Από τη μεριά τού Σουάν.
Τόμος 2ος " Ένας έρωτας τού Σουάν"
Μυθιστορηματική ανθολόγηση,
Μυθιστορηματική (όχι αποσπασματική), με την έννοια ότι παρακολουθεί την εξέλιξη τού μυθιστορήματος.
(Οι υπότιτλοι είναι δικοί μου, και με πράσινο τα κομμάτια που κατά την προσωπική μου γνώμη αναδεικνύουν το πολύ ιδιαίτερο ύφος τού Προυστ αισθητικά και φιλοσοφικά)
Τόμος 2ος " Ένας έρωτας τού Σουάν"
Μυθιστορηματική ανθολόγηση,
Μυθιστορηματική (όχι αποσπασματική), με την έννοια ότι παρακολουθεί την εξέλιξη τού μυθιστορήματος.
(Οι υπότιτλοι είναι δικοί μου, και με πράσινο τα κομμάτια που κατά την προσωπική μου γνώμη αναδεικνύουν το πολύ ιδιαίτερο ύφος τού Προυστ αισθητικά και φιλοσοφικά)
"Ο μικρός πυρήνας" των Βερντυρέν. Οι πιστοί στο σαλόνι τους. Ο Σουάν και οι γυναίκες. Η αρχή τής γνωριμίας του με την Οντέτ: «δεν είναι ο τύπος μου»
Για να γίνει κανείς μέλος τού "μικρού πυρήνα" των Βερντυρέν, ένας όρος ήταν αρκετός αλλ᾿ απαραίτητος: έπρεπε να αποδεχθεί σιωπηρά ένα Πιστεύω, που ένα από τα άρθρα του όριζε πως ο νεαρός πιανίστας, προστατευόμενος τής κυρίας Βερντυρέν εκείνη τη χρονιά, για τον οποίο έλεγε: «Δεν θα ᾿πρεπε να επιτρέπεται να παίζει Βάγκνερ κατά τέτοιο τρόπο!», "έσκιζε" τόσο τον Πλαντέ [1] όσο και τον Ρουμπινστάιν [2], και πως ο γιατρός Κοττάρ ήταν καλύτερος στη διάγνωση από τον Ποτέν [3]. Κάθε "νεοσύλλεκτος", που οι Βερντυρέν δεν μπορούσαν να πείσουν πως οι βραδιές όσων δεν έρχονταν στο σπίτι τους ήταν πληκτικές σαν τη βροχή, διαγραφόταν αμέσως. Επειδή από την άποψη αυτή οι γυναίκες είναι πιο ατίθασες από τούς άνδρες, ώστε δεν δέχονται να εγκαταλείψουν κάθε περιέργεια για την κοσμική ζωή και την επιθυμία να γνωρίσουν την τέρψη και άλλων σαλονιών, κι επειδή οι Βερντυρέν ένιωθαν ακόμα πως αυτό το πνεύμα τής έρευνας και το δαιμόνιο τής επιπολαιότητας μπορούσαν μεταδοτικά να ᾿χουν μοιραίες συνέπειες για την ορθοδοξία τού μικρού εκκλησιάσματος, είχαν καταλήξει ν᾿ αποκλείουν διαδοχικά όλους τούς "πιστούς" θηλυκού γένους.
Εκτός από τη νεαρή γυναίκα του γιατρού, είχαν περιοριστεί εκείνη τη χρονιά, σχεδόν αποκλειστικά (παρ᾿ όλο που η κυρία Βερντυρέν ήταν ενάρετη η ίδια κι από αξιοσέβαστη αστική οικογένεια, υπερβολικά πλούσια αλλ᾿ εντελώς άσημη, και που μαζί της είχε σιγά-σιγά διακόψει κάθε σχέση), σε μια γυναίκα τού ημικόσμου, την κυρία ντέ Κρεσύ, που η κυρία Βερντυρέν φώναζε με το μικρό της όνομα Οντέτ, και δήλωνε πως ήταν "μια γλύκα", και στη θεία τού πιανίστα που παλιότερα είχε χρηματίσει θυρωρός· γυναίκες τόσο αμάθητες από κόσμο και τόσο απλοϊκές, που είχαν εύκολα πειστεί πως η πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν και η δούκισσα ντέ Γκερμάντ ήταν αναγκασμένες να πληρώνουν κάποιους δυστυχισμένους για να ᾿χουν κόσμο στα δείπνα τους, έτσι που αν τούς είχαν προτείνει να προσκαλεστούν από τις δυο αυτές μεγάλες κυρίες, η πρώην θυρωρός και η κοκότα θα είχαν αρνηθεί με περιφρόνηση.
Οι Βερντυρέν δεν προσκαλούσαν σε δείπνο είχαν οι πιστοί στο σπίτι τους "μια θέση κρατημένη". Για τη βραδιά δεν υπήρχε πρόγραμμα. Ο νεαρός μουσικός έπαιζε πιάνο, αλλά μόνο "αν τού έκανε κέφι", γιατί δεν υποχρέωναν κανέναν κι όπως έλεγε ο κύριος Βερντυρέν: «Όλα για τούς φίλους, ζήτω η παρέα!» Αν ο πιανίστας ήθελε να παίξει τον καλπασμό από την Βαλκυρία ή το πρελούδιο τού Τριστάνου [4], η κυρία Βερντυρέν διαμαρτυρόταν, όχι γιατί δεν τής άρεσε αυτή η μουσική, Αλλ᾿ αντίθετα γιατί τη συγκινούσε υπερβολικά. «Λοιπόν επιμένετε να χω πάλι την ημικρανία μου; Το ξέρετε πως την παθαίνω κάθε φορά που παίζετε αυτό το κομμάτι. Αύριο όταν θελήσω να σηκωθώ, καλή νύχτα, κανένας δε θα μού παρασταθεί!» Αν δεν έπαιζε πιάνο, συζητούσαν, κι ένας απ᾿ τούς φίλους, συνήθως ο ευνοούμενος τότε ζωγράφος τους, "αμόλαγε", όπως έλεγε ο Βερντυρέν, "ένα χοντρό χωρατό που τούς έκανε όλους να σκάνε στα γέλια", και ιδιαίτερα την κυρία Βερντυρέν, που κάποτε, ο γιατρός Κοττάρ (νέος πρωτόβγαλτος την εποχή εκείνη) χρειάστηκε να τής βάλει στη θέση της τη μασέλα που τής είχε φύγει απ᾿ το πολύ γέλιο. Καθώς η "παρέα" είχε πάρει όλο και μεγαλύτερη θέση στη ζωή τής κυρίας Βερντυρέν, καταραμένα ήταν όλα όσα κρατούσαν τούς φίλους μακριά της και τούς εμπόδιζαν καμιά φορά να ᾿ναι ελεύθεροι: πότε η μητέρα τού ενός, πότε το επάγγελμα τού άλλου, πότε το εξοχικό σπίτι ή η κακή υγεία κάποιου τρίτου. Αν ο γιατρός Κοττάρ θεωρούσε απαραίτητο να φύγει αμέσως μετά το τραπέζι, για να επιστρέψει σ᾿ ένα άρρωστο που κινδύνευε: «Ποιος ξέρει;» τού έλεγε η κυρία Βερντυρέν, «ίσως να ᾿ναι καλύτερα γι αυτόν να μην τον ενοχλήσετε απόψε θα περάσει καλή νύχτα χωρίς εσάς, θα πάτε αύριο το πρωί και θα τον βρείτε μια χαρά». Απ᾿ την αρχή τού Δεκέμβρη αρρώσταινε και μόνο στη σκέψη πως οι πιστοί θα την "παρατούσαν" τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Η θεία τού πιανίστα απαιτούσε να δειπνήσει τη μέρα αυτή ο ανεψιός της οικογενειακά στη μητέρα εκεινής: «Νομίζετε πως η μητέρα σας θα πεθάνει», τής είπε σκληρά η κυρία Βερντυρέν, «αν δεν δειπνήσετε μαζί της την Πρωτοχρονιά, όπως κάνουν στην επαρχία!» Οι ανησυχίες της ξαναγεννιόταν τη Μεγάλη Εβδομάδα:
— «Εσείς γιατρέ, ένας επιστήμονας, ένα ανώτερο πνεύμα, θα ᾿ρθετε φυσικά τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν είναι έτσι;» είπε στον Κοττάρ την πρώτη χρονιά, με ύφος σίγουρο, λες και δεν ήταν δυνατόν να αμφιβάλλει για την απάντηση.
— «Θα ᾿ρθω την Μεγάλη Παρασκευή... να σάς αποχαιρετήσω γιατί θα περάσουμε τις γιορτές τού Πάσχα στην Ωβέρν».
— «Στην Ωβέρν; Για να σάς φάνε οι ψύλλοι και τα ζωύφια; σε καλό σας!»
Κι όταν ένας "πιστός" είχε ένα φίλο ή μια ταχτική, ένα φλερτ, ικανό να τον κάνει να τούς "παρατήσει" καμιά φορά, οι Βερντυρέν, που δεν τρόμαζαν αν μια γυναίκα είχε εραστή φτάνει να τον είχε στο σπίτι τους, να τον αγαπούσε στο πρόσωπό τους και να μην τον προτιμούσε περισσότερο απ᾿ αυτούς, έλεγαν: «Ε λοιπόν, φέρτε το φίλο σας!» Και τον προσκαλούσαν δοκιμαστικά, για να δουν αν ήταν ικανός να μην έχει μυστικά από την κυρία Βερντυρέν, αν θα ᾿ταν άξιος να γίνει δεκτός στη "μικρή φάρα". Αν δεν ήταν, έπαιρναν χωριστά τον πιστό που τούς τον είχε παρουσιάσει και φρόντιζαν να τον κάνουν να τσακωθεί με το φίλο του ή την ερωμένη του. Έτσι, όταν εκείνη τη χρονιά η κυρία τού ημικόσμου διηγήθηκε στον κύριο Βερντυρέν πως είχε γνωρίσει ένα χαριτωμένο άνθρωπο, τον κύριο Σουάν, κι άφησε να εννοηθεί πως θα χαιρόταν να γίνει δεκτός στο σπίτι τους, ο κύριος Βερντυρέν διαβίβασε την ίδια στιγμή την αίτηση στη γυναίκα του. Δεν είχε ποτέ γνώμη πριν τη γυναίκα του, και εκτελούσε τις επιθυμίες της καθώς και τις επιθυμίες των πιστών, με πολλά τεχνάσματα γεμάτα επινοητικότητα.
— «Η κυρία ντέ Κρεσύ, θα επιθυμούσε να σού παρουσιάσει ένα φίλο της, τον κύριο Σουάν. Τί θα έλεγες;»
— «Μα πως είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς κάτι σε μια τόσο τέλεια ύπαρξη. Σιωπή! Δεν ζητάει κανείς τη γνώμη σας, σάς λέω πως είστε μια τέλεια ύπαρξη» τόνισε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ.
— «Αφού το θέλετε» απάντησε η Οντέτ σε τόνο θεατρικού χαριεντισμού.
— «Ε, λοιπόν φέρτε τον φίλο σας, αν είναι ευχάριστος!»
Βέβαια, ο "μικρός πυρήνας" δε είχε καμιά σχέση με την κοινωνία που σύχναζε ο Σουάν, κι οι καθαρόαιμοι κοσμικοί θα θεωρούσαν πως άδικα είχε κερδίσει μια τόσο ξεχωριστή θέση στην κοινωνία αυτή, αφού ζητούσε να τον παρουσιάσουν στους Βερντυρέν. Ο Σουάν όμως που τόσο αγαπούσε τις γυναίκες, δεν θεωρούσε τούς τίτλους τής πολιτογράφησης που τού είχε χορηγήσει το φωμπούρ Σαιν-Ζερμαίν [5] — τίτλους ευγενείας σχεδόν— παρά σαν ένα είδος ανταλλάξιμο, μια πιστωτική επιστολή η οποία τού επέτρεπε ν᾿ αυτοσχεδιάζει για τον εαυτό του μια θέση σε κάποια γωνιά τής επαρχίας ή σε κάποιο άσημο κύκλο τού Παρισιού, όπου τού είχε κάνει εντύπωση η ομορφιά τής κόρης τού αγρότη ευπατρίδη ή γραμματικού. Γιατί τότε ο πόθος ή ο έρωτας τού ξανάδινε το αίσθημα ματαιοδοξίας που το ᾿χε τώρα πια χάσει με τη συνήθεια τής ζωής, παρ όλο που αυτό ακριβώς το αίσθημα τον είχε οδηγήσει σ᾿ αυτήν την κοσμική καριέρα, όπου είχε κατασπαταλήσει σ᾿ επιπόλαιες χαρές τα πνευματικά του χαρίσματα, κι είχε χρησιμοποιήσει την πολυμάθειά του στον τομέα τής τέχνης, για να συμβουλεύει τις κυρίες τής καλής κοινωνίας, πως να αγοράζουν πίνακες και πως να επιπλώνουν τα μέγαρά τους και που τον έκανε να επιθυμεί να λάμψει στα μάτια μιας άγνωστης που τού άρεσε, με μια κομψότητα που δεν την υπονοούσε μόνο το όνομα Σουάν. Κι αυτό το επιθυμούσε κυρίως, όταν η άγνωστη ήταν από ταπεινή καταγωγή. Κι όπως ένας έξυπνος άνθρωπος δεν φοβάται μήπως θεωρηθεί κουτός από έναν άλλο έξυπνο, έτσι κι ένας κομψός κύριος δεν φοβάται μήπως η χάρη του παραγνωριστεί από κανένα μεγάλον άρχοντα, αλλά από κάποιον αγροίκο. Τα τρία τέταρτα από τις επιδείξεις πνεύματος και τα ψέματα ματαιοδοξίας που έχουν ξοδευτεί αφότου υπάρχει ο κόσμος, σπαταλήθηκαν σε κατώτερους. Κι ο Σουάν, που ήταν απλός και αδιάφορος μπροστά σε μια δούκισσα, φοβόταν την περιφρόνηση κι έπαιρνε πόζες όταν βρισκόταν μπροστά σε μια καμαριέρα.
Δεν έμοιαζε μ᾿ αυτούς που από τεμπελιά, ή από ένα αίσθημα υποταγής στην υποχρέωση που τούς δημιουργεί το κοινωνικό μεγαλείο, παραμένουν δεμένοι σε μια ορισμένη όχθη, απέχουν από τις χαρές που τούς προσφέρει η πραγματικότητα έξω από την κοινωνική τους θέση στην οποία ζουν μέχρι να πεθάνουν, και περιορίζονται τελικά να αποκαλούν χαρές, τις μέτριες διασκεδάσεις ή την υποφερτή πλήξη που τούς προσφέρει η κοσμική τους αυτή θέση. Ο Σουάν δεν προσπαθούσε να βρει όμορφες τις γυναίκες με τις οποίες περνούσε τον καιρό του, αλλά να περνά τον καιρό του με γυναίκες που πρώτα απ᾿ όλα θα τις είχε βρει όμορφες. Κι ήταν συχνά γυναίκες με ομορφιά αρκετά χυδαία, γιατί οι φυσικές αρετές που αναζητούσε, έρχονταν χωρίς να το αντιλαμβάνεται, σε τέλεια αντίθεση με τις αρετές που τον έκαναν να θαυμάζει στις γυναίκες που απέδιδαν σε γλυπτά ή σε πίνακες οι μεγάλοι καλλιτέχνες τής προτίμησής του. Το βάθος, η μελαγχολία τής έκφρασης, πάγωναν τις αισθήσεις του κι αρκούσε αντίθετα να τις ξυπνήσει μια σάρκα ζωντανή, πλούσια και ροδαλή.
Αν ταξιδεύοντας, συναντούσε μια οικογένεια που θα ᾿ταν πιο καθώς πρέπει να μη γυρέψει να γνωρίσει, μα στην οποία υπήρχε μια γυναίκα που ξεχώριζε στα μάτια του με άγνωστη ως τότε γι αυτόν γοητεία, τότε, το να την κοιτάξει αφ᾿ υψηλού, το να αλλάξει την ευχαρίστηση που θα μπορούσε να νιώσει μαζί της, με μια ευχαρίστηση διαφορετική, γράφοντας σε κάποια παλιά ερωμένη του να ᾿ρθει να τον συναντήσει, θα τού φαινόταν δειλή παραίτηση από τη ζωή, απάρνηση μιας καινούργιας ευτυχίας, λες κι αντί να ταξιδέψει και να γνωρίσει άλλους τόπους, περιοριζόταν στο δωμάτιό του για να κοιτάξει τη θέα τού Παρισιού. Δεν κλεινόταν στο οικοδόμημα των σχέσεων του, αλλά κουβαλούσε μαζί του, παντού όπου μια γυναίκα τού άρεσε, ένα απ᾿ εκείνα τα λυόμενα τσαντίρια, σαν τούς εξερευνητές. Πόσες φορές δεν είχε ξοδέψει ολόκληρη την "πίστωση" που είχε σε μια δούκισσα, πίστωση φτιαγμένη από την ευχαρίστηση που συσσώρευε εκείνη από χρόνια για να τού γίνει αρεστή, χωρίς όμως να τής δοθεί ποτέ η ευκαιρία, ζητώντας της μ᾿ ένα αδιάκριτο μήνυμα μια σύσταση που θα τον έφερνε σ᾿ επαφή με ένα από τούς επιστάτες της, που την κόρη του είχε προσέξει στην εξοχή, έτσι όπως ένας πεινασμένος θα ᾿δινε ένα διαμάντι για ένα κομμάτι ψωμί. Ύστερα, ανήκε σ᾿ αυτήν την κατηγορία των έξυπνων ανθρώπων που έζησαν αργόσχολα, και ψάχνουν γι αυτό να βρουν παρηγοριά στη σκέψη πως αυτή η απραξία προσφέρει στην διάνοιά τους αντικείμενα με τόσο ενδιαφέρον, όσο τα αντικείμενα που θα μπορούσε να δημιουργήσει η τέχνη ή η μελέτη και πως η "Ζωή" προσφέρει καταστάσεις με πιότερο ενδιαφέρον και πιο μυθιστορηματικές, απ᾿ όλα τα μυθιστορήματα. Αυτό τουλάχιστον επέμενε να λέει κι έπειθε εύκολα τούς πιο εκλεπτυσμένους φίλους του, και κυρίως τον βαρώνο ντέ Σαρλύς· χαιρόταν να τον διασκεδάζει με τις πικάντικες περιπέτειες που τού συνέβησαν, όπως όταν είχε συναντήσει στο τραίνο μια γυναίκα που αφού την έφερε στο σπίτι του, ανακάλυψε πως ήταν η αδελφή ενός μονάρχη, που στα χέρια του πλέκονταν εκείνη τη στιγμή όλα τα νήματα τής ευρωπαϊκής πολιτικής, για την οποία ενημερώθηκε με τρόπο πολύ ευχάριστο.
Άλλωστε δεν ήταν μόνο η εντυπωσιακή στρατιά από ενάρετες γηραιές κυρίες, από στρατηγούς, από ακαδημαϊκούς, που τούς υποχρέωνε να τού κάνουν τον προξενητή. Όλοι οι φίλοι του είχαν συνηθίσει να παίρνουν κάθε τόσο γράμματά του, στα οποία ζητούσε δυο λόγια συστατικά ή κάποια παρουσίαση. Μού διηγήθηκαν πολλές φορές, χρόνια αργότερα όταν άρχισε να με ενδιαφέρει ο χαραχτήρας του γιατί παρουσίαζε σ᾿ εντελώς άλλα σημεία ομοιότητες με το δικό μου, πως σαν έγραφε στον παππού μου — που δεν ήταν ακόμα τότε παππούς μου, γιατί την εποχή που γεννήθηκα άρχισε ο μεγάλος έρωτας τού Σουάν, και τότε διακόπηκαν για καιρό αυτές οι συνήθειες — ο παππούς μου, αναγνωρίζοντας στο φάκελο το γράψιμο τού φίλου του, αναφωνούσε: «Να ο Σουάν, κάτι θα γυρεύει πάλι προσοχή!» Και είτε από δυσπιστία, είτε από διαβολικό συναίσθημα που μάς σπρώχνει να προσφέρουμε κάτι μόνο σ᾿ αυτούς που δεν το επιθυμούν, οι παππούδες μου προβάλλανε απόλυτη άρνηση στις παρακλήσεις που τούς διαβίβαζε, και που θα μπορούσαν ευκολότατα να ικανοποιήσουν, όπως να τον συστήσουν σε μια νέα κοπέλα που γευμάτιζε κάθε Κυριακή στο σπίτι τους, και που ήταν υποχρεωμένοι κάθε φορά που την ανέφερε ο Σουάν, να παριστάνουν πως τάχα δεν την συναντούσαν πια, παρ᾿ όλο, που όλη τη βδομάδα αναρωτιόνταν ποιόν θα μπορούσαν να καλέσουν μαζί της και συχνά δεν εύρισκαν κανέναν, ακριβώς γιατί δεν έκαναν νεύμα σ᾿ εκείνον που θα ήταν τόσο ευτυχισμένος, αν τον καλούσαν.
Καμιά φορά κάποιο ζευγάρι φίλων των παππούδων μου, που ως τότε είχε εκφράσει το παράπονο, πως δεν έβλεπε ποτέ τον Σουάν, τούς πληροφορούσε με ικανοποίηση και ίσως με την επιθυμία να προκαλέσει ζήλεια, πως τούς είχε γίνει ιδιαίτερα αγαπητός και πως ήταν αχώριστοι. Ο παππούς μου δεν ήθελε να τούς χαλάσει την ευχαρίστηση, αλλά κοίταζε τη γιαγιά μου και σιγοτραγουδούσε: «Ποιο είναι αυτό το μυστήριο που δεν μπορώ να ξεδιαλύνω» ή «φευγαλέο όνειρο».
Αν μερικούς μήνες αργότερα ο παππούς μου ρωτούσε τον καινούργιο φίλο τού Σουάν: «Και τον Σουάν τον βλέπετε πάντα πολύ συχνά;», έβλεπε το πρόσωπο τού φίλου του να ξινίζει: «Μην ξαναναφέρετε ποτέ τ᾿ όνομά του μπροστά μου!»
Όταν η ερωμένη τής στιγμής τύχαινε να είναι κοσμική, ή τουλάχιστον γυναίκα που η υπερβολικά ταπεινή καταγωγή της, δεν την εμπόδιζαν να γίνεται δεχτή στα σαλόνια, τότε ξαναγυρνούσε στον καλό κόσμο για χατίρι της, αλλά μόνο στον ορισμένο κύκλο όπου συνήθιζε να κινείται εκείνη ή εκεί που την είχε παρασύρει ο ίδιος και τότε, σα σκεφτόταν τον θαυμασμό και τη φιλία, που οι φίλοι που θα συναντούσε εκεί, θα τού προσφέρανε μπροστά στη γυναίκα που αγαπούσε, τότε ανακάλυπτε ξανά μια έλξη γι αυτήν την κοσμική ζωή, που την είχε χορτάσει, αλλά που η ύλη της διαποτισμένη και χρωματισμένη ζεστά από μια φλόγα κρυμμένη που έπαιζε μέσα της, τού φαινόταν πολύτιμη και ωραία από τότε που είχε ενσωματώσει σ᾿ αυτήν έναν καινούργιο έρωτα.
Εκτός από τη νεαρή γυναίκα του γιατρού, είχαν περιοριστεί εκείνη τη χρονιά, σχεδόν αποκλειστικά (παρ᾿ όλο που η κυρία Βερντυρέν ήταν ενάρετη η ίδια κι από αξιοσέβαστη αστική οικογένεια, υπερβολικά πλούσια αλλ᾿ εντελώς άσημη, και που μαζί της είχε σιγά-σιγά διακόψει κάθε σχέση), σε μια γυναίκα τού ημικόσμου, την κυρία ντέ Κρεσύ, που η κυρία Βερντυρέν φώναζε με το μικρό της όνομα Οντέτ, και δήλωνε πως ήταν "μια γλύκα", και στη θεία τού πιανίστα που παλιότερα είχε χρηματίσει θυρωρός· γυναίκες τόσο αμάθητες από κόσμο και τόσο απλοϊκές, που είχαν εύκολα πειστεί πως η πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν και η δούκισσα ντέ Γκερμάντ ήταν αναγκασμένες να πληρώνουν κάποιους δυστυχισμένους για να ᾿χουν κόσμο στα δείπνα τους, έτσι που αν τούς είχαν προτείνει να προσκαλεστούν από τις δυο αυτές μεγάλες κυρίες, η πρώην θυρωρός και η κοκότα θα είχαν αρνηθεί με περιφρόνηση.
Οι Βερντυρέν δεν προσκαλούσαν σε δείπνο είχαν οι πιστοί στο σπίτι τους "μια θέση κρατημένη". Για τη βραδιά δεν υπήρχε πρόγραμμα. Ο νεαρός μουσικός έπαιζε πιάνο, αλλά μόνο "αν τού έκανε κέφι", γιατί δεν υποχρέωναν κανέναν κι όπως έλεγε ο κύριος Βερντυρέν: «Όλα για τούς φίλους, ζήτω η παρέα!» Αν ο πιανίστας ήθελε να παίξει τον καλπασμό από την Βαλκυρία ή το πρελούδιο τού Τριστάνου [4], η κυρία Βερντυρέν διαμαρτυρόταν, όχι γιατί δεν τής άρεσε αυτή η μουσική, Αλλ᾿ αντίθετα γιατί τη συγκινούσε υπερβολικά. «Λοιπόν επιμένετε να χω πάλι την ημικρανία μου; Το ξέρετε πως την παθαίνω κάθε φορά που παίζετε αυτό το κομμάτι. Αύριο όταν θελήσω να σηκωθώ, καλή νύχτα, κανένας δε θα μού παρασταθεί!» Αν δεν έπαιζε πιάνο, συζητούσαν, κι ένας απ᾿ τούς φίλους, συνήθως ο ευνοούμενος τότε ζωγράφος τους, "αμόλαγε", όπως έλεγε ο Βερντυρέν, "ένα χοντρό χωρατό που τούς έκανε όλους να σκάνε στα γέλια", και ιδιαίτερα την κυρία Βερντυρέν, που κάποτε, ο γιατρός Κοττάρ (νέος πρωτόβγαλτος την εποχή εκείνη) χρειάστηκε να τής βάλει στη θέση της τη μασέλα που τής είχε φύγει απ᾿ το πολύ γέλιο. Καθώς η "παρέα" είχε πάρει όλο και μεγαλύτερη θέση στη ζωή τής κυρίας Βερντυρέν, καταραμένα ήταν όλα όσα κρατούσαν τούς φίλους μακριά της και τούς εμπόδιζαν καμιά φορά να ᾿ναι ελεύθεροι: πότε η μητέρα τού ενός, πότε το επάγγελμα τού άλλου, πότε το εξοχικό σπίτι ή η κακή υγεία κάποιου τρίτου. Αν ο γιατρός Κοττάρ θεωρούσε απαραίτητο να φύγει αμέσως μετά το τραπέζι, για να επιστρέψει σ᾿ ένα άρρωστο που κινδύνευε: «Ποιος ξέρει;» τού έλεγε η κυρία Βερντυρέν, «ίσως να ᾿ναι καλύτερα γι αυτόν να μην τον ενοχλήσετε απόψε θα περάσει καλή νύχτα χωρίς εσάς, θα πάτε αύριο το πρωί και θα τον βρείτε μια χαρά». Απ᾿ την αρχή τού Δεκέμβρη αρρώσταινε και μόνο στη σκέψη πως οι πιστοί θα την "παρατούσαν" τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Η θεία τού πιανίστα απαιτούσε να δειπνήσει τη μέρα αυτή ο ανεψιός της οικογενειακά στη μητέρα εκεινής: «Νομίζετε πως η μητέρα σας θα πεθάνει», τής είπε σκληρά η κυρία Βερντυρέν, «αν δεν δειπνήσετε μαζί της την Πρωτοχρονιά, όπως κάνουν στην επαρχία!» Οι ανησυχίες της ξαναγεννιόταν τη Μεγάλη Εβδομάδα:
— «Εσείς γιατρέ, ένας επιστήμονας, ένα ανώτερο πνεύμα, θα ᾿ρθετε φυσικά τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν είναι έτσι;» είπε στον Κοττάρ την πρώτη χρονιά, με ύφος σίγουρο, λες και δεν ήταν δυνατόν να αμφιβάλλει για την απάντηση.
— «Θα ᾿ρθω την Μεγάλη Παρασκευή... να σάς αποχαιρετήσω γιατί θα περάσουμε τις γιορτές τού Πάσχα στην Ωβέρν».
— «Στην Ωβέρν; Για να σάς φάνε οι ψύλλοι και τα ζωύφια; σε καλό σας!»
Κι όταν ένας "πιστός" είχε ένα φίλο ή μια ταχτική, ένα φλερτ, ικανό να τον κάνει να τούς "παρατήσει" καμιά φορά, οι Βερντυρέν, που δεν τρόμαζαν αν μια γυναίκα είχε εραστή φτάνει να τον είχε στο σπίτι τους, να τον αγαπούσε στο πρόσωπό τους και να μην τον προτιμούσε περισσότερο απ᾿ αυτούς, έλεγαν: «Ε λοιπόν, φέρτε το φίλο σας!» Και τον προσκαλούσαν δοκιμαστικά, για να δουν αν ήταν ικανός να μην έχει μυστικά από την κυρία Βερντυρέν, αν θα ᾿ταν άξιος να γίνει δεκτός στη "μικρή φάρα". Αν δεν ήταν, έπαιρναν χωριστά τον πιστό που τούς τον είχε παρουσιάσει και φρόντιζαν να τον κάνουν να τσακωθεί με το φίλο του ή την ερωμένη του. Έτσι, όταν εκείνη τη χρονιά η κυρία τού ημικόσμου διηγήθηκε στον κύριο Βερντυρέν πως είχε γνωρίσει ένα χαριτωμένο άνθρωπο, τον κύριο Σουάν, κι άφησε να εννοηθεί πως θα χαιρόταν να γίνει δεκτός στο σπίτι τους, ο κύριος Βερντυρέν διαβίβασε την ίδια στιγμή την αίτηση στη γυναίκα του. Δεν είχε ποτέ γνώμη πριν τη γυναίκα του, και εκτελούσε τις επιθυμίες της καθώς και τις επιθυμίες των πιστών, με πολλά τεχνάσματα γεμάτα επινοητικότητα.
— «Η κυρία ντέ Κρεσύ, θα επιθυμούσε να σού παρουσιάσει ένα φίλο της, τον κύριο Σουάν. Τί θα έλεγες;»
— «Μα πως είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς κάτι σε μια τόσο τέλεια ύπαρξη. Σιωπή! Δεν ζητάει κανείς τη γνώμη σας, σάς λέω πως είστε μια τέλεια ύπαρξη» τόνισε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ.
— «Αφού το θέλετε» απάντησε η Οντέτ σε τόνο θεατρικού χαριεντισμού.
— «Ε, λοιπόν φέρτε τον φίλο σας, αν είναι ευχάριστος!»
Βέβαια, ο "μικρός πυρήνας" δε είχε καμιά σχέση με την κοινωνία που σύχναζε ο Σουάν, κι οι καθαρόαιμοι κοσμικοί θα θεωρούσαν πως άδικα είχε κερδίσει μια τόσο ξεχωριστή θέση στην κοινωνία αυτή, αφού ζητούσε να τον παρουσιάσουν στους Βερντυρέν. Ο Σουάν όμως που τόσο αγαπούσε τις γυναίκες, δεν θεωρούσε τούς τίτλους τής πολιτογράφησης που τού είχε χορηγήσει το φωμπούρ Σαιν-Ζερμαίν [5] — τίτλους ευγενείας σχεδόν— παρά σαν ένα είδος ανταλλάξιμο, μια πιστωτική επιστολή η οποία τού επέτρεπε ν᾿ αυτοσχεδιάζει για τον εαυτό του μια θέση σε κάποια γωνιά τής επαρχίας ή σε κάποιο άσημο κύκλο τού Παρισιού, όπου τού είχε κάνει εντύπωση η ομορφιά τής κόρης τού αγρότη ευπατρίδη ή γραμματικού. Γιατί τότε ο πόθος ή ο έρωτας τού ξανάδινε το αίσθημα ματαιοδοξίας που το ᾿χε τώρα πια χάσει με τη συνήθεια τής ζωής, παρ όλο που αυτό ακριβώς το αίσθημα τον είχε οδηγήσει σ᾿ αυτήν την κοσμική καριέρα, όπου είχε κατασπαταλήσει σ᾿ επιπόλαιες χαρές τα πνευματικά του χαρίσματα, κι είχε χρησιμοποιήσει την πολυμάθειά του στον τομέα τής τέχνης, για να συμβουλεύει τις κυρίες τής καλής κοινωνίας, πως να αγοράζουν πίνακες και πως να επιπλώνουν τα μέγαρά τους και που τον έκανε να επιθυμεί να λάμψει στα μάτια μιας άγνωστης που τού άρεσε, με μια κομψότητα που δεν την υπονοούσε μόνο το όνομα Σουάν. Κι αυτό το επιθυμούσε κυρίως, όταν η άγνωστη ήταν από ταπεινή καταγωγή. Κι όπως ένας έξυπνος άνθρωπος δεν φοβάται μήπως θεωρηθεί κουτός από έναν άλλο έξυπνο, έτσι κι ένας κομψός κύριος δεν φοβάται μήπως η χάρη του παραγνωριστεί από κανένα μεγάλον άρχοντα, αλλά από κάποιον αγροίκο. Τα τρία τέταρτα από τις επιδείξεις πνεύματος και τα ψέματα ματαιοδοξίας που έχουν ξοδευτεί αφότου υπάρχει ο κόσμος, σπαταλήθηκαν σε κατώτερους. Κι ο Σουάν, που ήταν απλός και αδιάφορος μπροστά σε μια δούκισσα, φοβόταν την περιφρόνηση κι έπαιρνε πόζες όταν βρισκόταν μπροστά σε μια καμαριέρα.
Δεν έμοιαζε μ᾿ αυτούς που από τεμπελιά, ή από ένα αίσθημα υποταγής στην υποχρέωση που τούς δημιουργεί το κοινωνικό μεγαλείο, παραμένουν δεμένοι σε μια ορισμένη όχθη, απέχουν από τις χαρές που τούς προσφέρει η πραγματικότητα έξω από την κοινωνική τους θέση στην οποία ζουν μέχρι να πεθάνουν, και περιορίζονται τελικά να αποκαλούν χαρές, τις μέτριες διασκεδάσεις ή την υποφερτή πλήξη που τούς προσφέρει η κοσμική τους αυτή θέση. Ο Σουάν δεν προσπαθούσε να βρει όμορφες τις γυναίκες με τις οποίες περνούσε τον καιρό του, αλλά να περνά τον καιρό του με γυναίκες που πρώτα απ᾿ όλα θα τις είχε βρει όμορφες. Κι ήταν συχνά γυναίκες με ομορφιά αρκετά χυδαία, γιατί οι φυσικές αρετές που αναζητούσε, έρχονταν χωρίς να το αντιλαμβάνεται, σε τέλεια αντίθεση με τις αρετές που τον έκαναν να θαυμάζει στις γυναίκες που απέδιδαν σε γλυπτά ή σε πίνακες οι μεγάλοι καλλιτέχνες τής προτίμησής του. Το βάθος, η μελαγχολία τής έκφρασης, πάγωναν τις αισθήσεις του κι αρκούσε αντίθετα να τις ξυπνήσει μια σάρκα ζωντανή, πλούσια και ροδαλή.
Αν ταξιδεύοντας, συναντούσε μια οικογένεια που θα ᾿ταν πιο καθώς πρέπει να μη γυρέψει να γνωρίσει, μα στην οποία υπήρχε μια γυναίκα που ξεχώριζε στα μάτια του με άγνωστη ως τότε γι αυτόν γοητεία, τότε, το να την κοιτάξει αφ᾿ υψηλού, το να αλλάξει την ευχαρίστηση που θα μπορούσε να νιώσει μαζί της, με μια ευχαρίστηση διαφορετική, γράφοντας σε κάποια παλιά ερωμένη του να ᾿ρθει να τον συναντήσει, θα τού φαινόταν δειλή παραίτηση από τη ζωή, απάρνηση μιας καινούργιας ευτυχίας, λες κι αντί να ταξιδέψει και να γνωρίσει άλλους τόπους, περιοριζόταν στο δωμάτιό του για να κοιτάξει τη θέα τού Παρισιού. Δεν κλεινόταν στο οικοδόμημα των σχέσεων του, αλλά κουβαλούσε μαζί του, παντού όπου μια γυναίκα τού άρεσε, ένα απ᾿ εκείνα τα λυόμενα τσαντίρια, σαν τούς εξερευνητές. Πόσες φορές δεν είχε ξοδέψει ολόκληρη την "πίστωση" που είχε σε μια δούκισσα, πίστωση φτιαγμένη από την ευχαρίστηση που συσσώρευε εκείνη από χρόνια για να τού γίνει αρεστή, χωρίς όμως να τής δοθεί ποτέ η ευκαιρία, ζητώντας της μ᾿ ένα αδιάκριτο μήνυμα μια σύσταση που θα τον έφερνε σ᾿ επαφή με ένα από τούς επιστάτες της, που την κόρη του είχε προσέξει στην εξοχή, έτσι όπως ένας πεινασμένος θα ᾿δινε ένα διαμάντι για ένα κομμάτι ψωμί. Ύστερα, ανήκε σ᾿ αυτήν την κατηγορία των έξυπνων ανθρώπων που έζησαν αργόσχολα, και ψάχνουν γι αυτό να βρουν παρηγοριά στη σκέψη πως αυτή η απραξία προσφέρει στην διάνοιά τους αντικείμενα με τόσο ενδιαφέρον, όσο τα αντικείμενα που θα μπορούσε να δημιουργήσει η τέχνη ή η μελέτη και πως η "Ζωή" προσφέρει καταστάσεις με πιότερο ενδιαφέρον και πιο μυθιστορηματικές, απ᾿ όλα τα μυθιστορήματα. Αυτό τουλάχιστον επέμενε να λέει κι έπειθε εύκολα τούς πιο εκλεπτυσμένους φίλους του, και κυρίως τον βαρώνο ντέ Σαρλύς· χαιρόταν να τον διασκεδάζει με τις πικάντικες περιπέτειες που τού συνέβησαν, όπως όταν είχε συναντήσει στο τραίνο μια γυναίκα που αφού την έφερε στο σπίτι του, ανακάλυψε πως ήταν η αδελφή ενός μονάρχη, που στα χέρια του πλέκονταν εκείνη τη στιγμή όλα τα νήματα τής ευρωπαϊκής πολιτικής, για την οποία ενημερώθηκε με τρόπο πολύ ευχάριστο.
Άλλωστε δεν ήταν μόνο η εντυπωσιακή στρατιά από ενάρετες γηραιές κυρίες, από στρατηγούς, από ακαδημαϊκούς, που τούς υποχρέωνε να τού κάνουν τον προξενητή. Όλοι οι φίλοι του είχαν συνηθίσει να παίρνουν κάθε τόσο γράμματά του, στα οποία ζητούσε δυο λόγια συστατικά ή κάποια παρουσίαση. Μού διηγήθηκαν πολλές φορές, χρόνια αργότερα όταν άρχισε να με ενδιαφέρει ο χαραχτήρας του γιατί παρουσίαζε σ᾿ εντελώς άλλα σημεία ομοιότητες με το δικό μου, πως σαν έγραφε στον παππού μου — που δεν ήταν ακόμα τότε παππούς μου, γιατί την εποχή που γεννήθηκα άρχισε ο μεγάλος έρωτας τού Σουάν, και τότε διακόπηκαν για καιρό αυτές οι συνήθειες — ο παππούς μου, αναγνωρίζοντας στο φάκελο το γράψιμο τού φίλου του, αναφωνούσε: «Να ο Σουάν, κάτι θα γυρεύει πάλι προσοχή!» Και είτε από δυσπιστία, είτε από διαβολικό συναίσθημα που μάς σπρώχνει να προσφέρουμε κάτι μόνο σ᾿ αυτούς που δεν το επιθυμούν, οι παππούδες μου προβάλλανε απόλυτη άρνηση στις παρακλήσεις που τούς διαβίβαζε, και που θα μπορούσαν ευκολότατα να ικανοποιήσουν, όπως να τον συστήσουν σε μια νέα κοπέλα που γευμάτιζε κάθε Κυριακή στο σπίτι τους, και που ήταν υποχρεωμένοι κάθε φορά που την ανέφερε ο Σουάν, να παριστάνουν πως τάχα δεν την συναντούσαν πια, παρ᾿ όλο, που όλη τη βδομάδα αναρωτιόνταν ποιόν θα μπορούσαν να καλέσουν μαζί της και συχνά δεν εύρισκαν κανέναν, ακριβώς γιατί δεν έκαναν νεύμα σ᾿ εκείνον που θα ήταν τόσο ευτυχισμένος, αν τον καλούσαν.
Καμιά φορά κάποιο ζευγάρι φίλων των παππούδων μου, που ως τότε είχε εκφράσει το παράπονο, πως δεν έβλεπε ποτέ τον Σουάν, τούς πληροφορούσε με ικανοποίηση και ίσως με την επιθυμία να προκαλέσει ζήλεια, πως τούς είχε γίνει ιδιαίτερα αγαπητός και πως ήταν αχώριστοι. Ο παππούς μου δεν ήθελε να τούς χαλάσει την ευχαρίστηση, αλλά κοίταζε τη γιαγιά μου και σιγοτραγουδούσε: «Ποιο είναι αυτό το μυστήριο που δεν μπορώ να ξεδιαλύνω» ή «φευγαλέο όνειρο».
Αν μερικούς μήνες αργότερα ο παππούς μου ρωτούσε τον καινούργιο φίλο τού Σουάν: «Και τον Σουάν τον βλέπετε πάντα πολύ συχνά;», έβλεπε το πρόσωπο τού φίλου του να ξινίζει: «Μην ξαναναφέρετε ποτέ τ᾿ όνομά του μπροστά μου!»
Όταν η ερωμένη τής στιγμής τύχαινε να είναι κοσμική, ή τουλάχιστον γυναίκα που η υπερβολικά ταπεινή καταγωγή της, δεν την εμπόδιζαν να γίνεται δεχτή στα σαλόνια, τότε ξαναγυρνούσε στον καλό κόσμο για χατίρι της, αλλά μόνο στον ορισμένο κύκλο όπου συνήθιζε να κινείται εκείνη ή εκεί που την είχε παρασύρει ο ίδιος και τότε, σα σκεφτόταν τον θαυμασμό και τη φιλία, που οι φίλοι που θα συναντούσε εκεί, θα τού προσφέρανε μπροστά στη γυναίκα που αγαπούσε, τότε ανακάλυπτε ξανά μια έλξη γι αυτήν την κοσμική ζωή, που την είχε χορτάσει, αλλά που η ύλη της διαποτισμένη και χρωματισμένη ζεστά από μια φλόγα κρυμμένη που έπαιζε μέσα της, τού φαινόταν πολύτιμη και ωραία από τότε που είχε ενσωματώσει σ᾿ αυτήν έναν καινούργιο έρωτα.
[1] Πλαντέ: Γάλλος πιανίστας (1839-1934).
[2] Ρουπινστάiν: Ρώσος πιανίστας και συνθέτης (1829-1894)
[3] Ποτέν: Γάλλος γιατρός (1825-1901)
[4] "Βαλκυρία", "Τριστάνος και Iζόλδη" όπερες τού Ρίχαρντ Βάγκνερ
[5] Σαίν-Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού, στην αριστερή όχθη τού Σηκουάνα
[2] Ρουπινστάiν: Ρώσος πιανίστας και συνθέτης (1829-1894)
[3] Ποτέν: Γάλλος γιατρός (1825-1901)
[4] "Βαλκυρία", "Τριστάνος και Iζόλδη" όπερες τού Ρίχαρντ Βάγκνερ
[5] Σαίν-Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού, στην αριστερή όχθη τού Σηκουάνα
Πως ο Σουάν ερωτεύτηκε την Οντέτ. Οι πρώτες τους συναντήσεις. «Θα ᾿μαι πάντα ελεύθερη για σένα»
Αλλά ενώ ο καθένας απ᾿ αυτούς τούς ερωτικούς δεσμούς ή το καθένα από αυτά τα φλερτ ήταν η σχεδόν ολοκληρωμένη πραγματοποίηση ενός ονείρου, γεννημένου από τη θέα ενός προσώπου ή ενός σώματος, που ο Σουάν είχε βρει γοητευτικά, αντίθετα όταν μια μέρα τον παρουσίασε στην Οντέτ ντέ Κρεσύ ένας παλιός του φίλος που τού είχε μιλήσει γι αυτήν περιγράφοντάς την σαν μια γυναίκα χαριτωμένη που μαζί της θα μπορούσε ίσως να καταλήξει σε κάτι, κι έτσι τού τη ζωγράφιζε πιο δύσκολη απ᾿ ήταν στα αλήθεια, για να φανεί πιο ευγενική η απόφασή του να την συστήσει, η Οντέτ είχε φανεί στο Σουάν όχι βέβαια χωρίς ομορφιά, αλλά μ᾿ ένα είδος ομορφιάς που τον άφηνε αδιάφορο. Είχε ένα προφίλ πιο τονισμένο απ᾿ ότι τού άρεσε, ένα δέρμα πιο εύθραυστο, ζυγωματικά εξογκωμένα. Είχε ωραία μάτια, μα τόσο μεγάλα, που λύγιζαν απ᾿ τον ίδιο τους τον όγκο και κούραζαν το υπόλοιπό της πρόσωπο. Λίγον καιρό ύστερ᾿ από την γνωριμία τους στο θέατρο, τού είχε γράψει για να τού ζητήσει να δει τις συλλογές του που την ενδιέφεραν τόσο, "αυτή την απαίδευτη που τής άρεσαν τα ωραία πράγματα". Κι έλεγε ακόμα πως πίστευε ότι θα τον γνώριζε καλύτερα, όταν θα τον έβλεπε στο "σπιτικό του", όπου τον φανταζόταν "τόσο άνετα βολεμένο με το τσάι και τα βιβλία του", μ᾿ όλο που δεν τού έκρυβε την έκπληξή της γιατί κατοικούσε σ᾿ αυτή τη γειτονιά, που ήταν "τόσο λίγο κομψή γι αυτόν, που ήταν τόσο πολύ". Κι αφού την άφησε να έρθει, την ώρα που τον αποχαιρετούσε, τού άφησε να φανεί πως θεωρούσε ότι είχε πραγματοποιηθεί μια μυθιστορηματική επαφή ανάμεσά τους, κι αυτό τον έκανε να χαμογελάσει. Έτσι στην ηλικία που σχεδόν δεν τρέφει πια κανείς αυταπάτες, και την πλησίαζε τώρα ο Σουάν, κι όπου ξέρεις πως αρκεί να ᾿σαι ερωτευμένος για την ευχαρίστηση να ᾿σαι ερωτευμένος χωρίς να απαιτείς αμοιβαιότητα, αυτό το πλησίασμα των καρδιών κι αν ακόμα δεν είναι όπως στην πρώτη νιότη ο στόχος στον οποίο τείνει ο έρωτας, παραμένει ωστόσο δεμένο μαζί σου μ᾿ ένα τόσο δυνατό συνειρμό, που μπορεί να γίνει αιτία τού έρωτα, αν τύχει και εμφανιστεί πριν απ᾿ αυτόν. Άλλοτε ονειρευόσουν να αποχτήσεις την καρδιά μιας γυναίκας που ερωτεύτηκες, αργότερα το να νιώθεις πως απόχτησες την καρδιά μιας γυναίκας, μπορεί να σε κάνει να την ερωτευτείς. Έτσι, στην ηλικία που θα ᾿λεγες, ακριβώς γιατί γυρεύεις στον έρωτα μια υποκειμενική ευχαρίστηση, πως ο ρόλος τής εκτίμησης τής ομορφιάς μιας γυναίκας θα ᾿πρεπε να ᾿ναι πιο μεγάλος, ο έρωτας ο πιο σαρκικός μπορεί να γεννηθεί χωρίς να υπάρχει στη βάση του ένας προγενέστερος πόθος. Σ᾿ αυτήν την εποχή τής ζωής έχει κανείς ερωτευτεί πολλές φορές, ο έρωτας δεν κινείται πια μόνος σύμφωνα με τούς άγνωστους και μοιραίους νόμους του, μπροστά στην ξαφνιασμένη και ανήμπορη καρδιά μας. Τον βοηθούμε με τη μνήμη με την υποβολή. Καθώς κατέχουμε το τραγούδι του χαραγμένο ολάκαιρο μέσα μας, δεν χρειαζόμαστε την γυναίκα που θα μάς πει την αρχή του, αρχή που εμπνέει η ομορφιά για να βρούμε τη συνέχειά του. Κι αν το τραγούδι αρχίζει από τη μέση εκεί που συναντιούνται οι καρδιές, η μουσική μάς είναι τόσο γνωστή, ώστε μπορούμε να συναντήσουμε τη συντροφιά μας, στο σημείο που μάς περιμένει.
Η Οντέτ ξαναγύρισε να δει το Σουάν, οι επισκέψεις έγιναν ύστερα πιο συχνές και σίγουρα η κάθε επίσκεψη ανανέωνε την απογοήτευση που ένιωθε μπροστά σ᾿ αυτό το πρόσωπο που είχε ξεχάσει στο μεταξύ όλες του τις ιδιομορφίες, και που ήταν παρά τη νιότη του τόσο μαραμένο· λυπόταν όσο κουβέντιαζε μαζί της, που η μεγάλη της ομορφιά δεν ανήκε στο είδος που θα κέρδιζε την αυθόρμητη προτίμησή του. Μα όταν έφευγε η Οντέτ, ο Σουάν χαμογελούσε καθώς σκεφτόταν πως τού είχε πει πόσο μακρύς θα τής φαινόταν ο χρόνος ώσπου να τής επιτρέψει να ξανάρθει, θυμόταν το ανήσυχο δειλό ύφος της που την έκανε συγκινητική κάτω απ᾿ το μπουκέτο με τούς ψεύτικους πανσέδες που ήταν καρφιτσωμένο πάνω στο άσπρο ψάθινο καπέλο της, με τις μαύρες βελούδινες κορδέλες. «Κι εσείς», τού είχε πει, «δεν θα ᾿ρθετε καμιά φορά σπίτι μου για τσάι;». Είχε προφασιστεί μια εργασία που συνέχιζε, μια μελέτη για το ζωγράφο Βερμέερ [1], που στην πραγματικότητα την είχε εγκαταλείψει από χρόνια. «Καταλαβαίνω πως εγώ η αδύναμη δεν μπορώ να κάνω τίποτα κοντά σ᾿ εσάς τούς μεγάλους σοφούς» τού είχε απαντήσει. «Θα με κοροϊδέψετε Αλλ᾿ αυτόν το ζωγράφο που σάς εμποδίζει να με βλέπετε, πρώτη φορά τον ακούω ζει ακόμα; Μπορεί κανείς να δει τα έργα του στο Παρίσι; για να μπορέσω να καταλάβω έτσι τι αγαπάτε, να μαντέψω λίγο τι υπάρχει κάτω από αυτό το μεγάλο μέτωπο, σ᾿ αυτό το κεφάλι που το νιώθω πάντα να σκέφτεται, για να μπορέσω να πω: να, αυτό σκέφτεται τώρα». Ο Σουάν θέλησε να δικαιολογηθεί λέγοντας πως φοβάται τις καινούργιες φιλίες, κι ονόμασε από φιλοφροσύνη, το φόβο αυτό, φόβο να μη γίνει δυστυχισμένος. «Φοβάστε μια στοργική αγάπη; Τί αστείο, εγώ μόνο αυτό αποζητώ», είπε με μια φωνή τόσο φυσική, τόσο σίγουρη, που εκείνος ταράχτηκε. «Σίγουρα υποφέρατε για μια γυναίκα. Και πιστεύετε πως κι οι άλλες είναι σαν αυτή. Δεν μπόρεσε να σάς καταλάβει είσαστε τόσο ξεχωριστός. Αυτό είναι που πρωταγάπησα σε σάς, ένιωσα πως δεν είστε σαν τούς άλλους».
— «Κι εσείς άλλωστε» τής είπε, «δεν θα είστε πολύ ελεύθερη».
— «Εγώ δεν έχω τίποτα να κάνω! Είμαι πάντα ελεύθερη, θα ᾿μαι πάντα ελεύθερη για σάς. Θα ήταν συμπαθητικό να κάνατε τη γνωριμία τής κυρίας Βερντυρέν, που στο σπίτι της πηγαίνω κάθε βράδυ. Σκεφτείτε! αν συναντιόμασταν εκεί, κι αν μπορούσα τότε να λογαριάζω πως βρίσκεστε εκεί λιγάκι για χατίρι μου!»
Καί βέβαια όταν θυμόταν τις συζητήσεις τους, όταν μόνος τη σκεφτόταν, άφηνε μονάχα την εικόνα της να κινηθεί ανάμεσα σε πολλές άλλες εικόνες γυναικών μέσα σε μυθιστορηματικά ονειροπολήματα, αν όμως χάρη σε μια οποιαδήποτε περίσταση, η εικόνα τής Οντέτ κατόρθωνε ν᾿ απορροφήσει όλα του τα ονειροπολήματα, αν τα ονειροπολήματα αυτά γίνονταν αδιαχώριστα απ᾿ την ανάμνησή της, τότε οι ατέλειες τού κορμιού της δεν θα είχαν πια καμιά σημασία, αφού, έχοντας πια γίνει το κορμί τής αγαπημένης, θα ήταν από δώ και μπρός το μόνο που θα μπορούσε να τού προκαλέσει χαρές και ανησυχίες.
Ο παππούς μου είχε γνωρίσει την οικογένεια αυτών των Βερντυρέν. Είχε όμως χάσει κάθε επαφή με αυτό που αποκαλούσε ο "νεαρός Βερντυρέν" και που θεωρούσε κάπως σχηματικά, πως είχε ξεπέσει στους μποέμ και τούς απόβλητους. Μια μέρα πήρε ένα γράμμα τού Σουάν που τον ρωτούσε αν θα μπορούσε να τον φέρει σ᾿ επαφή με τούς Βερντυρέν: «Προσοχή! Προσοχή» φώναξε ο παππούς μου, «δεν με ξαφνιάζει αυτό καθόλου, σίγουρα εκεί θα κατέληγε ο Σουάν. Θαυμάσιο περιβάλλον! Πρώτα απ᾿ όλα δεν μπορώ να κάνω αυτό που μού γυρεύει, αφού δεν έχω πια σχέσεις μ᾿ αυτόν τον κύριο. Κι ύστερα αυτό κρύβει κάποια γυναικοδουλειά, δεν ανακατεύομαι σ᾿ αυτές τις ιστορίες. Έ λοιπόν, θα διασκεδάσουμε, αν ο Σουάν μπλέξει με τούς μικρούς Βερντυρέν».
Κι επειδή ο παππούς μου απάντησε αρνητικά, η ίδια η Οντέτ οδήγησε τον Σουάν στους Βερντυρέν.
Τη μέρα που ο Σουάν έκανε την πρώτη του εμφάνιση στους Βερντυρέν, είχαν στο τραπέζι το γιατρό και την κυρία Κοττάρ, το νεαρό πιανίστα με τη θεία του και το ζωγράφο τον "κύριο Μπίς" που είχε τότε την προτίμησή τους, και σ᾿ αυτούς προστέθηκαν αργότερα, το βράδυ, μερικοί ακόμα πιστοί.
Η Οντέτ ξαναγύρισε να δει το Σουάν, οι επισκέψεις έγιναν ύστερα πιο συχνές και σίγουρα η κάθε επίσκεψη ανανέωνε την απογοήτευση που ένιωθε μπροστά σ᾿ αυτό το πρόσωπο που είχε ξεχάσει στο μεταξύ όλες του τις ιδιομορφίες, και που ήταν παρά τη νιότη του τόσο μαραμένο· λυπόταν όσο κουβέντιαζε μαζί της, που η μεγάλη της ομορφιά δεν ανήκε στο είδος που θα κέρδιζε την αυθόρμητη προτίμησή του. Μα όταν έφευγε η Οντέτ, ο Σουάν χαμογελούσε καθώς σκεφτόταν πως τού είχε πει πόσο μακρύς θα τής φαινόταν ο χρόνος ώσπου να τής επιτρέψει να ξανάρθει, θυμόταν το ανήσυχο δειλό ύφος της που την έκανε συγκινητική κάτω απ᾿ το μπουκέτο με τούς ψεύτικους πανσέδες που ήταν καρφιτσωμένο πάνω στο άσπρο ψάθινο καπέλο της, με τις μαύρες βελούδινες κορδέλες. «Κι εσείς», τού είχε πει, «δεν θα ᾿ρθετε καμιά φορά σπίτι μου για τσάι;». Είχε προφασιστεί μια εργασία που συνέχιζε, μια μελέτη για το ζωγράφο Βερμέερ [1], που στην πραγματικότητα την είχε εγκαταλείψει από χρόνια. «Καταλαβαίνω πως εγώ η αδύναμη δεν μπορώ να κάνω τίποτα κοντά σ᾿ εσάς τούς μεγάλους σοφούς» τού είχε απαντήσει. «Θα με κοροϊδέψετε Αλλ᾿ αυτόν το ζωγράφο που σάς εμποδίζει να με βλέπετε, πρώτη φορά τον ακούω ζει ακόμα; Μπορεί κανείς να δει τα έργα του στο Παρίσι; για να μπορέσω να καταλάβω έτσι τι αγαπάτε, να μαντέψω λίγο τι υπάρχει κάτω από αυτό το μεγάλο μέτωπο, σ᾿ αυτό το κεφάλι που το νιώθω πάντα να σκέφτεται, για να μπορέσω να πω: να, αυτό σκέφτεται τώρα». Ο Σουάν θέλησε να δικαιολογηθεί λέγοντας πως φοβάται τις καινούργιες φιλίες, κι ονόμασε από φιλοφροσύνη, το φόβο αυτό, φόβο να μη γίνει δυστυχισμένος. «Φοβάστε μια στοργική αγάπη; Τί αστείο, εγώ μόνο αυτό αποζητώ», είπε με μια φωνή τόσο φυσική, τόσο σίγουρη, που εκείνος ταράχτηκε. «Σίγουρα υποφέρατε για μια γυναίκα. Και πιστεύετε πως κι οι άλλες είναι σαν αυτή. Δεν μπόρεσε να σάς καταλάβει είσαστε τόσο ξεχωριστός. Αυτό είναι που πρωταγάπησα σε σάς, ένιωσα πως δεν είστε σαν τούς άλλους».
— «Κι εσείς άλλωστε» τής είπε, «δεν θα είστε πολύ ελεύθερη».
— «Εγώ δεν έχω τίποτα να κάνω! Είμαι πάντα ελεύθερη, θα ᾿μαι πάντα ελεύθερη για σάς. Θα ήταν συμπαθητικό να κάνατε τη γνωριμία τής κυρίας Βερντυρέν, που στο σπίτι της πηγαίνω κάθε βράδυ. Σκεφτείτε! αν συναντιόμασταν εκεί, κι αν μπορούσα τότε να λογαριάζω πως βρίσκεστε εκεί λιγάκι για χατίρι μου!»
Καί βέβαια όταν θυμόταν τις συζητήσεις τους, όταν μόνος τη σκεφτόταν, άφηνε μονάχα την εικόνα της να κινηθεί ανάμεσα σε πολλές άλλες εικόνες γυναικών μέσα σε μυθιστορηματικά ονειροπολήματα, αν όμως χάρη σε μια οποιαδήποτε περίσταση, η εικόνα τής Οντέτ κατόρθωνε ν᾿ απορροφήσει όλα του τα ονειροπολήματα, αν τα ονειροπολήματα αυτά γίνονταν αδιαχώριστα απ᾿ την ανάμνησή της, τότε οι ατέλειες τού κορμιού της δεν θα είχαν πια καμιά σημασία, αφού, έχοντας πια γίνει το κορμί τής αγαπημένης, θα ήταν από δώ και μπρός το μόνο που θα μπορούσε να τού προκαλέσει χαρές και ανησυχίες.
Ο παππούς μου είχε γνωρίσει την οικογένεια αυτών των Βερντυρέν. Είχε όμως χάσει κάθε επαφή με αυτό που αποκαλούσε ο "νεαρός Βερντυρέν" και που θεωρούσε κάπως σχηματικά, πως είχε ξεπέσει στους μποέμ και τούς απόβλητους. Μια μέρα πήρε ένα γράμμα τού Σουάν που τον ρωτούσε αν θα μπορούσε να τον φέρει σ᾿ επαφή με τούς Βερντυρέν: «Προσοχή! Προσοχή» φώναξε ο παππούς μου, «δεν με ξαφνιάζει αυτό καθόλου, σίγουρα εκεί θα κατέληγε ο Σουάν. Θαυμάσιο περιβάλλον! Πρώτα απ᾿ όλα δεν μπορώ να κάνω αυτό που μού γυρεύει, αφού δεν έχω πια σχέσεις μ᾿ αυτόν τον κύριο. Κι ύστερα αυτό κρύβει κάποια γυναικοδουλειά, δεν ανακατεύομαι σ᾿ αυτές τις ιστορίες. Έ λοιπόν, θα διασκεδάσουμε, αν ο Σουάν μπλέξει με τούς μικρούς Βερντυρέν».
Κι επειδή ο παππούς μου απάντησε αρνητικά, η ίδια η Οντέτ οδήγησε τον Σουάν στους Βερντυρέν.
Τη μέρα που ο Σουάν έκανε την πρώτη του εμφάνιση στους Βερντυρέν, είχαν στο τραπέζι το γιατρό και την κυρία Κοττάρ, το νεαρό πιανίστα με τη θεία του και το ζωγράφο τον "κύριο Μπίς" που είχε τότε την προτίμησή τους, και σ᾿ αυτούς προστέθηκαν αργότερα, το βράδυ, μερικοί ακόμα πιστοί.
[1] Βερμέερ: Ολλανδός ζωγράφος (1632-1675). Για καιρό παραγνωρισμένος, θεωρείται σήμερα ένας από τούς σημαντικότερους ζωγράφους τού 17ου αιώνα. Σ᾿ αυτό συνέτεινε και ο Προυστ πού τον αναφέρει και αναλύει τα έργα του.
Ο γιατρός Κοττάρ
Ο γιατρός Κοττάρ δεν ήξερε ποτέ με σιγουριά σε τι τόνο έπρεπε να απαντήσει σ᾿ ένα συνομιλητή του, αν δηλαδή ο συνομιλητής του μιλούσε αστεία ή σοβαρά. Κι έτσι πρόσθετε σ᾿ όλες τις εκφράσεις τού προσώπου του, ένα υποθετικό και προσωρινό χαμόγελο που μπορούσε να τον απαλλάξει απ᾿ την μομφή τής αφέλειας, αν τύχαινε να ᾿ναι αστεϊσμοί όσα τού είχαν πει. Αλλά για να αντιμετωπίσει και το αντίθετο ενδεχόμενο, δεν τολμούσε ν᾿ αφήσει το χαμόγελό του να εκδηλωθεί ξεκάθαρα πάνω στο πρόσωπό του, κι έβλεπες να προβάλλει μόνιμα μια αβεβαιότητα, όπου διάβαζες το ερώτημα που δεν τολμούσε να θέσει: "Αυτά που λέτε, τα λέτε στα σοβαρά;" Επειδή τού έλειπε εντελώς το κριτικό πνεύμα, τού ήταν αδύνατον να αντιληφθεί τη λεπτή ευγένεια που μάς κάνει να βεβαιώνουμε κάποιον που υποχρεώνεται σ᾿ εμάς, πως εμείς τού έχουμε υποχρέωση, χωρίς να περιμένουμε να μάς πιστέψει. Μ᾿ όλο που δεν μπορούσε να τον δει τέτοιον που ήταν πραγματικά, η κυρία Βερντυρέν είχε φτάσει στο σημείο να ενοχλείται, αν, όταν τον προσκαλούσε σ᾿ ένα από τα πρώτα θεωρεία για ν᾿ ακούσει τη Σάρα Μπερνάρ [1] , και τού έλεγε για να δώσει περισσότερη χάρη στην πρόσκλησή της: «Είστε πολύ ευγενικός που ήρθατε γιατρέ, αφού μάλιστα είμαι βέβαιη πως έχετε συχνά ακούσει τη Σάρα Μπερνάρ, κι ίσως καθόμαστε πολύ κοντά στη σκηνή», και ο γιατρός, που είχε μπει στο θεωρείο μ᾿ ένα χαμόγελο που για ν᾿ αποσαφηνιστεί ή να εξαφανιστεί, περίμενε ν᾿ ακούσει τη γνώμη κάποιου ειδικού για την αξία τής παράστασης, τής απαντούσε: «Πραγματικά, βρισκόμαστε πολύ μπροστά και αρχίζει να γίνεται κουραστική η Σάρα Μπερνάρ. Εκφράσατε όμως την επιθυμία να έρθω. Για μένα οι επιθυμίες σας είναι διαταγές. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που μπορώ να σάς προσφέρω αυτή την εξυπηρέτηση».
«Ξέρεις» είχε πει η κυρία Βερντυρέν στον άντρα της, «νομίζω πως κάνουμε λάθος όταν από μετριοφροσύνη μειώνουμε το τι προσφέρουμε στο γιατρό. Είναι ένας σοφός που ζει έξω απ᾿ την πραχτική ζωή, δεν ξέρει ο ίδιος την αξία των πραγμάτων κι αναφέρεται πάντα σ᾿ ό,τι τού πούμε εμείς». Καί τη επόμενη Πρωτοχρονιά, αντί να στείλει στο γιατρό ένα ρουμπίνι τριών χιλιάδων φράγκων λέγοντας πως είναι ένα ασήμαντο δωράκι, ο κύριος Βερντυρέν αγόρασε για τριακόσια φράγκα μια πέτρα τής σειράς και τον άφησε να πιστέψει πως δύσκολα βρίσκεται τόσο ωραία.
Λέγοντας στους Βερντυρέν πως ο Σουάν ήταν πολύ "καθώς πρέπει", η Οντέτ τούς είχε κάνει να φοβηθούν πως θα ήταν "πληκτικός". Αντίθετα όμως τούς προκάλεσε θαυμάσια εντύπωση, πράγμα που οφειλόταν, χωρίς να το ξέρουν, στο ότι σύχναζε στην κομψή κοινωνία. Ο Σουάν είχε το πλεονέκτημα των ανθρώπων που δεν μεταμορφώνουν "τον καλό κόσμο" με την επιθυμία ή τη φρίκη που προκαλεί στη φαντασία, αλλά τον θεωρούν σαν κάτι χωρίς σημασία. Η ευγένειά τους χωρίς σνομπισμό και χωρίς το φόβο μη φανούν υπέρμετρα ευγενικοί, ήταν πια εντελώς ανεξάρτητη. Η κομψότητα των κοσμικών, είχε τελικά περάσει χωρίς να το συνειδητοποιήσει, στην κοινωνική συμπεριφορά τού Σουάν. Έτσι απέναντι σε πρόσωπα ενός περιβάλλοντος κατώτερου απ᾿ το δικό του (όπως οι Βερντυρέν και οι φίλοι τους), έδειχνε από ένστικτο μια προθυμία και δεν φερνόταν ποτέ όπως ένας "πληκτικός". Ο Σουάν ζήτησε να γνωρίσει όλον το κόσμο, και ανάμεσά τους ένα παλιό φίλο των Βερντυρέν, τον Σανιέτ, που η συστολή, η απλότητα κι η καλή του καρδιά, τον είχαν κάνει να χάσει παντού, την εκτίμηση που χρωστούσε στην επιστημονική του γνώση των αρχείων, στη μεγάλη του περιουσία και στην ξεχωριστή οικογένεια στην οποία ανήκε. Μιλούσε με δυσκολία, σαν να ᾿χε ζυμάρι στο στόμα κι αυτό ήταν συμπαθητικό, γιατί πρόδινε λιγότερο μια δυσκολία στη γλώσσα παρά κάτι σαν ψυχική αρετή, κάτι σαν υπόλειμμα από την αθωότητα τής παιδικής ηλικίας, που δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ. Όλα τα σύμφωνα που δεν μπορούσε να προφέρει έδιναν την εντύπωση πως ήταν αντίστοιχες σκληρότητες για τις οποίες ήταν ανίκανος. Ο Σουάν τούς συγκίνησε πολύ, όταν θεώρησε σωστό να ζητήσει να γνωρίσει τη θεία τού πιανίστα. Ντυμένη όπως πάντα στα μαύρα έσκυψε μπροστά στο Σουάν με σεβασμό, αλλά ορθώθηκε πάλι με βασιλικό μεγαλείο. Καθώς δε ήταν μορφωμένη και φοβόταν μην κάνει λάθη γλωσσικά, πρόφερνε επίτηδες με τρόπο συγκεχυμένο, γιατί σκεφτόταν πως αν τής ξέφευγε κανένα λάθος, θα το σκέπαζε η ασάφεια και έτσι δεν θα το πρόσεχε κανείς· μ᾿ αυτόν το τρόπο η ομιλία της ήταν ένα συνεχές γουργουρητό, απ᾿ το οποίο ξεχώριζαν κάθε τόσο μερικές λέξεις για τις οποίες αισθανόταν βέβαιη. «Δεν ακούσατε ποτέ τον ανεψιό της;» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «είναι κάτι θαυμάσιο, δεν είναι έτσι γιατρέ; Θέλετε να τον παρακαλέσω να μάς παίξει κάτι, κύριε Σουάν;»
— «Μα θα είναι μια ευτυχία...» άρχισε να απαντάει ο Σουάν, όταν τον διέκοψε ο γιατρός μ᾿ ένα κοροϊδευτικό ύφος. Επειδή είχε προσέξει πως η χρησιμοποίηση τής πομπώδικης μορφής ήταν ξεπερασμένη, μόλις άκουγε μια λέξη επίσημη να λέγεται σοβαρά, όπως άκουσε τη λέξη "ευτυχία", νόμιζε πως αυτός που την είχε προφέρει, δειχνόταν επιπόλαιος λογάς. Ο γιατρός λογάριαζε πως η αχνισμένη φράση ήταν γελοία και την τελείωνε ειρωνικά με μια κοινότοπη έκφραση, που ο ίδιος φαινόταν να κατηγορεί τον συνομιλητή του πως ήθελε να χρησιμοποιήσει, ενώ ο τελευταίος δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση.
— «Μια ευτυχία για τη Γαλλία !» φώναξε πονηρά και σήκωσε εμφατικά τα χέρια.
Ο κύριος Βερντυρέν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γέλιο.
— «Τί έχουν και γελούν αυτοί οι καλοί άνθρωποι; Αν νομίζετε πως εγώ διασκεδάζω να μένω εδώ ολομόναχη σαν τιμωρημένη» φώναξε η κυρία Βερντυρέν με πειραγμένο ύφος, προσποιητά παιδικό.
Η κυρία Βερντυρέν ήταν καθισμένη σ᾿ ένα ψιλό κάθισμα από γυαλισμένο ελάτινο ξύλο, χαρισμένο από ένα Σουηδό βιολιστή, και που το φύλαγε παρόλο που ερχόταν σε αντίθεση με τα ωραία παλιά έπιπλα της, επέμενε όμως ν᾿ αφήνει σ᾿ εμφανίσιμο σημείο τα δώρα που οι πιστοί συνήθιζαν να τής προσφέρουν, ώστε οι δωρητές να χουν τη χαρά να τ᾿ αναγνωρίζουν όταν έρχονταν.
Απ᾿ αυτή την υπερυψωμένη θέση παρακολουθούσε κεφάτη τις συζητήσεις των πιστών και διασκέδαζε με τις "φαιδρότητές" τους· από τότε όμως που είχε συμβεί το ατύχημα στη μασέλα της, είχε πάψει να κάνει τον κόπο "να σκάει αληθινά στα γέλια" κι αντί γι αυτό περιοριζόταν σε μια συμβατική μιμική που έδινε χωρίς κούραση και κίνδυνο, την εντύπωση πως γελούσε μέχρι δακρύων. Με την παραμικρή κουβέντα που ξεστόμιζε ένας από τούς ταχτικούς, με στόχο τούς πληχτικούς ή ένα πρώην ταχτικό που τον είχαν διώξει στο στρατόπεδο των πληχτικών — και για μεγάλη απελπισία τού κυρίου Βερντυρέν, που είχε από καιρό τη φιλοδοξία να είναι το ίδιο συμπαθητικός με τη γυναίκα του, και που επειδή γελούσε πολύ, λαχάνιαζε γρήγορα κι έτσι τον ξεπερνούσε και τον νικούσε με την πονηρία της η γυναίκα του, που μπορούσε να γελάει αδιάκοπα και ψεύτικα — η κυρία Βερντυρέν έβγαζε μια μικρή κραυγή, έκλεινε ολότελα τα πουλίσια μάτια της, και ξαφνικά σα να ᾿θελε να προφυλαχτεί από ᾿να άσεμνο θέαμα ή μια θανάσιμη κρίση, έριχνε το πρόσωπό της στα χέρια της, το σκέπαζε ολότελα κι έκανε σα να προσπαθούσε να πνίξει, να θάψει ένα γέλιο, που αν το άφηνε ελεύθερο θα τής είχε φέρει λιγοθυμιά.
«Ξέρεις» είχε πει η κυρία Βερντυρέν στον άντρα της, «νομίζω πως κάνουμε λάθος όταν από μετριοφροσύνη μειώνουμε το τι προσφέρουμε στο γιατρό. Είναι ένας σοφός που ζει έξω απ᾿ την πραχτική ζωή, δεν ξέρει ο ίδιος την αξία των πραγμάτων κι αναφέρεται πάντα σ᾿ ό,τι τού πούμε εμείς». Καί τη επόμενη Πρωτοχρονιά, αντί να στείλει στο γιατρό ένα ρουμπίνι τριών χιλιάδων φράγκων λέγοντας πως είναι ένα ασήμαντο δωράκι, ο κύριος Βερντυρέν αγόρασε για τριακόσια φράγκα μια πέτρα τής σειράς και τον άφησε να πιστέψει πως δύσκολα βρίσκεται τόσο ωραία.
Λέγοντας στους Βερντυρέν πως ο Σουάν ήταν πολύ "καθώς πρέπει", η Οντέτ τούς είχε κάνει να φοβηθούν πως θα ήταν "πληκτικός". Αντίθετα όμως τούς προκάλεσε θαυμάσια εντύπωση, πράγμα που οφειλόταν, χωρίς να το ξέρουν, στο ότι σύχναζε στην κομψή κοινωνία. Ο Σουάν είχε το πλεονέκτημα των ανθρώπων που δεν μεταμορφώνουν "τον καλό κόσμο" με την επιθυμία ή τη φρίκη που προκαλεί στη φαντασία, αλλά τον θεωρούν σαν κάτι χωρίς σημασία. Η ευγένειά τους χωρίς σνομπισμό και χωρίς το φόβο μη φανούν υπέρμετρα ευγενικοί, ήταν πια εντελώς ανεξάρτητη. Η κομψότητα των κοσμικών, είχε τελικά περάσει χωρίς να το συνειδητοποιήσει, στην κοινωνική συμπεριφορά τού Σουάν. Έτσι απέναντι σε πρόσωπα ενός περιβάλλοντος κατώτερου απ᾿ το δικό του (όπως οι Βερντυρέν και οι φίλοι τους), έδειχνε από ένστικτο μια προθυμία και δεν φερνόταν ποτέ όπως ένας "πληκτικός". Ο Σουάν ζήτησε να γνωρίσει όλον το κόσμο, και ανάμεσά τους ένα παλιό φίλο των Βερντυρέν, τον Σανιέτ, που η συστολή, η απλότητα κι η καλή του καρδιά, τον είχαν κάνει να χάσει παντού, την εκτίμηση που χρωστούσε στην επιστημονική του γνώση των αρχείων, στη μεγάλη του περιουσία και στην ξεχωριστή οικογένεια στην οποία ανήκε. Μιλούσε με δυσκολία, σαν να ᾿χε ζυμάρι στο στόμα κι αυτό ήταν συμπαθητικό, γιατί πρόδινε λιγότερο μια δυσκολία στη γλώσσα παρά κάτι σαν ψυχική αρετή, κάτι σαν υπόλειμμα από την αθωότητα τής παιδικής ηλικίας, που δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ. Όλα τα σύμφωνα που δεν μπορούσε να προφέρει έδιναν την εντύπωση πως ήταν αντίστοιχες σκληρότητες για τις οποίες ήταν ανίκανος. Ο Σουάν τούς συγκίνησε πολύ, όταν θεώρησε σωστό να ζητήσει να γνωρίσει τη θεία τού πιανίστα. Ντυμένη όπως πάντα στα μαύρα έσκυψε μπροστά στο Σουάν με σεβασμό, αλλά ορθώθηκε πάλι με βασιλικό μεγαλείο. Καθώς δε ήταν μορφωμένη και φοβόταν μην κάνει λάθη γλωσσικά, πρόφερνε επίτηδες με τρόπο συγκεχυμένο, γιατί σκεφτόταν πως αν τής ξέφευγε κανένα λάθος, θα το σκέπαζε η ασάφεια και έτσι δεν θα το πρόσεχε κανείς· μ᾿ αυτόν το τρόπο η ομιλία της ήταν ένα συνεχές γουργουρητό, απ᾿ το οποίο ξεχώριζαν κάθε τόσο μερικές λέξεις για τις οποίες αισθανόταν βέβαιη. «Δεν ακούσατε ποτέ τον ανεψιό της;» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «είναι κάτι θαυμάσιο, δεν είναι έτσι γιατρέ; Θέλετε να τον παρακαλέσω να μάς παίξει κάτι, κύριε Σουάν;»
— «Μα θα είναι μια ευτυχία...» άρχισε να απαντάει ο Σουάν, όταν τον διέκοψε ο γιατρός μ᾿ ένα κοροϊδευτικό ύφος. Επειδή είχε προσέξει πως η χρησιμοποίηση τής πομπώδικης μορφής ήταν ξεπερασμένη, μόλις άκουγε μια λέξη επίσημη να λέγεται σοβαρά, όπως άκουσε τη λέξη "ευτυχία", νόμιζε πως αυτός που την είχε προφέρει, δειχνόταν επιπόλαιος λογάς. Ο γιατρός λογάριαζε πως η αχνισμένη φράση ήταν γελοία και την τελείωνε ειρωνικά με μια κοινότοπη έκφραση, που ο ίδιος φαινόταν να κατηγορεί τον συνομιλητή του πως ήθελε να χρησιμοποιήσει, ενώ ο τελευταίος δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση.
— «Μια ευτυχία για τη Γαλλία !» φώναξε πονηρά και σήκωσε εμφατικά τα χέρια.
Ο κύριος Βερντυρέν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γέλιο.
— «Τί έχουν και γελούν αυτοί οι καλοί άνθρωποι; Αν νομίζετε πως εγώ διασκεδάζω να μένω εδώ ολομόναχη σαν τιμωρημένη» φώναξε η κυρία Βερντυρέν με πειραγμένο ύφος, προσποιητά παιδικό.
Η κυρία Βερντυρέν ήταν καθισμένη σ᾿ ένα ψιλό κάθισμα από γυαλισμένο ελάτινο ξύλο, χαρισμένο από ένα Σουηδό βιολιστή, και που το φύλαγε παρόλο που ερχόταν σε αντίθεση με τα ωραία παλιά έπιπλα της, επέμενε όμως ν᾿ αφήνει σ᾿ εμφανίσιμο σημείο τα δώρα που οι πιστοί συνήθιζαν να τής προσφέρουν, ώστε οι δωρητές να χουν τη χαρά να τ᾿ αναγνωρίζουν όταν έρχονταν.
Απ᾿ αυτή την υπερυψωμένη θέση παρακολουθούσε κεφάτη τις συζητήσεις των πιστών και διασκέδαζε με τις "φαιδρότητές" τους· από τότε όμως που είχε συμβεί το ατύχημα στη μασέλα της, είχε πάψει να κάνει τον κόπο "να σκάει αληθινά στα γέλια" κι αντί γι αυτό περιοριζόταν σε μια συμβατική μιμική που έδινε χωρίς κούραση και κίνδυνο, την εντύπωση πως γελούσε μέχρι δακρύων. Με την παραμικρή κουβέντα που ξεστόμιζε ένας από τούς ταχτικούς, με στόχο τούς πληχτικούς ή ένα πρώην ταχτικό που τον είχαν διώξει στο στρατόπεδο των πληχτικών — και για μεγάλη απελπισία τού κυρίου Βερντυρέν, που είχε από καιρό τη φιλοδοξία να είναι το ίδιο συμπαθητικός με τη γυναίκα του, και που επειδή γελούσε πολύ, λαχάνιαζε γρήγορα κι έτσι τον ξεπερνούσε και τον νικούσε με την πονηρία της η γυναίκα του, που μπορούσε να γελάει αδιάκοπα και ψεύτικα — η κυρία Βερντυρέν έβγαζε μια μικρή κραυγή, έκλεινε ολότελα τα πουλίσια μάτια της, και ξαφνικά σα να ᾿θελε να προφυλαχτεί από ᾿να άσεμνο θέαμα ή μια θανάσιμη κρίση, έριχνε το πρόσωπό της στα χέρια της, το σκέπαζε ολότελα κι έκανε σα να προσπαθούσε να πνίξει, να θάψει ένα γέλιο, που αν το άφηνε ελεύθερο θα τής είχε φέρει λιγοθυμιά.
[1] Σάρα Μπερνάρ: H πιο διάσημη ηθοποιός τής εποχής της (1844-1932).
Η "μικρή φράση" από ένα μουσικό έργο τοὐ Βιντέιγ, γίνεται το σήμα κατατεθέν τού έρωτα Σουάν - Οντέτ
Στο μεταξύ ο κύριος Βερντυρέν, παρακαλούσε το νέο καλλιτέχνη να δεχθεί να παίξει πιάνο. «Ο κύριος Σουάν ίσως να μην γνωρίζει τη σονάτα σε φα δίεση που ανακαλύψαμε. Θα μάς παίξει τη διασκευή για πιάνο» είπε ο κύριος Βερντυρέν.
— «Α! όχι! όχι τη σονάτα μου!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «δεν έχω καμιά διάθεση να πάθω από το πολύ κλάμα εγκεφαλικούς πόνους και νευραλγία όπως την τελευταία φορά· ευχαριστώ για το δώρο, δεν έχω διάθεση να ξαναρχίσω· είστε καλοί εσείς, οι άλλοι, είναι φανερό πως δεν θα μείνετε εσείς μια βδομάδα στο κρεβάτι!»
Αυτή τη μικρή σκηνή που την επαναλάμβανε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να παίξει ο πιανίστας, ενθουσίαζε τούς φίλους σαν να ήταν καινούργια, σαν μια απόδειξη τής γοητευτικής πρωτοτυπίας τής "πατρόνας" και τής μουσικής της ευαισθησίας. Όσοι βρίσκονταν κοντά της, έκαναν νόημα σ᾿ αυτούς που πιο μακριά κάπνιζαν ή έπαιζαν χαρτιά να πλησιάσουν, γιατί κάτι συνέβαινε και τούς έλεγαν όπως λένε και στο Ράιχστανγκ στις ενδιαφέρουσες στιγμές «Ακούστε, ακούστε». Καί την επομένη εκφράζανε τη λύπη τους σ᾿ όσους απουσίαζαν, λέγοντάς τους πως η σκηνή ήταν ακόμα πιο διασκεδαστική από το συνηθισμένο.
— «Έ, λοιπόν καλά! Σύμφωνοι, δεν θα παίξει παρά μόνο το αντάντε», είπε ο κύριος Βερντυρέν.
— «Μόνο το αντάντε! Καλά τα βολεύεις!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν. «Μα το αντάντε είναι ακριβώς που μού παραλύει χέρια και πόδια. Είναι αλήθεια θαυμάσιος ο κύριός μας. Είναι σα να έλεγε για την Ενάτη [2]: θ᾿ ακούσουμε μόνο το φινάλε ή για τούς Αρχιτραγουδιστές [3], μόνο την εισαγωγή».
Ο γιατρός ωστόσο προσπαθούσε να πείσει την κυρία Βερντυρέν, ν᾿ αφήσει τον πιανίστα να παίξει, όχι γιατί θεωρούσε ψεύτικη την αναστάτωση που τής προκαλούσε η μουσική — αναγνώριζε κάποια συμπτώματα νευρασθένειας —αλλά γιατί ακολουθούσε τη συνήθεια πολλών γιατρών, να μειώνουν την αυστηρότητα των οδηγιών τους, μόλις δουν ότι κινδυνεύει κάποια κοσμική συγκέντρωση, και στην οποία παίζει βασικό ρόλο το πρόσωπο που συμβουλεύουν, να ξεχάσει για μια φορά τη δυσπεψία ή τη γρίπη του.
— «Δεν θα αρρωστήσετε τούτη τη φορά, θα το δείτε», είπε. «Κι αν αρρωστήσετε, θα σάς περιποιηθούμε».
— «Το λέτε αλήθεια;» απάντησε η κυρία Βερντυρέν, λες και μπροστά στην προσμονή μιας τέτοιας εύνοιας, δεν τής έμενε παρά να υποκύψει. Ίσως ακόμα με το να λέει τόσες φορές πως θ᾿ αρρωστήσει, να ᾿χε στιγμές που δε θυμόταν πως ήταν ψέμα κι αποκτούσε τη ψυχική διάθεση τού αρρώστου. Καί οι άρρωστοι, κουρασμένοι από το να ᾿ναι πάντοτε υποχρεωμένοι να εξαρτούν από την υπακοή τους την αποφυγή κάθε επιδείνωσης, αρέσκονται να πιστεύουν πως θα μπορέσουν να κάνουν ατιμώρητα ό,τι συνήθως τούς αρέσει μα τούς πονά, αρκεί να παραδοθούν στα χέρια κάποιου δυνατού, που χωρίς οι ίδιοι να κοπιάσουν με μια λέξη ή μ᾿ ένα χάπι, θα τούς συνεφέρει αμέσως.
Βλέποντας η κυρία Βερντυρέν τον Σουάν καθισμένο σε μια καρέκλα τον ανάγκασε να σηκωθεί:
— «Δεν είσαστε καλά εκεί. Γιατί δεν πάτε να καθίσετε κοντά στην Οντέτ; Οντέτ δεν θα κάνετε θέση για τον κύριο Σουάν;»
— «Τί ωραίο Μπωβαί [4] » είπε ο Σουάν πριν καθίσει, για να γίνει ευχάριστος.
— «Α, χαίρομαι που εκτιμάτε τον καναπέ μου» απάντησε η κυρία Βερντυρέν. «Καί σάς προειδοποιώ πως αν γυρέψετε να βρείτε άλλον το ίδιο ωραίο, καλύτερα να εγκαταλείψετε την προσπάθεια. Αρκεί να κοιτάξετε τα μικρά κομμάτια στις μπορντούρες. Να! κοιτάξετε εδώ, το μικρό κλήμα σε κόκκινο φόντο για το μύθο των Σταφυλιών και τής Αρκούδας. Δε είναι ορεχτικό αυτό το σταφύλι; Ο άντρας μου διατείνεται πως δεν αγαπώ τα φρούτα. Όμως όχι, είμαι πιο λαίμαργη απ᾿ όλους σας, αλλά δεν χρειάζεται να βάλω τα φρούτα στο στόμα μου, αφού τα χαίρομαι με τα μάτια. Μα τι σάς πιάνει και γελάτε όλοι; Ρωτήστε το γιατρό, θα σάς πει πως τα σταφύλια αυτά είναι για μένα καθαρτικά! Άλλοι κάνουν κούρες τού Φονταινεμπλώ, εγώ κάνω τη μικρή κούρα μου τού Μπωβαί. Κύριε Σουάν δεν θα φύγετε χωρίς πρώτα ν᾿ αγγίξετε τα μικρά μπρούτζινα ανάγλυφα τής πλάτης. Δεν είναι πολύ απαλή η πατίνα τους; Μα όχι έτσι, με ολόκληρο το χέρι σας, αγγίξτε τα καλά».
— «Αχ! αν η κυρία Βερντυρέν αρχίσει να χαϊδεύει τα μπρούτζινα, δεν θ᾿ ακούσουμε απόψε μουσική», είπε ο ζωγράφος.
— «Σωπάστε, είστε κακός». «Στο βάθος», είπε γυρίζοντας στον Σουάν, «απαγορεύουν σε μάς τις γυναίκες πράγματα λιγότερο ηδονικά απ᾿ αυτό. Μα δεν υπάρχει σάρκα που να συγκρίνεται μ᾿ αυτή! Όταν ο κύριος Βερντυρέν μού έκανε την τιμή να με ζηλεύει— έλα να ᾿σαι τουλάχιστον ευγενικός, μη λες πως δε με ζήλευες ποτέ...».
— «Μα δε λέω απολύτως τίποτε.»
Ο Σουάν χάιδευε τα μπρούτζα από ευγένεια και δεν τολμούσε να σταματήσει αμέσως.
— «Φτάνει, θα τα χαϊδέψετε αργότερα· τώρα τα χάδια θα ᾿ναι για σάς, θα χαϊδέψουν τα αυτιά σας. Ελπίζω αυτό να σάς αρέσει: εδώ είναι ο νεαρός που θα το αναλάβει».
Καί όταν ο πιανίστας τελείωσε να παίζει, ο Σουάν έγινε απέναντί του πιο ευγενικός παρά στους άλλους. Καί να γιατί:
Την προηγούμενη χρονιά σε κάποια βραδινή συγκέντρωση, είχε ακούσει ένα μουσικό έργο, για βιολί και πιάνο. Είχε νιώσει μια ξεχωριστή απόλαυση, όταν πάνω απ᾿ τη μικρή γραμμή τού βιολιού, είδε ξαφνικά να προσπαθεί ν᾿ ανυψωθεί μ᾿ ένα υγρό πλατάγισμα ο όγκος τού πιανιστικού μέρους, πολύμορφος, αδιαίρετος, επίπεδος και με εσωτερική πάλη, σαν τη μαβιά ταραχή τής θάλασσας που τής προσθέτει γοητεία το φεγγαρόφωτο. Ίσως, επειδή δεν ήξερε μουσική, μπόρεσε να νιώσει μια εντύπωση τόσο συγκεχυμένη, μιάν από τις εντυπώσεις που είναι ωστόσο ίσως, οι μόνες καθαρά μουσικές, χωρίς έκταση, εντελώς πρωτότυπες, σα να λέμε χωρίς περιεχόμενο. Όμως οι νότες σβύνουν πριν ακόμα οι εντυπώσεις από αυτές διαμορφωθούν αρκετά μέσα μας, για να πνιγούν από τις εντυπώσεις που ξυπνάνε κιόλας οι επόμενες νότες. Καί αυτή η εντύπωση κυριαρχείται από μοτίβα που στιγμές-στιγμές αναδύονται, που μόλις διακρίνονται, για να βουτήξουν ξανά και να εξαφανιστούν, μοτίβα αισθητά μόνο από την ιδιαίτερη ευχαρίστηση που προσφέρουν, και που είναι αδύνατο να τα περιγράψουμε, να τα θυμηθούμε, να τα ονομάσουμε. Έτσι μόλις είχε σβύσει η γλυκειά εντύπωση που είχε νιώσει ο Σουάν, η μνήμη του, τού είχε προσφέρει μια μεταγραφή περιληπτική και προσωρινή, μα που πάνω της είχε ρίξει μια ματιά ενώ το κομμάτι συνεχιζόταν, έτσι, που όταν η ίδια εντύπωση ξαναφάνηκε δεν ήταν πια ασύλληπτη. Αυτή τη φορά είχε ξεχωρίσει καθαρά μια φράση που ανέβαινε για μερικές στιγμές πάνω από τα ηχητικά κύματα. Καί τού είχε προσφέρει αμέσως ξεχωριστές απολαύσεις, κι είχε νιώσει γι αυτή τη φράση κάτι σαν ένα άγνωστο έρωτα. Ξαφνικά, στο σημείο που είχε φτάσει κι από όπου ετοιμαζόταν να την ακολουθήσει, ύστερ᾿ από παύση μιας στιγμής, απότομα η φράση άλλαξε κατεύθυνση και με μια καινούργια κίνηση, πιο γρήγορη, λεπτή, μελαγχολική τον παρέσυρε μαζί της σε άγνωστες προοπτικές. Ύστερα χάθηκε. Λαχτάρησε να τη δει μια τρίτη φορά. Καί πραγματικά παρουσιάστηκε, αλλά χωρίς να τού μιλήσει πιο καθαρά, τού προκάλεσε μια απόλαυση λιγότερο βαθειά. Όταν όμως γύρισε σπίτι του, ένιωσε την ανάγκη της: ένιωθε σαν ένας άντρας που μια γυναίκα περαστική που την αντίκρυσε για μια στιγμή, άφησε να μπει στη ζωή του η εικόνα μιας καινούργιας ομορφιάς, χωρίς να ξέρει όμως αν θα μπορέσει να ξαναδεί αυτήν που κιόλας αγαπάει, και που δεν γνωρίζει ούτε καν τ᾿ όνομά της.
Κι αυτή ακόμα η αγάπη για μια μουσική φράση φάνηκε για λίγο πως θα μπορούσε να δώσει στον Σουάν μια κάποια δυνατότητα να ξανανιώσει. Από καιρό είχε πάψει να καθοδηγεί τη ζωή του σ᾿ ένα ιδανικό στόχο, την περιόριζε στο ν᾿ αναζητεί καθημερινές ικανοποιήσεις, κι έτσι θεωρούσε, χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί ξεκάθαρα, πως αυτή η κατάσταση δε θ᾿ άλλαζε ως το θάνατό του· και πέρα απ᾿ αυτό είχε πάψει να πιστεύει σε μεγάλες ιδέες, χωρίς όμως και να μπορεί ν᾿ αρνηθεί ολότελα αυτή την πραγματικότητα. Έτσι είχε συνηθίσει να καταφεύγει σε σκέψεις χωρίς σημασία, που τού επέτρεπαν να μην ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Κι όπως αναρωτιόταν, αν δε θα ᾿ταν προτιμότερο να μην πηγαίνει στις κοσμικές συγκεντρώσεις αλλά ήξερε με βεβαιότητα πως αν δεχόταν μια πρόσκληση θα ᾿πρεπε να παραβρεθεί, έτσι και στις συζητήσεις του προσπαθούσε να μην εκφράζει ποτέ με πάθος μια ενδόμυχη γνώμη για τα πράγματα, αλλά να δίνει υλικές λεπτομέρειες που είχαν τη δική τους αξία και τού επέτρεπαν να μη δεσμεύεται. Προσδιόριζε με απόλυτη ακρίβεια μια συνταγή μαγειρικής, την ημερομηνία τής γέννησης ενός ζωγράφου την ονομασία των έργων του. Κάποτε παρ᾿ όλα αυτά αφηνόταν και διατύπωνε μια κρίση για να έργο, για τον τρόπο αντιμετώπισης τής ζωής, Αλλ᾿ έδινε τότε στα λόγια του ένα τόνο ειρωνικό, λες και δεν αποδεχόταν εντελώς αυτά που έλεγε.
Όπως σε μερικούς ασθενικούς, μια ξαφνική αλλαγή τόπου, μια καινούργια δίαιτα, κάποτε και μια οργανική αλλαγή απρόσμενη και αινιγματική, φαίνεται να φέρνει μια τέτοια υποχώρηση τής ασθένειας, που αρχίζουν ν᾿ αντιμετωπίζουν την ανέλπιστη δυνατότητα να ξεκινήσουν στα τελευταία τους μια καινούργια ζωή, έτσι κι ο Σουάν μέσα στην ανάμνηση τής φράσης που ᾿χε ακούσει και είχε αναζητήσει μέσα σε μερικές σονάτες που ᾿χε ζητήσει να τού παίξουν μήπως την ανακάλυπτε, έβρισκε την παρουσία κάποιας απ᾿ αυτές τις αόρατες πραγματικότητες στις οποίες είχε πάψει να πιστεύει, και στις οποίες, λες και η μουσική είχε πάνω στην ηθική αδιαφορία που τον διαπότιζε, μια εκλεκτική επίδραση, αισθανόταν πάλι την επιθυμία και σχεδόν τη δύναμη ν᾿ αφιερώσει σ᾿ αυτή τη νέα πραγματικότητα πάλι τη ζωή του. Αλλ᾿ επειδή δεν είχε κατορθώσει να μάθει ποιος ήταν ο συνθέτης τού έργου που ᾿χε ακούσει, τελικά το είχε ξεχάσει.
