτσι, δηλώνει με δυνατή φωνή ότι είναι αφόρητο να χαρακτηρίζει κανείς αφόρητους πίνακες τόσο αξιοπρόσεκτους.
Πράγμα το όποιο η Μπεττίνα αντικρούει: όχι μόνο είναι απολύτως θεμιτό να τούς χαρακτηρίζει αφόρητους, αλλά επιπλέον πρέπει να χαρακτηριστούν γελοίοι!
Όσο η Μπεττίνα ανάβει, τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί λέξεις πού τής έχουν μάθει φίλοι τής δικής της ηλικίας, νεαροί πού έχουν περάσει από τα πανεπιστήμια, και η Χριστιάνε ξέρει καλά ότι τις χρησιμοποιεί ακριβώς επειδή εκείνης τής είναι ακατανόητες. Κοιτάζει τη μύτη πάνω στην όποια χοροπηδούν τα γυαλιά, και σκέπτεται ότι αυτά τα γυαλιά και αυτές οι λέξεις οι ακατανόητες, ταιριάζουν γάντι. Κανένας δεν αγνοεί ότι ο Γκαίτε καταδίκαζε ως ένδειξη κακού γούστου, ως εκκεντρικότητα, το να φοράει κανείς γυαλιά δημοσίως.
Αν παρ’ όλα αυτά η Μπεττίνα τα φοράει, εν μέση Βαϊμάρη, είναι για να προκαλέσει αναιδέστατα και για να δείξει ότι ανήκει στη νέα γενιά, αυτήν ακριβώς πού διακρίνεται από τις ρομαντικές πεποιθήσεις και από το να φοράς γυαλιά.
Η Μπεττίνα μιλάει, εξάπτεται ολοένα και πιο πολύ και ξαφνικά το χέρι τής Χριστιάνε τινάζεται στον αέρα. Την τελευταία στιγμή, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι καθόλου σωστό να χαστουκίζεις μια καλεσμένη. Αναχαιτίζει τον κίνησή της, και το χέρι της μόλις πού αγγίζει το μέτωπο τής Μπεττίνας. Τα γυαλιά πέφτουν χάμω και σπάνε σε χίλια κομμάτια.
Για πολλές ώρες, όλοι περιμένουν με αγωνία την ετυμηγορία τού Γκαίτε. Ποιόν θα υπερασπιστεί όταν τα μάθει όλα;
Ο Γκαίτε υπερασπίζεται τη Χριστιάνε και κλείνει οριστικά την πόρτα του, στους δύο συζύγους.
Η Μπεττίνα διακηρύσσει σε όλα τα σαλόνια τής Βαϊμάρη ότι "το χοντρό λουκάνικο τρελάθηκε και τη δάγκωσε". Η διατύπωση περνάει από στόμα σε στόμα και όλη η Βαϊμάρη γελάει μέχρι δακρύων. Αυτή η αθάνατη διατύπωση, αυτό το αθάνατο γέλιο, αντηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας».
9. Γιατί άραγε η ερωτική τους ιστορία είναι τόσο διάσημη; Ο Κούντερα αποφαίνεται «αυτό περί τού οποίου επρόκειτο δεν ήταν ο έρωτας, ήταν η Αθανασία». Και παρακάτω «η αιτία και το νόημα τού έρωτα τής Μπεττίνα δεν ήταν ο Γκαίτε, αλλά ο ίδιος ό έρωτας».
Πόσες φορές έμειναν πραγματικά μόνοι, ο ένας με τον άλλον; Τρεις, τέσσερις φορές, όχι παραπάνω. Όσο λιγότερο βλέπονταν, τόσο περισσότερο έγραφαν ο ένας στον άλλο, ή μάλλον, για να είμαστε ακριβέστεροι: εκείνη τού έγραφε. Τού έστειλε πενήντα δύο μεγάλα γράμματα, στα οποία τού απευθυνόταν στον ενικό και δεν τού μιλούσε παρά για έρωτα. Γιατί άραγε η ερωτική τους ιστορία είναι τόσο διάσημη.
Ιδού η απάντηση γράφει ο Κούντερα: «είναι τόσο διάσημη διότι εξαρχής επρόκειτο για άλλο πράγμα και όχι για έρωτα. Η Μπεττίνα τού έγραψε σ’ ένα γράμμα: "Έχω τη σταθερή και αμετακίνητη θέληση να σ’ αγαπώ αιώνια". Διαβάστε με προσοχή αυτή την, φαινομενικά κοινότοπη, φράση. Πολύ περισσότερο από τη λέξη "αγαπώ" έχουν σημασία οι λέξεις "αιώνια" και "θέληση". Αυτό περί τού όποιου επρόκειτο δεν ήταν ο έρωτας. Ήταν η αθανασία».
Ο Κούντερα, για να υποστηρίξει την άποψή του, γράφει ότι ο Γκαίτε ανησύχησε όταν η Μπεττίνα τού γνωστοποίησε ότι, πολύ πριν από τις επισκέψεις της στη Βαϊμάρη, είχε γίνει οικεία τής ηλικιωμένης μητέρας του, πού, όπως κι εκείνη, ζούσε στη Φραγκφούρτη. Μια μέρα, τού είπε ότι ήθελε να γράψει ένα βιβλίο βασισμένο στις αναμνήσεις τής μητέρας του. "Ένα βιβλίο για εκείνον, για τον Γκαίτε" Εκείνη τη στιγμή, διέβλεψε την απειλητική επιθετικότητα μιας πένας κι άρχισε να είναι προσεχτικός. Αυτή η νεαρή πού εξελισσόταν ανάμεσα στους νέους διανοούμενους τού ρομαντικού κινήματος (ο Γκαίτε δεν είχε την παραμικρή συμπάθεια γι’ αυτούς) ήταν επικίνδυνα φιλόδοξη και περνούσε τον εαυτό της, για μέλλοντα συγγραφέα.
Τώρα γράφει η ταπεινότητα μου. Είναι δυνατόν η Μπεττίνα που είναι εικοσιέξι ετών όταν έγινε το επεισόδιο με τη Χριστιάνε, να σκέφτεται από τόσο νέα την μετά θάνατο Αθανασία; Γι αυτό είναι βέβαιος ο Κούντερα, να τι γράφει παρακάτω:
«Ότι ο Γκαίτε είχε σκεφτεί την αθανασία, είναι κάτι πού η κατάστασή του μάς επιτρέπει να το υποθέσουμε. Είναι όμως δυνατόν μια γυναίκα τόσο νέα και τόσο λίγο γνωστή όπως η Μπεττίνα, να είχε την ίδια σκέψη; Βεβαιότατα. Ονειρευόμαστε την αθανασία από παιδιά. Επιπλέον, η Μπεττίνα ανήκε στη γενιά των ρομαντικών, πού τούς θάμπωνε ο θάνατος από τη στιγμή πού έβλεπαν το φως. Ο Νοβάλις δεν έφτασε τα τριάντα του χρόνια, άλλα παρ’ όλη τη νιότη του τίποτα ίσως δεν τον ενέπνευσε περισσότερο από το θάνατο, το θάνατο το γητευτή, το θάνατο μεταμορφωμένο σε ποιητική μέθη. "Όλοι ζούσαν μέσα στην υπέρβαση, στο ξεπέρασμα τού εαυτού τους, με τα χέρια τεντωμένα προς το μακρινό, προς το τέλος τής ζωής τους και πιο πέρα ακόμα, προς την απεραντοσύνη τού μη-είναι. "Όπως το έχω πει, όπου κι αν βρίσκεται ο θάνατος, η σύντροφός του η αθανασία είναι μαζί του, και οι Ρομαντικοί τής απευθύνονταν στον ενικό χωρίς ντροπή, όπως ακριβώς η Μπεττίνα μιλούσε στον ενικό στον Γκαίτε».
Ο Κούντερα παραθέτει ένα "ερωτικό επεισόδιο" κάπως έτσι:
«Το 1810, στη διάρκεια των τριών ήμερων πού η τύχη τούς έφερε μαζί στο Τέπλιτζ, εκείνη εμπιστεύτηκε στον Γκαίτε ότι επρόκειτο σύντομα να παντρευτεί τον ποιητή Άχιμ φον Άρνιμ. Το βράδυ, όταν εκείνη ήρθε να τον βρει στο δωμάτιο του, έσκυψε προς το μέρος της για να τής χαϊδέψει τα μάγουλα, όπως χαϊδεύει κανείς ένα παιδί. Εκείνη τη στιγμή, το παιδί σταμάτησε τη φλυαρία του και ύψωσε προς αυτόν μάτια γεμάτα από απαιτήσεις και πόθους τελείως γυναικείους. Την ανάγκασε να σηκωθεί, κρατώντας την από τα χέρια. Ας συγκρατήσουμε καλά τη σκηνή: εκείνος έμενε καθιστός, εκείνη ήταν όρθια. Κοιτάχτηκαν μέσα στα μάτια, η κατακτητική μηχανή είχε τεθεί σε κίνηση και ο Γκαίτε δεν έκανε τίποτα για να την σταματήσει. Με μια φωνή λίγο πιο χαμηλή από άλλοτε και χωρίς να πάψει να την κοιτάζει, τής ζήτησε να ξεγυμνώσει το στήθος της. Εκείνη, δεν έκανε τίποτα κοκκίνισε. Εκείνος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και τής ξεκούμπωσε το φόρεμα ως τη μέση. Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της: «Έχει ποτέ αγγίξει κανείς το στήθος σου;» ρώτησε. — «Όχι» απάντησε εκείνη. Και είναι τόσο παράξενο πού με αγγίζεις...» και δεν τον άφηνε από τα μάτια της ούτε μια στιγμή. Με το χέρι πάντα στο στήθος της, την κοίταζε, μέσα στα μάτια, και για πολλή ώρα παρατηρούσε άπληστα την συστολή μιας νέας γυναίκας πού κανένας ακόμα δεν είχε αγγίξει το στήθος της».
Ιδού πάνω κάτω η σκηνή όπως η ίδια η Μπεττίνα την σημείωσε, σκηνή η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχε καμιά συνέχεια στην περισσότερο ρητορική, παρά ερωτική τους ιστορία. Λάμπει σαν μοναδικό και υπέροχο κειμήλιο σεξουαλικής έξαψης. Στο γράμμα που ακολούθησε τη συνάντηση τους την απεκάλεσε «την πιο αγαπημένη απ᾿ όλες».
Στο επόμενο γράμμα γνωστοποιώντας της ότι είχε αρχίσει τη σύνταξη των Απομνημονευμάτων του, τής ζήτησε να τον βοηθήσει: η μητέρα του δεν ζούσε πια, κανένας δεν θυμόταν τα χρόνια τής νιότης του. Η Μπεττίνα όμως είχε για πολύ μεγάλο διάστημα συναναστραφεί τη γηραιά κυρία: εκείνη έπρεπε να καταγράψει ό,τι τής είχε διηγηθεί, εκείνη έπρεπε να τα στείλει στον Γκαίτε.
«Στοιχηματίζω» γράφει ο Κούντερα «ότι τής ζήτησε την εξυπηρέτηση αυτή, όχι από αληθινή ανάγκη, άλλα για να τής κάνει αδύνατη κάθε δημοσίευση σχετική μ’ αυτόν. Ευάλωτη από τα μάγια τής τελευταίας τους συνάντησης, με το φόβο επίσης ότι ο γάμος της με τον Άρνιμ θα την αποξένωνε από τον Γκαίτε, υπέκυψε».
Το 1823, οι δημοτικοί σύμβουλοι τής Φρανκφούρτης αποφάσισαν να εγείρουν ένα μνημείο προς τιμήν τού Γκαίτε, και το παράγγειλαν σ’ ένα γλύπτη ονόματι Ράουχ. Όταν είδε η Μπεττίνα το προσχέδιο, πού δεν τής άρεσε, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η μοίρα τής προσέφερε μια ευκαιρία πού δεν έπρεπε να χάσει. Παρ’ όλο πού δεν ήξερε να σχεδιάζει, έπεσε στη δουλειά και έκανε το σκαρίφημα τού δικού της σχεδίου για το άγαλμα: ο Γκαίτε ήταν καθισμένος με τη στάση ενός αρχαίου ήρωα κρατούσε μια λύρα στο χέρι και ανάμεσα στα γόνατά του στεκόταν ένα κοριτσάκι πού έπρεπε να παριστάνει την Ψυχή· τα μαλλιά τού ποιητή έμοιαζαν με φλόγες. Έστειλε το σχέδιο στον Γκαίτε και συνέβη ένα πράγμα εντελώς απροσδόκητο: στο μάτι του φάνηκε ένα δάκρυ! Ήταν έτσι πού μετά από δεκατρία χρόνια (βρισκόμαστε στον Ιούλιο του 1824, εκείνος ήταν εβδομήντα πέντε χρόνων, εκείνη τριάντα εννέα), την δέχτηκε σπίτι του και τής έδωσε να καταλάβει, αν και λίγο προσποιητός, ότι όλα είχαν συγχωρηθεί και ότι η εποχή τής περιφρονητικής σιωπής είχε τελειώσει.
Σχεδιάζοντας το μνημείο αυτό, η Μπεττίνα είχε υποδείξει, για πρώτη φορά χωρίς διφορούμενα, αυτό πού εξαρχής παιζόταν: την αθανασία.
Μετά από δυο χρόνια η Μπεττίνα, προσπαθώντας να παρουσιαστεί στην αυλή τού Καρόλου-Αυγούστου, έκανε μία από αυτές τις χαριτωμένες αυθάδειες των όποιων κατείχε το μυστικό. Τότε, συνέβη κάτι το απρόβλεπτο: ο Γκαίτε εξερράγη. «Αυτή η ανυπόφορη αλογόμυγα πού μού κληροδότησε η μητέρα μου, έγραψε στον Κάρολο-Αύγουστο, μάς ενοχλεί εδώ και πολύ καιρό.
Έξι χρόνια αργότερα, ζήτησε ακόμα μια φορά να την αναγγείλουν στο σπίτι του ποιητή. Ο Γκαίτε, όμως, αρνήθηκε να την δει και η παρομοίωση τής Μπεττίνας με αλογόμυγα έμεινε η τελευταία του λέξη σ’ αυτή την ιστορία.
Τέτοια είναι η στιγμή πού ο Γκαίτε αποφασίζει να γράψει τα Απομνημονεύματά του, την διάσημη του "Ποίηση και Αλήθεια", και καλεί στο σπίτι του τον αφοσιωμένο Έκερμαν για να τού αναθέσει να γράψει τις Συζητήσεις με τον Γκαίτε, αυτή την ωραία προσωπογραφία πού πραγματοποιήθηκε υπό την ευγενή επίβλεψη τού προσωπογραφόμενου.
10. Τρία χρόνια μετά το θάνατο τού Γκαίτε, το 1835, η Μπετίνα εκδίδει το βιβλίο της για το Γκαίτε "Αλληλογραφία τού Γκαίτε με μια παιδίσκη", ένα μάθημα έρωτα, για τιμωρία τού ποιητή, «που απέναντι στο μεγάλο αίσθημα, είχε θυσιάσει το πάθος, σε μια άθλια συζυγική ειρήνη».
Ο Γκαίτε πέθανε στις 26 Μαρτίου 1832 και η Μπεττίνα, μερικές μέρες αργότερα, έγραψε ένα γράμμα στον εκτελεστή τής διαθήκης τού Γκαίτε, τον καγκελάριο Μύλλερ να τής στείλει όλα τα γράμματα πού είχε απευθύνει στον Γκαίτε.
Γράφει ο Κούντερα: «Διαβάζοντάς τα ξανά ένιωσε απογοήτευση: όλη αυτή η ιστορία έμοιαζε σαν το προσχέδιο, σίγουρα, ενός αριστουργήματος, όμως τίποτα παραπάνω από το προσχέδιο και, ακόμα χειρότερα, ημιτελές. "Έπρεπε ν’ αρχίσει τη δουλειά. Αυτή εδώ κράτησε τρία χρονιά: διόρθωνε, ξανάγραφε, συμπλήρωνε. "Αν την απογοήτευαν τα ίδια της τα γράμματα, εκείνα τού Γκαίτε ήσαν ακόμα πιο απογοητευτικά. Ξαναδιαβάζοντας τα, ένιωθε πληγωμένη από τη λακωνικότητά τους, από την αυτοσυγκράτηση τους. Σαν να την είχε πράγματι θεωρήσει παιδί, συνέτασσε συχνά τα γράμματά του υπό την μορφή ευγενικών μαθημάτων προορισμένων για μια μαθήτρια. Έτσι, χρειάστηκε εκείνη να τούς αλλάξει τον τόνο: το «αγαπητή μου φίλη» έγινε «αγαπημένη μου καρδιά», οι μομφές που τής είχε προσάψει έγιναν απαλότερες. Άλλες κολακευτικές προσθήκες, έκαναν να γίνει κατανοητό τι ρόλο εμπνευστή και μούσας ήξερε να παίζει η Μπεττίνα δίπλα στον γοητευμένο ποιητή.
»Με πιο ριζικό τρόπο ακόμα, ξανάγραψε τα δικά της γράμματα. Όχι, δεν τούς άλλαξε τον τόνο, ο τόνος ήταν σωστός. Άλλαξε, όμως, για παράδειγμα, τις ημερομηνίας (για να εξαφανίσει, στη μέση τής αλληλογραφίας τους, τις μακρόχρονες παύσεις πού θα είχαν διαψεύσει τη σταθερότητα τού πάθους τους). Εξαφάνισε έναν αριθμό ανάρμοστων εδαφίων, πρόσθεσε άλλες εξελίξεις, έκανε πιο δραματικές τις περιγραφόμενες περιστάσεις, εμβάθυνε στις απόψεις της για την πολιτική ή την τέχνη, ιδίως εκεί όπου ο λόγος ήταν για τη μουσική τού Μπετόβεν.
»Ολοκλήρωσε το βιβλίο το 1835 και το δημοσίευσε με τον τίτλο «Αλληλογραφία τού Γκαίτε με μία παιδίσκη». Κανένας δεν αμφισβήτησε την αυθεντικότητα των γραμμάτων ως το 1929, χρονολογία κατά την όποια η αυθεντική αλληλογραφία ανακαλύφθηκε και δημοσιεύθηκε.
»Α, γιατί δεν την είχε κάψει εγκαίρως;
»Βάλτε τον εαυτό σας στη θέση της: δεν είναι εύκολο να κάψεις προσωπικά ντοκουμέντα πού σού είναι αγαπητά είναι σαν να ομολογείς στον εαυτό σου ότι δεν σού μένει πολύς καιρός, ότι θα πεθάνεις αύριο· έτσι, αναβάλλεις συνεχώς την πράξη τής καταστροφής, και μια μέρα είναι πολύ αργά.
»Υπολογίζουμε στην αθανασία και ξεχνάμε να υπολογίσουμε το θάνατο.
»Το βιβλίο της εμφανίζεται σαν μία υπέροχη τιμητική προσφορά στον Γκαίτε. Όλα της τα γράμματα δεν ήσαν παρά ένα ερωτικό τραγούδι για εκείνον. Μπορεί, καθώς όμως όλοι ήξεραν ότι η κυρία Γκαίτε είχε πετάξει χάμω τα γυαλιά τής Μπεττίνας, και ότι ο Γκαίτε είχε τότε επονείδιστα προδώσει την ερωτευμένη παιδούλα για "ένα λουκάνικο πού τρελάθηκε" , το βιβλίο αυτό να ήταν ταυτόχρονα ένα μάθημα έρωτα, για τιμωρία στον ποιητή πού, απέναντι στο μεγάλο αίσθημα, συμπεριφέρθηκε σαν ένας δειλός τιποτένιος και είχε θυσιάσει το πάθος σε μια άθλια συζυγική ειρήνη. Το βιβλίο τής Μπεττίνας ήταν μαζί μια προσφορά τιμητική και ένα ξυλοκόπημα».
«Κάθισε στα γόνατά του την ίδια ακόμα μέρα πού πρωτοσυναντήθηκαν το 1807. (Η Μπεττίνα είναι 22 χρόνων). Αν πιστέψουμε την ίδια τη δική της αφήγηση αργότερα: πρώτα εγκαταστάθηκε στον καναπέ απέναντι απ’ τον Γκαίτε. Εκείνος μιλούσε για τη δούκισσα Αμαλία πού είχε πεθάνει λίγες μέρες πριν. Η Μπεττίνα είπε ότι δεν είχε μάθει τίποτα γι’ αυτό. "Πώς;" απόρησε ο Γκαίτε, "δεν σάς ενδιαφέρει η ζωή τής Βαϊμάρης";» Και η Μπεττίνα: "Τίποτα δεν μ’ ενδιαφέρει εκτός από σάς τον ίδιο". Χαμογελώντας στη νεαρή γυναίκα, ο Γκαίτε πρόφερε τούτη τη μοιραία φράση: "Είσθε ένα χαριτωμένο παιδί". Μόλις άκουσε τη λέξη "παιδί" η Μπεττίνα ένιωσε όλο της το τρακ να διαλύεται: «Δεν μπορώ να μείνω στον καναπέ», είπε και πετάχτηκε όρθια. «Καθίστε λοιπόν με την άνεσή σας», είπε ο Γκαίτε και η Μπεττίνα έτρεξε να τον αγκαλιάσει και κάθισε στα γόνατά του. Πρέπει να δοκίμασε εκεί μια αίσθηση τέτοιας άνεσης πού δεν άργησε ν’ αποκοιμηθεί σφιγμένη επάνω του».
«Τίποτα δεν είναι περισσότερο προνομιακό από το να υιοθετείς μια παιδιάστικη συμπεριφορά: καθώς είναι ακόμα αθώο και άπειρο, το παιδί μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του ό,τι θέλει, καθώς δεν έχει ακόμα περάσει στον κόσμο όπου βασιλεύει ο τύπος, δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί τούς κανόνες τής καλής συμπεριφοράς μπορεί να εκφράζει τα συναισθήματά του χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Ο Γκαίτε συγκινήθηκε από το παιδί. Σε ανάμνηση τής δικής του νιότης, τής χάρισε ένα ωραίο δαχτυλίδι. Και το ίδιο βράδυ, έγραψε λακωνικά στο σημειωματάριό του: Μαmsel Βrentano».
Πόσες φορές να συναντήθηκαν αυτοί οι διάσημοι εραστές, ο Γκαίτε και η Μπεττίνα; Τρεις με τέσσερεις φορές, μέχρι τη μοιραία συνάντηση στις 13 Σεπτεμβρίου 1811.
