Από τη μεριά τού Σουάν. Τόμος 2ος " Ένας έρωτας τού Σουάν"
Μυθιστορηματική ανθολόγηση,
Μυθιστορηματική (όχι αποσπασματική), με την έννοια ότι παρακολουθεί την εξέλιξη τού μυθιστορήματος.
(Οι υπότιτλοι είναι δικοί μου, και με πράσινο τα κομμάτια που κατά την προσωπική μου γνώμη αναδεικνύουν το πολύ ιδιαίτερο ύφος τού Προυστ αισθητικά και φιλοσοφικά)
Μυθιστορηματική ανθολόγηση,
Μυθιστορηματική (όχι αποσπασματική), με την έννοια ότι παρακολουθεί την εξέλιξη τού μυθιστορήματος.
(Οι υπότιτλοι είναι δικοί μου, και με πράσινο τα κομμάτια που κατά την προσωπική μου γνώμη αναδεικνύουν το πολύ ιδιαίτερο ύφος τού Προυστ αισθητικά και φιλοσοφικά)
"Ο μικρός πυρήνας" των Βερντυρέν. Οι πιστοί στο σαλόνι τους. Ο Σουάν και οι γυναίκες. Η αρχή τής γνωριμίας του με την Οντέτ: «δεν είναι ο τύπος μου»
Για να γίνει κανείς μέλος τού "μικρού πυρήνα" των Βερντυρέν, ένας όρος ήταν αρκετός αλλ᾿ απαραίτητος: έπρεπε να αποδεχθεί σιωπηρά ένα Πιστεύω, που ένα από τα άρθρα του όριζε πως ο νεαρός πιανίστας, προστατευόμενος τής κυρίας Βερντυρέν εκείνη τη χρονιά, για τον οποίο έλεγε: «Δεν θα ᾿πρεπε να επιτρέπεται να παίζει Βάγκνερ κατά τέτοιο τρόπο!», "έσκιζε" τόσο τον Πλαντέ [1] όσο και τον Ρουμπινστάιν [2], και πως ο γιατρός Κοττάρ ήταν καλύτερος στη διάγνωση από τον Ποτέν [3]. Κάθε "νεοσύλλεκτος", που οι Βερντυρέν δεν μπορούσαν να πείσουν πως οι βραδιές όσων δεν έρχονταν στο σπίτι τους ήταν πληκτικές σαν τη βροχή, διαγραφόταν αμέσως. Επειδή από την άποψη αυτή οι γυναίκες είναι πιο ατίθασες από τούς άνδρες, ώστε δεν δέχονται να εγκαταλείψουν κάθε περιέργεια για την κοσμική ζωή και την επιθυμία να γνωρίσουν την τέρψη και άλλων σαλονιών, κι επειδή οι Βερντυρέν ένιωθαν ακόμα πως αυτό το πνεύμα τής έρευνας και το δαιμόνιο τής επιπολαιότητας μπορούσαν μεταδοτικά να ᾿χουν μοιραίες συνέπειες για την ορθοδοξία τού μικρού εκκλησιάσματος, είχαν καταλήξει ν᾿ αποκλείουν διαδοχικά όλους τούς "πιστούς" θηλυκού γένους.
Εκτός από τη νεαρή γυναίκα του γιατρού, είχαν περιοριστεί εκείνη τη χρονιά, σχεδόν αποκλειστικά (παρ᾿ όλο που η κυρία Βερντυρέν ήταν ενάρετη η ίδια κι από αξιοσέβαστη αστική οικογένεια, υπερβολικά πλούσια αλλ᾿ εντελώς άσημη, και που μαζί της είχε σιγά-σιγά διακόψει κάθε σχέση), σε μια γυναίκα τού ημικόσμου, την κυρία ντέ Κρεσύ, που η κυρία Βερντυρέν φώναζε με το μικρό της όνομα Οντέτ, και δήλωνε πως ήταν "μια γλύκα", και στη θεία τού πιανίστα που παλιότερα είχε χρηματίσει θυρωρός· γυναίκες τόσο αμάθητες από κόσμο και τόσο απλοϊκές, που είχαν εύκολα πειστεί πως η πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν και η δούκισσα ντέ Γκερμάντ ήταν αναγκασμένες να πληρώνουν κάποιους δυστυχισμένους για να ᾿χουν κόσμο στα δείπνα τους, έτσι που αν τούς είχαν προτείνει να προσκαλεστούν από τις δυο αυτές μεγάλες κυρίες, η πρώην θυρωρός και η κοκότα θα είχαν αρνηθεί με περιφρόνηση.
Οι Βερντυρέν δεν προσκαλούσαν σε δείπνο είχαν οι πιστοί στο σπίτι τους "μια θέση κρατημένη". Για τη βραδιά δεν υπήρχε πρόγραμμα. Ο νεαρός μουσικός έπαιζε πιάνο, αλλά μόνο "αν τού έκανε κέφι", γιατί δεν υποχρέωναν κανέναν κι όπως έλεγε ο κύριος Βερντυρέν: «Όλα για τούς φίλους, ζήτω η παρέα!» Αν ο πιανίστας ήθελε να παίξει τον καλπασμό από την Βαλκυρία ή το πρελούδιο τού Τριστάνου [4], η κυρία Βερντυρέν διαμαρτυρόταν, όχι γιατί δεν τής άρεσε αυτή η μουσική, Αλλ᾿ αντίθετα γιατί τη συγκινούσε υπερβολικά. «Λοιπόν επιμένετε να χω πάλι την ημικρανία μου; Το ξέρετε πως την παθαίνω κάθε φορά που παίζετε αυτό το κομμάτι. Αύριο όταν θελήσω να σηκωθώ, καλή νύχτα, κανένας δε θα μού παρασταθεί!» Αν δεν έπαιζε πιάνο, συζητούσαν, κι ένας απ᾿ τούς φίλους, συνήθως ο ευνοούμενος τότε ζωγράφος τους, "αμόλαγε", όπως έλεγε ο Βερντυρέν, "ένα χοντρό χωρατό που τούς έκανε όλους να σκάνε στα γέλια", και ιδιαίτερα την κυρία Βερντυρέν, που κάποτε, ο γιατρός Κοττάρ (νέος πρωτόβγαλτος την εποχή εκείνη) χρειάστηκε να τής βάλει στη θέση της τη μασέλα που τής είχε φύγει απ᾿ το πολύ γέλιο. Καθώς η "παρέα" είχε πάρει όλο και μεγαλύτερη θέση στη ζωή τής κυρίας Βερντυρέν, καταραμένα ήταν όλα όσα κρατούσαν τούς φίλους μακριά της και τούς εμπόδιζαν καμιά φορά να ᾿ναι ελεύθεροι: πότε η μητέρα τού ενός, πότε το επάγγελμα τού άλλου, πότε το εξοχικό σπίτι ή η κακή υγεία κάποιου τρίτου. Αν ο γιατρός Κοττάρ θεωρούσε απαραίτητο να φύγει αμέσως μετά το τραπέζι, για να επιστρέψει σ᾿ ένα άρρωστο που κινδύνευε: «Ποιος ξέρει;» τού έλεγε η κυρία Βερντυρέν, «ίσως να ᾿ναι καλύτερα γι αυτόν να μην τον ενοχλήσετε απόψε θα περάσει καλή νύχτα χωρίς εσάς, θα πάτε αύριο το πρωί και θα τον βρείτε μια χαρά». Απ᾿ την αρχή τού Δεκέμβρη αρρώσταινε και μόνο στη σκέψη πως οι πιστοί θα την "παρατούσαν" τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Η θεία τού πιανίστα απαιτούσε να δειπνήσει τη μέρα αυτή ο ανεψιός της οικογενειακά στη μητέρα εκεινής: «Νομίζετε πως η μητέρα σας θα πεθάνει», τής είπε σκληρά η κυρία Βερντυρέν, «αν δεν δειπνήσετε μαζί της την Πρωτοχρονιά, όπως κάνουν στην επαρχία!» Οι ανησυχίες της ξαναγεννιόταν τη Μεγάλη Εβδομάδα:
— «Εσείς γιατρέ, ένας επιστήμονας, ένα ανώτερο πνεύμα, θα ᾿ρθετε φυσικά τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν είναι έτσι;» είπε στον Κοττάρ την πρώτη χρονιά, με ύφος σίγουρο, λες και δεν ήταν δυνατόν να αμφιβάλλει για την απάντηση.
— «Θα ᾿ρθω την Μεγάλη Παρασκευή... να σάς αποχαιρετήσω γιατί θα περάσουμε τις γιορτές τού Πάσχα στην Ωβέρν».
— «Στην Ωβέρν; Για να σάς φάνε οι ψύλλοι και τα ζωύφια; σε καλό σας!»
Κι όταν ένας "πιστός" είχε ένα φίλο ή μια ταχτική, ένα φλερτ, ικανό να τον κάνει να τούς "παρατήσει" καμιά φορά, οι Βερντυρέν, που δεν τρόμαζαν αν μια γυναίκα είχε εραστή φτάνει να τον είχε στο σπίτι τους, να τον αγαπούσε στο πρόσωπό τους και να μην τον προτιμούσε περισσότερο απ᾿ αυτούς, έλεγαν: «Ε λοιπόν, φέρτε το φίλο σας!» Και τον προσκαλούσαν δοκιμαστικά, για να δουν αν ήταν ικανός να μην έχει μυστικά από την κυρία Βερντυρέν, αν θα ᾿ταν άξιος να γίνει δεκτός στη "μικρή φάρα". Αν δεν ήταν, έπαιρναν χωριστά τον πιστό που τούς τον είχε παρουσιάσει και φρόντιζαν να τον κάνουν να τσακωθεί με το φίλο του ή την ερωμένη του. Έτσι, όταν εκείνη τη χρονιά η κυρία τού ημικόσμου διηγήθηκε στον κύριο Βερντυρέν πως είχε γνωρίσει ένα χαριτωμένο άνθρωπο, τον κύριο Σουάν, κι άφησε να εννοηθεί πως θα χαιρόταν να γίνει δεκτός στο σπίτι τους, ο κύριος Βερντυρέν διαβίβασε την ίδια στιγμή την αίτηση στη γυναίκα του. Δεν είχε ποτέ γνώμη πριν τη γυναίκα του, και εκτελούσε τις επιθυμίες της καθώς και τις επιθυμίες των πιστών, με πολλά τεχνάσματα γεμάτα επινοητικότητα.
— «Η κυρία ντέ Κρεσύ, θα επιθυμούσε να σού παρουσιάσει ένα φίλο της, τον κύριο Σουάν. Τί θα έλεγες;»
— «Μα πως είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς κάτι σε μια τόσο τέλεια ύπαρξη. Σιωπή! Δεν ζητάει κανείς τη γνώμη σας, σάς λέω πως είστε μια τέλεια ύπαρξη» τόνισε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ.
— «Αφού το θέλετε» απάντησε η Οντέτ σε τόνο θεατρικού χαριεντισμού.
— «Ε, λοιπόν φέρτε τον φίλο σας, αν είναι ευχάριστος!»
Βέβαια, ο "μικρός πυρήνας" δε είχε καμιά σχέση με την κοινωνία που σύχναζε ο Σουάν, κι οι καθαρόαιμοι κοσμικοί θα θεωρούσαν πως άδικα είχε κερδίσει μια τόσο ξεχωριστή θέση στην κοινωνία αυτή, αφού ζητούσε να τον παρουσιάσουν στους Βερντυρέν. Ο Σουάν όμως που τόσο αγαπούσε τις γυναίκες, δεν θεωρούσε τούς τίτλους τής πολιτογράφησης που τού είχε χορηγήσει το φωμπούρ Σαιν-Ζερμαίν [5] — τίτλους ευγενείας σχεδόν— παρά σαν ένα είδος ανταλλάξιμο, μια πιστωτική επιστολή η οποία τού επέτρεπε ν᾿ αυτοσχεδιάζει για τον εαυτό του μια θέση σε κάποια γωνιά τής επαρχίας ή σε κάποιο άσημο κύκλο τού Παρισιού, όπου τού είχε κάνει εντύπωση η ομορφιά τής κόρης τού αγρότη ευπατρίδη ή γραμματικού. Γιατί τότε ο πόθος ή ο έρωτας τού ξανάδινε το αίσθημα ματαιοδοξίας που το ᾿χε τώρα πια χάσει με τη συνήθεια τής ζωής, παρ όλο που αυτό ακριβώς το αίσθημα τον είχε οδηγήσει σ᾿ αυτήν την κοσμική καριέρα, όπου είχε κατασπαταλήσει σ᾿ επιπόλαιες χαρές τα πνευματικά του χαρίσματα, κι είχε χρησιμοποιήσει την πολυμάθειά του στον τομέα τής τέχνης, για να συμβουλεύει τις κυρίες τής καλής κοινωνίας, πως να αγοράζουν πίνακες και πως να επιπλώνουν τα μέγαρά τους και που τον έκανε να επιθυμεί να λάμψει στα μάτια μιας άγνωστης που τού άρεσε, με μια κομψότητα που δεν την υπονοούσε μόνο το όνομα Σουάν. Κι αυτό το επιθυμούσε κυρίως, όταν η άγνωστη ήταν από ταπεινή καταγωγή. Κι όπως ένας έξυπνος άνθρωπος δεν φοβάται μήπως θεωρηθεί κουτός από έναν άλλο έξυπνο, έτσι κι ένας κομψός κύριος δεν φοβάται μήπως η χάρη του παραγνωριστεί από κανένα μεγάλον άρχοντα, αλλά από κάποιον αγροίκο. Τα τρία τέταρτα από τις επιδείξεις πνεύματος και τα ψέματα ματαιοδοξίας που έχουν ξοδευτεί αφότου υπάρχει ο κόσμος, σπαταλήθηκαν σε κατώτερους. Κι ο Σουάν, που ήταν απλός και αδιάφορος μπροστά σε μια δούκισσα, φοβόταν την περιφρόνηση κι έπαιρνε πόζες όταν βρισκόταν μπροστά σε μια καμαριέρα.
Δεν έμοιαζε μ᾿ αυτούς που από τεμπελιά, ή από ένα αίσθημα υποταγής στην υποχρέωση που τούς δημιουργεί το κοινωνικό μεγαλείο, παραμένουν δεμένοι σε μια ορισμένη όχθη, απέχουν από τις χαρές που τούς προσφέρει η πραγματικότητα έξω από την κοινωνική τους θέση στην οποία ζουν μέχρι να πεθάνουν, και περιορίζονται τελικά να αποκαλούν χαρές, τις μέτριες διασκεδάσεις ή την υποφερτή πλήξη που τούς προσφέρει η κοσμική τους αυτή θέση. Ο Σουάν δεν προσπαθούσε να βρει όμορφες τις γυναίκες με τις οποίες περνούσε τον καιρό του, αλλά να περνά τον καιρό του με γυναίκες που πρώτα απ᾿ όλα θα τις είχε βρει όμορφες. Κι ήταν συχνά γυναίκες με ομορφιά αρκετά χυδαία, γιατί οι φυσικές αρετές που αναζητούσε, έρχονταν χωρίς να το αντιλαμβάνεται, σε τέλεια αντίθεση με τις αρετές που τον έκαναν να θαυμάζει στις γυναίκες που απέδιδαν σε γλυπτά ή σε πίνακες οι μεγάλοι καλλιτέχνες τής προτίμησής του. Το βάθος, η μελαγχολία τής έκφρασης, πάγωναν τις αισθήσεις του κι αρκούσε αντίθετα να τις ξυπνήσει μια σάρκα ζωντανή, πλούσια και ροδαλή.
Αν ταξιδεύοντας, συναντούσε μια οικογένεια που θα ᾿ταν πιο καθώς πρέπει να μη γυρέψει να γνωρίσει, μα στην οποία υπήρχε μια γυναίκα που ξεχώριζε στα μάτια του με άγνωστη ως τότε γι αυτόν γοητεία, τότε, το να την κοιτάξει αφ᾿ υψηλού, το να αλλάξει την ευχαρίστηση που θα μπορούσε να νιώσει μαζί της, με μια ευχαρίστηση διαφορετική, γράφοντας σε κάποια παλιά ερωμένη του να ᾿ρθει να τον συναντήσει, θα τού φαινόταν δειλή παραίτηση από τη ζωή, απάρνηση μιας καινούργιας ευτυχίας, λες κι αντί να ταξιδέψει και να γνωρίσει άλλους τόπους, περιοριζόταν στο δωμάτιό του για να κοιτάξει τη θέα τού Παρισιού. Δεν κλεινόταν στο οικοδόμημα των σχέσεων του, αλλά κουβαλούσε μαζί του, παντού όπου μια γυναίκα τού άρεσε, ένα απ᾿ εκείνα τα λυόμενα τσαντίρια, σαν τούς εξερευνητές. Πόσες φορές δεν είχε ξοδέψει ολόκληρη την "πίστωση" που είχε σε μια δούκισσα, πίστωση φτιαγμένη από την ευχαρίστηση που συσσώρευε εκείνη από χρόνια για να τού γίνει αρεστή, χωρίς όμως να τής δοθεί ποτέ η ευκαιρία, ζητώντας της μ᾿ ένα αδιάκριτο μήνυμα μια σύσταση που θα τον έφερνε σ᾿ επαφή με ένα από τούς επιστάτες της, που την κόρη του είχε προσέξει στην εξοχή, έτσι όπως ένας πεινασμένος θα ᾿δινε ένα διαμάντι για ένα κομμάτι ψωμί. Ύστερα, ανήκε σ᾿ αυτήν την κατηγορία των έξυπνων ανθρώπων που έζησαν αργόσχολα, και ψάχνουν γι αυτό να βρουν παρηγοριά στη σκέψη πως αυτή η απραξία προσφέρει στην διάνοιά τους αντικείμενα με τόσο ενδιαφέρον, όσο τα αντικείμενα που θα μπορούσε να δημιουργήσει η τέχνη ή η μελέτη και πως η "Ζωή" προσφέρει καταστάσεις με πιότερο ενδιαφέρον και πιο μυθιστορηματικές, απ᾿ όλα τα μυθιστορήματα. Αυτό τουλάχιστον επέμενε να λέει κι έπειθε εύκολα τούς πιο εκλεπτυσμένους φίλους του, και κυρίως τον βαρώνο ντέ Σαρλύς· χαιρόταν να τον διασκεδάζει με τις πικάντικες περιπέτειες που τού συνέβησαν, όπως όταν είχε συναντήσει στο τραίνο μια γυναίκα που αφού την έφερε στο σπίτι του, ανακάλυψε πως ήταν η αδελφή ενός μονάρχη, που στα χέρια του πλέκονταν εκείνη τη στιγμή όλα τα νήματα τής ευρωπαϊκής πολιτικής, για την οποία ενημερώθηκε με τρόπο πολύ ευχάριστο.
Άλλωστε δεν ήταν μόνο η εντυπωσιακή στρατιά από ενάρετες γηραιές κυρίες, από στρατηγούς, από ακαδημαϊκούς, που τούς υποχρέωνε να τού κάνουν τον προξενητή. Όλοι οι φίλοι του είχαν συνηθίσει να παίρνουν κάθε τόσο γράμματά του, στα οποία ζητούσε δυο λόγια συστατικά ή κάποια παρουσίαση. Μού διηγήθηκαν πολλές φορές, χρόνια αργότερα όταν άρχισε να με ενδιαφέρει ο χαραχτήρας του γιατί παρουσίαζε σ᾿ εντελώς άλλα σημεία ομοιότητες με το δικό μου, πως σαν έγραφε στον παππού μου — που δεν ήταν ακόμα τότε παππούς μου, γιατί την εποχή που γεννήθηκα άρχισε ο μεγάλος έρωτας τού Σουάν, και τότε διακόπηκαν για καιρό αυτές οι συνήθειες — ο παππούς μου, αναγνωρίζοντας στο φάκελο το γράψιμο τού φίλου του, αναφωνούσε: «Να ο Σουάν, κάτι θα γυρεύει πάλι προσοχή!» Και είτε από δυσπιστία, είτε από διαβολικό συναίσθημα που μάς σπρώχνει να προσφέρουμε κάτι μόνο σ᾿ αυτούς που δεν το επιθυμούν, οι παππούδες μου προβάλλανε απόλυτη άρνηση στις παρακλήσεις που τούς διαβίβαζε, και που θα μπορούσαν ευκολότατα να ικανοποιήσουν, όπως να τον συστήσουν σε μια νέα κοπέλα που γευμάτιζε κάθε Κυριακή στο σπίτι τους, και που ήταν υποχρεωμένοι κάθε φορά που την ανέφερε ο Σουάν, να παριστάνουν πως τάχα δεν την συναντούσαν πια, παρ᾿ όλο, που όλη τη βδομάδα αναρωτιόνταν ποιόν θα μπορούσαν να καλέσουν μαζί της και συχνά δεν εύρισκαν κανέναν, ακριβώς γιατί δεν έκαναν νεύμα σ᾿ εκείνον που θα ήταν τόσο ευτυχισμένος, αν τον καλούσαν.
Καμιά φορά κάποιο ζευγάρι φίλων των παππούδων μου, που ως τότε είχε εκφράσει το παράπονο, πως δεν έβλεπε ποτέ τον Σουάν, τούς πληροφορούσε με ικανοποίηση και ίσως με την επιθυμία να προκαλέσει ζήλεια, πως τούς είχε γίνει ιδιαίτερα αγαπητός και πως ήταν αχώριστοι. Ο παππούς μου δεν ήθελε να τούς χαλάσει την ευχαρίστηση, αλλά κοίταζε τη γιαγιά μου και σιγοτραγουδούσε: «Ποιο είναι αυτό το μυστήριο που δεν μπορώ να ξεδιαλύνω» ή «φευγαλέο όνειρο».
Αν μερικούς μήνες αργότερα ο παππούς μου ρωτούσε τον καινούργιο φίλο τού Σουάν: «Και τον Σουάν τον βλέπετε πάντα πολύ συχνά;», έβλεπε το πρόσωπο τού φίλου του να ξινίζει: «Μην ξαναναφέρετε ποτέ τ᾿ όνομά του μπροστά μου!»
Όταν η ερωμένη τής στιγμής τύχαινε να είναι κοσμική, ή τουλάχιστον γυναίκα που η υπερβολικά ταπεινή καταγωγή της, δεν την εμπόδιζαν να γίνεται δεχτή στα σαλόνια, τότε ξαναγυρνούσε στον καλό κόσμο για χατίρι της, αλλά μόνο στον ορισμένο κύκλο όπου συνήθιζε να κινείται εκείνη ή εκεί που την είχε παρασύρει ο ίδιος και τότε, σα σκεφτόταν τον θαυμασμό και τη φιλία, που οι φίλοι που θα συναντούσε εκεί, θα τού προσφέρανε μπροστά στη γυναίκα που αγαπούσε, τότε ανακάλυπτε ξανά μια έλξη γι αυτήν την κοσμική ζωή, που την είχε χορτάσει, αλλά που η ύλη της διαποτισμένη και χρωματισμένη ζεστά από μια φλόγα κρυμμένη που έπαιζε μέσα της, τού φαινόταν πολύτιμη και ωραία από τότε που είχε ενσωματώσει σ᾿ αυτήν έναν καινούργιο έρωτα.
Εκτός από τη νεαρή γυναίκα του γιατρού, είχαν περιοριστεί εκείνη τη χρονιά, σχεδόν αποκλειστικά (παρ᾿ όλο που η κυρία Βερντυρέν ήταν ενάρετη η ίδια κι από αξιοσέβαστη αστική οικογένεια, υπερβολικά πλούσια αλλ᾿ εντελώς άσημη, και που μαζί της είχε σιγά-σιγά διακόψει κάθε σχέση), σε μια γυναίκα τού ημικόσμου, την κυρία ντέ Κρεσύ, που η κυρία Βερντυρέν φώναζε με το μικρό της όνομα Οντέτ, και δήλωνε πως ήταν "μια γλύκα", και στη θεία τού πιανίστα που παλιότερα είχε χρηματίσει θυρωρός· γυναίκες τόσο αμάθητες από κόσμο και τόσο απλοϊκές, που είχαν εύκολα πειστεί πως η πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν και η δούκισσα ντέ Γκερμάντ ήταν αναγκασμένες να πληρώνουν κάποιους δυστυχισμένους για να ᾿χουν κόσμο στα δείπνα τους, έτσι που αν τούς είχαν προτείνει να προσκαλεστούν από τις δυο αυτές μεγάλες κυρίες, η πρώην θυρωρός και η κοκότα θα είχαν αρνηθεί με περιφρόνηση.
Οι Βερντυρέν δεν προσκαλούσαν σε δείπνο είχαν οι πιστοί στο σπίτι τους "μια θέση κρατημένη". Για τη βραδιά δεν υπήρχε πρόγραμμα. Ο νεαρός μουσικός έπαιζε πιάνο, αλλά μόνο "αν τού έκανε κέφι", γιατί δεν υποχρέωναν κανέναν κι όπως έλεγε ο κύριος Βερντυρέν: «Όλα για τούς φίλους, ζήτω η παρέα!» Αν ο πιανίστας ήθελε να παίξει τον καλπασμό από την Βαλκυρία ή το πρελούδιο τού Τριστάνου [4], η κυρία Βερντυρέν διαμαρτυρόταν, όχι γιατί δεν τής άρεσε αυτή η μουσική, Αλλ᾿ αντίθετα γιατί τη συγκινούσε υπερβολικά. «Λοιπόν επιμένετε να χω πάλι την ημικρανία μου; Το ξέρετε πως την παθαίνω κάθε φορά που παίζετε αυτό το κομμάτι. Αύριο όταν θελήσω να σηκωθώ, καλή νύχτα, κανένας δε θα μού παρασταθεί!» Αν δεν έπαιζε πιάνο, συζητούσαν, κι ένας απ᾿ τούς φίλους, συνήθως ο ευνοούμενος τότε ζωγράφος τους, "αμόλαγε", όπως έλεγε ο Βερντυρέν, "ένα χοντρό χωρατό που τούς έκανε όλους να σκάνε στα γέλια", και ιδιαίτερα την κυρία Βερντυρέν, που κάποτε, ο γιατρός Κοττάρ (νέος πρωτόβγαλτος την εποχή εκείνη) χρειάστηκε να τής βάλει στη θέση της τη μασέλα που τής είχε φύγει απ᾿ το πολύ γέλιο. Καθώς η "παρέα" είχε πάρει όλο και μεγαλύτερη θέση στη ζωή τής κυρίας Βερντυρέν, καταραμένα ήταν όλα όσα κρατούσαν τούς φίλους μακριά της και τούς εμπόδιζαν καμιά φορά να ᾿ναι ελεύθεροι: πότε η μητέρα τού ενός, πότε το επάγγελμα τού άλλου, πότε το εξοχικό σπίτι ή η κακή υγεία κάποιου τρίτου. Αν ο γιατρός Κοττάρ θεωρούσε απαραίτητο να φύγει αμέσως μετά το τραπέζι, για να επιστρέψει σ᾿ ένα άρρωστο που κινδύνευε: «Ποιος ξέρει;» τού έλεγε η κυρία Βερντυρέν, «ίσως να ᾿ναι καλύτερα γι αυτόν να μην τον ενοχλήσετε απόψε θα περάσει καλή νύχτα χωρίς εσάς, θα πάτε αύριο το πρωί και θα τον βρείτε μια χαρά». Απ᾿ την αρχή τού Δεκέμβρη αρρώσταινε και μόνο στη σκέψη πως οι πιστοί θα την "παρατούσαν" τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Η θεία τού πιανίστα απαιτούσε να δειπνήσει τη μέρα αυτή ο ανεψιός της οικογενειακά στη μητέρα εκεινής: «Νομίζετε πως η μητέρα σας θα πεθάνει», τής είπε σκληρά η κυρία Βερντυρέν, «αν δεν δειπνήσετε μαζί της την Πρωτοχρονιά, όπως κάνουν στην επαρχία!» Οι ανησυχίες της ξαναγεννιόταν τη Μεγάλη Εβδομάδα:
— «Εσείς γιατρέ, ένας επιστήμονας, ένα ανώτερο πνεύμα, θα ᾿ρθετε φυσικά τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν είναι έτσι;» είπε στον Κοττάρ την πρώτη χρονιά, με ύφος σίγουρο, λες και δεν ήταν δυνατόν να αμφιβάλλει για την απάντηση.
— «Θα ᾿ρθω την Μεγάλη Παρασκευή... να σάς αποχαιρετήσω γιατί θα περάσουμε τις γιορτές τού Πάσχα στην Ωβέρν».
— «Στην Ωβέρν; Για να σάς φάνε οι ψύλλοι και τα ζωύφια; σε καλό σας!»
Κι όταν ένας "πιστός" είχε ένα φίλο ή μια ταχτική, ένα φλερτ, ικανό να τον κάνει να τούς "παρατήσει" καμιά φορά, οι Βερντυρέν, που δεν τρόμαζαν αν μια γυναίκα είχε εραστή φτάνει να τον είχε στο σπίτι τους, να τον αγαπούσε στο πρόσωπό τους και να μην τον προτιμούσε περισσότερο απ᾿ αυτούς, έλεγαν: «Ε λοιπόν, φέρτε το φίλο σας!» Και τον προσκαλούσαν δοκιμαστικά, για να δουν αν ήταν ικανός να μην έχει μυστικά από την κυρία Βερντυρέν, αν θα ᾿ταν άξιος να γίνει δεκτός στη "μικρή φάρα". Αν δεν ήταν, έπαιρναν χωριστά τον πιστό που τούς τον είχε παρουσιάσει και φρόντιζαν να τον κάνουν να τσακωθεί με το φίλο του ή την ερωμένη του. Έτσι, όταν εκείνη τη χρονιά η κυρία τού ημικόσμου διηγήθηκε στον κύριο Βερντυρέν πως είχε γνωρίσει ένα χαριτωμένο άνθρωπο, τον κύριο Σουάν, κι άφησε να εννοηθεί πως θα χαιρόταν να γίνει δεκτός στο σπίτι τους, ο κύριος Βερντυρέν διαβίβασε την ίδια στιγμή την αίτηση στη γυναίκα του. Δεν είχε ποτέ γνώμη πριν τη γυναίκα του, και εκτελούσε τις επιθυμίες της καθώς και τις επιθυμίες των πιστών, με πολλά τεχνάσματα γεμάτα επινοητικότητα.