Όμως λίγα λεπτά αφού άρχισε να παίζει ο νεαρός πιανίστας στης κυρίας Βερντυρέν, ξαφνικά ύστερα από μια ψιλή νότα, είδε να πλησιάζει ξεφεύγοντας από την ηχητικότητα που απλωμένη σαν κουρτίνα σκεπάζει το μυστικό τής εκκόλαψής της, την αέρινη κι αρωματισμένη φράση που αγαπούσε. Καί ήταν τόσο ιδιότυπη είχε μια μαγεία τόσο ατομική, που για τον Σουάν ήταν σα να συναντούσε σ᾿ ένα φιλικό σαλόνι μια γυναίκα που είχε θαυμάσει στο δρόμο και απελπιζόταν που δεν θα την ξανασυναντούσε πια ποτέ. Τώρα όμως μπορούσε να μάθει τ᾿ όνομα τής άγνωστής του (τού είπαν πως ήταν το αντάντε απ᾿ τη σονάτα για βιολί και πιάνο τού Βιντέιγ), την κρατούσε, θα μπορούσε να την έχει στο σπίτι του όσο συχνά θα το επιθυμούσε, μπορούσε να προσπαθήσει να μάθει τη γλώσσα της και το μυστικό της.
Γι αυτό, όταν ο πιανίστας τέλειωσε, ο Σουάν τον πλησίασε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του τόσο ζωηρά, που αυτό άρεσε πολύ στην κυρία Βερντυρέν.
—«Τί μάγος! Δεν βρίσκετε;» είπε στον Σουάν. «Τη νιώθει άραγε αρκετά τη σονάτα του ο μικρός αυτός άθλιος; Δεν ξέρατε πως το πιάνο μπορεί να φτάσει σ᾿ αυτό το σημείο. Είναι τα πάντα εκτός πιάνο, μα την αλήθεια! Κάθε φορά μπερδεύομαι, νομίζω πως ακούω ορχήστρα».
Κι ενώ η κυρία Βερντυρέν έλεγε στον άντρα της: «Έλα, δόστου πορτοκαλάδα, το αξίζει», ο Σουάν διηγόταν στην Οντέτ με ποιό τρόπο είχε ερωτευθεί αυτή τη μουσική φράση. Όταν η κυρία Βερντυρέν τής είπε από μακριά: «Λοιπόν, Οντέτ, σα να μού φαίνεται πως σάς λέει ωραία πράγματα», κι εκείνη απάντησε: «᾿ναι, πολύ ωραία», ο Σουάν βρήκε πως ήταν πολύ γλυκειά η απλότητά της. Στο μεταξύ ζητούσε πληροφορίες για τον Βιντέιγ , για το έργο του, για την εποχή που έγραψε τη σονάτα, για το τι θα μπορούσε να σημαίνει γι αυτόν η μικρή φράση.
Όταν ο Σουάν έκανε μερικές ειδικές παρατηρήσεις πάνω στην αγαπημένη του φράση:
— «Μπα, τι αστείο, δεν το χα ποτέ προσέξει όπως θα σάς πω πως δεν μ᾿ αρέσει να γυρεύω το μικρό ζωάκι και να χάνομαι στη ζούγκλα· δεν χάνουμε τον καιρό μας προσπαθώντας να κόψουμε την τρίχα στα τέσσερα, εδώ, δεν είναι το είδος μας», απάντησε η κυρία Βερντυρέν, που ο γιατρός Κοττάρ την κοίταζε μ᾿ ένα αποχαυνωμένο θαυμασμό να κινείται σ᾿ αυτό το χείμαρρο από τυποποιημένες εκφράσεις. Άλλωστε ο γιατρός και η κυρία Κοττάρ απέφευγαν να προσποιούνται θαυμασμό για μια μουσική που μόλις γυρνούσαν σπίτι τους, ομολογούσαν και οι δυο πως δεν καταλάβαιναν περισσότερο απ᾿ τη ζωγραφική τού "κυρίου Μπίς". Όπως το κοινό δεν γνωρίζει από τη γοητεία, τη χάρη, τις ομορφιές τής φύσης, παρά μόνο ό,τι ανακάλυψε στις κοινοτυπίες μιας τέχνης που αφομοίωσε σιγά-σιγά, ενώ αντίθετα ένας πρωτότυπος καλλιτέχνης ξεκινάει με την απόρριψη αυτών των κοινών τόπων, έτσι ο κύριος και η κυρία Κοττάρ δεν έβρισκαν ούτε στη σονάτα τού Βιντέιγ, ούτε στα πορτραίτα τού ζωγράφου, αυτό που αντιπροσώπευε γι αυτούς την αρμονία τής μουσικής και την ομορφιά τής ζωγραφικής.
Ο Σουάν έμαθε μόνο πως η πρόσφατη εμφάνιση τής σονάτας τού Βιντέιγ είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε μια σχολή με πρωτοποριακές τάσεις, Αλλ᾿ ήταν ολότελα άγνωστη στο μεγάλο κοινό.
—«Γνωρίζω κάποιον που ονομάζεται Βιντέιγ», είπε ο Σουάν, και σκέφτηκε τον καθηγητή τού πιάνου που είχαν οι αδελφές τής γιαγιάς μου.
— «Ίσως είν᾿ αυτός», αναφώνησε η κυρία Βερντυρέν.
— «Α! όχι,», απάντησε ο Σουάν γελώντας. «Καί λίγο να τον βλέπατε... Μα θα μπορούσε να είναι συγγενής του» συνέχισε ο Σουάν. «Θα ήταν βέβαια λυπηρό, αλλά τελοσπάντων, και μια ιδιοφυΐα μπορεί να έχει ξάδελφο ένα ξεκούτη».
Ο ζωγράφος ήξερε πως ο Βιντέιγ ήταν τώρα πολύ βαρειά άρρωστος και πως ο γιατρός Ποτέν φοβόταν πως ίσως δεν θα μπορούσε να τον σώσει.
— «Πως», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αφήνουν να τούς κουράρει ο Ποτέν;»
— «Αχ, κυρία Βερντυρέν», είπε ο Κοττάρ σε τόνο θεατρικό, «ξεχνάτε πως μιλάτε για ένα συνάδελφο, για ένα δάσκαλό μου, θα έπρεπε να πω καλύτερα».
— «Αφήστε με λοιπόν ήσυχη με τούς δασκάλους σας, γνωρίζετε δέκα φορές περισσότερα απ᾿ αυτόν» απάντησε η κυρία Βερντυρέν στο γιατρό Κοττάρ με το ύφος ανθρώπου που έχει το θάρρος τής γνώμης του. «Εσείς τουλάχιστον δεν σκοτώνετε τούς αρρώστους σας!».
— «Μα κυρία μου, είναι τής Ακαδημίας», ανταπάντησε ο γιατρός ειρωνικά. «Αν ένας άρρωστος προτιμά να πεθάνει κάτω από το χέρι ενός πρίγκιπα τής επιστήμης... Είναι πολύ πιο σικ να μπορεί να λέει: Με κουράρει ο Ποτέν»
— «Α! Είναι πιο σικ;» είπε η κυρία Βερντυρέν. «Ώστε τώρα υπάρχει σικ και στις αρρώστιες; Δεν το ήξερα αυτό... Πόσο με διασκεδάζετε!» φώναξε ξαφνικά ρίχνοντας το κεφάλι στα χέρια της. «Κι εγώ η καημενούλα που συζητούσα σοβαρά χωρίς να καταλάβω πως με
— «Να, ξέρετε πως ο φίλος σας, μάς αρέσει πολύ», είπε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ την ώρα που την καληνύχτιζε.
— «Είναι απλός, χαριτωμένος αν έχετε πάντα τέτοιους φίλους να μάς παρουσιάζετε, μπορείτε να τούς φέρνετε. Φτάνει να μη μάς εγκαταλείψει την τελευταία στιγμή».
— «Α! όχι! όχι τη σονάτα μου!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «δεν έχω καμιά διάθεση να πάθω από το πολύ κλάμα εγκεφαλικούς πόνους και νευραλγία όπως την τελευταία φορά· ευχαριστώ για το δώρο, δεν έχω διάθεση να ξαναρχίσω· είστε καλοί εσείς, οι άλλοι, είναι φανερό πως δεν θα μείνετε εσείς μια βδομάδα στο κρεβάτι!»
Αυτή τη μικρή σκηνή που την επαναλάμβανε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να παίξει ο πιανίστας, ενθουσίαζε τούς φίλους σαν να ήταν καινούργια, σαν μια απόδειξη τής γοητευτικής πρωτοτυπίας τής "πατρόνας" και τής μουσικής της ευαισθησίας. Όσοι βρίσκονταν κοντά της, έκαναν νόημα σ᾿ αυτούς που πιο μακριά κάπνιζαν ή έπαιζαν χαρτιά να πλησιάσουν, γιατί κάτι συνέβαινε και τούς έλεγαν όπως λένε και στο Ράιχστανγκ στις ενδιαφέρουσες στιγμές «Ακούστε, ακούστε». Καί την επομένη εκφράζανε τη λύπη τους σ᾿ όσους απουσίαζαν, λέγοντάς τους πως η σκηνή ήταν ακόμα πιο διασκεδαστική από το συνηθισμένο.
— «Έ, λοιπόν καλά! Σύμφωνοι, δεν θα παίξει παρά μόνο το αντάντε», είπε ο κύριος Βερντυρέν.
— «Μόνο το αντάντε! Καλά τα βολεύεις!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν. «Μα το αντάντε είναι ακριβώς που μού παραλύει χέρια και πόδια. Είναι αλήθεια θαυμάσιος ο κύριός μας. Είναι σα να έλεγε για την Ενάτη [2]: θ᾿ ακούσουμε μόνο το φινάλε ή για τούς Αρχιτραγουδιστές [3], μόνο την εισαγωγή».
Ο γιατρός ωστόσο προσπαθούσε να πείσει την κυρία Βερντυρέν, ν᾿ αφήσει τον πιανίστα να παίξει, όχι γιατί θεωρούσε ψεύτικη την αναστάτωση που τής προκαλούσε η μουσική — αναγνώριζε κάποια συμπτώματα νευρασθένειας —αλλά γιατί ακολουθούσε τη συνήθεια πολλών γιατρών, να μειώνουν την αυστηρότητα των οδηγιών τους, μόλις δουν ότι κινδυνεύει κάποια κοσμική συγκέντρωση, και στην οποία παίζει βασικό ρόλο το πρόσωπο που συμβουλεύουν, να ξεχάσει για μια φορά τη δυσπεψία ή τη γρίπη του.
— «Δεν θα αρρωστήσετε τούτη τη φορά, θα το δείτε», είπε. «Κι αν αρρωστήσετε, θα σάς περιποιηθούμε».
— «Το λέτε αλήθεια;» απάντησε η κυρία Βερντυρέν, λες και μπροστά στην προσμονή μιας τέτοιας εύνοιας, δεν τής έμενε παρά να υποκύψει. Ίσως ακόμα με το να λέει τόσες φορές πως θ᾿ αρρωστήσει, να ᾿χε στιγμές που δε θυμόταν πως ήταν ψέμα κι αποκτούσε τη ψυχική διάθεση τού αρρώστου. Καί οι άρρωστοι, κουρασμένοι από το να ᾿ναι πάντοτε υποχρεωμένοι να εξαρτούν από την υπακοή τους την αποφυγή κάθε επιδείνωσης, αρέσκονται να πιστεύουν πως θα μπορέσουν να κάνουν ατιμώρητα ό,τι συνήθως τούς αρέσει μα τούς πονά, αρκεί να παραδοθούν στα χέρια κάποιου δυνατού, που χωρίς οι ίδιοι να κοπιάσουν με μια λέξη ή μ᾿ ένα χάπι, θα τούς συνεφέρει αμέσως.
Βλέποντας η κυρία Βερντυρέν τον Σουάν καθισμένο σε μια καρέκλα τον ανάγκασε να σηκωθεί:
— «Δεν είσαστε καλά εκεί. Γιατί δεν πάτε να καθίσετε κοντά στην Οντέτ; Οντέτ δεν θα κάνετε θέση για τον κύριο Σουάν;»
— «Τί ωραίο Μπωβαί [4] » είπε ο Σουάν πριν καθίσει, για να γίνει ευχάριστος.
— «Α, χαίρομαι που εκτιμάτε τον καναπέ μου» απάντησε η κυρία Βερντυρέν. «Καί σάς προειδοποιώ πως αν γυρέψετε να βρείτε άλλον το ίδιο ωραίο, καλύτερα να εγκαταλείψετε την προσπάθεια. Αρκεί να κοιτάξετε τα μικρά κομμάτια στις μπορντούρες. Να! κοιτάξετε εδώ, το μικρό κλήμα σε κόκκινο φόντο για το μύθο των Σταφυλιών και τής Αρκούδας. Δε είναι ορεχτικό αυτό το σταφύλι; Ο άντρας μου διατείνεται πως δεν αγαπώ τα φρούτα. Όμως όχι, είμαι πιο λαίμαργη απ᾿ όλους σας, αλλά δεν χρειάζεται να βάλω τα φρούτα στο στόμα μου, αφού τα χαίρομαι με τα μάτια. Μα τι σάς πιάνει και γελάτε όλοι; Ρωτήστε το γιατρό, θα σάς πει πως τα σταφύλια αυτά είναι για μένα καθαρτικά! Άλλοι κάνουν κούρες τού Φονταινεμπλώ, εγώ κάνω τη μικρή κούρα μου τού Μπωβαί. Κύριε Σουάν δεν θα φύγετε χωρίς πρώτα ν᾿ αγγίξετε τα μικρά μπρούτζινα ανάγλυφα τής πλάτης. Δεν είναι πολύ απαλή η πατίνα τους; Μα όχι έτσι, με ολόκληρο το χέρι σας, αγγίξτε τα καλά».
— «Αχ! αν η κυρία Βερντυρέν αρχίσει να χαϊδεύει τα μπρούτζινα, δεν θ᾿ ακούσουμε απόψε μουσική», είπε ο ζωγράφος.
— «Σωπάστε, είστε κακός». «Στο βάθος», είπε γυρίζοντας στον Σουάν, «απαγορεύουν σε μάς τις γυναίκες πράγματα λιγότερο ηδονικά απ᾿ αυτό. Μα δεν υπάρχει σάρκα που να συγκρίνεται μ᾿ αυτή! Όταν ο κύριος Βερντυρέν μού έκανε την τιμή να με ζηλεύει— έλα να ᾿σαι τουλάχιστον ευγενικός, μη λες πως δε με ζήλευες ποτέ...».
— «Μα δε λέω απολύτως τίποτε.»
Ο Σουάν χάιδευε τα μπρούτζα από ευγένεια και δεν τολμούσε να σταματήσει αμέσως.
— «Φτάνει, θα τα χαϊδέψετε αργότερα· τώρα τα χάδια θα ᾿ναι για σάς, θα χαϊδέψουν τα αυτιά σας. Ελπίζω αυτό να σάς αρέσει: εδώ είναι ο νεαρός που θα το αναλάβει».
Καί όταν ο πιανίστας τελείωσε να παίζει, ο Σουάν έγινε απέναντί του πιο ευγενικός παρά στους άλλους. Καί να γιατί:
Την προηγούμενη χρονιά σε κάποια βραδινή συγκέντρωση, είχε ακούσει ένα μουσικό έργο, για βιολί και πιάνο. Είχε νιώσει μια ξεχωριστή απόλαυση, όταν πάνω απ᾿ τη μικρή γραμμή τού βιολιού, είδε ξαφνικά να προσπαθεί ν᾿ ανυψωθεί μ᾿ ένα υγρό πλατάγισμα ο όγκος τού πιανιστικού μέρους, πολύμορφος, αδιαίρετος, επίπεδος και με εσωτερική πάλη, σαν τη μαβιά ταραχή τής θάλασσας που τής προσθέτει γοητεία το φεγγαρόφωτο. Ίσως, επειδή δεν ήξερε μουσική, μπόρεσε να νιώσει μια εντύπωση τόσο συγκεχυμένη, μιάν από τις εντυπώσεις που είναι ωστόσο ίσως, οι μόνες καθαρά μουσικές, χωρίς έκταση, εντελώς πρωτότυπες, σα να λέμε χωρίς περιεχόμενο. Όμως οι νότες σβύνουν πριν ακόμα οι εντυπώσεις από αυτές διαμορφωθούν αρκετά μέσα μας, για να πνιγούν από τις εντυπώσεις που ξυπνάνε κιόλας οι επόμενες νότες. Καί αυτή η εντύπωση κυριαρχείται από μοτίβα που στιγμές-στιγμές αναδύονται, που μόλις διακρίνονται, για να βουτήξουν ξανά και να εξαφανιστούν, μοτίβα αισθητά μόνο από την ιδιαίτερη ευχαρίστηση που προσφέρουν, και που είναι αδύνατο να τα περιγράψουμε, να τα θυμηθούμε, να τα ονομάσουμε. Έτσι μόλις είχε σβύσει η γλυκειά εντύπωση που είχε νιώσει ο Σουάν, η μνήμη του, τού είχε προσφέρει μια μεταγραφή περιληπτική και προσωρινή, μα που πάνω της είχε ρίξει μια ματιά ενώ το κομμάτι συνεχιζόταν, έτσι, που όταν η ίδια εντύπωση ξαναφάνηκε δεν ήταν πια ασύλληπτη. Αυτή τη φορά είχε ξεχωρίσει καθαρά μια φράση που ανέβαινε για μερικές στιγμές πάνω από τα ηχητικά κύματα. Καί τού είχε προσφέρει αμέσως ξεχωριστές απολαύσεις, κι είχε νιώσει γι αυτή τη φράση κάτι σαν ένα άγνωστο έρωτα. Ξαφνικά, στο σημείο που είχε φτάσει κι από όπου ετοιμαζόταν να την ακολουθήσει, ύστερ᾿ από παύση μιας στιγμής, απότομα η φράση άλλαξε κατεύθυνση και με μια καινούργια κίνηση, πιο γρήγορη, λεπτή, μελαγχολική τον παρέσυρε μαζί της σε άγνωστες προοπτικές. Ύστερα χάθηκε. Λαχτάρησε να τη δει μια τρίτη φορά. Καί πραγματικά παρουσιάστηκε, αλλά χωρίς να τού μιλήσει πιο καθαρά, τού προκάλεσε μια απόλαυση λιγότερο βαθειά. Όταν όμως γύρισε σπίτι του, ένιωσε την ανάγκη της: ένιωθε σαν ένας άντρας που μια γυναίκα περαστική που την αντίκρυσε για μια στιγμή, άφησε να μπει στη ζωή του η εικόνα μιας καινούργιας ομορφιάς, χωρίς να ξέρει όμως αν θα μπορέσει να ξαναδεί αυτήν που κιόλας αγαπάει, και που δεν γνωρίζει ούτε καν τ᾿ όνομά της.
Κι αυτή ακόμα η αγάπη για μια μουσική φράση φάνηκε για λίγο πως θα μπορούσε να δώσει στον Σουάν μια κάποια δυνατότητα να ξανανιώσει. Από καιρό είχε πάψει να καθοδηγεί τη ζωή του σ᾿ ένα ιδανικό στόχο, την περιόριζε στο ν᾿ αναζητεί καθημερινές ικανοποιήσεις, κι έτσι θεωρούσε, χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί ξεκάθαρα, πως αυτή η κατάσταση δε θ᾿ άλλαζε ως το θάνατό του· και πέρα απ᾿ αυτό είχε πάψει να πιστεύει σε μεγάλες ιδέες, χωρίς όμως και να μπορεί ν᾿ αρνηθεί ολότελα αυτή την πραγματικότητα. Έτσι είχε συνηθίσει να καταφεύγει σε σκέψεις χωρίς σημασία, που τού επέτρεπαν να μην ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Κι όπως αναρωτιόταν, αν δε θα ᾿ταν προτιμότερο να μην πηγαίνει στις κοσμικές συγκεντρώσεις αλλά ήξερε με βεβαιότητα πως αν δεχόταν μια πρόσκληση θα ᾿πρεπε να παραβρεθεί, έτσι και στις συζητήσεις του προσπαθούσε να μην εκφράζει ποτέ με πάθος μια ενδόμυχη γνώμη για τα πράγματα, αλλά να δίνει υλικές λεπτομέρειες που είχαν τη δική τους αξία και τού επέτρεπαν να μη δεσμεύεται. Προσδιόριζε με απόλυτη ακρίβεια μια συνταγή μαγειρικής, την ημερομηνία τής γέννησης ενός ζωγράφου την ονομασία των έργων του. Κάποτε παρ᾿ όλα αυτά αφηνόταν και διατύπωνε μια κρίση για να έργο, για τον τρόπο αντιμετώπισης τής ζωής, Αλλ᾿ έδινε τότε στα λόγια του ένα τόνο ειρωνικό, λες και δεν αποδεχόταν εντελώς αυτά που έλεγε.
Όπως σε μερικούς ασθενικούς, μια ξαφνική αλλαγή τόπου, μια καινούργια δίαιτα, κάποτε και μια οργανική αλλαγή απρόσμενη και αινιγματική, φαίνεται να φέρνει μια τέτοια υποχώρηση τής ασθένειας, που αρχίζουν ν᾿ αντιμετωπίζουν την ανέλπιστη δυνατότητα να ξεκινήσουν στα τελευταία τους μια καινούργια ζωή, έτσι κι ο Σουάν μέσα στην ανάμνηση τής φράσης που ᾿χε ακούσει και είχε αναζητήσει μέσα σε μερικές σονάτες που ᾿χε ζητήσει να τού παίξουν μήπως την ανακάλυπτε, έβρισκε την παρουσία κάποιας απ᾿ αυτές τις αόρατες πραγματικότητες στις οποίες είχε πάψει να πιστεύει, και στις οποίες, λες και η μουσική είχε πάνω στην ηθική αδιαφορία που τον διαπότιζε, μια εκλεκτική επίδραση, αισθανόταν πάλι την επιθυμία και σχεδόν τη δύναμη ν᾿ αφιερώσει σ᾿ αυτή τη νέα πραγματικότητα πάλι τη ζωή του. Αλλ᾿ επειδή δεν είχε κατορθώσει να μάθει ποιος ήταν ο συνθέτης τού έργου που ᾿χε ακούσει, τελικά το είχε ξεχάσει.
Όμως λίγα λεπτά αφού άρχισε να παίζει ο νεαρός πιανίστας στης κυρίας Βερντυρέν, ξαφνικά ύστερα από μια ψιλή νότα, είδε να πλησιάζει ξεφεύγοντας από την ηχητικότητα που απλωμένη σαν κουρτίνα σκεπάζει το μυστικό τής εκκόλαψής της, την αέρινη κι αρωματισμένη φράση που αγαπούσε. Καί ήταν τόσο ιδιότυπη είχε μια μαγεία τόσο ατομική, που για τον Σουάν ήταν σα να συναντούσε σ᾿ ένα φιλικό σαλόνι μια γυναίκα που είχε θαυμάσει στο δρόμο και απελπιζόταν που δεν θα την ξανασυναντούσε πια ποτέ. Τώρα όμως μπορούσε να μάθει τ᾿ όνομα τής άγνωστής του (τού είπαν πως ήταν το αντάντε απ᾿ τη σονάτα για βιολί και πιάνο τού Βιντέιγ), την κρατούσε, θα μπορούσε να την έχει στο σπίτι του όσο συχνά θα το επιθυμούσε, μπορούσε να προσπαθήσει να μάθει τη γλώσσα της και το μυστικό της.
Γι αυτό, όταν ο πιανίστας τέλειωσε, ο Σουάν τον πλησίασε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του τόσο ζωηρά, που αυτό άρεσε πολύ στην κυρία Βερντυρέν.
—«Τί μάγος! Δεν βρίσκετε;» είπε στον Σουάν. «Τη νιώθει άραγε αρκετά τη σονάτα του ο μικρός αυτός άθλιος; Δεν ξέρατε πως το πιάνο μπορεί να φτάσει σ᾿ αυτό το σημείο. Είναι τα πάντα εκτός πιάνο, μα την αλήθεια! Κάθε φορά μπερδεύομαι, νομίζω πως ακούω ορχήστρα».
Κι ενώ η κυρία Βερντυρέν έλεγε στον άντρα της: «Έλα, δόστου πορτοκαλάδα, το αξίζει», ο Σουάν διηγόταν στην Οντέτ με ποιό τρόπο είχε ερωτευθεί αυτή τη μουσική φράση. Όταν η κυρία Βερντυρέν τής είπε από μακριά: «Λοιπόν, Οντέτ, σα να μού φαίνεται πως σάς λέει ωραία πράγματα», κι εκείνη απάντησε: «᾿ναι, πολύ ωραία», ο Σουάν βρήκε πως ήταν πολύ γλυκειά η απλότητά της. Στο μεταξύ ζητούσε πληροφορίες για τον Βιντέιγ , για το έργο του, για την εποχή που έγραψε τη σονάτα, για το τι θα μπορούσε να σημαίνει γι αυτόν η μικρή φράση.
Όταν ο Σουάν έκανε μερικές ειδικές παρατηρήσεις πάνω στην αγαπημένη του φράση:
— «Μπα, τι αστείο, δεν το χα ποτέ προσέξει όπως θα σάς πω πως δεν μ᾿ αρέσει να γυρεύω το μικρό ζωάκι και να χάνομαι στη ζούγκλα· δεν χάνουμε τον καιρό μας προσπαθώντας να κόψουμε την τρίχα στα τέσσερα, εδώ, δεν είναι το είδος μας», απάντησε η κυρία Βερντυρέν, που ο γιατρός Κοττάρ την κοίταζε μ᾿ ένα αποχαυνωμένο θαυμασμό να κινείται σ᾿ αυτό το χείμαρρο από τυποποιημένες εκφράσεις. Άλλωστε ο γιατρός και η κυρία Κοττάρ απέφευγαν να προσποιούνται θαυμασμό για μια μουσική που μόλις γυρνούσαν σπίτι τους, ομολογούσαν και οι δυο πως δεν καταλάβαιναν περισσότερο απ᾿ τη ζωγραφική τού "κυρίου Μπίς". Όπως το κοινό δεν γνωρίζει από τη γοητεία, τη χάρη, τις ομορφιές τής φύσης, παρά μόνο ό,τι ανακάλυψε στις κοινοτυπίες μιας τέχνης που αφομοίωσε σιγά-σιγά, ενώ αντίθετα ένας πρωτότυπος καλλιτέχνης ξεκινάει με την απόρριψη αυτών των κοινών τόπων, έτσι ο κύριος και η κυρία Κοττάρ δεν έβρισκαν ούτε στη σονάτα τού Βιντέιγ, ούτε στα πορτραίτα τού ζωγράφου, αυτό που αντιπροσώπευε γι αυτούς την αρμονία τής μουσικής και την ομορφιά τής ζωγραφικής.
Ο Σουάν έμαθε μόνο πως η πρόσφατη εμφάνιση τής σονάτας τού Βιντέιγ είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε μια σχολή με πρωτοποριακές τάσεις, Αλλ᾿ ήταν ολότελα άγνωστη στο μεγάλο κοινό.
—«Γνωρίζω κάποιον που ονομάζεται Βιντέιγ», είπε ο Σουάν, και σκέφτηκε τον καθηγητή τού πιάνου που είχαν οι αδελφές τής γιαγιάς μου.
— «Ίσως είν᾿ αυτός», αναφώνησε η κυρία Βερντυρέν.
— «Α! όχι,», απάντησε ο Σουάν γελώντας. «Καί λίγο να τον βλέπατε... Μα θα μπορούσε να είναι συγγενής του» συνέχισε ο Σουάν. «Θα ήταν βέβαια λυπηρό, αλλά τελοσπάντων, και μια ιδιοφυΐα μπορεί να έχει ξάδελφο ένα ξεκούτη».
Ο ζωγράφος ήξερε πως ο Βιντέιγ ήταν τώρα πολύ βαρειά άρρωστος και πως ο γιατρός Ποτέν φοβόταν πως ίσως δεν θα μπορούσε να τον σώσει.
— «Πως», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αφήνουν να τούς κουράρει ο Ποτέν;»
— «Αχ, κυρία Βερντυρέν», είπε ο Κοττάρ σε τόνο θεατρικό, «ξεχνάτε πως μιλάτε για ένα συνάδελφο, για ένα δάσκαλό μου, θα έπρεπε να πω καλύτερα».
— «Αφήστε με λοιπόν ήσυχη με τούς δασκάλους σας, γνωρίζετε δέκα φορές περισσότερα απ᾿ αυτόν» απάντησε η κυρία Βερντυρέν στο γιατρό Κοττάρ με το ύφος ανθρώπου που έχει το θάρρος τής γνώμης του. «Εσείς τουλάχιστον δεν σκοτώνετε τούς αρρώστους σας!».
— «Μα κυρία μου, είναι τής Ακαδημίας», ανταπάντησε ο γιατρός ειρωνικά. «Αν ένας άρρωστος προτιμά να πεθάνει κάτω από το χέρι ενός πρίγκιπα τής επιστήμης... Είναι πολύ πιο σικ να μπορεί να λέει: Με κουράρει ο Ποτέν»
— «Α! Είναι πιο σικ;» είπε η κυρία Βερντυρέν. «Ώστε τώρα υπάρχει σικ και στις αρρώστιες; Δεν το ήξερα αυτό... Πόσο με διασκεδάζετε!» φώναξε ξαφνικά ρίχνοντας το κεφάλι στα χέρια της. «Κι εγώ η καημενούλα που συζητούσα σοβαρά χωρίς να καταλάβω πως με
— «Να, ξέρετε πως ο φίλος σας, μάς αρέσει πολύ», είπε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ την ώρα που την καληνύχτιζε.
— «Είναι απλός, χαριτωμένος αν έχετε πάντα τέτοιους φίλους να μάς παρουσιάζετε, μπορείτε να τούς φέρνετε. Φτάνει να μη μάς εγκαταλείψει την τελευταία στιγμή».
[1] Ράιχστανγκ: το κοινοβούλιο τής Γερμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1867 ως το 1933.
[2] Ενάτη: η ενάτη συμφωνία τού Μπετόβεν (1770-1827). Στο τελευταίο μέρος της περιλαμβάνει χορωδία και σολίστ.
[3] Αρχιτραγουδιστές: Οι Αρχιτραγουδιστές τής Νυρεμβέργης, όπερα τού Βάγκνερ.
[4] Μπωβαί: στην πόλη Μπωβαί υπάρχουν από τα 1660 τα εργοστάσια που κατασκευάζουν τις περίφημες ταπισερί.
[2] Ενάτη: η ενάτη συμφωνία τού Μπετόβεν (1770-1827). Στο τελευταίο μέρος της περιλαμβάνει χορωδία και σολίστ.
[3] Αρχιτραγουδιστές: Οι Αρχιτραγουδιστές τής Νυρεμβέργης, όπερα τού Βάγκνερ.
[4] Μπωβαί: στην πόλη Μπωβαί υπάρχουν από τα 1660 τα εργοστάσια που κατασκευάζουν τις περίφημες ταπισερί.
Οι άγνωστες υψηλές γνωριμίες τού Σουάν και οι παρερμηνείες των πιστών σχετικά μ᾿ αυτές.
Προς μεγάλη κατάπληξη τής κυρίας Βερντυρέν, δεν τούς εγκατέλειψε ποτέ. Πήγαινε να τούς συναντήσει όπου κι αν βρισκόταν: κάποτε στα εστιατόρια, πιο συχνά στο θέατρο, που η κυρία Βερντυρέν τ᾿ αγαπούσε πολύ και καθώς είπε μπροστά του μια μέρα πως για τις βραδιές τής "πρώτης", θα τούς ήταν χρήσιμη μια άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας τής αστυνομίας, ο Σουάν, που δε μιλούσε ποτέ για τις υψηλές γνωριμίες του, απάντησε:
— «Σάς υπόσχομαι να φροντίσω, θα την έχετε εγκαίρως. Αύριο ακριβώς γευματίζω με τον διευθυντή τής αστυνομίας στο μέγαρο των Ηλυσίων [1]».
— «Πως είπατε, στο μέγαρο των Ηλυσίων;» φώναξε ο γιατρός Κοττάρ με βροντερή φωνή.
— «Ναι στου κυρίου Γκρεβύ [2]», απάντησε ο Σουάν κάπως ενοχλημένος από την εντύπωση που είχαν δημιουργήσει τα λόγια του.
Συνήθως μόλις δίνονταν εξηγήσεις, ο Κοττάρ έλεγε: «Α! καλά καλά εντάξει» και δεν έδειχνε πια ίχνος συγκίνησης. Αυτή όμως τη φορά, οι τελευταίες λέξεις τού Σουάν, αντί να τού προκαλέσουν τον συνηθισμένο κατευνασμό, προκάλεσαν την αποκορύφωση τής έκπληξής του, γιατί κάποιος με τον οποίο δειπνούσε και που δεν είχε καμιά επίσημη ιδιότητα ή κάποια άλλη διάκριση, είχε στενές σχέσεις με τον αρχηγό τού κράτους.
— «Πως είπατε, στου κυρίου Γκρεβύ; Γνωρίζετε τον κύριο Γκρεβύ; είπε στον Σουάν με το ηλίθιο και δύσπιστο ύφος ενός χωροφύλακα, απ᾿ τον οποίον ένας άγνωστος ζητά να δει τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας και που, καταλαβαίνοντας απ᾿ αυτά τα λόγια "περί τίνος πρόκειται", βεβαιώνει τον καημένο τρελό πως θα γίνει δεκτός αμέσως, και τον οδηγεί στο ειδικό ιατρείο τής υπηρεσίας.
— «Τον γνωρίζω λιγάκι, έχουμε κοινούς φίλους (δεν τόλμησε να πει πως ο κοινός φίλος ήταν ο πρίγκιπας τής Ουαλίας [3] ), κι άλλωστε προσκαλεί πολύ εύκολα και σάς βεβαιώνω πως τα γεύματά του δεν έχουν τίποτα το διασκεδαστικό, είναι πολύ απλά» απάντησε ο Σουάν, προσπαθώντας να μειώσει την εντύπωση, που φαινόταν υπερβολική στα μάτια τού συζητητή του, από τις σχέσεις του με τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας.
Κι αμέσως ο Κοττάρ, παίρνοντας κατά γράμμα τα λόγια τού Σουάν, υιοθέτησε την άποψη αυτή, για την αξία μιας πρόσκλησης στου κυρίου Γκρεβύ, πως δηλαδή μια τέτοια πρόσκληση δεν την επιδιώκει κανείς και μπορεί να την έχει ο καθένας. Από τότε δεν ξαφνιαζόταν αν ο Σουάν (ή κάποιος άλλος) σύχναζε στο μέγαρο των Ηλυσίων και μάλιστα τον λυπόταν λίγο που πήγαινε σε γεύματα που παραδεχόταν ο ίδιος πως ήταν βαρετά.— «Α! καλά, καλά, εντάξει» είπε με το ύφος τού τελώνη που, δύσπιστος πριν από λίγο, δίνει ύστερα από τις εξηγήσεις σας τη θεώρησή του, και σάς αφήνει να περάσετε χωρίς ν᾿ ανοίξει τις αποσκευές σας.
— «Ω, σάς πιστεύω, δεν πρέπει να ᾿ναι διασκεδαστικά αυτά τα γεύματα, καλοσύνη σας που πηγαίνετε», είπε η κυρία Βερντυρέν, στην οποία ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εμφανιζόταν σαν ένας "πληχτικός" ιδιαίτερα επικίνδυνος, αφού διέθετε μέσα γοητείας και επιβολής, που αν είχαν χρησιμοποιηθεί απέναντι στους πιστούς, θα μπορούσαν να τούς κάνουν να την εγκαταλείψουν.
Όσο για τον κύριο Βερντυρέν, αυτός παρατήρησε την κακή εντύπωση που είχε δημιουργήσει στη γυναίκα του αυτή η αποκάλυψη, πως δηλαδή ο Σουάν είχε φιλίες με σημαντικά πρόσωπα, για τις οποίες δεν είχε κάνει ποτέ λόγο.
Όταν δεν είχαν οργανώσει κάποια συγκέντρωση έξω, ο Σουάν ξανάβρισκε τον μικρό πυρήνα στο σπίτι των Βερντυρέν, ερχόταν όμως μόνο αργά το βράδυ και παρ᾿ όλη την επιμονή τής Οντέτ, δεν δεχόταν σχεδόν ποτέ να δειπνήσει το βράδυ.
Ο Σουάν σκεφτόταν πως αν έδειχνε στην Οντέτ (με το να δέχεται να τη συναντά μόνο μετά το δείπνο) πως υπήρχαν απολαύσεις που τις προτιμούσε, η συμπάθεια γι αυτόν δεν θα έφτανε σύντομα στον κορεσμό. Κι άλλωστε, προτιμώντας απ᾿ την ομορφιά τής Οντέτ, την ομορφιά μιας μικρής εργάτριας που ήταν φρέσκια, κι όμορφη σαν τριαντάφυλλο και τη λαχταρούσε, τού άρεσε καλύτερα να περνά την αρχή τής βραδιάς μαζί της, αφού ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε την Οντέτ αργότερα. Μόλις έμπαινε μέσα, κι ενώ η κυρία Βερντυρέν, δείχνοντας τα τριαντάφυλλα που τής είχε στείλει το πρωί, τού έλεγε: «Θα σάς μαλώσω», και τού καθόριζε μια θέση κοντά στην Οντέτ, ο πιανίστας έπαιζε για τούς δυο τους τη μικρή φράση τού Βιντέιγ, που είχε γίνει σαν το εθνικό τραγούδι τής αγάπης τους. Άρχιζε με το κράτημα των τρέμολο των βιολιών, που ακούγονται για λίγα μέτρα μόνα τους, κι ύστερα ξαφνικά εμφανιζόταν η μικρή φράση, χορευτική, παρένθετη, επεισοδιακή σα ν᾿ ανήκε σ᾿ άλλο κόσμο, μοιράζοντας εδώ κι εκεί τα χαρίσματα τής γοητείας της μ᾿ ένα ανείπωτο χαμόγελο, τώρα όμως ο Σουάν είχε την εντύπωση πως ξεχώριζε μια απογοήτευση. Ήταν σαν να γνώριζε η φράση τη ματαιότητα τής ευτυχίας, στην οποία οδηγούσε. Στην ανάλαφρη χάρη της, είχε κάτι το ολοκληρωμένο, σαν την αταραξία που διαδέχεται τη θλιμμένη ανάμνηση. Αλλ᾿ αυτό λίγο τον έμελλε, γιατί την έβλεπε λιγότερο στην αυθυπαρξία της — σ᾿ αυτό που θα μπορούσε να εκφράσει για ένα μουσικό που αγνοούσε την ύπαρξή του και την ύπαρξη τής Οντέτ, όταν την είχε συνθέσει για όλους που θα την άκουγαν στους αιώνες— και πιότερο σα μια μαρτυρία, μια ανάμνηση τού έρωτά του, που ακόμα και για τούς Βερντυρέν, ή για το νεαρό πιανίστα, έφερνε ταυτόχρονα στη σκέψη την Οντέτ και τον ίδιο, τούς ένωνε· κι έφτασε στο σημείο, καθώς η Οντέτ από καπρίτσιο τον είχε παρακαλέσει, να εγκαταλείψει την πρόθεση του να ζητήσει από ένα καλλιτέχνη να τού παίξει τη σονάτα ολόκληρη, απ᾿ την οποία γνώριζε μόνο αυτό το απόσπασμα. «Κι άλλωστε τι σάς χρειάζεται;» τού είχε πει. «Αυτό είναι το κομμάτι μας». Καί μάλιστα υποφέροντας με τη σκέψη τη στιγμή που η φράση περνούσε τόσο κοντά τους και όμως στο άπειρο, πως ενώ τούς μιλούσε δεν τούς γνώριζε, σχεδόν λυπόταν πως είχε ένα νόημα μιάν ομορφιά εσώτερη και σταθερή ξένη σ᾿ αυτούς, όπως σε κοσμήματα χαρισμένα ή ακόμα και γράμματα μιας γυναίκας αγαπημένης, μάς ενοχλούν τα νερά τής πολύτιμης πέτρας ή οι λέξεις τής γλώσσας, γιατί δεν είναι φτιαγμένες αποκλειστικά από την ουσία ενός συγκεκριμένου έρωτα και μιας ορισμένης ύπαρξης.
— «Σάς υπόσχομαι να φροντίσω, θα την έχετε εγκαίρως. Αύριο ακριβώς γευματίζω με τον διευθυντή τής αστυνομίας στο μέγαρο των Ηλυσίων [1]».
— «Πως είπατε, στο μέγαρο των Ηλυσίων;» φώναξε ο γιατρός Κοττάρ με βροντερή φωνή.
— «Ναι στου κυρίου Γκρεβύ [2]», απάντησε ο Σουάν κάπως ενοχλημένος από την εντύπωση που είχαν δημιουργήσει τα λόγια του.
Συνήθως μόλις δίνονταν εξηγήσεις, ο Κοττάρ έλεγε: «Α! καλά καλά εντάξει» και δεν έδειχνε πια ίχνος συγκίνησης. Αυτή όμως τη φορά, οι τελευταίες λέξεις τού Σουάν, αντί να τού προκαλέσουν τον συνηθισμένο κατευνασμό, προκάλεσαν την αποκορύφωση τής έκπληξής του, γιατί κάποιος με τον οποίο δειπνούσε και που δεν είχε καμιά επίσημη ιδιότητα ή κάποια άλλη διάκριση, είχε στενές σχέσεις με τον αρχηγό τού κράτους.
— «Πως είπατε, στου κυρίου Γκρεβύ; Γνωρίζετε τον κύριο Γκρεβύ; είπε στον Σουάν με το ηλίθιο και δύσπιστο ύφος ενός χωροφύλακα, απ᾿ τον οποίον ένας άγνωστος ζητά να δει τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας και που, καταλαβαίνοντας απ᾿ αυτά τα λόγια "περί τίνος πρόκειται", βεβαιώνει τον καημένο τρελό πως θα γίνει δεκτός αμέσως, και τον οδηγεί στο ειδικό ιατρείο τής υπηρεσίας.
— «Τον γνωρίζω λιγάκι, έχουμε κοινούς φίλους (δεν τόλμησε να πει πως ο κοινός φίλος ήταν ο πρίγκιπας τής Ουαλίας [3] ), κι άλλωστε προσκαλεί πολύ εύκολα και σάς βεβαιώνω πως τα γεύματά του δεν έχουν τίποτα το διασκεδαστικό, είναι πολύ απλά» απάντησε ο Σουάν, προσπαθώντας να μειώσει την εντύπωση, που φαινόταν υπερβολική στα μάτια τού συζητητή του, από τις σχέσεις του με τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας.
Κι αμέσως ο Κοττάρ, παίρνοντας κατά γράμμα τα λόγια τού Σουάν, υιοθέτησε την άποψη αυτή, για την αξία μιας πρόσκλησης στου κυρίου Γκρεβύ, πως δηλαδή μια τέτοια πρόσκληση δεν την επιδιώκει κανείς και μπορεί να την έχει ο καθένας. Από τότε δεν ξαφνιαζόταν αν ο Σουάν (ή κάποιος άλλος) σύχναζε στο μέγαρο των Ηλυσίων και μάλιστα τον λυπόταν λίγο που πήγαινε σε γεύματα που παραδεχόταν ο ίδιος πως ήταν βαρετά.— «Α! καλά, καλά, εντάξει» είπε με το ύφος τού τελώνη που, δύσπιστος πριν από λίγο, δίνει ύστερα από τις εξηγήσεις σας τη θεώρησή του, και σάς αφήνει να περάσετε χωρίς ν᾿ ανοίξει τις αποσκευές σας.
— «Ω, σάς πιστεύω, δεν πρέπει να ᾿ναι διασκεδαστικά αυτά τα γεύματα, καλοσύνη σας που πηγαίνετε», είπε η κυρία Βερντυρέν, στην οποία ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εμφανιζόταν σαν ένας "πληχτικός" ιδιαίτερα επικίνδυνος, αφού διέθετε μέσα γοητείας και επιβολής, που αν είχαν χρησιμοποιηθεί απέναντι στους πιστούς, θα μπορούσαν να τούς κάνουν να την εγκαταλείψουν.
Όσο για τον κύριο Βερντυρέν, αυτός παρατήρησε την κακή εντύπωση που είχε δημιουργήσει στη γυναίκα του αυτή η αποκάλυψη, πως δηλαδή ο Σουάν είχε φιλίες με σημαντικά πρόσωπα, για τις οποίες δεν είχε κάνει ποτέ λόγο.
Όταν δεν είχαν οργανώσει κάποια συγκέντρωση έξω, ο Σουάν ξανάβρισκε τον μικρό πυρήνα στο σπίτι των Βερντυρέν, ερχόταν όμως μόνο αργά το βράδυ και παρ᾿ όλη την επιμονή τής Οντέτ, δεν δεχόταν σχεδόν ποτέ να δειπνήσει το βράδυ.
Ο Σουάν σκεφτόταν πως αν έδειχνε στην Οντέτ (με το να δέχεται να τη συναντά μόνο μετά το δείπνο) πως υπήρχαν απολαύσεις που τις προτιμούσε, η συμπάθεια γι αυτόν δεν θα έφτανε σύντομα στον κορεσμό. Κι άλλωστε, προτιμώντας απ᾿ την ομορφιά τής Οντέτ, την ομορφιά μιας μικρής εργάτριας που ήταν φρέσκια, κι όμορφη σαν τριαντάφυλλο και τη λαχταρούσε, τού άρεσε καλύτερα να περνά την αρχή τής βραδιάς μαζί της, αφού ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε την Οντέτ αργότερα. Μόλις έμπαινε μέσα, κι ενώ η κυρία Βερντυρέν, δείχνοντας τα τριαντάφυλλα που τής είχε στείλει το πρωί, τού έλεγε: «Θα σάς μαλώσω», και τού καθόριζε μια θέση κοντά στην Οντέτ, ο πιανίστας έπαιζε για τούς δυο τους τη μικρή φράση τού Βιντέιγ, που είχε γίνει σαν το εθνικό τραγούδι τής αγάπης τους. Άρχιζε με το κράτημα των τρέμολο των βιολιών, που ακούγονται για λίγα μέτρα μόνα τους, κι ύστερα ξαφνικά εμφανιζόταν η μικρή φράση, χορευτική, παρένθετη, επεισοδιακή σα ν᾿ ανήκε σ᾿ άλλο κόσμο, μοιράζοντας εδώ κι εκεί τα χαρίσματα τής γοητείας της μ᾿ ένα ανείπωτο χαμόγελο, τώρα όμως ο Σουάν είχε την εντύπωση πως ξεχώριζε μια απογοήτευση. Ήταν σαν να γνώριζε η φράση τη ματαιότητα τής ευτυχίας, στην οποία οδηγούσε. Στην ανάλαφρη χάρη της, είχε κάτι το ολοκληρωμένο, σαν την αταραξία που διαδέχεται τη θλιμμένη ανάμνηση. Αλλ᾿ αυτό λίγο τον έμελλε, γιατί την έβλεπε λιγότερο στην αυθυπαρξία της — σ᾿ αυτό που θα μπορούσε να εκφράσει για ένα μουσικό που αγνοούσε την ύπαρξή του και την ύπαρξη τής Οντέτ, όταν την είχε συνθέσει για όλους που θα την άκουγαν στους αιώνες— και πιότερο σα μια μαρτυρία, μια ανάμνηση τού έρωτά του, που ακόμα και για τούς Βερντυρέν, ή για το νεαρό πιανίστα, έφερνε ταυτόχρονα στη σκέψη την Οντέτ και τον ίδιο, τούς ένωνε· κι έφτασε στο σημείο, καθώς η Οντέτ από καπρίτσιο τον είχε παρακαλέσει, να εγκαταλείψει την πρόθεση του να ζητήσει από ένα καλλιτέχνη να τού παίξει τη σονάτα ολόκληρη, απ᾿ την οποία γνώριζε μόνο αυτό το απόσπασμα. «Κι άλλωστε τι σάς χρειάζεται;» τού είχε πει. «Αυτό είναι το κομμάτι μας». Καί μάλιστα υποφέροντας με τη σκέψη τη στιγμή που η φράση περνούσε τόσο κοντά τους και όμως στο άπειρο, πως ενώ τούς μιλούσε δεν τούς γνώριζε, σχεδόν λυπόταν πως είχε ένα νόημα μιάν ομορφιά εσώτερη και σταθερή ξένη σ᾿ αυτούς, όπως σε κοσμήματα χαρισμένα ή ακόμα και γράμματα μιας γυναίκας αγαπημένης, μάς ενοχλούν τα νερά τής πολύτιμης πέτρας ή οι λέξεις τής γλώσσας, γιατί δεν είναι φτιαγμένες αποκλειστικά από την ουσία ενός συγκεκριμένου έρωτα και μιας ορισμένης ύπαρξης.
[1] Ηλυσίων: το Μέγαρο των Ηλυσίων χτίστηκε στα 1718. Από το 1873 χρησιμεύει σαν μόνιμη κατοικία τού προέδρου τής Γαλλικής Δημοκρατίας.
[2] Γκρεβύ Ιούλιος: (1807-1891). Πρόεδρος τής Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1879 έως το 1887.
[3] Ουαλλίας: Ο Εδουάρδος ο 7ος (1841-1910) που ανέβηκε στο θρόνο τής Αγγλίας το 1901. Ένας από τούς πρωτεργάτες τής Αγγλο-Γαλλικής «εγκάρδιας συνεννόησης»
[2] Γκρεβύ Ιούλιος: (1807-1891). Πρόεδρος τής Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1879 έως το 1887.
[3] Ουαλλίας: Ο Εδουάρδος ο 7ος (1841-1910) που ανέβηκε στο θρόνο τής Αγγλίας το 1901. Ένας από τούς πρωτεργάτες τής Αγγλο-Γαλλικής «εγκάρδιας συνεννόησης»
Το σαλόνι τής Οντέτ. Τσάι στης Οντέτ, τα χρυσάνθεμα.
Συχνά συνέβαινε να ᾿χει τόσο καθυστερήσει πριν φτάσει στους Βερντυρέν, ώστε μόλις ο πιανίστας έπαιζε τη μικρή φράση, ο Σουάν διαπίστωνε πως ήταν κιόλας ώρα να γυρίσει στο σπίτι της, η Οντέτ. Τη συνόδευε ως την πόρτα τού μικρού μεγάρου της, στην οδό Λα Περούζ, πίσω από την αψίδα τού Θριάμβου. Κι ίσως γι᾿ αυτό, για να μην της ζητήσει όλες τις εύνοιες, θυσίαζε την ευχαρίστηση, τη λιγότερο απαραίτητη γι᾿ αυτόν, να τη βλέπει πιο νωρίς, να καταφτάνει στους Βερντυρέν μαζί της, για να χρησιμοποιεί το δικαίωμα που τοὐ αναγνώριζε να φεύγουν μαζί, δικαίωμα στο οποίο έδινε περισσότερη αξία, γιατί χάρη σ᾿ αυτό, είχε την εντύπωση πως κανένας δεν την έβλεπε, κανένας δεν έμπαινε ανάμεσά τους, δεν την εμπόδιζε να παραμένει ακόμα μαζί του, κι αφού την είχε αποχωριστεί. Έτσι η Οντέτ επέστρεφε με το αμάξι τού Σουάν· ένα βράδυ, μόλις κατέβηκε και την αποχαιρετούσε ως την επαύριο, έκοψε βιαστικά, απ᾿ το μικρό κήπο μπροστά στο σπίτι, ένα τελευταίο χρυσάνθεμο και τού το ᾿δωσε πριν φύγει. Το κράτησε σφιχτά πάνω στο στόμα του, στη διαδρομή τής επιστροφής, κι όταν ύστερ᾿ από λίγες μέρες το λουλούδι μαράθηκε, το ᾿κρυψε, σαν κάτι πολύτιμο, στο γραφείο του.
Ποτέ όμως δεν έμπαινε στο σπίτι της. Δυο φορές μόνο, τ᾿ απόγευμα, είχε πάει να λάβει μέρος σ᾿ αυτήν την σημαντική για κείνην ασχολία: "να πάρει τσάι". Αφήνοντας αριστερά, στο υπερυψωμένο ισόγειο, το υπνοδωμάτιο τής Οντέτ που έβλεπε πίσω σ᾿ ένα παράλληλο δρομάκι, μια ίσια σκάλα ανέβαινε στο σαλόνι και στο σαλονάκι, ανάμεσα σε τοίχους βαμμένους με σκοτεινά χρώματα κι απ᾿ όπου έπεφταν ανατολίτικα υφάσματα, και μια μεγάλη γιαπωνέζικη λάμπα. Πριν απ᾿ τούς δυο αυτούς χώρους υπήρχε ένας στενός προθάλαμος που ο τοίχος του ήταν σκεπασμένος από ένα ξύλινο καφασωτό κήπου, βαμμένο όμως χρυσό, όπου άνθιζαν μεγάλα χρυσάνθεμα. Η Οντέτ τον είχε δεχτεί ντυμένη με μια ρόμπα από ροζ μετάξι, που άφηνε γυμνά τα μπράτσα και το λαιμό της. Τον είχε βάλει να καθίσει κοντά της, σε μιάν απ᾿ τις πολλές όλο μυστήριο κρυψώνες που ᾿χε διευθετήσει στις εσοχές τού σαλονιού και τις προστάτευαν τεράστιες φοινικιές τοποθετημένες σε κινέζικες γλάστρες ή παραβάν. «Δεν κάθεστε βολικά έτσι, περιμένετε, εγώ θα σάς βολέψω», και με το ματαιόδοξο μικρό γέλιο που θα είχε για κάποια ιδιαίτερη εφεύρεσή της, είχε τοποθετήσει πίσω απ᾿ το κεφάλι τού Σουάν και κάτω από τα πόδια του, μαξιλάρια από γιαπωνέζικο μετάξι που τα ζουλούσε σα να ᾿χε σπαταλήσει γι αυτά μεγάλα πλούτη, μα αδιαφορούσε για την αξία τους. Όταν όμως ο υπηρέτης ήρθε να φέρει διαδοχικά πολλές λάμπες που καίγανε μονές ή ζευγαρωτές πάνω σε διαφορετικά έπιπλα, και μέσα στο λυκόφως το σχεδόν νυχτερινό, σ᾿ αυτό το τέλος του χειμωνιάτικου απογευματινού, είχαν δημιουργήσει ένα άλλο ηλιοβασίλεμα, πιο τριανταφυλλί, η Οντέτ είχε επιβλέψει με την άκρη τού ματιού τον υπηρέτη για να βεβαιωθεί πως τοποθετούσε τις λάμπες σωστά και στην καθορισμένη τους θέση. Πίστευε πως και μια μόνο λάμπα τοποθετημένη εκεί που δεν έπρεπε αρκούσε να καταστρέψει την εντύπωση τού συνόλου στο σαλόνι της και τον καλό φωτισμό τής προσωπογραφίας της. Έβρισκε πως όλα τα κινέζικα μπιμπελό της, είχαν μορφές "διασκεδαστικές", το ίδιο και οι ορχιδέες, οι κατλέγιες κυρίως, που ήταν μαζί με τα χρυσάνθεμα, τα αγαπημένα της λουλούδια. Καθώς τού έδειχνε με τη σειρά τις χίμαιρες με πύρινες γλώσσες που στόλιζαν μια πορσελάνη ή που ήταν κεντημένες σε παραβάν, τούς κάλυκες σ᾿ ένα μπουκέτο ορχιδέες, προσποιόταν πως τη φόβιζε η κακία ή πως τη διασκέδαζε η αστεία όψη που είχαν τα τέρατα. Κι αυτοί οι προσποιητοί τρόποι της, έρχονταν σε αντίθεση με την ειλικρίνεια μιας θρησκευτικής ευλάβειας, κυρίως στην Παναγία "που παλιότερα την είχε γιατρέψει από θανάσιμη ασθένεια" και τής οποίας φορούσε πάντα πάνω της ένα χρυσό αναμνηστικό, που τού αναγνώριζε απεριόριστη δύναμη. Η Οντέτ ετοίμασε για τον Σουάν το τσάι "του". Κι επειδή τού άρεσε η γεύση: «Βλέπετε πως ξέρω τι αγαπάτε». Πραγματικά το τσάι είχε φανεί στον Σουάν, όπως και σ᾿ εκείνη, κάτι πολύτιμο· ο έρωτας έχει τόση ανάγκη να βρίσκει μια δικαιολογία, μια εγγύηση διάρκειας σ᾿ απολαύσεις που χωρίς αυτόν, δεν θα ήταν απολαύσεις, και τελειώνουν όταν αυτός φτάνει στο τέλος του, ώστε σε όλη τη διαδρομή για να γυρίσει στο σπίτι του ξανάλεγε μέσα του: «Θα ᾿ναι πολύ ευχάριστο να χεις έτσι μια συμπαθητική ύπαρξη, που στο σπίτι της να μπορείς να βρεις αυτό το σπάνιο πράγμα: καλό τσάι». Μιά ώρα αργότερα, έλαβε ένα μήνυμα τής Οντέτ κι αναγνώρισε αμέσως αυτή τη μεγαλόσχημη γραφή που έδινε μιάν εμφάνιση πειθαρχημένη σε γράμματα άμορφα, που θα μπορούσαν ίσως να αποκαλύψουν σ᾿ ένα μάτι πιο ανεπηρέαστο, την ακατάστατη σκέψη, την ανεπάρκεια τής μόρφωσης, την έλλειψη ειλικρίνειας. Ο Σουάν είχε ξεχάσει τη σιγαροθήκη του στο σπίτι τής Οντέτ. «Ας ήταν να ᾿χατε ξεχάσει και την καρδιά σας, δεν θα σάς άφηνα να την ξαναπάρετε».
Ποτέ όμως δεν έμπαινε στο σπίτι της. Δυο φορές μόνο, τ᾿ απόγευμα, είχε πάει να λάβει μέρος σ᾿ αυτήν την σημαντική για κείνην ασχολία: "να πάρει τσάι". Αφήνοντας αριστερά, στο υπερυψωμένο ισόγειο, το υπνοδωμάτιο τής Οντέτ που έβλεπε πίσω σ᾿ ένα παράλληλο δρομάκι, μια ίσια σκάλα ανέβαινε στο σαλόνι και στο σαλονάκι, ανάμεσα σε τοίχους βαμμένους με σκοτεινά χρώματα κι απ᾿ όπου έπεφταν ανατολίτικα υφάσματα, και μια μεγάλη γιαπωνέζικη λάμπα. Πριν απ᾿ τούς δυο αυτούς χώρους υπήρχε ένας στενός προθάλαμος που ο τοίχος του ήταν σκεπασμένος από ένα ξύλινο καφασωτό κήπου, βαμμένο όμως χρυσό, όπου άνθιζαν μεγάλα χρυσάνθεμα. Η Οντέτ τον είχε δεχτεί ντυμένη με μια ρόμπα από ροζ μετάξι, που άφηνε γυμνά τα μπράτσα και το λαιμό της. Τον είχε βάλει να καθίσει κοντά της, σε μιάν απ᾿ τις πολλές όλο μυστήριο κρυψώνες που ᾿χε διευθετήσει στις εσοχές τού σαλονιού και τις προστάτευαν τεράστιες φοινικιές τοποθετημένες σε κινέζικες γλάστρες ή παραβάν. «Δεν κάθεστε βολικά έτσι, περιμένετε, εγώ θα σάς βολέψω», και με το ματαιόδοξο μικρό γέλιο που θα είχε για κάποια ιδιαίτερη εφεύρεσή της, είχε τοποθετήσει πίσω απ᾿ το κεφάλι τού Σουάν και κάτω από τα πόδια του, μαξιλάρια από γιαπωνέζικο μετάξι που τα ζουλούσε σα να ᾿χε σπαταλήσει γι αυτά μεγάλα πλούτη, μα αδιαφορούσε για την αξία τους. Όταν όμως ο υπηρέτης ήρθε να φέρει διαδοχικά πολλές λάμπες που καίγανε μονές ή ζευγαρωτές πάνω σε διαφορετικά έπιπλα, και μέσα στο λυκόφως το σχεδόν νυχτερινό, σ᾿ αυτό το τέλος του χειμωνιάτικου απογευματινού, είχαν δημιουργήσει ένα άλλο ηλιοβασίλεμα, πιο τριανταφυλλί, η Οντέτ είχε επιβλέψει με την άκρη τού ματιού τον υπηρέτη για να βεβαιωθεί πως τοποθετούσε τις λάμπες σωστά και στην καθορισμένη τους θέση. Πίστευε πως και μια μόνο λάμπα τοποθετημένη εκεί που δεν έπρεπε αρκούσε να καταστρέψει την εντύπωση τού συνόλου στο σαλόνι της και τον καλό φωτισμό τής προσωπογραφίας της. Έβρισκε πως όλα τα κινέζικα μπιμπελό της, είχαν μορφές "διασκεδαστικές", το ίδιο και οι ορχιδέες, οι κατλέγιες κυρίως, που ήταν μαζί με τα χρυσάνθεμα, τα αγαπημένα της λουλούδια. Καθώς τού έδειχνε με τη σειρά τις χίμαιρες με πύρινες γλώσσες που στόλιζαν μια πορσελάνη ή που ήταν κεντημένες σε παραβάν, τούς κάλυκες σ᾿ ένα μπουκέτο ορχιδέες, προσποιόταν πως τη φόβιζε η κακία ή πως τη διασκέδαζε η αστεία όψη που είχαν τα τέρατα. Κι αυτοί οι προσποιητοί τρόποι της, έρχονταν σε αντίθεση με την ειλικρίνεια μιας θρησκευτικής ευλάβειας, κυρίως στην Παναγία "που παλιότερα την είχε γιατρέψει από θανάσιμη ασθένεια" και τής οποίας φορούσε πάντα πάνω της ένα χρυσό αναμνηστικό, που τού αναγνώριζε απεριόριστη δύναμη. Η Οντέτ ετοίμασε για τον Σουάν το τσάι "του". Κι επειδή τού άρεσε η γεύση: «Βλέπετε πως ξέρω τι αγαπάτε». Πραγματικά το τσάι είχε φανεί στον Σουάν, όπως και σ᾿ εκείνη, κάτι πολύτιμο· ο έρωτας έχει τόση ανάγκη να βρίσκει μια δικαιολογία, μια εγγύηση διάρκειας σ᾿ απολαύσεις που χωρίς αυτόν, δεν θα ήταν απολαύσεις, και τελειώνουν όταν αυτός φτάνει στο τέλος του, ώστε σε όλη τη διαδρομή για να γυρίσει στο σπίτι του ξανάλεγε μέσα του: «Θα ᾿ναι πολύ ευχάριστο να χεις έτσι μια συμπαθητική ύπαρξη, που στο σπίτι της να μπορείς να βρεις αυτό το σπάνιο πράγμα: καλό τσάι». Μιά ώρα αργότερα, έλαβε ένα μήνυμα τής Οντέτ κι αναγνώρισε αμέσως αυτή τη μεγαλόσχημη γραφή που έδινε μιάν εμφάνιση πειθαρχημένη σε γράμματα άμορφα, που θα μπορούσαν ίσως να αποκαλύψουν σ᾿ ένα μάτι πιο ανεπηρέαστο, την ακατάστατη σκέψη, την ανεπάρκεια τής μόρφωσης, την έλλειψη ειλικρίνειας. Ο Σουάν είχε ξεχάσει τη σιγαροθήκη του στο σπίτι τής Οντέτ. «Ας ήταν να ᾿χατε ξεχάσει και την καρδιά σας, δεν θα σάς άφηνα να την ξαναπάρετε».
Η προβολή από τον Σουάν πάνω στην Οντέτ τής αισθητικής τής μεγάλης τέχνης, μεταμορφώνει την Οντέτ σε ένα σπανιότατο αντίτυπο, ταιριαστό με τις αισθητικές του προτιμήσεις.

Μια δεύτερη επίσκεψη που τής έκανε ήταν ίσως πιο σημαντική. Καθώς πήγαινε στο σπίτι της εκείνη την ημέρα, φανταζόταν τη μορφή της από πριν· κι η ανάγκη που ένιωθε για να βρίσκει όμορφο το πρόσωπό της, να περιορίζει μόνο στα ρόδινα και φρέσκα μήλα τού προσώπου ολόκληρα τα μάγουλά της, που ήταν συχνά κίτρινα, άτονα, και με μικρά κόκκινα στίγματα, τού προκαλούσε θλίψη σα να ᾿ταν απόδειξη πως το ιδανικό είναι άπιαστο και η ευτυχία μέτρια. Τής έφερνε μια γκραβούρα που ήθελε να δει. Ήταν λίγο αδιάθετη. Όρθια πλάι του, αφήνοντας να γλυστράνε πάνω στα μάγουλά της τα ξέπλεκα μαλλιά της, λυγίζοντας το ένα πόδι σε μια στάση χορευτική, για να μπορέσει να σκύψει άνετα πάνω στη γκραβούρα, που την κοίταζε με τα μεγάλα της μάτια τα τόσο κουρασμένα, έκανε εντύπωση στον Σουάν η ομοιότητά της με τη μορφή τής Σεπφώρας τής κόρης τού Ιοθόρ [1] , που μπορεί κανείς να δει πως αποδίδει ο Μποττιτσέλλι[2] σε μια τοιχογραφία τής Καπέλλα Σιχτίνα. Ο Σουάν είχε πάντα αυτή την ξεχωριστή συνήθεια να τού αρέσει ν᾿ ανακαλύπτει στη ζωγραφική των μεγάλων ζωγράφων, όχι μόνο τα γενικά χαρακτηριστικά τής πραγματικότητας που μάς περιβάλλει, αλλά και αυτό που αντίθετα φαίνεται πως μπορεί λιγότερο να γενικευθεί: τα ατομικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που γνωρίζουμε. Ίσως επειδή πάντα τού έμεναν κάποιες τύψεις γιατί περιόρισε τη ζωή του στις κοσμικές σχέσεις, νόμιζε πως έβρισκε ένα είδος συγκαταβατικής συγχώρεσης την οποία τού ᾿διναν οι μεγάλοι καλλιτέχνες, με το γεγονός πως κι αυτοί είχαν κοιτάξει με ευχαρίστηση κι είχαν φέρει μέσα στο έργο τους παρόμοια πρόσωπα που του δίνουν μια παράξενη πιστοποίηση πραγματικότητας και ζωής, μια γεύση καινούργια.
Κοίταζε την Οντέτ· ένα μέρος από την τοιχογραφία εμφανιζόταν στο πρόσωπό της και στο σώμα της, κι από τότε γύρευε πάντα να το ξαναβρεί, είτε βρισκόταν κοντά στην Οντέτ, είτε μόνο την έβλεπε με τη σκέψη· και, μ᾿ όλο που αγαπούσε το Φλωρεντινό αριστούργημα, μόνο γιατί το ξανάβρισκε σ᾿ εκείνη, η ομοιότητα αυτή πρόσθετε και στην Οντέτ μια ομορφιά, τής έδινε πιότερη αξία. Ο Σουάν καταλόγιζε στον εαυτό του πως είχε παραγνωρίσει την αξία μιας ύπαρξης, που θα την είχε βρει αξιολάτρευτη ο μεγάλος Σάντρο, και χάρηκε γιατί η ευχαρίστηση που τού έδινε η θέα τής Οντέτ έβρισκε μια δικαίωση στην αισθητική του παιδεία. Σκέφτηκε πως συνδυάζοντας τη σκέψη τής Οντέτ στα όνειρα ευτυχίας του, δεν είχε δεχτεί ένα υποκατάστατο τόσο ατελές, όσο είχε νομίσει αρχικά, αφού ικανοποιούσε μέσα του τις πιο εκλεπτυσμένες καλλιτεχνικές προτιμήσεις του. Ξεχνούσε πως αυτό δεν καθιστούσε την Οντέτ γυναίκα περισσότερο σύμφωνη με τις ερωτικές του επιθυμίες, αφού αυτές είχαν πάντα προσανατολιστεί σε μια κατεύθυνση αντίθετη με τις αισθητικές του προτιμήσεις. Καί ενώ η καθαρή σαρκική όψη αυτής τής γυναίκας, εξασθενούσε την αγάπη του, οι αμφιβολίες του διαλύθηκαν, η αγάπη αυτή σταθεροποιήθηκε όταν, αντί για την όψη αυτή, πήρε σα βάση τα δεδομένα μιας βέβαιης αισθητικής.
Κι όταν ένιωθε κάποια λύπη γιατί από μήνες περιοριζόταν μόνο να βλέπει την Οντέτ, έλεγε στον εαυτό του πως ήταν φυσικό να δίνει πολύ απ᾿ το χρόνο του σ᾿ ένα ανεκτίμητο αριστούργημα, χυμένο μια και μόνη φορά μ᾿ ένα διαφορετικό υλικό σ᾿ ένα σπανιότατο αντίτυπο, που το έβλεπε άλλοτε με την ταπεινότητα, την πνευματικότητα και την ανιδιοτέλεια τού καλλιτέχνη, κι άλλοτε με την υπερηφάνεια τον εγωισμό και την ηδυπάθεια τού συλλέκτη.
Τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, σαν φωτογραφία τής Οντέτ, μια εικόνα τής κόρης τού Ιοθόρ. Θαύμαζε τα μεγάλα μάτια, τις θαυμάσιες μπούκλες των μαλλιών πάνω στα κουρασμένα μάγουλα· και, προσαρμόζοντας ό,τι έβρισκε ως τότε αισθητικά ωραίο στην ιδέα μιας ζωντανής γυναίκας, το μετουσίωνε σε φυσικά χαρίσματα και χαιρόταν που τα ᾿βρισκε ενωμένα σ᾿ ένα πλάσμα που θα μπορούσε να το κάνει δικό του. Αυτή η αόριστη συμπάθεια που μάς ενώνει μ᾿ ένα αριστούργημα που κοιτάζουμε, γινόταν, τώρα που γνώριζε το σαρκικό πρόσωπο τής κόρης τού Ιοθόρ, ένας πόθος που αναπλήρωνε αυτόν που το κορμί τής Οντέτ δεν τού είχε αρχικά εμπνεύσει. Αφού είχε κοιτάξει για ώρα αυτόν τον Μποττιτσέλλι, σκεφτόταν το δικό του Μποττιτσέλλι και τον έβρισκε ακόμα πιο ωραίο.
Αισθανόταν πως από τότε που η Οντέτ είχε κάθε ευκολία να τον συναντά, ήταν σα να μην είχε πολλά να του πει, φοβόταν πως οι μονότονοι και σχεδόν οριστικά καθορισμένοι τρόποι συμπεριφοράς που ακολουθούσε μαζί του, θα μπορούσαν να καταστρέψουν μέσα του αυτήν την μυθιστορηματική προσμονή που τον είχε κάνει να την ερωτευθεί και να παραμένει ερωτευμένος. Καί για να ανανεώσει λίγο την ηθική πλευρά, την υπερβολικά παγωμένη τής Οντέτ, τής έγραφε ξαφνικά ένα γράμμα γεμάτο ψεύτικες απογοητεύσεις και προσποιητούς θυμούς και τής το έστελνε πριν από το δείπνο. Ήξερε πως θα τρόμαζε, κι είχε την ελπίδα πως μέσα από τον φόβο μήπως τον χάσει, θα ξεπεταγόταν λέξεις που δεν είχε ακόμα πει· —και πραγματικά μ᾿ αυτό τον τρόπο είχε λάβει τα πιο τρυφερά της γράμματα, και το ένα απ᾿ αυτά, που τού είχε στείλει το μεσημέρι απ᾿ το "Χρυσό Σπίτι" (ήταν η μέρα τής γιορτής "Παρίσι-Μούρθια", που δόθηκε για τούς πλημμυρόπληκτους τής Μούρθια [3] ), άρχιζε με τα λόγια: «Φίλε μου, το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά που με δυσκολία μπορώ να γράψω», γράμμα που είχε φυλάξει στο ίδιο συρτάρι μαζί με το μαραμένο χρυσάνθεμο. Κι αν πάλι δεν είχε καιρό να γράψει, όταν θα έφτανε στους Βερντυρέν, θα πήγαινε αμέσως κοντά του και θα τού έλεγε: «έχω να σάς μιλήσω» κι εκείνος θα διάβαζε στο πρόσωπο της και στα λόγια της, ό,τι τού είχε ως τότε κρύψει απ᾿ την καρδιά της.
Κοίταζε την Οντέτ· ένα μέρος από την τοιχογραφία εμφανιζόταν στο πρόσωπό της και στο σώμα της, κι από τότε γύρευε πάντα να το ξαναβρεί, είτε βρισκόταν κοντά στην Οντέτ, είτε μόνο την έβλεπε με τη σκέψη· και, μ᾿ όλο που αγαπούσε το Φλωρεντινό αριστούργημα, μόνο γιατί το ξανάβρισκε σ᾿ εκείνη, η ομοιότητα αυτή πρόσθετε και στην Οντέτ μια ομορφιά, τής έδινε πιότερη αξία. Ο Σουάν καταλόγιζε στον εαυτό του πως είχε παραγνωρίσει την αξία μιας ύπαρξης, που θα την είχε βρει αξιολάτρευτη ο μεγάλος Σάντρο, και χάρηκε γιατί η ευχαρίστηση που τού έδινε η θέα τής Οντέτ έβρισκε μια δικαίωση στην αισθητική του παιδεία. Σκέφτηκε πως συνδυάζοντας τη σκέψη τής Οντέτ στα όνειρα ευτυχίας του, δεν είχε δεχτεί ένα υποκατάστατο τόσο ατελές, όσο είχε νομίσει αρχικά, αφού ικανοποιούσε μέσα του τις πιο εκλεπτυσμένες καλλιτεχνικές προτιμήσεις του. Ξεχνούσε πως αυτό δεν καθιστούσε την Οντέτ γυναίκα περισσότερο σύμφωνη με τις ερωτικές του επιθυμίες, αφού αυτές είχαν πάντα προσανατολιστεί σε μια κατεύθυνση αντίθετη με τις αισθητικές του προτιμήσεις. Καί ενώ η καθαρή σαρκική όψη αυτής τής γυναίκας, εξασθενούσε την αγάπη του, οι αμφιβολίες του διαλύθηκαν, η αγάπη αυτή σταθεροποιήθηκε όταν, αντί για την όψη αυτή, πήρε σα βάση τα δεδομένα μιας βέβαιης αισθητικής.
Κι όταν ένιωθε κάποια λύπη γιατί από μήνες περιοριζόταν μόνο να βλέπει την Οντέτ, έλεγε στον εαυτό του πως ήταν φυσικό να δίνει πολύ απ᾿ το χρόνο του σ᾿ ένα ανεκτίμητο αριστούργημα, χυμένο μια και μόνη φορά μ᾿ ένα διαφορετικό υλικό σ᾿ ένα σπανιότατο αντίτυπο, που το έβλεπε άλλοτε με την ταπεινότητα, την πνευματικότητα και την ανιδιοτέλεια τού καλλιτέχνη, κι άλλοτε με την υπερηφάνεια τον εγωισμό και την ηδυπάθεια τού συλλέκτη.
Τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, σαν φωτογραφία τής Οντέτ, μια εικόνα τής κόρης τού Ιοθόρ. Θαύμαζε τα μεγάλα μάτια, τις θαυμάσιες μπούκλες των μαλλιών πάνω στα κουρασμένα μάγουλα· και, προσαρμόζοντας ό,τι έβρισκε ως τότε αισθητικά ωραίο στην ιδέα μιας ζωντανής γυναίκας, το μετουσίωνε σε φυσικά χαρίσματα και χαιρόταν που τα ᾿βρισκε ενωμένα σ᾿ ένα πλάσμα που θα μπορούσε να το κάνει δικό του. Αυτή η αόριστη συμπάθεια που μάς ενώνει μ᾿ ένα αριστούργημα που κοιτάζουμε, γινόταν, τώρα που γνώριζε το σαρκικό πρόσωπο τής κόρης τού Ιοθόρ, ένας πόθος που αναπλήρωνε αυτόν που το κορμί τής Οντέτ δεν τού είχε αρχικά εμπνεύσει. Αφού είχε κοιτάξει για ώρα αυτόν τον Μποττιτσέλλι, σκεφτόταν το δικό του Μποττιτσέλλι και τον έβρισκε ακόμα πιο ωραίο.
Αισθανόταν πως από τότε που η Οντέτ είχε κάθε ευκολία να τον συναντά, ήταν σα να μην είχε πολλά να του πει, φοβόταν πως οι μονότονοι και σχεδόν οριστικά καθορισμένοι τρόποι συμπεριφοράς που ακολουθούσε μαζί του, θα μπορούσαν να καταστρέψουν μέσα του αυτήν την μυθιστορηματική προσμονή που τον είχε κάνει να την ερωτευθεί και να παραμένει ερωτευμένος. Καί για να ανανεώσει λίγο την ηθική πλευρά, την υπερβολικά παγωμένη τής Οντέτ, τής έγραφε ξαφνικά ένα γράμμα γεμάτο ψεύτικες απογοητεύσεις και προσποιητούς θυμούς και τής το έστελνε πριν από το δείπνο. Ήξερε πως θα τρόμαζε, κι είχε την ελπίδα πως μέσα από τον φόβο μήπως τον χάσει, θα ξεπεταγόταν λέξεις που δεν είχε ακόμα πει· —και πραγματικά μ᾿ αυτό τον τρόπο είχε λάβει τα πιο τρυφερά της γράμματα, και το ένα απ᾿ αυτά, που τού είχε στείλει το μεσημέρι απ᾿ το "Χρυσό Σπίτι" (ήταν η μέρα τής γιορτής "Παρίσι-Μούρθια", που δόθηκε για τούς πλημμυρόπληκτους τής Μούρθια [3] ), άρχιζε με τα λόγια: «Φίλε μου, το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά που με δυσκολία μπορώ να γράψω», γράμμα που είχε φυλάξει στο ίδιο συρτάρι μαζί με το μαραμένο χρυσάνθεμο. Κι αν πάλι δεν είχε καιρό να γράψει, όταν θα έφτανε στους Βερντυρέν, θα πήγαινε αμέσως κοντά του και θα τού έλεγε: «έχω να σάς μιλήσω» κι εκείνος θα διάβαζε στο πρόσωπο της και στα λόγια της, ό,τι τού είχε ως τότε κρύψει απ᾿ την καρδιά της.
[1] Ιοθόρ: Όταν ο Μωυσής έφυγε από την Αίγυπτο έφτασε στη γη Μαδιάμ. Εκεί κάθισε κοντά σ' ένα πηγάδι. Ο ιερέας τής Μαδιάμ Ιοθόρ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να ποτίσουν τα πρόβατα τού πατέρα τους. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε και πότισε τα πρόβατά τους. Οι κοπέλες όταν γύρισαν στον πατέρα τους τον Ιοθόρ, τού διηγήθηκαν τα γεγονότα, και αυτός τούς είπε να τον φέρουν στο σπίτι να τον φιλοξενήσουν και έδωσε στον Μωυσή για γυναίκα του, τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα. (Έξοδος).
[2] Μποτιτσέλλι Σάντρο: Φλωρεντινός ζωγράφος (1444-1510).
[3] Μούρθια: Πόλη τής Ισπανίας. Τη διασχίζει ο ποταμός Σεγκούρα, πού έχει προκαλέσει συχνά πλημμύρες
[2] Μποτιτσέλλι Σάντρο: Φλωρεντινός ζωγράφος (1444-1510).
[3] Μούρθια: Πόλη τής Ισπανίας. Τη διασχίζει ο ποταμός Σεγκούρα, πού έχει προκαλέσει συχνά πλημμύρες
Μια αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες ενός έρωτα οι οποίες τον εκθέτουν σε μια φυσιολογική φθορά, μπορεί να ανανεώσει την αγωνία τού έρωτα και να φέρει στο προσκήνιο το μηχανισμό τής ζήλειας.
Έτσι, από μόνη της η "μικρή φάρα", καθόριζε αυτόματα για το Σουάν τις καθημερινές του συναντήσεις με την Οντέτ, και τού επέτρεπε να προσποιείται πως τού ήταν αδιάφορη η συνάντηση ή και πως δεν την επιθυμούσε, χωρίς όμως να διακινδυνεύει σοβαρά αφού, ό,τι κι αν τής έγραφε τη μέρα, θα την έβλεπε το βράδυ και θα τη συνόδευε ύστερα στο σπίτι της.
Κάποτε όμως, που είχε αναλογιστεί με ανία την αναπόφευκτη επιστροφή μαζί της, είχε οδηγήσει ως το δάσος τής Βουλώνης τη νέα εργάτρια, και τελικά έφθασε τόσο αργά, ώστε η Οντέτ νομίζοντας πως δε θα ᾿ ρθει, είχε φύγει. Καθώς είδε πως δεν βρισκόταν στο σαλόνι, ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά· έτρεμε μήπως στερηθεί μια απόλαυση που για πρώτη φορά εκτιμούσε, αφού είχε ως τότε τη βεβαιότητα πως μπορούσε να την έχει όποτε ήθελε, βεβαιότητα που σε όλες τις απολαύσεις μάς ελαττώνει, ή ακόμα και μάς στερεί τη δυνατότητα ν᾿ αντιληφθούμε ολότελα το μέγεθός τους.
—«Πρόσεξες την έκφραση που πήρε, όταν κατάλαβε πως εκείνη δεν είναι πια εδώ;», είπε ο κύριος Βερντυρέν στη γυναίκα του. —«Μπορούμε να πούμε, νομίζω, πως είναι τσιμπημένος!»
—«Μα όχι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και, μεταξύ μας, βρίσκω πως εκείνη έχει άδικο και πως συμπεριφέρεται σαν κουτορνίθι και είναι άλλωστε».
—«Κουραφέξαλα!» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «και που ξέρεις εσύ πως δεν υπάρχει τίποτα! Δε πήγαμε να δούμε, δεν είναι έτσι;»
— «Εμένα θα μού ᾿λεγε», απάντησε περήφανα η κυρία Βερντυρέν. «Σάς λέω πως μού διηγείται όλες τις ερωτοδουλειές της! Καθώς δεν έχει κανέναν αυτή τη στιγμή, τής είπα πως θα ᾿ πρεπε να πλαγιάζει μαζί του. Διατείνεται πως δεν μπορεί, πως τού έχει βέβαια μεγάλη αδυναμία, αλλά πως αυτός είναι άτολμος μαζί της, πως αυτό κάνει και την ίδια να δειλιάζει, πως είναι ένας άνθρωπος ιδανικός, πως φοβάται να μην ξεφτίσει το αίσθημα που νιώθει γι αυτόν, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο ακόμα».
— «Θα μού επιτρέψεις να μην συμφωνήσω μαζί σου», είπε κύριος Βερντυρέν, «δε μού πολυαρέσει αυτός ο κύριος βρίσκω πως είναι ποζάτος».
Η κυρία Βερντυρέν στάθηκε ακίνητη, πήρε μια έκφραση αδράνειας, λες και είχε γίνει άγαλμα, κι έτσι μπορούσε να δείξει πως τάχα δεν είχε ακούσει αυτήν την αβάσταχτη λέξη "ποζάτος", που άφηνε να υπονοηθεί πως θα μπορούσαν ίσως κάποιοι να "παίρνουν πόζες" απέναντί τους, κι επομένως να είναι "κάτι παραπάνω απ᾿ αυτούς.
— «Τελοσπάντων, αν δεν υπάρχει τίποτα, δε φαντάζομαι αυτό να οφείλεται στο ότι αυτός ο κύριος τη θεωρεί ενάρετη», είπε ο κύριος Βερντυρέν ειρωνικά. «Καί στο κάτω-κάτω δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, αφού φαίνεται να τη θεωρεί έξυπνη. Δεν ξέρω αν άκουσες όσα τής ξεφούρνιζε ένα βράδυ σχετικά με τη σονάτα τού Βιντέιγ αγαπώ την Οντέτ με όλη μου την καρδιά, αλλά να τής αναπτύσσει κανείς αισθητικές θεωρίες, πρέπει να ᾿ναι περίφημος κουτεντές»
— «Ελάτε τώρα, μη λέτε κακό για την Οντέτ», είπε η κυρία Βερντυρέν, με το ψεύτικο παιδιάστικο ύφος της. «Είναι χαριτωμένη»
— «Μα αυτό δεν την εμποδίζει να είναι χαριτωμένη· δε λέμε τίποτα κακό για την Οντέτ, λέμε μόνο πως δεν είναι η προσωποποίηση ούτε τής αρετής ούτε τής εξυπνάδας. Στο βάθος», είπε στο ζωγράφο, «επιμένετε τόσο πολύ να είναι ενάρετη; Ποιος ξέρει όμως, ίσως τότε να ᾿ταν και πολύ λιγότερο χαριτωμένη».
Στο κεφαλόσκαλο πλησίασε τον Σουάν ο αρχικαμαριέρης, που δε βρισκόταν στη θέση του όταν είχε έρθει, και που είχε αναλάβει να τού μεταδώσει ένα μήνυμα τής Οντέτ —είχε όμως στο μεταξύ περάσει ολόκληρη μια ώρα — σε περίπτωση που θα ερχόταν τελικά: η Οντέτ θα πήγαινε, πιθανότατα να πάρει μια σοκολάτα στου Πρεβώ, πριν επιστρέψει στο σπίτι της. Ο Σουάν ξεκίνησε για τού Πρεβώ, σε κάθε βήμα όμως το αμάξι του το σταματούσαν άλλα αμάξια ή άνθρωποι που διέσχιζαν το δρόμο, μισητά εμπόδια που θα ήταν έτοιμος να ποδοπατήσει, αν η παρέμβαση τού αστυνόμου δε θα τον καθυστερούσε περισσότερο. Καί γιατί; όλη αυτή η ανησυχία, επειδή δε θα ᾿βλεπε την Οντέτ παρά μόνο αύριο, δηλαδή αυτό ακριβώς που ευχόταν πριν από μια ώρα όταν πήγαινε στην κυρία Βερντυρέν! Ήταν αναγκασμένος ν᾿ αναγνωρίσει πως σ᾿ αυτό το ίδιο αμάξι, που τον πήγαινε στου Πρεβώ, δεν ήταν πια μόνος, ένα καινούργιο πλάσμα ήταν εκεί μαζί του, απ᾿ το οποίο δεν μπορούσε ίσως ν᾿ απαλλαχτεί, που απέναντί του έπρεπε να φερθεί με περίσκεψη, όπως μ᾿ ένα αφέντη ή μια αρρώστια. Κι ελάχιστα αναλογιζόταν πως αυτή η πιθανή συνάντηση στου Πρεβώ, που η προσμονή της μέσα στην αγωνία τον απογύμνωνε από κάθε προηγούμενο εαυτό του, ώστε δεν έβρισκε πια ούτε μια σκέψη, ούτε μια ανάμνηση που πάνω της να ξεκουράσει το μυαλό του ήταν πιθανό, αν πραγματοποιούνταν, να ᾿ταν σαν όλες τις άλλες, κάτι ασήμαντο δηλαδή, να παρατείνει προσωρινά και να ανανεώσει την απογοήτευση και τον πόνο που τού έφερνε η άσκοπη παρουσία αυτής τής γυναίκας, που την πλησίαζε χωρίς να τολμά να την αγκαλιάσει.
Δεν ήταν στου Πρεβώ θέλησε να ψάξει να τη βρει σ᾿ όλα τα εστιατόρια τού μπουλβάρ. Για να κερδίσει χρόνο, ενώ πήγαινε ο ίδιος σ᾿ ορισμένα, έστελνε σε άλλα τον αμαξά του τον Ρεμί και τον περίμενε ύστερα στο σημείο που είχε καθορίσει.
Ο αμαξάς επέστρεψε, όμως ο Σουάν δεν τού είπε: «Βρήκατε την κυρία;» αλλά: «Θυμίστε μου αύριο να παραγγείλω ξύλα, φοβάμαι πως το απόθεμα εξαντλείται». Ίσως σκεφτόταν, πως αν ο Ρεμί είχε ανακαλύψει την Οντέτ, πως δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί να φτάσει σε μια ευτυχία που την κρατούσε δέσμια. Καί σίγουρα, αν ο αμαξάς τον είχε διακόψει για να τού πει: «Η κυρία είναι εκεί», θα είχε απαντήσει: «Α, ᾿ναι! αλήθεια, πρόκειται για τη διαδρομή που σάς είχα πει να κάνετε, μπα, δεν θα το πίστευα», και θα συνέχιζε, μιλώντας του για την προμήθεια των ξύλων, για να κρύψει τη συγκίνησή του και να δώσει στον εαυτό του το χρόνο να ξεκόψει απ᾿ την ανησυχία και να δοθεί στην ευτυχία.
Ο αμαξάς όμως γύρισε για να τού πει πως δε τη βρήκε πουθενά και, σαν παλιός υπηρέτης, πρόσθεσε τη συμβουλή του: «Νομίζω πως δεν μένει πια στον κύριο παρά να επιστρέψει».
Η αδιαφορία όμως που ο Σουάν προσποιόταν εύκολα, όταν ο Ρεμί δεν μπορούσε πια να αλλάξει σε τίποτα την απάντηση που έφερνε, χάθηκε:
— «Μα καθόλου», φώναξε, «πρέπει να τη βρούμε αυτή την κυρία είναι πάρα πολύ σημαντικό. Θ᾿ ανησυχήσει πολύ για μιάν υπόθεση και θα προσβληθεί, αν δε με δει»
— «Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να προσβληθεί η κυρία» απάντησε ο Ρεμί, «αφού εκείνη έφυγε χωρίς να περιμένει τον Κύριο κι είπε πως θα πάει στου Πρεβώ, χωρίς τελικά να βρίσκεται εκεί».
Είχαν αρχίσει άλλωστε να σβύνουν παντού τα φώτα. Πότε-πότε η σκιά μιας γυναίκας που τον πλησίαζε, ζητώντας του να τη συνοδεύσει, έκανε τον Σουάν να αναρριγεί. Άγγιζε ανεπαίσθητα, ανήσυχα, όλ᾿ αυτά τα σκοτεινά σώματα, λες και γύρευε ανάμεσα στα φαντάσματα των νεκρών στο σκοτεινό βασίλειο, την Ευρυδίκη[1] .
Απ᾿ όλους τούς τρόπους γένεσης τού έρωτα, απ᾿ όλα τα μέσα διάδοσης τής ιερής ασθένειας, ένα απ᾿ τα πιο αποτελεσματικά είναι σίγουρα αυτή η μεγάλη πνοή ανησυχίας που καμιά φορά μάς διαπερνά. Τότε το πλάσμα που αγαπάμε, δε χρειάζεται καν να μάς άρεσε ως τότε περισσότερο, ή ακόμα το ίδιο με τα άλλα. Χρειαζόταν μόνο η προτίμησή μας γι αυτό το πρόσωπο να γίνει αποκλειστική.
Τ᾿ αμάξι οδήγησε τον Σουάν ως τα τελευταία εστιατόρια. Έφτασε ως το χρυσό Σπίτι, πάλι χωρίς επιτυχία, και έβγαινε απ᾿ το καφέ Αγγλαί περπατώντας με μεγάλα βήματα με βλέμμα αγριωπό, όταν έπεσε πάνω σε μια γυναίκα που ερχόταν απ᾿ την αντίθετη κατεύθυνση: ήταν η Οντέτ· τού εξήγησε πως, επειδή δε βρήκε θέση στου Πρεβώ, είχε πάει να σουπάρει στο Χρυσό σπίτι, σε μια απόμερη εσοχή, όπου δεν είχε κοιτάξει, και τώρα γύριζε στο αμάξι της.
Τόσο δεν περίμενε να τον συναντήσει, που έκανε μια κίνηση φόβου. Όσο για τον Σουάν, τη χαρά του, δεν ήταν ανάγκη να τη δημιουργήσει με τη σκέψη του για να τη δεχτεί, γιατί ανάβλυζε μόνη της, ώστε να διαλύει σαν σε όνειρο την απομόνωση που είχε τόσο φοβηθεί. Έτσι και ο ταξιδιώτης που φτάνει με θαυμάσιο καιρό στις ακτές τής Μεσογείου, αμφιβάλλει για την ύπαρξη των τόπων που άφησε πίσω του, και αφήνει την όραση του να θαμπωθεί απ᾿ τις ακτίνες που στέλνει το φωτερό και έντονο γαλάζιο των νερών.
Ανέβηκαν μαζί στο αμάξι που είχε εκείνη κι έδωσε εντολή στο δικό του να ακολουθήσει.
Κάποτε όμως, που είχε αναλογιστεί με ανία την αναπόφευκτη επιστροφή μαζί της, είχε οδηγήσει ως το δάσος τής Βουλώνης τη νέα εργάτρια, και τελικά έφθασε τόσο αργά, ώστε η Οντέτ νομίζοντας πως δε θα ᾿ ρθει, είχε φύγει. Καθώς είδε πως δεν βρισκόταν στο σαλόνι, ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά· έτρεμε μήπως στερηθεί μια απόλαυση που για πρώτη φορά εκτιμούσε, αφού είχε ως τότε τη βεβαιότητα πως μπορούσε να την έχει όποτε ήθελε, βεβαιότητα που σε όλες τις απολαύσεις μάς ελαττώνει, ή ακόμα και μάς στερεί τη δυνατότητα ν᾿ αντιληφθούμε ολότελα το μέγεθός τους.
—«Πρόσεξες την έκφραση που πήρε, όταν κατάλαβε πως εκείνη δεν είναι πια εδώ;», είπε ο κύριος Βερντυρέν στη γυναίκα του. —«Μπορούμε να πούμε, νομίζω, πως είναι τσιμπημένος!»
—«Μα όχι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και, μεταξύ μας, βρίσκω πως εκείνη έχει άδικο και πως συμπεριφέρεται σαν κουτορνίθι και είναι άλλωστε».
—«Κουραφέξαλα!» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «και που ξέρεις εσύ πως δεν υπάρχει τίποτα! Δε πήγαμε να δούμε, δεν είναι έτσι;»
— «Εμένα θα μού ᾿λεγε», απάντησε περήφανα η κυρία Βερντυρέν. «Σάς λέω πως μού διηγείται όλες τις ερωτοδουλειές της! Καθώς δεν έχει κανέναν αυτή τη στιγμή, τής είπα πως θα ᾿ πρεπε να πλαγιάζει μαζί του. Διατείνεται πως δεν μπορεί, πως τού έχει βέβαια μεγάλη αδυναμία, αλλά πως αυτός είναι άτολμος μαζί της, πως αυτό κάνει και την ίδια να δειλιάζει, πως είναι ένας άνθρωπος ιδανικός, πως φοβάται να μην ξεφτίσει το αίσθημα που νιώθει γι αυτόν, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο ακόμα».
— «Θα μού επιτρέψεις να μην συμφωνήσω μαζί σου», είπε κύριος Βερντυρέν, «δε μού πολυαρέσει αυτός ο κύριος βρίσκω πως είναι ποζάτος».
Η κυρία Βερντυρέν στάθηκε ακίνητη, πήρε μια έκφραση αδράνειας, λες και είχε γίνει άγαλμα, κι έτσι μπορούσε να δείξει πως τάχα δεν είχε ακούσει αυτήν την αβάσταχτη λέξη "ποζάτος", που άφηνε να υπονοηθεί πως θα μπορούσαν ίσως κάποιοι να "παίρνουν πόζες" απέναντί τους, κι επομένως να είναι "κάτι παραπάνω απ᾿ αυτούς.
— «Τελοσπάντων, αν δεν υπάρχει τίποτα, δε φαντάζομαι αυτό να οφείλεται στο ότι αυτός ο κύριος τη θεωρεί ενάρετη», είπε ο κύριος Βερντυρέν ειρωνικά. «Καί στο κάτω-κάτω δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, αφού φαίνεται να τη θεωρεί έξυπνη. Δεν ξέρω αν άκουσες όσα τής ξεφούρνιζε ένα βράδυ σχετικά με τη σονάτα τού Βιντέιγ αγαπώ την Οντέτ με όλη μου την καρδιά, αλλά να τής αναπτύσσει κανείς αισθητικές θεωρίες, πρέπει να ᾿ναι περίφημος κουτεντές»
— «Ελάτε τώρα, μη λέτε κακό για την Οντέτ», είπε η κυρία Βερντυρέν, με το ψεύτικο παιδιάστικο ύφος της. «Είναι χαριτωμένη»
— «Μα αυτό δεν την εμποδίζει να είναι χαριτωμένη· δε λέμε τίποτα κακό για την Οντέτ, λέμε μόνο πως δεν είναι η προσωποποίηση ούτε τής αρετής ούτε τής εξυπνάδας. Στο βάθος», είπε στο ζωγράφο, «επιμένετε τόσο πολύ να είναι ενάρετη; Ποιος ξέρει όμως, ίσως τότε να ᾿ταν και πολύ λιγότερο χαριτωμένη».