Να πως περιγράφει περιληπτικά ο Κούντερα το σχετικό επεισόδιο:
«Είναι τρεις εβδομάδες ήδη πού η νεόνυμφη Μπεττίνα, κατοικεί με τον σύζυγό της, τον ποιητή Άχιμ φον Άρνιμ, στο σπίτι των συζύγων Γκαίτε, στη Βαϊμάρη. Η Μπεττίνα είναι είκοσι έξι χρόνων, ο Άρνιμ τριάντα, η Χριστιάνε η σύζυγος τού Γκαίτε, σαράντα εννέα, ο Γκαίτε εξήντα δύο χρόνων. «Ο Άρνιμ αγαπάει τη νεαρή του γυναίκα, η Χριστιάνε αγαπάει τον γέρο κύριό της, και η Μπεττίνα, ακόμα και μετά το γάμο της, δεν παύει να ερωτοτροπεί με τον Γκαίτε» γράφει ο Κούντερα. «Την ημέρα εκείνη, ο Γκαίτε μένει στο σπίτι και η Χριστιάνε συνοδεύει τούς νεαρούς συζύγους σε μία έκθεση όπου παρουσιάζονται πίνακες για τούς όποιους ο Γκαίτε έχει εκφραστεί κολακευτικά. Η Κυρία Χριστιάνε δεν καταλαβαίνει μεν τούς πίνακες, αλλά έχει συγκρατήσει όσα έλεγε γι’ αυτούς ο Γκαίτε τόσο καλά, πού μπορεί χωρίς δυσκολία να περάσει για δικές της τις απόψεις τού συζύγου της. Η Μπεττίνα διακόπτει τη Χριστιάνε: όχι, δεν συμφωνεί μαζί της! Στην πραγματικότητα, αυτοί οι πίνακες είναι αφόρητοι!
Η Χριστιάνε είναι επίσης εξοργισμένη, και αυτό για δύο λόγους: από τη μια μεριά, παρ’ όλο πού είναι παντρεμένη και περιμένει παιδί, αυτή η νεαρή ευγενής ερωτοτροπεί αναίσχυντα με τον Γκαίτε, κι από την άλλη τού αντιλέγει. Τι περιμένει; Έτσι, δηλώνει με δυνατή φωνή ότι είναι αφόρητο να χαρακτηρίζει κανείς αφόρητους πίνακες τόσο αξιοπρόσεκτους.
Πράγμα το όποιο η Μπεττίνα αντικρούει: όχι μόνο είναι απολύτως θεμιτό να τούς χαρακτηρίζει αφόρητους, αλλά επιπλέον πρέπει να χαρακτηριστούν γελοίοι!
Όσο η Μπεττίνα ανάβει, τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί λέξεις πού τής έχουν μάθει φίλοι τής δικής της ηλικίας, νεαροί πού έχουν περάσει από τα πανεπιστήμια, και η Χριστιάνε ξέρει καλά ότι τις χρησιμοποιεί ακριβώς επειδή εκείνης τής είναι ακατανόητες. Κοιτάζει τη μύτη πάνω στην όποια χοροπηδούν τα γυαλιά, και σκέπτεται ότι αυτά τα γυαλιά και αυτές οι λέξεις οι ακατανόητες, ταιριάζουν γάντι. Κανένας δεν αγνοεί ότι ο Γκαίτε καταδίκαζε ως ένδειξη κακού γούστου, ως εκκεντρικότητα, το να φοράει κανείς γυαλιά δημοσίως.
Αν παρ’ όλα αυτά η Μπεττίνα τα φοράει, εν μέση Βαϊμάρη, είναι για να προκαλέσει αναιδέστατα και για να δείξει ότι ανήκει στη νέα γενιά, αυτήν ακριβώς πού διακρίνεται από τις ρομαντικές πεποιθήσεις και από το να φοράς γυαλιά.
Η Μπεττίνα μιλάει, εξάπτεται ολοένα και πιο πολύ και ξαφνικά το χέρι τής Χριστιάνε τινάζεται στον αέρα. Την τελευταία στιγμή, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι καθόλου σωστό να χαστουκίζεις μια καλεσμένη. Αναχαιτίζει τον κίνησή της, και το χέρι της μόλις πού αγγίζει το μέτωπο τής Μπεττίνας. Τα γυαλιά πέφτουν χάμω και σπάνε σε χίλια κομμάτια.
Για πολλές ώρες, όλοι περιμένουν με αγωνία την ετυμηγορία τού Γκαίτε. Ποιόν θα υπερασπιστεί όταν τα μάθει όλα;
Ο Γκαίτε υπερασπίζεται τη Χριστιάνε και κλείνει οριστικά την πόρτα του, στους δύο συζύγους.
Η Μπεττίνα διακηρύσσει σε όλα τα σαλόνια τής Βαϊμάρη ότι "το χοντρό λουκάνικο τρελάθηκε και τη δάγκωσε". Η διατύπωση περνάει από στόμα σε στόμα και όλη η Βαϊμάρη γελάει μέχρι δακρύων. Αυτή η αθάνατη διατύπωση, αυτό το αθάνατο γέλιο, αντηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας».
9. Γιατί άραγε η ερωτική τους ιστορία είναι τόσο διάσημη; Ο Κούντερα αποφαίνεται «αυτό περί τού οποίου επρόκειτο δεν ήταν ο έρωτας, ήταν η Αθανασία». Και παρακάτω «η αιτία και το νόημα τού έρωτα τής Μπεττίνα δεν ήταν ο Γκαίτε, αλλά ο ίδιος ό έρωτας».
Πόσες φορές έμειναν πραγματικά μόνοι, ο ένας με τον άλλον; Τρεις, τέσσερις φορές, όχι παραπάνω. Όσο λιγότερο βλέπονταν, τόσο περισσότερο έγραφαν ο ένας στον άλλο, ή μάλλον, για να είμαστε ακριβέστεροι: εκείνη τού έγραφε. Τού έστειλε πενήντα δύο μεγάλα γράμματα, στα οποία τού απευθυνόταν στον ενικό και δεν τού μιλούσε παρά για έρωτα. Γιατί άραγε η ερωτική τους ιστορία είναι τόσο διάσημη.
Ιδού η απάντηση γράφει ο Κούντερα: «είναι τόσο διάσημη διότι εξαρχής επρόκειτο για άλλο πράγμα και όχι για έρωτα. Η Μπεττίνα τού έγραψε σ’ ένα γράμμα: "Έχω τη σταθερή και αμετακίνητη θέληση να σ’ αγαπώ αιώνια". Διαβάστε με προσοχή αυτή την, φαινομενικά κοινότοπη, φράση. Πολύ περισσότερο από τη λέξη "αγαπώ" έχουν σημασία οι λέξεις "αιώνια" και "θέληση". Αυτό περί τού όποιου επρόκειτο δεν ήταν ο έρωτας. Ήταν η αθανασία».
Ο Κούντερα, για να υποστηρίξει την άποψή του, γράφει ότι ο Γκαίτε ανησύχησε όταν η Μπεττίνα τού γνωστοποίησε ότι, πολύ πριν από τις επισκέψεις της στη Βαϊμάρη, είχε γίνει οικεία τής ηλικιωμένης μητέρας του, πού, όπως κι εκείνη, ζούσε στη Φραγκφούρτη. Μια μέρα, τού είπε ότι ήθελε να γράψει ένα βιβλίο βασισμένο στις αναμνήσεις τής μητέρας του. "Ένα βιβλίο για εκείνον, για τον Γκαίτε" Εκείνη τη στιγμή, διέβλεψε την απειλητική επιθετικότητα μιας πένας κι άρχισε να είναι προσεχτικός. Αυτή η νεαρή πού εξελισσόταν ανάμεσα στους νέους διανοούμενους τού ρομαντικού κινήματος (ο Γκαίτε δεν είχε την παραμικρή συμπάθεια γι’ αυτούς) ήταν επικίνδυνα φιλόδοξη και περνούσε τον εαυτό της, για μέλλοντα συγγραφέα.
Τώρα γράφει η ταπεινότητα μου. Είναι δυνατόν η Μπεττίνα που είναι εικοσιέξι ετών όταν έγινε το επεισόδιο με τη Χριστιάνε, να σκέφτεται από τόσο νέα την μετά θάνατο Αθανασία; Γι αυτό είναι βέβαιος ο Κούντερα, να τι γράφει παρακάτω:
«Ότι ο Γκαίτε είχε σκεφτεί την αθανασία, είναι κάτι πού η κατάστασή του μάς επιτρέπει να το υποθέσουμε. Είναι όμως δυνατόν μια γυναίκα τόσο νέα και τόσο λίγο γνωστή όπως η Μπεττίνα, να είχε την ίδια σκέψη; Βεβαιότατα. Ονειρευόμαστε την αθανασία από παιδιά. Επιπλέον, η Μπεττίνα ανήκε στη γενιά των ρομαντικών, πού τούς θάμπωνε ο θάνατος από τη στιγμή πού έβλεπαν το φως. Ο Νοβάλις δεν έφτασε τα τριάντα του χρόνια, άλλα παρ’ όλη τη νιότη του τίποτα ίσως δεν τον ενέπνευσε περισσότερο από το θάνατο, το θάνατο το γητευτή, το θάνατο μεταμορφωμένο σε ποιητική μέθη. "Όλοι ζούσαν μέσα στην υπέρβαση, στο ξεπέρασμα τού εαυτού τους, με τα χέρια τεντωμένα προς το μακρινό, προς το τέλος τής ζωής τους και πιο πέρα ακόμα, προς την απεραντοσύνη τού μη-είναι. "Όπως το έχω πει, όπου κι αν βρίσκεται ο θάνατος, η σύντροφός του η αθανασία είναι μαζί του, και οι Ρομαντικοί τής απευθύνονταν στον ενικό χωρίς ντροπή, όπως ακριβώς η Μπεττίνα μιλούσε στον ενικό στον Γκαίτε».
Ο Κούντερα παραθέτει ένα "ερωτικό επεισόδιο" κάπως έτσι:
«Το 1810, στη διάρκεια των τριών ήμερων πού η τύχη τούς έφερε μαζί στο Τέπλιτζ, εκείνη εμπιστεύτηκε στον Γκαίτε ότι επρόκειτο σύντομα να παντρευτεί τον ποιητή Άχιμ φον Άρνιμ. Το βράδυ, όταν εκείνη ήρθε να τον βρει στο δωμάτιο του, έσκυψε προς το μέρος της για να τής χαϊδέψει τα μάγουλα, όπως χαϊδεύει κανείς ένα παιδί. Εκείνη τη στιγμή, το παιδί σταμάτησε τη φλυαρία του και ύψωσε προς αυτόν μάτια γεμάτα από απαιτήσεις και πόθους τελείως γυναικείους. Την ανάγκασε να σηκωθεί, κρατώντας την από τα χέρια. Ας συγκρατήσουμε καλά τη σκηνή: εκείνος έμενε καθιστός, εκείνη ήταν όρθια. Κοιτάχτηκαν μέσα στα μάτια, η κατακτητική μηχανή είχε τεθεί σε κίνηση και ο Γκαίτε δεν έκανε τίποτα για να την σταματήσει. Με μια φωνή λίγο πιο χαμηλή από άλλοτε και χωρίς να πάψει να την κοιτάζει, τής ζήτησε να ξεγυμνώσει το στήθος της. Εκείνη, δεν έκανε τίποτα κοκκίνισε. Εκείνος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και τής ξεκούμπωσε το φόρεμα ως τη μέση. Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της: «Έχει ποτέ αγγίξει κανείς το στήθος σου;» ρώτησε. — «Όχι» απάντησε εκείνη. Και είναι τόσο παράξενο πού με αγγίζεις...» και δεν τον άφηνε από τα μάτια της ούτε μια στιγμή. Με το χέρι πάντα στο στήθος της, την κοίταζε, μέσα στα μάτια, και για πολλή ώρα παρατηρούσε άπληστα την συστολή μιας νέας γυναίκας πού κανένας ακόμα δεν είχε αγγίξει το στήθος της».
Ιδού πάνω κάτω η σκηνή όπως η ίδια η Μπεττίνα την σημείωσε, σκηνή η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχε καμιά συνέχεια στην περισσότερο ρητορική, παρά ερωτική τους ιστορία. Λάμπει σαν μοναδικό και υπέροχο κειμήλιο σεξουαλικής έξαψης. Στο γράμμα που ακολούθησε τη συνάντηση τους την απεκάλεσε «την πιο αγαπημένη απ᾿ όλες».
Στο επόμενο γράμμα γνωστοποιώντας της ότι είχε αρχίσει τη σύνταξη των Απομνημονευμάτων του, τής ζήτησε να τον βοηθήσει: η μητέρα του δεν ζούσε πια, κανένας δεν θυμόταν τα χρόνια τής νιότης του. Η Μπεττίνα όμως είχε για πολύ μεγάλο διάστημα συναναστραφεί τη γηραιά κυρία: εκείνη έπρεπε να καταγράψει ό,τι τής είχε διηγηθεί, εκείνη έπρεπε να τα στείλει στον Γκαίτε.
«Στοιχηματίζω» γράφει ο Κούντερα «ότι τής ζήτησε την εξυπηρέτηση αυτή, όχι από αληθινή ανάγκη, άλλα για να τής κάνει αδύνατη κάθε δημοσίευση σχετική μ’ αυτόν. Ευάλωτη από τα μάγια τής τελευταίας τους συνάντησης, με το φόβο επίσης ότι ο γάμος της με τον Άρνιμ θα την αποξένωνε από τον Γκαίτε, υπέκυψε».
Το 1823, οι δημοτικοί σύμβουλοι τής Φρανκφούρτης αποφάσισαν να εγείρουν ένα μνημείο προς τιμήν τού Γκαίτε, και το παράγγειλαν σ’ ένα γλύπτη ονόματι Ράουχ. Όταν είδε η Μπεττίνα το προσχέδιο, πού δεν τής άρεσε, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η μοίρα τής προσέφερε μια ευκαιρία πού δεν έπρεπε να χάσει. Παρ’ όλο πού δεν ήξερε να σχεδιάζει, έπεσε στη δουλειά και έκανε το σκαρίφημα τού δικού της σχεδίου για το άγαλμα: ο Γκαίτε ήταν καθισμένος με τη στάση ενός αρχαίου ήρωα κρατούσε μια λύρα στο χέρι και ανάμεσα στα γόνατά του στεκόταν ένα κοριτσάκι πού έπρεπε να παριστάνει την Ψυχή· τα μαλλιά τού ποιητή έμοιαζαν με φλόγες. Έστειλε το σχέδιο στον Γκαίτε και συνέβη ένα πράγμα εντελώς απροσδόκητο: στο μάτι του φάνηκε ένα δάκρυ! Ήταν έτσι πού μετά από δεκατρία χρόνια (βρισκόμαστε στον Ιούλιο του 1824, εκείνος ήταν εβδομήντα πέντε χρόνων, εκείνη τριάντα εννέα), την δέχτηκε σπίτι του και τής έδωσε να καταλάβει, αν και λίγο προσποιητός, ότι όλα είχαν συγχωρηθεί και ότι η εποχή τής περιφρονητικής σιωπής είχε τελειώσει.
Σχεδιάζοντας το μνημείο αυτό, η Μπεττίνα είχε υποδείξει, για πρώτη φορά χωρίς διφορούμενα, αυτό πού εξαρχής παιζόταν: την αθανασία.
Μετά από δυο χρόνια η Μπεττίνα, προσπαθώντας να παρουσιαστεί στην αυλή τού Καρόλου-Αυγούστου, έκανε μία από αυτές τις χαριτωμένες αυθάδειες των όποιων κατείχε το μυστικό. Τότε, συνέβη κάτι το απρόβλεπτο: ο Γκαίτε εξερράγη. «Αυτή η ανυπόφορη αλογόμυγα πού μού κληροδότησε η μητέρα μου, έγραψε στον Κάρολο-Αύγουστο, μάς ενοχλεί εδώ και πολύ καιρό.
Έξι χρόνια αργότερα, ζήτησε ακόμα μια φορά να την αναγγείλουν στο σπίτι του ποιητή. Ο Γκαίτε, όμως, αρνήθηκε να την δει και η παρομοίωση τής Μπεττίνας με αλογόμυγα έμεινε η τελευταία του λέξη σ’ αυτή την ιστορία.
Τέτοια είναι η στιγμή πού ο Γκαίτε αποφασίζει να γράψει τα Απομνημονεύματά του, την διάσημη του "Ποίηση και Αλήθεια", και καλεί στο σπίτι του τον αφοσιωμένο Έκερμαν για να τού αναθέσει να γράψει τις Συζητήσεις με τον Γκαίτε, αυτή την ωραία προσωπογραφία πού πραγματοποιήθηκε υπό την ευγενή επίβλεψη τού προσωπογραφόμενου.
10. Τρία χρόνια μετά το θάνατο τού Γκαίτε, το 1835, η Μπετίνα εκδίδει το βιβλίο της για το Γκαίτε "Αλληλογραφία τού Γκαίτε με μια παιδίσκη", ένα μάθημα έρωτα, για τιμωρία τού ποιητή, «που απέναντι στο μεγάλο αίσθημα, είχε θυσιάσει το πάθος, σε μια άθλια συζυγική ειρήνη».
Ο Γκαίτε πέθανε στις 26 Μαρτίου 1832 και η Μπεττίνα, μερικές μέρες αργότερα, έγραψε ένα γράμμα στον εκτελεστή τής διαθήκης τού Γκαίτε, τον καγκελάριο Μύλλερ να τής στείλει όλα τα γράμματα πού είχε απευθύνει στον Γκαίτε.
Γράφει ο Κούντερα: «Διαβάζοντάς τα ξανά ένιωσε απογοήτευση: όλη αυτή η ιστορία έμοιαζε σαν το προσχέδιο, σίγουρα, ενός αριστουργήματος, όμως τίποτα παραπάνω από το προσχέδιο και, ακόμα χειρότερα, ημιτελές. "Έπρεπε ν’ αρχίσει τη δουλειά. Αυτή εδώ κράτησε τρία χρονιά: διόρθωνε, ξανάγραφε, συμπλήρωνε. "Αν την απογοήτευαν τα ίδια της τα γράμματα, εκείνα τού Γκαίτε ήσαν ακόμα πιο απογοητευτικά. Ξαναδιαβάζοντας τα, ένιωθε πληγωμένη από τη λακωνικότητά τους, από την αυτοσυγκράτηση τους. Σαν να την είχε πράγματι θεωρήσει παιδί, συνέτασσε συχνά τα γράμματά του υπό την μορφή ευγενικών μαθημάτων προορισμένων για μια μαθήτρια. Έτσι, χρειάστηκε εκείνη να τούς αλλάξει τον τόνο: το «αγαπητή μου φίλη» έγινε «αγαπημένη μου καρδιά», οι μομφές που τής είχε προσάψει έγιναν απαλότερες. Άλλες κολακευτικές προσθήκες, έκαναν να γίνει κατανοητό τι ρόλο εμπνευστή και μούσας ήξερε να παίζει η Μπεττίνα δίπλα στον γοητευμένο ποιητή.
»Με πιο ριζικό τρόπο ακόμα, ξανάγραψε τα δικά της γράμματα. Όχι, δεν τούς άλλαξε τον τόνο, ο τόνος ήταν σωστός. Άλλαξε, όμως, για παράδειγμα, τις ημερομηνίας (για να εξαφανίσει, στη μέση τής αλληλογραφίας τους, τις μακρόχρονες παύσεις πού θα είχαν διαψεύσει τη σταθερότητα τού πάθους τους). Εξαφάνισε έναν αριθμό ανάρμοστων εδαφίων, πρόσθεσε άλλες εξελίξεις, έκανε πιο δραματικές τις περιγραφόμενες περιστάσεις, εμβάθυνε στις απόψεις της για την πολιτική ή την τέχνη, ιδίως εκεί όπου ο λόγος ήταν για τη μουσική τού Μπετόβεν.
»Ολοκλήρωσε το βιβλίο το 1835 και το δημοσίευσε με τον τίτλο «Αλληλογραφία τού Γκαίτε με μία παιδίσκη». Κανένας δεν αμφισβήτησε την αυθεντικότητα των γραμμάτων ως το 1929, χρονολογία κατά την όποια η αυθεντική αλληλογραφία ανακαλύφθηκε και δημοσιεύθηκε.
»Α, γιατί δεν την είχε κάψει εγκαίρως;
»Βάλτε τον εαυτό σας στη θέση της: δεν είναι εύκολο να κάψεις προσωπικά ντοκουμέντα πού σού είναι αγαπητά είναι σαν να ομολογείς στον εαυτό σου ότι δεν σού μένει πολύς καιρός, ότι θα πεθάνεις αύριο· έτσι, αναβάλλεις συνεχώς την πράξη τής καταστροφής, και μια μέρα είναι πολύ αργά.
»Υπολογίζουμε στην αθανασία και ξεχνάμε να υπολογίσουμε το θάνατο.
»Το βιβλίο της εμφανίζεται σαν μία υπέροχη τιμητική προσφορά στον Γκαίτε. Όλα της τα γράμματα δεν ήσαν παρά ένα ερωτικό τραγούδι για εκείνον. Μπορεί, καθώς όμως όλοι ήξεραν ότι η κυρία Γκαίτε είχε πετάξει χάμω τα γυαλιά τής Μπεττίνας, και ότι ο Γκαίτε είχε τότε επονείδιστα προδώσει την ερωτευμένη παιδούλα για "ένα λουκάνικο πού τρελάθηκε" , το βιβλίο αυτό να ήταν ταυτόχρονα ένα μάθημα έρωτα, για τιμωρία στον ποιητή πού, απέναντι στο μεγάλο αίσθημα, συμπεριφέρθηκε σαν ένας δειλός τιποτένιος και είχε θυσιάσει το πάθος σε μια άθλια συζυγική ειρήνη. Το βιβλίο τής Μπεττίνας ήταν μαζί μια προσφορά τιμητική και ένα ξυλοκόπημα».
11. Οι δύο αδελφές η Ανιές και η Λώρα. Η Λώρα είναι ταυτισμένη με το σώμα, με το εσωτερικό του, τις λειτουργίες του, η Ανιές κρατάει από το σώμα μόνο τη διέγερση, τη φευγαλέα απολύτρωση τού σώματος.
Στη συνέχεια ο Κούντερα, μετά την "εμβάθυνση" στην Αθανασία, επανέρχεται στην κανονική ροή τού μυθιστορήματος για να μάς συστήσει τις δυο αδελφές την Ανιές και τη Λώρα. Μια πληροφορία: η Λώρα έχει συνδεθεί ερωτικά με τον Μπερνάρ, το φίλο του Πωλ, αρκετά χρόνια μικρότερο της.
Ξεκινάει επικαλούμενος ένα "συμβάν" μεταξύ Νταλί και τής Γκαλά. Δεν ξέρω αν είναι πραγματικό ή ανέκδοτο, αλλά εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι είναι εμετικό, όπως ο εμετός τού Νταλί, σοκαριστικό, κυνικό και αντιαισθητικό. Να το "συμβάν"
« Όταν ήσαν πια πολύ γέροι, ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί και Η γυναίκα του, Γκαλά, είχαν εξημερώσει ένα κουνέλι που μετά έζησε μαζί τους χωρίς να τούς αφήνει ρούπι· το αγαπούσαν πολύ. Μια μέρα που έπρεπε να φύγουν για ένα μακρύ ταξίδι, συζητούσαν αργά μέσα στη νύχτα τί θα έκαναν με το κουνέλι. Την επομένη, Η Γκαλά ετοίμασε το γεύμα και ο Νταλί ευφράνθηκε, ως τη στιγμή που κατάλαβε ότι έτρωγε κουνέλι στιφάδο. Σηκώθηκε από το τραπέζι και έτρεξε στον καμπινέ για να ξεράσει στη λεκάνη το αγαπημένη του ζωάκι, τον πιστό σύντροφο των γέρικων ήμερων του. Αντίθετα, Η Γκαλά, ήταν ευτυχισμένη που το αγαπημένο της είχε εισχωρήσει στα σπλάχνα της, τα είχε χαϊδέψει αργά και είχε γίνει το κορμί τής κυράς του. Δεν γνώριζε καμιά πιο απόλυτη ολοκλήρωση του έρωτα από την κατάποση τού αγαπημένου. Σε σύγκριση μ’ αυτή την σύντηξη των σωμάτων, Η ερωτική πράξη τής φαινόταν σαν μια γελοία φαγούρα». (Υπογράμμιση δική μου).