— «Η κυρία ντέ Κρεσύ, θα επιθυμούσε να σού παρουσιάσει ένα φίλο της, τον κύριο Σουάν. Τί θα έλεγες;»
— «Μα πως είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς κάτι σε μια τόσο τέλεια ύπαρξη. Σιωπή! Δεν ζητάει κανείς τη γνώμη σας, σάς λέω πως είστε μια τέλεια ύπαρξη» τόνισε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ.
— «Αφού το θέλετε» απάντησε η Οντέτ σε τόνο θεατρικού χαριεντισμού.
— «Ε, λοιπόν φέρτε τον φίλο σας, αν είναι ευχάριστος!»
Βέβαια, ο "μικρός πυρήνας" δε είχε καμιά σχέση με την κοινωνία που σύχναζε ο Σουάν, κι οι καθαρόαιμοι κοσμικοί θα θεωρούσαν πως άδικα είχε κερδίσει μια τόσο ξεχωριστή θέση στην κοινωνία αυτή, αφού ζητούσε να τον παρουσιάσουν στους Βερντυρέν. Ο Σουάν όμως που τόσο αγαπούσε τις γυναίκες, δεν θεωρούσε τούς τίτλους τής πολιτογράφησης που τού είχε χορηγήσει το φωμπούρ Σαιν-Ζερμαίν [5] — τίτλους ευγενείας σχεδόν— παρά σαν ένα είδος ανταλλάξιμο, μια πιστωτική επιστολή η οποία τού επέτρεπε ν᾿ αυτοσχεδιάζει για τον εαυτό του μια θέση σε κάποια γωνιά τής επαρχίας ή σε κάποιο άσημο κύκλο τού Παρισιού, όπου τού είχε κάνει εντύπωση η ομορφιά τής κόρης τού αγρότη ευπατρίδη ή γραμματικού. Γιατί τότε ο πόθος ή ο έρωτας τού ξανάδινε το αίσθημα ματαιοδοξίας που το ᾿χε τώρα πια χάσει με τη συνήθεια τής ζωής, παρ όλο που αυτό ακριβώς το αίσθημα τον είχε οδηγήσει σ᾿ αυτήν την κοσμική καριέρα, όπου είχε κατασπαταλήσει σ᾿ επιπόλαιες χαρές τα πνευματικά του χαρίσματα, κι είχε χρησιμοποιήσει την πολυμάθειά του στον τομέα τής τέχνης, για να συμβουλεύει τις κυρίες τής καλής κοινωνίας, πως να αγοράζουν πίνακες και πως να επιπλώνουν τα μέγαρά τους και που τον έκανε να επιθυμεί να λάμψει στα μάτια μιας άγνωστης που τού άρεσε, με μια κομψότητα που δεν την υπονοούσε μόνο το όνομα Σουάν. Κι αυτό το επιθυμούσε κυρίως, όταν η άγνωστη ήταν από ταπεινή καταγωγή. Κι όπως ένας έξυπνος άνθρωπος δεν φοβάται μήπως θεωρηθεί κουτός από έναν άλλο έξυπνο, έτσι κι ένας κομψός κύριος δεν φοβάται μήπως η χάρη του παραγνωριστεί από κανένα μεγάλον άρχοντα, αλλά από κάποιον αγροίκο. Τα τρία τέταρτα από τις επιδείξεις πνεύματος και τα ψέματα ματαιοδοξίας που έχουν ξοδευτεί αφότου υπάρχει ο κόσμος, σπαταλήθηκαν σε κατώτερους. Κι ο Σουάν, που ήταν απλός και αδιάφορος μπροστά σε μια δούκισσα, φοβόταν την περιφρόνηση κι έπαιρνε πόζες όταν βρισκόταν μπροστά σε μια καμαριέρα.
Δεν έμοιαζε μ᾿ αυτούς που από τεμπελιά, ή από ένα αίσθημα υποταγής στην υποχρέωση που τούς δημιουργεί το κοινωνικό μεγαλείο, παραμένουν δεμένοι σε μια ορισμένη όχθη, απέχουν από τις χαρές που τούς προσφέρει η πραγματικότητα έξω από την κοινωνική τους θέση στην οποία ζουν μέχρι να πεθάνουν, και περιορίζονται τελικά να αποκαλούν χαρές, τις μέτριες διασκεδάσεις ή την υποφερτή πλήξη που τούς προσφέρει η κοσμική τους αυτή θέση. Ο Σουάν δεν προσπαθούσε να βρει όμορφες τις γυναίκες με τις οποίες περνούσε τον καιρό του, αλλά να περνά τον καιρό του με γυναίκες που πρώτα απ᾿ όλα θα τις είχε βρει όμορφες. Κι ήταν συχνά γυναίκες με ομορφιά αρκετά χυδαία, γιατί οι φυσικές αρετές που αναζητούσε, έρχονταν χωρίς να το αντιλαμβάνεται, σε τέλεια αντίθεση με τις αρετές που τον έκαναν να θαυμάζει στις γυναίκες που απέδιδαν σε γλυπτά ή σε πίνακες οι μεγάλοι καλλιτέχνες τής προτίμησής του. Το βάθος, η μελαγχολία τής έκφρασης, πάγωναν τις αισθήσεις του κι αρκούσε αντίθετα να τις ξυπνήσει μια σάρκα ζωντανή, πλούσια και ροδαλή.
Αν ταξιδεύοντας, συναντούσε μια οικογένεια που θα ᾿ταν πιο καθώς πρέπει να μη γυρέψει να γνωρίσει, μα στην οποία υπήρχε μια γυναίκα που ξεχώριζε στα μάτια του με άγνωστη ως τότε γι αυτόν γοητεία, τότε, το να την κοιτάξει αφ᾿ υψηλού, το να αλλάξει την ευχαρίστηση που θα μπορούσε να νιώσει μαζί της, με μια ευχαρίστηση διαφορετική, γράφοντας σε κάποια παλιά ερωμένη του να ᾿ρθει να τον συναντήσει, θα τού φαινόταν δειλή παραίτηση από τη ζωή, απάρνηση μιας καινούργιας ευτυχίας, λες κι αντί να ταξιδέψει και να γνωρίσει άλλους τόπους, περιοριζόταν στο δωμάτιό του για να κοιτάξει τη θέα τού Παρισιού. Δεν κλεινόταν στο οικοδόμημα των σχέσεων του, αλλά κουβαλούσε μαζί του, παντού όπου μια γυναίκα τού άρεσε, ένα απ᾿ εκείνα τα λυόμενα τσαντίρια, σαν τούς εξερευνητές. Πόσες φορές δεν είχε ξοδέψει ολόκληρη την "πίστωση" που είχε σε μια δούκισσα, πίστωση φτιαγμένη από την ευχαρίστηση που συσσώρευε εκείνη από χρόνια για να τού γίνει αρεστή, χωρίς όμως να τής δοθεί ποτέ η ευκαιρία, ζητώντας της μ᾿ ένα αδιάκριτο μήνυμα μια σύσταση που θα τον έφερνε σ᾿ επαφή με ένα από τούς επιστάτες της, που την κόρη του είχε προσέξει στην εξοχή, έτσι όπως ένας πεινασμένος θα ᾿δινε ένα διαμάντι για ένα κομμάτι ψωμί. Ύστερα, ανήκε σ᾿ αυτήν την κατηγορία των έξυπνων ανθρώπων που έζησαν αργόσχολα, και ψάχνουν γι αυτό να βρουν παρηγοριά στη σκέψη πως αυτή η απραξία προσφέρει στην διάνοιά τους αντικείμενα με τόσο ενδιαφέρον, όσο τα αντικείμενα που θα μπορούσε να δημιουργήσει η τέχνη ή η μελέτη και πως η "Ζωή" προσφέρει καταστάσεις με πιότερο ενδιαφέρον και πιο μυθιστορηματικές, απ᾿ όλα τα μυθιστορήματα. Αυτό τουλάχιστον επέμενε να λέει κι έπειθε εύκολα τούς πιο εκλεπτυσμένους φίλους του, και κυρίως τον βαρώνο ντέ Σαρλύς· χαιρόταν να τον διασκεδάζει με τις πικάντικες περιπέτειες που τού συνέβησαν, όπως όταν είχε συναντήσει στο τραίνο μια γυναίκα που αφού την έφερε στο σπίτι του, ανακάλυψε πως ήταν η αδελφή ενός μονάρχη, που στα χέρια του πλέκονταν εκείνη τη στιγμή όλα τα νήματα τής ευρωπαϊκής πολιτικής, για την οποία ενημερώθηκε με τρόπο πολύ ευχάριστο.
Άλλωστε δεν ήταν μόνο η εντυπωσιακή στρατιά από ενάρετες γηραιές κυρίες, από στρατηγούς, από ακαδημαϊκούς, που τούς υποχρέωνε να τού κάνουν τον προξενητή. Όλοι οι φίλοι του είχαν συνηθίσει να παίρνουν κάθε τόσο γράμματά του, στα οποία ζητούσε δυο λόγια συστατικά ή κάποια παρουσίαση. Μού διηγήθηκαν πολλές φορές, χρόνια αργότερα όταν άρχισε να με ενδιαφέρει ο χαραχτήρας του γιατί παρουσίαζε σ᾿ εντελώς άλλα σημεία ομοιότητες με το δικό μου, πως σαν έγραφε στον παππού μου — που δεν ήταν ακόμα τότε παππούς μου, γιατί την εποχή που γεννήθηκα άρχισε ο μεγάλος έρωτας τού Σουάν, και τότε διακόπηκαν για καιρό αυτές οι συνήθειες — ο παππούς μου, αναγνωρίζοντας στο φάκελο το γράψιμο τού φίλου του, αναφωνούσε: «Να ο Σουάν, κάτι θα γυρεύει πάλι προσοχή!» Και είτε από δυσπιστία, είτε από διαβολικό συναίσθημα που μάς σπρώχνει να προσφέρουμε κάτι μόνο σ᾿ αυτούς που δεν το επιθυμούν, οι παππούδες μου προβάλλανε απόλυτη άρνηση στις παρακλήσεις που τούς διαβίβαζε, και που θα μπορούσαν ευκολότατα να ικανοποιήσουν, όπως να τον συστήσουν σε μια νέα κοπέλα που γευμάτιζε κάθε Κυριακή στο σπίτι τους, και που ήταν υποχρεωμένοι κάθε φορά που την ανέφερε ο Σουάν, να παριστάνουν πως τάχα δεν την συναντούσαν πια, παρ᾿ όλο, που όλη τη βδομάδα αναρωτιόνταν ποιόν θα μπορούσαν να καλέσουν μαζί της και συχνά δεν εύρισκαν κανέναν, ακριβώς γιατί δεν έκαναν νεύμα σ᾿ εκείνον που θα ήταν τόσο ευτυχισμένος, αν τον καλούσαν.
Καμιά φορά κάποιο ζευγάρι φίλων των παππούδων μου, που ως τότε είχε εκφράσει το παράπονο, πως δεν έβλεπε ποτέ τον Σουάν, τούς πληροφορούσε με ικανοποίηση και ίσως με την επιθυμία να προκαλέσει ζήλεια, πως τούς είχε γίνει ιδιαίτερα αγαπητός και πως ήταν αχώριστοι. Ο παππούς μου δεν ήθελε να τούς χαλάσει την ευχαρίστηση, αλλά κοίταζε τη γιαγιά μου και σιγοτραγουδούσε: «Ποιο είναι αυτό το μυστήριο που δεν μπορώ να ξεδιαλύνω» ή «φευγαλέο όνειρο».
Αν μερικούς μήνες αργότερα ο παππούς μου ρωτούσε τον καινούργιο φίλο τού Σουάν: «Και τον Σουάν τον βλέπετε πάντα πολύ συχνά;», έβλεπε το πρόσωπο τού φίλου του να ξινίζει: «Μην ξαναναφέρετε ποτέ τ᾿ όνομά του μπροστά μου!»
Όταν η ερωμένη τής στιγμής τύχαινε να είναι κοσμική, ή τουλάχιστον γυναίκα που η υπερβολικά ταπεινή καταγωγή της, δεν την εμπόδιζαν να γίνεται δεχτή στα σαλόνια, τότε ξαναγυρνούσε στον καλό κόσμο για χατίρι της, αλλά μόνο στον ορισμένο κύκλο όπου συνήθιζε να κινείται εκείνη ή εκεί που την είχε παρασύρει ο ίδιος και τότε, σα σκεφτόταν τον θαυμασμό και τη φιλία, που οι φίλοι που θα συναντούσε εκεί, θα τού προσφέρανε μπροστά στη γυναίκα που αγαπούσε, τότε ανακάλυπτε ξανά μια έλξη γι αυτήν την κοσμική ζωή, που την είχε χορτάσει, αλλά που η ύλη της διαποτισμένη και χρωματισμένη ζεστά από μια φλόγα κρυμμένη που έπαιζε μέσα της, τού φαινόταν πολύτιμη και ωραία από τότε που είχε ενσωματώσει σ᾿ αυτήν έναν καινούργιο έρωτα.
[1] Πλαντέ: Γάλλος πιανίστας (1839-1934).
[2] Ρουπινστάiν: Ρώσος πιανίστας και συνθέτης (1829-1894)
[3] Ποτέν: Γάλλος γιατρός (1825-1901)
[4] "Βαλκυρία", "Τριστάνος και Iζόλδη" όπερες τού Ρίχαρντ Βάγκνερ
[5] Σαίν-Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού, στην αριστερή όχθη τού Σηκουάνα
[2] Ρουπινστάiν: Ρώσος πιανίστας και συνθέτης (1829-1894)
[3] Ποτέν: Γάλλος γιατρός (1825-1901)
[4] "Βαλκυρία", "Τριστάνος και Iζόλδη" όπερες τού Ρίχαρντ Βάγκνερ
[5] Σαίν-Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού, στην αριστερή όχθη τού Σηκουάνα
Πως ο Σουάν ερωτεύτηκε την Οντέτ. Οι πρώτες τους συναντήσεις. «Θα ᾿μαι πάντα ελεύθερη για σένα»
Αλλά ενώ ο καθένας απ᾿ αυτούς τούς ερωτικούς δεσμούς ή το καθένα από αυτά τα φλερτ ήταν η σχεδόν ολοκληρωμένη πραγματοποίηση ενός ονείρου, γεννημένου από τη θέα ενός προσώπου ή ενός σώματος, που ο Σουάν είχε βρει γοητευτικά, αντίθετα όταν μια μέρα τον παρουσίασε στην Οντέτ ντέ Κρεσύ ένας παλιός του φίλος που τού είχε μιλήσει γι αυτήν περιγράφοντάς την σαν μια γυναίκα χαριτωμένη που μαζί της θα μπορούσε ίσως να καταλήξει σε κάτι, κι έτσι τού τη ζωγράφιζε πιο δύσκολη απ᾿ ήταν στα αλήθεια, για να φανεί πιο ευγενική η απόφασή του να την συστήσει, η Οντέτ είχε φανεί στο Σουάν όχι βέβαια χωρίς ομορφιά, αλλά μ᾿ ένα είδος ομορφιάς που τον άφηνε αδιάφορο. Είχε ένα προφίλ πιο τονισμένο απ᾿ ότι τού άρεσε, ένα δέρμα πιο εύθραυστο, ζυγωματικά εξογκωμένα. Είχε ωραία μάτια, μα τόσο μεγάλα, που λύγιζαν απ᾿ τον ίδιο τους τον όγκο και κούραζαν το υπόλοιπό της πρόσωπο. Λίγον καιρό ύστερ᾿ από την γνωριμία τους στο θέατρο, τού είχε γράψει για να τού ζητήσει να δει τις συλλογές του που την ενδιέφεραν τόσο, "αυτή την απαίδευτη που τής άρεσαν τα ωραία πράγματα". Κι έλεγε ακόμα πως πίστευε ότι θα τον γνώριζε καλύτερα, όταν θα τον έβλεπε στο "σπιτικό του", όπου τον φανταζόταν "τόσο άνετα βολεμένο με το τσάι και τα βιβλία του", μ᾿ όλο που δεν τού έκρυβε την έκπληξή της γιατί κατοικούσε σ᾿ αυτή τη γειτονιά, που ήταν "τόσο λίγο κομψή γι αυτόν, που ήταν τόσο πολύ". Κι αφού την άφησε να έρθει, την ώρα που τον αποχαιρετούσε, τού άφησε να φανεί πως θεωρούσε ότι είχε πραγματοποιηθεί μια μυθιστορηματική επαφή ανάμεσά τους, κι αυτό τον έκανε να χαμογελάσει. Έτσι στην ηλικία που σχεδόν δεν τρέφει πια κανείς αυταπάτες, και την πλησίαζε τώρα ο Σουάν, κι όπου ξέρεις πως αρκεί να ᾿σαι ερωτευμένος για την ευχαρίστηση να ᾿σαι ερωτευμένος χωρίς να απαιτείς αμοιβαιότητα, αυτό το πλησίασμα των καρδιών κι αν ακόμα δεν είναι όπως στην πρώτη νιότη ο στόχος στον οποίο τείνει ο έρωτας, παραμένει ωστόσο δεμένο μαζί σου μ᾿ ένα τόσο δυνατό συνειρμό, που μπορεί να γίνει αιτία τού έρωτα, αν τύχει και εμφανιστεί πριν απ᾿ αυτόν. Άλλοτε ονειρευόσουν να αποχτήσεις την καρδιά μιας γυναίκας που ερωτεύτηκες, αργότερα το να νιώθεις πως απόχτησες την καρδιά μιας γυναίκας, μπορεί να σε κάνει να την ερωτευτείς. Έτσι, στην ηλικία που θα ᾿λεγες, ακριβώς γιατί γυρεύεις στον έρωτα μια υποκειμενική ευχαρίστηση, πως ο ρόλος τής εκτίμησης τής ομορφιάς μιας γυναίκας θα ᾿πρεπε να ᾿ναι πιο μεγάλος, ο έρωτας ο πιο σαρκικός μπορεί να γεννηθεί χωρίς να υπάρχει στη βάση του ένας προγενέστερος πόθος. Σ᾿ αυτήν την εποχή τής ζωής έχει κανείς ερωτευτεί πολλές φορές, ο έρωτας δεν κινείται πια μόνος σύμφωνα με τούς άγνωστους και μοιραίους νόμους του, μπροστά στην ξαφνιασμένη και ανήμπορη καρδιά μας. Τον βοηθούμε με τη μνήμη με την υποβολή. Καθώς κατέχουμε το τραγούδι του χαραγμένο ολάκαιρο μέσα μας, δεν χρειαζόμαστε την γυναίκα που θα μάς πει την αρχή του, αρχή που εμπνέει η ομορφιά για να βρούμε τη συνέχειά του. Κι αν το τραγούδι αρχίζει από τη μέση εκεί που συναντιούνται οι καρδιές, η μουσική μάς είναι τόσο γνωστή, ώστε μπορούμε να συναντήσουμε τη συντροφιά μας, στο σημείο που μάς περιμένει.
Η Οντέτ ξαναγύρισε να δει το Σουάν, οι επισκέψεις έγιναν ύστερα πιο συχνές και σίγουρα η κάθε επίσκεψη ανανέωνε την απογοήτευση που ένιωθε μπροστά σ᾿ αυτό το πρόσωπο που είχε ξεχάσει στο μεταξύ όλες του τις ιδιομορφίες, και που ήταν παρά τη νιότη του τόσο μαραμένο· λυπόταν όσο κουβέντιαζε μαζί της, που η μεγάλη της ομορφιά δεν ανήκε στο είδος που θα κέρδιζε την αυθόρμητη προτίμησή του. Μα όταν έφευγε η Οντέτ, ο Σουάν χαμογελούσε καθώς σκεφτόταν πως τού είχε πει πόσο μακρύς θα τής φαινόταν ο χρόνος ώσπου να τής επιτρέψει να ξανάρθει, θυμόταν το ανήσυχο δειλό ύφος της που την έκανε συγκινητική κάτω απ᾿ το μπουκέτο με τούς ψεύτικους πανσέδες που ήταν καρφιτσωμένο πάνω στο άσπρο ψάθινο καπέλο της, με τις μαύρες βελούδινες κορδέλες. «Κι εσείς», τού είχε πει, «δεν θα ᾿ρθετε καμιά φορά σπίτι μου για τσάι;». Είχε προφασιστεί μια εργασία που συνέχιζε, μια μελέτη για το ζωγράφο Βερμέερ [1], που στην πραγματικότητα την είχε εγκαταλείψει από χρόνια. «Καταλαβαίνω πως εγώ η αδύναμη δεν μπορώ να κάνω τίποτα κοντά σ᾿ εσάς τούς μεγάλους σοφούς» τού είχε απαντήσει. «Θα με κοροϊδέψετε Αλλ᾿ αυτόν το ζωγράφο που σάς εμποδίζει να με βλέπετε, πρώτη φορά τον ακούω ζει ακόμα; Μπορεί κανείς να δει τα έργα του στο Παρίσι; για να μπορέσω να καταλάβω έτσι τι αγαπάτε, να μαντέψω λίγο τι υπάρχει κάτω από αυτό το μεγάλο μέτωπο, σ᾿ αυτό το κεφάλι που το νιώθω πάντα να σκέφτεται, για να μπορέσω να πω: να, αυτό σκέφτεται τώρα». Ο Σουάν θέλησε να δικαιολογηθεί λέγοντας πως φοβάται τις καινούργιες φιλίες, κι ονόμασε από φιλοφροσύνη, το φόβο αυτό, φόβο να μη γίνει δυστυχισμένος. «Φοβάστε μια στοργική αγάπη; Τί αστείο, εγώ μόνο αυτό αποζητώ», είπε με μια φωνή τόσο φυσική, τόσο σίγουρη, που εκείνος ταράχτηκε. «Σίγουρα υποφέρατε για μια γυναίκα. Και πιστεύετε πως κι οι άλλες είναι σαν αυτή. Δεν μπόρεσε να σάς καταλάβει είσαστε τόσο ξεχωριστός. Αυτό είναι που πρωταγάπησα σε σάς, ένιωσα πως δεν είστε σαν τούς άλλους».
— «Κι εσείς άλλωστε» τής είπε, «δεν θα είστε πολύ ελεύθερη».
— «Εγώ δεν έχω τίποτα να κάνω! Είμαι πάντα ελεύθερη, θα ᾿μαι πάντα ελεύθερη για σάς. Θα ήταν συμπαθητικό να κάνατε τη γνωριμία τής κυρίας Βερντυρέν, που στο σπίτι της πηγαίνω κάθε βράδυ. Σκεφτείτε! αν συναντιόμασταν εκεί, κι αν μπορούσα τότε να λογαριάζω πως βρίσκεστε εκεί λιγάκι για χατίρι μου!»
Καί βέβαια όταν θυμόταν τις συζητήσεις τους, όταν μόνος τη σκεφτόταν, άφηνε μονάχα την εικόνα της να κινηθεί ανάμεσα σε πολλές άλλες εικόνες γυναικών μέσα σε μυθιστορηματικά ονειροπολήματα, αν όμως χάρη σε μια οποιαδήποτε περίσταση, η εικόνα τής Οντέτ κατόρθωνε ν᾿ απορροφήσει όλα του τα ονειροπολήματα, αν τα ονειροπολήματα αυτά γίνονταν αδιαχώριστα απ᾿ την ανάμνησή της, τότε οι ατέλειες τού κορμιού της δεν θα είχαν πια καμιά σημασία, αφού, έχοντας πια γίνει το κορμί τής αγαπημένης, θα ήταν από δώ και μπρός το μόνο που θα μπορούσε να τού προκαλέσει χαρές και ανησυχίες.
Ο παππούς μου είχε γνωρίσει την οικογένεια αυτών των Βερντυρέν. Είχε όμως χάσει κάθε επαφή με αυτό που αποκαλούσε ο "νεαρός Βερντυρέν" και που θεωρούσε κάπως σχηματικά, πως είχε ξεπέσει στους μποέμ και τούς απόβλητους. Μια μέρα πήρε ένα γράμμα τού Σουάν που τον ρωτούσε αν θα μπορούσε να τον φέρει σ᾿ επαφή με τούς Βερντυρέν: «Προσοχή! Προσοχή» φώναξε ο παππούς μου, «δεν με ξαφνιάζει αυτό καθόλου, σίγουρα εκεί θα κατέληγε ο Σουάν. Θαυμάσιο περιβάλλον! Πρώτα απ᾿ όλα δεν μπορώ να κάνω αυτό που μού γυρεύει, αφού δεν έχω πια σχέσεις μ᾿ αυτόν τον κύριο. Κι ύστερα αυτό κρύβει κάποια γυναικοδουλειά, δεν ανακατεύομαι σ᾿ αυτές τις ιστορίες. Έ λοιπόν, θα διασκεδάσουμε, αν ο Σουάν μπλέξει με τούς μικρούς Βερντυρέν».
Κι επειδή ο παππούς μου απάντησε αρνητικά, η ίδια η Οντέτ οδήγησε τον Σουάν στους Βερντυρέν.
Τη μέρα που ο Σουάν έκανε την πρώτη του εμφάνιση στους Βερντυρέν, είχαν στο τραπέζι το γιατρό και την κυρία Κοττάρ, το νεαρό πιανίστα με τη θεία του και το ζωγράφο τον "κύριο Μπίς" που είχε τότε την προτίμησή τους, και σ᾿ αυτούς προστέθηκαν αργότερα, το βράδυ, μερικοί ακόμα πιστοί.
Η Οντέτ ξαναγύρισε να δει το Σουάν, οι επισκέψεις έγιναν ύστερα πιο συχνές και σίγουρα η κάθε επίσκεψη ανανέωνε την απογοήτευση που ένιωθε μπροστά σ᾿ αυτό το πρόσωπο που είχε ξεχάσει στο μεταξύ όλες του τις ιδιομορφίες, και που ήταν παρά τη νιότη του τόσο μαραμένο· λυπόταν όσο κουβέντιαζε μαζί της, που η μεγάλη της ομορφιά δεν ανήκε στο είδος που θα κέρδιζε την αυθόρμητη προτίμησή του. Μα όταν έφευγε η Οντέτ, ο Σουάν χαμογελούσε καθώς σκεφτόταν πως τού είχε πει πόσο μακρύς θα τής φαινόταν ο χρόνος ώσπου να τής επιτρέψει να ξανάρθει, θυμόταν το ανήσυχο δειλό ύφος της που την έκανε συγκινητική κάτω απ᾿ το μπουκέτο με τούς ψεύτικους πανσέδες που ήταν καρφιτσωμένο πάνω στο άσπρο ψάθινο καπέλο της, με τις μαύρες βελούδινες κορδέλες. «Κι εσείς», τού είχε πει, «δεν θα ᾿ρθετε καμιά φορά σπίτι μου για τσάι;». Είχε προφασιστεί μια εργασία που συνέχιζε, μια μελέτη για το ζωγράφο Βερμέερ [1], που στην πραγματικότητα την είχε εγκαταλείψει από χρόνια. «Καταλαβαίνω πως εγώ η αδύναμη δεν μπορώ να κάνω τίποτα κοντά σ᾿ εσάς τούς μεγάλους σοφούς» τού είχε απαντήσει. «Θα με κοροϊδέψετε Αλλ᾿ αυτόν το ζωγράφο που σάς εμποδίζει να με βλέπετε, πρώτη φορά τον ακούω ζει ακόμα; Μπορεί κανείς να δει τα έργα του στο Παρίσι; για να μπορέσω να καταλάβω έτσι τι αγαπάτε, να μαντέψω λίγο τι υπάρχει κάτω από αυτό το μεγάλο μέτωπο, σ᾿ αυτό το κεφάλι που το νιώθω πάντα να σκέφτεται, για να μπορέσω να πω: να, αυτό σκέφτεται τώρα». Ο Σουάν θέλησε να δικαιολογηθεί λέγοντας πως φοβάται τις καινούργιες φιλίες, κι ονόμασε από φιλοφροσύνη, το φόβο αυτό, φόβο να μη γίνει δυστυχισμένος. «Φοβάστε μια στοργική αγάπη; Τί αστείο, εγώ μόνο αυτό αποζητώ», είπε με μια φωνή τόσο φυσική, τόσο σίγουρη, που εκείνος ταράχτηκε. «Σίγουρα υποφέρατε για μια γυναίκα. Και πιστεύετε πως κι οι άλλες είναι σαν αυτή. Δεν μπόρεσε να σάς καταλάβει είσαστε τόσο ξεχωριστός. Αυτό είναι που πρωταγάπησα σε σάς, ένιωσα πως δεν είστε σαν τούς άλλους».
— «Κι εσείς άλλωστε» τής είπε, «δεν θα είστε πολύ ελεύθερη».
— «Εγώ δεν έχω τίποτα να κάνω! Είμαι πάντα ελεύθερη, θα ᾿μαι πάντα ελεύθερη για σάς. Θα ήταν συμπαθητικό να κάνατε τη γνωριμία τής κυρίας Βερντυρέν, που στο σπίτι της πηγαίνω κάθε βράδυ. Σκεφτείτε! αν συναντιόμασταν εκεί, κι αν μπορούσα τότε να λογαριάζω πως βρίσκεστε εκεί λιγάκι για χατίρι μου!»
Καί βέβαια όταν θυμόταν τις συζητήσεις τους, όταν μόνος τη σκεφτόταν, άφηνε μονάχα την εικόνα της να κινηθεί ανάμεσα σε πολλές άλλες εικόνες γυναικών μέσα σε μυθιστορηματικά ονειροπολήματα, αν όμως χάρη σε μια οποιαδήποτε περίσταση, η εικόνα τής Οντέτ κατόρθωνε ν᾿ απορροφήσει όλα του τα ονειροπολήματα, αν τα ονειροπολήματα αυτά γίνονταν αδιαχώριστα απ᾿ την ανάμνησή της, τότε οι ατέλειες τού κορμιού της δεν θα είχαν πια καμιά σημασία, αφού, έχοντας πια γίνει το κορμί τής αγαπημένης, θα ήταν από δώ και μπρός το μόνο που θα μπορούσε να τού προκαλέσει χαρές και ανησυχίες.