Στο κεφαλόσκαλο πλησίασε τον Σουάν ο αρχικαμαριέρης, που δε βρισκόταν στη θέση του όταν είχε έρθει, και που είχε αναλάβει να τού μεταδώσει ένα μήνυμα τής Οντέτ —είχε όμως στο μεταξύ περάσει ολόκληρη μια ώρα — σε περίπτωση που θα ερχόταν τελικά: η Οντέτ θα πήγαινε, πιθανότατα να πάρει μια σοκολάτα στου Πρεβώ, πριν επιστρέψει στο σπίτι της. Ο Σουάν ξεκίνησε για τού Πρεβώ, σε κάθε βήμα όμως το αμάξι του το σταματούσαν άλλα αμάξια ή άνθρωποι που διέσχιζαν το δρόμο, μισητά εμπόδια που θα ήταν έτοιμος να ποδοπατήσει, αν η παρέμβαση τού αστυνόμου δε θα τον καθυστερούσε περισσότερο. Καί γιατί; όλη αυτή η ανησυχία, επειδή δε θα ᾿βλεπε την Οντέτ παρά μόνο αύριο, δηλαδή αυτό ακριβώς που ευχόταν πριν από μια ώρα όταν πήγαινε στην κυρία Βερντυρέν! Ήταν αναγκασμένος ν᾿ αναγνωρίσει πως σ᾿ αυτό το ίδιο αμάξι, που τον πήγαινε στου Πρεβώ, δεν ήταν πια μόνος, ένα καινούργιο πλάσμα ήταν εκεί μαζί του, απ᾿ το οποίο δεν μπορούσε ίσως ν᾿ απαλλαχτεί, που απέναντί του έπρεπε να φερθεί με περίσκεψη, όπως μ᾿ ένα αφέντη ή μια αρρώστια. Κι ελάχιστα αναλογιζόταν πως αυτή η πιθανή συνάντηση στου Πρεβώ, που η προσμονή της μέσα στην αγωνία τον απογύμνωνε από κάθε προηγούμενο εαυτό του, ώστε δεν έβρισκε πια ούτε μια σκέψη, ούτε μια ανάμνηση που πάνω της να ξεκουράσει το μυαλό του ήταν πιθανό, αν πραγματοποιούνταν, να ᾿ταν σαν όλες τις άλλες, κάτι ασήμαντο δηλαδή, να παρατείνει προσωρινά και να ανανεώσει την απογοήτευση και τον πόνο που τού έφερνε η άσκοπη παρουσία αυτής τής γυναίκας, που την πλησίαζε χωρίς να τολμά να την αγκαλιάσει.
Δεν ήταν στου Πρεβώ θέλησε να ψάξει να τη βρει σ᾿ όλα τα εστιατόρια τού μπουλβάρ. Για να κερδίσει χρόνο, ενώ πήγαινε ο ίδιος σ᾿ ορισμένα, έστελνε σε άλλα τον αμαξά του τον Ρεμί και τον περίμενε ύστερα στο σημείο που είχε καθορίσει.
Ο αμαξάς επέστρεψε, όμως ο Σουάν δεν τού είπε: «Βρήκατε την κυρία;» αλλά: «Θυμίστε μου αύριο να παραγγείλω ξύλα, φοβάμαι πως το απόθεμα εξαντλείται». Ίσως σκεφτόταν, πως αν ο Ρεμί είχε ανακαλύψει την Οντέτ, πως δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί να φτάσει σε μια ευτυχία που την κρατούσε δέσμια. Καί σίγουρα, αν ο αμαξάς τον είχε διακόψει για να τού πει: «Η κυρία είναι εκεί», θα είχε απαντήσει: «Α, ᾿ναι! αλήθεια, πρόκειται για τη διαδρομή που σάς είχα πει να κάνετε, μπα, δεν θα το πίστευα», και θα συνέχιζε, μιλώντας του για την προμήθεια των ξύλων, για να κρύψει τη συγκίνησή του και να δώσει στον εαυτό του το χρόνο να ξεκόψει απ᾿ την ανησυχία και να δοθεί στην ευτυχία.
Ο αμαξάς όμως γύρισε για να τού πει πως δε τη βρήκε πουθενά και, σαν παλιός υπηρέτης, πρόσθεσε τη συμβουλή του: «Νομίζω πως δεν μένει πια στον κύριο παρά να επιστρέψει».
Η αδιαφορία όμως που ο Σουάν προσποιόταν εύκολα, όταν ο Ρεμί δεν μπορούσε πια να αλλάξει σε τίποτα την απάντηση που έφερνε, χάθηκε:
— «Μα καθόλου», φώναξε, «πρέπει να τη βρούμε αυτή την κυρία είναι πάρα πολύ σημαντικό. Θ᾿ ανησυχήσει πολύ για μιάν υπόθεση και θα προσβληθεί, αν δε με δει»
— «Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να προσβληθεί η κυρία» απάντησε ο Ρεμί, «αφού εκείνη έφυγε χωρίς να περιμένει τον Κύριο κι είπε πως θα πάει στου Πρεβώ, χωρίς τελικά να βρίσκεται εκεί».
Είχαν αρχίσει άλλωστε να σβύνουν παντού τα φώτα. Πότε-πότε η σκιά μιας γυναίκας που τον πλησίαζε, ζητώντας του να τη συνοδεύσει, έκανε τον Σουάν να αναρριγεί. Άγγιζε ανεπαίσθητα, ανήσυχα, όλ᾿ αυτά τα σκοτεινά σώματα, λες και γύρευε ανάμεσα στα φαντάσματα των νεκρών στο σκοτεινό βασίλειο, την Ευρυδίκη[1] .
Απ᾿ όλους τούς τρόπους γένεσης τού έρωτα, απ᾿ όλα τα μέσα διάδοσης τής ιερής ασθένειας, ένα απ᾿ τα πιο αποτελεσματικά είναι σίγουρα αυτή η μεγάλη πνοή ανησυχίας που καμιά φορά μάς διαπερνά. Τότε το πλάσμα που αγαπάμε, δε χρειάζεται καν να μάς άρεσε ως τότε περισσότερο, ή ακόμα το ίδιο με τα άλλα. Χρειαζόταν μόνο η προτίμησή μας γι αυτό το πρόσωπο να γίνει αποκλειστική.
Τ᾿ αμάξι οδήγησε τον Σουάν ως τα τελευταία εστιατόρια. Έφτασε ως το χρυσό Σπίτι, πάλι χωρίς επιτυχία, και έβγαινε απ᾿ το καφέ Αγγλαί περπατώντας με μεγάλα βήματα με βλέμμα αγριωπό, όταν έπεσε πάνω σε μια γυναίκα που ερχόταν απ᾿ την αντίθετη κατεύθυνση: ήταν η Οντέτ· τού εξήγησε πως, επειδή δε βρήκε θέση στου Πρεβώ, είχε πάει να σουπάρει στο Χρυσό σπίτι, σε μια απόμερη εσοχή, όπου δεν είχε κοιτάξει, και τώρα γύριζε στο αμάξι της.
Τόσο δεν περίμενε να τον συναντήσει, που έκανε μια κίνηση φόβου. Όσο για τον Σουάν, τη χαρά του, δεν ήταν ανάγκη να τη δημιουργήσει με τη σκέψη του για να τη δεχτεί, γιατί ανάβλυζε μόνη της, ώστε να διαλύει σαν σε όνειρο την απομόνωση που είχε τόσο φοβηθεί. Έτσι και ο ταξιδιώτης που φτάνει με θαυμάσιο καιρό στις ακτές τής Μεσογείου, αμφιβάλλει για την ύπαρξη των τόπων που άφησε πίσω του, και αφήνει την όραση του να θαμπωθεί απ᾿ τις ακτίνες που στέλνει το φωτερό και έντονο γαλάζιο των νερών.
Ανέβηκαν μαζί στο αμάξι που είχε εκείνη κι έδωσε εντολή στο δικό του να ακολουθήσει.
[1] Ευρυδίκη : Από το γνωστό μύθο τού Ορφέα και τής Ευρυδίκης. Ο Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να πάρει πίσω τη σύζυγό του Ευρυδίκη. Μαγεύει με το τραγούδι του τον Άδη και την Περσεφόνη, οι οποίοι τού επιτρέπουν να την πάρει με την προϋπόθεση, ο Ορφέας να περπατά μπροστά από αυτή και να μην κοιτάξει πίσω. Μέσα στην αγωνία του να τη δει, ξέχασε την υπόσχεση του και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε.
Η τακτοποίηση στις κατλέγιες στο ντεκολτέ της Οντέτ, φέρνει τον Σουάν και την Οντέτ στη σαρκική ένωση και το «κάνουμε κατλέγιες» γίνεται το εθνικό τους σύνθημα, όταν θέλουν να έρθουν σε σαρκική επαφή.
Εκείνη κρατούσε στο χέρι ένα μπουκέτο κατλέγιες [1] κι ο Σουάν είδε κάτω απ᾿ τη δαντελένια μαντήλα της πως είχε όμοια λουλούδια στα μαλλιά, πιασμένα με μια εγκράφα από φτερά κύκνου. Ήταν ντυμένη, κάτω απ᾿ την εσάρπα της, με πλούσιες πτυχές μαύρο βελούδο, κι άφηνε να φαίνεται ένας ωμίτης από άσπρο μεταξωτό στο άνοιγμα τού ντεκολτέ, στο οποίο ήταν τοποθετημένα κι άλλα λουλούδια από κατλέγιες.
Μόλις είχε συνέλθει απ᾿ το φόβο που τής είχε προκαλέσει ο Σουάν, όταν από κάποιο εμπόδιο τραντάχτηκαν ξαφνικά κι η Οντέτ έβαλε μια φωνή κι απόμεινε λαχανιασμένη χωρίς αναπνοή.
— «Δεν είναι τίποτα», τής είπε, «μη φοβάστε».
Καί τη βαστούσε από τον ώμο, κρατώντας την επάνω του για να τη συγκρατήσει· ύστερα είπε: «Μη μιλάτε, απαντήστε μου μόνο με νοήματα για να μη λαχανιάσετε περισσότερο. Θα σάς πείραζε να ξανατοποθετήσω στη θέση τους τα λουλούδια που μετακινήθηκαν στο φόρεμά σας; Φοβάμαι μήπως τα χάσετε θα ᾿θελα να τα τοποθετήσω λιγάκι πιο βαθειά.
Εκείνη, που δεν είχε συνηθίσει να τής φέρνονται οι άντρες με τόσες τσιριμόνιες, απάντησε μ᾿ ένα χαμόγελο:
— «Όχι, καθόλου δε με ενοχλεί».
— «Ειλικρινά δε σάς ενοχλώ; Κοιτάξτε, έχει λίγο... υποθέτω πως είναι η γύρη των λουλουδιών που σκόρπισε πάνω σας· επιτρέπετε να τη σκουπίσω με το χέρι μου; Είναι γιατί δε θα ᾿θελα ν᾿ αγγίξω το βελούδο στο φόρεμά σας, για να μην το τσαλακώσω. Αλλά βλέπετε ήταν απαραίτητο να τα στερεώσω θα πέφτανε αλλιώς κι έτσι που τα τοποθέτησα λίγο βαθύτερα... Αλήθεια δεν γίνομαι δυσάρεστος! Δεν τα μύρισα ποτέ, μπορώ; Πέστε μου την αλήθεια».
Χαμογελώντας εκείνη, σήκωσε λίγο τούς ώμους σα να ᾿θελε να πει: «είστε τρελλός, δε βλέπετε πως μού αρέσει;»
Ανέβαζε το άλλο του χέρι στο μάγουλο τής Οντέτ και εκείνη, με μια στάση που σίγουρα τη συνήθιζε, που ήξερε πως ταιριάζει σε τέτοια στιγμή, φαινόταν σα να χρειαζόταν όλη της τη δύναμη για να συγκρατήσει το πρόσωπό της, λες και μια αόρατη δύναμη το τραβούσε προς τον Σουάν. Κι ήταν ο Σουάν, που πριν εκείνη αφήσει το πρόσωπό της να πέσει τάχα χωρίς τη θέλησή της πάνω στα χείλια του, το συγκράτησε μια στιγμή σε κάποια απόσταση, ανάμεσα στα δυο του χέρια. Ήθελε έτσι να δώσει στη σκέψη του το χρόνο να τρέξει ν᾿ αναγνωρίσει τ᾿ όνειρο που τόσο καιρό έτρεφε και να παρασταθεί στην πραγματοποίησή του, σαν το συγγενικό πρόσωπο που το καλούμε να πάρει μέρος στις επιτυχίες ενός παιδιού, που πολύ αγαπά. Κι ίσως ο Σουάν να τοποθετούσε πάνω στο πρόσωπο αυτό τής Οντέτ, που δεν την είχε ούτε καν φιλήσει ακόμα, που την έβλεπε για τελευταία φορά, εκείνη τη ματιά με την οποία θέλει κανείς, τη μέρα τής αναχώρησης, να πάρει μαζί του το τοπίο που θα εγκαταλείψει για πάντα.
Ήταν όμως τόσο ντροπαλός μαζί της ώστε, μ᾿ όλο που τελικά εκείνο το βράδυ την έκανε δική του, πιάνοντας αρχικά να τακτοποιεί τις κατλέγιες της, τις επόμενες μέρες χρησιμοποίησε το ίδιο πρόσχημα, θες για να μην την προσβάλλει, θες από φόβο μήπως φανεί εκ των υστέρων πως είχε πει ψέματα. Αν είχε κατλέγιες στο μπούστο της, έλεγε: «Κρίμα, απόψε οι κατλέγιες δεν έχουν ανάγκη από τακτοποίηση, δεν κουνήθηκαν καθόλου από τη θέση τους κι όμως μού φαίνεται πως τούτη δε στέκει πολύ ίσια. Μπορώ να δοκιμάσω μήπως μυρίζουν περισσότερο από τις άλλες;» ή, αν δεν φορούσε λουλούδια: «Ω, δεν έχει κατλέγιες απόψε, δεν θα μπορέσω ν᾿ ασχοληθώ με τις αγαπημένες μου τακτοποιήσεις». Καί πολύ αργότερα όταν η τακτοποίηση ή η προσποίηση πως τακτοποιεί τις κατλέγιες, είχε πέσει σε αχρηστία, η μεταφορική έκφραση "να κάνουμε κατλέγιες" είχε γίνει μια απλή φράση, που χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να υπονοήσουν τη πράξη τής σωματικής κατάκτησης, — όπου άλλωστε δεν κατακτά κανείς τίποτα—, έκφραση που επέζησε στη γλώσσα τους και μνημόνευε την πράξη, πέρ᾿ απ᾿ την ίδια την ξεχασμένη συνήθεια.
Μόλις είχε συνέλθει απ᾿ το φόβο που τής είχε προκαλέσει ο Σουάν, όταν από κάποιο εμπόδιο τραντάχτηκαν ξαφνικά κι η Οντέτ έβαλε μια φωνή κι απόμεινε λαχανιασμένη χωρίς αναπνοή.
— «Δεν είναι τίποτα», τής είπε, «μη φοβάστε».
Καί τη βαστούσε από τον ώμο, κρατώντας την επάνω του για να τη συγκρατήσει· ύστερα είπε: «Μη μιλάτε, απαντήστε μου μόνο με νοήματα για να μη λαχανιάσετε περισσότερο. Θα σάς πείραζε να ξανατοποθετήσω στη θέση τους τα λουλούδια που μετακινήθηκαν στο φόρεμά σας; Φοβάμαι μήπως τα χάσετε θα ᾿θελα να τα τοποθετήσω λιγάκι πιο βαθειά.
Εκείνη, που δεν είχε συνηθίσει να τής φέρνονται οι άντρες με τόσες τσιριμόνιες, απάντησε μ᾿ ένα χαμόγελο:
— «Όχι, καθόλου δε με ενοχλεί».
— «Ειλικρινά δε σάς ενοχλώ; Κοιτάξτε, έχει λίγο... υποθέτω πως είναι η γύρη των λουλουδιών που σκόρπισε πάνω σας· επιτρέπετε να τη σκουπίσω με το χέρι μου; Είναι γιατί δε θα ᾿θελα ν᾿ αγγίξω το βελούδο στο φόρεμά σας, για να μην το τσαλακώσω. Αλλά βλέπετε ήταν απαραίτητο να τα στερεώσω θα πέφτανε αλλιώς κι έτσι που τα τοποθέτησα λίγο βαθύτερα... Αλήθεια δεν γίνομαι δυσάρεστος! Δεν τα μύρισα ποτέ, μπορώ; Πέστε μου την αλήθεια».
Χαμογελώντας εκείνη, σήκωσε λίγο τούς ώμους σα να ᾿θελε να πει: «είστε τρελλός, δε βλέπετε πως μού αρέσει;»
Ανέβαζε το άλλο του χέρι στο μάγουλο τής Οντέτ και εκείνη, με μια στάση που σίγουρα τη συνήθιζε, που ήξερε πως ταιριάζει σε τέτοια στιγμή, φαινόταν σα να χρειαζόταν όλη της τη δύναμη για να συγκρατήσει το πρόσωπό της, λες και μια αόρατη δύναμη το τραβούσε προς τον Σουάν. Κι ήταν ο Σουάν, που πριν εκείνη αφήσει το πρόσωπό της να πέσει τάχα χωρίς τη θέλησή της πάνω στα χείλια του, το συγκράτησε μια στιγμή σε κάποια απόσταση, ανάμεσα στα δυο του χέρια. Ήθελε έτσι να δώσει στη σκέψη του το χρόνο να τρέξει ν᾿ αναγνωρίσει τ᾿ όνειρο που τόσο καιρό έτρεφε και να παρασταθεί στην πραγματοποίησή του, σαν το συγγενικό πρόσωπο που το καλούμε να πάρει μέρος στις επιτυχίες ενός παιδιού, που πολύ αγαπά. Κι ίσως ο Σουάν να τοποθετούσε πάνω στο πρόσωπο αυτό τής Οντέτ, που δεν την είχε ούτε καν φιλήσει ακόμα, που την έβλεπε για τελευταία φορά, εκείνη τη ματιά με την οποία θέλει κανείς, τη μέρα τής αναχώρησης, να πάρει μαζί του το τοπίο που θα εγκαταλείψει για πάντα.
Ήταν όμως τόσο ντροπαλός μαζί της ώστε, μ᾿ όλο που τελικά εκείνο το βράδυ την έκανε δική του, πιάνοντας αρχικά να τακτοποιεί τις κατλέγιες της, τις επόμενες μέρες χρησιμοποίησε το ίδιο πρόσχημα, θες για να μην την προσβάλλει, θες από φόβο μήπως φανεί εκ των υστέρων πως είχε πει ψέματα. Αν είχε κατλέγιες στο μπούστο της, έλεγε: «Κρίμα, απόψε οι κατλέγιες δεν έχουν ανάγκη από τακτοποίηση, δεν κουνήθηκαν καθόλου από τη θέση τους κι όμως μού φαίνεται πως τούτη δε στέκει πολύ ίσια. Μπορώ να δοκιμάσω μήπως μυρίζουν περισσότερο από τις άλλες;» ή, αν δεν φορούσε λουλούδια: «Ω, δεν έχει κατλέγιες απόψε, δεν θα μπορέσω ν᾿ ασχοληθώ με τις αγαπημένες μου τακτοποιήσεις». Καί πολύ αργότερα όταν η τακτοποίηση ή η προσποίηση πως τακτοποιεί τις κατλέγιες, είχε πέσει σε αχρηστία, η μεταφορική έκφραση "να κάνουμε κατλέγιες" είχε γίνει μια απλή φράση, που χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να υπονοήσουν τη πράξη τής σωματικής κατάκτησης, — όπου άλλωστε δεν κατακτά κανείς τίποτα—, έκφραση που επέζησε στη γλώσσα τους και μνημόνευε την πράξη, πέρ᾿ απ᾿ την ίδια την ξεχασμένη συνήθεια.
[1] Κατλέγια: είδος ορχιδέας.
Οι αλλαγές που φέρνει ο έρωτας σε ένα άτομο.
Ο φόβος τού Σουάν μην ξυπνήσει και πάλι το ξεχασμένο άγχος, που ᾿χε νιώσει το βράδυ, όταν δεν είχε βρει την Οντέτ στους Βερντυρέν, που ήταν όμως πάντα έτοιμο να ξαναγεννηθεί, αλλάζει τις προτιμήσεις του.
Οι τρόποι τής Οντέτ. Η γνώμη της για το τι είναι σικ.
Ο φόβος τού Σουάν μην ξυπνήσει και πάλι το ξεχασμένο άγχος, που ᾿χε νιώσει το βράδυ, όταν δεν είχε βρει την Οντέτ στους Βερντυρέν, που ήταν όμως πάντα έτοιμο να ξαναγεννηθεί, αλλάζει τις προτιμήσεις του.
Οι τρόποι τής Οντέτ. Η γνώμη της για το τι είναι σικ.
Τώρα όλα τα βράδια, όταν τη συνόδευε στο σπίτι της, έπρεπε να μπει μέσα και συχνά εκείνη ξανάβγαινε φορώντας τη ρόμπα της, τον ακολουθούσε ως το αμάξι του, τον φιλούσε μπροστά στον αμαξά λέγοντας: «Τί με νοιάζει, τι με ενδιαφέρουν οι άλλοι;» Τα βράδια που δεν πήγαινε στους Βερντυρέν, τα βράδια τα όλο και πιο σπάνια που πήγαινε στον "καλό κόσμο", τού ζητούσε να ᾿ρθει στο σπίτι της πριν γυρίσει στο δικό του, όσο αργά κι αν ήταν. Οι φίλοι ξαφνιάζονταν, δικαιολογημένα, γιατί ο Σουάν δεν ήταν πια ο ίδιος. Δε λάβαιναν πια κανένα γράμμα του που να ζητά να γνωρίσει κάποια γυναίκα. Τόσο πολύ ένα πάθος είναι μέσα μας σαν ένας στιγμιαίος και διαφορετικός χαρακτήρας, που παίρνει τη θέση τού άλλου και αναιρεί τα σημάδια τα ως τότε αμετάβλητα, με τα οποία εκφραζόταν. Είναι αλήθεια πως όταν συχνά έμενε στις κοσμικές συναντήσεις, θα προτιμούσε να γύριζε στο σπίτι του. Όμως, χωρίς να το καταλάβει, αυτή η βεβαιότητα πως η Οντέτ τον περίμενε, πως δε βρισκόταν αλλού, με άλλους, εξουδετέρωνε αυτό το ξεχασμένο άγχος, που ήταν όμως πάντα έτοιμο να ξαναγεννηθεί, το άγχος που ᾿χε νιώσει το βράδυ, όταν δεν είχε βρει την Οντέτ στους Βερντυρέν κι αυτός ο τωρινός κατευνασμός ήταν τόσο γλυκός που θα μπορούσε να τον ονομάσει ευτυχία. Οι άνθρωποι, μάς είναι συνήθως τόσο αδιάφοροι, ώστε, όταν αποθέσουμε σ᾿ έναν άνθρωπο τόσες δυνατότητες πόνου ή χαράς για τον εαυτό μας, μάς φαίνεται πως αυτός ο ένας ανήκει σ᾿ έναν άλλο κόσμο, τον περιβάλλει ποίηση, μεταβάλλει τη ζωή μας σε μια έκταση συγκίνησης, όπου θα βρίσκεται λιγότερο ή περισσότερο κοντά μας. Αν έφτανε σε ώρα τέτοια που η Οντέτ είχε κιόλας στείλει τούς υπηρέτες να κοιμηθούν, πήγαινε πρώτα στο δρόμο όπου, στο ισόγειο ανάμεσα στα σκοτεινά αλλά όμοια παράθυρα άλλων γειτονικών σπιτιών, έφεγγε μόνο το παράθυρο τού δωματίου της. Χτυπούσε στο τζάμι κι εκείνη πήγαινε να τον περιμένει στην άλλη πλευρά τού σπιτιού, στην είσοδο. Ο Σουάν έβρισκε ανοιχτά πάνω στο πιάνο της μερικά από τα μουσικά κομμάτια που εκείνη προτιμούσε: το Βαλς των Ρόδων [1] και τον φτωχό Τρελό τού Ταλλιαφίκο [2] (που έπρεπε, σύμφωνα με τη διαθήκη του να παιχτεί στην κηδεία του), και τής ζητούσε να παίξει αντί γι αυτά τη μικρή φράση από τη σονάτα τού Βιντέιγ, παρ όλο που η Οντέτ έπαιζε πολύ άσχημα. Η μικρή φράση εξακολουθούσε να είναι δεμένη για τον Σουάν με τον έρωτά του για την Οντέτ. Καταλάβαινε καλά, πως ο έρωτας αυτός ήταν κάτι που δεν αντιστοιχούσε σε τίποτα το εξωτερικό, σε τίποτα που να μπορεί να διαπιστωθεί από άλλους έξω από τον ίδιο· ήξερε πως οι αρετές τής Οντέτ δε δικαιολογούσαν να δίνει τόση σημασία στις στιγμές που περνούσε κοντά της. Καί συχνά, όταν μόνο η θετική σκέψη τον εξουσίαζε, ο Σουάν ήθελε να πάψει να θυσιάζει τόσα πνευματικά και κοινωνικά ενδιαφέροντα σ᾿ αυτή τη φανταστική ευχαρίστηση. Η μικρή όμως φράση, μόλις την άκουγε μπορούσε να λευτερώνει μέσα του τον χώρο που τής ήταν απαραίτητος κι οι διαστάσεις τής ψυχής τού Σουάν άλλαζαν αναλογίες. Έτσι σ᾿ αυτά τα τμήματα τού ψυχικού κόσμου τού Σουάν, όπου η μικρή φράση είχε σβύσει τη φροντίδα για υλικά συμφέροντα, καθώς και τις κοινές σ᾿ όλους, ανθρώπινες αντιλήψεις, είχε αφήσει ένα κενό, μια λευκή θέση, όπου ήταν ελεύθερος να γράψει το όνομα τής Οντέτ. Κι η ευχαρίστηση που τού πρόσφερε η μουσική, έμοιαζε αληθινά με την ευχαρίστηση που θα ένιωθε αν ερχόταν σε επαφή μ᾿ έναν κόσμο για τον οποίο δεν είμαστε πλασμένοι, που μάς φαίνεται χωρίς μορφή γιατί δεν τον αντιλαμβάνονται τα μάτια μας, χωρίς νόημα γιατί δεν τον αντιλαμβάνεται η νόησή μας, μ᾿ έναν κόσμο που μπορούμε να τον φτάσουμε με μια αίσθηση μόνο. Για τον Σουάν ήταν μια μυστηριώδης ανανέωση — για τον Σουάν, που τα μάτια του μ᾿ όλο που πλησίαζαν ευαίσθητα τη ζωγραφική, και το πνεύμα του μ᾿ όλο που ήταν λεπτός παρατηρητής των ηθών, είχε δεχτεί για πάντα το ανεξίτηλο σημάδι τής ξεραΐλας τής ζωής, — το να αισθάνεται μεταμορφωμένος σ᾿ ένα πλάσμα ξένο προς την ανθρωπότητα, τυφλό, χωρίς τη χάρη τής λογικής, ένα χιμαιρικό όν που δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο, παρά μόνο με την ακοή. Άρχιζε να καταλαβαίνει πως στο βάθος τής απαλότητας αυτής τής φράσης, υπήρχε κάτι το πονεμένο, ίσως μάλιστα κάτι κρυφά αγαλήνευτο, αλλ᾿ ο ίδιος δεν ένιωθε τον πόνο. Κι αν η Οντέτ τον κοίταζε με ύφος σκυθρωπό, κι εκείνος ξανάβλεπε ένα πρόσωπο άξιο να πάρει θέση στη Ζωή τού Μωυσή τού Μποττιτσέλλι, το τοποθετούσε εκεί ο ίδιος, έδινε στο λαιμό τής Οντέτ την απαραίτητη κλίση κι όταν πια είχε τελειώσει τη νωπογραφία της στο 15ο αιώνα πάνω στον τοίχο τής Σιξτίνα, η ιδέα πως παρ όλα αυτά είχε μείνει εκεί, κοντά στο πιάνο, στην τωρινή στιγμή, έτοιμη να φιληθεί και να γίνει δική του, η ιδέα τής υλικής της υπόστασης, ερχόταν να τον μεθύσει με τόση δύναμη που με μάτι εκστατικό, έπεφτε πάνω στην παρθένα αυτή τού Μποτιτσέλλι και άρχιζε να τής φιλά τα μάγουλα.
Καί καθώς παρατηρούσε στην επιστροφή, πως το φεγγάρι είχε μετακινηθεί και βρισκόταν στην άκρη τού ορίζοντα, καθώς ένιωθε πως ο έρωτας υπάκουε κι αυτός σε νόμους αμετάθετους και φυσικούς, αναρωτιόταν, μήπως σε λίγο η σκέψη του δε θα ᾿βλεπε το αγαπημένο πρόσωπο να κρατά παρά μια θέση μακρινή και σβησμένη, έτοιμο να πάψει να σκορπά τη μαγεία του. Γιατί ο Σουάν ανακάλυπτε μια μαγεία στα πράγματα από τότε που ήταν ερωτευμένος, όπως τον καιρόν που έφηβος νόμιζε τον εαυτό του καλλιτέχνη· δεν ήταν όμως πια η ίδια μαγεία· αυτήν τώρα μόνο η Οντέτ την πρόσφερνε στα πράγματα. Ένιωθε να γεννιούνται πάλι μέσα του οι νεανικοί του οραματισμοί, που μια επιπόλαιη ζωή είχε διαλύσει, αλλά ήταν σημαδεμένοι με την ανταύγεια μιας ξεχωριστής ύπαρξης· και στις πολλές ώρες που χαιρόταν τώρα με λεπτή ευχαρίστηση να περνά στο σπίτι του, μόνος με την ψυχή του σε ανάρρωση, ξαναγινόταν σιγά-σιγά ο ίδιος ο εαυτός του, αλλά σε μιάν άλλη ζωή.
Ο Σουάν πήγαινε στο σπίτι της μόνο το βράδυ και δεν ήξερε τίποτα για την απασχόλησή της την ημέρα, όπως δεν ήξερε και για το παρελθόν της: χαμογελούσε μόνο καμιά φορά όταν σκεφτόταν, πως πριν μερικά χρόνια όταν δε τη γνώριζε, τού είχαν μιλήσει για μια γυναίκα, που αν θυμόταν καλά θα ᾿πρεπε να ᾿ναι η Οντέτ, και τού την είχαν περιγράψει σα μια πόρνη, μια γυναίκα που τη συντηρούσαν οι εραστές της, σα μια απ᾿ αυτές τις γυναίκες στις οποίες απέδιδε ακόμα, καθώς δεν είχε ζήσει στο περιβάλλον τους, τον ακέραιο, αλλά βασικά διεστραμμένο χαρακτήρα, με τον οποίο τις στόλιζε από καιρό η φαντασία ορισμένων μυθιστοριογράφων. Αναλογιζόταν, πως αρκεί συχνά να δεχτείς το αντίθετο από τις φήμες που δημιουργεί ο κόσμος, για να κρίνεις σωστά ένα πρόσωπο, και το αναλογιζόταν σε σχέση με την Οντέτ, που ήταν καλή, άδολη και αναζητούσε ιδανικά, που ήταν τόσο λίγο άξια να πει ψέμματα, ώστε όταν κάποτε την παρακάλεσε, για να δειπνήσει μόνος μαζί της, να γράψει στους Βερντυρέν πως ήταν αδιάθετη, την είδε την άλλη μέρα, καθώς τη ρωτούσε η κυρία Βερντυρέν αν ήταν καλύτερα, να κοκκινίζει, να ψελλίζει και να δείχνει άθελα στο πρόσωπό της τη στεναχώρια που τής κόστιζε αυτό το ψέμα.
Καμιά φορά όμως, στην άκρη αυτής τής ζωής τής Οντέτ, που ο Σουάν την έβλεπε τελείως άδεια (μ᾿ όλο που η σκέψη του έλεγε πως δεν ήταν), επειδή δεν μπορούσε να τη φανταστεί, κάποιος φίλος, που υποψιαζόταν την αγάπη τους και που θα ριψοκινδύνευε να τού πει μόνο πράγματα ασήμαντα, τού περιέγραφε τη σιλουέτα τής Οντέτ, που την είχε αντικρύσει το ίδιο πρωινό ν᾿ ανεβαίνει πεζή την οδό Αμπαττούτσι τυλιγμένη σ᾿ ένα ζακετάκι, μ᾿ ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" κι ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο της. Αυτό το απλό σκίτσο αναστάτωνε τον Σουάν, γιατί τον έκανε ξαφνικά να αντιλαμβάνεται πως η Οντέτ είχε μια ζωή που δεν ήταν ολόκληρη δική του· ήθελε να μάθει σε ποιόν γύρευε να αρέσει μ᾿ αυτήν τη τουαλέτα που ο ίδιος δεν ήξερε· αποφάσιζε να τη ρωτήσει που πήγαινε, εκείνη τη στιγμή, λες και σ᾿ όλη τη ζωή τη σχεδόν ανύπαρχτη, γιατί τού ήταν αόρατη τής ερωμένης του, δεν υπήρχε παρά ένα πράγμα για τον ίδιο: το περπάτημα της κάτω από ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" μ᾿ ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο.
Εκτός όταν τής ζητούσε να παίξει τη μικρή φράση τού Βιντέιγ αντί για το Βαλς των Ρόδων, ο Σουάν δεν γύρευε να την κάνει να παίζει περισσότερο τα κομμάτια που τού άρεσαν κι ούτε γύρευε τόσο στη μουσική όσο και στη λογοτεχνία, να διορθώσει το κακό της γούστο. Είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν έξυπνη. Λέγοντάς του πως θα ᾿θελε πολύ να τής μιλήσει για τούς μεγάλους ποιητές, είχε φαντασθεί πως θα μάθαινε αμέσως ηρωικά και ρομαντικά τετράστιχα. Για τον Βερμέερ ρώτησε αν είχε ποτέ υποφέρει για μια γυναίκα, αν ήταν μια γυναίκα που τού έδωσε την έμπνευση, κι επειδή ο Σουάν είχε ομολογήσει πως τίποτα σχετικό δεν ήταν γνωστό, η Οντέτ είχε χάσει το ενδιαφέρον γι αυτόν το ζωγράφο. Έλεγε συχνά: «Βέβαια η ποίηση, το ξέρω φυσικά πως δεν θα υπήρχε τίποτα ωραιότερο αν ήταν αληθινή, αν οι ποιητές πίστευαν όλα όσα λένε. Πολύ συχνά όμως δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο ιδιοτελείς από τούς ποιητές. Κάτι ξέρω κι εγώ, είχα μια φίλη που αγαπούσε ένα ποιητάκο. Στους στίχους του μιλούσε μόνο για τον έρωτα, για τον ουρανό και τα άστρα. Α, πως την τύλιξε! Τής έφαγε πάνω από τριακόσιες χιλιάδες φράγκα». Αν τότε ο Σουάν προσπαθούσε να τής εξηγήσει τι είναι καλλιτεχνική ομορφιά, με τι τρόπο θα ᾿πρεπε να θαυμάζει τούς στίχους ή τούς πίνακες, ύστερ᾿ από λίγο εκείνη έπαυε να προσέχει κι έλεγε: «Ναι... δεν φανταζόμουν πως ήταν έτσι». Κι ο Σουάν καταλάβαινε πως η Οντέτ ένιωθε μια τέτοια απογοήτευση, που προτιμούσε να τής πει ψέμματα, πως όλ᾿ αυτά δεν ήταν τίποτα, πως ήταν μόνο φλυαρίες, πως υπήρχαν κι άλλα πράγματα. Εκείνη όμως τού έλεγε ζωηρά: «Άλλα πράγματα; ποια; Πες μου τότε», κι εκείνος δεν τα ᾿λεγε, γνωρίζοντας πόσο ασήμαντα θα τής φαίνονταν και πόσο διαφορετικά απ᾿ ό,τι ήλπιζε, κι ακόμα γιατί φοβόταν πως αν την απογοήτευε η τέχνη, θα την απογοήτευε και ο έρωτας.
Καί πραγματικά η Οντέτ έβρισκε τον Σουάν πνευματικά κατώτερο απ᾿ ό,τι είχε φανταστεί. «Κρατάς πάντα τη ψυχραιμία σου, δε μπορώ να σε καταλάβω». Θαύμαζε περισσότερο την αδιαφορία του για το χρήμα, την ευγένειά του για τον καθένα, τη λεπτότητά του. Καί συμβαίνει πραγματικά συχνά σε ανθρώπους πιο σημαντικούς κι από τον Σουάν, σ᾿ έναν επιστήμονα σ᾿ έναν καλλιτέχνη, η συμπάθεια αυτών που τον περιστοιχίζουν, να μην είναι ο θαυμασμός για τις ιδέες του, γιατί τούς διαφεύγουν, αλλά ο σεβασμός για την καλοσύνη του. Σεβασμό προκαλούσε στην Οντέτ κι η θέση τού Σουάν στον καλό κόσμο, αλλά δεν ήθελε να επιδιώξει εκείνος να την παρουσιάσει. Ίσως μάντευε πως δε θα το κατόρθωνε κι ίσως να φοβόταν πως και μόνο να μιλούσε γι αυτήν, θα μπορούσε να προκαλέσει αποκαλύψεις που εκείνη δεν τις επιθυμούσε. Τού είχε πει πως ο λόγος που δεν ήθελε να πάει στον καλό κόσμο, ήταν που μια παλιά φίλη της, είχε πει πολλά κακά σε βάρος της. Ο Σουάν είχε αντιρρήσεις:
—«Μα όλος ο κόσμος δε γνώρισε τη φίλη σου».
—«Μα πως, είναι μα λαδιά που απλώνει, ο κόσμος είναι τόσο κακός».
Μπορεί ο Σουάν να μην κατάλαβε αυτή την ιστορία, ήξερε όμως πως οι φράσεις αυτές κρύβουν γενικά μια αλήθεια. Άλλωστε ο καλός κόσμος που φόβιζε τόσο την Οντέτ δεν τής γεννούσε και μεγάλες επιθυμίες, γιατί βρισκόταν πολύ μακριά από το δικό της, για να μπορεί να τον φανταστεί ξεκάθαρα. Κι όμως, μ᾿ όλο που από ορισμένες απόψεις παρέμενε απλή, λαχταρούσε ό,τι ήταν "σικ", αλλά δεν το έβλεπε με τον ίδιο τρόπο που το έβλεπαν οι άνθρωποι τού καλού κόσμου. Οι άνθρωποι τού καλού κόσμου έχουν πάνω σ᾿ αυτά τα θέματα μια μόρφωση απ᾿ την οποία έχουν αντλήσει ένα είδος γούστου, ένα είδος τακτ, έτσι που ο Σουάν λόγου χάρη, χωρίς να χρειάζεται τις κοσμικές του γνώσεις, όταν διάβαζε σε μια εφημερίδα τα ονόματα όσων παραβρέθηκαν σ᾿ ένα δείπνο, μπορούσε να προσδιορίσει αμέσως την απόχρωση τού "σικ" αυτού τού δείπνου, όπως ο φιλόλογος, με μόνη την ανάγνωση μιας φράσης μπορεί να εκτιμήσει τη λογοτεχνική αξία τού συγγραφέα της.
Η Οντέτ έλεγε για κάποιον:
—«Δε συχνάζει παρά μόνο όπου είναι σικ»
Κι αν ο Σουάν τη ρωτούσε τι εννοούσε, τού απαντούσε με κάποια περιφρόνηση:
—«Μα διάβολε όπου είναι σικ! Αν στην ηλικία σου πρέπει να σού μάθω εγώ ποια μέρη είναι σικ, τι θέλεις να πω; Να, λόγου χάρη, την Κυριακή το πρωί η λεωφόρος τής Αυτοκρατορίας, στις πέντε ο γύρος τής Λίμνης, τη Πέμπτη το θέατρο Εντέν, την Παρασκευή ο Ιππόδρομος, οι χοροί...»
— «Μα ποιοι χοροί;»
— «Μα οι χοροί που δίνονται στο Παρίσι, οι χοροί σικ θέλω να πω. Να, τον Χερμπινγκέρ, τον ξέρεις αυτόν που είναι σ᾿ ένα χρηματιστή; Ένας ψηλός ξανθός νεαρός που είναι τόσο σνομπ, έχει πάντα ένα λουλούδι στη μπουτονιέρα του· συζεί μ᾿ αυτό το απολίθωμα που το περιφέρει σ᾿ όλες τις πρεμιέρες. Έ, λοιπόν, έδωσε ένα χορό πριν λίγες μέρες και κάλεσε ό,τι πιο σικ υπάρχει στο Παρίσι. Πόσο θα θελα να ᾿χα πάει! Αλλά δεν μπόρεσα να βρω πρόσκληση. Όλοι πήγαν περισσότερο για να μπορούν να λένε πως ήταν στου Χερμπινγκέρ. Άλλωστε απ᾿ τούς εκατό που λένε πως παραβρέθηκαν, είναι ζήτημα αν πήγαν οι μισοί... Μού κάνει όμως κατάπληξη πως εσύ, ένας άνθρωπος τόσο "πσουτ", δεν ήσουν εκεί».
Ο Σουάν όμως δε γύρευε καθόλου να αλλάξει την αντίληψή της για το τι είναι σικ επειδή σκεφτόταν πως η δική του αντίληψη δεν ήταν πιο αληθινή, ήταν το ίδιο κουτή κι ασήμαντη, δεν έβρισκε κανένα λόγο να δίνει εξηγήσεις στην ερωμένη του.
Αυτούς που αγαπούσαν ν᾿ αγοράζουν μπιμπελό, που αγαπούσαν τούς στίχους, που περιφρονούσαν το χρήμα η Οντέτ τούς τοποθετούσε σε μια "ελίτ" ανώτερη απ᾿ την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Δεν ήταν απαραίτητο να είχε κανείς πραγματικά αυτές τις προτιμήσεις, φτάνει να τις διακήρυσσε. Αντίθετα όμως όσοι σαν τον Σουάν είχαν τα ίδια γούστα, αλλά δε μιλούσαν γι αυτά, την άφηναν αδιάφορη.
Επειδή ο Σουάν ένιωθε πως συχνά δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει ό,τι εκείνη ονειρευόταν, γύρευε τουλάχιστον να τής αρέσει η συντροφιά του, να μην έρχεται σε αντίθεση με τις κοινές ιδέες της, αυτό το κακό γούστο που είχε στο κάθε τι. Ως τώρα, όπως σε πολλούς ανθρώπους που το γούστο τους για τις τέχνες αναπτύσσεται ανεξάρτητα από τον αισθησιασμό, υπήρχε μια παράξενη ασυμφωνία ανάμεσα στις ικανοποιήσεις που απέδιδε στο ένα ή το άλλο, καθώς χαιρόταν, σε συντροφιά με γυναίκες όλο και πιο κοινές την τέρψη από έργα τέχνης όλο και πιο εκλεπτυσμένα, συνοδεύοντας μια μικρή καμαριέρα σ᾿ ένα κλειστό θεωρείο στην παράσταση ενός παρακμιακού θεατρικού έργου ή σε μιάν έκθεση ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής, σίγουρος άλλωστε πως και μια γυναίκα τού καλού κόσμου δεν θα είχε καταλάβει περισσότερα, μα δε θα ήξερε να σωπαίνει τόσο συμπαθητικά. Αντίθετα όμως από τότε που αγαπούσε την Οντέτ, το να συμφωνεί μαζί της, το να προσπαθεί να νιώθει ψυχικά δεμένος μαζί της, τού ήταν τόσο ευχάριστο που προσπαθούσε να τού αρέσουν όσα εκείνη αγαπούσε, και έβρισκε μια μεγάλη ευχαρίστηση όχι μόνο να ακολουθεί τις συνήθειές της, αλλά και στο να υιοθετεί τις γνώμες της που, καθώς δεν είχαν καμιά απολύτως ρίζα στη δική του σκέψη, τού θύμιζαν μόνο τον έρωτά του, που εξ αιτίας του τις είχε προτιμήσει.
Άλλωστε, αφού είχε αφήσει να εξασθενήσουν οι νεανικές πνευματικές του πεποιθήσεις, κι αφού ο σκεπτικισμός τού κοσμικού είχε χωρίς να το καταλάβει εισχωρήσει στις πεποιθήσεις αυτές, πίστευε πως τα αντικείμενα τής προτίμησής μας δεν έχουν μέσα τους απόλυτη αξία, μα πως είναι ζήτημα εποχής, τάξης, αποτελούν μόδες απ᾿ τις οποίες και οι πιο κοινές αξίζουν, όσο κι αυτές που θεωρούνται σαν πιο ξεχωριστές.
Καί καθώς παρατηρούσε στην επιστροφή, πως το φεγγάρι είχε μετακινηθεί και βρισκόταν στην άκρη τού ορίζοντα, καθώς ένιωθε πως ο έρωτας υπάκουε κι αυτός σε νόμους αμετάθετους και φυσικούς, αναρωτιόταν, μήπως σε λίγο η σκέψη του δε θα ᾿βλεπε το αγαπημένο πρόσωπο να κρατά παρά μια θέση μακρινή και σβησμένη, έτοιμο να πάψει να σκορπά τη μαγεία του. Γιατί ο Σουάν ανακάλυπτε μια μαγεία στα πράγματα από τότε που ήταν ερωτευμένος, όπως τον καιρόν που έφηβος νόμιζε τον εαυτό του καλλιτέχνη· δεν ήταν όμως πια η ίδια μαγεία· αυτήν τώρα μόνο η Οντέτ την πρόσφερνε στα πράγματα. Ένιωθε να γεννιούνται πάλι μέσα του οι νεανικοί του οραματισμοί, που μια επιπόλαιη ζωή είχε διαλύσει, αλλά ήταν σημαδεμένοι με την ανταύγεια μιας ξεχωριστής ύπαρξης· και στις πολλές ώρες που χαιρόταν τώρα με λεπτή ευχαρίστηση να περνά στο σπίτι του, μόνος με την ψυχή του σε ανάρρωση, ξαναγινόταν σιγά-σιγά ο ίδιος ο εαυτός του, αλλά σε μιάν άλλη ζωή.
Ο Σουάν πήγαινε στο σπίτι της μόνο το βράδυ και δεν ήξερε τίποτα για την απασχόλησή της την ημέρα, όπως δεν ήξερε και για το παρελθόν της: χαμογελούσε μόνο καμιά φορά όταν σκεφτόταν, πως πριν μερικά χρόνια όταν δε τη γνώριζε, τού είχαν μιλήσει για μια γυναίκα, που αν θυμόταν καλά θα ᾿πρεπε να ᾿ναι η Οντέτ, και τού την είχαν περιγράψει σα μια πόρνη, μια γυναίκα που τη συντηρούσαν οι εραστές της, σα μια απ᾿ αυτές τις γυναίκες στις οποίες απέδιδε ακόμα, καθώς δεν είχε ζήσει στο περιβάλλον τους, τον ακέραιο, αλλά βασικά διεστραμμένο χαρακτήρα, με τον οποίο τις στόλιζε από καιρό η φαντασία ορισμένων μυθιστοριογράφων. Αναλογιζόταν, πως αρκεί συχνά να δεχτείς το αντίθετο από τις φήμες που δημιουργεί ο κόσμος, για να κρίνεις σωστά ένα πρόσωπο, και το αναλογιζόταν σε σχέση με την Οντέτ, που ήταν καλή, άδολη και αναζητούσε ιδανικά, που ήταν τόσο λίγο άξια να πει ψέμματα, ώστε όταν κάποτε την παρακάλεσε, για να δειπνήσει μόνος μαζί της, να γράψει στους Βερντυρέν πως ήταν αδιάθετη, την είδε την άλλη μέρα, καθώς τη ρωτούσε η κυρία Βερντυρέν αν ήταν καλύτερα, να κοκκινίζει, να ψελλίζει και να δείχνει άθελα στο πρόσωπό της τη στεναχώρια που τής κόστιζε αυτό το ψέμα.
Καμιά φορά όμως, στην άκρη αυτής τής ζωής τής Οντέτ, που ο Σουάν την έβλεπε τελείως άδεια (μ᾿ όλο που η σκέψη του έλεγε πως δεν ήταν), επειδή δεν μπορούσε να τη φανταστεί, κάποιος φίλος, που υποψιαζόταν την αγάπη τους και που θα ριψοκινδύνευε να τού πει μόνο πράγματα ασήμαντα, τού περιέγραφε τη σιλουέτα τής Οντέτ, που την είχε αντικρύσει το ίδιο πρωινό ν᾿ ανεβαίνει πεζή την οδό Αμπαττούτσι τυλιγμένη σ᾿ ένα ζακετάκι, μ᾿ ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" κι ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο της. Αυτό το απλό σκίτσο αναστάτωνε τον Σουάν, γιατί τον έκανε ξαφνικά να αντιλαμβάνεται πως η Οντέτ είχε μια ζωή που δεν ήταν ολόκληρη δική του· ήθελε να μάθει σε ποιόν γύρευε να αρέσει μ᾿ αυτήν τη τουαλέτα που ο ίδιος δεν ήξερε· αποφάσιζε να τη ρωτήσει που πήγαινε, εκείνη τη στιγμή, λες και σ᾿ όλη τη ζωή τη σχεδόν ανύπαρχτη, γιατί τού ήταν αόρατη τής ερωμένης του, δεν υπήρχε παρά ένα πράγμα για τον ίδιο: το περπάτημα της κάτω από ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" μ᾿ ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο.
Εκτός όταν τής ζητούσε να παίξει τη μικρή φράση τού Βιντέιγ αντί για το Βαλς των Ρόδων, ο Σουάν δεν γύρευε να την κάνει να παίζει περισσότερο τα κομμάτια που τού άρεσαν κι ούτε γύρευε τόσο στη μουσική όσο και στη λογοτεχνία, να διορθώσει το κακό της γούστο. Είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν έξυπνη. Λέγοντάς του πως θα ᾿θελε πολύ να τής μιλήσει για τούς μεγάλους ποιητές, είχε φαντασθεί πως θα μάθαινε αμέσως ηρωικά και ρομαντικά τετράστιχα. Για τον Βερμέερ ρώτησε αν είχε ποτέ υποφέρει για μια γυναίκα, αν ήταν μια γυναίκα που τού έδωσε την έμπνευση, κι επειδή ο Σουάν είχε ομολογήσει πως τίποτα σχετικό δεν ήταν γνωστό, η Οντέτ είχε χάσει το ενδιαφέρον γι αυτόν το ζωγράφο. Έλεγε συχνά: «Βέβαια η ποίηση, το ξέρω φυσικά πως δεν θα υπήρχε τίποτα ωραιότερο αν ήταν αληθινή, αν οι ποιητές πίστευαν όλα όσα λένε. Πολύ συχνά όμως δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο ιδιοτελείς από τούς ποιητές. Κάτι ξέρω κι εγώ, είχα μια φίλη που αγαπούσε ένα ποιητάκο. Στους στίχους του μιλούσε μόνο για τον έρωτα, για τον ουρανό και τα άστρα. Α, πως την τύλιξε! Τής έφαγε πάνω από τριακόσιες χιλιάδες φράγκα». Αν τότε ο Σουάν προσπαθούσε να τής εξηγήσει τι είναι καλλιτεχνική ομορφιά, με τι τρόπο θα ᾿πρεπε να θαυμάζει τούς στίχους ή τούς πίνακες, ύστερ᾿ από λίγο εκείνη έπαυε να προσέχει κι έλεγε: «Ναι... δεν φανταζόμουν πως ήταν έτσι». Κι ο Σουάν καταλάβαινε πως η Οντέτ ένιωθε μια τέτοια απογοήτευση, που προτιμούσε να τής πει ψέμματα, πως όλ᾿ αυτά δεν ήταν τίποτα, πως ήταν μόνο φλυαρίες, πως υπήρχαν κι άλλα πράγματα. Εκείνη όμως τού έλεγε ζωηρά: «Άλλα πράγματα; ποια; Πες μου τότε», κι εκείνος δεν τα ᾿λεγε, γνωρίζοντας πόσο ασήμαντα θα τής φαίνονταν και πόσο διαφορετικά απ᾿ ό,τι ήλπιζε, κι ακόμα γιατί φοβόταν πως αν την απογοήτευε η τέχνη, θα την απογοήτευε και ο έρωτας.
Καί πραγματικά η Οντέτ έβρισκε τον Σουάν πνευματικά κατώτερο απ᾿ ό,τι είχε φανταστεί. «Κρατάς πάντα τη ψυχραιμία σου, δε μπορώ να σε καταλάβω». Θαύμαζε περισσότερο την αδιαφορία του για το χρήμα, την ευγένειά του για τον καθένα, τη λεπτότητά του. Καί συμβαίνει πραγματικά συχνά σε ανθρώπους πιο σημαντικούς κι από τον Σουάν, σ᾿ έναν επιστήμονα σ᾿ έναν καλλιτέχνη, η συμπάθεια αυτών που τον περιστοιχίζουν, να μην είναι ο θαυμασμός για τις ιδέες του, γιατί τούς διαφεύγουν, αλλά ο σεβασμός για την καλοσύνη του. Σεβασμό προκαλούσε στην Οντέτ κι η θέση τού Σουάν στον καλό κόσμο, αλλά δεν ήθελε να επιδιώξει εκείνος να την παρουσιάσει. Ίσως μάντευε πως δε θα το κατόρθωνε κι ίσως να φοβόταν πως και μόνο να μιλούσε γι αυτήν, θα μπορούσε να προκαλέσει αποκαλύψεις που εκείνη δεν τις επιθυμούσε. Τού είχε πει πως ο λόγος που δεν ήθελε να πάει στον καλό κόσμο, ήταν που μια παλιά φίλη της, είχε πει πολλά κακά σε βάρος της. Ο Σουάν είχε αντιρρήσεις:
—«Μα όλος ο κόσμος δε γνώρισε τη φίλη σου».
—«Μα πως, είναι μα λαδιά που απλώνει, ο κόσμος είναι τόσο κακός».
Μπορεί ο Σουάν να μην κατάλαβε αυτή την ιστορία, ήξερε όμως πως οι φράσεις αυτές κρύβουν γενικά μια αλήθεια. Άλλωστε ο καλός κόσμος που φόβιζε τόσο την Οντέτ δεν τής γεννούσε και μεγάλες επιθυμίες, γιατί βρισκόταν πολύ μακριά από το δικό της, για να μπορεί να τον φανταστεί ξεκάθαρα. Κι όμως, μ᾿ όλο που από ορισμένες απόψεις παρέμενε απλή, λαχταρούσε ό,τι ήταν "σικ", αλλά δεν το έβλεπε με τον ίδιο τρόπο που το έβλεπαν οι άνθρωποι τού καλού κόσμου. Οι άνθρωποι τού καλού κόσμου έχουν πάνω σ᾿ αυτά τα θέματα μια μόρφωση απ᾿ την οποία έχουν αντλήσει ένα είδος γούστου, ένα είδος τακτ, έτσι που ο Σουάν λόγου χάρη, χωρίς να χρειάζεται τις κοσμικές του γνώσεις, όταν διάβαζε σε μια εφημερίδα τα ονόματα όσων παραβρέθηκαν σ᾿ ένα δείπνο, μπορούσε να προσδιορίσει αμέσως την απόχρωση τού "σικ" αυτού τού δείπνου, όπως ο φιλόλογος, με μόνη την ανάγνωση μιας φράσης μπορεί να εκτιμήσει τη λογοτεχνική αξία τού συγγραφέα της.
Η Οντέτ έλεγε για κάποιον:
—«Δε συχνάζει παρά μόνο όπου είναι σικ»
Κι αν ο Σουάν τη ρωτούσε τι εννοούσε, τού απαντούσε με κάποια περιφρόνηση:
—«Μα διάβολε όπου είναι σικ! Αν στην ηλικία σου πρέπει να σού μάθω εγώ ποια μέρη είναι σικ, τι θέλεις να πω; Να, λόγου χάρη, την Κυριακή το πρωί η λεωφόρος τής Αυτοκρατορίας, στις πέντε ο γύρος τής Λίμνης, τη Πέμπτη το θέατρο Εντέν, την Παρασκευή ο Ιππόδρομος, οι χοροί...»
— «Μα ποιοι χοροί;»
— «Μα οι χοροί που δίνονται στο Παρίσι, οι χοροί σικ θέλω να πω. Να, τον Χερμπινγκέρ, τον ξέρεις αυτόν που είναι σ᾿ ένα χρηματιστή; Ένας ψηλός ξανθός νεαρός που είναι τόσο σνομπ, έχει πάντα ένα λουλούδι στη μπουτονιέρα του· συζεί μ᾿ αυτό το απολίθωμα που το περιφέρει σ᾿ όλες τις πρεμιέρες. Έ, λοιπόν, έδωσε ένα χορό πριν λίγες μέρες και κάλεσε ό,τι πιο σικ υπάρχει στο Παρίσι. Πόσο θα θελα να ᾿χα πάει! Αλλά δεν μπόρεσα να βρω πρόσκληση. Όλοι πήγαν περισσότερο για να μπορούν να λένε πως ήταν στου Χερμπινγκέρ. Άλλωστε απ᾿ τούς εκατό που λένε πως παραβρέθηκαν, είναι ζήτημα αν πήγαν οι μισοί... Μού κάνει όμως κατάπληξη πως εσύ, ένας άνθρωπος τόσο "πσουτ", δεν ήσουν εκεί».
Ο Σουάν όμως δε γύρευε καθόλου να αλλάξει την αντίληψή της για το τι είναι σικ επειδή σκεφτόταν πως η δική του αντίληψη δεν ήταν πιο αληθινή, ήταν το ίδιο κουτή κι ασήμαντη, δεν έβρισκε κανένα λόγο να δίνει εξηγήσεις στην ερωμένη του.
Αυτούς που αγαπούσαν ν᾿ αγοράζουν μπιμπελό, που αγαπούσαν τούς στίχους, που περιφρονούσαν το χρήμα η Οντέτ τούς τοποθετούσε σε μια "ελίτ" ανώτερη απ᾿ την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Δεν ήταν απαραίτητο να είχε κανείς πραγματικά αυτές τις προτιμήσεις, φτάνει να τις διακήρυσσε. Αντίθετα όμως όσοι σαν τον Σουάν είχαν τα ίδια γούστα, αλλά δε μιλούσαν γι αυτά, την άφηναν αδιάφορη.
Επειδή ο Σουάν ένιωθε πως συχνά δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει ό,τι εκείνη ονειρευόταν, γύρευε τουλάχιστον να τής αρέσει η συντροφιά του, να μην έρχεται σε αντίθεση με τις κοινές ιδέες της, αυτό το κακό γούστο που είχε στο κάθε τι. Ως τώρα, όπως σε πολλούς ανθρώπους που το γούστο τους για τις τέχνες αναπτύσσεται ανεξάρτητα από τον αισθησιασμό, υπήρχε μια παράξενη ασυμφωνία ανάμεσα στις ικανοποιήσεις που απέδιδε στο ένα ή το άλλο, καθώς χαιρόταν, σε συντροφιά με γυναίκες όλο και πιο κοινές την τέρψη από έργα τέχνης όλο και πιο εκλεπτυσμένα, συνοδεύοντας μια μικρή καμαριέρα σ᾿ ένα κλειστό θεωρείο στην παράσταση ενός παρακμιακού θεατρικού έργου ή σε μιάν έκθεση ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής, σίγουρος άλλωστε πως και μια γυναίκα τού καλού κόσμου δεν θα είχε καταλάβει περισσότερα, μα δε θα ήξερε να σωπαίνει τόσο συμπαθητικά. Αντίθετα όμως από τότε που αγαπούσε την Οντέτ, το να συμφωνεί μαζί της, το να προσπαθεί να νιώθει ψυχικά δεμένος μαζί της, τού ήταν τόσο ευχάριστο που προσπαθούσε να τού αρέσουν όσα εκείνη αγαπούσε, και έβρισκε μια μεγάλη ευχαρίστηση όχι μόνο να ακολουθεί τις συνήθειές της, αλλά και στο να υιοθετεί τις γνώμες της που, καθώς δεν είχαν καμιά απολύτως ρίζα στη δική του σκέψη, τού θύμιζαν μόνο τον έρωτά του, που εξ αιτίας του τις είχε προτιμήσει.
Άλλωστε, αφού είχε αφήσει να εξασθενήσουν οι νεανικές πνευματικές του πεποιθήσεις, κι αφού ο σκεπτικισμός τού κοσμικού είχε χωρίς να το καταλάβει εισχωρήσει στις πεποιθήσεις αυτές, πίστευε πως τα αντικείμενα τής προτίμησής μας δεν έχουν μέσα τους απόλυτη αξία, μα πως είναι ζήτημα εποχής, τάξης, αποτελούν μόδες απ᾿ τις οποίες και οι πιο κοινές αξίζουν, όσο κι αυτές που θεωρούνται σαν πιο ξεχωριστές.
1] Το Βαλς των Ρόδων: έργο τού Γάλλου μουσικού, και συνθέτη ελαφρών έργων Ολιβιέ Μετρά (1830- 1889).
[1] Ταλλιαφίκο: Γάλλος τραγουδιστής τής Όπερας και συνθέτης, Ιταλικής καταγωγής (1821-1900)
[1] Ταλλιαφίκο: Γάλλος τραγουδιστής τής Όπερας και συνθέτης, Ιταλικής καταγωγής (1821-1900)
Ο Σουάν θεωρεί τούς Βερντυρέν "μεγαλόψυχους, παρ᾿ όλα αυτά , δεν θεωρείται ο πραγματικός "πιστός".
Ο Φορσβίλ είναι ο ιδανικός "πιστός".
Ο Μπρισώ, ο Κοττάρ, ο ζωγράφος. Η σαλάτα τής Φρανσιγιόν.
Ο Φορσβίλ είναι ο ιδανικός "πιστός".
Ο Μπρισώ, ο Κοττάρ, ο ζωγράφος. Η σαλάτα τής Φρανσιγιόν.
Αγαπούσε τη συντροφιά των Βερντυρέν, όπως αγαπούσε κάθε τι που περιέβαλλε τη Οντέτ, και που γινόταν αφορμή να μπορεί να τη βλέπει και να κουβεντιάζει μαζί της. Επειδή δεν τολμούσε να πει στον εαυτό του, πως θα αγαπούσε για πάντα την Οντέτ, υποθέτοντας τουλάχιστον πως θα σύχναζε πάντα στους Βερντυρέν, έβλεπε τον εαυτό του στο μέλλον, να εξακολουθεί να βλέπει την Οντέτ. «Τί χαριτωμένο περιβάλλον», σκεφτόταν, «στο βάθος, εκεί ζει κανείς την αληθινή ζωή! Παρ᾿ όλες τις μικρές και γελοίες υπερβολές τής κυρίας Βερντυρέν, πόση ειλικρίνεια δεν έχει η αγάπη της για τη ζωγραφική και τη μουσική! Ίσως να μην ικανοποιώ πολλές πνευματικές μου ανάγκες στη συζήτηση, αλλά μού αρέσει ο Κοττάρ, μ᾿ όλο που κάνει ηλίθια καλαμπούρια. Κι όσο για το ζωγράφο, μπορεί να ᾿ναι δυσάρεστη η έπαρσή του, όταν θέλει να κάνει εντύπωση, είναι όμως ένας από τούς πιο έξυπνους ανθρώπους που έχω συναντήσει».
Καθώς κάποιο βράδυ αισθανόταν ανήσυχος επειδή η Οντέτ είχε κουβεντιάσει περισσότερο μ᾿ έναν καλεσμένο, και θυμωμένος μαζί της δεν ήθελε να πάρει την πρωτοβουλία να τη ρωτήσει αν θα ᾿φευγε μαζί του, η κυρία Βερντυρέν τού έφερνε τη γαλήνη και τη χαρά λέγοντας αυθόρμητα: «Οντέτ, θα επιστρέψετε με τον κύριο Σουάν, δεν είναι έτσι;». Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, αν η κυρία Βερντυρέν δήλωνε πως θα τούς καλούσε και τούς δυο να περάσουν το καλοκαίρι στο σπίτι της στην εξοχή, ο Σουάν, αφήνοντας χωρίς να το καταλαβαίνει την ευγνωμοσύνη και το συμφέρον να διεισδύουν στο μυαλό του, έφτανε στο σημείο να διακηρύσσει πως η κυρία Βερντυρέν ήταν μεγαλόψυχη.
Έτσι σίγουρα δεν υπήρχε σ᾿ όλο τον κύκλο των Βερντυρέν ένας πιστός που να τούς αγαπούσε ή που να νόμιζε πως τούς αγαπούσε τόσο, όσο ο Σουάν. Κι όμως όταν ο κύριος Βερντυρέν είχε πει πως δεν τού πολυάρεσε, δεν είχε εκφράσει μόνο τη δική του σκέψη, Αλλ᾿ είχε μαντέψει και τη σκέψη τής γυναίκας του. Ο Σουάν είχε αναμφίβολα για την Οντέτ μιάν αγάπη πολύ ιδιαίτερη κι είχε αμελήσει να κάνει την κυρία Βερντυρέν την έμπιστή του τής κάθε μέρας· η προοδευτική αποκάλυψη τής ξεχωριστής κοσμικής του θέσης, παρ όλες τις προφυλάξεις που ᾿χε λάβει για να τούς την κρύψει, όλα αυτά, συμβάλλανε σε μια εχθρική στάση απέναντι του. Είχαν πολύ νωρίς αισθανθεί πως ο Σουάν κρατούσε ένα χώρο κλειστό, απροσπέλαστο, όπου εξακολουθούσε να πιστεύει σιωπηλά, πως η Πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν δεν ήταν γελοία και τα αστεία τού Κοττάρ δεν ήταν διασκεδαστικά και τέλος, μ᾿ όλο που δεν τού έλειπε ποτέ η ευγένεια και δεν άφηνε να τον εξοργίζουν οι δογματισμοί τους, είχαν αισθανθεί πως ήταν αδύνατον να τού τούς επιβάλουν, να τον προσηλυτίσουν απόλυτα, αδυναμία που όμοια της δεν είχαν συναντήσει σε κανέναν. Θα τού είχαν συγχωρέσει να συχνάζει στους "πληκτικούς" αν είχε δεχτεί, για να δώσει το καλό παράδειγμα, να τούς απαρνηθεί μπροστά στους πιστούς. Είχαν όμως καταλάβει πως αυτή τη αποκήρυξη δε θα μπορούσαν να τού την αποσπάσουν.
Πόση διαφορά δεν υπήρχε ανάμεσα στον Σουάν και σ᾿ έναν καινούργιο που τούς είχε παρακαλέσει η Οντέτ να καλέσουν, μ᾿ όλο που τον είχε συναντήσει λίγες φορές, και που στο πρόσωπό του βάσιζαν πολλές ελπίδες, το κόμη ντέ Φορσβίλ! Έμαθαν πως ήταν γυναικάδελφος τού Σανιέτ, κι αυτό ξάφνιασε τούς πιστούς: ο γέρος αρχειοδίφης είχε τρόπους τόσο ταπεινούς, που θεωρούσαν πάντα πως ανήκε σε κοινωνική σειρά κατώτερη απ᾿ τη δική τους και δεν περίμεναν ποτέ να μάθουν πως ανήκε σ᾿ έναν κόσμο πλούσιο και σχετικά αριστοκρατικό. Χωρίς αμφιβολία ο Φορσβίλ ήταν χοντροκομμένα σνομπ, ενώ ο Σουάν δεν ήταν· χωρίς αμφιβολία κάθε άλλο παρά τοποθετούσε, όπως ο Σουάν, τον κύκλο των Βερντυρέν πάνω απ᾿ όλους τους άλλους. Δεν είχε όμως τη φυσική λεπτότητα που εμπόδιζε τον Σουάν να συμμετέχει στις κριτικές, τις ολοφάνερα ψεύτικες, που διηύθυνε η κυρία Βερντυρέν ενάντια σε πρόσωπα που ο ίδιος γνώριζε. Όσο για τα κενόδοξα και πρόστυχα λογύδρια που ξεστόμιζε καμιά φορά ο ζωγράφος και για τα κρύα αστεία τού Κοττάρ, ο Σουάν, που αγαπούσε και τούς δυο, έβρισκε τρόπο να τούς δικαιολογεί, αλλά δεν είχε την υποκρισία να τούς χειροκροτεί· αντίθετα το πνευματικό επίπεδο τού Φορσβίλ τού επέτρεπε να μένει κατάπληκτος από τα λογύδρια τού πρώτου και να γοητεύεται από τα αστεία τού άλλου. Κι ακριβώς το πρώτο δείπνο στο οποίο παραβρέθηκε ο Φορσβίλ στους Βερντυρέν άφησε να φανούν καθαρά οι διαφορές, επισήμανε τα προτερήματά του κι επιτάχυνε τη δυσμένεια προς τον Σουάν.
Στο δείπνο αυτό, εκτός από τούς ταχτικούς, είχαν καλέσει έναν καθηγητή τής Σορβόννης τον Μπρισώ [1], που αν τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα και οι επιστημονικές εργασίες δεν είχαν περιορίσει πολύ τις ελεύθερές του ώρες, θα ερχόταν πρόθυμα και πιο συχνά στο σπίτι τους. Γιατί είχε αυτή την υπερβολική προσήλωση στη ζωή, που σε συνδυασμό μ᾿ έναν ορισμένο σκεπτικισμό για τ᾿ αντικείμενα τής μελέτης του, δίνουν σε ορισμένους έξυπνους ανθρώπους από κάθε επάγγελμα, τη φήμη πως έχουν ένα πνεύμα ανοιχτό, αστραφτερό και ελεύθερο. Προσποιόταν στης κυρίας Βερντυρέν, πως γύρευε τούς παραλληλισμούς του όταν μιλούσε για φιλοσοφία και ιστορία, σ᾿ ό,τι πιο σύγχρονο στη ζωή και νόμιζε πως εγκατέλειπε τα χαρακτηριστικά τού πανεπιστημιακού δασκάλου καθώς γινόταν τολμηρός απέναντι σ᾿ αυτά τα θέματα, ενώ στην πραγματικότητα τού φαινόταν τολμηρός ο τρόπος του, επειδή δεν είχε πάψει ποτέ να είναι δάσκαλος.
Στην αρχή τού δείπνου, καθώς ο κύριος ντέ Φορσβίλ, καθισμένος δεξιά από την κυρία Βερντυρέν, που για τον "καινούργιο" είχε ντυθεί με ιδιαίτερη και πλούσια φροντίδα, τής είπε: «Είναι πρωτότυπη αυτή η λευκή σας τουαλέττα», ο γιατρός, που δεν είχε πάψει να τον παρακολουθεί, γιατί ήταν περίεργος να μάθει όπως έλεγε, πως είναι φτιαγμένος ένας "ντέ" και που γύρευε να προκαλέσει την προσοχή, έπιασε τη λέξη "λευκή" και χωρίς να σηκώσει τη μύτη του από το πιάτο είπε: «Λευκή; Λευκή τής Καστίλλης ;» ύστερα, χωρίς να κουνήσει το κεφάλι έρριξε δεξιά και αριστερά ματιές αβέβαιες και χαμογελαστές. Κι ενώ ο Σουάν, με τη μάταιη προσπάθεια να χαμογελάσει, άφησε να φανεί πως θεωρούσε το καλαμπούρι αυτό ηλίθιο, ο Φορσβίλ έδειξε πως είχε καλούς τρόπους, περιορίζοντας στα όρια ένα κέφι, που η ειλικρίνειά του είχε γοητέψει την κυρία Βερντυρέν.
—«Τί έχετε να πείτε για έναν τέτοιο επιστήμονα;» ρώτησε τον Φορσβίλ. «Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει σοβαρά μαζί του, ούτε για δυο λεπτά. Διηγείστε πολλά τέτοια αστεία στο Νοσοκομείο σας;» πρόσθεσε γυρνώντας προς τον γιατρό, «δε θα πρέπει τότε να ᾿ναι πολύ πληχτικά εκεί κάθε μέρα. Νομίζω πως θα πρέπει να ζητήσω να γίνω κι εγώ δεκτή».
— «Έχω την εντύπωση πως άκουσα το γιατρό να μιλά γι αυτή παλιοστρίγγλα τη Λευκή τής Καστίλλης [2], αν μού επιτρέπεται την τολμηρή αυτή έκφραση. Μήπως δεν είναι αλήθεια κυρία μου;» ρώτησε ο Μπρισώ την κυρία Βερντυρέν, που καθώς ξεκαρδιζόταν από τα γέλια, έρριξε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της απ᾿ όπου ξέφευγαν πνιγμένες κραυγές. «Προς θεού κυρία μου, δε θα ήθελα να ταράξω ευσεβείς ψυχές αν υπάρχουν γύρω από αυτό το τραπέζι. Αναγνωρίζω άλλωστε πως η δημοκρατία μας θα μπορούσε να τιμήσει στο πρόσωπο αυτής τής όλο σκοταδισμό Καπέτης, τον πρώτο διευθυντή αστυνομίας με πυγμή. "Το χρονικό τού Σαιν-Ντενί" , και δεν μπορούμε να αρνηθούμε το βάσιμο των πληροφοριών του, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Δεν μπορούσε να διαλέξει καλύτερη προστάτιδα ένα προλεταριάτο που επιζητούσε την αποκληρικοποίηση, απ᾿ τη μητέρα ενός αγίου τού Λουδοβίκου τού ένατου που άλλωστε τον πότισε χολή όπως λένε οι ιστοριογράφοι τής εποχής».
— «Ποιος είναι αυτό ο κύριος;» ρώτησε ο Φορσβίλ την κυρία Βερντυρέν, «φαίνεται πολύ καλό μυαλό».
— «Μα πως, δεν γνωρίζετε τον κύριο Μπρισώ ; Είναι διάσημος σ᾿ όλη την Ευρώπη».
— «Α είναι ο Μπρισώ» αναφώνησε ο Φορσβίλ, που δεν είχε ακούσει σωστά. «Καί δε μού το λέγατε;» πρόσθεσε κοιτάζοντας αυτή τη διασημότητα με γουρλωμένα μάτια. «Αλήθεια μάς προσκαλείτε με εκλεκτούς συνδαιτυμόνες. Δε πλήττει κανείς στο σπίτι σας».
— «Ω, ξέρετε, αυτό που υπάρχει κυρίως», είπε με μετριοφροσύνη η κυρία Βερντυρέν «είναι αυτό το αίσθημα εμπιστοσύνης που νιώθουν. Μιλούν για ό,τι θέλουν κι η συζήτηση ξεπετιέται σα μια σειρά από πυροτεχνήματα. Έτσι, απόψε ο Μπρισώ δε είναι τίποτα: τον έχω δει ξέρετε στο σπίτι μου, τόσο εκθαμβωτικό που έχεις τη διάθεση να τον προσκυνήσεις έ, λοιπόν! αλλού, είναι άλλος άνθρωπος, χάνει το πνεύμα του, γίνεται μάλιστα και πληχτικός ακόμα».
— «Τί περίεργο», είπε ο Φορσβίλ με θαυμασμό.
Το να κάνει κανείς πνεύμα όπως ο Μπρισώ, θα είχε θεωρηθεί καθαρή βλακεία στο στενό κύκλο όπου είχε περάσει τα νιάτα του ο Σουάν, παρ όλο που το πνεύμα αυτό δεν ήταν ασυμβίβαστο με πρόσωπα πραγματικά έξυπνα. Καί το μυαλό τού καθηγητή, γερό και με πολλές γνώσεις, θα το ζήλευαν πολλοί άνθρωποι τού καλού κόσμου που ο Σουάν θεωρούσε πνευματώδεις. Αυτοί όμως είχαν τελικά κατορθώσει να τού επιβάλλουν σε τέτοιο βαθμό τις προτιμήσεις και τις αντιπάθειές τους, ώστε δεν μπορούσε παρά να θεωρεί τ᾿ αστεία τού Μπρισώ σχολαστικά και εξυπνακίστικα. Τον ενοχλούσε ακόμα, στις συνήθειες των καλών του τρόπων, ο σκληρός και στρατιωτικός τόνος που έπαιρνε, όταν μιλούσε στον καθένα ο ενθουσιώδης πανεπιστημιακός δάσκαλος. Ίσως τέλος, ο Σουάν, να ᾿χε χάσει εκείνο το βράδυ, κάτι από την ανεκτικότητά του καθώς έβλεπε τις ευγένειες τής κυρία Βερντυρέν απέναντι στο Φορσβίλ, που η Οντέτ είχε την παράξενη ιδέα να φέρει μαζί της. Βρισκόταν κι η ίδια σε κάπως δύσκολη θέση απέναντι στον Σουάν και τον είχε ρωτήσει φτάνοντας:
— «Πως βρίσκετε τον καλεσμένο μου;»
Κι εκείνος, διαπιστώνοντας για πρώτη φορά πως ο Φορσβίλ, τον οποίο γνώριζε από καιρό, μπορούσε ν᾿ αρέσει σε μια γυναίκα κι ήταν αρκετά ωραίος άντρας, είχε απαντήσει: «απαίσιος». Κι όταν ο Μπρισώ, που είχε αρχίσει να διηγείται την ιστορία τής μητέρας [3] τής Λευκής τής Καστίλλης, που «είχε ζήσει χρόνια με τον Ερρίκο Πλανταγενέτο [4] πριν να τον παντρευτεί», θέλησε να προκαλέσει τον Σουάν και να τού ζητήσει να επιδοκιμάσει λέγοντάς του «Δεν είναι έτσι κύριε Σουάν;», με τον τόνο που παίρνουν όσοι θέλουν να κατέβουν στο επίπεδο ενός χωριάτη ή να δώσουν θάρρος σ᾿ ένα φαντάρο, ο Σουάν έκοψε την εντύπωση που ήθελε να δημιουργήσει ο Μπρισώ, προκαλώντας το μένος τής οικοδέσποινας, καθώς απάντησε ζητώντας να τον συγχωρέσουν που τον ενδιέφερε τόσο λίγο η Λευκή τής Καστίλλης. Αλλ᾿ είχε κάτι να ρωτήσει το ζωγράφο. Καί πραγματικά, επειδή αυτός είχε επισκεφτεί το απόγευμα την έκθεση ενός ζωγράφου, φίλου τού Βερντυρέν, που είχε πεθάνει πρόσφατα, ο Σουάν ήθελε να μάθει από τον ίδιο, γιατί εκτιμούσε το γούστο του, αν πραγματικά είχαν τα τελευταία του έργα κάτι περισσότερο από την επιδεξιότητα που προκαλούσε κιόλας κατάπληξη στα προηγούμενα.
Αλλά ο ζωγράφος, αντί ν᾿ απαντήσει μ᾿ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στον Σουάν (πράγμα που θα είχε κάνει αν ήταν μόνος μαζί του), προτίμησε να προκαλέσει τον θαυμασμό των άλλων παίζοντας ένα διασκεδαστικό "νούμερο" για τη δεξιοτεχνία τού νεκρού ζωγράφου.
— «Πλησίασα», είπε, «για να δω πως ήταν φτιαγμένα τα έργα του, έβαλα τη μύτη μου πάνω στο μουσαμά. Α! Μπα! ήταν αδύνατο να πεις αν ήταν φτιαγμένα με κόλλα, με μπρούντζο χυτό, μα σαπούνι, με πετράδια τορνευτά, με κακά! Θα ᾿λεγες πως είναι φτιαγμένα με το τίποτα, είναι αδύνατον να βρεις το μυστικό, όπως στην "Περιπολία" και στις "Διευθύντριες", και η ματιέρα του είναι πιο καταπληχτική κι απ᾿ τού Ρέμπραντ [5] και τού Χάλς [6]. Όλα υπάρχουν εκεί, αλήθεια σάς ορκίζομαι.»
Καί σαν τούς τραγουδιστές, που αφού φτάνουν στην πιο ψιλή νότα, συνεχίζουν με πιο περιορισμένη ένταση: «Μοσχοβολά, σε ζαλίζει, σού κόβει την ανάσα κι είναι αδύνατο να βρεις την άκρη, να βρεις από τι είναι φτιαγμένο, είναι μαγεία, είναι κατεργαριά, είναι ανέντιμο! Κι έχει τόση ειλικρίνεια»
Εκτός από τη στιγμή που είχε πει: «Πιο καταπληχτικό κι απ᾿ την "Περιπολία"», βλάσφημο χαραχτηρισμό που ᾿χε προκαλέσει τη διαμαρτυρία τής κυρίας Βερντυρέν, που θεωρούσε την "Περιπολία" το πιο σημαντικό αριστούργημα στον κόσμο, μαζί με την "Ενάτη" και τη "Νίκη τής Σαμοθράκης" [7], και τη στιγμή που είχε πει: «φτιαγμένα με κακά», πράγμα που έκανε τον Φορσβίλ να ρίξει μια κυκλική ματιά στο τραπέζι, για να διαπιστώσει αν η φράση προκαλούσε αντιδράσεις, όλοι οι συνδαιτυμόνες, εκτός από τον Σουάν, κοίταζαν το ζωγράφο με θαυμασμό.
— «Πόσο με διασκεδάζει όταν ξεσπά έτσι», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, ενθουσιασμένη που το τραπέζι της παρουσίαζε τόσο ενδιαφέρον, τη μέρα που ο κύριος ντέ Φορσβίλ ερχόταν για πρώτη φορά. «Κι εσύ τι έχεις και μένεις με το στόμα ανοιχτό σα χάχας;» είπε στον άντρα της.
— «Κι όμως το ξέρεις πως μιλά ωραία· θα ᾿ λεγε κανείς πως είναι η πρώτη φορά που τον ακούς. Αν τον είχατε προσέξει την ώρα που μιλούσατε κυριολεχτικά σάς ρουφούσε. Κι αύριο θα μάς πει απ᾿ έξω ό,τι είπατε χωρίς να φάει ούτε λέξη».
— «Μα όχι δεν είναι ψέμματα» είπε ο ζωγράφος μαγεμένος απ᾿ την επιτυχία του, «νομίζετε πως κάνω αστεία θα σάς πάω να τα δείτε μόνοι σας, να μού πείτε αν υπερβάλλω. Βάζω στοίχημα πως θα γυρίσετε πιο ενθουσιασμένοι από μένα».
— «Όχι, δε νομίζουμε πως υπερβάλλετε, θέλουμε μόνο να φάτε και να φάει κι ο άντρας μου. Δε βιαζόμαστε τόσο, μη σερβίρετε σα να σάς κυνηγούν, περιμένετε λίγο πριν δώσετε τη σαλάτα».
Η κυρία Κοττάρ, που ήταν μετριόφρων και μιλούσε λίγο, ήξερε ωστόσο να μη χάνει τη σιγουριά της, όταν μια ευχάριστη έμπνευση τής επέτρεπε ν᾿ ανακαλύπτει μια λέξη που μπορούσε να κάνει εντύπωση. Γι αυτό δεν άφησε να τής ξεφύγει η λέξη σαλάτα, που μόλις είχε προφέρει η κυρία Βερντυρέν.
— «Μήπως είναι γιαπωνέζικη σαλάτα;», είπε χαμηλόφωνα γυρίζοντας προς την Οντέτ.
Κι ενθουσιασμένη, αλλά και σαν χαμένη απ᾿ τον επίκαιρο συσχετισμό και την τόλμη της, γιατί μπόρεσε να κάνει μια διακριτική, αλλά σαφέστατη αναφορά στο καινούργιο και πολυθρύλητο έργο τού Δουμά, "Φρανσιγιόν"* , ξέσπασε σ᾿ ένα χαριτωμένο γέλιο.
— «Όχι, δεν είναι», απάντησε η κυρία Βερντυρέν, «αλλά θα σάς ετοιμάσουμε, αν έρθετε όλοι να δειπνήσετε την Παρασκευή».—«Θα σάς φανώ επαρχιώτισσα, κύριε Σουάν», τού είπε η κυρία Κοττάρ, «αλλά δεν είδα ακόμα αυτή την περίφημη Φρανσιγιόν [8] για την οποία μιλά όλος ο κόσμος. Είμαι βέβαιη πως θα τη δω, αργά ή γρήγορα και πως θα μπορέσω να σχηματίσω γνώμη. Πρέπει ωστόσο να ομολογήσω πως αισθάνομαι κουτή, γιατί σ᾿ όλα τα σαλόνια, δε μιλάνε παρά μόνο γι αυτή τη δυστυχισμένη σαλάτα. Αρχίζει μάλιστα να γίνεται κουραστική», πρόσθεσε βλέποντας πως ο Σουάν δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται όσο εκείνη θα ᾿θελε, για ένα θέμα τόσο επίκαιρο. «Πρέπει να ομολογήσουμε όμως πως γίνεται συχνά αφορμή, για αρκετά διασκεδαστικές ιδέες. Να έχω μια φίλη πολύ πρωτότυπη, που διατείνεται πως έβαλε να ετοιμάσουν στο σπίτι της αυτή τη γιαπωνέζικη σαλάτα, χρησιμοποιώντας όλα όσα λέει ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός, στο έργο του. Μάς τα διηγήθηκε αργότερα φαίνεται πως η σαλάτα ήταν απαίσια, μάς έκανε να γελάσουμε μέχρι δακρύων. Αλλά, ξέρετε, σημασία έχει πως θα διηγηθείς μια τέτοια ιστορία», είπε βλέποντας πως ο Σουάν δε είχε χάσει το σοβαρό του ύφος.
Καί υποθέτοντας πως ήταν ίσως επειδή δεν τού άρεσε η Φρανσιγιόν:
— «Άλλωστε φοβάμαι πως θα με απογοητεύσει. Δεν πιστεύω πως μπορεί να ᾿ναι καλύτερο απ᾿ το Σέργιο Πανίν, τη λατρεία τής κυρίας ντέ Κρεσύ. Αυτά είναι τουλάχιστον θέματα που έχουν βάθος και σε κάνουν να σκέφτεσαι· να δίνεις όμως συνταγή σαλάτας απ᾿ τη σκηνή τού Τεάτρ Φρανσαί! Ενώ, αντίθετα ο "Σέργιος Πανίν" [9]! Άλλωστε, όπως κάθε έργο που βγαίνει απ᾿ την πέννα τού Γεωργίου Ονέ, είναι τόσο καλογραμμένο... Δεν ξέρω αν γνωρίζετε τον "Αρχισιδηρουργό", που προτιμώ ακόμα και απ᾿ το Σέργιο Πανίν».
— «Με συγχωρείτε», τής είπε ο Σουάν ειρωνικά, «αλλά ομολογώ πως η έλλειψη θαυμασμού μου είναι περίπου όμοια και για τα δύο αυτά αριστουργήματα».
— «Αλήθεια; Τί τούς προσάπτετε; Έχετε μήπως καμιά προκατάληψη; Μήπως βρίσκετε πως είναι λίγο λυπητερά; Άλλωστε, το λέω πάντα, δεν πρέπει ποτέ κανένας να συζητά για μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Ο καθένας τα βλέπει με το δικό του τρόπο».
Όσο μιλούσε η κυρία Κοττάρ για τη Φρανσιγιόν ο Φορσβίλ είχε εκφράσει στην κυρία Βερντυρέν το θαυμασμό του για αυτό που ονόμασε το μικρό "λέγειν" τού ζωγράφου.
— «Ο κύριος έχει μιάν ευχέρεια λόγου, μια μνήμη που σπάνια έχω ξανασυναντήσει!», είχε πει στην κυρία Βερντυρέν, όταν ο ζωγράφος τελείωσε. «Μπορούμε να πούμε πως μαζί με το Μπρισώ έχετε δυο ονόματα ισάξια, δεν ξέρω μάλιστα αν στην ευφράδεια ο ζωγράφος δε κάνει "ματ" στον καθηγητή. Μ᾿ όλο που χρησιμοποίησε μερικές λέξεις κάπως ρεαλιστικές, σπάνια είδα άνθρωπο με τέτοια δεξιοτεχνία στο "λέγειν" όπως λέγαμε στο στρατό, όπου όμως είχαμε έναν συνάδελφο, που ακριβώς ο κύριος μού τον θυμίζει κάπως. Με αφορμή το κάθε τι, μπορούσε να φλυαρεί με τις ώρες. Άλλωστε ο Σουάν ήταν στο ίδιο σύνταγμα μπορεί να τον γνώρισε».
— «Βλέπεστε συχνά με τον κύριο Σουάν;» ρώτησε η κυρία Βερντυρέν τον Φορσβίλ.
— «Μπα όχι», απάντησε ο Φορσβίλ, «Δεν είναι έτσι, Σουάν; Κι άλλωστε, πως να καταφέρει κανείς να τον βλέπει; Ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται συνεχώς στους Λά Τρεμόιγ, στους Λωμ, σ᾿ όλους αυτούς!»... Αλλά και μόνο τ᾿ όνομα προσώπων που δε γνώριζαν γινόταν δεκτό από τούς Βερντυρέν με μια σιωπή αποδοκιμασίας. Ο κύριος Βερντυρέν, που φοβόταν τη δυσάρεστη εντύπωση που αυτά τα ονόματα "πληχτικών", θα είχαν προκαλέσει στη γυναίκα του, τής έρριξε μια γρήγορη ματιά γεμάτη ανήσυχη φροντίδα. Είδε τότε, πως αποφασισμένη να μη λάβει υπόψη της, να μη θιχτεί από την είδηση που μόλις τής είχαν ανακοινώσει, να μη μείνει μόνο βουβή αλλά και κουφή, η κυρία Βερντυρέν, για να μη δώσει με τη σιωπή της την εντύπωση κάποιας παραδοχής, αλλά αντίθετα την εντύπωση τής αναίσθητης σιωπής των άψυχων πραγμάτων, είχε ξαφνικά απογυμνώσει το πρόσωπό της από κάθε ζωή, από κάθε κινητικότητα· το φουσκωτό μέτωπό της δεν ήταν πια παρά μια ωραία σπουδή γλυπτού, όπου το όνομα αυτών των Λά Τρεμόιγ, με τούς οποίους έμπλεκε ο Σουάν, δεν μπορούσε να εισχωρήσει. Το πρὀσωπό της ήταν σαν από κερί χυμένο, σα μια μάσκα γύψινη, σα μια μακέτα για μνημείο, μια προτομή στο Μέγαρο Βιομηχανίας, μπροστά στην οποία θα σταματούσε σίγουρα το κοινό για να θαυμάσει, πως ο γλύπτης, εκφράζοντας την απαράγραπτη αξιοπρέπεια των Βερντυρέν απέναντι στην αξιοπρέπεια των Λά Τρεμόιγ και των Λωμ, είχε κατορθώσει να δώσει ένα μεγαλείο σχεδόν παπικό στη λευκότητα και στην σκληρότητα τής πέτρας. Τελικά το μάρμαρο ζωντάνεψε κι άφησε ν᾿ ακουστεί πως θα ᾿πρεπε να νιώθει σιχασιά όποιος πηγαίνει σ᾿ αυτούς τούς ανθρώπους, αφού η κυρία είναι πάντα μεθυσμένη κι ο άντρας της αμόρφωτος.
— «Ακόμα και αν με πλήρωναν ακριβά, δε θ᾿ άφηνα να μπουν αυτοί στο σπίτι μου», συμπέρανε η κυρία Βερντυρέν, κοιτάζοντας τον Σουάν με ύφος επιτακτικό.
Δεν πίστευε βέβαια πως η υποταγή του θα ᾿φτανε ως το σημείο να μιμηθεί την αγαθότατη αφέλεια τής θείας τού πιανίστα, που μόλις είχε αναφωνήσει:
— «Τί να πει κανείς; Αυτό που μού προκαλεί κατάπληξη είναι πως βρίσκουν ακόμα πρόσωπα που δέχονται να συζητούν μαζί τους! Εγώ θα φοβόμουνα: την παθαίνει κανείς τόσο εύκολα!»
Ας απαντούσε τουλάχιστον όπως ο Φορσβίλ: «Στο κάτω-κάτω είναι Δούκισσα! Υπάρχουν άνθρωποι που εντυπωσιάζονται από κάτι τέτοια», παρατήρηση που επέτρεψε τουλάχιστον στην κυρία Βερντυρέν ν᾿ απαντήσει: «Σε καλό τους!» Αντί γι αυτό ο Σουάν περιορίστηκε να γελάσει μ᾿ ένα ύφος που άφηνε να εννοηθεί πως δεν μπορούσε καν να πάρει στα σοβαρά μια τέτοια ανοησία. Ο κύριος Βερντυρέν, ενώ εξακολουθούσε να ρίχνει γρήγορες ματιές στη γυναίκα του, έβλεπε με λύπη και καταλάβαινε πολύ καλά, πως την κατείχε ο θυμός ενός μεγάλου ιεροεξεταστή, που δεν κατορθώνει να ξεριζώσει την αίρεση και για να προσπαθήσει να οδηγήσει τον Σουάν σε κάποια αναίρεση, αφού το θάρρος τής γνώμης συνδιαμορφώνεται από υπολογισμό και δειλία έναντι αυτών που έχει σαν στόχο, ο κύριος Βερντυρέν τον προκάλεσε:
— «Πέστε μας λοιπόν ειλικρινά τη σκέψη σας, δεν θα πάμε να τούς την επαναλάβουμε».
Σ᾿ αυτό απάντησε ο Σουάν:
— «Μα δεν είναι καθόλου από φόβο τής δούκισσας, αν μιλάτε για τούς Τρεμόιγ. Σας βεβαιώ πως σ᾿ όλο τον κόσμο αρέσει να πηγαίνει στο σπίτι της. Δε θέλω να πω πως είναι "βαθυστόχαστη" αλλά ειλικρινά, είναι έξυπνη κι ο άντρας της πραγματικά μορφωμένος. Είναι άνθρωποι χαριτωμένοι».
Κι επειδή η κυρία Βερντυρέν καταλάβαινε πως αυτός ο άπιστος θα την εμπόδιζε να πραγματοποιήσει την ψυχική ενότητα τού μικρού πυρήνα, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το θυμό της απέναντι σ᾿ αυτόν τον πεισματάρη, που δεν έβλεπε πόσο τα λόγια του την έκαναν να υποφέρει, και τού φώναξε μ᾿ όλη της την καρδιά:
— «Δικαίωμά σας να τούς βρίσκετε χαριτωμένους, αλλά τουλάχιστον μην το λέτε».
— «Όλα είναι συνάρτηση τού τι εννοείτε εξυπνάδα», είπε ο Φορσβίλ, που γύρευε να λάμψει με τη σειρά του. «Πέστε μας Σουάν, τι εννοείτε εσείς εξυπνάδα;»
— «Να, αναφώνησε η Οντέτ, να τα μεγάλα θέματα για τα οποία τού ζητώ να μού μιλήσει, αλλά ποτέ δε θέλει».
— «Μα πως... διαμαρτυρήθηκε ο Σουάν».
— «Αυτά να τα λέτε αλλού» είπε η Οντέτ.
Μετά το δείπνο, ο Φορσβίλ πήγε μόνος να συναντήσει το γιατρό.
— «Πρέπει να ᾿ταν όμορφη στα νιάτα της η κυρία Βερντυρέν. Βέβαια αρχίζει να γερνά. Όσο για την κυρία Κρεσύ, να ένα θηλυκό που έχει έξυπνο ύφος, διάβολε! Βλέπει κανείς αμέσως πως η γυναίκα αυτή είναι ανοιχτομάτα! Μιλάμε για την κυρία Κρεσύ», είπε στον κύριο Βερντυρέν που πλησίαζε με την πίπα στο στόμα.
— «Ο κύριος ντέ Φορσβίλ βρίσκει την Οντέτ χαριτωμένη», είπε ο κύριος Βερντυρέν στη γυναίκα του.
— «Μα ακριβώς θα ᾿θελε κάποια μέρα να δειπνήσει μαζί σας», είπε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ», θα το ρυθμίσουμε αυτό, αλλά δεν θα πρέπει να το μάθει ο Σουάν. Ξέρετε γίνεται λίγο ενοχλητικός». «Ε, εσείς δε θα δουλέψετε και λίγο απόψε», φώναξε στο νεαρό πιανίστα για να δείξει, σ᾿ έναν αξιόλογο νεοφερμένο σαν τον Φορσβίλ, όχι μόνο το πνεύμα της, αλλά και την τυραννική εξουσία πάνω στους πιστούς.
— «Θα παίξω τη φράση τής σονάτας για τον κύριο Σουάν;» είπε ο πιανίστας.
Κάτω από το ανήσυχο τρέμολο τού βιολιού που την προστάτευε με το όλο δόνηση κράτημά του δυο οκτάβες ψηλότερα, η μικρή φράση εμφανίστηκε μακρινή, χαριτωμένη. Κι ο Σουάν, μέσα στην καρδιά του τής μίλησε, θαρρείς και μιλούσε σ᾿ ένα πρόσωπο έμπιστο τού έρωτά του, σε μια φίλη τής Οντέτ, που θα ᾿πρεπε να τής πει να μη δίνει σημασία σ᾿ αυτόν τον Φορσβίλ.
— «Α, έρχεστε αργά», είπε η κυρία Βερντυρέν σ᾿ ένα πιστό που τον είχε προσκαλέσει μόνο για καφέ, «είχαμε "έναν" Μπρισώ ασύγκριτο, με μιάν ευφράδεια! Μα έφυγε κιόλας. Δεν είναι έτσι κύριε Σουάν; Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που συναντηθήκατε», πρόσθεσε για να τον αναγκάσει να παραδεχτεί πως τής χρωστούσε αυτή τη γνωριμία. «Δεν ήταν πραγματικά γλυκύτατος ο Μπρισώ μας;»
Ο Σουάν υποκλίθηκε ευγενικά.