Θα έλεγα υπερβολές εντυπωσιασμού, αν το κείμενο με την υπογραμμισμένη κορωνίδα της κατάληξής του, δεν ήταν τόσο εμετικό, και συγχρόνως εντελώς χωρίς αποδειχτικότητα. Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια αρρωστημένη ανωμαλία που να μπλέκει τον έρωτα με τη πέψη και την αφόδευση και μάλιστα αγαπημένου πλάσματος. Μια ατυχέστατη επίκληση μιας κυνικής φήμης, για ένα θριαμβολογικό συμπέρασμα:
« Η Λώρα ήταν σαν την Γκαλά. Η Ανιές ήταν σαν τον Νταλί».
Και συνεχίζει απτόητα ο Κούντερα για να οδηγήσει το συλλογισμό του μια και πήρε φόρα, σε ένα ακόμα προκλητικό εντυπωσιασμό αλλά χωρίς ίχνος αλήθειας:
« Η Ανιές αγαπούσε πλήθος ανθρώπων, άντρες και γυναίκες, αλλά αν κάποιο περίεργο συμβόλαιο φιλίας τής είχε επιβάλλει ως καθήκον να φροντίζει τη μύτη τους και να τη σκουπίζει τακτικά, θα είχε προτιμήσει να ζει χωρίς φίλους. Γνωρίζοντας τις απωθήσεις τής αδελφής της, Η Λώρα την πείραζε: "Τί σημαίνει Η συμπάθεια που νιώθεις για κάποιον; Πώς μπορείς να εξαιρείς από αυτήν τη συμπάθεια το σώμα; Χωρίς το σώμα του, είναι ακόμα άνθρωπος, ο άνθρωπος;»
Ίσως ο αφηγητής ή ο Κούντερα, θα τρελαίνεται με την ιδέα να δουλέψει σε κάποιο άσυλο γερόντων. Και συνεχίζει με μια υπερβολικά κυνικότητα:
« Ναι, Η Λώρα ήταν σαν την Γκαλά: εντελώς ταυτισμένη με το σώμα της, εντελώς εγκατεστημένη σ’ αυτό. Και το σώμα δεν ήταν μόνο αυτό που μπορούσε να δει σ’ έναν καθρέφτη: το πιο πολύτιμο μέρος βρισκόταν στο εσωτερικό»
Στη συνέχεια σαν να κάνει μια στροφή τού πηδάλιου 180ο, και η θάλασσα να ημερεύει.
« Έτσι, στο λεξιλόγιό της είχε μια ξεχωριστή θέση για τα ονόματα των εσωτερικών οργάνων. Για να εκφράσει την απελπισία στην όποια την είχε ρίξει την παραμονή ο εραστής της, έλεγε: "Μόλις έφυγε πήγα να κάνω εμετό". Παρ’ όλες τις συχνές αναφορές στον εμετό, η Ανιές δεν ήταν σίγουρη ότι η αδελφή της είχε ποτέ κάνει εμετό. Ο εμετός δεν ήταν η αλήθεια της, αλλά η ποίησή της; Η μεταφορά, η λυρική εικόνα τής απογοήτευσης και τής αηδίας» .
Μετά ο αφηγητής καταπιάνεται με τη βιολογική διαφορά άντρα και γυναίκας, σώματος και ερωτικής διέγερσης, άλλοτε επιχειρηματολογώντας με λοξή ματιά σε αυτονόητα, και άλλοτε αντιδιαστέλλοντας πράγματα που είναι νομοτελειακά συμβατά όπως, ο ερωτισμός τού σώματος και η ερωτική διέγερση. Για το επίκαιρο, παραθέτω, κάποιες σκόρπιες αράδες από το κείμενο του:
«Η Ανιές ζήλευε τον Πωλ που μπορούσε να ζει χωρίς να έχει διαρκώς συνείδηση τού σώματός του. Εισπνέει, εκπνέει, ο πνεύμονας του δουλεύει σαν ένα μεγάλο αυτόματο φυσερό και έτσι είναι που αντιλαμβάνεται το σώμα του: ξεχνώντας το χαρμόσυνα. Μολονότι ο Πωλ είναι κατά πάσα πιθανότητα πιο ματαιόδοξος από τον μέσο όρο, έλεγε με το νου της η Ανιές, η συμπεριφορά του φανερώνει τη διαφορά ανάμεσα στη γυναικεία και την ανδρική μοίρα: Η γυναίκα περνάει πολύ περισσότερο χρόνο συζητώντας για τις φυσικές της ανησυχίες· δεν γνωρίζει την ξένοιαστη λήθη τού σώματος. Αυτό αρχίζει με την ταραχή των πρώτων αιμορραγιών· ξαφνικά το σώμα είναι εδώ κι εκείνη στέκεται μπροστά του σαν μηχανικός επιφορτισμένος με το να θέτει μόνος του σε κίνηση ένα μικρό εργοστάσιο: πρέπει κάθε μήνα να φοράει ταμπόν, να καταπίνει χάπια, να διορθώνει το σουτιέν της, να είναι έτοιμη να παραγάγει. Η Ανιές κοίταζε με φθόνο τούς ηλικιωμένους άντρες· είχε την εντύπωση ότι γερνούσαν διαφορετικά: το σώμα τού πατέρα της μεταμορφωνόταν ανεπαίσθητα στην ίδια τη σκιά του, εξαϋλωνόταν, μη παραμένοντας πια εδώ κάτω παρά σαν μία ψυχή ενσαρκωμένη ατημέλητα. Αντίθετα, το γυναικείο σώμα, όσο πιο άχρηστο γίνεται τόσο πιο πολύ σώμα γίνεται: βαρύ και παρόν μοιάζει με γέρικη βιοτεχνία που προορίζεται για κατεδάφιση, αλλά στην όποια το εγώ μιας γυναίκας είναι υποχρεωμένο να παραμείνει ως το τέλος με την Ιδιότητα τής θυρωρού. (Υπογράμμιση δική μου)
Τί θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη σχέση τής Ανιές με το σώμα της; Τίποτ’ άλλο από τη στιγμή τής διέγερσης. Η διέγερση: φευγαλέα απολύτρωση τού σώματος.
Ούτε και σ’ αυτό το σημείο όμως συμφωνούσε η Λώρα. Η στιγμή τής διέγερσης; Τί είναι αυτό, η στιγμή; Για τη Λώρα το σώμα ήταν σεξουαλικό από την αρχή, εκ των προτέρων, πάντοτε και ολοκληρωτικά, στην ουσία. Το να αγαπάς κάποιον γι’ αυτήν σήμαινε: να τού φέρνεις το σώμα σου, να τού εναποθέτεις το σώμα σου μπροστά του, το σώμα σου έτσι όπως είναι εξωτερικά και εσωτερικά, ακόμα και με το χρόνο που γλυκά, αργά, το φθείρει.
Για την Ανιές το σώμα δεν ήταν σεξουαλικό. Δεν γινόταν παρά μόνο σε σπάνιες στιγμές, όταν η διέγερση πρόβαλλε επάνω του ένα φως εξωπραγματικό, τεχνητό, που το έκανε ωραίο και επιθυμητό. Η Ανιές συναναστρεφόταν τον φυσικό έρωτα και ήταν δεμένη μαζί του, γιατί χωρίς αυτόν η αθλιότητα τού σώματος δεν θα είχε καμία διέξοδο και όλα θα ήσαν χαμένα».
12. Η προσθετική και η αφαιρετική μέθοδος. Η Λώρα προσθέτει, στη μοναδικότητα του "εγώ" αδιάκοπα νέες ιδιότητες, κινδυνεύοντας να χάσει την ουσία, η Ανιές αφαιρεί, κινδυνεύοντας να πλησιάσει το μηδέν.
Γράφει ο Κούντερα:
«Υπάρχουν δύο μέθοδοι για να καλλιεργήσει κανείς τη μοναδικότητα τού εγώ: Η προσθετική μέθοδος και η αφαιρετική μέθοδος. Η Ανιές αφαιρεί από το εγώ της ό,τι είναι εξωτερικό και δανεισμένο, για να πλησιάσει έτσι στην καθαρή της ουσία (διατρέχοντας τον κίνδυνο να καταλήξει στο μηδέν, μ’ αυτές τις συνεχείς αφαιρέσεις). Η μέθοδος τής Λώρας είναι ακριβώς αντίθετη: για να κάνει το εγώ της περισσότερο ορατό, πιο εύκολο να το συλλάβει κανείς, για να τού δώσει περισσότερη πυκνότητα, τού προσθέτει αδιάκοπα νέες ιδιότητες, με τις οποίες προσπαθεί να ταυτιστεί (διατρέχοντας τον κίνδυνο να χάσει την ουσία τού εγώ, με τις πρόσθετες ιδιότητες).
»Η προσθετική μέθοδος είναι απολύτως ευχάριστη αν προσθέτει κανείς στο εγώ του ένα σκύλο, μια γάτα, ένα γουρουνόπουλο ψητό, την αγάπη για τον ωκεανό ή για τα κρύα ντους. Τα πράγματα γίνονται λιγότερο ειδυλλιακά αν αποφασίσει κανείς να προσθέσει στο εγώ του το πάθος για τον κομμουνισμό, για την πατρίδα, για τον Μουσολίνι, για την καθολική Εκκλησία, για τον αθεϊσμό, για το φασισμό ή για τον αντιφασισμό.
»Τέτοιο είναι το παράδοξο, τού οποίου πέφτουν θύματα όλοι εκείνοι που καταφεύγουν στην προσθετική μέθοδο προκειμένου να καλλιεργήσουν το εγώ τους: προσπαθούν να κάνουν προσθέσεις για να δημιουργήσουν ένα εγώ μοναδικό και αμίμητο, αλλά καθώς ταυτόχρονα γίνονται οι προπαγανδιστές αυτών των πρόσθετων χαρακτηριστικών, κάνουν τα πάντα ώστε να τούς μοιάσει η πλειοψηφία των ανθρώπων και τότε η (με τόση επιμέλεια κατακτημένη) μοναδικότητα του εγώ τους εξαφανίζεται αμέσως».
Εδώ ο Κούντερα μάς βάζει δύσκολα: Τι είναι η καθαρή ουσία του Εγώ; Είναι στατικό μέγεθος το εγώ; Ή έχει δυναμικό χαραχτήρα; Ποια είναι η μονάδα στην οποία προσθέτουμε ή αφαιρούμε; Είναι η ίδια αυτή η μονάδα στα είκοσι ή τα πενήντα; Είναι η μονάδα του Εγώ το αταβιστικό περιεχόμενο που κληρονομεί κάποιος;
Δημοσιεύω ανθολογημένα δυο κεφάλαια από το τρίτο μέρος τα "Η εικονολογία" και «Ο πνευματώδης σύμμαχος τού κάθε νεκροθάφτη του», επειδή έχουν πολύ ενδιαφέρον, παρά το ψύχος που νιώθεις, πότε-πότε σαν ρίγος στη πλάτη.
13. Η εικονολογία αντικατέστησε στις τελευταίες δεκαετίες την ιδεολογία. Οι ιδεολογίες ανήκουν στην Ιστορία, το βασίλειο τής εικονολογίας αρχίζει εκεί που τελειώνει η Ιστορία.
Γράφει ο Κούντερα:«Εικονολογία! Ποιος πρώτος σφυρηλάτησε αυτόν τον αποφθεγματικό νεολογισμό; Ο Πωλ ή εγώ; Δεν έχει σημασία. Επιτέλους υπάρχει μια λέξη που μάς επιτρέπει να συγκεντρώνουμε κάτω από την ίδια στέγη φαινόμενα ή ονομασίες τόσο διαφορετικές: διαφημιστικά πρακτορεία, σύμβουλοι επικοινωνίας των πολιτικών, σχεδιαστές που προβάλλουν τη γραμμή ενός καινούργιου αυτοκινήτου ή τον εξοπλισμό μιας αίθουσας γυμναστικής· δημιουργοί μόδας και μεγάλοι μόδιστροι, κομμωτές, σταρ show business που υπαγορεύουν τούς κανόνες τής φυσικής ομορφιάς, από τούς όποιους θα εμπνευσθούν όλοι οι κλάδοι τής εικονολογίας.
Η εικονολογία έχει καταφέρει, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, μια ιστορική νίκη επί τής ιδεολογίας.
Όλες οι ιδεολογίες νικήθηκαν: τα δόγματά τους κατέληξαν να ξεσκεπαστούν σαν αυταπάτες και οι άνθρωποι έπαψαν να τα παίρνουν στα σοβαρά. Για παράδειγμα, οι κομμουνιστές πίστεψαν ότι η ανάπτυξη τού καπιταλισμού θα εξαθλίωνε όλο και περισσότερο το προλεταριάτο· ανακαλύπτοντας μια μέρα ότι όλοι οι εργάτες στην Ευρώπη πήγαιναν με το αυτοκίνητο τους στη δουλειά τους, είχαν την ανάγκη να φωνάξουν ότι η πραγματικότητα είχε κάνει ζαβολιά. Η πραγματικότητα ήταν πιο δυνατή από την ιδεολογία. Η εικονολογία τελικά έγινε πιο δυνατή και από την πραγματικότητα.
Στο Παρίσι, ο γείτονάς μου στο διπλανό διαμέρισμα περνάει την ήμερα του καθισμένος στο γραφείο του, απέναντι σ’ έναν άλλο υπάλληλο, έπειτα γυρίζει στο σπίτι, ανοίγει την τηλεόραση για να μάθει τί γίνεται στον κόσμο και, όταν ο παρουσιαστής, σχολιάζοντας την τελευταία σφυγμομέτρηση, τον πληροφορεί ότι, για την πλειοψηφία των Γάλλων, η Γαλλία έχει το ρεκόρ στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ασφάλεια (τη διάβασα πρόσφατα αυτήν τη σφυγμομέτρηση), περιχαρής, ανοίγει ένα μπουκάλι σαμπάνια και ποτέ δεν θα μάθει πώς την ίδια μέρα, στον ίδιο του το δρόμο, έγιναν τρεις ληστείες και δύο φόνοι.
Με την ευκαιρία τής σχέσης ιδεολογίας και εικονολογίας, προσθέτω ακόμα τούτο: οι ιδεολογίες, εξαπέλυαν πολέμους, επαναστάσεις. Οι Ιδεολογίες έκαναν τούς πολέμους τους, και η καθεμία ήταν ικανή να επενδύσει με τη σκέψη της ολόκληρη μια εποχή. Η εικονολογία οργανώνει μόνη της την ειρηνική αλληλοδιαδοχή των συστημάτων της στο χαρούμενο ρυθμό των εποχών. Όπως θα έλεγε ο Πωλ: οι Ιδεολογίες ανήκαν στην Ιστορία, το βασίλειο τής εικονολογίας αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η Ιστορία.
Οι εικονολόγοι δημιουργούν συστήματα ιδανικών και συστήματα αντιιδανικών, συστήματα που δεν πρόκειται καθόλου να διαρκέσουν, που γρήγορα καθένα τους θα αντικατασταθεί από ένα άλλο, αλλά που επιδρούν στους τρόπους με τούς όποιους συμπεριφερόμαστε, στις πολιτικές απόψεις, στις αισθητικές μας προτιμήσεις, στο χρώμα τού χαλιού στο σαλόνι όπως και στην επιλογή των βιβλίων, με την ίδια δύναμη που είχαν τα παλιά ιδεολογικά συστήματα.
Ο πολιτικός άνδρας εξαρτάται από τον δημοσιογράφο. Και οι δημοσιογράφοι από ποιους εξαρτώνται; ’Από τούς εικονολόγους. Ο εικονολόγος είναι ο άνθρωπος των πεποιθήσεων και των αρχών: αξιώνει από τον δημοσιογράφο να ανταποκρίνεται η εφημερίδα του (ή το τηλεοπτικό του κανάλι ή ο ραδιοφωνικός του σταθμός), στο πνεύμα τού εικονολογικού συστήματος μιας δεδομένης στιγμής. Μια μέρα, εξέτασαν την περίπτωση ενός ραδιοφωνικού σταθμού όπου ο Μπερνάρ ήταν συντάκτης και όπου ο Πωλ είχε, κάθε Σάββατο, μια εκπομπή που λεγόταν "Το δίκαιο και ο νόμος".
Υποσχέθηκαν να προσφέρουν στο σταθμό πολλά διαφημιστικά συμβόλαια και να κάνουν μια μεγάλη καμπάνια, με αφίσες σε όλο το Παρίσι, αλλά θέτοντας όρους στους οποίους ο διευθυντής των προγραμμάτων, γνωστός με το παρατσούκλι Αρκούδας, δεν μπορούσε παρά να υποταχθεί: σιγά σιγά, ανέλαβε να μαζέψει όλα τα σχόλια, για να μη βαριέται ο ακροατής από μακροσκελείς συλλογισμούς· ζήτησε από όλους τούς συνεργάτες του, να δώσουν σε όλα αυτά που θα έλεγαν από το μικρόφωνο, μια ελαφριά αμεριμνησία, νεανική και ξένοιαστη. Φρόντισε πάντοτε να μαθαίνουν οι υφιστάμενοί του πώς ένας πανίσχυρος Αρκούδας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει όλους τούς συνεργάτες του στις θέσεις τους. Δεν υποχώρησε παρά μόνο σε ένα σημείο. Η εκπομπή με τον τίτλο «Το δίκαιο και ο νόμος» θεωρήθηκε από τούς εικονολόγους τόσο καταφανώς ανυπόφορη, που αρνήθηκαν να τη συζητήσουν, αρκούμενοι, κάθε φορά που κάποιος την ανέφερε, να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Αφού τούς υποσχέθηκε να την καταργήσει αυτή την εκπομπή, ο Αρκούδας ένιωσε ντροπή που είχε υποχωρήσει. Η ντροπή του ήταν ακόμα μεγαλύτερη γιατί ο Πωλ ήταν φίλος του».
14. Ο Πωλ, ο άντρας της Ανιές είναι δημοσιογράφος, και σε μια συζήτηση με τον προϊστάμενο του και φίλο του, με ελαφράδα παίρνει το μέρος των εικονολόγων: «Η μεγάλη κουλτούρα, είπε, είναι η κόρη αυτής τής ευρωπαϊκής διαστροφής που ονομάζουμε Ιστορία. Και η απάντηση τού προϊσταμένου: «Είσαι ο πνευματώδης σύμμαχος τού κάθε νεκροθάφτη σου».
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΉΣ προγράμματος είχε το παρατσούκλι Αρκούδας και δεν θα μπορούσε να είχε άλλο: ήταν εύρωστος, ράθυμος, άκακος, ο καθένας όμως ήξερε ότι η βαριά του πατούσα μπορούσε να χτυπήσει όταν τον έπιανε ο θυμός. Οι εικονολόγοι, αρκούντως θρασείς ώστε να ισχυρίζονται ότι τού μαθαίνουν τη δουλειά του, εξάντλησαν όλη την αρκουδίσια υπομονή του. Ήταν λοιπόν καθισμένος στο τραπέζι, μέσα σε μια καντίνα τού ραδιοφώνου, και εξηγούσε σε μερικούς συνεργάτες: «Αυτοί οι απατεώνες τής διαφήμισης, θα έλεγε κανείς ότι είναι Αρειανοί. Δεν συμπεριφέρονται σαν φυσιολογικοί άνθρωποι. Όταν σου κοπανάνε τις πιο δυσάρεστες παρατηρήσεις, το πρόσωπό τους ακτινοβολεί από ευχαρίστηση.
Σ’ αυτό το λεπτό πάνω-κάτω, ο Πωλ εμφανίστηκε στην καντίνα.
Με την παρουσία τού Πωλ, ο Αρκούδας αισθάνθηκε άσχημα. Τα είχε με τον εαυτό του που τον πούλησε και δεν είχε καν βρει το κουράγιο να τού το πει. Πλημμυρισμένος από ένα καινούργιο κύμα μίσους κατά των εικονολόγων, συνέχισε: «Για να ικανοποιήσω αυτούς τούς κρετίνους, θα έφτανα μέχρι το σημείο να μεταβάλω το μετεωρολογικό δελτίο σε διάλογο κλόουν, αλλά μ’ ενοχλεί ν’ ακούω, αμέσως μετά, τον Μπερνάρ ν’ αναγγέλλει το θάνατο εκατό ανθρώπων σε μια αεροπορική καταστροφή. Είμαι έτοιμος να δώσω τη ζωή μου για να διασκεδάσει ένας Γάλλος, αλλά οι πληροφορίες δεν είναι σαχλαμάρα».
Όλοι έδειχναν να συμφωνούν, εκτός από τον Πωλ. Μπήκε στη συζήτηση μ’ ένα χαρούμενο, προκλητικό γέλιο: «Αρκούδα! Οι εικονολόγοι έχουν δίκιο! Μπερδεύεις τις ειδήσεις με τα βραδινά μαθήματα!»
Ο Πωλ συνέχισε: «Το να ακούς τις ειδήσεις είναι σα να καπνίζεις ένα τσιγάρο που μετά το πετάς».
—Αυτό είναι που δυσκολεύομαι να παραδεχτώ.
— Μα, είσαι χρόνιος καπνιστής! Γιατί διαμαρτύρεσαι που οι ειδήσεις μοιάζουν με τα τσιγάρα; είπε ο Πωλ γελώντας. "Αν τα τσιγάρα βλάπτουν, οι ειδήσεις είναι ακίνδυνες και σού προσφέρουν μια ευχάριστη ψυχαγωγία πριν από μια ήμερα εργασίας.
—Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ είναι ψυχαγωγία;» ρώτησε ο Αρκούδας, και η συμπόνια που είχε για τον Πωλ ανακατώθηκε με κάποια ενόχληση: «Τη σιδηροδρομική καταστροφή σήμερα, όλο αυτό το μακελειό, το βρίσκεις αυτό διασκεδαστικό»;
— Κάνεις ένα συνηθισμένο λάθος βλέποντας στο θάνατο μια τραγωδία, είπε ο Πωλ, που ήταν αναντίρρητα σε μεγάλη φόρμα.
— Ομολογώ, είπε ο Αρκούδας με φωνή παγωμένη, ότι πάντοτε είδα στο θάνατο μια τραγωδία.