Ο παππούς μου είχε γνωρίσει την οικογένεια αυτών των Βερντυρέν. Είχε όμως χάσει κάθε επαφή με αυτό που αποκαλούσε ο "νεαρός Βερντυρέν" και που θεωρούσε κάπως σχηματικά, πως είχε ξεπέσει στους μποέμ και τούς απόβλητους. Μια μέρα πήρε ένα γράμμα τού Σουάν που τον ρωτούσε αν θα μπορούσε να τον φέρει σ᾿ επαφή με τούς Βερντυρέν: «Προσοχή! Προσοχή» φώναξε ο παππούς μου, «δεν με ξαφνιάζει αυτό καθόλου, σίγουρα εκεί θα κατέληγε ο Σουάν. Θαυμάσιο περιβάλλον! Πρώτα απ᾿ όλα δεν μπορώ να κάνω αυτό που μού γυρεύει, αφού δεν έχω πια σχέσεις μ᾿ αυτόν τον κύριο. Κι ύστερα αυτό κρύβει κάποια γυναικοδουλειά, δεν ανακατεύομαι σ᾿ αυτές τις ιστορίες. Έ λοιπόν, θα διασκεδάσουμε, αν ο Σουάν μπλέξει με τούς μικρούς Βερντυρέν».
Κι επειδή ο παππούς μου απάντησε αρνητικά, η ίδια η Οντέτ οδήγησε τον Σουάν στους Βερντυρέν.
Τη μέρα που ο Σουάν έκανε την πρώτη του εμφάνιση στους Βερντυρέν, είχαν στο τραπέζι το γιατρό και την κυρία Κοττάρ, το νεαρό πιανίστα με τη θεία του και το ζωγράφο τον "κύριο Μπίς" που είχε τότε την προτίμησή τους, και σ᾿ αυτούς προστέθηκαν αργότερα, το βράδυ, μερικοί ακόμα πιστοί.
[1] Βερμέερ: Ολλανδός ζωγράφος (1632-1675). Για καιρό παραγνωρισμένος, θεωρείται σήμερα ένας από τούς σημαντικότερους ζωγράφους τού 17ου αιώνα. Σ᾿ αυτό συνέτεινε και ο Προυστ πού τον αναφέρει και αναλύει τα έργα του.
Ο γιατρός Κοττάρ
Ο γιατρός Κοττάρ δεν ήξερε ποτέ με σιγουριά σε τι τόνο έπρεπε να απαντήσει σ᾿ ένα συνομιλητή του, αν δηλαδή ο συνομιλητής του μιλούσε αστεία ή σοβαρά. Κι έτσι πρόσθετε σ᾿ όλες τις εκφράσεις τού προσώπου του, ένα υποθετικό και προσωρινό χαμόγελο που μπορούσε να τον απαλλάξει απ᾿ την μομφή τής αφέλειας, αν τύχαινε να ᾿ναι αστεϊσμοί όσα τού είχαν πει. Αλλά για να αντιμετωπίσει και το αντίθετο ενδεχόμενο, δεν τολμούσε ν᾿ αφήσει το χαμόγελό του να εκδηλωθεί ξεκάθαρα πάνω στο πρόσωπό του, κι έβλεπες να προβάλλει μόνιμα μια αβεβαιότητα, όπου διάβαζες το ερώτημα που δεν τολμούσε να θέσει: "Αυτά που λέτε, τα λέτε στα σοβαρά;" Επειδή τού έλειπε εντελώς το κριτικό πνεύμα, τού ήταν αδύνατον να αντιληφθεί τη λεπτή ευγένεια που μάς κάνει να βεβαιώνουμε κάποιον που υποχρεώνεται σ᾿ εμάς, πως εμείς τού έχουμε υποχρέωση, χωρίς να περιμένουμε να μάς πιστέψει. Μ᾿ όλο που δεν μπορούσε να τον δει τέτοιον που ήταν πραγματικά, η κυρία Βερντυρέν είχε φτάσει στο σημείο να ενοχλείται, αν, όταν τον προσκαλούσε σ᾿ ένα από τα πρώτα θεωρεία για ν᾿ ακούσει τη Σάρα Μπερνάρ [1] , και τού έλεγε για να δώσει περισσότερη χάρη στην πρόσκλησή της: «Είστε πολύ ευγενικός που ήρθατε γιατρέ, αφού μάλιστα είμαι βέβαιη πως έχετε συχνά ακούσει τη Σάρα Μπερνάρ, κι ίσως καθόμαστε πολύ κοντά στη σκηνή», και ο γιατρός, που είχε μπει στο θεωρείο μ᾿ ένα χαμόγελο που για ν᾿ αποσαφηνιστεί ή να εξαφανιστεί, περίμενε ν᾿ ακούσει τη γνώμη κάποιου ειδικού για την αξία τής παράστασης, τής απαντούσε: «Πραγματικά, βρισκόμαστε πολύ μπροστά και αρχίζει να γίνεται κουραστική η Σάρα Μπερνάρ. Εκφράσατε όμως την επιθυμία να έρθω. Για μένα οι επιθυμίες σας είναι διαταγές. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που μπορώ να σάς προσφέρω αυτή την εξυπηρέτηση».
«Ξέρεις» είχε πει η κυρία Βερντυρέν στον άντρα της, «νομίζω πως κάνουμε λάθος όταν από μετριοφροσύνη μειώνουμε το τι προσφέρουμε στο γιατρό. Είναι ένας σοφός που ζει έξω απ᾿ την πραχτική ζωή, δεν ξέρει ο ίδιος την αξία των πραγμάτων κι αναφέρεται πάντα σ᾿ ό,τι τού πούμε εμείς». Καί τη επόμενη Πρωτοχρονιά, αντί να στείλει στο γιατρό ένα ρουμπίνι τριών χιλιάδων φράγκων λέγοντας πως είναι ένα ασήμαντο δωράκι, ο κύριος Βερντυρέν αγόρασε για τριακόσια φράγκα μια πέτρα τής σειράς και τον άφησε να πιστέψει πως δύσκολα βρίσκεται τόσο ωραία.
Λέγοντας στους Βερντυρέν πως ο Σουάν ήταν πολύ "καθώς πρέπει", η Οντέτ τούς είχε κάνει να φοβηθούν πως θα ήταν "πληκτικός". Αντίθετα όμως τούς προκάλεσε θαυμάσια εντύπωση, πράγμα που οφειλόταν, χωρίς να το ξέρουν, στο ότι σύχναζε στην κομψή κοινωνία. Ο Σουάν είχε το πλεονέκτημα των ανθρώπων που δεν μεταμορφώνουν "τον καλό κόσμο" με την επιθυμία ή τη φρίκη που προκαλεί στη φαντασία, αλλά τον θεωρούν σαν κάτι χωρίς σημασία. Η ευγένειά τους χωρίς σνομπισμό και χωρίς το φόβο μη φανούν υπέρμετρα ευγενικοί, ήταν πια εντελώς ανεξάρτητη. Η κομψότητα των κοσμικών, είχε τελικά περάσει χωρίς να το συνειδητοποιήσει, στην κοινωνική συμπεριφορά τού Σουάν. Έτσι απέναντι σε πρόσωπα ενός περιβάλλοντος κατώτερου απ᾿ το δικό του (όπως οι Βερντυρέν και οι φίλοι τους), έδειχνε από ένστικτο μια προθυμία και δεν φερνόταν ποτέ όπως ένας "πληκτικός". Ο Σουάν ζήτησε να γνωρίσει όλον το κόσμο, και ανάμεσά τους ένα παλιό φίλο των Βερντυρέν, τον Σανιέτ, που η συστολή, η απλότητα κι η καλή του καρδιά, τον είχαν κάνει να χάσει παντού, την εκτίμηση που χρωστούσε στην επιστημονική του γνώση των αρχείων, στη μεγάλη του περιουσία και στην ξεχωριστή οικογένεια στην οποία ανήκε. Μιλούσε με δυσκολία, σαν να ᾿χε ζυμάρι στο στόμα κι αυτό ήταν συμπαθητικό, γιατί πρόδινε λιγότερο μια δυσκολία στη γλώσσα παρά κάτι σαν ψυχική αρετή, κάτι σαν υπόλειμμα από την αθωότητα τής παιδικής ηλικίας, που δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ. Όλα τα σύμφωνα που δεν μπορούσε να προφέρει έδιναν την εντύπωση πως ήταν αντίστοιχες σκληρότητες για τις οποίες ήταν ανίκανος. Ο Σουάν τούς συγκίνησε πολύ, όταν θεώρησε σωστό να ζητήσει να γνωρίσει τη θεία τού πιανίστα. Ντυμένη όπως πάντα στα μαύρα έσκυψε μπροστά στο Σουάν με σεβασμό, αλλά ορθώθηκε πάλι με βασιλικό μεγαλείο. Καθώς δε ήταν μορφωμένη και φοβόταν μην κάνει λάθη γλωσσικά, πρόφερνε επίτηδες με τρόπο συγκεχυμένο, γιατί σκεφτόταν πως αν τής ξέφευγε κανένα λάθος, θα το σκέπαζε η ασάφεια και έτσι δεν θα το πρόσεχε κανείς· μ᾿ αυτόν το τρόπο η ομιλία της ήταν ένα συνεχές γουργουρητό, απ᾿ το οποίο ξεχώριζαν κάθε τόσο μερικές λέξεις για τις οποίες αισθανόταν βέβαιη. «Δεν ακούσατε ποτέ τον ανεψιό της;» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «είναι κάτι θαυμάσιο, δεν είναι έτσι γιατρέ; Θέλετε να τον παρακαλέσω να μάς παίξει κάτι, κύριε Σουάν;»
— «Μα θα είναι μια ευτυχία...» άρχισε να απαντάει ο Σουάν, όταν τον διέκοψε ο γιατρός μ᾿ ένα κοροϊδευτικό ύφος. Επειδή είχε προσέξει πως η χρησιμοποίηση τής πομπώδικης μορφής ήταν ξεπερασμένη, μόλις άκουγε μια λέξη επίσημη να λέγεται σοβαρά, όπως άκουσε τη λέξη "ευτυχία", νόμιζε πως αυτός που την είχε προφέρει, δειχνόταν επιπόλαιος λογάς. Ο γιατρός λογάριαζε πως η αχνισμένη φράση ήταν γελοία και την τελείωνε ειρωνικά με μια κοινότοπη έκφραση, που ο ίδιος φαινόταν να κατηγορεί τον συνομιλητή του πως ήθελε να χρησιμοποιήσει, ενώ ο τελευταίος δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση.
— «Μια ευτυχία για τη Γαλλία !» φώναξε πονηρά και σήκωσε εμφατικά τα χέρια.
Ο κύριος Βερντυρέν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γέλιο.
— «Τί έχουν και γελούν αυτοί οι καλοί άνθρωποι; Αν νομίζετε πως εγώ διασκεδάζω να μένω εδώ ολομόναχη σαν τιμωρημένη» φώναξε η κυρία Βερντυρέν με πειραγμένο ύφος, προσποιητά παιδικό.
Η κυρία Βερντυρέν ήταν καθισμένη σ᾿ ένα ψιλό κάθισμα από γυαλισμένο ελάτινο ξύλο, χαρισμένο από ένα Σουηδό βιολιστή, και που το φύλαγε παρόλο που ερχόταν σε αντίθεση με τα ωραία παλιά έπιπλα της, επέμενε όμως ν᾿ αφήνει σ᾿ εμφανίσιμο σημείο τα δώρα που οι πιστοί συνήθιζαν να τής προσφέρουν, ώστε οι δωρητές να χουν τη χαρά να τ᾿ αναγνωρίζουν όταν έρχονταν.
Απ᾿ αυτή την υπερυψωμένη θέση παρακολουθούσε κεφάτη τις συζητήσεις των πιστών και διασκέδαζε με τις "φαιδρότητές" τους· από τότε όμως που είχε συμβεί το ατύχημα στη μασέλα της, είχε πάψει να κάνει τον κόπο "να σκάει αληθινά στα γέλια" κι αντί γι αυτό περιοριζόταν σε μια συμβατική μιμική που έδινε χωρίς κούραση και κίνδυνο, την εντύπωση πως γελούσε μέχρι δακρύων. Με την παραμικρή κουβέντα που ξεστόμιζε ένας από τούς ταχτικούς, με στόχο τούς πληχτικούς ή ένα πρώην ταχτικό που τον είχαν διώξει στο στρατόπεδο των πληχτικών — και για μεγάλη απελπισία τού κυρίου Βερντυρέν, που είχε από καιρό τη φιλοδοξία να είναι το ίδιο συμπαθητικός με τη γυναίκα του, και που επειδή γελούσε πολύ, λαχάνιαζε γρήγορα κι έτσι τον ξεπερνούσε και τον νικούσε με την πονηρία της η γυναίκα του, που μπορούσε να γελάει αδιάκοπα και ψεύτικα — η κυρία Βερντυρέν έβγαζε μια μικρή κραυγή, έκλεινε ολότελα τα πουλίσια μάτια της, και ξαφνικά σα να ᾿θελε να προφυλαχτεί από ᾿να άσεμνο θέαμα ή μια θανάσιμη κρίση, έριχνε το πρόσωπό της στα χέρια της, το σκέπαζε ολότελα κι έκανε σα να προσπαθούσε να πνίξει, να θάψει ένα γέλιο, που αν το άφηνε ελεύθερο θα τής είχε φέρει λιγοθυμιά.
«Ξέρεις» είχε πει η κυρία Βερντυρέν στον άντρα της, «νομίζω πως κάνουμε λάθος όταν από μετριοφροσύνη μειώνουμε το τι προσφέρουμε στο γιατρό. Είναι ένας σοφός που ζει έξω απ᾿ την πραχτική ζωή, δεν ξέρει ο ίδιος την αξία των πραγμάτων κι αναφέρεται πάντα σ᾿ ό,τι τού πούμε εμείς». Καί τη επόμενη Πρωτοχρονιά, αντί να στείλει στο γιατρό ένα ρουμπίνι τριών χιλιάδων φράγκων λέγοντας πως είναι ένα ασήμαντο δωράκι, ο κύριος Βερντυρέν αγόρασε για τριακόσια φράγκα μια πέτρα τής σειράς και τον άφησε να πιστέψει πως δύσκολα βρίσκεται τόσο ωραία.
Λέγοντας στους Βερντυρέν πως ο Σουάν ήταν πολύ "καθώς πρέπει", η Οντέτ τούς είχε κάνει να φοβηθούν πως θα ήταν "πληκτικός". Αντίθετα όμως τούς προκάλεσε θαυμάσια εντύπωση, πράγμα που οφειλόταν, χωρίς να το ξέρουν, στο ότι σύχναζε στην κομψή κοινωνία. Ο Σουάν είχε το πλεονέκτημα των ανθρώπων που δεν μεταμορφώνουν "τον καλό κόσμο" με την επιθυμία ή τη φρίκη που προκαλεί στη φαντασία, αλλά τον θεωρούν σαν κάτι χωρίς σημασία. Η ευγένειά τους χωρίς σνομπισμό και χωρίς το φόβο μη φανούν υπέρμετρα ευγενικοί, ήταν πια εντελώς ανεξάρτητη. Η κομψότητα των κοσμικών, είχε τελικά περάσει χωρίς να το συνειδητοποιήσει, στην κοινωνική συμπεριφορά τού Σουάν. Έτσι απέναντι σε πρόσωπα ενός περιβάλλοντος κατώτερου απ᾿ το δικό του (όπως οι Βερντυρέν και οι φίλοι τους), έδειχνε από ένστικτο μια προθυμία και δεν φερνόταν ποτέ όπως ένας "πληκτικός". Ο Σουάν ζήτησε να γνωρίσει όλον το κόσμο, και ανάμεσά τους ένα παλιό φίλο των Βερντυρέν, τον Σανιέτ, που η συστολή, η απλότητα κι η καλή του καρδιά, τον είχαν κάνει να χάσει παντού, την εκτίμηση που χρωστούσε στην επιστημονική του γνώση των αρχείων, στη μεγάλη του περιουσία και στην ξεχωριστή οικογένεια στην οποία ανήκε. Μιλούσε με δυσκολία, σαν να ᾿χε ζυμάρι στο στόμα κι αυτό ήταν συμπαθητικό, γιατί πρόδινε λιγότερο μια δυσκολία στη γλώσσα παρά κάτι σαν ψυχική αρετή, κάτι σαν υπόλειμμα από την αθωότητα τής παιδικής ηλικίας, που δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ. Όλα τα σύμφωνα που δεν μπορούσε να προφέρει έδιναν την εντύπωση πως ήταν αντίστοιχες σκληρότητες για τις οποίες ήταν ανίκανος. Ο Σουάν τούς συγκίνησε πολύ, όταν θεώρησε σωστό να ζητήσει να γνωρίσει τη θεία τού πιανίστα. Ντυμένη όπως πάντα στα μαύρα έσκυψε μπροστά στο Σουάν με σεβασμό, αλλά ορθώθηκε πάλι με βασιλικό μεγαλείο. Καθώς δε ήταν μορφωμένη και φοβόταν μην κάνει λάθη γλωσσικά, πρόφερνε επίτηδες με τρόπο συγκεχυμένο, γιατί σκεφτόταν πως αν τής ξέφευγε κανένα λάθος, θα το σκέπαζε η ασάφεια και έτσι δεν θα το πρόσεχε κανείς· μ᾿ αυτόν το τρόπο η ομιλία της ήταν ένα συνεχές γουργουρητό, απ᾿ το οποίο ξεχώριζαν κάθε τόσο μερικές λέξεις για τις οποίες αισθανόταν βέβαιη. «Δεν ακούσατε ποτέ τον ανεψιό της;» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «είναι κάτι θαυμάσιο, δεν είναι έτσι γιατρέ; Θέλετε να τον παρακαλέσω να μάς παίξει κάτι, κύριε Σουάν;»
— «Μα θα είναι μια ευτυχία...» άρχισε να απαντάει ο Σουάν, όταν τον διέκοψε ο γιατρός μ᾿ ένα κοροϊδευτικό ύφος. Επειδή είχε προσέξει πως η χρησιμοποίηση τής πομπώδικης μορφής ήταν ξεπερασμένη, μόλις άκουγε μια λέξη επίσημη να λέγεται σοβαρά, όπως άκουσε τη λέξη "ευτυχία", νόμιζε πως αυτός που την είχε προφέρει, δειχνόταν επιπόλαιος λογάς. Ο γιατρός λογάριαζε πως η αχνισμένη φράση ήταν γελοία και την τελείωνε ειρωνικά με μια κοινότοπη έκφραση, που ο ίδιος φαινόταν να κατηγορεί τον συνομιλητή του πως ήθελε να χρησιμοποιήσει, ενώ ο τελευταίος δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση.
— «Μια ευτυχία για τη Γαλλία !» φώναξε πονηρά και σήκωσε εμφατικά τα χέρια.
Ο κύριος Βερντυρέν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γέλιο.
— «Τί έχουν και γελούν αυτοί οι καλοί άνθρωποι; Αν νομίζετε πως εγώ διασκεδάζω να μένω εδώ ολομόναχη σαν τιμωρημένη» φώναξε η κυρία Βερντυρέν με πειραγμένο ύφος, προσποιητά παιδικό.
Η κυρία Βερντυρέν ήταν καθισμένη σ᾿ ένα ψιλό κάθισμα από γυαλισμένο ελάτινο ξύλο, χαρισμένο από ένα Σουηδό βιολιστή, και που το φύλαγε παρόλο που ερχόταν σε αντίθεση με τα ωραία παλιά έπιπλα της, επέμενε όμως ν᾿ αφήνει σ᾿ εμφανίσιμο σημείο τα δώρα που οι πιστοί συνήθιζαν να τής προσφέρουν, ώστε οι δωρητές να χουν τη χαρά να τ᾿ αναγνωρίζουν όταν έρχονταν.
Απ᾿ αυτή την υπερυψωμένη θέση παρακολουθούσε κεφάτη τις συζητήσεις των πιστών και διασκέδαζε με τις "φαιδρότητές" τους· από τότε όμως που είχε συμβεί το ατύχημα στη μασέλα της, είχε πάψει να κάνει τον κόπο "να σκάει αληθινά στα γέλια" κι αντί γι αυτό περιοριζόταν σε μια συμβατική μιμική που έδινε χωρίς κούραση και κίνδυνο, την εντύπωση πως γελούσε μέχρι δακρύων. Με την παραμικρή κουβέντα που ξεστόμιζε ένας από τούς ταχτικούς, με στόχο τούς πληχτικούς ή ένα πρώην ταχτικό που τον είχαν διώξει στο στρατόπεδο των πληχτικών — και για μεγάλη απελπισία τού κυρίου Βερντυρέν, που είχε από καιρό τη φιλοδοξία να είναι το ίδιο συμπαθητικός με τη γυναίκα του, και που επειδή γελούσε πολύ, λαχάνιαζε γρήγορα κι έτσι τον ξεπερνούσε και τον νικούσε με την πονηρία της η γυναίκα του, που μπορούσε να γελάει αδιάκοπα και ψεύτικα — η κυρία Βερντυρέν έβγαζε μια μικρή κραυγή, έκλεινε ολότελα τα πουλίσια μάτια της, και ξαφνικά σα να ᾿θελε να προφυλαχτεί από ᾿να άσεμνο θέαμα ή μια θανάσιμη κρίση, έριχνε το πρόσωπό της στα χέρια της, το σκέπαζε ολότελα κι έκανε σα να προσπαθούσε να πνίξει, να θάψει ένα γέλιο, που αν το άφηνε ελεύθερο θα τής είχε φέρει λιγοθυμιά.
[1] Σάρα Μπερνάρ: H πιο διάσημη ηθοποιός τής εποχής της (1844-1932).
Η "μικρή φράση" από ένα μουσικό έργο τοὐ Βιντέιγ, γίνεται το σήμα κατατεθέν τού έρωτα Σουάν - Οντέτ
Στο μεταξύ ο κύριος Βερντυρέν, παρακαλούσε το νέο καλλιτέχνη να δεχθεί να παίξει πιάνο. «Ο κύριος Σουάν ίσως να μην γνωρίζει τη σονάτα σε φα δίεση που ανακαλύψαμε. Θα μάς παίξει τη διασκευή για πιάνο» είπε ο κύριος Βερντυρέν.
— «Α! όχι! όχι τη σονάτα μου!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «δεν έχω καμιά διάθεση να πάθω από το πολύ κλάμα εγκεφαλικούς πόνους και νευραλγία όπως την τελευταία φορά· ευχαριστώ για το δώρο, δεν έχω διάθεση να ξαναρχίσω· είστε καλοί εσείς, οι άλλοι, είναι φανερό πως δεν θα μείνετε εσείς μια βδομάδα στο κρεβάτι!»
Αυτή τη μικρή σκηνή που την επαναλάμβανε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να παίξει ο πιανίστας, ενθουσίαζε τούς φίλους σαν να ήταν καινούργια, σαν μια απόδειξη τής γοητευτικής πρωτοτυπίας τής "πατρόνας" και τής μουσικής της ευαισθησίας. Όσοι βρίσκονταν κοντά της, έκαναν νόημα σ᾿ αυτούς που πιο μακριά κάπνιζαν ή έπαιζαν χαρτιά να πλησιάσουν, γιατί κάτι συνέβαινε και τούς έλεγαν όπως λένε και στο Ράιχστανγκ στις ενδιαφέρουσες στιγμές «Ακούστε, ακούστε». Καί την επομένη εκφράζανε τη λύπη τους σ᾿ όσους απουσίαζαν, λέγοντάς τους πως η σκηνή ήταν ακόμα πιο διασκεδαστική από το συνηθισμένο.
— «Έ, λοιπόν καλά! Σύμφωνοι, δεν θα παίξει παρά μόνο το αντάντε», είπε ο κύριος Βερντυρέν.
— «Μόνο το αντάντε! Καλά τα βολεύεις!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν. «Μα το αντάντε είναι ακριβώς που μού παραλύει χέρια και πόδια. Είναι αλήθεια θαυμάσιος ο κύριός μας. Είναι σα να έλεγε για την Ενάτη [2]: θ᾿ ακούσουμε μόνο το φινάλε ή για τούς Αρχιτραγουδιστές [3], μόνο την εισαγωγή».
Ο γιατρός ωστόσο προσπαθούσε να πείσει την κυρία Βερντυρέν, ν᾿ αφήσει τον πιανίστα να παίξει, όχι γιατί θεωρούσε ψεύτικη την αναστάτωση που τής προκαλούσε η μουσική — αναγνώριζε κάποια συμπτώματα νευρασθένειας —αλλά γιατί ακολουθούσε τη συνήθεια πολλών γιατρών, να μειώνουν την αυστηρότητα των οδηγιών τους, μόλις δουν ότι κινδυνεύει κάποια κοσμική συγκέντρωση, και στην οποία παίζει βασικό ρόλο το πρόσωπο που συμβουλεύουν, να ξεχάσει για μια φορά τη δυσπεψία ή τη γρίπη του.
— «Δεν θα αρρωστήσετε τούτη τη φορά, θα το δείτε», είπε. «Κι αν αρρωστήσετε, θα σάς περιποιηθούμε».
— «Το λέτε αλήθεια;» απάντησε η κυρία Βερντυρέν, λες και μπροστά στην προσμονή μιας τέτοιας εύνοιας, δεν τής έμενε παρά να υποκύψει. Ίσως ακόμα με το να λέει τόσες φορές πως θ᾿ αρρωστήσει, να ᾿χε στιγμές που δε θυμόταν πως ήταν ψέμα κι αποκτούσε τη ψυχική διάθεση τού αρρώστου. Καί οι άρρωστοι, κουρασμένοι από το να ᾿ναι πάντοτε υποχρεωμένοι να εξαρτούν από την υπακοή τους την αποφυγή κάθε επιδείνωσης, αρέσκονται να πιστεύουν πως θα μπορέσουν να κάνουν ατιμώρητα ό,τι συνήθως τούς αρέσει μα τούς πονά, αρκεί να παραδοθούν στα χέρια κάποιου δυνατού, που χωρίς οι ίδιοι να κοπιάσουν με μια λέξη ή μ᾿ ένα χάπι, θα τούς συνεφέρει αμέσως.
Βλέποντας η κυρία Βερντυρέν τον Σουάν καθισμένο σε μια καρέκλα τον ανάγκασε να σηκωθεί:
— «Δεν είσαστε καλά εκεί. Γιατί δεν πάτε να καθίσετε κοντά στην Οντέτ; Οντέτ δεν θα κάνετε θέση για τον κύριο Σουάν;»
— «Τί ωραίο Μπωβαί [4] » είπε ο Σουάν πριν καθίσει, για να γίνει ευχάριστος.
— «Α, χαίρομαι που εκτιμάτε τον καναπέ μου» απάντησε η κυρία Βερντυρέν. «Καί σάς προειδοποιώ πως αν γυρέψετε να βρείτε άλλον το ίδιο ωραίο, καλύτερα να εγκαταλείψετε την προσπάθεια. Αρκεί να κοιτάξετε τα μικρά κομμάτια στις μπορντούρες. Να! κοιτάξετε εδώ, το μικρό κλήμα σε κόκκινο φόντο για το μύθο των Σταφυλιών και τής Αρκούδας. Δε είναι ορεχτικό αυτό το σταφύλι; Ο άντρας μου διατείνεται πως δεν αγαπώ τα φρούτα. Όμως όχι, είμαι πιο λαίμαργη απ᾿ όλους σας, αλλά δεν χρειάζεται να βάλω τα φρούτα στο στόμα μου, αφού τα χαίρομαι με τα μάτια. Μα τι σάς πιάνει και γελάτε όλοι; Ρωτήστε το γιατρό, θα σάς πει πως τα σταφύλια αυτά είναι για μένα καθαρτικά! Άλλοι κάνουν κούρες τού Φονταινεμπλώ, εγώ κάνω τη μικρή κούρα μου τού Μπωβαί. Κύριε Σουάν δεν θα φύγετε χωρίς πρώτα ν᾿ αγγίξετε τα μικρά μπρούτζινα ανάγλυφα τής πλάτης. Δεν είναι πολύ απαλή η πατίνα τους; Μα όχι έτσι, με ολόκληρο το χέρι σας, αγγίξτε τα καλά».
— «Αχ! αν η κυρία Βερντυρέν αρχίσει να χαϊδεύει τα μπρούτζινα, δεν θ᾿ ακούσουμε απόψε μουσική», είπε ο ζωγράφος.
— «Σωπάστε, είστε κακός». «Στο βάθος», είπε γυρίζοντας στον Σουάν, «απαγορεύουν σε μάς τις γυναίκες πράγματα λιγότερο ηδονικά απ᾿ αυτό. Μα δεν υπάρχει σάρκα που να συγκρίνεται μ᾿ αυτή! Όταν ο κύριος Βερντυρέν μού έκανε την τιμή να με ζηλεύει— έλα να ᾿σαι τουλάχιστον ευγενικός, μη λες πως δε με ζήλευες ποτέ...».
— «Μα δε λέω απολύτως τίποτε.»
Ο Σουάν χάιδευε τα μπρούτζα από ευγένεια και δεν τολμούσε να σταματήσει αμέσως.
— «Φτάνει, θα τα χαϊδέψετε αργότερα· τώρα τα χάδια θα ᾿ναι για σάς, θα χαϊδέψουν τα αυτιά σας. Ελπίζω αυτό να σάς αρέσει: εδώ είναι ο νεαρός που θα το αναλάβει».