— «Πως; Δε βρήκατε πως είχε ενδιαφέρον;» Τον ρώτησε ξανά η κυρία Βερντυρέν.
— «Μα βέβαια κυρία μου, πολύ, χάρηκα πολύ. Είναι ίσως λίγο απόλυτος και κάπως διαχυτικός για το γούστο μου. Θα θελα να ᾿χε κάποιες αμφιβολίες και κάποια απαλότητα, αλλά αισθάνεται κανείς πως ξέρει πολλά πράγματα και φαίνεται πολύ καλός άνθρωπος».
Όλοι οι καλεσμένοι έφυγαν πολύ αργά. Ο Φορσβίλ πρότεινε στο ζωγράφο να επιστρέψουν μαζί.
Με λύπη τον είδε η Οντέτ ν᾿ απομακρύνεται· δεν τόλμησε να μην επιστρέψει με τον Σουάν, ήταν όμως κακόκεφη στη διάρκεια τής διαδρομής, κι όταν τη ρώτησε αν θα ᾿πρεπε να μπει στο σπίτι της, τού είπε: «Φυσικά», σηκώνοντας τούς ώμους της ανυπόμονα. Όταν είχαν πια φύγει όλοι οι καλεσμένοι, η κυρία Βερντυρέν είπε στον άνδρα της «Θα σού πω ξεκάθαρα πως ο Σουάν μού φάνηκε υπερβολικά κουτός».
Κι ο κύριος Βερντυρέν τής απάντησε: «Δεν είναι ντόμπρος, είναι ένας κύριος ύπουλος, που φροντίζει να τα ᾿χει πάντα καλά με όλους. Τί διαφορά με τον Φορσβίλ! Να τουλάχιστον κάποιος που μάς λέει καθαρά τι σκέφτεται. Καί τότε σ᾿ αρέσει ή δε σ᾿ αρέσει. Δεν είναι σαν τον άλλο που δε στέκει ποτέ ξεκάθαρα στο άσπρο ή το μαύρο. Άλλωστε η Οντέτ δίνει την εντύπωση πως προτιμά τον Φορσβίλ και βρίσκω πως δεν έχει άδικο. Καί στο κάτω-κάτω, αν ο Σουάν θέλει να μάς παραστήσει τον κύριο τού καλού κόσμου, που υπερασπίζεται τις δούκισσες, ας μην ξεχνάμε πως ο άλλος έχει τουλάχιστον τον τίτλο του· είναι πάντα κόμης ντέ Φορσβίλ», πρόσθεσε με ύφος αβρό, λες και γνωρίζοντας την ιστορία αυτής τής κομητείας, ζύγιζε με ακρίβεια την ιδιαίτερη αξία της.
— «Καί θα προσθέσω», είπε η κυρία Βερντυρέν, «πως θεώρησε να πετάξει εναντίον τού Μπρισώ μερικούς υπαινιγμούς αρκετά γελοίους. Φυσικά, καθώς διεπίστωσε πως όλοι εδώ αγαπούν τον Μπρισώ, ήταν και αυτός ένας τρόπος να μάς θίξει, να κακολογήσει το δείπνο μας. Είναι ο καλός φιλαράκος που θα σε κακοφημίσει μόλις βγει από το σπίτι σου».
— «Μα σού το χω πει», απάντησε ο Βερντυρέν, «είναι ο αποτυχημένος, που φθονεί κάθε τι που είναι μεγάλο».
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πιστός λιγότερο κακόβουλος από τον Σουάν· Όλοι όμως φρόντιζαν να καρυκεύουν τις κακογλωσσιές τους μ᾿ ένα γνωστό αστείο, μ᾿ ένα κάποιο τόνο εγκαρδιότητας· αντίθετα και την πιο παραμικρή επιφύλαξη που τολμούσε να εκφράσει ο Σουάν, τη θεωρούσαν ύπουλη. Υπάρχουν πρωτότυποι συγγραφείς που και το παραμικρό τους τόλμημα εξοργίζει, γιατί δεν δέχτηκαν πρώτα ν᾿ ανταποκριθούν στα γούστα τού κοινού και γιατί δεν δέχτηκαν να τού προσφέρον τις κοινοτυπίες που ᾿χε συνηθίσει· με τον ίδιο τρόπο ο Σουάν προκαλούσε την αγανάκτηση τού κυρίου Βερντυρέν..
Ο Σουάν αγνοούσε ακόμα τη δυσμένεια που τον απειλούσε στους Βερντυρέν κι εξακολουθούσε να ωραιοποιεί τις γελοιότητες τους, μες από το πρίσμα τού έρωτα.
Καθώς κάποιο βράδυ αισθανόταν ανήσυχος επειδή η Οντέτ είχε κουβεντιάσει περισσότερο μ᾿ έναν καλεσμένο, και θυμωμένος μαζί της δεν ήθελε να πάρει την πρωτοβουλία να τη ρωτήσει αν θα ᾿φευγε μαζί του, η κυρία Βερντυρέν τού έφερνε τη γαλήνη και τη χαρά λέγοντας αυθόρμητα: «Οντέτ, θα επιστρέψετε με τον κύριο Σουάν, δεν είναι έτσι;». Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, αν η κυρία Βερντυρέν δήλωνε πως θα τούς καλούσε και τούς δυο να περάσουν το καλοκαίρι στο σπίτι της στην εξοχή, ο Σουάν, αφήνοντας χωρίς να το καταλαβαίνει την ευγνωμοσύνη και το συμφέρον να διεισδύουν στο μυαλό του, έφτανε στο σημείο να διακηρύσσει πως η κυρία Βερντυρέν ήταν μεγαλόψυχη.
Έτσι σίγουρα δεν υπήρχε σ᾿ όλο τον κύκλο των Βερντυρέν ένας πιστός που να τούς αγαπούσε ή που να νόμιζε πως τούς αγαπούσε τόσο, όσο ο Σουάν. Κι όμως όταν ο κύριος Βερντυρέν είχε πει πως δεν τού πολυάρεσε, δεν είχε εκφράσει μόνο τη δική του σκέψη, Αλλ᾿ είχε μαντέψει και τη σκέψη τής γυναίκας του. Ο Σουάν είχε αναμφίβολα για την Οντέτ μιάν αγάπη πολύ ιδιαίτερη κι είχε αμελήσει να κάνει την κυρία Βερντυρέν την έμπιστή του τής κάθε μέρας· η προοδευτική αποκάλυψη τής ξεχωριστής κοσμικής του θέσης, παρ όλες τις προφυλάξεις που ᾿χε λάβει για να τούς την κρύψει, όλα αυτά, συμβάλλανε σε μια εχθρική στάση απέναντι του. Είχαν πολύ νωρίς αισθανθεί πως ο Σουάν κρατούσε ένα χώρο κλειστό, απροσπέλαστο, όπου εξακολουθούσε να πιστεύει σιωπηλά, πως η Πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν δεν ήταν γελοία και τα αστεία τού Κοττάρ δεν ήταν διασκεδαστικά και τέλος, μ᾿ όλο που δεν τού έλειπε ποτέ η ευγένεια και δεν άφηνε να τον εξοργίζουν οι δογματισμοί τους, είχαν αισθανθεί πως ήταν αδύνατον να τού τούς επιβάλουν, να τον προσηλυτίσουν απόλυτα, αδυναμία που όμοια της δεν είχαν συναντήσει σε κανέναν. Θα τού είχαν συγχωρέσει να συχνάζει στους "πληκτικούς" αν είχε δεχτεί, για να δώσει το καλό παράδειγμα, να τούς απαρνηθεί μπροστά στους πιστούς. Είχαν όμως καταλάβει πως αυτή τη αποκήρυξη δε θα μπορούσαν να τού την αποσπάσουν.
Πόση διαφορά δεν υπήρχε ανάμεσα στον Σουάν και σ᾿ έναν καινούργιο που τούς είχε παρακαλέσει η Οντέτ να καλέσουν, μ᾿ όλο που τον είχε συναντήσει λίγες φορές, και που στο πρόσωπό του βάσιζαν πολλές ελπίδες, το κόμη ντέ Φορσβίλ! Έμαθαν πως ήταν γυναικάδελφος τού Σανιέτ, κι αυτό ξάφνιασε τούς πιστούς: ο γέρος αρχειοδίφης είχε τρόπους τόσο ταπεινούς, που θεωρούσαν πάντα πως ανήκε σε κοινωνική σειρά κατώτερη απ᾿ τη δική τους και δεν περίμεναν ποτέ να μάθουν πως ανήκε σ᾿ έναν κόσμο πλούσιο και σχετικά αριστοκρατικό. Χωρίς αμφιβολία ο Φορσβίλ ήταν χοντροκομμένα σνομπ, ενώ ο Σουάν δεν ήταν· χωρίς αμφιβολία κάθε άλλο παρά τοποθετούσε, όπως ο Σουάν, τον κύκλο των Βερντυρέν πάνω απ᾿ όλους τους άλλους. Δεν είχε όμως τη φυσική λεπτότητα που εμπόδιζε τον Σουάν να συμμετέχει στις κριτικές, τις ολοφάνερα ψεύτικες, που διηύθυνε η κυρία Βερντυρέν ενάντια σε πρόσωπα που ο ίδιος γνώριζε. Όσο για τα κενόδοξα και πρόστυχα λογύδρια που ξεστόμιζε καμιά φορά ο ζωγράφος και για τα κρύα αστεία τού Κοττάρ, ο Σουάν, που αγαπούσε και τούς δυο, έβρισκε τρόπο να τούς δικαιολογεί, αλλά δεν είχε την υποκρισία να τούς χειροκροτεί· αντίθετα το πνευματικό επίπεδο τού Φορσβίλ τού επέτρεπε να μένει κατάπληκτος από τα λογύδρια τού πρώτου και να γοητεύεται από τα αστεία τού άλλου. Κι ακριβώς το πρώτο δείπνο στο οποίο παραβρέθηκε ο Φορσβίλ στους Βερντυρέν άφησε να φανούν καθαρά οι διαφορές, επισήμανε τα προτερήματά του κι επιτάχυνε τη δυσμένεια προς τον Σουάν.
Στο δείπνο αυτό, εκτός από τούς ταχτικούς, είχαν καλέσει έναν καθηγητή τής Σορβόννης τον Μπρισώ [1], που αν τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα και οι επιστημονικές εργασίες δεν είχαν περιορίσει πολύ τις ελεύθερές του ώρες, θα ερχόταν πρόθυμα και πιο συχνά στο σπίτι τους. Γιατί είχε αυτή την υπερβολική προσήλωση στη ζωή, που σε συνδυασμό μ᾿ έναν ορισμένο σκεπτικισμό για τ᾿ αντικείμενα τής μελέτης του, δίνουν σε ορισμένους έξυπνους ανθρώπους από κάθε επάγγελμα, τη φήμη πως έχουν ένα πνεύμα ανοιχτό, αστραφτερό και ελεύθερο. Προσποιόταν στης κυρίας Βερντυρέν, πως γύρευε τούς παραλληλισμούς του όταν μιλούσε για φιλοσοφία και ιστορία, σ᾿ ό,τι πιο σύγχρονο στη ζωή και νόμιζε πως εγκατέλειπε τα χαρακτηριστικά τού πανεπιστημιακού δασκάλου καθώς γινόταν τολμηρός απέναντι σ᾿ αυτά τα θέματα, ενώ στην πραγματικότητα τού φαινόταν τολμηρός ο τρόπος του, επειδή δεν είχε πάψει ποτέ να είναι δάσκαλος.
Στην αρχή τού δείπνου, καθώς ο κύριος ντέ Φορσβίλ, καθισμένος δεξιά από την κυρία Βερντυρέν, που για τον "καινούργιο" είχε ντυθεί με ιδιαίτερη και πλούσια φροντίδα, τής είπε: «Είναι πρωτότυπη αυτή η λευκή σας τουαλέττα», ο γιατρός, που δεν είχε πάψει να τον παρακολουθεί, γιατί ήταν περίεργος να μάθει όπως έλεγε, πως είναι φτιαγμένος ένας "ντέ" και που γύρευε να προκαλέσει την προσοχή, έπιασε τη λέξη "λευκή" και χωρίς να σηκώσει τη μύτη του από το πιάτο είπε: «Λευκή; Λευκή τής Καστίλλης ;» ύστερα, χωρίς να κουνήσει το κεφάλι έρριξε δεξιά και αριστερά ματιές αβέβαιες και χαμογελαστές. Κι ενώ ο Σουάν, με τη μάταιη προσπάθεια να χαμογελάσει, άφησε να φανεί πως θεωρούσε το καλαμπούρι αυτό ηλίθιο, ο Φορσβίλ έδειξε πως είχε καλούς τρόπους, περιορίζοντας στα όρια ένα κέφι, που η ειλικρίνειά του είχε γοητέψει την κυρία Βερντυρέν.
—«Τί έχετε να πείτε για έναν τέτοιο επιστήμονα;» ρώτησε τον Φορσβίλ. «Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει σοβαρά μαζί του, ούτε για δυο λεπτά. Διηγείστε πολλά τέτοια αστεία στο Νοσοκομείο σας;» πρόσθεσε γυρνώντας προς τον γιατρό, «δε θα πρέπει τότε να ᾿ναι πολύ πληχτικά εκεί κάθε μέρα. Νομίζω πως θα πρέπει να ζητήσω να γίνω κι εγώ δεκτή».
— «Έχω την εντύπωση πως άκουσα το γιατρό να μιλά γι αυτή παλιοστρίγγλα τη Λευκή τής Καστίλλης [2], αν μού επιτρέπεται την τολμηρή αυτή έκφραση. Μήπως δεν είναι αλήθεια κυρία μου;» ρώτησε ο Μπρισώ την κυρία Βερντυρέν, που καθώς ξεκαρδιζόταν από τα γέλια, έρριξε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της απ᾿ όπου ξέφευγαν πνιγμένες κραυγές. «Προς θεού κυρία μου, δε θα ήθελα να ταράξω ευσεβείς ψυχές αν υπάρχουν γύρω από αυτό το τραπέζι. Αναγνωρίζω άλλωστε πως η δημοκρατία μας θα μπορούσε να τιμήσει στο πρόσωπο αυτής τής όλο σκοταδισμό Καπέτης, τον πρώτο διευθυντή αστυνομίας με πυγμή. "Το χρονικό τού Σαιν-Ντενί" , και δεν μπορούμε να αρνηθούμε το βάσιμο των πληροφοριών του, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Δεν μπορούσε να διαλέξει καλύτερη προστάτιδα ένα προλεταριάτο που επιζητούσε την αποκληρικοποίηση, απ᾿ τη μητέρα ενός αγίου τού Λουδοβίκου τού ένατου που άλλωστε τον πότισε χολή όπως λένε οι ιστοριογράφοι τής εποχής».
— «Ποιος είναι αυτό ο κύριος;» ρώτησε ο Φορσβίλ την κυρία Βερντυρέν, «φαίνεται πολύ καλό μυαλό».
— «Μα πως, δεν γνωρίζετε τον κύριο Μπρισώ ; Είναι διάσημος σ᾿ όλη την Ευρώπη».
— «Α είναι ο Μπρισώ» αναφώνησε ο Φορσβίλ, που δεν είχε ακούσει σωστά. «Καί δε μού το λέγατε;» πρόσθεσε κοιτάζοντας αυτή τη διασημότητα με γουρλωμένα μάτια. «Αλήθεια μάς προσκαλείτε με εκλεκτούς συνδαιτυμόνες. Δε πλήττει κανείς στο σπίτι σας».
— «Ω, ξέρετε, αυτό που υπάρχει κυρίως», είπε με μετριοφροσύνη η κυρία Βερντυρέν «είναι αυτό το αίσθημα εμπιστοσύνης που νιώθουν. Μιλούν για ό,τι θέλουν κι η συζήτηση ξεπετιέται σα μια σειρά από πυροτεχνήματα. Έτσι, απόψε ο Μπρισώ δε είναι τίποτα: τον έχω δει ξέρετε στο σπίτι μου, τόσο εκθαμβωτικό που έχεις τη διάθεση να τον προσκυνήσεις έ, λοιπόν! αλλού, είναι άλλος άνθρωπος, χάνει το πνεύμα του, γίνεται μάλιστα και πληχτικός ακόμα».
— «Τί περίεργο», είπε ο Φορσβίλ με θαυμασμό.
Το να κάνει κανείς πνεύμα όπως ο Μπρισώ, θα είχε θεωρηθεί καθαρή βλακεία στο στενό κύκλο όπου είχε περάσει τα νιάτα του ο Σουάν, παρ όλο που το πνεύμα αυτό δεν ήταν ασυμβίβαστο με πρόσωπα πραγματικά έξυπνα. Καί το μυαλό τού καθηγητή, γερό και με πολλές γνώσεις, θα το ζήλευαν πολλοί άνθρωποι τού καλού κόσμου που ο Σουάν θεωρούσε πνευματώδεις. Αυτοί όμως είχαν τελικά κατορθώσει να τού επιβάλλουν σε τέτοιο βαθμό τις προτιμήσεις και τις αντιπάθειές τους, ώστε δεν μπορούσε παρά να θεωρεί τ᾿ αστεία τού Μπρισώ σχολαστικά και εξυπνακίστικα. Τον ενοχλούσε ακόμα, στις συνήθειες των καλών του τρόπων, ο σκληρός και στρατιωτικός τόνος που έπαιρνε, όταν μιλούσε στον καθένα ο ενθουσιώδης πανεπιστημιακός δάσκαλος. Ίσως τέλος, ο Σουάν, να ᾿χε χάσει εκείνο το βράδυ, κάτι από την ανεκτικότητά του καθώς έβλεπε τις ευγένειες τής κυρία Βερντυρέν απέναντι στο Φορσβίλ, που η Οντέτ είχε την παράξενη ιδέα να φέρει μαζί της. Βρισκόταν κι η ίδια σε κάπως δύσκολη θέση απέναντι στον Σουάν και τον είχε ρωτήσει φτάνοντας:
— «Πως βρίσκετε τον καλεσμένο μου;»
Κι εκείνος, διαπιστώνοντας για πρώτη φορά πως ο Φορσβίλ, τον οποίο γνώριζε από καιρό, μπορούσε ν᾿ αρέσει σε μια γυναίκα κι ήταν αρκετά ωραίος άντρας, είχε απαντήσει: «απαίσιος». Κι όταν ο Μπρισώ, που είχε αρχίσει να διηγείται την ιστορία τής μητέρας [3] τής Λευκής τής Καστίλλης, που «είχε ζήσει χρόνια με τον Ερρίκο Πλανταγενέτο [4] πριν να τον παντρευτεί», θέλησε να προκαλέσει τον Σουάν και να τού ζητήσει να επιδοκιμάσει λέγοντάς του «Δεν είναι έτσι κύριε Σουάν;», με τον τόνο που παίρνουν όσοι θέλουν να κατέβουν στο επίπεδο ενός χωριάτη ή να δώσουν θάρρος σ᾿ ένα φαντάρο, ο Σουάν έκοψε την εντύπωση που ήθελε να δημιουργήσει ο Μπρισώ, προκαλώντας το μένος τής οικοδέσποινας, καθώς απάντησε ζητώντας να τον συγχωρέσουν που τον ενδιέφερε τόσο λίγο η Λευκή τής Καστίλλης. Αλλ᾿ είχε κάτι να ρωτήσει το ζωγράφο. Καί πραγματικά, επειδή αυτός είχε επισκεφτεί το απόγευμα την έκθεση ενός ζωγράφου, φίλου τού Βερντυρέν, που είχε πεθάνει πρόσφατα, ο Σουάν ήθελε να μάθει από τον ίδιο, γιατί εκτιμούσε το γούστο του, αν πραγματικά είχαν τα τελευταία του έργα κάτι περισσότερο από την επιδεξιότητα που προκαλούσε κιόλας κατάπληξη στα προηγούμενα.
Αλλά ο ζωγράφος, αντί ν᾿ απαντήσει μ᾿ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στον Σουάν (πράγμα που θα είχε κάνει αν ήταν μόνος μαζί του), προτίμησε να προκαλέσει τον θαυμασμό των άλλων παίζοντας ένα διασκεδαστικό "νούμερο" για τη δεξιοτεχνία τού νεκρού ζωγράφου.
— «Πλησίασα», είπε, «για να δω πως ήταν φτιαγμένα τα έργα του, έβαλα τη μύτη μου πάνω στο μουσαμά. Α! Μπα! ήταν αδύνατο να πεις αν ήταν φτιαγμένα με κόλλα, με μπρούντζο χυτό, μα σαπούνι, με πετράδια τορνευτά, με κακά! Θα ᾿λεγες πως είναι φτιαγμένα με το τίποτα, είναι αδύνατον να βρεις το μυστικό, όπως στην "Περιπολία" και στις "Διευθύντριες", και η ματιέρα του είναι πιο καταπληχτική κι απ᾿ τού Ρέμπραντ [5] και τού Χάλς [6]. Όλα υπάρχουν εκεί, αλήθεια σάς ορκίζομαι.»
Καί σαν τούς τραγουδιστές, που αφού φτάνουν στην πιο ψιλή νότα, συνεχίζουν με πιο περιορισμένη ένταση: «Μοσχοβολά, σε ζαλίζει, σού κόβει την ανάσα κι είναι αδύνατο να βρεις την άκρη, να βρεις από τι είναι φτιαγμένο, είναι μαγεία, είναι κατεργαριά, είναι ανέντιμο! Κι έχει τόση ειλικρίνεια»
Εκτός από τη στιγμή που είχε πει: «Πιο καταπληχτικό κι απ᾿ την "Περιπολία"», βλάσφημο χαραχτηρισμό που ᾿χε προκαλέσει τη διαμαρτυρία τής κυρίας Βερντυρέν, που θεωρούσε την "Περιπολία" το πιο σημαντικό αριστούργημα στον κόσμο, μαζί με την "Ενάτη" και τη "Νίκη τής Σαμοθράκης" [7], και τη στιγμή που είχε πει: «φτιαγμένα με κακά», πράγμα που έκανε τον Φορσβίλ να ρίξει μια κυκλική ματιά στο τραπέζι, για να διαπιστώσει αν η φράση προκαλούσε αντιδράσεις, όλοι οι συνδαιτυμόνες, εκτός από τον Σουάν, κοίταζαν το ζωγράφο με θαυμασμό.
— «Πόσο με διασκεδάζει όταν ξεσπά έτσι», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, ενθουσιασμένη που το τραπέζι της παρουσίαζε τόσο ενδιαφέρον, τη μέρα που ο κύριος ντέ Φορσβίλ ερχόταν για πρώτη φορά. «Κι εσύ τι έχεις και μένεις με το στόμα ανοιχτό σα χάχας;» είπε στον άντρα της.
— «Κι όμως το ξέρεις πως μιλά ωραία· θα ᾿ λεγε κανείς πως είναι η πρώτη φορά που τον ακούς. Αν τον είχατε προσέξει την ώρα που μιλούσατε κυριολεχτικά σάς ρουφούσε. Κι αύριο θα μάς πει απ᾿ έξω ό,τι είπατε χωρίς να φάει ούτε λέξη».
— «Μα όχι δεν είναι ψέμματα» είπε ο ζωγράφος μαγεμένος απ᾿ την επιτυχία του, «νομίζετε πως κάνω αστεία θα σάς πάω να τα δείτε μόνοι σας, να μού πείτε αν υπερβάλλω. Βάζω στοίχημα πως θα γυρίσετε πιο ενθουσιασμένοι από μένα».
— «Όχι, δε νομίζουμε πως υπερβάλλετε, θέλουμε μόνο να φάτε και να φάει κι ο άντρας μου. Δε βιαζόμαστε τόσο, μη σερβίρετε σα να σάς κυνηγούν, περιμένετε λίγο πριν δώσετε τη σαλάτα».
Η κυρία Κοττάρ, που ήταν μετριόφρων και μιλούσε λίγο, ήξερε ωστόσο να μη χάνει τη σιγουριά της, όταν μια ευχάριστη έμπνευση τής επέτρεπε ν᾿ ανακαλύπτει μια λέξη που μπορούσε να κάνει εντύπωση. Γι αυτό δεν άφησε να τής ξεφύγει η λέξη σαλάτα, που μόλις είχε προφέρει η κυρία Βερντυρέν.
— «Μήπως είναι γιαπωνέζικη σαλάτα;», είπε χαμηλόφωνα γυρίζοντας προς την Οντέτ.
Κι ενθουσιασμένη, αλλά και σαν χαμένη απ᾿ τον επίκαιρο συσχετισμό και την τόλμη της, γιατί μπόρεσε να κάνει μια διακριτική, αλλά σαφέστατη αναφορά στο καινούργιο και πολυθρύλητο έργο τού Δουμά, "Φρανσιγιόν"* , ξέσπασε σ᾿ ένα χαριτωμένο γέλιο.
— «Όχι, δεν είναι», απάντησε η κυρία Βερντυρέν, «αλλά θα σάς ετοιμάσουμε, αν έρθετε όλοι να δειπνήσετε την Παρασκευή».—«Θα σάς φανώ επαρχιώτισσα, κύριε Σουάν», τού είπε η κυρία Κοττάρ, «αλλά δεν είδα ακόμα αυτή την περίφημη Φρανσιγιόν [8] για την οποία μιλά όλος ο κόσμος. Είμαι βέβαιη πως θα τη δω, αργά ή γρήγορα και πως θα μπορέσω να σχηματίσω γνώμη. Πρέπει ωστόσο να ομολογήσω πως αισθάνομαι κουτή, γιατί σ᾿ όλα τα σαλόνια, δε μιλάνε παρά μόνο γι αυτή τη δυστυχισμένη σαλάτα. Αρχίζει μάλιστα να γίνεται κουραστική», πρόσθεσε βλέποντας πως ο Σουάν δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται όσο εκείνη θα ᾿θελε, για ένα θέμα τόσο επίκαιρο. «Πρέπει να ομολογήσουμε όμως πως γίνεται συχνά αφορμή, για αρκετά διασκεδαστικές ιδέες. Να έχω μια φίλη πολύ πρωτότυπη, που διατείνεται πως έβαλε να ετοιμάσουν στο σπίτι της αυτή τη γιαπωνέζικη σαλάτα, χρησιμοποιώντας όλα όσα λέει ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός, στο έργο του. Μάς τα διηγήθηκε αργότερα φαίνεται πως η σαλάτα ήταν απαίσια, μάς έκανε να γελάσουμε μέχρι δακρύων. Αλλά, ξέρετε, σημασία έχει πως θα διηγηθείς μια τέτοια ιστορία», είπε βλέποντας πως ο Σουάν δε είχε χάσει το σοβαρό του ύφος.
Καί υποθέτοντας πως ήταν ίσως επειδή δεν τού άρεσε η Φρανσιγιόν:
— «Άλλωστε φοβάμαι πως θα με απογοητεύσει. Δεν πιστεύω πως μπορεί να ᾿ναι καλύτερο απ᾿ το Σέργιο Πανίν, τη λατρεία τής κυρίας ντέ Κρεσύ. Αυτά είναι τουλάχιστον θέματα που έχουν βάθος και σε κάνουν να σκέφτεσαι· να δίνεις όμως συνταγή σαλάτας απ᾿ τη σκηνή τού Τεάτρ Φρανσαί! Ενώ, αντίθετα ο "Σέργιος Πανίν" [9]! Άλλωστε, όπως κάθε έργο που βγαίνει απ᾿ την πέννα τού Γεωργίου Ονέ, είναι τόσο καλογραμμένο... Δεν ξέρω αν γνωρίζετε τον "Αρχισιδηρουργό", που προτιμώ ακόμα και απ᾿ το Σέργιο Πανίν».
— «Με συγχωρείτε», τής είπε ο Σουάν ειρωνικά, «αλλά ομολογώ πως η έλλειψη θαυμασμού μου είναι περίπου όμοια και για τα δύο αυτά αριστουργήματα».
— «Αλήθεια; Τί τούς προσάπτετε; Έχετε μήπως καμιά προκατάληψη; Μήπως βρίσκετε πως είναι λίγο λυπητερά; Άλλωστε, το λέω πάντα, δεν πρέπει ποτέ κανένας να συζητά για μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Ο καθένας τα βλέπει με το δικό του τρόπο».
Όσο μιλούσε η κυρία Κοττάρ για τη Φρανσιγιόν ο Φορσβίλ είχε εκφράσει στην κυρία Βερντυρέν το θαυμασμό του για αυτό που ονόμασε το μικρό "λέγειν" τού ζωγράφου.
— «Ο κύριος έχει μιάν ευχέρεια λόγου, μια μνήμη που σπάνια έχω ξανασυναντήσει!», είχε πει στην κυρία Βερντυρέν, όταν ο ζωγράφος τελείωσε. «Μπορούμε να πούμε πως μαζί με το Μπρισώ έχετε δυο ονόματα ισάξια, δεν ξέρω μάλιστα αν στην ευφράδεια ο ζωγράφος δε κάνει "ματ" στον καθηγητή. Μ᾿ όλο που χρησιμοποίησε μερικές λέξεις κάπως ρεαλιστικές, σπάνια είδα άνθρωπο με τέτοια δεξιοτεχνία στο "λέγειν" όπως λέγαμε στο στρατό, όπου όμως είχαμε έναν συνάδελφο, που ακριβώς ο κύριος μού τον θυμίζει κάπως. Με αφορμή το κάθε τι, μπορούσε να φλυαρεί με τις ώρες. Άλλωστε ο Σουάν ήταν στο ίδιο σύνταγμα μπορεί να τον γνώρισε».
— «Βλέπεστε συχνά με τον κύριο Σουάν;» ρώτησε η κυρία Βερντυρέν τον Φορσβίλ.
— «Μπα όχι», απάντησε ο Φορσβίλ, «Δεν είναι έτσι, Σουάν; Κι άλλωστε, πως να καταφέρει κανείς να τον βλέπει; Ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται συνεχώς στους Λά Τρεμόιγ, στους Λωμ, σ᾿ όλους αυτούς!»... Αλλά και μόνο τ᾿ όνομα προσώπων που δε γνώριζαν γινόταν δεκτό από τούς Βερντυρέν με μια σιωπή αποδοκιμασίας. Ο κύριος Βερντυρέν, που φοβόταν τη δυσάρεστη εντύπωση που αυτά τα ονόματα "πληχτικών", θα είχαν προκαλέσει στη γυναίκα του, τής έρριξε μια γρήγορη ματιά γεμάτη ανήσυχη φροντίδα. Είδε τότε, πως αποφασισμένη να μη λάβει υπόψη της, να μη θιχτεί από την είδηση που μόλις τής είχαν ανακοινώσει, να μη μείνει μόνο βουβή αλλά και κουφή, η κυρία Βερντυρέν, για να μη δώσει με τη σιωπή της την εντύπωση κάποιας παραδοχής, αλλά αντίθετα την εντύπωση τής αναίσθητης σιωπής των άψυχων πραγμάτων, είχε ξαφνικά απογυμνώσει το πρόσωπό της από κάθε ζωή, από κάθε κινητικότητα· το φουσκωτό μέτωπό της δεν ήταν πια παρά μια ωραία σπουδή γλυπτού, όπου το όνομα αυτών των Λά Τρεμόιγ, με τούς οποίους έμπλεκε ο Σουάν, δεν μπορούσε να εισχωρήσει. Το πρὀσωπό της ήταν σαν από κερί χυμένο, σα μια μάσκα γύψινη, σα μια μακέτα για μνημείο, μια προτομή στο Μέγαρο Βιομηχανίας, μπροστά στην οποία θα σταματούσε σίγουρα το κοινό για να θαυμάσει, πως ο γλύπτης, εκφράζοντας την απαράγραπτη αξιοπρέπεια των Βερντυρέν απέναντι στην αξιοπρέπεια των Λά Τρεμόιγ και των Λωμ, είχε κατορθώσει να δώσει ένα μεγαλείο σχεδόν παπικό στη λευκότητα και στην σκληρότητα τής πέτρας. Τελικά το μάρμαρο ζωντάνεψε κι άφησε ν᾿ ακουστεί πως θα ᾿πρεπε να νιώθει σιχασιά όποιος πηγαίνει σ᾿ αυτούς τούς ανθρώπους, αφού η κυρία είναι πάντα μεθυσμένη κι ο άντρας της αμόρφωτος.
— «Ακόμα και αν με πλήρωναν ακριβά, δε θ᾿ άφηνα να μπουν αυτοί στο σπίτι μου», συμπέρανε η κυρία Βερντυρέν, κοιτάζοντας τον Σουάν με ύφος επιτακτικό.
Δεν πίστευε βέβαια πως η υποταγή του θα ᾿φτανε ως το σημείο να μιμηθεί την αγαθότατη αφέλεια τής θείας τού πιανίστα, που μόλις είχε αναφωνήσει:
— «Τί να πει κανείς; Αυτό που μού προκαλεί κατάπληξη είναι πως βρίσκουν ακόμα πρόσωπα που δέχονται να συζητούν μαζί τους! Εγώ θα φοβόμουνα: την παθαίνει κανείς τόσο εύκολα!»
Ας απαντούσε τουλάχιστον όπως ο Φορσβίλ: «Στο κάτω-κάτω είναι Δούκισσα! Υπάρχουν άνθρωποι που εντυπωσιάζονται από κάτι τέτοια», παρατήρηση που επέτρεψε τουλάχιστον στην κυρία Βερντυρέν ν᾿ απαντήσει: «Σε καλό τους!» Αντί γι αυτό ο Σουάν περιορίστηκε να γελάσει μ᾿ ένα ύφος που άφηνε να εννοηθεί πως δεν μπορούσε καν να πάρει στα σοβαρά μια τέτοια ανοησία. Ο κύριος Βερντυρέν, ενώ εξακολουθούσε να ρίχνει γρήγορες ματιές στη γυναίκα του, έβλεπε με λύπη και καταλάβαινε πολύ καλά, πως την κατείχε ο θυμός ενός μεγάλου ιεροεξεταστή, που δεν κατορθώνει να ξεριζώσει την αίρεση και για να προσπαθήσει να οδηγήσει τον Σουάν σε κάποια αναίρεση, αφού το θάρρος τής γνώμης συνδιαμορφώνεται από υπολογισμό και δειλία έναντι αυτών που έχει σαν στόχο, ο κύριος Βερντυρέν τον προκάλεσε:
— «Πέστε μας λοιπόν ειλικρινά τη σκέψη σας, δεν θα πάμε να τούς την επαναλάβουμε».
Σ᾿ αυτό απάντησε ο Σουάν:
— «Μα δεν είναι καθόλου από φόβο τής δούκισσας, αν μιλάτε για τούς Τρεμόιγ. Σας βεβαιώ πως σ᾿ όλο τον κόσμο αρέσει να πηγαίνει στο σπίτι της. Δε θέλω να πω πως είναι "βαθυστόχαστη" αλλά ειλικρινά, είναι έξυπνη κι ο άντρας της πραγματικά μορφωμένος. Είναι άνθρωποι χαριτωμένοι».
Κι επειδή η κυρία Βερντυρέν καταλάβαινε πως αυτός ο άπιστος θα την εμπόδιζε να πραγματοποιήσει την ψυχική ενότητα τού μικρού πυρήνα, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το θυμό της απέναντι σ᾿ αυτόν τον πεισματάρη, που δεν έβλεπε πόσο τα λόγια του την έκαναν να υποφέρει, και τού φώναξε μ᾿ όλη της την καρδιά:
— «Δικαίωμά σας να τούς βρίσκετε χαριτωμένους, αλλά τουλάχιστον μην το λέτε».
— «Όλα είναι συνάρτηση τού τι εννοείτε εξυπνάδα», είπε ο Φορσβίλ, που γύρευε να λάμψει με τη σειρά του. «Πέστε μας Σουάν, τι εννοείτε εσείς εξυπνάδα;»
— «Να, αναφώνησε η Οντέτ, να τα μεγάλα θέματα για τα οποία τού ζητώ να μού μιλήσει, αλλά ποτέ δε θέλει».
— «Μα πως... διαμαρτυρήθηκε ο Σουάν».
— «Αυτά να τα λέτε αλλού» είπε η Οντέτ.
Μετά το δείπνο, ο Φορσβίλ πήγε μόνος να συναντήσει το γιατρό.
— «Πρέπει να ᾿ταν όμορφη στα νιάτα της η κυρία Βερντυρέν. Βέβαια αρχίζει να γερνά. Όσο για την κυρία Κρεσύ, να ένα θηλυκό που έχει έξυπνο ύφος, διάβολε! Βλέπει κανείς αμέσως πως η γυναίκα αυτή είναι ανοιχτομάτα! Μιλάμε για την κυρία Κρεσύ», είπε στον κύριο Βερντυρέν που πλησίαζε με την πίπα στο στόμα.
— «Ο κύριος ντέ Φορσβίλ βρίσκει την Οντέτ χαριτωμένη», είπε ο κύριος Βερντυρέν στη γυναίκα του.
— «Μα ακριβώς θα ᾿θελε κάποια μέρα να δειπνήσει μαζί σας», είπε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ», θα το ρυθμίσουμε αυτό, αλλά δεν θα πρέπει να το μάθει ο Σουάν. Ξέρετε γίνεται λίγο ενοχλητικός». «Ε, εσείς δε θα δουλέψετε και λίγο απόψε», φώναξε στο νεαρό πιανίστα για να δείξει, σ᾿ έναν αξιόλογο νεοφερμένο σαν τον Φορσβίλ, όχι μόνο το πνεύμα της, αλλά και την τυραννική εξουσία πάνω στους πιστούς.
— «Θα παίξω τη φράση τής σονάτας για τον κύριο Σουάν;» είπε ο πιανίστας.
Κάτω από το ανήσυχο τρέμολο τού βιολιού που την προστάτευε με το όλο δόνηση κράτημά του δυο οκτάβες ψηλότερα, η μικρή φράση εμφανίστηκε μακρινή, χαριτωμένη. Κι ο Σουάν, μέσα στην καρδιά του τής μίλησε, θαρρείς και μιλούσε σ᾿ ένα πρόσωπο έμπιστο τού έρωτά του, σε μια φίλη τής Οντέτ, που θα ᾿πρεπε να τής πει να μη δίνει σημασία σ᾿ αυτόν τον Φορσβίλ.
— «Α, έρχεστε αργά», είπε η κυρία Βερντυρέν σ᾿ ένα πιστό που τον είχε προσκαλέσει μόνο για καφέ, «είχαμε "έναν" Μπρισώ ασύγκριτο, με μιάν ευφράδεια! Μα έφυγε κιόλας. Δεν είναι έτσι κύριε Σουάν; Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που συναντηθήκατε», πρόσθεσε για να τον αναγκάσει να παραδεχτεί πως τής χρωστούσε αυτή τη γνωριμία. «Δεν ήταν πραγματικά γλυκύτατος ο Μπρισώ μας;»
Ο Σουάν υποκλίθηκε ευγενικά.
— «Πως; Δε βρήκατε πως είχε ενδιαφέρον;» Τον ρώτησε ξανά η κυρία Βερντυρέν.
— «Μα βέβαια κυρία μου, πολύ, χάρηκα πολύ. Είναι ίσως λίγο απόλυτος και κάπως διαχυτικός για το γούστο μου. Θα θελα να ᾿χε κάποιες αμφιβολίες και κάποια απαλότητα, αλλά αισθάνεται κανείς πως ξέρει πολλά πράγματα και φαίνεται πολύ καλός άνθρωπος».
Όλοι οι καλεσμένοι έφυγαν πολύ αργά. Ο Φορσβίλ πρότεινε στο ζωγράφο να επιστρέψουν μαζί.
Με λύπη τον είδε η Οντέτ ν᾿ απομακρύνεται· δεν τόλμησε να μην επιστρέψει με τον Σουάν, ήταν όμως κακόκεφη στη διάρκεια τής διαδρομής, κι όταν τη ρώτησε αν θα ᾿πρεπε να μπει στο σπίτι της, τού είπε: «Φυσικά», σηκώνοντας τούς ώμους της ανυπόμονα. Όταν είχαν πια φύγει όλοι οι καλεσμένοι, η κυρία Βερντυρέν είπε στον άνδρα της «Θα σού πω ξεκάθαρα πως ο Σουάν μού φάνηκε υπερβολικά κουτός».
Κι ο κύριος Βερντυρέν τής απάντησε: «Δεν είναι ντόμπρος, είναι ένας κύριος ύπουλος, που φροντίζει να τα ᾿χει πάντα καλά με όλους. Τί διαφορά με τον Φορσβίλ! Να τουλάχιστον κάποιος που μάς λέει καθαρά τι σκέφτεται. Καί τότε σ᾿ αρέσει ή δε σ᾿ αρέσει. Δεν είναι σαν τον άλλο που δε στέκει ποτέ ξεκάθαρα στο άσπρο ή το μαύρο. Άλλωστε η Οντέτ δίνει την εντύπωση πως προτιμά τον Φορσβίλ και βρίσκω πως δεν έχει άδικο. Καί στο κάτω-κάτω, αν ο Σουάν θέλει να μάς παραστήσει τον κύριο τού καλού κόσμου, που υπερασπίζεται τις δούκισσες, ας μην ξεχνάμε πως ο άλλος έχει τουλάχιστον τον τίτλο του· είναι πάντα κόμης ντέ Φορσβίλ», πρόσθεσε με ύφος αβρό, λες και γνωρίζοντας την ιστορία αυτής τής κομητείας, ζύγιζε με ακρίβεια την ιδιαίτερη αξία της.
— «Καί θα προσθέσω», είπε η κυρία Βερντυρέν, «πως θεώρησε να πετάξει εναντίον τού Μπρισώ μερικούς υπαινιγμούς αρκετά γελοίους. Φυσικά, καθώς διεπίστωσε πως όλοι εδώ αγαπούν τον Μπρισώ, ήταν και αυτός ένας τρόπος να μάς θίξει, να κακολογήσει το δείπνο μας. Είναι ο καλός φιλαράκος που θα σε κακοφημίσει μόλις βγει από το σπίτι σου».
— «Μα σού το χω πει», απάντησε ο Βερντυρέν, «είναι ο αποτυχημένος, που φθονεί κάθε τι που είναι μεγάλο».
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πιστός λιγότερο κακόβουλος από τον Σουάν· Όλοι όμως φρόντιζαν να καρυκεύουν τις κακογλωσσιές τους μ᾿ ένα γνωστό αστείο, μ᾿ ένα κάποιο τόνο εγκαρδιότητας· αντίθετα και την πιο παραμικρή επιφύλαξη που τολμούσε να εκφράσει ο Σουάν, τη θεωρούσαν ύπουλη. Υπάρχουν πρωτότυποι συγγραφείς που και το παραμικρό τους τόλμημα εξοργίζει, γιατί δεν δέχτηκαν πρώτα ν᾿ ανταποκριθούν στα γούστα τού κοινού και γιατί δεν δέχτηκαν να τού προσφέρον τις κοινοτυπίες που ᾿χε συνηθίσει· με τον ίδιο τρόπο ο Σουάν προκαλούσε την αγανάκτηση τού κυρίου Βερντυρέν..
Ο Σουάν αγνοούσε ακόμα τη δυσμένεια που τον απειλούσε στους Βερντυρέν κι εξακολουθούσε να ωραιοποιεί τις γελοιότητες τους, μες από το πρίσμα τού έρωτα.
[1] Μπρισώ: Δημιούργημα τής φαντασίας τού Προυστ. Κύριο πρότυπο τού Μπρισώ ο Βικτόρ Μπροσάρ καθηγητής Φιλοσοφίας στο Λύκειο Κοντορσέ, όπου φοίτησε ο Προυστ.
[2] Λευκή της Καστίλλης: Παντρεύτηκε τον Λουδοβίκο τον 8ο τής Γαλλίας, ο οποίος βασίλεψε (1223-26) και μετά τον θάνατο του η Λευκή τής Καστίλλης ανέλαβε την αντιβασιλεία για λογαριασμό τού γιου της, Λουδοβίκου τού 9ου ( που ήταν τότε 12 ετών)
[3] γιαγιάς αντί μητέρας: Στο κείμενο τού βιβλίου αναφέρεται σαν μητέρα τής Λευκής τής Καστίλλης, όμως πρόκειται για τη γιαγιά τής Λευκής τής Καστίλλης, την Ελεονώρα τής Ακουιτανίας, η οποία είχε παντρευτεί τον Ερρίκο τον 2ο τον Πλανταγενέτο.
[4] Ερρίκος Πλανταγενέτος: Ερρίκος ο 2ος (1133-1189) βασιλιάς της Αγγλίας, παντρεύτηκε 19 ετών την κατά 13 χρόνια μεγαλύτερή του Ελεονώρα της Ακουιτανίας,.. Κόρη τους ήταν η Ελεονώρα της Αγγλίας η οποία παντρεύτηκε τον Αλφόνσο τον Η, και κόρη τους η Λευκή τής Καστίλλης. Ο Ερρίκος Πλανταγενέτος ήρθε σε σύγκρουση με τον αρχιεπίσκοπο Τόμας Μπέκετ, τον οποίο δολοφόνησαν 4 βασιλικοί ιππότες
[5] Ρέμπραντ:(1606-1669), Ολλανδός ζωγράφος. Η "Νυχτερινή Περιπολία" είναι ένα από τα φημισμένα έργα του .
[6] Χάλς: (1580-1666), Ολλανδός ζωγράφος. Οι "Διευθύντριες τού Γηροκομείου" είναι ένα από τα σημαντικά έργα του, σε προσωπογραφίες.
[7] Σαμοθράκη: Νίκη της Σαμοθράκης, το περίφημο αρχαίο Ελληνικό άγαλμα τού 3ου αιώνα, που βρίσκεται στο μουσείο τού Λούβρου.
[8] Φρανσιγιόν: θεατρικό έργο του Αλεξάνδρου Δουμά υιού(1824-1895). Έργο τού 1887. Στο έργο δίνεται η συνταγή για μια "ιαπωνική σαλάτα" παρ' όλο που δεν περιέχει κάτι Ιαπωνικό. Είναι μια σαλάτα με βάσει την πατάτα.
[9] Σέργιο Πανίν: Μυθιστόρημα τού Ζωρζ Ονέ (1848-1918) διασκευασμένο για το θέατρο.
[2] Λευκή της Καστίλλης: Παντρεύτηκε τον Λουδοβίκο τον 8ο τής Γαλλίας, ο οποίος βασίλεψε (1223-26) και μετά τον θάνατο του η Λευκή τής Καστίλλης ανέλαβε την αντιβασιλεία για λογαριασμό τού γιου της, Λουδοβίκου τού 9ου ( που ήταν τότε 12 ετών)
[3] γιαγιάς αντί μητέρας: Στο κείμενο τού βιβλίου αναφέρεται σαν μητέρα τής Λευκής τής Καστίλλης, όμως πρόκειται για τη γιαγιά τής Λευκής τής Καστίλλης, την Ελεονώρα τής Ακουιτανίας, η οποία είχε παντρευτεί τον Ερρίκο τον 2ο τον Πλανταγενέτο.
[4] Ερρίκος Πλανταγενέτος: Ερρίκος ο 2ος (1133-1189) βασιλιάς της Αγγλίας, παντρεύτηκε 19 ετών την κατά 13 χρόνια μεγαλύτερή του Ελεονώρα της Ακουιτανίας,.. Κόρη τους ήταν η Ελεονώρα της Αγγλίας η οποία παντρεύτηκε τον Αλφόνσο τον Η, και κόρη τους η Λευκή τής Καστίλλης. Ο Ερρίκος Πλανταγενέτος ήρθε σε σύγκρουση με τον αρχιεπίσκοπο Τόμας Μπέκετ, τον οποίο δολοφόνησαν 4 βασιλικοί ιππότες
[5] Ρέμπραντ:(1606-1669), Ολλανδός ζωγράφος. Η "Νυχτερινή Περιπολία" είναι ένα από τα φημισμένα έργα του .
[6] Χάλς: (1580-1666), Ολλανδός ζωγράφος. Οι "Διευθύντριες τού Γηροκομείου" είναι ένα από τα σημαντικά έργα του, σε προσωπογραφίες.
[7] Σαμοθράκη: Νίκη της Σαμοθράκης, το περίφημο αρχαίο Ελληνικό άγαλμα τού 3ου αιώνα, που βρίσκεται στο μουσείο τού Λούβρου.
[8] Φρανσιγιόν: θεατρικό έργο του Αλεξάνδρου Δουμά υιού(1824-1895). Έργο τού 1887. Στο έργο δίνεται η συνταγή για μια "ιαπωνική σαλάτα" παρ' όλο που δεν περιέχει κάτι Ιαπωνικό. Είναι μια σαλάτα με βάσει την πατάτα.
[9] Σέργιο Πανίν: Μυθιστόρημα τού Ζωρζ Ονέ (1848-1918) διασκευασμένο για το θέατρο.
Ο Σουάν αγνοεί ακόμα την δυσμένεια που τον απειλεί.
Η ζήλεια του: ένα βράδυ, που η Οντέτ τού λέει να φύγει τα μεσάνυχτα, επιστρέφει και χτυπά κατά λάθος σε ξένο παράθυρο.
Ο Φορσβίλ εξευτελίζει τον Σανιέτ και η Οντέτ χαμογελά συνένοχα.
Η ζήλεια του: ένα βράδυ, που η Οντέτ τού λέει να φύγει τα μεσάνυχτα, επιστρέφει και χτυπά κατά λάθος σε ξένο παράθυρο.
Ο Φορσβίλ εξευτελίζει τον Σανιέτ και η Οντέτ χαμογελά συνένοχα.
Ο Σουάν αγνοούσε ακόμα τη δυσμένεια που τον απειλούσε στους Βερντυρέν κι εξακολουθούσε να ωραιοποιεί τις γελοιότητες τους, μες από το πρίσμα τού έρωτα.
Συναντούσε την Οντέτ, συνηθέστερα, μόνο το βράδυ· αλλά στην διάρκεια τής ημέρας, που φοβόταν μήπως κουραστεί να τον βλέπει αν πήγαινε σπίτι της, γύρευε να βρει ευκαιρίες να υποδηλώνει την παρουσία του, αλλά με τρόπο που να τής είναι ευχάριστος. Αν έβλεπε σ᾿ ένα ανθοπωλείο ή σ᾿ ένα κοσμηματοπωλείο ένα φυτό ή ένα κόσμημα που τον γοήτευε, σκεφτόταν αμέσως να το στείλει στην Οντέτ κι έδινε εντολή να τα στείλουν αμέσως στην οδό Λά Περούζ, για να μην καθυστερήσει η στιγμή που, καθώς θα δεχόταν κάτι από μέρους του, θα ᾿νιωθε κι ο ίδιος πιο κοντά της. Ήθελε προπάντων να τα λάβαινε πριν βγει έξω, έτσι ώστε η ευγνωμοσύνη της να γινόταν πιο αισθητή, με μια πιο τρυφερή υποδοχή όταν θα τον συναντούσε στους Βερντυρέν, ή ακόμα αν ο προμηθευτής δεν καθυστερούσε, ίσως να τού ᾿στελνε ένα γράμμα πριν από το δείπνο, ή ακόμα και να ερχόταν η ίδια στο σπίτι του για να τον ευχαριστήσει.
Εκείνη συχνά αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και κάτω από την πίεση μιας οφειλής, τον παρακαλούσε να την βοηθήσει. Ήταν τότε ευτυχισμένος, όπως με κάθε τι που μπορούσε να δώσει στην Οντέτ μια απόδειξη για την αγάπη του. Είναι βέβαιο πως αν τού είχαν πει στην αρχή: «Τής αρέσει η κοινωνική σου θέση», και τώρα: «Σ᾿ αγαπά για τα χρήματά σου», δε θα το πίστευε, αλλά δεν θα τον ενοχλούσε και πολύ αν θεωρούσαν πως η Οντέτ ήταν δεμένη μαζί του με κάτι τόσο δυνατό όσο ο σνομπισμός ή το χρήμα. Αλλά, ακόμα κι αν είχε σκεφτεί πως ήταν αλήθεια, ίσως δε θα υπέφερε αν ανακάλυπτε πίσω από τον έρωτα τής Οντέτ, αυτό το υποστήριγμα το πιο ανθεκτικό απ᾿ τις απολαύσεις ή τις αρετές που μπορούσε να βρίσκει στον ίδιο: το συμφέρον που θα εμπόδιζε να ᾿ρθει ποτέ η μέρα που θα είχε ίσως τη διάθεση να πάψει να τον βλέπει. Για την ώρα, με τα πολλά δώρα και τις εξυπηρετήσεις του, μπορούσε να βασίζεται σε προσόντα ανεξάρτητα από την προσωπικότητά του, απ᾿ το πνεύμα του, απ᾿ την κουραστική φροντίδα να τής είναι ο ίδιος αρεστός. Κι αυτή την ηδονή που ᾿νιωθε να είναι ερωτευμένος, μ᾿ όλο που συχνά αμφέβαλλε για την πραγματικότητά της, την πλήρωνε τελικά αυτός ο ντιλετάντης, με αντίτιμο που αύξανε για τον Σουάν την αξία της, όπως βλέπουμε ανθρώπους που δεν είναι βέβαιοι αν είναι ευχάριστη η θέα τής θάλασσας κι ο ήχος από τα κύματα, αλλά πείθονται όχι μόνο γι αυτό, μα και για τη σπάνια ποιότητα που έχουν οι ανιδιοτελείς τους προτιμήσεις, όταν νοικιάζουν μ᾿ εκατό φράγκα την ημέρα το δωμάτιο τού ξενοδοχείου που τούς επιτρέπει να τα χαρούν.
Μια μέρα που τέτοιες σκέψεις τον έφερναν πίσω στην ανάμνηση τής εποχής που τού είχαν μιλήσει για την Οντέτ, λέγοντας πως είναι απ᾿ αυτές που τις συντηρούν οι εραστές τους και που για μια ακόμα φορά διασκέδαζε να αντιπαραθέτει, την γυναίκα που την συντηρούν οι εραστές της — αμάλγαμα από στοιχεία άγνωστα και διαβολικά δεμένα ολόγυρα — κι αυτή την Οντέτ που στο πρόσωπό της είχε δει να διαγράφονται τα ίδια συναισθήματα οίκτου για ένα δυστυχισμένο, οργής απέναντι στη αδικία, ευγνωμοσύνης για μιάν ευεργεσία που είχε δει άλλοτε να τα νιώθει και η μητέρα του, οι φίλοι του, αυτή την Οντέτ που οι κουβέντες της είχαν συχνά σχέση με πράγματα που γνώριζε ο ίδιος, με τις συλλογές του, με το δωμάτιό του, με το γεροϋπηρέτη του, τον τραπεζίτη του, η τελευταία αυτή εικόνα του τραπεζίτη, τον έκανε να θυμηθεί πως έπρεπε να περάσει να πάρει χρήματα. Πραγματικά, αν αυτό το μήνα βοηθούσε την Οντέτ με λιγότερα χρήματα από τον προηγούμενο, δεν θα ανανέωνε μέσα της αυτό το θαυμασμό για τη γενναιοδωρία του, αυτή την ευγνωμοσύνη που τον έκανε ευτυχισμένο. Τότε ξαφνικά αναρωτήθηκε μήπως αυτό ακριβώς ήταν "το να τη συντηρεί" λες και πραγματικά, αυτή η έννοια μπορούσε να προέλθει όχι από στοιχεία μυστηριώδη και διεστραμμένα, αλλ᾿ από στοιχεία που ανήκαν στο καθημερινό περιεχόμενο τής ζωής, όπως αυτό το χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων, σκισμένο και ξανακολημμένο που το πήρε μαζί με τέσσερα άλλα για να τα στείλει στην Οντέτ, και μήπως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την Οντέτ, αυτές τις λέξεις που τις είχε θεωρήσει ασυμβίβαστες με την ίδια, "τής γυναίκας που τη συντηρούν ".
Το βράδυ, όταν δεν έμενε στο σπίτι του, ώσπου να ᾿ρθει η ώρα να ξαναβρεί την Οντέτ στους Βερντυρέν, ή μάλλον σ᾿ ένα απ᾿ τα καλοκαιριάτικα εστιατόρια που συμπαθούσαν στο Δάσος, πήγαινε να δειπνήσει σ᾿ ένα απ᾿ τα κομψά σπίτια, στα οποία άλλοτε ήταν ταχτικός θαμώνας. Δεν ήθελε να χάσει την επαφή με πρόσωπα που θα μπορούσαν ίσως κάποια μέρα να είναι χρήσιμα στην Οντέτ. Μετά το δείπνο, αν η συνάντηση είχε οριστεί νωρίς, έφευγε τόσο βιαστικά μόλις τελείωνε το τραπέζι, που κάποτε η πριγκίπισσα ντέ Λωμ είπε:
— «Αλήθεια αν ο Σουάν είχε άλλα τριάντα χρόνια στην πλάτη του και κάποια ασθένεια τής κύστης, θα τον δικαιολογούσα να το σκάζει μ᾿ αυτόν το τρόπο. Αλλ᾿ όχι κι έτσι, κοροϊδεύει τον κόσμο».
Ένα βράδυ που ο Σουάν είχε δεχτεί να δειπνήσει με τούς Βερντυρέν, όταν στη διάρκεια τού γεύματος είπε πως την επομένη είχε μια συνάντηση με παλιούς συμμαθητές, η Οντέτ τού απάντησε μπροστά σε όλους, μπροστά στο Φορσβίλ που ήταν τώρα πια ένας από τούς πιστούς, μπροστά στο ζωγράφο, μπροστά στον Κοττάρ: «᾿ναι, ξέρω πως έχετε τη συνεστίασή σας δε θα μπορέσω επομένως να σάς δώ παρά μόνο στο σπίτι μου, αλλά μην έρθετε πολύ αργά».
Μ᾿ όλο που ο Σουάν δεν είχε ακόμα σοβαρές υποψίες για τη φιλία τής Οντέτ με τούτον ή εκείνο τον πιστό, ένιωσε βαθύτατη απόλαυση να την ακούει να ομολογεί έτσι μπροστά σ᾿ όλους, μ᾿ αυτή την ατάραχη έλλειψη ντροπής, τις ταχτικές τους βραδινές συναντήσεις, την προνομιακή του θέση στο σπίτι της και την προτίμησή της, που γινόταν έτσι φανερή. Βέβαια ο Σουάν είχε σκεφτεί συχνά πως η Οντέτ δεν ήταν από καμιά άποψη αξιόλογη γυναίκα, κι η υπεροχή του πάνω της δε είχε τίποτα που να μπορεί να το θεωρεί τόσο κολακευτικό, ώστε να το διακηρύσσει μπροστά στους "πιστούς"· από τότε όμως που είχε αντιληφθεί πως για πολλούς άνδρες, η Οντέτ ήταν μια γυναίκα ελκυστική και ποθητή, η γοητεία που ᾿χε για τούς άλλους το κορμί της, είχε ζωντανέψει μέσα του μια οδυνηρή ανάγκη να κυριαρχήσει πάνω της ολότελα.
Όταν την επόμενη έφευγε απ᾿ τη συνεστίαση, έβρεχε πολύ δυνατά, κι επειδή η Οντέτ ζητώντας του να ᾿ρθει, τού είχε δώσει τη βεβαιότητα πως δεν περίμενε κανένα άλλο, με ήσυχο το μυαλό θα είχε επιστρέψει σπίτι του να πλαγιάσει, αντί να ξεκινήσει έτσι μέσα στη βροχή. Ίσως όμως, αν έβλεπε η Οντέτ πως δεν πολυνοιαζόταν να περνά μαζί της χωρίς εξαίρεση όλα τα βράδια του, ίσως ν᾿ αμελούσε να τού τα κρατήσει.
Έφτασε στο σπίτι της ύστερα απ᾿ τις έντεκα, και τη στιγμή που ζητούσε συγγνώμη για την καθυστέρησή του, η Οντέτ παραπονέθηκε πως ήταν αλήθεια πολύ αργά, είχε πονοκέφαλο και τον προειδοποίησε πως δεν θα μπορούσε να μείνει παρά μόνο μισή ώρα, πως τα μεσάνυχτα θα τον έδιωχνε και λίγο αργότερα αισθάνθηκε κουρασμένη και θέλησε να κοιμηθεί.
— «Λοιπόν, δεν έχει κατλέγιες απόψε;», τής είπε.
— «Όχι, μικρό μου, δεν έχει κατλέγιες απόψε βλέπεις πως δεν αισθάνομαι καλά».
Τον παρακάλεσε να σβύσει το φως πριν φύγει, έκλεισε ο ίδιος τις κουρτίνες, κι έφυγε. Μόλις όμως γύρισε στο σπίτι του, σκέφτηκε ξαφνικά πως ίσως η Οντέτ να περίμενε κάποιον απόψε, πως ίσως είχε προσποιηθεί την κουρασμένη. Είχε περάσει σχεδόν μιάμιση ώρα από την στιγμή που την άφησε. Ξαναβγήκε, πήρε έν᾿ αμάξι κι είπε να τον αφήσουν πολύ κοντά στο σπίτι της, σ᾿ ένα δρομάκι στο πίσω μέρος από το σπίτι της κι όπου πήγαινε καμιά φορά και χτυπούσε στο παράθυρο τής κρεβατοκάμαράς της, για να ᾿ρθει να τού ανοίξει. Μέσα στο σκοτάδι που κάλυπτε όλα τα παράθυρα με τα σβυσμένα από ώρα φώτα τους, είδε μόνο ένα παράθυρο απ᾿ το οποίο έβγαινε το φως που γέμιζε την κάμαρα και που τόσα άλλα βράδια, φτάνοντας στο δρόμο, τού έδινε χαρά και τον ειδοποιούσε: «Εκεί είναι και σε περιμένει», και που τώρα τον βασάνιζε λέγοντάς του: «Εκεί είναι μαζί μ᾿ εκείνον που περίμενε». Ήθελε να ᾿ξερε ποιόν· δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα ανάμεσα στις σχισμές των παντζουριών· άκουγε μόνο, στη σιωπή τής νύχτας, το μουρμουρητό μιας συζήτησης. Υπέφερε φυσικά, να βλέπει το φως αυτό κι όμως ήταν ευχαριστημένος που ήρθε: η αναστάτωση που τον είχε αναγκάσει να βγει από τα σπίτι του, είχε χάσει την οξύτητά της, καθώς έχανε και την ασάφειά της, τώρα που αυτήν την άλλη ζωή τής Οντέτ, που τού είχε αποκαλυφθεί πρωτύτερα σα μια ξαφνική κι ανίσχυρη υποψία, την κρατούσε μπροστά του, φωτισμένη ολότελα από τη λάμπα, φυλακισμένη χωρίς να το γνωρίζει μέσα σ᾿ αυτό το δωμάτιο, όπου θα μπορούσε να μπει απροσδόκητα και να τη συλλάβει· ή μάλλον να κτυπήσει τα παντζούρια, όπως το ᾿κανε συχνά όταν ερχόταν αργά· έτσι τουλάχιστον η Οντέτ θα μάθαινε πως το ήξερε, πως είχε δει το φως πως είχε ακούσει τις κουβέντες. Σε κάθε άλλη εποχή τής ζωής του, τα μικρά γεγονότα και οι καθημερινές χειρονομίες ενός προσώπου φαίνονταν πάντα στον Σουάν χωρίς αξία: όταν τού τα διηγούνταν, θεωρούσε το κουτσομπολιό αυτό ασήμαντο κι όσο το άκουγε, μόνο το πιο ταπεινό ενδιαφέρον του το παρακολουθούσε· ήταν μια από τις στιγμές που θεωρούσε τον εαυτό του τιποτένιο. Σ᾿ αυτήν όμως την παράξενη περίοδο τού έρωτα, το ατομικό αποκτά κάτι βαθύ, ώστε αυτή η περιέργεια που ᾿νιωθε να ξυπνά μέσα του για τις παραμικρές ασχολίες μιας γυναίκας, ήταν η ίδια που είχε νιώσει άλλοτε για την Ιστορία. Κι όλα αυτά για τα οποία θα ντρεπόταν άλλοτε — να κατασκοπεύει μπροστά σ᾿ ένα παράθυρο, να μαζεύει ίσως αύριο μ᾿ επιτηδειότητα λόγια από αδιάφορους, να δωροδοκεί υπηρέτες, να κρυφακούει πόρτες -- τού έδιναν πια την εντύπωση πως δεν ήταν παρά μόνο μέθοδοι επιστημονικής έρευνας, πραγματικής αξίας και προσαρμοσμένες στην αναζήτηση τής αλήθειας, όπως η αποκρυπτογράφηση των κειμένων, η σύγκριση των μαρτυριών κι η ερμηνεία των μνημείων.
Μόλις πήγε να χτυπήσει τα παντζούρια, ένιωσε για μια στιγμή ντροπή, καθώς σκέφτηκε πως η Οντέτ θα καταλάβαινε πως την υποπτευόταν, πως είχε επιστρέψει, πως είχε σταθεί στο δρόμο. Τού είχε πει συχνά πόση φρίκη τής προκαλούσαν οι ζηλιάρηδες, οι εραστές που κατασκοπεύουν. Αυτό που ήταν έτοιμος να κάνει ήταν πολύ αδέξιο και θα τον μισούσε από δώ και πέρα, ενώ τούτη τη στιγμή, όσο δεν είχε ακόμα κτυπήσει, ίσως, παρ᾿ όλο που τον απατούσε, να τον αγαπούσε. Πόσες ευτυχίες, που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δεν θυσιάζονται από την αναμονή μιας άμεσης απόλαυσης! Ήξερε πως τα πραγματικά γεγονότα, μπορούσαν να διαβαστούν πίσω απ᾿ αυτό το παράθυρο με τις φωτεινές σχισμές, σα να ήταν το εξώφυλλο σ᾿ ένα απ᾿ εκείνα τα χειρόγραφα, το στολισμένο με χρυσάφι ώστε δεν αφήνει αδιάφορο ούτε τον επιστήμονα που το συμβουλεύεται και που απ᾿ κάτω κρύβουν τόση καλλιτεχνική αξία. Ένιωθε μιάν ηδονή γυρεύοντας να μάθει την αλήθεια που τον απασχολούσε με πάθος, απ᾿ αυτό το μοναδικό και εφήμερο αντίτυπο, το φτιαγμένο από ένα υλικό τόσο διάφανο. Χτύπησε. Δεν άκουσαν, ξαναχτύπησε πιο δυνατά, η συζήτηση κόπηκε. Μια αντρική φωνή, που ο Σουάν προσπάθησε να διακρίνει σε ποιόν από τούς φίλους τής Οντέτ που γνώριζε μπορούσε να ανήκει, ρώτησε:
— «Ποιος είναι;»
Δεν ήταν βέβαιος πως την αναγνώρισε. Ξαναχτύπησε. Κάποιος άνοιξε το παράθυρο κι ύστερα τα παντζούρια. Τώρα δεν ήταν δυνατόν να υποχωρήσει κι αφού εκείνη θα τα μάθαινε όλα, για να μη φανεί πολύ δυστυχισμένος και πολύ ζηλιάρης, περιορίστηκε να φωνάξει με ύφος ανέμελο κι εύθυμο:
— «Δε θέλω να σάς ενοχλήσω, περνούσα απ᾿ εδώ κοντά. Είδα φως και θέλησα να μάθω αν αισθάνεσθε καλύτερα».
Κοίταξε. Μπροστά του δυο ηλικιωμένοι κύριοι ήταν στο παράθυρο, ο ένας κρατούσε μια λάμπα, και τότε είδε ένα δωμάτιο που τού ήταν άγνωστο. Καθώς είχε τη συνήθεια, όταν ερχόταν αργά, ν᾿ αναγνωρίζει το παράθυρό της επειδή ήταν το μόνο φωτισμένο, είχε κάνει λάθος και είχε κτυπήσει στο διπλανό που ανήκε σ᾿ άλλο σπίτι. Απομακρύνθηκε ζητώντας συγγνώμη και γύρισε στο σπίτι του ευτυχισμένος, γιατί η ικανοποίηση τής περιέργειάς του είχε αφήσει ανέπαφη την αγάπη του, και γιατί δεν θα τής έδινε με τη ζήλεια του την απόδειξη πως την αγαπούσε υπερβολικά, απόδειξη που όταν προσφέρεται σ᾿ έναν από τούς δύο εραστές, τον απαλλάσσει μια για πάντα απ᾿ το ν᾿ αγαπά περισσότερο. Δεν τής μίλησε γι αυτήν την άτυχη περιπέτεια, ούτε κι ο ίδιος την ξανασκέφτηκε. Ώρες-ώρες όμως, μια κίνηση τής σκέψης του συναντούσε την ανάμνηση. Κι όταν κουβεντιάζοντας με φίλους, ξεχνούσε τη λύπη του, ξαφνικά μια λέξη που τού ᾿λεγαν τον έκανε ν᾿ αλλάζει έκφραση στο πρόσωπο, όπως συμβαίνει σ᾿ έναν τραυματία που κάποιος απρόσεχτος τού αγγίζει το πονεμένο μέλος. Κι όλες οι ηδονικές αναμνήσεις που έπαιρνε μαζί του φεύγοντας από το σπίτι της, ήταν σαν ισάριθμα σκίτσα, "προσχέδια" σαν αυτά που σάς παρουσιάζει ένας διακοσμητής, και που επέτρεπαν στον Σουάν να ᾿χει μιάν ιδέα απ᾿ τις φλογερές ή λιγωμένες στάσεις της, απέναντι στους άλλους.
Το μαρτύριο αυτό γινόταν ακόμα πιο σκληρό, όταν ερχόταν στον Σουάν η ανάμνηση μιας γρήγορης ματιάς που είχε συλλάβει απρόοπτα, πριν λίγες μέρες, και για πρώτη φορά στα μάτια τής Οντέτ. Ήταν μετά το δείπνο στους Βερντυρέν. Είτε γιατί ο Φορσβίλ, επειδή διαισθάνθηκε πως ο Σανιέτ ο γαμπρός του δεν είχε την εύνοια των Βερντυρέν και θέλησε να κάνει επίδειξη μπροστά τους σε βάρος του, είτε γιατί ενοχλήθηκε από μια άστοχη κουβέντα που τού είπε ο Σανιέτ, είτε γιατί γύρευε να διώξει από το σπίτι κάποιον που γνώριζε καλά τον ίδιο, ο Φορσβίλ φέρθηκε στον Σανιέτ με τρόπο τόσο χυδαίο βρίζοντάς τον, που ο δυστυχισμένος αφού ρώτησε την κυρία Βερντυρέν αν έπρεπε να παραμείνει και δεν πήρε απάντηση, αποσύρθηκε τραυλίζοντας με δάκρυα στα μάτια. Η Οντέτ είχε παρακολουθήσει τη σκηνή αυτή με απάθεια, όταν όμως η πόρτα έκλεισε στην πλάτη τού Σανιέτ, η συνηθισμένη έκφραση τού προσώπου της αλλοιώθηκε για να μπορέσει να βρεθεί στην ίδια βαθμίδα ποταπότητας με τον Φορσβίλ, κι έλαμψαν οι κόρες των ματιών της μ᾿ ένα ύπουλο συγχαρητήριο χαμόγελο για την τόλμη του και με ειρωνεία για το θύμα· κι όταν τα μάτια τού Φορσβίλ συνάντησαν αυτό το βλέμμα, νηφάλιος ξαφνικά απ᾿ τον θυμό ή την προσποίηση θυμού που τον ζέσταινε ακόμα, χαμογέλασε και απάντησε:
— «Ας ήταν ευγενικός, ένα καλό μάθημα μπορεί να φανεί χρήσιμο σε κάθε ηλικία».
Συναντούσε την Οντέτ, συνηθέστερα, μόνο το βράδυ· αλλά στην διάρκεια τής ημέρας, που φοβόταν μήπως κουραστεί να τον βλέπει αν πήγαινε σπίτι της, γύρευε να βρει ευκαιρίες να υποδηλώνει την παρουσία του, αλλά με τρόπο που να τής είναι ευχάριστος. Αν έβλεπε σ᾿ ένα ανθοπωλείο ή σ᾿ ένα κοσμηματοπωλείο ένα φυτό ή ένα κόσμημα που τον γοήτευε, σκεφτόταν αμέσως να το στείλει στην Οντέτ κι έδινε εντολή να τα στείλουν αμέσως στην οδό Λά Περούζ, για να μην καθυστερήσει η στιγμή που, καθώς θα δεχόταν κάτι από μέρους του, θα ᾿νιωθε κι ο ίδιος πιο κοντά της. Ήθελε προπάντων να τα λάβαινε πριν βγει έξω, έτσι ώστε η ευγνωμοσύνη της να γινόταν πιο αισθητή, με μια πιο τρυφερή υποδοχή όταν θα τον συναντούσε στους Βερντυρέν, ή ακόμα αν ο προμηθευτής δεν καθυστερούσε, ίσως να τού ᾿στελνε ένα γράμμα πριν από το δείπνο, ή ακόμα και να ερχόταν η ίδια στο σπίτι του για να τον ευχαριστήσει.
Εκείνη συχνά αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και κάτω από την πίεση μιας οφειλής, τον παρακαλούσε να την βοηθήσει. Ήταν τότε ευτυχισμένος, όπως με κάθε τι που μπορούσε να δώσει στην Οντέτ μια απόδειξη για την αγάπη του. Είναι βέβαιο πως αν τού είχαν πει στην αρχή: «Τής αρέσει η κοινωνική σου θέση», και τώρα: «Σ᾿ αγαπά για τα χρήματά σου», δε θα το πίστευε, αλλά δεν θα τον ενοχλούσε και πολύ αν θεωρούσαν πως η Οντέτ ήταν δεμένη μαζί του με κάτι τόσο δυνατό όσο ο σνομπισμός ή το χρήμα. Αλλά, ακόμα κι αν είχε σκεφτεί πως ήταν αλήθεια, ίσως δε θα υπέφερε αν ανακάλυπτε πίσω από τον έρωτα τής Οντέτ, αυτό το υποστήριγμα το πιο ανθεκτικό απ᾿ τις απολαύσεις ή τις αρετές που μπορούσε να βρίσκει στον ίδιο: το συμφέρον που θα εμπόδιζε να ᾿ρθει ποτέ η μέρα που θα είχε ίσως τη διάθεση να πάψει να τον βλέπει. Για την ώρα, με τα πολλά δώρα και τις εξυπηρετήσεις του, μπορούσε να βασίζεται σε προσόντα ανεξάρτητα από την προσωπικότητά του, απ᾿ το πνεύμα του, απ᾿ την κουραστική φροντίδα να τής είναι ο ίδιος αρεστός. Κι αυτή την ηδονή που ᾿νιωθε να είναι ερωτευμένος, μ᾿ όλο που συχνά αμφέβαλλε για την πραγματικότητά της, την πλήρωνε τελικά αυτός ο ντιλετάντης, με αντίτιμο που αύξανε για τον Σουάν την αξία της, όπως βλέπουμε ανθρώπους που δεν είναι βέβαιοι αν είναι ευχάριστη η θέα τής θάλασσας κι ο ήχος από τα κύματα, αλλά πείθονται όχι μόνο γι αυτό, μα και για τη σπάνια ποιότητα που έχουν οι ανιδιοτελείς τους προτιμήσεις, όταν νοικιάζουν μ᾿ εκατό φράγκα την ημέρα το δωμάτιο τού ξενοδοχείου που τούς επιτρέπει να τα χαρούν.
Μια μέρα που τέτοιες σκέψεις τον έφερναν πίσω στην ανάμνηση τής εποχής που τού είχαν μιλήσει για την Οντέτ, λέγοντας πως είναι απ᾿ αυτές που τις συντηρούν οι εραστές τους και που για μια ακόμα φορά διασκέδαζε να αντιπαραθέτει, την γυναίκα που την συντηρούν οι εραστές της — αμάλγαμα από στοιχεία άγνωστα και διαβολικά δεμένα ολόγυρα — κι αυτή την Οντέτ που στο πρόσωπό της είχε δει να διαγράφονται τα ίδια συναισθήματα οίκτου για ένα δυστυχισμένο, οργής απέναντι στη αδικία, ευγνωμοσύνης για μιάν ευεργεσία που είχε δει άλλοτε να τα νιώθει και η μητέρα του, οι φίλοι του, αυτή την Οντέτ που οι κουβέντες της είχαν συχνά σχέση με πράγματα που γνώριζε ο ίδιος, με τις συλλογές του, με το δωμάτιό του, με το γεροϋπηρέτη του, τον τραπεζίτη του, η τελευταία αυτή εικόνα του τραπεζίτη, τον έκανε να θυμηθεί πως έπρεπε να περάσει να πάρει χρήματα. Πραγματικά, αν αυτό το μήνα βοηθούσε την Οντέτ με λιγότερα χρήματα από τον προηγούμενο, δεν θα ανανέωνε μέσα της αυτό το θαυμασμό για τη γενναιοδωρία του, αυτή την ευγνωμοσύνη που τον έκανε ευτυχισμένο. Τότε ξαφνικά αναρωτήθηκε μήπως αυτό ακριβώς ήταν "το να τη συντηρεί" λες και πραγματικά, αυτή η έννοια μπορούσε να προέλθει όχι από στοιχεία μυστηριώδη και διεστραμμένα, αλλ᾿ από στοιχεία που ανήκαν στο καθημερινό περιεχόμενο τής ζωής, όπως αυτό το χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων, σκισμένο και ξανακολημμένο που το πήρε μαζί με τέσσερα άλλα για να τα στείλει στην Οντέτ, και μήπως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την Οντέτ, αυτές τις λέξεις που τις είχε θεωρήσει ασυμβίβαστες με την ίδια, "τής γυναίκας που τη συντηρούν ".
Το βράδυ, όταν δεν έμενε στο σπίτι του, ώσπου να ᾿ρθει η ώρα να ξαναβρεί την Οντέτ στους Βερντυρέν, ή μάλλον σ᾿ ένα απ᾿ τα καλοκαιριάτικα εστιατόρια που συμπαθούσαν στο Δάσος, πήγαινε να δειπνήσει σ᾿ ένα απ᾿ τα κομψά σπίτια, στα οποία άλλοτε ήταν ταχτικός θαμώνας. Δεν ήθελε να χάσει την επαφή με πρόσωπα που θα μπορούσαν ίσως κάποια μέρα να είναι χρήσιμα στην Οντέτ. Μετά το δείπνο, αν η συνάντηση είχε οριστεί νωρίς, έφευγε τόσο βιαστικά μόλις τελείωνε το τραπέζι, που κάποτε η πριγκίπισσα ντέ Λωμ είπε:
— «Αλήθεια αν ο Σουάν είχε άλλα τριάντα χρόνια στην πλάτη του και κάποια ασθένεια τής κύστης, θα τον δικαιολογούσα να το σκάζει μ᾿ αυτόν το τρόπο. Αλλ᾿ όχι κι έτσι, κοροϊδεύει τον κόσμο».
Ένα βράδυ που ο Σουάν είχε δεχτεί να δειπνήσει με τούς Βερντυρέν, όταν στη διάρκεια τού γεύματος είπε πως την επομένη είχε μια συνάντηση με παλιούς συμμαθητές, η Οντέτ τού απάντησε μπροστά σε όλους, μπροστά στο Φορσβίλ που ήταν τώρα πια ένας από τούς πιστούς, μπροστά στο ζωγράφο, μπροστά στον Κοττάρ: «᾿ναι, ξέρω πως έχετε τη συνεστίασή σας δε θα μπορέσω επομένως να σάς δώ παρά μόνο στο σπίτι μου, αλλά μην έρθετε πολύ αργά».
Μ᾿ όλο που ο Σουάν δεν είχε ακόμα σοβαρές υποψίες για τη φιλία τής Οντέτ με τούτον ή εκείνο τον πιστό, ένιωσε βαθύτατη απόλαυση να την ακούει να ομολογεί έτσι μπροστά σ᾿ όλους, μ᾿ αυτή την ατάραχη έλλειψη ντροπής, τις ταχτικές τους βραδινές συναντήσεις, την προνομιακή του θέση στο σπίτι της και την προτίμησή της, που γινόταν έτσι φανερή. Βέβαια ο Σουάν είχε σκεφτεί συχνά πως η Οντέτ δεν ήταν από καμιά άποψη αξιόλογη γυναίκα, κι η υπεροχή του πάνω της δε είχε τίποτα που να μπορεί να το θεωρεί τόσο κολακευτικό, ώστε να το διακηρύσσει μπροστά στους "πιστούς"· από τότε όμως που είχε αντιληφθεί πως για πολλούς άνδρες, η Οντέτ ήταν μια γυναίκα ελκυστική και ποθητή, η γοητεία που ᾿χε για τούς άλλους το κορμί της, είχε ζωντανέψει μέσα του μια οδυνηρή ανάγκη να κυριαρχήσει πάνω της ολότελα.
Όταν την επόμενη έφευγε απ᾿ τη συνεστίαση, έβρεχε πολύ δυνατά, κι επειδή η Οντέτ ζητώντας του να ᾿ρθει, τού είχε δώσει τη βεβαιότητα πως δεν περίμενε κανένα άλλο, με ήσυχο το μυαλό θα είχε επιστρέψει σπίτι του να πλαγιάσει, αντί να ξεκινήσει έτσι μέσα στη βροχή. Ίσως όμως, αν έβλεπε η Οντέτ πως δεν πολυνοιαζόταν να περνά μαζί της χωρίς εξαίρεση όλα τα βράδια του, ίσως ν᾿ αμελούσε να τού τα κρατήσει.
Έφτασε στο σπίτι της ύστερα απ᾿ τις έντεκα, και τη στιγμή που ζητούσε συγγνώμη για την καθυστέρησή του, η Οντέτ παραπονέθηκε πως ήταν αλήθεια πολύ αργά, είχε πονοκέφαλο και τον προειδοποίησε πως δεν θα μπορούσε να μείνει παρά μόνο μισή ώρα, πως τα μεσάνυχτα θα τον έδιωχνε και λίγο αργότερα αισθάνθηκε κουρασμένη και θέλησε να κοιμηθεί.
— «Λοιπόν, δεν έχει κατλέγιες απόψε;», τής είπε.
— «Όχι, μικρό μου, δεν έχει κατλέγιες απόψε βλέπεις πως δεν αισθάνομαι καλά».
Τον παρακάλεσε να σβύσει το φως πριν φύγει, έκλεισε ο ίδιος τις κουρτίνες, κι έφυγε. Μόλις όμως γύρισε στο σπίτι του, σκέφτηκε ξαφνικά πως ίσως η Οντέτ να περίμενε κάποιον απόψε, πως ίσως είχε προσποιηθεί την κουρασμένη. Είχε περάσει σχεδόν μιάμιση ώρα από την στιγμή που την άφησε. Ξαναβγήκε, πήρε έν᾿ αμάξι κι είπε να τον αφήσουν πολύ κοντά στο σπίτι της, σ᾿ ένα δρομάκι στο πίσω μέρος από το σπίτι της κι όπου πήγαινε καμιά φορά και χτυπούσε στο παράθυρο τής κρεβατοκάμαράς της, για να ᾿ρθει να τού ανοίξει. Μέσα στο σκοτάδι που κάλυπτε όλα τα παράθυρα με τα σβυσμένα από ώρα φώτα τους, είδε μόνο ένα παράθυρο απ᾿ το οποίο έβγαινε το φως που γέμιζε την κάμαρα και που τόσα άλλα βράδια, φτάνοντας στο δρόμο, τού έδινε χαρά και τον ειδοποιούσε: «Εκεί είναι και σε περιμένει», και που τώρα τον βασάνιζε λέγοντάς του: «Εκεί είναι μαζί μ᾿ εκείνον που περίμενε». Ήθελε να ᾿ξερε ποιόν· δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα ανάμεσα στις σχισμές των παντζουριών· άκουγε μόνο, στη σιωπή τής νύχτας, το μουρμουρητό μιας συζήτησης. Υπέφερε φυσικά, να βλέπει το φως αυτό κι όμως ήταν ευχαριστημένος που ήρθε: η αναστάτωση που τον είχε αναγκάσει να βγει από τα σπίτι του, είχε χάσει την οξύτητά της, καθώς έχανε και την ασάφειά της, τώρα που αυτήν την άλλη ζωή τής Οντέτ, που τού είχε αποκαλυφθεί πρωτύτερα σα μια ξαφνική κι ανίσχυρη υποψία, την κρατούσε μπροστά του, φωτισμένη ολότελα από τη λάμπα, φυλακισμένη χωρίς να το γνωρίζει μέσα σ᾿ αυτό το δωμάτιο, όπου θα μπορούσε να μπει απροσδόκητα και να τη συλλάβει· ή μάλλον να κτυπήσει τα παντζούρια, όπως το ᾿κανε συχνά όταν ερχόταν αργά· έτσι τουλάχιστον η Οντέτ θα μάθαινε πως το ήξερε, πως είχε δει το φως πως είχε ακούσει τις κουβέντες. Σε κάθε άλλη εποχή τής ζωής του, τα μικρά γεγονότα και οι καθημερινές χειρονομίες ενός προσώπου φαίνονταν πάντα στον Σουάν χωρίς αξία: όταν τού τα διηγούνταν, θεωρούσε το κουτσομπολιό αυτό ασήμαντο κι όσο το άκουγε, μόνο το πιο ταπεινό ενδιαφέρον του το παρακολουθούσε· ήταν μια από τις στιγμές που θεωρούσε τον εαυτό του τιποτένιο. Σ᾿ αυτήν όμως την παράξενη περίοδο τού έρωτα, το ατομικό αποκτά κάτι βαθύ, ώστε αυτή η περιέργεια που ᾿νιωθε να ξυπνά μέσα του για τις παραμικρές ασχολίες μιας γυναίκας, ήταν η ίδια που είχε νιώσει άλλοτε για την Ιστορία. Κι όλα αυτά για τα οποία θα ντρεπόταν άλλοτε — να κατασκοπεύει μπροστά σ᾿ ένα παράθυρο, να μαζεύει ίσως αύριο μ᾿ επιτηδειότητα λόγια από αδιάφορους, να δωροδοκεί υπηρέτες, να κρυφακούει πόρτες -- τού έδιναν πια την εντύπωση πως δεν ήταν παρά μόνο μέθοδοι επιστημονικής έρευνας, πραγματικής αξίας και προσαρμοσμένες στην αναζήτηση τής αλήθειας, όπως η αποκρυπτογράφηση των κειμένων, η σύγκριση των μαρτυριών κι η ερμηνεία των μνημείων.
Μόλις πήγε να χτυπήσει τα παντζούρια, ένιωσε για μια στιγμή ντροπή, καθώς σκέφτηκε πως η Οντέτ θα καταλάβαινε πως την υποπτευόταν, πως είχε επιστρέψει, πως είχε σταθεί στο δρόμο. Τού είχε πει συχνά πόση φρίκη τής προκαλούσαν οι ζηλιάρηδες, οι εραστές που κατασκοπεύουν. Αυτό που ήταν έτοιμος να κάνει ήταν πολύ αδέξιο και θα τον μισούσε από δώ και πέρα, ενώ τούτη τη στιγμή, όσο δεν είχε ακόμα κτυπήσει, ίσως, παρ᾿ όλο που τον απατούσε, να τον αγαπούσε. Πόσες ευτυχίες, που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δεν θυσιάζονται από την αναμονή μιας άμεσης απόλαυσης! Ήξερε πως τα πραγματικά γεγονότα, μπορούσαν να διαβαστούν πίσω απ᾿ αυτό το παράθυρο με τις φωτεινές σχισμές, σα να ήταν το εξώφυλλο σ᾿ ένα απ᾿ εκείνα τα χειρόγραφα, το στολισμένο με χρυσάφι ώστε δεν αφήνει αδιάφορο ούτε τον επιστήμονα που το συμβουλεύεται και που απ᾿ κάτω κρύβουν τόση καλλιτεχνική αξία. Ένιωθε μιάν ηδονή γυρεύοντας να μάθει την αλήθεια που τον απασχολούσε με πάθος, απ᾿ αυτό το μοναδικό και εφήμερο αντίτυπο, το φτιαγμένο από ένα υλικό τόσο διάφανο. Χτύπησε. Δεν άκουσαν, ξαναχτύπησε πιο δυνατά, η συζήτηση κόπηκε. Μια αντρική φωνή, που ο Σουάν προσπάθησε να διακρίνει σε ποιόν από τούς φίλους τής Οντέτ που γνώριζε μπορούσε να ανήκει, ρώτησε:
— «Ποιος είναι;»
Δεν ήταν βέβαιος πως την αναγνώρισε. Ξαναχτύπησε. Κάποιος άνοιξε το παράθυρο κι ύστερα τα παντζούρια. Τώρα δεν ήταν δυνατόν να υποχωρήσει κι αφού εκείνη θα τα μάθαινε όλα, για να μη φανεί πολύ δυστυχισμένος και πολύ ζηλιάρης, περιορίστηκε να φωνάξει με ύφος ανέμελο κι εύθυμο:
— «Δε θέλω να σάς ενοχλήσω, περνούσα απ᾿ εδώ κοντά. Είδα φως και θέλησα να μάθω αν αισθάνεσθε καλύτερα».
Κοίταξε. Μπροστά του δυο ηλικιωμένοι κύριοι ήταν στο παράθυρο, ο ένας κρατούσε μια λάμπα, και τότε είδε ένα δωμάτιο που τού ήταν άγνωστο. Καθώς είχε τη συνήθεια, όταν ερχόταν αργά, ν᾿ αναγνωρίζει το παράθυρό της επειδή ήταν το μόνο φωτισμένο, είχε κάνει λάθος και είχε κτυπήσει στο διπλανό που ανήκε σ᾿ άλλο σπίτι. Απομακρύνθηκε ζητώντας συγγνώμη και γύρισε στο σπίτι του ευτυχισμένος, γιατί η ικανοποίηση τής περιέργειάς του είχε αφήσει ανέπαφη την αγάπη του, και γιατί δεν θα τής έδινε με τη ζήλεια του την απόδειξη πως την αγαπούσε υπερβολικά, απόδειξη που όταν προσφέρεται σ᾿ έναν από τούς δύο εραστές, τον απαλλάσσει μια για πάντα απ᾿ το ν᾿ αγαπά περισσότερο. Δεν τής μίλησε γι αυτήν την άτυχη περιπέτεια, ούτε κι ο ίδιος την ξανασκέφτηκε. Ώρες-ώρες όμως, μια κίνηση τής σκέψης του συναντούσε την ανάμνηση. Κι όταν κουβεντιάζοντας με φίλους, ξεχνούσε τη λύπη του, ξαφνικά μια λέξη που τού ᾿λεγαν τον έκανε ν᾿ αλλάζει έκφραση στο πρόσωπο, όπως συμβαίνει σ᾿ έναν τραυματία που κάποιος απρόσεχτος τού αγγίζει το πονεμένο μέλος. Κι όλες οι ηδονικές αναμνήσεις που έπαιρνε μαζί του φεύγοντας από το σπίτι της, ήταν σαν ισάριθμα σκίτσα, "προσχέδια" σαν αυτά που σάς παρουσιάζει ένας διακοσμητής, και που επέτρεπαν στον Σουάν να ᾿χει μιάν ιδέα απ᾿ τις φλογερές ή λιγωμένες στάσεις της, απέναντι στους άλλους.
Το μαρτύριο αυτό γινόταν ακόμα πιο σκληρό, όταν ερχόταν στον Σουάν η ανάμνηση μιας γρήγορης ματιάς που είχε συλλάβει απρόοπτα, πριν λίγες μέρες, και για πρώτη φορά στα μάτια τής Οντέτ. Ήταν μετά το δείπνο στους Βερντυρέν. Είτε γιατί ο Φορσβίλ, επειδή διαισθάνθηκε πως ο Σανιέτ ο γαμπρός του δεν είχε την εύνοια των Βερντυρέν και θέλησε να κάνει επίδειξη μπροστά τους σε βάρος του, είτε γιατί ενοχλήθηκε από μια άστοχη κουβέντα που τού είπε ο Σανιέτ, είτε γιατί γύρευε να διώξει από το σπίτι κάποιον που γνώριζε καλά τον ίδιο, ο Φορσβίλ φέρθηκε στον Σανιέτ με τρόπο τόσο χυδαίο βρίζοντάς τον, που ο δυστυχισμένος αφού ρώτησε την κυρία Βερντυρέν αν έπρεπε να παραμείνει και δεν πήρε απάντηση, αποσύρθηκε τραυλίζοντας με δάκρυα στα μάτια. Η Οντέτ είχε παρακολουθήσει τη σκηνή αυτή με απάθεια, όταν όμως η πόρτα έκλεισε στην πλάτη τού Σανιέτ, η συνηθισμένη έκφραση τού προσώπου της αλλοιώθηκε για να μπορέσει να βρεθεί στην ίδια βαθμίδα ποταπότητας με τον Φορσβίλ, κι έλαμψαν οι κόρες των ματιών της μ᾿ ένα ύπουλο συγχαρητήριο χαμόγελο για την τόλμη του και με ειρωνεία για το θύμα· κι όταν τα μάτια τού Φορσβίλ συνάντησαν αυτό το βλέμμα, νηφάλιος ξαφνικά απ᾿ τον θυμό ή την προσποίηση θυμού που τον ζέσταινε ακόμα, χαμογέλασε και απάντησε:
— «Ας ήταν ευγενικός, ένα καλό μάθημα μπορεί να φανεί χρήσιμο σε κάθε ηλικία».
Ένα απόγευμα η Οντέτ δεν ανοίγει στο Σουάν. Λέει ψέματα για να δικαιολογηθεί, με το ανήσυχο ύφος που ακολουθεί πάντα τις ψευτιές της. Το γράμμα της για τον Φορσβίλ.
Μια μέρα ο Σουάν, σκέφτηκε να πάει στην Οντέτ μια ώρα που δεν πήγαινε ο ίδιος ποτέ στο σπίτι της, μα που ήξερε πως θα βρισκόταν εκεί για τον απογευματινό της ύπνο ή για να γράψει γράμματα πριν απ᾿ την ώρα τού τσαγιού και που θα χαιρόταν να τη συναντήσει για λίγο, χωρίς να την ενοχλήσει. Ο θυρωρός τού είπε πως νόμιζε πως ήταν μέσα χτύπησε το κουδούνι, τού φάνηκε πως άκουσε θόρυβο, πως άκουσε βήματα, αλλά δεν τού άνοιξαν. Ανήσυχος, θυμωμένος, πήγε στο μικρό δρόμο όπου έβλεπε η άλλη όψη τού μεγάρου της και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο τού δωματίου τής Οντέτ· οι κουρτίνες τον εμπόδιζαν να δει χτύπησε με δύναμη τα τζάμια, φώναξε· κανένας δεν άνοιξε. Έφυγε με τη σκέψη πως ίσως να είχε κάνει λάθος νομίζοντας πως άκουσε βήματα· τον απασχολούσε όμως τόσο πολύ το θέμα που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Μιάν ώρα αργότερα ξαναγύρισε. Τη βρήκε· τού είπε πως προηγουμένως, ήταν στο σπίτι της αλλά κοιμόταν· το κουδούνισμα την είχε ξυπνήσει, είχε μαντέψει πως ήταν ο Σουάν, έτρεξε να τον προλάβει, είχε κιόλας φύγει. Είχε ακούσει και το χτύπημα στα τζάμια. Ο Σουάν αναγνώρισε αμέσως στα λεγόμενα της ένα κομμάτι από ένα αληθινό γεγονός, που οι ψεύτες που βρίσκονται σε δυσκολία χαίρονται να τοποθετούν στη σύνθεση τής ψεύτικης ιστορίας που πλάθουν, πιστεύοντας πως μπορεί να δέσει με την αφήγηση και να κρύψει με την αληθοφάνειά του, την Αλήθεια. Μόλις η Οντέτ βρισκόταν απέναντι σ᾿ αυτόν στον οποίο ήθελε να πει ψέμματα, αισθανόταν μια αμηχανία, γύρευε όμως να πει κάτι, και το πρώτο πράγμα που έβρισκε ήταν αυτό που ακριβώς ήθελε να κρύψει, αυτό που επειδή ήταν αληθινό, ήταν το μόνο που είχε μείνει εκεί. «Αυτό τουλάχιστον είναι αλήθεια», σκεφτόταν η Οντέτ, «μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις, θ᾿ αναγνωρίσει πως είναι αλήθεια φυσικά, δε θα ᾿ναι αυτό που θα με προδώσει». Έκανε λάθος, γιατί αυτό ακριβώς την πρόδινε, δεν αντιλαμβανόταν πως η αληθινή αυτή λεπτομέρεια είχε γωνιές που δεν μπορούσαν να ταιριάσουν παρά μόνο με τις συνεχόμενες λεπτομέρειες τού αληθινού γεγονότος, από το οποίο την είχε ξεχωρίσει αυθαίρετα. «Ομολογεί πως μ᾿ άκουσε να χτυπώ το κουδούνι πρώτα, το τζάμι ύστερα και πως νόμισε πως ήμουν εγώ, πως είχε διάθεση να με δει», σκεφτόταν ο Σουάν. «Αλλά αυτό δεν ταιριάζει με το γεγονός πως δεν άνοιξε».
