Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων
Αρουντάτι Ρόι
Μυθιστορηματική ανθολόγηση, με "επέμβαση" στη χρονική εξέλιξη των γεγονότων.
Ένα από τα αριστουργήματα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένας απαγορευμένος τραγικός έρωτας με φόντο τις διαιρέσεις και διακρίσεις στην Ινδική κοινωνία. Διαιρέσεις και προκαταλήψεις λόγω των Διακρίσεων, των "Καστών" (Καθαροί, Άθικτοι), λόγω τής Ταξικής διαστρωμάτωσης, λόγω των διαφόρων θρησκειών (Ινδουιστές, χριστιανοί διαφόρων δογμάτων). Διαιρέσεις με βαθιές και οδυνηρές συνέπειες στο συναισθηματικό κόσμο και τη ζωή των προσώπων. Για τα δυο μικρά δίδυμα παιδιά: την ώρα που τα άλλα παιδιά τής ηλικίας τους μάθαιναν άλλα πράγματα, ο Έστθα και η Ράχελ παρακολούθησαν την ιστορία να υπαγορεύει τούς όρους της και να επιβάλει τις τιμωρίες της σε όσους παρέβαιναν τούς νόμους της. Αφουγκράστηκαν το σιχαμένο γδούπο τής οργής της. Οσφράνθηκαν τη μυρωδιά της και δεν την ξέχασαν ποτέ.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Τα πρόσωπα τού μυθιστορήματος
Άθικτοι-Καθαροί
Ο όρος Άθικτοι αναφερόταν παλιότερα σε ένα ευρύ φάσμα ινδουιστικών ομάδων χαμηλής κάστας στην Ινδία. Η χρήση τού όρου, καθώς και οι κοινωνικές απαγορεύσεις που τον συνόδευαν, κηρύχθηκαν παράνομες συνταγματικά το 1949. Άθικτοι χαρακτηρίζονται εκείνοι των οποίων τα παραδοσιακά καθήκοντα κι ο τρόπος Ζωής περιλάμβαναν μιασματικές δραστηριότητες. Οι Καθαροί, οι άνθρωποι από τις ανώτερες κάστες, θεωρούσαν εξαιρετικά μιασματικό ακόμη και το άγγιγμά τους, το οποίο συνεπαγόταν πολλές εξαγνιστικές τελετουργίες. Ο όρος Καθαροί επιλέχθηκε για να κάνει πιο έντονη την αντιπαράθεση με τον ήδη υπάρχοντα όρο Άθικτοι.
|
Ένα μικρό απόσπασμα όπου η ποίηση αναδύεται μέσα από την καταφρόνια πολλών χρόνων.
Λίγο πιο πέρα ο Βελούτθα έκοβε δρόμο μέσα από τη φυτεία τού καουτσούκ. Ημίγυμνος. Στον ώμο είχε περασμένη μια κουλούρα καλώδιο. Το σκούρο μπλε και μαύρο μούντου του, το είχε δεμένο χαλαρά πάνω από τα γόνατα. Στην πλάτη του ξεχώριζε το τυχερό σημάδι του (που φρόντιζε να έρχονται πάντα στην ώρα τους οι μουσώνες). Το φθινοπωρινό του φύλλο μες στη νύχτα.
Πριν φανεί μέσα από τα δέντρα, πριν βγει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, η Ράχελ τον είδε κι εγκαταλείποντας την Παράσταση έτρεξε κοντά του.
Η Άμου την είδε.
Από τα παρασκήνια, όπου στεκόταν, τούς είδε να χαιρετιούνται με τον Επίσημο Χαιρετισμό τους. Ο Βελούτθα υποκλίθηκε, όπως τού είχαν δείξει να υποκλίνεται ανοίγοντας το μούντου του σαν φούστα, σαν την Αγγλίδα γαλατού στο "Πρόγευμα τού βασιλιά". Η Ράχελ υποκλίθηκε (και είπε «Υποκλίσου»). Ύστερα έμπλεξαν τα μικρά τους δαχτυλάκια και κούνησαν τα χέρια σοβαρά, σαν τραπεζίτες που μόλις έκλεισαν μια σπουδαία συμφωνία.
Στο φως που περνούσε ανάμεσα από τα σκουροπράσινα δέντρα, η Άμου είδε τον Βελούτθα να σηκώνει την κόρη της δίχως κόπο, σαν να ήταν το παιδί-μπαλόνι, από αέρα. Καθώς την πέταξε ψηλά και την ξανάπιασε στα χέρια του, η Άμου είδε στο πρόσωπο τής Ράχελ την απερίγραπτη ευτυχία τού παιδιού που πετάει.
Είδε τις γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά τού Βελούτθα να σφίγγονται και να βαθαίνουν κάτω από το δέρμα του σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας. Απόρησε πόσο είχε αλλάξει το κορμί του — χωρίς να το καταλάβουν, το αδύνατο αγόρι είχε γίνει άντρας. Σχηματισμένος και δυνατός. Είχε σώμα κολυμβητή. Κολυμβητή ξυλουργού. Γυαλισμένο με γυαλιστερό βερνίκι για κορμιά.
Είχε ψηλά ζυγωματικά και λευκό, απρόσμενο χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελό του που θύμισε στην Άμου τον Βελούτθα παιδί. Τότε που βοηθούσε τον Βέλια Πάαπεν να μετρήσει τις καρύδες. Τότε που τής έφτιαχνε μικρά δωράκια και τής τα έφερνε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του για να τα πάρει χωρίς να αναγκαστεί εκείνη να τον αγγίξει. Βαρκούλες, κουτάκια, ανεμόμυλους. Τότε που την έλεγε Αμουκούτι. Μικρή Άμου. Παρόλο που ήταν μεγαλύτερή του. Βλέποντάς τον τώρα, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι ο άντρας που είχε γίνει μεγαλώνοντας, σε τίποτα δε θύμιζε το παιδί που υπήρξε κάποτε. Το χαμόγελό του ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια. Η μόνη αποσκευή που είχε κουβαλήσει στο ταξίδι τής ζωής του.
Ξαφνικά η Άμου κατάλαβε πως βαθιά μέσα της παρακαλούσε να ήταν πράγματι αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Έλπιζε ότι ήταν αυτός που ανέμιζε τη σημαία του και σήκωνε τη γροθιά του θυμωμένος. Έλπιζε ότι κάτω από το μανδύα τής καλόβολης φρονιμάδας του είχε έναν ολοζώντανο, σπαρταριστό θυμό ενάντια στον αυτάρεσκο, ταχτοποιημένο κόσμο. Ενάντια στον κόσμο που κέντριζε και το δικό της θυμό.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός.
Εξεπλάγη με τη σωματική οικειότητα που τού έδειχνε η κόρη της. Εξεπλάγη βλέποντας πως το παιδί της είχε κι ένα δικό του, ξεχωριστό κόσμο, από τον οποίο η ίδια ήταν αποκλεισμένη εντελώς. Έναν απτό κόσμο από χαμόγελα και γέλια, όπου αυτή, η μητέρα της, δεν είχε καμιά συμμετοχή. Η Άμου συνειδητοποίησε θαμπά ότι ένα ανεπαίσθητο, ολοπόρφυρο τσίμπημα ζήλιας είχε κεντήσει τη σκέψη της.
Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί ποιον ακριβώς ζήλευε. Τον άντρα ή την ίδια της, την κόρη. Ή τον κόσμο τους, έναν κόσμο ξεχωριστό, από πλεγμένα δάχτυλα και απρόσμενα χαμόγελα.
Ο άντρας που στεκόταν στον ίσκιο των καουτσουκόδεντρων με κέρματα από ήλιο να χορεύουν πάνω στο κορμί του, ο άντρας που κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά του, σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα τής Άμου. Αιώνες στριμώχτηκαν μέσα σε ένα φευγαλέο λεπτό. Η ιστορία ξαφνιάστηκε, πιάστηκε απροετοίμαστη. Ξέμεινε πίσω σαν παλιό φιδοπουκάμισο. Οι πληγές της, οι ουλές της, οι αμυχές της από παλιές καταφρόνιες, το υποχρεωτικό περπάτημα προς τα πίσω, όλα έφυγαν μακριά, σκόρπισαν. Η απουσία τους άφησε πίσω της μια αύρα, μια χειροπιαστή μαρμαρυγή που μπορούσε να τη δει ο καθένας, όπως το νερό στο ποτάμι ή τον ήλιο στον ουρανό. Αισθητή, όπως η ζέστη μια καλοκαιριάτικη μέρα. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο ευδιάκριτη που κανείς δεν την πρόσεξε.
Αυτήν τη σύντομη στιγμή, ο Βελούτθα σήκωσε τα μάτια και είδε πράγματα που δεν τα είχε δει πριν. Πράγματα που ως τότε ήταν απαγορευμένα, κρυμμένα από τις παρωπίδες τής ιστορίας.
Απλά πράγματα.
Είδε, ας πούμε, ότι η μητέρα τής Ράχελ ήταν γυναίκα.
Ότι είχε βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε που ξεχώριζαν, ακόμα κι όταν το χαμόγελο είχε σβήσει από τα μάτια της. Είδε ότι τα μελαψά της μπράτσα ήταν στρογγυλά και σφιχτά και τέλεια. Ότι οι ώμοι της άστραφταν, αλλά τα μάτια της ήταν αλλού. Είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να τής δίνει τα δώρα του ισορροπώντας τα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη για να μην τον αγγίξει. Τις βαρκούλες και τα κουτάκια του. Τούς μικρούς του ανεμόμυλους. Είδε ακόμα ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος που μπορούσε να δίνει δώρα. Ότι είχε κι εκείνη δώρα να τού προσφέρει.
Η γνώση αυτή τον έσκισε στα δυο, μαλακά, αβίαστα, σαν κόψη ξυραφιού. Παγωμένη και καυτή ταυτόχρονα. Δε χρειάστηκε παρά μόνο ένα λεπτό.
Η Άμου είδε ότι εκείνος είδε. Τράβηξε το βλέμμα της. Το ίδιο κι εκείνος. Οι φίλοι τής ιστορίας ξαναγύρισαν, να τούς διεκδικήσουν και πάλι. Να τούς τυλίξουν ξανά στα παλιά, σημαδεμένα δέρματα και να τούς σύρουν πίσω στην πραγματικότητα. Εκεί όπου ζούσαν στ᾿ αλήθεια. Εκεί όπου οι πατροπαράδοτοι Νόμοι κανονίζουν ποιος θα αγαπηθεί. Και πώς. Και πόσο. Η Άμου προχώρησε στη βεράντα, πίσω στην Παράσταση. Τρέμοντας.
Πριν φανεί μέσα από τα δέντρα, πριν βγει στο χαλικόστρωτο δρομάκι, η Ράχελ τον είδε κι εγκαταλείποντας την Παράσταση έτρεξε κοντά του.
Η Άμου την είδε.
Από τα παρασκήνια, όπου στεκόταν, τούς είδε να χαιρετιούνται με τον Επίσημο Χαιρετισμό τους. Ο Βελούτθα υποκλίθηκε, όπως τού είχαν δείξει να υποκλίνεται ανοίγοντας το μούντου του σαν φούστα, σαν την Αγγλίδα γαλατού στο "Πρόγευμα τού βασιλιά". Η Ράχελ υποκλίθηκε (και είπε «Υποκλίσου»). Ύστερα έμπλεξαν τα μικρά τους δαχτυλάκια και κούνησαν τα χέρια σοβαρά, σαν τραπεζίτες που μόλις έκλεισαν μια σπουδαία συμφωνία.
Στο φως που περνούσε ανάμεσα από τα σκουροπράσινα δέντρα, η Άμου είδε τον Βελούτθα να σηκώνει την κόρη της δίχως κόπο, σαν να ήταν το παιδί-μπαλόνι, από αέρα. Καθώς την πέταξε ψηλά και την ξανάπιασε στα χέρια του, η Άμου είδε στο πρόσωπο τής Ράχελ την απερίγραπτη ευτυχία τού παιδιού που πετάει.
Είδε τις γραμμώσεις των μυώνων στην κοιλιά τού Βελούτθα να σφίγγονται και να βαθαίνουν κάτω από το δέρμα του σαν τις αυλακιές που χωρίζουν τα τετραγωνάκια σε μια πλάκα σοκολάτας. Απόρησε πόσο είχε αλλάξει το κορμί του — χωρίς να το καταλάβουν, το αδύνατο αγόρι είχε γίνει άντρας. Σχηματισμένος και δυνατός. Είχε σώμα κολυμβητή. Κολυμβητή ξυλουργού. Γυαλισμένο με γυαλιστερό βερνίκι για κορμιά.
Είχε ψηλά ζυγωματικά και λευκό, απρόσμενο χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελό του που θύμισε στην Άμου τον Βελούτθα παιδί. Τότε που βοηθούσε τον Βέλια Πάαπεν να μετρήσει τις καρύδες. Τότε που τής έφτιαχνε μικρά δωράκια και τής τα έφερνε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του για να τα πάρει χωρίς να αναγκαστεί εκείνη να τον αγγίξει. Βαρκούλες, κουτάκια, ανεμόμυλους. Τότε που την έλεγε Αμουκούτι. Μικρή Άμου. Παρόλο που ήταν μεγαλύτερή του. Βλέποντάς τον τώρα, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι ο άντρας που είχε γίνει μεγαλώνοντας, σε τίποτα δε θύμιζε το παιδί που υπήρξε κάποτε. Το χαμόγελό του ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του από τα παιδικά του χρόνια. Η μόνη αποσκευή που είχε κουβαλήσει στο ταξίδι τής ζωής του.
Ξαφνικά η Άμου κατάλαβε πως βαθιά μέσα της παρακαλούσε να ήταν πράγματι αυτός που είχε δει η Ράχελ στη διαδήλωση. Έλπιζε ότι ήταν αυτός που ανέμιζε τη σημαία του και σήκωνε τη γροθιά του θυμωμένος. Έλπιζε ότι κάτω από το μανδύα τής καλόβολης φρονιμάδας του είχε έναν ολοζώντανο, σπαρταριστό θυμό ενάντια στον αυτάρεσκο, ταχτοποιημένο κόσμο. Ενάντια στον κόσμο που κέντριζε και το δικό της θυμό.
Έλπιζε ότι ήταν αυτός.
Εξεπλάγη με τη σωματική οικειότητα που τού έδειχνε η κόρη της. Εξεπλάγη βλέποντας πως το παιδί της είχε κι ένα δικό του, ξεχωριστό κόσμο, από τον οποίο η ίδια ήταν αποκλεισμένη εντελώς. Έναν απτό κόσμο από χαμόγελα και γέλια, όπου αυτή, η μητέρα της, δεν είχε καμιά συμμετοχή. Η Άμου συνειδητοποίησε θαμπά ότι ένα ανεπαίσθητο, ολοπόρφυρο τσίμπημα ζήλιας είχε κεντήσει τη σκέψη της.
Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί ποιον ακριβώς ζήλευε. Τον άντρα ή την ίδια της, την κόρη. Ή τον κόσμο τους, έναν κόσμο ξεχωριστό, από πλεγμένα δάχτυλα και απρόσμενα χαμόγελα.
Ο άντρας που στεκόταν στον ίσκιο των καουτσουκόδεντρων με κέρματα από ήλιο να χορεύουν πάνω στο κορμί του, ο άντρας που κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά του, σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα τής Άμου. Αιώνες στριμώχτηκαν μέσα σε ένα φευγαλέο λεπτό. Η ιστορία ξαφνιάστηκε, πιάστηκε απροετοίμαστη. Ξέμεινε πίσω σαν παλιό φιδοπουκάμισο. Οι πληγές της, οι ουλές της, οι αμυχές της από παλιές καταφρόνιες, το υποχρεωτικό περπάτημα προς τα πίσω, όλα έφυγαν μακριά, σκόρπισαν. Η απουσία τους άφησε πίσω της μια αύρα, μια χειροπιαστή μαρμαρυγή που μπορούσε να τη δει ο καθένας, όπως το νερό στο ποτάμι ή τον ήλιο στον ουρανό. Αισθητή, όπως η ζέστη μια καλοκαιριάτικη μέρα. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο ευδιάκριτη που κανείς δεν την πρόσεξε.
Αυτήν τη σύντομη στιγμή, ο Βελούτθα σήκωσε τα μάτια και είδε πράγματα που δεν τα είχε δει πριν. Πράγματα που ως τότε ήταν απαγορευμένα, κρυμμένα από τις παρωπίδες τής ιστορίας.
Απλά πράγματα.
Είδε, ας πούμε, ότι η μητέρα τής Ράχελ ήταν γυναίκα.
Ότι είχε βαθιά λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε που ξεχώριζαν, ακόμα κι όταν το χαμόγελο είχε σβήσει από τα μάτια της. Είδε ότι τα μελαψά της μπράτσα ήταν στρογγυλά και σφιχτά και τέλεια. Ότι οι ώμοι της άστραφταν, αλλά τα μάτια της ήταν αλλού. Είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να τής δίνει τα δώρα του ισορροπώντας τα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη για να μην τον αγγίξει. Τις βαρκούλες και τα κουτάκια του. Τούς μικρούς του ανεμόμυλους. Είδε ακόμα ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος που μπορούσε να δίνει δώρα. Ότι είχε κι εκείνη δώρα να τού προσφέρει.
Η γνώση αυτή τον έσκισε στα δυο, μαλακά, αβίαστα, σαν κόψη ξυραφιού. Παγωμένη και καυτή ταυτόχρονα. Δε χρειάστηκε παρά μόνο ένα λεπτό.
Η Άμου είδε ότι εκείνος είδε. Τράβηξε το βλέμμα της. Το ίδιο κι εκείνος. Οι φίλοι τής ιστορίας ξαναγύρισαν, να τούς διεκδικήσουν και πάλι. Να τούς τυλίξουν ξανά στα παλιά, σημαδεμένα δέρματα και να τούς σύρουν πίσω στην πραγματικότητα. Εκεί όπου ζούσαν στ᾿ αλήθεια. Εκεί όπου οι πατροπαράδοτοι Νόμοι κανονίζουν ποιος θα αγαπηθεί. Και πώς. Και πόσο. Η Άμου προχώρησε στη βεράντα, πίσω στην Παράσταση. Τρέμοντας.
Η ΑΝΘΟΛΌΓΗΣΗ
1. Το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι
Ήταν μια καταγάλανη μέρα το Δεκέμβριο τού χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά. Ήταν το είδος τής εποχής στη ζωή μιας οικογένειας, όπου κάτι συμβαίνει και κλονίζει την κρυμμένη της ηθική και την αναγκάζει να βγει στην επιφάνεια απ᾿ τη φωλιά της, να αφρίσει, να σκάσει φουσκάλες και να επιπλεύσει για λίγο, ορατή πανταχόθεν. Πάνω πάνω. Να τη βλέπουν όλοι.
Μια καταγάλανη Πλίμουθ, με τον ήλιο να γυαλίζει στα φτερά της, έτρεχε μέσα στα χωράφια τού νέου ρυζιού και στα παλιά καουτσουκόδεντρα, με κατεύθυνση το Κοτσίν. Πιο ανατολικά, σε μια μικρή χώρα με παρόμοια τοπία (ζούγκλες, ποτάμια, ορυζώνες, κομμουνιστές), είχαν πέσει αρκετές βόμβες για να τη σκεπάσουν ολόκληρη με μια στρώση ατσάλι ύψους δεκαπέντε πόντων. Εδώ ωστόσο βασίλευε η ειρήνη και η οικογένεια μέσα στην Πλίμουθ ταξίδευε χωρίς φόβους και σκοτεινά προαισθήματα.