— Αυτό είναι το λάθος, είπε ο Πωλ. Μια σιδηροδρομική καταστροφή είναι τρομερή για όποιον ταξιδεύει μέσα στο τραίνο ή ξέρει ότι ο γιος του έχει ανέβει σ’ αυτό. Στις ραδιοφωνικές πληροφορίες όμως, ο θάνατος έχει ακριβώς το ίδιο νόημα που έχει και στα μυθιστορήματα τής Αγκάθα Κρίστι, η οποία εξάλλου είναι και η μεγαλύτερη μάγισσα όλων των εποχών, γιατί ήξερε πώς να μεταβάλλει το φόνο σε ψυχαγωγία και όχι μόνο ένα φόνο αλλά δεκάδες φόνων, εκατοντάδες φόνων, φόνους αλυσιδωτούς που έχουν διαπραχτεί για τη μεγαλύτερη δική μας ευχαρίστηση».
Ο Αρκούδας παρ’ όλο που μεμφόταν τον εαυτό του που είχε υποχωρήσει, ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη δυνατή επιλογή. Αυτού τού είδους οι βεβιασμένοι συμβιβασμοί με το πνεύμα των καιρών έχουν κάτι κοινότοπο και, στο τέλος τέλος, αναπόφευκτο, αν δεν θέλει κανείς να καλέσει σε γενική απεργία όλους όσους έχουν αηδιάσει με τον αιώνα μας. Στην περίπτωση τού Πωλ, όμως, δεν μπορούσε κανείς να μιλήσει για βεβιασμένο συμβιβασμό. Ο Πωλ έσπευδε να δανείσει στον αιώνα του τη λογική του και τα λαμπρά του παράδοξα, με πλήρη επίγνωση τού πράγματος και, κατά τον Αρκούδα, με υπερβολικό ζήλο. Με περισσότερη ακόμα ψυχρότητα λοιπόν, ο Αρκούδας απάντησε: «Κι εγώ επίσης διαβάζω Αγκάθα Κρίστι! Όταν είμαι κουρασμένος, όταν θέλω να ξαναβουτήξω για λίγο στην παιδική ηλικία. Αν όμως ολόκληρη η ζωή γίνει παιδικό παιχνίδι, τότε ο κόσμος θα καταλήξει να χαθεί ανάμεσα σε γελάκια και τιτιβίσματα».
Ο Πωλ είπε: «Προτιμώ να χαθώ μέσα σε τιτιβίσματα, παρά ακούγοντας το Πένθιμο εμβατήριο τού Σοπέν. Και θα πρόσθετα τούτο: όλο το κακό προέρχεται από αυτό το πένθιμο εμβατήριο που είναι δοξολογία τού θανάτου. Αν υπήρχαν λιγότερα πένθιμα εμβατήρια, μπορεί και να πεθαίναμε λιγότερο. Κατάλαβε αυτό που θέλω να πω: ο σεβασμός τον όποιο εμπνέει η τραγωδία είναι πολύ πιο επικίνδυνος από την ανεμελιά τού τιτιβίσματος ενός παιδιού. Ποιος είναι ο αιώνιος όρος των τραγωδιών; Η ύπαρξη Ιδανικών, των οποίων η άξια θεωρείται ότι υπερτερεί εκείνης τής ανθρώπινης ζωής. Και ποιος είναι ο όρος των πολέμων; Το ίδιο πράγμα. Σε υποχρεώνουν να πεθάνεις επειδή, φαίνεται, υπάρχει κάποιο πράγμα που είναι ανώτερο από τη ζωή σου. Ο πόλεμος δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο στον κόσμο τής τραγωδίας· από την αρχή τής ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν γνώρισε παρά τον τραγικό κόσμο και δεν είναι ικανός να βγει από αυτόν. Η εποχή τής τραγωδίας δεν μπορεί να κλείσει παρά μόνο με μια επανάσταση τής επιπολαιότητας. Από την Ενάτη τού Μπετόβεν, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν παρά τις τέσσερις στροφές τού ύμνου στη χαρά που συνοδεύουν τη διαφήμιση των αρωμάτων Μπέλλα. Αυτό δεν με σκανδαλίζει. Η τραγωδία θα εξαλειφτεί από τον κόσμο σαν μια γριά καμποτίνο που με το χέρι στην καρδιά απαγγέλλει με φωνή τραχιά. Η επιπολαιότητα είναι μια ριζική απισχναντική δίαιτα. Τα πράγματα θα χάσουν το ενενήντα τοις εκατό τού νοήματός τους και θα γίνουν ελαφρά. Σ’ αυτή την αραιωμένη ατμόσφαιρα, ο φανατισμός θα εξαφανιστεί. Ο πόλεμος θα καταστεί αδύνατος.
— Είμαι ευτυχής που βλέπω ότι επιτέλους βρήκες τον τρόπο να καταργήσεις τούς πολέμους, είπε ο Αρκούδας.
— Φαντάζεσαι εσύ τη γαλλική νεολαία έτοιμη να πολεμήσει για την πατρίδα; Στην Ευρώπη ο πόλεμος έχει ήδη γίνει αδιανόητος. Όχι πολιτικά, αλλά ανθρωπολογικά αδιανόητος. Στην Ευρώπη οι άνθρωποι δεν είναι πια ικανοί να κάνουν πόλεμο».
Μη μού πείτε τώρα ότι δυο άνθρωποι που διαφωνούν ριζικά μπορούν και ν’ αγαπιούνται αυτά είναι ιστορίες για παιδιά. Ίσως θα μπορούσαν ν’ αγαπηθούν αν κρατούσαν τη γνώμη τους για τον εαυτό τους ή αν δεν μιλούσαν γι’ αυτήν παρά μόνο σε ευτράπελο τόνο για να τής ελαχιστοποιήσουν τη σημασία (άλλωστε, μέχρι τότε, έτσι μιλούσαν μεταξύ τους ο Πωλ και ο Αρκούδας). Μια φορά όμως να ξεσπάσει η διαμάχη, είναι πια πολύ αργά. Όχι ότι πιστεύουν τόσο πολύ στις απόψεις που υπερασπίζονται, αλλά δεν υποφέρουν το να μην έχουν δίκιο. Και εντούτοις, κοιτάξτε τον συμπυκνωμένο αέρα τής μικρής ομάδας των ακροατών, που είναι στριμωγμένοι γύρω από το τραπέζι! Ακούνε όλοι σιωπηλά ξεχνώντας ακόμα και να ρουφήξουν τον καφέ τους. Και οι δύο αντίπαλοι κρεμιούνται σ’ αυτήν τη μικροσκοπική κοινή γνώμη, η όποια θα αποφασίσει, ότι ο ένας ή ο άλλος είναι ο κάτοχος τής αλήθειας: για τον καθένα από αυτούς, το να τον υποδείξουν ως εκείνον που δεν την κατέχει ισοδυναμεί με απώλεια τής τιμής. Ή με απώλεια ενός μικρού μέρους τού εγώ του. Πράγματι, λίγο τούς ενδιαφέρει η άποψη που υπερασπίζονται. Καθώς όμως την έκαναν ένα χαρακτηριστικό τού εαυτού τους, κάθε προσβολή τής άποψης αυτής είναι ένα τρύπημα στη σάρκα τους.
Κάπου στα τρίσβαθα τής ψυχής του, ο Αρκούδας ήταν ικανοποιημένος που ο Πωλ δεν θα έκανε πια εξεζητημένα σχόλια στο ραδιόφωνο· η φωνή του, γεμάτη αρκουδίσια ξιπασιά, γινόταν πιο χαμηλή, πιο παγερή. Αντίθετα, ο Πωλ ύψωνε τον τόνο και οι ιδέες που τού περνούσαν από το κεφάλι, ήσαν όλο και πιο τραβηγμένες και προκλητικές. «Η μεγάλη κουλτούρα», είπε, «είναι κόρη αυτής τής ευρωπαϊκής διαστροφής που ονομάζουμε Ιστορία: θέλω να πω, αυτή η μανία να πηγαίνουμε όλο προς τα εμπρός, να θεωρούμε τη συνέχεια των γενεών σαν μια σκυταλοδρομία όπου ο καθένας προπορεύεται τού προκατόχου του, για να τον ξεπεράσει ο διάδοχός του. Χωρίς τη σκυταλοδρομία αυτή την οποία ονομάζουμε Ιστορία, δεν θα είχε υπάρξει ευρωπαϊκή τέχνη, ούτε αυτό που την χαρακτηρίζει: η επιθυμία τής πρωτοτυπίας, η επιθυμία τής αλλαγής. Ο Ροβεσπιέρος, ο Ναπολέων, ο Μπετόβεν, ο Στάλιν, ο Πικάσσο, είναι εξίσου σκυταλοδρόμοι, τρέχουν όλοι στο ίδιο στάδιο».
— Πιστεύεις πραγματικά ότι μπορούμε να συγκρίνουμε τον Μπετόβεν με τον Στάλιν; ρώτησε ο Αρκούδας με φανερή ειρωνεία.
—Βέβαια, όσο κι αν αυτό σε σοκάρει. Ο πόλεμος και η κουλτούρα είναι οι δύο πόλοι τής Ευρώπης, ο ουρανός της και η κόλασή της, η δόξα της και η ντροπή της, αλλά δεν μπορεί κανείς να τούς χωρίσει. Όταν θα έχουμε ξεμπερδέψει με τον ένα, θα έχουμε ξεμπερδέψει και με την άλλη, μαζί θα χαθούν. Το γεγονός ότι δεν έχει πια υπάρξει πόλεμος στην Ευρώπη εδώ και πενήντα χρόνια, είναι μυστηριωδώς συνδεδεμένο με το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε, εδώ και πενήντα χρόνια, κανέναν Πικάσσο.
— «Θα σου πω κάτι Πωλ», είπε ο Αρκούδας με μια ανησυχητική βραδύτητα, και θα έλεγε κανείς ότι σήκωνε τη βαριά του πατούσα πριν χτυπήσει: «Αν η μεγάλη κουλτούρα τα ’χει φτύσει, τα ’χεις φτύσει κι εσύ επίσης και οι παράδοξες ιδέες σου μαζί με σένα, γιατί το παράδοξο ως τέτοιο, πηγάζει από τη μεγάλη κουλτούρα και όχι από τα τιτιβίσματα των παιδιών. Με κάνεις να σκέπτομαι αυτούς τούς νέους που κάποτε προσχωρούσαν στη ναζιστικό η στο κομμουνιστικό κίνημα, όχι από επιθυμία να κάνουν κακό ούτε από αριβισμό, αλλά από υπερβολική ευφυΐα. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν απαιτεί περισσότερη προσπάθεια τής σκέψης από την επιχειρηματολογία που προορίζεται να δικαιώσει τη μη σκέψη. Μπόρεσα να το διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια μετά τον πόλεμο, όταν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες έμπαιναν σαν τα βόδια στο κομμουνιστικό κόμμα, το όποιο, ακολούθως, με μεγάλη ευχαρίστηση, τούς εξόντωνε όλους συστηματικά. Κάνεις ακριβώς το ίδιο πράγμα. Είσαι ο πνευματώδης σύμμαχος τού κάθε νεκροθάφτη σου».
15. «Αν η μεγάλη κουλτούρα τα ’χει φτύσει, τα ’χεις φτύσει κι εσύ επίσης και οι παράδοξες ιδέες σου μαζί με σένα» Την άλλη μέρα τα λόγια του Αρκούδα αποδείχθηκαν προφητικά: Ο Πωλ, ξύπνησε με ένα σημείωμα στο χέρι «το ραδιόφωνο δεν έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες σου». Ο χαρακτηρισμός «έτσι γίνεσαι σύμμαχος του κάθε νεκροθάφτη σου» δεν χωρούσε καμιά επεξήγηση.
Από μια παραξενιά των συμπτώσεων, ο φίλος του Πωλ, ο δημοσιογράφος είχε παραλάβει στο ραδιοφωνικό σταθμό στον οποίο εργαζόταν, ένα "δίπλωμα" που τον προήγαγε σε "σκέτο γάιδαρο".
«Οι φιλόσοφοι» γράφει ο Κούντερα, λένε «ότι το μόνο που μετράει είναι αυτό που είμαστε. Με κυνισμό οι εικονολόγοι αποδεικνύουν ότι το αντίθετο αληθεύει: "το εγώ μας είναι μια απλή εμφάνιση, ενώ η πραγματική μας εικόνα, είναι η εικόνα στα μάτια των άλλων" Αρκεί μια κακόβουλη φόρμουλα για να σε μεταμορφώσει, σε μια αξιοθρήνητη καρικατούρα».
Δυο λοιπόν "καρικατούρες", ο Πωλ "νεκροθάφτης τού εαυτού του" και ο Μπερνάρ "σκέτος γάιδαρος", δεν έχουν καμιά παρηγοριά ο ένας για τον άλλο. Μήπως η Ανιές η γυναίκα του Πωλ, έχει;
Για να δούμε τι είπε στον Πωλ για να το εμψυχώσει: «Θέλησαν να κάνουν την εκπομπή πιο αστεία και πιο νεανική». Έπειτα του χάιδεψε τα μαλλιά. Δεν έπρεπε ποτέ να το κάνει αυτό. Μέσα στα μάτια της Ανιές, ο Πωλ είδε την εικόνα του: "την εικόνα ενός ταπεινωμένου ανθρώπου, ούτε νέου πια ούτε αστείου".
Από τη Λώρα δεν υπάρχει καμιά είδους παρηγοριά, γιατί ο Μπερνάρ της απέκρυψε την προαγωγή του.
Στη συνέχεια ο Κούντερα, μετά την "εμβάθυνση" στην Αθανασία, επανέρχεται στην κανονική ροή τού μυθιστορήματος για να μάς συστήσει τις δυο αδελφές την Ανιές και τη Λώρα. Μια πληροφορία: η Λώρα έχει συνδεθεί ερωτικά με τον Μπερνάρ, το φίλο του Πωλ, αρκετά χρόνια μικρότερο της.
Ξεκινάει επικαλούμενος ένα "συμβάν" μεταξύ Νταλί και τής Γκαλά. Δεν ξέρω αν είναι πραγματικό ή ανέκδοτο, αλλά εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι είναι εμετικό, όπως ο εμετός τού Νταλί, σοκαριστικό, κυνικό και αντιαισθητικό. Να το "συμβάν"
« Όταν ήσαν πια πολύ γέροι, ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί και Η γυναίκα του, Γκαλά, είχαν εξημερώσει ένα κουνέλι που μετά έζησε μαζί τους χωρίς να τούς αφήνει ρούπι· το αγαπούσαν πολύ. Μια μέρα που έπρεπε να φύγουν για ένα μακρύ ταξίδι, συζητούσαν αργά μέσα στη νύχτα τί θα έκαναν με το κουνέλι. Την επομένη, Η Γκαλά ετοίμασε το γεύμα και ο Νταλί ευφράνθηκε, ως τη στιγμή που κατάλαβε ότι έτρωγε κουνέλι στιφάδο. Σηκώθηκε από το τραπέζι και έτρεξε στον καμπινέ για να ξεράσει στη λεκάνη το αγαπημένη του ζωάκι, τον πιστό σύντροφο των γέρικων ήμερων του. Αντίθετα, Η Γκαλά, ήταν ευτυχισμένη που το αγαπημένο της είχε εισχωρήσει στα σπλάχνα της, τα είχε χαϊδέψει αργά και είχε γίνει το κορμί τής κυράς του. Δεν γνώριζε καμιά πιο απόλυτη ολοκλήρωση του έρωτα από την κατάποση τού αγαπημένου. Σε σύγκριση μ’ αυτή την σύντηξη των σωμάτων, Η ερωτική πράξη τής φαινόταν σαν μια γελοία φαγούρα». (Υπογράμμιση δική μου).
Θα έλεγα υπερβολές εντυπωσιασμού, αν το κείμενο με την υπογραμμισμένη κορωνίδα της κατάληξής του, δεν ήταν τόσο εμετικό, και συγχρόνως εντελώς χωρίς αποδειχτικότητα. Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια αρρωστημένη ανωμαλία που να μπλέκει τον έρωτα με τη πέψη και την αφόδευση και μάλιστα αγαπημένου πλάσματος. Μια ατυχέστατη επίκληση μιας κυνικής φήμης, για ένα θριαμβολογικό συμπέρασμα:
« Η Λώρα ήταν σαν την Γκαλά. Η Ανιές ήταν σαν τον Νταλί».
Και συνεχίζει απτόητα ο Κούντερα για να οδηγήσει το συλλογισμό του μια και πήρε φόρα, σε ένα ακόμα προκλητικό εντυπωσιασμό αλλά χωρίς ίχνος αλήθειας:
« Η Ανιές αγαπούσε πλήθος ανθρώπων, άντρες και γυναίκες, αλλά αν κάποιο περίεργο συμβόλαιο φιλίας τής είχε επιβάλλει ως καθήκον να φροντίζει τη μύτη τους και να τη σκουπίζει τακτικά, θα είχε προτιμήσει να ζει χωρίς φίλους. Γνωρίζοντας τις απωθήσεις τής αδελφής της, Η Λώρα την πείραζε: "Τί σημαίνει Η συμπάθεια που νιώθεις για κάποιον; Πώς μπορείς να εξαιρείς από αυτήν τη συμπάθεια το σώμα; Χωρίς το σώμα του, είναι ακόμα άνθρωπος, ο άνθρωπος;»
Ίσως ο αφηγητής ή ο Κούντερα, θα τρελαίνεται με την ιδέα να δουλέψει σε κάποιο άσυλο γερόντων. Και συνεχίζει με μια υπερβολικά κυνικότητα:
« Ναι, Η Λώρα ήταν σαν την Γκαλά: εντελώς ταυτισμένη με το σώμα της, εντελώς εγκατεστημένη σ’ αυτό. Και το σώμα δεν ήταν μόνο αυτό που μπορούσε να δει σ’ έναν καθρέφτη: το πιο πολύτιμο μέρος βρισκόταν στο εσωτερικό»
Στη συνέχεια σαν να κάνει μια στροφή τού πηδάλιου 180ο, και η θάλασσα να ημερεύει.
« Έτσι, στο λεξιλόγιό της είχε μια ξεχωριστή θέση για τα ονόματα των εσωτερικών οργάνων. Για να εκφράσει την απελπισία στην όποια την είχε ρίξει την παραμονή ο εραστής της, έλεγε: "Μόλις έφυγε πήγα να κάνω εμετό". Παρ’ όλες τις συχνές αναφορές στον εμετό, η Ανιές δεν ήταν σίγουρη ότι η αδελφή της είχε ποτέ κάνει εμετό. Ο εμετός δεν ήταν η αλήθεια της, αλλά η ποίησή της; Η μεταφορά, η λυρική εικόνα τής απογοήτευσης και τής αηδίας» .
Μετά ο αφηγητής καταπιάνεται με τη βιολογική διαφορά άντρα και γυναίκας, σώματος και ερωτικής διέγερσης, άλλοτε επιχειρηματολογώντας με λοξή ματιά σε αυτονόητα, και άλλοτε αντιδιαστέλλοντας πράγματα που είναι νομοτελειακά συμβατά όπως, ο ερωτισμός τού σώματος και η ερωτική διέγερση. Για το επίκαιρο, παραθέτω, κάποιες σκόρπιες αράδες από το κείμενο του:
«Η Ανιές ζήλευε τον Πωλ που μπορούσε να ζει χωρίς να έχει διαρκώς συνείδηση τού σώματός του. Εισπνέει, εκπνέει, ο πνεύμονας του δουλεύει σαν ένα μεγάλο αυτόματο φυσερό και έτσι είναι που αντιλαμβάνεται το σώμα του: ξεχνώντας το χαρμόσυνα. Μολονότι ο Πωλ είναι κατά πάσα πιθανότητα πιο ματαιόδοξος από τον μέσο όρο, έλεγε με το νου της η Ανιές, η συμπεριφορά του φανερώνει τη διαφορά ανάμεσα στη γυναικεία και την ανδρική μοίρα: Η γυναίκα περνάει πολύ περισσότερο χρόνο συζητώντας για τις φυσικές της ανησυχίες· δεν γνωρίζει την ξένοιαστη λήθη τού σώματος. Αυτό αρχίζει με την ταραχή των πρώτων αιμορραγιών· ξαφνικά το σώμα είναι εδώ κι εκείνη στέκεται μπροστά του σαν μηχανικός επιφορτισμένος με το να θέτει μόνος του σε κίνηση ένα μικρό εργοστάσιο: πρέπει κάθε μήνα να φοράει ταμπόν, να καταπίνει χάπια, να διορθώνει το σουτιέν της, να είναι έτοιμη να παραγάγει. Η Ανιές κοίταζε με φθόνο τούς ηλικιωμένους άντρες· είχε την εντύπωση ότι γερνούσαν διαφορετικά: το σώμα τού πατέρα της μεταμορφωνόταν ανεπαίσθητα στην ίδια τη σκιά του, εξαϋλωνόταν, μη παραμένοντας πια εδώ κάτω παρά σαν μία ψυχή ενσαρκωμένη ατημέλητα. Αντίθετα, το γυναικείο σώμα, όσο πιο άχρηστο γίνεται τόσο πιο πολύ σώμα γίνεται: βαρύ και παρόν μοιάζει με γέρικη βιοτεχνία που προορίζεται για κατεδάφιση, αλλά στην όποια το εγώ μιας γυναίκας είναι υποχρεωμένο να παραμείνει ως το τέλος με την Ιδιότητα τής θυρωρού. (Υπογράμμιση δική μου)
Τί θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη σχέση τής Ανιές με το σώμα της; Τίποτ’ άλλο από τη στιγμή τής διέγερσης. Η διέγερση: φευγαλέα απολύτρωση τού σώματος.
Ούτε και σ’ αυτό το σημείο όμως συμφωνούσε η Λώρα. Η στιγμή τής διέγερσης; Τί είναι αυτό, η στιγμή; Για τη Λώρα το σώμα ήταν σεξουαλικό από την αρχή, εκ των προτέρων, πάντοτε και ολοκληρωτικά, στην ουσία. Το να αγαπάς κάποιον γι’ αυτήν σήμαινε: να τού φέρνεις το σώμα σου, να τού εναποθέτεις το σώμα σου μπροστά του, το σώμα σου έτσι όπως είναι εξωτερικά και εσωτερικά, ακόμα και με το χρόνο που γλυκά, αργά, το φθείρει.
Για την Ανιές το σώμα δεν ήταν σεξουαλικό. Δεν γινόταν παρά μόνο σε σπάνιες στιγμές, όταν η διέγερση πρόβαλλε επάνω του ένα φως εξωπραγματικό, τεχνητό, που το έκανε ωραίο και επιθυμητό. Η Ανιές συναναστρεφόταν τον φυσικό έρωτα και ήταν δεμένη μαζί του, γιατί χωρίς αυτόν η αθλιότητα τού σώματος δεν θα είχε καμία διέξοδο και όλα θα ήσαν χαμένα».