Καί όταν ο πιανίστας τελείωσε να παίζει, ο Σουάν έγινε απέναντί του πιο ευγενικός παρά στους άλλους. Καί να γιατί:
Την προηγούμενη χρονιά σε κάποια βραδινή συγκέντρωση, είχε ακούσει ένα μουσικό έργο, για βιολί και πιάνο. Είχε νιώσει μια ξεχωριστή απόλαυση, όταν πάνω απ᾿ τη μικρή γραμμή τού βιολιού, είδε ξαφνικά να προσπαθεί ν᾿ ανυψωθεί μ᾿ ένα υγρό πλατάγισμα ο όγκος τού πιανιστικού μέρους, πολύμορφος, αδιαίρετος, επίπεδος και με εσωτερική πάλη, σαν τη μαβιά ταραχή τής θάλασσας που τής προσθέτει γοητεία το φεγγαρόφωτο. Ίσως, επειδή δεν ήξερε μουσική, μπόρεσε να νιώσει μια εντύπωση τόσο συγκεχυμένη, μιάν από τις εντυπώσεις που είναι ωστόσο ίσως, οι μόνες καθαρά μουσικές, χωρίς έκταση, εντελώς πρωτότυπες, σα να λέμε χωρίς περιεχόμενο. Όμως οι νότες σβύνουν πριν ακόμα οι εντυπώσεις από αυτές διαμορφωθούν αρκετά μέσα μας, για να πνιγούν από τις εντυπώσεις που ξυπνάνε κιόλας οι επόμενες νότες. Καί αυτή η εντύπωση κυριαρχείται από μοτίβα που στιγμές-στιγμές αναδύονται, που μόλις διακρίνονται, για να βουτήξουν ξανά και να εξαφανιστούν, μοτίβα αισθητά μόνο από την ιδιαίτερη ευχαρίστηση που προσφέρουν, και που είναι αδύνατο να τα περιγράψουμε, να τα θυμηθούμε, να τα ονομάσουμε. Έτσι μόλις είχε σβύσει η γλυκειά εντύπωση που είχε νιώσει ο Σουάν, η μνήμη του, τού είχε προσφέρει μια μεταγραφή περιληπτική και προσωρινή, μα που πάνω της είχε ρίξει μια ματιά ενώ το κομμάτι συνεχιζόταν, έτσι, που όταν η ίδια εντύπωση ξαναφάνηκε δεν ήταν πια ασύλληπτη. Αυτή τη φορά είχε ξεχωρίσει καθαρά μια φράση που ανέβαινε για μερικές στιγμές πάνω από τα ηχητικά κύματα. Καί τού είχε προσφέρει αμέσως ξεχωριστές απολαύσεις, κι είχε νιώσει γι αυτή τη φράση κάτι σαν ένα άγνωστο έρωτα. Ξαφνικά, στο σημείο που είχε φτάσει κι από όπου ετοιμαζόταν να την ακολουθήσει, ύστερ᾿ από παύση μιας στιγμής, απότομα η φράση άλλαξε κατεύθυνση και με μια καινούργια κίνηση, πιο γρήγορη, λεπτή, μελαγχολική τον παρέσυρε μαζί της σε άγνωστες προοπτικές. Ύστερα χάθηκε. Λαχτάρησε να τη δει μια τρίτη φορά. Καί πραγματικά παρουσιάστηκε, αλλά χωρίς να τού μιλήσει πιο καθαρά, τού προκάλεσε μια απόλαυση λιγότερο βαθειά. Όταν όμως γύρισε σπίτι του, ένιωσε την ανάγκη της: ένιωθε σαν ένας άντρας που μια γυναίκα περαστική που την αντίκρυσε για μια στιγμή, άφησε να μπει στη ζωή του η εικόνα μιας καινούργιας ομορφιάς, χωρίς να ξέρει όμως αν θα μπορέσει να ξαναδεί αυτήν που κιόλας αγαπάει, και που δεν γνωρίζει ούτε καν τ᾿ όνομά της.
Κι αυτή ακόμα η αγάπη για μια μουσική φράση φάνηκε για λίγο πως θα μπορούσε να δώσει στον Σουάν μια κάποια δυνατότητα να ξανανιώσει. Από καιρό είχε πάψει να καθοδηγεί τη ζωή του σ᾿ ένα ιδανικό στόχο, την περιόριζε στο ν᾿ αναζητεί καθημερινές ικανοποιήσεις, κι έτσι θεωρούσε, χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί ξεκάθαρα, πως αυτή η κατάσταση δε θ᾿ άλλαζε ως το θάνατό του· και πέρα απ᾿ αυτό είχε πάψει να πιστεύει σε μεγάλες ιδέες, χωρίς όμως και να μπορεί ν᾿ αρνηθεί ολότελα αυτή την πραγματικότητα. Έτσι είχε συνηθίσει να καταφεύγει σε σκέψεις χωρίς σημασία, που τού επέτρεπαν να μην ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Κι όπως αναρωτιόταν, αν δε θα ᾿ταν προτιμότερο να μην πηγαίνει στις κοσμικές συγκεντρώσεις αλλά ήξερε με βεβαιότητα πως αν δεχόταν μια πρόσκληση θα ᾿πρεπε να παραβρεθεί, έτσι και στις συζητήσεις του προσπαθούσε να μην εκφράζει ποτέ με πάθος μια ενδόμυχη γνώμη για τα πράγματα, αλλά να δίνει υλικές λεπτομέρειες που είχαν τη δική τους αξία και τού επέτρεπαν να μη δεσμεύεται. Προσδιόριζε με απόλυτη ακρίβεια μια συνταγή μαγειρικής, την ημερομηνία τής γέννησης ενός ζωγράφου την ονομασία των έργων του. Κάποτε παρ᾿ όλα αυτά αφηνόταν και διατύπωνε μια κρίση για να έργο, για τον τρόπο αντιμετώπισης τής ζωής, Αλλ᾿ έδινε τότε στα λόγια του ένα τόνο ειρωνικό, λες και δεν αποδεχόταν εντελώς αυτά που έλεγε.
Όπως σε μερικούς ασθενικούς, μια ξαφνική αλλαγή τόπου, μια καινούργια δίαιτα, κάποτε και μια οργανική αλλαγή απρόσμενη και αινιγματική, φαίνεται να φέρνει μια τέτοια υποχώρηση τής ασθένειας, που αρχίζουν ν᾿ αντιμετωπίζουν την ανέλπιστη δυνατότητα να ξεκινήσουν στα τελευταία τους μια καινούργια ζωή, έτσι κι ο Σουάν μέσα στην ανάμνηση τής φράσης που ᾿χε ακούσει και είχε αναζητήσει μέσα σε μερικές σονάτες που ᾿χε ζητήσει να τού παίξουν μήπως την ανακάλυπτε, έβρισκε την παρουσία κάποιας απ᾿ αυτές τις αόρατες πραγματικότητες στις οποίες είχε πάψει να πιστεύει, και στις οποίες, λες και η μουσική είχε πάνω στην ηθική αδιαφορία που τον διαπότιζε, μια εκλεκτική επίδραση, αισθανόταν πάλι την επιθυμία και σχεδόν τη δύναμη ν᾿ αφιερώσει σ᾿ αυτή τη νέα πραγματικότητα πάλι τη ζωή του. Αλλ᾿ επειδή δεν είχε κατορθώσει να μάθει ποιός ήταν ο συνθέτης τού έργου που ᾿χε ακούσει, τελικά το είχε ξεχάσει.
Όμως λίγα λεπτά αφού άρχισε να παίζει ο νεαρός πιανίστας στης κυρίας Βερντυρέν, ξαφνικά ύστερα από μια ψιλή νότα, είδε να πλησιάζει ξεφεύγοντας από την ηχητικότητα που απλωμένη σαν κουρτίνα σκεπάζει το μυστικό τής εκκόλαψής της, την αέρινη κι αρωματισμένη φράση που αγαπούσε. Καί ήταν τόσο ιδιότυπη είχε μια μαγεία τόσο ατομική, που για τον Σουάν ήταν σα να συναντούσε σ᾿ ένα φιλικό σαλόνι μια γυναίκα που είχε θαυμάσει στο δρόμο και απελπιζόταν που δεν θα την ξανασυναντούσε πια ποτέ. Τώρα όμως μπορούσε να μάθει τ᾿ όνομα τής άγνωστής του (τού είπαν πως ήταν το αντάντε απ᾿ τη σονάτα για βιολί και πιάνο τού Βιντέιγ), την κρατούσε, θα μπορούσε να την έχει στο σπίτι του όσο συχνά θα το επιθυμούσε, μπορούσε να προσπαθήσει να μάθει τη γλώσσα της και το μυστικό της.
Γι αυτό, όταν ο πιανίστας τέλειωσε, ο Σουάν τον πλησίασε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του τόσο ζωηρά, που αυτό άρεσε πολύ στην κυρία Βερντυρέν.
—«Τί μάγος! Δεν βρίσκετε;» είπε στον Σουάν. «Τη νιώθει άραγε αρκετά τη σονάτα του ο μικρός αυτός άθλιος; Δεν ξέρατε πως το πιάνο μπορεί να φτάσει σ᾿ αυτό το σημείο. Είναι τα πάντα εκτός πιάνο, μα την αλήθεια! Κάθε φορά μπερδεύομαι, νομίζω πως ακούω ορχήστρα».
Κι ενώ η κυρία Βερντυρέν έλεγε στον άντρα της: «Έλα, δόστου πορτοκαλάδα, το αξίζει», ο Σουάν διηγόταν στην Οντέτ με ποιό τρόπο είχε ερωτευθεί αυτή τη μουσική φράση. Όταν η κυρία Βερντυρέν τής είπε από μακριά: «Λοιπόν, Οντέτ, σα να μού φαίνεται πως σάς λέει ωραία πράγματα», κι εκείνη απάντησε: «᾿ναι, πολύ ωραία», ο Σουάν βρήκε πως ήταν πολύ γλυκειά η απλότητά της. Στο μεταξύ ζητούσε πληροφορίες για τον Βιντέιγ , για το έργο του, για την εποχή που έγραψε τη σονάτα, για το τι θα μπορούσε να σημαίνει γι αυτόν η μικρή φράση.
Όταν ο Σουάν έκανε μερικές ειδικές παρατηρήσεις πάνω στην αγαπημένη του φράση:
— «Μπα, τι αστείο, δεν το χα ποτέ προσέξει όπως θα σάς πω πως δεν μ᾿ αρέσει να γυρεύω το μικρό ζωάκι και να χάνομαι στη ζούγκλα· δεν χάνουμε τον καιρό μας προσπαθώντας να κόψουμε την τρίχα στα τέσσερα, εδώ, δεν είναι το είδος μας», απάντησε η κυρία Βερντυρέν, που ο γιατρός Κοττάρ την κοίταζε μ᾿ ένα αποχαυνωμένο θαυμασμό να κινείται σ᾿ αυτό το χείμαρρο από τυποποιημένες εκφράσεις. Άλλωστε ο γιατρός και η κυρία Κοττάρ απέφευγαν να προσποιούνται θαυμασμό για μια μουσική που μόλις γυρνούσαν σπίτι τους, ομολογούσαν και οι δυο πως δεν καταλάβαιναν περισσότερο απ᾿ τη ζωγραφική τού "κυρίου Μπίς". Όπως το κοινό δεν γνωρίζει από τη γοητεία, τη χάρη, τις ομορφιές τής φύσης, παρά μόνο ό,τι ανακάλυψε στις κοινοτυπίες μιας τέχνης που αφομοίωσε σιγά-σιγά, ενώ αντίθετα ένας πρωτότυπος καλλιτέχνης ξεκινάει με την απόρριψη αυτών των κοινών τόπων, έτσι ο κύριος και η κυρία Κοττάρ δεν έβρισκαν ούτε στη σονάτα τού Βιντέιγ, ούτε στα πορτραίτα τού ζωγράφου, αυτό που αντιπροσώπευε γι αυτούς την αρμονία τής μουσικής και την ομορφιά τής ζωγραφικής.
Ο Σουάν έμαθε μόνο πως η πρόσφατη εμφάνιση τής σονάτας τού Βιντέιγ είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε μια σχολή με πρωτοποριακές τάσεις, Αλλ᾿ ήταν ολότελα άγνωστη στο μεγάλο κοινό.
—«Γνωρίζω κάποιον που ονομάζεται Βιντέιγ», είπε ο Σουάν, και σκέφτηκε τον καθηγητή τού πιάνου που είχαν οι αδελφές τής γιαγιάς μου.
— «Ίσως είν᾿ αυτός», αναφώνησε η κυρία Βερντυρέν.
— «Α! όχι,», απάντησε ο Σουάν γελώντας. «Καί λίγο να τον βλέπατε... Μα θα μπορούσε να είναι συγγενής του» συνέχισε ο Σουάν. «Θα ήταν βέβαια λυπηρό, αλλά τελοσπάντων, και μια ιδιοφυΐα μπορεί να έχει ξάδελφο ένα ξεκούτη».
Ο ζωγράφος ήξερε πως ο Βιντέιγ ήταν τώρα πολύ βαρειά άρρωστος και πως ο γιατρός Ποτέν φοβόταν πως ίσως δεν θα μπορούσε να τον σώσει.
— «Πως», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αφήνουν να τούς κουράρει ο Ποτέν;»
— «Αχ, κυρία Βερντυρέν», είπε ο Κοττάρ σε τόνο θεατρικό, «ξεχνάτε πως μιλάτε για ένα συνάδελφο, για ένα δάσκαλό μου, θα έπρεπε να πω καλύτερα».
— «Αφήστε με λοιπόν ήσυχη με τούς δασκάλους σας, γνωρίζετε δέκα φορές περισσότερα απ᾿ αυτόν» απάντησε η κυρία Βερντυρέν στο γιατρό Κοττάρ με το ύφος ανθρώπου που έχει το θάρρος τής γνώμης του. «Εσείς τουλάχιστον δεν σκοτώνετε τούς αρρώστους σας!».
— «Μα κυρία μου, είναι τής Ακαδημίας», ανταπάντησε ο γιατρός ειρωνικά. «Αν ένας άρρωστος προτιμά να πεθάνει κάτω από το χέρι ενός πρίγκιπα τής επιστήμης... Είναι πολύ πιο σικ να μπορεί να λέει: Με κουράρει ο Ποτέν»
— «Α! Είναι πιο σικ;» είπε η κυρία Βερντυρέν. «Ώστε τώρα υπάρχει σικ και στις αρρώστιες; Δεν το ήξερα αυτό... Πόσο με διασκεδάζετε!» φώναξε ξαφνικά ρίχνοντας το κεφάλι στα χέρια της. «Κι εγώ η καημενούλα που συζητούσα σοβαρά χωρίς να καταλάβω πως με
— «Να, ξέρετε πως ο φίλος σας, μάς αρέσει πολύ», είπε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ την ώρα που την καληνύχτιζε.
— «Είναι απλός, χαριτωμένος αν έχετε πάντα τέτοιους φίλους να μάς παρουσιάζετε, μπορείτε να τούς φέρνετε. Φτάνει να μη μάς εγκαταλείψει την τελευταία στιγμή».
— «Α! όχι! όχι τη σονάτα μου!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «δεν έχω καμιά διάθεση να πάθω από το πολύ κλάμα εγκεφαλικούς πόνους και νευραλγία όπως την τελευταία φορά· ευχαριστώ για το δώρο, δεν έχω διάθεση να ξαναρχίσω· είστε καλοί εσείς, οι άλλοι, είναι φανερό πως δεν θα μείνετε εσείς μια βδομάδα στο κρεβάτι!»
Αυτή τη μικρή σκηνή που την επαναλάμβανε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να παίξει ο πιανίστας, ενθουσίαζε τούς φίλους σαν να ήταν καινούργια, σαν μια απόδειξη τής γοητευτικής πρωτοτυπίας τής "πατρόνας" και τής μουσικής της ευαισθησίας. Όσοι βρίσκονταν κοντά της, έκαναν νόημα σ᾿ αυτούς που πιο μακριά κάπνιζαν ή έπαιζαν χαρτιά να πλησιάσουν, γιατί κάτι συνέβαινε και τούς έλεγαν όπως λένε και στο Ράιχστανγκ στις ενδιαφέρουσες στιγμές «Ακούστε, ακούστε». Καί την επομένη εκφράζανε τη λύπη τους σ᾿ όσους απουσίαζαν, λέγοντάς τους πως η σκηνή ήταν ακόμα πιο διασκεδαστική από το συνηθισμένο.
— «Έ, λοιπόν καλά! Σύμφωνοι, δεν θα παίξει παρά μόνο το αντάντε», είπε ο κύριος Βερντυρέν.
— «Μόνο το αντάντε! Καλά τα βολεύεις!» φώναξε η κυρία Βερντυρέν. «Μα το αντάντε είναι ακριβώς που μού παραλύει χέρια και πόδια. Είναι αλήθεια θαυμάσιος ο κύριός μας. Είναι σα να έλεγε για την Ενάτη [2]: θ᾿ ακούσουμε μόνο το φινάλε ή για τούς Αρχιτραγουδιστές [3], μόνο την εισαγωγή».
Ο γιατρός ωστόσο προσπαθούσε να πείσει την κυρία Βερντυρέν, ν᾿ αφήσει τον πιανίστα να παίξει, όχι γιατί θεωρούσε ψεύτικη την αναστάτωση που τής προκαλούσε η μουσική — αναγνώριζε κάποια συμπτώματα νευρασθένειας —αλλά γιατί ακολουθούσε τη συνήθεια πολλών γιατρών, να μειώνουν την αυστηρότητα των οδηγιών τους, μόλις δουν ότι κινδυνεύει κάποια κοσμική συγκέντρωση, και στην οποία παίζει βασικό ρόλο το πρόσωπο που συμβουλεύουν, να ξεχάσει για μια φορά τη δυσπεψία ή τη γρίπη του.
— «Δεν θα αρρωστήσετε τούτη τη φορά, θα το δείτε», είπε. «Κι αν αρρωστήσετε, θα σάς περιποιηθούμε».
— «Το λέτε αλήθεια;» απάντησε η κυρία Βερντυρέν, λες και μπροστά στην προσμονή μιας τέτοιας εύνοιας, δεν τής έμενε παρά να υποκύψει. Ίσως ακόμα με το να λέει τόσες φορές πως θ᾿ αρρωστήσει, να ᾿χε στιγμές που δε θυμόταν πως ήταν ψέμα κι αποκτούσε τη ψυχική διάθεση τού αρρώστου. Καί οι άρρωστοι, κουρασμένοι από το να ᾿ναι πάντοτε υποχρεωμένοι να εξαρτούν από την υπακοή τους την αποφυγή κάθε επιδείνωσης, αρέσκονται να πιστεύουν πως θα μπορέσουν να κάνουν ατιμώρητα ό,τι συνήθως τούς αρέσει μα τούς πονά, αρκεί να παραδοθούν στα χέρια κάποιου δυνατού, που χωρίς οι ίδιοι να κοπιάσουν με μια λέξη ή μ᾿ ένα χάπι, θα τούς συνεφέρει αμέσως.
Βλέποντας η κυρία Βερντυρέν τον Σουάν καθισμένο σε μια καρέκλα τον ανάγκασε να σηκωθεί:
— «Δεν είσαστε καλά εκεί. Γιατί δεν πάτε να καθίσετε κοντά στην Οντέτ; Οντέτ δεν θα κάνετε θέση για τον κύριο Σουάν;»
— «Τί ωραίο Μπωβαί [4] » είπε ο Σουάν πριν καθίσει, για να γίνει ευχάριστος.
— «Α, χαίρομαι που εκτιμάτε τον καναπέ μου» απάντησε η κυρία Βερντυρέν. «Καί σάς προειδοποιώ πως αν γυρέψετε να βρείτε άλλον το ίδιο ωραίο, καλύτερα να εγκαταλείψετε την προσπάθεια. Αρκεί να κοιτάξετε τα μικρά κομμάτια στις μπορντούρες. Να! κοιτάξετε εδώ, το μικρό κλήμα σε κόκκινο φόντο για το μύθο των Σταφυλιών και τής Αρκούδας. Δε είναι ορεχτικό αυτό το σταφύλι; Ο άντρας μου διατείνεται πως δεν αγαπώ τα φρούτα. Όμως όχι, είμαι πιο λαίμαργη απ᾿ όλους σας, αλλά δεν χρειάζεται να βάλω τα φρούτα στο στόμα μου, αφού τα χαίρομαι με τα μάτια. Μα τι σάς πιάνει και γελάτε όλοι; Ρωτήστε το γιατρό, θα σάς πει πως τα σταφύλια αυτά είναι για μένα καθαρτικά! Άλλοι κάνουν κούρες τού Φονταινεμπλώ, εγώ κάνω τη μικρή κούρα μου τού Μπωβαί. Κύριε Σουάν δεν θα φύγετε χωρίς πρώτα ν᾿ αγγίξετε τα μικρά μπρούτζινα ανάγλυφα τής πλάτης. Δεν είναι πολύ απαλή η πατίνα τους; Μα όχι έτσι, με ολόκληρο το χέρι σας, αγγίξτε τα καλά».
— «Αχ! αν η κυρία Βερντυρέν αρχίσει να χαϊδεύει τα μπρούτζινα, δεν θ᾿ ακούσουμε απόψε μουσική», είπε ο ζωγράφος.
— «Σωπάστε, είστε κακός». «Στο βάθος», είπε γυρίζοντας στον Σουάν, «απαγορεύουν σε μάς τις γυναίκες πράγματα λιγότερο ηδονικά απ᾿ αυτό. Μα δεν υπάρχει σάρκα που να συγκρίνεται μ᾿ αυτή! Όταν ο κύριος Βερντυρέν μού έκανε την τιμή να με ζηλεύει— έλα να ᾿σαι τουλάχιστον ευγενικός, μη λες πως δε με ζήλευες ποτέ...».
— «Μα δε λέω απολύτως τίποτε.»
Ο Σουάν χάιδευε τα μπρούτζα από ευγένεια και δεν τολμούσε να σταματήσει αμέσως.
— «Φτάνει, θα τα χαϊδέψετε αργότερα· τώρα τα χάδια θα ᾿ναι για σάς, θα χαϊδέψουν τα αυτιά σας. Ελπίζω αυτό να σάς αρέσει: εδώ είναι ο νεαρός που θα το αναλάβει».
Καί όταν ο πιανίστας τελείωσε να παίζει, ο Σουάν έγινε απέναντί του πιο ευγενικός παρά στους άλλους. Καί να γιατί:
Την προηγούμενη χρονιά σε κάποια βραδινή συγκέντρωση, είχε ακούσει ένα μουσικό έργο, για βιολί και πιάνο. Είχε νιώσει μια ξεχωριστή απόλαυση, όταν πάνω απ᾿ τη μικρή γραμμή τού βιολιού, είδε ξαφνικά να προσπαθεί ν᾿ ανυψωθεί μ᾿ ένα υγρό πλατάγισμα ο όγκος τού πιανιστικού μέρους, πολύμορφος, αδιαίρετος, επίπεδος και με εσωτερική πάλη, σαν τη μαβιά ταραχή τής θάλασσας που τής προσθέτει γοητεία το φεγγαρόφωτο. Ίσως, επειδή δεν ήξερε μουσική, μπόρεσε να νιώσει μια εντύπωση τόσο συγκεχυμένη, μιάν από τις εντυπώσεις που είναι ωστόσο ίσως, οι μόνες καθαρά μουσικές, χωρίς έκταση, εντελώς πρωτότυπες, σα να λέμε χωρίς περιεχόμενο. Όμως οι νότες σβύνουν πριν ακόμα οι εντυπώσεις από αυτές διαμορφωθούν αρκετά μέσα μας, για να πνιγούν από τις εντυπώσεις που ξυπνάνε κιόλας οι επόμενες νότες. Καί αυτή η εντύπωση κυριαρχείται από μοτίβα που στιγμές-στιγμές αναδύονται, που μόλις διακρίνονται, για να βουτήξουν ξανά και να εξαφανιστούν, μοτίβα αισθητά μόνο από την ιδιαίτερη ευχαρίστηση που προσφέρουν, και που είναι αδύνατο να τα περιγράψουμε, να τα θυμηθούμε, να τα ονομάσουμε. Έτσι μόλις είχε σβύσει η γλυκειά εντύπωση που είχε νιώσει ο Σουάν, η μνήμη του, τού είχε προσφέρει μια μεταγραφή περιληπτική και προσωρινή, μα που πάνω της είχε ρίξει μια ματιά ενώ το κομμάτι συνεχιζόταν, έτσι, που όταν η ίδια εντύπωση ξαναφάνηκε δεν ήταν πια ασύλληπτη. Αυτή τη φορά είχε ξεχωρίσει καθαρά μια φράση που ανέβαινε για μερικές στιγμές πάνω από τα ηχητικά κύματα. Καί τού είχε προσφέρει αμέσως ξεχωριστές απολαύσεις, κι είχε νιώσει γι αυτή τη φράση κάτι σαν ένα άγνωστο έρωτα. Ξαφνικά, στο σημείο που είχε φτάσει κι από όπου ετοιμαζόταν να την ακολουθήσει, ύστερ᾿ από παύση μιας στιγμής, απότομα η φράση άλλαξε κατεύθυνση και με μια καινούργια κίνηση, πιο γρήγορη, λεπτή, μελαγχολική τον παρέσυρε μαζί της σε άγνωστες προοπτικές. Ύστερα χάθηκε. Λαχτάρησε να τη δει μια τρίτη φορά. Καί πραγματικά παρουσιάστηκε, αλλά χωρίς να τού μιλήσει πιο καθαρά, τού προκάλεσε μια απόλαυση λιγότερο βαθειά. Όταν όμως γύρισε σπίτι του, ένιωσε την ανάγκη της: ένιωθε σαν ένας άντρας που μια γυναίκα περαστική που την αντίκρυσε για μια στιγμή, άφησε να μπει στη ζωή του η εικόνα μιας καινούργιας ομορφιάς, χωρίς να ξέρει όμως αν θα μπορέσει να ξαναδεί αυτήν που κιόλας αγαπάει, και που δεν γνωρίζει ούτε καν τ᾿ όνομά της.
Κι αυτή ακόμα η αγάπη για μια μουσική φράση φάνηκε για λίγο πως θα μπορούσε να δώσει στον Σουάν μια κάποια δυνατότητα να ξανανιώσει. Από καιρό είχε πάψει να καθοδηγεί τη ζωή του σ᾿ ένα ιδανικό στόχο, την περιόριζε στο ν᾿ αναζητεί καθημερινές ικανοποιήσεις, κι έτσι θεωρούσε, χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί ξεκάθαρα, πως αυτή η κατάσταση δε θ᾿ άλλαζε ως το θάνατό του· και πέρα απ᾿ αυτό είχε πάψει να πιστεύει σε μεγάλες ιδέες, χωρίς όμως και να μπορεί ν᾿ αρνηθεί ολότελα αυτή την πραγματικότητα. Έτσι είχε συνηθίσει να καταφεύγει σε σκέψεις χωρίς σημασία, που τού επέτρεπαν να μην ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Κι όπως αναρωτιόταν, αν δε θα ᾿ταν προτιμότερο να μην πηγαίνει στις κοσμικές συγκεντρώσεις αλλά ήξερε με βεβαιότητα πως αν δεχόταν μια πρόσκληση θα ᾿πρεπε να παραβρεθεί, έτσι και στις συζητήσεις του προσπαθούσε να μην εκφράζει ποτέ με πάθος μια ενδόμυχη γνώμη για τα πράγματα, αλλά να δίνει υλικές λεπτομέρειες που είχαν τη δική τους αξία και τού επέτρεπαν να μη δεσμεύεται. Προσδιόριζε με απόλυτη ακρίβεια μια συνταγή μαγειρικής, την ημερομηνία τής γέννησης ενός ζωγράφου την ονομασία των έργων του. Κάποτε παρ᾿ όλα αυτά αφηνόταν και διατύπωνε μια κρίση για να έργο, για τον τρόπο αντιμετώπισης τής ζωής, Αλλ᾿ έδινε τότε στα λόγια του ένα τόνο ειρωνικό, λες και δεν αποδεχόταν εντελώς αυτά που έλεγε.
Όπως σε μερικούς ασθενικούς, μια ξαφνική αλλαγή τόπου, μια καινούργια δίαιτα, κάποτε και μια οργανική αλλαγή απρόσμενη και αινιγματική, φαίνεται να φέρνει μια τέτοια υποχώρηση τής ασθένειας, που αρχίζουν ν᾿ αντιμετωπίζουν την ανέλπιστη δυνατότητα να ξεκινήσουν στα τελευταία τους μια καινούργια ζωή, έτσι κι ο Σουάν μέσα στην ανάμνηση τής φράσης που ᾿χε ακούσει και είχε αναζητήσει μέσα σε μερικές σονάτες που ᾿χε ζητήσει να τού παίξουν μήπως την ανακάλυπτε, έβρισκε την παρουσία κάποιας απ᾿ αυτές τις αόρατες πραγματικότητες στις οποίες είχε πάψει να πιστεύει, και στις οποίες, λες και η μουσική είχε πάνω στην ηθική αδιαφορία που τον διαπότιζε, μια εκλεκτική επίδραση, αισθανόταν πάλι την επιθυμία και σχεδόν τη δύναμη ν᾿ αφιερώσει σ᾿ αυτή τη νέα πραγματικότητα πάλι τη ζωή του. Αλλ᾿ επειδή δεν είχε κατορθώσει να μάθει ποιός ήταν ο συνθέτης τού έργου που ᾿χε ακούσει, τελικά το είχε ξεχάσει.
Όμως λίγα λεπτά αφού άρχισε να παίζει ο νεαρός πιανίστας στης κυρίας Βερντυρέν, ξαφνικά ύστερα από μια ψιλή νότα, είδε να πλησιάζει ξεφεύγοντας από την ηχητικότητα που απλωμένη σαν κουρτίνα σκεπάζει το μυστικό τής εκκόλαψής της, την αέρινη κι αρωματισμένη φράση που αγαπούσε. Καί ήταν τόσο ιδιότυπη είχε μια μαγεία τόσο ατομική, που για τον Σουάν ήταν σα να συναντούσε σ᾿ ένα φιλικό σαλόνι μια γυναίκα που είχε θαυμάσει στο δρόμο και απελπιζόταν που δεν θα την ξανασυναντούσε πια ποτέ. Τώρα όμως μπορούσε να μάθει τ᾿ όνομα τής άγνωστής του (τού είπαν πως ήταν το αντάντε απ᾿ τη σονάτα για βιολί και πιάνο τού Βιντέιγ), την κρατούσε, θα μπορούσε να την έχει στο σπίτι του όσο συχνά θα το επιθυμούσε, μπορούσε να προσπαθήσει να μάθει τη γλώσσα της και το μυστικό της.
Γι αυτό, όταν ο πιανίστας τέλειωσε, ο Σουάν τον πλησίασε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του τόσο ζωηρά, που αυτό άρεσε πολύ στην κυρία Βερντυρέν.