Η Πλίμουθ ήταν καταρχήν τού Παπάτσι, τού παππού τής Ράχελ και τού Έστθα. Τώρα που ο Παπάτσι είχε πεθάνει, ήταν τής Μαμάτσι, τής γιαγιάς τους. Κι ο Έστθα με τη Ράχελ (επτά ετών δίδυμα) πήγαιναν στο Κοτσίν να δουν τη "Μελωδία τής ευτυχίας". Για τρίτη φορά. Ήξεραν απέξω όλα τα τραγούδια.
Μετά θα πήγαιναν να μείνουν όλοι στο ξενοδοχείο "Σι Κουίν" που μύριζε μπαγιάτικο φαγητό. Είχαν κλείσει δωμάτια.
Την άλλη μέρα το πρωί, νωρίς νωρίς, θα πήγαιναν στο αεροδρόμιο τού Κοτσίν, να υποδεχτούν την πρώην σύζυγο τού Τσάκο —την Εγγλέζα θεία τους Μάργκαρετ Κοτσάμα— και την ξαδέρφη τους Σόφι Μολ (τρία χρόνια μεγαλύτερη από τα δίδυμα), οι οποίες έρχονταν από το Λονδίνο να περάσουν τα Χριστούγεννα στο Αγιέμενεμ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, εκείνο το χρόνο, ο δεύτερος άντρας τής Μάργκαρετ Κοτσάμα, ο Tζo, είχε σκοτωθεί με το αυτοκίνητο. Όταν έμαθε τα νέα ο Τσάκο, τις κάλεσε στο Αγιέμενεμ. Δεν άντεχε, είπε, να τις σκέφτεται μόνες και λυπημένες. Να κάνουν Χριστούγεννα στην Αγγλία. Σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις.
Η Άμου είπε ότι ο Τσάκο δεν είχε πάψει ποτέ να αγαπάει τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Η Μαμάτσι διαφώνησε. Προτιμούσε να πιστεύει ότι ο γιος της δεν είχε αγαπήσει ποτέ του αυτήν τη γυναίκα.
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν ξανασυναντήσει τη Σόφι Μολ αλλά είχαν ακούσει πολλά γι᾿ αυτήν τις τελευταίες μέρες. Από την Μπέμπα Κοτσάμα, από την Κότσου Μάρια, ακόμα κι από τη Μαμάτσι. Ούτε αυτές την είχαν συναντήσει ποτέ. Μιλούσαν όμως λες και την ήξεραν. Ήταν η εβδομάδα τού Τι Θα Σκεφτεί Η Σόφι Μολ;
Όλη εκείνη την εβδομάδα η Μπέμπα Κοτσάμα κρυφάκουγε αλύπητα ό,τι κι αν έλεγαν τα δίδυμα. Και όποτε τα τσάκωνε να μιλούν μαλαγιάλαμ, τούς επέβαλλε ένα μικρό πρόστιμο, το οποίο τσέπωνε επιτόπου. Κρατώντας το απ᾿ το χαρτζιλίκι τους. Τα υποχρέωσε να γράψουν στα τετράδιά τους Θα μιλάω μόνο αγγλικά, Θα μιλάω μόνο αγγλικά. Εκατό φορές ο καθένας. Αυτό το γράψιμο το ονόμαζε τιμωρία. Όταν τελείωναν, καθόταν και έλεγχε τα τετράδιά τους γραμμή γραμμή, με το κόκκινο μολύβι της, για να είναι σίγουρη ότι δε θα τής παρουσίαζαν ανακυκλωμένες παλιές τιμωρίες με τις ίδιες φράσεις.
Τα έβαλε να μάθουν ένα εγγλέζικο τραγουδάκι για να το τραγουδούν στο αυτοκίνητο, γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο. Έπρεπε να σχηματίζουν σωστά κάθε λέξη ξεχωριστά και να προσέχουν ιδιαίτερα την προφορά τους. Την ΠΡΟφο-ρά
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γείειει
Και στη σκέπη Του μάς έεεχει.
Ολόκληρο το όνομα τού Έστθα ήταν Εστθάπεν Γιάκο. Τής Ράχελ ήταν Ράχελ. Προσωρινά δεν είχαν επίθετο, επειδή η Άμου δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα ξανάπαιρνε το πατρικό της ή όχι. Αν κι έλεγε πως η επιλογή μεταξύ τού επιθέτου τού συζύγου ή τού πατέρα της, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια σε μια γυναίκα.
Ο Έστθα φορούσε τα μπεζ μυτερά παπούτσια του κι είχε χτενίσει τα μαλλιά του αλά Έλβις. Έτσι χτενιζόταν πάντα, Όταν Ήταν Να Βγουν Έξω. Απ᾿ όλα τα τραγούδια τού Έλβις αγαπούσε περισσότερο το "Πάρτι". «Some people like to rock, some people like to roll», σιγοτραγουδούσε όταν ήταν μόνος. Ο Έστθα είχε λοξά, νυσταγμένα μάτια και τα καινούργια του μπροστινά δόντια ήταν ακόμα πριονωτά στην άκρη. Τα καινούργια δόντια τής Ράχελ περίμεναν κρυμμένα μέσα στα ούλα της, όπως περιμένουν οι λέξεις κρυμμένες μέσα στο μολύβι. Όλοι απορούσαν που μια απόσταση δεκαοχτώ λεπτών την ώρα τής γέννας μπορούσε να προκαλέσει τέτοιες διαφορές στην οδοντοφυΐα των κοπτήρων.
Τα μαλλιά τής Ράχελ ήταν μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι της, σαν σιντριβάνι. Δεμένα με ένα Love-in-Tokyo — δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο που καμιά σχέση δεν είχαν με την Αγάπη ή το Τόκιο. Στην Κέραλα τα Love-in-Tokyo πέρασαν με επιτυχία τη δοκιμασία τού χρόνου. Ακόμα και σήμερα τα βρίσκεις σε όλα τα αξιοπρεπή γυναικεία καταστήματα. Δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο.
Στο ψεύτικο ρολόι τής Ράχελ η ώρα ήταν ζωγραφισμένη. Δύο παρά δέκα. Μια από τις φιλοδοξίες της ήταν να αποκτήσει ένα ρολόι όπου θα μπορούσε να αλλάζει την ώρα όποτε ήθελε. Οι κόκκινοι πλαστικοί φακοί των κίτρινων γυαλιών της έβαφαν τον κόσμο κόκκινο. Η Άμου έλεγε ότι τής έκαναν κακό στα μάτια και την είχε συμβουλέψει να τα φοράει όσο μπορούσε λιγότερο.
Το Φουστάνι για το Αεροδρόμιο βρισκόταν στη βαλίτσα τής Άμου. Είχε και ασορτί βρακάκι.
Ο Τσάκο οδηγούσε. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από την Άμου.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο βιβλία, από το πάτωμα ως το ταβάνι. Τα είχε διαβάσει όλα και συχνά απάγγελλε μεγάλα αποσπάσματα χωρίς προφανή λόγο. Και πάντως χωρίς κανένα λόγο, απ᾿ αυτούς που θα μπορούσε ένας άλλος να βάλει με το μυαλό του. Εκείνο το πρωί, ας πούμε, καθώς περνούσαν την αυλόπορτα αποχαιρετώντας τη Μαμάτσι, όρθια στην μπροστινή βεράντα, ο Τσάκο άνοιξε το στόμα του και είπε: «Ο Γκάτσμπι δεν τα πήγε άσχημα τελικά. Μα αυτό που τον κυνηγούσε, η ασφυκτική πνιγηρή ατμόσφαιρα που τύλιγε τα όνειρά του, με έδιωχνε μακριά και παρέλυε προσωρινά το ενδιαφέρον μου για τις θλιβερές ατυχίες και τις άτονες παρορμήσεις των ανθρώπων».
Ήταν όλοι τόσο συνηθισμένοι σ᾿ αυτά, που δεν έμπαιναν πια στον κόπο να κοιταχτούν ή να σκουντήσουν ο ένας τον άλλο με τον αγκώνα. Ο Τσάκο είχε σπουδάσει στην Οξφόρδη με υποτροφία τού Ιδρύματος Ρόουντς. Οι εκκεντρικότητες και οι υπερβολές, ήταν λοιπόν δικαίωμά του.
Ισχυριζόταν πως έγραφε μια Οικογενειακή Βιογραφία. Κι ότι η Οικογένεια θα έπρεπε να τον πληρώσει για να μην τη δώσει στη δημοσιότητα. Η Άμου έλεγε πως μόνο ένα πρόσωπο στην οικογένεια θα μπορούσε να πέσει θύμα αυτού τού βιογραφικού εκβιασμού· κι αυτό το πρόσωπο ήταν ο ίδιος ο Τσάκο.
Όλα αυτά βέβαια πριν. Πριν από τον Τρόμο.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Άμου καθόταν μπροστά, δίπλα στον Τσάκο. Ήταν είκοσι εφτά χρονών τότε και μέσα στην κοιλότητα τού στομαχιού της κουβαλούσε την παγωμένη γνώση πως είχε ζήσει κιόλας τη ζωή της. Τής είχε δοθεί μια ευκαιρία. Έσφαλε. Είχε παντρευτεί λάθος άντρα.
Η Άμου είχε τελειώσει το σχολείο τον ίδιο χρόνο που ο πατέρας της πήρε σύνταξη απ᾿ τη δουλειά του στο Δελχί και μετακόμισαν στο Αγιέμενεμ. Ο Παπάτσι επέμενε πως το κολέγιο ήταν περιττό έξοδο για ένα κορίτσι. Κι έτσι η Άμου δεν είχε παρά να εγκαταλείψει το Δελχί και να φύγει μαζί τους. Στο Αγιέμενεμ δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνει ένα νέο κορίτσι: μόνο να κάθεται και να περιμένει προτάσεις γάμου, βοηθώντας ταυτόχρονα τη μητέρα της στις δουλειές τού σπιτιού. Μιας κι ο πατέρας της δεν είχε αρκετά χρήματα για να τής δώσει αξιοπρεπή προίκα δεν παρουσιάστηκε κανένας υποψήφιος γαμπρός για την Άμου. Δυο χρόνια πέρασαν έτσι. Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της ήρθαν κι έφυγαν. Χωρίς να το προσέξει κανείς. Χωρίς να το σχολιάσει κανείς. Η Άμου είχε φτάσει σε απόγνωση. Μέρα-νύχτα άλλο δεν είχε στο νου της παρά πώς να το σκάσει από το Αγιέμενεμ, από τα νύχια τού δύστροπου πατέρα της και τής πικρόχολης, διαρκώς άρρωστης μητέρας της. Κατέστρωνε αξιοθρήνητα κι αποτυχημένα σχέδια. Τελικά, ένα απ᾿ αυτά δούλεψε. Ο πατέρας της δέχτηκε να την αφήσει να περάσει το καλοκαίρι με κάποια μακρινή θεία που ζούσε στην Καλκούτα.
Εκεί, στο γάμο κάποιων άλλων, γνώρισε η Άμου το μελλοντικό της σύζυγο.
Έκανε τις διακοπές του. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του στο Άσαμ, όπου ήταν επιστάτης σε μια φυτεία τσαγιού. Η οικογένειά του ήταν άλλοτε εύπορη, ζαμιντάρ* με δική τους γη. Μετά την Ανεξαρτησία και τη Διαίρεση εγκαταστάθηκαν στην Καλκούτα αφήνοντας για πάντα τη Βεγγάλη.
Ήταν μέτριος το ανάστημα αλλά καλοκαμωμένος. Ευχάριστο πρόσωπο. Φορούσε παλιομοδίτικα γυαλιά που τον έκαναν να δείχνει σοβαρός κι έκρυβαν εντελώς τη γοητευτική ανεμελιά του και τη νεανική, αλλά πέρα για πέρα αφοπλιστική αίσθηση τού χιούμορ του. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και δούλευε ήδη έξι χρόνια επιστάτης. Δεν είχε περάσει από το κολέγιο, πράγμα που εξηγούσε την προτίμησή του για παιδιάστικα αστεία. Ζήτησε από την Άμου να τον παντρευτεί πέντε μέρες μετά τη γνωριμία τους. Η Άμου δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Δε δοκίμασε να υποκριθεί αγάπες και λουλούδια. Ζύγισε απλώς τα υπέρ και τα κατά και δέχτηκε. Καλύτερα οτιδήποτε, οποιονδήποτε, παρά να γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Έγραψε στους γονείς της και τούς ανακοίνωσε την απόφασή της. Δεν τής απάντησαν.
Ο γάμος έγινε, όπως συνήθιζαν να γιορτάζουν τούς γάμους στην Καλκούτα. Αργότερα, αναθυμούμενη εκείνη τη μέρα, η Άμου συνειδητοποίησε ότι η φλόγα στα μάτια τού άντρα της δεν ήταν έρωτας. Δεν ήταν καν πόθος φουντωμένος στην τόσο κοντινή προοπτική τής ικανοποίησης. Ήταν περίπου οχτώ μεγάλα ποτήρια ουίσκι. Σκέτα. Χωρίς νερό, χωρίς πάγο.
Ο πεθερός της ήταν διευθυντής στους Σιδηροδρόμους και είχε εκπροσωπήσει κάποτε το Κέμπριτζ στους Αγώνες Μποξ. Ήταν γραμματέας τής Ένωσης Ερασιτεχνών Μποξέρ Βεγγάλης. Χάρισε στο νεαρό ζευγάρι ένα ολοκαίνουργο Φίατ, ειδική παραγγελία, σε ροζ χρώμα, με το οποίο έφυγε ο ίδιος μετά το γάμο, κουβαλώντας κι όλα τα δώρα και τα χρυσαφικά που είχαν φέρει οι καλεσμένοι.
Όταν μετακόμισε η Άμου με τον άντρα της στο Άσαμ, νέα, όμορφη κι αθυρόστομη όπως ήταν, έγινε το αστέρι τού Πλάντερς Κλαμπ. Φορούσε ξώπλατες μπλούζες με τα σάρι της και κρατούσε μικρό λαμέ τσαντάκι, κρεμασμένο σε λεπτή αλυσίδα. Κάπνιζε τσιγάρα με μια μακριά ασημένια πίπα κι έμαθε να φτιάχνει με τον καπνό τέλεια δαχτυλίδια στον αέρα. Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι ο άντρας της δεν το ᾿τσουζε απλώς όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά μεθοκοπούσε διαρκώς, όσο άντεχε το στομάχι του. Ήταν αλκοολικός πέρα για πέρα, με όλη την πονηριά και την τραγική γοητεία των σκλάβων τού οινοπνεύματος.
Η Άμου ήταν οχτώ μηνών έγκυος όταν ξέσπασε ο πόλεμος με την Κίνα. Ήταν τον Οκτώβριο τού 1962. Ο κόσμος μιλούσε για κινέζικη κατοχή και επικείμενη ήττα τής Ινδίας Οι γυναίκες και τα παιδιά αναγκάστηκαν να φύγουν από το Άσαμ. Η Άμου, ετοιμόγεννη καθώς ήταν κι ανήμπορη να ταξιδέψει, έμεινε στη φυτεία. Όταν έπιασαν οι πόνοι την Άμου, ο Μπάμπα*, ο πατέρας, την πήρε με ένα αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο τού Σίλονγκ. Τα τραντάγματα στη διαδρομή ήταν τρομαχτικά. Λίγο έλειψε να γεννηθούν μέσα στο λεωφορείο ο Έστθα και η Ράχελ. Στις στροφές τού Άσαμ όμως, καθώς περνούσαν μέσα από τη φυτεία τού τσαγιού, το αυτοκίνητο έμεινε. Το άφησαν και σταμάτησαν ένα περαστικό λεωφορείο τής γραμμής, γεμάτο κόσμο. Με την αλλόκοτη συμπόνια που δείχνουν συχνά οι πολύ φτωχοί στους σχετικά εύπορους, ή πάλι απλώς και μόνο επειδή είδαν πως η Άμου ήταν ετοιμόγεννη, οι επιβάτες τού λεωφορείου στριμώχτηκαν για να τούς κάνουν χώρο να καθίσουν. Και μέχρι να φτάσουν, ο πατέρας τού Έστθα και τής Ράχελ κρατούσε την κοιλιά τής μητέρας τους (κι εκείνους μέσα της) για να τούς προφυλάξει από τα κουνήματα. Αυτά έγιναν πριν χωρίσουν και πριν επιστρέψει η Άμου να ζήσει στην Κέραλα.
Αυτό ήταν το σκηνικό τής γέννησης τού Έστθα και τής Ράχελ. Γεννήθηκαν στο φως των κεριών. Σε ένα νοσοκομείο με μαύρη μπογιά στα παράθυρα για να μη φαίνεται το φως του από έξω. Ήρθαν στον κόσμο χωρίς δυσκολίες, με διαφορά δεκαοχτώ λεπτών μεταξύ τους. Δυο μικρά μωρά αντί για ένα μεγάλο. Δίδυμες φώκιες, γλιστερές ακόμα από τα υγρά τής μήτρας τής μάνας τους. Ζαρωμένα από τον αγώνα τής γέννας. Η Άμου τα έψαξε, να σιγουρευτεί πως ήταν εντάξει, πριν κλείσει τα μάτια της κι αποκοιμηθεί.
Μέτρησε τέσσερα μάτια, τέσσερα αφτιά, δυο στόματα, δυο μύτες, είκοσι δαχτυλάκια στα χέρια και είκοσι στα πόδια.
Δεν πρόσεξε τη μία και μοναδική σιαμέζικη ψυχή. Ήταν ευτυχισμένη με τα δυο μωρά της. Ο πατέρας τους, ξαπλωμένος σε ένα σκληρό πάγκο στο διάδρομο τού νοσοκομείου, ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Όταν τα δίδυμα έγιναν δυο χρονών, η μανία τού πατέρα τους με το ποτό, οξυμένη από τη μοναξιά τής ζωής του στη φυτεία, τον έφερνε συχνά σε κατάσταση λήθαργου. Μέρες ολόκληρες έμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αδιαφορώντας για τη δουλειά του. Ο Εγγλέζος προϊστάμενός του, ο κύριος Χόλικ, δεν άργησε να τον καλέσει στο ξύλινο σπίτι του για μια "σοβαρή συζήτηση".
Η Άμου, καθισμένη στη βεράντα τού σπιτιού τους, τον περίμενε γεμάτη αγωνία. Ήταν σίγουρη ότι ο Χόλικ είχε κατά νου να απολύσει τον άντρα της. Τα ᾿χασε όταν τον είδε να γυρίζει στενοχωρημένος, αλλά όχι απελπισμένος. Ο κύριος Χόλικ τού είχε κάνει μια πρόταση, είπε. Μια πρόταση που έπρεπε να την κουβεντιάσει μαζί της. Άρχισε δισταχτικά, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Όσο προχωρούσε τόσο έπαιρνε θάρρος. Από πρακτική άποψη, μακροπρόθεσμα, ήταν μια πρόταση από την οποία θα είχαν όφελος και οι δυο, είπε. Ή μάλλον, όλοι, αν λογάριαζαν και τη μόρφωση των παιδιών.
Ο κύριος Χόλικ είχε μιλήσει ανοιχτά στο νεαρό επιστάτη του. Τού είπε για τα παράπονα που τού είχαν κάνει οι εργάτες και οι άλλοι επιστάτες. «Φοβάμαι πως δε μού μένει άλλη λύση», πρόσθεσε. «Θα πρέπει να ζητήσω την παραίτησή σου».