12. Η προσθετική και η αφαιρετική μέθοδος. Η Λώρα προσθέτει, στη μοναδικότητα του "εγώ" αδιάκοπα νέες ιδιότητες, κινδυνεύοντας να χάσει την ουσία, η Ανιές αφαιρεί, κινδυνεύοντας να πλησιάσει το μηδέν.
Γράφει ο Κούντερα:
«Υπάρχουν δύο μέθοδοι για να καλλιεργήσει κανείς τη μοναδικότητα τού εγώ: Η προσθετική μέθοδος και η αφαιρετική μέθοδος. Η Ανιές αφαιρεί από το εγώ της ό,τι είναι εξωτερικό και δανεισμένο, για να πλησιάσει έτσι στην καθαρή της ουσία (διατρέχοντας τον κίνδυνο να καταλήξει στο μηδέν, μ’ αυτές τις συνεχείς αφαιρέσεις). Η μέθοδος τής Λώρας είναι ακριβώς αντίθετη: για να κάνει το εγώ της περισσότερο ορατό, πιο εύκολο να το συλλάβει κανείς, για να τού δώσει περισσότερη πυκνότητα, τού προσθέτει αδιάκοπα νέες ιδιότητες, με τις οποίες προσπαθεί να ταυτιστεί (διατρέχοντας τον κίνδυνο να χάσει την ουσία τού εγώ, με τις πρόσθετες ιδιότητες).
»Η προσθετική μέθοδος είναι απολύτως ευχάριστη αν προσθέτει κανείς στο εγώ του ένα σκύλο, μια γάτα, ένα γουρουνόπουλο ψητό, την αγάπη για τον ωκεανό ή για τα κρύα ντους. Τα πράγματα γίνονται λιγότερο ειδυλλιακά αν αποφασίσει κανείς να προσθέσει στο εγώ του το πάθος για τον κομμουνισμό, για την πατρίδα, για τον Μουσολίνι, για την καθολική Εκκλησία, για τον αθεϊσμό, για το φασισμό ή για τον αντιφασισμό.
»Τέτοιο είναι το παράδοξο, τού οποίου πέφτουν θύματα όλοι εκείνοι που καταφεύγουν στην προσθετική μέθοδο προκειμένου να καλλιεργήσουν το εγώ τους: προσπαθούν να κάνουν προσθέσεις για να δημιουργήσουν ένα εγώ μοναδικό και αμίμητο, αλλά καθώς ταυτόχρονα γίνονται οι προπαγανδιστές αυτών των πρόσθετων χαρακτηριστικών, κάνουν τα πάντα ώστε να τούς μοιάσει η πλειοψηφία των ανθρώπων και τότε η (με τόση επιμέλεια κατακτημένη) μοναδικότητα του εγώ τους εξαφανίζεται αμέσως».
Εδώ ο Κούντερα μάς βάζει δύσκολα: Τι είναι η καθαρή ουσία του Εγώ; Είναι στατικό μέγεθος το εγώ; Ή έχει δυναμικό χαραχτήρα; Ποια είναι η μονάδα στην οποία προσθέτουμε ή αφαιρούμε; Είναι η ίδια αυτή η μονάδα στα είκοσι ή τα πενήντα; Είναι η μονάδα του Εγώ το αταβιστικό περιεχόμενο που κληρονομεί κάποιος;
Δημοσιεύω ανθολογημένα δυο κεφάλαια από το τρίτο μέρος τα "Η εικονολογία" και «Ο πνευματώδης σύμμαχος τού κάθε νεκροθάφτη του», επειδή έχουν πολύ ενδιαφέρον, παρά το ψύχος που νιώθεις, πότε-πότε σαν ρίγος στη πλάτη.
13. Η εικονολογία αντικατέστησε στις τελευταίες δεκαετίες την ιδεολογία. Οι ιδεολογίες ανήκουν στην Ιστορία, το βασίλειο τής εικονολογίας αρχίζει εκεί που τελειώνει η Ιστορία.
Γράφει ο Κούντερα:«Εικονολογία! Ποιος πρώτος σφυρηλάτησε αυτόν τον αποφθεγματικό νεολογισμό; Ο Πωλ ή εγώ; Δεν έχει σημασία. Επιτέλους υπάρχει μια λέξη που μάς επιτρέπει να συγκεντρώνουμε κάτω από την ίδια στέγη φαινόμενα ή ονομασίες τόσο διαφορετικές: διαφημιστικά πρακτορεία, σύμβουλοι επικοινωνίας των πολιτικών, σχεδιαστές που προβάλλουν τη γραμμή ενός καινούργιου αυτοκινήτου ή τον εξοπλισμό μιας αίθουσας γυμναστικής· δημιουργοί μόδας και μεγάλοι μόδιστροι, κομμωτές, σταρ show business που υπαγορεύουν τούς κανόνες τής φυσικής ομορφιάς, από τούς όποιους θα εμπνευσθούν όλοι οι κλάδοι τής εικονολογίας.
Η εικονολογία έχει καταφέρει, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, μια ιστορική νίκη επί τής ιδεολογίας.
Όλες οι ιδεολογίες νικήθηκαν: τα δόγματά τους κατέληξαν να ξεσκεπαστούν σαν αυταπάτες και οι άνθρωποι έπαψαν να τα παίρνουν στα σοβαρά. Για παράδειγμα, οι κομμουνιστές πίστεψαν ότι η ανάπτυξη τού καπιταλισμού θα εξαθλίωνε όλο και περισσότερο το προλεταριάτο· ανακαλύπτοντας μια μέρα ότι όλοι οι εργάτες στην Ευρώπη πήγαιναν με το αυτοκίνητο τους στη δουλειά τους, είχαν την ανάγκη να φωνάξουν ότι η πραγματικότητα είχε κάνει ζαβολιά. Η πραγματικότητα ήταν πιο δυνατή από την ιδεολογία. Η εικονολογία τελικά έγινε πιο δυνατή και από την πραγματικότητα.
Στο Παρίσι, ο γείτονάς μου στο διπλανό διαμέρισμα περνάει την ήμερα του καθισμένος στο γραφείο του, απέναντι σ’ έναν άλλο υπάλληλο, έπειτα γυρίζει στο σπίτι, ανοίγει την τηλεόραση για να μάθει τί γίνεται στον κόσμο και, όταν ο παρουσιαστής, σχολιάζοντας την τελευταία σφυγμομέτρηση, τον πληροφορεί ότι, για την πλειοψηφία των Γάλλων, η Γαλλία έχει το ρεκόρ στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ασφάλεια (τη διάβασα πρόσφατα αυτήν τη σφυγμομέτρηση), περιχαρής, ανοίγει ένα μπουκάλι σαμπάνια και ποτέ δεν θα μάθει πώς την ίδια μέρα, στον ίδιο του το δρόμο, έγιναν τρεις ληστείες και δύο φόνοι.
Με την ευκαιρία τής σχέσης ιδεολογίας και εικονολογίας, προσθέτω ακόμα τούτο: οι ιδεολογίες, εξαπέλυαν πολέμους, επαναστάσεις. Οι Ιδεολογίες έκαναν τούς πολέμους τους, και η καθεμία ήταν ικανή να επενδύσει με τη σκέψη της ολόκληρη μια εποχή. Η εικονολογία οργανώνει μόνη της την ειρηνική αλληλοδιαδοχή των συστημάτων της στο χαρούμενο ρυθμό των εποχών. Όπως θα έλεγε ο Πωλ: οι Ιδεολογίες ανήκαν στην Ιστορία, το βασίλειο τής εικονολογίας αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η Ιστορία.
Οι εικονολόγοι δημιουργούν συστήματα ιδανικών και συστήματα αντιιδανικών, συστήματα που δεν πρόκειται καθόλου να διαρκέσουν, που γρήγορα καθένα τους θα αντικατασταθεί από ένα άλλο, αλλά που επιδρούν στους τρόπους με τούς όποιους συμπεριφερόμαστε, στις πολιτικές απόψεις, στις αισθητικές μας προτιμήσεις, στο χρώμα τού χαλιού στο σαλόνι όπως και στην επιλογή των βιβλίων, με την ίδια δύναμη που είχαν τα παλιά ιδεολογικά συστήματα.
Ο πολιτικός άνδρας εξαρτάται από τον δημοσιογράφο. Και οι δημοσιογράφοι από ποιους εξαρτώνται; ’Από τούς εικονολόγους. Ο εικονολόγος είναι ο άνθρωπος των πεποιθήσεων και των αρχών: αξιώνει από τον δημοσιογράφο να ανταποκρίνεται η εφημερίδα του (ή το τηλεοπτικό του κανάλι ή ο ραδιοφωνικός του σταθμός), στο πνεύμα τού εικονολογικού συστήματος μιας δεδομένης στιγμής. Μια μέρα, εξέτασαν την περίπτωση ενός ραδιοφωνικού σταθμού όπου ο Μπερνάρ ήταν συντάκτης και όπου ο Πωλ είχε, κάθε Σάββατο, μια εκπομπή που λεγόταν "Το δίκαιο και ο νόμος".
Υποσχέθηκαν να προσφέρουν στο σταθμό πολλά διαφημιστικά συμβόλαια και να κάνουν μια μεγάλη καμπάνια, με αφίσες σε όλο το Παρίσι, αλλά θέτοντας όρους στους οποίους ο διευθυντής των προγραμμάτων, γνωστός με το παρατσούκλι Αρκούδας, δεν μπορούσε παρά να υποταχθεί: σιγά σιγά, ανέλαβε να μαζέψει όλα τα σχόλια, για να μη βαριέται ο ακροατής από μακροσκελείς συλλογισμούς· ζήτησε από όλους τούς συνεργάτες του, να δώσουν σε όλα αυτά που θα έλεγαν από το μικρόφωνο, μια ελαφριά αμεριμνησία, νεανική και ξένοιαστη. Φρόντισε πάντοτε να μαθαίνουν οι υφιστάμενοί του πώς ένας πανίσχυρος Αρκούδας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει όλους τούς συνεργάτες του στις θέσεις τους. Δεν υποχώρησε παρά μόνο σε ένα σημείο. Η εκπομπή με τον τίτλο «Το δίκαιο και ο νόμος» θεωρήθηκε από τούς εικονολόγους τόσο καταφανώς ανυπόφορη, που αρνήθηκαν να τη συζητήσουν, αρκούμενοι, κάθε φορά που κάποιος την ανέφερε, να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Αφού τούς υποσχέθηκε να την καταργήσει αυτή την εκπομπή, ο Αρκούδας ένιωσε ντροπή που είχε υποχωρήσει. Η ντροπή του ήταν ακόμα μεγαλύτερη γιατί ο Πωλ ήταν φίλος του».
14. Ο Πωλ, ο άντρας της Ανιές είναι δημοσιογράφος, και σε μια συζήτηση με τον προϊστάμενο του και φίλο του, με ελαφράδα παίρνει το μέρος των εικονολόγων: «Η μεγάλη κουλτούρα, είπε, είναι η κόρη αυτής τής ευρωπαϊκής διαστροφής που ονομάζουμε Ιστορία. Και η απάντηση τού προϊσταμένου: «Είσαι ο πνευματώδης σύμμαχος τού κάθε νεκροθάφτη σου».
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΉΣ προγράμματος είχε το παρατσούκλι Αρκούδας και δεν θα μπορούσε να είχε άλλο: ήταν εύρωστος, ράθυμος, άκακος, ο καθένας όμως ήξερε ότι η βαριά του πατούσα μπορούσε να χτυπήσει όταν τον έπιανε ο θυμός. Οι εικονολόγοι, αρκούντως θρασείς ώστε να ισχυρίζονται ότι τού μαθαίνουν τη δουλειά του, εξάντλησαν όλη την αρκουδίσια υπομονή του. Ήταν λοιπόν καθισμένος στο τραπέζι, μέσα σε μια καντίνα τού ραδιοφώνου, και εξηγούσε σε μερικούς συνεργάτες: «Αυτοί οι απατεώνες τής διαφήμισης, θα έλεγε κανείς ότι είναι Αρειανοί. Δεν συμπεριφέρονται σαν φυσιολογικοί άνθρωποι. Όταν σου κοπανάνε τις πιο δυσάρεστες παρατηρήσεις, το πρόσωπό τους ακτινοβολεί από ευχαρίστηση.
Σ’ αυτό το λεπτό πάνω-κάτω, ο Πωλ εμφανίστηκε στην καντίνα.
Με την παρουσία τού Πωλ, ο Αρκούδας αισθάνθηκε άσχημα. Τα είχε με τον εαυτό του που τον πούλησε και δεν είχε καν βρει το κουράγιο να τού το πει. Πλημμυρισμένος από ένα καινούργιο κύμα μίσους κατά των εικονολόγων, συνέχισε: «Για να ικανοποιήσω αυτούς τούς κρετίνους, θα έφτανα μέχρι το σημείο να μεταβάλω το μετεωρολογικό δελτίο σε διάλογο κλόουν, αλλά μ’ ενοχλεί ν’ ακούω, αμέσως μετά, τον Μπερνάρ ν’ αναγγέλλει το θάνατο εκατό ανθρώπων σε μια αεροπορική καταστροφή. Είμαι έτοιμος να δώσω τη ζωή μου για να διασκεδάσει ένας Γάλλος, αλλά οι πληροφορίες δεν είναι σαχλαμάρα».
Όλοι έδειχναν να συμφωνούν, εκτός από τον Πωλ. Μπήκε στη συζήτηση μ’ ένα χαρούμενο, προκλητικό γέλιο: «Αρκούδα! Οι εικονολόγοι έχουν δίκιο! Μπερδεύεις τις ειδήσεις με τα βραδινά μαθήματα!»
Ο Πωλ συνέχισε: «Το να ακούς τις ειδήσεις είναι σα να καπνίζεις ένα τσιγάρο που μετά το πετάς».
—Αυτό είναι που δυσκολεύομαι να παραδεχτώ.
— Μα, είσαι χρόνιος καπνιστής! Γιατί διαμαρτύρεσαι που οι ειδήσεις μοιάζουν με τα τσιγάρα; είπε ο Πωλ γελώντας. "Αν τα τσιγάρα βλάπτουν, οι ειδήσεις είναι ακίνδυνες και σού προσφέρουν μια ευχάριστη ψυχαγωγία πριν από μια ήμερα εργασίας.
—Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ είναι ψυχαγωγία;» ρώτησε ο Αρκούδας, και η συμπόνια που είχε για τον Πωλ ανακατώθηκε με κάποια ενόχληση: «Τη σιδηροδρομική καταστροφή σήμερα, όλο αυτό το μακελειό, το βρίσκεις αυτό διασκεδαστικό»;
— Κάνεις ένα συνηθισμένο λάθος βλέποντας στο θάνατο μια τραγωδία, είπε ο Πωλ, που ήταν αναντίρρητα σε μεγάλη φόρμα.
— Ομολογώ, είπε ο Αρκούδας με φωνή παγωμένη, ότι πάντοτε είδα στο θάνατο μια τραγωδία.
— Αυτό είναι το λάθος, είπε ο Πωλ. Μια σιδηροδρομική καταστροφή είναι τρομερή για όποιον ταξιδεύει μέσα στο τραίνο ή ξέρει ότι ο γιος του έχει ανέβει σ’ αυτό. Στις ραδιοφωνικές πληροφορίες όμως, ο θάνατος έχει ακριβώς το ίδιο νόημα που έχει και στα μυθιστορήματα τής Αγκάθα Κρίστι, η οποία εξάλλου είναι και η μεγαλύτερη μάγισσα όλων των εποχών, γιατί ήξερε πώς να μεταβάλλει το φόνο σε ψυχαγωγία και όχι μόνο ένα φόνο αλλά δεκάδες φόνων, εκατοντάδες φόνων, φόνους αλυσιδωτούς που έχουν διαπραχτεί για τη μεγαλύτερη δική μας ευχαρίστηση».
Ο Αρκούδας παρ’ όλο που μεμφόταν τον εαυτό του που είχε υποχωρήσει, ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη δυνατή επιλογή. Αυτού τού είδους οι βεβιασμένοι συμβιβασμοί με το πνεύμα των καιρών έχουν κάτι κοινότοπο και, στο τέλος τέλος, αναπόφευκτο, αν δεν θέλει κανείς να καλέσει σε γενική απεργία όλους όσους έχουν αηδιάσει με τον αιώνα μας. Στην περίπτωση τού Πωλ, όμως, δεν μπορούσε κανείς να μιλήσει για βεβιασμένο συμβιβασμό. Ο Πωλ έσπευδε να δανείσει στον αιώνα του τη λογική του και τα λαμπρά του παράδοξα, με πλήρη επίγνωση τού πράγματος και, κατά τον Αρκούδα, με υπερβολικό ζήλο. Με περισσότερη ακόμα ψυχρότητα λοιπόν, ο Αρκούδας απάντησε: «Κι εγώ επίσης διαβάζω Αγκάθα Κρίστι! Όταν είμαι κουρασμένος, όταν θέλω να ξαναβουτήξω για λίγο στην παιδική ηλικία. Αν όμως ολόκληρη η ζωή γίνει παιδικό παιχνίδι, τότε ο κόσμος θα καταλήξει να χαθεί ανάμεσα σε γελάκια και τιτιβίσματα».
Ο Πωλ είπε: «Προτιμώ να χαθώ μέσα σε τιτιβίσματα, παρά ακούγοντας το Πένθιμο εμβατήριο τού Σοπέν. Και θα πρόσθετα τούτο: όλο το κακό προέρχεται από αυτό το πένθιμο εμβατήριο που είναι δοξολογία τού θανάτου. Αν υπήρχαν λιγότερα πένθιμα εμβατήρια, μπορεί και να πεθαίναμε λιγότερο. Κατάλαβε αυτό που θέλω να πω: ο σεβασμός τον όποιο εμπνέει η τραγωδία είναι πολύ πιο επικίνδυνος από την ανεμελιά τού τιτιβίσματος ενός παιδιού. Ποιος είναι ο αιώνιος όρος των τραγωδιών; Η ύπαρξη Ιδανικών, των οποίων η άξια θεωρείται ότι υπερτερεί εκείνης τής ανθρώπινης ζωής. Και ποιος είναι ο όρος των πολέμων; Το ίδιο πράγμα. Σε υποχρεώνουν να πεθάνεις επειδή, φαίνεται, υπάρχει κάποιο πράγμα που είναι ανώτερο από τη ζωή σου. Ο πόλεμος δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο στον κόσμο τής τραγωδίας· από την αρχή τής ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν γνώρισε παρά τον τραγικό κόσμο και δεν είναι ικανός να βγει από αυτόν. Η εποχή τής τραγωδίας δεν μπορεί να κλείσει παρά μόνο με μια επανάσταση τής επιπολαιότητας. Από την Ενάτη τού Μπετόβεν, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν παρά τις τέσσερις στροφές τού ύμνου στη χαρά που συνοδεύουν τη διαφήμιση των αρωμάτων Μπέλλα. Αυτό δεν με σκανδαλίζει. Η τραγωδία θα εξαλειφτεί από τον κόσμο σαν μια γριά καμποτίνο που με το χέρι στην καρδιά απαγγέλλει με φωνή τραχιά. Η επιπολαιότητα είναι μια ριζική απισχναντική δίαιτα. Τα πράγματα θα χάσουν το ενενήντα τοις εκατό τού νοήματός τους και θα γίνουν ελαφρά. Σ’ αυτή την αραιωμένη ατμόσφαιρα, ο φανατισμός θα εξαφανιστεί. Ο πόλεμος θα καταστεί αδύνατος.
— Είμαι ευτυχής που βλέπω ότι επιτέλους βρήκες τον τρόπο να καταργήσεις τούς πολέμους, είπε ο Αρκούδας.
— Φαντάζεσαι εσύ τη γαλλική νεολαία έτοιμη να πολεμήσει για την πατρίδα; Στην Ευρώπη ο πόλεμος έχει ήδη γίνει αδιανόητος. Όχι πολιτικά, αλλά ανθρωπολογικά αδιανόητος. Στην Ευρώπη οι άνθρωποι δεν είναι πια ικανοί να κάνουν πόλεμο».
Μη μού πείτε τώρα ότι δυο άνθρωποι που διαφωνούν ριζικά μπορούν και ν’ αγαπιούνται αυτά είναι ιστορίες για παιδιά. Ίσως θα μπορούσαν ν’ αγαπηθούν αν κρατούσαν τη γνώμη τους για τον εαυτό τους ή αν δεν μιλούσαν γι’ αυτήν παρά μόνο σε ευτράπελο τόνο για να τής ελαχιστοποιήσουν τη σημασία (άλλωστε, μέχρι τότε, έτσι μιλούσαν μεταξύ τους ο Πωλ και ο Αρκούδας). Μια φορά όμως να ξεσπάσει η διαμάχη, είναι πια πολύ αργά. Όχι ότι πιστεύουν τόσο πολύ στις απόψεις που υπερασπίζονται, αλλά δεν υποφέρουν το να μην έχουν δίκιο. Και εντούτοις, κοιτάξτε τον συμπυκνωμένο αέρα τής μικρής ομάδας των ακροατών, που είναι στριμωγμένοι γύρω από το τραπέζι! Ακούνε όλοι σιωπηλά ξεχνώντας ακόμα και να ρουφήξουν τον καφέ τους. Και οι δύο αντίπαλοι κρεμιούνται σ’ αυτήν τη μικροσκοπική κοινή γνώμη, η όποια θα αποφασίσει, ότι ο ένας ή ο άλλος είναι ο κάτοχος τής αλήθειας: για τον καθένα από αυτούς, το να τον υποδείξουν ως εκείνον που δεν την κατέχει ισοδυναμεί με απώλεια τής τιμής. Ή με απώλεια ενός μικρού μέρους τού εγώ του. Πράγματι, λίγο τούς ενδιαφέρει η άποψη που υπερασπίζονται. Καθώς όμως την έκαναν ένα χαρακτηριστικό τού εαυτού τους, κάθε προσβολή τής άποψης αυτής είναι ένα τρύπημα στη σάρκα τους.
Κάπου στα τρίσβαθα τής ψυχής του, ο Αρκούδας ήταν ικανοποιημένος που ο Πωλ δεν θα έκανε πια εξεζητημένα σχόλια στο ραδιόφωνο· η φωνή του, γεμάτη αρκουδίσια ξιπασιά, γινόταν πιο χαμηλή, πιο παγερή. Αντίθετα, ο Πωλ ύψωνε τον τόνο και οι ιδέες που τού περνούσαν από το κεφάλι, ήσαν όλο και πιο τραβηγμένες και προκλητικές. «Η μεγάλη κουλτούρα», είπε, «είναι κόρη αυτής τής ευρωπαϊκής διαστροφής που ονομάζουμε Ιστορία: θέλω να πω, αυτή η μανία να πηγαίνουμε όλο προς τα εμπρός, να θεωρούμε τη συνέχεια των γενεών σαν μια σκυταλοδρομία όπου ο καθένας προπορεύεται τού προκατόχου του, για να τον ξεπεράσει ο διάδοχός του. Χωρίς τη σκυταλοδρομία αυτή την οποία ονομάζουμε Ιστορία, δεν θα είχε υπάρξει ευρωπαϊκή τέχνη, ούτε αυτό που την χαρακτηρίζει: η επιθυμία τής πρωτοτυπίας, η επιθυμία τής αλλαγής. Ο Ροβεσπιέρος, ο Ναπολέων, ο Μπετόβεν, ο Στάλιν, ο Πικάσσο, είναι εξίσου σκυταλοδρόμοι, τρέχουν όλοι στο ίδιο στάδιο».