—«Τί μάγος! Δεν βρίσκετε;» είπε στον Σουάν. «Τη νιώθει άραγε αρκετά τη σονάτα του ο μικρός αυτός άθλιος; Δεν ξέρατε πως το πιάνο μπορεί να φτάσει σ᾿ αυτό το σημείο. Είναι τα πάντα εκτός πιάνο, μα την αλήθεια! Κάθε φορά μπερδεύομαι, νομίζω πως ακούω ορχήστρα».
Κι ενώ η κυρία Βερντυρέν έλεγε στον άντρα της: «Έλα, δόστου πορτοκαλάδα, το αξίζει», ο Σουάν διηγόταν στην Οντέτ με ποιό τρόπο είχε ερωτευθεί αυτή τη μουσική φράση. Όταν η κυρία Βερντυρέν τής είπε από μακριά: «Λοιπόν, Οντέτ, σα να μού φαίνεται πως σάς λέει ωραία πράγματα», κι εκείνη απάντησε: «᾿ναι, πολύ ωραία», ο Σουάν βρήκε πως ήταν πολύ γλυκειά η απλότητά της. Στο μεταξύ ζητούσε πληροφορίες για τον Βιντέιγ , για το έργο του, για την εποχή που έγραψε τη σονάτα, για το τι θα μπορούσε να σημαίνει γι αυτόν η μικρή φράση.
Όταν ο Σουάν έκανε μερικές ειδικές παρατηρήσεις πάνω στην αγαπημένη του φράση:
— «Μπα, τι αστείο, δεν το χα ποτέ προσέξει όπως θα σάς πω πως δεν μ᾿ αρέσει να γυρεύω το μικρό ζωάκι και να χάνομαι στη ζούγκλα· δεν χάνουμε τον καιρό μας προσπαθώντας να κόψουμε την τρίχα στα τέσσερα, εδώ, δεν είναι το είδος μας», απάντησε η κυρία Βερντυρέν, που ο γιατρός Κοττάρ την κοίταζε μ᾿ ένα αποχαυνωμένο θαυμασμό να κινείται σ᾿ αυτό το χείμαρρο από τυποποιημένες εκφράσεις. Άλλωστε ο γιατρός και η κυρία Κοττάρ απέφευγαν να προσποιούνται θαυμασμό για μια μουσική που μόλις γυρνούσαν σπίτι τους, ομολογούσαν και οι δυο πως δεν καταλάβαιναν περισσότερο απ᾿ τη ζωγραφική τού "κυρίου Μπίς". Όπως το κοινό δεν γνωρίζει από τη γοητεία, τη χάρη, τις ομορφιές τής φύσης, παρά μόνο ό,τι ανακάλυψε στις κοινοτυπίες μιας τέχνης που αφομοίωσε σιγά-σιγά, ενώ αντίθετα ένας πρωτότυπος καλλιτέχνης ξεκινάει με την απόρριψη αυτών των κοινών τόπων, έτσι ο κύριος και η κυρία Κοττάρ δεν έβρισκαν ούτε στη σονάτα τού Βιντέιγ, ούτε στα πορτραίτα τού ζωγράφου, αυτό που αντιπροσώπευε γι αυτούς την αρμονία τής μουσικής και την ομορφιά τής ζωγραφικής.
Ο Σουάν έμαθε μόνο πως η πρόσφατη εμφάνιση τής σονάτας τού Βιντέιγ είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε μια σχολή με πρωτοποριακές τάσεις, Αλλ᾿ ήταν ολότελα άγνωστη στο μεγάλο κοινό.
—«Γνωρίζω κάποιον που ονομάζεται Βιντέιγ», είπε ο Σουάν, και σκέφτηκε τον καθηγητή τού πιάνου που είχαν οι αδελφές τής γιαγιάς μου.
— «Ίσως είν᾿ αυτός», αναφώνησε η κυρία Βερντυρέν.
— «Α! όχι,», απάντησε ο Σουάν γελώντας. «Καί λίγο να τον βλέπατε... Μα θα μπορούσε να είναι συγγενής του» συνέχισε ο Σουάν. «Θα ήταν βέβαια λυπηρό, αλλά τελοσπάντων, και μια ιδιοφυΐα μπορεί να έχει ξάδελφο ένα ξεκούτη».
Ο ζωγράφος ήξερε πως ο Βιντέιγ ήταν τώρα πολύ βαρειά άρρωστος και πως ο γιατρός Ποτέν φοβόταν πως ίσως δεν θα μπορούσε να τον σώσει.
— «Πως», φώναξε η κυρία Βερντυρέν, «υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αφήνουν να τούς κουράρει ο Ποτέν;»
— «Αχ, κυρία Βερντυρέν», είπε ο Κοττάρ σε τόνο θεατρικό, «ξεχνάτε πως μιλάτε για ένα συνάδελφο, για ένα δάσκαλό μου, θα έπρεπε να πω καλύτερα».
— «Αφήστε με λοιπόν ήσυχη με τούς δασκάλους σας, γνωρίζετε δέκα φορές περισσότερα απ᾿ αυτόν» απάντησε η κυρία Βερντυρέν στο γιατρό Κοττάρ με το ύφος ανθρώπου που έχει το θάρρος τής γνώμης του. «Εσείς τουλάχιστον δεν σκοτώνετε τούς αρρώστους σας!».
— «Μα κυρία μου, είναι τής Ακαδημίας», ανταπάντησε ο γιατρός ειρωνικά. «Αν ένας άρρωστος προτιμά να πεθάνει κάτω από το χέρι ενός πρίγκιπα τής επιστήμης... Είναι πολύ πιο σικ να μπορεί να λέει: Με κουράρει ο Ποτέν»
— «Α! Είναι πιο σικ;» είπε η κυρία Βερντυρέν. «Ώστε τώρα υπάρχει σικ και στις αρρώστιες; Δεν το ήξερα αυτό... Πόσο με διασκεδάζετε!» φώναξε ξαφνικά ρίχνοντας το κεφάλι στα χέρια της. «Κι εγώ η καημενούλα που συζητούσα σοβαρά χωρίς να καταλάβω πως με
— «Να, ξέρετε πως ο φίλος σας, μάς αρέσει πολύ», είπε η κυρία Βερντυρέν στην Οντέτ την ώρα που την καληνύχτιζε.
— «Είναι απλός, χαριτωμένος αν έχετε πάντα τέτοιους φίλους να μάς παρουσιάζετε, μπορείτε να τούς φέρνετε. Φτάνει να μη μάς εγκαταλείψει την τελευταία στιγμή».
[1] Ράιχστανγκ: το κοινοβούλιο τής Γερμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1867 ως το 1933.
[2] Ενάτη: η ενάτη συμφωνία τού Μπετόβεν (1770-1827). Στο τελευταίο μέρος της περιλαμβάνει χορωδία και σολίστ.
[3] Αρχιτραγουδιστές: Οι Αρχιτραγουδιστές τής Νυρεμβέργης, όπερα τού Βάγκνερ.
[4] Μπωβαί: στην πόλη Μπωβαί υπάρχουν από τα 1660 τα εργοστάσια που κατασκευάζουν τις περίφημες ταπισερί.
[2] Ενάτη: η ενάτη συμφωνία τού Μπετόβεν (1770-1827). Στο τελευταίο μέρος της περιλαμβάνει χορωδία και σολίστ.
[3] Αρχιτραγουδιστές: Οι Αρχιτραγουδιστές τής Νυρεμβέργης, όπερα τού Βάγκνερ.
[4] Μπωβαί: στην πόλη Μπωβαί υπάρχουν από τα 1660 τα εργοστάσια που κατασκευάζουν τις περίφημες ταπισερί.
Οι άγνωστες υψηλές γνωριμίες τού Σουάν και οι παρερμηνείες των πιστών σχετικά μ᾿ αυτές.
Προς μεγάλη κατάπληξη τής κυρίας Βερντυρέν, δεν τούς εγκατέλειψε ποτέ. Πήγαινε να τούς συναντήσει όπου κι αν βρισκόταν: κάποτε στα εστιατόρια, πιο συχνά στο θέατρο, που η κυρία Βερντυρέν τ᾿ αγαπούσε πολύ και καθώς είπε μπροστά του μια μέρα πως για τις βραδιές τής "πρώτης", θα τούς ήταν χρήσιμη μια άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας τής αστυνομίας, ο Σουάν, που δε μιλούσε ποτέ για τις υψηλές γνωριμίες του, απάντησε:
— «Σάς υπόσχομαι να φροντίσω, θα την έχετε εγκαίρως. Αύριο ακριβώς γευματίζω με τον διευθυντή τής αστυνομίας στο μέγαρο των Ηλυσίων [1]».
— «Πως είπατε, στο μέγαρο των Ηλυσίων;» φώναξε ο γιατρός Κοττάρ με βροντερή φωνή.
— «Ναι στου κυρίου Γκρεβύ [2]», απάντησε ο Σουάν κάπως ενοχλημένος από την εντύπωση που είχαν δημιουργήσει τα λόγια του.
Συνήθως μόλις δίνονταν εξηγήσεις, ο Κοττάρ έλεγε: «Α! καλά καλά εντάξει» και δεν έδειχνε πια ίχνος συγκίνησης. Αυτή όμως τη φορά, οι τελευταίες λέξεις τού Σουάν, αντί να τού προκαλέσουν τον συνηθισμένο κατευνασμό, προκάλεσαν την αποκορύφωση τής έκπληξής του, γιατί κάποιος με τον οποίο δειπνούσε και που δεν είχε καμιά επίσημη ιδιότητα ή κάποια άλλη διάκριση, είχε στενές σχέσεις με τον αρχηγό τού κράτους.
— «Πως είπατε, στου κυρίου Γκρεβύ; Γνωρίζετε τον κύριο Γκρεβύ; είπε στον Σουάν με το ηλίθιο και δύσπιστο ύφος ενός χωροφύλακα, απ᾿ τον οποίον ένας άγνωστος ζητά να δει τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας και που, καταλαβαίνοντας απ᾿ αυτά τα λόγια "περί τίνος πρόκειται", βεβαιώνει τον καημένο τρελό πως θα γίνει δεκτός αμέσως, και τον οδηγεί στο ειδικό ιατρείο τής υπηρεσίας.
— «Τον γνωρίζω λιγάκι, έχουμε κοινούς φίλους (δεν τόλμησε να πει πως ο κοινός φίλος ήταν ο πρίγκιπας τής Ουαλίας [3] ), κι άλλωστε προσκαλεί πολύ εύκολα και σάς βεβαιώνω πως τα γεύματά του δεν έχουν τίποτα το διασκεδαστικό, είναι πολύ απλά» απάντησε ο Σουάν, προσπαθώντας να μειώσει την εντύπωση, που φαινόταν υπερβολική στα μάτια τού συζητητή του, από τις σχέσεις του με τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας.
Κι αμέσως ο Κοττάρ, παίρνοντας κατά γράμμα τα λόγια τού Σουάν, υιοθέτησε την άποψη αυτή, για την αξία μιας πρόσκλησης στου κυρίου Γκρεβύ, πως δηλαδή μια τέτοια πρόσκληση δεν την επιδιώκει κανείς και μπορεί να την έχει ο καθένας. Από τότε δεν ξαφνιαζόταν αν ο Σουάν (ή κάποιος άλλος) σύχναζε στο μέγαρο των Ηλυσίων και μάλιστα τον λυπόταν λίγο που πήγαινε σε γεύματα που παραδεχόταν ο ίδιος πως ήταν βαρετά.— «Α! καλά, καλά, εντάξει» είπε με το ύφος τού τελώνη που, δύσπιστος πριν από λίγο, δίνει ύστερα από τις εξηγήσεις σας τη θεώρησή του, και σάς αφήνει να περάσετε χωρίς ν᾿ ανοίξει τις αποσκευές σας.
— «Ω, σάς πιστεύω, δεν πρέπει να ᾿ναι διασκεδαστικά αυτά τα γεύματα, καλοσύνη σας που πηγαίνετε», είπε η κυρία Βερντυρέν, στην οποία ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εμφανιζόταν σαν ένας "πληχτικός" ιδιαίτερα επικίνδυνος, αφού διέθετε μέσα γοητείας και επιβολής, που αν είχαν χρησιμοποιηθεί απέναντι στους πιστούς, θα μπορούσαν να τούς κάνουν να την εγκαταλείψουν.
Όσο για τον κύριο Βερντυρέν, αυτός παρατήρησε την κακή εντύπωση που είχε δημιουργήσει στη γυναίκα του αυτή η αποκάλυψη, πως δηλαδή ο Σουάν είχε φιλίες με σημαντικά πρόσωπα, για τις οποίες δεν είχε κάνει ποτέ λόγο.
Όταν δεν είχαν οργανώσει κάποια συγκέντρωση έξω, ο Σουάν ξανάβρισκε τον μικρό πυρήνα στο σπίτι των Βερντυρέν, ερχόταν όμως μόνο αργά το βράδυ και παρ᾿ όλη την επιμονή τής Οντέτ, δεν δεχόταν σχεδόν ποτέ να δειπνήσει το βράδυ.
Ο Σουάν σκεφτόταν πως αν έδειχνε στην Οντέτ (με το να δέχεται να τη συναντά μόνο μετά το δείπνο) πως υπήρχαν απολαύσεις που τις προτιμούσε, η συμπάθεια γι αυτόν δεν θα έφτανε σύντομα στον κορεσμό. Κι άλλωστε, προτιμώντας απ᾿ την ομορφιά τής Οντέτ, την ομορφιά μιας μικρής εργάτριας που ήταν φρέσκια, κι όμορφη σαν τριαντάφυλλο και τη λαχταρούσε, τού άρεσε καλύτερα να περνά την αρχή τής βραδιάς μαζί της, αφού ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε την Οντέτ αργότερα. Μόλις έμπαινε μέσα, κι ενώ η κυρία Βερντυρέν, δείχνοντας τα τριαντάφυλλα που τής είχε στείλει το πρωί, τού έλεγε: «Θα σάς μαλώσω», και τού καθόριζε μια θέση κοντά στην Οντέτ, ο πιανίστας έπαιζε για τούς δυο τους τη μικρή φράση τού Βιντέιγ, που είχε γίνει σαν το εθνικό τραγούδι τής αγάπης τους. Άρχιζε με το κράτημα των τρέμολο των βιολιών, που ακούγονται για λίγα μέτρα μόνα τους, κι ύστερα ξαφνικά εμφανιζόταν η μικρή φράση, χορευτική, παρένθετη, επεισοδιακή σα ν᾿ ανήκε σ᾿ άλλο κόσμο, μοιράζοντας εδώ κι εκεί τα χαρίσματα τής γοητείας της μ᾿ ένα ανείπωτο χαμόγελο, τώρα όμως ο Σουάν είχε την εντύπωση πως ξεχώριζε μια απογοήτευση. Ήταν σαν να γνώριζε η φράση τη ματαιότητα τής ευτυχίας, στην οποία οδηγούσε. Στην ανάλαφρη χάρη της, είχε κάτι το ολοκληρωμένο, σαν την αταραξία που διαδέχεται τη θλιμμένη ανάμνηση. Αλλ᾿ αυτό λίγο τον έμελλε, γιατί την έβλεπε λιγότερο στην αυθυπαρξία της — σ᾿ αυτό που θα μπορούσε να εκφράσει για ένα μουσικό που αγνοούσε την ύπαρξή του και την ύπαρξη τής Οντέτ, όταν την είχε συνθέσει για όλους που θα την άκουγαν στους αιώνες— και πιότερο σα μια μαρτυρία, μια ανάμνηση τού έρωτά του, που ακόμα και για τούς Βερντυρέν, ή για το νεαρό πιανίστα, έφερνε ταυτόχρονα στη σκέψη την Οντέτ και τον ίδιο, τούς ένωνε· κι έφτασε στο σημείο, καθώς η Οντέτ από καπρίτσιο τον είχε παρακαλέσει, να εγκαταλείψει την πρόθεση του να ζητήσει από ένα καλλιτέχνη να τού παίξει τη σονάτα ολόκληρη, απ᾿ την οποία γνώριζε μόνο αυτό το απόσπασμα. «Κι άλλωστε τι σάς χρειάζεται;» τού είχε πει. «Αυτό είναι το κομμάτι μας». Καί μάλιστα υποφέροντας με τη σκέψη τη στιγμή που η φράση περνούσε τόσο κοντά τους και όμως στο άπειρο, πως ενώ τούς μιλούσε δεν τούς γνώριζε, σχεδόν λυπόταν πως είχε ένα νόημα μιάν ομορφιά εσώτερη και σταθερή ξένη σ᾿ αυτούς, όπως σε κοσμήματα χαρισμένα ή ακόμα και γράμματα μιας γυναίκας αγαπημένης, μάς ενοχλούν τα νερά τής πολύτιμης πέτρας ή οι λέξεις τής γλώσσας, γιατί δεν είναι φτιαγμένες αποκλειστικά από την ουσία ενός συγκεκριμένου έρωτα και μιας ορισμένης ύπαρξης.
— «Σάς υπόσχομαι να φροντίσω, θα την έχετε εγκαίρως. Αύριο ακριβώς γευματίζω με τον διευθυντή τής αστυνομίας στο μέγαρο των Ηλυσίων [1]».
— «Πως είπατε, στο μέγαρο των Ηλυσίων;» φώναξε ο γιατρός Κοττάρ με βροντερή φωνή.
— «Ναι στου κυρίου Γκρεβύ [2]», απάντησε ο Σουάν κάπως ενοχλημένος από την εντύπωση που είχαν δημιουργήσει τα λόγια του.
Συνήθως μόλις δίνονταν εξηγήσεις, ο Κοττάρ έλεγε: «Α! καλά καλά εντάξει» και δεν έδειχνε πια ίχνος συγκίνησης. Αυτή όμως τη φορά, οι τελευταίες λέξεις τού Σουάν, αντί να τού προκαλέσουν τον συνηθισμένο κατευνασμό, προκάλεσαν την αποκορύφωση τής έκπληξής του, γιατί κάποιος με τον οποίο δειπνούσε και που δεν είχε καμιά επίσημη ιδιότητα ή κάποια άλλη διάκριση, είχε στενές σχέσεις με τον αρχηγό τού κράτους.
— «Πως είπατε, στου κυρίου Γκρεβύ; Γνωρίζετε τον κύριο Γκρεβύ; είπε στον Σουάν με το ηλίθιο και δύσπιστο ύφος ενός χωροφύλακα, απ᾿ τον οποίον ένας άγνωστος ζητά να δει τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας και που, καταλαβαίνοντας απ᾿ αυτά τα λόγια "περί τίνος πρόκειται", βεβαιώνει τον καημένο τρελό πως θα γίνει δεκτός αμέσως, και τον οδηγεί στο ειδικό ιατρείο τής υπηρεσίας.
— «Τον γνωρίζω λιγάκι, έχουμε κοινούς φίλους (δεν τόλμησε να πει πως ο κοινός φίλος ήταν ο πρίγκιπας τής Ουαλίας [3] ), κι άλλωστε προσκαλεί πολύ εύκολα και σάς βεβαιώνω πως τα γεύματά του δεν έχουν τίποτα το διασκεδαστικό, είναι πολύ απλά» απάντησε ο Σουάν, προσπαθώντας να μειώσει την εντύπωση, που φαινόταν υπερβολική στα μάτια τού συζητητή του, από τις σχέσεις του με τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας.
Κι αμέσως ο Κοττάρ, παίρνοντας κατά γράμμα τα λόγια τού Σουάν, υιοθέτησε την άποψη αυτή, για την αξία μιας πρόσκλησης στου κυρίου Γκρεβύ, πως δηλαδή μια τέτοια πρόσκληση δεν την επιδιώκει κανείς και μπορεί να την έχει ο καθένας. Από τότε δεν ξαφνιαζόταν αν ο Σουάν (ή κάποιος άλλος) σύχναζε στο μέγαρο των Ηλυσίων και μάλιστα τον λυπόταν λίγο που πήγαινε σε γεύματα που παραδεχόταν ο ίδιος πως ήταν βαρετά.— «Α! καλά, καλά, εντάξει» είπε με το ύφος τού τελώνη που, δύσπιστος πριν από λίγο, δίνει ύστερα από τις εξηγήσεις σας τη θεώρησή του, και σάς αφήνει να περάσετε χωρίς ν᾿ ανοίξει τις αποσκευές σας.
— «Ω, σάς πιστεύω, δεν πρέπει να ᾿ναι διασκεδαστικά αυτά τα γεύματα, καλοσύνη σας που πηγαίνετε», είπε η κυρία Βερντυρέν, στην οποία ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εμφανιζόταν σαν ένας "πληχτικός" ιδιαίτερα επικίνδυνος, αφού διέθετε μέσα γοητείας και επιβολής, που αν είχαν χρησιμοποιηθεί απέναντι στους πιστούς, θα μπορούσαν να τούς κάνουν να την εγκαταλείψουν.
Όσο για τον κύριο Βερντυρέν, αυτός παρατήρησε την κακή εντύπωση που είχε δημιουργήσει στη γυναίκα του αυτή η αποκάλυψη, πως δηλαδή ο Σουάν είχε φιλίες με σημαντικά πρόσωπα, για τις οποίες δεν είχε κάνει ποτέ λόγο.
Όταν δεν είχαν οργανώσει κάποια συγκέντρωση έξω, ο Σουάν ξανάβρισκε τον μικρό πυρήνα στο σπίτι των Βερντυρέν, ερχόταν όμως μόνο αργά το βράδυ και παρ᾿ όλη την επιμονή τής Οντέτ, δεν δεχόταν σχεδόν ποτέ να δειπνήσει το βράδυ.
Ο Σουάν σκεφτόταν πως αν έδειχνε στην Οντέτ (με το να δέχεται να τη συναντά μόνο μετά το δείπνο) πως υπήρχαν απολαύσεις που τις προτιμούσε, η συμπάθεια γι αυτόν δεν θα έφτανε σύντομα στον κορεσμό. Κι άλλωστε, προτιμώντας απ᾿ την ομορφιά τής Οντέτ, την ομορφιά μιας μικρής εργάτριας που ήταν φρέσκια, κι όμορφη σαν τριαντάφυλλο και τη λαχταρούσε, τού άρεσε καλύτερα να περνά την αρχή τής βραδιάς μαζί της, αφού ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε την Οντέτ αργότερα. Μόλις έμπαινε μέσα, κι ενώ η κυρία Βερντυρέν, δείχνοντας τα τριαντάφυλλα που τής είχε στείλει το πρωί, τού έλεγε: «Θα σάς μαλώσω», και τού καθόριζε μια θέση κοντά στην Οντέτ, ο πιανίστας έπαιζε για τούς δυο τους τη μικρή φράση τού Βιντέιγ, που είχε γίνει σαν το εθνικό τραγούδι τής αγάπης τους. Άρχιζε με το κράτημα των τρέμολο των βιολιών, που ακούγονται για λίγα μέτρα μόνα τους, κι ύστερα ξαφνικά εμφανιζόταν η μικρή φράση, χορευτική, παρένθετη, επεισοδιακή σα ν᾿ ανήκε σ᾿ άλλο κόσμο, μοιράζοντας εδώ κι εκεί τα χαρίσματα τής γοητείας της μ᾿ ένα ανείπωτο χαμόγελο, τώρα όμως ο Σουάν είχε την εντύπωση πως ξεχώριζε μια απογοήτευση. Ήταν σαν να γνώριζε η φράση τη ματαιότητα τής ευτυχίας, στην οποία οδηγούσε. Στην ανάλαφρη χάρη της, είχε κάτι το ολοκληρωμένο, σαν την αταραξία που διαδέχεται τη θλιμμένη ανάμνηση. Αλλ᾿ αυτό λίγο τον έμελλε, γιατί την έβλεπε λιγότερο στην αυθυπαρξία της — σ᾿ αυτό που θα μπορούσε να εκφράσει για ένα μουσικό που αγνοούσε την ύπαρξή του και την ύπαρξη τής Οντέτ, όταν την είχε συνθέσει για όλους που θα την άκουγαν στους αιώνες— και πιότερο σα μια μαρτυρία, μια ανάμνηση τού έρωτά του, που ακόμα και για τούς Βερντυρέν, ή για το νεαρό πιανίστα, έφερνε ταυτόχρονα στη σκέψη την Οντέτ και τον ίδιο, τούς ένωνε· κι έφτασε στο σημείο, καθώς η Οντέτ από καπρίτσιο τον είχε παρακαλέσει, να εγκαταλείψει την πρόθεση του να ζητήσει από ένα καλλιτέχνη να τού παίξει τη σονάτα ολόκληρη, απ᾿ την οποία γνώριζε μόνο αυτό το απόσπασμα. «Κι άλλωστε τι σάς χρειάζεται;» τού είχε πει. «Αυτό είναι το κομμάτι μας». Καί μάλιστα υποφέροντας με τη σκέψη τη στιγμή που η φράση περνούσε τόσο κοντά τους και όμως στο άπειρο, πως ενώ τούς μιλούσε δεν τούς γνώριζε, σχεδόν λυπόταν πως είχε ένα νόημα μιάν ομορφιά εσώτερη και σταθερή ξένη σ᾿ αυτούς, όπως σε κοσμήματα χαρισμένα ή ακόμα και γράμματα μιας γυναίκας αγαπημένης, μάς ενοχλούν τα νερά τής πολύτιμης πέτρας ή οι λέξεις τής γλώσσας, γιατί δεν είναι φτιαγμένες αποκλειστικά από την ουσία ενός συγκεκριμένου έρωτα και μιας ορισμένης ύπαρξης.
[1] Ηλυσίων: το Μέγαρο των Ηλυσίων χτίστηκε στα 1718. Από το 1873 χρησιμεύει σαν μόνιμη κατοικία τού προέδρου τής Γαλλικής Δημοκρατίας.
[2] Γκρεβύ Ιούλιος: (1807-1891). Πρόεδρος τής Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1879 έως το 1887.
[3] Ουαλλίας: Ο Εδουάρδος ο 7ος (1841-1910) που ανέβηκε στο θρόνο τής Αγγλίας το 1901. Ένας από τούς πρωτεργάτες τής Αγγλο-Γαλλικής «εγκάρδιας συνεννόησης»
[2] Γκρεβύ Ιούλιος: (1807-1891). Πρόεδρος τής Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1879 έως το 1887.
[3] Ουαλλίας: Ο Εδουάρδος ο 7ος (1841-1910) που ανέβηκε στο θρόνο τής Αγγλίας το 1901. Ένας από τούς πρωτεργάτες τής Αγγλο-Γαλλικής «εγκάρδιας συνεννόησης»
Το σαλόνι τής Οντέτ. Τσάι στης Οντέτ, τα χρυσάνθεμα.
Συχνά συνέβαινε να ᾿χει τόσο καθυστερήσει πριν φτάσει στους Βερντυρέν, ώστε μόλις ο πιανίστας έπαιζε τη μικρή φράση, ο Σουάν διαπίστωνε πως ήταν κιόλας ώρα να γυρίσει στο σπίτι της, η Οντέτ. Τη συνόδευε ως την πόρτα τού μικρού μεγάρου της, στην οδό Λα Περούζ, πίσω από την αψίδα τού Θριάμβου. Κι ίσως γι᾿ αυτό, για να μην της ζητήσει όλες τις εύνοιες, θυσίαζε την ευχαρίστηση, τη λιγότερο απαραίτητη γι᾿ αυτόν, να τη βλέπει πιο νωρίς, να καταφτάνει στους Βερντυρέν μαζί της, για να χρησιμοποιεί το δικαίωμα που τοὐ αναγνώριζε να φεύγουν μαζί, δικαίωμα στο οποίο έδινε περισσότερη αξία, γιατί χάρη σ᾿ αυτό, είχε την εντύπωση πως κανένας δεν την έβλεπε, κανένας δεν έμπαινε ανάμεσά τους, δεν την εμπόδιζε να παραμένει ακόμα μαζί του, κι αφού την είχε αποχωριστεί. Έτσι η Οντέτ επέστρεφε με το αμάξι τού Σουάν· ένα βράδυ, μόλις κατέβηκε και την αποχαιρετούσε ως την επαύριο, έκοψε βιαστικά, απ᾿ το μικρό κήπο μπροστά στο σπίτι, ένα τελευταίο χρυσάνθεμο και τού το ᾿δωσε πριν φύγει. Το κράτησε σφιχτά πάνω στο στόμα του, στη διαδρομή τής επιστροφής, κι όταν ύστερ᾿ από λίγες μέρες το λουλούδι μαράθηκε, το ᾿κρυψε, σαν κάτι πολύτιμο, στο γραφείο του.