Άφησε τη σιωπή να παίξει το ρόλο της. Περίμενε ώσπου να αρχίσει να τρέμει ο αξιοθρήνητος άντρας που καθόταν αντίκρυ του, απ᾿ την άλλη μεριά τού τραπεζιού. Ώσπου να αρχίσει να κλαίει. Και τότε ο κύριος Χόλικ άνοιξε πάλι το στόμα του.
«Μπορεί ωστόσο να βρεθεί κάποια λύση... Ίσως θα μπορούσαμε να τα κανονίσουμε με κάποιον τρόπο μεταξύ μας. Πρέπει πάντα να παίρνει κανείς τα πράγματα από την καλή τους πλευρά. Το πιστεύω αυτό. Να μην ξεχνάει τούς λόγους που θα ᾿πρεπε να τον κάνουν ευτυχισμένο». Ο Χόλικ έκανε μια παύση και παράγγειλε μια καφετιέρα μαύρο καφέ. «Είσαι πολύ τυχερός άντρας, ξέρεις. Θαυμάσια οικογένεια, όμορφα παιδιά, γοητευτική γυναίκα…» Άναψε τσιγάρο και το κάπνισε αργά αργά. Άφησε την καύτρα να φτάσει ως το φίλτρο, τόσο που δεν μπορούσε πια να το κρατήσει. «Μια τρομερά γοητευτική γυναίκα...»
Το κλάμα σταμάτησε. Δυο σαστισμένα καστανά μάτια καρφώθηκαν στα τρομαχτικά μάτια τού Εγγλέζου, μάτια πράσινα και γεμάτα κόκκινες φλεβίτσες. Πίνοντας καφέ, ο κύριος Χόλικ πρότεινε στον Μπάμπα να φύγει για λίγο από τη φυτεία. Να πάρει την άδειά του και να πάει διακοπές. Σε κάποια κλινική ίσως για να κάνει αποτοξίνωση. Μπορούσε να λείψει όσο ήθελε, ώσπου να αισθανθεί καλύτερα, να σταθεί στα πόδια του. Και όσο θα έλειπε, συνέχισε ο κύριος Χόλικ, ας ερχόταν η Άμου να μείνει μαζί του για να τη " φροντίζει" .
Στη φυτεία ζούσαν ήδη κάμποσα κουρελιάρικα παιδιά με ανοιχτόχρωμο δέρμα. Παιδιά τού Χόλικ με τις εργάτριες που μάζευαν το τσάι. Με όσες απ᾿ αυτές τού άρεσαν. Τούτη δω ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζε την τύχη του, στον κύκλο των επιστατών.
Η Άμου παρακολουθούσε τα χείλη τού άντρα της να κινούνται, καθώς σχημάτιζαν τις λέξεις. Δεν είπε τίποτα. Εκείνος άρχισε να νιώθει άβολα με τη σιωπή της. Στο τέλος θύμωσε. Ξαφνικά σηκώθηκε έξαλλος, την άρπαξε από τα μαλλιά, τη χτύπησε κι αμέσως μετά σωριάστηκε λιπόθυμος απ᾿ την ταραχή του. Η Άμου πήρε από το ράφι το πιο βαρύ βιβλίο που μπόρεσε να βρει – τον Παγκόσμιο Άτλαντα τού Reader᾿s Digest — και τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη. Τον χτύπησε στο κεφάλι. Στα πόδια. Στην πλάτη και στους ώμους. Όταν εκείνος συνήλθε, απόρησε με τις μελανιές του. Γεμάτος συντριβή, ζήτησε συγγνώμη για τη βάναυση συμπεριφορά του αλλά άρχισε αμέσως τα παρακάλια για να τον βοηθήσει να πάρει άδεια και να συνέλθει. Από τότε οι αντιδράσεις του ακολουθούσαν πάντοτε το ίδιο σχεδιάγραμμα: βιαιοπραγία σε κατάσταση μέθης, κλάματα και αμέσως μετά παρακάλια. Η Άμου αηδίαζε με τη μυρωδιά του· σαν φάρμακο μύριζε το οινόπνευμα βγαίνοντας μέσα από τούς πόρους του. Όταν οι εκρήξεις τού θυμού του άγγιξαν και τα παιδιά της, μόλις ξέσπασε ο πόλεμος με το Πακιστάν, η Άμου εγκατέλειψε τον άντρα της και γύρισε στους γονείς της, στο Αγιέμενεμ, παρόλο που δεν ήταν καλοδεχούμενη κοντά τους. Γύρισε σ᾿ αυτά ακριβώς από τα οποία είχε προσπαθήσει να ξεφύγει λίγα χρόνια νωρίτερα. Μόνο που τώρα είχε και δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά της. Και κανένα όνειρο.
Ο Παπάτσι δεν πίστεψε την ιστορία της, όχι γιατί είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον άντρα της αλλά γιατί απλούστατα δεν ήταν σε θέση να πιστέψει ότι αυτός ο Εγγλέζος, ότι ο οποιοσδήποτε Εγγλέζος, θα μπορούσε ποτέ να ποθήσει τη γυναίκα άλλου άντρα.
Η Άμου αγαπούσε τα παιδιά της (βέβαια), αλλά ένιωθε απόγνωση κοιτάζοντας τα στρογγυλά, αθώα μάτια τους, την ευαισθησία τους, την προθυμία τους να αγαπήσουν ανθρώπους που δεν τα αγαπούσαν στ᾿ αλήθεια. Κι αυτή η απόγνωση την ωθούσε μερικές φορές να τα πληγώνει η ίδια για να τα μάθει να φυλάγονται, για να τα προστατέψει.
Ήταν λες και το παράθυρο, απ᾿ όπου εξαφανίστηκε ο πατέρας τους, είχε μείνει για πάντα ανοιχτό, να μπαίνει όποιος ήθελε.
Η Άμου έβλεπε τα δίδυμα σαν δυο μικρά, σαστισμένα βατραχάκια που απορροφημένα το ένα με το άλλο, κατέβαιναν χοροπηδώντας χέρι χέρι έναν αυτοκινητόδρομο, όπου τα αυτοκίνητα περνούσαν βουίζοντας. Και δε σκέφτονταν στιγμή τι παθαίνουν τα βατραχάκια όταν πέσουν κάτω από τις ρόδες των μεγάλων φορτηγών. Η Άμου δεν τα άφηνε από τα μάτια της. Η υπερβολική προσοχή την τέντωνε, την εκνεύριζε, την κούραζε. Η υπομονή της είχε εξαντληθεί. Τα μάλωνε με το παραμικρό και με το παραμικρό επίσης γινόταν έξαλλη, όταν κάποιος άλλος τα αδικούσε ή τα πείραζε.
Ήξερε ότι η ίδια δεν είχε πια άλλες ελπίδες. Για κείνη δεν υπήρχε παρά μόνο το Αγιέμενεμ. Με μια βεράντα μπροστά και μια βεράντα πίσω. Με ένα ζεστό ποτάμι κι ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μαρμελάδες.
Και στο βάθος, το αδιάκοπο, στριγκό, κλαψιάρικο μουρμουρητό τής αποδοκιμασίας ενός ολόκληρου χωριού.
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή της στο σπίτι των γονιών της, έμαθε η Άμου να αναγνωρίζει και να αποστρέφεται το φριχτό πρόσωπο τής λύπησης. Γριές συγγένισσες, όλο τρίχες στο πανωχείλι και προγούλια, ταξίδευαν όλη νύχτα για να έρθουν στο Αγιέμενεμ να τη λυπηθούν. Για το διαζύγιό της. Τής έσφιγγαν το γόνατο κι από μέσα τους πανηγύριζαν. Η Άμου πάλευε να μη σηκώσει το χέρι της, να μην τις χαστουκίσει με όλη της τη δύναμη. Να μην τσιμπήσει τις ρώγες τους. Με μια τανάλια. Σαν τον Τσάπλιν στους Μοντέρνους καιρούς.
Όταν κοίταζε τις φωτογραφίες τού γάμου της, η Άμου ένιωθε πως η γυναίκα που την κοίταζε απ᾿ το χαρτί, ήταν μια άλλη. Μια άμυαλη γυναίκα, φορτωμένη κοσμήματα. Με μεταξωτό σάρι στο χρώμα τού ηλιοβασιλέματος, όλο χρυσά κεντίδια. Τα δάχτυλά της γεμάτα δαχτυλίδια. Αρωματισμένη με αλοιφή από σανταλόξυλο κάτω απ᾿ τα τόξα των φρυδιών της. Κοιτάζοντας τον εαυτό της μ᾿ αυτά τα ρούχα και τα στολίδια, το απαλό στόμα τής Άμου σφιγγόταν σε ένα μικρό, πικρό χαμόγελο. Το χαμόγελο τής θύμησης όχι για τον ίδιο το γάμο αλλά για το γεγονός ότι είχε αφεθεί υπάκουα να τη στολίσουν πριν την οδηγήσουν στο κάτεργο. Έμοιαζε τόσο παράλογο. Τόσο μάταιο.
Σαν να τρίβεις και να γυαλίζεις τα καυσόξυλα.
Πήγε στο χρυσοχόο τού χωριού κι έδωσε τη βαριά, χρυσή βέρα της για να τη λιώσει. Παράγγειλε να τής φτιάξουν ένα λεπτό βραχιολάκι με δυο φιδίσια κεφάλια που το φύλαξε για τη Ράχελ.
Η Άμου ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν ολότελα οι γάμοι. Από πρακτική άποψη τουλάχιστον. Επέμεινε όμως μέχρι το τέλος της ζωής της να υποστηρίζει τούς κλειστούς γάμους, με συνηθισμένα, καθημερινά ρούχα. Πίστευε ότι η τελετή φάνταζε έτσι λιγότερο μακάβρια.
Πότε πότε, όταν άκουγε στο ραδιόφωνο τραγούδια που τής άρεσαν, κάτι αναδευόταν μέσα της. Ένας ρευστός πόνος απλωνόταν κάτω από το δέρμα της· σαν μάγισσα άφηνε πίσω της αυτόν τον κόσμο και ταξίδευε σε τόπους άλλους, καλύτερους, πιο ευτυχισμένους. Τέτοιες μέρες έμοιαζε τυλιγμένη σε μια λάμψη ανήσυχη, αδάμαστη. Λες κι άφηνε για λίγο παράμερα τον κώδικα ηθικής τής μητέρας και τής χωρισμένης γυναίκας. Ακόμα και το βάδισμά της άλλαζε. Δεν περπατούσε πια σταθερά, αργά, σαν μητέρα, αλλά άγρια, ορμητικά, ασυγκράτητα. Φορούσε λουλούδια στα μαλλιά, κουβαλούσε μαγικά μυστικά στα μάτια της. Δε μιλούσε σε κανέναν. Περνούσε ώρες ολόκληρες στην όχθη τού ποταμού με το μικρό πλαστικό τρανζιστοράκι της, που έμοιαζε με μανταρίνι. Κάπνιζε τσιγάρα και κολυμπούσε μες στη νύχτα.
Τι ήταν αυτή η Απειλητική, Κοφτερή Γραμμή που έκρυβε μέσα της η Άμου; Αυτή η Απρόβλεπτη πλευρά της; Ήταν αυτό που πολεμούσε μέσα της. Το αδιανόητο μείγμα. Η απέραντη τρυφεράδα τής μητρότητας, μαζί με την αχαλίνωτη μανία τού καμικάζι. Αυτό ήταν που μεγάλωνε μέσα της. Αυτό ήταν που την έσπρωξε τελικά να αγαπάει τη νύχτα τον άντρα που τα παιδιά της αγαπούσαν τη μέρα. Να μπαίνει τη νύχτα στη βάρκα, όπου τα παιδιά της έμπαιναν τη μέρα. Τη βάρκα όπου καθόταν ο Έστθα. Τη βάρκα που είχε βρει η Ράχελ.
Τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα τραγούδια τής Άμου, όλοι ήταν απέναντί της. Επιφυλακτικοί. Κατά κάποιον τρόπο το ένιωθαν ότι πατούσε στη ζώνη τού λυκόφωτος, ανάμεσα σε δύο κόσμους, εκεί όπου δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Το ένιωθαν ότι μια γυναίκα καταδικασμένη ήδη απ᾿ όλους δεν είχε και πολλά να χάσει γι᾿ αυτό θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη. Έτσι ένιωθαν οι άνθρωποι και απέφευγαν την Άμου, τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα δικά της τραγούδια. Δεν τολμούσαν να την πλησιάσουν. Κι όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν προτιμότερο να Την Αφήσουν Ήσυχη. Τις άλλες μέρες είχε όμορφα λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε.
Είχε λεπτό, όμορφο πρόσωπο, μαύρα φρύδια καμαρωτά σαν τις ανοιχτές φτερούγες τού γλάρου, μικρή ίσια μύτη και λαμπερή επιδερμίδα στο χρώμα τού κάστανου. Εκείνη την καταγάλανη μέρα τού Δεκέμβρη, τουφίτσες απ᾿ τα κατσαρά, ατίθασα μαλλιά της είχαν ξεφύγει κι ανέμιζαν, καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε. Κάτω από το σάρι φορούσε μπλούζα δίχως μανίκια κι οι ώμοι της άστραφταν σαν να τούς είχε τρίψει δυνατά με κερί για να γυαλίσουν. Μερικές φορές ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχαν δει ποτέ ο Έστθα και η Ράχελ. Και άλλες φορές δεν ήταν.
Στο πίσω κάθισμα τής Πλίμουθ, ανάμεσα στον Έστθα και τη Ράχελ, καθόταν η Μπέμπα Κοτσάμα. Τέως καλόγρια και νυν Μεγάλη Θεία τής οικογένειας. Κι όπως καμιά φορά ο δυστυχισμένος αντιπαθεί τούς συντρόφους του στη δυστυχία, έτσι και η Μπέμπα Κοτσάμα αντιπαθούσε τα δίδυμα, γιατί τα θεωρούσε παιδιά καταδικασμένα στην ορφάνια, παιδιά χωρίς πατέρα. Ακόμα χειρότερα, ήταν Υβρίδια. Στις φλέβες τους δεν κυλούσε μόνο χριστιανικό αλλά και ινδουιστικό αίμα. Και καμιά από τις αξιοπρεπείς χριστιανικές οικογένειες τής Συριακής Εκκλησίας δε θα καταδεχόταν ποτέ να συγγενέψει μαζί τους. Ήθελε πάση θυσία να τούς δώσει να καταλάβουν πως οι άλλοι στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ απλώς ανέχονταν την παρουσία τους: ήταν το σπίτι τής γιαγιάς τους από τη μεριά τής μητέρας τους, όπου δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα να ζουν. Η Μπέμπα Κοτσάμα αγανακτούσε με την Άμου, επειδή την έβλεπε να παλεύει με μια μοίρα που αυτή, η Μπέμπα Κοτσάμα, είχε αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα, όπως νόμιζε. Τη μοίρα τής δύστυχης γυναίκας που ζει Χωρίς Άντρα. Τη μοίρα τής δύστυχης Μπέμπας Κοτσάμα που Έζησε Χωρίς Τον Πατέρα Μάλιγκαν. Με τα χρόνια είχε πείσει τον εαυτό της πως ο έρωτάς της για τον πατέρα Μάλιγκαν είχε μείνει στα όνειρα, εξαιτίας τής δικής της εγκράτειας και τής δικής της αμετακίνητης απόφασης να κάνει πάντα το σωστό. Υποστήριζε ολόψυχα τη διαδομένη άποψη ότι η παντρεμένη γυναίκα δεν έχει πια θέση στο σπίτι των γονιών της. Όσο για τη χωρισμένη γυναίκα – αυτή πια δεν είχε θέση πουθενά, έλεγε η Μπέμπα Κοτσάμα. Η χωρισμένη γυναίκα, η οποία είχε παντρευτεί από έρωτα.. ε, η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έβρισκε λόγια να εκφράσει την αγανάκτησή της. Κι η χωρισμένη γυναίκα που είχε παντρευτεί από έρωτα κάποιον έξω από το θρήσκευμα και το δόγμα τής οικογένειάς της – η Μπέμπα Κοτσάμα προτιμούσε να κρατάει το στόμα της κλειστό, τρέμοντας σύγκορμη από δίκαιη οργή.
Τα δίδυμα ήταν ακόμα μικρά και δεν καταλάβαιναν τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς κάκιωνε για τις στιγμές τής ανέφελης ευτυχίας τους, όταν έπιαναν μια λιβελούλα και την έβαζαν να σηκώσει με τα ποδαράκια της ένα πετραδάκι από την παλάμη τού χεριού τους... όταν τα άφηναν να πλύνουν τα γουρούνια... όταν έβρισκαν κανένα αβγουλάκι – ζεστό ακόμα από την κότα. Μα πιο πολύ τούς κάκιωνε για την αγάπη που είχαν, για την παρηγοριά που έβρισκαν μεταξύ τους. Καραδοκούσε από μέρους τους μια χειρονομία, μια έκφραση δυστυχίας. Τουλάχιστον.
Γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο, μπροστά θα καθόταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δίπλα στον Τσάκο. Επειδή ήταν κάποτε παντρεμένη μαζί του. Η Σόφι Μολ θα καθόταν ανάμεσά τους. Η Άμου θα καθόταν πίσω. Θα είχαν δυο θερμός με νερό. Βρασμένο νερό για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Νερό τής βρύσης για όλους τούς υπόλοιπους. Τις βαλίτσες θα τις έβαζαν στο πορτμπαγκάζ.
Στην οροφή τής Πλίμουθ είχαν τοποθετήσει ένα ξύλινο ορθογώνιο, στερεωμένο σε σιδερένιο σκελετό. Κι από τις τέσσερις μεριές του ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Κάτω από τις επιγραφές ήταν ζωγραφισμένα βαζάκια με μαρμελάδες φρούτων και ξιδάτες πίκλες που κολυμπούσαν στο λάδι. Οι ετικέτες τους έγραφαν, πάλι με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Δίπλα στα βαζάκια υπήρχε μια λίστα με όλα τα προϊόντα τού εργοστασίου Παραντάιζ. Κι ένας χορευτής Κατακάλι* με πράσινη μπογιά στο πρόσωπο και το ρούχο του να ανεμίζει. Κάτω από το στρίφωμά του που ανεβοκατέβαινε σαν σίγμα τελικό, κυματιστές κι αυτές, ξεχώριζαν οι λέξεις: Αυτοκράτορες τής Γεύσης – πρωτοβουλία τού τυπογράφου, τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. ΠίλαΪ στις διαφημιστικές ταμπέλες τής Παραντάιζ.
Η Άμου έλεγε ότι ο χορευτής Κατακάλι ήταν για να ρίχνει στάχτη στα μάτια κι ότι ήταν εντελώς άσχετος με την υπόθεση. Ο Τσάκο έλεγε ότι έδινε στα προϊόντα τους ένα Παραδοσιακό Χρώμα κι ότι θα τούς έβγαινε σε καλό, όταν θα άρχιζαν τις εξαγωγές στις Υπερπόντιες Αγορές.
Η Άμου έλεγε ότι το ξύλινο κουτί με τις ταμπέλες στην οροφή του αυτοκινήτου ήταν γελοίο. Τούς έκανε να μοιάζουν με πλανόδιο τσίρκο. Με φτερά.