— Πιστεύεις πραγματικά ότι μπορούμε να συγκρίνουμε τον Μπετόβεν με τον Στάλιν; ρώτησε ο Αρκούδας με φανερή ειρωνεία.
—Βέβαια, όσο κι αν αυτό σε σοκάρει. Ο πόλεμος και η κουλτούρα είναι οι δύο πόλοι τής Ευρώπης, ο ουρανός της και η κόλασή της, η δόξα της και η ντροπή της, αλλά δεν μπορεί κανείς να τούς χωρίσει. Όταν θα έχουμε ξεμπερδέψει με τον ένα, θα έχουμε ξεμπερδέψει και με την άλλη, μαζί θα χαθούν. Το γεγονός ότι δεν έχει πια υπάρξει πόλεμος στην Ευρώπη εδώ και πενήντα χρόνια, είναι μυστηριωδώς συνδεδεμένο με το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε, εδώ και πενήντα χρόνια, κανέναν Πικάσσο.
— «Θα σου πω κάτι Πωλ», είπε ο Αρκούδας με μια ανησυχητική βραδύτητα, και θα έλεγε κανείς ότι σήκωνε τη βαριά του πατούσα πριν χτυπήσει: «Αν η μεγάλη κουλτούρα τα ’χει φτύσει, τα ’χεις φτύσει κι εσύ επίσης και οι παράδοξες ιδέες σου μαζί με σένα, γιατί το παράδοξο ως τέτοιο, πηγάζει από τη μεγάλη κουλτούρα και όχι από τα τιτιβίσματα των παιδιών. Με κάνεις να σκέπτομαι αυτούς τούς νέους που κάποτε προσχωρούσαν στη ναζιστικό η στο κομμουνιστικό κίνημα, όχι από επιθυμία να κάνουν κακό ούτε από αριβισμό, αλλά από υπερβολική ευφυΐα. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν απαιτεί περισσότερη προσπάθεια τής σκέψης από την επιχειρηματολογία που προορίζεται να δικαιώσει τη μη σκέψη. Μπόρεσα να το διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια μετά τον πόλεμο, όταν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες έμπαιναν σαν τα βόδια στο κομμουνιστικό κόμμα, το όποιο, ακολούθως, με μεγάλη ευχαρίστηση, τούς εξόντωνε όλους συστηματικά. Κάνεις ακριβώς το ίδιο πράγμα. Είσαι ο πνευματώδης σύμμαχος τού κάθε νεκροθάφτη σου».
15. «Αν η μεγάλη κουλτούρα τα ’χει φτύσει, τα ’χεις φτύσει κι εσύ επίσης και οι παράδοξες ιδέες σου μαζί με σένα» Την άλλη μέρα τα λόγια του Αρκούδα αποδείχθηκαν προφητικά: Ο Πωλ, ξύπνησε με ένα σημείωμα στο χέρι «το ραδιόφωνο δεν έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες σου». Ο χαρακτηρισμός «έτσι γίνεσαι σύμμαχος του κάθε νεκροθάφτη σου» δεν χωρούσε καμιά επεξήγηση.
Από μια παραξενιά των συμπτώσεων, ο φίλος του Πωλ, ο δημοσιογράφος είχε παραλάβει στο ραδιοφωνικό σταθμό στον οποίο εργαζόταν, ένα "δίπλωμα" που τον προήγαγε σε "σκέτο γάιδαρο".
«Οι φιλόσοφοι» γράφει ο Κούντερα, λένε «ότι το μόνο που μετράει είναι αυτό που είμαστε. Με κυνισμό οι εικονολόγοι αποδεικνύουν ότι το αντίθετο αληθεύει: "το εγώ μας είναι μια απλή εμφάνιση, ενώ η πραγματική μας εικόνα, είναι η εικόνα στα μάτια των άλλων" Αρκεί μια κακόβουλη φόρμουλα για να σε μεταμορφώσει, σε μια αξιοθρήνητη καρικατούρα».
Δυο λοιπόν "καρικατούρες", ο Πωλ "νεκροθάφτης τού εαυτού του" και ο Μπερνάρ "σκέτος γάιδαρος", δεν έχουν καμιά παρηγοριά ο ένας για τον άλλο. Μήπως η Ανιές η γυναίκα του Πωλ, έχει;
Για να δούμε τι είπε στον Πωλ για να το εμψυχώσει: «Θέλησαν να κάνουν την εκπομπή πιο αστεία και πιο νεανική». Έπειτα του χάιδεψε τα μαλλιά. Δεν έπρεπε ποτέ να το κάνει αυτό. Μέσα στα μάτια της Ανιές, ο Πωλ είδε την εικόνα του: "την εικόνα ενός ταπεινωμένου ανθρώπου, ούτε νέου πια ούτε αστείου".
Από τη Λώρα δεν υπάρχει καμιά είδους παρηγοριά, γιατί ο Μπερνάρ της απέκρυψε την προαγωγή του.
16. Η αιώνια δίκη τού Γκαίτε για την υπόθεση τής απόρριψης τού έρωτα τής Μπετίνας.
Ο Ρίλκε στις "σημειώσεις τού Μάλτε Λάουριντς Μπρίκε" απηύθυνε στη Μπεττίνα μια μακριά αποστροφή.
Ο Κούντερα παραθέτει ολόκληρο το κείμενο το οποίο περιληπτικά λέει τα εξής « Αυτή η ερωτευμένη (Μπετίνα), τού επιβλήθηκε, όπως είναι επιβεβλημένο ένα καθήκον ή ένα διαγώνισμα, κι αυτός δεν το άντεξε που σημαίνει ακριβώς: δεν κατάφερε να περάσει το διαγώνισμα που ήταν γι᾿ αυτόν η Μπετίνα. Τέτοια αγάπη δεν χρειάζεται απάντηση, έχει μέσα της το κάλεσμα και την απόκριση· εισακούεται μόνη της. Όμως έπρεπε να ταπεινωθεί μπροστά της, και να γράψει ότι υπαγορεύει αυτή που ήρθε να τον καλύψει και να τον τον τραβήξει μέσα στην αιωνιότητα. |
Γράφει ο Κούντερα για τις θέσεις του Ρομαίν Ρολλάν για το ίδιο θέμα:
«Η μαρτυρία τού Ρομαίν Ρολλάν παραπέμπει στη σχέση μεταξύ Γκαίτε, Μπετόβεν, και Μπεττίνας. Ο μυθιστοριογράφος την εξήγησε με λεπτομέρειες στο δοκίμιο "Γκαίτε και Μπετόβεν", πού δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1930. Μολονότι υπάρχουν αποχρώσεις στη στάση του, δεν κρύβει εντούτοις ότι ή συμπάθεια του είναι κυρίως για την Μπεττίνα: ερμηνεύει τα γεγονότα περίπου όπως εκείνη. Ο Γκαίτε τον ενοχλεί, έστω κι αν δεν αρνείται τη μεγαλοσύνη του: η σύνεση, τόσο αισθητική όσο και πολιτική, δεν ταιριάζει απολύτως με τις ιδιοφυΐες. Και ή Χριστιάνε; Α, καλύτερα να μην μιλάει κανείς γι’ αυτήν, είναι ένα "πνευματικό μηδενικό". »Η άποψη αυτή, επαναλαμβάνω, εκφράζεται με λεπτότητα και με μία αίσθηση τού μέτρου. Οι επίγονοι είναι πάντοτε πιο ριζοσπάστες από τούς εμπνευστές τους. Έχω στα χέρια μου μια εκτεταμένη βιογραφία τού Μπετόβεν, πού δημοσιεύθηκε στη Γαλλία στη δεκαετία τού εξήντα. Εκεί γίνεται απερίφραστα λόγος για τη "δειλία" τού Γκαίτε, για τη "δουλικότητά" του, για τον "γεροντικό του φόβο απέναντι σε κάθε καινοτομία". Αντιθέτως, η Μπεττίνα είναι προικισμένη με ένα προσόν να βλέπει καθαρά και μία μαντική δύναμη που περίπου τής έδινε τις διαστάσεις Ιδιοφυΐας. Και η Χριστιάνε, ως συνήθως, δεν είναι παρά μια κακομοίρα "ογκώδης σύζυγος"». |
Πωλ Ελυάρ
Ακόμα κι αν παίρνουν το μέρος της Μπεττίνας, ό Ρίλκε και ό Ρολλάν μιλούν για τον Γκαίτε με σεβασμό. Στο βιβλίο "Τα μονοπάτια και οι δρόμοι τής ποίησης", ο Πωλ Ελυάρ, σαν αληθινός Σαίν-Ζύστ τού έρωτα-ποίηση, δείχνεται πολύ πιο σκληρός: »Ό φημισμένος ποιητής, ο συγγραφέας τού "Βέρθερου" προτιμούσε την οικιακή του γαλήνη από τα δραστικά παραληρήματα τού πάθους. Και όλη η φαντασία, όλο το ταλέντο τής Μπεττίνας δεν θα τον ταράξουν από το ολύμπιο όνειρό του. Αν ό Γκαίτε είχε υποχωρήσει, μπορεί το τραγούδι του να κατέβαινε ως τη γη, αλλά εμείς δεν θα τον αγαπούσαμε λιγότερο γι’ αυτό. Δεν θα είχε μολύνει τον λαό του, με το να τον πείσει ότι μια αδικία είναι προτιμότερη από μία αναταραχή». |
17. Γιατί ο Ρομαίν Ρολλάν ο λάτρης των γυναικών και τού προλεταριάτου, παίρνει τη θέση τής αριστοκράτισσας Μπετίνα και όχι της εργάτριας Χριστιάνε;
Γράφει ο Κούντερα:
«Ο σεβασμός τού Ρομαίν Ρολλάν για τη θηλυκότητα μού φαίνεται λίγο περίεργος. Αυτός πού θαύμαζε την Μπεττίνα για τον απλό λόγο ότι ήταν γυναίκα («ήταν γυναίκα και γι’ αυτό την αγαπάμε»), δεν βρήκε τίποτα το αξιοθαύμαστο στη Χριστιάνε, η όποια εντούτοις, ουδεμία αμφιβολία περί τούτου, ήταν γυναίκα επίσης!
Παραδόξως, ό φίλος των γυναικών και τού προλεταριάτου, ο αγγελιοφόρος τής ισότητας και τής αδελφοσύνης, δεν εκδηλώνει καμία συγκίνηση στην ιδέα ότι ή Χριστιάνε ήταν μια πρώην εργάτρια και ότι ό Γκαίτε απέδειξε ότι είχε θάρρος πέρα από το συνηθισμένο ζώντας ανοιχτά μαζί της, και παντρευόμενός την έπειτα, θα έπρεπε να αντιμετώπισε όχι μόνο τα κουτσομπολιά των σαλονιών τής Βαϊμάρης, αλλά επίσης και την αποδοκιμασία των διανοούμενων φίλων του, τού Χέρντερ και τού Σίλλερ, που θα την κοίταζαν αφ’ υψηλού. Δεν εκπλήσσομαι μαθαίνοντας ότι ή Βαϊμάρη των αριστοκρατών χειροκρότησε τη φράση τής Μπεττίνας πού χαρακτήρισε την Κυρία Γκαίτε "χοντρό λουκάνικο". Εκπλήσσομαι όμως όταν βλέπω να χειροκροτεί ό φίλος των γυναικών και τής εργατικής τάξης. Πώς μπόρεσε να αισθανθεί τόσο κοντινός τής νεαρής αριστοκράτισσας, ή όποια έκανε τέτοια δόλια επίδειξη τής μόρφωσής της μπροστά σε μια απλή γυναίκα»;
Συνεχίζει ο Κούντερα:
«Η Μπεττίνα ήταν είκοσι πέντε χρόνων όταν ένιωσε για πρώτη φορά το χέρι ενός άντρα στο στήθος της, μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Τέπλιτς όπου βρισκόταν μόνη με τον Γκαίτε. Και ό Γκαίτε, αν πιστέψω σ’ αυτό τούς βιογράφους του, δεν γνώρισε τον φυσικό έρωτα παρά κατά την διάρκεια τού περίφημου ταξιδιού του στην Ιταλία, τότε πού ήταν περίπου σαράντα χρόνων. Λίγο αργότερα, στη Βαϊμάρη, συνάντησε μια εργάτρια είκοσι τριών χρόνων πού έγινε και ή πρώτη μόνιμη μαιτρέσα του. Ήταν ή Χριστιάνε Βούλπιους, η οποία, μετά από πολλά χρόνια κοινής ζωής, έγινε γυναίκα του το 1806 και πού, μια μέρα τού έτους 1811, έριξε χάμω τα γυαλιά τής Μπεττίνας. Ήταν πιστή και αφοσιωμένη στον άντρα της (τον προστάτεψε με το κορμί της, λένε, απέναντι στους στρατιώτες τού Ναπολέοντα) και οπωσδήποτε εξαίρετη ερωμένη, όπως φανερώνει το αστείο τού Γκαίτε πού την φώναζε "θησαυρό τού κρεβατιού μου".
»Εντούτοις, στην αγιογραφία τού Γκαίτε, ή Χριστιάνε τοποθετείται πέρα από τον έρωτα.
18. Κατά τον Κούντερα οι μεγάλοι Έρωτες ήταν οι "εξω-συνουσιακοί έρωτες", γι᾿ αυτό ο 20ος αιώνας με την απελευθέρωση τής σεξουαλικότητας δεν έδωσε κανένα καινούργιο νόημα στον έρωτα.
Γράφει ο Κούντερα.
Ο 19ος αιώνας (αλλά και ό δικός μας επίσης πού ή καρδιά του μένει πάντοτε αιχμάλωτη τού προηγούμενου αιώνα) αρνήθηκε να κάνει τη Χριστιάνε να μπει στην πινακοθήκη των ερώτων τού Γκαίτε. Επειδή ήταν ή γυναίκα του, θα πείτε, κι έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε το γάμο σαν κάτι αντιποιητικό. Νομίζω όμως ότι ή πραγματική αιτία είναι πιο βαθιά: το κοινό αρνήθηκε να δει στη Χριστιάνε έναν έρωτα τού Γκαίτε για τον απλούστατο λόγο ότι ό Γκαίτε κοιμόταν μαζί της. Γιατί ό θησαυρός τού έρωτα και ό θησαυρός τού κρεβατιού εμφανίζονται σαν δύο πράγματα ασυμβίβαστα. Αν άρεσε στους συγγραφείς του 19ου αιώνα να τελειώνουν τα μυθιστορήματά τους με γάμους, ήταν για να προστατεύσουν την ιστορία τού έρωτα από τη συνουσία.
»Οι μεγάλες ερωτικές ιστορίες στην Ευρώπη ξετυλίγονται σ’ ένα εξωσυνουσιακό χώρο. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι ό εξωσυνουσιακός έρωτας ήταν αθώος, αγγελικός, παιδικός, καθαρός. Το αντίθετο, έκρυβε οτιδήποτε κολασμένο μπορεί κανείς να φανταστεί σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
Η ευρωπαϊκή έννοια τού έρωτα ριζώνει στο εξωσυνουσιακό έδαφος. Ο 20ός αιώνας, πού καυχιέται ότι απελευθέρωσε τη σεξουαλικότητα και τού αρέσει να χλευάζει τα ρομαντικά συναισθήματα, δεν κατάφερε να δώσει στην έννοια τού έρωτα κανένα καινούργιο νόημα (πρόκειται για ένα από τα ναυάγια αυτού τού αιώνα), έτσι ώστε ένας νέος Ευρωπαίος, όταν νοερά προφέρει αυτή τη μεγάλη λέξη, επανέρχεται στα φτερά τής μαγείας, είτε το θέλει είτε όχι, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου ο Βέρβερος έζησε τον έρωτά του για την Λόττε.
19. Αυτό που παρακινεί τούς ανθρώπους να σηκώνουν τη γροθιά, ν᾿ αρπάζουν ένα τουφέκι, να υπερασπίζονται δίκαιες ή άδικες υποθέσεις, δεν είναι η λογική, αλλά η ψυχή που έχει πάθει υπερτροφία, το παρανάλωμα του εγώ στις φλόγες του.
«Ο Γκαίτε παρότρυνε την Μπεττίνα (σε ένα γράμμα χωρίς ημερομηνία) νά «βγει από τον εαυτό της». Σήμερα θα λέγαμε ότι τής προσήπτε τον εγωκεντρισμό της. Είχε όμως το δικαίωμα; Ποιος ήταν εκείνος πού στάθηκε ολόψυχα στο πλευρό των πατριωτών τού Τυρόλου; Ποιος υπερασπίστηκε τη μνήμη τού Πετέφι; εκείνη ή αυτός; Ποιος σκεπτόταν συνεχώς τούς άλλους; Ποιος από τούς δύο ήταν έτοιμος νά θυσιαστεί;
Η Μπεττίνα. Χωρίς καμιά αμφιβολία. Εντούτοις, ή παρατήρηση τού Γκαίτε δεν είναι ως εκ τούτου άστοχη. Γιατί η Μπεττίνα ουδέποτε βγήκε από το εγώ της. Όπου κι αν πήγε, το εγώ της κυμάτισε πίσω της σαν σημαία. Αυτό πού την παρακίνησε νά σταθεί ολόψυχα στο πλευρό των βουνίσιων τού Τυρόλου, δεν είναι οι βουνίσιοι, αλλά ή συναρπαστική εικόνα τής Μπεττίνας πού είχε παθιαστεί για τον αγώνα των βουνίσιων τού Τυρόλου. Αυτό πού την παρακίνησε ν᾿ αγαπήσει τον Γκαίτε, δεν είναι ο Γκαίτε, αλλά ή σαγηνευτική εικόνα τής Μπεττίνας-παιδιού πού είναι ερωτευμένη με το γέρο ποιητή.
»Το αγόρι πού στα είκοσι χρόνια του γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα ή που, με το τουφέκι στο χέρι, φεύγει για νά ενωθεί με τούς αντάρτες στα βουνά, είναι γοητευμένο από την ίδια του την εικόνα τού επαναστάτη: αυτή είναι πού τον ξεχωρίζει από τούς άλλους, αυτή είναι πού τον κάνει νά γίνεται ο εαυτός του. Στη ρίζα τού αγώνα του βρίσκεται ένας παροξυμμένος και ανικανοποίητος έρωτας του εγώ του, προτού τον στείλει ολοκληρώνοντας τη χειρονομία τής επιθυμίας για αθανασία, στην μεγάλη σκηνή τής Ιστορίας όπου συγκλίνουν χιλιάδες βλέμματα.
»Αυτό που παρακινεί τούς ανθρώπους νά σηκώνουν τη γροθιά, ν’ αρπάζουν ένα τουφέκι, νά υπερασπίζονται μαζί δίκαιες ή άδικες υποθέσεις, δεν είναι ή λογική, αλλά ή ψυχή πού έχει πάθει υπερτροφία. Αυτή είναι το καύσιμο χωρίς το όποιο ο κινητήρας τής Ιστορίας δεν θα μπορούσε νά πάρει εμπρός.
»Η Χριστιάνε δεν υπέφερε από καμιά υπερτροφία τής ψυχής και καθόλου δεν επιθυμούσε νά επιδειχθεί στην μεγάλη σκηνή τής Ιστορίας. Αντίθετα με τον άνθρωπο με την υπερτροφική ψυχή, πού παρανάλωμα στις φλόγες του εγώ του, δεν είναι ποτέ ευτυχισμένος.
»Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο φίλος τής προόδου και των δακρύων, δεν δίστασε λοιπόν ούτε λεπτό όταν χρειάστηκε νά διαλέξει ανάμεσα στη Χριστιάνε και την Μπεττίνα».
Γράφει ο Κούντερα:
«Ο σεβασμός τού Ρομαίν Ρολλάν για τη θηλυκότητα μού φαίνεται λίγο περίεργος. Αυτός πού θαύμαζε την Μπεττίνα για τον απλό λόγο ότι ήταν γυναίκα («ήταν γυναίκα και γι’ αυτό την αγαπάμε»), δεν βρήκε τίποτα το αξιοθαύμαστο στη Χριστιάνε, η όποια εντούτοις, ουδεμία αμφιβολία περί τούτου, ήταν γυναίκα επίσης!
Παραδόξως, ό φίλος των γυναικών και τού προλεταριάτου, ο αγγελιοφόρος τής ισότητας και τής αδελφοσύνης, δεν εκδηλώνει καμία συγκίνηση στην ιδέα ότι ή Χριστιάνε ήταν μια πρώην εργάτρια και ότι ό Γκαίτε απέδειξε ότι είχε θάρρος πέρα από το συνηθισμένο ζώντας ανοιχτά μαζί της, και παντρευόμενός την έπειτα, θα έπρεπε να αντιμετώπισε όχι μόνο τα κουτσομπολιά των σαλονιών τής Βαϊμάρης, αλλά επίσης και την αποδοκιμασία των διανοούμενων φίλων του, τού Χέρντερ και τού Σίλλερ, που θα την κοίταζαν αφ’ υψηλού. Δεν εκπλήσσομαι μαθαίνοντας ότι ή Βαϊμάρη των αριστοκρατών χειροκρότησε τη φράση τής Μπεττίνας πού χαρακτήρισε την Κυρία Γκαίτε "χοντρό λουκάνικο". Εκπλήσσομαι όμως όταν βλέπω να χειροκροτεί ό φίλος των γυναικών και τής εργατικής τάξης. Πώς μπόρεσε να αισθανθεί τόσο κοντινός τής νεαρής αριστοκράτισσας, ή όποια έκανε τέτοια δόλια επίδειξη τής μόρφωσής της μπροστά σε μια απλή γυναίκα»;
Συνεχίζει ο Κούντερα:
«Η Μπεττίνα ήταν είκοσι πέντε χρόνων όταν ένιωσε για πρώτη φορά το χέρι ενός άντρα στο στήθος της, μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Τέπλιτς όπου βρισκόταν μόνη με τον Γκαίτε. Και ό Γκαίτε, αν πιστέψω σ’ αυτό τούς βιογράφους του, δεν γνώρισε τον φυσικό έρωτα παρά κατά την διάρκεια τού περίφημου ταξιδιού του στην Ιταλία, τότε πού ήταν περίπου σαράντα χρόνων. Λίγο αργότερα, στη Βαϊμάρη, συνάντησε μια εργάτρια είκοσι τριών χρόνων πού έγινε και ή πρώτη μόνιμη μαιτρέσα του. Ήταν ή Χριστιάνε Βούλπιους, η οποία, μετά από πολλά χρόνια κοινής ζωής, έγινε γυναίκα του το 1806 και πού, μια μέρα τού έτους 1811, έριξε χάμω τα γυαλιά τής Μπεττίνας. Ήταν πιστή και αφοσιωμένη στον άντρα της (τον προστάτεψε με το κορμί της, λένε, απέναντι στους στρατιώτες τού Ναπολέοντα) και οπωσδήποτε εξαίρετη ερωμένη, όπως φανερώνει το αστείο τού Γκαίτε πού την φώναζε "θησαυρό τού κρεβατιού μου".