Δεν τής επισήμανε όμως την αντίφαση αυτή, γιατί πίστευε, πως μόνη της η Οντέτ θα δημιουργούσε κάποιο ψέμα που θα ήταν μια μικρή ένδειξη τής αλήθειας· ο Σουάν δεν σταματούσε, μάζευε με μια ευλάβεια άπληστη και οδυνηρή τα λόγια που τού έλεγε και που αισθανόταν πως κρατούσαν συχνά το αποτύπωμα αυτής τής αφάνταστα πολύτιμης πραγματικότητας. Υποπτευόταν βέβαια, πως από μόνες τους οι καθημερινές πράξεις τής Οντέτ δεν είχαν ζωηρό ενδιαφέρον, και πως οι σχέσεις που θα είχε ίσως με άλλους άντρες δεν ήταν φυσικό και απαραίτητο να αποπνέουν για τον καθένα μια αρρωστημένη μελαγχολία. Τότε αντιλαμβανόταν πως αυτό το ενδιαφέρον, αυτή η μελαγχολία, υπήρχαν μόνο μέσα του, σαν μια αρρώστια και όταν αυτή η αρρώστια γιατρευόταν, οι πράξεις τής Οντέτ, τα φιλιά που θα μπορούσε να δώσει, θα ξαναγίνονταν ακίνδυνα, όπως τα φιλιά από τόσες άλλες γυναίκες. Το γεγονός όμως, πως η οδυνηρή περιέργεια που ζούσε ο Σουάν είχε την αιτία της μόνο μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, δεν ήταν σε θέση να τον κάνει να βρίσκει παράλογο το να θεωρεί αυτήν την περιέργεια σημαντική, και να κάνει ό,τι μπορεί για να την ικανοποιήσει. Κι αυτό γιατί ο Σουάν έφτανε σε μιάν ηλικία που η φιλοσοφία της, δεν είναι πια η φιλοσοφία τής νιότης, αλλά μια φιλοσοφία θετική, σχεδόν ιατρική, ανθρώπων που αντί να εξωτερικεύουν τ᾿ αντικείμενα τής εξιδανίκευσης τους, πασχίζουν να ξεδιαλύνουν μέσα στα χρόνια τους που πέρασαν, ένα σταθερό κατάλοιπο απ᾿ συνήθειες κι από πάθη, που να μπορούν να τα θεωρήσουν σα χαρακτηριστικά και μόνιμα και στα οποία, συνειδητά, θα φροντίζουν πρώτα να προσαρμόζεται το είδος τής ζωής που υιοθετούν. Ο Σουάν θεωρούσε σωστό να λογαριάζει στη ζωή του τον πόνο που ᾿νιωθε αγνοώντας τι είχε κάνει η Οντέτ, όπως λογάριαζε και την υποτροπή που ένα υγρό κλίμα προκαλούσε στο έκζεμά του· να προβλέπει στον προϋπολογισμό του διαθέσιμα για να εξασφαλίσει πληροφορίες για το πως περνούσε τις μέρες της η Οντέτ, πληροφορίες που αν δεν τις είχε, θα αισθανόταν δυστυχισμένος, ακριβώς όπως προέβλεπε γι άλλες προτιμήσεις του που θα τού έδιναν ευχαρίστηση, όπως η προτίμησή του για τις συλλογές έργων τέχνης και την καλή κουζίνα.
Όταν θέλησε να την αποχαιρετήσει, η Οντέτ τον παρακάλεσε να μείνει κι άλλο, τον κράτησε μάλιστα με θέρμη, τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα για να φύγει. Δεν έδωσε όμως σημασία, γιατί μέσα στις πολλές χειρονομίες, στις πολλές κουβέντες που γεμίζουν μια συζήτηση, είναι αναπόφευκτο να μάς ξεφεύγουν όσα κρύβουν μια αλήθεια που οι υποψίες μας γυρεύουν στη τύχη, ενώ αντίθετα σταματούμε σ᾿ όσα δεν κρύβουν απολύτως τίποτα. «Τί κρίμα εσύ που δεν έρχεσαι ποτέ το απόγευμα, έτυχε να ᾿ρθεις μια φορά και να μη σε δώ». Ο Σουάν ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν αρκετά ερωτευμένη μαζί του για να αισθάνεται μια τόσο έντονη λύπη, αλλά καθώς ήταν καλή και γινόταν συχνά μελαγχολική όταν τού είχε αντιμιλήσει, θεώρησε φυσικό να ᾿ναι και τώρα λυπημένη επειδή τού στέρησε την ευχαρίστηση να περάσουν μαζί μια ώρα. Είχε ξαναδεί μια τέτοια μελαγχολία στο πρόσωπό της, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε. Καί ξαφνικά θυμήθηκε: όταν η Οντέτ είχε πει ψέματα, μιλώντας στην κυρία Βερντυρέν την επομένη τού δείπνου στο οποίο δεν είχε πάει με την πρόφαση πως ήταν άρρωστη, αλλά στην πραγματικότητα για να μείνει με τον Σουάν. Βέβαια και αν ακόμα ήταν η πιο ευσυνείδητη γυναίκα, δε θα μπορούσε να ᾿χει τύψεις για ένα τόσο αθώο ψέμα. Αλλά τα ψέματα τής Οντέτ ήταν λιγότερα αθώα και τα χρησιμοποιούσε για να αποτρέψει αποκαλύψεις, που θα μπορούσαν να τής δημιουργήσουν δυσκολίες. Γι αυτό όταν έλεγε ψέματα, φοβισμένη, γιατί αισθανόταν αδύναμη ν᾿ αμυνθεί με επιτυχία, είχε τη διάθεση να κλάψει από κούραση, όπως μερικά παιδιά που δεν έχουν κοιμηθεί. Ακόμα ήξερε πως το ψέμα της έθιγε συνήθως βαρειά τον άντρα στον οποίο το έλεγε, και πως θα βρισκόταν στο έλεός του, αν έλεγε ψέματα χωρίς επιτηδειότητα. Κι όταν είχε να πει ένα ασήμαντο και κοσμικό ψέμα, με το συνειρμό των αισθήσεων και των αναμνήσεων, ένιωθε την αδιαθεσία μιας κόπωσης και τη μεταμέλεια για μια κακία.
Ποιό εξευτελιστικό ψέμα καλλιεργούσε απέναντι στον Σουάν, για να κρατά αυτό το πονεμένο βλέμμα, αυτή την κλαψιάρικη φωνή που φαίνονταν να λυγίζουν κάτω απ᾿ την προσπάθεια που επέβαλλε στον εαυτό της, και να γυρεύουν συγχώρεση; Ο Σουάν σκέφτηκε πως ίσως προσπαθούσε να τού κρύψει όχι μόνο την αλήθεια για το απογευματινό επεισόδιο, αλλά και για κάτι που δεν είχε συμβεί ακόμα, αλλά που θα μπορούσε να συμβεί σύντομα και που θα μπορούσε να τον διαφωτίσει πάνω στην αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή άκουσε το κουδούνι να κτυπά. Η Οντέτ δεν έπαψε να μιλά, αλλά τα λόγια της είχαν κάτι από κλάμα: η λύπη της, που δεν μπόρεσε να δει τον Σουάν τ᾿ απόγευμα, που δεν τού άνοιξε, είχε γίνει μια πραγματική απόγνωση.
Ακούστηκε η εξώπορτα να ξανακλείνει κι ο θόρυβος ενός αμαξιού, σα να ξανάφευγε κάποιος, πιθανότατα ένα πρόσωπο που ο Σουάν δεν έπρεπε να συναντήσει, στον οποίο θα είχαν πει πως η Οντέτ ήταν έξω. Τότε, καθώς σκέφτηκε πως μόνο που ήρθε σε ώρα που δεν το συνήθιζε, είχε διαταράξει τόσα πράγματα που δεν ήθελε η Οντέτ να τα γνωρίζει, ένιωσε ένα αίσθημα αποθάρρυνσης, σχεδόν απελπισίας. Επειδή όμως αγαπούσε την Οντέτ, τον οίκτο που θα μπορούσε να νιώσει για τον εαυτό του, τον ένιωσε για εκείνη και ψιθύρισε «καημενούλα». Την ώρα που έφευγε η Οντέτ τον ρώτησε αν μπορούσε να τής ταχυδρομήσει κάποια γράμματα. Τα πήρε μαζί του. Όλα τα γράμματα ήταν για διάφορους προμηθευτές, εκτός από ένα που ήταν για το Φορσβίλ. Κρατούσε το γράμμα στο χέρι του. Σκεφτόταν: «Αν έβλεπα τι γράφει, θα ήξερα πως τον αποκαλεί, πως τού μιλά, αν υπάρχει κάτι μεταξύ τους. Ίσως μάλιστα αν δεν το κοιτάξω να φερθώ με απρέπεια απέναντι στην Οντέτ, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για ν᾿ απαλλαγώ από μιάν υποψία ίσως συκοφαντική και που τίποτα δεν θα μπορούσε πια να διαλύσει αν φύγει το γράμμα».
Γύρισε στο σπίτι του από το ταχυδρομείο αλλά είχε κρατήσει το γράμμα αυτό. Άναψε ένα κερί και πλησίασε το φάκελλο που δεν είχε τολμήσει να ανοίξει. Στη αρχή μπόρεσε από τη διαφάνειά του να διαβάσει τα τελευταία λόγια. Ήταν μια φράση πολύ ψυχρή. Αν αντί να κοιτάζει ο ίδιος ένα γράμμα για τον Φορσβίλ, ήταν ο Φορσβίλ που κοίταζε ένα γράμμα για τον Σουάν, θα μπορούσε να δει λέξεις πιο τρυφερές. Κάνοντας την κάρτα να γλιστρήσει με τον αντίχειρά του, έφερε διαδοχικά τις γραμμές τού κειμένου κάτω από το τμήμα τού φάκελου που δεν ήταν ντουμπλαρισμένο, το μόνο σημείο απ᾿ το οποίο μπορούσε να διαβάσει.
Καί πάλι όμως δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά. Δεν είχε άλλωστε αυτό σημασία, γιατί είχε δει αρκετά για να καταλάβει πως ήταν κάτι ασήμαντο και που δε είχε να κάνει με ερωτικές σχέσεις αναφερόταν σ᾿ ένα θείο τής Οντέτ. Ο Σουάν είχε διαβάσει στην αρχή τής γραμμής: «Είχα δίκιο», αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει δικαιολογημένα η Οντέτ, όταν ξαφνικά φάνηκε μια λέξη που δεν μπορούσε να διαβάσει στην αρχή, και φώτισε το νόημα ολόκληρης τής φράσης: «είχα δίκιο που άνοιξα, ήταν ο θείος μου». Που άνοιξε! Επομένως ο Φορσβίλ ήταν εκεί νωρίτερα, όταν ο Σουάν χτύπησε το κουδούνι και τον είχε διώξει, κι έτσι εξηγούνταν ο θόρυβος που ᾿χε ακούσει.
Τότε διάβασε ολόκληρο το γράμμα στο τέλος ζητούσε συγγνώμη που τού φέρθηκε μ᾿ αυτόν τον τρόπο και τού ᾿λεγε πως είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του, την ίδια φράση που ᾿χε γράψει και στον Σουάν σε μια από τις πρώτες του επισκέψεις. Για τον Σουάν όμως είχε προσθέσει: «Ας ήταν να ᾿χατε αφήσει και την καρδιά σας, δεν θα σάς είχα επιτρέψει να την ξαναπάρετε». Για τον Φορσβίλ τίποτα παρόμοιο: καμιά αναφορά που ν᾿ αφήνει να υποψιαστεί ένα δεσμό μεταξύ τους. Γιατί αλήθεια, στην υπόθεση αυτή ο Φορσβίλ ήταν πιο απατημένος από τον ίδιο, αφού η Οντέτ τού έγραφε για να τον κάνει να πιστέψει πως ο επισκέπτης ήταν ο θείος της. Στο βάθος ήταν αυτός ο Σουάν στον οποίο έδινε σημασία και που για χατίρι του είχε διώξει τον άλλο. Κι όμως, αν δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσα στην Οντέτ και στον Φορσβίλ, γιατί δεν άνοιξε αμέσως, γιατί να πει: «Καλά έκανα κι άνοιξα, ήταν ο θείος μου»; Αν δεν έκανε τίποτα τη στιγμή εκείνη, πως μπορούσε ο Φορσβίλ να εξηγήσει πως ήταν δυνατόν να μην ανοίξει; Ο Σουάν στεκόταν εκεί, απελπισμένος, ταραγμένος κι όμως ευτυχισμένος, μπροστά σ᾿ αυτό το φάκελλο που η Οντέτ τού είχε δώσει χωρίς φόβο, τόσο ήταν απόλυτη η εμπιστοσύνη στην ευπρέπειά του. Ύστερα η ζήλεια του χαιρόταν, θαρρείς κι η ζήλεια αυτή είχε μιάν ανεξάρτητη ζωτικότητα, εγωιστική κι άπληστη για ό,τι θα μπορούσε να την θρέψει, ακόμα και σε βάρος τού ίδιου τού εαυτού του. Τώρα η ζήλεια του έβρισκε τροφή κι ο Σουάν θα μπορούσε να ανησυχεί κάθε μέρα για τις επισκέψεις που η Οντέτ είχε δεχτεί γύρω στις τρείς, να γυρεύει να μάθει που βρισκόταν ο Φορσβίλ την ώρα αυτή, ζήλεια από την οποία τον είχε προστατέψει μέχρι τώρα τόσο η άγνοια για το πως γέμιζε τις ώρες της η Οντέτ, όσο και η διανοητική τεμπελιά που τον εμπόδιζε να υποκαθιστά την άγνοια με τη φαντασία.
Δεν τής επισήμανε όμως την αντίφαση αυτή, γιατί πίστευε, πως μόνη της η Οντέτ θα δημιουργούσε κάποιο ψέμα που θα ήταν μια μικρή ένδειξη τής αλήθειας· ο Σουάν δεν σταματούσε, μάζευε με μια ευλάβεια άπληστη και οδυνηρή τα λόγια που τού έλεγε και που αισθανόταν πως κρατούσαν συχνά το αποτύπωμα αυτής τής αφάνταστα πολύτιμης πραγματικότητας. Υποπτευόταν βέβαια, πως από μόνες τους οι καθημερινές πράξεις τής Οντέτ δεν είχαν ζωηρό ενδιαφέρον, και πως οι σχέσεις που θα είχε ίσως με άλλους άντρες δεν ήταν φυσικό και απαραίτητο να αποπνέουν για τον καθένα μια αρρωστημένη μελαγχολία. Τότε αντιλαμβανόταν πως αυτό το ενδιαφέρον, αυτή η μελαγχολία, υπήρχαν μόνο μέσα του, σαν μια αρρώστια και όταν αυτή η αρρώστια γιατρευόταν, οι πράξεις τής Οντέτ, τα φιλιά που θα μπορούσε να δώσει, θα ξαναγίνονταν ακίνδυνα, όπως τα φιλιά από τόσες άλλες γυναίκες. Το γεγονός όμως, πως η οδυνηρή περιέργεια που ζούσε ο Σουάν είχε την αιτία της μόνο μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, δεν ήταν σε θέση να τον κάνει να βρίσκει παράλογο το να θεωρεί αυτήν την περιέργεια σημαντική, και να κάνει ό,τι μπορεί για να την ικανοποιήσει. Κι αυτό γιατί ο Σουάν έφτανε σε μιάν ηλικία που η φιλοσοφία της, δεν είναι πια η φιλοσοφία τής νιότης, αλλά μια φιλοσοφία θετική, σχεδόν ιατρική, ανθρώπων που αντί να εξωτερικεύουν τ᾿ αντικείμενα τής εξιδανίκευσης τους, πασχίζουν να ξεδιαλύνουν μέσα στα χρόνια τους που πέρασαν, ένα σταθερό κατάλοιπο απ᾿ συνήθειες κι από πάθη, που να μπορούν να τα θεωρήσουν σα χαρακτηριστικά και μόνιμα και στα οποία, συνειδητά, θα φροντίζουν πρώτα να προσαρμόζεται το είδος τής ζωής που υιοθετούν. Ο Σουάν θεωρούσε σωστό να λογαριάζει στη ζωή του τον πόνο που ᾿νιωθε αγνοώντας τι είχε κάνει η Οντέτ, όπως λογάριαζε και την υποτροπή που ένα υγρό κλίμα προκαλούσε στο έκζεμά του· να προβλέπει στον προϋπολογισμό του διαθέσιμα για να εξασφαλίσει πληροφορίες για το πως περνούσε τις μέρες της η Οντέτ, πληροφορίες που αν δεν τις είχε, θα αισθανόταν δυστυχισμένος, ακριβώς όπως προέβλεπε γι άλλες προτιμήσεις του που θα τού έδιναν ευχαρίστηση, όπως η προτίμησή του για τις συλλογές έργων τέχνης και την καλή κουζίνα.
Όταν θέλησε να την αποχαιρετήσει, η Οντέτ τον παρακάλεσε να μείνει κι άλλο, τον κράτησε μάλιστα με θέρμη, τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα για να φύγει. Δεν έδωσε όμως σημασία, γιατί μέσα στις πολλές χειρονομίες, στις πολλές κουβέντες που γεμίζουν μια συζήτηση, είναι αναπόφευκτο να μάς ξεφεύγουν όσα κρύβουν μια αλήθεια που οι υποψίες μας γυρεύουν στη τύχη, ενώ αντίθετα σταματούμε σ᾿ όσα δεν κρύβουν απολύτως τίποτα. «Τί κρίμα εσύ που δεν έρχεσαι ποτέ το απόγευμα, έτυχε να ᾿ρθεις μια φορά και να μη σε δώ». Ο Σουάν ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν αρκετά ερωτευμένη μαζί του για να αισθάνεται μια τόσο έντονη λύπη, αλλά καθώς ήταν καλή και γινόταν συχνά μελαγχολική όταν τού είχε αντιμιλήσει, θεώρησε φυσικό να ᾿ναι και τώρα λυπημένη επειδή τού στέρησε την ευχαρίστηση να περάσουν μαζί μια ώρα. Είχε ξαναδεί μια τέτοια μελαγχολία στο πρόσωπό της, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε. Καί ξαφνικά θυμήθηκε: όταν η Οντέτ είχε πει ψέματα, μιλώντας στην κυρία Βερντυρέν την επομένη τού δείπνου στο οποίο δεν είχε πάει με την πρόφαση πως ήταν άρρωστη, αλλά στην πραγματικότητα για να μείνει με τον Σουάν. Βέβαια και αν ακόμα ήταν η πιο ευσυνείδητη γυναίκα, δε θα μπορούσε να ᾿χει τύψεις για ένα τόσο αθώο ψέμα. Αλλά τα ψέματα τής Οντέτ ήταν λιγότερα αθώα και τα χρησιμοποιούσε για να αποτρέψει αποκαλύψεις, που θα μπορούσαν να τής δημιουργήσουν δυσκολίες. Γι αυτό όταν έλεγε ψέματα, φοβισμένη, γιατί αισθανόταν αδύναμη ν᾿ αμυνθεί με επιτυχία, είχε τη διάθεση να κλάψει από κούραση, όπως μερικά παιδιά που δεν έχουν κοιμηθεί. Ακόμα ήξερε πως το ψέμα της έθιγε συνήθως βαρειά τον άντρα στον οποίο το έλεγε, και πως θα βρισκόταν στο έλεός του, αν έλεγε ψέματα χωρίς επιτηδειότητα. Κι όταν είχε να πει ένα ασήμαντο και κοσμικό ψέμα, με το συνειρμό των αισθήσεων και των αναμνήσεων, ένιωθε την αδιαθεσία μιας κόπωσης και τη μεταμέλεια για μια κακία.
Ποιό εξευτελιστικό ψέμα καλλιεργούσε απέναντι στον Σουάν, για να κρατά αυτό το πονεμένο βλέμμα, αυτή την κλαψιάρικη φωνή που φαίνονταν να λυγίζουν κάτω απ᾿ την προσπάθεια που επέβαλλε στον εαυτό της, και να γυρεύουν συγχώρεση; Ο Σουάν σκέφτηκε πως ίσως προσπαθούσε να τού κρύψει όχι μόνο την αλήθεια για το απογευματινό επεισόδιο, αλλά και για κάτι που δεν είχε συμβεί ακόμα, αλλά που θα μπορούσε να συμβεί σύντομα και που θα μπορούσε να τον διαφωτίσει πάνω στην αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή άκουσε το κουδούνι να κτυπά. Η Οντέτ δεν έπαψε να μιλά, αλλά τα λόγια της είχαν κάτι από κλάμα: η λύπη της, που δεν μπόρεσε να δει τον Σουάν τ᾿ απόγευμα, που δεν τού άνοιξε, είχε γίνει μια πραγματική απόγνωση.
Ακούστηκε η εξώπορτα να ξανακλείνει κι ο θόρυβος ενός αμαξιού, σα να ξανάφευγε κάποιος, πιθανότατα ένα πρόσωπο που ο Σουάν δεν έπρεπε να συναντήσει, στον οποίο θα είχαν πει πως η Οντέτ ήταν έξω. Τότε, καθώς σκέφτηκε πως μόνο που ήρθε σε ώρα που δεν το συνήθιζε, είχε διαταράξει τόσα πράγματα που δεν ήθελε η Οντέτ να τα γνωρίζει, ένιωσε ένα αίσθημα αποθάρρυνσης, σχεδόν απελπισίας. Επειδή όμως αγαπούσε την Οντέτ, τον οίκτο που θα μπορούσε να νιώσει για τον εαυτό του, τον ένιωσε για εκείνη και ψιθύρισε «καημενούλα». Την ώρα που έφευγε η Οντέτ τον ρώτησε αν μπορούσε να τής ταχυδρομήσει κάποια γράμματα. Τα πήρε μαζί του. Όλα τα γράμματα ήταν για διάφορους προμηθευτές, εκτός από ένα που ήταν για το Φορσβίλ. Κρατούσε το γράμμα στο χέρι του. Σκεφτόταν: «Αν έβλεπα τι γράφει, θα ήξερα πως τον αποκαλεί, πως τού μιλά, αν υπάρχει κάτι μεταξύ τους. Ίσως μάλιστα αν δεν το κοιτάξω να φερθώ με απρέπεια απέναντι στην Οντέτ, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για ν᾿ απαλλαγώ από μιάν υποψία ίσως συκοφαντική και που τίποτα δεν θα μπορούσε πια να διαλύσει αν φύγει το γράμμα».
Γύρισε στο σπίτι του από το ταχυδρομείο αλλά είχε κρατήσει το γράμμα αυτό. Άναψε ένα κερί και πλησίασε το φάκελλο που δεν είχε τολμήσει να ανοίξει. Στη αρχή μπόρεσε από τη διαφάνειά του να διαβάσει τα τελευταία λόγια. Ήταν μια φράση πολύ ψυχρή. Αν αντί να κοιτάζει ο ίδιος ένα γράμμα για τον Φορσβίλ, ήταν ο Φορσβίλ που κοίταζε ένα γράμμα για τον Σουάν, θα μπορούσε να δει λέξεις πιο τρυφερές. Κάνοντας την κάρτα να γλιστρήσει με τον αντίχειρά του, έφερε διαδοχικά τις γραμμές τού κειμένου κάτω από το τμήμα τού φάκελου που δεν ήταν ντουμπλαρισμένο, το μόνο σημείο απ᾿ το οποίο μπορούσε να διαβάσει.
Καί πάλι όμως δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά. Δεν είχε άλλωστε αυτό σημασία, γιατί είχε δει αρκετά για να καταλάβει πως ήταν κάτι ασήμαντο και που δε είχε να κάνει με ερωτικές σχέσεις αναφερόταν σ᾿ ένα θείο τής Οντέτ. Ο Σουάν είχε διαβάσει στην αρχή τής γραμμής: «Είχα δίκιο», αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει δικαιολογημένα η Οντέτ, όταν ξαφνικά φάνηκε μια λέξη που δεν μπορούσε να διαβάσει στην αρχή, και φώτισε το νόημα ολόκληρης τής φράσης: «είχα δίκιο που άνοιξα, ήταν ο θείος μου». Που άνοιξε! Επομένως ο Φορσβίλ ήταν εκεί νωρίτερα, όταν ο Σουάν χτύπησε το κουδούνι και τον είχε διώξει, κι έτσι εξηγούνταν ο θόρυβος που ᾿χε ακούσει.
Τότε διάβασε ολόκληρο το γράμμα στο τέλος ζητούσε συγγνώμη που τού φέρθηκε μ᾿ αυτόν τον τρόπο και τού ᾿λεγε πως είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του, την ίδια φράση που ᾿χε γράψει και στον Σουάν σε μια από τις πρώτες του επισκέψεις. Για τον Σουάν όμως είχε προσθέσει: «Ας ήταν να ᾿χατε αφήσει και την καρδιά σας, δεν θα σάς είχα επιτρέψει να την ξαναπάρετε». Για τον Φορσβίλ τίποτα παρόμοιο: καμιά αναφορά που ν᾿ αφήνει να υποψιαστεί ένα δεσμό μεταξύ τους. Γιατί αλήθεια, στην υπόθεση αυτή ο Φορσβίλ ήταν πιο απατημένος από τον ίδιο, αφού η Οντέτ τού έγραφε για να τον κάνει να πιστέψει πως ο επισκέπτης ήταν ο θείος της. Στο βάθος ήταν αυτός ο Σουάν στον οποίο έδινε σημασία και που για χατίρι του είχε διώξει τον άλλο. Κι όμως, αν δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσα στην Οντέτ και στον Φορσβίλ, γιατί δεν άνοιξε αμέσως, γιατί να πει: «Καλά έκανα κι άνοιξα, ήταν ο θείος μου»; Αν δεν έκανε τίποτα τη στιγμή εκείνη, πως μπορούσε ο Φορσβίλ να εξηγήσει πως ήταν δυνατόν να μην ανοίξει; Ο Σουάν στεκόταν εκεί, απελπισμένος, ταραγμένος κι όμως ευτυχισμένος, μπροστά σ᾿ αυτό το φάκελλο που η Οντέτ τού είχε δώσει χωρίς φόβο, τόσο ήταν απόλυτη η εμπιστοσύνη στην ευπρέπειά του. Ύστερα η ζήλεια του χαιρόταν, θαρρείς κι η ζήλεια αυτή είχε μιάν ανεξάρτητη ζωτικότητα, εγωιστική κι άπληστη για ό,τι θα μπορούσε να την θρέψει, ακόμα και σε βάρος τού ίδιου τού εαυτού του. Τώρα η ζήλεια του έβρισκε τροφή κι ο Σουάν θα μπορούσε να ανησυχεί κάθε μέρα για τις επισκέψεις που η Οντέτ είχε δεχτεί γύρω στις τρείς, να γυρεύει να μάθει που βρισκόταν ο Φορσβίλ την ώρα αυτή, ζήλεια από την οποία τον είχε προστατέψει μέχρι τώρα τόσο η άγνοια για το πως γέμιζε τις ώρες της η Οντέτ, όσο και η διανοητική τεμπελιά που τον εμπόδιζε να υποκαθιστά την άγνοια με τη φαντασία.
Οι Βερντυρέν οργανώνουν χωρίς τον Σουάν, μια εκδρομή.
Ένα μήνα ύστερα από τη μέρα που ᾿χε διαβάσει το γράμμα τής Οντέτ για τον Φορσβίλ, ο Σουάν πήγε σ᾿ ένα δείπνο που παραθέτανε οι Βερντυρέν στο Δάσος. Τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να φύγουν, παρατήρησε κρυφές συνεννοήσεις ανάμεσα στην κυρία Βερντυρέν και σ᾿ αρκετούς καλεσμένους και τού φάνηκε πως ξαναθύμιζαν στον πιανίστα να πάει την άλλη μέρα σε μια εκδρομή στο Σατού [1] . Όμως αυτός, ο Σουάν δεν είχε προσκληθεί. Οι Βερντυρέν είχαν μιλήσει μόνο χαμηλόφωνα και με ασάφεια, αλλ᾿ ο ζωγράφος, αφηρημένος, φώναξε:
«Θα πρέπει να μην έχουμε φωτισμό και να παίξει τη σονάτα "Υπό το σεληνόφως [2] " στο σκοτάδι, για να φωτιστούν καλύτερα τα πάντα».
Η κυρία Βερντυρέν, βλέποντας πως ο Σουάν στεκόταν δυο βήματα πιο πέρα, πήρε εκείνη την έκφραση όπου η επιθυμία να κάνει να σωπάσει αυτόν που μιλά και να κρατήσει ένα αθώο ύφος απέναντι σ᾿ αυτόν που ακούει, συμπυκνώνεται σ᾿ ένα βλέμμα έντονα ανέκφραστο. Έκφραση τέλος πάντων, κοινή για όσους αντιλαμβάνονται μια γκάφα, που την αποκαλύπτει αμέσως, αν όχι σ᾿ αυτούς που την κάνουν, τουλάχιστον σ᾿ εκείνον που είναι το αντικείμενό της. Η Οντέτ πήρε ξαφνικά το ύφος μιας απελπισμένης κι ο Σουάν μετρούσε ανήσυχα τα λεπτά που τον χώριζαν απ᾿ τη στιγμή, που φεύγοντας απ᾿ το εστιατόριο στην επιστροφή μαζί της, θα μπορούσε να τής ζητήσει εξηγήσεις, θα μπορούσε να εξασφαλίσει πως δε θα πήγαινε η ίδια την άλλη μέρα στο Σατού ή πως θα φρόντιζε να τον καλέσουν μαζί της. Η κυρία Βερντυρέν είπε στον Σουάν:
— «Λοιπόν αντίο, θα σάς ξαναδούμε σύντομα, δεν είναι έτσι;», προσπαθώντας με την ευγένεια τού βλέμματος και την επιβολή τού χαμόγελου, να τον εμποδίσει να σκεφτεί πως δεν τού έλεγε όπως θα τού είχε πει άλλοτε: «Αύριο στο Σατού και μεθαύριο στο σπίτι μου».
Οι Βερντυρέν πήραν τον Φορσβίλ στ᾿ αμάξι τους, ενώ ο Σουάν περίμενε να ξεκινήσει το δικό τους για να πάρει την Οντέτ μαζί του.
— «Οντέτ, θα σάς πάμε σπίτι σας», είπε η κυρία Βερντυρέν, «έχουμε μια θεσούλα για σάς, κοντά στον κύριο Φορσβίλ».
— «Ναι κυρία Βερντυρέν», απάντησε η Οντέτ.
— «Πως; Μα νόμιζα πως θα σάς συνόδευα», αναφώνησε ο Σουάν, χωρίς να μασά τα λόγια του, γιατί δεν μπορούσε να επιστρέψει χωρίς την Οντέτ στην κατάσταση που βρισκόταν.
— «Μα, η κυρία Βερντυρέν με παρακάλεσε...».
— «Μα επιτέλους, μπορείτε να επιστρέψετε μόνος, σάς την αφήσαμε τόσες φορές» είπε η κυρία Βερντυρέν.
— «Μα είχα να πω κάτι σημαντικό στην κυρία».
— «Έ λοιπόν, θα τής το γράψετε!»
— «Αντίο» τού είπε η Οντέτ, τείνοντάς του το χέρι.
Προσπάθησε να χαμογελάσει, το ύφος του όμως ήταν εξουθενωμένο.
— «Πρόσεξες τις ελευθερίες που παίρνει ο Σουάν στους τρόπους του απέναντί μας;» είπε η κυρία Βερντυρέν στον άντρα της, όταν επιστρέψανε. «Λες και ήθελε να με φάει επειδή πήραμε την Οντέτ μαζί μας. Τί απρέπεια αλήθεια! Αν το πιστεύει, ας το πει ξεκάθαρα πως το σπίτι μας είναι σπίτι για ραντεβού! Δεν μπορώ να καταλάβω πως ανέχεται τέτοιους τρόπους η Οντέτ. Είναι σα να τής λέει: "μού ανήκετε". Θα πω στην Οντέτ τη γνώμη μου ελπίζω να καταλάβει».
Καί πρόσθεσε λίγο αργότερα με θυμό:
— «Όχι! Μα για κοίτα το βρωμερό ζώο!» χρησιμοποιώντας — χωρίς να το καταλάβει, κι ίσως υπακούοντας στην ίδια σκοτεινή ανάγκη να δικαιολογηθεί, όπως η Φρανσουάζ στο Κομπραί όταν το κοτόπουλο δεν ήθελε να πεθάνει — τα λόγια που φέρνουν στο στόμα τού χωρικού που προσπαθεί να το σφάξει, τα τελευταία σκιρτήματα ενός άκακου ζώου που πεθαίνει.
Ο αμαξάς κοίταξε τον Σουάν και τον ρώτησε μήπως ήταν άρρωστος ή μήπως τού συνέβη κανένα κακό.
Ο Σουάν τού είπε να φύγει, ήθελε να περπατήσει και γύρισε με τα πόδια μες απ᾿ το Δάσος. Μιλούσε μόνος, δυνατά, και με τον ίδιο τόνο, τον κάπως ψεύτικο που είχε χρησιμοποιήσει ως τώρα, για να απαριθμήσει τις χάρες τού μικρού πυρήνα και για να εκθειάσει τη μεγαλοψυχία των Βερντυρέν. Αλλά με τον ίδιο τρόπο που τα λόγια, τα χαμόγελα, τα φιλιά τής Οντέτ, όταν απευθύνονταν σε άλλους γίνονταν τόσο μισητά, όσο γλυκά όταν απευθύνονταν στον ίδιο, έτσι και το σαλόνι των Βερντυρέν, που πριν από λίγο τού φαινόταν διασκεδαστικό, με την πνοή τής πραγματικής αγάπης για την τέχνη κι ακόμα μ᾿ ένα είδος ηθικής ευγένειας, τώρα που η Οντέτ συναντούσε εκεί κάποιον άλλον και θα τον αγαπούσε ελεύθερα, το σαλόνι αυτό τού αποκάλυπτε τις γελοιότητές του, τη βλακεία του, την ατιμία του.
Φανταζόταν με αηδία την αυριανή βραδιά στο Σατού. «Καί πρώτα απ᾿ όλα, τι ιδέα να πάνε στο Σατού! Σαν τούς ψιλικατζήδες, που μόλις κλείσανε το μαγαζί τους! Αλήθεια οι άνθρωποι αυτοί είναι ανυπέρβλητοι στη μικροαστική νοοτροπία τους, δε θα πρέπει να υπάρχουν πραγματικά, πρέπει να βγήκαν από το θέατρο τού Λαμπίς [3] »!
Θα βρίσκονταν εκεί οι Κοττάρ, ίσως ο Μπρισώ. «Πόσο είναι γελοία αυτή η ζωή των τιποτένιων, που ζουν ο ένας πάνω στον άλλο, και που μα την αλήθεια, θα νόμιζαν πως είναι χαμένοι αν δεν ξαναβρίσκονταν αύριο όλοι μαζί στο Σατού». Αλλοίμονο, θα είναι εκεί και ο ζωγράφος, ο ζωγράφος που τού αρέσει "να κάνει συνοικέσια", που θα καλούσε τον Φορσβίλ να πάει με την Οντέτ στο εργαστήρι του. Έβλεπε την Οντέτ με μια τουαλέτα υπερβολικά "αμπιγιέ" γι αυτή την εκδρομή, «γιατί είναι τόσο κοινή και κυρίως, το καημένο το κορίτσι, τόσο κουτή!».
Άκουγε τ᾿ αστεία που θα ᾿κανε η κυρία Βερντυρέν μετά το δείπνο, τ᾿ αστεία που όποιον πληχτικό κι αν έπαιρναν για στόχο, τον διασκέδαζαν πάντα, γιατί έβλεπε την Οντέτ να γελά, να γελά κοντά του, να γελά μέσα του. Τώρα φανταζόταν πως ίσως να έκαναν την Οντέτ να γελά σε βάρος του. «Τί βρωμερή ευθυμία!» έλεγε δίνοντας στο στόμα του μια έκφραση αηδίας τόσο έντονη, που ένιωθε ο ίδιος τη μυϊκή αίσθηση τού μορφασμού του, στο λαιμό. «Προσπάθησα ειλικρινά να βγάλω την Οντέτ από κει και να την ανεβάσω σε μια ατμόσφαιρα πιο εξευγενισμένη και πιο αγνή. Μα η ανθρώπινη υπομονή έχει τα όριά της κι η δική μου έφτασε στο τέρμα της», έλεγε μέσα του, λες κι αυτή η αποστολή για ν᾿ αποσπάσει την Οντέτ απ᾿ την ατμόσφαιρα τού χαμηλού ήταν παλιά κι όχι γεννημένη μόλις πριν από λίγο, και λες και δεν είχε αναλάβει αυτήν την αποστολή μόνο από τη στιγμή που πίστευε πως οι σαρκασμοί είχαν ίσως τον ίδιο για στόχο και προσπαθούσαν να τού αποσπάσουν την Οντέτ.
Έβλεπε τον πιανίστα έτοιμο να παίξει τη σονάτα "Υπό το σεληνόφως", και τούς μορφασμούς τής κυρίας Βερντυρέν πως φοβάται τάχα το κακό που θα προκαλούσε στα νεύρα της, η μουσική τού Μπετόβεν: «Ηλίθια, ψεύτρα!», φώναξε, «και νομίζει αυτή πως αγαπά την τέχνη!». Θα έλεγε αυτή στην Οντέτ, όπως το ᾿χε κάνει συχνά για τον ίδιο: «Θα κάνετε μια θεσούλα κοντά σας για τον κύριο ντέ Φορσβίλ στο σκοτάδι! η μαστροπός, η προαγωγός!». "Προαγωγός", ήταν και τ᾿ όνομα που ᾿δινε στη μουσική, που θα τούς καλούσε να σωπάσουν, να ονειρευτούν μαζί, να κοιταχτούν, να πιάσει ο ένας το χέρι τού άλλου. Δικαιολογούσε την αυστηρότητα τού Πλάτωνα, τού Μποσσουέ [4] και τής παλιάς γαλλικής αγωγής απέναντι στις τέχνες.
Τελικά η ζωή που ζούσαν στους Βερντυρέν και που τόσο συχνά την είχε ονομάσει "η αληθινή ζωή", τού φαινόταν η χειρότερη από όλες, κι ο μικρός πυρήνας τους το χειρότερο περιβάλλον. «Είναι πραγματικά», έλεγε, «ό,τι υπάρχει πιο χαμηλό στην κοινωνική κλίμακα, ο τελευταίος κύκλος τής "Κόλασης" τού Δάντη. Χωρίς αμφιβολία το σεπτό αυτό κείμενο αναφέρεται στους Βερντυρέν! Στο βάθος, πόσο δείχνουν την αληθινή τους φρονιμάδα οι άνθρωποι τού καλού κόσμου που μπορείς βέβαια να τούς ψέγεις, αλλά διαφέρουν οπωσδήποτε απ᾿ αυτές τις συμμορίες, τούς αλήτες, όταν αρνούνται να τούς γνωρίσουν. "Βερντυρέν"! Τί όνομα! Α, μπορείς να πεις πως τα χουν όλα, πως είναι θαυμάσιοι στο είδος τους! Καιρός ήταν να πάψει η συγκαταβατικότητά μου, απέναντι σ᾿ αυτές τις βρώμες».
Αλλά, όπως οι αρετές που απέδιδε πριν από λίγο ακόμα στους Βερντυρέν — ακόμα κι αν τις είχαν πραγματικά — δεν θα ήταν αρκετές από μόνες τους να προκαλέσουν τη μέθη, μέσα στην οποία τον συγκινούσε η μεγαλοψυχία τους, μέθη που δεν μπορούσε να προέλθει παρά μόνο από την Οντέτ, έτσι και η ανηθικότητα — ακόμα κι αν ήταν πραγματική — που ανακάλυπτε σήμερα στους Βερντυρέν, θα ήταν αδύναμη να προκαλέσει το ξέσπασμα τής οργής του, αν δεν είχαν καλέσει την Οντέτ και το Φορσβίλ, χωρίς τον ίδιο. Καί δίχως άλλο, η φωνή τού Σουάν ήταν πιο διορατική από τον ίδιο, θαρρείς και οι λέξεις αυτές είχαν διαλεχτεί περισσότερο για να κορέσουν το θυμό του, παρά για να εκφράσουν τη σκέψη του. Γιατί η σκέψη του, όσο εκείνος κατέφευγε σ᾿ αυτές τις λοιδορίες σε τόνο προσποιητό, ήταν πιθανότατα χωρίς να το νιώθει ο ίδιος, απασχολημένη με κάτι τελείως διαφορετικό, γιατί μόλις γύρισε στο σπίτι του, βγήκε πάλι έξω φωνάζοντας αυτή τη φορά με το φυσικό τόνο τής φωνής του: «Νομίζω πως βρήκα τον τρόπο να με καλέσουν αύριο στο δείπνο στο Σατού». Ο τρόπος όμως δεν ήταν φαίνεται ο κατάλληλος, γιατί τελικά δεν πέτυχε να τον καλέσουν.
Ο γιατρός Κοττάρ που δεν είχε πάει στο Σατού, είπε την επομένη αυτού τού δείπνου, καθώς ετοιμαζόταν να καθίσει στο τραπέζι τους:
— «Μα, δε θα δούμε τον κύριο Σουάν απόψε; Είναι αυτό που ονομάζουν ένας προσωπικός φίλος τού...»
— «Ελπίζω όχι!», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «Ο θεός να μάς φυλάει απ᾿ αυτόν, είναι αφόρητος, και κακοαναθρεμμένος».
Ο Κοττάρ, ύστερα απ᾿ αυτά τα λόγια, έδειξε ταυτόχρονα την έκπληξη και τη υποταγή του, σα να βρισκόταν μπροστά σε μιάν αλήθεια αντίθετη σ᾿ ό,τι είχε πιστέψει ως τότε, όμως προφανώς αναμφισβήτητη και μ᾿ ένα συγκινημένο και φοβισμένο ύφος, έχωσε τη μύτη του στο πιάτο και περιορίστηκε ν᾿ απαντήσει:« Α! Α! Α! Α! Α! Α!» διασχίζοντας προς τα πίσω σε μια κατιούσα κλίμακα, όλη τη γκάμα τής φωνής του. Καί δεν έγινε ξανά λόγος για τον Σουάν στους Βερντυρέν.
«Θα πρέπει να μην έχουμε φωτισμό και να παίξει τη σονάτα "Υπό το σεληνόφως [2] " στο σκοτάδι, για να φωτιστούν καλύτερα τα πάντα».
Η κυρία Βερντυρέν, βλέποντας πως ο Σουάν στεκόταν δυο βήματα πιο πέρα, πήρε εκείνη την έκφραση όπου η επιθυμία να κάνει να σωπάσει αυτόν που μιλά και να κρατήσει ένα αθώο ύφος απέναντι σ᾿ αυτόν που ακούει, συμπυκνώνεται σ᾿ ένα βλέμμα έντονα ανέκφραστο. Έκφραση τέλος πάντων, κοινή για όσους αντιλαμβάνονται μια γκάφα, που την αποκαλύπτει αμέσως, αν όχι σ᾿ αυτούς που την κάνουν, τουλάχιστον σ᾿ εκείνον που είναι το αντικείμενό της. Η Οντέτ πήρε ξαφνικά το ύφος μιας απελπισμένης κι ο Σουάν μετρούσε ανήσυχα τα λεπτά που τον χώριζαν απ᾿ τη στιγμή, που φεύγοντας απ᾿ το εστιατόριο στην επιστροφή μαζί της, θα μπορούσε να τής ζητήσει εξηγήσεις, θα μπορούσε να εξασφαλίσει πως δε θα πήγαινε η ίδια την άλλη μέρα στο Σατού ή πως θα φρόντιζε να τον καλέσουν μαζί της. Η κυρία Βερντυρέν είπε στον Σουάν:
— «Λοιπόν αντίο, θα σάς ξαναδούμε σύντομα, δεν είναι έτσι;», προσπαθώντας με την ευγένεια τού βλέμματος και την επιβολή τού χαμόγελου, να τον εμποδίσει να σκεφτεί πως δεν τού έλεγε όπως θα τού είχε πει άλλοτε: «Αύριο στο Σατού και μεθαύριο στο σπίτι μου».
Οι Βερντυρέν πήραν τον Φορσβίλ στ᾿ αμάξι τους, ενώ ο Σουάν περίμενε να ξεκινήσει το δικό τους για να πάρει την Οντέτ μαζί του.
— «Οντέτ, θα σάς πάμε σπίτι σας», είπε η κυρία Βερντυρέν, «έχουμε μια θεσούλα για σάς, κοντά στον κύριο Φορσβίλ».
— «Ναι κυρία Βερντυρέν», απάντησε η Οντέτ.
— «Πως; Μα νόμιζα πως θα σάς συνόδευα», αναφώνησε ο Σουάν, χωρίς να μασά τα λόγια του, γιατί δεν μπορούσε να επιστρέψει χωρίς την Οντέτ στην κατάσταση που βρισκόταν.
— «Μα, η κυρία Βερντυρέν με παρακάλεσε...».
— «Μα επιτέλους, μπορείτε να επιστρέψετε μόνος, σάς την αφήσαμε τόσες φορές» είπε η κυρία Βερντυρέν.
— «Μα είχα να πω κάτι σημαντικό στην κυρία».
— «Έ λοιπόν, θα τής το γράψετε!»
— «Αντίο» τού είπε η Οντέτ, τείνοντάς του το χέρι.
Προσπάθησε να χαμογελάσει, το ύφος του όμως ήταν εξουθενωμένο.
— «Πρόσεξες τις ελευθερίες που παίρνει ο Σουάν στους τρόπους του απέναντί μας;» είπε η κυρία Βερντυρέν στον άντρα της, όταν επιστρέψανε. «Λες και ήθελε να με φάει επειδή πήραμε την Οντέτ μαζί μας. Τί απρέπεια αλήθεια! Αν το πιστεύει, ας το πει ξεκάθαρα πως το σπίτι μας είναι σπίτι για ραντεβού! Δεν μπορώ να καταλάβω πως ανέχεται τέτοιους τρόπους η Οντέτ. Είναι σα να τής λέει: "μού ανήκετε". Θα πω στην Οντέτ τη γνώμη μου ελπίζω να καταλάβει».
Καί πρόσθεσε λίγο αργότερα με θυμό:
— «Όχι! Μα για κοίτα το βρωμερό ζώο!» χρησιμοποιώντας — χωρίς να το καταλάβει, κι ίσως υπακούοντας στην ίδια σκοτεινή ανάγκη να δικαιολογηθεί, όπως η Φρανσουάζ στο Κομπραί όταν το κοτόπουλο δεν ήθελε να πεθάνει — τα λόγια που φέρνουν στο στόμα τού χωρικού που προσπαθεί να το σφάξει, τα τελευταία σκιρτήματα ενός άκακου ζώου που πεθαίνει.
Ο αμαξάς κοίταξε τον Σουάν και τον ρώτησε μήπως ήταν άρρωστος ή μήπως τού συνέβη κανένα κακό.
Ο Σουάν τού είπε να φύγει, ήθελε να περπατήσει και γύρισε με τα πόδια μες απ᾿ το Δάσος. Μιλούσε μόνος, δυνατά, και με τον ίδιο τόνο, τον κάπως ψεύτικο που είχε χρησιμοποιήσει ως τώρα, για να απαριθμήσει τις χάρες τού μικρού πυρήνα και για να εκθειάσει τη μεγαλοψυχία των Βερντυρέν. Αλλά με τον ίδιο τρόπο που τα λόγια, τα χαμόγελα, τα φιλιά τής Οντέτ, όταν απευθύνονταν σε άλλους γίνονταν τόσο μισητά, όσο γλυκά όταν απευθύνονταν στον ίδιο, έτσι και το σαλόνι των Βερντυρέν, που πριν από λίγο τού φαινόταν διασκεδαστικό, με την πνοή τής πραγματικής αγάπης για την τέχνη κι ακόμα μ᾿ ένα είδος ηθικής ευγένειας, τώρα που η Οντέτ συναντούσε εκεί κάποιον άλλον και θα τον αγαπούσε ελεύθερα, το σαλόνι αυτό τού αποκάλυπτε τις γελοιότητές του, τη βλακεία του, την ατιμία του.
Φανταζόταν με αηδία την αυριανή βραδιά στο Σατού. «Καί πρώτα απ᾿ όλα, τι ιδέα να πάνε στο Σατού! Σαν τούς ψιλικατζήδες, που μόλις κλείσανε το μαγαζί τους! Αλήθεια οι άνθρωποι αυτοί είναι ανυπέρβλητοι στη μικροαστική νοοτροπία τους, δε θα πρέπει να υπάρχουν πραγματικά, πρέπει να βγήκαν από το θέατρο τού Λαμπίς [3] »!
Θα βρίσκονταν εκεί οι Κοττάρ, ίσως ο Μπρισώ. «Πόσο είναι γελοία αυτή η ζωή των τιποτένιων, που ζουν ο ένας πάνω στον άλλο, και που μα την αλήθεια, θα νόμιζαν πως είναι χαμένοι αν δεν ξαναβρίσκονταν αύριο όλοι μαζί στο Σατού». Αλλοίμονο, θα είναι εκεί και ο ζωγράφος, ο ζωγράφος που τού αρέσει "να κάνει συνοικέσια", που θα καλούσε τον Φορσβίλ να πάει με την Οντέτ στο εργαστήρι του. Έβλεπε την Οντέτ με μια τουαλέτα υπερβολικά "αμπιγιέ" γι αυτή την εκδρομή, «γιατί είναι τόσο κοινή και κυρίως, το καημένο το κορίτσι, τόσο κουτή!».
Άκουγε τ᾿ αστεία που θα ᾿κανε η κυρία Βερντυρέν μετά το δείπνο, τ᾿ αστεία που όποιον πληχτικό κι αν έπαιρναν για στόχο, τον διασκέδαζαν πάντα, γιατί έβλεπε την Οντέτ να γελά, να γελά κοντά του, να γελά μέσα του. Τώρα φανταζόταν πως ίσως να έκαναν την Οντέτ να γελά σε βάρος του. «Τί βρωμερή ευθυμία!» έλεγε δίνοντας στο στόμα του μια έκφραση αηδίας τόσο έντονη, που ένιωθε ο ίδιος τη μυϊκή αίσθηση τού μορφασμού του, στο λαιμό. «Προσπάθησα ειλικρινά να βγάλω την Οντέτ από κει και να την ανεβάσω σε μια ατμόσφαιρα πιο εξευγενισμένη και πιο αγνή. Μα η ανθρώπινη υπομονή έχει τα όριά της κι η δική μου έφτασε στο τέρμα της», έλεγε μέσα του, λες κι αυτή η αποστολή για ν᾿ αποσπάσει την Οντέτ απ᾿ την ατμόσφαιρα τού χαμηλού ήταν παλιά κι όχι γεννημένη μόλις πριν από λίγο, και λες και δεν είχε αναλάβει αυτήν την αποστολή μόνο από τη στιγμή που πίστευε πως οι σαρκασμοί είχαν ίσως τον ίδιο για στόχο και προσπαθούσαν να τού αποσπάσουν την Οντέτ.
Έβλεπε τον πιανίστα έτοιμο να παίξει τη σονάτα "Υπό το σεληνόφως", και τούς μορφασμούς τής κυρίας Βερντυρέν πως φοβάται τάχα το κακό που θα προκαλούσε στα νεύρα της, η μουσική τού Μπετόβεν: «Ηλίθια, ψεύτρα!», φώναξε, «και νομίζει αυτή πως αγαπά την τέχνη!». Θα έλεγε αυτή στην Οντέτ, όπως το ᾿χε κάνει συχνά για τον ίδιο: «Θα κάνετε μια θεσούλα κοντά σας για τον κύριο ντέ Φορσβίλ στο σκοτάδι! η μαστροπός, η προαγωγός!». "Προαγωγός", ήταν και τ᾿ όνομα που ᾿δινε στη μουσική, που θα τούς καλούσε να σωπάσουν, να ονειρευτούν μαζί, να κοιταχτούν, να πιάσει ο ένας το χέρι τού άλλου. Δικαιολογούσε την αυστηρότητα τού Πλάτωνα, τού Μποσσουέ [4] και τής παλιάς γαλλικής αγωγής απέναντι στις τέχνες.
Τελικά η ζωή που ζούσαν στους Βερντυρέν και που τόσο συχνά την είχε ονομάσει "η αληθινή ζωή", τού φαινόταν η χειρότερη από όλες, κι ο μικρός πυρήνας τους το χειρότερο περιβάλλον. «Είναι πραγματικά», έλεγε, «ό,τι υπάρχει πιο χαμηλό στην κοινωνική κλίμακα, ο τελευταίος κύκλος τής "Κόλασης" τού Δάντη. Χωρίς αμφιβολία το σεπτό αυτό κείμενο αναφέρεται στους Βερντυρέν! Στο βάθος, πόσο δείχνουν την αληθινή τους φρονιμάδα οι άνθρωποι τού καλού κόσμου που μπορείς βέβαια να τούς ψέγεις, αλλά διαφέρουν οπωσδήποτε απ᾿ αυτές τις συμμορίες, τούς αλήτες, όταν αρνούνται να τούς γνωρίσουν. "Βερντυρέν"! Τί όνομα! Α, μπορείς να πεις πως τα χουν όλα, πως είναι θαυμάσιοι στο είδος τους! Καιρός ήταν να πάψει η συγκαταβατικότητά μου, απέναντι σ᾿ αυτές τις βρώμες».
Αλλά, όπως οι αρετές που απέδιδε πριν από λίγο ακόμα στους Βερντυρέν — ακόμα κι αν τις είχαν πραγματικά — δεν θα ήταν αρκετές από μόνες τους να προκαλέσουν τη μέθη, μέσα στην οποία τον συγκινούσε η μεγαλοψυχία τους, μέθη που δεν μπορούσε να προέλθει παρά μόνο από την Οντέτ, έτσι και η ανηθικότητα — ακόμα κι αν ήταν πραγματική — που ανακάλυπτε σήμερα στους Βερντυρέν, θα ήταν αδύναμη να προκαλέσει το ξέσπασμα τής οργής του, αν δεν είχαν καλέσει την Οντέτ και το Φορσβίλ, χωρίς τον ίδιο. Καί δίχως άλλο, η φωνή τού Σουάν ήταν πιο διορατική από τον ίδιο, θαρρείς και οι λέξεις αυτές είχαν διαλεχτεί περισσότερο για να κορέσουν το θυμό του, παρά για να εκφράσουν τη σκέψη του. Γιατί η σκέψη του, όσο εκείνος κατέφευγε σ᾿ αυτές τις λοιδορίες σε τόνο προσποιητό, ήταν πιθανότατα χωρίς να το νιώθει ο ίδιος, απασχολημένη με κάτι τελείως διαφορετικό, γιατί μόλις γύρισε στο σπίτι του, βγήκε πάλι έξω φωνάζοντας αυτή τη φορά με το φυσικό τόνο τής φωνής του: «Νομίζω πως βρήκα τον τρόπο να με καλέσουν αύριο στο δείπνο στο Σατού». Ο τρόπος όμως δεν ήταν φαίνεται ο κατάλληλος, γιατί τελικά δεν πέτυχε να τον καλέσουν.
Ο γιατρός Κοττάρ που δεν είχε πάει στο Σατού, είπε την επομένη αυτού τού δείπνου, καθώς ετοιμαζόταν να καθίσει στο τραπέζι τους:
— «Μα, δε θα δούμε τον κύριο Σουάν απόψε; Είναι αυτό που ονομάζουν ένας προσωπικός φίλος τού...»
— «Ελπίζω όχι!», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «Ο θεός να μάς φυλάει απ᾿ αυτόν, είναι αφόρητος, και κακοαναθρεμμένος».
Ο Κοττάρ, ύστερα απ᾿ αυτά τα λόγια, έδειξε ταυτόχρονα την έκπληξη και τη υποταγή του, σα να βρισκόταν μπροστά σε μιάν αλήθεια αντίθετη σ᾿ ό,τι είχε πιστέψει ως τότε, όμως προφανώς αναμφισβήτητη και μ᾿ ένα συγκινημένο και φοβισμένο ύφος, έχωσε τη μύτη του στο πιάτο και περιορίστηκε ν᾿ απαντήσει:« Α! Α! Α! Α! Α! Α!» διασχίζοντας προς τα πίσω σε μια κατιούσα κλίμακα, όλη τη γκάμα τής φωνής του. Καί δεν έγινε ξανά λόγος για τον Σουάν στους Βερντυρέν.
[1] Σατού: Προάστιο του Παρισιού, πάνω στο Σηκουάνα.
[2] Υπό το σεληνόφως: η γνωστή σονάτα τού Μπετόβεν
[3] Λαμπίς: (1815-1888), Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Έγραψε κωμωδίες που σατιρίζουν τη μικροαστική νοοτροπία
[4] Πλάτωνα ,Μποσσουέ: Η αναφορά γίνεται στην "Πολιτεία" τού Πλάτωνα και στα κείμενα τού καθολικού συγγραφέα Ζακ Μποσσουέ (1627-1704)
[5] Δάντη: Ο κατώτατος κύκλος της "Κόλασης" στη Θεία Κωμωδία του Δάντη (1265-1321).
[2] Υπό το σεληνόφως: η γνωστή σονάτα τού Μπετόβεν
[3] Λαμπίς: (1815-1888), Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Έγραψε κωμωδίες που σατιρίζουν τη μικροαστική νοοτροπία
[4] Πλάτωνα ,Μποσσουέ: Η αναφορά γίνεται στην "Πολιτεία" τού Πλάτωνα και στα κείμενα τού καθολικού συγγραφέα Ζακ Μποσσουέ (1627-1704)
[5] Δάντη: Ο κατώτατος κύκλος της "Κόλασης" στη Θεία Κωμωδία του Δάντη (1265-1321).
Οι παλινωδίες τού έρωτα. Ο Σουάν θεωρεί καθήκον του να διορθώσει το κακό γούστο τής Οντέτ.
Σκέψου πως θα μπορούσε να επισκεφθεί πραγματικά μνημεία με μένα και αντί γι αυτό πηγαίνει με τέτοια κτήνη, που θαυμάζουν εκστατικοί τ᾿ αποπατήματα τού Λουί – Φιλίπ.
Σκέψου πως θα μπορούσε να επισκεφθεί πραγματικά μνημεία με μένα και αντί γι αυτό πηγαίνει με τέτοια κτήνη, που θαυμάζουν εκστατικοί τ᾿ αποπατήματα τού Λουί – Φιλίπ.
Τότε αυτό το σαλόνι που ᾿χε ενώσει τον Σουάν και την Οντέτ, έγινε εμπόδιο στις συναντήσεις τους. Δεν τού ᾿λεγε πια όπως στον πρώτο καιρό τής αγάπης τους: «Θα βρεθούμε οπωσδήποτε αύριο βράδυ, έχει σουπέ στους Βερντυρέν», αλλά: «δεν θα μπορέσουμε να βρεθούμε αύριο βράδυ, έχει σουπέ στους Βερντυρέν». Ή ακόμα οι Βερντυρέν θα την έπαιρναν μαζί τους στην Οπερά-Κωμίκ να δουν το "Μια νύχτα τής Κλεοπάτρας", κι ο Σουάν διάβαζε στα μάτια τής Οντέτ το φόβο μήπως τής ζητήσει να μην πάει· άλλοτε δε θα κρατιόταν να μη φιλήσει στο πρόσωπό της την έκφραση αυτή, που τώρα τον εξόργιζε. «Κι όμως δεν είναι οργή» αναλογιζόταν, «αυτό που αισθάνομαι, βλέποντας την επιθυμία της να τσιμπολογήσει απ᾿ αυτήν την μουσική κόπρο. Είναι θλίψη γιατί βλέπω πως, αφού έζησε πάνω από έξι μήνες μαζί μου, δεν μπόρεσε ν᾿ αλλάξει τόσο, ώστε ν᾿ αρνηθεί αυθόρμητα τον Βικτώρ Μασσέ [1]! Κυρίως δεν έχει καταλάβει πως υπάρχουν βραδιές, όπου ένα άτομο με προσωπικότητα πρέπει να μπορεί ν᾿ αρνιέται μιάν ευχαρίστηση, όταν τού το ζητούν. Θα ᾿πρεπε να ᾿ξερε να πει "δεν θα πάω", έστω και από εξυπνάδα, αφού ανάλογα με την απάντησή της, θ᾿ αξιολογηθεί μια για πάντα η ψυχική της αξία». Κι αφού είχε πείσει τον εαυτό του πως επιθυμούσε να την κάνει να μείνει εκείνο το βράδυ μαζί του, αντί να πάει στην Οπερά-Κωμίκ, μόνο και μόνο για να μπορέσει να κρίνει πιο ευνοϊκά την πνευματική της αξία, χρησιμοποιούσε την ίδια λογική, με τον ίδιο βαθμό ανειλικρίνειας και για τον εαυτό του, γιατί αισθανόταν και την επιθυμία να την καταφέρει αγγίζοντας το φιλότιμό της.
—«Σ᾿ ορκίζομαι», τής έλεγε λίγο πριν φύγει για το θέατρο, «πως όταν σού ζητώ να μην πας, θα ευχόμουν να μού αρνηθείς, αν δεν ήμουν εγωιστής, γιατί έχω χίλια-δυο πράγματα να κάνω απόψε και θα πέσω στο λάκκο που έσκαψα μόνος μου, αν μού πεις πως δεν θα πας. Αλλά οι ασχολίες μου κι η ευχαρίστησή μου, δεν είναι το πάν, πρέπει να σκέφτομαι και σένα. Μπορεί να ᾿ρθει μια μέρα, που βλέποντάς με ν᾿ απομακρύνομαι ολότελα από σένα, θα ᾿χεις το δικαίωμα να μού προσάψεις πως δε σε προειδοποίησα στις αποφασιστικές εκείνες στιγμές, όταν ένιωθα πως θα σ᾿ έκρινα με αυστηρότητα, που δεν την αντέχει για καιρό ο έρωτας. Εκείνο που θα φανεί είναι, αν είσαι αλήθεια στην τελευταία σειρά τού πνεύματος ή και τής γοητείας, ένα πλάσμα που δεν είναι σε θέση να αρνηθεί μια ευχαρίστηση. Θα είσαι σαν το νερό που κυλάει ανάλογα με την κλίση που τού προσφέρουν, ένα ψάρι χωρίς μνημονικό και χωρίς σκέψη, που όσο ζει μέσα στο ενυδρείο του, θα κτυπά εκατό φορές την ημέρα πάνω στο γυάλινο περίβλημα. Φυσικά, θα μπορούσα να σού το ζητήσω σαν κάτι ασήμαντο να μην πας στη "Νύχτα τής Κλεοπάτρας", ελπίζοντας ωστόσο πως θα πας. Αλλ᾿ αποφασισμένος να βγάλω τέτοια συμπεράσματα απ᾿ την απάντησή σου, θεώρησα πιο τίμιο να σε προειδοποιήσω».
Η Οντέτ είχε αρχίσει να δείχνει σημεία συγκίνησης και αβεβαιότητας. Ίσως να μην καταλάβαινε το νόημα αυτού τού "λόγου", αλλά καταλάβαινε πως θα μπορούσε να τον κατατάξει σε μια κοινή κατηγορία με τα "κηρύγματα", και η πείρα που είχε με τούς άντρες τής επέτρεπε χωρίς να σκαλώνει στις λεπτομέρειες των λέξεων, να βγάζει το συμπέρασμα πως χρησιμοποιούσαν αυτούς τούς τρόπους επειδή ήταν ερωτευμένοι, πως αφού ήταν ερωτευμένοι ήταν περιττό να τούς υπακούει, και πως θα ήταν ακόμα πιο ερωτευμένοι αργότερα. Γι αυτό θα είχε ακούσει τον Σουάν με περισσότερη αταραξία, αν δεν είχε αντιληφθεί πως η ώρα περνούσε και πως λίγο ακόμα αν μιλούσε, θα την έκανε όπως τού το ᾿πε μ᾿ ένα χαμόγελο τρυφερό, πεισματάρικο και ταραγμένο «να φτάσει αργά και να μην προλάβει την Ουβερτούρα [2] !».
Σωματικά, η Οντέτ περνούσε μια κακή περίοδο: πάχαινε κι η εκφραστική και θλιμμένη της γοητεία, οι ξαφνιασμένες και γεμάτες ονειροπολήματα ματιές που ᾿χε άλλοτε, θα ᾿λεγε κανείς πως χάθηκαν με την πρώτη της νιότη. Κι έτσι γινόταν πιο αγαπητή στον Σουάν, τη στιγμή ακριβώς που την έβρισκε λιγότερο όμορφη. Την κοίταζε για πολλή ώρα, για να προσπαθήσει να ξανασυλλάβει τη γοητεία της που είχε γνωρίσει, αλλά δεν την ξανάβρισκε. Το να ξέρει όμως πως κάτω απ᾿ αυτή την καινούργια χρυσαλλίδα ζούσε πάντα η Οντέτ, πάντα η ίδια φευγαλέα, ασύλληπτη όψη, ήταν αρκετό στον Σουάν για να συνεχίσει να γυρεύει να την κάνει δική του με το ίδιο πάντα πάθος. Κι ύστερα κοίταζε φωτογραφίες δυο χρόνων παλιότερες και θυμόταν πόσο γλυκειά ήταν τότε. Κι αυτό τον παρηγορούσε λίγο για τις τόσες του φροντίδες γι᾿ αυτή.
Καμιά φορά απουσίαζε αρκετές μέρες· οι Βερντυρέν την έπαιρναν μαζί τους στο Ντρε [3] να δουν τούς βασιλικούς τάφους ή στην Κομπιένη [4] να θαυμάσουν, ακολουθώντας τη συμβουλή τού ζωγράφου, τα ηλιοβασιλέματα στο δάσος και να συνεχίσουν ως τον πύργο τού Πιερφόντ [5] .
—«Σκέψου πως θα μπορούσε να επισκεφθεί πραγματικά μνημεία με μένα, που σπούδασα δέκα χρόνια αρχιτεκτονική και που με θερμοπαρακαλούν να ξεναγήσω στο Μπωβαί [6] ή στο Σαιν-Λου-ντε-Νω [7] ανθρώπους ξεχωριστής αξίας και πως θα δεχόμουν μόνο για χατίρι της, και αντί γι αυτό πηγαίνει με τέτοια κτήνη, που θαυμάζουν εκστατικοί τ᾿ αποπατήματα τού Λουί – Φιλίπ [8] και τού Βιολλέ-λε-Ντυκ [9]. Μού φαίνεται πως δε χρειάζεται να ᾿ναι κανείς καλλιτέχνης γι᾿ αυτό, γιατί και χωρίς ιδιαίτερη όσφρηση, δε διαλέγεις να κάνεις εκδρομή στ᾿ αποχωρητήρια για ν᾿ αναπνέεις πιο άνετα τα κοπρίσματα».
Όταν όμως η Οντέτ είχε πια φύγει για το Ντρε ή το Πιερφόντ, ο Σουάν βυθιζόταν στην ανάγνωση τού πιο "μεθυστικού ερωτικού μυθιστορήματος": τού οδηγού των σιδηροδρόμων, που τού έδειχνε ποιους τρόπους μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να βρεθεί κοντά της το απόγευμα, το βράδυ ή και το ίδιο ακόμα πρωινό! Κι ήταν μια πράξη που μπορούσε να έχει οποιαδήποτε άλλη αφορμή, εκτός από την επιθυμία να συναντήσει την Οντέτ, αφού πρόσωπα που δεν τη γνώριζαν πραγματοποιούσαν αυτή τη διαδρομή κάθε μέρα.
Μ᾿ άλλα λόγια δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να πάει στο Πιερφόντ, αν έτσι ήθελε! Κι ακριβώς, αισθανόταν πως το ᾿θελε και πως αν δεν είχε γνωρίσει την Οντέτ, θα πήγαινε σίγουρα. Από καιρό ήθελε να εξετάσει στις λεπτομέρειές τους τις εργασίες αναστύλωσης τού Βιολλέ-λε-Ντυκ. Και σ᾿ αυτή την εποχή τού χρόνου ένιωθε έντονη επιθυμία για έναν περίπατο στο δάσος τής Κομπιένης.
Ήταν αλήθεια άτυχος που τού απαγόρευε να πάει στο μόνο τόπο που τον τραβούσε σήμερα. Αν πήγαινε, θα μπορούσε να τη δει σήμερα κιόλας! Αλλά ενώ, αν η Οντέτ συναντούσε στο Πιερφόντ κάποιον τυχαία, θα τού έλεγε χαρούμενα: «Μπα, εσείς εδώ!» και θα τον καλούσε να περάσει να τη δει στο ξενοδοχείο όπου έμενε με τούς Βερντυρέν, αντίθετα αν συναντούσε τον Σουάν, θα το θεωρούσε προσβολή, θα σκεφτόταν ότι την παρακολουθούσε, ίσως και να τού γύριζε την πλάτη με θυμό, αν τον αντίκρυζε. «Ώστε δεν έχω δικαίωμα να ταξιδεύω!», θα τού ᾿λεγε αργότερα, ενώ στην πραγματικότητα εκείνος που δεν είχε πια το δικαίωμα να ταξιδεύει, ήταν ο ίδιος ο Σουάν!
Κάποια στιγμή τού ήρθε η σκέψη, για να μπορέσει να πάει στην Κομπιένη και στο Πιερφόντ, χωρίς να φανεί πως πήγαινε για την Οντέτ, να παρακαλέσει ένα φίλο του να τον πάρει μαζί του, το μαρκήσιο ντέ Φορεστέλ, που είχε ένα πύργο στην περιοχή. Κι αυτός, που ο Σουάν τού είχε πει την πρόθεσή του χωρίς ν᾿ αποκαλύψει την αιτία, χάρηκε ξεχωριστά και τού ᾿κανε εντύπωση πως ο Σουάν για πρώτη φορά ύστερ᾿ από δεκαπέντε χρόνια, δέχτηκε επιτέλους να ᾿ρθει στο κτήμα του. Ο Σουάν φανταζόταν κιόλας τον εαυτό του εκεί πέρα. «Προπάντων», θα ᾿λεγε στον κύριο ντέ Φορεστέλ, «να προσέξουμε να μην πέσουμε πάνω στην Οντέτ και στους Βερντυρέν μόλις σήμερα πληροφορήθηκα πως θα βρίσκονται στο Πιερφόντ. Έχουμε όλο τον καιρό να βλεπόμαστε στο Παρίσι». Κι ο φίλος του δεν θα μπορούσε να καταλάβει, γιατί όσο βρισκόταν εκεί, θ᾿ άλλαζε είκοσι φορές τα σχέδια του, θα επιθεωρούσε όλα τα εστιατόρια τής Κομπιένης, χωρίς να αποφασίσει να καθίσει σε κανένα, μ᾿ όλο που δεν είχαν δει τούς Βερντυρέν, δίνοντας την εντύπωση πως αναζητούσε αυτό που πήγαινε να αποφύγει, που άλλωστε θα το απέφευγε μόλις θα το ᾿χε βρει, γιατί αν είχε συναντήσει την μικρή ομάδα, θα είχε απομακρυνθεί επιδεικτικά, ικανοποιημένος κυρίως γιατί τον είδε η Οντέτ, να μην τής δίνει σημασία. Κι όταν ο κύριος ντέ Φορεστέλ ερχόταν να τον πάρει, για να φύγουν, τού ᾿λεγε: «Αλλοίμονο! όχι δεν μπορώ να πάω σήμερα στο Πιερφόντ, είναι η Οντέτ εκεί ακριβώς σήμερα». Κι ο Σουάν ήταν ωστόσο ευτυχισμένος, γιατί αισθανόταν πως, αν μόνος από όλους τους θνητούς, δεν είχε το δικαίωμα να πάει την ημέρα αυτή στο Πιερφόντ, αυτό συνέβαινε γιατί ήταν πραγματικά για την Οντέτ διαφορετικός από τούς άλλους, ήταν ο εραστής της, και γιατί η επιβολή αυτού τού περιορισμού στο γενικό δικαίωμα τής ελευθερίας, δεν ήταν παρά μια απ᾿ τις μορφές τής σκλαβιάς, αυτής τής αγάπης, που τού ήταν τόσο πολύτιμη. Μόλις ερχόταν η μέρα τής πιθανής επιστροφής τής Οντέτ άνοιγε πάλι τον οδηγό των σιδηροδρόμων και λογάριαζε πιο τραίνο έπρεπε να ᾿χε πάρει. Στο Παρίσι δεν έβγαινε απ᾿ το σπίτι του, από φόβο μήπως χάσει ένα τηλεγράφημα, δεν πλάγιαζε να κοιμηθεί από φόβο μήπως, επιστρέφοντας με το τελευταίο τραίνο, θα ᾿θελε ίσως να τού κάνει έκπληξη και να ᾿ρθει να τον δει αργά τη νύχτα. Περίμενε όλη τη νύχτα τελείως άσκοπα, γιατί οι Βερντυρέν είχαν επιστρέψει νωρίτερα και η Οντέτ βρισκόταν από το μεσημέρι στο Παρίσι και ούτε καν τον σκέφτηκε. Καί τέτοιες στιγμές, όταν ξεχνούσε ακόμα και την ύπαρξη τού Σουάν, την εξυπηρετούσαν για να διατηρήσει την αφοσίωση τού Σουάν.
Γιατί έτσι ο Σουάν ζούσε μ᾿ αυτή την ανησυχία που ήταν τόσο δυνατή, όση κι εκείνο το βράδυ που δε βρήκε την Οντέτ στους Βερντυρέν κι έψαχνε να τη βρει όλη τη νύχτα. Τίς μέρες του ο Σουάν τις περνούσε χωρίς την Οντέτ κι ώρες - ώρες σκεφτόταν, πως το ν᾿ αφήνει μια τόσο όμορφη γυναίκα έτσι μόνη στο Παρίσι, ήταν απερίσκεφτο, όσο να τοποθετήσει μια κασετίνα με κοσμήματα στη μέση τού δρόμου. Θα αγανακτούσε μ᾿ όλους τούς περαστικούς, σα να ήταν όλοι κλέφτες. Αλλά το συλλογικό και άμορφο πρόσωπό τους, επειδή δεν γινόταν συγκεκριμένο, δεν μπορούσε να θρέψει τη ζήλεια του. Συχνά πήγαινε να γευματίσει σ᾿ ένα εστιατόριο, που άλλοτε είχε εκτιμήσει την κουζίνα του κι όπου πήγαινε τώρα μόνο για μια απ᾿ αυτές τις αιτίες τις μυστικές και παράλογες, που ονομάζουμε μυθιστορηματικές· η αιτία ήταν πως το εστιατόριο αυτό είχε το ίδιο όνομα με το δρόμο όπου έμενε η Οντέτ: "Λαπερούζ".
Με όλο που δεν του επέτρεπε συνήθως να τη συναντά σε δημόσιους χώρους, λέγοντας πως έτσι προκαλούσε κουτσομπολιά, συνέβαινε καμιά φορά που ήταν καλεσμένος όπως και εκείνη, στου Φορσβίλ, στου ζωγράφου, ή σ᾿ ένα φιλανθρωπικό χορό, να βρίσκονται εκεί ταυτόχρονα. Την έβλεπε, αλλά δεν τολμούσε να μείνει για πολύ από φόβο μήπως την εκνευρίσει, δίνοντάς της την εντύπωση πως κατασκοπεύει την ευχαρίστηση που τής προκαλούσε η συντροφιά των άλλων και επέστρεφε μόνος για να πλαγιάσει ανήσυχος, όπως έμελλε να ᾿μαι και εγώ ανήσυχος μερικά χρόνια αργότερα τα βράδια που ερχόταν να δειπνήσει στο σπίτι μας στο Κομπραί. Καί μια ή δυο φορές γνώρισε σε τέτοιες βραδιές κάποιες από τις χαρές αυτές τις ήρεμες, γιατί φέρνουν ένα κατευνασμό: είχε περάσει για λίγο από μια κοσμική συγκέντρωση στου ζωγράφου κι ετοιμαζόταν να φύγει· άφηνε εκεί την Οντέτ, που ᾿χε μεταβληθεί σε μια εντυπωσιακή ξένη ανάμεσα σε άντρες στους οποίους τα βλέμματά της κι η ευθυμία της, ήταν σα να μιλούσαν για κάποια αισθησιακή ευχαρίστηση, που θα μπορούσαν να τη χαρούν εκεί ή αλλού. Ήταν έτοιμος πια να δρασκελίσει την πόρτα τού ζωγράφου όταν άκουσε αυτά τα λόγια που η Οντέτ τού πέταξε, καθώς βρισκόταν κιόλας στο κατώφλι: «Δε θα θέλατε να με περιμένετε πέντε λεπτά, θα μπορούσαμε να φύγουμε μαζί και να με συνοδεύσετε στο σπίτι μου». Αυτά τα λόγια αφαιρούσαν από τη γιορτή το τέλος που τον τρόμαζε, τού την καθιστούσαν αναδρομικά αθώα, απογύμνωναν την ίδια την Οντέτ από την υπερβολικά εύθυμη εμφάνισή της, έδειχναν πως δεν ήταν παρά μια αμφίεση που ᾿χε φορέσει, για χάριν τού ίδιου και μόνο.
Είναι αλήθεια πως μια μέρα που ο Φορσβίλ είχε παρακαλέσει να επιστρέψει μαζί τους, η Οντέτ τού είχε απαντήσει δείχνοντας τον Σουάν: «Α, αυτό εξαρτάται από τον κύριο, ρωτήστε τον. Τέλος πάντων ελάτε, όχι όμως για πολύ, γιατί δεν τού πολυαρέσει να δέχομαι επισκέψεις, όταν θέλει να βρίσκεται κοντά μου. Ω, αν γνωρίζατε αυτόν τον κύριο όσο τον γνωρίζω εγώ».
Κι ο Σουάν ήταν ίσως ακόμα πιο συγκινημένος, όταν την έβλεπε να τού απευθύνει μπροστά στο Φορσβίλ όχι μόνο αυτά τα λόγια τρυφερότητας και ξεχωριστής προτίμησης, αλλ᾿ ακόμα και μερικές επικρίσεις όπως: «Είμαι βέβαιη πως δεν απαντήσατε ακόμα στους φίλους σας για το δείπνο τής Κυριακής. Μην πάτε αν δεν σάς κάνει κέφι, αλλά να ᾿στε τουλάχιστον ευγενής». Ή «αφήστε τουλάχιστον εδώ το δοκίμιό σας για τον Βερμέερ, για να μπορέσετε να το προχωρήσετε λίγο αύριο! Τι τεμπέλης! Θα σάς κάνω εγώ να δουλέψετε!» Λόγια που έδειχναν πως η Οντέτ ήταν ενήμερη για τις προσκλήσεις του στον καλό κόσμο και για τις μελέτες του για την Τέχνη και πως είχαν μια κοινή ζωή.
Τότε τις στιγμές αυτές, ενώ εκείνη ετοίμαζε πορτοκαλάδα, ξαφνικά, όπως ένας προβολέας κακορυθμισμένος αφήνει στην αρχή να κινηθούν γύρω από ένα αντικείμενο μεγάλες φανταστικές σκιές, που ύστερα αναδιπλώνονται και διαλύονται μέσα στο αντικείμενο αυτό, έτσι όλες οι τρομερές κι ανερμάτιστες ιδέες που είχε για την Οντέτ, διαλύονταν και ξανάβρισκαν το γοητευτικό κορμί που ᾿χε ο Σουάν μπροστά του. Είχε την ξαφνική υποψία πως η ώρα αυτή στο σπίτι τής Οντέτ κάτω απ᾿ το φως τής λάμπας, δεν ήταν μια ώρα πλαστή για δική του χρήση, αλλά μια πραγματική ώρα από τη ζωή τής Οντέτ· πως αν δεν ήταν ο ίδιος εκεί, θα είχε δώσει στο Φορσβίλ την ίδια πολυθρόνα και θα τού είχε προσφέρει αυτήν ακριβώς την πορτοκαλάδα· πως ο κόσμος στον οποίο ζούσε η Οντέτ δεν ήταν αυτός ο άλλος ο τρομαχτικός κι υπερφυσικός όπου προσπαθούσε συνεχώς να την τοποθετήσει και που υπήρχε μόνο στα φαντασία του, αλλά ο πραγματικός κόσμος, που περιλαμβάνει αυτό το τραπέζι στο οποίο μπορούσε να γράψει, κι αυτό το ποτό που μπορούσε να δοκιμάσει, όλα αυτά τα αντικείμενα που τα έβλεπε με ευγνωμοσύνη, γιατί απορροφώντας τα όνειρά του, τον είχαν λυτρώσει απ᾿ αυτά. Ω, αν η ζωή είχε επιτρέψει να ᾿χε κοινή κατοικία με την Οντέτ, τότε όλα τα τιποτένια πράγματα τής ζωής τού Σουάν που τού φαίνονταν τόσο θλιβερά, θα έπαιρναν αντίθετα, επειδή θα γίνονταν και μέρος τής ζωής τής Οντέτ, μια κάποια υπέρμετρη γλυκύτητα και πυκνότητα.
—«Σ᾿ ορκίζομαι», τής έλεγε λίγο πριν φύγει για το θέατρο, «πως όταν σού ζητώ να μην πας, θα ευχόμουν να μού αρνηθείς, αν δεν ήμουν εγωιστής, γιατί έχω χίλια-δυο πράγματα να κάνω απόψε και θα πέσω στο λάκκο που έσκαψα μόνος μου, αν μού πεις πως δεν θα πας. Αλλά οι ασχολίες μου κι η ευχαρίστησή μου, δεν είναι το πάν, πρέπει να σκέφτομαι και σένα. Μπορεί να ᾿ρθει μια μέρα, που βλέποντάς με ν᾿ απομακρύνομαι ολότελα από σένα, θα ᾿χεις το δικαίωμα να μού προσάψεις πως δε σε προειδοποίησα στις αποφασιστικές εκείνες στιγμές, όταν ένιωθα πως θα σ᾿ έκρινα με αυστηρότητα, που δεν την αντέχει για καιρό ο έρωτας. Εκείνο που θα φανεί είναι, αν είσαι αλήθεια στην τελευταία σειρά τού πνεύματος ή και τής γοητείας, ένα πλάσμα που δεν είναι σε θέση να αρνηθεί μια ευχαρίστηση. Θα είσαι σαν το νερό που κυλάει ανάλογα με την κλίση που τού προσφέρουν, ένα ψάρι χωρίς μνημονικό και χωρίς σκέψη, που όσο ζει μέσα στο ενυδρείο του, θα κτυπά εκατό φορές την ημέρα πάνω στο γυάλινο περίβλημα. Φυσικά, θα μπορούσα να σού το ζητήσω σαν κάτι ασήμαντο να μην πας στη "Νύχτα τής Κλεοπάτρας", ελπίζοντας ωστόσο πως θα πας. Αλλ᾿ αποφασισμένος να βγάλω τέτοια συμπεράσματα απ᾿ την απάντησή σου, θεώρησα πιο τίμιο να σε προειδοποιήσω».
Η Οντέτ είχε αρχίσει να δείχνει σημεία συγκίνησης και αβεβαιότητας. Ίσως να μην καταλάβαινε το νόημα αυτού τού "λόγου", αλλά καταλάβαινε πως θα μπορούσε να τον κατατάξει σε μια κοινή κατηγορία με τα "κηρύγματα", και η πείρα που είχε με τούς άντρες τής επέτρεπε χωρίς να σκαλώνει στις λεπτομέρειες των λέξεων, να βγάζει το συμπέρασμα πως χρησιμοποιούσαν αυτούς τούς τρόπους επειδή ήταν ερωτευμένοι, πως αφού ήταν ερωτευμένοι ήταν περιττό να τούς υπακούει, και πως θα ήταν ακόμα πιο ερωτευμένοι αργότερα. Γι αυτό θα είχε ακούσει τον Σουάν με περισσότερη αταραξία, αν δεν είχε αντιληφθεί πως η ώρα περνούσε και πως λίγο ακόμα αν μιλούσε, θα την έκανε όπως τού το ᾿πε μ᾿ ένα χαμόγελο τρυφερό, πεισματάρικο και ταραγμένο «να φτάσει αργά και να μην προλάβει την Ουβερτούρα [2] !».
Σωματικά, η Οντέτ περνούσε μια κακή περίοδο: πάχαινε κι η εκφραστική και θλιμμένη της γοητεία, οι ξαφνιασμένες και γεμάτες ονειροπολήματα ματιές που ᾿χε άλλοτε, θα ᾿λεγε κανείς πως χάθηκαν με την πρώτη της νιότη. Κι έτσι γινόταν πιο αγαπητή στον Σουάν, τη στιγμή ακριβώς που την έβρισκε λιγότερο όμορφη. Την κοίταζε για πολλή ώρα, για να προσπαθήσει να ξανασυλλάβει τη γοητεία της που είχε γνωρίσει, αλλά δεν την ξανάβρισκε. Το να ξέρει όμως πως κάτω απ᾿ αυτή την καινούργια χρυσαλλίδα ζούσε πάντα η Οντέτ, πάντα η ίδια φευγαλέα, ασύλληπτη όψη, ήταν αρκετό στον Σουάν για να συνεχίσει να γυρεύει να την κάνει δική του με το ίδιο πάντα πάθος. Κι ύστερα κοίταζε φωτογραφίες δυο χρόνων παλιότερες και θυμόταν πόσο γλυκειά ήταν τότε. Κι αυτό τον παρηγορούσε λίγο για τις τόσες του φροντίδες γι᾿ αυτή.
Καμιά φορά απουσίαζε αρκετές μέρες· οι Βερντυρέν την έπαιρναν μαζί τους στο Ντρε [3] να δουν τούς βασιλικούς τάφους ή στην Κομπιένη [4] να θαυμάσουν, ακολουθώντας τη συμβουλή τού ζωγράφου, τα ηλιοβασιλέματα στο δάσος και να συνεχίσουν ως τον πύργο τού Πιερφόντ [5] .
—«Σκέψου πως θα μπορούσε να επισκεφθεί πραγματικά μνημεία με μένα, που σπούδασα δέκα χρόνια αρχιτεκτονική και που με θερμοπαρακαλούν να ξεναγήσω στο Μπωβαί [6] ή στο Σαιν-Λου-ντε-Νω [7] ανθρώπους ξεχωριστής αξίας και πως θα δεχόμουν μόνο για χατίρι της, και αντί γι αυτό πηγαίνει με τέτοια κτήνη, που θαυμάζουν εκστατικοί τ᾿ αποπατήματα τού Λουί – Φιλίπ [8] και τού Βιολλέ-λε-Ντυκ [9]. Μού φαίνεται πως δε χρειάζεται να ᾿ναι κανείς καλλιτέχνης γι᾿ αυτό, γιατί και χωρίς ιδιαίτερη όσφρηση, δε διαλέγεις να κάνεις εκδρομή στ᾿ αποχωρητήρια για ν᾿ αναπνέεις πιο άνετα τα κοπρίσματα».
Όταν όμως η Οντέτ είχε πια φύγει για το Ντρε ή το Πιερφόντ, ο Σουάν βυθιζόταν στην ανάγνωση τού πιο "μεθυστικού ερωτικού μυθιστορήματος": τού οδηγού των σιδηροδρόμων, που τού έδειχνε ποιους τρόπους μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να βρεθεί κοντά της το απόγευμα, το βράδυ ή και το ίδιο ακόμα πρωινό! Κι ήταν μια πράξη που μπορούσε να έχει οποιαδήποτε άλλη αφορμή, εκτός από την επιθυμία να συναντήσει την Οντέτ, αφού πρόσωπα που δεν τη γνώριζαν πραγματοποιούσαν αυτή τη διαδρομή κάθε μέρα.
Μ᾿ άλλα λόγια δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να πάει στο Πιερφόντ, αν έτσι ήθελε! Κι ακριβώς, αισθανόταν πως το ᾿θελε και πως αν δεν είχε γνωρίσει την Οντέτ, θα πήγαινε σίγουρα. Από καιρό ήθελε να εξετάσει στις λεπτομέρειές τους τις εργασίες αναστύλωσης τού Βιολλέ-λε-Ντυκ. Και σ᾿ αυτή την εποχή τού χρόνου ένιωθε έντονη επιθυμία για έναν περίπατο στο δάσος τής Κομπιένης.
Ήταν αλήθεια άτυχος που τού απαγόρευε να πάει στο μόνο τόπο που τον τραβούσε σήμερα. Αν πήγαινε, θα μπορούσε να τη δει σήμερα κιόλας! Αλλά ενώ, αν η Οντέτ συναντούσε στο Πιερφόντ κάποιον τυχαία, θα τού έλεγε χαρούμενα: «Μπα, εσείς εδώ!» και θα τον καλούσε να περάσει να τη δει στο ξενοδοχείο όπου έμενε με τούς Βερντυρέν, αντίθετα αν συναντούσε τον Σουάν, θα το θεωρούσε προσβολή, θα σκεφτόταν ότι την παρακολουθούσε, ίσως και να τού γύριζε την πλάτη με θυμό, αν τον αντίκρυζε. «Ώστε δεν έχω δικαίωμα να ταξιδεύω!», θα τού ᾿λεγε αργότερα, ενώ στην πραγματικότητα εκείνος που δεν είχε πια το δικαίωμα να ταξιδεύει, ήταν ο ίδιος ο Σουάν!
Κάποια στιγμή τού ήρθε η σκέψη, για να μπορέσει να πάει στην Κομπιένη και στο Πιερφόντ, χωρίς να φανεί πως πήγαινε για την Οντέτ, να παρακαλέσει ένα φίλο του να τον πάρει μαζί του, το μαρκήσιο ντέ Φορεστέλ, που είχε ένα πύργο στην περιοχή. Κι αυτός, που ο Σουάν τού είχε πει την πρόθεσή του χωρίς ν᾿ αποκαλύψει την αιτία, χάρηκε ξεχωριστά και τού ᾿κανε εντύπωση πως ο Σουάν για πρώτη φορά ύστερ᾿ από δεκαπέντε χρόνια, δέχτηκε επιτέλους να ᾿ρθει στο κτήμα του. Ο Σουάν φανταζόταν κιόλας τον εαυτό του εκεί πέρα. «Προπάντων», θα ᾿λεγε στον κύριο ντέ Φορεστέλ, «να προσέξουμε να μην πέσουμε πάνω στην Οντέτ και στους Βερντυρέν μόλις σήμερα πληροφορήθηκα πως θα βρίσκονται στο Πιερφόντ. Έχουμε όλο τον καιρό να βλεπόμαστε στο Παρίσι». Κι ο φίλος του δεν θα μπορούσε να καταλάβει, γιατί όσο βρισκόταν εκεί, θ᾿ άλλαζε είκοσι φορές τα σχέδια του, θα επιθεωρούσε όλα τα εστιατόρια τής Κομπιένης, χωρίς να αποφασίσει να καθίσει σε κανένα, μ᾿ όλο που δεν είχαν δει τούς Βερντυρέν, δίνοντας την εντύπωση πως αναζητούσε αυτό που πήγαινε να αποφύγει, που άλλωστε θα το απέφευγε μόλις θα το ᾿χε βρει, γιατί αν είχε συναντήσει την μικρή ομάδα, θα είχε απομακρυνθεί επιδεικτικά, ικανοποιημένος κυρίως γιατί τον είδε η Οντέτ, να μην τής δίνει σημασία. Κι όταν ο κύριος ντέ Φορεστέλ ερχόταν να τον πάρει, για να φύγουν, τού ᾿λεγε: «Αλλοίμονο! όχι δεν μπορώ να πάω σήμερα στο Πιερφόντ, είναι η Οντέτ εκεί ακριβώς σήμερα». Κι ο Σουάν ήταν ωστόσο ευτυχισμένος, γιατί αισθανόταν πως, αν μόνος από όλους τους θνητούς, δεν είχε το δικαίωμα να πάει την ημέρα αυτή στο Πιερφόντ, αυτό συνέβαινε γιατί ήταν πραγματικά για την Οντέτ διαφορετικός από τούς άλλους, ήταν ο εραστής της, και γιατί η επιβολή αυτού τού περιορισμού στο γενικό δικαίωμα τής ελευθερίας, δεν ήταν παρά μια απ᾿ τις μορφές τής σκλαβιάς, αυτής τής αγάπης, που τού ήταν τόσο πολύτιμη. Μόλις ερχόταν η μέρα τής πιθανής επιστροφής τής Οντέτ άνοιγε πάλι τον οδηγό των σιδηροδρόμων και λογάριαζε πιο τραίνο έπρεπε να ᾿χε πάρει. Στο Παρίσι δεν έβγαινε απ᾿ το σπίτι του, από φόβο μήπως χάσει ένα τηλεγράφημα, δεν πλάγιαζε να κοιμηθεί από φόβο μήπως, επιστρέφοντας με το τελευταίο τραίνο, θα ᾿θελε ίσως να τού κάνει έκπληξη και να ᾿ρθει να τον δει αργά τη νύχτα. Περίμενε όλη τη νύχτα τελείως άσκοπα, γιατί οι Βερντυρέν είχαν επιστρέψει νωρίτερα και η Οντέτ βρισκόταν από το μεσημέρι στο Παρίσι και ούτε καν τον σκέφτηκε. Καί τέτοιες στιγμές, όταν ξεχνούσε ακόμα και την ύπαρξη τού Σουάν, την εξυπηρετούσαν για να διατηρήσει την αφοσίωση τού Σουάν.
Γιατί έτσι ο Σουάν ζούσε μ᾿ αυτή την ανησυχία που ήταν τόσο δυνατή, όση κι εκείνο το βράδυ που δε βρήκε την Οντέτ στους Βερντυρέν κι έψαχνε να τη βρει όλη τη νύχτα. Τίς μέρες του ο Σουάν τις περνούσε χωρίς την Οντέτ κι ώρες - ώρες σκεφτόταν, πως το ν᾿ αφήνει μια τόσο όμορφη γυναίκα έτσι μόνη στο Παρίσι, ήταν απερίσκεφτο, όσο να τοποθετήσει μια κασετίνα με κοσμήματα στη μέση τού δρόμου. Θα αγανακτούσε μ᾿ όλους τούς περαστικούς, σα να ήταν όλοι κλέφτες. Αλλά το συλλογικό και άμορφο πρόσωπό τους, επειδή δεν γινόταν συγκεκριμένο, δεν μπορούσε να θρέψει τη ζήλεια του. Συχνά πήγαινε να γευματίσει σ᾿ ένα εστιατόριο, που άλλοτε είχε εκτιμήσει την κουζίνα του κι όπου πήγαινε τώρα μόνο για μια απ᾿ αυτές τις αιτίες τις μυστικές και παράλογες, που ονομάζουμε μυθιστορηματικές· η αιτία ήταν πως το εστιατόριο αυτό είχε το ίδιο όνομα με το δρόμο όπου έμενε η Οντέτ: "Λαπερούζ".
Με όλο που δεν του επέτρεπε συνήθως να τη συναντά σε δημόσιους χώρους, λέγοντας πως έτσι προκαλούσε κουτσομπολιά, συνέβαινε καμιά φορά που ήταν καλεσμένος όπως και εκείνη, στου Φορσβίλ, στου ζωγράφου, ή σ᾿ ένα φιλανθρωπικό χορό, να βρίσκονται εκεί ταυτόχρονα. Την έβλεπε, αλλά δεν τολμούσε να μείνει για πολύ από φόβο μήπως την εκνευρίσει, δίνοντάς της την εντύπωση πως κατασκοπεύει την ευχαρίστηση που τής προκαλούσε η συντροφιά των άλλων και επέστρεφε μόνος για να πλαγιάσει ανήσυχος, όπως έμελλε να ᾿μαι και εγώ ανήσυχος μερικά χρόνια αργότερα τα βράδια που ερχόταν να δειπνήσει στο σπίτι μας στο Κομπραί. Καί μια ή δυο φορές γνώρισε σε τέτοιες βραδιές κάποιες από τις χαρές αυτές τις ήρεμες, γιατί φέρνουν ένα κατευνασμό: είχε περάσει για λίγο από μια κοσμική συγκέντρωση στου ζωγράφου κι ετοιμαζόταν να φύγει· άφηνε εκεί την Οντέτ, που ᾿χε μεταβληθεί σε μια εντυπωσιακή ξένη ανάμεσα σε άντρες στους οποίους τα βλέμματά της κι η ευθυμία της, ήταν σα να μιλούσαν για κάποια αισθησιακή ευχαρίστηση, που θα μπορούσαν να τη χαρούν εκεί ή αλλού. Ήταν έτοιμος πια να δρασκελίσει την πόρτα τού ζωγράφου όταν άκουσε αυτά τα λόγια που η Οντέτ τού πέταξε, καθώς βρισκόταν κιόλας στο κατώφλι: «Δε θα θέλατε να με περιμένετε πέντε λεπτά, θα μπορούσαμε να φύγουμε μαζί και να με συνοδεύσετε στο σπίτι μου». Αυτά τα λόγια αφαιρούσαν από τη γιορτή το τέλος που τον τρόμαζε, τού την καθιστούσαν αναδρομικά αθώα, απογύμνωναν την ίδια την Οντέτ από την υπερβολικά εύθυμη εμφάνισή της, έδειχναν πως δεν ήταν παρά μια αμφίεση που ᾿χε φορέσει, για χάριν τού ίδιου και μόνο.