Η Μαμάτσι είχε αρχίσει το εμπόριο με τις πίκλες και τις μαρμελάδες αμέσως μετά την απόφαση τού Παπάτσι να εγκαταλείψει τη θέση του στο Δημόσιο και να μετακομίσει από το Δελχί στο Αγιέμενεμ. Η Βιβλική Εταιρεία τού Κόταγιαμ διοργάνωσε μια φιλανθρωπική αγορά και παρακάλεσε τη Μαμάτσι να φτιάξει λίγη από την ξακουστή μαρμελάδα της, μπανάνα, καθώς και μια μικρή ποσότητα από τις νόστιμες πίκλες μάνγκο. Τα βάζα της πουλήθηκαν αμέσως. Η Μαμάτσι διαπίστωσε ότι είχε περισσότερες παραγγελίες απ᾿ όσες μπορούσε να εκτελέσει. Ηλεκτρισμένη με την επιτυχία της, αποφάσισε να ασχοληθεί ουσιαστικά με τις πίκλες και τις μαρμελάδες. Σύντομα βρέθηκε πνιγμένη στη δουλειά, όλο το χρόνο. Ο Παπάτσι από τη μεριά του δυσκολευόταν να καταπιεί την ντροπή τού συνταξιούχου. Ήταν δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερος από τη Μαμάτσι και συγκλονίστηκε συνειδητοποιώντας ότι ήταν πια ένας γέρος άνθρωπος, ενώ η γυναίκα του βρισκόταν ακόμα στο άνθος τής ηλικίας της.
Παρόλο που η Μαμάτσι υπέφερε από κερατοειδόκωνο κι ήταν σχεδόν τυφλή, ο Παπάτσι δεν τη βοηθούσε ποτέ στις πίκλες και τις μαρμελάδες. Γιατί είχε την άποψη ότι η δουλειά αυτή δεν ταίριαζε σε έναν πρώην ανώτερο δημόσιο υπάλληλο. Πάντα ήταν ζηλιάρης. Με τίποτα, λοιπόν, δε συγχωρούσε στη γυναίκα του το γεγονός ότι αίφνης είχε βρεθεί στο προσκήνιο τραβώντας πάνω της όλα τα βλέμματα. Έκοβε βόλτες ανάμεσα στα βάζα και τα κατσαρολικά φορώντας τα καλοραμμένα, πανάκριβα κοστούμια του, και παρακολουθούσε τη Μαμάτσι που αγόραζε λεμόνια και ώριμα μάνγκο, επιβλέποντας άγρυπνα όλη τη διαδικασία τής παρασκευής των προϊόντων της. Κάθε βράδυ την έσπαγε στο ξύλο μ᾿ ένα μπρούντζινο βάζο. Το ότι την έδερνε, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Ασυνήθιστη ήταν μονάχα η συχνότητα με την οποία την έδερνε. Ένα βράδυ ο Παπάτσι έσπασε το δοξάρι τού βιολιού τής Μαμάτσι και το έριξε στο ποτάμι.
Έπειτα, ένα καλοκαίρι, ο Τσάκο ήρθε από την Οξφόρδη για να περάσει τις διακοπές του στο σπίτι. Είχε ψηλώσει κι είχε γίνει άντρας. Άντρας χειροδύναμος, γεροδεμένος, μιας κι εκείνον τον καιρό κωπηλατούσε στην ομάδα τού κολεγίου Μπάλιολ. Μια εβδομάδα μετά την άφιξή του είδε τον Παπάτσι να δέρνει τη Μαμάτσι μέσα στο γραφείο του. Μπήκε, έπιασε το χέρι με το οποίο ο Παπάτσι κρατούσε το βάζο και τού το έστριψε πίσω από την πλάτη.
«Δε θέλω να ξανασυμβεί αυτό», είπε στον πατέρα του. «Ποτέ».
Όλη την υπόλοιπη μέρα ο Παπάτσι έμεινε καθισμένος στη βεράντα, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές τον κήπο τής Μπέμπας Κοτσάμα, αγνοώντας πεισματωμένος τα πιάτα με το φαγητό που τού έφερνε η Κότσου Μάρια. Αργά τη νύχτα μπήκε ξανά στο γραφείο του και κουβάλησε έξω την αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα από μαόνι. Την έστησε στη μέση τής αυλής και την έκανε κομμάτια με ένα βαρύ γαλλικό κλειδί. Μετά την άφησε εκεί, κάτω από το φως τού φεγγαριού, ένα σωρό σπασμένα, βερνικωμένα ξύλα. Τη Mαμάτσι δεν την ξανάγγιξε. Ούτε τής ξαναμίλησε όσο ζούσε. Ό,τι ήθελε, το ζητούσε από την Κότσου Μάρια ή την Μπέμπα Κοτσάμα.
Κάθε φορά που είχαν επισκέψεις, καθόταν στη βεράντα κι έραβε επιδεικτικά τα κουμπιά στα πουκάμισά του. Κουμπιά που έτσι κι αλλιώς ήταν στη θέση τους. Μόνο και μόνο για να δώσει την εντύπωση ότι η Μαμάτσι τον παραμελούσε. Και σε ένα μικρό βαθμό κατάφερε πράγματι να ενισχύσει την ούτως ή άλλως διαδομένη στο Αγιέμενεμ αντίληψη, πως οι παντρεμένες γυναίκες δεν έπρεπε να εργάζονται.
Αγόρασε την ανοιχτογάλανη Πλίμουθ από ένα μεσόκοπο Εγγλέζo. Ο κόσμος στο Αγιέμενεμ είχε συνηθίσει να τον βλέπει στο τιμόνι της, να οδηγεί με ύφος περισπούδαστο το τεράστιο αυτοκίνητό του στα στενά δρομάκια τού χωριού. Κομψός πάντα και περιποιημένος για τα μάτια τού κόσμου, καταϊδρωμένος ωστόσο μέσα στα μάλλινα κοστούμια του. Δεν επέτρεπε ούτε στη Μαμάτσι ούτε σε κανέναν άλλον από την οικογένεια να οδηγήσουν το αυτοκίνητο. Δεν τούς άφηνε καν να μπουν μέσα. Η Πλίμουθ ήταν η εκδίκηση τού Παπάτσι.
Ο Παπάτσι ήταν Αυτοκρατορικός Εντομολόγος στο Ινστιτούτο τής Πούσα. Μετά την Ανεξαρτησία, όταν έφυγαν οι Εγγλέζοι από την Ινδία, ο επίσημος τίτλος του άλλαξε. Από «Εντομολόγος στην Υπηρεσία τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας» έγινε «Ομότιμος Καθηγητής Εντομολογίας». Τη χρονιά που πήρε σύνταξη, τελούσε χρέη διευθυντή.
Η μεγαλύτερη ατυχία τής ζωής του ήταν ότι δεν κατάφερε να δώσει το όνομά του στο λεπιδόπτερο που ανακάλυψε αυτός.
Έπεσε ένα βράδυ μέσα στο ποτήρι του, την ώρα που καθόταν στη βεράντα και ξεκουραζόταν μετά από μια μέρα στην εξοχή. Καθώς το έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλά του για να το βγάλει απ᾿ το ποτό του, πρόσεξε τις ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του. Το κοίταξε καλύτερα. Αναστατωμένος το κάρφωσε στο χαρτί, το μέτρησε και την επόμενη μέρα το έβαλε κάμποσες ώρες στον ήλιο για να εξατμιστεί το οινόπνευμα. Κι αμέσως μετά πήρε το πρώτο τρένο για το Δελχί. Για την επιστημονική δόξα, όπως έλπιζε. Μετά από έξι μήνες ανυπόφορης αγωνίας τού απάντησαν, προς μεγάλη του απογοήτευση, ότι το λεπιδόπτερό του ήταν μια σπάνια υποκατηγορία ενός πασίγνωστου είδους που ανήκε στην τροπική οικογένεια των κυκλοπτεριδών. Το μεγάλο πλήγμα το υπέστη δώδεκα χρόνια αργότερα όταν οι λεπιδοπτερολόγοι προχώρησαν σε μια ριζική ανακατάταξη των ειδών τής δικαιοδοσίας τους. Αποφάσισαν ότι το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι αποτελούσε όντως μια ιδιαίτερη κατηγορία άγνωστη μέχρι τότε στην επιστήμη, αλλά ο Παπάτσι είχε πάρει πια τη σύνταξή του και είχε αποσυρθεί στο Αγιέμενεμ. Ήταν πολύ αργά για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Το λεπιδόπτερό του πήρε το όνομα τού τότε διευθυντή τού Τμήματος Εντομολογίας, ενός νέου καθηγητή που ο Παπάτσι ανέκαθεν αντιπαθούσε.
Τα επόμενα χρόνια όλοι κατέληξαν να θεωρούν το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι υπεύθυνο για τις ξαφνικές εκρήξεις και τη μόνιμα κακή του διάθεση, αν και η αλήθεια είναι πως ήταν πάντα άνθρωπος γκρινιάρης και οξύθυμος. Ο κακός του δαίμονας — γκρίζος, τριχωτός και με ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του – τον κυνηγούσε σε όλα τα σπίτια όπου ζούσε. Τον βασάνιζε. Κι αυτόν και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του.
Ως τη μέρα που πέθανε, ακόμα και στην αποπνικτική ζέστη τού Αγιέμενεμ, ο Παπάτσι φορούσε καθημερινά ένα καλοσιδερωμένο κοστούμι, σακάκι, παντελόνι και γιλέκο και δεν ξεχνούσε ποτέ το χρυσό ρολόι στο τσεπάκι του. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο μπουκάλι με την κολόνια του και την ασημένια χτένα του, είχε μια φωτογραφία από τα νιάτα του, με μαλλιά που γυάλιζαν απ᾿ την μπριγιαντίνη. Την είχε βγάλει σε κάποιο φωτογράφο, στη Βιέννη, όταν παρακολουθούσε εκεί τον εξαμηνιαίο κύκλο μαθημάτων που τού επέτρεψε να υποβάλει τα χαρτιά του για τη θέση τού Αυτοκρατορικού Εντομολόγου. Κατά τη διάρκεια εκείνων των λίγων μηνών στη Βιέννη η Μαμάτσι έκανε τα πρώτα της βήματα στο βιολί. Τα μαθήματα αυτά τέλειωσαν απότομα, πριν την ώρα τους, όταν ο δάσκαλός της, έκανε το λάθος να πει στον Παπάτσι ότι η Μαμάτσι είχε ξεχωριστό ταλέντο και, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να κάνει καριέρα στη μουσική.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Μαμάτσι έκοψε από την έκδοση τής Ίντιαν Εξπρές που τυπωνόταν στο Κοτσίν, το αγγελτήριο θανάτου τού Παπάτσι και το κόλλησε στο οικογενειακό άλμπουμ. Έλεγε:
Ο γνωστός εντομολόγος Σρι Τζον Ίπε, γιος τού αείμνηστου αιδεσιμότατου Ι. Τζον Ίπε τού Αγιέμενεμ (ιερέα δημοφιλέστατου και γνωστού με το όνομα Πουνιάν Κούντζου), εξέπνευσε χθες τη νύχτα στο Γενικό Νοσοκομείο τού Κόταγιαμ μετά από καρδιακή προσβολή. Τούς τελευταίους έξι μήνες ο Σρι Ίπε αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ο Σρι Ίπε ήταν παντρεμένος με τη Σοσάμα και είχε δύο παιδιά.
Στην κηδεία του η Μαμάτσι έκλαιγε ασταμάτητα και οι φακοί επαφής κολυμπούσαν μέσα στα μάτια της. Η Άμου εξήγησε στα δίδυμα ότι η γιαγιά έκλαιγε, επειδή είχε συνηθίσει να ζει μαζί με τον παππού κι όχι επειδή τον αγαπούσε. Είχε συνηθίσει να τον βλέπει να σεργιανάει άσκοπα γύρω της, εκεί όπου ετοίμαζε τις μαρμελάδες και τις πίκλες της. Είχε συνηθίσει το ξύλο που τής έδινε κάθε τόσο. Οι άνθρωποι είναι πλάσματα τής συνήθειας. Κι είναι να απορεί κανείς τι μπορούν να συνηθίσουν. Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις γύρω σου, είπε η Άμου, και θα δεις ότι τα χτυπήματα με τα μπρούντζινα βάζα δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο.
Μετά την κηδεία, η Μαμάτσι ζήτησε τη βοήθεια τής Ράχελ για να βρει τούς φακούς επαφής και να τούς βγάλει από τα μάτια της με το μικρό γυάλινο πορτοκαλί σωληνάκι που φύλαγε σε μια ειδική θήκη. Η Ράχελ ρώτησε τη Μαμάτσι αν θα τής άφηνε κληρονομιά το σωληνάκι όταν θα πέθαινε. Η Άμου πήρε σέρνοντας τη Ράχελ έξω απ᾿ το δωμάτιο και τής άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.
«Δε θέλω να σε ξανακούσω να συζητάς με κανένα για το θάνατό του», είπε.
Ο Έστθα είπε ότι τής άξιζε τής Ράχελ το χαστούκι αφού ήταν τόσο αναίσθητη.
Η φωτογραφία τού Παπάτσι από τη Βιέννη, με τα μαλλιά του να λάμπουν απ᾿ την μπριγιαντίνη, μπήκε σε καινούργια κορνίζα και τοποθετήθηκε στο σαλόνι.
Ήταν άντρας με φωτογένεια, με ωραίο παράστημα, καλοντυμένος. Το κεφάλι του μόνο φάνταζε λιγάκι μεγάλο πάνω στο κορμί του. Είχε ελαφρό προγούλι που φαινόταν μεγαλύτερο όταν κοίταζε προς τα κάτω ή έγνεφε. Στη φωτογραφία όμως είχε προσέξει να κρατήσει ψηλά το κεφάλι και να κρύψει το διπλοσάγονο. Όχι πάντως τόσο ψηλά που να μοιάζει υπερόπτης. Τα ανοιχτά καστανά μάτια του άστραφταν με ένα μείγμα ευγένειας και πανουργίας, λες κι ήθελε να φερθεί φιλικά στο φωτογράφο και ταυτόχρονα να δολοφονήσει στα κρυφά τη γυναίκα του. Στο πιγούνι του είχε μια μακρουλή λακκουβίτσα που πρόδινε ίσως τη βαναυσότητα τού χαρακτήρα του. Τη μανιώδη βία που έκρυβε μέσα του και την οποία με δυσκολία συγκρατούσε. Φορούσε χακί παντελόνι ιππασίας, παρόλο που δεν είχε καβαλήσει ποτέ στη ζωή του άλογο. Στις καλογυαλισμένες μπότες του καθρεφτίζονταν οι προβολείς τού φωτογράφου. Στα γόνατά του ήταν ακουμπισμένο ένα μαστίγιο ιππασίας με φιλντισένια λαβή. Η φωτογραφία ακτινοβολούσε μια γαλήνια εγρήγορση που δρόσιζε λιγάκι το ζεστό δωμάτιο, όπου ήταν κρεμασμένη.
Όταν πέθανε, ο Παπάτσι άφησε μπαούλα γεμάτα πανάκριβα κοστούμια και ένα κουτί από σοκολατάκια φίσκα στα μανικετόκουμπα που ο Τσάκο μοίρασε στους ταξιτζήδες τού Κόταγιαμ. Αυτοί τα έκοψαν, τα έκαναν δαχτυλίδια και περιδέραια, κι ύστερα τα έκρυψαν για τις προίκες των ανύπαντρων θυγατέρων τους.
Όταν τα δίδυμα ρώτησαν τι ήταν τα μανικετόκουμπα, η Άμου τούς εξήγησε πως τα μανικετόκουμπα ήταν «κουμπιά με τα οποία κουμπώνουμε τα μανικέτια». Κι ενθουσιάστηκαν με αυτό το ψίχουλο λογικής σε μια γλώσσα που ως εκείνη τη στιγμή τούς φαινόταν εντελώς παράλογη. Μανικέτια + κουμπιά = μανικετόκουμπα. Στα μάτια τους η σύνθετη αυτή λέξη διέθετε την ακρίβεια και τη λογική των μαθηματικών πράξεων. Τα μανικετόκουμπα τούς πρόσφεραν μια ασυνήθιστη (αλλά και υπερβολική) ικανοποίηση και μια βαθιά αγάπη για την αγγλική γλώσσα.
Η Άμου έλεγε ότι ο Παπάτσι ήταν ένας αθεράπευτος κωλογλείφτης των Εγγλέζων. Ο Τσάκο έλεγε πως η κατάλληλη λέξη για τον Παπάτσι ήταν Αγγλόφιλος. Έβαλε τη Ράχελ και τον Έστθα να κοιτάξουν το λήμμα Αγγλόφιλος στο Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό τού Reader᾿ s Digest. Πρόσωπο που τηρεί ευνοϊκή στάση έναντι των Άγγλων, έλεγε. Μετά κοίταξαν τη λέξη στάση.
Έλεγε:
1) Στάση τού σώματος, προσωρινή ή μόνιμη.
2) Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου.
3) Συμπεριφορά, χειρονομία, αντίδραση.
4) Επανάσταση, εξέγερση, ανταρσία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στην περίπτωση τού Παπάτσι η λέξη στάση σήμαινε 2)Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου. Κι ότι η σφραγίδα αυτή έσπρωχνε τον Παπάτσι να συμπαθεί άνευ όρων τούς Εγγλέζους.
Ο Τσάκο είπε ακόμα στα δίδυμα ότι, παρόλο που δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, όφειλε να ομολογήσει πως ήταν όλοι αγγλόφιλοι. Ήταν μια οικογένεια αγγλόφιλων. Είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, ήταν παγιδευμένοι έξω από την ιστορία τής φυλής τους, ανίκανοι να ξαναβρούν το δρόμο τής επιστροφής, μιας και τα χνάρια τους είχαν σβήσει πια. Τούς εξήγησε ότι η ιστορία ήταν σαν παλιό σπίτι τη νύχτα. Με όλα τα φώτα του αναμμένα. Να βουίζει από τα μουρμουρητά και τούς ψιθύρους των προγόνων.
«Για να καταλάβετε την ιστορία», είπε ο Τσάκο, «πρέπει να μπείτε μέσα και να τεντώσετε τα αφτιά σας. Να κοιτάξετε τα βιβλία στα ράφια και τα κάδρα στους τοίχους. Να οσφρανθείτε τις μυρωδιές».
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι με αυτά τα λόγια ο Τσάκο εννοούσε το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού, στη μέση μιας εγκαταλειμμένης φυτείας καουτσουκόδεντρων, όπου δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους. Το σπίτι τού Κάρι Σάιπου. Τού Εγγλέζου που είχε "γίνει ντόπιος". Που μιλούσε μαλαγιάλαμ και φορούσε μούντου*. Ο Κουρτς τού Αγιέμενεμ που ήταν γι᾿ αυτόν η ίδια η Καρδιά τού Σκοταδιού. Είχε αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο κεφάλι πριν από δέκα χρόνια όταν οι γονείς τού νεαρού εραστή του, πήραν το αγόρι μακριά του και το έστειλαν στο σχολείο. Μετά την αυτοκτονία, ο μάγειρος κι ο γραμματέας του πιάστηκαν στα χέρια για την περιουσία του αφέντη τους. Το σπίτι είχε μείνει άδειο εδώ και πολύ καιρό. Λίγοι, ελάχιστοι άνθρωποι είχαν πατήσει το πόδι τους εκεί μέσα. Τα δίδυμα πάντως δε δυσκολεύτηκαν να φανταστούν το εσωτερικό του.
Το Σπίτι της Ιστορίας.