Ποτέ όμως δεν έμπαινε στο σπίτι της. Δυο φορές μόνο, τ᾿ απόγευμα, είχε πάει να λάβει μέρος σ᾿ αυτήν την σημαντική για κείνην ασχολία: "να πάρει τσάι". Αφήνοντας αριστερά, στο υπερυψωμένο ισόγειο, το υπνοδωμάτιο τής Οντέτ που έβλεπε πίσω σ᾿ ένα παράλληλο δρομάκι, μια ίσια σκάλα ανέβαινε στο σαλόνι και στο σαλονάκι, ανάμεσα σε τοίχους βαμμένους με σκοτεινά χρώματα κι απ᾿ όπου έπεφταν ανατολίτικα υφάσματα, και μια μεγάλη γιαπωνέζικη λάμπα. Πριν απ᾿ τούς δυο αυτούς χώρους υπήρχε ένας στενός προθάλαμος που ο τοίχος του ήταν σκεπασμένος από ένα ξύλινο καφασωτό κήπου, βαμμένο όμως χρυσό, όπου άνθιζαν μεγάλα χρυσάνθεμα. Η Οντέτ τον είχε δεχτεί ντυμένη με μια ρόμπα από ροζ μετάξι, που άφηνε γυμνά τα μπράτσα και το λαιμό της. Τον είχε βάλει να καθίσει κοντά της, σε μιάν απ᾿ τις πολλές όλο μυστήριο κρυψώνες που ᾿χε διευθετήσει στις εσοχές τού σαλονιού και τις προστάτευαν τεράστιες φοινικιές τοποθετημένες σε κινέζικες γλάστρες ή παραβάν. «Δεν κάθεστε βολικά έτσι, περιμένετε, εγώ θα σάς βολέψω», και με το ματαιόδοξο μικρό γέλιο που θα είχε για κάποια ιδιαίτερη εφεύρεσή της, είχε τοποθετήσει πίσω απ᾿ το κεφάλι τού Σουάν και κάτω από τα πόδια του, μαξιλάρια από γιαπωνέζικο μετάξι που τα ζουλούσε σα να ᾿χε σπαταλήσει γι αυτά μεγάλα πλούτη, μα αδιαφορούσε για την αξία τους. Όταν όμως ο υπηρέτης ήρθε να φέρει διαδοχικά πολλές λάμπες που καίγανε μονές ή ζευγαρωτές πάνω σε διαφορετικά έπιπλα, και μέσα στο λυκόφως το σχεδόν νυχτερινό, σ᾿ αυτό το τέλος του χειμωνιάτικου απογευματινού, είχαν δημιουργήσει ένα άλλο ηλιοβασίλεμα, πιο τριανταφυλλί, η Οντέτ είχε επιβλέψει με την άκρη τού ματιού τον υπηρέτη για να βεβαιωθεί πως τοποθετούσε τις λάμπες σωστά και στην καθορισμένη τους θέση. Πίστευε πως και μια μόνο λάμπα τοποθετημένη εκεί που δεν έπρεπε αρκούσε να καταστρέψει την εντύπωση τού συνόλου στο σαλόνι της και τον καλό φωτισμό τής προσωπογραφίας της. Έβρισκε πως όλα τα κινέζικα μπιμπελό της, είχαν μορφές "διασκεδαστικές", το ίδιο και οι ορχιδέες, οι κατλέγιες κυρίως, που ήταν μαζί με τα χρυσάνθεμα, τα αγαπημένα της λουλούδια. Καθώς τού έδειχνε με τη σειρά τις χίμαιρες με πύρινες γλώσσες που στόλιζαν μια πορσελάνη ή που ήταν κεντημένες σε παραβάν, τούς κάλυκες σ᾿ ένα μπουκέτο ορχιδέες, προσποιόταν πως τη φόβιζε η κακία ή πως τη διασκέδαζε η αστεία όψη που είχαν τα τέρατα. Κι αυτοί οι προσποιητοί τρόποι της, έρχονταν σε αντίθεση με την ειλικρίνεια μιας θρησκευτικής ευλάβειας, κυρίως στην Παναγία "που παλιότερα την είχε γιατρέψει από θανάσιμη ασθένεια" και τής οποίας φορούσε πάντα πάνω της ένα χρυσό αναμνηστικό, που τού αναγνώριζε απεριόριστη δύναμη. Η Οντέτ ετοίμασε για τον Σουάν το τσάι "του". Κι επειδή τού άρεσε η γεύση: «Βλέπετε πως ξέρω τι αγαπάτε». Πραγματικά το τσάι είχε φανεί στον Σουάν, όπως και σ᾿ εκείνη, κάτι πολύτιμο· ο έρωτας έχει τόση ανάγκη να βρίσκει μια δικαιολογία, μια εγγύηση διάρκειας σ᾿ απολαύσεις που χωρίς αυτόν, δεν θα ήταν απολαύσεις, και τελειώνουν όταν αυτός φτάνει στο τέλος του, ώστε σε όλη τη διαδρομή για να γυρίσει στο σπίτι του ξανάλεγε μέσα του: «Θα ᾿ναι πολύ ευχάριστο να χεις έτσι μια συμπαθητική ύπαρξη, που στο σπίτι της να μπορείς να βρεις αυτό το σπάνιο πράγμα: καλό τσάι». Μιά ώρα αργότερα, έλαβε ένα μήνυμα τής Οντέτ κι αναγνώρισε αμέσως αυτή τη μεγαλόσχημη γραφή που έδινε μιάν εμφάνιση πειθαρχημένη σε γράμματα άμορφα, που θα μπορούσαν ίσως να αποκαλύψουν σ᾿ ένα μάτι πιο ανεπηρέαστο, την ακατάστατη σκέψη, την ανεπάρκεια τής μόρφωσης, την έλλειψη ειλικρίνειας. Ο Σουάν είχε ξεχάσει τη σιγαροθήκη του στο σπίτι τής Οντέτ. «Ας ήταν να ᾿χατε ξεχάσει και την καρδιά σας, δεν θα σάς άφηνα να την ξαναπάρετε».
Ποτέ όμως δεν έμπαινε στο σπίτι της. Δυο φορές μόνο, τ᾿ απόγευμα, είχε πάει να λάβει μέρος σ᾿ αυτήν την σημαντική για κείνην ασχολία: "να πάρει τσάι". Αφήνοντας αριστερά, στο υπερυψωμένο ισόγειο, το υπνοδωμάτιο τής Οντέτ που έβλεπε πίσω σ᾿ ένα παράλληλο δρομάκι, μια ίσια σκάλα ανέβαινε στο σαλόνι και στο σαλονάκι, ανάμεσα σε τοίχους βαμμένους με σκοτεινά χρώματα κι απ᾿ όπου έπεφταν ανατολίτικα υφάσματα, και μια μεγάλη γιαπωνέζικη λάμπα. Πριν απ᾿ τούς δυο αυτούς χώρους υπήρχε ένας στενός προθάλαμος που ο τοίχος του ήταν σκεπασμένος από ένα ξύλινο καφασωτό κήπου, βαμμένο όμως χρυσό, όπου άνθιζαν μεγάλα χρυσάνθεμα. Η Οντέτ τον είχε δεχτεί ντυμένη με μια ρόμπα από ροζ μετάξι, που άφηνε γυμνά τα μπράτσα και το λαιμό της. Τον είχε βάλει να καθίσει κοντά της, σε μιάν απ᾿ τις πολλές όλο μυστήριο κρυψώνες που ᾿χε διευθετήσει στις εσοχές τού σαλονιού και τις προστάτευαν τεράστιες φοινικιές τοποθετημένες σε κινέζικες γλάστρες ή παραβάν. «Δεν κάθεστε βολικά έτσι, περιμένετε, εγώ θα σάς βολέψω», και με το ματαιόδοξο μικρό γέλιο που θα είχε για κάποια ιδιαίτερη εφεύρεσή της, είχε τοποθετήσει πίσω απ᾿ το κεφάλι τού Σουάν και κάτω από τα πόδια του, μαξιλάρια από γιαπωνέζικο μετάξι που τα ζουλούσε σα να ᾿χε σπαταλήσει γι αυτά μεγάλα πλούτη, μα αδιαφορούσε για την αξία τους. Όταν όμως ο υπηρέτης ήρθε να φέρει διαδοχικά πολλές λάμπες που καίγανε μονές ή ζευγαρωτές πάνω σε διαφορετικά έπιπλα, και μέσα στο λυκόφως το σχεδόν νυχτερινό, σ᾿ αυτό το τέλος του χειμωνιάτικου απογευματινού, είχαν δημιουργήσει ένα άλλο ηλιοβασίλεμα, πιο τριανταφυλλί, η Οντέτ είχε επιβλέψει με την άκρη τού ματιού τον υπηρέτη για να βεβαιωθεί πως τοποθετούσε τις λάμπες σωστά και στην καθορισμένη τους θέση. Πίστευε πως και μια μόνο λάμπα τοποθετημένη εκεί που δεν έπρεπε αρκούσε να καταστρέψει την εντύπωση τού συνόλου στο σαλόνι της και τον καλό φωτισμό τής προσωπογραφίας της. Έβρισκε πως όλα τα κινέζικα μπιμπελό της, είχαν μορφές "διασκεδαστικές", το ίδιο και οι ορχιδέες, οι κατλέγιες κυρίως, που ήταν μαζί με τα χρυσάνθεμα, τα αγαπημένα της λουλούδια. Καθώς τού έδειχνε με τη σειρά τις χίμαιρες με πύρινες γλώσσες που στόλιζαν μια πορσελάνη ή που ήταν κεντημένες σε παραβάν, τούς κάλυκες σ᾿ ένα μπουκέτο ορχιδέες, προσποιόταν πως τη φόβιζε η κακία ή πως τη διασκέδαζε η αστεία όψη που είχαν τα τέρατα. Κι αυτοί οι προσποιητοί τρόποι της, έρχονταν σε αντίθεση με την ειλικρίνεια μιας θρησκευτικής ευλάβειας, κυρίως στην Παναγία "που παλιότερα την είχε γιατρέψει από θανάσιμη ασθένεια" και τής οποίας φορούσε πάντα πάνω της ένα χρυσό αναμνηστικό, που τού αναγνώριζε απεριόριστη δύναμη. Η Οντέτ ετοίμασε για τον Σουάν το τσάι "του". Κι επειδή τού άρεσε η γεύση: «Βλέπετε πως ξέρω τι αγαπάτε». Πραγματικά το τσάι είχε φανεί στον Σουάν, όπως και σ᾿ εκείνη, κάτι πολύτιμο· ο έρωτας έχει τόση ανάγκη να βρίσκει μια δικαιολογία, μια εγγύηση διάρκειας σ᾿ απολαύσεις που χωρίς αυτόν, δεν θα ήταν απολαύσεις, και τελειώνουν όταν αυτός φτάνει στο τέλος του, ώστε σε όλη τη διαδρομή για να γυρίσει στο σπίτι του ξανάλεγε μέσα του: «Θα ᾿ναι πολύ ευχάριστο να χεις έτσι μια συμπαθητική ύπαρξη, που στο σπίτι της να μπορείς να βρεις αυτό το σπάνιο πράγμα: καλό τσάι». Μιά ώρα αργότερα, έλαβε ένα μήνυμα τής Οντέτ κι αναγνώρισε αμέσως αυτή τη μεγαλόσχημη γραφή που έδινε μιάν εμφάνιση πειθαρχημένη σε γράμματα άμορφα, που θα μπορούσαν ίσως να αποκαλύψουν σ᾿ ένα μάτι πιο ανεπηρέαστο, την ακατάστατη σκέψη, την ανεπάρκεια τής μόρφωσης, την έλλειψη ειλικρίνειας. Ο Σουάν είχε ξεχάσει τη σιγαροθήκη του στο σπίτι τής Οντέτ. «Ας ήταν να ᾿χατε ξεχάσει και την καρδιά σας, δεν θα σάς άφηνα να την ξαναπάρετε».
Η προβολή από τον Σουάν πάνω στην Οντέτ τής αισθητικής τής μεγάλης τέχνης, μεταμορφώνει την Οντέτ σε ένα σπανιότατο αντίτυπο, ταιριαστό με τις αισθητικές του προτιμήσεις.
Μια δεύτερη επίσκεψη που τής έκανε ήταν ίσως πιο σημαντική. Καθώς πήγαινε στο σπίτι της εκείνη την ημέρα, φανταζόταν τη μορφή της από πριν· κι η ανάγκη που ένιωθε για να βρίσκει όμορφο το πρόσωπό της, να περιορίζει μόνο στα ρόδινα και φρέσκα μήλα τού προσώπου ολόκληρα τα μάγουλά της, που ήταν συχνά κίτρινα, άτονα, και με μικρά κόκκινα στίγματα, τού προκαλούσε θλίψη σα να ᾿ταν απόδειξη πως το ιδανικό είναι άπιαστο και η ευτυχία μέτρια. Τής έφερνε μια γκραβούρα που ήθελε να δει. Ήταν λίγο αδιάθετη. Όρθια πλάι του, αφήνοντας να γλυστράνε πάνω στα μάγουλά της τα ξέπλεκα μαλλιά της, λυγίζοντας το ένα πόδι σε μια στάση χορευτική, για να μπορέσει να σκύψει άνετα πάνω στη γκραβούρα, που την κοίταζε με τα μεγάλα της μάτια τα τόσο κουρασμένα, έκανε εντύπωση στον Σουάν η ομοιότητά της με τη μορφή τής Σεπφώρας τής κόρης τού Ιοθόρ [1] , που μπορεί κανείς να δει πως αποδίδει ο Μποττιτσέλλι[2] σε μια τοιχογραφία τής Καπέλλα Σιχτίνα. Ο Σουάν είχε πάντα αυτή την ξεχωριστή συνήθεια να τού αρέσει ν᾿ ανακαλύπτει στη ζωγραφική των μεγάλων ζωγράφων, όχι μόνο τα γενικά χαρακτηριστικά τής πραγματικότητας που μάς περιβάλλει, αλλά και αυτό που αντίθετα φαίνεται πως μπορεί λιγότερο να γενικευθεί: τα ατομικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που γνωρίζουμε. Ίσως επειδή πάντα τού έμεναν κάποιες τύψεις γιατί περιόρισε τη ζωή του στις κοσμικές σχέσεις, νόμιζε πως έβρισκε ένα είδος συγκαταβατικής συγχώρεσης την οποία τού ᾿διναν οι μεγάλοι καλλιτέχνες, με το γεγονός πως κι αυτοί είχαν κοιτάξει με ευχαρίστηση κι είχαν φέρει μέσα στο έργο τους παρόμοια πρόσωπα που του δίνουν μια παράξενη πιστοποίηση πραγματικότητας και ζωής, μια γεύση καινούργια.
Κοίταζε την Οντέτ· ένα μέρος από την τοιχογραφία εμφανιζόταν στο πρόσωπό της και στο σώμα της, κι από τότε γύρευε πάντα να το ξαναβρεί, είτε βρισκόταν κοντά στην Οντέτ, είτε μόνο την έβλεπε με τη σκέψη· και, μ᾿ όλο που αγαπούσε το Φλωρεντινό αριστούργημα, μόνο γιατί το ξανάβρισκε σ᾿ εκείνη, η ομοιότητα αυτή πρόσθετε και στην Οντέτ μια ομορφιά, τής έδινε πιότερη αξία. Ο Σουάν καταλόγιζε στον εαυτό του πως είχε παραγνωρίσει την αξία μιας ύπαρξης, που θα την είχε βρει αξιολάτρευτη ο μεγάλος Σάντρο, και χάρηκε γιατί η ευχαρίστηση που τού έδινε η θέα τής Οντέτ έβρισκε μια δικαίωση στην αισθητική του παιδεία. Σκέφτηκε πως συνδυάζοντας τη σκέψη τής Οντέτ στα όνειρα ευτυχίας του, δεν είχε δεχτεί ένα υποκατάστατο τόσο ατελές, όσο είχε νομίσει αρχικά, αφού ικανοποιούσε μέσα του τις πιο εκλεπτυσμένες καλλιτεχνικές προτιμήσεις του. Ξεχνούσε πως αυτό δεν καθιστούσε την Οντέτ γυναίκα περισσότερο σύμφωνη με τις ερωτικές του επιθυμίες, αφού αυτές είχαν πάντα προσανατολιστεί σε μια κατεύθυνση αντίθετη με τις αισθητικές του προτιμήσεις. Καί ενώ η καθαρή σαρκική όψη αυτής τής γυναίκας, εξασθενούσε την αγάπη του, οι αμφιβολίες του διαλύθηκαν, η αγάπη αυτή σταθεροποιήθηκε όταν, αντί για την όψη αυτή, πήρε σα βάση τα δεδομένα μιας βέβαιης αισθητικής.
Κι όταν ένιωθε κάποια λύπη γιατί από μήνες περιοριζόταν μόνο να βλέπει την Οντέτ, έλεγε στον εαυτό του πως ήταν φυσικό να δίνει πολύ απ᾿ το χρόνο του σ᾿ ένα ανεκτίμητο αριστούργημα, χυμένο μια και μόνη φορά μ᾿ ένα διαφορετικό υλικό σ᾿ ένα σπανιότατο αντίτυπο, που το έβλεπε άλλοτε με την ταπεινότητα, την πνευματικότητα και την ανιδιοτέλεια τού καλλιτέχνη, κι άλλοτε με την υπερηφάνεια τον εγωισμό και την ηδυπάθεια τού συλλέκτη.
Τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, σαν φωτογραφία τής Οντέτ, μια εικόνα τής κόρης τού Ιοθόρ. Θαύμαζε τα μεγάλα μάτια, τις θαυμάσιες μπούκλες των μαλλιών πάνω στα κουρασμένα μάγουλα· και, προσαρμόζοντας ό,τι έβρισκε ως τότε αισθητικά ωραίο στην ιδέα μιας ζωντανής γυναίκας, το μετουσίωνε σε φυσικά χαρίσματα και χαιρόταν που τα ᾿βρισκε ενωμένα σ᾿ ένα πλάσμα που θα μπορούσε να το κάνει δικό του. Αυτή η αόριστη συμπάθεια που μάς ενώνει μ᾿ ένα αριστούργημα που κοιτάζουμε, γινόταν, τώρα που γνώριζε το σαρκικό πρόσωπο τής κόρης τού Ιοθόρ, ένας πόθος που αναπλήρωνε αυτόν που το κορμί τής Οντέτ δεν τού είχε αρχικά εμπνεύσει. Αφού είχε κοιτάξει για ώρα αυτόν τον Μποττιτσέλλι, σκεφτόταν το δικό του Μποττιτσέλλι και τον έβρισκε ακόμα πιο ωραίο.
Αισθανόταν πως από τότε που η Οντέτ είχε κάθε ευκολία να τον συναντά, ήταν σα να μην είχε πολλά να του πει, φοβόταν πως οι μονότονοι και σχεδόν οριστικά καθορισμένοι τρόποι συμπεριφοράς που ακολουθούσε μαζί του, θα μπορούσαν να καταστρέψουν μέσα του αυτήν την μυθιστορηματική προσμονή που τον είχε κάνει να την ερωτευθεί και να παραμένει ερωτευμένος. Καί για να ανανεώσει λίγο την ηθική πλευρά, την υπερβολικά παγωμένη τής Οντέτ, τής έγραφε ξαφνικά ένα γράμμα γεμάτο ψεύτικες απογοητεύσεις και προσποιητούς θυμούς και τής το έστελνε πριν από το δείπνο. Ήξερε πως θα τρόμαζε, κι είχε την ελπίδα πως μέσα από τον φόβο μήπως τον χάσει, θα ξεπεταγόταν λέξεις που δεν είχε ακόμα πει· —και πραγματικά μ᾿ αυτό τον τρόπο είχε λάβει τα πιο τρυφερά της γράμματα, και το ένα απ᾿ αυτά, που τού είχε στείλει το μεσημέρι απ᾿ το "Χρυσό Σπίτι" (ήταν η μέρα τής γιορτής "Παρίσι-Μούρθια", που δόθηκε για τούς πλημμυρόπληκτους τής Μούρθια [3] ), άρχιζε με τα λόγια: «Φίλε μου, το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά που με δυσκολία μπορώ να γράψω», γράμμα που είχε φυλάξει στο ίδιο συρτάρι μαζί με το μαραμένο χρυσάνθεμο. Κι αν πάλι δεν είχε καιρό να γράψει, όταν θα έφτανε στους Βερντυρέν, θα πήγαινε αμέσως κοντά του και θα τού έλεγε: «έχω να σάς μιλήσω» κι εκείνος θα διάβαζε στο πρόσωπο της και στα λόγια της, ό,τι τού είχε ως τότε κρύψει απ᾿ την καρδιά της.
Κοίταζε την Οντέτ· ένα μέρος από την τοιχογραφία εμφανιζόταν στο πρόσωπό της και στο σώμα της, κι από τότε γύρευε πάντα να το ξαναβρεί, είτε βρισκόταν κοντά στην Οντέτ, είτε μόνο την έβλεπε με τη σκέψη· και, μ᾿ όλο που αγαπούσε το Φλωρεντινό αριστούργημα, μόνο γιατί το ξανάβρισκε σ᾿ εκείνη, η ομοιότητα αυτή πρόσθετε και στην Οντέτ μια ομορφιά, τής έδινε πιότερη αξία. Ο Σουάν καταλόγιζε στον εαυτό του πως είχε παραγνωρίσει την αξία μιας ύπαρξης, που θα την είχε βρει αξιολάτρευτη ο μεγάλος Σάντρο, και χάρηκε γιατί η ευχαρίστηση που τού έδινε η θέα τής Οντέτ έβρισκε μια δικαίωση στην αισθητική του παιδεία. Σκέφτηκε πως συνδυάζοντας τη σκέψη τής Οντέτ στα όνειρα ευτυχίας του, δεν είχε δεχτεί ένα υποκατάστατο τόσο ατελές, όσο είχε νομίσει αρχικά, αφού ικανοποιούσε μέσα του τις πιο εκλεπτυσμένες καλλιτεχνικές προτιμήσεις του. Ξεχνούσε πως αυτό δεν καθιστούσε την Οντέτ γυναίκα περισσότερο σύμφωνη με τις ερωτικές του επιθυμίες, αφού αυτές είχαν πάντα προσανατολιστεί σε μια κατεύθυνση αντίθετη με τις αισθητικές του προτιμήσεις. Καί ενώ η καθαρή σαρκική όψη αυτής τής γυναίκας, εξασθενούσε την αγάπη του, οι αμφιβολίες του διαλύθηκαν, η αγάπη αυτή σταθεροποιήθηκε όταν, αντί για την όψη αυτή, πήρε σα βάση τα δεδομένα μιας βέβαιης αισθητικής.
Κι όταν ένιωθε κάποια λύπη γιατί από μήνες περιοριζόταν μόνο να βλέπει την Οντέτ, έλεγε στον εαυτό του πως ήταν φυσικό να δίνει πολύ απ᾿ το χρόνο του σ᾿ ένα ανεκτίμητο αριστούργημα, χυμένο μια και μόνη φορά μ᾿ ένα διαφορετικό υλικό σ᾿ ένα σπανιότατο αντίτυπο, που το έβλεπε άλλοτε με την ταπεινότητα, την πνευματικότητα και την ανιδιοτέλεια τού καλλιτέχνη, κι άλλοτε με την υπερηφάνεια τον εγωισμό και την ηδυπάθεια τού συλλέκτη.
Τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, σαν φωτογραφία τής Οντέτ, μια εικόνα τής κόρης τού Ιοθόρ. Θαύμαζε τα μεγάλα μάτια, τις θαυμάσιες μπούκλες των μαλλιών πάνω στα κουρασμένα μάγουλα· και, προσαρμόζοντας ό,τι έβρισκε ως τότε αισθητικά ωραίο στην ιδέα μιας ζωντανής γυναίκας, το μετουσίωνε σε φυσικά χαρίσματα και χαιρόταν που τα ᾿βρισκε ενωμένα σ᾿ ένα πλάσμα που θα μπορούσε να το κάνει δικό του. Αυτή η αόριστη συμπάθεια που μάς ενώνει μ᾿ ένα αριστούργημα που κοιτάζουμε, γινόταν, τώρα που γνώριζε το σαρκικό πρόσωπο τής κόρης τού Ιοθόρ, ένας πόθος που αναπλήρωνε αυτόν που το κορμί τής Οντέτ δεν τού είχε αρχικά εμπνεύσει. Αφού είχε κοιτάξει για ώρα αυτόν τον Μποττιτσέλλι, σκεφτόταν το δικό του Μποττιτσέλλι και τον έβρισκε ακόμα πιο ωραίο.
Αισθανόταν πως από τότε που η Οντέτ είχε κάθε ευκολία να τον συναντά, ήταν σα να μην είχε πολλά να του πει, φοβόταν πως οι μονότονοι και σχεδόν οριστικά καθορισμένοι τρόποι συμπεριφοράς που ακολουθούσε μαζί του, θα μπορούσαν να καταστρέψουν μέσα του αυτήν την μυθιστορηματική προσμονή που τον είχε κάνει να την ερωτευθεί και να παραμένει ερωτευμένος. Καί για να ανανεώσει λίγο την ηθική πλευρά, την υπερβολικά παγωμένη τής Οντέτ, τής έγραφε ξαφνικά ένα γράμμα γεμάτο ψεύτικες απογοητεύσεις και προσποιητούς θυμούς και τής το έστελνε πριν από το δείπνο. Ήξερε πως θα τρόμαζε, κι είχε την ελπίδα πως μέσα από τον φόβο μήπως τον χάσει, θα ξεπεταγόταν λέξεις που δεν είχε ακόμα πει· —και πραγματικά μ᾿ αυτό τον τρόπο είχε λάβει τα πιο τρυφερά της γράμματα, και το ένα απ᾿ αυτά, που τού είχε στείλει το μεσημέρι απ᾿ το "Χρυσό Σπίτι" (ήταν η μέρα τής γιορτής "Παρίσι-Μούρθια", που δόθηκε για τούς πλημμυρόπληκτους τής Μούρθια [3] ), άρχιζε με τα λόγια: «Φίλε μου, το χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά που με δυσκολία μπορώ να γράψω», γράμμα που είχε φυλάξει στο ίδιο συρτάρι μαζί με το μαραμένο χρυσάνθεμο. Κι αν πάλι δεν είχε καιρό να γράψει, όταν θα έφτανε στους Βερντυρέν, θα πήγαινε αμέσως κοντά του και θα τού έλεγε: «έχω να σάς μιλήσω» κι εκείνος θα διάβαζε στο πρόσωπο της και στα λόγια της, ό,τι τού είχε ως τότε κρύψει απ᾿ την καρδιά της.
[1] Ιοθόρ: Όταν ο Μωυσής έφυγε από την Αίγυπτο έφτασε στη γη Μαδιάμ. Εκεί κάθισε κοντά σ' ένα πηγάδι. Ο ιερέας τής Μαδιάμ Ιοθόρ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να ποτίσουν τα πρόβατα τού πατέρα τους. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε και πότισε τα πρόβατά τους. Οι κοπέλες όταν γύρισαν στον πατέρα τους τον Ιοθόρ, τού διηγήθηκαν τα γεγονότα, και αυτός τούς είπε να τον φέρουν στο σπίτι να τον φιλοξενήσουν και έδωσε στον Μωυσή για γυναίκα του, τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα. (Έξοδος).
[2] Μποτιτσέλλι Σάντρο: Φλωρεντινός ζωγράφος (1444-1510).
[3] Μούρθια: Πόλη τής Ισπανίας. Τη διασχίζει ο ποταμός Σεγκούρα, πού έχει προκαλέσει συχνά πλημμύρες
[2] Μποτιτσέλλι Σάντρο: Φλωρεντινός ζωγράφος (1444-1510).
[3] Μούρθια: Πόλη τής Ισπανίας. Τη διασχίζει ο ποταμός Σεγκούρα, πού έχει προκαλέσει συχνά πλημμύρες
Μια αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες ενός έρωτα οι οποίες τον εκθέτουν σε μια φυσιολογική φθορά, μπορεί να ανανεώσει την αγωνία τού έρωτα και να φέρει στο προσκήνιο το μηχανισμό της ζήλειας.
Έτσι, από μόνη της η "μικρή φάρα", καθόριζε αυτόματα για το Σουάν τις καθημερινές του συναντήσεις με την Οντέτ, και τού επέτρεπε να προσποιείται πως τού ήταν αδιάφορη η συνάντηση ή και πως δεν την επιθυμούσε, χωρίς όμως να διακινδυνεύει σοβαρά αφού, ό,τι κι αν τής έγραφε τη μέρα, θα την έβλεπε το βράδυ και θα τη συνόδευε ύστερα στο σπίτι της.
Κάποτε όμως, που είχε αναλογιστεί με ανία την αναπόφευκτη επιστροφή μαζί της, είχε οδηγήσει ως το δάσος τής Βουλώνης τη νέα εργάτρια, και τελικά έφθασε τόσο αργά, ώστε η Οντέτ νομίζοντας πως δε θα ᾿ ρθει, είχε φύγει. Καθώς είδε πως δεν βρισκόταν στο σαλόνι, ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά· έτρεμε μήπως στερηθεί μια απόλαυση που για πρώτη φορά εκτιμούσε, αφού είχε ως τότε τη βεβαιότητα πως μπορούσε να την έχει όποτε ήθελε, βεβαιότητα που σε όλες τις απολαύσεις μάς ελαττώνει, ή ακόμα και μάς στερεί τη δυνατότητα ν᾿ αντιληφθούμε ολότελα το μέγεθός τους.
—«Πρόσεξες την έκφραση που πήρε, όταν κατάλαβε πως εκείνη δεν είναι πια εδώ;», είπε ο κύριος Βερντυρέν στη γυναίκα του. —«Μπορούμε να πούμε, νομίζω, πως είναι τσιμπημένος!»
—«Μα όχι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και, μεταξύ μας, βρίσκω πως εκείνη έχει άδικο και πως συμπεριφέρεται σαν κουτορνίθι και είναι άλλωστε».
—«Κουραφέξαλα!» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «και που ξέρεις εσύ πως δεν υπάρχει τίποτα! Δε πήγαμε να δούμε, δεν είναι έτσι;»
— «Εμένα θα μού ᾿λεγε», απάντησε περήφανα η κυρία Βερντυρέν. «Σάς λέω πως μού διηγείται όλες τις ερωτοδουλειές της! Καθώς δεν έχει κανέναν αυτή τη στιγμή, τής είπα πως θα ᾿ πρεπε να πλαγιάζει μαζί του. Διατείνεται πως δεν μπορεί, πως τού έχει βέβαια μεγάλη αδυναμία, αλλά πως αυτός είναι άτολμος μαζί της, πως αυτό κάνει και την ίδια να δειλιάζει, πως είναι ένας άνθρωπος ιδανικός, πως φοβάται να μην ξεφτίσει το αίσθημα που νιώθει γι αυτόν, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο ακόμα».
— «Θα μού επιτρέψεις να μην συμφωνήσω μαζί σου», είπε κύριος Βερντυρέν, «δε μού πολυαρέσει αυτός ο κύριος βρίσκω πως είναι ποζάτος».
Η κυρία Βερντυρέν στάθηκε ακίνητη, πήρε μια έκφραση αδράνειας, λες και είχε γίνει άγαλμα, κι έτσι μπορούσε να δείξει πως τάχα δεν είχε ακούσει αυτήν την αβάσταχτη λέξη "ποζάτος", που άφηνε να υπονοηθεί πως θα μπορούσαν ίσως κάποιοι να "παίρνουν πόζες" απέναντί τους, κι επομένως να είναι "κάτι παραπάνω απ᾿ αυτούς.