Είναι αλήθεια πως μια μέρα που ο Φορσβίλ είχε παρακαλέσει να επιστρέψει μαζί τους, η Οντέτ τού είχε απαντήσει δείχνοντας τον Σουάν: «Α, αυτό εξαρτάται από τον κύριο, ρωτήστε τον. Τέλος πάντων ελάτε, όχι όμως για πολύ, γιατί δεν τού πολυαρέσει να δέχομαι επισκέψεις, όταν θέλει να βρίσκεται κοντά μου. Ω, αν γνωρίζατε αυτόν τον κύριο όσο τον γνωρίζω εγώ».
Κι ο Σουάν ήταν ίσως ακόμα πιο συγκινημένος, όταν την έβλεπε να τού απευθύνει μπροστά στο Φορσβίλ όχι μόνο αυτά τα λόγια τρυφερότητας και ξεχωριστής προτίμησης, αλλ᾿ ακόμα και μερικές επικρίσεις όπως: «Είμαι βέβαιη πως δεν απαντήσατε ακόμα στους φίλους σας για το δείπνο τής Κυριακής. Μην πάτε αν δεν σάς κάνει κέφι, αλλά να ᾿στε τουλάχιστον ευγενής». Ή «αφήστε τουλάχιστον εδώ το δοκίμιό σας για τον Βερμέερ, για να μπορέσετε να το προχωρήσετε λίγο αύριο! Τι τεμπέλης! Θα σάς κάνω εγώ να δουλέψετε!» Λόγια που έδειχναν πως η Οντέτ ήταν ενήμερη για τις προσκλήσεις του στον καλό κόσμο και για τις μελέτες του για την Τέχνη και πως είχαν μια κοινή ζωή.
Τότε τις στιγμές αυτές, ενώ εκείνη ετοίμαζε πορτοκαλάδα, ξαφνικά, όπως ένας προβολέας κακορυθμισμένος αφήνει στην αρχή να κινηθούν γύρω από ένα αντικείμενο μεγάλες φανταστικές σκιές, που ύστερα αναδιπλώνονται και διαλύονται μέσα στο αντικείμενο αυτό, έτσι όλες οι τρομερές κι ανερμάτιστες ιδέες που είχε για την Οντέτ, διαλύονταν και ξανάβρισκαν το γοητευτικό κορμί που ᾿χε ο Σουάν μπροστά του. Είχε την ξαφνική υποψία πως η ώρα αυτή στο σπίτι τής Οντέτ κάτω απ᾿ το φως τής λάμπας, δεν ήταν μια ώρα πλαστή για δική του χρήση, αλλά μια πραγματική ώρα από τη ζωή τής Οντέτ· πως αν δεν ήταν ο ίδιος εκεί, θα είχε δώσει στο Φορσβίλ την ίδια πολυθρόνα και θα τού είχε προσφέρει αυτήν ακριβώς την πορτοκαλάδα· πως ο κόσμος στον οποίο ζούσε η Οντέτ δεν ήταν αυτός ο άλλος ο τρομαχτικός κι υπερφυσικός όπου προσπαθούσε συνεχώς να την τοποθετήσει και που υπήρχε μόνο στα φαντασία του, αλλά ο πραγματικός κόσμος, που περιλαμβάνει αυτό το τραπέζι στο οποίο μπορούσε να γράψει, κι αυτό το ποτό που μπορούσε να δοκιμάσει, όλα αυτά τα αντικείμενα που τα έβλεπε με ευγνωμοσύνη, γιατί απορροφώντας τα όνειρά του, τον είχαν λυτρώσει απ᾿ αυτά. Ω, αν η ζωή είχε επιτρέψει να ᾿χε κοινή κατοικία με την Οντέτ, τότε όλα τα τιποτένια πράγματα τής ζωής τού Σουάν που τού φαίνονταν τόσο θλιβερά, θα έπαιρναν αντίθετα, επειδή θα γίνονταν και μέρος τής ζωής τής Οντέτ, μια κάποια υπέρμετρη γλυκύτητα και πυκνότητα.
[1] Βικτώρ Μασσέ: (1822-1884). Γάλλος μουσικοσυνθέτης. Έγραψε μεταξύ άλλων τη "Βασίλισσα Τοπάζ" και το "Μια νύχτα τής Κλεοπάτρας" που παίχτηκε στα 1885.
[2] Ουβερτούρα: Μουσικό κομμάτι που προηγείται τής σκηνικής δράσης σε μία όπερα. Συνήθως αποτελεί αυθύπαρκτη μουσική σύνθεση ανεξάρτητη από τη δράση.
[3] Ντρε: Δυτικά από το Παρίσι. Εκκλησία τού Αγίου Πέτρου, 13ος αιώνας. Το βασιλικό παρεκκλήσι τού Αγίου Λουδοβίκου χτίστηκε το 1816. Τάφοι των πριγκίπων τής οικογένειας Ορλεάν, αρχίζοντας από το Λουδοβίκο-Φίλιππο τον 1ο .
[4] Κομπιένη: Το ανάκτορο τού Καρόλου τού 2ου (838-877). Ξαναχτίστηκε από το Λουδοβίκο 14ο, κι έγινε η αγαπημένη κατοικία του Ναπολέοντα του 3ου.
[5]Πιερφόντ: Κάστρο (11ος -13ος ) αιώνας. Ο Ναπολέων ο 3ος ανέθεσε την αναστύλωσή του στον αρχιτέκτονα Βιολλέ-Λε-Ντυκ. Οι εργασίες αναστύλωσης άρχισαν το 1857 και σταμάτησαν έξι χρόνια μετά το θάνατό τού Ντυκ, το 1885.
[6] Μπωβαί: Γνωστό εκτός από τις ταπισερί του, για το θαυμάσιο καθεδρικό ναό τού Αγίου Πέτρου, (13ος αιώνας).
[7] Σαιν-Λου-ντε-Νω: Παλιό μοναστήρι των Βενεδικτίνων. Πύλη από τις ωραιότερες τής γλυπτικής τού 12ου αιώνα. Απέχει 15 χιλιόμετρα από το Παρίσι.
[8] Λουί – Φιλίπ: (1773-1850). Λουδοβίκος Φίλιππος. Βασιλιάς τής Γαλλίας από την επανάσταση τού 1830 έως την επανάσταση τού 1848.
[9] Βιολλέ–λε–Ντυκ: Αρχιτέκτονας και συγγραφέας (1814-1879). Υπεύθυνος για πολλές αναστηλώσεις τού Μεσαίωνα και τής αναγέννησης. Οι εργασίες του δέχθηκαν αργότερα πολλές επικρίσεις.
[2] Ουβερτούρα: Μουσικό κομμάτι που προηγείται τής σκηνικής δράσης σε μία όπερα. Συνήθως αποτελεί αυθύπαρκτη μουσική σύνθεση ανεξάρτητη από τη δράση.
[3] Ντρε: Δυτικά από το Παρίσι. Εκκλησία τού Αγίου Πέτρου, 13ος αιώνας. Το βασιλικό παρεκκλήσι τού Αγίου Λουδοβίκου χτίστηκε το 1816. Τάφοι των πριγκίπων τής οικογένειας Ορλεάν, αρχίζοντας από το Λουδοβίκο-Φίλιππο τον 1ο .
[4] Κομπιένη: Το ανάκτορο τού Καρόλου τού 2ου (838-877). Ξαναχτίστηκε από το Λουδοβίκο 14ο, κι έγινε η αγαπημένη κατοικία του Ναπολέοντα του 3ου.
[5]Πιερφόντ: Κάστρο (11ος -13ος ) αιώνας. Ο Ναπολέων ο 3ος ανέθεσε την αναστύλωσή του στον αρχιτέκτονα Βιολλέ-Λε-Ντυκ. Οι εργασίες αναστύλωσης άρχισαν το 1857 και σταμάτησαν έξι χρόνια μετά το θάνατό τού Ντυκ, το 1885.
[6] Μπωβαί: Γνωστό εκτός από τις ταπισερί του, για το θαυμάσιο καθεδρικό ναό τού Αγίου Πέτρου, (13ος αιώνας).
[7] Σαιν-Λου-ντε-Νω: Παλιό μοναστήρι των Βενεδικτίνων. Πύλη από τις ωραιότερες τής γλυπτικής τού 12ου αιώνα. Απέχει 15 χιλιόμετρα από το Παρίσι.
[8] Λουί – Φιλίπ: (1773-1850). Λουδοβίκος Φίλιππος. Βασιλιάς τής Γαλλίας από την επανάσταση τού 1830 έως την επανάσταση τού 1848.
[9] Βιολλέ–λε–Ντυκ: Αρχιτέκτονας και συγγραφέας (1814-1879). Υπεύθυνος για πολλές αναστηλώσεις τού Μεσαίωνα και τής αναγέννησης. Οι εργασίες του δέχθηκαν αργότερα πολλές επικρίσεις.
Παλινωδίες τού έρωτα και τής ζήλειας.
Όταν ο Σουάν θα είχε γιατρευτεί από τον έρωτα , οι πράξεις τής Οντέτ θα τού ήταν αδιάφορες.
Ο έρωτας όπως και ο θάνατος θέτουν όλο και περισσότερα ερωτήματα για το μυστήριο τής προσωπικότητας
Όταν ο Σουάν θα είχε γιατρευτεί από τον έρωτα , οι πράξεις τής Οντέτ θα τού ήταν αδιάφορες.
Ο έρωτας όπως και ο θάνατος θέτουν όλο και περισσότερα ερωτήματα για το μυστήριο τής προσωπικότητας
Κι όμως υποψιαζόταν πως αυτό που αναζητούσε ήταν μια γαλήνη, που δε θα ήταν η κατάλληλη ατμόσφαιρα για τον έρωτά του. Όταν η Οντέτ θα έπαυε να είναι ένα πλάσμα πάντα απόν που το αναζητεί, όταν το αίσθημα που θα ᾿νιωθε γι αυτήν δε θα ᾿ταν αυτή η ταραχή η γεμάτη μυστήριο που τού προκαλούσε η φράση τής σονάτας, αλλά η στοργή, η ευγνωμοσύνη· όταν θα είχαν δημιουργηθεί μεταξύ τους τέτοιες σχέσεις που θα έθεταν τέλος στην μελαγχολία του, τότε αναμφίβολα η ίδια η Οντέτ δε θα είχε ενδιαφέρον. Καθώς αντιμετώπιζε την κατάστασή του με τόση διαύγεια, λες και είχε μπολιαστεί για να τη μελετήσει καλύτερα, σκεφτόταν πως όταν θα είχε γιατρευτεί, οι πράξεις τής Οντέτ θα τού ήταν αδιάφορες. Όμως, απ᾿ το βάθος τής αρρωστημένης του κατάστασης, φοβόταν στ᾿ αλήθεια όσο και το θάνατο, μια τέτοια γιατρειά, αφού θα σήμαινε το θάνατο αυτού που ήταν τώρα.
Ύστερα από αυτές τις ήρεμες βραδιές, οι υποψίες τού Σουάν ησύχαζαν. Σε άλλες στιγμές όμως, που ο πόνος τον άγγιζε πάλι, φανταζόταν πως η Οντέτ ήταν ερωμένη τού Φορσβίλ και πως όταν τον κοίταζαν μαζί απ᾿ το βάθος τού λαντώ των Βερντυρέν στο Δάσος, την παραμονή τής γιορτής τού Σατού, όπου δεν τον είχαν καλέσει, να την παρακαλά μάταια, μ᾿ αυτό το απελπισμένο ύφος που είχε προσέξει ακόμα και ο αμαξάς του, να επιστρέψει μαζί του, θα έπρεπε να είχε την ώρα που τον έδειχνε στον Φορσβίλ και τού ᾿λεγε, «Κοίτα φούρκα που την έχει» το ίδιο πονηρό, χαμηλωμένο κι ύπουλο βλέμμα, που είχε την ημέρα που ο Φορσβίλ είχε διώξει τον Σανιέτ απ᾿ το σπίτι των Βερντυρέν.
Τότε ο Σουάν τη μισούσε. «Κι εγώ πάλι παραείμαι βλάκας», αναλογιζόταν, «πληρώνω με τα χρήματά μου την ευχαρίστηση των άλλων. Να σκεφτείς πως χθες ακόμα, καθώς διηγόταν πως θα ήθελε να παρακολουθήσει τις παραστάσεις στο Μπάυροϊτ [1], έκανα τη βλακεία να τής προτείνω να νοικιάσω για τούς δυο μας ένα απ᾿ τούς ωραίους πύργους τού βασιλιά τής Βαυαρίας στην περιοχή. Κι άλλωστε δε νομίζω να ενθουσιάστηκε και τόσο, δεν είπε ακόμα ούτε ναι ούτε όχι, μακάρι ν᾿ αρνηθεί! Ν᾿ ακούω Βάγκνερ για δεκαπέντε μέρες μαζί της, μ᾿ αυτήν που νοιάζεται για τη μουσική όσο το ψάρι για το μήλο, τι κέφι!» Κι επειδή το μίσος και η αγάπη του είχαν ανάγκη να εκδηλωθούν, και τού άρεσε να οδηγεί τις φαντασιώσεις όσο πιο μακριά μπορούσε, έφτασε στο σημείο να υποθέσει πως θα λάβαινε γράμμα της, που θα τού ζητούσε χρήματα για να νοικιάσει τον πύργο αυτό στο Μπάυροϊτ, αλλά χωρίς να πάει εκείνος, γιατί θα είχε υποσχεθεί η ίδια να καλέσει τον Φορσβίλ και τούς Βερντυρέν. Α! Πόσο θα ᾿θελε να είχε η Οντέτ αυτήν την τόλμη! Πόση χαρά θα ᾿νιωθε να συντάξει την εκδικητική απάντηση που με φιλαρέσκεια διάλεγε και πρόφερε δυνατά τις λέξεις της, θαρρείς κι είχε λάβει πραγματικά το γράμμα.
Κι όμως αυτό ακριβώς συνέβηκε την επόμενη μέρα. Τού έγραψε πως οι Βερντυρέν κι οι φίλοι τους είχαν εκφράσει την επιθυμία να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις με έργα τού Βάγκνερ, και πως αν ήθελε να τής στείλει αυτά τα χρήματα, θα είχε επιτέλους την ευχαρίστηση, αφού την είχαν δεχτεί τόσες φορές στο σπίτι τους, να τούς καλέσει κι εκείνη με τη σειρά της. Για τον ίδιο τον Σουάν δεν έλεγε λέξη, άφηνε όμως να φανεί πως η παρουσία τους, απέκλειε τη δική του.
Τότε αυτή την τρομερή απάντηση, που είχε προβλέψει την κάθε της λέξη την προηγούμενη μέρα, χωρίς να ελπίζει πως θα μπορούσε ποτέ να τη χρησιμοποιήσει, είχε τη χαρά να τής την στείλει. Αλλοίμονο! Καταλάβαινε πολύ καλά πως με τα χρήματα που είχε η ίδια ή που θα έβρισκε εύκολα, θα μπορούσε να νοικιάσει πύργο στο Μπάυροϊτ, αφού το ήθελε, αυτή που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον Μπαχ από τον Κλαπισσόν [2]. Μόνο που δε θα ᾿βρισκε τον τρόπο, όπως αν τής έστελνε τούτη τη φορά μερικά χαρτονομίσματα των χιλίων φράγκων, να οργανώνει κάθε βράδυ σ᾿ ένα πύργο, αυτά τα φίνα σουπέ, που στο τέλος τους θα έκανε την τρέλα, αν δεν την είχε κάνει μέχρι τώρα, να πέσει στην αγκαλιά τού Φορσβίλ. Αλλά επιτέλους αυτό το μισητό ταξίδι δε θα το πλήρωνε αυτός, ο Σουάν!
Αλλά δεν έμενε ποτέ στα μάτια του άπιστη για πολύ καιρό· σε λίγες μέρες, η εικόνα αυτή μιας Οντέτ μισητής να λέει στον Φορσβίλ: «Φούρκα που την έχει!» άρχιζε να γίνεται αχνή να σβύνει. Τότε σταδιακά, ξαναεμφανιζόταν το πρόσωπο τής άλλης Οντέτ, αυτής που και πάλι μ᾿ ένα χαμόγελο στον Φορσβίλ, ένα χαμόγελο όμως, που δεν είχε παρά τρυφερότητα για τον Σουάν, όταν έλεγε: «Θα μείνετε λίγο γιατί δεν αρέσει πολύ σ᾿ αυτόν τον κύριο να δέχομαι επισκέψεις, όταν θέλει να βρίσκεται κοντά μου. Ώ, αν γνωρίζατε αυτόν τον κύριο όσο τον γνωρίζω εγώ».
Σ᾿ αυτήν την Οντέτ, αναρωτιόταν τότε, πως είχε μπορέσει να γράψει αυτό το προσβλητικό γράμμα, που τον είχε κάνει να κατρακυλήσει απ᾿ την ανώτατη βαθμίδα που είχε εξασφαλίσει στην εκτίμησή της με την καλοσύνη και την αφοσίωσή του. Θα τής γινόταν λιγότερο αγαπητός, αφού γι αυτές ακριβώς τις αρετές τον αγαπούσε, αρετές που δεν τις έβρισκε ούτε στο Φορσβίλ, ούτε σε κανέναν άλλο. Γι αυτές τις αρετές η Οντέτ τού έδειχνε τόσο συχνά μια καλοσύνη, που δεν τής έδινε σημασία τη στιγμή που ζήλευε, γιατί δεν ήταν ένδειξη πόθου, μα που άρχιζε πάλι να καταλαβαίνει την αξία της καθώς υποχωρούσαν από μόνες οι υποψίες του, μ᾿ ένα τρόπο που συχνά τον υποβοηθούσε η ενασχόληση του με μια ανάγνωση για την τέχνη ή η συζήτηση μ᾿ ένα φίλο, και το πάθος του απαιτούσε λιγότερο την αμοιβαιότητα.
Πόσο θα την είχε λυπήσει! Είχε βέβαια σοβαρούς λόγους που δικαιολογούσαν τη μνησικακία απέναντί της, όμως οι λόγοι αυτοί δεν θα ᾿ταν αρκετοί να τον κάνουν να νιώσει τη μνησικακία, αν δεν την είχε αγαπήσει τόσο. Μήπως δεν είχε τα ίδια σοβαρά παράπονα μ᾿ άλλες γυναίκες, τις οποίες όμως θα δεχόταν πρόθυμα να εξυπηρετήσει σήμερα, αφού δεν ένιωθε θυμό απέναντί τους, τώρα που πια δεν τις αγαπούσε; Αν έμελλε κάποια μέρα να βρεθεί στην ίδια κατάσταση αδιαφορίας απέναντι στην Οντέτ, θα καταλάβαινε πως μόνο η ζήλεια του τον είχε κάνει ν᾿ ανακαλύψει κάτι το φριχτό στην επιθυμία της ν᾿ ανταποδώσει τις ευγένειες των Βερντυρέν, και να παίξει το ρόλο τής οικοδέσποινας.
Γιατί να πιστέψει πως θα γευόταν εκεί, με τον Φορσβίλ ή με άλλους, μεθυστικές ηδονές, που μόνο η ζήλεια του γύρευε να χαλκεύσει από το τίποτα; Στο Μπάυροϊτ ή στο Παρίσι, ο Φορσβίλ δεν θα μπορούσε να σκεφτεί τον Σουάν παρά σαν κάποιον που βάραινε πολύ στη ζωή τής Οντέτ, στον οποίο ήταν υποχρεωμένος να παραχωρήσει τη θέση του, όταν συναντιόνταν στο σπίτι της. Αν ο Φορσβίλ και η Οντέτ θριάμβευαν πηγαίνοντας εκεί παρά τις αντιρρήσεις του, αυτό θα το είχε προκαλέσει ο ίδιος προσπαθώντας μάταια να την εμποδίσει να πάει, ενώ αντίθετα αν είχε εγκρίνει το σχέδιο της, που δεν ήταν άλλωστε παράλογο, θα ᾿ταν σα να την είχε στείλει ο ίδιος, και την ευχαρίστηση που θα ᾿νιωθε η Οντέτ να δέχεται τούς ανθρώπους αυτούς, που την είχαν τόσο συχνά δεχτεί στο σπίτι τους, θα καταλάβαινε πως τη χρωστούσε στον Σουάν.
Καί αντί να ᾿φευγε θυμωμένη μαζί του, χωρίς να τον ξαναδεί αν τής έστελνε αυτά τα χρήματα, αν την ενθάρρυνε σ᾿ αυτό το ταξίδι και φρόντιζε να τής το κάνει ευχάριστο, θα ᾿τρεχε κοντά του ευτυχισμένη, γεμάτη ευγνωμοσύνη, και θα είχε τη χαρά να τη δει, αυτή τη χαρά που τού ᾿χε λείψει μια βδομάδα. Γιατί μόλις ο Σουάν μπορούσε να την φανταστεί χωρίς φρίκη και ξανάβλεπε καλοσύνη στο χαμόγελο της, αυτή η αγάπη γινόταν κυρίως η επιθυμία για την ευχαρίστηση να θαυμάζει το σήκωμα τής ματιάς της, το σχηματισμό ενός χαμόγελού της, τη προφορά ενός τόνου τής φωνής της. Κι αυτή η ευχαρίστηση, η διαφορετική από όλες τις άλλες, είχε φτάσει στο σημείο να δημιουργήσει μέσα του την ανάγκη της, ανάγκη σχεδόν το ίδιο αφιλόκερδη, το ίδιο καλλιτεχνική, το ίδιο διεφθαρμένη, όσο μια άλλη που χαραχτήριζε αυτήν την καινούργια περίοδο τής ζωής τού Σουάν, που την αδιαφορία και την κατάπτωση των περασμένων χρόνων την είχε διαδεχτεί κάτι σαν ένα πνευματικό ξεχείλισμα, χωρίς να γνωρίζει καλά σε τι το χρωστούσε, όπως δεν το γνωρίζει κάποιος μ᾿ ευαίσθητη υγεία, που από μιάν ορισμένη στιγμή αρχίζει να δυναμώνει και δίνει την εντύπωση πως για λίγο καιρό βαδίζει στην τέλεια ανάρρωση: αυτή η άλλη ανάγκη, που αναπτυσσόταν κι αυτή έξω από τον πραγματικό κόσμο, ήταν η ανάγκη ν᾿ ακούσει, να γνωρίσει μουσική.
Ίσως δεν ήξερε πόσο ήταν ειλικρινής απέναντί της στη διάρκεια τής διάστασής τους, όταν τής είχε πει πως δεν θα τής έστελνε χρήματα, και πως θα γύρευε να τής κάνει κακό. Ίσως και πάλι να μην ήξερε πόσο ήταν ειλικρινής σε άλλες περιπτώσεις, όπου για το καλό τής συνέχισης τού δεσμού τους, για να δείξει στην Οντέτ πως μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, αποφάσιζε ν᾿ αφήσει να περάσει ένα διάστημα χωρίς να πάει στο σπίτι της.
Τής έγραφε πως ήταν πολυάσχολος και δεν θα μπορούσε να τη συναντήσει καμιά από τις μέρες που τής είχε πει. Μα ένα γράμμα της που διασταυρωνόταν με το δικό του, τού ζητούσε ακριβώς να αλλάξει κάποια τους συνάντηση. Ο Σουάν αναρωτιόταν γιατί· οι υποψίες του, ο πόνος του δυνάμωναν ξανά. Δεν μπορούσε πια να κρατήσει, στην καινούργια κατάσταση ανησυχίας που βρισκόταν, τη δέσμευση που είχε αποφασίσει σε μια προγενέστερη κατάσταση σχετικής ηρεμίας, και τότε έτρεχε στο σπίτι της κι απαιτούσε να τη συναντήσει όλες τις επόμενες μέρες. Καί μάλιστα αν δεν τού είχε γράψει, αν έστω απαντούσε μόνο με μιάν αποδοχή στην πρότασή του για ένα προσωρινό χωρισμό, αυτό αρκούσε για να μην μπορεί να μείνει άλλο χωρίς να τη δει. Γιατί, αντίθετα με τούς υπολογισμούς τού Σουάν, η αποδοχή τού χωρισμού εκ μέρους τής Οντέτ, είχε αλλάξει τα πάντα μέσα του. Σαν όλους που έχουν κάτι στην κατοχή τους, για να μπορέσει να μάθει τι θα συνέβαινε αν έπαυε κάποια στιγμή να τού ανήκει, είχε βγάλει αυτό το κάτι από τη σκέψη του, αφήνοντας όλα τα άλλα στην ίδια κατάσταση, όπως όταν αυτό το κάτι ήταν εκεί. Αλλ᾿ όμως η απουσία ενός πράγματος δεν είναι μόνο αυτό, είναι μια αναστάτωση κι όλων των άλλων, είναι μια καινούργια κατάσταση, που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει, όσο βρίσκεται στην προγενέστερη.
Άλλες φορές αντίθετα — η Οντέτ ήταν πια έτοιμη να φύγει για ταξίδι— ύστερα από κάποιο μικρό καυγά που τον διάλεγε σαν αφορμή, αποφάσιζε να μην τη δει πριν από την επιστροφή της, γυρεύοντας τα οφέλη μιας μεγάλης διάστασης, που η Οντέτ ίσως θα θεωρούσε οριστική. Φανταζόταν κιόλας την Οντέτ ανήσυχη, περίλυπη γιατί δε δέχτηκε ούτε επίσκεψη, ούτε γράμμα κι η εικόνα της αυτή, καθώς καθησύχαζε τη ζήλεια του, τον διευκόλυνε να πάψει να τη βλέπει. Κι όμως να, που μια ελάχιστη αντιξοότητα ή μια σωματική αδιαθεσία — καθώς τον παρακινούσε να θεωρήσει την τωρινή στιγμή σα μια στιγμή ξεχωριστή έξω από το κανονικό, όπου η φρόνηση επέβαλλε να δεχτεί τον κατευνασμό που φέρνει μια ευχαρίστηση — ανέστελλε τη λειτουργία τής θέλησής του, που έπαυε να γίνεται πιστευτή· Ή λιγότερο απ᾿ αυτό, η ανάμνηση μιας πληροφορίας που είχε ξεχάσει να ζητήσει από την Οντέτ, αν είχε αποφασίσει τι χρώμα θα έβαφε τ᾿ αμάξι της, αν ήταν κοινές ή προνομιούχες οι μετοχές που ήθελε να αγοράσει, να που, σαν ένα τεντωμένο λάστιχο που το αφήνουμε ξαφνικά, η ιδέα να την ξαναδεί επέστρεφε μ᾿ ένα πήδημα στο χώρο τού παρόντος.
Αλλά η Οντέτ, όπως είχε πιστέψει πως η άρνησή του να δώσει τα χρήματα ήταν μόνο προσποιητή, έτσι δεν έβλεπε παρά ένα πρόσχημα στην πληροφορία που ερχόταν να τής ζητήσει για τη βαφή τού αμαξιού ή την αγορά των μετοχών. Ήταν μια ιδέα μερική μόνο — κι ίσως γι αυτό βαθύτερη — αν την έκρινε κανείς από την άποψη τού Σουάν, που θα έβρισκε πως δεν τον καταλάβαινε η Οντέτ, ακριβώς όπως ένας μορφινομανής ή ένας φυματικός, σίγουροι πως τούς σταμάτησαν, τον πρώτο ένα εξωτερικό γεγονός τη στιγμή που ήταν έτοιμος να ελευθερωθεί από το χρόνιο εθισμό του, τον άλλο μια τυχαία αδιαθεσία τη στιγμή που επρόκειτο να γιατρευτεί, αισθάνονται πως δεν έχουν την κατανόηση τού γιατρού, που δεν δίνει τη ίδια μ᾿ αυτούς σημασία σ᾿ αυτά τα απρόβλεπτα γεγονότα, που για το γιατρό είναι μια απλή μεταμφίεση, για να γίνουν ξανά αισθητά στους αρρώστους του, το πάθος και η αρρωστημένη κατάσταση, που στην πραγματικότητα δεν έχουν πάψει να βαραίνουν αθεράπευτα πάνω τους και όταν αυτοί τρέφανε όνειρα καλής διαγωγής ή γιατρειάς. Καί πραγματικά, η αγάπη τού Σουάν είχε φτάσει στο σημείο εκείνο που ο γιατρός και σ᾿ ορισμένες ασθένειες ο πιο τολμηρός χειρούργος, αναρωτιούνται αν το να στερήσουν από έναν άρρωστο το πάθος του, ή και να αφαιρέσουν τον πόνο είναι ακόμα λογικό ή έστω δυνατό.
Βέβαια ο Σουάν δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει άμεσα το μέγεθος αυτής τής αγάπης. Όταν προσπαθούσε να τη μετρήσει, συνέβαινε καμιά φορά να τού φαίνεται μειωμένη, σχεδόν ένα τίποτα· έτσι η λίγη συμπάθεια, σχεδόν απέχθεια που τού είχαν προκαλέσει πριν ακόμα ερωτευθεί την Οντέτ τα χαραχτηριστικά της, το χρώμα της το χωρίς φρεσκάδα, ερχόταν ξανά στη σκέψη του κάποτε. «Αλήθεια, υπάρχει αισθητή πρόοδος», αναλογιζόταν την επομένη· «αν κοιτάξω προσεχτικά τα πράγματα, πρέπει να παραδεχτώ πως χθες δεν ένιωσα σχεδόν καμιά ευχαρίστηση, όταν βρέθηκα στο κρεββάτι της· είναι περίεργο μού φάνηκε μάλιστα άσκημη». Κι αλήθεια, ήταν ειλικρινής, μα η αγάπη του απλωνόταν πέρα απ᾿ την περιοχή τού σωματικού πόθου. Η ίδια η Οντέτ σαν πρόσωπο δεν κρατούσε πια μεγάλη θέση. Όταν το βλέμμα του συναντούσε τη φωτογραφία τής Οντέτ πάνω στο τραπέζι ή ερχόταν να τον δει, με δυσκολία ταύτιζε τη μορφή της τη ζωντανή ή τής φωτογραφίας, με την οδυνηρή και μόνιμη αναστάτωση που κατοικούσε μέσα του. Έλεγε μέσα του, σχεδόν με κατάπληξη: «Εκείνη είναι;» Σα να μάς δείχνουν ξαφνικά εξωτερικευμένη μπροστά μας μια από τις αρρώστιες μας και να μην μπορούμε να βρούμε την ομοιότητά της μ᾿ αυτήν που μάς καταπονεί. Ο Σουάν προσπαθούσε ν᾿ αναρωτηθεί τι ήταν "Εκείνη"· γιατί είναι μια ομοιότητα τού έρωτα και τού θανάτου, το ότι μάς κάνουν να θέτουμε όλο και περισσότερα ερωτήματα γύρω από το μυστήριο τής προσωπικότητας, από φόβο μήπως μάς ξεφύγει η πραγματικότητά της. Κι αυτή η αρρώστια που ήταν η αγάπη τού Σουάν, είχε δεθεί τόσο σφικτά μ᾿ όλες τις συνήθειες του, τη σκέψη του, την υγεία του, τον ύπνο, τη ζωή του, που δε θα μπορούσαν να τού αφαιρέσουν αυτή την αρρώστια, χωρίς να μπορέσουν να καταστρέψουν τον ίδιο: όπως λένε στη χειρουργική, ο έρωτάς του δεν ήταν πια χειρουργήσιμος.
Αν δεν ήταν υποχρεωμένος να δικαιολογείται στον καλό κόσμο γιατί δεν τούς έκανε επισκέψεις, γύρευε αντίθετα να δικαιολογηθεί απέναντι στην Οντέτ για τις επισκέψεις που τής έκανε. Κι επί πλέον τής τις πλήρωνε και για κάθε επίσκεψη έβρισκε μια πρόφαση, ένα δώρο που τής έφερνε, μια πληροφορία που χρειαζόταν. Κι έτσι τώρα που απουσίαζε συχνά, ακόμα και όταν έμενε στο Παρίσι, τον έβλεπε λίγο, κι αυτή που όταν τον αγαπούσε τού ᾿λεγε: «Είμαι πάντα ελεύθερη» και «τι με νοιάζει η γνώμη των άλλων;», τώρα, κάθε φορά που ήθελε να τη δει, γύρευε να επικαλεστεί την ευπρέπεια ή προφασιζόταν απασχολήσεις. Όταν τής έλεγε πως λογάριαζε να πάει, στα εγκαίνια μιας έκθεσης, σε μια πρεμιέρα, όπου θα βρισκόταν κι εκείνη, τού έλεγε πως γύρευε να διατυμπανίζει το δεσμό τους, πως τής φερνόταν σαν να ήταν κοινή γυναίκα.
Ύστερα από αυτές τις ήρεμες βραδιές, οι υποψίες τού Σουάν ησύχαζαν. Σε άλλες στιγμές όμως, που ο πόνος τον άγγιζε πάλι, φανταζόταν πως η Οντέτ ήταν ερωμένη τού Φορσβίλ και πως όταν τον κοίταζαν μαζί απ᾿ το βάθος τού λαντώ των Βερντυρέν στο Δάσος, την παραμονή τής γιορτής τού Σατού, όπου δεν τον είχαν καλέσει, να την παρακαλά μάταια, μ᾿ αυτό το απελπισμένο ύφος που είχε προσέξει ακόμα και ο αμαξάς του, να επιστρέψει μαζί του, θα έπρεπε να είχε την ώρα που τον έδειχνε στον Φορσβίλ και τού ᾿λεγε, «Κοίτα φούρκα που την έχει» το ίδιο πονηρό, χαμηλωμένο κι ύπουλο βλέμμα, που είχε την ημέρα που ο Φορσβίλ είχε διώξει τον Σανιέτ απ᾿ το σπίτι των Βερντυρέν.
Τότε ο Σουάν τη μισούσε. «Κι εγώ πάλι παραείμαι βλάκας», αναλογιζόταν, «πληρώνω με τα χρήματά μου την ευχαρίστηση των άλλων. Να σκεφτείς πως χθες ακόμα, καθώς διηγόταν πως θα ήθελε να παρακολουθήσει τις παραστάσεις στο Μπάυροϊτ [1], έκανα τη βλακεία να τής προτείνω να νοικιάσω για τούς δυο μας ένα απ᾿ τούς ωραίους πύργους τού βασιλιά τής Βαυαρίας στην περιοχή. Κι άλλωστε δε νομίζω να ενθουσιάστηκε και τόσο, δεν είπε ακόμα ούτε ναι ούτε όχι, μακάρι ν᾿ αρνηθεί! Ν᾿ ακούω Βάγκνερ για δεκαπέντε μέρες μαζί της, μ᾿ αυτήν που νοιάζεται για τη μουσική όσο το ψάρι για το μήλο, τι κέφι!» Κι επειδή το μίσος και η αγάπη του είχαν ανάγκη να εκδηλωθούν, και τού άρεσε να οδηγεί τις φαντασιώσεις όσο πιο μακριά μπορούσε, έφτασε στο σημείο να υποθέσει πως θα λάβαινε γράμμα της, που θα τού ζητούσε χρήματα για να νοικιάσει τον πύργο αυτό στο Μπάυροϊτ, αλλά χωρίς να πάει εκείνος, γιατί θα είχε υποσχεθεί η ίδια να καλέσει τον Φορσβίλ και τούς Βερντυρέν. Α! Πόσο θα ᾿θελε να είχε η Οντέτ αυτήν την τόλμη! Πόση χαρά θα ᾿νιωθε να συντάξει την εκδικητική απάντηση που με φιλαρέσκεια διάλεγε και πρόφερε δυνατά τις λέξεις της, θαρρείς κι είχε λάβει πραγματικά το γράμμα.
Κι όμως αυτό ακριβώς συνέβηκε την επόμενη μέρα. Τού έγραψε πως οι Βερντυρέν κι οι φίλοι τους είχαν εκφράσει την επιθυμία να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις με έργα τού Βάγκνερ, και πως αν ήθελε να τής στείλει αυτά τα χρήματα, θα είχε επιτέλους την ευχαρίστηση, αφού την είχαν δεχτεί τόσες φορές στο σπίτι τους, να τούς καλέσει κι εκείνη με τη σειρά της. Για τον ίδιο τον Σουάν δεν έλεγε λέξη, άφηνε όμως να φανεί πως η παρουσία τους, απέκλειε τη δική του.
Τότε αυτή την τρομερή απάντηση, που είχε προβλέψει την κάθε της λέξη την προηγούμενη μέρα, χωρίς να ελπίζει πως θα μπορούσε ποτέ να τη χρησιμοποιήσει, είχε τη χαρά να τής την στείλει. Αλλοίμονο! Καταλάβαινε πολύ καλά πως με τα χρήματα που είχε η ίδια ή που θα έβρισκε εύκολα, θα μπορούσε να νοικιάσει πύργο στο Μπάυροϊτ, αφού το ήθελε, αυτή που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον Μπαχ από τον Κλαπισσόν [2]. Μόνο που δε θα ᾿βρισκε τον τρόπο, όπως αν τής έστελνε τούτη τη φορά μερικά χαρτονομίσματα των χιλίων φράγκων, να οργανώνει κάθε βράδυ σ᾿ ένα πύργο, αυτά τα φίνα σουπέ, που στο τέλος τους θα έκανε την τρέλα, αν δεν την είχε κάνει μέχρι τώρα, να πέσει στην αγκαλιά τού Φορσβίλ. Αλλά επιτέλους αυτό το μισητό ταξίδι δε θα το πλήρωνε αυτός, ο Σουάν!
Αλλά δεν έμενε ποτέ στα μάτια του άπιστη για πολύ καιρό· σε λίγες μέρες, η εικόνα αυτή μιας Οντέτ μισητής να λέει στον Φορσβίλ: «Φούρκα που την έχει!» άρχιζε να γίνεται αχνή να σβύνει. Τότε σταδιακά, ξαναεμφανιζόταν το πρόσωπο τής άλλης Οντέτ, αυτής που και πάλι μ᾿ ένα χαμόγελο στον Φορσβίλ, ένα χαμόγελο όμως, που δεν είχε παρά τρυφερότητα για τον Σουάν, όταν έλεγε: «Θα μείνετε λίγο γιατί δεν αρέσει πολύ σ᾿ αυτόν τον κύριο να δέχομαι επισκέψεις, όταν θέλει να βρίσκεται κοντά μου. Ώ, αν γνωρίζατε αυτόν τον κύριο όσο τον γνωρίζω εγώ».
Σ᾿ αυτήν την Οντέτ, αναρωτιόταν τότε, πως είχε μπορέσει να γράψει αυτό το προσβλητικό γράμμα, που τον είχε κάνει να κατρακυλήσει απ᾿ την ανώτατη βαθμίδα που είχε εξασφαλίσει στην εκτίμησή της με την καλοσύνη και την αφοσίωσή του. Θα τής γινόταν λιγότερο αγαπητός, αφού γι αυτές ακριβώς τις αρετές τον αγαπούσε, αρετές που δεν τις έβρισκε ούτε στο Φορσβίλ, ούτε σε κανέναν άλλο. Γι αυτές τις αρετές η Οντέτ τού έδειχνε τόσο συχνά μια καλοσύνη, που δεν τής έδινε σημασία τη στιγμή που ζήλευε, γιατί δεν ήταν ένδειξη πόθου, μα που άρχιζε πάλι να καταλαβαίνει την αξία της καθώς υποχωρούσαν από μόνες οι υποψίες του, μ᾿ ένα τρόπο που συχνά τον υποβοηθούσε η ενασχόληση του με μια ανάγνωση για την τέχνη ή η συζήτηση μ᾿ ένα φίλο, και το πάθος του απαιτούσε λιγότερο την αμοιβαιότητα.
Πόσο θα την είχε λυπήσει! Είχε βέβαια σοβαρούς λόγους που δικαιολογούσαν τη μνησικακία απέναντί της, όμως οι λόγοι αυτοί δεν θα ᾿ταν αρκετοί να τον κάνουν να νιώσει τη μνησικακία, αν δεν την είχε αγαπήσει τόσο. Μήπως δεν είχε τα ίδια σοβαρά παράπονα μ᾿ άλλες γυναίκες, τις οποίες όμως θα δεχόταν πρόθυμα να εξυπηρετήσει σήμερα, αφού δεν ένιωθε θυμό απέναντί τους, τώρα που πια δεν τις αγαπούσε; Αν έμελλε κάποια μέρα να βρεθεί στην ίδια κατάσταση αδιαφορίας απέναντι στην Οντέτ, θα καταλάβαινε πως μόνο η ζήλεια του τον είχε κάνει ν᾿ ανακαλύψει κάτι το φριχτό στην επιθυμία της ν᾿ ανταποδώσει τις ευγένειες των Βερντυρέν, και να παίξει το ρόλο τής οικοδέσποινας.
Γιατί να πιστέψει πως θα γευόταν εκεί, με τον Φορσβίλ ή με άλλους, μεθυστικές ηδονές, που μόνο η ζήλεια του γύρευε να χαλκεύσει από το τίποτα; Στο Μπάυροϊτ ή στο Παρίσι, ο Φορσβίλ δεν θα μπορούσε να σκεφτεί τον Σουάν παρά σαν κάποιον που βάραινε πολύ στη ζωή τής Οντέτ, στον οποίο ήταν υποχρεωμένος να παραχωρήσει τη θέση του, όταν συναντιόνταν στο σπίτι της. Αν ο Φορσβίλ και η Οντέτ θριάμβευαν πηγαίνοντας εκεί παρά τις αντιρρήσεις του, αυτό θα το είχε προκαλέσει ο ίδιος προσπαθώντας μάταια να την εμποδίσει να πάει, ενώ αντίθετα αν είχε εγκρίνει το σχέδιο της, που δεν ήταν άλλωστε παράλογο, θα ᾿ταν σα να την είχε στείλει ο ίδιος, και την ευχαρίστηση που θα ᾿νιωθε η Οντέτ να δέχεται τούς ανθρώπους αυτούς, που την είχαν τόσο συχνά δεχτεί στο σπίτι τους, θα καταλάβαινε πως τη χρωστούσε στον Σουάν.
Καί αντί να ᾿φευγε θυμωμένη μαζί του, χωρίς να τον ξαναδεί αν τής έστελνε αυτά τα χρήματα, αν την ενθάρρυνε σ᾿ αυτό το ταξίδι και φρόντιζε να τής το κάνει ευχάριστο, θα ᾿τρεχε κοντά του ευτυχισμένη, γεμάτη ευγνωμοσύνη, και θα είχε τη χαρά να τη δει, αυτή τη χαρά που τού ᾿χε λείψει μια βδομάδα. Γιατί μόλις ο Σουάν μπορούσε να την φανταστεί χωρίς φρίκη και ξανάβλεπε καλοσύνη στο χαμόγελο της, αυτή η αγάπη γινόταν κυρίως η επιθυμία για την ευχαρίστηση να θαυμάζει το σήκωμα τής ματιάς της, το σχηματισμό ενός χαμόγελού της, τη προφορά ενός τόνου τής φωνής της. Κι αυτή η ευχαρίστηση, η διαφορετική από όλες τις άλλες, είχε φτάσει στο σημείο να δημιουργήσει μέσα του την ανάγκη της, ανάγκη σχεδόν το ίδιο αφιλόκερδη, το ίδιο καλλιτεχνική, το ίδιο διεφθαρμένη, όσο μια άλλη που χαραχτήριζε αυτήν την καινούργια περίοδο τής ζωής τού Σουάν, που την αδιαφορία και την κατάπτωση των περασμένων χρόνων την είχε διαδεχτεί κάτι σαν ένα πνευματικό ξεχείλισμα, χωρίς να γνωρίζει καλά σε τι το χρωστούσε, όπως δεν το γνωρίζει κάποιος μ᾿ ευαίσθητη υγεία, που από μιάν ορισμένη στιγμή αρχίζει να δυναμώνει και δίνει την εντύπωση πως για λίγο καιρό βαδίζει στην τέλεια ανάρρωση: αυτή η άλλη ανάγκη, που αναπτυσσόταν κι αυτή έξω από τον πραγματικό κόσμο, ήταν η ανάγκη ν᾿ ακούσει, να γνωρίσει μουσική.
Ίσως δεν ήξερε πόσο ήταν ειλικρινής απέναντί της στη διάρκεια τής διάστασής τους, όταν τής είχε πει πως δεν θα τής έστελνε χρήματα, και πως θα γύρευε να τής κάνει κακό. Ίσως και πάλι να μην ήξερε πόσο ήταν ειλικρινής σε άλλες περιπτώσεις, όπου για το καλό τής συνέχισης τού δεσμού τους, για να δείξει στην Οντέτ πως μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, αποφάσιζε ν᾿ αφήσει να περάσει ένα διάστημα χωρίς να πάει στο σπίτι της.
Τής έγραφε πως ήταν πολυάσχολος και δεν θα μπορούσε να τη συναντήσει καμιά από τις μέρες που τής είχε πει. Μα ένα γράμμα της που διασταυρωνόταν με το δικό του, τού ζητούσε ακριβώς να αλλάξει κάποια τους συνάντηση. Ο Σουάν αναρωτιόταν γιατί· οι υποψίες του, ο πόνος του δυνάμωναν ξανά. Δεν μπορούσε πια να κρατήσει, στην καινούργια κατάσταση ανησυχίας που βρισκόταν, τη δέσμευση που είχε αποφασίσει σε μια προγενέστερη κατάσταση σχετικής ηρεμίας, και τότε έτρεχε στο σπίτι της κι απαιτούσε να τη συναντήσει όλες τις επόμενες μέρες. Καί μάλιστα αν δεν τού είχε γράψει, αν έστω απαντούσε μόνο με μιάν αποδοχή στην πρότασή του για ένα προσωρινό χωρισμό, αυτό αρκούσε για να μην μπορεί να μείνει άλλο χωρίς να τη δει. Γιατί, αντίθετα με τούς υπολογισμούς τού Σουάν, η αποδοχή τού χωρισμού εκ μέρους τής Οντέτ, είχε αλλάξει τα πάντα μέσα του. Σαν όλους που έχουν κάτι στην κατοχή τους, για να μπορέσει να μάθει τι θα συνέβαινε αν έπαυε κάποια στιγμή να τού ανήκει, είχε βγάλει αυτό το κάτι από τη σκέψη του, αφήνοντας όλα τα άλλα στην ίδια κατάσταση, όπως όταν αυτό το κάτι ήταν εκεί. Αλλ᾿ όμως η απουσία ενός πράγματος δεν είναι μόνο αυτό, είναι μια αναστάτωση κι όλων των άλλων, είναι μια καινούργια κατάσταση, που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει, όσο βρίσκεται στην προγενέστερη.
Άλλες φορές αντίθετα — η Οντέτ ήταν πια έτοιμη να φύγει για ταξίδι— ύστερα από κάποιο μικρό καυγά που τον διάλεγε σαν αφορμή, αποφάσιζε να μην τη δει πριν από την επιστροφή της, γυρεύοντας τα οφέλη μιας μεγάλης διάστασης, που η Οντέτ ίσως θα θεωρούσε οριστική. Φανταζόταν κιόλας την Οντέτ ανήσυχη, περίλυπη γιατί δε δέχτηκε ούτε επίσκεψη, ούτε γράμμα κι η εικόνα της αυτή, καθώς καθησύχαζε τη ζήλεια του, τον διευκόλυνε να πάψει να τη βλέπει. Κι όμως να, που μια ελάχιστη αντιξοότητα ή μια σωματική αδιαθεσία — καθώς τον παρακινούσε να θεωρήσει την τωρινή στιγμή σα μια στιγμή ξεχωριστή έξω από το κανονικό, όπου η φρόνηση επέβαλλε να δεχτεί τον κατευνασμό που φέρνει μια ευχαρίστηση — ανέστελλε τη λειτουργία τής θέλησής του, που έπαυε να γίνεται πιστευτή· Ή λιγότερο απ᾿ αυτό, η ανάμνηση μιας πληροφορίας που είχε ξεχάσει να ζητήσει από την Οντέτ, αν είχε αποφασίσει τι χρώμα θα έβαφε τ᾿ αμάξι της, αν ήταν κοινές ή προνομιούχες οι μετοχές που ήθελε να αγοράσει, να που, σαν ένα τεντωμένο λάστιχο που το αφήνουμε ξαφνικά, η ιδέα να την ξαναδεί επέστρεφε μ᾿ ένα πήδημα στο χώρο τού παρόντος.
Αλλά η Οντέτ, όπως είχε πιστέψει πως η άρνησή του να δώσει τα χρήματα ήταν μόνο προσποιητή, έτσι δεν έβλεπε παρά ένα πρόσχημα στην πληροφορία που ερχόταν να τής ζητήσει για τη βαφή τού αμαξιού ή την αγορά των μετοχών. Ήταν μια ιδέα μερική μόνο — κι ίσως γι αυτό βαθύτερη — αν την έκρινε κανείς από την άποψη τού Σουάν, που θα έβρισκε πως δεν τον καταλάβαινε η Οντέτ, ακριβώς όπως ένας μορφινομανής ή ένας φυματικός, σίγουροι πως τούς σταμάτησαν, τον πρώτο ένα εξωτερικό γεγονός τη στιγμή που ήταν έτοιμος να ελευθερωθεί από το χρόνιο εθισμό του, τον άλλο μια τυχαία αδιαθεσία τη στιγμή που επρόκειτο να γιατρευτεί, αισθάνονται πως δεν έχουν την κατανόηση τού γιατρού, που δεν δίνει τη ίδια μ᾿ αυτούς σημασία σ᾿ αυτά τα απρόβλεπτα γεγονότα, που για το γιατρό είναι μια απλή μεταμφίεση, για να γίνουν ξανά αισθητά στους αρρώστους του, το πάθος και η αρρωστημένη κατάσταση, που στην πραγματικότητα δεν έχουν πάψει να βαραίνουν αθεράπευτα πάνω τους και όταν αυτοί τρέφανε όνειρα καλής διαγωγής ή γιατρειάς. Καί πραγματικά, η αγάπη τού Σουάν είχε φτάσει στο σημείο εκείνο που ο γιατρός και σ᾿ ορισμένες ασθένειες ο πιο τολμηρός χειρούργος, αναρωτιούνται αν το να στερήσουν από έναν άρρωστο το πάθος του, ή και να αφαιρέσουν τον πόνο είναι ακόμα λογικό ή έστω δυνατό.
Βέβαια ο Σουάν δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει άμεσα το μέγεθος αυτής τής αγάπης. Όταν προσπαθούσε να τη μετρήσει, συνέβαινε καμιά φορά να τού φαίνεται μειωμένη, σχεδόν ένα τίποτα· έτσι η λίγη συμπάθεια, σχεδόν απέχθεια που τού είχαν προκαλέσει πριν ακόμα ερωτευθεί την Οντέτ τα χαραχτηριστικά της, το χρώμα της το χωρίς φρεσκάδα, ερχόταν ξανά στη σκέψη του κάποτε. «Αλήθεια, υπάρχει αισθητή πρόοδος», αναλογιζόταν την επομένη· «αν κοιτάξω προσεχτικά τα πράγματα, πρέπει να παραδεχτώ πως χθες δεν ένιωσα σχεδόν καμιά ευχαρίστηση, όταν βρέθηκα στο κρεββάτι της· είναι περίεργο μού φάνηκε μάλιστα άσκημη». Κι αλήθεια, ήταν ειλικρινής, μα η αγάπη του απλωνόταν πέρα απ᾿ την περιοχή τού σωματικού πόθου. Η ίδια η Οντέτ σαν πρόσωπο δεν κρατούσε πια μεγάλη θέση. Όταν το βλέμμα του συναντούσε τη φωτογραφία τής Οντέτ πάνω στο τραπέζι ή ερχόταν να τον δει, με δυσκολία ταύτιζε τη μορφή της τη ζωντανή ή τής φωτογραφίας, με την οδυνηρή και μόνιμη αναστάτωση που κατοικούσε μέσα του. Έλεγε μέσα του, σχεδόν με κατάπληξη: «Εκείνη είναι;» Σα να μάς δείχνουν ξαφνικά εξωτερικευμένη μπροστά μας μια από τις αρρώστιες μας και να μην μπορούμε να βρούμε την ομοιότητά της μ᾿ αυτήν που μάς καταπονεί. Ο Σουάν προσπαθούσε ν᾿ αναρωτηθεί τι ήταν "Εκείνη"· γιατί είναι μια ομοιότητα τού έρωτα και τού θανάτου, το ότι μάς κάνουν να θέτουμε όλο και περισσότερα ερωτήματα γύρω από το μυστήριο τής προσωπικότητας, από φόβο μήπως μάς ξεφύγει η πραγματικότητά της. Κι αυτή η αρρώστια που ήταν η αγάπη τού Σουάν, είχε δεθεί τόσο σφικτά μ᾿ όλες τις συνήθειες του, τη σκέψη του, την υγεία του, τον ύπνο, τη ζωή του, που δε θα μπορούσαν να τού αφαιρέσουν αυτή την αρρώστια, χωρίς να μπορέσουν να καταστρέψουν τον ίδιο: όπως λένε στη χειρουργική, ο έρωτάς του δεν ήταν πια χειρουργήσιμος.
Αν δεν ήταν υποχρεωμένος να δικαιολογείται στον καλό κόσμο γιατί δεν τούς έκανε επισκέψεις, γύρευε αντίθετα να δικαιολογηθεί απέναντι στην Οντέτ για τις επισκέψεις που τής έκανε. Κι επί πλέον τής τις πλήρωνε και για κάθε επίσκεψη έβρισκε μια πρόφαση, ένα δώρο που τής έφερνε, μια πληροφορία που χρειαζόταν. Κι έτσι τώρα που απουσίαζε συχνά, ακόμα και όταν έμενε στο Παρίσι, τον έβλεπε λίγο, κι αυτή που όταν τον αγαπούσε τού ᾿λεγε: «Είμαι πάντα ελεύθερη» και «τι με νοιάζει η γνώμη των άλλων;», τώρα, κάθε φορά που ήθελε να τη δει, γύρευε να επικαλεστεί την ευπρέπεια ή προφασιζόταν απασχολήσεις. Όταν τής έλεγε πως λογάριαζε να πάει, στα εγκαίνια μιας έκθεσης, σε μια πρεμιέρα, όπου θα βρισκόταν κι εκείνη, τού έλεγε πως γύρευε να διατυμπανίζει το δεσμό τους, πως τής φερνόταν σαν να ήταν κοινή γυναίκα.
[1] Μπάυροϊτ: Πόλη της βόρειας Βαυαρίας. Εκεί έχτισε ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο 2ος της Βαυαρίας (1845-1886) ειδικό θέατρο για να παίζονται οι όπερες τού Βάγκνερ (1813-1883)
[2] Κλαπισσόν: (1808-1866). Όχι σημαντικός Γάλλος συνθέτης, πού συγκρίνεται εδώ με τον μεγάλο Μπαχ (1685-1750).
[2] Κλαπισσόν: (1808-1866). Όχι σημαντικός Γάλλος συνθέτης, πού συγκρίνεται εδώ με τον μεγάλο Μπαχ (1685-1750).
Τις ίδιες ακριβὠς καταστάσεις τις σχετικές με ένα πρόσωπο, μέσα στον έρωτα, το δεύτερο πρόσωπο τις αντιμετωπίζει, τις αισθάνεται και εκφράζεται γι αυτές, με εντελώς διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το εάν είναι ερωτευμένο ή έχει περάσει στην αδιαφορία.
Το παραμικρό που ξέφευγε από κάποιον μπροστά του σχετικά μ᾿ έναν άντρα που ίσως υπήρξε εραστής τής Οντέτ, αναστάτωνε τον Σουάν. Αλλά όσα πράγματα, πριν τα γνωρίσει, θα θεωρούσε φριχτό να τα μάθει κι αδύνατο να τα πιστέψει, μόλις τα μάθαινε, ενσωματώνονταν για πάντα στη θλίψη του, τα παραδεχόταν και δεν θα μπορούσε πια να καταλάβει πως δεν είχαν υπάρξει. Μόνο που καθένα απ᾿ αυτά τα γεγονότα πρόσθετε πάνω στην ιδέα που είχε για την ερωμένη του, μια καινούργια ανεξίτηλη πινελιά. Έμεινε μάλιστα κάποτε με την εντύπωση, πως αυτή η ελαφρότητα στην ηθική τής Οντέτ, που δε θα μπορούσε ο ίδιος να υποψιαστεί, ήταν αρκετά γνωστή, και πως στο Μπαντ και τη Νίκαια, όταν έμενε άλλοτε αρκετούς μήνες, είχε αποκτήσει τη φήμη ελαφρής γυναίκας. Κι ενώ έγραφε σ᾿ έναν απ᾿ τούς φίλους του για να τον παρακαλέσει να προσπαθήσει να διευκρινίσει τούτο ή εκείνο το σημείο, ένιωθε γαλήνη, γιατί μπορούσε να μεταθέσει σε κάποιον άλλο το βάρος τής έρευνας. Είναι αλήθεια πως ο Σουάν δε έβγαινε πιο κερδισμένος, όταν αποκτούσε ορισμένες πληροφορίες. Η γνώση δε σού επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα τακτοποιούμε στη σκέψη μας όπως θέλουμε, και μάς δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε. Ήταν ευτυχισμένος κάθε φορά που ο κύριος ντέ Σαρλύς βρισκόταν με την Οντέτ. Ήξερε πως ανάμεσα σ᾿ εκείνη και στον κύριο ντέ Σαρλύς δεν μπορούσε να συμβεί τίποτα, πως όταν ο κύριος ντέ Σαρλύς έβγαινε μαζί της, ήταν από φιλία για τον ίδιο και πως θα μπορούσε να τού διηγηθεί τι είχε κάνει η Οντέτ. Μερικές φορές που είχε δηλώσει η Οντέτ στον Σουάν πως τής ήταν αδύνατο να τον συναντήσει, ο Σουάν έδινε μεγάλη σημασία στο να είναι ελεύθερος ο κύριος ντέ Σαρλύς για να τη συνοδεύσει. Την επόμενη μέρα πίεζε τον Σαρλύς, κάνοντας τάχα πως δεν καταλάβαινε τις πρώτες απαντήσεις, να τού δώσει κι άλλες, κι ύστερα από κάθε μια αισθανόταν πιο άνετα, γιατί μάθαινε πως η Οντέτ είχε περάσει τη βραδιά με αθώες διασκεδάσεις. «Μα πως χρυσέ μου Μεμέ, δεν καταλαβαίνω καλά, φεύγοντας από το σπίτι της δεν πήγατε βέβαια στο μουσείο Γκρεβέν [1]. Πήγατε πρώτα κάπου αλλού. Όχι; Ώ, τι αστείο! Μα δεν φαντάζεστε πόσο με διασκεδάζουν αυτά που μού λέτε, χρυσέ μου Μεμέ! Τί παράξενη ιδέα τής ήρθε ύστερα να πάτε στο Μαύρο Γάτο, είναι μια ιδέα τυπικά δική της… Όχι; Ήταν δική σας; Περίεργο. Εδώ που τα λέμε πρέπει να γνώριζε εκεί πολύ κόσμο… Όχι; Δε μίλησε με κανέναν; Καταπληχτικό. Κι έτσι λοιπόν μείνατε εκεί οι δυο σας, εντελώς μόνοι; Είστε πολύ καλός χρυσέ μου Μεμέ, σάς αγαπώ πολύ». Ο Σουάν ένιωθε ανακούφιση. Για εκείνον, που τού είχε τύχει κουβεντιάζοντας, ν᾿ ακούσει καμιά φορά ορισμένες φράσεις σαν αυτή: «Είδα χθες την κυρία ντέ Κρεσύ, ήταν μ᾿ ένα κύριο που δε γνωρίζω», φράσεις που έσκιζαν την καρδιά του, πόσο ήταν αντίθετα γλυκές αυτές οι λέξεις: «Δε γνώριζε κανένα, δε μίλησε με κανένα!», πόσο άνετα κυκλοφορούσαν μέσα του, με μια ευχάριστη πνοή! Κι όμως ύστερ᾿ από λίγο σκεφτόταν πως η Οντέτ θα τον έβρισκε πολύ βαρετό, αφού προτιμούσε αυτές τις διασκεδάσεις απ᾿ τη συντροφιά του. Κι η ασημαντότητά τους, μ᾿ όλο που τον καθησύχαζε, τού προκαλούσε θλίψη σα να ᾿ταν μια προδοσία.
Κι όμως ήθελε να ζήσει ως την εποχή που θα έπαυε να την αγαπά, τότε που δε θα ᾿χε εκείνη κανένα λόγο να τού λέει ψέμματα, και που θα μπορούσε επιτέλους να μάθει από την ίδια αν την ημέρα που είχε πάει να τη δει το απόγευμα, ήταν ή δεν ήταν πλαγιασμένη με το Φορσβίλ. Συχνά για μερικές μέρες η υποψία πως αγαπούσε κάποιον άλλο τον αποσπούσε απ᾿ το ερώτημα το σχετικό με τον Φορσβίλ, όπως, τα καινούργια συμπτώματα μιας ίδιας αρρώστιας, δίνουν την εντύπωση πως μάς έχουν απαλλάξει προσωρινά από τα προγενέστερα. Υπήρχαν μάλιστα και μέρες που δεν τον βασάνιζε καμιά υποψία. Νόμιζε πως είχε γιατρευτεί. Αλλά την επομένη μόλις ξυπνούσε ένιωθε τον ίδιο πόνο, μάλιστα η ένταση αυτού τού πόνου είχε ξυπνήσει τον Σουάν.
Τύχαινε καμιά φορά, όταν η Οντέτ έβλεπε να την πλησιάζει κάποιος που στον Σουάν ήταν άγνωστος, να μπορεί να διακρίνει στο πρόσωπό της την ίδια θλίψη που είχε την ημέρα που πήγε να τη δει, ενώ ήταν σπίτι της ο Φορσβίλ. Αυτό όμως ήταν σπάνιο· γιατί αυτό που κυριαρχούσε τώρα στη στάση της ήταν η αυτοπεποίθηση: ίσως υποσυνείδητη εκδίκηση ή φυσική αντίδραση τής φοβισμένης συγκίνησης που αισθανόταν κοντά του όταν τον πρωτογνώρισε, ή και μακριά του ακόμα, όταν άρχιζε ένα γράμμα της με τα λόγια: «Φίλε μου, το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά που με δυσκολία μπορώ να γράψω». Ο Σουάν τής άρεσε τότε. Δεν τρέμει κανείς ποτέ παρά μόνο για τον εαυτό του, παρά μόνο γι αυτούς που αγαπά. Όταν η ευτυχία μας δε βρίσκεται πια στα χέρια τους, πόση άνεση, πόση τόλμη δείχνουν απέναντι μας. Όταν τού μιλούσε, όταν τού έγραφε, δεν χρησιμοποιούσε πια εκείνα τα λόγια με τα οποία γύρευε να δημιουργήσει στον εαυτό της την αυταπάτη πως ο Σουάν τής ανήκε, γυρεύοντας αφορμές να πει "δικός μου" ή "δικέ μου", όταν μιλούσε γι αυτόν. Τον καιρό εκείνο ό,τι κι αν τής έλεγε, απαντούσε με θαυμασμό: «Εσείς, εσείς δε θα είστε ποτέ σαν όλο τον κόσμο» κοίταζε το μακρύ κεφάλι του, το λίγο φαλακρό, για το οποίο όσοι γνώριζαν τις επιτυχίες τού Σουάν σκέφτονταν: «Δεν είναι αν θέλετε αληθινά ωραίος αλλά είναι "σικ": αυτή η τούφα τα μαλλιά, αυτό το μονόκλ, αυτό το χαμόγελο!» κι εκείνη, πιο περίεργη ίσως να μάθει τι πράγμα είναι αυτός ο άνθρωπος παρά να γίνει ερωμένη του, έλεγε:
—«Αν μπορούσα να ᾿ξερα τι υπάρχει μέσα σ᾿ αυτό το κεφάλι!»
Τώρα, σ᾿ όλα τα λόγια τού Σουάν απαντούσε άλλοτε ενοχλημένα και άλλοτε συγκαταβατικά:
— «Α, δε θα γίνεις λοιπόν ποτέ σαν όλο τον κόσμο!»
Κοίταζε αυτό το κεφάλι, που ήταν μόνο λίγο πιο γερασμένο απ᾿ τις φροντίδες, μα που τώρα το σκεφτόταν, με βάση την ίδια εκείνη ικανότητα που επιτρέπει ν᾿ αναγνωρίζεις τις προθέσεις μιας συμφωνικής σύνθεσης απ᾿ την ανάγνωση τού προγράμματος, ή τις ομοιότητες ενός παιδιού όταν γνωρίζεις τούς γονείς του: «Δεν είναι, αν θέλετε πραγματικά άσχημος, αλλ᾿ είναι γελοίος αυτό το μονόκλ αυτή η τούφα τα μαλλιά, αυτό το χαμόγελο!», τοποθετώντας έτσι, με την υποβολή που είχε δεχτεί η φαντασία της για την κατάσταση τού Σουάν, την άυλη διαχωριστική γραμμή που σε απόσταση μόλις μηνών, χωρίζει το πρόσωπο τού εραστή τής καρδιάς, και το πρόσωπο τού απατημένου, κι έλεγε:
— «Ώ, να μπορούσα ν᾿ αλλάξω να το κάνω λογικό αυτό που υπάρχει μέσα στο κεφάλι αυτό».
Πάντα έτοιμος να πιστέψει αυτό που επιθυμούσε, φτάνει οι τρόποι τής Οντέτ απέναντί του ν᾿ άφηναν περιθώρια αμφιβολίας, δεχόταν άπληστα αυτά τα λόγια.
— «Μπορείς αν θέλεις», τής έλεγε.
Καί προσπαθούσε να τής δείξει πως το να τον καθησυχάζει, να τον κάνει να εργάζεται, θα ήταν ένα έργο όλο ευγένεια, στο οποίο πολλές άλλες γυναίκες ήταν σίγουρος θα ήθελαν να αφοσιωθούν, που στα χέρια τους όμως, είναι αλήθεια, το ευγενικό αυτό έργο δε θα τού φαινόταν παρά ένας αδιάκριτος και ανυπόφορος σφετερισμός τής ελευθερίας του. Έτσι έβρισκε σ᾿ αυτό το παράπονο εναντίον του κάτι σαν μια απόδειξη για το ενδιαφέρον της, ίσως και για την αγάπη της· και πραγματικά, τού έδινε τώρα τόσο λίγη, που ήταν υποχρεωμένος να θεωρεί αποδείξεις αγάπης ακόμα και την απαγόρευση να κάνει τούτο ή εκείνο.
Θα μπορούσε να βυθομετρήσει την αλλαγή που είχε πραγματοποιηθεί, μόνο αν είχε αντιπαραθέσει αυτό που ήταν η Οντέτ σήμερα σε σχέση μ᾿ αυτό που ήταν στην αρχή. Αλλά η αλλαγή αυτή ήταν η μυστική, η βαθειά πληγή του που τον πονούσε μέρα και νύχτα, και μόλις ένιωθε πως οι σκέψεις του την πλησίαζαν υπερβολικά, τις οδηγούσε βιαστικά σε μιάν άλλη κατεύθυνση, από φόβο μήπως υποφέρει περισσότερο. Κι όπως υπήρχε στο γραφείο του ένα κομμό που φρόντιζε να μην το βλέπει, που αλλαξοδρομούσε για να το αποφύγει, γιατί σ᾿ ένα συρτάρι του ήταν διπλωμένο το χρυσάνθεμο που τού ᾿χε δώσει το πρώτο βράδυ που τη συνόδευσε και τα γράμματα όπου έλεγε: «Ας είχατε ξεχάσει και την καρδιά σας, δε θα σάς είχα αφήσει να την ξαναπάρετε» και «Όποια ώρα τής μέρας ή τής νύχτας με χρειαστείτε, κάντε μου ένα νεύμα και η ζωή μου είναι δική σας», έτσι υπήρχε και μέσα του μια θέση που δεν επέτρεπε ποτέ στη σκέψη του να την πλησιάσει, επιβάλλοντας στη σκέψη του, αν χρειαζόταν τον αλλόγυρο ενός μακρινού συλλογισμού, για να μη χρειαστεί να περάσει μπροστά της: ήταν η θέση όπου ζούσε η ανάμνηση απ᾿ τις ευτυχισμένες ημέρες.
Κι όμως ήθελε να ζήσει ως την εποχή που θα έπαυε να την αγαπά, τότε που δε θα ᾿χε εκείνη κανένα λόγο να τού λέει ψέμματα, και που θα μπορούσε επιτέλους να μάθει από την ίδια αν την ημέρα που είχε πάει να τη δει το απόγευμα, ήταν ή δεν ήταν πλαγιασμένη με το Φορσβίλ. Συχνά για μερικές μέρες η υποψία πως αγαπούσε κάποιον άλλο τον αποσπούσε απ᾿ το ερώτημα το σχετικό με τον Φορσβίλ, όπως, τα καινούργια συμπτώματα μιας ίδιας αρρώστιας, δίνουν την εντύπωση πως μάς έχουν απαλλάξει προσωρινά από τα προγενέστερα. Υπήρχαν μάλιστα και μέρες που δεν τον βασάνιζε καμιά υποψία. Νόμιζε πως είχε γιατρευτεί. Αλλά την επομένη μόλις ξυπνούσε ένιωθε τον ίδιο πόνο, μάλιστα η ένταση αυτού τού πόνου είχε ξυπνήσει τον Σουάν.
Τύχαινε καμιά φορά, όταν η Οντέτ έβλεπε να την πλησιάζει κάποιος που στον Σουάν ήταν άγνωστος, να μπορεί να διακρίνει στο πρόσωπό της την ίδια θλίψη που είχε την ημέρα που πήγε να τη δει, ενώ ήταν σπίτι της ο Φορσβίλ. Αυτό όμως ήταν σπάνιο· γιατί αυτό που κυριαρχούσε τώρα στη στάση της ήταν η αυτοπεποίθηση: ίσως υποσυνείδητη εκδίκηση ή φυσική αντίδραση τής φοβισμένης συγκίνησης που αισθανόταν κοντά του όταν τον πρωτογνώρισε, ή και μακριά του ακόμα, όταν άρχιζε ένα γράμμα της με τα λόγια: «Φίλε μου, το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά που με δυσκολία μπορώ να γράψω». Ο Σουάν τής άρεσε τότε. Δεν τρέμει κανείς ποτέ παρά μόνο για τον εαυτό του, παρά μόνο γι αυτούς που αγαπά. Όταν η ευτυχία μας δε βρίσκεται πια στα χέρια τους, πόση άνεση, πόση τόλμη δείχνουν απέναντι μας. Όταν τού μιλούσε, όταν τού έγραφε, δεν χρησιμοποιούσε πια εκείνα τα λόγια με τα οποία γύρευε να δημιουργήσει στον εαυτό της την αυταπάτη πως ο Σουάν τής ανήκε, γυρεύοντας αφορμές να πει "δικός μου" ή "δικέ μου", όταν μιλούσε γι αυτόν. Τον καιρό εκείνο ό,τι κι αν τής έλεγε, απαντούσε με θαυμασμό: «Εσείς, εσείς δε θα είστε ποτέ σαν όλο τον κόσμο» κοίταζε το μακρύ κεφάλι του, το λίγο φαλακρό, για το οποίο όσοι γνώριζαν τις επιτυχίες τού Σουάν σκέφτονταν: «Δεν είναι αν θέλετε αληθινά ωραίος αλλά είναι "σικ": αυτή η τούφα τα μαλλιά, αυτό το μονόκλ, αυτό το χαμόγελο!» κι εκείνη, πιο περίεργη ίσως να μάθει τι πράγμα είναι αυτός ο άνθρωπος παρά να γίνει ερωμένη του, έλεγε:
—«Αν μπορούσα να ᾿ξερα τι υπάρχει μέσα σ᾿ αυτό το κεφάλι!»
Τώρα, σ᾿ όλα τα λόγια τού Σουάν απαντούσε άλλοτε ενοχλημένα και άλλοτε συγκαταβατικά:
— «Α, δε θα γίνεις λοιπόν ποτέ σαν όλο τον κόσμο!»
Κοίταζε αυτό το κεφάλι, που ήταν μόνο λίγο πιο γερασμένο απ᾿ τις φροντίδες, μα που τώρα το σκεφτόταν, με βάση την ίδια εκείνη ικανότητα που επιτρέπει ν᾿ αναγνωρίζεις τις προθέσεις μιας συμφωνικής σύνθεσης απ᾿ την ανάγνωση τού προγράμματος, ή τις ομοιότητες ενός παιδιού όταν γνωρίζεις τούς γονείς του: «Δεν είναι, αν θέλετε πραγματικά άσχημος, αλλ᾿ είναι γελοίος αυτό το μονόκλ αυτή η τούφα τα μαλλιά, αυτό το χαμόγελο!», τοποθετώντας έτσι, με την υποβολή που είχε δεχτεί η φαντασία της για την κατάσταση τού Σουάν, την άυλη διαχωριστική γραμμή που σε απόσταση μόλις μηνών, χωρίζει το πρόσωπο τού εραστή τής καρδιάς, και το πρόσωπο τού απατημένου, κι έλεγε:
— «Ώ, να μπορούσα ν᾿ αλλάξω να το κάνω λογικό αυτό που υπάρχει μέσα στο κεφάλι αυτό».
Πάντα έτοιμος να πιστέψει αυτό που επιθυμούσε, φτάνει οι τρόποι τής Οντέτ απέναντί του ν᾿ άφηναν περιθώρια αμφιβολίας, δεχόταν άπληστα αυτά τα λόγια.
— «Μπορείς αν θέλεις», τής έλεγε.
Καί προσπαθούσε να τής δείξει πως το να τον καθησυχάζει, να τον κάνει να εργάζεται, θα ήταν ένα έργο όλο ευγένεια, στο οποίο πολλές άλλες γυναίκες ήταν σίγουρος θα ήθελαν να αφοσιωθούν, που στα χέρια τους όμως, είναι αλήθεια, το ευγενικό αυτό έργο δε θα τού φαινόταν παρά ένας αδιάκριτος και ανυπόφορος σφετερισμός τής ελευθερίας του. Έτσι έβρισκε σ᾿ αυτό το παράπονο εναντίον του κάτι σαν μια απόδειξη για το ενδιαφέρον της, ίσως και για την αγάπη της· και πραγματικά, τού έδινε τώρα τόσο λίγη, που ήταν υποχρεωμένος να θεωρεί αποδείξεις αγάπης ακόμα και την απαγόρευση να κάνει τούτο ή εκείνο.
Θα μπορούσε να βυθομετρήσει την αλλαγή που είχε πραγματοποιηθεί, μόνο αν είχε αντιπαραθέσει αυτό που ήταν η Οντέτ σήμερα σε σχέση μ᾿ αυτό που ήταν στην αρχή. Αλλά η αλλαγή αυτή ήταν η μυστική, η βαθειά πληγή του που τον πονούσε μέρα και νύχτα, και μόλις ένιωθε πως οι σκέψεις του την πλησίαζαν υπερβολικά, τις οδηγούσε βιαστικά σε μιάν άλλη κατεύθυνση, από φόβο μήπως υποφέρει περισσότερο. Κι όπως υπήρχε στο γραφείο του ένα κομμό που φρόντιζε να μην το βλέπει, που αλλαξοδρομούσε για να το αποφύγει, γιατί σ᾿ ένα συρτάρι του ήταν διπλωμένο το χρυσάνθεμο που τού ᾿χε δώσει το πρώτο βράδυ που τη συνόδευσε και τα γράμματα όπου έλεγε: «Ας είχατε ξεχάσει και την καρδιά σας, δε θα σάς είχα αφήσει να την ξαναπάρετε» και «Όποια ώρα τής μέρας ή τής νύχτας με χρειαστείτε, κάντε μου ένα νεύμα και η ζωή μου είναι δική σας», έτσι υπήρχε και μέσα του μια θέση που δεν επέτρεπε ποτέ στη σκέψη του να την πλησιάσει, επιβάλλοντας στη σκέψη του, αν χρειαζόταν τον αλλόγυρο ενός μακρινού συλλογισμού, για να μη χρειαστεί να περάσει μπροστά της: ήταν η θέση όπου ζούσε η ανάμνηση απ᾿ τις ευτυχισμένες ημέρες.
[1] Γκρεβέν: Μουσείο με κέρινα ομοιώματα. Ιδρύθηκε το 1881 από τον Γκρεβέν.
Λεπτές, σκωπτικές σκέψεις τού Σουάν για την ματαιόδοξη ψεύτικη ζωή τού καλού κόσμου τής αριστοκρατίας.
Αλλά η τόσο προνοητική φροντίδα του διαλύθηκε ένα βράδυ που πήγε ο Σουάν στον καλό κόσμο.
Ήταν στης μαρκησίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, στην τελευταία απ᾿ τις βραδιές εκείνης τής χρονιάς, όπου παρουσίαζε μουσικούς που τούς χρησιμοποιούσε αργότερα για τις φιλανθρωπικές της συναυλίες. Ο Σουάν έφτασε ως την πόρτα τού μεγάρου Σαιντ-Εβέρτ σε μια κατάσταση μελαγχολικής αδιαφορίας για ό,τι δεν είχε σχέση με την Οντέτ, και κυρίως για τις κοσμικότητες, που η αδιαφορία του αυτή τούς έδινε τη γοητεία ενός πράγματος που, επειδή δεν είναι πια στόχος τής θέλησής μας, μάς εμφανίζεται αυτό καθ᾿ εαυτό. Μόλις κατέβηκε από το αμάξι, στο πρώτο πλάνο αυτής τής πλαστής περίληψης τής οικιακής τους ζωής, που οι οικοδέσποινες τάχα προσφέρουν στους καλεσμένους τους τις μέρες των τελετών, ο Σουάν αντίκρυσε τούς γκρουμ, τούς ταχτικούς ακόλουθους των περιπάτων, που φορώντας καπέλο και μπότες, στέκονταν έξω μπροστά στο μέγαρο, στη λεωφόρο, με τον τρόπο που θα είχαν παραταχθεί οι κηπουροί μπροστά στα παρτέρια τους. Στο προαύλιο παρατήρησε να ξυπνά απ᾿ την απροσδόκητη άφιξη ενός καθυστερημένου επισκέπτη, το σκόρπιο, μεγαλόπρεπο κι αργόσχολο κοπάδι που αποτελούν οι ακόλουθοι. Ένας τους, με όψη ιδιαίτερα αγριωπή που θύμιζε πίνακες τής Αναγέννησης που παρουσιάζουν βασανιστήρια, τον πλησίασε για να πάρει τα πράγματά του. Αλλά τη σκληρότητα τής ατσάλινης ματιάς του, την αντιστάθμιζε η απαλότητα που είχαν τα λεπτά του γάντια, κι έτσι φαινόταν σα να ᾿δειχνε περιφρόνηση για το πρόσωπο και σεβασμό για το καπέλο του. Λίγο πιο πέρα, ένας παλληκαράς με λιβρέα ονειρευόταν, ακίνητος, αγαλματώδης, απόμερος απ᾿ την ομάδα των συναδέλφων του, άχρηστος, σαν τον πολεμιστή που συναντά κανείς στους πιο τρικυμισμένους πίνακες τού Μαντένια [1], να ονειροπολεί ακουμπισμένος στην ασπίδα του, ενώ πλάι του άλλοι ορμούν και σφάζονται· άλλοι το ίδιο μεγαλόσωμοι, στέκονταν στα σκαλοπάτια μιας μεγαλόπρεπης σκάλας, που ο Σουάν άρχισε να την ανεβαίνει και να σκέφτεται με θλίψη την Οντέτ που δεν την είχε ποτέ διαβεί. Ένας θυρωρός, ένας αρχιυπηρέτης, ένας τεχνίτης ασημικών — καλοί άνθρωποι που ζούσαν την υπόλοιπη βδομάδα ανεξάρτητοι στον τομέα τους, γευμάτιζαν στο σπίτι τους — προσέχοντας να μη ξεφύγουν από τις συστάσεις που τούς είχαν δώσει πριν φορέσουν τη λιβρέα, που τη φορούσαν μόνο σπάνια και δεν τούς έκανε να νιώθουν πολύ άνετα, στέκονταν με μια λαμπρότητα γεμάτη στόμφο. Όταν έφτασε στην κορυφή τής σκάλας, ο Σουάν πέρασε από ένα γραφείο, όπου υπηρέτες μπροστά σε μεγάλα κατάστιχα, σηκώθηκαν και έγραψαν τ᾿ όνομα του. Δεν απόμενε πια στον Σουάν παρά να μπει στην αίθουσα τής συναυλίας που την πόρτα της άνοιξε ένας υπηρέτης φορτωμένος αλυσίδες, λες κι ήταν να τού επιδώσει τα κλειδιά τής πόλης.
Ο Σουάν ξαναβρήκε σύντομα την αίσθηση τής ανδρικής ασχήμιας, το θέαμα των καλεσμένων διαδέχθηκε το θέαμα των υπηρετών. Αλλά κι αυτή ακόμα η ασχήμια των προσώπων, που τη γνώριζε ωστόσο καλά, τού φαινόταν καινούργια από τότε που τα χαραχτηριστικά τους, αντί να είναι τα σημεία αναγνώρισης κάποιου προσώπου που αντιπροσώπευε γι αυτόν ως τότε μια σειρά από χαρές που θα μπορούσε να επιδιώξει, από ενοχλήσεις που θα ᾿θελε να αποφύγει, ή ευγένειες που χρωστούσε, είχαν πάρει τη θέση τους, συναρμολογημένα μόνο με βάση σχέσεις αισθητικές, στην αυτονομία των μορφών τους. Ίσως, γιατί δεν είδε το στρατηγό ντέ Φρομπερβίλ και το μαρκήσιο ντε Μπρεωτέ που κουβέντιαζαν στην είσοδο, παρά μόνο σα δυο πρόσωπα σ᾿ ένα πίνακα, ενώ υπήρξαν για καιρό φίλοι του χρήσιμοι, που τον είχαν παρουσιάσει στο Τζόκεϋ [2] και τού είχαν παρασταθεί σε μονομαχίες· το μονόκλ τού στρατηγού που είχε παραμείνει ανάμεσα στα βλέφαρά του σαν ένα θραύσμα οβίδας στο πρόσωπό του το χυδαίο, φάνηκε στον Σουάν σα μια πληγή απαίσια, που ήταν ίσως ένδοξο να την έχει, αλλ᾿ άπρεπο να επιδείχνει. Το μονόκλ τού μαρκησίου Φορεστέλ ήταν μικροσκοπικό, δεν είχε πλαίσιο και, καθώς τον υποχρέωνε να το σφίγγει, έδινε στο πρὀσωπό του, μια μελαγχολική ευαισθησία κι έκανε τις γυναίκες να πιστεύουν πως ήταν σε θέση να νιώσει μεγάλες ερωτικές θλίψεις. Αλλά το μονόκλ τού κυρίου ντέ Σαιντ - Καντέ, δεμένο ολόγυρα μ᾿ ένα τεράστιο δαχτυλίδι, σαν τον πλανήτη Κρόνο, ήταν το κέντρο τής έλξης μιας μορφής που οριζόταν κάθε στιγμή ως προς αυτό, ενώ η μύτη του τρεμάμενη και το στόμα του με τα χοντρά του χείλια προσπαθούσαν με τις γκριμάτσες τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος με το αδιάκοπο πνεύμα που σπίθιζε πάνω στα μάτια του, που τη ματιά του πολλές γυναίκες σνομπ και διεστραμμένες την προτιμούσαν απ᾿ τα πιο όμορφα βλέμματα στον κόσμο, γιατί τις έκανε να ονειρεύονται τεχνητές απολαύσεις και εκλεπτυσμένες ηδονές.
Ο Σουάν είχε προχωρήσει ύστερ᾿ απ᾿ την επιμονή τής κυρίας ντε Σαιντ-Εβέρτ και, για ν᾿ ακούσει μια μελωδία απ᾿ τον Ορφέα τού Γκλουκ [3] που εκτελούσε ένας φλαουτίστας· είχε σταθεί σε μια γωνιά, απ᾿ όπου η μόνη του θέα, ήταν δυο ήδη ώριμες κυρίες, η μαρκησία ντέ Καμπρεμέρ και η υποκόμισσα ντέ Φρανκετό, εξαδέλφες, οι οποίες περνούσαν την ώρα τους στις βραδινές συγκεντρώσεις ψάχνοντας η μια την άλλη, λες και βρίσκονταν σε σιδηροδρομικό σταθμό, κι ησύχαζαν μόνο όταν θα είχαν κρατήσει δύο θέσεις πλάι-πλάι: Η κυρία ντέ Καμπρεμέρ, καθώς είχε πολύ λίγες γνωριμίες, χαιρόταν να ᾿χει τη συντροφιά τής κυρίας ντέ Φρανκετό, που επειδή αντίθετα, ήταν πολύ γνωστή στους κοσμικούς κύκλους, θεωρούσε κάπως κομψό και πρωτότυπο να δείχνει σ᾿ όλες τις εκλεκτές γνωριμίες της, πως προτιμούσε μιάν άγνωστη κυρία, με την οποία είχε όμως κοινές νεανικές αναμνήσεις. Γεμάτος μελαγχολική ειρωνεία, ο Σουάν τις έβλεπε ν᾿ ακούν το πιανιστικό ιντερμέτζο, "Ο Άγιος Φραγκίσκος μιλά στα πουλιά", τού Λιστ [4] και να παρακολουθούν το καταπληκτικό παίξιμο τού δεξιοτέχνη: την κυρία ντέ Φρανκετό ανήσυχη, λες και τα πλήκτρα που πάνω τους έτρεχε μ᾿ ευκινησία ο πιανίστας, ήταν μια σειρά από αιώρες σε ύψος ογδόντα μέτρων, απ᾿ τις οποίες θα μπορούσε να πέσει, μάτια που έριχναν στη διπλανή εκφράσεις θαυμασμού κι αμφιβολίας, σα να ήθελαν να πουν: «Δεν είναι πιστευτό, δε φανταζόμουν ποτέ πως αυτό ήταν ανθρώπινα δυνατό»· την κυρία ντέ Καμπρεμέρ που, γυναίκα με γερή μουσική μόρφωση, κρατούσε το ρυθμό με το κεφάλι της, μ᾿ αυτό το κάποιο σάστισμα και την εγκατάλειψη τού βλέμματος που έχουν οι αβάσταχτοι πόνοι που δεν μπορούν πια να κυριαρχηθούν κι είναι σαν να λεν: «Τι θέλετε πια;». Απ᾿ την άλλη μεριά τής κυρίας ντέ Φρανκετό, βρισκόταν η μαρκησία ντε Γκαλλαρντόν, απασχολημένη με την αγαπημένη της σκέψη, την οικογενειακή της συγγένεια με τούς Γκερμάντ, απ᾿ την οποία κέρδιζε στα μάτια τού κόσμου, αλλά και για τον εαυτό της πολλή δόξα, αλλά και κάποια ντροπή, αφού οι πιο σημαντικοί Γκερμάντ την κρατούσαν σε απόσταση, ίσως γιατί ήταν βαρετή, ή γιατί ήταν κακιά, ή γιατί ανήκε σε κατώτερο κλάδο τής οικογένειας, ή ίσως χωρίς κανένα λόγο. Όταν βρισκόταν κοντά σε κάποιον που δε γνώριζε, υπέφερε γιατί η συγγένειά της με τούς Γκερμάντ δεν μπορούσε να εκδηλωθεί εξωτερικά, σαν τα γράμματα στα μωσαϊκά των βυζαντινών εκκλησιών που τοποθετημένα το ένα κάτω από τ᾿ άλλο, αναγράφουν σε μια κάθετη στήλη στο πλευρό τού Αγίου, τα λόγια που υποτίθεται πως προφέρει. Σκεφτόταν πως δεν είχε δεχτεί πρόσκληση ή επίσκεψη τής καινούργιας της ξαδέλφης, πριγκίπισσας ντέ Λώμ, από τότε που παντρεύτηκε, πριν έξι χρόνια. Η σκέψη αυτή τη γέμιζε θυμό, αλλά και υπερηφάνεια· γιατί με το να επαναλαμβάνει συνεχώς, σ᾿ όσους ξαφνιάζονταν που δεν την έβλεπαν στης κυρίας ντέ Λωμ, πως δεν πήγαινε γιατί κινδύνευε να συναντήσει την πριγκίπισσα Ματίλντ [5] πράγμα που δεν θα τής το συγχωρούσε ποτέ η οικογένειά της, που ανήκε στους νομιμόφρονες [6], είχε φτάσει να το πιστεύει και η ίδια πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που δεν πήγαινε στη νεαρή ξαδέλφη της. Κι όμως θυμόταν πως είχε ρωτήσει αρκετές φορές την κυρία ντέ Λωμ πώς θα μπορούσε να τη συναντήσει, το θυμόταν όμως συγκεχυμένα κι άλλωστε εξουδετέρωνε όσο μπορούσε την κάπως ταπεινωτική αυτή ανάμνηση μουρμουρίζοντας: «Κι όμως δεν αρμόζει σε μένα να κάνω το πρώτο βήμα, είμαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερή της». Ήταν από τη φύση της κοντόσωμη, αντρογυναίκα και χοντρουλή, μα οι ταπεινώσεις την είχαν ανασηκώσει, σαν τα δέντρα που φυτρώνουν σε μια κακή θέση, στην άκρη ενός γκρεμού, κι είναι υποχρεωμένα να μεγαλώσουν προς τα πίσω για να κρατήσουν την ισορροπία τους. Αν είχε υποβάλλει κανείς τη συζήτηση τής κυρίας Γκαλλαρντόν στις αναλύσεις, που επισημαίνοντας τη συχνότητα τού κάθε όρου, επιτρέπουν την ανακάλυψη τού κλειδιού ενός κώδικα, θα είχε διαπιστώσει πως καμιά έκφραση ακόμα και η πιο συνηθισμένη δεν επανερχόταν τόσο συχνά, όσο οι εκφράσεις "στα ξαδέλφια μου ντε Γκερμάντ", "στη θεία μου ντε Γκερμάντ", "το θεωρείο τής ξαδέλφης μου ντέ Γκερμάντ".
Ωστόσο η πριγκίπισσα ντέ Λωμ [7], που κανένας δεν θα περίμενε να τη δει στης κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, είχε μόλις φθάσει. Για να δείξει πως δεν ήθελε να κάνει αισθητή την ανωτερότητα τής καταγωγής της σ᾿ ένα σαλόνι που ερχόταν με συγκατάβαση, είχε μπει μέσα μαζεύοντας τούς ώμους της, εκεί ακριβώς όπου δεν υπήρχε πλήθος για να διασχίσει, και κανένας για να τού κάνει τόπο να περάσει, δίνοντας την εντύπωση πως βρισκόταν εκεί στη θέση της, όπως ένας βασιλιάς κάθεται ουρά στην είσοδο ενός θεάτρου, όσο οι αρχές δεν έχουν ειδοποιηθεί πως βρίσκεται εκεί· και περιορίζοντας μόνο το βλέμμα της— για να μη δίνει την εντύπωση πως ειδοποιεί για την παρουσία της και πως απαιτεί ξεχωριστό σεβασμό— στη μελέτη ενός σχέδιου στο χαλί ή στη δική της φούστα, στεκόταν όρθια στη θέση που τής είχε φανεί πιο ταπεινή, κοντά στην κυρία Καμπρεμέρ που τής ήταν άγνωστη, κι απ᾿ όπου ήξερε πως μια φωνή θαυμασμού τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ θα την αποσπούσε μόλις την αντίκρυζε. Παρακολουθούσε τη μιμική τής φιλόμουσης κυρίας στο πλευρό της, αλλά δεν ήθελε να τη μιμηθεί. Κι αυτό όχι γιατί η πριγκίπισσα ντέ Λώμ, για μια φορά που ερχόταν να μείνει πέντε λεπτά στο σπίτι τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, δεν επιθυμούσε να φανεί όσο μπορούσε πιο ευγενική, ώστε η φιλοφρόνηση που τής πρόσφερε, να λογαριαστεί διπλή. Από τη φύση της όμως μισούσε αυτό που ονόμαζε "υπερβολές" κι ήθελε να δείξει πως "δεν όφειλε", να επιδοθεί σε εκδηλώσεις που δεν ταίριαζαν με τον "τρόπο" τού στενού κύκλου στον οποίο ζούσε. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως οι εκδηλώσεις αυτές είχαν γίνει απαραίτητες απ᾿ τη μουσική σύνθεση που παιζόταν, και που ίσως δεν περιλαμβανόταν στα πλαίσια τής μουσικής που είχε ακούσει ως τώρα, μήπως, το να μη δεχτεί να κάνει το ίδιο θα ᾿ταν απόδειξη έλλειψης κατανόησης για το έργο, και απρέπεια απέναντι στην οικοδέσποινα: έτσι για να εκφράσει μ᾿ "έναν πρόχειρο συμβιβασμό" τ᾿ αντιφατικά της αισθήματα, άλλοτε περιοριζόταν ν᾿ ανεβάζει τις κορδέλες που κρατούσαν το φόρεμά της στους ώμους της ή να στερεώνει στα ξανθά μαλλιά της τις μικρές σφαίρες από κοράλλι ή ροζ σμάλτο, κι άλλοτε με τη βεντάλια της κρατούσε για λίγο το ρυθμό, αλλά για να μην χάσει την ανεξαρτησία της, τον κρατούσε παράταιρα. Ο πιανίστας είχε τελειώσει το κομμάτι τού Λιστ και μόλις άρχιζε ένα πρελούδιο τού Σοπέν, όταν η κυρία Καμπρεμέρ πέταξε στην κυρία Φρανκετό ένα συγκινημένο χαμόγελο υπεύθυνης ικανοποίησης και αναφοράς στο παρελθόν. Είχε μάθει στα νιάτα της να παίζει στο πιάνο τις μακρόσυρτες κι ελικωτές φράσεις τού Σοπέν, φράσεις τόσο ελεύθερες τόσο ευλύγιστες, που αρχικά γυρεύουν να δοκιμάσουν τη θέση τους έξω και μακριά απ᾿ την κατεύθυνση που δείχνει η εκκίνησή τους, πολύ μακριά απ᾿ όπου μπορούσε να φανταστεί κανείς πως θα ᾿φτανε το άγγιγμά τους, για να επιστρέψουν πιο συνειδητά, για να χτυπήσουν στην καρδιά.
Η κυρία ντέ Καμπρεμέρ ζούσε τότε σε μια επαρχιακή οικογένεια, που είχε λιγοστές γνωριμίες, και καθώς δεν πήγαινε καθόλου στους χορούς, μεθούσε στη μοναξιά τής κατοικίας της, δίνοντας πιο αργό ή γρήγορο ρυθμό στο χορό όλων αυτών των φανταστικών ζευγαριών· παρατούσε για λίγο το χορό για ν᾿ ακούσει τον άνεμο να φυσά μες απ᾿ τα έλατα στην άκρη τής λίμνης. Σήμερα όμως η ομορφιά αυτής τής μουσικής φαινόταν ξεθωριασμένη. Επειδή είχε χάσει εδώ και λίγα χρόνια την εκτίμηση των ειδικών, είχε χάσει την αίγλη και τη γοητεία της. Η κυρία ντέ Καμπρεμέρ έρριξε μια βιαστική ματιά πίσω της. Ήξερε πως η νεαρή νύφη της γεμάτη σεβασμό για τη νέα της οικογένεια, εκτός για ό,τι άγγιζε θέματα πνευματικά, για τα οποία επειδή ήξερε ακόμα κι αρμονία και αρχαία ελληνικά, είχε δικές της γνώμες, περιφρονούσε τον Σοπέν. Μακριά όμως απ᾿ την επίβλεψη αυτής τής βαγκνερόπληκτης, που βρισκόταν πιο πέρα με μια παρέα της ηλικίας της, η κυρία ντέ Καμπρεμέρ αφέθηκε να παρασυρθεί σε γλυκές εντυπώσεις. Τέτοιες ένιωθε και η πριγκίπισσα ντέ Λώμ. Χωρίς να είναι προικισμένη απ᾿ τη φύση της για τη μουσική, είχε παρακολουθήσει πριν από δεκαπέντε χρόνια μαθήματα από μια καθηγήτρια πιάνου τού φωμπούρ Σαίν-Ζερμαίν. Έτσι κι η κυρία ντέ Λώμ μπορούσε να εκτιμήσει σωστά τον τρόπο με τον οποίο έπαιζε ο πιανίστας αυτό το πρελούδιο που το γνώριζε σχεδόν απέξω. Το τέλος τής μουσικής φράσης, τραγούδησε μόνο του στα χείλη της.