Κρύες πέτρινες πλάκες στα πατώματα, μισοσκότεινοι τοίχοι και σκιές που σέρνονταν στα δωμάτια. Νωθρές διάφανες σαύρες ζούσαν πίσω απ᾿ τις παλιές ζωγραφιές. Και εύθραυστοι πρόγονοι με κέρινα πρόσωπα και σκληρά νύχια, πρόγονοι με ανάσες που μύριζαν σαν παλιοί κιτρινισμένοι χάρτες, φλυαρούσαν ψιθυριστά ο ένας με τον άλλον.
«Εμείς όμως δεν μπορούμε να μπούμε», συνέχισε ο Τσάκο. «Εμείς έχουμε κλειστεί έξω. Κι όταν κοιτάζουμε απ᾿ τα παράθυρα στο εσωτερικό τού σπιτιού, βλέπουμε μόνο σκιές. Κι όταν αφουγκραζόμαστε, ακούμε μόνο μουρμουρητά. Κι αυτά τα μουρμουρητά δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε επειδή μες στα κεφάλια μας γίνεται πόλεμος. Πόλεμος που τον κερδίσαμε. Πόλεμος που τον χάσαμε. Το χειρότερο είδος πολέμου. Πόλεμος που φυλακίζει τα όνειρα και τα ονειρεύεται σαν να ήταν δικά του. Πόλεμος που μάς κατάντησε να λατρεύουμε τούς κατακτητές μας και να νιώθουμε αποτροπιασμό για τον εαυτό μας».
«Γιατί δε λες καλύτερα: να παντρευόμαστε τούς κατακτητές μας;» ρώτησε ξερά η Άμου, εννοώντας τη γυναίκα του τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Ο Τσάκο δεν τής έδωσε σημασία. Έβαλε τα δίδυμα να κοιτάξουν στο λεξικό τη λέξη Αποτροπιασμός. Έλεγε: Περιφρόνηση, σιχασιά, φρίκη, αηδία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στον πόλεμο για τον οποίο μιλούσε — στον Πόλεμο των Ονείρων—, ο Αποτροπιασμός είχε όλες αυτές τις σημασίες μαζί.
«Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου», είπε ο Τσάκο. «Τα όνειρά μας είναι ευνουχισμένα. Δεν ανήκουμε πουθενά. Αρμενίζουμε δίχως άγκυρες σε φουρτουνιασμένα πέλαγα. Μπορεί να μη μάς αφήσουν ποτέ να βγούμε στη στεριά. Οι θλίψεις μας δε θα είναι ποτέ αρκετά θλιβερές. Οι χαρές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά χαρούμενες. Τα όνειρά μας δε θα είναι ποτέ αρκετά μεγάλα. Κι οι ζωές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά σημαντικές για να μετράνε».
Ύστερα, για να δώσει στον Έστθα και τη Ράχελ μια ιδέα τής ιστορικής προοπτικής (αν και τις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν, η προοπτική θα σημείωνε θλιβερά την απουσία της από τη σκέψη τού ίδιου τού Τσάκο), τούς μίλησε για τη Γυναίκα Γη. Τούς είπε να φανταστούν τη Γη αυτή τη στιγμή – που είχε δημιουργηθεί πριν από τέσσερις χιλιάδες εξακόσια εκατομμύρια χρόνια – σαν μια σαρανταεξάχρονη γυναίκα στην ηλικία τής κυρίας Αλέγιαμα, τής δασκάλας που τούς μάθαινε μαλαγιάλαμ. Είχε χρειαστεί ολόκληρη η ζωή τής Γυναίκας Γης για να γίνει η γη αυτό που ήταν σήμερα. Για να χωριστούν οι ωκεανοί. Να σηκωθούν τα βουνά. Η Γυναίκα Γη ήταν έντεκα χρονών, είπε ο Τσάκο, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι μονοκύτταροι οργανισμοί. Τα πρώτα ζώα, πλάσματα όπως τα σκουλήκια κι οι μέδουσες, δεν εμφανίστηκαν παρά όταν η Γυναίκα Γη έκλεισε τα σαράντα της χρόνια. Ήταν ήδη σαράντα πέντε την εποχή που ζούσαν στη γη οι δεινόσαυροι.
«Το σύνολο τού ανθρώπινου πολιτισμού, όπως τον γνωρίζουμε», είπε ο Τσάκο στα δίδυμα, «άρχισε πριν από δύο μόλις ώρες στη ζωή τής Γυναίκας Γης. Όσο κρατάει το ταξίδι από το Αγιέμενεμ στο Κοτσίν».
«Είναι μια σκέψη που εμπνέει δέος και ταπεινότητα», συνέχισε ο Τσάκο, (Η ταπεινότητα είναι ωραία λέξη, συλλογίστηκε η Ράχελ. Έτσι πρέπει να ζει κανείς: με ταπεινότητα και ξενοιασιά), «το ότι ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο Πόλεμος των Ονείρων, ο Άνθρωπος στη Σελήνη, η επιστήμη, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, το κυνήγι τής γνώσης δεν ήταν παρά μια σύντομη στιγμή στη ζωή τής Γυναίκας Γης, ένα βλεφάρισμα τού ματιού της όλο κι όλο».
«Κι εμείς, αγαπητοί μου, ό,τι είμαστε κι ό,τι θα είμαστε ποτέ... δεν είμαστε παρά ένα σπίθισμα στο βλέμμα της», είπε με επισημότητα ο Τσάκο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.
Κάθε φορά που είχε τέτοια διάθεση, ο Τσάκο μιλούσε σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. Η κάμαρά του τότε, θύμιζε εκκλησία. Δεν τον ένοιαζε αν τον άκουγαν ή όχι. Κι αν τον άκουγαν, δεν έδινε δεκάρα αν καταλάβαιναν ή όχι αυτά που έλεγε. Η Άμου έλεγε πως αυτά πάθαινε όποιος είχε πάει για σπουδές στην Οξφόρδη.
Αργότερα, στο φως των γεγονότων που ακολούθησαν, η λέξη σπίθισμα έμοιαζε εντελώς παράταιρη. Το σπίθισμα των ματιών είναι μια λέξη με ζαρωμένες και χαρούμενες άκρες.
Η Γυναίκα Γη, εντυπωσίασε βέβαια τα δίδυμα. Αλλά το Σπίτι τής Ιστορίας — σε απόσταση αναπνοής, χειροπιαστό δίπλα τους— πραγματικά τα γοήτευσε. Το σκέφτονταν συχνά. Το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού.
Που δέσποζε μέσα στην Καρδιά τού Σκοταδιού.
Ένα σπίτι, όπου δεν μπορούσαν να μπουν γεμάτο ψιθύρους που δεν καταλάβαιναν.
Δεν ήξεραν τότε ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα έμπαιναν μέσα. Ότι θα περνούσαν το ποτάμι και θα πήγαιναν εκεί, όπου δεν είχαν την άδεια να πάνε, με έναν άντρα που δεν είχαν την άδεια να αγαπήσουν. Ότι θα παρακολουθούσαν με μάτια διάπλατα την Ιστορία να ξετυλίγεται μπροστά τους, στην πίσω βεράντα.
Την ώρα που τα άλλα παιδιά τής ηλικίας τους μάθαιναν άλλα πράγματα, ο Έστθα και η Ράχελ παρακολούθησαν την ιστορία να υπαγορεύει τούς όρους της και να επιβάλει τις τιμωρίες της σε όσους παρέβαιναν τούς νόμους της. Αφουγκράστηκαν το σιχαμένο γδούπο τής οργής της. Οσφράνθηκαν τη μυρωδιά της και δεν την ξέχασαν ποτέ.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα.
Κι από τότε και μετά τούς παραμόνευε παντού, ακόμα και στα πιο καθημερινά πράγματα. Στις κρεμάστρες των ρούχων. Στην άσφαλτο των δρόμων. Σε ορισμένα χρώματα. Στα πιάτα κάποιου εστιατορίου. Στην απουσία των λέξεων. Στο κενό των βλεμμάτων.
Θα μεγάλωναν αναζητώντας τρόπους να ζήσουν μετά απ᾿ αυτό που είχε συμβεί. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι από την άποψη τού γεωλογικού χρόνου δεν ήταν παρά ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός. Μια σπίθα στο μάτι τής Γυναίκας Γης. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι έχουν συμβεί και Χειρότερα. Αλλά δε θα έβρισκαν καμιά παρηγοριά σ᾿ αυτήν τη σκέψη.
Ο Τσάκο είπε ότι η "Μελωδία τής ευτυχίας" ήταν μια θαυμάσια άσκηση αγγλοφιλίας.
«Έλα τώρα», τον έκοψε η Άμου. «Όλος ο κόσμος πάει στη Μελωδία τής ευτυχίας. Είναι Παγκόσμια Επιτυχία».
«Παρ᾿ όλα αυτά, αγαπητή μου», απάντησε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. «Παρ᾿ Όλα Αυτά».
Η Μαμάτσι έλεγε συχνά πυκνά ότι ο Τσάκο ήταν σίγουρα ένας από τούς εξυπνότερους ανθρώπους τής Ινδίας. «Ποιος το είπε αυτό;» τη ρωτούσε τότε η Άμου. «Με ποιο κριτήριο;» Κι η Μαμάτσι δεν κουραζόταν να λέει και να ξαναλέει την ιστορία (την ιστορία τού Τσάκο) για τον καθηγητή τής Οξφόρδης που είχε πει ότι κατά τη γνώμη του, ο Τσάκο ήταν λαμπρό μυαλό και θα γινόταν σπουδαίος πρωθυπουργός.
Η απάντηση τής Άμου σ᾿ αυτήν την ιστορία ήταν πάντα: «Χα! Χα! Χα!» Γελούσε, όπως γελούν οι άνθρωποι στα κόμικ.
Έλεγε:
α) Όποιος πηγαίνει στην Οξφόρδη, δεν είναι αναγκαστικά έξυπνος.
β) Όποιος είναι έξυπνος, δεν είναι αναγκαστικά καλός πρωθυπουργός.
γ) Πώς ήταν δυνατόν να διευθύνει σωστά μια ολόκληρη χώρα ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε καν, να διευθύνει ικανοποιητικά ένα εργοστάσιο μαρμελάδων;
Και το κυριότερο απ᾿ όλα:
δ) Όλες οι Ινδές μάνες είναι τρελές και παλαβές με τούς γιους τους, επομένως δεν μπορούν να κρίνουν αντικειμενικά τις ικανότητές τους.
Ο Τσάκο απαντούσε:
α) Δεν πηγαίνεις στην Οξφόρδη. Σπουδάζεις στην Οξφόρδη.
Και
β) Αφού σπουδάσεις στην Οξφόρδη, φεύγεις.
«Ξαναγυρίζεις στη γη, εννοείς;» ρωτούσε η Άμου. «Αυτό ακριβώς συνέβη. Σαν τα περίφημα αεροπλάνα σου».
Η Άμου έλεγε ότι η λυπηρή αλλά απολύτως προβλέψιμη πορεία των αεροπλάνων τού Τσάκο, ήταν το μόνο αντικειμενικό κριτήριο για τις ικανότητές του.
Μια φορά το μήνα (εκτός από την εποχή των μουσώνων) το ταχυδρομείο έφερνε ένα δέμα για τον Τσάκο. Περιείχε πάντα τα υλικά για την κατασκευή ενός μικρού αεροπλάνου από ξύλο μπάλσα που ήταν πιο ελαφρό κι απ᾿ το φελλό. Τού Τσάκο τού έπαιρνε συνήθως οχτώ με δέκα μέρες να συναρμολογήσει το αεροπλανάκι με το μικροσκοπικό του ντεπόζιτο και το μηχανισμό που έδινε κίνηση στις έλικες. Σαν τέλειωνε, έπαιρνε μαζί του τον Έστθα και τη Ράχελ, στους ορυζώνες τού Νάτακομ, να τον βοηθήσουν για να πετάξει. Κανένα από τα μικρά αυτά αεροσκάφη δεν είχε μείνει στον αέρα παραπάνω από ένα λεπτό. Οι μήνες περνούσαν, ο ένας μετά τον άλλον, και τα αεροπλανάκια τού Τσάκο συντρίβονταν μέσα στα λασπωμένα ρυζοχώραφα. Ο Έστθα και η Ράχελ ορμούσαν σαν εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα για να μαζέψουν τα απομεινάρια τους. Μια ουρά, ένα ντεπόζιτο, ένα φτερό. Μια τραυματισμένη μηχανή.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο σπασμένα αεροπλανάκια από ξύλο. Και κάθε μήνα ερχόταν κι άλλο. Ο Τσάκο ποτέ δεν έριχνε το φταίξιμο στα υλικά ή στις οδηγίες που τα συνόδευαν.
Μετά το θάνατο τού Παπάτσι, ο Τσάκο παραιτήθηκε από τη θέση τού καθηγητή στο Χριστιανικό Κολέγιο τού Μαδράς και ήρθε στο Αγιέμενεμ. Μαζί του έφερε το κουπί του από το κολλέγιο τού Μπάλιολ και τα όνειρά του να γίνει κάποτε Βαρόνος των Μαρμελάδων. Διέκοψε την ασφάλισή του και με το ποσό που πήρε, αγόρασε ένα μηχάνημα για την αεροστεγή συσκευασία των προϊόντων. Το κουπί του (όπου ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα τα ονόματα των συναθλητών του) το κρέμασε με σιδερένιους γάντζους στον τοίχο τού εργοστασίου.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο, το εργοστάσιο ήταν μια μικρή, κερδοφόρα επιχείρηση, την οποία η Μαμάτσι διεύθυνε σαν μια μεγάλη κουζίνα. Ο Τσάκο την έγραψε στο Εμπορικό Επιμελητήριο, τη μετέτρεψε σε εταιρεία και εξήγησε στη Μαμάτσι, ότι στο εξής ήταν ο ένας απ᾿ τούς δύο ετερόρρυθμους εταίρους της. Προχώρησε σε επενδύσεις, αγόρασε μηχανήματα (καζάνια, βραστήρες και συσκευαστήρια), προσέλαβε κι άλλους εργάτες. Σχεδόν αμέσως άρχισε η οικονομική κατάρρευση αλλά ο Τσάκο συγκράτησε την πτώση με θεαματικά τραπεζικά δάνεια, τα οποία πήρε υποθηκεύοντας τα ρυζοχώραφα τής οικογένειας γύρω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Η Άμου δούλευε στο εργοστάσιο το ίδιο σκληρά με τον Τσάκο. Εκείνος όμως έλεγε πάντα το εργοστάσιό μου, οι ανανάδες μου, οι πίκλες μου, όταν μιλούσε με επιθεωρητές τής Αγορανομίας ή τού Υγειονομικού. Από νομικής απόψεως είχε κάθε δικαίωμα να μιλάει έτσι, μιας και η Άμου, ως κόρη, δεν μπορούσε να έχει καμιά απαίτηση επί τής οικογενειακής περιουσίας.
Ο Τσάκο εξηγούσε στον Έστθα και τη Ράχελ ότι η Άμου δεν είχε locus standi, δηλαδή δεν είχε δικαίωμα να μιλάει.
«Εξαιτίας τής υπέροχης ανδροκρατούμενης σοβινιστικής κοινωνίας μας», απαντούσε η Άμου.
Κι ο Τσάκο: «Τα δικά σου δικά μου και τα δικά μου... δικά μου κι αυτά».
Το γέλιο του ήταν απίστευτα τσιριχτό για έναν άντρα μεγαλόσωμο και παχύ όπως εκείνος. Κι όταν γελούσε, τρανταζόταν ολόκληρος, χωρίς να κουνιέται καθόλου από τη θέση του.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο στο Αγιέμενεμ, το εργοστάσιο τής Μαμάτσι δεν είχε όνομα. Όλοι ήξεραν τις πίκλες και τις μαρμελάδες της ως «Ώριμα μάνγκο τής Σοσά», «Μαρμελάδα μπανάνα τής Σοσά». Σοσά ήταν το μικρό όνομα τής Μαμάτσι. Σοσάμα.
Ο Τσάκο βάφτισε το εργοστάσιο "Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ". Σχεδίασε ετικέτες και παράγγειλε στο σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ να τις τυπώσει στο τυπογραφείο του. Στην αρχή ήθελε να ονομάσει την επιχείρηση "Πίκλες και Μαρμελάδες Ο Δίας". Η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε όμως, επειδή όλοι συμφώνησαν ότι ο Δίας ήταν πρόσωπο σκοτεινό και μακρινό που δε θύμιζε σε τίποτα την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου. Προϋποθέσεις τις οποίες, αντίθετα, ικανοποιούσε το Παραντάιζ. (Η πρόταση τού συντρόφου Πίλαϊ – Πίκλες Παρσουράμ* – απορρίφθηκε για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: θύμιζε υπερβολικά την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου.)
Ιδέα τού Τσάκο ήταν να στήσει ξύλινες διαφημιστικές ταμπέλες στην οροφή τής Πλίμουθ.
Και τώρα, στο δρόμο για το Κοτσίν, οι ταμπέλες ταρακουνιόνταν και χτυπιόνταν, με ένα θόρυβο λες κι ήταν έτοιμες να γλιστρήσουν και να πέσουν από τη θέση τους. Στο Βάικομ αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να αγοράσουν σχοινί για να τις στερεώσουν πιο γερά. Καθυστέρησαν είκοσι λεπτά. Η Ράχελ άρχισε να ανησυχεί μήπως αργήσουν για τη "Μελωδία τής ευτυχίας".
Λίγο αργότερα, φτάνοντας στα περίχωρα τού Κοτσίν, η ασπροκόκκινη μπάρα στις γραμμές τού τρένου κατέβηκε μπροστά τους, κόβοντάς τους το δρόμο. Η Ράχελ ήταν σίγουρη ότι αυτό έγινε επειδή ακριβώς έλπιζε με θέρμη ότι δε θα γινόταν.
Δεν είχε μάθει ακόμα να ελέγχει τις Ελπίδες της. Ο Έστθα είπε ότι αυτό ήταν Κακό Σημάδι.
Τώρα, λοιπόν, θα έχαναν την αρχή τής ταινίας. Εκεί όπου η Τζούλι Άντριους εμφανίζεται σαν μικρό μαύρο σημαδάκι στην πλαγιά τού λόφου κι όλο μεγαλώνει και μεγαλώνει, ώσπου πιάνει ολόκληρη την οθόνη κι η φωνή της μοιάζει με δροσερό νερό και η ανάσα της μυρίζει μέντα.
Το κόκκινο σήμα πάνω στην ασπροκόκκινη μπάρα έλεγε ΣΤΟΠ. Με άσπρα γράμματα. «ΠΟΤΣ», είπε η Ράχελ. Σε σχέση με το διάβασμα, τα δίδυμα ήταν πολύ προχωρημένα για την ηλικία τους. Είχαν τη δυνατότητα να διαβάζουν και ανάποδα. Όταν η Αυστραλέζα φίλη τής Μπέμπας Κοτσάμα από την Ιεραποστολή, η δεσποινίς Μίτεν, ήρθε για επίσκεψη στο Αγιέμενεμ και τούς έφερε δώρο ένα παιδικό βιβλίο, είπε πως απογοητεύτηκε λιγάκι όταν η Ράχελ κι ο Έστθα το διάβασαν και ανάποδα.
Έδειξαν στη δεσποινίδα Μίτεν, πως η λέξη Malayalam διαβάζεται το ίδιο κι από τη μια κι από την άλλη. Η δεσποινίς Μίτεν δεν το βρήκε και τόσο διασκεδαστικό. Δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι δεν ήξερε καν τι ήταν τα μαλαγιάλαμ. Τής εξήγησαν ότι ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στην Κέραλα. Είχε την εντύπωση, απάντησε εκείνη, πως η γλώσσα ονομαζόταν Κεραλέτικα. Ο Έστθα που έβρισκε αχώνευτη τη δεσποινίδα Μίτεν απ᾿ την αρχή, τής είπε ότι αυτή, κατά τη γνώμη του, ήταν μια Εντελώς Χαζή Εντύπωση.