— «Τελοσπάντων, αν δεν υπάρχει τίποτα, δε φαντάζομαι αυτό να οφείλεται στο ότι αυτός ο κύριος τη θεωρεί ενάρετη», είπε ο κύριος Βερντυρέν ειρωνικά. «Καί στο κάτω-κάτω δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, αφού φαίνεται να τη θεωρεί έξυπνη. Δεν ξέρω αν άκουσες όσα τής ξεφούρνιζε ένα βράδυ σχετικά με τη σονάτα τού Βιντέιγ αγαπώ την Οντέτ με όλη μου την καρδιά, αλλά να τής αναπτύσσει κανείς αισθητικές θεωρίες, πρέπει να ᾿ναι περίφημος κουτεντές»
— «Ελάτε τώρα, μη λέτε κακό για την Οντέτ», είπε η κυρία Βερντυρέν, με το ψεύτικο παιδιάστικο ύφος της. «Είναι χαριτωμένη»
— «Μα αυτό δεν την εμποδίζει να είναι χαριτωμένη· δε λέμε τίποτα κακό για την Οντέτ, λέμε μόνο πως δεν είναι η προσωποποίηση ούτε τής αρετής ούτε τής εξυπνάδας. Στο βάθος», είπε στο ζωγράφο, «επιμένετε τόσο πολύ να είναι ενάρετη; Ποιος ξέρει όμως, ίσως τότε να ᾿ταν και πολύ λιγότερο χαριτωμένη».
Στο κεφαλόσκαλο πλησίασε τον Σουάν ο αρχικαμαριέρης, που δε βρισκόταν στη θέση του όταν είχε έρθει, και που είχε αναλάβει να τού μεταδώσει ένα μήνυμα τής Οντέτ —είχε όμως στο μεταξύ περάσει ολόκληρη μια ώρα — σε περίπτωση που θα ερχόταν τελικά: η Οντέτ θα πήγαινε, πιθανότατα να πάρει μια σοκολάτα στου Πρεβώ, πριν επιστρέψει στο σπίτι της. Ο Σουάν ξεκίνησε για τού Πρεβώ, σε κάθε βήμα όμως το αμάξι του το σταματούσαν άλλα αμάξια ή άνθρωποι που διέσχιζαν το δρόμο, μισητά εμπόδια που θα ήταν έτοιμος να ποδοπατήσει, αν η παρέμβαση τού αστυνόμου δε θα τον καθυστερούσε περισσότερο. Καί γιατί; όλη αυτή η ανησυχία, επειδή δε θα ᾿βλεπε την Οντέτ παρά μόνο αύριο, δηλαδή αυτό ακριβώς που ευχόταν πριν από μια ώρα όταν πήγαινε στην κυρία Βερντυρέν! Ήταν αναγκασμένος ν᾿ αναγνωρίσει πως σ᾿ αυτό το ίδιο αμάξι, που τον πήγαινε στου Πρεβώ, δεν ήταν πια μόνος, ένα καινούργιο πλάσμα ήταν εκεί μαζί του, απ᾿ το οποίο δεν μπορούσε ίσως ν᾿ απαλλαχτεί, που απέναντί του έπρεπε να φερθεί με περίσκεψη, όπως μ᾿ ένα αφέντη ή μια αρρώστια. Κι ελάχιστα αναλογιζόταν πως αυτή η πιθανή συνάντηση στου Πρεβώ, που η προσμονή της μέσα στην αγωνία τον απογύμνωνε από κάθε προηγούμενο εαυτό του, ώστε δεν έβρισκε πια ούτε μια σκέψη, ούτε μια ανάμνηση που πάνω της να ξεκουράσει το μυαλό του ήταν πιθανό, αν πραγματοποιούνταν, να ᾿ταν σαν όλες τις άλλες, κάτι ασήμαντο δηλαδή, να παρατείνει προσωρινά και να ανανεώσει την απογοήτευση και τον πόνο που τού έφερνε η άσκοπη παρουσία αυτής τής γυναίκας, που την πλησίαζε χωρίς να τολμά να την αγκαλιάσει.
Δεν ήταν στου Πρεβώ θέλησε να ψάξει να τη βρει σ᾿ όλα τα εστιατόρια τού μπουλβάρ. Για να κερδίσει χρόνο, ενώ πήγαινε ο ίδιος σ᾿ ορισμένα, έστελνε σε άλλα τον αμαξά του τον Ρεμί και τον περίμενε ύστερα στο σημείο που είχε καθορίσει.
Ο αμαξάς επέστρεψε, όμως ο Σουάν δεν τού είπε: «Βρήκατε την κυρία;» αλλά: «Θυμίστε μου αύριο να παραγγείλω ξύλα, φοβάμαι πως το απόθεμα εξαντλείται». Ίσως σκεφτόταν, πως αν ο Ρεμί είχε ανακαλύψει την Οντέτ, πως δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί να φτάσει σε μια ευτυχία που την κρατούσε δέσμια. Καί σίγουρα, αν ο αμαξάς τον είχε διακόψει για να τού πει: «Η κυρία είναι εκεί», θα είχε απαντήσει: «Α, ᾿ναι! αλήθεια, πρόκειται για τη διαδρομή που σάς είχα πει να κάνετε, μπα, δεν θα το πίστευα», και θα συνέχιζε, μιλώντας του για την προμήθεια των ξύλων, για να κρύψει τη συγκίνησή του και να δώσει στον εαυτό του το χρόνο να ξεκόψει απ᾿ την ανησυχία και να δοθεί στην ευτυχία.
Ο αμαξάς όμως γύρισε για να τού πει πως δε τη βρήκε πουθενά και, σαν παλιός υπηρέτης, πρόσθεσε τη συμβουλή του: «Νομίζω πως δεν μένει πια στον κύριο παρά να επιστρέψει».
Η αδιαφορία όμως που ο Σουάν προσποιόταν εύκολα, όταν ο Ρεμί δεν μπορούσε πια να αλλάξει σε τίποτα την απάντηση που έφερνε, χάθηκε:
— «Μα καθόλου», φώναξε, «πρέπει να τη βρούμε αυτή την κυρία είναι πάρα πολύ σημαντικό. Θ᾿ ανησυχήσει πολύ για μιάν υπόθεση και θα προσβληθεί, αν δε με δει»
— «Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να προσβληθεί η κυρία» απάντησε ο Ρεμί, «αφού εκείνη έφυγε χωρίς να περιμένει τον Κύριο κι είπε πως θα πάει στου Πρεβώ, χωρίς τελικά να βρίσκεται εκεί».
Είχαν αρχίσει άλλωστε να σβύνουν παντού τα φώτα. Πότε-πότε η σκιά μιας γυναίκας που τον πλησίαζε, ζητώντας του να τη συνοδεύσει, έκανε τον Σουάν να αναρριγεί. Άγγιζε ανεπαίσθητα, ανήσυχα, όλ᾿ αυτά τα σκοτεινά σώματα, λες και γύρευε ανάμεσα στα φαντάσματα των νεκρών στο σκοτεινό βασίλειο, την Ευρυδίκη[1] .
Απ᾿ όλους τούς τρόπους γένεσης τού έρωτα, απ᾿ όλα τα μέσα διάδοσης τής ιερής ασθένειας, ένα απ᾿ τα πιο αποτελεσματικά είναι σίγουρα αυτή η μεγάλη πνοή ανησυχίας που καμιά φορά μάς διαπερνά. Τότε το πλάσμα που αγαπάμε, δε χρειάζεται καν να μάς άρεσε ως τότε περισσότερο, ή ακόμα το ίδιο με τα άλλα. Χρειαζόταν μόνο η προτίμησή μας γι αυτό το πρόσωπο να γίνει αποκλειστική.
Τ᾿ αμάξι οδήγησε τον Σουάν ως τα τελευταία εστιατόρια. Έφτασε ως το χρυσό Σπίτι, πάλι χωρίς επιτυχία, και έβγαινε απ᾿ το καφέ Αγγλαί περπατώντας με μεγάλα βήματα με βλέμμα αγριωπό, όταν έπεσε πάνω σε μια γυναίκα που ερχόταν απ᾿ την αντίθετη κατεύθυνση: ήταν η Οντέτ· τού εξήγησε πως, επειδή δε βρήκε θέση στου Πρεβώ, είχε πάει να σουπάρει στο Χρυσό σπίτι, σε μια απόμερη εσοχή, όπου δεν είχε κοιτάξει, και τώρα γύριζε στο αμάξι της.
Τόσο δεν περίμενε να τον συναντήσει, που έκανε μια κίνηση φόβου. Όσο για τον Σουάν, τη χαρά του, δεν ήταν ανάγκη να τη δημιουργήσει με τη σκέψη του για να τη δεχτεί, γιατί ανάβλυζε μόνη της, ώστε να διαλύει σαν σε όνειρο την απομόνωση που είχε τόσο φοβηθεί. Έτσι και ο ταξιδιώτης που φτάνει με θαυμάσιο καιρό στις ακτές τής Μεσογείου, αμφιβάλλει για την ύπαρξη των τόπων που άφησε πίσω του, και αφήνει την όραση του να θαμπωθεί απ᾿ τις ακτίνες που στέλνει το φωτερό και έντονο γαλάζιο των νερών.
Ανέβηκαν μαζί στο αμάξι που είχε εκείνη κι έδωσε εντολή στο δικό του να ακολουθήσει.
Κάποτε όμως, που είχε αναλογιστεί με ανία την αναπόφευκτη επιστροφή μαζί της, είχε οδηγήσει ως το δάσος τής Βουλώνης τη νέα εργάτρια, και τελικά έφθασε τόσο αργά, ώστε η Οντέτ νομίζοντας πως δε θα ᾿ ρθει, είχε φύγει. Καθώς είδε πως δεν βρισκόταν στο σαλόνι, ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά· έτρεμε μήπως στερηθεί μια απόλαυση που για πρώτη φορά εκτιμούσε, αφού είχε ως τότε τη βεβαιότητα πως μπορούσε να την έχει όποτε ήθελε, βεβαιότητα που σε όλες τις απολαύσεις μάς ελαττώνει, ή ακόμα και μάς στερεί τη δυνατότητα ν᾿ αντιληφθούμε ολότελα το μέγεθός τους.
—«Πρόσεξες την έκφραση που πήρε, όταν κατάλαβε πως εκείνη δεν είναι πια εδώ;», είπε ο κύριος Βερντυρέν στη γυναίκα του. —«Μπορούμε να πούμε, νομίζω, πως είναι τσιμπημένος!»
—«Μα όχι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και, μεταξύ μας, βρίσκω πως εκείνη έχει άδικο και πως συμπεριφέρεται σαν κουτορνίθι και είναι άλλωστε».
—«Κουραφέξαλα!» είπε ο κύριος Βερντυρέν, «και που ξέρεις εσύ πως δεν υπάρχει τίποτα! Δε πήγαμε να δούμε, δεν είναι έτσι;»
— «Εμένα θα μού ᾿λεγε», απάντησε περήφανα η κυρία Βερντυρέν. «Σάς λέω πως μού διηγείται όλες τις ερωτοδουλειές της! Καθώς δεν έχει κανέναν αυτή τη στιγμή, τής είπα πως θα ᾿ πρεπε να πλαγιάζει μαζί του. Διατείνεται πως δεν μπορεί, πως τού έχει βέβαια μεγάλη αδυναμία, αλλά πως αυτός είναι άτολμος μαζί της, πως αυτό κάνει και την ίδια να δειλιάζει, πως είναι ένας άνθρωπος ιδανικός, πως φοβάται να μην ξεφτίσει το αίσθημα που νιώθει γι αυτόν, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο ακόμα».
— «Θα μού επιτρέψεις να μην συμφωνήσω μαζί σου», είπε κύριος Βερντυρέν, «δε μού πολυαρέσει αυτός ο κύριος βρίσκω πως είναι ποζάτος».
Η κυρία Βερντυρέν στάθηκε ακίνητη, πήρε μια έκφραση αδράνειας, λες και είχε γίνει άγαλμα, κι έτσι μπορούσε να δείξει πως τάχα δεν είχε ακούσει αυτήν την αβάσταχτη λέξη "ποζάτος", που άφηνε να υπονοηθεί πως θα μπορούσαν ίσως κάποιοι να "παίρνουν πόζες" απέναντί τους, κι επομένως να είναι "κάτι παραπάνω απ᾿ αυτούς.
— «Τελοσπάντων, αν δεν υπάρχει τίποτα, δε φαντάζομαι αυτό να οφείλεται στο ότι αυτός ο κύριος τη θεωρεί ενάρετη», είπε ο κύριος Βερντυρέν ειρωνικά. «Καί στο κάτω-κάτω δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, αφού φαίνεται να τη θεωρεί έξυπνη. Δεν ξέρω αν άκουσες όσα τής ξεφούρνιζε ένα βράδυ σχετικά με τη σονάτα τού Βιντέιγ αγαπώ την Οντέτ με όλη μου την καρδιά, αλλά να τής αναπτύσσει κανείς αισθητικές θεωρίες, πρέπει να ᾿ναι περίφημος κουτεντές»
— «Ελάτε τώρα, μη λέτε κακό για την Οντέτ», είπε η κυρία Βερντυρέν, με το ψεύτικο παιδιάστικο ύφος της. «Είναι χαριτωμένη»
— «Μα αυτό δεν την εμποδίζει να είναι χαριτωμένη· δε λέμε τίποτα κακό για την Οντέτ, λέμε μόνο πως δεν είναι η προσωποποίηση ούτε τής αρετής ούτε τής εξυπνάδας. Στο βάθος», είπε στο ζωγράφο, «επιμένετε τόσο πολύ να είναι ενάρετη; Ποιος ξέρει όμως, ίσως τότε να ᾿ταν και πολύ λιγότερο χαριτωμένη».
Στο κεφαλόσκαλο πλησίασε τον Σουάν ο αρχικαμαριέρης, που δε βρισκόταν στη θέση του όταν είχε έρθει, και που είχε αναλάβει να τού μεταδώσει ένα μήνυμα τής Οντέτ —είχε όμως στο μεταξύ περάσει ολόκληρη μια ώρα — σε περίπτωση που θα ερχόταν τελικά: η Οντέτ θα πήγαινε, πιθανότατα να πάρει μια σοκολάτα στου Πρεβώ, πριν επιστρέψει στο σπίτι της. Ο Σουάν ξεκίνησε για τού Πρεβώ, σε κάθε βήμα όμως το αμάξι του το σταματούσαν άλλα αμάξια ή άνθρωποι που διέσχιζαν το δρόμο, μισητά εμπόδια που θα ήταν έτοιμος να ποδοπατήσει, αν η παρέμβαση τού αστυνόμου δε θα τον καθυστερούσε περισσότερο. Καί γιατί; όλη αυτή η ανησυχία, επειδή δε θα ᾿βλεπε την Οντέτ παρά μόνο αύριο, δηλαδή αυτό ακριβώς που ευχόταν πριν από μια ώρα όταν πήγαινε στην κυρία Βερντυρέν! Ήταν αναγκασμένος ν᾿ αναγνωρίσει πως σ᾿ αυτό το ίδιο αμάξι, που τον πήγαινε στου Πρεβώ, δεν ήταν πια μόνος, ένα καινούργιο πλάσμα ήταν εκεί μαζί του, απ᾿ το οποίο δεν μπορούσε ίσως ν᾿ απαλλαχτεί, που απέναντί του έπρεπε να φερθεί με περίσκεψη, όπως μ᾿ ένα αφέντη ή μια αρρώστια. Κι ελάχιστα αναλογιζόταν πως αυτή η πιθανή συνάντηση στου Πρεβώ, που η προσμονή της μέσα στην αγωνία τον απογύμνωνε από κάθε προηγούμενο εαυτό του, ώστε δεν έβρισκε πια ούτε μια σκέψη, ούτε μια ανάμνηση που πάνω της να ξεκουράσει το μυαλό του ήταν πιθανό, αν πραγματοποιούνταν, να ᾿ταν σαν όλες τις άλλες, κάτι ασήμαντο δηλαδή, να παρατείνει προσωρινά και να ανανεώσει την απογοήτευση και τον πόνο που τού έφερνε η άσκοπη παρουσία αυτής τής γυναίκας, που την πλησίαζε χωρίς να τολμά να την αγκαλιάσει.
Δεν ήταν στου Πρεβώ θέλησε να ψάξει να τη βρει σ᾿ όλα τα εστιατόρια τού μπουλβάρ. Για να κερδίσει χρόνο, ενώ πήγαινε ο ίδιος σ᾿ ορισμένα, έστελνε σε άλλα τον αμαξά του τον Ρεμί και τον περίμενε ύστερα στο σημείο που είχε καθορίσει.
Ο αμαξάς επέστρεψε, όμως ο Σουάν δεν τού είπε: «Βρήκατε την κυρία;» αλλά: «Θυμίστε μου αύριο να παραγγείλω ξύλα, φοβάμαι πως το απόθεμα εξαντλείται». Ίσως σκεφτόταν, πως αν ο Ρεμί είχε ανακαλύψει την Οντέτ, πως δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί να φτάσει σε μια ευτυχία που την κρατούσε δέσμια. Καί σίγουρα, αν ο αμαξάς τον είχε διακόψει για να τού πει: «Η κυρία είναι εκεί», θα είχε απαντήσει: «Α, ᾿ναι! αλήθεια, πρόκειται για τη διαδρομή που σάς είχα πει να κάνετε, μπα, δεν θα το πίστευα», και θα συνέχιζε, μιλώντας του για την προμήθεια των ξύλων, για να κρύψει τη συγκίνησή του και να δώσει στον εαυτό του το χρόνο να ξεκόψει απ᾿ την ανησυχία και να δοθεί στην ευτυχία.
Ο αμαξάς όμως γύρισε για να τού πει πως δε τη βρήκε πουθενά και, σαν παλιός υπηρέτης, πρόσθεσε τη συμβουλή του: «Νομίζω πως δεν μένει πια στον κύριο παρά να επιστρέψει».
Η αδιαφορία όμως που ο Σουάν προσποιόταν εύκολα, όταν ο Ρεμί δεν μπορούσε πια να αλλάξει σε τίποτα την απάντηση που έφερνε, χάθηκε:
— «Μα καθόλου», φώναξε, «πρέπει να τη βρούμε αυτή την κυρία είναι πάρα πολύ σημαντικό. Θ᾿ ανησυχήσει πολύ για μιάν υπόθεση και θα προσβληθεί, αν δε με δει»
— «Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να προσβληθεί η κυρία» απάντησε ο Ρεμί, «αφού εκείνη έφυγε χωρίς να περιμένει τον Κύριο κι είπε πως θα πάει στου Πρεβώ, χωρίς τελικά να βρίσκεται εκεί».
Είχαν αρχίσει άλλωστε να σβύνουν παντού τα φώτα. Πότε-πότε η σκιά μιας γυναίκας που τον πλησίαζε, ζητώντας του να τη συνοδεύσει, έκανε τον Σουάν να αναρριγεί. Άγγιζε ανεπαίσθητα, ανήσυχα, όλ᾿ αυτά τα σκοτεινά σώματα, λες και γύρευε ανάμεσα στα φαντάσματα των νεκρών στο σκοτεινό βασίλειο, την Ευρυδίκη[1] .
Απ᾿ όλους τούς τρόπους γένεσης τού έρωτα, απ᾿ όλα τα μέσα διάδοσης τής ιερής ασθένειας, ένα απ᾿ τα πιο αποτελεσματικά είναι σίγουρα αυτή η μεγάλη πνοή ανησυχίας που καμιά φορά μάς διαπερνά. Τότε το πλάσμα που αγαπάμε, δε χρειάζεται καν να μάς άρεσε ως τότε περισσότερο, ή ακόμα το ίδιο με τα άλλα. Χρειαζόταν μόνο η προτίμησή μας γι αυτό το πρόσωπο να γίνει αποκλειστική.
Τ᾿ αμάξι οδήγησε τον Σουάν ως τα τελευταία εστιατόρια. Έφτασε ως το χρυσό Σπίτι, πάλι χωρίς επιτυχία, και έβγαινε απ᾿ το καφέ Αγγλαί περπατώντας με μεγάλα βήματα με βλέμμα αγριωπό, όταν έπεσε πάνω σε μια γυναίκα που ερχόταν απ᾿ την αντίθετη κατεύθυνση: ήταν η Οντέτ· τού εξήγησε πως, επειδή δε βρήκε θέση στου Πρεβώ, είχε πάει να σουπάρει στο Χρυσό σπίτι, σε μια απόμερη εσοχή, όπου δεν είχε κοιτάξει, και τώρα γύριζε στο αμάξι της.
Τόσο δεν περίμενε να τον συναντήσει, που έκανε μια κίνηση φόβου. Όσο για τον Σουάν, τη χαρά του, δεν ήταν ανάγκη να τη δημιουργήσει με τη σκέψη του για να τη δεχτεί, γιατί ανάβλυζε μόνη της, ώστε να διαλύει σαν σε όνειρο την απομόνωση που είχε τόσο φοβηθεί. Έτσι και ο ταξιδιώτης που φτάνει με θαυμάσιο καιρό στις ακτές τής Μεσογείου, αμφιβάλλει για την ύπαρξη των τόπων που άφησε πίσω του, και αφήνει την όραση του να θαμπωθεί απ᾿ τις ακτίνες που στέλνει το φωτερό και έντονο γαλάζιο των νερών.
Ανέβηκαν μαζί στο αμάξι που είχε εκείνη κι έδωσε εντολή στο δικό του να ακολουθήσει.
[1] Ευρυδίκη : Από το γνωστό μύθο τού Ορφέα και τής Ευρυδίκης. Ο Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να πάρει πίσω τη σύζυγό του Ευρυδίκη. Μαγεύει με το τραγούδι του τον Άδη και την Περσεφόνη, οι οποίοι τού επιτρέπουν να την πάρει με την προϋπόθεση, ο Ορφέας να περπατά μπροστά από αυτή και να μην κοιτάξει πίσω. Μέσα στην αγωνία του να τη δει, ξέχασε την υπόσχεση του και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε.
Η τακτοποίηση στις κατλέγιες στο ντεκολτέ της Οντέτ, φέρνει τον Σουάν και την Οντέτ στη σαρκική ένωση και το «κάνουμε κατλέγιες» γίνεται το εθνικό τους σύνθημα, όταν θέλουν να έρθουν σε σαρκική επαφή.
Εκείνη κρατούσε στο χέρι ένα μπουκέτο κατλέγιες [1] κι ο Σουάν είδε κάτω απ᾿ τη δαντελένια μαντήλα της πως είχε όμοια λουλούδια στα μαλλιά, πιασμένα με μια εγκράφα από φτερά κύκνου. Ήταν ντυμένη, κάτω απ᾿ την εσάρπα της, με πλούσιες πτυχές μαύρο βελούδο, κι άφηνε να φαίνεται ένας ωμίτης από άσπρο μεταξωτό στο άνοιγμα τού ντεκολτέ, στο οποίο ήταν τοποθετημένα κι άλλα λουλούδια από κατλέγιες.
Μόλις είχε συνέλθει απ᾿ το φόβο που τής είχε προκαλέσει ο Σουάν, όταν από κάποιο εμπόδιο τραντάχτηκαν ξαφνικά κι η Οντέτ έβαλε μια φωνή κι απόμεινε λαχανιασμένη χωρίς αναπνοή.
— «Δεν είναι τίποτα», τής είπε, «μη φοβάστε».
Καί τη βαστούσε από τον ώμο, κρατώντας την επάνω του για να τη συγκρατήσει· ύστερα είπε: «Μη μιλάτε, απαντήστε μου μόνο με νοήματα για να μη λαχανιάσετε περισσότερο. Θα σάς πείραζε να ξανατοποθετήσω στη θέση τους τα λουλούδια που μετακινήθηκαν στο φόρεμά σας; Φοβάμαι μήπως τα χάσετε θα ᾿θελα να τα τοποθετήσω λιγάκι πιο βαθειά.
Εκείνη, που δεν είχε συνηθίσει να τής φέρνονται οι άντρες με τόσες τσιριμόνιες, απάντησε μ᾿ ένα χαμόγελο:
— «Όχι, καθόλου δε με ενοχλεί».
— «Ειλικρινά δε σάς ενοχλώ; Κοιτάξτε, έχει λίγο... υποθέτω πως είναι η γύρη των λουλουδιών που σκόρπισε πάνω σας· επιτρέπετε να τη σκουπίσω με το χέρι μου; Είναι γιατί δε θα ᾿θελα ν᾿ αγγίξω το βελούδο στο φόρεμά σας, για να μην το τσαλακώσω. Αλλά βλέπετε ήταν απαραίτητο να τα στερεώσω θα πέφτανε αλλιώς κι έτσι που τα τοποθέτησα λίγο βαθύτερα... Αλήθεια δεν γίνομαι δυσάρεστος! Δεν τα μύρισα ποτέ, μπορώ; Πέστε μου την αλήθεια».
Χαμογελώντας εκείνη, σήκωσε λίγο τούς ώμους σα να ᾿θελε να πει: «είστε τρελλός, δε βλέπετε πως μού αρέσει;»
Ανέβαζε το άλλο του χέρι στο μάγουλο τής Οντέτ και εκείνη, με μια στάση που σίγουρα τη συνήθιζε, που ήξερε πως ταιριάζει σε τέτοια στιγμή, φαινόταν σα να χρειαζόταν όλη της τη δύναμη για να συγκρατήσει το πρόσωπό της, λες και μια αόρατη δύναμη το τραβούσε προς τον Σουάν. Κι ήταν ο Σουάν, που πριν εκείνη αφήσει το πρόσωπό της να πέσει τάχα χωρίς τη θέλησή της πάνω στα χείλια του, το συγκράτησε μια στιγμή σε κάποια απόσταση, ανάμεσα στα δυο του χέρια. Ήθελε έτσι να δώσει στη σκέψη του το χρόνο να τρέξει ν᾿ αναγνωρίσει τ᾿ όνειρο που τόσο καιρό έτρεφε και να παρασταθεί στην πραγματοποίησή του, σαν το συγγενικό πρόσωπο που το καλούμε να πάρει μέρος στις επιτυχίες ενός παιδιού, που πολύ αγαπά. Κι ίσως ο Σουάν να τοποθετούσε πάνω στο πρόσωπο αυτό τής Οντέτ, που δεν την είχε ούτε καν φιλήσει ακόμα, που την έβλεπε για τελευταία φορά, εκείνη τη ματιά με την οποία θέλει κανείς, τη μέρα τής αναχώρησης, να πάρει μαζί του το τοπίο που θα εγκαταλείψει για πάντα.
Ήταν όμως τόσο ντροπαλός μαζί της ώστε, μ᾿ όλο που τελικά εκείνο το βράδυ την έκανε δική του, πιάνοντας αρχικά να τακτοποιεί τις κατλέγιες της, τις επόμενες μέρες χρησιμοποίησε το ίδιο πρόσχημα, θες για να μην την προσβάλλει, θες από φόβο μήπως φανεί εκ των υστέρων πως είχε πει ψέματα. Αν είχε κατλέγιες στο μπούστο της, έλεγε: «Κρίμα, απόψε οι κατλέγιες δεν έχουν ανάγκη από τακτοποίηση, δεν κουνήθηκαν καθόλου από τη θέση τους κι όμως μού φαίνεται πως τούτη δε στέκει πολύ ίσια. Μπορώ να δοκιμάσω μήπως μυρίζουν περισσότερο από τις άλλες;» ή, αν δεν φορούσε λουλούδια: «Ω, δεν έχει κατλέγιες απόψε, δεν θα μπορέσω ν᾿ ασχοληθώ με τις αγαπημένες μου τακτοποιήσεις». Καί πολύ αργότερα όταν η τακτοποίηση ή η προσποίηση πως τακτοποιεί τις κατλέγιες, είχε πέσει σε αχρηστία, η μεταφορική έκφραση "να κάνουμε κατλέγιες" είχε γίνει μια απλή φράση, που χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να υπονοήσουν τη πράξη τής σωματικής κατάκτησης, — όπου άλλωστε δεν κατακτά κανείς τίποτα—, έκφραση που επέζησε στη γλώσσα τους και μνημόνευε την πράξη, πέρ᾿ απ᾿ την ίδια την ξεχασμένη συνήθεια.
Μόλις είχε συνέλθει απ᾿ το φόβο που τής είχε προκαλέσει ο Σουάν, όταν από κάποιο εμπόδιο τραντάχτηκαν ξαφνικά κι η Οντέτ έβαλε μια φωνή κι απόμεινε λαχανιασμένη χωρίς αναπνοή.
— «Δεν είναι τίποτα», τής είπε, «μη φοβάστε».
Καί τη βαστούσε από τον ώμο, κρατώντας την επάνω του για να τη συγκρατήσει· ύστερα είπε: «Μη μιλάτε, απαντήστε μου μόνο με νοήματα για να μη λαχανιάσετε περισσότερο. Θα σάς πείραζε να ξανατοποθετήσω στη θέση τους τα λουλούδια που μετακινήθηκαν στο φόρεμά σας; Φοβάμαι μήπως τα χάσετε θα ᾿θελα να τα τοποθετήσω λιγάκι πιο βαθειά.
Εκείνη, που δεν είχε συνηθίσει να τής φέρνονται οι άντρες με τόσες τσιριμόνιες, απάντησε μ᾿ ένα χαμόγελο:
— «Όχι, καθόλου δε με ενοχλεί».
— «Ειλικρινά δε σάς ενοχλώ; Κοιτάξτε, έχει λίγο... υποθέτω πως είναι η γύρη των λουλουδιών που σκόρπισε πάνω σας· επιτρέπετε να τη σκουπίσω με το χέρι μου; Είναι γιατί δε θα ᾿θελα ν᾿ αγγίξω το βελούδο στο φόρεμά σας, για να μην το τσαλακώσω. Αλλά βλέπετε ήταν απαραίτητο να τα στερεώσω θα πέφτανε αλλιώς κι έτσι που τα τοποθέτησα λίγο βαθύτερα... Αλήθεια δεν γίνομαι δυσάρεστος! Δεν τα μύρισα ποτέ, μπορώ; Πέστε μου την αλήθεια».