Ήταν στης μαρκησίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, στην τελευταία απ᾿ τις βραδιές εκείνης τής χρονιάς, όπου παρουσίαζε μουσικούς που τούς χρησιμοποιούσε αργότερα για τις φιλανθρωπικές της συναυλίες. Ο Σουάν έφτασε ως την πόρτα τού μεγάρου Σαιντ-Εβέρτ σε μια κατάσταση μελαγχολικής αδιαφορίας για ό,τι δεν είχε σχέση με την Οντέτ, και κυρίως για τις κοσμικότητες, που η αδιαφορία του αυτή τούς έδινε τη γοητεία ενός πράγματος που, επειδή δεν είναι πια στόχος τής θέλησής μας, μάς εμφανίζεται αυτό καθ᾿ εαυτό. Μόλις κατέβηκε από το αμάξι, στο πρώτο πλάνο αυτής τής πλαστής περίληψης τής οικιακής τους ζωής, που οι οικοδέσποινες τάχα προσφέρουν στους καλεσμένους τους τις μέρες των τελετών, ο Σουάν αντίκρυσε τούς γκρουμ, τούς ταχτικούς ακόλουθους των περιπάτων, που φορώντας καπέλο και μπότες, στέκονταν έξω μπροστά στο μέγαρο, στη λεωφόρο, με τον τρόπο που θα είχαν παραταχθεί οι κηπουροί μπροστά στα παρτέρια τους. Στο προαύλιο παρατήρησε να ξυπνά απ᾿ την απροσδόκητη άφιξη ενός καθυστερημένου επισκέπτη, το σκόρπιο, μεγαλόπρεπο κι αργόσχολο κοπάδι που αποτελούν οι ακόλουθοι. Ένας τους, με όψη ιδιαίτερα αγριωπή που θύμιζε πίνακες τής Αναγέννησης που παρουσιάζουν βασανιστήρια, τον πλησίασε για να πάρει τα πράγματά του. Αλλά τη σκληρότητα τής ατσάλινης ματιάς του, την αντιστάθμιζε η απαλότητα που είχαν τα λεπτά του γάντια, κι έτσι φαινόταν σα να ᾿δειχνε περιφρόνηση για το πρόσωπο και σεβασμό για το καπέλο του. Λίγο πιο πέρα, ένας παλληκαράς με λιβρέα ονειρευόταν, ακίνητος, αγαλματώδης, απόμερος απ᾿ την ομάδα των συναδέλφων του, άχρηστος, σαν τον πολεμιστή που συναντά κανείς στους πιο τρικυμισμένους πίνακες τού Μαντένια [1], να ονειροπολεί ακουμπισμένος στην ασπίδα του, ενώ πλάι του άλλοι ορμούν και σφάζονται· άλλοι το ίδιο μεγαλόσωμοι, στέκονταν στα σκαλοπάτια μιας μεγαλόπρεπης σκάλας, που ο Σουάν άρχισε να την ανεβαίνει και να σκέφτεται με θλίψη την Οντέτ που δεν την είχε ποτέ διαβεί. Ένας θυρωρός, ένας αρχιυπηρέτης, ένας τεχνίτης ασημικών — καλοί άνθρωποι που ζούσαν την υπόλοιπη βδομάδα ανεξάρτητοι στον τομέα τους, γευμάτιζαν στο σπίτι τους — προσέχοντας να μη ξεφύγουν από τις συστάσεις που τούς είχαν δώσει πριν φορέσουν τη λιβρέα, που τη φορούσαν μόνο σπάνια και δεν τούς έκανε να νιώθουν πολύ άνετα, στέκονταν με μια λαμπρότητα γεμάτη στόμφο. Όταν έφτασε στην κορυφή τής σκάλας, ο Σουάν πέρασε από ένα γραφείο, όπου υπηρέτες μπροστά σε μεγάλα κατάστιχα, σηκώθηκαν και έγραψαν τ᾿ όνομα του. Δεν απόμενε πια στον Σουάν παρά να μπει στην αίθουσα τής συναυλίας που την πόρτα της άνοιξε ένας υπηρέτης φορτωμένος αλυσίδες, λες κι ήταν να τού επιδώσει τα κλειδιά τής πόλης.
Ο Σουάν ξαναβρήκε σύντομα την αίσθηση τής ανδρικής ασχήμιας, το θέαμα των καλεσμένων διαδέχθηκε το θέαμα των υπηρετών. Αλλά κι αυτή ακόμα η ασχήμια των προσώπων, που τη γνώριζε ωστόσο καλά, τού φαινόταν καινούργια από τότε που τα χαραχτηριστικά τους, αντί να είναι τα σημεία αναγνώρισης κάποιου προσώπου που αντιπροσώπευε γι αυτόν ως τότε μια σειρά από χαρές που θα μπορούσε να επιδιώξει, από ενοχλήσεις που θα ᾿θελε να αποφύγει, ή ευγένειες που χρωστούσε, είχαν πάρει τη θέση τους, συναρμολογημένα μόνο με βάση σχέσεις αισθητικές, στην αυτονομία των μορφών τους. Ίσως, γιατί δεν είδε το στρατηγό ντέ Φρομπερβίλ και το μαρκήσιο ντε Μπρεωτέ που κουβέντιαζαν στην είσοδο, παρά μόνο σα δυο πρόσωπα σ᾿ ένα πίνακα, ενώ υπήρξαν για καιρό φίλοι του χρήσιμοι, που τον είχαν παρουσιάσει στο Τζόκεϋ [2] και τού είχαν παρασταθεί σε μονομαχίες· το μονόκλ τού στρατηγού που είχε παραμείνει ανάμεσα στα βλέφαρά του σαν ένα θραύσμα οβίδας στο πρόσωπό του το χυδαίο, φάνηκε στον Σουάν σα μια πληγή απαίσια, που ήταν ίσως ένδοξο να την έχει, αλλ᾿ άπρεπο να επιδείχνει. Το μονόκλ τού μαρκησίου Φορεστέλ ήταν μικροσκοπικό, δεν είχε πλαίσιο και, καθώς τον υποχρέωνε να το σφίγγει, έδινε στο πρὀσωπό του, μια μελαγχολική ευαισθησία κι έκανε τις γυναίκες να πιστεύουν πως ήταν σε θέση να νιώσει μεγάλες ερωτικές θλίψεις. Αλλά το μονόκλ τού κυρίου ντέ Σαιντ - Καντέ, δεμένο ολόγυρα μ᾿ ένα τεράστιο δαχτυλίδι, σαν τον πλανήτη Κρόνο, ήταν το κέντρο τής έλξης μιας μορφής που οριζόταν κάθε στιγμή ως προς αυτό, ενώ η μύτη του τρεμάμενη και το στόμα του με τα χοντρά του χείλια προσπαθούσαν με τις γκριμάτσες τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος με το αδιάκοπο πνεύμα που σπίθιζε πάνω στα μάτια του, που τη ματιά του πολλές γυναίκες σνομπ και διεστραμμένες την προτιμούσαν απ᾿ τα πιο όμορφα βλέμματα στον κόσμο, γιατί τις έκανε να ονειρεύονται τεχνητές απολαύσεις και εκλεπτυσμένες ηδονές.
Ο Σουάν είχε προχωρήσει ύστερ᾿ απ᾿ την επιμονή τής κυρίας ντε Σαιντ-Εβέρτ και, για ν᾿ ακούσει μια μελωδία απ᾿ τον Ορφέα τού Γκλουκ [3] που εκτελούσε ένας φλαουτίστας· είχε σταθεί σε μια γωνιά, απ᾿ όπου η μόνη του θέα, ήταν δυο ήδη ώριμες κυρίες, η μαρκησία ντέ Καμπρεμέρ και η υποκόμισσα ντέ Φρανκετό, εξαδέλφες, οι οποίες περνούσαν την ώρα τους στις βραδινές συγκεντρώσεις ψάχνοντας η μια την άλλη, λες και βρίσκονταν σε σιδηροδρομικό σταθμό, κι ησύχαζαν μόνο όταν θα είχαν κρατήσει δύο θέσεις πλάι-πλάι: Η κυρία ντέ Καμπρεμέρ, καθώς είχε πολύ λίγες γνωριμίες, χαιρόταν να ᾿χει τη συντροφιά τής κυρίας ντέ Φρανκετό, που επειδή αντίθετα, ήταν πολύ γνωστή στους κοσμικούς κύκλους, θεωρούσε κάπως κομψό και πρωτότυπο να δείχνει σ᾿ όλες τις εκλεκτές γνωριμίες της, πως προτιμούσε μιάν άγνωστη κυρία, με την οποία είχε όμως κοινές νεανικές αναμνήσεις. Γεμάτος μελαγχολική ειρωνεία, ο Σουάν τις έβλεπε ν᾿ ακούν το πιανιστικό ιντερμέτζο, "Ο Άγιος Φραγκίσκος μιλά στα πουλιά", τού Λιστ [4] και να παρακολουθούν το καταπληκτικό παίξιμο τού δεξιοτέχνη: την κυρία ντέ Φρανκετό ανήσυχη, λες και τα πλήκτρα που πάνω τους έτρεχε μ᾿ ευκινησία ο πιανίστας, ήταν μια σειρά από αιώρες σε ύψος ογδόντα μέτρων, απ᾿ τις οποίες θα μπορούσε να πέσει, μάτια που έριχναν στη διπλανή εκφράσεις θαυμασμού κι αμφιβολίας, σα να ήθελαν να πουν: «Δεν είναι πιστευτό, δε φανταζόμουν ποτέ πως αυτό ήταν ανθρώπινα δυνατό»· την κυρία ντέ Καμπρεμέρ που, γυναίκα με γερή μουσική μόρφωση, κρατούσε το ρυθμό με το κεφάλι της, μ᾿ αυτό το κάποιο σάστισμα και την εγκατάλειψη τού βλέμματος που έχουν οι αβάσταχτοι πόνοι που δεν μπορούν πια να κυριαρχηθούν κι είναι σαν να λεν: «Τι θέλετε πια;». Απ᾿ την άλλη μεριά τής κυρίας ντέ Φρανκετό, βρισκόταν η μαρκησία ντε Γκαλλαρντόν, απασχολημένη με την αγαπημένη της σκέψη, την οικογενειακή της συγγένεια με τούς Γκερμάντ, απ᾿ την οποία κέρδιζε στα μάτια τού κόσμου, αλλά και για τον εαυτό της πολλή δόξα, αλλά και κάποια ντροπή, αφού οι πιο σημαντικοί Γκερμάντ την κρατούσαν σε απόσταση, ίσως γιατί ήταν βαρετή, ή γιατί ήταν κακιά, ή γιατί ανήκε σε κατώτερο κλάδο τής οικογένειας, ή ίσως χωρίς κανένα λόγο. Όταν βρισκόταν κοντά σε κάποιον που δε γνώριζε, υπέφερε γιατί η συγγένειά της με τούς Γκερμάντ δεν μπορούσε να εκδηλωθεί εξωτερικά, σαν τα γράμματα στα μωσαϊκά των βυζαντινών εκκλησιών που τοποθετημένα το ένα κάτω από τ᾿ άλλο, αναγράφουν σε μια κάθετη στήλη στο πλευρό τού Αγίου, τα λόγια που υποτίθεται πως προφέρει. Σκεφτόταν πως δεν είχε δεχτεί πρόσκληση ή επίσκεψη τής καινούργιας της ξαδέλφης, πριγκίπισσας ντέ Λώμ, από τότε που παντρεύτηκε, πριν έξι χρόνια. Η σκέψη αυτή τη γέμιζε θυμό, αλλά και υπερηφάνεια· γιατί με το να επαναλαμβάνει συνεχώς, σ᾿ όσους ξαφνιάζονταν που δεν την έβλεπαν στης κυρίας ντέ Λωμ, πως δεν πήγαινε γιατί κινδύνευε να συναντήσει την πριγκίπισσα Ματίλντ [5] πράγμα που δεν θα τής το συγχωρούσε ποτέ η οικογένειά της, που ανήκε στους νομιμόφρονες [6], είχε φτάσει να το πιστεύει και η ίδια πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που δεν πήγαινε στη νεαρή ξαδέλφη της. Κι όμως θυμόταν πως είχε ρωτήσει αρκετές φορές την κυρία ντέ Λωμ πώς θα μπορούσε να τη συναντήσει, το θυμόταν όμως συγκεχυμένα κι άλλωστε εξουδετέρωνε όσο μπορούσε την κάπως ταπεινωτική αυτή ανάμνηση μουρμουρίζοντας: «Κι όμως δεν αρμόζει σε μένα να κάνω το πρώτο βήμα, είμαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερή της». Ήταν από τη φύση της κοντόσωμη, αντρογυναίκα και χοντρουλή, μα οι ταπεινώσεις την είχαν ανασηκώσει, σαν τα δέντρα που φυτρώνουν σε μια κακή θέση, στην άκρη ενός γκρεμού, κι είναι υποχρεωμένα να μεγαλώσουν προς τα πίσω για να κρατήσουν την ισορροπία τους. Αν είχε υποβάλλει κανείς τη συζήτηση τής κυρίας Γκαλλαρντόν στις αναλύσεις, που επισημαίνοντας τη συχνότητα τού κάθε όρου, επιτρέπουν την ανακάλυψη τού κλειδιού ενός κώδικα, θα είχε διαπιστώσει πως καμιά έκφραση ακόμα και η πιο συνηθισμένη δεν επανερχόταν τόσο συχνά, όσο οι εκφράσεις "στα ξαδέλφια μου ντε Γκερμάντ", "στη θεία μου ντε Γκερμάντ", "το θεωρείο τής ξαδέλφης μου ντέ Γκερμάντ".
Ωστόσο η πριγκίπισσα ντέ Λωμ [7], που κανένας δεν θα περίμενε να τη δει στης κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, είχε μόλις φθάσει. Για να δείξει πως δεν ήθελε να κάνει αισθητή την ανωτερότητα τής καταγωγής της σ᾿ ένα σαλόνι που ερχόταν με συγκατάβαση, είχε μπει μέσα μαζεύοντας τούς ώμους της, εκεί ακριβώς όπου δεν υπήρχε πλήθος για να διασχίσει, και κανένας για να τού κάνει τόπο να περάσει, δίνοντας την εντύπωση πως βρισκόταν εκεί στη θέση της, όπως ένας βασιλιάς κάθεται ουρά στην είσοδο ενός θεάτρου, όσο οι αρχές δεν έχουν ειδοποιηθεί πως βρίσκεται εκεί· και περιορίζοντας μόνο το βλέμμα της— για να μη δίνει την εντύπωση πως ειδοποιεί για την παρουσία της και πως απαιτεί ξεχωριστό σεβασμό— στη μελέτη ενός σχέδιου στο χαλί ή στη δική της φούστα, στεκόταν όρθια στη θέση που τής είχε φανεί πιο ταπεινή, κοντά στην κυρία Καμπρεμέρ που τής ήταν άγνωστη, κι απ᾿ όπου ήξερε πως μια φωνή θαυμασμού τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ θα την αποσπούσε μόλις την αντίκρυζε. Παρακολουθούσε τη μιμική τής φιλόμουσης κυρίας στο πλευρό της, αλλά δεν ήθελε να τη μιμηθεί. Κι αυτό όχι γιατί η πριγκίπισσα ντέ Λώμ, για μια φορά που ερχόταν να μείνει πέντε λεπτά στο σπίτι τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, δεν επιθυμούσε να φανεί όσο μπορούσε πιο ευγενική, ώστε η φιλοφρόνηση που τής πρόσφερε, να λογαριαστεί διπλή. Από τη φύση της όμως μισούσε αυτό που ονόμαζε "υπερβολές" κι ήθελε να δείξει πως "δεν όφειλε", να επιδοθεί σε εκδηλώσεις που δεν ταίριαζαν με τον "τρόπο" τού στενού κύκλου στον οποίο ζούσε. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως οι εκδηλώσεις αυτές είχαν γίνει απαραίτητες απ᾿ τη μουσική σύνθεση που παιζόταν, και που ίσως δεν περιλαμβανόταν στα πλαίσια τής μουσικής που είχε ακούσει ως τώρα, μήπως, το να μη δεχτεί να κάνει το ίδιο θα ᾿ταν απόδειξη έλλειψης κατανόησης για το έργο, και απρέπεια απέναντι στην οικοδέσποινα: έτσι για να εκφράσει μ᾿ "έναν πρόχειρο συμβιβασμό" τ᾿ αντιφατικά της αισθήματα, άλλοτε περιοριζόταν ν᾿ ανεβάζει τις κορδέλες που κρατούσαν το φόρεμά της στους ώμους της ή να στερεώνει στα ξανθά μαλλιά της τις μικρές σφαίρες από κοράλλι ή ροζ σμάλτο, κι άλλοτε με τη βεντάλια της κρατούσε για λίγο το ρυθμό, αλλά για να μην χάσει την ανεξαρτησία της, τον κρατούσε παράταιρα. Ο πιανίστας είχε τελειώσει το κομμάτι τού Λιστ και μόλις άρχιζε ένα πρελούδιο τού Σοπέν, όταν η κυρία Καμπρεμέρ πέταξε στην κυρία Φρανκετό ένα συγκινημένο χαμόγελο υπεύθυνης ικανοποίησης και αναφοράς στο παρελθόν. Είχε μάθει στα νιάτα της να παίζει στο πιάνο τις μακρόσυρτες κι ελικωτές φράσεις τού Σοπέν, φράσεις τόσο ελεύθερες τόσο ευλύγιστες, που αρχικά γυρεύουν να δοκιμάσουν τη θέση τους έξω και μακριά απ᾿ την κατεύθυνση που δείχνει η εκκίνησή τους, πολύ μακριά απ᾿ όπου μπορούσε να φανταστεί κανείς πως θα ᾿φτανε το άγγιγμά τους, για να επιστρέψουν πιο συνειδητά, για να χτυπήσουν στην καρδιά.
Η κυρία ντέ Καμπρεμέρ ζούσε τότε σε μια επαρχιακή οικογένεια, που είχε λιγοστές γνωριμίες, και καθώς δεν πήγαινε καθόλου στους χορούς, μεθούσε στη μοναξιά τής κατοικίας της, δίνοντας πιο αργό ή γρήγορο ρυθμό στο χορό όλων αυτών των φανταστικών ζευγαριών· παρατούσε για λίγο το χορό για ν᾿ ακούσει τον άνεμο να φυσά μες απ᾿ τα έλατα στην άκρη τής λίμνης. Σήμερα όμως η ομορφιά αυτής τής μουσικής φαινόταν ξεθωριασμένη. Επειδή είχε χάσει εδώ και λίγα χρόνια την εκτίμηση των ειδικών, είχε χάσει την αίγλη και τη γοητεία της. Η κυρία ντέ Καμπρεμέρ έρριξε μια βιαστική ματιά πίσω της. Ήξερε πως η νεαρή νύφη της γεμάτη σεβασμό για τη νέα της οικογένεια, εκτός για ό,τι άγγιζε θέματα πνευματικά, για τα οποία επειδή ήξερε ακόμα κι αρμονία και αρχαία ελληνικά, είχε δικές της γνώμες, περιφρονούσε τον Σοπέν. Μακριά όμως απ᾿ την επίβλεψη αυτής τής βαγκνερόπληκτης, που βρισκόταν πιο πέρα με μια παρέα της ηλικίας της, η κυρία ντέ Καμπρεμέρ αφέθηκε να παρασυρθεί σε γλυκές εντυπώσεις. Τέτοιες ένιωθε και η πριγκίπισσα ντέ Λώμ. Χωρίς να είναι προικισμένη απ᾿ τη φύση της για τη μουσική, είχε παρακολουθήσει πριν από δεκαπέντε χρόνια μαθήματα από μια καθηγήτρια πιάνου τού φωμπούρ Σαίν-Ζερμαίν. Έτσι κι η κυρία ντέ Λώμ μπορούσε να εκτιμήσει σωστά τον τρόπο με τον οποίο έπαιζε ο πιανίστας αυτό το πρελούδιο που το γνώριζε σχεδόν απέξω. Το τέλος τής μουσικής φράσης, τραγούδησε μόνο του στα χείλη της.
[1] Μαντένια: (1431-1506), από τούς πιο σημαντικούς ζωγράφους τής Ιταλικής αναγέννησης. Μερικά από τα πιο αξιόλογα έργα του (τοιχογραφίες με θέμα τη ζωή τού Αποστόλου Ιακώβου που καταστράφηκαν στο 2ο Παγκόσμιο πόλεμο) βρίσκονται στην εκκλησία των Ερεμιτάνι στην Πάντοβα, και στο μοναστήρι τού San Zeno τής Βερόνας όπου φιλοτέχνησε περίφημο ομώνυμο Τρίπτυχο.
[2] Τζόκεϋ: Η πιο κλειστή κοσμική λέσχη τού Παρισιού τής εποχής
[3] Ορφέας: Όπερα του Γκλούκ (1714-1787). Γερμανός συνθέτης έζησε κυρίως στη Βιέννη αλλά και στη Γαλλία.
[4] Λιστ: (1811-1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας, που έζησε και στο Παρίσι.
[5] Ματίλντ: Πριγκίπισσα (1820-1904), ανεψιά τού Ναπολέοντα τού 1ου. Διατηρούσε φιλολογικό σαλόνι με πολλές φιλίες με συγγραφείς και καλλιτέχνες.
[6] Νομιμόφρονες: Υποστήριζαν τον βασιλικό κλάδο των Βουρβώνων, που εκθρονίστηκε το 1830 και τον διαδέχθηκε ο κλάδος των Ορλεάν
[7] Πριγκίπισσα ντέ Λωμ: Είναι γυναίκα τού ξαδέλφου της, δούκα Μπαζέν ντε Γκερμάντ. Ως το θάνατο τού πατέρα τού Μπαζέν, και πριν αποκτήσουν τον τίτλο, ήταν πρίγκιπες ντε Λωμ. Στην συνέχεια στο "Αναζητώντας" την συναντάμε σαν "κυρία ντε Γκερμάντ", ή "δούκισσα ντε Γκερμάντ". Δεν πρέπει να συγχέονται με τα ξαδέλφια τους Πρίγκιπα και Πριγκίπισσα Γκερμάντ, και που δεν έγιναν ποτέ δούκες.
[2] Τζόκεϋ: Η πιο κλειστή κοσμική λέσχη τού Παρισιού τής εποχής
[3] Ορφέας: Όπερα του Γκλούκ (1714-1787). Γερμανός συνθέτης έζησε κυρίως στη Βιέννη αλλά και στη Γαλλία.
[4] Λιστ: (1811-1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας, που έζησε και στο Παρίσι.
[5] Ματίλντ: Πριγκίπισσα (1820-1904), ανεψιά τού Ναπολέοντα τού 1ου. Διατηρούσε φιλολογικό σαλόνι με πολλές φιλίες με συγγραφείς και καλλιτέχνες.
[6] Νομιμόφρονες: Υποστήριζαν τον βασιλικό κλάδο των Βουρβώνων, που εκθρονίστηκε το 1830 και τον διαδέχθηκε ο κλάδος των Ορλεάν
[7] Πριγκίπισσα ντέ Λωμ: Είναι γυναίκα τού ξαδέλφου της, δούκα Μπαζέν ντε Γκερμάντ. Ως το θάνατο τού πατέρα τού Μπαζέν, και πριν αποκτήσουν τον τίτλο, ήταν πρίγκιπες ντε Λωμ. Στην συνέχεια στο "Αναζητώντας" την συναντάμε σαν "κυρία ντε Γκερμάντ", ή "δούκισσα ντε Γκερμάντ". Δεν πρέπει να συγχέονται με τα ξαδέλφια τους Πρίγκιπα και Πριγκίπισσα Γκερμάντ, και που δεν έγιναν ποτέ δούκες.
Μια επίδειξη τού "πνεύματος Γκερμάντ" από την πριγκίπισσα ντε Λωμ. Έξυπνοι διάλογοι με τον στρατηγό ντέ Φρομπερβίλ.
Στο μεταξύ η κυρία ντέ Γκαλλαρντόν σκεφτόταν πόσο ήταν δυσάρεστο που είχε πολύ σπάνια την ευκαιρία να συναντά την πριγκίπισσα ντέ Λώμ, γιατί ήθελε να τής δώσει ένα μάθημα αφήνοντας χωρίς απάντηση το χαιρετισμό της. Δεν ήξερε πως η ξαδέλφη της ήταν εκεί. Μια κίνηση τού κεφαλιού τής κυρίας Φρανκετό τής την αποκάλυψε. Αμέσως όρμησε πάνω της ενοχλώντας όλο τον κόσμο· αλλ᾿ επειδή ήθελε να κρατήσει ένα ύφος αγέρωχο και παγερό, θέλησε ν᾿ αντισταθμίσει αυτό το περήφανο ύφος με κάποιες λέξεις που θα δικαιολογούσαν την ενέργειά της και θα υποχρέωναν την πριγκίπισσα ν᾿ αρχίσει τη συζήτηση· γι αυτό μόλις βρέθηκε κοντά στην ξαδέλφη της, η κυρία ντέ Γκαλλαρντόν, με πρόσωπο σκληρό και με το χέρι τεντωμένο σαν από μια κίνηση υποχρεωτική, τής είπε: «Πως πάει ο άντρας σου;» με την ίδια ανήσυχη φωνή που θα είχε, αν ήταν βαρειά άρρωστος ο πρίγκιπας. Η πριγκίπισσα ξέσπασε σ᾿ ένα χαραχτηριστικό της γέλιο, που ήθελε ταυτόχρονα να δείξει στους άλλους πως κάποιον κορόιδευε, αλλά και να δώσει ομορφιά στον εαυτό της, τονίζοντας τα χαραχτηριστικά τού προσώπου της γύρω από το στόμα της και το φωτεινό της βλέμμα, και τής απάντησε:
—«Μα θαυμάσια!»
Ορθώνοντας όμως την κορμοστασιά της, η κυρία Γκαλλαρντόν και ανήσυχη ωστόσο ακόμα, για την υγεία τού πρίγκιπα, η κυρία Γκαλλαρντόν είπε στην ξαδέλφη της:
—«Οριάν» — εδώ η κυρία ντέ Λώμ κοίταξε με ύφος έκπληκτο και γελαστό έναν αόρατο συνομιλητή, που τον ήθελε τάχα για να βεβαιώσει πως εκείνη δεν είχε επιτρέψει ποτέ στην κυρία Γκαλλαρντόν να χρησιμοποιεί το μικρό της όνομα— «πολύ θα ήθελα να ερχόσουν για λίγο αύριο βράδυ στο σπίτι μου ν᾿ ακούσεις ένα κουϊντέτο με κλαρινέτο τού Μότσαρτ. Θα θελα να είχα τη γνώμη σου».
— «Μα το ξέρω αυτό το κουϊντέτο, μπορώ να σού πω αμέσως πως το αγαπώ».
— «Ξέρεις, ο άντρας μου δεν είναι πολύ καλά, το συκώτι του, θα χαρεί πάρα πολύ να σε δει», συνέχισε η κυρία Γκαλλαρντόν δημιουργώντας τώρα στην πριγκίπισσα μιάν υποχρέωση φιλανθρωπίας, να εμφανιστεί στη βραδιά της.
Δεν άρεσε στην πριγκίπισσα να λέει στον κόσμο πως δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του. Κάθε μέρα έγραφε πόσο λυπόταν που στερήθηκε μια βραδιά, στην οποία δεν είχε λογαριάσει ποτέ να παραβρεθεί, επειδή μεσολάβησε μια απρόοπτη επίσκεψη τής πεθεράς της, η όπερα, μια εκδρομή. Έδινε έτσι σε πολλούς τη χαρά να νομίζουν πως ανήκε στις στενές τους σχέσεις, πως θα βρισκόταν με χαρά κοντά τους, πως την εμπόδιζαν μόνο πριγκιπικά απρόοπτα, που αυτοί κολακεύονταν πολύ να θεωρούν πως συναγωνίζονταν τα βράδια τους.
— «Κοίταξε, θα σού πω», είπε στην κυρία Γκαλλαρντόν, «πρέπει αύριο να πάω σε μια φίλη μου, που μού έχει κλείσει τη μέρα από καιρό. Αν μάς πάρει στο θέατρο, θα είναι αδύνατον και με την καλύτερη διάθεση, να ᾿ρθω σε σένα· αν όμως μείνουμε στο σπίτι της, θα μπορώ να την αφήσω».
— «Μπα, είδες το φίλο σου τον κύριο Σουάν;»
— «Μα όχι, αυτός ο αγαπητότατος Σαρλ, δεν ήξερα πως ήταν εδώ, θα προσπαθήσω να τον κάνω να με δει».
— «Είναι αστείο πως έρχεται ακόμα και στη μαμά Σαιντ-Εβέρτ», είπε η κυρία Γκαλλαρντόν· «Ω, ξέρω πως είναι έξυπνος», πρόσθεσε κι εννοούσε ραδιούργος, «Αλλ᾿ όμως ένας Εβραίος στο σπίτι τής αδελφής και τής κουνιάδας δύο αρχιεπισκόπων!»
— «Ομολογώ με ντροπή πως αυτό δε με σοκάρει», είπε η πριγκίπισσα ντέ Λώμ.
— «Ξέρω πως έχει γίνει χριστιανός και πριν απ᾿ αυτόν οι γονείς του κι οι παππούδες του. Λένε όμως πως όσοι έχουν αλλαξοπιστήσει μένουν πιο δεμένοι στη θρησκεία τους από τούς άλλους, είναι άραγε αλήθεια;» είπε η κυρία Γκαλλαρντόν.
— «Δε γνωρίζω τίποτα πάνω σ᾿ αυτό το θέμα».
Ο πιανίστας, αφού τελείωσε το πρελούδιο, άρχισε αμέσως μια πολωνέζα. Αλλά από τη στιγμή που η κυρία Γκαλλαρντόν είχε επισημάνει στην ξαδέλφη της την παρουσία τού Σουάν, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Σοπέν αναστημένος ερχόταν να παίξει όλα του τα έργα, η κυρία ντέ Λώμ δε θα τού είχε δώσει σημασία. Απ᾿ τη στιγμή αυτή, με την ελπίδα πως ο Σουάν θα την πρόσεχε, η πριγκίπισσα, δεν έπαυε να γυρνά το πρόσωπό της γεμάτο χίλια σήματα συνεργίας, που δεν είχαν καμιά σχέση με τα συναισθήματα τής πολωνέζας τού Σοπέν, προς την κατεύθυνση όπου στεκόταν ο Σουάν, κι αν αυτός άλλαζε θέση μετακινούσε κι εκείνη το μαγνητικό της χαμόγελο.
— «Οριάν, μη θυμώνεις», συνέχισε η κυρία Γκαλλαρντόν που δεν μπορούσε ποτέ ν᾿ αποφύγει να θυσιάσει τις πιο μεγάλες κοινωνικές της προσδοκίες και να θαμπώσει μια μέρα τον κόσμο, μπροστά, στην άμεση και προσωπική ευχαρίστηση, να πει κάτι δυσάρεστο. — «Υπάρχουν άνθρωποι που διατείνονται πως αυτός ο κύριος Σουάν, είν᾿ ένας κύριος που δεν μπορεί κανείς να τον δεχτεί στο σπίτι του, είναι άραγε αλήθεια;»
— «Μα πρέπει να ξέρεις καλά πως είναι αλήθεια», απάντησε η πριγκίπισσα «αφού τον κάλεσες πενήντα φορές και δεν ήρθε ποτέ».
Κι εγκαταλείποντας την ξαδέλφη της ταπεινωμένη, ξέσπασε πάλι σ᾿ ένα γέλιο που σκανδάλισε όσους παρακολουθούσαν, αλλά τράβηξε την προσοχή τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, που είχε μείνει από ευγένεια κοντά στο πιάνο, και μόνο τότε διέκρινε την πριγκίπισσα.
— «Μα πως, πριγκίπισσα, εδώ είσασταν;»
— «Ναι, είχα σταθεί σε μια γωνίτσα άκουσα ένα σωρό ωραία πράγματα».
—«Πως; Μα τότε είσαστε εδώ πολλή ώρα!»
—«Μα ναι, από πολλή ώρα, που μού φάνηκε πολλή μόνο γιατί δε σάς έβλεπα»
Η κυρία ντέ Σαιντ-Εβέρτ θέλησε να δώσει την πολυθρόνα της στη πριγκίπισσα, που απάντησε:
— «Μα καθόλου! Γιατί; Είμαι καλά οπουδήποτε»
Μια νέα κυρία, μ᾿ όλο που ήταν πιο ήσυχη από τη κυρία Φρανκετό, παρακολουθούσε κι αυτή με κάποια ανησυχία το κομμάτι· η δική της όμως ανησυχία είχε σαν αντικείμενο, αντί για τον πιανίστα, το πιάνο πάνω στο οποίο ένα κερί τρανταζόταν σε κάθε φορτίσσιμο και κινδύνευε να κάψει το αμπαζούρ. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο, και αφού σκαρφάλωσε τα δύο σκαλιά τής εξέδρας, όρμησε να πάρει το δισκάκι που συγκρατούσε το κερί. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, με μια τελευταία συγχορδία, το κομμάτι τελείωσε και ο πιανίστας σηκώθηκε. Ωστόσο η πρωτοβουλία τής νέας γυναίκας, η σύντομη μυστική συνεννόηση με τον καλλιτέχνη δημιούργησαν μια γενική ευνοϊκή εντύπωση.
— «Προσέξατε, πριγκίπισσα, τη νέα αυτή κυρία», είπε ο στρατηγός ντέ Φρομπερβίλ στην πριγκίπισσα ντέ Λώμ, που είχε έρθει να τη χαιρετήσει και που η κυρία ντέ Σαιντ-Εβέρτ άφησε για λίγο. «Είναι περίεργο, μήπως είναι καλλιτέχνης;»
— «Όχι, είναι μια μικρή κυρία Καμπρεμέρ», απάντησε απερίσκεπτα η πριγκίπισσα, και πρόσθεσε πιο έντονα: «Επαναλαμβάνω ό,τι άκουσα, δε έχω ιδέα ποιός το είπε, αλλ᾿ άκουσα πίσω μου να λέγεται πως είναι γείτονες τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ στην εξοχή· αλλά δε νομίζω να τούς γνωρίζει κανένας. Πρέπει να είναι "άνθρωποι τής εξοχής"! Δεν ξέρω αν συχνάζετε πολύ στην εκλεκτή κοινωνία που βρίσκεται εδώ, αλλά εγώ δεν έχω ιδέα πως λέγονται όλ᾿ αυτά τα καταπληκτικά πρόσωπα. Πως νομίζετε πως περνούν τη ζωή τους ανεξάρτητα από τις βραδιές τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ; Ίσως τούς έφερε μαζί με τούς μουσικούς, τις καρέκλες και τ᾿ αναψυκτικά. Έχει αλήθεια κουράγιο να νοικιάζει αυτούς τούς κομπάρσους κάθε βδομάδα; Δεν είναι δυνατόν!»
— «Α! Κι όμως, Καμπρεμέρ είναι ένα όνομα αυθεντικό και παλιό. Δε βρίσκετε, ότι είναι όμορφη και ορεκτική»;», είπε ο στρατηγός, που δεν έπαιρνε τα μάτια του απ᾿ την κυρία ντέ Καμπρεμέρ.
— «Προβάλλεται πολύ· νομίζω πως για μια τόσο νέα γυναίκα αυτό δεν είναι ευχάριστο», απάντησε η κυρία ντέ Λώμ.
Μα η πριγκίπισσα, βλέποντας πως ο κύριος ντέ Φρομπερβίλ εξακολουθούσε να κοιτάζει την κυρία Καμπρεμέρ, πρόσθεσε, μισό από κακία για εκείνην και μισό από ευγένεια για το στρατηγό: «Όχι ευχάριστο... για τον άντρα της! Λυπούμαι που δεν τη γνωρίζω, αφού σάς ενδιαφέρει, για να σάς τη συστήσω», είπε η πριγκίπισσα, που πιθανότατα δε θα ᾿χε κάνει τίποτα τέτοιο, αν τη γνώριζε. «Είμαι υποχρεωμένη να σάς καληνυχτίσω, γιατί είναι η γιορτή μιας φίλης μου και πρέπει να πάω να ευχηθώ», είπε με τόνο ταπεινό και αληθινό, περιορίζοντας έτσι την κοσμική συγκέντρωση όπου θα πήγαινε, στην απλότητα μιας βαρετής τελετής, απ᾿ την οποία ήταν όμως υποχρεωτικό και συμπαθητικό να μη λείψει. «Άλλωστε πρέπει να πάω να συναντήσω τον Μπαζέν που, όσο βρίσκομαι εδώ, πήγε να δει τούς φίλους του που γνωρίζετε, νομίζω πως έχουν τ᾿ όνομα μιας γέφυρας, τούς Ιένα».
— «Ήταν πρώτα τ᾿ όνομα μιας νίκης [1] , πριγκίπισσα» είπε ο στρατηγός. «Τί τα θέλετε, για ένα βετεράνο σαν εμένα, αυτοί οι ευγενείς τής Αυτοκρατορίας είναι άλλο πράγμα βέβαια, αλλά κι έτσι όπως είναι, είναι κάτι πολύ ωραίο στο είδος του, είναι άνθρωποι που στο βάθος πολέμησαν σαν ήρωες».
— «Μα είμαι γεμάτη σεβασμό για τούς ήρωες» είπε με ύφος κάπως ειρωνικό η πριγκίπισσα: «Αν δεν πηγαίνω με τον Μπαζέν σ᾿ αυτή την πριγκίπισσα τής Ιένας, δεν είναι διόλου γι αυτό, είναι γιατί δεν τούς γνωρίζω. Ο Μπαζέν τούς γνωρίζει και τούς υπεραγαπά. Ω, όχι, δεν είναι αυτό που ίσως νομίζετε, δεν είναι ένα φλερτ, δεν υπάρχει λόγος να ᾿χω αντιρρήσεις! Κι άλλωστε, τι θα ωφελούσε, αν ήθελα να τον παρεμποδίσω!» πρόσθεσε με φωνή μελαγχολική, γιατί όλος ο κόσμος ήξερε πως απ᾿ την επομένη τού γάμου τού πρίγκιπα ντέ Λώμ με την ωραιότατη ξαδέλφη του, δεν είχε πάψει να την απατά. «Καί πριν απ᾿ όλα θα σάς πω, μόνο όσα μού είπε για το σπίτι τους… Σκεφτείτε πως όλα τα έπιπλά τους είναι σε στυλ "Αμπίρ" [2] ».
— «Μα, πριγκίπισσα, είναι φυσικό, τα έπιπλα αυτά ήταν των παππούδων τους».
— «Βέβαια, δε λέω, όμως αυτό δεν κάνει τα έπιπλά τους λιγότερα άσχημα. Τί τα θέλετε, δεν ξέρω τίποτα πιο συμβατικό, πιο μικροαστικό απ᾿ αυτό το φρικτό στυλ, μ᾿ αυτά τα κομμό που έχουν κεφάλια κύκνων, θαρρείς πως είναι μπανιέρες».
— «Νομίζω ωστόσο πως έχουν και ωραία πράγματα, πρέπει να έχουν το περίφημο τραπέζι με μωσαϊκό, πάνω στο οποίο υπεγράφη η συνθήκη του… »
— «Α, δε λέω, μπορεί να έχουν ενδιαφέροντα πράγματα από ιστορική άποψη, αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι και ωραία… αφού είναι φρικτά. Έχω κι εγώ τέτοια πράγματα που ο Μπαζέν τα κληρονόμησε από τούς Μοντεσκιού. Μόνο που βρίσκονται στις αποθήκες τού Γκερμάντ, όπου κανένας δεν τα βλέπει. Τέλος πάντων, άλλωστε δεν είναι αυτό το θέμα, θα πήγαινα να τούς δω όμως δεν τούς γνωρίζω! Φαντάζεστε, αν έβλεπαν οι λαμπροί αυτοί άνθρωποι να μπαίνει στο σπίτι τους κάποιος που δεν γνωρίζουν ίσως να με υποδέχονταν άσχημα!» είπε η πριγκίπισσα.
Κι από κοκεταρία ομόρφυνε το χαμόγελο που τής απόσπασε η υποθετική αυτή σκέψη, δίνοντας στο γαλάζιο βλέμμα της, που κοίταζε το στρατηγό, μια γλυκειά έκφραση ρεμβασμού.
— «Ώ, πριγκίπισσα, ξέρετε πως δε θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τη χαρά τους »
— «Μα όχι, γιατί;», τον ρώτησε με υπερβολική ζωηράδα, είτε για να μη δώσει την εντύπωση πως ήξερε πως ήταν μια απ᾿ τις πιο μεγάλες κυρίες τής Γαλλίας, είτε για να ᾿χει την ευχαρίστηση ν᾿ ακούσει το στρατηγό να το λέει.
— «Γιατί; Τί ξέρετε εσείς;» συνέχισε η πριγκίπισσα «Ίσως αυτό να ήταν γι αυτούς ό,τι πιο δυσάρεστο. Εγώ, δεν ξέρω, όμως αν κρίνω απ᾿ τον εαυτό μου, βαριέμαι ήδη να βλέπω αυτούς που γνωρίζω, που αν έπρεπε να βλέπω και αυτούς που δε γνωρίζω, "έστω και τούς ηρωικούς", θα μού ερχόταν τρέλα. Άλλωστε, κοιτάξτε, εκτός αν πρόκειται για παλιούς φίλους όπως εσάς, που σάς γνωρίζω έτσι και αλλιώς, δεν μού φαίνεται πως ο ηρωισμός έχει βολικό μέγεθος για να τον περιφέρουν στον κόσμο. Μ᾿ ενοχλεί κιόλας συχνά να δίνω δείπνα, αλλ᾿ αν έπρεπε να προσφέρω το μπράτσο μου στον Σπάρτακο [3] για να πάμε στο τραπέζι… Όχι, αλήθεια, δεν θα καλούσα τον Βερκιγγετόριξ [4] για δέκατο τέταρτο. Νομίζω πως θα τον κρατούσα για τις μεγάλες βραδιές, αλλά καθώς δε δίνω… »
—«Α! Πριγκίπισσα, δεν είστε Γκερμάντ για το τίποτα! Το ᾿χετε κι εσείς το πνεύμα των Γκερμάντ!»
— «Λένε πάντα για το πνεύμα των Γκερμάντ, αλλά δεν καταλαβαίνω ποτέ γιατί. Γνωρίζετε άλλους που το έχουν;», πρόσθεσε μ᾿ ένα ξέσπασμα γέλιου, που ξεχώριζε χαρωπό, με τα μάτια αστραφτερά, που μπορούσαν να προκαλέσουν έτσι, μόνο λόγια εγκωμιαστικά, έστω και αν τα είχε πει η ίδια, για το πνεύμα ή την ομορφιά της. «Κοιτάξτε, να ο Σουάν, που φαίνεται να χαιρετά την Καμπρεμέρ σας· να, εκεί… είναι κοντά στη μαμά Σαιντ-Εβέρτ, δεν τον βλέπετε; Ζητήστε του να σάς την συστήσει. Βιαστείτε, γιατί φαίνεται σα να γυρεύει να ξεφύγει»!
— «Προσέξατε τι κακή όψη που έχει;», είπε ο στρατηγός.
— «Ο χρυσός μου ο Σαρλ! Α! επιτέλους έρχεται, είχα πιστέψει πως δεν ήθελε να με δει!»
—«Μα θαυμάσια!»
Ορθώνοντας όμως την κορμοστασιά της, η κυρία Γκαλλαρντόν και ανήσυχη ωστόσο ακόμα, για την υγεία τού πρίγκιπα, η κυρία Γκαλλαρντόν είπε στην ξαδέλφη της:
—«Οριάν» — εδώ η κυρία ντέ Λώμ κοίταξε με ύφος έκπληκτο και γελαστό έναν αόρατο συνομιλητή, που τον ήθελε τάχα για να βεβαιώσει πως εκείνη δεν είχε επιτρέψει ποτέ στην κυρία Γκαλλαρντόν να χρησιμοποιεί το μικρό της όνομα— «πολύ θα ήθελα να ερχόσουν για λίγο αύριο βράδυ στο σπίτι μου ν᾿ ακούσεις ένα κουϊντέτο με κλαρινέτο τού Μότσαρτ. Θα θελα να είχα τη γνώμη σου».
— «Μα το ξέρω αυτό το κουϊντέτο, μπορώ να σού πω αμέσως πως το αγαπώ».
— «Ξέρεις, ο άντρας μου δεν είναι πολύ καλά, το συκώτι του, θα χαρεί πάρα πολύ να σε δει», συνέχισε η κυρία Γκαλλαρντόν δημιουργώντας τώρα στην πριγκίπισσα μιάν υποχρέωση φιλανθρωπίας, να εμφανιστεί στη βραδιά της.
Δεν άρεσε στην πριγκίπισσα να λέει στον κόσμο πως δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του. Κάθε μέρα έγραφε πόσο λυπόταν που στερήθηκε μια βραδιά, στην οποία δεν είχε λογαριάσει ποτέ να παραβρεθεί, επειδή μεσολάβησε μια απρόοπτη επίσκεψη τής πεθεράς της, η όπερα, μια εκδρομή. Έδινε έτσι σε πολλούς τη χαρά να νομίζουν πως ανήκε στις στενές τους σχέσεις, πως θα βρισκόταν με χαρά κοντά τους, πως την εμπόδιζαν μόνο πριγκιπικά απρόοπτα, που αυτοί κολακεύονταν πολύ να θεωρούν πως συναγωνίζονταν τα βράδια τους.
— «Κοίταξε, θα σού πω», είπε στην κυρία Γκαλλαρντόν, «πρέπει αύριο να πάω σε μια φίλη μου, που μού έχει κλείσει τη μέρα από καιρό. Αν μάς πάρει στο θέατρο, θα είναι αδύνατον και με την καλύτερη διάθεση, να ᾿ρθω σε σένα· αν όμως μείνουμε στο σπίτι της, θα μπορώ να την αφήσω».
— «Μπα, είδες το φίλο σου τον κύριο Σουάν;»
— «Μα όχι, αυτός ο αγαπητότατος Σαρλ, δεν ήξερα πως ήταν εδώ, θα προσπαθήσω να τον κάνω να με δει».
— «Είναι αστείο πως έρχεται ακόμα και στη μαμά Σαιντ-Εβέρτ», είπε η κυρία Γκαλλαρντόν· «Ω, ξέρω πως είναι έξυπνος», πρόσθεσε κι εννοούσε ραδιούργος, «Αλλ᾿ όμως ένας Εβραίος στο σπίτι τής αδελφής και τής κουνιάδας δύο αρχιεπισκόπων!»
— «Ομολογώ με ντροπή πως αυτό δε με σοκάρει», είπε η πριγκίπισσα ντέ Λώμ.
— «Ξέρω πως έχει γίνει χριστιανός και πριν απ᾿ αυτόν οι γονείς του κι οι παππούδες του. Λένε όμως πως όσοι έχουν αλλαξοπιστήσει μένουν πιο δεμένοι στη θρησκεία τους από τούς άλλους, είναι άραγε αλήθεια;» είπε η κυρία Γκαλλαρντόν.
— «Δε γνωρίζω τίποτα πάνω σ᾿ αυτό το θέμα».
Ο πιανίστας, αφού τελείωσε το πρελούδιο, άρχισε αμέσως μια πολωνέζα. Αλλά από τη στιγμή που η κυρία Γκαλλαρντόν είχε επισημάνει στην ξαδέλφη της την παρουσία τού Σουάν, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Σοπέν αναστημένος ερχόταν να παίξει όλα του τα έργα, η κυρία ντέ Λώμ δε θα τού είχε δώσει σημασία. Απ᾿ τη στιγμή αυτή, με την ελπίδα πως ο Σουάν θα την πρόσεχε, η πριγκίπισσα, δεν έπαυε να γυρνά το πρόσωπό της γεμάτο χίλια σήματα συνεργίας, που δεν είχαν καμιά σχέση με τα συναισθήματα τής πολωνέζας τού Σοπέν, προς την κατεύθυνση όπου στεκόταν ο Σουάν, κι αν αυτός άλλαζε θέση μετακινούσε κι εκείνη το μαγνητικό της χαμόγελο.
— «Οριάν, μη θυμώνεις», συνέχισε η κυρία Γκαλλαρντόν που δεν μπορούσε ποτέ ν᾿ αποφύγει να θυσιάσει τις πιο μεγάλες κοινωνικές της προσδοκίες και να θαμπώσει μια μέρα τον κόσμο, μπροστά, στην άμεση και προσωπική ευχαρίστηση, να πει κάτι δυσάρεστο. — «Υπάρχουν άνθρωποι που διατείνονται πως αυτός ο κύριος Σουάν, είν᾿ ένας κύριος που δεν μπορεί κανείς να τον δεχτεί στο σπίτι του, είναι άραγε αλήθεια;»
— «Μα πρέπει να ξέρεις καλά πως είναι αλήθεια», απάντησε η πριγκίπισσα «αφού τον κάλεσες πενήντα φορές και δεν ήρθε ποτέ».
Κι εγκαταλείποντας την ξαδέλφη της ταπεινωμένη, ξέσπασε πάλι σ᾿ ένα γέλιο που σκανδάλισε όσους παρακολουθούσαν, αλλά τράβηξε την προσοχή τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ, που είχε μείνει από ευγένεια κοντά στο πιάνο, και μόνο τότε διέκρινε την πριγκίπισσα.
— «Μα πως, πριγκίπισσα, εδώ είσασταν;»
— «Ναι, είχα σταθεί σε μια γωνίτσα άκουσα ένα σωρό ωραία πράγματα».
—«Πως; Μα τότε είσαστε εδώ πολλή ώρα!»
—«Μα ναι, από πολλή ώρα, που μού φάνηκε πολλή μόνο γιατί δε σάς έβλεπα»
Η κυρία ντέ Σαιντ-Εβέρτ θέλησε να δώσει την πολυθρόνα της στη πριγκίπισσα, που απάντησε:
— «Μα καθόλου! Γιατί; Είμαι καλά οπουδήποτε»
Μια νέα κυρία, μ᾿ όλο που ήταν πιο ήσυχη από τη κυρία Φρανκετό, παρακολουθούσε κι αυτή με κάποια ανησυχία το κομμάτι· η δική της όμως ανησυχία είχε σαν αντικείμενο, αντί για τον πιανίστα, το πιάνο πάνω στο οποίο ένα κερί τρανταζόταν σε κάθε φορτίσσιμο και κινδύνευε να κάψει το αμπαζούρ. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο, και αφού σκαρφάλωσε τα δύο σκαλιά τής εξέδρας, όρμησε να πάρει το δισκάκι που συγκρατούσε το κερί. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, με μια τελευταία συγχορδία, το κομμάτι τελείωσε και ο πιανίστας σηκώθηκε. Ωστόσο η πρωτοβουλία τής νέας γυναίκας, η σύντομη μυστική συνεννόηση με τον καλλιτέχνη δημιούργησαν μια γενική ευνοϊκή εντύπωση.
— «Προσέξατε, πριγκίπισσα, τη νέα αυτή κυρία», είπε ο στρατηγός ντέ Φρομπερβίλ στην πριγκίπισσα ντέ Λώμ, που είχε έρθει να τη χαιρετήσει και που η κυρία ντέ Σαιντ-Εβέρτ άφησε για λίγο. «Είναι περίεργο, μήπως είναι καλλιτέχνης;»
— «Όχι, είναι μια μικρή κυρία Καμπρεμέρ», απάντησε απερίσκεπτα η πριγκίπισσα, και πρόσθεσε πιο έντονα: «Επαναλαμβάνω ό,τι άκουσα, δε έχω ιδέα ποιός το είπε, αλλ᾿ άκουσα πίσω μου να λέγεται πως είναι γείτονες τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ στην εξοχή· αλλά δε νομίζω να τούς γνωρίζει κανένας. Πρέπει να είναι "άνθρωποι τής εξοχής"! Δεν ξέρω αν συχνάζετε πολύ στην εκλεκτή κοινωνία που βρίσκεται εδώ, αλλά εγώ δεν έχω ιδέα πως λέγονται όλ᾿ αυτά τα καταπληκτικά πρόσωπα. Πως νομίζετε πως περνούν τη ζωή τους ανεξάρτητα από τις βραδιές τής κυρίας ντέ Σαιντ-Εβέρτ; Ίσως τούς έφερε μαζί με τούς μουσικούς, τις καρέκλες και τ᾿ αναψυκτικά. Έχει αλήθεια κουράγιο να νοικιάζει αυτούς τούς κομπάρσους κάθε βδομάδα; Δεν είναι δυνατόν!»
— «Α! Κι όμως, Καμπρεμέρ είναι ένα όνομα αυθεντικό και παλιό. Δε βρίσκετε, ότι είναι όμορφη και ορεκτική»;», είπε ο στρατηγός, που δεν έπαιρνε τα μάτια του απ᾿ την κυρία ντέ Καμπρεμέρ.
— «Προβάλλεται πολύ· νομίζω πως για μια τόσο νέα γυναίκα αυτό δεν είναι ευχάριστο», απάντησε η κυρία ντέ Λώμ.
Μα η πριγκίπισσα, βλέποντας πως ο κύριος ντέ Φρομπερβίλ εξακολουθούσε να κοιτάζει την κυρία Καμπρεμέρ, πρόσθεσε, μισό από κακία για εκείνην και μισό από ευγένεια για το στρατηγό: «Όχι ευχάριστο... για τον άντρα της! Λυπούμαι που δεν τη γνωρίζω, αφού σάς ενδιαφέρει, για να σάς τη συστήσω», είπε η πριγκίπισσα, που πιθανότατα δε θα ᾿χε κάνει τίποτα τέτοιο, αν τη γνώριζε. «Είμαι υποχρεωμένη να σάς καληνυχτίσω, γιατί είναι η γιορτή μιας φίλης μου και πρέπει να πάω να ευχηθώ», είπε με τόνο ταπεινό και αληθινό, περιορίζοντας έτσι την κοσμική συγκέντρωση όπου θα πήγαινε, στην απλότητα μιας βαρετής τελετής, απ᾿ την οποία ήταν όμως υποχρεωτικό και συμπαθητικό να μη λείψει. «Άλλωστε πρέπει να πάω να συναντήσω τον Μπαζέν που, όσο βρίσκομαι εδώ, πήγε να δει τούς φίλους του που γνωρίζετε, νομίζω πως έχουν τ᾿ όνομα μιας γέφυρας, τούς Ιένα».
— «Ήταν πρώτα τ᾿ όνομα μιας νίκης [1] , πριγκίπισσα» είπε ο στρατηγός. «Τί τα θέλετε, για ένα βετεράνο σαν εμένα, αυτοί οι ευγενείς τής Αυτοκρατορίας είναι άλλο πράγμα βέβαια, αλλά κι έτσι όπως είναι, είναι κάτι πολύ ωραίο στο είδος του, είναι άνθρωποι που στο βάθος πολέμησαν σαν ήρωες».
— «Μα είμαι γεμάτη σεβασμό για τούς ήρωες» είπε με ύφος κάπως ειρωνικό η πριγκίπισσα: «Αν δεν πηγαίνω με τον Μπαζέν σ᾿ αυτή την πριγκίπισσα τής Ιένας, δεν είναι διόλου γι αυτό, είναι γιατί δεν τούς γνωρίζω. Ο Μπαζέν τούς γνωρίζει και τούς υπεραγαπά. Ω, όχι, δεν είναι αυτό που ίσως νομίζετε, δεν είναι ένα φλερτ, δεν υπάρχει λόγος να ᾿χω αντιρρήσεις! Κι άλλωστε, τι θα ωφελούσε, αν ήθελα να τον παρεμποδίσω!» πρόσθεσε με φωνή μελαγχολική, γιατί όλος ο κόσμος ήξερε πως απ᾿ την επομένη τού γάμου τού πρίγκιπα ντέ Λώμ με την ωραιότατη ξαδέλφη του, δεν είχε πάψει να την απατά. «Καί πριν απ᾿ όλα θα σάς πω, μόνο όσα μού είπε για το σπίτι τους… Σκεφτείτε πως όλα τα έπιπλά τους είναι σε στυλ "Αμπίρ" [2] ».
— «Μα, πριγκίπισσα, είναι φυσικό, τα έπιπλα αυτά ήταν των παππούδων τους».
— «Βέβαια, δε λέω, όμως αυτό δεν κάνει τα έπιπλά τους λιγότερα άσχημα. Τί τα θέλετε, δεν ξέρω τίποτα πιο συμβατικό, πιο μικροαστικό απ᾿ αυτό το φρικτό στυλ, μ᾿ αυτά τα κομμό που έχουν κεφάλια κύκνων, θαρρείς πως είναι μπανιέρες».
— «Νομίζω ωστόσο πως έχουν και ωραία πράγματα, πρέπει να έχουν το περίφημο τραπέζι με μωσαϊκό, πάνω στο οποίο υπεγράφη η συνθήκη του… »
— «Α, δε λέω, μπορεί να έχουν ενδιαφέροντα πράγματα από ιστορική άποψη, αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι και ωραία… αφού είναι φρικτά. Έχω κι εγώ τέτοια πράγματα που ο Μπαζέν τα κληρονόμησε από τούς Μοντεσκιού. Μόνο που βρίσκονται στις αποθήκες τού Γκερμάντ, όπου κανένας δεν τα βλέπει. Τέλος πάντων, άλλωστε δεν είναι αυτό το θέμα, θα πήγαινα να τούς δω όμως δεν τούς γνωρίζω! Φαντάζεστε, αν έβλεπαν οι λαμπροί αυτοί άνθρωποι να μπαίνει στο σπίτι τους κάποιος που δεν γνωρίζουν ίσως να με υποδέχονταν άσχημα!» είπε η πριγκίπισσα.
Κι από κοκεταρία ομόρφυνε το χαμόγελο που τής απόσπασε η υποθετική αυτή σκέψη, δίνοντας στο γαλάζιο βλέμμα της, που κοίταζε το στρατηγό, μια γλυκειά έκφραση ρεμβασμού.
— «Ώ, πριγκίπισσα, ξέρετε πως δε θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τη χαρά τους »
— «Μα όχι, γιατί;», τον ρώτησε με υπερβολική ζωηράδα, είτε για να μη δώσει την εντύπωση πως ήξερε πως ήταν μια απ᾿ τις πιο μεγάλες κυρίες τής Γαλλίας, είτε για να ᾿χει την ευχαρίστηση ν᾿ ακούσει το στρατηγό να το λέει.
— «Γιατί; Τί ξέρετε εσείς;» συνέχισε η πριγκίπισσα «Ίσως αυτό να ήταν γι αυτούς ό,τι πιο δυσάρεστο. Εγώ, δεν ξέρω, όμως αν κρίνω απ᾿ τον εαυτό μου, βαριέμαι ήδη να βλέπω αυτούς που γνωρίζω, που αν έπρεπε να βλέπω και αυτούς που δε γνωρίζω, "έστω και τούς ηρωικούς", θα μού ερχόταν τρέλα. Άλλωστε, κοιτάξτε, εκτός αν πρόκειται για παλιούς φίλους όπως εσάς, που σάς γνωρίζω έτσι και αλλιώς, δεν μού φαίνεται πως ο ηρωισμός έχει βολικό μέγεθος για να τον περιφέρουν στον κόσμο. Μ᾿ ενοχλεί κιόλας συχνά να δίνω δείπνα, αλλ᾿ αν έπρεπε να προσφέρω το μπράτσο μου στον Σπάρτακο [3] για να πάμε στο τραπέζι… Όχι, αλήθεια, δεν θα καλούσα τον Βερκιγγετόριξ [4] για δέκατο τέταρτο. Νομίζω πως θα τον κρατούσα για τις μεγάλες βραδιές, αλλά καθώς δε δίνω… »
—«Α! Πριγκίπισσα, δεν είστε Γκερμάντ για το τίποτα! Το ᾿χετε κι εσείς το πνεύμα των Γκερμάντ!»
— «Λένε πάντα για το πνεύμα των Γκερμάντ, αλλά δεν καταλαβαίνω ποτέ γιατί. Γνωρίζετε άλλους που το έχουν;», πρόσθεσε μ᾿ ένα ξέσπασμα γέλιου, που ξεχώριζε χαρωπό, με τα μάτια αστραφτερά, που μπορούσαν να προκαλέσουν έτσι, μόνο λόγια εγκωμιαστικά, έστω και αν τα είχε πει η ίδια, για το πνεύμα ή την ομορφιά της. «Κοιτάξτε, να ο Σουάν, που φαίνεται να χαιρετά την Καμπρεμέρ σας· να, εκεί… είναι κοντά στη μαμά Σαιντ-Εβέρτ, δεν τον βλέπετε; Ζητήστε του να σάς την συστήσει. Βιαστείτε, γιατί φαίνεται σα να γυρεύει να ξεφύγει»!
— «Προσέξατε τι κακή όψη που έχει;», είπε ο στρατηγός.
— «Ο χρυσός μου ο Σαρλ! Α! επιτέλους έρχεται, είχα πιστέψει πως δεν ήθελε να με δει!»
[1] Νίκης: Η ονομασία τής Παρισινής γέφυρας και τής αριστοκρατικής οικογένειας προέρχεται από τη μεγάλη νίκη του Μεγάλου Ναπολέοντα εναντίον των Πρώσων στην Γερμανική πόλη Ιένα.
[2] Αμπίρ: Πρόκειται για το στυλ διακόσμησης και επίπλων της "πρώτης αυτοκρατορίας" τού Μεγάλου Ναπολέοντα.
[3] Σπάρτακος: Ο αρχηγός των Ρωμαίων σκλάβων, που επαναστάτησαν και αντιμετώπισαν τις Ρωμαϊκές λεγεώνες δυο χρόνια. Σκοτώθηκε το 71 π.χ.
[4] Βερκιγγετόριξ: (72-46 ) π.χ. Αρχηγός των Γαλατών, αντιμετώπισε τον Καίσαρα και τελικά νικήθηκε από τούς Ρωμαίους
[2] Αμπίρ: Πρόκειται για το στυλ διακόσμησης και επίπλων της "πρώτης αυτοκρατορίας" τού Μεγάλου Ναπολέοντα.
[3] Σπάρτακος: Ο αρχηγός των Ρωμαίων σκλάβων, που επαναστάτησαν και αντιμετώπισαν τις Ρωμαϊκές λεγεώνες δυο χρόνια. Σκοτώθηκε το 71 π.χ.
[4] Βερκιγγετόριξ: (72-46 ) π.χ. Αρχηγός των Γαλατών, αντιμετώπισε τον Καίσαρα και τελικά νικήθηκε από τούς Ρωμαίους
Οι κομψοί τρόποι έκφρασης ανάμεσα στην πριγκίπισσα ντέ Λώμ και τον Σουάν
Ο Σουάν αγαπούσε πολύ την πριγκίπισσα ντέ Λώμ, κι άλλωστε μόλις την έβλεπε, θυμόταν το Γκερμάντ, έκταση γης που γειτόνευε με το Κομπραί, όλη αυτή την περιοχή που αγαπούσε και όπου δεν πήγαινε πια, για να μην απομακρυνθεί απ᾿ την Οντέτ. Χρησιμοποιώντας εκφραστικούς τρόπους μισοκαλλιτεχνικούς μισοερωτικούς, με τούς οποίους ήξερε να γίνεται αρεστός στην πριγκίπισσα, και που τούς ξανάβρισκε μόλις βυθιζόταν πάλι για λίγο στο παλιό του περιβάλλον, και θέλοντας να εκφράσει τη νοσταλγία του για την εξοχή: «Ω», είπε δυνατά για να τον ακούσουν συγχρόνως η κυρία Σαιντ-Εβέρτ με την οποία μιλούσε και η κυρία ντέ Λώμ για την οποία μιλούσε, «να η χαριτωμένη πριγκίπισσα! Κοιτάξτε, ήρθε ειδικά απ᾿ το Γκερμάντ για να ακούσει τον "Άγιο Φραγκίσκο τού Λιστ" να μιλά στα πουλιά, και μόλις πρόλαβε, σαν τον όμορφο μελισσοφάγο να τσιμπήσει, για να τούς βάλει στα μαλλιά της, μερικούς μικρούς καρπούς κορομηλιάς και ασπραγκαθιάς είναι πολύ όμορφο, αγαπητή μου πριγκίπισσα».
—«Πως; η πριγκίπισσα ήρθε ειδικά απ᾿ το Γκερμάντ; Αυτό παραείναι! Δεν το ᾿ξερα, τα χω χαμένα», αναφώνησε η κυρία Σαιντ-Εβέρτ, που δεν είχε συνηθίσει το πνεύμα τού Σουάν. Καί εξετάζοντας το κτένισμα τής πριγκίπισσας: «Είναι αλήθεια μιμείται… πως να το πω, όχι τα κάστανα, όχι… ω μα τι χαριτωμένη ιδέα! Μα πως είναι δυνατόν να γνωρίζει η πριγκίπισσα το πρόγραμμα μου; Οι μουσικοί δε το είχαν ανακοινώσει ούτε σε μένα».
Ο Σουάν, συνηθισμένος, όταν βρισκόταν κοντά σε μια γυναίκα με την οποία είχε διατηρήσει κομψούς τρόπους ομιλίας, να λέει φίνες κουβέντες, που πολλοί κοσμικοί δεν μπορούσαν να τις καταλάβουν, δεν καταδέχτηκε να εξηγήσει στην κυρία Εβέρτ πως είχε μιλήσει μεταφορικά.
—«Έ, λοιπόν! Χαίρομαι ιδιαίτερα Σαρλ, αν σάς αρέσουν οι μικροί μου καρποί τής ασπραγκαθιάς. Γιατί μιλάτε μ᾿ αυτή την Καμπρεμέρ; Μήπως είστε κι εσείς γείτονές της στην εξοχή;»
— «Μα είστε κι εσείς πριγκίπισσα».
— «Εγώ; Μα έχουν τότε κτήματα παντού αυτοί οι άνθρωποι! Πόσο θα θελα να ᾿μουν στη θέση τους!»
«Δεν πρόκειται για τούς Καμπρεμέρ, αλλά για τούς γονείς της· είναι η δεσποινίδα Λεγκρατέν, που ερχόταν στο Κομπραί. Δε ξέρω αν γνωρίζετε πως είστε κόμισσα τού Κομπραί και η συνέλευση των εφημερίων οφείλει να σάς πληρώνει δικαιώματα».
— «Δεν ξέρω τι μού οφείλει η συνέλευσή τους, ξέρω μόνο πως μού τσιμπάει εκατό φράγκα κάθε χρόνο ο εφημέριος τους. Είναι δυσάρεστο να μη σάς βλέπουμε πια» πρόσθεσε χαϊδευτικά. «Ομολογήστε αγαπητέ μου Σαρλ πως η ζωή είναι κάτι το φριχτό. Μόνο όταν σάς βλέπω, παύω να πλήττω».
Και βέβαια αυτό δεν ήταν αλήθεια. Όμως ο Σουάν και η πριγκίπισσα είχαν έναν κοινό τρόπο να κρίνουν τα μικροπράγματα, που είχε σαν αποτέλεσμα — έκτος αν ήταν η αιτία — μια μεγάλη ομοιότητα στον τρόπο τής έκφρασης, ακόμα και στην προφορά. Η ομοιότητα αυτή δεν έκανε εντύπωση, γιατί τίποτα δεν διέφερε τόσο, όσο οι φωνές τους. Αν όμως κατόρθωνε κανείς με τη σκέψη ν᾿ αφαιρέσει από τα λόγια τού Σουάν τον ήχο που τα τύλιγε, θ᾿ ανακάλυπτε πως ήταν οι ίδιες φράσεις, οι ίδιες μεταπτώσεις τού τόνου, ο ίδιος ο εκφραστικός τρόπος τού στενού κύκλου των Γκερμάντ. Οι ιδέες τού Σουάν και τής πριγκίπισσας πάνω σε σοβαρά θέματα δεν είχαν τίποτα το κοινό. Από τότε όμως που ο Σουάν ήταν τόσο θλιμμένος, είχε την ίδια ανάγκη να μιλά για τη θλίψη, σαν την ανάγκη που έχει ένας δολοφόνος να μιλά για το έγκλημά του. Καθώς άκουσε την πριγκίπισσα να τού λέει πως η ζωή ήταν κάτι φρικτό, ένιωσε την ίδια ευχαρίστηση που θα ᾿χε νιώσει, αν τοὐ είχε μιλήσει για την Οντέτ.
— «Ω! ναι, η ζωή είναι κάτι φρικτό. Πρέπει να βλεπόμαστε, αγαπητή μου φίλη. Αυτό που είναι συμπαθητικό σε σάς, είναι πως δεν είστε εύθυμη. Θα μπορούσαμε να περάσουμε μια βραδιά μαζί».
— «Μα φυσικά· γιατί δεν έρχεστε στο Γκερμάντ; Η πεθερά μου θα τρελαθεί από τη χαρά της».
— «Το πιστεύω, είναι θαυμάσιος, — απάντησε ο Σουάν,— σχεδόν παραείναι όμορφος και ζωντανός αυτός ο τόπος για μένα τούτη τη στιγμή· είναι ένας τόπος, όπου πρέπει να ᾿σαι ευτυχισμένος. Ίσως επειδή έζησα εκεί, τα πράγματα μού μιλάνε τόσο! Μόλις σηκωθεί ένα αεράκι, μόλις αρχίσουν να σαλεύουν τα στάχυα, αισθάνομαι πως κάποιος θα ᾿ρθει, πως θα λάβω κάποια είδηση· κι αυτά τα μικρά σπίτια στην όχθη του νερού... θα ήμουν πολύ δυστυχισμένος!
—«Ω χρυσέ μου Σαρλ, προσοχή, να η φριχτή Ραμπιγιόν που μ᾿ αντιλήφθηκε, κρύψτε με· για θυμίστε μου τι τής συνέβη, τα μπερδεύω, πάντρεψε την κόρη της ή τον εραστή της, δεν ξέρω πια πως έγινε· ίσως και τούς δυο… και μεταξύ τους. Α, όχι τώρα θυμάμαι, την ξαπόστειλε ο πρίγκιπάς της… κάντε πως μού μιλάτε για να μην έρθει να με καλέσει σε δείπνο. Ακούστε χρυσέ μου Σουάν, μια και επιτέλους σάς πέτυχα απόψε, δε θέλετε να αφήσετε να σάς απαγάγω και να σάς πάρω μαζί μου στης πριγκίπισσας τής Πάρμας, που τόσο θα χαρεί, όπως κι ο Μπαζέν, που θα με συναντήσει εκεί αργότερα; Ας είναι καλά ο Μεμέ που μάς δίνει τα νέα σας… Σκεφτείτε, δε σάς βλέπω πια ποτέ»!
Ο Σουάν αρνήθηκε, θα επέστρεφε αμέσως στο σπίτι του, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να χάσει ένα μήνυμα που είχε συνεχώς την ελπίδα πως θα μπορούσε να τού επιδώσει ένας υπηρέτης στη διάρκεια τής βραδιάς, ή που ίσως θα έβρισκε στο θυρωρό του.
«Ο καημένος ο Σουάν», είπε εκείνο το βράδυ η κυρία ντέ Λώμ στον άντρα της, «είναι πάντα συμπαθέστατος, φαίνεται όμως πολύ δυστυχισμένος. Στο βάθος βρίσκω γελοίο ένας άνθρωπος τόσο έξυπνος να υποφέρει για μια γυναίκα αυτού τού είδους, που δεν είναι καν ενδιαφέρουσα, γιατί λένε πως είναι κουτή», πρόσθεσε με τη λογική αυτών που δεν είναι ερωτευμένοι, που βρίσκουν πως ένας άνθρωπος τού πνεύματος δε θα ᾿πρεπε να ᾿ναι δυστυχισμένος, παρά μόνο για κάποιαν που ν᾿ αξίζει τον κόπο· είναι σχεδόν σα να ξαφνιάζεται κανείς, γιατί καταδέχεται να υποφέρει από χολέρα επειδή την προκαλεί ένα πλάσμα τόσο μικρό όσο ο βάκιλος.
Ο Σουάν ήθελε να φύγει, αλλά ο στρατηγός Φρομπερβίλ τον παρακάλεσε να τού γνωρίσει την κυρία ντέ Καμπρεμέρ.
Όταν επιτέλους ο Σουάν παρουσίασε τον κύριο ντέ Φρομπερβίλ στη νέα κυρία Καμπρεμέρ, καθώς εκείνη άκουγε για πρώτη φορά τ᾿ όνομα τού στρατηγού, άφησε να φανεί ένα χαμόγελο χαράς και έκπληξης, λες και δεν είχε ακούσει ποτέ άλλο νόημα έξω απ᾿ αυτό, γιατί καθώς δε γνώριζε τούς φίλους τής καινούργιας της οικογένειας, κάθε φορά που τής παρουσίαζαν κάποιον, νόμιζε πως ήταν ένας απ᾿ αυτούς τούς φίλους, και καθώς πίστευε πως έδειχνε τακτ δίνοντας την εντύπωση πως είχε ακούσει πολλά γι αυτόν από τότε που παντρεύτηκε, έδινε το χέρι μ᾿ ένα δισταχτικό ύφος, που ήθελε να δείξει τη συστολή που τής είχαν διδάξει, και που έπρεπε να υπερνικήσει, αλλά και την αυθόρμητη συμπάθεια που τελικά κυριαρχούσε. Γι αυτό και τα πεθερικά της, που η ίδια θεωρούσε πως ήταν οι πιο επιφανείς άνθρωποι τής Γαλλίας, δήλωναν πως ήταν ένας άγγελος κι αυτό κυρίως γιατί ήθελαν να φαίνεται πως ο γιός τους την παντρεύτηκε για τις χάρες της κι όχι για τη μεγάλη περιουσία της.
— «Φαίνεστε πως είστε μουσικός στην ψυχή, κυρία μου», τής είπε ο στρατηγός, με μια υποσυνείδητη αναφορά στο επεισόδιο με το κηροπήγιο.
—«Πως; η πριγκίπισσα ήρθε ειδικά απ᾿ το Γκερμάντ; Αυτό παραείναι! Δεν το ᾿ξερα, τα χω χαμένα», αναφώνησε η κυρία Σαιντ-Εβέρτ, που δεν είχε συνηθίσει το πνεύμα τού Σουάν. Καί εξετάζοντας το κτένισμα τής πριγκίπισσας: «Είναι αλήθεια μιμείται… πως να το πω, όχι τα κάστανα, όχι… ω μα τι χαριτωμένη ιδέα! Μα πως είναι δυνατόν να γνωρίζει η πριγκίπισσα το πρόγραμμα μου; Οι μουσικοί δε το είχαν ανακοινώσει ούτε σε μένα».
Ο Σουάν, συνηθισμένος, όταν βρισκόταν κοντά σε μια γυναίκα με την οποία είχε διατηρήσει κομψούς τρόπους ομιλίας, να λέει φίνες κουβέντες, που πολλοί κοσμικοί δεν μπορούσαν να τις καταλάβουν, δεν καταδέχτηκε να εξηγήσει στην κυρία Εβέρτ πως είχε μιλήσει μεταφορικά.
—«Έ, λοιπόν! Χαίρομαι ιδιαίτερα Σαρλ, αν σάς αρέσουν οι μικροί μου καρποί τής ασπραγκαθιάς. Γιατί μιλάτε μ᾿ αυτή την Καμπρεμέρ; Μήπως είστε κι εσείς γείτονές της στην εξοχή;»
— «Μα είστε κι εσείς πριγκίπισσα».
— «Εγώ; Μα έχουν τότε κτήματα παντού αυτοί οι άνθρωποι! Πόσο θα θελα να ᾿μουν στη θέση τους!»
«Δεν πρόκειται για τούς Καμπρεμέρ, αλλά για τούς γονείς της· είναι η δεσποινίδα Λεγκρατέν, που ερχόταν στο Κομπραί. Δε ξέρω αν γνωρίζετε πως είστε κόμισσα τού Κομπραί και η συνέλευση των εφημερίων οφείλει να σάς πληρώνει δικαιώματα».
— «Δεν ξέρω τι μού οφείλει η συνέλευσή τους, ξέρω μόνο πως μού τσιμπάει εκατό φράγκα κάθε χρόνο ο εφημέριος τους. Είναι δυσάρεστο να μη σάς βλέπουμε πια» πρόσθεσε χαϊδευτικά. «Ομολογήστε αγαπητέ μου Σαρλ πως η ζωή είναι κάτι το φριχτό. Μόνο όταν σάς βλέπω, παύω να πλήττω».
Και βέβαια αυτό δεν ήταν αλήθεια. Όμως ο Σουάν και η πριγκίπισσα είχαν έναν κοινό τρόπο να κρίνουν τα μικροπράγματα, που είχε σαν αποτέλεσμα — έκτος αν ήταν η αιτία — μια μεγάλη ομοιότητα στον τρόπο τής έκφρασης, ακόμα και στην προφορά. Η ομοιότητα αυτή δεν έκανε εντύπωση, γιατί τίποτα δεν διέφερε τόσο, όσο οι φωνές τους. Αν όμως κατόρθωνε κανείς με τη σκέψη ν᾿ αφαιρέσει από τα λόγια τού Σουάν τον ήχο που τα τύλιγε, θ᾿ ανακάλυπτε πως ήταν οι ίδιες φράσεις, οι ίδιες μεταπτώσεις τού τόνου, ο ίδιος ο εκφραστικός τρόπος τού στενού κύκλου των Γκερμάντ. Οι ιδέες τού Σουάν και τής πριγκίπισσας πάνω σε σοβαρά θέματα δεν είχαν τίποτα το κοινό. Από τότε όμως που ο Σουάν ήταν τόσο θλιμμένος, είχε την ίδια ανάγκη να μιλά για τη θλίψη, σαν την ανάγκη που έχει ένας δολοφόνος να μιλά για το έγκλημά του. Καθώς άκουσε την πριγκίπισσα να τού λέει πως η ζωή ήταν κάτι φρικτό, ένιωσε την ίδια ευχαρίστηση που θα ᾿χε νιώσει, αν τοὐ είχε μιλήσει για την Οντέτ.
— «Ω! ναι, η ζωή είναι κάτι φρικτό. Πρέπει να βλεπόμαστε, αγαπητή μου φίλη. Αυτό που είναι συμπαθητικό σε σάς, είναι πως δεν είστε εύθυμη. Θα μπορούσαμε να περάσουμε μια βραδιά μαζί».
— «Μα φυσικά· γιατί δεν έρχεστε στο Γκερμάντ; Η πεθερά μου θα τρελαθεί από τη χαρά της».
— «Το πιστεύω, είναι θαυμάσιος, — απάντησε ο Σουάν,— σχεδόν παραείναι όμορφος και ζωντανός αυτός ο τόπος για μένα τούτη τη στιγμή· είναι ένας τόπος, όπου πρέπει να ᾿σαι ευτυχισμένος. Ίσως επειδή έζησα εκεί, τα πράγματα μού μιλάνε τόσο! Μόλις σηκωθεί ένα αεράκι, μόλις αρχίσουν να σαλεύουν τα στάχυα, αισθάνομαι πως κάποιος θα ᾿ρθει, πως θα λάβω κάποια είδηση· κι αυτά τα μικρά σπίτια στην όχθη του νερού... θα ήμουν πολύ δυστυχισμένος!
—«Ω χρυσέ μου Σαρλ, προσοχή, να η φριχτή Ραμπιγιόν που μ᾿ αντιλήφθηκε, κρύψτε με· για θυμίστε μου τι τής συνέβη, τα μπερδεύω, πάντρεψε την κόρη της ή τον εραστή της, δεν ξέρω πια πως έγινε· ίσως και τούς δυο… και μεταξύ τους. Α, όχι τώρα θυμάμαι, την ξαπόστειλε ο πρίγκιπάς της… κάντε πως μού μιλάτε για να μην έρθει να με καλέσει σε δείπνο. Ακούστε χρυσέ μου Σουάν, μια και επιτέλους σάς πέτυχα απόψε, δε θέλετε να αφήσετε να σάς απαγάγω και να σάς πάρω μαζί μου στης πριγκίπισσας τής Πάρμας, που τόσο θα χαρεί, όπως κι ο Μπαζέν, που θα με συναντήσει εκεί αργότερα; Ας είναι καλά ο Μεμέ που μάς δίνει τα νέα σας… Σκεφτείτε, δε σάς βλέπω πια ποτέ»!
Ο Σουάν αρνήθηκε, θα επέστρεφε αμέσως στο σπίτι του, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να χάσει ένα μήνυμα που είχε συνεχώς την ελπίδα πως θα μπορούσε να τού επιδώσει ένας υπηρέτης στη διάρκεια τής βραδιάς, ή που ίσως θα έβρισκε στο θυρωρό του.
«Ο καημένος ο Σουάν», είπε εκείνο το βράδυ η κυρία ντέ Λώμ στον άντρα της, «είναι πάντα συμπαθέστατος, φαίνεται όμως πολύ δυστυχισμένος. Στο βάθος βρίσκω γελοίο ένας άνθρωπος τόσο έξυπνος να υποφέρει για μια γυναίκα αυτού τού είδους, που δεν είναι καν ενδιαφέρουσα, γιατί λένε πως είναι κουτή», πρόσθεσε με τη λογική αυτών που δεν είναι ερωτευμένοι, που βρίσκουν πως ένας άνθρωπος τού πνεύματος δε θα ᾿πρεπε να ᾿ναι δυστυχισμένος, παρά μόνο για κάποιαν που ν᾿ αξίζει τον κόπο· είναι σχεδόν σα να ξαφνιάζεται κανείς, γιατί καταδέχεται να υποφέρει από χολέρα επειδή την προκαλεί ένα πλάσμα τόσο μικρό όσο ο βάκιλος.
Ο Σουάν ήθελε να φύγει, αλλά ο στρατηγός Φρομπερβίλ τον παρακάλεσε να τού γνωρίσει την κυρία ντέ Καμπρεμέρ.
Όταν επιτέλους ο Σουάν παρουσίασε τον κύριο ντέ Φρομπερβίλ στη νέα κυρία Καμπρεμέρ, καθώς εκείνη άκουγε για πρώτη φορά τ᾿ όνομα τού στρατηγού, άφησε να φανεί ένα χαμόγελο χαράς και έκπληξης, λες και δεν είχε ακούσει ποτέ άλλο νόημα έξω απ᾿ αυτό, γιατί καθώς δε γνώριζε τούς φίλους τής καινούργιας της οικογένειας, κάθε φορά που τής παρουσίαζαν κάποιον, νόμιζε πως ήταν ένας απ᾿ αυτούς τούς φίλους, και καθώς πίστευε πως έδειχνε τακτ δίνοντας την εντύπωση πως είχε ακούσει πολλά γι αυτόν από τότε που παντρεύτηκε, έδινε το χέρι μ᾿ ένα δισταχτικό ύφος, που ήθελε να δείξει τη συστολή που τής είχαν διδάξει, και που έπρεπε να υπερνικήσει, αλλά και την αυθόρμητη συμπάθεια που τελικά κυριαρχούσε. Γι αυτό και τα πεθερικά της, που η ίδια θεωρούσε πως ήταν οι πιο επιφανείς άνθρωποι τής Γαλλίας, δήλωναν πως ήταν ένας άγγελος κι αυτό κυρίως γιατί ήθελαν να φαίνεται πως ο γιός τους την παντρεύτηκε για τις χάρες της κι όχι για τη μεγάλη περιουσία της.
— «Φαίνεστε πως είστε μουσικός στην ψυχή, κυρία μου», τής είπε ο στρατηγός, με μια υποσυνείδητη αναφορά στο επεισόδιο με το κηροπήγιο.
Η μικρή φράση τής σονάτας τού Βιντέιγ.
Τόσες φορές είχε βρεθεί μάρτυρας στις χαρές τους! Κι είναι αλήθεια πως συχνά τον είχε προειδοποιήσει για το πόσο εύθραυστες είναι οι χαρές αυτές. Για τις θλίψεις αυτές, για τις οποίες τού μιλούσε άλλοτε χωρίς να τον αγγίζουν, γι αυτές τις θλίψεις που τώρα είχαν γίνει δικές του, χωρίς να ελπίζει πως θα μπορούσε ποτέ να λυτρωθεί απ᾿ αυτές, ήταν σα να τού ᾿λεγε, όπως άλλοτε για την ευτυχία του: «Τί είναι αυτά; Όλα αυτά είναι ένα τίποτα».
Τόσες φορές είχε βρεθεί μάρτυρας στις χαρές τους! Κι είναι αλήθεια πως συχνά τον είχε προειδοποιήσει για το πόσο εύθραυστες είναι οι χαρές αυτές. Για τις θλίψεις αυτές, για τις οποίες τού μιλούσε άλλοτε χωρίς να τον αγγίζουν, γι αυτές τις θλίψεις που τώρα είχαν γίνει δικές του, χωρίς να ελπίζει πως θα μπορούσε ποτέ να λυτρωθεί απ᾿ αυτές, ήταν σα να τού ᾿λεγε, όπως άλλοτε για την ευτυχία του: «Τί είναι αυτά; Όλα αυτά είναι ένα τίποτα».
Αλλά η συναυλία ξανάρχιζε και ο Σουάν κατάλαβε πως δε θα μπορούσε να φύγει πριν τελειώσει κι αυτό το κομμάτι τού προγράμματος. Υπέφερε να μένει κλεισμένος ανάμεσα σ᾿ αυτούς τούς ανθρώπους που αγνοούσαν την αγάπη του, που την πραγματικότητά της τίποτα το εξωτερικό δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει· υπέφερε περισσότερο, με την παράταση τής εξορίας του σ᾿ αυτό τον τόπο, όπου η Οντέτ δε θα ερχόταν ποτέ, όπου κανένας και τίποτα δεν τη γνώριζε, απ᾿ όπου απουσίαζε τελείως.
Καί ξαφνικά ήταν σα να είχε έρθει, και η εμφάνιση αυτή τού προξένησε ένα τόσο σπαραχτικό πόνο, ώστε έφερε το χέρι στην καρδιά του. Γιατί το βιολί είχε ανέβει σε ψηλές νότες, όπου λες και παρέμεινε σε μια προσμονή, βρισκόταν σε μια έξαψη για να διαβλέψει κιόλας το αντικείμενο τής προσμονής του που πλησίαζε, και με μιάν απελπισμένη προσπάθεια να διατηρηθεί ως την άφιξή του, να τού κρατήσει ακόμα μια στιγμή μ᾿ όλες τις τελευταίες του δυνάμεις ανοικτό το δρόμο για να περάσει. Καί πριν ο Σουάν προλάβει να καταλάβει και να σκεφτεί: «Είναι η μικρή φράση τής σονάτας τού Βιντέιγ, να μην την ακούσω!», όλες οι αναμνήσεις του από τον καιρό που η Οντέτ τον αγαπούσε και που ως τώρα είχε κρατήσει αθέατες στα βάθη τού είναι του, ξεγελασμένες απ᾿ την ξαφνική αυτή ακτίνα τού καιρού τής αγάπης που νόμισαν πως ξαναγύρισε, είχαν ξυπνήσει για να τού τραγουδήσουν απεγνωσμένα χωρίς οίκτο για την τωρινή του δυστυχία, τα ξεχασμένα τραγούδια τής ευτυχίας.
Αντί για τις αφηρημένες εκφράσεις «τον καιρό που ήμουν ευτυχισμένος», «τον καιρό που μ᾿ αγαπούσε», που τις είχε συχνά χρησιμοποιήσει ως τότε χωρίς να υποφέρει, γιατί η σκέψη του δεν είχε κλείσει μέσα τους παρά μόνο ψεύτικα κομμάτια από το παρελθόν, ξαναβρήκε τώρα κάθε τι που είχε ορίσει για πάντα την φευγαλέα ουσία αυτής τής χαμένης ευτυχίας· τα ξαναείδε όλα, τα χιονάτα και σγουρά πέταλα απ᾿ τα χρυσάνθεμα που τού είχε πετάξει μέσα στ᾿ αμάξι, που τα είχε κρατήσει στα χείλη του, την ανάγλυφα τυπωμένη διεύθυνση "Χρυσό σπίτι" πάνω στο γράμμα, όπου είχε διαβάσει: «Το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά καθώς σάς γράφω». Τότε, ικανοποιούσε μιαν ηδονική περιέργεια, καθώς γνώριζε τις χαρές των ανθρώπων που ζουν τον έρωτα. Είχε νομίσει, πως δε θα βρισκόταν υποχρεωμένος να γνωρίσει τούς πόνους· πόσο λίγο πράγμα ήταν τώρα η γοητεία τής Οντέτ μπροστά σ᾿ αυτό το φοβερό τρόμο, να μη γνωρίζει κάθε στιγμή τι είχε κάνει, να μην την έχει δική του παντού και πάντα! Αλλοίμονο, θυμήθηκε τον τόνο τής φωνής της όταν τού είπε: «Μα θα μπορώ πάντα να σάς βλέπω, είμαι πάντα ελεύθερη!», αυτή που δεν ήταν πια ποτέ. Δεν ήξερε ακόμα τότε, πόση αλήθεια έκρυβαν τα λόγια του όταν, την τρίτη φορά που συναντήθηκαν, καθώς εκείνη τού επαναλάμβανε: «Μα γιατί δε μ᾿ αφήνετε να έρχομαι πιο συχνά;» τής είχε πει γελώντας, ερωτιάρικα: «Από φόβο μήπως υποφέρω». Κι ο Σουάν αντίκρυσε, ασάλευτον πάνω στην ευτυχία αυτή, που τώρα την ξαναζούσε, έναν δυστυχισμένο που τού προκαλούσε οίκτο, γιατί δεν τον αναγνώρισε αμέσως, τόσο που χρειάστηκε να κατεβάσει τα μάτια, για να μη δει κανείς πως ήταν γεμάτα δάκρυα. Ήταν αυτός ο ίδιος.
Δεν αισθανόταν πια εξόριστος και μόνος, αφού η μικρή φράση που τού απευθυνόταν, μιλούσε χαμηλόφωνα για την Οντέτ και τον ίδιο. Τόσες φορές είχε βρεθεί μάρτυρας στις χαρές τους! Κι είναι αλήθεια πως συχνά τον είχε προειδοποιήσει για το πόσο εύθραυστες είναι οι χαρές αυτές. Για τις θλίψεις αυτές, για τις οποίες τού μιλούσε άλλοτε χωρίς να τον αγγίζουν, και που ο Σουάν την έβλεπε, να τις παρασέρνει στο στροβίλισμα τής γρήγορης κίνησής της, γι αυτές τις θλίψεις που τώρα είχαν γίνει δικές του, χωρίς να ελπίζει πως θα μπορούσε ποτέ να λυτρωθεί απ᾿ αυτές, ήταν σα να τού ᾿λεγε όπως άλλοτε για την ευτυχία του: «Τί είναι αυτά; Όλα αυτά είναι ένα τίποτα». Κι η σκέψη τού Σουάν πήγε για πρώτη φορά με μια κίνηση οίκτου και τρυφερότητας σ᾿ αυτόν τον Βιντέιγ, σ᾿ αυτόν τον άγνωστο και υπέροχο αδελφό, που θα ᾿πρεπε κι αυτός να είχε υποφέρει· τι ήταν άραγε η ζωή του; Από το βάθος ποιων πόνων μπόρεσε να αντλήσει αυτή την απεριόριστη δύναμη δημιουργίας; Όταν ήταν η μικρή φράση που τοὐ μιλούσε για τη ματαιότητα των πόνων του, ο Σουάν έβρισκε κάποια γαλήνη σ᾿ αυτή την ίδια λογική, που ωστόσο λίγο νωρίτερα του είχε φανεί αβάσταχτη, όταν νόμιζε πως τη διάβαζε στα πρόσωπα των αδιάφορων, που αντιμετώπιζαν την αγάπη του σαν έναν παραλογισμό χωρίς σημασία. Γιατί, αντίθετα, η μικρή φράση, όποια γνώμη κι αν είχε για τη μικρή διάρκεια αυτών των ψυχικών καταστάσεων, έβλεπε σ᾿ αυτές κάτι, όχι όπως όλοι οι άλλοι, λιγότερο σοβαρό, αλλ᾿ αντίθετα, κάτι τόσο ανώτερο, που μόνο αυτό άξιζε να εκφραστεί. Αυτά τα ελκυστικά στοιχεία μιας προσωπικής θλίψης, αυτά προσπαθούσε να μιμηθεί, ν᾿ αναδημιουργήσει· και κάτι περισσότερο: τη βαθύτερη ουσία τους, που αυτή ωστόσο τα κάνει να μη μπορούν να μεταδοθούν και να φαίνονται επιπόλαια σ᾿ όλους, εκτός απ᾿ αυτόν που τα αισθάνεται, η μικρή φράση την είχε συλλάβει και την είχε κάνει ορατή. Τόσο μάλιστα, που ᾿κανε ν᾿ αναγνωρίσουν την αξία τους και να γευθούν τη θεϊκή τους γαλήνη, όλοι αυτοί οι ίδιοι παριστάμενοι αρκεί να ᾿ταν λίγο μουσικοί. Βέβαια η μορφή με την οποία είχε κωδικοποιήσει τα στοιχεία αυτά, δεν μπορούσε να αναλυθεί λογικά. Όμως εδώ κι ένα χρόνο, η αγάπη τής μουσικής είχε γεννηθεί μέσα του, αποκαλύπτοντας στον ίδιο πολλά πλούτη τής ψυχής του, κι ο Σουάν θεωρούσε τα μουσικά μοτίβα σαν αληθινές ιδέες ενός άλλου κόσμου, μιας άλλης τάξης, ιδέες ντυμένες με σκοτάδι, άγνωστες και ανεξιχνίαστες για τη σκέψη. Ήξερε πως το πεδίο το ανοιχτό στη σύνθεση, δεν είναι μια ασήμαντη σειρά πλήκτρων από εφτά νότες, αλλά μια απροσμέτρητη σειρά πλήκτρων, ακόμα σχεδόν ολόκληρη άγνωστη, όπου μόνο εδώ κι εκεί, χωρισμένα από βαθειά σκοτάδια ανεξερεύνητα, λίγα από τα εκατομμύρια αγγίγματα τρυφερότητας, πάθους, τόλμης γαλήνης που τη συνθέτουν, το καθένα τόσο διαφορετικό απ᾿ τα άλλα, όσο ένα σύμπαν από ένα άλλο, έχουν ανακαλυφθεί από κάποιους μεγάλους καλλιτέχνες που μάς δείχνουν πόσο πλούτο, πόση ποικιλία κρύβει, χωρίς να το γνωρίζουμε, αυτή η ανεξιχνίαστη κι αποθαρρυντική νύχτα τής ψυχής μας, που νομίζουμε πως είναι ένα κενό ένα τίποτα. Ο Βιντέιγ ήταν ένας από τούς αυτούς τούς μουσικούς. Στη μικρή του φράση, παρ όλο που παρουσίαζε στη λογική μια σκοτεινή επιφάνεια, ένιωθε κανείς ένα περιεχόμενο τόσο στέρεο, ώστε όσοι την είχαν ακούσει τη συγκρατούσαν μέσα τους στο ίδιο επίπεδο, με τις ιδέες τής νόησης. Ο Σουάν ακόμα και όταν δε σκεφτόταν τη μικρή φράση, αυτή υπήρχε κρυμμένη στη σκέψη του, ακριβώς όπως μερικές άλλες έννοιες χωρίς αντιστοιχία, όπως η έννοια τού φωτός, τού ήχου, τού όγκου, τής σωματικής ηδονής, που είναι πλούσιες κατακτήσεις, με τις οποίες στολίζεται και διαφοροποιείται ο εσωτερικός μας χώρος. Μ᾿ αυτό τον τρόπο η φράση τού Βιντέιγ, είχε δεχτεί τη θνητή μας κατάσταση, είχε πάρει κάτι ανθρώπινο. Ίσως να ᾿ναι το τίποτα που είναι αληθινό κι όλο μας το όνειρο ανύπαρχτο, όμως τότε αισθανόμαστε πως θα ᾿πρεπε κι αυτές οι μουσικές φράσεις, αυτές οι έννοιες που υπάρχουν σε σχέση με το όνειρο, να ᾿ναι κι αυτές ένα τίποτα. Θα χαθούμε όμως κρατούμε σαν όμηρους αυτές τις θεϊκές σκλάβες, που θ᾿ ακολουθήσουν την τύχη μας. Κι ο θάνατος μαζί τους γίνεται λιγότερο πικρός, λιγότερο άδοξος.
Ο Σουάν δεν είχε λοιπόν άδικο να πιστεύει πως η μικρή φράση υπήρχε πραγματικά. Βέβαια, ανθρώπινη από την άποψη αυτή, ανήκε ωστόσο σε μια τάξη από υπερφυσικά όντα που δεν είδαμε ποτέ, αλλά αναγνωρίζουμε εκστατικοί, όταν κάποιος εξερευνητής τού αόρατου κατορθώνει να το συλλάβει, να το φέρει απ᾿ τον άυλο κόσμο στον οποίο βρίσκεται, για να λάμψει λίγες στιγμές πάνω απ᾿ το δικό μας. Αυτό είχε κάνει ο Βιντέιγ για τη μικρή φράση. Ο Σουάν αισθανόταν, πως ο συνθέτης είχε περιοριστεί με τα μουσικά του όργανα, να την ανακαλύψει, να την κάνει ορατή, να παρακολουθήσει και να σεβαστεί τα σχήμα της μ᾿ ένα χέρι τόσο απαλό, τόσο ευαίσθητο και τόσο σίγουρο, που ο ήχος άλλαζε κάθε στιγμή, έσβυνε, για να δείξει μια σκιά, ζωντάνευε όταν έπρεπε να παρακολουθήσει ένα πιο τολμηρό μονοπάτι.