Η δεσποινίς Μίτεν παραπονέθηκε στην Μπέμπα Κοτσάμα για τον τρόπο τού Έστθα και για τη συνήθεια των δύο παιδιών να διαβάζουν ανάποδα. Είπε στην Μπέμπα Κοτσάμα ότι είχε δει στα μάτια τους τον ίδιο τον Σατανά. Τον άναταΣ στα αιτάμ τους.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς έβαλε να γράψουν εκατό φορές: Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Εκατό φορές. Κανονικά.
Λίγους μήνες αργότερα η δεσποινίς Μίτεν σκοτώθηκε. Την παρέσυρε ένα φορτηγάκι φορτωμένο με γάλα. Τα δίδυμα θεώρησαν θεία δίκη το γεγονός ότι το φορτηγάκι προχωρούσε με την όπισθεν τη στιγμή που παρέσυρε τη δεσποινίδα Μίτεν.
Στις δυο πλευρές τής ισόπεδης διάβασης είχαν σταματήσει στο μεταξύ κάμποσα λεωφορεία και αυτοκίνητα. Τα λεωφορεία είχαν όλα κοριτσίστικα ονόματα. Μολ-ικούτι, Μπίινα Μολ. Στα μαλαγιάλαμ Μολ θα πει κοριτσάκι και Μον αγοράκι. Το λεωφορείο Μπίινα Μολ ήταν γεμάτο προσκυνητές που είχαν ξυρίσει τα κεφάλια τους. Η Ράχελ είδε στα παράθυρα τού λεωφορείου μια σειρά από φαλακρά κρανία. Το αμάξωμα τού λεωφορείου το είχαν λερώσει ξερνοβολώντας έξω από τα τζάμια και οι ομοιόμορφοι λεκέδες βρίσκονταν σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους. Το θέμα τού εμετού κέντριζε τρομερά την περιέργειά της. Δεν είχε κάνει ποτέ εμετό. Ούτε μια φορά. Ο Έστθα είχε κάνει, και όποτε έκανε εμετό, το δέρμα του έκαιγε και γυάλιζε ενώ τα μάτια του έπαιρναν ένα ύφος αβοήθητο και ήταν όμορφα. Τις ώρες αυτές η Άμου τον αγαπούσε περισσότερο από το σύνηθες. Ο Τσάκο έλεγε πως η Ράχελ κι ο Έστθα έχαιραν άκρας υγείας. Το ίδιο και η Σόφι Μολ. Κι αυτό, έλεγε, γιατί δεν κουβαλούσαν την κατάρα της ενδογαμίας όπως οι περισσότεροι Σύροι χριστιανοί.
Η Μαμάτσι απαντούσε τότε πως τα εγγόνια της κουβαλούσαν μια κατάρα πολύ χειρότερη από την κατάρα της ενδογαμίας. Εννοούσε ότι ήταν παιδιά χωρισμένων γονιών. Λες κι αυτές ήταν οι μόνες δυνατότητες που είχε ένας άνθρωπος: Ενδογαμία ή Διαζύγιο.
Η Ράχελ δεν ήξερε τι σόι κατάρα κουβαλούσε μέσα της. Πότε πότε όμως στηνόταν μπροστά στον καθρέφτη και προβάριζε αναστεναγμούς και λυπημένες εκφράσεις στο πρόσωπό της.
«Αυτό που κάνω, είναι πολύ πολύ καλύτερο απ᾿ οτιδήποτε έχω κάνει ποτέ μου», μονολογούσε με θλιβερή φωνή.
Αναρωτήθηκε πώς έγινε και είχαν κάνει εμετό με τέτοια ομοιομορφία οι προσκυνητές με τα ξυρισμένα κρανία. Αναρωτήθηκε αν είχαν κάνει εμετό όλοι μαζί, σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα ή ξεχωριστά, ο ένας μετά τον άλλο, με τη σειρά.
Στην αρχή, όταν κατέβηκε η μπάρα, η Ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη απ᾿ τον ανυπόμονο βόμβο των κινητήρων. Όταν όμως ο φύλακας τής ισόπεδης διάβασης βγήκε απ᾿ το καμαράκι του βαδίζοντας με πόδια αλύγιστα και προχώρησε με το αλλόκοτο, συρτό βάδισμά του ως την καντίνα με το τσάι, δείχνοντας έτσι σε όλο τον κόσμο ότι η αναμονή θα ήταν μεγάλη... τότε όλοι έσβησαν τις μηχανές και βγήκαν να ξεμουδιάσουν.
Με ένα φευγαλέο, τεμπέλικο, νυσταγμένο νεύμα η Θεότητα τής Ισόπεδης Διάβασης κάλεσε μερικούς αξιοθρήνητους ζητιάνους και μικροπωλητές με δίσκους φορτωμένους φρέσκιες καρύδες πάνω σε μπανανόφυλλα. Και παγωμένα αναψυκτικά. Κόκα-Κόλα, Φάντα.
Ένας λεπρός με βρώμικους επιδέσμους πλησίασε τα τζάμια τού αυτοκινήτου. «Εμένα μού φαίνεται ότι έχει ποτίσει τις γάτες του με ιώδιο», είπε η Άμου, σχολιάζοντας το ασυνήθιστα ανοιχτόχρωμο κόκκινο των πληγών του.
«Συγχαρητήρια», τής απάντησε ο Τσάκο. «Μιλάς σαν πραγματικός μπουρζουάς».
Η Άμου χαμογέλασε και έσφιξαν τα χέρια, λες και τής είχε απονείμει πράγματι κάποιο βραβείο για το κατόρθωμά της, να είναι απ᾿ την κορφή ως τα νύχια άξιος εκπρόσωπος τής Μπουρζουαζίας. Στιγμές σαν κι αυτήν τα δίδυμα τις φύλαγαν σαν μικρούς θησαυρούς και τις περνούσαν σε ένα κρυφό κι αγαπημένο περιδέραιο (το οποίο όμως δεν είχε και πολλά πετράδια).
Ο Έστθα και η Ράχελ ζούληξαν τις μύτες τους στα πίσω τζάμια τής Πλίμουθ. Λαχταρώντας γλειφιτζούρια. Συννεφιασμένα παιδικά πρόσωπα. «Όχι», είπε με σταθερή κι αμετακίνητη φωνή η Άμου.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Ράχελ δεν μπορούσε να δει τον Έστθα: η Μπέμπα Κοτσάμα ήταν καθισμένη ανάμεσά τους σαν λόφος. Η Άμου είχε επιμείνει να καθίσουν χωριστά για να μην τσακώνονται. Όταν τσακώνονταν, ο Έστθα κορόιδευε τη Ράχελ "Καλαμοπόδαρη Ακρίδα". Η Ράχελ τον έλεγε "Έλβις Πέλβις" και λύγιζε το κορμί της σε αστείες, χορευτικές τάχα κινήσεις εξοργίζοντας τον αδερφό της. Κάθε φορά που πιάνονταν στα χέρια, ο καβγάς τους δεν τέλειωνε εύκολα, αφού ήταν κι οι δυο εξίσου δυνατοί. Τα αντικείμενα που συναντούσαν μπροστά τους —λάμπες, τασάκια, κανάτες—, γίνονταν κομμάτια ή καταστρέφονταν ανεπανόρθωτα.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κρατιόταν με τα χέρια της από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων. Όταν έτρεχε το αυτοκίνητο, το πάχος στα μπράτσα της ταρακουνιόταν σαν χοντρό βρεμένο ρούχο στον άνεμο. Τώρα που είχαν σταματήσει, κρεμόταν σαν κουρτίνα από κρέας, χωρίζοντας τη Ράχελ από τον Έστθα.
Από την πλευρά τού δρόμου που έβλεπε ο Έστθα, ήταν στημένη η μικρή καντίνα που πουλούσε τσάι και μπαγιάτικα κουλούρια με γλυκόζη, μέσα σε μεγάλα γυάλινα βάζα, όλο βρώμα και μύγες. Είχε κι ένα κόκκινο ψυγείο που επαναλάμβανε με θλιβερή πεποίθηση: Όλα παν καλά με Κόκα-Κόλα. Ο Μουρλίνταραν, ο τρελός τής διάβασης, καθόταν με σταυρωμένα πόδια ανακούρκουδα και ισορροπούσε πάνω στον πέτρινο χιλιομετροδείκτη, στην άκρη τού δρόμου. Τα γεννητικά του όργανα κρέμονταν προς τα κάτω δείχνοντας το σήμα:
ΚΟΤΣΙΝ 23 Km
Ο Μουρλίνταραν ήταν γυμνός. Είχε μόνο τη μακρόστενη πλαστική σακούλα που κάποιος τού είχε φορέσει στο κεφάλι, σαν διάφανο μαγειρικό σκουφί, μέσα από το οποίο εξακολουθούσε να φαίνεται το τοπίο θαμπό, σε σχήμα τού μαγειρικού σκούφου, αλλά ορατό. Δε θα μπορούσε να βγάλει τη σακούλα απ᾿ το κεφάλι του, ακόμα κι αν το ήθελε. Δεν είχε χέρια. Τα είχε χάσει από χειροβομβίδα το ᾿42 στη Σιγκαπούρη όταν το είχε σκάσει από το σπίτι του για να καταταγεί στον Ινδικό Εθνικό Στρατό. Ούτε μία εβδομάδα δεν είχε περάσει, όταν έχασε τα χέρια του. Μετά την Ανεξαρτησία κατάφερε να αναγνωριστεί ως Μαχητής τής Ελευθερίας Πρώτου Βαθμού. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα τού έδωσαν ένα ισόβιο ελευθέρας για τα βαγόνια πρώτης θέσης στο τρένο, αλλά το έχασε κι αυτό (μαζί με τα λογικά του) κι έτσι δεν μπορούσε πια να ζει μέσα στα τρένα ή στα αναψυκτήρια των σιδηροδρομικών σταθμών. Ο Μουρλίνταραν δεν είχε σπίτι ούτε πόρτες να κλειδώσει αλλά είχε ακόμα την παλιά αρμαθιά των κλειδιών του περασμένη στη μέση του. Αστραφτερά. Το μυαλό του ήταν γεμάτο ντουλάπια και μπαούλα, ξέχειλα με μυστικούς θησαυρούς.
Ένα ξυπνητήρι. Ένα κόκκινο κουρσάκι με μελωδική κόρνα. Ένα κόκκινο ποτηράκι για το μπάνιο. Μια γυναίκα με ένα διαμάντι. Ένα χαρτοφύλακα γεμάτο σημαντικά έγγραφα. Ένα σπίτι για να γυρίζει μετά το γραφείο του. Τραγανά τσιπς μπανάνας για τα παιδιά.
Παρακολουθούσε τα τρένα να περνούν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε τις κυβερνήσεις να ανεβαίνουν κι ύστερα να πέφτουν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε παιδιά με συννεφιασμένα πρόσωπα στα τζάμια των αυτοκινήτων, να λαχταρούν γλειφιτζούρια.
Οι άστεγοι, οι ανάπηροι, οι άρρωστοι, οι μικροί κι οι εγκαταλειμμένοι, όλοι περνούσαν μπροστά απ᾿ το παράθυρό του. Κι αυτός πάντα μετρούσε τα κλειδιά του.
Ποτέ δεν ήταν σίγουρος ποιο ντουλάπι θα χρειαζόταν να ανοίξει ή πότε. Καθόταν πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη, με τα βρώμικα, κολλημένα μαλλιά του και τα μάτια του σαν παράθυρα. Κι ήταν ευχαριστημένος που κάποιες στιγμές μπορούσε να αποτραβάει το βλέμμα του. Για να μετράει και να ξαναμετράει τα κλειδιά του.
Οι αριθμοί ήταν αρκετοί.
Τον νανούριζαν. Ο Μουρλίνταραν σάλευε αργά τα χείλη του όταν μετρούσε, σχηματίζοντας όμορφα όμορφα τις λέξεις.
Ένα. Δύο. Τρία.
Ο Έστθα πρόσεξε πως οι τρίχες των μαλλιών του ήταν γκρίζες και κατσαρές, πεταχτές και κατάμαυρες στις ανοιχτές κι ανυπεράσπιστες δίχως μπράτσα μασχάλες του, κι ανάμεσα στα σκέλια του μαύρες και στριφογυριστές, σαν συρματάκια. Ένας άνθρωπος με τρία διαφορετικά είδη τρίχας. Ο Έστθα αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Η Αναμονή φούσκωσε μέσα στη Ράχελ ώσπου ξεχείλισε. Κοίταξε το ρολόι της. Έδειχνε δύο παρά δέκα. Σκέφτηκε την Τζούλι Άντριους και τον Κρίστοφερ Πλάμερ να φιλιούνται γέρνοντας τα κεφάλια τους στο πλάι για να μην τσουγκρίσουν τις μύτες τους. Αναρωτήθηκε αν οι άνθρωποι φιλιούνται πάντα έτσι, γέρνοντας στο πλάι. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Ύστερα ακούστηκε μια βουή από μακριά, που πετώντας στον αέρα πλησίασε τα σταματημένα αυτοκίνητα και τα σκέπασε σαν πανωφόρι. Οι οδηγοί που περπατούσαν για να ξεμουδιάσουν, ξανακάθισαν στη θέση τους χτυπώντας πίσω τους την πόρτα. Οι ζητιάνοι κι οι μικροπωλητές εξαφανίστηκαν. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν έμεινε κανένας στο δρόμο. Εκτός από τον Μουρλίνταραν που καθόταν σαν σουβλισμένος πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη. Αδιάφορος. Με ελάχιστη, ανεπαίσθητη περιέργεια μόνο για όσα συνέβαιναν γύρω του.
Συνωστισμός. Φασαρία. Σφυρίγματα των αστυνομικών.
Πίσω από την ουρά των αυτοκινήτων που περίμεναν απ᾿ την άλλη μεριά τής μπάρας, εμφανίστηκαν άνθρωποι με κόκκινες σημαίες και λάβαρα. Η βουή όλο και δυνάμωνε.
«Κλείστε τα παράθυρά σας», είπε ο Τσάκο. «Και μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να μάς πειράξουν».
«Γιατί δεν πας κι εσύ μαζί τους, σύντροφε;» ρώτησε η Άμου τον Τσάκο. «Θα οδηγήσω εγώ!» Ο Τσάκο δεν απάντησε. Ένας μυς τεντώθηκε κάτω απ᾿ το διπλοσάγονό του. Πέταξε το τσιγάρο του κι ανέβασε το τζάμι τού παραθύρου του.
Ο Τσάκο είχε αυτοανακηρυχθεί μαρξιστής. Καλούσε τις όμορφες εργάτριες τού εργοστασίου στο δωμάτιό του και με το πρόσχημα τής διαφώτισης σχετικά με τα δικαιώματα τής εργατικής τάξης και τη συνδικαλιστική νομοθεσία, φλερτάριζε μαζί τους ασύστολα. Τις αποκαλούσε Συντρόφισσες κι επέμενε να τον αποκαλούν κι εκείνες Σύντροφο (πράγμα που τις έκανε να χαζογελούν χωρίς σταματημό). Τις έκανε να σαστίζουν και να κοκκινίζουν αμήχανα, βάζοντάς τες να καθίσουν δίπλα του στο τραπέζι και να πιουν μαζί του τσάι. Η Μαμάτσι γινόταν έξαλλη με τα καμώματά του.
Μια φορά μάλιστα μάζεψε κάμποσες από δαύτες και τις πήγε στο Άλαπι, όπου το Συνδικάτο διοργάνωνε μαθήματα για τούς εργάτες. Πήγαν με το λεωφορείο και γύρισαν με το καραβάκι. Γύρισαν πανευτυχείς, με ψεύτικα βραχιόλια στα μπράτσα και λουλούδια στα μαλλιά.
Η Άμου έλεγε πως όλα αυτά ήταν μόνο λόγια. Ένα κακομαθημένο πριγκιπόπουλο που παρίστανε το Σύντροφε! Σύντροφε! Μια οξφορδιανή μετενσάρκωση κάποιου παλιού άρχοντα ζαμιντάρ – απ᾿ αυτούς τούς αυταρχικούς γαιοκτήμονες που ανάγκαζαν όσες γυναίκες είχαν στη δούλεψή τους να δέχονται τα χάδια τους.
Όταν πλησίασαν οι διαδηλωτές, η Άμου έκλεισε το παράθυρό της. Ο Έστθα έκλεισε το δικό του. Η Ράχελ το δικό της. Ξαφνικά η καταγάλανη Πλίμουθ φάνταξε παράλογα πλούσια στο στενό, σκονισμένο δρόμο. Σαν χοντρή γυναίκα που προσπαθεί να περάσει ένα στενό διάδρομο. Σαν την Μπέμπα Κοτσάμα στην εκκλησία, την ώρα που έβγαινε μπροστά να μεταλάβει.
«Μην τούς κοιτάζετε!» πρόσταξε η Μπέμπα Κοτσάμα όταν οι πρώτες γραμμές τής διαδήλωσης έφτασαν κοντά στο αυτοκίνητο. «Μην τούς κοιτάζετε στα μάτια! Αυτό τούς εξαγριώνει!»
Στο πλάι τού λαιμού της μια φλέβα φούσκωνε στο ρυθμό τού σφυγμού της.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο δρόμος πλημμύρισε από χιλιάδες διαδηλωτές. Αυτοκίνητα νησιά μέσα σε έναν ποταμό ανθρώπων. Ο αέρας κοκκίνισε απ᾿ τις σημαίες που χαμήλωναν κι ύστερα σηκώνονταν πάλι, καθώς οι διαδηλωτές έσκυβαν να περάσουν κάτω από την μπάρα τής ισόπεδης διάβασης. Σαν κόκκινο κύμα γλιστρούσαν πάνω από τις ράγες τού τρένου. Ο ήχος από χιλιάδες στόματα σκέπασαν τα σταματημένα τροχοφόρα. Σαν μια Ομπρέλα Θορύβου.
«Ζήτω η Διαρκής Επανάσταση!» φώναζαν. «Εργάτες Όλου τού Κόσμου Ενωθείτε!»
Ακόμα κι ο Τσάκο δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε στην Κέραλα μεγαλύτερη επιτυχία απ᾿ όση είχε οπουδήποτε αλλού στην Ινδία, με εξαίρεση ίσως τη Βεγγάλη.
Υπήρχαν αρκετές αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες σχετικά μ᾿ αυτό το ζήτημα. Μερικοί υποστήριζαν ότι η ευρεία διάδοση τού κομμουνισμού οφειλόταν στο μεγάλο ποσοστό των χριστιανών που ζούσαν σ᾿ αυτήν την επαρχία. Το είκοσι τοις εκατό τού πληθυσμού τής Κέραλα ήταν χριστιανοί τού Συριακού δόγματος και πίστευαν ότι ήταν απόγονοι των εκατό βραχμάνων που είχε προσηλυτίσει ο απόστολος Θωμάς όταν ταξίδεψε στην Ανατολή μετά την Ανάσταση τού Κυρίου. Από δομικής απόψεως —έτσι ισχυρίζονταν οι απλοϊκοί μάλλον υποστηρικτές αυτής τής θεωρίας—, ο μαρξισμός μπορούσε να υποκαταστήσει μια χαρά το χριστιανισμό. Βάλτε στη θέση τού Χριστού τον Μαρξ, στη θέση του Σατανά την μπουρζουαζία, στη θέση τού Παράδεισου την αταξική κοινωνία, στη θέση τής Εκκλησίας το Κόμμα. Τα υπόλοιπα, τρόπος και σκοπός τού ταξιδιού, ήταν εντελώς ίδια. Ένας αγώνας μετ᾿ εμποδίων, στο τέλος τού οποίου περίμενε το βραβείο. Για την ινδουιστική αντίληψη η προσαρμογή ήταν πιο πολύπλοκη και επομένως πιο δύσκολη.