Χαμογελώντας εκείνη, σήκωσε λίγο τούς ώμους σα να ᾿θελε να πει: «είστε τρελλός, δε βλέπετε πως μού αρέσει;»
Ανέβαζε το άλλο του χέρι στο μάγουλο τής Οντέτ και εκείνη, με μια στάση που σίγουρα τη συνήθιζε, που ήξερε πως ταιριάζει σε τέτοια στιγμή, φαινόταν σα να χρειαζόταν όλη της τη δύναμη για να συγκρατήσει το πρόσωπό της, λες και μια αόρατη δύναμη το τραβούσε προς τον Σουάν. Κι ήταν ο Σουάν, που πριν εκείνη αφήσει το πρόσωπό της να πέσει τάχα χωρίς τη θέλησή της πάνω στα χείλια του, το συγκράτησε μια στιγμή σε κάποια απόσταση, ανάμεσα στα δυο του χέρια. Ήθελε έτσι να δώσει στη σκέψη του το χρόνο να τρέξει ν᾿ αναγνωρίσει τ᾿ όνειρο που τόσο καιρό έτρεφε και να παρασταθεί στην πραγματοποίησή του, σαν το συγγενικό πρόσωπο που το καλούμε να πάρει μέρος στις επιτυχίες ενός παιδιού, που πολύ αγαπά. Κι ίσως ο Σουάν να τοποθετούσε πάνω στο πρόσωπο αυτό τής Οντέτ, που δεν την είχε ούτε καν φιλήσει ακόμα, που την έβλεπε για τελευταία φορά, εκείνη τη ματιά με την οποία θέλει κανείς, τη μέρα τής αναχώρησης, να πάρει μαζί του το τοπίο που θα εγκαταλείψει για πάντα.
Ήταν όμως τόσο ντροπαλός μαζί της ώστε, μ᾿ όλο που τελικά εκείνο το βράδυ την έκανε δική του, πιάνοντας αρχικά να τακτοποιεί τις κατλέγιες της, τις επόμενες μέρες χρησιμοποίησε το ίδιο πρόσχημα, θες για να μην την προσβάλλει, θες από φόβο μήπως φανεί εκ των υστέρων πως είχε πει ψέματα. Αν είχε κατλέγιες στο μπούστο της, έλεγε: «Κρίμα, απόψε οι κατλέγιες δεν έχουν ανάγκη από τακτοποίηση, δεν κουνήθηκαν καθόλου από τη θέση τους κι όμως μού φαίνεται πως τούτη δε στέκει πολύ ίσια. Μπορώ να δοκιμάσω μήπως μυρίζουν περισσότερο από τις άλλες;» ή, αν δεν φορούσε λουλούδια: «Ω, δεν έχει κατλέγιες απόψε, δεν θα μπορέσω ν᾿ ασχοληθώ με τις αγαπημένες μου τακτοποιήσεις». Καί πολύ αργότερα όταν η τακτοποίηση ή η προσποίηση πως τακτοποιεί τις κατλέγιες, είχε πέσει σε αχρηστία, η μεταφορική έκφραση "να κάνουμε κατλέγιες" είχε γίνει μια απλή φράση, που χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να υπονοήσουν τη πράξη τής σωματικής κατάκτησης, — όπου άλλωστε δεν κατακτά κανείς τίποτα—, έκφραση που επέζησε στη γλώσσα τους και μνημόνευε την πράξη, πέρ᾿ απ᾿ την ίδια την ξεχασμένη συνήθεια.
[1] Κατλέγια: είδος ορχιδέας.
Οι αλλαγές που φέρνει ο έρωτας σε ένα άτομο. Ο φόβος τού Σουάν μην ξυπνήσει και πάλι το ξεχασμένο άγχος, που ᾿χε νιώσει το βράδυ, όταν δεν είχε βρει την Οντέτ στους Βερντυρέν, που ήταν όμως πάντα έτοιμο να ξαναγεννηθεί, αλλάζει τις προτιμήσεις του. Οι τρόποι τής Οντέτ. Η γνώμη της για το τι είναι σικ.
Τώρα όλα τα βράδια, όταν τη συνόδευε στο σπίτι της, έπρεπε να μπει μέσα και συχνά εκείνη ξανάβγαινε φορώντας τη ρόμπα της, τον ακολουθούσε ως το αμάξι του, τον φιλούσε μπροστά στον αμαξά λέγοντας: «Τί με νοιάζει, τι με ενδιαφέρουν οι άλλοι;» Τα βράδια που δεν πήγαινε στους Βερντυρέν, τα βράδια τα όλο και πιο σπάνια που πήγαινε στον "καλό κόσμο", τού ζητούσε να ᾿ρθει στο σπίτι της πριν γυρίσει στο δικό του, όσο αργά κι αν ήταν. Οι φίλοι ξαφνιάζονταν, δικαιολογημένα, γιατί ο Σουάν δεν ήταν πια ο ίδιος. Δε λάβαιναν πια κανένα γράμμα του που να ζητά να γνωρίσει κάποια γυναίκα. Τόσο πολύ ένα πάθος είναι μέσα μας σαν ένας στιγμιαίος και διαφορετικός χαρακτήρας, που παίρνει τη θέση τού άλλου και αναιρεί τα σημάδια τα ως τότε αμετάβλητα, με τα οποία εκφραζόταν. Είναι αλήθεια πως όταν συχνά έμενε στις κοσμικές συναντήσεις, θα προτιμούσε να γύριζε στο σπίτι του. Όμως, χωρίς να το καταλάβει, αυτή η βεβαιότητα πως η Οντέτ τον περίμενε, πως δε βρισκόταν αλλού, με άλλους, εξουδετέρωνε αυτό το ξεχασμένο άγχος, που ήταν όμως πάντα έτοιμο να ξαναγεννηθεί, το άγχος που ᾿χε νιώσει το βράδυ, όταν δεν είχε βρει την Οντέτ στους Βερντυρέν κι αυτός ο τωρινός κατευνασμός ήταν τόσο γλυκός που θα μπορούσε να τον ονομάσει ευτυχία. Οι άνθρωποι, μάς είναι συνήθως τόσο αδιάφοροι, ώστε, όταν αποθέσουμε σ᾿ έναν άνθρωπο τόσες δυνατότητες πόνου ή χαράς για τον εαυτό μας, μάς φαίνεται πως αυτός ο ένας ανήκει σ᾿ έναν άλλο κόσμο, τον περιβάλλει ποίηση, μεταβάλλει τη ζωή μας σε μια έκταση συγκίνησης, όπου θα βρίσκεται λιγότερο ή περισσότερο κοντά μας. Αν έφτανε σε ώρα τέτοια που η Οντέτ είχε κιόλας στείλει τούς υπηρέτες να κοιμηθούν, πήγαινε πρώτα στο δρόμο όπου, στο ισόγειο ανάμεσα στα σκοτεινά αλλά όμοια παράθυρα άλλων γειτονικών σπιτιών, έφεγγε μόνο το παράθυρο τού δωματίου της. Χτυπούσε στο τζάμι κι εκείνη πήγαινε να τον περιμένει στην άλλη πλευρά τού σπιτιού, στην είσοδο. Ο Σουάν έβρισκε ανοιχτά πάνω στο πιάνο της μερικά από τα μουσικά κομμάτια που εκείνη προτιμούσε: το Βαλς των Ρόδων [1] και τον φτωχό Τρελό τού Ταλλιαφίκο [2] (που έπρεπε, σύμφωνα με τη διαθήκη του να παιχτεί στην κηδεία του), και τής ζητούσε να παίξει αντί γι αυτά τη μικρή φράση από τη σονάτα τού Βιντέιγ, παρ όλο που η Οντέτ έπαιζε πολύ άσχημα. Η μικρή φράση εξακολουθούσε να είναι δεμένη για τον Σουάν με τον έρωτά του για την Οντέτ. Καταλάβαινε καλά, πως ο έρωτας αυτός ήταν κάτι που δεν αντιστοιχούσε σε τίποτα το εξωτερικό, σε τίποτα που να μπορεί να διαπιστωθεί από άλλους έξω από τον ίδιο· ήξερε πως οι αρετές τής Οντέτ δε δικαιολογούσαν να δίνει τόση σημασία στις στιγμές που περνούσε κοντά της. Καί συχνά, όταν μόνο η θετική σκέψη τον εξουσίαζε, ο Σουάν ήθελε να πάψει να θυσιάζει τόσα πνευματικά και κοινωνικά ενδιαφέροντα σ᾿ αυτή τη φανταστική ευχαρίστηση. Η μικρή όμως φράση, μόλις την άκουγε μπορούσε να λευτερώνει μέσα του τον χώρο που τής ήταν απαραίτητος κι οι διαστάσεις τής ψυχής τού Σουάν άλλαζαν αναλογίες. Έτσι σ᾿ αυτά τα τμήματα τού ψυχικού κόσμου τού Σουάν, όπου η μικρή φράση είχε σβύσει τη φροντίδα για υλικά συμφέροντα, καθώς και τις κοινές σ᾿ όλους, ανθρώπινες αντιλήψεις, είχε αφήσει ένα κενό, μια λευκή θέση, όπου ήταν ελεύθερος να γράψει το όνομα τής Οντέτ. Κι η ευχαρίστηση που τού πρόσφερε η μουσική, έμοιαζε αληθινά με την ευχαρίστηση που θα ένιωθε αν ερχόταν σε επαφή μ᾿ έναν κόσμο για τον οποίο δεν είμαστε πλασμένοι, που μάς φαίνεται χωρίς μορφή γιατί δεν τον αντιλαμβάνονται τα μάτια μας, χωρίς νόημα γιατί δεν τον αντιλαμβάνεται η νόησή μας, μ᾿ έναν κόσμο που μπορούμε να τον φτάσουμε με μια αίσθηση μόνο. Για τον Σουάν ήταν μια μυστηριώδης ανανέωση — για τον Σουάν, που τα μάτια του μ᾿ όλο που πλησίαζαν ευαίσθητα τη ζωγραφική, και το πνεύμα του μ᾿ όλο που ήταν λεπτός παρατηρητής των ηθών, είχε δεχτεί για πάντα το ανεξίτηλο σημάδι τής ξεραΐλας τής ζωής, — το να αισθάνεται μεταμορφωμένος σ᾿ ένα πλάσμα ξένο προς την ανθρωπότητα, τυφλό, χωρίς τη χάρη τής λογικής, ένα χιμαιρικό όν που δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο, παρά μόνο με την ακοή. Άρχιζε να καταλαβαίνει πως στο βάθος τής απαλότητας αυτής τής φράσης, υπήρχε κάτι το πονεμένο, ίσως μάλιστα κάτι κρυφά αγαλήνευτο, αλλ᾿ ο ίδιος δεν ένιωθε τον πόνο. Κι αν η Οντέτ τον κοίταζε με ύφος σκυθρωπό, κι εκείνος ξανάβλεπε ένα πρόσωπο άξιο να πάρει θέση στη Ζωή τού Μωυσή τού Μποττιτσέλλι, το τοποθετούσε εκεί ο ίδιος, έδινε στο λαιμό τής Οντέτ την απαραίτητη κλίση κι όταν πια είχε τελειώσει τη νωπογραφία της στο 15ο αιώνα πάνω στον τοίχο τής Σιξτίνα, η ιδέα πως παρ όλα αυτά είχε μείνει εκεί, κοντά στο πιάνο, στην τωρινή στιγμή, έτοιμη να φιληθεί και να γίνει δική του, η ιδέα τής υλικής της υπόστασης, ερχόταν να τον μεθύσει με τόση δύναμη που με μάτι εκστατικό, έπεφτε πάνω στην παρθένα αυτή τού Μποτιτσέλλι και άρχιζε να τής φιλά τα μάγουλα.
Καί καθώς παρατηρούσε στην επιστροφή, πως το φεγγάρι είχε μετακινηθεί και βρισκόταν στην άκρη τού ορίζοντα, καθώς ένιωθε πως ο έρωτας υπάκουε κι αυτός σε νόμους αμετάθετους και φυσικούς, αναρωτιόταν, μήπως σε λίγο η σκέψη του δε θα ᾿βλεπε το αγαπημένο πρόσωπο να κρατά παρά μια θέση μακρινή και σβησμένη, έτοιμο να πάψει να σκορπά τη μαγεία του. Γιατί ο Σουάν ανακάλυπτε μια μαγεία στα πράγματα από τότε που ήταν ερωτευμένος, όπως τον καιρόν που έφηβος νόμιζε τον εαυτό του καλλιτέχνη· δεν ήταν όμως πια η ίδια μαγεία· αυτήν τώρα μόνο η Οντέτ την πρόσφερνε στα πράγματα. Ένιωθε να γεννιούνται πάλι μέσα του οι νεανικοί του οραματισμοί, που μια επιπόλαιη ζωή είχε διαλύσει, αλλά ήταν σημαδεμένοι με την ανταύγεια μιας ξεχωριστής ύπαρξης· και στις πολλές ώρες που χαιρόταν τώρα με λεπτή ευχαρίστηση να περνά στο σπίτι του, μόνος με την ψυχή του σε ανάρρωση, ξαναγινόταν σιγά-σιγά ο ίδιος ο εαυτός του, αλλά σε μιάν άλλη ζωή.
Ο Σουάν πήγαινε στο σπίτι της μόνο το βράδυ και δεν ήξερε τίποτα για την απασχόλησή της την ημέρα, όπως δεν ήξερε και για το παρελθόν της: χαμογελούσε μόνο καμιά φορά όταν σκεφτόταν, πως πριν μερικά χρόνια όταν δε τη γνώριζε, τού είχαν μιλήσει για μια γυναίκα, που αν θυμόταν καλά θα ᾿πρεπε να ᾿ναι η Οντέτ, και τού την είχαν περιγράψει σα μια πόρνη, μια γυναίκα που τη συντηρούσαν οι εραστές της, σα μια απ᾿ αυτές τις γυναίκες στις οποίες απέδιδε ακόμα, καθώς δεν είχε ζήσει στο περιβάλλον τους, τον ακέραιο, αλλά βασικά διεστραμμένο χαρακτήρα, με τον οποίο τις στόλιζε από καιρό η φαντασία ορισμένων μυθιστοριογράφων. Αναλογιζόταν, πως αρκεί συχνά να δεχτείς το αντίθετο από τις φήμες που δημιουργεί ο κόσμος, για να κρίνεις σωστά ένα πρόσωπο, και το αναλογιζόταν σε σχέση με την Οντέτ, που ήταν καλή, άδολη και αναζητούσε ιδανικά, που ήταν τόσο λίγο άξια να πει ψέμματα, ώστε όταν κάποτε την παρακάλεσε, για να δειπνήσει μόνος μαζί της, να γράψει στους Βερντυρέν πως ήταν αδιάθετη, την είδε την άλλη μέρα, καθώς τη ρωτούσε η κυρία Βερντυρέν αν ήταν καλύτερα, να κοκκινίζει, να ψελλίζει και να δείχνει άθελα στο πρόσωπό της τη στεναχώρια που τής κόστιζε αυτό το ψέμα.
Καμιά φορά όμως, στην άκρη αυτής τής ζωής τής Οντέτ, που ο Σουάν την έβλεπε τελείως άδεια (μ᾿ όλο που η σκέψη του έλεγε πως δεν ήταν), επειδή δεν μπορούσε να τη φανταστεί, κάποιος φίλος, που υποψιαζόταν την αγάπη τους και που θα ριψοκινδύνευε να τού πει μόνο πράγματα ασήμαντα, τού περιέγραφε τη σιλουέτα τής Οντέτ, που την είχε αντικρύσει το ίδιο πρωινό ν᾿ ανεβαίνει πεζή την οδό Αμπαττούτσι τυλιγμένη σ᾿ ένα ζακετάκι, μ᾿ ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" κι ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο της. Αυτό το απλό σκίτσο αναστάτωνε τον Σουάν, γιατί τον έκανε ξαφνικά να αντιλαμβάνεται πως η Οντέτ είχε μια ζωή που δεν ήταν ολόκληρη δική του· ήθελε να μάθει σε ποιόν γύρευε να αρέσει μ᾿ αυτήν τη τουαλέτα που ο ίδιος δεν ήξερε· αποφάσιζε να τη ρωτήσει που πήγαινε, εκείνη τη στιγμή, λες και σ᾿ όλη τη ζωή τη σχεδόν ανύπαρχτη, γιατί τού ήταν αόρατη τής ερωμένης του, δεν υπήρχε παρά ένα πράγμα για τον ίδιο: το περπάτημα της κάτω από ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" μ᾿ ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο.
Εκτός όταν τής ζητούσε να παίξει τη μικρή φράση τού Βιντέιγ αντί για το Βαλς των Ρόδων, ο Σουάν δεν γύρευε να την κάνει να παίζει περισσότερο τα κομμάτια που τού άρεσαν κι ούτε γύρευε τόσο στη μουσική όσο και στη λογοτεχνία, να διορθώσει το κακό της γούστο. Είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν έξυπνη. Λέγοντάς του πως θα ᾿θελε πολύ να τής μιλήσει για τούς μεγάλους ποιητές, είχε φαντασθεί πως θα μάθαινε αμέσως ηρωικά και ρομαντικά τετράστιχα. Για τον Βερμέερ ρώτησε αν είχε ποτέ υποφέρει για μια γυναίκα, αν ήταν μια γυναίκα που τού έδωσε την έμπνευση, κι επειδή ο Σουάν είχε ομολογήσει πως τίποτα σχετικό δεν ήταν γνωστό, η Οντέτ είχε χάσει το ενδιαφέρον γι αυτόν το ζωγράφο. Έλεγε συχνά: «Βέβαια η ποίηση, το ξέρω φυσικά πως δεν θα υπήρχε τίποτα ωραιότερο αν ήταν αληθινή, αν οι ποιητές πίστευαν όλα όσα λένε. Πολύ συχνά όμως δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο ιδιοτελείς από τούς ποιητές. Κάτι ξέρω κι εγώ, είχα μια φίλη που αγαπούσε ένα ποιητάκο. Στους στίχους του μιλούσε μόνο για τον έρωτα, για τον ουρανό και τα άστρα. Α, πως την τύλιξε! Τής έφαγε πάνω από τριακόσιες χιλιάδες φράγκα». Αν τότε ο Σουάν προσπαθούσε να τής εξηγήσει τι είναι καλλιτεχνική ομορφιά, με τι τρόπο θα ᾿πρεπε να θαυμάζει τούς στίχους ή τούς πίνακες, ύστερ᾿ από λίγο εκείνη έπαυε να προσέχει κι έλεγε: «Ναι... δεν φανταζόμουν πως ήταν έτσι». Κι ο Σουάν καταλάβαινε πως η Οντέτ ένιωθε μια τέτοια απογοήτευση, που προτιμούσε να τής πει ψέμματα, πως όλ᾿ αυτά δεν ήταν τίποτα, πως ήταν μόνο φλυαρίες, πως υπήρχαν κι άλλα πράγματα. Εκείνη όμως τού έλεγε ζωηρά: «Άλλα πράγματα; ποια; Πες μου τότε», κι εκείνος δεν τα ᾿λεγε, γνωρίζοντας πόσο ασήμαντα θα τής φαίνονταν και πόσο διαφορετικά απ᾿ ό,τι ήλπιζε, κι ακόμα γιατί φοβόταν πως αν την απογοήτευε η τέχνη, θα την απογοήτευε και ο έρωτας.
Καί πραγματικά η Οντέτ έβρισκε τον Σουάν πνευματικά κατώτερο απ᾿ ό,τι είχε φανταστεί. «Κρατάς πάντα τη ψυχραιμία σου, δε μπορώ να σε καταλάβω». Θαύμαζε περισσότερο την αδιαφορία του για το χρήμα, την ευγένειά του για τον καθένα, τη λεπτότητά του. Καί συμβαίνει πραγματικά συχνά σε ανθρώπους πιο σημαντικούς κι από τον Σουάν, σ᾿ έναν επιστήμονα σ᾿ έναν καλλιτέχνη, η συμπάθεια αυτών που τον περιστοιχίζουν, να μην είναι ο θαυμασμός για τις ιδέες του, γιατί τούς διαφεύγουν, αλλά ο σεβασμός για την καλοσύνη του. Σεβασμό προκαλούσε στην Οντέτ κι η θέση τού Σουάν στον καλό κόσμο, αλλά δεν ήθελε να επιδιώξει εκείνος να την παρουσιάσει. Ίσως μάντευε πως δε θα το κατόρθωνε κι ίσως να φοβόταν πως και μόνο να μιλούσε γι αυτήν, θα μπορούσε να προκαλέσει αποκαλύψεις που εκείνη δεν τις επιθυμούσε. Τού είχε πει πως ο λόγος που δεν ήθελε να πάει στον καλό κόσμο, ήταν που μια παλιά φίλη της, είχε πει πολλά κακά σε βάρος της. Ο Σουάν είχε αντιρρήσεις:
—«Μα όλος ο κόσμος δε γνώρισε τη φίλη σου».
—«Μα πως, είναι μα λαδιά που απλώνει, ο κόσμος είναι τόσο κακός».
Μπορεί ο Σουάν να μην κατάλαβε αυτή την ιστ&omicro
Καί καθώς παρατηρούσε στην επιστροφή, πως το φεγγάρι είχε μετακινηθεί και βρισκόταν στην άκρη τού ορίζοντα, καθώς ένιωθε πως ο έρωτας υπάκουε κι αυτός σε νόμους αμετάθετους και φυσικούς, αναρωτιόταν, μήπως σε λίγο η σκέψη του δε θα ᾿βλεπε το αγαπημένο πρόσωπο να κρατά παρά μια θέση μακρινή και σβησμένη, έτοιμο να πάψει να σκορπά τη μαγεία του. Γιατί ο Σουάν ανακάλυπτε μια μαγεία στα πράγματα από τότε που ήταν ερωτευμένος, όπως τον καιρόν που έφηβος νόμιζε τον εαυτό του καλλιτέχνη· δεν ήταν όμως πια η ίδια μαγεία· αυτήν τώρα μόνο η Οντέτ την πρόσφερνε στα πράγματα. Ένιωθε να γεννιούνται πάλι μέσα του οι νεανικοί του οραματισμοί, που μια επιπόλαιη ζωή είχε διαλύσει, αλλά ήταν σημαδεμένοι με την ανταύγεια μιας ξεχωριστής ύπαρξης· και στις πολλές ώρες που χαιρόταν τώρα με λεπτή ευχαρίστηση να περνά στο σπίτι του, μόνος με την ψυχή του σε ανάρρωση, ξαναγινόταν σιγά-σιγά ο ίδιος ο εαυτός του, αλλά σε μιάν άλλη ζωή.
Ο Σουάν πήγαινε στο σπίτι της μόνο το βράδυ και δεν ήξερε τίποτα για την απασχόλησή της την ημέρα, όπως δεν ήξερε και για το παρελθόν της: χαμογελούσε μόνο καμιά φορά όταν σκεφτόταν, πως πριν μερικά χρόνια όταν δε τη γνώριζε, τού είχαν μιλήσει για μια γυναίκα, που αν θυμόταν καλά θα ᾿πρεπε να ᾿ναι η Οντέτ, και τού την είχαν περιγράψει σα μια πόρνη, μια γυναίκα που τη συντηρούσαν οι εραστές της, σα μια απ᾿ αυτές τις γυναίκες στις οποίες απέδιδε ακόμα, καθώς δεν είχε ζήσει στο περιβάλλον τους, τον ακέραιο, αλλά βασικά διεστραμμένο χαρακτήρα, με τον οποίο τις στόλιζε από καιρό η φαντασία ορισμένων μυθιστοριογράφων. Αναλογιζόταν, πως αρκεί συχνά να δεχτείς το αντίθετο από τις φήμες που δημιουργεί ο κόσμος, για να κρίνεις σωστά ένα πρόσωπο, και το αναλογιζόταν σε σχέση με την Οντέτ, που ήταν καλή, άδολη και αναζητούσε ιδανικά, που ήταν τόσο λίγο άξια να πει ψέμματα, ώστε όταν κάποτε την παρακάλεσε, για να δειπνήσει μόνος μαζί της, να γράψει στους Βερντυρέν πως ήταν αδιάθετη, την είδε την άλλη μέρα, καθώς τη ρωτούσε η κυρία Βερντυρέν αν ήταν καλύτερα, να κοκκινίζει, να ψελλίζει και να δείχνει άθελα στο πρόσωπό της τη στεναχώρια που τής κόστιζε αυτό το ψέμα.
Καμιά φορά όμως, στην άκρη αυτής τής ζωής τής Οντέτ, που ο Σουάν την έβλεπε τελείως άδεια (μ᾿ όλο που η σκέψη του έλεγε πως δεν ήταν), επειδή δεν μπορούσε να τη φανταστεί, κάποιος φίλος, που υποψιαζόταν την αγάπη τους και που θα ριψοκινδύνευε να τού πει μόνο πράγματα ασήμαντα, τού περιέγραφε τη σιλουέτα τής Οντέτ, που την είχε αντικρύσει το ίδιο πρωινό ν᾿ ανεβαίνει πεζή την οδό Αμπαττούτσι τυλιγμένη σ᾿ ένα ζακετάκι, μ᾿ ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" κι ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο της. Αυτό το απλό σκίτσο αναστάτωνε τον Σουάν, γιατί τον έκανε ξαφνικά να αντιλαμβάνεται πως η Οντέτ είχε μια ζωή που δεν ήταν ολόκληρη δική του· ήθελε να μάθει σε ποιόν γύρευε να αρέσει μ᾿ αυτήν τη τουαλέτα που ο ίδιος δεν ήξερε· αποφάσιζε να τη ρωτήσει που πήγαινε, εκείνη τη στιγμή, λες και σ᾿ όλη τη ζωή τη σχεδόν ανύπαρχτη, γιατί τού ήταν αόρατη τής ερωμένης του, δεν υπήρχε παρά ένα πράγμα για τον ίδιο: το περπάτημα της κάτω από ένα καπέλο "α-λά ρέμπραντ" μ᾿ ένα μπουκέτο βιολέτες στο μπούστο.
Εκτός όταν τής ζητούσε να παίξει τη μικρή φράση τού Βιντέιγ αντί για το Βαλς των Ρόδων, ο Σουάν δεν γύρευε να την κάνει να παίζει περισσότερο τα κομμάτια που τού άρεσαν κι ούτε γύρευε τόσο στη μουσική όσο και στη λογοτεχνία, να διορθώσει το κακό της γούστο. Είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν έξυπνη. Λέγοντάς του πως θα ᾿θελε πολύ να τής μιλήσει για τούς μεγάλους ποιητές, είχε φαντασθεί πως θα μάθαινε αμέσως ηρωικά και ρομαντικά τετράστιχα. Για τον Βερμέερ ρώτησε αν είχε ποτέ υποφέρει για μια γυναίκα, αν ήταν μια γυναίκα που τού έδωσε την έμπνευση, κι επειδή ο Σουάν είχε ομολογήσει πως τίποτα σχετικό δεν ήταν γνωστό, η Οντέτ είχε χάσει το ενδιαφέρον γι αυτόν το ζωγράφο. Έλεγε συχνά: «Βέβαια η ποίηση, το ξέρω φυσικά πως δεν θα υπήρχε τίποτα ωραιότερο αν ήταν αληθινή, αν οι ποιητές πίστευαν όλα όσα λένε. Πολύ συχνά όμως δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο ιδιοτελείς από τούς ποιητές. Κάτι ξέρω κι εγώ, είχα μια φίλη που αγαπούσε ένα ποιητάκο. Στους στίχους του μιλούσε μόνο για τον έρωτα, για τον ουρανό και τα άστρα. Α, πως την τύλιξε! Τής έφαγε πάνω από τριακόσιες χιλιάδες φράγκα». Αν τότε ο Σουάν προσπαθούσε να τής εξηγήσει τι είναι καλλιτεχνική ομορφιά, με τι τρόπο θα ᾿πρεπε να θαυμάζει τούς στίχους ή τούς πίνακες, ύστερ᾿ από λίγο εκείνη έπαυε να προσέχει κι έλεγε: «Ναι... δεν φανταζόμουν πως ήταν έτσι». Κι ο Σουάν καταλάβαινε πως η Οντέτ ένιωθε μια τέτοια απογοήτευση, που προτιμούσε να τής πει ψέμματα, πως όλ᾿ αυτά δεν ήταν τίποτα, πως ήταν μόνο φλυαρίες, πως υπήρχαν κι άλλα πράγματα. Εκείνη όμως τού έλεγε ζωηρά: «Άλλα πράγματα; ποια; Πες μου τότε», κι εκείνος δεν τα ᾿λεγε, γνωρίζοντας πόσο ασήμαντα θα τής φαίνονταν και πόσο διαφορετικά απ᾿ ό,τι ήλπιζε, κι ακόμα γιατί φοβόταν πως αν την απογοήτευε η τέχνη, θα την απογοήτευε και ο έρωτας.
Καί πραγματικά η Οντέτ έβρισκε τον Σουάν πνευματικά κατώτερο απ᾿ ό,τι είχε φανταστεί. «Κρατάς πάντα τη ψυχραιμία σου, δε μπορώ να σε καταλάβω». Θαύμαζε περισσότερο την αδιαφορία του για το χρήμα, την ευγένειά του για τον καθένα, τη λεπτότητά του. Καί συμβαίνει πραγματικά συχνά σε ανθρώπους πιο σημαντικούς κι από τον Σουάν, σ᾿ έναν επιστήμονα σ᾿ έναν καλλιτέχνη, η συμπάθεια αυτών που τον περιστοιχίζουν, να μην είναι ο θαυμασμός για τις ιδέες του, γιατί τούς διαφεύγουν, αλλά ο σεβασμός για την καλοσύνη του. Σεβασμό προκαλούσε στην Οντέτ κι η θέση τού Σουάν στον καλό κόσμο, αλλά δεν ήθελε να επιδιώξει εκείνος να την παρουσιάσει. Ίσως μάντευε πως δε θα το κατόρθωνε κι ίσως να φοβόταν πως και μόνο να μιλούσε γι αυτήν, θα μπορούσε να προκαλέσει αποκαλύψεις που εκείνη δεν τις επιθυμούσε. Τού είχε πει πως ο λόγος που δεν ήθελε να πάει στον καλό κόσμο, ήταν που μια παλιά φίλη της, είχε πει πολλά κακά σε βάρος της. Ο Σουάν είχε αντιρρήσεις:
—«Μα όλος ο κόσμος δε γνώρισε τη φίλη σου».
—«Μα πως, είναι μα λαδιά που απλώνει, ο κόσμος είναι τόσο κακός».
Μπορεί ο Σουάν να μην κατάλαβε αυτή την ιστ&omicro