»Εντούτοις, στην αγιογραφία τού Γκαίτε, ή Χριστιάνε τοποθετείται πέρα από τον έρωτα.
18. Κατά τον Κούντερα οι μεγάλοι Έρωτες ήταν οι "εξω-συνουσιακοί έρωτες", γι᾿ αυτό ο 20ος αιώνας με την απελευθέρωση τής σεξουαλικότητας δεν έδωσε κανένα καινούργιο νόημα στον έρωτα.
Γράφει ο Κούντερα.
Ο 19ος αιώνας (αλλά και ό δικός μας επίσης πού ή καρδιά του μένει πάντοτε αιχμάλωτη τού προηγούμενου αιώνα) αρνήθηκε να κάνει τη Χριστιάνε να μπει στην πινακοθήκη των ερώτων τού Γκαίτε. Επειδή ήταν ή γυναίκα του, θα πείτε, κι έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε το γάμο σαν κάτι αντιποιητικό. Νομίζω όμως ότι ή πραγματική αιτία είναι πιο βαθιά: το κοινό αρνήθηκε να δει στη Χριστιάνε έναν έρωτα τού Γκαίτε για τον απλούστατο λόγο ότι ό Γκαίτε κοιμόταν μαζί της. Γιατί ό θησαυρός τού έρωτα και ό θησαυρός τού κρεβατιού εμφανίζονται σαν δύο πράγματα ασυμβίβαστα. Αν άρεσε στους συγγραφείς του 19ου αιώνα να τελειώνουν τα μυθιστορήματά τους με γάμους, ήταν για να προστατεύσουν την ιστορία τού έρωτα από τη συνουσία.
»Οι μεγάλες ερωτικές ιστορίες στην Ευρώπη ξετυλίγονται σ’ ένα εξωσυνουσιακό χώρο. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι ό εξωσυνουσιακός έρωτας ήταν αθώος, αγγελικός, παιδικός, καθαρός. Το αντίθετο, έκρυβε οτιδήποτε κολασμένο μπορεί κανείς να φανταστεί σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
Η ευρωπαϊκή έννοια τού έρωτα ριζώνει στο εξωσυνουσιακό έδαφος. Ο 20ός αιώνας, πού καυχιέται ότι απελευθέρωσε τη σεξουαλικότητα και τού αρέσει να χλευάζει τα ρομαντικά συναισθήματα, δεν κατάφερε να δώσει στην έννοια τού έρωτα κανένα καινούργιο νόημα (πρόκειται για ένα από τα ναυάγια αυτού τού αιώνα), έτσι ώστε ένας νέος Ευρωπαίος, όταν νοερά προφέρει αυτή τη μεγάλη λέξη, επανέρχεται στα φτερά τής μαγείας, είτε το θέλει είτε όχι, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου ο Βέρβερος έζησε τον έρωτά του για την Λόττε.
19. Αυτό που παρακινεί τούς ανθρώπους να σηκώνουν τη γροθιά, ν᾿ αρπάζουν ένα τουφέκι, να υπερασπίζονται δίκαιες ή άδικες υποθέσεις, δεν είναι η λογική, αλλά η ψυχή που έχει πάθει υπερτροφία, το παρανάλωμα του εγώ στις φλόγες του.
«Ο Γκαίτε παρότρυνε την Μπεττίνα (σε ένα γράμμα χωρίς ημερομηνία) νά «βγει από τον εαυτό της». Σήμερα θα λέγαμε ότι τής προσήπτε τον εγωκεντρισμό της. Είχε όμως το δικαίωμα; Ποιος ήταν εκείνος πού στάθηκε ολόψυχα στο πλευρό των πατριωτών τού Τυρόλου; Ποιος υπερασπίστηκε τη μνήμη τού Πετέφι; εκείνη ή αυτός; Ποιος σκεπτόταν συνεχώς τούς άλλους; Ποιος από τούς δύο ήταν έτοιμος νά θυσιαστεί;
Η Μπεττίνα. Χωρίς καμιά αμφιβολία. Εντούτοις, ή παρατήρηση τού Γκαίτε δεν είναι ως εκ τούτου άστοχη. Γιατί η Μπεττίνα ουδέποτε βγήκε από το εγώ της. Όπου κι αν πήγε, το εγώ της κυμάτισε πίσω της σαν σημαία. Αυτό πού την παρακίνησε νά σταθεί ολόψυχα στο πλευρό των βουνίσιων τού Τυρόλου, δεν είναι οι βουνίσιοι, αλλά ή συναρπαστική εικόνα τής Μπεττίνας πού είχε παθιαστεί για τον αγώνα των βουνίσιων τού Τυρόλου. Αυτό πού την παρακίνησε ν᾿ αγαπήσει τον Γκαίτε, δεν είναι ο Γκαίτε, αλλά ή σαγηνευτική εικόνα τής Μπεττίνας-παιδιού πού είναι ερωτευμένη με το γέρο ποιητή.
»Το αγόρι πού στα είκοσι χρόνια του γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα ή που, με το τουφέκι στο χέρι, φεύγει για νά ενωθεί με τούς αντάρτες στα βουνά, είναι γοητευμένο από την ίδια του την εικόνα τού επαναστάτη: αυτή είναι πού τον ξεχωρίζει από τούς άλλους, αυτή είναι πού τον κάνει νά γίνεται ο εαυτός του. Στη ρίζα τού αγώνα του βρίσκεται ένας παροξυμμένος και ανικανοποίητος έρωτας του εγώ του, προτού τον στείλει ολοκληρώνοντας τη χειρονομία τής επιθυμίας για αθανασία, στην μεγάλη σκηνή τής Ιστορίας όπου συγκλίνουν χιλιάδες βλέμματα.
»Αυτό που παρακινεί τούς ανθρώπους νά σηκώνουν τη γροθιά, ν’ αρπάζουν ένα τουφέκι, νά υπερασπίζονται μαζί δίκαιες ή άδικες υποθέσεις, δεν είναι ή λογική, αλλά ή ψυχή πού έχει πάθει υπερτροφία. Αυτή είναι το καύσιμο χωρίς το όποιο ο κινητήρας τής Ιστορίας δεν θα μπορούσε νά πάρει εμπρός.
»Η Χριστιάνε δεν υπέφερε από καμιά υπερτροφία τής ψυχής και καθόλου δεν επιθυμούσε νά επιδειχθεί στην μεγάλη σκηνή τής Ιστορίας. Αντίθετα με τον άνθρωπο με την υπερτροφική ψυχή, πού παρανάλωμα στις φλόγες του εγώ του, δεν είναι ποτέ ευτυχισμένος.
»Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο φίλος τής προόδου και των δακρύων, δεν δίστασε λοιπόν ούτε λεπτό όταν χρειάστηκε νά διαλέξει ανάμεσα στη Χριστιάνε και την Μπεττίνα».
20. Η Ανιές στις Άλπεις κοντά σε ότι αγάπησε ο πατέρας της: τη μοναξιά, τούς δρόμους μέσα στη φύση (στο δρόμο η ομορφιά είναι συνεχής, ενώ η οδός είναι μια απλή γραμμή που συνδέει δύο σημεία. Είναι μια υποτίμηση τού χώρου).
Ο Πωλ και η Λώρα διακοπές στη θάλασσα, η Ανιές στις Άλπεις στο ξενοδοχείο που σύχναζε δυο τρεις φορές το χρόνο, σαν μια "πειραματική μοναξιά" μακριά από τον άντρα της και την κόρη της τη Μπριζίτ, αλλά αυτή τη φορά θα είναι η τελευταία στο ξενοδοχείο, αφού σε λίγο πρόκειται να εγκατασταθεί μόνιμα στη Βέρνη σταλμένη από την εταιρία στην οποία εργαζόταν. Έτσι οι προσπάθειες για μια "πειραματική μοναξιά" θα έχουν τώρα μια κάλυψη με την επίφαση των επαγγελματικών κινήτρων.
Η Ανιές θυμάται, το ταξίδι της στις Άλπεις με τον Πωλ, πάνω στη μεγάλη μοτοσυκλέτα, ήταν κάπου είκοσι πέντε ήδη χρόνια πριν. Ο Πωλ αγαπούσε τη θάλασσα, τα βουνά δεν τού έλεγαν τίποτα. Ήθελε νά τον κάνει ν’ αγαπήσει τον κόσμο της ήθελε εκείνος νά εκστασιάζεται μπροστά στα δέντρα και στα λιβάδια. Η μοτοσυκλέτα ήταν σταματημένη στην άκρη τού δρόμου, και ο Πωλ έλεγε:
21. Ο Κος Κούντερα σαν κανονικός ήρωας τού μυθιστορήματος συζητάει με ένα περίεργο φίλο του, τον Αβενάριο για το Μυθιστόρημα "Αθανασία".
Κος Κούντερα: «Η δραματική ένταση είναι η αληθινή κατάρα τού μυθιστορήματος. Καθώς το καταβροχθίζει η φωτιά τής ίδιας του τής έντασης, καίγεται σαν ένα δεμάτι άχυρα».
Διάλογος μεταξύ τού Κούντερα ήρωα τού μυθιστορήματος και του Αβενάριου. Μιλάει πρώτος ο Κούντερα:
-- «Είμαι σαν κι εσένα, αγαπώ τον Αλέξανδρο Δουμά, είπα. Εντούτοις, λυπάμαι πού σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα πού είναι γραμμένα ως σήμερα, υπακούουν πάρα πολύ στον κανόνα τής ενότητας τής δράσης. Θέλω νά πω ότι είναι θεμελιωμένα όλα σε ένα και μοναδικό αιτιακό ειρμό πράξεων και γεγονότων. Η δραματική ένταση είναι ή αληθινή κατάρα τού μυθιστορήματος γιατί μεταμορφώνει τα πάντα, ακόμα και τις ωραιότερες σελίδες, ακόμα και τις πιο εκπληκτικές σκηνές και παρατηρήσεις, σε ένα απλό σταθμό πού οδηγεί στην τελική έκβαση, όπου συνοψίζεται το νόημα όλων όσων προηγήθηκαν. Καθώς το καταβροχθίζει ή φωτιά τής ίδιας τής έντασής του, το μυθιστόρημα καταναλώνεται σαν δεμάτι από άχυρα.
— Ακούγοντάς σε, είπε δειλά ο καθηγητής Αβενάριος, φοβάμαι μήπως το μυθιστόρημά σου είναι ανιαρό.
— Πρέπει λοιπόν νά βρίσκουμε ανιαρό καθετί πού δεν είναι φρενιτιώδης δρόμος προς την τελική έκβαση; Το μυθιστόρημα δεν μπορεί νά μοιάζει με ποδηλατοδρομία, αλλά μ’ ένα συμπόσιο όπου σερβίρονται πολλά πιάτα. Περιμένω με ανυπομονησία το έκτο μέρος. Ένα καινούργιο πρόσωπο θα ξεπηδήσει στο μυθιστόρημά μου. Και στο τέλος αυτού τού έκτου μέρους, θα φύγει όπως είχε έρθει, χωρίς ν' αφήσει ίχνη. Δεν είναι αιτία κανενός πράγματος και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα. Είναι ακριβώς αυτό πού μού αρέσει. Θα είναι ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, και η πιο θλιβερή ερωτική ιστορία πού θα έχω ποτέ γράψει. Ακόμα κι εσένα, θα σού φέρει θλίψη».
Ο Αβενάριος κράτησε μια αμήχανη σιωπή, έπειτα με ρώτησε ευγενικά: «Και ποιος θα είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος σου;»
—"Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι".
— Μα αυτός ο τίτλος υπάρχει ήδη.
— Ναι, είναι δικός μου! Όμως, την εποχή εκείνη είχα κάνει λάθος στον τίτλο. Έπρεπε νά ανήκει στο μυθιστόρημα πού γράφω τώρα».
Σχόλιο δικό μου: Νομίζω, ότι εδώ ο Κούντερα "ειρωνεύεται" ή παίζει με τον αναγνώστη. Αφήνω την δραματική ένταση και πλοκή η οποία δεν χρειάζεται συνήγορο τον ίδιο τον Κούντερα για να διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι στην "Αθανασία" είναι ανύπαρκτη. Είναι τι κάνει "νιάου-νιάου" στα κεραμίδια.
Η ειρωνεία για την οποία μιλάω είναι που ο συγγραφέας προαναγγέλλει την εμφάνιση και έκλειψη ενός καινούργιου ήρωα στο 6ο κεφάλαιο. Θα είναι ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, και ή πιο θλιβερή ερωτική ιστορία πού θα έχω ποτέ γράψει. Ακόμα κι εσένα, θα σου φέρει θλίψη». Όλο το 6ο κεφάλαιο είναι εμετικό, φτηνό, και φαλλοκρατικό, γι᾿ αυτό μιλάω και για ειρωνεία.
22. Δεν υπάρχει αυθεντικός ερωτισμός χωρίς τη τέχνη τού διφορούμενου. (παιδιά, το αγόρι ο γιατρός, το κορίτσι η άρρωστη). Η Λώρα είναι η τοξικομανής τού διφορούμενου. Κάθεται στα γόνατα του Πωλ, όχι με την ιδιότητα τής ερωμένης αλλά τής κουνιάδας. Τελικά με την "προσθετική μέθοδο" κλέβει τον άντρα τής αδελφής της.
Η Λώρα, δια της "προσθετικής μεθόδου" μετά το Μπερνάρ και την εγκατάλειψή της από αυτόν, προσθέτει στη συλλογή της και τον άντρα τής αδελφής της. Λογικό να πέσει στην αγκαλιά τού παρηγορητή της, μετά από την προσπάθεια αυτού και τής Ανιές, να την αποτρέψουν από την αυτοκτονία, για την οποία η Ανιές λέει: «Σκέφτεται την αυτοκτονία γιατί είναι γι᾿ αυτήν ένας τρόπος να μείνει. Να μείνει μαζί με το Μπερνάρ. Να μείνει μαζί μας. Να εγγραφεί για πάντα στη μνήμη μας. Να μάς συνθλίψει».
Άλλωστε όταν πρώτη φορά η Ανιές της γνώρισε τον Πωλ, η Λώρα είχε ακούσει μες᾿ στο κεφάλι της τις ίδιες ακριβώς λέξεις που ο Ναπολέων είχε πει για τον Γκαίτε: «Να ένας άντρας»
Όπως στη "μεγάλη Αθανασία" η Χριστιάνε η γυναίκα του Γκαίτε, είχε σπάσει τα γυαλιά της Μπετίνας, στη "μικρή Αθανασία" η Ανιές σπάει τα γυαλιά της Λώρας, αυτό το «σύμβολο τής οδύνης, αυτά τα μεταμορφωμένα δάκρυα», όπως τα θεωρεί η Ανιές.
23. Οι απόψεις του Πωλ για τα λιβάδια και τα δάση. «Ένα λιβάδι δεν είναι παρά ένα πεδίο οδύνης (αλληφάγωμα των ζώων). Η κάλυψη τής γης με μπετόν, ήταν για κείνον, σαν να είχε χτίσει ζωντανή μια άγρια φόνισσα».
«Ένα λιβάδι δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα πεδίο οδύνης. Μέσα σ’ αυτή την ωραία πρασινάδα, ένα πλάσμα πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο, τα μυρμήγκια καταβροχθίζουν ζωντανά τα σκουλήκια, τα πουλιά καραδοκούν μεσούρανα, παραμονεύοντας μια νυφίτσα ή ένα ποντίκι.. Βρίσκω απωθητικό τον αφελή σεβασμό πού έχουμε για τη φύση. Πιστεύεις ότι ανάμεσα στις μασέλες μιας τίγρης, μια ελαφίνα θα είναι λιγότερο τρομαγμένη από ό,τι θα ήσουν εσύ ή ίδια; Αν ο κόσμος υποστηρίζει ότι ένα ζώο δεν μπορεί νά υποφέρει όσο ένας άνθρωπος, είναι επειδή οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν νά υποφέρουν την ιδέα νά ζουν μέσα σε μια φύση πού, δεν είναι παρά θηριωδία, τίποτ' άλλο από θηριωδία.
»Ο Πωλ ένιωθε ευτυχία βλέποντας τον άνθρωπο νά καλύπτει σιγά σιγά τη γη με μπετόν. Ήταν για εκείνον σαν νά είχε κάποιος χτίσει ζωντανή μια άγρια φόνισσα. Η Ανιές τον καταλάβαινε πάρα πολύ καλά, ώστε νά μην μπορεί εκείνος νά κρύψει την αποστροφή αυτή για τη φύση, πού ήταν, για νά το πούμε έτσι, ριζωμένη στην καλοσύνη του. Ίσως όμως νά ήταν μάλλον ή αρκετά συνηθισμένη ζήλια ενός συζύγου πού προσπαθεί μια για πάντα ν’ αποσπάσει τη γυναίκα του από τον πατέρα. Γιατί ήταν από τον πατέρα της πού η Ανιές είχε κληρονομήσει την αγάπη για τη φύση. Με τη δική του συνοδεία είχε διατρέξει χιλιόμετρα και χιλιόμετρα δρόμων, θαυμάζοντας τη σιωπή των δασών».
24. Το τυχαίο. Ο θάνατος τής Ανιές.
Ύστερα από τρεις μέρες μόνη της στις Άλπεις, η Ανιές αργοπορεί ακόμη λίγο στα βουνά, απολαμβάνοντας την ομορφιά και τη γαλήνη τού τοπίου.
«Ξαπλωμένη στο χορτάρι, με το μονότονο τραγούδι τού ρυακιού νά την διαπερνά και νά παρασύρει το εγώ της, το ρύπο τού εγώ της, η Ανιές έπαιρνε το μέρος αυτού τού στοιχειώδους είναι, πού εκδηλώνεται στη φωνή τού χρόνου πού τρέχει και στο γαλάζιο τ’ ουρανού, ήξερε πια ότι τίποτα ωραιότερο δεν υπάρχει.
Ο επαρχιακός δρόμος όπου κυλάει τώρα είναι ήρεμος· μακρινά, απέραντα μακρινά, λάμπουν τ’ αστέρια. Η Ανιές λέει στον εαυτό της: Να ζεις, δεν υπάρχει καμιά ευτυχία σ’ αυτό. Να ζεις : νά περιφέρεις στον κόσμο το επώδυνο εγώ σου.
Αλλά νά είσαι, νά είσαι είναι ευτυχία. Είναι: το νά μεταμορφώνεσαι σε κρήνη, σε πέτρινη δεξαμενή μέσα στην οποία το σύμπαν κατεβαίνει σαν χλιαρή βροχή».
Μια άλλη κοπέλα αποφασισμένη να αυτοκτονήσει, βρίσκεται στη μέση τής ασφάλτου..
Η ΚΟΠΈΛΑ περπάτησε για πολύ ακόμα, με πληγωμένα τα πόδια, παραπατώντας, έπειτα κάθισε πάνω στην άσφαλτο στη μέση της δεξιάς μεριάς τού δρόμου. Είχε το κεφάλι της χωμένο ανάμεσα στους ώμους, τη μύτη πάνω στα γόνατα, και κυρτώνοντας τη ράχη την ένιωθε να καίει στην ιδέα ότι την εξέθετε στο μέταλλο, στη λαμαρίνα, στο χτύπημα. Κουβαριαζόταν, βαθουλώνοντας ακόμα πιο πολύ το ταλαίπωρο και αδύνατο στέρνο της, όπου υψωνόταν, πικρή, η φλόγα τού πονεμένου εγώ που την εμπόδιζε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της. Επιθυμούσε να συνθλιβεί κάτω από το χτύπημα κι αυτή η φλόγα να σβήσει.
Ακούγοντας να πλησιάζει ένα αυτοκίνητο, κουβαριάστηκε ακόμα περισσότερο, ο θόρυβος έγινε αφόρητος, αλλά αντί για την αναμενόμενη σύγκρουση δεν ένιωσε δεξιά της παρά μόνο μια δυνατή ριπή ανέμου, που την έκανε να στριφογυρίσει ελαφρά γύρω από τον άξονά της. Ακούστηκε ένα τρίξιμο από λάστιχα, έπειτα ένας τεράστιος κρότος· δεν είδε τίποτα γιατί κράτησε τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο κρυμμένο ανάμεσα στα γόνατά της, χώρια που ήταν κατάπληκτη που βρισκόταν ακόμα στη ζωή και καθισμένη όπως πριν.
Και πάλι, ξεχώρισε το θόρυβο ενός κινητήρα που πλησίαζε· τη φορά αυτή είχε κολλήσει στο έδαφος και το χτύπημα ακούστηκε πολύ κοντά, το ακολούθησε αμέσως μια φωνή, μια φωνή απερίγραπτη, μια τρομερή φωνή που την έκανε να αναπηδήσει. Έμεινε όρθια στη μέση του έρημου δρόμου· σε διακόσια μέτρα περίπου είδε τις φλόγες, ενώ από ένα πιο κοντινό σημείο ανέβαινε πάντα, από το χαντάκι ως τον σκοτεινό ουρανό, η ίδια τρομερή φωνή.
Ένα τρίτο αυτοκίνητο την τύφλωσε με τούς προβολείς του. Θα ήθελε να κάνει στην άκρη, αλλά δεν ήξερε από ποια μεριά να πηδήξει· άκουσε ένα τρίξιμο από λάστιχα, το αυτοκίνητο την απέφυγε και έγινε το ατύχημα. Τότε, η κραυγή που είχε στο λαρύγγι επιτέλους ξύπνησε. Από το χαντάκι, πάντοτε στο ίδιο μέρος, ανέβαινε ένα αδιάκοπο ουρλιαχτό, στο οποίο, επιτέλους, βάλθηκε να απαντάει.
Έπειτα γύρισε την πλάτη και έφυγε. Έφυγε ουρλιάζοντας, μαγεμένη που η τόσο αδύναμη φωνή της μπόρεσε να βγάλει μια τέτοια κραυγή. Στο σημείο που ο επαρχιακός δρόμος συναντούσε τον αυτοκινητόδρομο, ορθωνόταν ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Η κοπέλα σήκωσε το ακουστικό: «Εμπρός! εμπρός!» Στην άλλη άκρη του σύρματος, μια φωνή απάντησε. «Έγινε ένα δυστύχημα», είπε εκείνη. Η φωνή ρώτησε που, αλλά, καθώς δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, ακούμπησε το ακουστικό και ξανάφυγε τρέχοντας προς την πόλη που είχε το απόγευμα εγκαταλείψει. Η Ανιές είχε σκοτωθεί.