Το πρόβλημα μ᾿ αυτήν τη θεωρία ήταν άλλο: οι χριστιανοί τής Κέραλα δεν ήταν δυστυχώς οι φτωχοί, οι ακτήμονες και οι εργάτες, αλλά ίσα ίσα οι πλούσιοι, οι γαιοκτήμονες, οι ιδιοκτήτες βιοτεχνιών που κατασκεύαζαν πίκλες και μαρμελάδες. Οι φεουδάρχες, για τούς οποίους ο κομμουνισμός ήταν χειρότερος κι από το θάνατο. Ψήφιζαν ανέκαθεν το Κόμμα τού Κογκρέσου.
Μια δεύτερη θεωρία υποστήριζε ότι όλα ξεκινούσαν από το σχετικά υψηλό επίπεδο τής μόρφωσης στην επαρχία τής Κέραλα. Ίσως. Μόνο που το σχετικά υψηλό επίπεδο μόρφωσης ήταν σε μεγάλο βαθμό επίτευγμα τού ίδιου τού κομμουνιστικού κινήματος.
Η αλήθεια ήταν πως ο κομμουνισμός είχε τρυπώσει ύπουλα στην Κέραλα. Με τη μορφή ενός ρεφορμιστικού κινήματος που ουδέποτε αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες τής συντηρητικής κοινωνίας της και τον αυστηρό χωρισμό της σε κάστες*. Οι μαρξιστές δούλευαν μέσα στα όρια αυτής τής κοινωνίας, δεν προκαλούσαν ποτέ. Πρόσφεραν μια επανάσταση κοκτέιλ. Ένα μεθυστικό μείγμα ανατολικού μαρξισμού και ορθόδοξου ινδουισμού με μια μικρή δόση δημοκρατίας να το νοστιμεύει.
Ο Τσάκο δεν ήταν επίσημο μέλος τού Κόμματος. Δεν είχε κάρτα αλλά είχε πιστέψει από νωρίς στον κομμουνισμό και είχε μείνει πιστός οπαδός του όλα τα δύσκολα χρόνια του.
Τη χρυσή εποχή τού 1957, τότε που οι κομμουνιστές κέρδισαν τις εκλογές στην Κέραλα, ήταν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο τού Δελχί. Ο Νεχρού τούς κάλεσε να σχηματίσουν κυβέρνηση. Το ίνδαλμα τού Τσάκο, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ, ο φλογερός αρχιερέας τού μαρξισμού στην Κέραλα, έγινε πρωθυπουργός τής πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης κομμουνιστικής κυβέρνησης τού κόσμου. Οι κομμουνιστές βρέθηκαν αίφνης στη δύσκολη – κι όπως έλεγαν οι επικριτές τους: στην παράλογη— θέση να κυβερνούν ένα λαό και να τον σπρώχνουν ταυτόχρονα προς την Επανάσταση. Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ ανέπτυξε τη δική του θεωρία σχετικά με την πραγματοποίηση αυτού τού αντιφατικού σχεδίου. Ο Τσάκο διάβασε την πραγματεία του "Η ειρηνική μετάβαση στον Κομμουνισμό" με τον ασυγκράτητο ζήλο τής νιότης και τον άνευ όρων θαυμασμό τού φανατικού οπαδού. Η εν λόγω πραγματεία εξηγούσε με λεπτομέρειες πώς σκόπευε η κυβέρνηση τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να μεθοδεύσει ριζικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, να περιορίσει δραστικά τις εξουσίες τής αστυνομίας, να οργανώσει σε νέες βάσεις τη Δικαιοσύνη και να «Αντισταθεί στις Επεμβάσεις της Αντιδραστικής Αντιλαϊκής Κεντρικής Κυβέρνησης, τού Κόμματος τού Κογκρέσου».
Δυστυχώς όμως, πριν βγει καλά καλά ο χρόνος, η Ειρηνική φάση τής Ειρηνικής Μετάβασης έφτασε στο τέλος της.
Κάθε μέρα, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ο Αυτοκρατορικός Εντομολόγος ειρωνευόταν τον ευέξαπτο Μαρξιστή γιο του διαβάζοντας με δυνατή φωνή από την εφημερίδα του όλα τα άρθρα σχετικά με φασαρίες, απεργίες, συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία και βιαιοπραγίες των αστυνομικών οργάνων που αναστάτωναν την Κέραλα.
«Λοιπόν, Καρλ Μαρξ!» ξεφυσούσε ο Παπάτσι, μόλις καθόταν ο Τσάκο στο τραπέζι. «Τι θα τούς κάνουμε τώρα αυτούς τούς αναθεματισμένους τούς φοιτητές; Ξεσηκώθηκαν πάλι οι ηλίθιοι, ενάντια στην πολυαγαπημένη μας Λαϊκή Κυβέρνηση! Να τούς βγάλουμε από τη μέση; Είμαι βέβαιος πως δεν ανήκουν πια στο Λαό!»
Τα επόμενα δύο χρόνια το Κόμμα τού Κογκρέσου και η Εκκλησία δε σταμάτησαν στιγμή να συδαυλίζουν τις εστίες των ταραχών, βυθίζοντας έτσι την Κέραλα στο χάος των πολιτικών ερίδων και στην αναρχία. Τον καιρό που τέλειωσε ο Τσάκο το πανεπιστήμιο κι έφυγε για την Οξφόρδη, να πάρει ένα δεύτερο πτυχίο, η Κέραλα βρισκόταν στο χείλος τού εμφύλιου πολέμου. Ο Νεχρού καθαίρεσε την κομμουνιστική κυβέρνηση και προκήρυξε νέες εκλογές. Το Κόμμα τού Κογκρέσου ξαναπήρε την εξουσία. Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια πριν καταφέρει το κόμμα τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να πάρει και πάλι το 1967 την πλειοψηφία. Και εξελέγη ξανά αλλά αυτήν τη φορά ως συνασπισμός δύο επιμέρους κομμάτων, στα οποία είχε διασπαστεί στο μεταξύ — τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας και τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (Μαρξιστικού). Του KKI και του KKI(M).
Όταν έγιναν όλα αυτά, ο Παπάτσι είχε πεθάνει. Ο Τσάκο είχε χωρίσει. Και το εργοστάσιο Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ ήταν ήδη εφτά χρονών.
Η Κέραλα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά από μια περίοδο φοβερού λιμού. Οι μουσώνες είχαν αργήσει. Ο κόσμος πέθαινε. Η πείνα ήταν το υπ᾿ αριθμόν ένα πρόβλημα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Αυτήν τη δεύτερη φορά που πήρε την εξουσία στα χέρια του, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ προσπάθησε να δρομολογήσει την Ειρηνική Μετάβαση με μεγαλύτερη προσοχή και νηφαλιότητα. Η στάση του προκάλεσε την οργή και τη μάνητα τού Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Κατάγγειλαν δημόσια τον "Κοινοβουλευτικό Κρετινισμό" του και τον κατηγόρησαν ότι «πρόσφερε ψεύτικη και πλασματική ανακούφιση στις εργατικές τάξεις, υπονομεύοντας έτσι την Ταξική Συνείδηση και αποπροσανατολίζοντας τούς μαχητές τής Επανάστασης».
Το Πεκίνο παραχώρησε την υποστήριξή του στη νεότευκτη και μαχητικότερη φράξια του ΚΚΙ(Μ) –δηλαδή στους ναξαλίτες— που είχαν στήσει μια μικρή ένοπλη εξέγερση στο Ναξαλμπάρι, ένα χωριό τής Βεγγάλης. Οργάνωσαν τούς αγρότες σε μάχιμες διμοιρίες, επιτάξανε τα χωράφια, έδιωξαν τούς γαιοκτήμονες και όρισαν Λαϊκούς Δικαστές για να δικάσουν τούς Εχθρούς τού Λαού. Το κίνημα των ναξαλιτών απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα και γέμισε πανικό τις καρδιές των μπουρζουάδων.
Στην Κέραλα προκάλεσε αναστάτωση και φόβο, επιβαρύνοντας την ούτως ή άλλως βαριά ατμόσφαιρα. Στα βόρεια τής επαρχίας είχαν αρχίσει ήδη οι σκοτωμοί. Το Μάιο δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια θολή, κουνημένη φωτογραφία: έδειχνε κάποιον γαιοκτήμονα, δεμένο σε ένα στύλο τού ηλεκτρικού. Τον είχαν αποκεφαλίσει. Το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο δίπλα του, σε μια σκοτεινή λακκούβα που θα μπορούσε να ᾿ναι νερό ή αίμα. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη και το χρώμα δεν ξεχώριζε. Μέσα στο γκρίζο φως τής αυγής.
Τα έκπληκτα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα.
Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ (Μαντρόσκυλο, Τσιράκι των Ρώσων) διέγραψε τούς ναξαλίτες από το κόμμα του και συνέχισε να επωφελείται από τη λαϊκή οργή εδραιώνοντας τη θέση του. Η πορεία που περικύκλωσε τη γαλανή Πλίμουθ τη γαλανή εκείνη μέρα του Δεκέμβρη, ήταν στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων. Την είχε οργανώσει το Μαρξιστικό Συνδικάτο τού Κοτσίν. Οι σύντροφοί τους από το Τριβάντραμ, με δική τους πορεία, κατευθύνονταν ήδη προς το κτίριο τής Βουλής, όπου θα παρέδιδαν στο σύντροφο Ναμπούντριπαντ προσωπικά ψήφισμα με τα αιτήματα τού λαού. Η ορχήστρα προσπαθούσε να υπαγορεύσει τη θέλησή της στο μαέστρο. Ζητούσαν να παραχωρηθεί διάλειμμα μιας ώρας κάθε μεσημέρι στους εργάτες των ορυζώνων που δούλευαν εντεκάμισι ώρες την ημέρα από τις εφτά το πρωί ως τις εξίμισι το απόγευμα. Ζητούσαν αύξηση στο μεροκάματο των εργατριών: από μία ρουπία, στις τρεις ρουπίες. Και για τούς άντρες ζητούσαν αύξηση από τις δύο ρουπίες, στις τέσσερις ρουπίες την ημέρα. Ζητούσαν ακόμα να πάψει ο κόσμος να απευθύνει το λόγο στους Άθικτους με το όνομα τής κάστας τους. Να μην απευθύνονται σ᾿ αυτούς ως Ατσού Παρουάν ή Κέλαν Παρουάν. Να λέγονται απλώς Ατσού ή Κέλαν.
Βασιλιάδες τού κάρδαμου, κόμητες τού καφέ, βαρόνοι τού καουτσούκ – όλοι παλιοί συμμαθητές από τα χρόνια που ήταν εσωτερικοί στα κολέγια— κατέβαιναν από τις μοναχικές, απέραντες φυτείες τους στην Ιστιοπλοϊκή Λέσχη και ρουφούσαν αργά την παγωμένη μπίρα τους. Σήκωναν τα ποτήρια τους. Όπως κι αν το λεν το τριαντάφυλλο..., μουρμούριζαν χαμογελώντας για να κρύψουν τον πανικό που φούσκωνε μέσα τους.
Οι διαδηλωτές τη μέρα εκείνη ήταν μέλη τού κόμματος, φοιτητές και φυσικά οι εργάτες. Άθικτοι και Καθαροί. Στους ώμους τους κουβαλούσαν ένα βαρέλι πανάρχαιης οργής, αναμμένο με ολοκαίνουργο φιτίλι. Η οργή τους είχε αποκτήσει μια νέα αιχμή, κοφτερή σαν ξυράφι. Μια αιχμή ναξαλίτικη.
Από το παράθυρο τής Πλίμουθ η Ράχελ είδε ότι η λέξη που φώναζαν πιο δυνατά απ᾿ όλες τις άλλες, ήταν η λέξη "Επανάσταση". Είδε τις φλέβες να φουσκώνουν στο λαιμό τους όταν τη φώναζαν. Είδε τα χέρια και τα μπράτσα που κρατούσαν τις σημαίες. Ήταν σκληρά, σφιγμένα, σιδερένια.
Μέσα στην Πλίμουθ βασίλευε η σιωπή και η ζέστη.
Ο φόβος τής Μπέμπας Κοτσάμα ήταν κουλουριασμένος στο δάπεδο τού αυτοκινήτου, σαν υγρό πατημένο αποτσίγαρο. Η αρχή μονάχα τού φόβου της. Τού φόβου που με τα χρόνια θα γινόταν θηρίο να τη φάει. Τού φόβου που αργότερα θα την ανάγκαζε να κλειδώνει με μανία πόρτες και παράθυρα. Τού φόβου που θα την έκανε να βάφει τα μαλλιά της και να μπογιατίζει αδέξια το στόμα της. Πανάρχαιος ήταν κι ο δικός της φόβος. Ο φόβος μήπως τής πάρουν αυτό που ήταν δικό της.
Προσπάθησε να μετρήσει τις πράσινες χάντρες τού κομπολογιού της, μα δεν μπορούσε να μαζέψει το μυαλό της. Μια ανοιχτή παλάμη χτύπησε στο τζάμι.
Μια σφιγμένη γροθιά έπεσε με δύναμη πάνω στο ζεματιστό καπό τής μηχανής που άνοιξε με ένα τίναγμα. Η Πλίμουθ έμοιαζε τώρα με γαλάζιο θεόρατο ζώο, όλο γωνίες, παγιδευμένο σε κάποιο ζωολογικό κήπο. Έμοιαζε με ζώο που ζητιάνευε να τού δώσουν κάτι να φάει.
Ένα κουλουράκι.
Μια μπανάνα.
Μια δεύτερη σφιγμένη γροθιά προσγειώθηκε πάνω του και το ᾿κλεισε. Ο Τσάκο κατέβασε το τζάμι του κι ευχαρίστησε με δυνατή φωνή αυτόν που το είχε κλείσει.
«Σ᾿ ευχαριστώ» είπε
«Μην το παρακάνεις με τις ευχαριστίες, σύντροφε!» είπε η Άμου. «Τυχαίο ήταν. Δεν είχε κανένα σκοπό να σε βοηθήσει. Πού να ξέρει άλλωστε ότι μέσα σ᾿ αυτό το σαραβαλάκι χτυπάει μια αληθινή μαρξιστική καρδιά;»
«Άμου», απάντησε ο Τσάκο με φωνή σταθερή και επιτηδευμένα αδιάφορη, «θα μπορούσες, σε παρακαλώ, να βάλεις για μια φορά φίμωτρο στον ψόφιο, άρρωστο κυνισμό σου;»
Η σιωπή που απλώθηκε μέσα στο αυτοκίνητο, έμοιαζε με βρεμένο σφουγγάρι, βαρύ απ᾿ το νερό. Η λέξη ψόφιος έτσουζε άσχημα, ήταν κοφτερή, γλιστρούσε σαν μαχαίρι μέσα στο βούτυρο. Ο ήλιος συνέχισε να λάμπει με ένα σιγανό αναστεναγμό. Αυτό είναι το κακό με τούς συγγενείς. Σαν μοχθηροί γιατροί, ξέρουν ακριβώς πού πονάει περισσότερο.
Τότε ήταν που είδε τον Βελούτθα η Ράχελ. Το γιο τού Βέλια Πάαπεν. Τον πιο αγαπημένο της φίλο. Είδε τον Βελούτθα να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στο χέρι. Φορούσε άσπρο πουκάμισο κι άσπρο μούντου* ενώ οι φλέβες στο λαιμό του ήταν φουσκωμένες. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί με πουκάμισο.
Η Ράχελ κατέβασε σαν αστραπή το παράθυρό της. «Βελούτθα! Βελούτθα!» τον φώναξε.
Εκείνος πάγωσε για μια στιγμή. Τέντωσε τα αφτιά του, κρατώντας τη σημαία του. Είχε ακούσει μια γνώριμη φωνή, μια φωνή οικεία. Σε μέρος όπου δεν περίμενε να την ακούσει. Η Ράχελ, όρθια πάνω στο κάθισμα, είχε βγει η μισή έξω από το παράθυρο τής Πλίμουθ, σαν την κεραία φυτοφάγου κάμπιας. Με ένα σιντριβάνι μαλλιά δεμένα με ένα Love-in-Tokyo και κίτρινα γυαλιά ηλίου με κόκκινους πλαστικούς φακούς.
«Βελούτθα! εδώ! Βελούτθα!» Οι φλέβες φούσκωσαν και στο δικό της λαιμό.
Ο Βελούτθα έκανε ένα βήμα στο πλάι και χάθηκε μέσα στη φασαρία που γινόταν γύρω του. Μέσα στο αυτοκίνητο η Άμου γύρισε προς τα πίσω. Τα μάτια της ήταν θυμωμένα. Έδωσε μια γερή ξυλιά στα μπούτια τής Ράχελ. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από τη Ράχελ μέσα στο αυτοκίνητο. Τα μπούτια και τα μελαψά της πόδια.
«Κάθισε καλά!» φώναξε η Άμου.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τράβηξε τη Ράχελ μες στο αυτοκίνητο κι εκείνη κουβαριάστηκε στο πίσω κάθισμα, σαστισμένη. Νομίζοντας ότι είχε γίνει κάποια παρεξήγηση.
«Μα ήταν ο Βελούτθα!» προσπάθησε να εξηγήσει με ένα χαμόγελο στα χείλη. «Κρατούσε σημαία!»
Η σημαία την είχε εντυπωσιάσει περισσότερο απ᾿ όλα. Ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να κρατάει ένας φίλος.
«Είσαι ένα κουτό, ανόητο κοριτσάκι!» τη μάλωσε η Άμου.
Η ξαφνική, λυσσασμένη οργή της, κάρφωσε τη Ράχελ στο κάθισμα τού αυτοκινήτου.
Τα ᾿χασε. Γιατί είχε θυμώσει τόσο πολύ η Άμου; Για ποιο λόγο;
«Μα ήταν αυτός, σάς λέω!» ξανάπε.
Σκάσε!» τής φώναξε η Άμου.
Η Ράχελ είδε σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο και στο πανωχείλι τής Άμου. Είδε τα μάτια της να σκληραίνουν και να γίνονται σαν γυάλινοι βόλοι. Σαν τα μάτια τού Παπάτσι στη φωτογραφία τής Βιέννης. (Πώς σιγομουρμούριζε το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι μέσα στο αίμα που κυλούσε στις φλέβες των παιδιών του!)
Η Μπέμπα Κοτσάμα ανέβασε το παράθυρο τής Ράχελ.
Χρόνια αργότερα, ένα δροσερό φθινοπωρινό πρωί, κάπου στην Πολιτεία τής Νέας Υόρκης, μέσα σε ένα κυριακάτικο τρένο που ταξίδευε, η σκηνή αυτή ξανάρθε στη θύμηση τής Ράχελ. Η έκφραση στο πρόσωπο τής Άμου. Σαν το κομμάτι που ξεμένει και δεν ταιριάζει στο παζλ. Σαν ερωτηματικό που πλανιέται μετέωρο μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, χωρίς να μπαίνει ποτέ στο τέλος μιας φράσης.