Η μικρή φράση είχε εξαφανιστεί. Ο Σουάν ήξερε πως η μικρή φράση θα ξαναεμφανιζόταν πάλι στο τέλος τού τελευταίου μέρους. Άκουγε όλα τα σκόρπια θέματα που θα ᾿παιρναν μέρος στην σύνθεση τής φράσης, όπως οι όροι τού συλλογισμού συμμετέχουν στο συμπέρασμα, παράστεκε τη γέννησή της. Τόλμη τόσο μεγαλοφυής ίσως, σκεφτόταν, όση η τόλμη ενός Λαβουαζιέ [1], ενός Αμπέρ [2], τόλμη ενός Βιντέιγ πειραματιστή, που ανακαλύπτει τούς κρυφούς νόμους μιας άγνωστης δύναμης. Τι ωραίος ο διάλογος, που άκουσε ο Σουάν, ανάμεσα στο πιάνο και στο βιολί στην αρχή τού τελευταίου μέρους! Στην αρχή το μοναχικό πιάνο είπε το παράπονό του, σαν ένα πουλί που το εγκατέλειψε το ταίρι του, το βιολί το άκουσε, τού απάντησε, σαν από ένα δέντρο γειτονικό. Μην είναι ένα πουλί, μην είναι η ανολοκλήρωτη ακόμα ψυχή τής μικρής φράσης, αυτό το αόρατο όν που στενάζει, και που το πιάνο έπιανε τρυφερά το κλάμα του; Οι φωνές αυτές ήταν τόσο ξαφνικές, ώστε ο βιολιστής έπρεπε να ορμήσει πάνω στο δοξάρι του για να τις μαζέψει. Ήταν σα να γύρευε αυτό το πουλί να το μαγέψει, να το παρηγορήσει, να το εξημερώσει. Ξαναφάνηκε η μικρή φράση, για να σταθεί μετέωρη στον αέρα, να παιγνιδίσει μια στιγμή μόλις, ακίνητη σα μια φυσαλίδα με ιριδισμούς, κι ύστερα να ξεψυχήσει. Ο Σουάν δεν έχανε τίποτα από τον ελάχιστο χρόνο τής παράτασής της, και θα ᾿θελε να κρατήσει σιωπηλούς και όλους τούς άλλους. Καί αλήθεια κανένας δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Ο ανείπωτος λόγος ενός μόνο απόντα, ίσως νεκρού —ο Σουάν δεν ήξερε αν ο Βιντέιγ ζούσε— που αναδυόταν πάνω απ᾿ την τελετουργία των πιστών αυτών, ήταν αρκετή για να συγκρατήσει την προσοχή τριακοσίων ανθρώπων.
Καί ξαφνικά ήταν σα να είχε έρθει, και η εμφάνιση αυτή τού προξένησε ένα τόσο σπαραχτικό πόνο, ώστε έφερε το χέρι στην καρδιά του. Γιατί το βιολί είχε ανέβει σε ψηλές νότες, όπου λες και παρέμεινε σε μια προσμονή, βρισκόταν σε μια έξαψη για να διαβλέψει κιόλας το αντικείμενο τής προσμονής του που πλησίαζε, και με μιάν απελπισμένη προσπάθεια να διατηρηθεί ως την άφιξή του, να τού κρατήσει ακόμα μια στιγμή μ᾿ όλες τις τελευταίες του δυνάμεις ανοικτό το δρόμο για να περάσει. Καί πριν ο Σουάν προλάβει να καταλάβει και να σκεφτεί: «Είναι η μικρή φράση τής σονάτας τού Βιντέιγ, να μην την ακούσω!», όλες οι αναμνήσεις του από τον καιρό που η Οντέτ τον αγαπούσε και που ως τώρα είχε κρατήσει αθέατες στα βάθη τού είναι του, ξεγελασμένες απ᾿ την ξαφνική αυτή ακτίνα τού καιρού τής αγάπης που νόμισαν πως ξαναγύρισε, είχαν ξυπνήσει για να τού τραγουδήσουν απεγνωσμένα χωρίς οίκτο για την τωρινή του δυστυχία, τα ξεχασμένα τραγούδια τής ευτυχίας.
Αντί για τις αφηρημένες εκφράσεις «τον καιρό που ήμουν ευτυχισμένος», «τον καιρό που μ᾿ αγαπούσε», που τις είχε συχνά χρησιμοποιήσει ως τότε χωρίς να υποφέρει, γιατί η σκέψη του δεν είχε κλείσει μέσα τους παρά μόνο ψεύτικα κομμάτια από το παρελθόν, ξαναβρήκε τώρα κάθε τι που είχε ορίσει για πάντα την φευγαλέα ουσία αυτής τής χαμένης ευτυχίας· τα ξαναείδε όλα, τα χιονάτα και σγουρά πέταλα απ᾿ τα χρυσάνθεμα που τού είχε πετάξει μέσα στ᾿ αμάξι, που τα είχε κρατήσει στα χείλη του, την ανάγλυφα τυπωμένη διεύθυνση "Χρυσό σπίτι" πάνω στο γράμμα, όπου είχε διαβάσει: «Το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά καθώς σάς γράφω». Τότε, ικανοποιούσε μιαν ηδονική περιέργεια, καθώς γνώριζε τις χαρές των ανθρώπων που ζουν τον έρωτα. Είχε νομίσει, πως δε θα βρισκόταν υποχρεωμένος να γνωρίσει τούς πόνους· πόσο λίγο πράγμα ήταν τώρα η γοητεία τής Οντέτ μπροστά σ᾿ αυτό το φοβερό τρόμο, να μη γνωρίζει κάθε στιγμή τι είχε κάνει, να μην την έχει δική του παντού και πάντα! Αλλοίμονο, θυμήθηκε τον τόνο τής φωνής της όταν τού είπε: «Μα θα μπορώ πάντα να σάς βλέπω, είμαι πάντα ελεύθερη!», αυτή που δεν ήταν πια ποτέ. Δεν ήξερε ακόμα τότε, πόση αλήθεια έκρυβαν τα λόγια του όταν, την τρίτη φορά που συναντήθηκαν, καθώς εκείνη τού επαναλάμβανε: «Μα γιατί δε μ᾿ αφήνετε να έρχομαι πιο συχνά;» τής είχε πει γελώντας, ερωτιάρικα: «Από φόβο μήπως υποφέρω». Κι ο Σουάν αντίκρυσε, ασάλευτον πάνω στην ευτυχία αυτή, που τώρα την ξαναζούσε, έναν δυστυχισμένο που τού προκαλούσε οίκτο, γιατί δεν τον αναγνώρισε αμέσως, τόσο που χρειάστηκε να κατεβάσει τα μάτια, για να μη δει κανείς πως ήταν γεμάτα δάκρυα. Ήταν αυτός ο ίδιος.
Δεν αισθανόταν πια εξόριστος και μόνος, αφού η μικρή φράση που τού απευθυνόταν, μιλούσε χαμηλόφωνα για την Οντέτ και τον ίδιο. Τόσες φορές είχε βρεθεί μάρτυρας στις χαρές τους! Κι είναι αλήθεια πως συχνά τον είχε προειδοποιήσει για το πόσο εύθραυστες είναι οι χαρές αυτές. Για τις θλίψεις αυτές, για τις οποίες τού μιλούσε άλλοτε χωρίς να τον αγγίζουν, και που ο Σουάν την έβλεπε, να τις παρασέρνει στο στροβίλισμα τής γρήγορης κίνησής της, γι αυτές τις θλίψεις που τώρα είχαν γίνει δικές του, χωρίς να ελπίζει πως θα μπορούσε ποτέ να λυτρωθεί απ᾿ αυτές, ήταν σα να τού ᾿λεγε όπως άλλοτε για την ευτυχία του: «Τί είναι αυτά; Όλα αυτά είναι ένα τίποτα». Κι η σκέψη τού Σουάν πήγε για πρώτη φορά με μια κίνηση οίκτου και τρυφερότητας σ᾿ αυτόν τον Βιντέιγ, σ᾿ αυτόν τον άγνωστο και υπέροχο αδελφό, που θα ᾿πρεπε κι αυτός να είχε υποφέρει· τι ήταν άραγε η ζωή του; Από το βάθος ποιων πόνων μπόρεσε να αντλήσει αυτή την απεριόριστη δύναμη δημιουργίας; Όταν ήταν η μικρή φράση που τοὐ μιλούσε για τη ματαιότητα των πόνων του, ο Σουάν έβρισκε κάποια γαλήνη σ᾿ αυτή την ίδια λογική, που ωστόσο λίγο νωρίτερα του είχε φανεί αβάσταχτη, όταν νόμιζε πως τη διάβαζε στα πρόσωπα των αδιάφορων, που αντιμετώπιζαν την αγάπη του σαν έναν παραλογισμό χωρίς σημασία. Γιατί, αντίθετα, η μικρή φράση, όποια γνώμη κι αν είχε για τη μικρή διάρκεια αυτών των ψυχικών καταστάσεων, έβλεπε σ᾿ αυτές κάτι, όχι όπως όλοι οι άλλοι, λιγότερο σοβαρό, αλλ᾿ αντίθετα, κάτι τόσο ανώτερο, που μόνο αυτό άξιζε να εκφραστεί. Αυτά τα ελκυστικά στοιχεία μιας προσωπικής θλίψης, αυτά προσπαθούσε να μιμηθεί, ν᾿ αναδημιουργήσει· και κάτι περισσότερο: τη βαθύτερη ουσία τους, που αυτή ωστόσο τα κάνει να μη μπορούν να μεταδοθούν και να φαίνονται επιπόλαια σ᾿ όλους, εκτός απ᾿ αυτόν που τα αισθάνεται, η μικρή φράση την είχε συλλάβει και την είχε κάνει ορατή. Τόσο μάλιστα, που ᾿κανε ν᾿ αναγνωρίσουν την αξία τους και να γευθούν τη θεϊκή τους γαλήνη, όλοι αυτοί οι ίδιοι παριστάμενοι αρκεί να ᾿ταν λίγο μουσικοί. Βέβαια η μορφή με την οποία είχε κωδικοποιήσει τα στοιχεία αυτά, δεν μπορούσε να αναλυθεί λογικά. Όμως εδώ κι ένα χρόνο, η αγάπη τής μουσικής είχε γεννηθεί μέσα του, αποκαλύπτοντας στον ίδιο πολλά πλούτη τής ψυχής του, κι ο Σουάν θεωρούσε τα μουσικά μοτίβα σαν αληθινές ιδέες ενός άλλου κόσμου, μιας άλλης τάξης, ιδέες ντυμένες με σκοτάδι, άγνωστες και ανεξιχνίαστες για τη σκέψη. Ήξερε πως το πεδίο το ανοιχτό στη σύνθεση, δεν είναι μια ασήμαντη σειρά πλήκτρων από εφτά νότες, αλλά μια απροσμέτρητη σειρά πλήκτρων, ακόμα σχεδόν ολόκληρη άγνωστη, όπου μόνο εδώ κι εκεί, χωρισμένα από βαθειά σκοτάδια ανεξερεύνητα, λίγα από τα εκατομμύρια αγγίγματα τρυφερότητας, πάθους, τόλμης γαλήνης που τη συνθέτουν, το καθένα τόσο διαφορετικό απ᾿ τα άλλα, όσο ένα σύμπαν από ένα άλλο, έχουν ανακαλυφθεί από κάποιους μεγάλους καλλιτέχνες που μάς δείχνουν πόσο πλούτο, πόση ποικιλία κρύβει, χωρίς να το γνωρίζουμε, αυτή η ανεξιχνίαστη κι αποθαρρυντική νύχτα τής ψυχής μας, που νομίζουμε πως είναι ένα κενό ένα τίποτα. Ο Βιντέιγ ήταν ένας από τούς αυτούς τούς μουσικούς. Στη μικρή του φράση, παρ όλο που παρουσίαζε στη λογική μια σκοτεινή επιφάνεια, ένιωθε κανείς ένα περιεχόμενο τόσο στέρεο, ώστε όσοι την είχαν ακούσει τη συγκρατούσαν μέσα τους στο ίδιο επίπεδο, με τις ιδέες τής νόησης. Ο Σουάν ακόμα και όταν δε σκεφτόταν τη μικρή φράση, αυτή υπήρχε κρυμμένη στη σκέψη του, ακριβώς όπως μερικές άλλες έννοιες χωρίς αντιστοιχία, όπως η έννοια τού φωτός, τού ήχου, τού όγκου, τής σωματικής ηδονής, που είναι πλούσιες κατακτήσεις, με τις οποίες στολίζεται και διαφοροποιείται ο εσωτερικός μας χώρος. Μ᾿ αυτό τον τρόπο η φράση τού Βιντέιγ, είχε δεχτεί τη θνητή μας κατάσταση, είχε πάρει κάτι ανθρώπινο. Ίσως να ᾿ναι το τίποτα που είναι αληθινό κι όλο μας το όνειρο ανύπαρχτο, όμως τότε αισθανόμαστε πως θα ᾿πρεπε κι αυτές οι μουσικές φράσεις, αυτές οι έννοιες που υπάρχουν σε σχέση με το όνειρο, να ᾿ναι κι αυτές ένα τίποτα. Θα χαθούμε όμως κρατούμε σαν όμηρους αυτές τις θεϊκές σκλάβες, που θ᾿ ακολουθήσουν την τύχη μας. Κι ο θάνατος μαζί τους γίνεται λιγότερο πικρός, λιγότερο άδοξος.
Ο Σουάν δεν είχε λοιπόν άδικο να πιστεύει πως η μικρή φράση υπήρχε πραγματικά. Βέβαια, ανθρώπινη από την άποψη αυτή, ανήκε ωστόσο σε μια τάξη από υπερφυσικά όντα που δεν είδαμε ποτέ, αλλά αναγνωρίζουμε εκστατικοί, όταν κάποιος εξερευνητής τού αόρατου κατορθώνει να το συλλάβει, να το φέρει απ᾿ τον άυλο κόσμο στον οποίο βρίσκεται, για να λάμψει λίγες στιγμές πάνω απ᾿ το δικό μας. Αυτό είχε κάνει ο Βιντέιγ για τη μικρή φράση. Ο Σουάν αισθανόταν, πως ο συνθέτης είχε περιοριστεί με τα μουσικά του όργανα, να την ανακαλύψει, να την κάνει ορατή, να παρακολουθήσει και να σεβαστεί τα σχήμα της μ᾿ ένα χέρι τόσο απαλό, τόσο ευαίσθητο και τόσο σίγουρο, που ο ήχος άλλαζε κάθε στιγμή, έσβυνε, για να δείξει μια σκιά, ζωντάνευε όταν έπρεπε να παρακολουθήσει ένα πιο τολμηρό μονοπάτι.
Η μικρή φράση είχε εξαφανιστεί. Ο Σουάν ήξερε πως η μικρή φράση θα ξαναεμφανιζόταν πάλι στο τέλος τού τελευταίου μέρους. Άκουγε όλα τα σκόρπια θέματα που θα ᾿παιρναν μέρος στην σύνθεση τής φράσης, όπως οι όροι τού συλλογισμού συμμετέχουν στο συμπέρασμα, παράστεκε τη γέννησή της. Τόλμη τόσο μεγαλοφυής ίσως, σκεφτόταν, όση η τόλμη ενός Λαβουαζιέ [1], ενός Αμπέρ [2], τόλμη ενός Βιντέιγ πειραματιστή, που ανακαλύπτει τούς κρυφούς νόμους μιας άγνωστης δύναμης. Τι ωραίος ο διάλογος, που άκουσε ο Σουάν, ανάμεσα στο πιάνο και στο βιολί στην αρχή τού τελευταίου μέρους! Στην αρχή το μοναχικό πιάνο είπε το παράπονό του, σαν ένα πουλί που το εγκατέλειψε το ταίρι του, το βιολί το άκουσε, τού απάντησε, σαν από ένα δέντρο γειτονικό. Μην είναι ένα πουλί, μην είναι η ανολοκλήρωτη ακόμα ψυχή τής μικρής φράσης, αυτό το αόρατο όν που στενάζει, και που το πιάνο έπιανε τρυφερά το κλάμα του; Οι φωνές αυτές ήταν τόσο ξαφνικές, ώστε ο βιολιστής έπρεπε να ορμήσει πάνω στο δοξάρι του για να τις μαζέψει. Ήταν σα να γύρευε αυτό το πουλί να το μαγέψει, να το παρηγορήσει, να το εξημερώσει. Ξαναφάνηκε η μικρή φράση, για να σταθεί μετέωρη στον αέρα, να παιγνιδίσει μια στιγμή μόλις, ακίνητη σα μια φυσαλίδα με ιριδισμούς, κι ύστερα να ξεψυχήσει. Ο Σουάν δεν έχανε τίποτα από τον ελάχιστο χρόνο τής παράτασής της, και θα ᾿θελε να κρατήσει σιωπηλούς και όλους τούς άλλους. Καί αλήθεια κανένας δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Ο ανείπωτος λόγος ενός μόνο απόντα, ίσως νεκρού —ο Σουάν δεν ήξερε αν ο Βιντέιγ ζούσε— που αναδυόταν πάνω απ᾿ την τελετουργία των πιστών αυτών, ήταν αρκετή για να συγκρατήσει την προσοχή τριακοσίων ανθρώπων.
[1] Λαβουαζιέ: (1743-1794). Ένας από τούς δημιουργούς της νεότερης χημείας.
[2] Αμπέρ: (1775-1848). Φυσικός και μαθηματικός, θεμελίωσε τη θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού.
[2] Αμπέρ: (1775-1848). Φυσικός και μαθηματικός, θεμελίωσε τη θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού.
«Δε γνωρίζουμε την ευτυχία μας. Δεν είμαστε ποτέ τόσο δυστυχισμένοι όσο νομίζουμε».
«Δε γνωρίζουμε τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε ποτέ τόσο ευτυχισμένοι όσο νομίζουμε»
Το ανώνυμο γράμμα που έλαβε ο Σουάν για το ερωτικό παρελθόν τής Οντέτ.
Η ταραχή τού Σουάν, πως υπήρχε ανάμεσα στους φίλους του κάποιος άξιος να τού στείλει αυτό το γράμμα.
Δεχόταν σα μια γενική αλήθεια για τούς ανθρώπους :«Φανταζόταν όσα τού αποσιωπούσαν με τη βοήθεια όσων τού έλεγαν».
«Δε γνωρίζουμε τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε ποτέ τόσο ευτυχισμένοι όσο νομίζουμε»
Το ανώνυμο γράμμα που έλαβε ο Σουάν για το ερωτικό παρελθόν τής Οντέτ.
Η ταραχή τού Σουάν, πως υπήρχε ανάμεσα στους φίλους του κάποιος άξιος να τού στείλει αυτό το γράμμα.
Δεχόταν σα μια γενική αλήθεια για τούς ανθρώπους :«Φανταζόταν όσα τού αποσιωπούσαν με τη βοήθεια όσων τού έλεγαν».
Από τη βραδιά εκείνη ο Σουάν κατάλαβε πως το αίσθημα που είχε νιώσει γι αυτόν η Οντέτ δε θα ξαναγεννιόταν ποτέ πια. Καί τις μέρες που τύχαινε να ᾿ναι ακόμα καλή και τρυφερή μαζί του, ο Σουάν σημείωνε τα εξωτερικά κι απατηλά αυτά σημάδια κάποιας μικρής επιστροφής κοντά του, μ᾿ εκείνη την απελπισμένη χαρά των ανθρώπων που, ενώ περιποιούνται ένα φίλο που έχει φτάσει στις τελευταίες μέρες μιας αγιάτρευτης αρρώστιας, διηγούνται σαν πολύτιμα περιστατικά: «Χτες, έκανε μόνος τούς λογαριασμούς του κι ο ίδιος βρήκε ένα λάθος στην πρόσθεση που είχαμε κάνει· έφαγε μ᾿ ευχαρίστηση ένα αυγό», μ᾿ όλο που ξέρουν πως αυτά δεν έχουν πια νόημα, την παραμονή ενός επικείμενου θανάτου. Ο Σουάν ήταν βέβαιος πως αν ζούσε μακριά από την Οντέτ, θα είχε καταλήξει να τού γίνει αδιάφορη, κι έτσι θα τού ήταν ευχάριστο, αν εκείνη έφευγε από το Παρίσι για πάντα· εκείνος θα είχε τότε το θάρρος να μείνει· δεν είχε όμως το θάρρος να φύγει.
Είχε κάνει συχνά αυτή τη σκέψη. Τώρα που είχε ξαναρχίσει τη μελέτη του για τον Βερμέερ, θα ᾿πρεπε να ξαναπάει, για λίγες μέρες τουλάχιστον, στη Χάγη, στη Δρέσδη. Ήταν σίγουρος πως ένα "χτένισμα τής Άρτεμης" που είχε αγοραστεί από το Μουσείο τής Χάγης σαν πίνακας τού Νίκολας Μας, ήταν στην πραγματικότητα τού Βερμέερ. Και θα ᾿θελε να μελετήσει τον πίνακα από κοντά για να στηρίξει την πεποίθησή του. Αλλά να εγκαταλείψει το Παρίσι, όσο θα ᾿ταν εκεί η Οντέτ ή και όταν ακόμα απουσίαζε ήταν ένα σχέδιο τόσο σκληρό, που αισθανόταν πως θα μπορούσε να το συλλογιέται συνεχώς, μόνο γιατί ήξερε πως ήταν αποφασισμένος να μην το πραγματοποιήσει ποτέ. Κι αυτό γιατί σε καινούργιους τόπους, όπου οι εντυπώσεις δεν απαλύνονται από τη συνήθεια, μια θλίψη αναβαθμίζεται και ξαναζωντανεύει. Και ανακεφαλαιώνοντας όλα του τα πλεονεκτήματα: τη θέση του, την περιουσία του που συχνά την είχε και η Οντέτ τόσο ανάγκη, τη φιλία τού ντε Σαρλύς που τού έδινε την ευχαρίστηση να νιώθει πως άκουγε να τής μιλά κολακευτικά γι αυτόν ένας κοινός φίλος, σκέφτηκε τι θα ᾿χε γίνει αν όλα αυτά τού είχαν λείψει, αν ήταν όπως τόσοι άλλοι φτωχός, ή δεμένος με γονείς ή σύζυγο, θα ήταν ίσως τότε υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την Οντέτ, και είπε μέσα του: «Δε γνωρίζουμε την ευτυχία μας. Δεν είμαστε ποτέ τόσο δυστυχισμένοι όσο νομίζουμε». Λογάριασε όμως πως η ζωή αυτή βαστούσε κιόλας αρκετά χρόνια, πως θα θυσίαζε τις μελέτες του, τούς φίλους του, τελικά όλη του τη ζωή, στην καθημερινή προσμονή μιας συνάντησης που δεν τού πρόσφερε καμιά ευτυχία, κι αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος, μήπως το καλύτερο θα ήταν η αναχώρησή του και σκέφτηκε πως: «Δε γνωρίζουμε τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε ποτέ τόσο ευτυχισμένοι όσο νομίζουμε».
Καμιά φορά ήλπιζε πως θα πέθαινε η Οντέτ χωρίς να υποφέρει σ᾿ ένα ατύχημα, καθώς βρισκόταν στους δρόμους από το πρωί ως το βράδυ. Καί όταν εκείνη επέστρεφε σώα, θαύμαζε πως το ανθρώπινο κορμί ήταν τόσο δυνατό ώστε να ξεγελά όλους τούς κινδύνους, — που ο Σουάν θεωρούσε απροσμέτρητους από τότε που η κρυφή του επιθυμία τούς λογάριαζε—, κι επέτρεπε στους ανθρώπους να συνεχίζουν κάθε μέρα και σχεδόν ατιμώρητα το έργο τους τής ψευτιάς, την αναζήτηση τής ηδονής. Κι ο Σουάν ένιωθε πολύ κοντά στην καρδιά του αυτόν τον Μωάμεθ τον 2ο, που αγαπούσε το πορτραίτο του από τον Μπελλίνι*, και που όταν ένιωσε πως ήταν τρελά ερωτευμένος με μια από τις γυναίκες του, τη μαχαίρωσε για να βρει όπως λέει ο Βενετσιάνος βιογράφος του, την ελευθερία τής σκέψης του. Κι ύστερα θύμωνε που σκεφτόταν τόσο εγωιστικά, κι όσα υπέφερε τού φαίνονταν πως δεν άξιζαν κανένα οίκτο, αφού ο ίδιος έδινε τόση λίγη αξία στη ζωή τής Οντέτ.
Μια μέρα έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα, που τού έλεγε πως την Οντέτ την είχαν άλλοτε ερωμένη, αναρίθμητοι άντρες, τού ανέφερε μερικούς, κι ανάμεσά τους τον Φορσβίλ, τον κύριο ντέ Μπρεωτέ, το ζωγράφο, ακόμα και γυναίκες, και πως σύχναζε σε σπίτια ερωτικών συναντήσεων. Αναστατώθηκε με τη σκέψη πως υπήρχε ανάμεσα στους φίλους του κάποιος άξιος να τού στείλει αυτό το γράμμα, γιατί από ορισμένες λεπτομέρειες φαινόταν πως γνώριζε πολλά πράγματα από τη ζωή τού Σουάν. Ποτέ δεν είχε υποψιαστεί τις άγνωστες πράξεις των ανθρώπων, αυτές που δεν έχουν άμεση εξάρτηση με τα λόγια τους. Καί όταν θέλησε να μάθει αν ήταν μάλλον κάτω από την εξωτερική εμφάνιση τού κυρίου ντέ Σαρλύς, τού κυρίου ντέ Λώμ, τού κυρίου ντ᾿ Ορσάν, που θα ᾿πρεπε να τοποθετήσει τον άγνωστο χώρο, όπου γεννήθηκε η βρωμερή αυτή πράξη, καθώς κανένας απ᾿ αυτούς δεν είχε εγκρίνει ποτέ μπροστά του τις ανώνυμες επιστολές, δε βρήκε κανένα λόγο να συνδυάσει αυτή την ατιμία στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τού ενός, περισσότερο παρά τού άλλου. Η φύση τού κυρίου Σαρλύς ήταν κάπως η φύση τού διεστραμμένου, αλλά στο βάθος καλή και τρυφερή, τού κυρίου ντέ Λώμ ξερή αλλά υγιής και ίσια. Όσο για τον κύριο ντ᾿ Ορσάν, ο Σουάν ποτέ δεν είχε συναντήσει άνθρωπο που ακόμα και στις πιο δυσάρεστες συνθήκες, να είχε έρθει να τού παρασταθεί μ᾿ ένα λόγο πιο ζεστό, με μια χειρονομία πιο αυθόρμητη και σωστή. Γι αυτό δεν μπορούσε να καταλάβει τον ρόλο τον όχι πολύ καθαρό, που απόδιναν στον κύριο ντ Ορσάν στις σχέσεις του με μια πλούσια γυναίκα· κι έτσι όσες φορές τον σκεφτόταν ο Σουάν, ήταν υποχρεωμένος να βάζει στο περιθώριο αυτή την κακή φήμη. Για μια στιγμή, ο Σουάν ένιωσε να σκοτεινιάζει το μυαλό του, κι ύστερα βρήκε πάλι το θάρρος να ξαναγυρίσει σ᾿ αυτές τις σκέψεις. Στο κάτω κάτω ο κύριος ντέ Σαρλύς τον αγαπούσε, είχε καλή καρδιά ήταν όμως νευροπαθής, ίσως αύριο να έκλαιγε, αν μάθαινε πως ήταν άρρωστος ο Σουάν, σήμερα όμως από ζήλεια, από θυμό ίσως ήθελε να τού κάνει κακό. Μπορεί βέβαια ο πρίγκιπας ντέ Λώμ να μην αγαπούσε τον Σουάν, όσο ο Σαρλύς, μα γι᾿ αυτό ακριβώς το λόγο δεν είχε απέναντί του και την ίδια ευθιξία· κι ύστερα από φυσικού του ήταν ψυχρός, αλλά τού ήταν το ίδιο αδύνατο να κάνει κάτι ποταπό, όσο και μια μεγάλη πράξη· ο Σουάν μετάνιωνε γιατί στη ζωή του δεν είχε συνδεθεί παρά μόνο με τέτοιους φίλους. Κι ύστερα σκεφτόταν πως αυτό που εμποδίζει τούς ανθρώπους να κάνουν κακό, είναι η καλοσύνη. Το πάν είναι να έχει κανείς καρδιά, κι ο κύριος ντέ Σαρλύς είχε. Αλλά μ᾿ έναν άνθρωπο χωρίς ευαισθησία, ενός άλλου κόσμου, όπως ήταν ο πρίγκιπας ντέ Λώμ, πως να προβλέψεις σε τι πράξεις μπορούσαν να τον σπρώξουν κίνητρα τελείως διαφορετικά. Αν υπήρχε κάποιος που ο Σουάν ένιωθε πως τον καταλάβαινε και τον αγαπούσε, αυτός ήταν ο κύριος ντ Ορσάν. Ναι, όμως τι να πεις για την όχι πολύ έντιμη ζωή που ζούσε; Ο Σουάν λυπόταν τώρα πως δεν το λογάριασε ποτέ, πως είχε αντίθετα συχνά ομολογήσει, όταν αστειευόταν, πως δεν ένιωθε ποτέ τόσο έντονα αισθήματα συμπάθειας κι εκτίμησης, όσο στην συντροφιά ενός κανάγια. «Δεν είναι τυχαίο το γεγονός» σκεφτόταν τώρα, «πως από τότε που οι άνθρωποι κρίνουν τούς συνανθρώπους τους, τούς κρίνουν από τις πράξεις τους. Μόνο αυτό έχει κάποιο νόημα, κι όχι ό,τι λέμε ή ό,τι σκεφτόμαστε.» Υποψιάστηκε και τον παππού μου. Κάθε φορά που ο Σουάν τού είχε ζητήσει μια χάρη, μήπως δεν τού την είχε αρνηθεί; Κι ύστερα με τις αστικές του αντιλήψεις, ίσως νόμιζε πως ενεργούσε για το καλό τού Σουάν. Υποψιάστηκε ακόμα τον Μπεργκότ, το ζωγράφο, τούς Βερντυρέν· θαύμασε, με την αφορμή αυτή, γι άλλη μια φορά τη σοφία των κοσμικών, που δε θέλουν να μπλέξουν με τούς καλλιτεχνικούς κύκλους, όπου τέτοια πράγματα είναι δυνατά σαν καλές φάρσες· θυμόταν όμως και την ευθύτητα αυτών των μποέμ και σύγκρινε τη ζωή τους, με τη ζωή την όλο τεχνάσματα, σχεδόν απάτες, όπου η έλλειψη χρημάτων, η ανάγκη τής πολυτέλειας οδηγούν συχνά την αριστοκρατία. Με λίγα λόγια, αυτό το ανώνυμο γράμμα ήταν η απόδειξη πως γνώριζε έναν άνθρωπο άξιο για μια τέτοια παλιανθρωπιά, αλλά δεν έβρισκε το λόγο, γιατί η παλιανθρωπιά αυτή να κρύβεται μέσα στα άδυτα τού χαρακτήρα τού ευαίσθητου και όχι τού ψυχρού, τού καλλιτέχνη κι όχι τού αστού, τού μεγάλου άρχοντα κι όχι τού υπηρέτη. Ποιό κριτήριο να δεχτεί και να κρίνει τούς ανθρώπους; Όσο για την ουσία τής επιστολής δεν ανησύχησε. Ο Σουάν σαν πολλούς άλλους, είχε μυαλό φυγόπονο και τού έλειπε η επινοητικότητα. Δεχόταν σα μια γενική αλήθεια, πως η ζωή των ανθρώπων είναι γεμάτη αντιθέσεις, αλλά για κάθε ξεχωριστό άτομο φανταζόταν, πως το τμήμα τής ζωής τους που αγνοούσε, ήταν όμοιο με το τμήμα τής ζωής τους που γνώριζε. Φανταζόταν όσα τού αποσιωπούσαν με τη βοήθεια όσων τού έλεγαν. Αν τις στιγμές που περνούσε κοντά στην Οντέτ, μιλούσαν μαζί για μια άπρεπη πράξη, η Οντέτ την καταδίκαζε με βάση τις ίδιες αρχές που ο Σουάν είχε πάντοτε ακούσει να προβάλλουν οι γονείς του, και στις οποίες είχε μείνει πιστός. Έτσι ο Σουάν άπλωνε τις συνήθειες αυτές και πάνω στην υπόλοιπη ζωή τής Οντέτ. Αν τού την είχαν περιγράψει τέτοια που ήταν τόσο καιρό μαζί του, αλλά στο πλευρό κάποιου άλλου, θα πονούσε, γιατί η εικόνα αυτή θα τού φαινόταν αληθινή. Αλλά πως θα είχε πάει σε μαστροπούς, πως θα είχε παραδοθεί σε όργια με γυναίκες, ήταν ένας απόλυτος παραλογισμός, που την πραγματοποίησή του, την απέκλειαν απόλυτα η φροντίδα για τα χρυσάνθεμα, οι ενάρετες οργισμένες αντιδράσεις της. Μόνο κατά καιρούς την άφηνε να καταλάβει πως κάποιοι από κακία, τού διηγόνταν όλα όσα έκανε η Οντέτ· και χρησιμοποιώντας τότε μιάν ασήμαντη αλλά αληθινή λεπτομέρεια, που είχε μάθει τυχαία, σα να ήταν μια μικρούλα ακρούλα που άφηνε να ξεφύγει άθελά του, την έκανε να φαντάζεται πως είχε πληροφορίες για πράγματα που αγνοούσε κι ούτε καν υποπτευόταν· γιατί αν συχνά απαιτούσε από την Οντέτ να μην αλλοιώνει την αλήθεια, αυτό το έκανε μόνο, για να τού λέει η Οντέτ το κάθε τι που έκανε. Βέβαια, όπως άλλωστε το ᾿λεγε στην Οντέτ, αγαπούσε την ειλικρίνεια, αλλά την αγαπούσε σαν προξενήτρα, που μπορούσε να τον κρατά ενήμερο για τη ζωή τής ερωμένης του. Η αλήθεια που λάτρευε ήταν αυτή που θα τού έλεγε η Οντέτ όμως ο ίδιος για να εξασφαλίσει την αλήθεια αυτή, δε φοβόταν να χρησιμοποιήσει το ψέμα. Κι η Οντέτ ακούγοντας τον Σουάν να τής διηγείται πράγματα που εκείνη είχε κάνει, τον κοίταζε δύσπιστα και για κάθε ενδεχόμενο θυμωμένα, για να μη δίνει την εντύπωση πως αισθάνεται ταπεινωμένη και πως ντρέπεται για τις πράξεις της.
Είχε κάνει συχνά αυτή τη σκέψη. Τώρα που είχε ξαναρχίσει τη μελέτη του για τον Βερμέερ, θα ᾿πρεπε να ξαναπάει, για λίγες μέρες τουλάχιστον, στη Χάγη, στη Δρέσδη. Ήταν σίγουρος πως ένα "χτένισμα τής Άρτεμης" που είχε αγοραστεί από το Μουσείο τής Χάγης σαν πίνακας τού Νίκολας Μας, ήταν στην πραγματικότητα τού Βερμέερ. Και θα ᾿θελε να μελετήσει τον πίνακα από κοντά για να στηρίξει την πεποίθησή του. Αλλά να εγκαταλείψει το Παρίσι, όσο θα ᾿ταν εκεί η Οντέτ ή και όταν ακόμα απουσίαζε ήταν ένα σχέδιο τόσο σκληρό, που αισθανόταν πως θα μπορούσε να το συλλογιέται συνεχώς, μόνο γιατί ήξερε πως ήταν αποφασισμένος να μην το πραγματοποιήσει ποτέ. Κι αυτό γιατί σε καινούργιους τόπους, όπου οι εντυπώσεις δεν απαλύνονται από τη συνήθεια, μια θλίψη αναβαθμίζεται και ξαναζωντανεύει. Και ανακεφαλαιώνοντας όλα του τα πλεονεκτήματα: τη θέση του, την περιουσία του που συχνά την είχε και η Οντέτ τόσο ανάγκη, τη φιλία τού ντε Σαρλύς που τού έδινε την ευχαρίστηση να νιώθει πως άκουγε να τής μιλά κολακευτικά γι αυτόν ένας κοινός φίλος, σκέφτηκε τι θα ᾿χε γίνει αν όλα αυτά τού είχαν λείψει, αν ήταν όπως τόσοι άλλοι φτωχός, ή δεμένος με γονείς ή σύζυγο, θα ήταν ίσως τότε υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την Οντέτ, και είπε μέσα του: «Δε γνωρίζουμε την ευτυχία μας. Δεν είμαστε ποτέ τόσο δυστυχισμένοι όσο νομίζουμε». Λογάριασε όμως πως η ζωή αυτή βαστούσε κιόλας αρκετά χρόνια, πως θα θυσίαζε τις μελέτες του, τούς φίλους του, τελικά όλη του τη ζωή, στην καθημερινή προσμονή μιας συνάντησης που δεν τού πρόσφερε καμιά ευτυχία, κι αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος, μήπως το καλύτερο θα ήταν η αναχώρησή του και σκέφτηκε πως: «Δε γνωρίζουμε τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε ποτέ τόσο ευτυχισμένοι όσο νομίζουμε».
Καμιά φορά ήλπιζε πως θα πέθαινε η Οντέτ χωρίς να υποφέρει σ᾿ ένα ατύχημα, καθώς βρισκόταν στους δρόμους από το πρωί ως το βράδυ. Καί όταν εκείνη επέστρεφε σώα, θαύμαζε πως το ανθρώπινο κορμί ήταν τόσο δυνατό ώστε να ξεγελά όλους τούς κινδύνους, — που ο Σουάν θεωρούσε απροσμέτρητους από τότε που η κρυφή του επιθυμία τούς λογάριαζε—, κι επέτρεπε στους ανθρώπους να συνεχίζουν κάθε μέρα και σχεδόν ατιμώρητα το έργο τους τής ψευτιάς, την αναζήτηση τής ηδονής. Κι ο Σουάν ένιωθε πολύ κοντά στην καρδιά του αυτόν τον Μωάμεθ τον 2ο, που αγαπούσε το πορτραίτο του από τον Μπελλίνι*, και που όταν ένιωσε πως ήταν τρελά ερωτευμένος με μια από τις γυναίκες του, τη μαχαίρωσε για να βρει όπως λέει ο Βενετσιάνος βιογράφος του, την ελευθερία τής σκέψης του. Κι ύστερα θύμωνε που σκεφτόταν τόσο εγωιστικά, κι όσα υπέφερε τού φαίνονταν πως δεν άξιζαν κανένα οίκτο, αφού ο ίδιος έδινε τόση λίγη αξία στη ζωή τής Οντέτ.
Μια μέρα έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα, που τού έλεγε πως την Οντέτ την είχαν άλλοτε ερωμένη, αναρίθμητοι άντρες, τού ανέφερε μερικούς, κι ανάμεσά τους τον Φορσβίλ, τον κύριο ντέ Μπρεωτέ, το ζωγράφο, ακόμα και γυναίκες, και πως σύχναζε σε σπίτια ερωτικών συναντήσεων. Αναστατώθηκε με τη σκέψη πως υπήρχε ανάμεσα στους φίλους του κάποιος άξιος να τού στείλει αυτό το γράμμα, γιατί από ορισμένες λεπτομέρειες φαινόταν πως γνώριζε πολλά πράγματα από τη ζωή τού Σουάν. Ποτέ δεν είχε υποψιαστεί τις άγνωστες πράξεις των ανθρώπων, αυτές που δεν έχουν άμεση εξάρτηση με τα λόγια τους. Καί όταν θέλησε να μάθει αν ήταν μάλλον κάτω από την εξωτερική εμφάνιση τού κυρίου ντέ Σαρλύς, τού κυρίου ντέ Λώμ, τού κυρίου ντ᾿ Ορσάν, που θα ᾿πρεπε να τοποθετήσει τον άγνωστο χώρο, όπου γεννήθηκε η βρωμερή αυτή πράξη, καθώς κανένας απ᾿ αυτούς δεν είχε εγκρίνει ποτέ μπροστά του τις ανώνυμες επιστολές, δε βρήκε κανένα λόγο να συνδυάσει αυτή την ατιμία στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τού ενός, περισσότερο παρά τού άλλου. Η φύση τού κυρίου Σαρλύς ήταν κάπως η φύση τού διεστραμμένου, αλλά στο βάθος καλή και τρυφερή, τού κυρίου ντέ Λώμ ξερή αλλά υγιής και ίσια. Όσο για τον κύριο ντ᾿ Ορσάν, ο Σουάν ποτέ δεν είχε συναντήσει άνθρωπο που ακόμα και στις πιο δυσάρεστες συνθήκες, να είχε έρθει να τού παρασταθεί μ᾿ ένα λόγο πιο ζεστό, με μια χειρονομία πιο αυθόρμητη και σωστή. Γι αυτό δεν μπορούσε να καταλάβει τον ρόλο τον όχι πολύ καθαρό, που απόδιναν στον κύριο ντ Ορσάν στις σχέσεις του με μια πλούσια γυναίκα· κι έτσι όσες φορές τον σκεφτόταν ο Σουάν, ήταν υποχρεωμένος να βάζει στο περιθώριο αυτή την κακή φήμη. Για μια στιγμή, ο Σουάν ένιωσε να σκοτεινιάζει το μυαλό του, κι ύστερα βρήκε πάλι το θάρρος να ξαναγυρίσει σ᾿ αυτές τις σκέψεις. Στο κάτω κάτω ο κύριος ντέ Σαρλύς τον αγαπούσε, είχε καλή καρδιά ήταν όμως νευροπαθής, ίσως αύριο να έκλαιγε, αν μάθαινε πως ήταν άρρωστος ο Σουάν, σήμερα όμως από ζήλεια, από θυμό ίσως ήθελε να τού κάνει κακό. Μπορεί βέβαια ο πρίγκιπας ντέ Λώμ να μην αγαπούσε τον Σουάν, όσο ο Σαρλύς, μα γι᾿ αυτό ακριβώς το λόγο δεν είχε απέναντί του και την ίδια ευθιξία· κι ύστερα από φυσικού του ήταν ψυχρός, αλλά τού ήταν το ίδιο αδύνατο να κάνει κάτι ποταπό, όσο και μια μεγάλη πράξη· ο Σουάν μετάνιωνε γιατί στη ζωή του δεν είχε συνδεθεί παρά μόνο με τέτοιους φίλους. Κι ύστερα σκεφτόταν πως αυτό που εμποδίζει τούς ανθρώπους να κάνουν κακό, είναι η καλοσύνη. Το πάν είναι να έχει κανείς καρδιά, κι ο κύριος ντέ Σαρλύς είχε. Αλλά μ᾿ έναν άνθρωπο χωρίς ευαισθησία, ενός άλλου κόσμου, όπως ήταν ο πρίγκιπας ντέ Λώμ, πως να προβλέψεις σε τι πράξεις μπορούσαν να τον σπρώξουν κίνητρα τελείως διαφορετικά. Αν υπήρχε κάποιος που ο Σουάν ένιωθε πως τον καταλάβαινε και τον αγαπούσε, αυτός ήταν ο κύριος ντ Ορσάν. Ναι, όμως τι να πεις για την όχι πολύ έντιμη ζωή που ζούσε; Ο Σουάν λυπόταν τώρα πως δεν το λογάριασε ποτέ, πως είχε αντίθετα συχνά ομολογήσει, όταν αστειευόταν, πως δεν ένιωθε ποτέ τόσο έντονα αισθήματα συμπάθειας κι εκτίμησης, όσο στην συντροφιά ενός κανάγια. «Δεν είναι τυχαίο το γεγονός» σκεφτόταν τώρα, «πως από τότε που οι άνθρωποι κρίνουν τούς συνανθρώπους τους, τούς κρίνουν από τις πράξεις τους. Μόνο αυτό έχει κάποιο νόημα, κι όχι ό,τι λέμε ή ό,τι σκεφτόμαστε.» Υποψιάστηκε και τον παππού μου. Κάθε φορά που ο Σουάν τού είχε ζητήσει μια χάρη, μήπως δεν τού την είχε αρνηθεί; Κι ύστερα με τις αστικές του αντιλήψεις, ίσως νόμιζε πως ενεργούσε για το καλό τού Σουάν. Υποψιάστηκε ακόμα τον Μπεργκότ, το ζωγράφο, τούς Βερντυρέν· θαύμασε, με την αφορμή αυτή, γι άλλη μια φορά τη σοφία των κοσμικών, που δε θέλουν να μπλέξουν με τούς καλλιτεχνικούς κύκλους, όπου τέτοια πράγματα είναι δυνατά σαν καλές φάρσες· θυμόταν όμως και την ευθύτητα αυτών των μποέμ και σύγκρινε τη ζωή τους, με τη ζωή την όλο τεχνάσματα, σχεδόν απάτες, όπου η έλλειψη χρημάτων, η ανάγκη τής πολυτέλειας οδηγούν συχνά την αριστοκρατία. Με λίγα λόγια, αυτό το ανώνυμο γράμμα ήταν η απόδειξη πως γνώριζε έναν άνθρωπο άξιο για μια τέτοια παλιανθρωπιά, αλλά δεν έβρισκε το λόγο, γιατί η παλιανθρωπιά αυτή να κρύβεται μέσα στα άδυτα τού χαρακτήρα τού ευαίσθητου και όχι τού ψυχρού, τού καλλιτέχνη κι όχι τού αστού, τού μεγάλου άρχοντα κι όχι τού υπηρέτη. Ποιό κριτήριο να δεχτεί και να κρίνει τούς ανθρώπους; Όσο για την ουσία τής επιστολής δεν ανησύχησε. Ο Σουάν σαν πολλούς άλλους, είχε μυαλό φυγόπονο και τού έλειπε η επινοητικότητα. Δεχόταν σα μια γενική αλήθεια, πως η ζωή των ανθρώπων είναι γεμάτη αντιθέσεις, αλλά για κάθε ξεχωριστό άτομο φανταζόταν, πως το τμήμα τής ζωής τους που αγνοούσε, ήταν όμοιο με το τμήμα τής ζωής τους που γνώριζε. Φανταζόταν όσα τού αποσιωπούσαν με τη βοήθεια όσων τού έλεγαν. Αν τις στιγμές που περνούσε κοντά στην Οντέτ, μιλούσαν μαζί για μια άπρεπη πράξη, η Οντέτ την καταδίκαζε με βάση τις ίδιες αρχές που ο Σουάν είχε πάντοτε ακούσει να προβάλλουν οι γονείς του, και στις οποίες είχε μείνει πιστός. Έτσι ο Σουάν άπλωνε τις συνήθειες αυτές και πάνω στην υπόλοιπη ζωή τής Οντέτ. Αν τού την είχαν περιγράψει τέτοια που ήταν τόσο καιρό μαζί του, αλλά στο πλευρό κάποιου άλλου, θα πονούσε, γιατί η εικόνα αυτή θα τού φαινόταν αληθινή. Αλλά πως θα είχε πάει σε μαστροπούς, πως θα είχε παραδοθεί σε όργια με γυναίκες, ήταν ένας απόλυτος παραλογισμός, που την πραγματοποίησή του, την απέκλειαν απόλυτα η φροντίδα για τα χρυσάνθεμα, οι ενάρετες οργισμένες αντιδράσεις της. Μόνο κατά καιρούς την άφηνε να καταλάβει πως κάποιοι από κακία, τού διηγόνταν όλα όσα έκανε η Οντέτ· και χρησιμοποιώντας τότε μιάν ασήμαντη αλλά αληθινή λεπτομέρεια, που είχε μάθει τυχαία, σα να ήταν μια μικρούλα ακρούλα που άφηνε να ξεφύγει άθελά του, την έκανε να φαντάζεται πως είχε πληροφορίες για πράγματα που αγνοούσε κι ούτε καν υποπτευόταν· γιατί αν συχνά απαιτούσε από την Οντέτ να μην αλλοιώνει την αλήθεια, αυτό το έκανε μόνο, για να τού λέει η Οντέτ το κάθε τι που έκανε. Βέβαια, όπως άλλωστε το ᾿λεγε στην Οντέτ, αγαπούσε την ειλικρίνεια, αλλά την αγαπούσε σαν προξενήτρα, που μπορούσε να τον κρατά ενήμερο για τη ζωή τής ερωμένης του. Η αλήθεια που λάτρευε ήταν αυτή που θα τού έλεγε η Οντέτ όμως ο ίδιος για να εξασφαλίσει την αλήθεια αυτή, δε φοβόταν να χρησιμοποιήσει το ψέμα. Κι η Οντέτ ακούγοντας τον Σουάν να τής διηγείται πράγματα που εκείνη είχε κάνει, τον κοίταζε δύσπιστα και για κάθε ενδεχόμενο θυμωμένα, για να μη δίνει την εντύπωση πως αισθάνεται ταπεινωμένη και πως ντρέπεται για τις πράξεις της.
Μας: (1632-1693). Ολλανδός ζωγράφος πορτραίτων και σκηνών
Μπελλίνι: (1429-1507). Ο Gentille Bellini, ανήκε σε οικογένεια μεγάλων ζωγράφων. Ο πατέρας του ήταν ο Jacobo Bellini και αδελφός του ο Giovanni Bellini.
Μπελλίνι: (1429-1507). Ο Gentille Bellini, ανήκε σε οικογένεια μεγάλων ζωγράφων. Ο πατέρας του ήταν ο Jacobo Bellini και αδελφός του ο Giovanni Bellini.
Η ζωή τής αγάπης τού Σουάν, η σταθερότητα τής ζήλειας του, ήταν φτιαγμένες απ᾿ το θάνατο, απ᾿ την απιστία, απ᾿ τις αναρίθμητες επιθυμίες, απ᾿ τις αναρίθμητες αμφιβολίες, που είχαν όλες σαν αντικείμενο την Οντέτ.
Μια μέρα, όταν βρισκόταν στην πιο μακρόχρονη περίοδο ησυχίας που είχε γνωρίσει χωρίς κρίση ζηλοτυπίας, είχε δεχτεί να πάει το βράδυ στο θέατρο με την πριγκίπισσα ντέ Λώμ. Καθώς άνοιξε την εφημερίδα, για να δει τα έργα που παίζονταν, η θέα τού τίτλου: "Τα κορίτσια από μάρμαρο" τον χτύπησε τόσο σκληρά, που έκανε μια ξαφνιασμένη κίνηση και μιάν αποστροφή τού κεφαλιού. Λες κι είχε φωτιστεί από το φως τής ράμπας, στην καινούργια θέση όπου βρισκόταν, αύτη η λέξη «μάρμαρο», τον έκανε να ξαναθυμηθεί αυτή την ιστορία που τού είχε διηγηθεί άλλοτε η Οντέτ, για μιαν επίσκεψη στην έκθεση τού Μεγάρου τής Βιομηχανίας με την κυρία Βερντυρέν, κι όπου η κυρία Βερντυρέν τής είχε πει: «Πρόσεχε, θα βρω τον τρόπο να λιώσω τον πάγο, δεν είσαι από μάρμαρο». Η Οντέτ τον είχε διαβεβαιώσει πως ήταν μόνο ένα αστείο κι ο ίδιος δεν τού είχε δώσει σημασία. Τότε όμως τής είχε περισσότερη εμπιστοσύνη απ᾿ ό,τι τής είχε σήμερα. Κι ακριβώς για τέτοιους έρωτες μιλούσε το ανώνυμο γράμμα. Χωρίς να τολμήσει να κοιτάξει την εφημερίδα, την ξεδίπλωσε, γύρισε ένα φύλλο για να μη βλέπει λέξεις "Τα κορίτσια από μάρμαρο"
Επειδή η Οντέτ έλεγε καμιά φορά ψέματα, δεν μπορούσε να βγάλει κανείς το συμπέρασμα πως δεν έλεγε ποτέ την αλήθεια και στα λόγια που είχε ανταλλάξει με την κυρία Βερντυρέν και που η ίδια είχε διηγηθεί στον Σουάν, εκείνος αναγνώριζε αυτά τα άσκοπα κι επικίνδυνα αστεία, που από απειρία τής ζωής και άγνοια τού βίτσιου, συνηθίζουν μερικές γυναίκες φανερώνοντας έτσι την αθωότητά τους· γυναίκες που όπως η Οντέτ, βρίσκονται μακριά από το να νιώθουν μιαν έξαλλη συμπάθεια για μια άλλη γυναίκα. Όμως η οργή με την οποία είχε αρνηθεί τις υποψίες τις οποίες άθελα της είχε δημιουργήσει μέσα του με την αφήγησή της, ταίριαζε απόλυτα με ό,τι γνώριζε για τα γούστα και το ταπεραμέντο τής ερωμένης του. Τώρα, με μιάν από εκείνες τις εμπνεύσεις των ζηλιάρηδων ανάλογη με την έμπνευση που φέρνει στον ποιητή ή τον επιστήμονα, όταν δε διαθέτουν ακόμα παρά μια ρίμα ή μια παρατήρηση, την ιδέα ή τον κανόνα που θα τούς δώσει όλη τους τη δύναμη, ο Σουάν θυμήθηκε μια φράση που τού είχε πει η Οντέτ πριν από δύο χρόνια: «Ώ! η κυρία Βερντυρέν, τώρα τελευταία έχει μάτια μόνο για μένα, με βρίσκει αξιαγάπητη, με φιλά, θέλει να πηγαίνω μαζί της στα μαγαζιά, θέλει να τής μιλώ στον ενικό». Τότε δεν είχε δώσει σημασία και δεν είχε συσχετίσει τις παράλογες κουβέντες που υπονοούσαν κάποιο βίτσιο και που τού είχε διηγηθεί η Οντέτ· αντίθετα τα είχε θεωρήσει απόδειξη μιας εγκάρδιας φιλίας. Να όμως τώρα, η ανάμνηση αυτής τής συμπάθειας τής κυρίας Βερντυρέν ερχόταν ξαφνικά να συναντήσει την ανάμνηση τής κακόγουστης κουβέντας τους. Πήγε τότε στης Οντέτ. Δεν κάθισε κοντά της. Δεν τολμούσε να τη φιλήσει, γιατί δεν ήξερε αν μέσα της, αν μέσα του, ένα φιλί θα ξυπνούσε την αγάπη ή την οργή. Σιωπούσε έβλεπε τον έρωτά τους να πεθαίνει. Ξαφνικά πήρε μιάν απόφαση.
—«Οντέτ», τής είπε «ξέρω καλά πως είμαι απαίσιος, αλλά πρέπει να σε ρωτήσω μερικά πράγματα. Θυμάσαι την ιδέα που είχα σχετικά με σένα και την κυρία Βερντυρέν; Πες μου αν είναι αλήθεια, μαζί της ή με καμιάν άλλη;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι, αφήνοντας να φανούν μόνο λόγοι προσωπικού καθωσπρεπισμού, παρά αποδοκιμασίας ή μιας ηθικής άρνησης. Βλέποντας έτσι την Οντέτ κατάλαβε πως ήταν ίσως αλήθεια.
— «Σού το χω πει, το ξέρεις καλά», πρόσθεσε με ύφος ενοχλημένο και δυστυχισμένο.
— «᾿ναι, ξέρω, μα είσαι σίγουρη; Μη μού λες: «Το ξέρεις καλά», πες μου: «Ποτέ δεν έκανα τέτοια πράγματα με καμιά γυναίκα».
Εκείνη επανέλαβε σα μάθημα, ειρωνικά για να τον ξεφορτωθεί: «Ποτέ δεν έκανα τέτοια πράγματα με καμιά γυναίκα»
— «Μπορείς να μού το ορκιστείς πάνω στο αναμνηστικό σου τής παναγίας τού Λαγκέ;»
Ο Σουάν ήξερε πως η Οντέτ δε θα ορκιζόταν ποτέ ψέματα πάνω σ᾿ αυτό το αναμνηστικό.
— «Αχ! πόσο με κάνεις δυστυχισμένη», φώναξε, «Τί έχεις σήμερα; Αποφάσισες λοιπόν πως πρέπει να σε μισώ, να σε σιχαίνομαι;»
Αλλά, χωρίς να την αφήσει, σαν τον χειρουργό που περιμένει το τέλος τού σπασμού, για να συνεχίσει:
— «Έχεις άδικο Οντέτ, να νομίζεις πως θα σού προσάψω τίποτα, έστω κι ελάχιστα» τής είπε με μια πειστική μα ψεύτικη γλυκύτητα. Δε σού μιλώ ποτέ παρά μόνο για ό,τι ξέρω, και ξέρω πάντα πιο πολλά απ᾿ όσα λέω. Όμως μόνο εσύ μπορείς να γλυκάνεις με την ομολογία σου αυτό που με κάνει να σε μισώ, όσο αυτό μού έχει καταγγελθεί μόνο από άλλους».
— «Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα», φώναξε με θυμό, «ίσως πριν από πάρα πολύ καιρό, χωρίς να ξέρω τι κάνω, ίσως δυο ή τρείς φορές».
Οι λέξεις αυτές "δυο ή τρείς φορές", χάραξαν με καφτό σίδερο κάτι, μέσα στην καρδιά του. Αυτός ο πόνος δεν έμοιαζε με κανένα απ᾿ όσα πράγματα είχε πιστέψει πιθανά. Γιατί στις στιγμές τής πιο μεγάλης δυσπιστίας, είχε σπάνια προχωρήσει η φαντασία του τόσο βαθειά μέσα στο κακό. Κι όμως αυτή η Οντέτ, δεν τού ήταν λιγότερο αγαπητή, αντίθετα τού ήταν πιο πολύτιμη, λες και όσο μεγάλωνε ο πόνος, μεγάλωνε ταυτόχρονα κι η αξία τού καταπραϋντικού, που μόνο η γυναίκα αυτή κάτεχε. Λένε συχνά πως αν καταγγείλεις σ᾿ ένα φίλο τα παραπατήματα τής ερωμένης του, το μόνο που καταφέρνεις είναι να τον φέρεις πιο κοντά της, γιατί δεν πιστεύει τις καταγγελίες, όμως πόσο ακόμα περισσότερο τον φέρνεις κοντά της, αν τις πιστέψει!
Ο Σουάν καταλάβαινε πως όλη η περίοδος τής ζωής τής Οντέτ πριν να τον γνωρίσει, δεν ήταν η αφηρημένη έκταση που την έβλεπε συγκεχυμένα, αλλ᾿ ήταν γεμάτη από συγκεκριμένα περιστατικά. Αλλά φοβόταν πως αν τα μάθαινε, το άχρωμο αυτό παρελθόν, θα γινόταν ένα σώμα χειροπιαστό, ακάθαρτο και διαβολικό. Κι εξακολουθούσε να μη θέλει να το συλλάβει, όχι από τεμπελιά να σκεφτεί, αλλ᾿ από φόβο μήπως υποφέρει.
Κάποτε τού μίλησε για μιάν επίσκεψη που τής είχε κάνει ο Φορσβίλ τη μέρα τής γιορτής Παρίσι - Μούρθια. «Πως; τον γνώριζες κιόλας τότε; Α, ναι βέβαια», είπε, αλλάζοντας τα λόγια του, για να μη δείξει πως το αγνοούσε. Καί ξαφνικά άρχισε να τρέμει με τη σκέψη πως τη μέρα τής γιορτής Παρίσι- Μούρθια, όταν είχε λάβει το γράμμα της, που το κρατούσε σαν κάτι πολύτιμο, ίσως εκείνη γευμάτιζε με τον Φορσβίλ στο Χρυσό Σπίτι. Τού ορκίστηκε πως όχι. «Κι όμως το Χρυσό Σπίτι μού θυμίζει κάτι, που έμαθα πως δεν ήταν αλήθεια», τής είπε για να την ψαρέψει. «Ναι, πως δεν είχα πάει το βράδυ όταν με γύρευες στου Πρεβώ και σού είχα πει πως μόλις έβγαινα από κει», τού απάντησε (γιατί από το ύφος του είχε νομίσει πως το ᾿ξερε), με μιάν αποφασιστικότητα που είχε, πολύ περισσότερο από κυνισμό, ατολμία, φόβο ν᾿ αντικρύσει τον Σουάν και που από εγωισμό ήθελε να κρύψει· κι ακόμα την επιθυμία να δείξει πως είναι ειλικρινής. Έτσι χτύπησε με δύναμη και ακρίβεια δημίου, γιατί η Οντέτ δεν είχε συνείδηση για το κακό που έκανε στον Σουάν. «Είναι αλήθεια πως δεν είχα πάει στο Χρυσό Σπίτι, πως έβγαινα από το σπίτι τού Φορσβίλ. Αλήθεια είχα πάει στου Πρεβώ, δεν ήταν παραμύθι, με συνάντησε εκεί και με κάλεσε να πάω να δώ τις γκραβούρες του. Είχε όμως έρθει κάποιος να τον δει. Σού είχα πει πως ερχόμουν από το Χρυσό Σπίτι, γιατί φοβόμουν μήπως σε στεναχωρήσω. Βλέπεις, ήταν μάλλον λεπτό από μέρους μου. Ας πούμε πως είχα άδικο, τουλάχιστον όμως στο λέω ξεκάθαρα. Τί συμφέρον θα είχα να σού κρύψω πως είχα γευματίσει μαζί του τη μέρα τής γιορτής Παρίσι - Μούρθια, αν ήταν αλήθεια; Καί μάλιστα αφού τον καιρό εκείνο δε γνωριζόμασταν ακόμα πολύ οι δυο μας, δεν είναι έτσι χρυσέ μου;» Τής χαμογέλασε με τη ξαφνική δειλία τού αδύναμου ανθρώπου, γιατί τέτοιο τον είχαν κάνει τα εξοντωτικά αυτά λόγια. Έτσι λοιπόν, ακόμα και τούς μήνες πού την αγαπούσε, είχε αρχίσει να τού λέει ψέματα! Εκτός απ᾿ αυτή τη στιγμή που τού είχε πει πώς έβγαινε απ᾿ το Χρυσό Σπίτι (τα πρώτο βράδυ που είχαν «κάνει κατλέγιες»), πόσες άλλες ακόμα στιγμές δε θα υπήρχαν, που κι αυτές θα ᾿κρυβαν ένα ψέμα, που ο Σουάν δεν είχε υποψιαστεί. Θυμήθηκε πώς μια μέρα τού είχε πει: «Δεν έχω παρά να πω στην κυρία Βερντυρέν πώς το φόρεμά μου δεν ήταν ακόμα έτοιμο, πώς τα αμάξι μου ήρθε καθυστερημένα. Υπάρχει πάντα τρόπος να τα κανονίσω». Καί στον ίδιο πιθανότατα πολλές φορές, όταν τού ᾿λεγε λόγια πού εξηγούν μια καθυστέρηση, ίσως τα λόγια αυτά να ᾿κρυβαν, χωρίς εκείνος να υποψιάζεται τίποτα τότε, κάτι πού είχε να κάνει η Οντέτ με κάποιον άλλο, στον όποιο θα ᾿λεγε: «Δεν έχω παρά να πω στον Σουάν πώς τα φόρεμά μου δέν ήταν έτοιμο, πώς τ᾿ αμάξι μου καθυστέρησε· υπάρχει πάντα τρόπος να τα κανονίσω». Καί κάτω απ᾿ τις πιο γλυκές αναμνήσεις τού Σουάν, κάτω απ᾿ τα πιο απλά λόγια πού τού είχε πει άλλοτε ή Οντέτ, κάτω απ᾿ τις καθημερινές πράξεις πού τού είχε διηγηθεί, κάτω απ᾿ τούς πιο συνηθισμένους χώρους, ένοιωθε να εισχωρεί ή πιθανή και ύπουλη παρουσία τής ψευτιάς, πού τού έκανε βρωμερό ό,τι τού είχε μείνει πιο αγαπητό. Αν τώρα ένιωθε αποστροφή κάθε φορά πού ή μνήμη του τού θύμιζε το σκληρό όνομα "Χρυσό Σπίτι", δέν ήταν γιατί τού θύμιζε μιάν ευτυχία πού την είχε χάσει από καιρό, αλλά γιατί τού θύμιζε μια συμφορά πού μόλις είχε πληροφορηθεί. Γιατί αυτό που νομίζουμε πως είναι η αγάπη μας, η ζήλεια μας, δεν είναι το ίδιο συνεχές κι αδιαίρετο πάθος. Αποτελείται από άπειρο αριθμό διαδοχικές αγάπες, από διαφορετικές ζήλειες, που είναι εφήμερες, αλλά που με το αδιάσπαστο πλήθος τους, δίνουν την εντύπωση τής συνέχειας, την αυταπάτη τής ενότητας. Η ζωή τής αγάπης τού Σουάν, η σταθερότητα τής ζήλειας του, ήταν φτιαγμένες απ᾿ το θάνατο, απ᾿ την απιστία, απ᾿ τις αναρίθμητες επιθυμίες, απ᾿ τις αναρίθμητες αμφιβολίες, που είχαν όλες σαν αντικείμενο την Οντέτ. Αν είχε μείνει καιρό χωρίς να τη βλέπει, όσες πέθαιναν, δε θα είχαν αντικατασταθεί από άλλες. Η παρουσία όμως τής Οντέτ εξακολουθούσε να καλλιεργεί στην καρδιά τού Σουάν άλλες τρυφερότητες και άλλες υποψίες.
Ορισμένα βράδια έδειχνε ξαφνικά απέναντί του μια καλοσύνη και τον προειδοποιούσε σκληρά πως έπρεπε να επωφεληθεί αμέσως, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε η καλοσύνη αυτή να επαναληφθεί παρά μετά από χρόνια· έπρεπε να επιστρέψουν αμέσως στο σπίτι της για "να κάνουν κατλέγιες" κι ο πόθος, που διατεινόταν πώς ένιωθε γι᾿ αυτόν, ήταν τόσο ξαφνικός, τόσο ανεξήγητος, τόσο επιτακτικός, τα χάδια που τού πρόσφερε ήταν τόσο εκδηλωτικά και τόσο παράξενα, ώστε αυτή ή βίαιη και χωρίς αληθοφάνεια τρυφερότητα, προκαλούσε τόση θλίψη στον Σουάν, όση ένα ψέμα ή μια κακία. Ένα βράδυ που έτσι, ύστερ᾿ απ᾿ εντολή της, είχε γυρίσει στο σπίτι της και που ανακάτωνε τα φιλιά της με παθιασμένα λόγια, που έρχονταν σε αντίθεση με το συνηθισμένο ξερό της τρόπο, τού φάνηκε ξαφνικά πώς άκουσε κάποιο θόρυβο· σηκώθηκε, έψαξε παντού, δέν ανακάλυψε κανέναν, αλλά δέν είχε το κουράγιο να ξαναπάρει τη θέση του κοντά της κι εκείνη, τρομερά μανιασμένη έσπασε ένα βάζο κι είπε στον Σουάν: «Τίποτα δέν μπορεί ποτέ να κάνει κανείς μαζί σου!» Κι εκείνος έμεινε με την αμφιβολία μήπως είχε κρύψει κάποιον, που θα ᾿θελε να προκαλέσει τη ζήλεια του ή ν᾿ ανάψει τις αισθήσεις του.
Ο Σουάν σε σπίτια ερωτικών συναντήσεων με την ελπίδα να μάθει κάτι για την Οντέτ.
Καμιά φορά ο Σουάν πήγαινε σε σπίτια ερωτικών συναντήσεων με την ελπίδα πως κάτι θα μπορούσε να μάθει για την Οντέτ, χωρίς ωστόσο ν᾿ αναφέρει τ᾿ όνομά της. «Έχω μια μικρή που θα σάς αρέσει», έλεγε η προαγωγός. Κι έμενε ο Σουάν μιάν ώρα να κουβεντιάζει θλιβερά με κάποια καημένη κοπέλα, που απορούσε γιατί περιοριζόταν μόνο σ᾿ αυτό. Ο Σουάν δέν μπορούσε να μην πει στα κορίτσια αυτά τα ίδια πράγματα που θ᾿ άρεσαν στην πριγκίπισσα ντέ Λώμ. Είπε μ᾿ ένα χαμόγελο στην κοπέλα:
— «Είναι συμπαθητικό, φόρεσες γαλάζια μάτια στο χρώμα που έχει ή ζώνη σου».
— «Κι εσείς έχετε γαλάζια μανικέτια».
— «Τί ωραία συζήτηση που κάνουμε σ᾿ ένα περιβάλλον σαν αυτό! Δε σ᾿ ενοχλώ; μήπως έχεις δουλειά;»
— «Όχι, όλος ο καιρός είναι δικός μου. Αν μ᾿ ενοχλούσατε, θα σάς το είχα πει. Αντίθετα, μ᾿ αρέσει πολύ να σάς ακούω να μιλάτε».
— «Πολύ με κολακεύει αυτό».
— «Δε βρίσκετε πως κουβεντιάζομε όμορφα;» είπε στην προαγωγό, που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο.
— «Μα ναι, αυτό ακριβώς σκεφτόμουν. Τί ήσυχοι που είναι! Να, έρχονται τώρα για να κουβεντιάσουν στο σπίτι μου. Ο Πρίγκιπας τo ᾿λεγε την άλλη μέρα, πως εδώ είναι πολύ καλύτερα παρά στης γυναίκας του. Φαίνεται πως τώρα στον καλό κόσμο έχουν κάτι γούστα, είναι πραγματικό σκάνδαλο! Σάς αφήνω, είμαι διακριτική». Κι άφησε τον Σουάν με την κοπέλα που είχε γαλάζια μάτια. Άλλα σε λίγο εκείνος σηκώθηκε και την αποχαιρέτησε, τού ήταν αδιάφορη, δε γνώριζε την Οντέτ.
— «Είναι συμπαθητικό, φόρεσες γαλάζια μάτια στο χρώμα που έχει ή ζώνη σου».
— «Κι εσείς έχετε γαλάζια μανικέτια».
— «Τί ωραία συζήτηση που κάνουμε σ᾿ ένα περιβάλλον σαν αυτό! Δε σ᾿ ενοχλώ; μήπως έχεις δουλειά;»
— «Όχι, όλος ο καιρός είναι δικός μου. Αν μ᾿ ενοχλούσατε, θα σάς το είχα πει. Αντίθετα, μ᾿ αρέσει πολύ να σάς ακούω να μιλάτε».
— «Πολύ με κολακεύει αυτό».
— «Δε βρίσκετε πως κουβεντιάζομε όμορφα;» είπε στην προαγωγό, που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο.
— «Μα ναι, αυτό ακριβώς σκεφτόμουν. Τί ήσυχοι που είναι! Να, έρχονται τώρα για να κουβεντιάσουν στο σπίτι μου. Ο Πρίγκιπας τo ᾿λεγε την άλλη μέρα, πως εδώ είναι πολύ καλύτερα παρά στης γυναίκας του. Φαίνεται πως τώρα στον καλό κόσμο έχουν κάτι γούστα, είναι πραγματικό σκάνδαλο! Σάς αφήνω, είμαι διακριτική». Κι άφησε τον Σουάν με την κοπέλα που είχε γαλάζια μάτια. Άλλα σε λίγο εκείνος σηκώθηκε και την αποχαιρέτησε, τού ήταν αδιάφορη, δε γνώριζε την Οντέτ.
Κι όπως πριν να φιλήσει την Οντέτ για πρώτη φορά, είχε γυρέψει να χαράξει στη μνήμη του το πρόσωπό της, έτσι όπως ήταν για τον ίδιο από καιρό και που έμελλε να αλλοιώσει την ανάμνηση του,
μ᾿ αυτό το φιλί τώρα , θα ᾿θελε με τον ίδιο τρόπο, τουλάχιστον με τη σκέψη, να είχε αποχαιρετήσει όσο ακόμα υπήρχε, αυτήν την Οντέτ που τού ενέπνεε τον έρωτα, τη ζήλεια, αυτήν την Οντέτ που τον έκανε να υποφέρει και που τώρα δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
μ᾿ αυτό το φιλί τώρα , θα ᾿θελε με τον ίδιο τρόπο, τουλάχιστον με τη σκέψη, να είχε αποχαιρετήσει όσο ακόμα υπήρχε, αυτήν την Οντέτ που τού ενέπνεε τον έρωτα, τη ζήλεια, αυτήν την Οντέτ που τον έκανε να υποφέρει και που τώρα δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
Ο ζωγράφος είχε αρρωστήσει κι ύστερα ο γιατρός Κοττάρ τον συμβούλεψε να ταξιδέψει στη θάλασσα· αρκετοί πιστοί λογάριασαν να παν μαζί του· οι Βερντυρέν, που δεν μπορούσαν να δεχτούν να μείνουν μόνοι, νοίκιασαν μια θαλαμηγό, αργότερα την αγόρασαν, κι έτσι ή Οντέτ έκανε συχνές κρουαζιέρες. Κάθε φορά που έλειπε για λίγο, ο Σουάν ένιωθε πως άρχιζε ν᾿ αποξενώνεται απ᾿ την Οντέτ, αλλά, θαρρείς κι ή ηθική απόσταση ήταν ανάλογη με την πραγματική, μόλις μάθαινε πως είχε επιστρέψει, δεν μπορούσε να παραμείνει χωρίς να τη βλέπει. Μια φορά που είχαν φύγει, καθώς νόμιζαν, για ένα μήνα, το ταξίδι βαστούσε σχεδόν ένα χρόνο. Ο Σουάν αισθανόταν απόλυτα ήσυχος, σχεδόν ευτυχισμένος. Μ᾿ όλο που ή κυρία Βερντυρέν γύρευε να πείσει τον πιανίστα και το γιατρό Κοττάρ, πως ή θεία τού ενός και οι άρρωστοι τού άλλου, δεν τούς είχαν καθόλου ανάγκη και πως πάντως δεν ήταν φρόνιμο ν᾿ αφήσουν την κυρία Κοττάρ να επιστρέψει στο Παρίσι, που ο κύριος Βερντυρέν το βεβαίωνε βρισκόταν σ᾿ επανάσταση, υποχρεώθηκε να τούς αφήσει ελεύθερους στην Κωνσταντινούπολη.
Μια μέρα, λίγο καιρό αφού επέστρεψαν ο Σουάν ανέβηκε σε ένα λεωφορείο και βρέθηκε καθισμένος απέναντι στην κυρία Κοττάρ, που έκανε το γύρο των επισκέψεων «τής ημέρας» με μεγάλη στολή, φτερό στο καπέλο, μεταξωτό φόρεμα, μανσόν, ομπρελίνο, τσαντάκι για τις κάρτες επισκεπτηρίων. Τις πρώτες στιγμές, πριν ακόμα η έμφυτη ευγένεια τής γυναίκας κατορθώσει να ξεπεράσει την επιτήδευση τής μικροαστής και μη γνωρίζοντας άλλωστε, αν έπρεπε να μιλήσει για τούς Βερντυρέν στον Σουάν, μετέφερε φυσικότατα, με την αργή, αδέξια κι απαλή φωνή της, κουβέντες απ᾿ αυτές που άκουγε κι επαναλάμβανε στα εικοσιπέντε σπίτια, που τα πατώματά τους ανέβαινε σε μια μέρα.
Αφού είπε αυτά τα λόγια ή κυρία Κοττάρ, βλέποντας πως βρισκόταν ακόμα μακριά απ᾿ το σημείο στο οποίο θα κατέβαινε, νίκησε την αμηχανία της να μιλήσει στον Σουάν για τούς Βερντυρέν και άκουσε την καρδιά της, που τη συμβούλευε να πει άλλα λόγια:
— «Τ᾿ αυτιά σας θα βούιζαν, κύριε», — τού είπε, — «στη διάρκεια τού ταξιδιού που κάναμε με την κυρία Βερντυρέν. Μόνο για σάς μιλούσαμε».
Ο Σουάν ξαφνιάστηκε, γιατί φανταζόταν πως τ᾿ όνομά του δεν το αναφέρανε ποτέ μπροστά στους Βερντυρέν.
— «Άλλωστε», πρόσθεσε η κυρία Κοττάρ, «η κυρία ντέ Κρεσύ ήταν εκεί και δεν χρειάζεται άλλη εξήγηση. Όταν ή Οντέτ βρίσκεται κάπου, δεν μπορεί να μείνει πολλή ώρα χωρίς να μιλήσει για σάς. Και φυσικά δεν είναι για να πει κακό. Πώς! Αμφιβάλλετε»; είπε βλέποντας κάποια κίνηση σκεπτικισμού στον Σουάν.
Και καθώς τη συνεπήρε η ειλικρίνεια τής πεποίθησής της, και με τη διάθεση που σε κάνει να μιλήσεις για τη συμπάθεια που ενώνει φίλους:
— «Μα, σάς λατρεύει! Α! νομίζω πως δε θα ᾿πρεπε να πει κανείς το παραμικρό για σάς μπροστά της! Θα τον έβαζε στη θέση του. Για το κάθε τι, αν, για παράδειγμα, βλέπαμε έναν πίνακα ζωγραφικής, έλεγε»:
— «Αχ! αν ήταν εδώ, εκείνος θα ᾿ξερε να μάς πει, αν είναι αυθεντικό ή όχι. Σ᾿ αυτό κανείς δεν τον φτάνει». Και κάθε τόσο ρωτούσε: — «Τι κάνει άραγε τούτη τη στιγμή; Αν τουλάχιστο εργαζόταν λίγο! Είναι κρίμα, ένα παιδί με τέτοια χαρίσματα να είναι τόσο τεμπέλης. Τούτη τη στιγμή τον φαντάζομαι, μάς σκέφτεται, Αναρωτιέται που βρισκόμαστε».
— «Όχι σάς ορκίζομαι, δεν το λέω αυτό για να σάς κολακέψω, έχετε μια πραγματική φίλη, που σαν αυτή δεν υπάρχουν πολλές. Θα σάς πω μάλιστα, αν δεν το ξέρετε, πως είστε ο μόνος. Η κυρία Βερντυρέν μού ᾿λεγε την τελευταία μέρα ακόμα»: «Δε λέω βέβαια πως ή Οντέτ δε μάς αγαπά, όμως ό,τι κι αν τής λέμε, δεν έχει μεγάλη βαρύτητα απέναντι σ᾿ ό,τι θα τής πει ο κύριος Σουάν». «Ω, Θεέ μου! με σταματά ο οδηγός, κουβεντιάζοντας μαζί σας θα ᾿φηνα να περάσει ή οδός Μποναπάρτ...».
Για να συναγωνιστεί τ᾿ αρρωστημένα συναισθήματα που ένιωθε ο Σουάν για την Οντέτ, ή κυρία Κοττάρ, καλύτερη θεραπεύτρια από τον άντρα της, είχε μπολιάσει κοντά τους άλλα συναισθήματα, που ήταν πιο φυσικά, συναισθήματα ευγνωμοσύνης, φιλίας, συναισθήματα που στη σκέψη του Σουάν θα έκαναν την Οντέτ πιο ανθρώπινη, θα επισπεύδανε την οριστική μετατροπή της σε μια Οντέτ που θα την αγαπούσε με ήσυχη αγάπη, και που κοντά της ο Σουάν είχε διαβλέψει πως θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος.
Παλιότερα, όταν σκεφτόταν συχνά με τρόμο πως μια μέρα θα έπαυε να είναι ερωτευμένος με την Οντέτ, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα ήταν προσεχτικός και μόλις άρχιζε η αγάπη του να τον εγκαταλείπει, θα γαντζωνόταν επάνω της, θα τη συγκρατούσε. Να όμως τώρα που στην εξασθένηση τής αγάπης του, αντιστοιχούσε ταυτόχρονα και μια εξασθένηση τής επιθυμίας να παραμείνει ερωτευμένος. Γιατί δεν μπορείς ν᾿ αλλάξεις, δηλαδή να γίνεις άλλος, και να εξακολουθείς ταυτόχρονα να υπακούς στα συναισθήματα τού παλιού σου εαυτού. Όταν προσπαθούσε, όχι πια να παραμείνει στην τόσο ιδιότυπη εποχή τής ζωής του απ᾿ την οποία τώρα έφευγε, αλλά πάσχιζε όσο μπορούσε ακόμα ν᾿ αποχτήσει μια καθαρή όψη τής εποχής αυτής, καταλάβαινε πως η προσπάθεια αυτή τού ήταν κιόλας αδύνατη· θα ᾿θελε να μπορούσε να ᾿βλεπε, σαν ένα τοπίο που έμελλε να χαθεί, την αγάπη αυτή που ᾿χε μόλις εγκαταλείψει· είναι όμως τόσο δύσκολο να γίνει κανείς διπλός και να προσφέρει στον εαυτό του το αυθεντικό θέαμα ενός συναισθήματος που δεν το κατέχει πια, ώστε σε λίγο σκοτείνιαζε το μυαλό του, δεν έβλεπε πια τίποτα, αρνιόταν να κοιτάξει· και σκεφτόταν πως θα ᾿ταν καλύτερα να ξεκουραστεί λίγο, πως θα ᾿χε καιρό αργότερα με την έλλειψη περιέργειας, με το μούδιασμα τού μισοκοιμισμένου ταξιδιώτη που κατεβάζει το καπέλο του πάνω στα μάτια για να κοιμηθεί στο τραίνο, που νιώθει πως τον παρασέρνει όλο και πιο γρήγορα μακριά απ᾿ τη χώρα που έζησε τόσον καιρό, και που είχε υποσχεθεί να μην αφήσει να τού ξεφύγει χωρίς να τής δώσει, ένα τελευταίο αποχαιρετισμό. Καί μάλιστα, σαν τον ταξιδιώτη αυτόν, αν ξυπνήσει μόνο στον προορισμό του, όταν ο Σουάν βρήκε τυχαία μπροστά του την απόδειξη πως ο Φορσβίλ υπήρξε εραστής τής Οντέτ, ανακάλυψε πως δεν ένιωθε κανένα πόνο πως η αγάπη ήταν τώρα πια μακριά, και λυπήθηκε που δεν ήξερε από πριν τη στιγμή που τον εγκατέλειψε για πάντα. Κι όπως πριν να φιλήσει την Οντέτ για πρώτη φορά, είχε γυρέψει να χαράξει στη μνήμη του το πρόσωπό της, έτσι όπως ήταν για τον ίδιο από καιρό και που έμελλε να αλλοιώσει την ανάμνηση του αυτό το φιλί, με τον ίδιο τρόπο θα ᾿θελε, τουλάχιστον με τη σκέψη, να είχε αποχαιρετήσει όσο ακόμα υπήρχε, αυτήν την Οντέτ που τού ενέπνεε τον έρωτα, τη ζήλεια, αυτήν την Οντέτ που τον έκανε να υποφέρει και που τώρα δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
Μια μέρα, λίγο καιρό αφού επέστρεψαν ο Σουάν ανέβηκε σε ένα λεωφορείο και βρέθηκε καθισμένος απέναντι στην κυρία Κοττάρ, που έκανε το γύρο των επισκέψεων «τής ημέρας» με μεγάλη στολή, φτερό στο καπέλο, μεταξωτό φόρεμα, μανσόν, ομπρελίνο, τσαντάκι για τις κάρτες επισκεπτηρίων. Τις πρώτες στιγμές, πριν ακόμα η έμφυτη ευγένεια τής γυναίκας κατορθώσει να ξεπεράσει την επιτήδευση τής μικροαστής και μη γνωρίζοντας άλλωστε, αν έπρεπε να μιλήσει για τούς Βερντυρέν στον Σουάν, μετέφερε φυσικότατα, με την αργή, αδέξια κι απαλή φωνή της, κουβέντες απ᾿ αυτές που άκουγε κι επαναλάμβανε στα εικοσιπέντε σπίτια, που τα πατώματά τους ανέβαινε σε μια μέρα.
Αφού είπε αυτά τα λόγια ή κυρία Κοττάρ, βλέποντας πως βρισκόταν ακόμα μακριά απ᾿ το σημείο στο οποίο θα κατέβαινε, νίκησε την αμηχανία της να μιλήσει στον Σουάν για τούς Βερντυρέν και άκουσε την καρδιά της, που τη συμβούλευε να πει άλλα λόγια:
— «Τ᾿ αυτιά σας θα βούιζαν, κύριε», — τού είπε, — «στη διάρκεια τού ταξιδιού που κάναμε με την κυρία Βερντυρέν. Μόνο για σάς μιλούσαμε».
Ο Σουάν ξαφνιάστηκε, γιατί φανταζόταν πως τ᾿ όνομά του δεν το αναφέρανε ποτέ μπροστά στους Βερντυρέν.
— «Άλλωστε», πρόσθεσε η κυρία Κοττάρ, «η κυρία ντέ Κρεσύ ήταν εκεί και δεν χρειάζεται άλλη εξήγηση. Όταν ή Οντέτ βρίσκεται κάπου, δεν μπορεί να μείνει πολλή ώρα χωρίς να μιλήσει για σάς. Και φυσικά δεν είναι για να πει κακό. Πώς! Αμφιβάλλετε»; είπε βλέποντας κάποια κίνηση σκεπτικισμού στον Σουάν.
Και καθώς τη συνεπήρε η ειλικρίνεια τής πεποίθησής της, και με τη διάθεση που σε κάνει να μιλήσεις για τη συμπάθεια που ενώνει φίλους:
— «Μα, σάς λατρεύει! Α! νομίζω πως δε θα ᾿πρεπε να πει κανείς το παραμικρό για σάς μπροστά της! Θα τον έβαζε στη θέση του. Για το κάθε τι, αν, για παράδειγμα, βλέπαμε έναν πίνακα ζωγραφικής, έλεγε»:
— «Αχ! αν ήταν εδώ, εκείνος θα ᾿ξερε να μάς πει, αν είναι αυθεντικό ή όχι. Σ᾿ αυτό κανείς δεν τον φτάνει». Και κάθε τόσο ρωτούσε: — «Τι κάνει άραγε τούτη τη στιγμή; Αν τουλάχιστο εργαζόταν λίγο! Είναι κρίμα, ένα παιδί με τέτοια χαρίσματα να είναι τόσο τεμπέλης. Τούτη τη στιγμή τον φαντάζομαι, μάς σκέφτεται, Αναρωτιέται που βρισκόμαστε».
— «Όχι σάς ορκίζομαι, δεν το λέω αυτό για να σάς κολακέψω, έχετε μια πραγματική φίλη, που σαν αυτή δεν υπάρχουν πολλές. Θα σάς πω μάλιστα, αν δεν το ξέρετε, πως είστε ο μόνος. Η κυρία Βερντυρέν μού ᾿λεγε την τελευταία μέρα ακόμα»: «Δε λέω βέβαια πως ή Οντέτ δε μάς αγαπά, όμως ό,τι κι αν τής λέμε, δεν έχει μεγάλη βαρύτητα απέναντι σ᾿ ό,τι θα τής πει ο κύριος Σουάν». «Ω, Θεέ μου! με σταματά ο οδηγός, κουβεντιάζοντας μαζί σας θα ᾿φηνα να περάσει ή οδός Μποναπάρτ...».
Για να συναγωνιστεί τ᾿ αρρωστημένα συναισθήματα που ένιωθε ο Σουάν για την Οντέτ, ή κυρία Κοττάρ, καλύτερη θεραπεύτρια από τον άντρα της, είχε μπολιάσει κοντά τους άλλα συναισθήματα, που ήταν πιο φυσικά, συναισθήματα ευγνωμοσύνης, φιλίας, συναισθήματα που στη σκέψη του Σουάν θα έκαναν την Οντέτ πιο ανθρώπινη, θα επισπεύδανε την οριστική μετατροπή της σε μια Οντέτ που θα την αγαπούσε με ήσυχη αγάπη, και που κοντά της ο Σουάν είχε διαβλέψει πως θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος.
Παλιότερα, όταν σκεφτόταν συχνά με τρόμο πως μια μέρα θα έπαυε να είναι ερωτευμένος με την Οντέτ, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα ήταν προσεχτικός και μόλις άρχιζε η αγάπη του να τον εγκαταλείπει, θα γαντζωνόταν επάνω της, θα τη συγκρατούσε. Να όμως τώρα που στην εξασθένηση τής αγάπης του, αντιστοιχούσε ταυτόχρονα και μια εξασθένηση τής επιθυμίας να παραμείνει ερωτευμένος. Γιατί δεν μπορείς ν᾿ αλλάξεις, δηλαδή να γίνεις άλλος, και να εξακολουθείς ταυτόχρονα να υπακούς στα συναισθήματα τού παλιού σου εαυτού. Όταν προσπαθούσε, όχι πια να παραμείνει στην τόσο ιδιότυπη εποχή τής ζωής του απ᾿ την οποία τώρα έφευγε, αλλά πάσχιζε όσο μπορούσε ακόμα ν᾿ αποχτήσει μια καθαρή όψη τής εποχής αυτής, καταλάβαινε πως η προσπάθεια αυτή τού ήταν κιόλας αδύνατη· θα ᾿θελε να μπορούσε να ᾿βλεπε, σαν ένα τοπίο που έμελλε να χαθεί, την αγάπη αυτή που ᾿χε μόλις εγκαταλείψει· είναι όμως τόσο δύσκολο να γίνει κανείς διπλός και να προσφέρει στον εαυτό του το αυθεντικό θέαμα ενός συναισθήματος που δεν το κατέχει πια, ώστε σε λίγο σκοτείνιαζε το μυαλό του, δεν έβλεπε πια τίποτα, αρνιόταν να κοιτάξει· και σκεφτόταν πως θα ᾿ταν καλύτερα να ξεκουραστεί λίγο, πως θα ᾿χε καιρό αργότερα με την έλλειψη περιέργειας, με το μούδιασμα τού μισοκοιμισμένου ταξιδιώτη που κατεβάζει το καπέλο του πάνω στα μάτια για να κοιμηθεί στο τραίνο, που νιώθει πως τον παρασέρνει όλο και πιο γρήγορα μακριά απ᾿ τη χώρα που έζησε τόσον καιρό, και που είχε υποσχεθεί να μην αφήσει να τού ξεφύγει χωρίς να τής δώσει, ένα τελευταίο αποχαιρετισμό. Καί μάλιστα, σαν τον ταξιδιώτη αυτόν, αν ξυπνήσει μόνο στον προορισμό του, όταν ο Σουάν βρήκε τυχαία μπροστά του την απόδειξη πως ο Φορσβίλ υπήρξε εραστής τής Οντέτ, ανακάλυψε πως δεν ένιωθε κανένα πόνο πως η αγάπη ήταν τώρα πια μακριά, και λυπήθηκε που δεν ήξερε από πριν τη στιγμή που τον εγκατέλειψε για πάντα. Κι όπως πριν να φιλήσει την Οντέτ για πρώτη φορά, είχε γυρέψει να χαράξει στη μνήμη του το πρόσωπό της, έτσι όπως ήταν για τον ίδιο από καιρό και που έμελλε να αλλοιώσει την ανάμνηση του αυτό το φιλί, με τον ίδιο τρόπο θα ᾿θελε, τουλάχιστον με τη σκέψη, να είχε αποχαιρετήσει όσο ακόμα υπήρχε, αυτήν την Οντέτ που τού ενέπνεε τον έρωτα, τη ζήλεια, αυτήν την Οντέτ που τον έκανε να υποφέρει και που τώρα δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
Tα διάφορα τυχαία γεγονότα που μάς φέρνουν σ᾿ επαφή με ορισμένα πρόσωπα, δεν συμπίπτουν με το χρόνο που τ᾿ αγαπούμε, αλλά, ξεπερνώντας αυτό το χρόνο, μπορούν να συμβούν πριν αρχίσει και να εμφανισθούν αφού έχει τελειώσει.
Καί να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια τής ζωής μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δε μού άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!
Καί να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια τής ζωής μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δε μού άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!
Ο Σουάν σηκώθηκε, ντύθηκε. Είχε ειδοποιήσει τον παππού μου, πως θα πήγαινε το απόγευμα στο Κομπραί, γιατί είχε πληροφορηθεί πως η κυρία ντέ Καμπρεμέρ δεσποινίς Λεγκρατέν επρόκειτο να περάσει εκεί μερικές μέρες. Στην ανάμνησή του συνδύαζε τη γοητεία από το νεανικό αυτό πρόσωπο και τη γοητεία τής εξοχής όπου είχε τόσο καιρό να πάει, και τα δυο μαζί τού πρόσφεραν ένα θέλγητρο, να εγκαταλείψει επιτέλους το Παρίσι για λίγες μέρες. Όμως, τα διάφορα τυχαία γεγονότα που μάς φέρνουν σ᾿ επαφή με ορισμένα πρόσωπα, δεν συμπίπτουν με το χρόνο που τ᾿ αγαπούμε, αλλά, ξεπερνώντας αυτό το χρόνο, μπορούν να συμβούν πριν αρχίσει και να εμφανισθούν αφού έχει τελειώσει· έτσι οι πρώτες εμφανίσεις που κάνει στη ζωή μας ένα πρόσωπο, που είναι γραφτό να μάς αρέσει αργότερα, παίρνουν στα μάτια μας αναδρομικά την αξία μιας προειδοποίησης, ενός οιωνού. Όπως ο Σουάν είχε συχνά αναλογιστεί την εικόνα τής Οντέτ όταν τη συνάντησε στο θέατρο, εκείνο το πρώτο βράδυ, όταν δε λογάριαζε να την ξανασυναντήσει, έτσι έφερνε στο μυαλό του τώρα τη βραδιά τής κυρίας ντέ Σαίντ Εβέρτ, όπου είχε παρουσιάσει το στρατηγό Φρομπερβίλ στην κυρία ντέ Καμπρεμέρ. Τα ενδιαφέροντα τής ζωής μας είναι τόσο πολλαπλά, που δεν είναι σπάνιο στην ίδια περίσταση να τοποθετούνται τα προκαταρκτικά σημάδια μιας ευτυχίας που δεν υπάρχει ακόμα, κοντά στην επιδείνωση μιας θλίψης που μάς τυραννά. Καί σίγουρα αυτό θα μπορούσε να συμβεί στον Σουάν αλλού, παρά στης κυρίας ντέ Σαίντ Εβέρτ. Ποιος ξέρει άλλωστε, στην περίπτωση που εκείνο τα βράδυ βρισκόταν αλλού, αν άλλες χαρές, άλλες λύπες δε θα τού είχαν γεννηθεί, που αργότερα θα τού είχαν φανεί αναπότρεπτες. Όμως αυτό που τού φαινόταν αναπότρεπτο, ήταν αυτό που είχε συμβεί, και σχεδόν αναγνώριζε κάτι το ουρανόπεμπτο στο ότι αποφάσισε να πάει στη βραδιά τής κυρίας ντέ Σαίντ Εβέρτ, γιατί το μυαλό του, θέλοντας να θαυμάσει τον πλούτο τής επινοητικότητας τής ζωής κι αδύναμο ν᾿ αντιμετωπίσει για καιρό ένα δύσκολο ερώτημα, όπως το να μάθει τι θα έπρεπε να ευχόταν περισσότερο, έβλεπε στις θλίψεις που είχε νιώσει εκείνο το βράδυ και στις χαρές τις ανυποψίαστες ακόμα που άρχισαν κιόλας να γεννιούνται, ένα είδος απαραίτητης αλληλουχίας.
Ξανασκέφτηκε, το χλωμό πρόσωπο τής Οντέτ, τα υπερβολικά αδύνατα μάγουλα, τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά, τα κομμένα μάτια, όλ᾿ αυτά, που η αγάπη του για την Οντέτ είχε οδηγήσει σ᾿ ένα μακρύ ξέχασμα τής πρώτης εικόνας της που δέχτηκε, και είχε πάψει να παρατηρεί απ᾿ τον πρώτο καιρό τού δεσμού τους. Καί μ᾿ αυτή την περιοδική αναίδεια, που ξαναεμφανιζόταν μόλις δεν ήταν πια δυστυχισμένος, αναφώνησε μέσα του: «Καί να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια τής ζωής μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δε μού άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!».
Ξανασκέφτηκε, το χλωμό πρόσωπο τής Οντέτ, τα υπερβολικά αδύνατα μάγουλα, τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά, τα κομμένα μάτια, όλ᾿ αυτά, που η αγάπη του για την Οντέτ είχε οδηγήσει σ᾿ ένα μακρύ ξέχασμα τής πρώτης εικόνας της που δέχτηκε, και είχε πάψει να παρατηρεί απ᾿ τον πρώτο καιρό τού δεσμού τους. Καί μ᾿ αυτή την περιοδική αναίδεια, που ξαναεμφανιζόταν μόλις δεν ήταν πια δυστυχισμένος, αναφώνησε μέσα του: «Καί να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια τής ζωής μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δε μού άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!».