25. Στο έκτο μέρος του βιβλίου, (στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως) ο Κούντερα μιλάει σ᾿ ένα εμβόλιμο επεισόδιο, για κάποιον Ρούμπενς. Είναι το χειρότερο μέρος του βιβλίου. Ανιαρό, φλύαρο, κοινότυπο, κυνικό, φαλλοκρατικό, α-νόητο, γι αυτό θα κρατήσω μόνο, όσα γράφει ο ίδιος ο Κούντερα σχετικά με την Ποιητική του Αριστοτέλη, που υπονομεύουν το ίδιο το βιβλίο "Αθανασία": «Του Αριστοτέλη δεν τού αρέσει το επεισόδιο….. Καθώς δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα, βρίσκεται έξω από τον αιτιακό ειρμό που είναι μια ιστορία. Όπως ένα στείρο τυχαίο μπορεί να αφαιρεθεί, χωρίς η αφήγηση να γίνει ακατανόητη· στη ζωή των προσώπων η αφαίρεση του δεν αφήνει κανένα ίχνος».
Ο Αριστοτέλης, μάς δίδει το δικαίωμα να το αγνοήσουμε, όχι βέβαια κι ο Κούντερα ο οποίος γράφει ότι «και ένα επεισοδιακό συμβάν μπορεί να περιέχει μια αιτιακή δυνητικότητα ικανή να αφυπνισθεί κάποια μέρα»
26. Στο έβδομο μέρος, συναντιούνται ο Κος Κούντερα (σαν ήρωας του μυθιστορήματος "Αθανασία" που τελείωσε), με τον κυνικό του φίλο Αβενάριο στην πισίνα ξενοδοχείου, για να γιορτάσουν το γεγονός. Συναντούν εκεί τον Πωλ, και ό Κούντερα σαν συγγραφέας πια, βάζει στο στόμα του Πωλ τα εξής λόγια:
«Να τελειώσουμε μια για πάντα με την τρομοκρατία των νεκρών. Να νικήσουμε την αλαζονική εξουσία κάθε Ενάτης συμφωνίας και κάθε Φάουστ»
Βάζει ο Κούντερα και άλλα στο στόμα του Πωλ, που ευτυχώς για τον Κούντερα τον παρουσιάζει μεθυσμένο. Να τα παρακάτω:
Ο Πωλ εξακολούθησε: «Δεν αμφισβητώ την τελειότητα όλων αυτών των συμφωνιών. Αμφισβητώ απλώς τη σημασία αυτής τής τελειότητας. Αυτές οι πανυπέροχες συμφωνίες δεν είναι παρά καθεδρικοί ναοί τού ανώφελου. Είναι απροσπέλαστες για τον άνθρωπο. Είναι απάνθρωπες. Ανέκαθεν υπερβάλλουμε για τί σημασία τους. Μάς έχουν δώσει ένα αίσθημα κατωτερότητας. Η Ευρώπη συρρίκνωσε την Ευρώπη σε πενήντα μεγαλοφυή έργα, τα όποια ουδέποτε κατάλαβε. Συνειδητοποιείστε αυτή την εξοργιστική ανισότητα: εκατομμύρια Ευρωπαίοι πού δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα, απέναντι σε πενήντα ονόματα πού τα αντιπροσωπεύουν όλα! Η ανισότητα τών τάξεων είναι ένα συμβάν ελάσσονος σημασίας, αν συγκριθεί με αυτή τη μεταφυσική ανισότητα πού μεταμορφώνει τούς μεν σε κόκκους άμμου, ενώ επενδύει τούς δε με το νόημα τού είναι».
Ένα μυθιστόρημα που περισσότερο έχει δοκιμιακό χαραχτήρα, αφού καταργεί προγραμματικά όλες τις συμβάσεις τού μυθιστορήματος, ψυχρό, χωρίς αισθήματα. Η μόνη τρυφερή σχέση που υπάρχει στο μυθιστόρημα είναι η σχέση τής Ανιές με τον πατέρα της. Δεν παύει βέβαια να είναι μια πλούσια πηγή σκέψεων για πολλά σοβαρά θέματα.
Ο Πωλ και η Λώρα διακοπές στη θάλασσα, η Ανιές στις Άλπεις στο ξενοδοχείο που σύχναζε δυο τρεις φορές το χρόνο, σαν μια "πειραματική μοναξιά" μακριά από τον άντρα της και την κόρη της τη Μπριζίτ, αλλά αυτή τη φορά θα είναι η τελευταία στο ξενοδοχείο, αφού σε λίγο πρόκειται να εγκατασταθεί μόνιμα στη Βέρνη σταλμένη από την εταιρία στην οποία εργαζόταν. Έτσι οι προσπάθειες για μια "πειραματική μοναξιά" θα έχουν τώρα μια κάλυψη με την επίφαση των επαγγελματικών κινήτρων.
Η Ανιές θυμάται, το ταξίδι της στις Άλπεις με τον Πωλ, πάνω στη μεγάλη μοτοσυκλέτα, ήταν κάπου είκοσι πέντε ήδη χρόνια πριν. Ο Πωλ αγαπούσε τη θάλασσα, τα βουνά δεν τού έλεγαν τίποτα. Ήθελε νά τον κάνει ν’ αγαπήσει τον κόσμο της ήθελε εκείνος νά εκστασιάζεται μπροστά στα δέντρα και στα λιβάδια. Η μοτοσυκλέτα ήταν σταματημένη στην άκρη τού δρόμου, και ο Πωλ έλεγε:
21. Ο Κος Κούντερα σαν κανονικός ήρωας τού μυθιστορήματος συζητάει με ένα περίεργο φίλο του, τον Αβενάριο για το Μυθιστόρημα "Αθανασία".
Κος Κούντερα: «Η δραματική ένταση είναι η αληθινή κατάρα τού μυθιστορήματος. Καθώς το καταβροχθίζει η φωτιά τής ίδιας του τής έντασης, καίγεται σαν ένα δεμάτι άχυρα».
Διάλογος μεταξύ τού Κούντερα ήρωα τού μυθιστορήματος και του Αβενάριου. Μιλάει πρώτος ο Κούντερα:
-- «Είμαι σαν κι εσένα, αγαπώ τον Αλέξανδρο Δουμά, είπα. Εντούτοις, λυπάμαι πού σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα πού είναι γραμμένα ως σήμερα, υπακούουν πάρα πολύ στον κανόνα τής ενότητας τής δράσης. Θέλω νά πω ότι είναι θεμελιωμένα όλα σε ένα και μοναδικό αιτιακό ειρμό πράξεων και γεγονότων. Η δραματική ένταση είναι ή αληθινή κατάρα τού μυθιστορήματος γιατί μεταμορφώνει τα πάντα, ακόμα και τις ωραιότερες σελίδες, ακόμα και τις πιο εκπληκτικές σκηνές και παρατηρήσεις, σε ένα απλό σταθμό πού οδηγεί στην τελική έκβαση, όπου συνοψίζεται το νόημα όλων όσων προηγήθηκαν. Καθώς το καταβροχθίζει ή φωτιά τής ίδιας τής έντασής του, το μυθιστόρημα καταναλώνεται σαν δεμάτι από άχυρα.
— Ακούγοντάς σε, είπε δειλά ο καθηγητής Αβενάριος, φοβάμαι μήπως το μυθιστόρημά σου είναι ανιαρό.
— Πρέπει λοιπόν νά βρίσκουμε ανιαρό καθετί πού δεν είναι φρενιτιώδης δρόμος προς την τελική έκβαση; Το μυθιστόρημα δεν μπορεί νά μοιάζει με ποδηλατοδρομία, αλλά μ’ ένα συμπόσιο όπου σερβίρονται πολλά πιάτα. Περιμένω με ανυπομονησία το έκτο μέρος. Ένα καινούργιο πρόσωπο θα ξεπηδήσει στο μυθιστόρημά μου. Και στο τέλος αυτού τού έκτου μέρους, θα φύγει όπως είχε έρθει, χωρίς ν' αφήσει ίχνη. Δεν είναι αιτία κανενός πράγματος και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα. Είναι ακριβώς αυτό πού μού αρέσει. Θα είναι ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, και η πιο θλιβερή ερωτική ιστορία πού θα έχω ποτέ γράψει. Ακόμα κι εσένα, θα σού φέρει θλίψη».
Ο Αβενάριος κράτησε μια αμήχανη σιωπή, έπειτα με ρώτησε ευγενικά: «Και ποιος θα είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος σου;»
—"Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι".
— Μα αυτός ο τίτλος υπάρχει ήδη.
— Ναι, είναι δικός μου! Όμως, την εποχή εκείνη είχα κάνει λάθος στον τίτλο. Έπρεπε νά ανήκει στο μυθιστόρημα πού γράφω τώρα».
Σχόλιο δικό μου: Νομίζω, ότι εδώ ο Κούντερα "ειρωνεύεται" ή παίζει με τον αναγνώστη. Αφήνω την δραματική ένταση και πλοκή η οποία δεν χρειάζεται συνήγορο τον ίδιο τον Κούντερα για να διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι στην "Αθανασία" είναι ανύπαρκτη. Είναι τι κάνει "νιάου-νιάου" στα κεραμίδια.
Η ειρωνεία για την οποία μιλάω είναι που ο συγγραφέας προαναγγέλλει την εμφάνιση και έκλειψη ενός καινούργιου ήρωα στο 6ο κεφάλαιο. Θα είναι ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, και ή πιο θλιβερή ερωτική ιστορία πού θα έχω ποτέ γράψει. Ακόμα κι εσένα, θα σου φέρει θλίψη». Όλο το 6ο κεφάλαιο είναι εμετικό, φτηνό, και φαλλοκρατικό, γι᾿ αυτό μιλάω και για ειρωνεία.
22. Δεν υπάρχει αυθεντικός ερωτισμός χωρίς τη τέχνη τού διφορούμενου. (παιδιά, το αγόρι ο γιατρός, το κορίτσι η άρρωστη). Η Λώρα είναι η τοξικομανής τού διφορούμενου. Κάθεται στα γόνατα του Πωλ, όχι με την ιδιότητα τής ερωμένης αλλά τής κουνιάδας. Τελικά με την "προσθετική μέθοδο" κλέβει τον άντρα τής αδελφής της.
Η Λώρα, δια της "προσθετικής μεθόδου" μετά το Μπερνάρ και την εγκατάλειψή της από αυτόν, προσθέτει στη συλλογή της και τον άντρα τής αδελφής της. Λογικό να πέσει στην αγκαλιά τού παρηγορητή της, μετά από την προσπάθεια αυτού και τής Ανιές, να την αποτρέψουν από την αυτοκτονία, για την οποία η Ανιές λέει: «Σκέφτεται την αυτοκτονία γιατί είναι γι᾿ αυτήν ένας τρόπος να μείνει. Να μείνει μαζί με το Μπερνάρ. Να μείνει μαζί μας. Να εγγραφεί για πάντα στη μνήμη μας. Να μάς συνθλίψει».
Άλλωστε όταν πρώτη φορά η Ανιές της γνώρισε τον Πωλ, η Λώρα είχε ακούσει μες᾿ στο κεφάλι της τις ίδιες ακριβώς λέξεις που ο Ναπολέων είχε πει για τον Γκαίτε: «Να ένας άντρας»
Όπως στη "μεγάλη Αθανασία" η Χριστιάνε η γυναίκα του Γκαίτε, είχε σπάσει τα γυαλιά της Μπετίνας, στη "μικρή Αθανασία" η Ανιές σπάει τα γυαλιά της Λώρας, αυτό το «σύμβολο τής οδύνης, αυτά τα μεταμορφωμένα δάκρυα», όπως τα θεωρεί η Ανιές.
23. Οι απόψεις του Πωλ για τα λιβάδια και τα δάση. «Ένα λιβάδι δεν είναι παρά ένα πεδίο οδύνης (αλληφάγωμα των ζώων). Η κάλυψη τής γης με μπετόν, ήταν για κείνον, σαν να είχε χτίσει ζωντανή μια άγρια φόνισσα».
«Ένα λιβάδι δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα πεδίο οδύνης. Μέσα σ’ αυτή την ωραία πρασινάδα, ένα πλάσμα πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο, τα μυρμήγκια καταβροχθίζουν ζωντανά τα σκουλήκια, τα πουλιά καραδοκούν μεσούρανα, παραμονεύοντας μια νυφίτσα ή ένα ποντίκι.. Βρίσκω απωθητικό τον αφελή σεβασμό πού έχουμε για τη φύση. Πιστεύεις ότι ανάμεσα στις μασέλες μιας τίγρης, μια ελαφίνα θα είναι λιγότερο τρομαγμένη από ό,τι θα ήσουν εσύ ή ίδια; Αν ο κόσμος υποστηρίζει ότι ένα ζώο δεν μπορεί νά υποφέρει όσο ένας άνθρωπος, είναι επειδή οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν νά υποφέρουν την ιδέα νά ζουν μέσα σε μια φύση πού, δεν είναι παρά θηριωδία, τίποτ' άλλο από θηριωδία.
»Ο Πωλ ένιωθε ευτυχία βλέποντας τον άνθρωπο νά καλύπτει σιγά σιγά τη γη με μπετόν. Ήταν για εκείνον σαν νά είχε κάποιος χτίσει ζωντανή μια άγρια φόνισσα. Η Ανιές τον καταλάβαινε πάρα πολύ καλά, ώστε νά μην μπορεί εκείνος νά κρύψει την αποστροφή αυτή για τη φύση, πού ήταν, για νά το πούμε έτσι, ριζωμένη στην καλοσύνη του. Ίσως όμως νά ήταν μάλλον ή αρκετά συνηθισμένη ζήλια ενός συζύγου πού προσπαθεί μια για πάντα ν’ αποσπάσει τη γυναίκα του από τον πατέρα. Γιατί ήταν από τον πατέρα της πού η Ανιές είχε κληρονομήσει την αγάπη για τη φύση. Με τη δική του συνοδεία είχε διατρέξει χιλιόμετρα και χιλιόμετρα δρόμων, θαυμάζοντας τη σιωπή των δασών».
24. Το τυχαίο. Ο θάνατος τής Ανιές.
Ύστερα από τρεις μέρες μόνη της στις Άλπεις, η Ανιές αργοπορεί ακόμη λίγο στα βουνά, απολαμβάνοντας την ομορφιά και τη γαλήνη τού τοπίου.
«Ξαπλωμένη στο χορτάρι, με το μονότονο τραγούδι τού ρυακιού νά την διαπερνά και νά παρασύρει το εγώ της, το ρύπο τού εγώ της, η Ανιές έπαιρνε το μέρος αυτού τού στοιχειώδους είναι, πού εκδηλώνεται στη φωνή τού χρόνου πού τρέχει και στο γαλάζιο τ’ ουρανού, ήξερε πια ότι τίποτα ωραιότερο δεν υπάρχει.
Ο επαρχιακός δρόμος όπου κυλάει τώρα είναι ήρεμος· μακρινά, απέραντα μακρινά, λάμπουν τ’ αστέρια. Η Ανιές λέει στον εαυτό της: Να ζεις, δεν υπάρχει καμιά ευτυχία σ’ αυτό. Να ζεις : νά περιφέρεις στον κόσμο το επώδυνο εγώ σου.
Αλλά νά είσαι, νά είσαι είναι ευτυχία. Είναι: το νά μεταμορφώνεσαι σε κρήνη, σε πέτρινη δεξαμενή μέσα στην οποία το σύμπαν κατεβαίνει σαν χλιαρή βροχή».
Μια άλλη κοπέλα αποφασισμένη να αυτοκτονήσει, βρίσκεται στη μέση τής ασφάλτου..
Η ΚΟΠΈΛΑ περπάτησε για πολύ ακόμα, με πληγωμένα τα πόδια, παραπατώντας, έπειτα κάθισε πάνω στην άσφαλτο στη μέση της δεξιάς μεριάς τού δρόμου. Είχε το κεφάλι της χωμένο ανάμεσα στους ώμους, τη μύτη πάνω στα γόνατα, και κυρτώνοντας τη ράχη την ένιωθε να καίει στην ιδέα ότι την εξέθετε στο μέταλλο, στη λαμαρίνα, στο χτύπημα. Κουβαριαζόταν, βαθουλώνοντας ακόμα πιο πολύ το ταλαίπωρο και αδύνατο στέρνο της, όπου υψωνόταν, πικρή, η φλόγα τού πονεμένου εγώ που την εμπόδιζε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της. Επιθυμούσε να συνθλιβεί κάτω από το χτύπημα κι αυτή η φλόγα να σβήσει.
Ακούγοντας να πλησιάζει ένα αυτοκίνητο, κουβαριάστηκε ακόμα περισσότερο, ο θόρυβος έγινε αφόρητος, αλλά αντί για την αναμενόμενη σύγκρουση δεν ένιωσε δεξιά της παρά μόνο μια δυνατή ριπή ανέμου, που την έκανε να στριφογυρίσει ελαφρά γύρω από τον άξονά της. Ακούστηκε ένα τρίξιμο από λάστιχα, έπειτα ένας τεράστιος κρότος· δεν είδε τίποτα γιατί κράτησε τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο κρυμμένο ανάμεσα στα γόνατά της, χώρια που ήταν κατάπληκτη που βρισκόταν ακόμα στη ζωή και καθισμένη όπως πριν.
Και πάλι, ξεχώρισε το θόρυβο ενός κινητήρα που πλησίαζε· τη φορά αυτή είχε κολλήσει στο έδαφος και το χτύπημα ακούστηκε πολύ κοντά, το ακολούθησε αμέσως μια φωνή, μια φωνή απερίγραπτη, μια τρομερή φωνή που την έκανε να αναπηδήσει. Έμεινε όρθια στη μέση του έρημου δρόμου· σε διακόσια μέτρα περίπου είδε τις φλόγες, ενώ από ένα πιο κοντινό σημείο ανέβαινε πάντα, από το χαντάκι ως τον σκοτεινό ουρανό, η ίδια τρομερή φωνή.
Ένα τρίτο αυτοκίνητο την τύφλωσε με τούς προβολείς του. Θα ήθελε να κάνει στην άκρη, αλλά δεν ήξερε από ποια μεριά να πηδήξει· άκουσε ένα τρίξιμο από λάστιχα, το αυτοκίνητο την απέφυγε και έγινε το ατύχημα. Τότε, η κραυγή που είχε στο λαρύγγι επιτέλους ξύπνησε. Από το χαντάκι, πάντοτε στο ίδιο μέρος, ανέβαινε ένα αδιάκοπο ουρλιαχτό, στο οποίο, επιτέλους, βάλθηκε να απαντάει.
Έπειτα γύρισε την πλάτη και έφυγε. Έφυγε ουρλιάζοντας, μαγεμένη που η τόσο αδύναμη φωνή της μπόρεσε να βγάλει μια τέτοια κραυγή. Στο σημείο που ο επαρχιακός δρόμος συναντούσε τον αυτοκινητόδρομο, ορθωνόταν ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Η κοπέλα σήκωσε το ακουστικό: «Εμπρός! εμπρός!» Στην άλλη άκρη του σύρματος, μια φωνή απάντησε. «Έγινε ένα δυστύχημα», είπε εκείνη. Η φωνή ρώτησε που, αλλά, καθώς δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, ακούμπησε το ακουστικό και ξανάφυγε τρέχοντας προς την πόλη που είχε το απόγευμα εγκαταλείψει. Η Ανιές είχε σκοτωθεί.
25. Στο έκτο μέρος του βιβλίου, (στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως) ο Κούντερα μιλάει σ᾿ ένα εμβόλιμο επεισόδιο, για κάποιον Ρούμπενς. Είναι το χειρότερο μέρος του βιβλίου. Ανιαρό, φλύαρο, κοινότυπο, κυνικό, φαλλοκρατικό, α-νόητο, γι αυτό θα κρατήσω μόνο, όσα γράφει ο ίδιος ο Κούντερα σχετικά με την Ποιητική του Αριστοτέλη, που υπονομεύουν το ίδιο το βιβλίο "Αθανασία": «Του Αριστοτέλη δεν τού αρέσει το επεισόδιο….. Καθώς δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα, βρίσκεται έξω από τον αιτιακό ειρμό που είναι μια ιστορία. Όπως ένα στείρο τυχαίο μπορεί να αφαιρεθεί, χωρίς η αφήγηση να γίνει ακατανόητη· στη ζωή των προσώπων η αφαίρεση του δεν αφήνει κανένα ίχνος».
Ο Αριστοτέλης, μάς δίδει το δικαίωμα να το αγνοήσουμε, όχι βέβαια κι ο Κούντερα ο οποίος γράφει ότι «και ένα επεισοδιακό συμβάν μπορεί να περιέχει μια αιτιακή δυνητικότητα ικανή να αφυπνισθεί κάποια μέρα»
26. Στο έβδομο μέρος, συναντιούνται ο Κος Κούντερα (σαν ήρωας του μυθιστορήματος "Αθανασία" που τελείωσε), με τον κυνικό του φίλο Αβενάριο στην πισίνα ξενοδοχείου, για να γιορτάσουν το γεγονός. Συναντούν εκεί τον Πωλ, και ό Κούντερα σαν συγγραφέας πια, βάζει στο στόμα του Πωλ τα εξής λόγια:
«Να τελειώσουμε μια για πάντα με την τρομοκρατία των νεκρών. Να νικήσουμε την αλαζονική εξουσία κάθε Ενάτης συμφωνίας και κάθε Φάουστ»
Βάζει ο Κούντερα και άλλα στο στόμα του Πωλ, που ευτυχώς για τον Κούντερα τον παρουσιάζει μεθυσμένο. Να τα παρακάτω:
Ο Πωλ εξακολούθησε: «Δεν αμφισβητώ την τελειότητα όλων αυτών των συμφωνιών. Αμφισβητώ απλώς τη σημασία αυτής τής τελειότητας. Αυτές οι πανυπέροχες συμφωνίες δεν είναι παρά καθεδρικοί ναοί τού ανώφελου. Είναι απροσπέλαστες για τον άνθρωπο. Είναι απάνθρωπες. Ανέκαθεν υπερβάλλουμε για τί σημασία τους. Μάς έχουν δώσει ένα αίσθημα κατωτερότητας. Η Ευρώπη συρρίκνωσε την Ευρώπη σε πενήντα μεγαλοφυή έργα, τα όποια ουδέποτε κατάλαβε. Συνειδητοποιείστε αυτή την εξοργιστική ανισότητα: εκατομμύρια Ευρωπαίοι πού δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα, απέναντι σε πενήντα ονόματα πού τα αντιπροσωπεύουν όλα! Η ανισότητα τών τάξεων είναι ένα συμβάν ελάσσονος σημασίας, αν συγκριθεί με αυτή τη μεταφυσική ανισότητα πού μεταμορφώνει τούς μεν σε κόκκους άμμου, ενώ επενδύει τούς δε με το νόημα τού είναι».
Ένα μυθιστόρημα που περισσότερο έχει δοκιμιακό χαραχτήρα, αφού καταργεί προγραμματικά όλες τις συμβάσεις τού μυθιστορήματος, ψυχρό, χωρίς αισθήματα. Η μόνη τρυφερή σχέση που υπάρχει στο μυθιστόρημα είναι η σχέση τής Ανιές με τον πατέρα της. Δεν παύει βέβαια να είναι μια πλούσια πηγή σκέψεων για πολλά σοβαρά θέματα.