Αυτό το σκληρό βλέμμα στα μάτια τής Άμου. Σκληρό σαν γυάλινος βόλος. Η γυαλάδα τού ιδρώτα στο πανωχείλι της. Κι η παγωνιά αυτής τής ξαφνικής, πειραγμένης σιωπής.
Η μνήμη είναι τρελή όταν ταχτοποιεί σκοτεινά πράγματα μέσα σε ένα ντουλάπι και βγάζει έξω τα πιο απίστευτα — ένα φευγαλέο βλέμμα, ένα συναίσθημα. Τη μυρωδιά τού καπνού. Έναν υαλοκαθαριστήρα. Τα γυάλινα μάτια μιας μητέρας. Μα τα ᾿χει τετρακόσια όταν αφήνει στη θέση τους κρυμμένα μεγάλα κομμάτια σκοταδιού. Χωρίς να τα φέρνει ποτέ στο φως. Χωρίς να τα θυμάται.
Ήταν πράγματι ο Βελούτθα.
Η Ράχελ ήταν σίγουρη γι᾿ αυτό. Τον είχε δει. Την είχε δει κι εκείνος. Θα τον γνώριζε οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Κι αν δε φορούσε το πουκάμισο, θα τον αναγνώριζε κι από πίσω. Ήξερε την πλάτη του. Τόσες φορές την είχε κουβαλήσει στην πλάτη του. Περισσότερες απ᾿ όσες μπορούσε να μετρήσει. Είχε ένα ανοιχτοκάστανο σημάδι από γεννησιμιού του, σαν μυτερό ξερό φυλλαράκι. Έλεγε πως ήταν το τυχερό του φυλλαράκι. Πως χάρη σ᾿ αυτό έρχονταν οι μουσώνες στην ώρα τους. Ένα καφετί φυλλαράκι πάνω σε μια μαύρη πλάτη. Ένα φθινοπωρινό φυλλαράκι μες στη νύχτα.
Ένα τυχερό φυλλαράκι που δεν μπόρεσε να τού φέρει τύχη.
Ο Βελούτθα δεν ήταν μαραγκός. Τον έλεγαν Βελούτθα —που θα πει Λευκός στα μαλαγιάλαμ— επειδή ακριβώς ήταν τόσο μαύρος. Ο πατέρας του, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν Παρουάν*. Έφτιαχνε ποτό από χουρμάδες. Είχε ένα γυάλινο μάτι. Πελεκούσε ένα κομμάτι γρανίτη με το σφυρί του όταν ένα κομματάκι του μπήκε στο αριστερό του μάτι και το έσκισε.
Όταν ήταν μικρός ο Βελούτθα, ερχόταν μαζί με τον Βέλια Πάαπεν από την πίσω πόρτα τού Σπιτιού στο Αγιέμενεμ να παραδώσουν τις καρύδες που είχαν μαζέψει από τις φοινικιές τού κτήματος. Ο Παπάτσι δεν άφηνε τούς Παρουάν να μπουν μες στο σπίτι του. Κανείς δεν τούς άφηνε. Δεν είχαν το δικαίωμα να αγγίξουν τίποτε απ᾿ όσα άγγιζαν οι Καθαροί. Η κάστα των ινδουιστών και η κάστα των χριστιανών. Η Μαμάτσι έλεγε στον Έστθα και τη Ράχελ πως τα παλιά τα χρόνια όταν ήταν ακόμα μικρή, οι Παρουάν ήταν αναγκασμένοι να πισωπατούν με μια σκούπα στα χέρια σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, έτσι ώστε οι βραχμάνοι ή οι χριστιανοί να μη λερωθούν πατώντας άθελά τους πάνω σ᾿ αυτές. Τον καιρό τής Μαμάτσι, οι Παρουάν, όπως όλοι οι Άθικτοι, δεν είχαν το δικαίωμα να περπατούν στους δημόσιους δρόμους. Ήταν αναγκασμένοι να κυκλοφορούν γυμνοί από τη μέση και πάνω. Δεν τούς επέτρεπαν να κρατούν ομπρέλες. Τούς επέβαλλαν ακόμη να βάζουν το χέρι μπροστά στο στόμα τους όταν μιλούσαν, έτσι που η βρωμερή τους ανάσα να μη φτάνει στους άλλους ανθρώπους.
Όταν έφτασαν οι Εγγλέζοι στο Μαλαμπάρ, μερικοί Παρουάν (ανάμεσά τους κι ο παππούς τού Βελούτθα) ασπάστηκαν το χριστιανισμό κι έγιναν δεκτοί στους κόλπους τής Αγγλικανικής Εκκλησίας, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη σκληρή μοίρα τού Άθικτου. Λίγο φαγητό και κάμποσες ρουπίες αποτέλεσαν ένα επιπλέον κίνητρο. Ο κόσμος τούς βάφτισε Χριστιανούς τού Ρυζιού. Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι είχαν πηδήσει για να βγουν απ᾿ το τηγάνι κι είχαν πέσει μες στην ίδια τη φωτιά. Τούς ανάγκασαν να έχουν χωριστές εκκλησίες, χωριστές λειτουργίες, χωριστούς ιερείς. Ως ειδικό προνόμιο τούς παραχωρήθηκε ακόμα και χωριστός επίσκοπος. Άθικτος όπως αυτοί. Μετά την Ανεξαρτησία διαπίστωσαν ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα στις ειδικές παροχές τής κυβέρνησης: δεν μπόρεσαν να πάρουν δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, δε βρήκαν δουλειές όπως όλοι οι ινδουιστές. Διότι τυπικά, στα χαρτιά, ήταν χριστιανοί και επομένως δεν ανήκαν σε καμία κάστα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά υποχρεωμένοι να πισωπατούν σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, και μάλιστα δίχως σκούπα. Ή ακόμα χειρότερα, υποχρεωμένοι να μην αφήνουν καν πατημασιές.
Την επιδεξιότητα τού μικρού Βελούτθα την πρόσεξε πρώτη η Μαμάτσι, μια φορά που είχε έρθει στο Αγιέμενεμ για διακοπές από το Δελχί χωρίς τον Αυτοκρατορικό Εντομολόγο. Ο Βελούτθα ήταν τότε έντεκα χρονών, τρία χρόνια μικρότερος από την Άμου. Ήταν σαν μικρός ταχυδακτυλουργός. Έφτιαχνε πολύπλοκα παιχνίδια – μικρούς ανεμόμυλους, κουδουνίστρες, λεπτοφτιαγμένες κοσμηματοθήκες από ξερά φοινικόφυλλα. Ήξερε να σκαλίζει τέλεια βαρκάκια σε ξύλο από ταπιόκα και μικρά κουκλάκια στα μακρόστενα τσόφλια των κάσιους. Τα χάριζε στην Άμου. Τής τα έδινε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του (όπως τον είχαν δασκαλέψει) για να μην αναγκάζεται εκείνη να τον αγγίξει παίρνοντάς τα. Παρόλο που ήταν μικρότερός της, τη φώναζε Αμουκούτι – μικρή Άμου. Η Μαμάτσι έπεισε τον Βέλια Πάαπεν να στείλει το γιο του στο σχολείο των Άθικτων που είχε ιδρύσει ο πεθερός της, Πουνιάν Κούντζου.
Ο Βελούτθα κόντευε τα δεκατέσσερα όταν ο Γιόχαν Κλάιν, ένας Γερμανός μαραγκός από κάποια συντεχνία τής Βαυαρίας, ήρθε στο Κόταγιαμ κι έμεινε τρία χρόνια στην Ιεραποστολή για να δείξει τη δουλειά και στους ντόπιους. Κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, ο Βελούτθα έπαιρνε το λεωφορείο για το Κόταγιαμ και δούλευε με τον Κλάιν ώσπου βράδιαζε. Κλείνοντας τα δεκάξι, ο Βελούτθα είχε τελειώσει το γυμνάσιο και ήξερε καλά την τέχνη τού μαραγκού. Είχε δικά του εργαλεία και σαφώς γερμανική αισθητική. Έφτιαξε για τη Μαμάτσι μια τραπεζαρία σε στιλ Μπάουχαουζ —τραπέζι και δώδεκα καρέκλες από ξύλο τριανταφυλλιάς και μια παραδοσιακή Βαυαρέζικη σεζλόνγκ από ελαφρό ξύλο. Για το χριστουγεννιάτικο σκετς που οργάνωνε κάθε χρόνο η Μπέμπα Κοτσάμα, έφτιαξε με λεπτό σύρμα φτερά αγγέλων που στερεώνονταν σαν σακίδια στους ώμους των παιδιών. Έφτιαξε ακόμα σύννεφα από χαρτόνι για να προβάλει ανάμεσά τους ο αρχάγγελος Γαβριήλ και μια πτυσσόμενη φάτνη για τη γέννηση τού μικρού Χριστού. Κι όταν το μικρό χερουβείμ που είχε στον κήπο της, στέρεψε ανεξήγητα και δεν μπορούσε να τινάζει ψηλά τον ασημένιο πίδακά του, ήταν πάλι ο δόκτωρ Βελούτθα που το γιάτρεψε κι έβαλε ξανά σε λειτουργία την ουροδόχο κύστη του.
Πέρα από τη δεξιοτεχνία του με την ξυλουργική, ο Βελούτθα τα κατάφερνε θαυμάσια και με τις μηχανές. Η Μαμάτσι (με την ακατανόητη Καθαρή λογική) έλεγε συχνά ότι αν ο Βελούτθα δεν είχε γεννηθεί Παρουάν, θα μπορούσε να είχε γίνει μηχανικός. Επισκεύαζε ραδιόφωνα, ρολόγια, αντλίες νερού. Αυτός φρόντιζε επίσης τα υδραυλικά και τα ηλεκτρικά όλου τού σπιτιού.
Όταν η Μαμάτσι αποφάσισε να κλείσει την πίσω βεράντα, ο Βελούτθα σχεδίασε κι έφτιαξε την πτυσσόμενη πόρτα που αργότερα έγινε τόσο πολύ τής μόδας στο Αγιέμενεμ.
Ο Βελούτθα ήξερε περισσότερα από τον καθένα για τα μηχανήματα τού εργοστασίου.
Όταν ο Τσάκο άφησε τη δουλειά του στο Μαδράς και γύρισε στο Αγιέμενεμ με μια μηχανή εμφιαλώσεως στις αποσκευές του, ο Βελούτθα τη συναρμολόγησε και την εγκατέστησε. Ο Βελούτθα είχε την ευθύνη για την καινούργια μηχανή που γέμιζε τα βάζα και τον αυτόματο κόφτη τού ανανά. Ο Βελούτθα λάδωνε την υδραντλία και τη μικρή πετρελαιοκίνητη γεννήτρια. Ο Βελούτθα έφτιαξε τα τραπέζια εργασίας και τα κάλυψε με αλουμίνιο για να καθαρίζονται εύκολα. Ο Βελούτθα έφτιαξε και τούς χαμηλούς φούρνους για τις μαρμελάδες.
Ο πατέρας του όμως, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν ένας Παρουάν τού παλιού καιρού. Είχε ζήσει τις μέρες που οι Άθικτοι Πισωπατούσαν Σκουπίζοντας Τις Πατημασιές Τους. Και η ευγνωμοσύνη του για τη Μαμάτσι και την οικογένειά της ήταν βαθιά και απέραντη, σαν φουσκωμένο ποτάμι. Είχε κάνει τόσα η Μαμάτσι γι᾿ αυτόν! Όταν έπαθε το ατύχημα, η Μαμάτσι πλήρωσε το γυάλινο μάτι του. Δεν είχε ξεπληρώσει ακόμα το χρέος του. Και παρόλο που ήξερε ότι κανείς δεν το περίμενε απ᾿ αυτόν, παρόλο που ήξερε ότι ποτέ του δε θα κατάφερνε να βρει και να δώσει τόσα λεφτά – εκείνος ένιωθε ότι το μάτι δεν τού ανήκε. Η ευγνωμοσύνη τον ανάγκαζε να χαμογελάει πλατιά και να σκύβει το κεφάλι.
Ο Βέλια Πάαπεν ανησυχούσε για το μικρό του γιο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που τον φόβιζε. Δεν ήταν κάτι που είχε πει το παιδί. Δεν ήταν κάτι που είχε κάνει. Δεν έφταιγαν αυτά που έλεγε αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Δεν έφταιγαν αυτά που έκανε αλλά ο τρόπος που τα έκανε.
Ίσως ήταν η έλλειψη δισταγμού. Η αδικαιολόγητη σιγουριά του. Στον τρόπο που περπατούσε. Στον τρόπο που κρατούσε ψηλά το κεφάλι. Στο διακριτικό τρόπο που εξέθετε τις προτάσεις του, χωρίς να τού το ζητήσουν. Ή στο διακριτικό τρόπο με τον οποίο αγνοούσε τις προτάσεις των άλλων, χωρίς να δίνει την εντύπωση τού αντάρτη.
Ενώ τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν απολύτως αποδεκτά, ίσως μάλιστα κι επιθυμητά στους Καθαρούς, ο Βέλια Πάαπεν σκεφτόταν ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανεπίτρεπτα για έναν Παρουάν – κι όχι μόνο θα μπορούσαν, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθούν κιόλας ανεπίτρεπτα.
Ο Βέλια Πάαπεν προσπαθούσε να συμβουλέψει τον Βελούτθα, να τού βάλει μυαλό. Μη μπορώντας όμως να βρει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ανησυχούσε, ο γιος του παρεξηγούσε τις μπερδεμένες συμβουλές και τούς αόριστους φόβους τού πατέρα του. Τού φαινόταν πως ο πατέρας του τον ζήλευε για την τέχνη του και τα φυσικά του χαρίσματα. Οι καλές προθέσεις τού Βέλια Πάαπεν εκφυλίστηκαν γρήγορα σε γκρίνιες και καβγάδες. Μια γενικότερη δυσφορία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα ανάμεσα στον πατέρα και το γιο. Και παρά τη στενοχώρια τής μάνας του, ο Βελούτθα άρχισε να αποφεύγει το σπίτι. Δούλευε ως αργά. Κοιμόταν στο ύπαιθρο, δίπλα στο ποτάμι.
Και μια μέρα χάθηκε. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν τον είδε κανείς. Ακούστηκαν φήμες ότι είχε πιάσει δουλειά σε μια οικοδομή στο Τριβάντραμ, στο καινούργιο κτίριο που έχτιζε εκεί το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Τον τελευταίο καιρό οι κακιές γλώσσες έλεγαν ότι είχε γίνει ναξαλίτης. Ότι είχε μπει στη φυλακή.
Δεν μπόρεσαν να τον ειδοποιήσουν όταν η μάνα του, η Τσέλα, πέθανε από φυματίωση. Μετά απ᾿ αυτό, έπεσε ο Κούταπεν, ο μεγάλος του αδερφός, από μια φοινικιά και χτύπησε στη σπονδυλική του στήλη. Ο Βελούτθα έμαθε για το ατύχημα ένα χρόνο αργότερα.
Εδώ και πέντε μήνες είχε ξαναγυρίσει στο Αγιέμενεμ. Δεν είπε λέξη σε κανέναν πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια ή τι είχε κάνει.
Η Μαμάτσι τού έδωσε ξανά τη θέση τού ξυλουργού στο εργοστάσιό της. Ο Βελούτθα ανέλαβε και τη φροντίδα όλων των μηχανημάτων. Δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με τούς υπόλοιπους Καθαρούς εργάτες. Γιατί, κατά τη γνώμη τους, οι Παρουάν δεν είχαν το δικαίωμα να δουλεύουν μαραγκοί. Ακόμα χειρότερα, οι Παρουάν που γύριζαν στο σπίτι τους σαν άσωτοι γιοι, δεν είχαν κανένα δικαίωμα να ξαναπιάνουν την παλιά τους δουλειά.
Για να ευχαριστήσει τούς υπόλοιπους κι επειδή ήξερε ότι κανείς άλλος δεν επρόκειτο να δώσει δουλειά στον Βελούτθα, η Μαμάτσι τού έδινε λιγότερα χρήματα απ᾿ όσα θα πλήρωνε σε έναν άλλο μαραγκό. Περισσότερα πάντως απ᾿ όσα θα έπαιρνε ένας Παρουάν. Η Μαμάτσι δεν τον ενθάρρυνε να μπει στο σπίτι (εκτός κι αν τον χρειάζονταν για να επισκευάσει ή να φτιάξει κάτι). Κατά τη γνώμη της, έπρεπε να τής είναι ευγνώμων που τον άφηνε να μπαίνει στο εργοστάσιο και τού επέτρεπε να αγγίζει πράγματα, τα οποία άγγιζαν και οι Καθαροί. Έλεγε πως αυτό ήταν ήδη ένα σημαντικό βήμα για έναν Παρουάν.
Ο Βελούτθα, ο Βέλια Πάαπεν και ο Κούταπεν ζούσαν σε μια μικρή καλύβα από λατερίτη, λίγο πιο κάτω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ, δίπλα στο ποτάμι. Ο Εστθάπεν και η Ράχελ έφταναν σε τρία λεπτά όταν έκοβαν δρόμο τρέχοντας μέσα από τις φοινικιές. Ήταν πολύ μικρά, μόλις είχαν έρθει στο Αγιέμενεμ με την Άμου, όταν έφυγε ο Βελούτθα. Δεν τον θυμόνταν. Τους μήνες όμως μετά την επιστροφή του είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Οι επισκέψεις στο σπίτι του ήταν απαγορευμένες αλλά ο Έστθα και η Ράχελ πήγαιναν. Περνούσαν μαζί του ώρες ατέλειωτες. Κάθονταν ανακούρκουδα —σαν λοξά σημεία στίξης μέσα σε μια θάλασσα από πριονίδια— κι αναρωτιόνταν πώς ήξερε πάντα τα όμορφα σχήματα που τον περίμεναν μέσα σε κάθε ξύλο. Τούς άρεσε ο τρόπος που μαλάκωνε το ξύλο στα χέρια του και γινόταν σαν πλαστελίνη. Τούς μάθαινε να δουλεύουν την πλάνη. Το σπίτι του μύριζε (τις καλές μέρες) φρέσκο πριονίδι και ήλιο.
Κι εκείνη την καταγάλανη δεκεμβριάτικη μέρα, αυτός ήταν που είχε δει η Ράχελ με τα κόκκινα γυαλιά της, να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στην ισόπεδη διάβαση έξω από το Κοτσίν. Μεταλλικός, διαπεραστικός ο ήχος από τις σφυρίχτρες των αστυνομικών άνοιξε τρύπες στην Ομπρέλα Θορύβου.
Και μέσα απ᾿ αυτές τις τρύπες είδε η Ράχελ κομμάτια κόκκινου ουρανού. Εκεί ψηλά, στον κόκκινο ουρανό, πετούσαν κόκκινα γεράκια που ερευνούσαν το έδαφος για ποντίκια. Στα κουκουλωμένα κίτρινα μάτια τους καθρεφτιζόταν ένας δρόμος και κόκκινα λάβαρα να περνούν κι ένα άσπρο πουκάμισο πάνω σε μια μαύρη πλάτη με ένα μικρό σημάδι.
Να περπατάει.
Τρόμος, ιδρώτας και πούδρα έγιναν ένα: μια μοβ πηχτή κρέμα χωμένη μες στις δίπλες τού λαιμού τής Μπέμπας Κοτσάμα. Μικρά σβολαράκια από πηγμένο σάλιο είχαν σταθεί στις άκρες των χειλιών της. Φαντάστηκε πως είδε έναν άντρα ανάμεσα στους διαδηλωτές. Έναν άντρα που έμοιαζε ίδιος με κάποιο ναξαλίτη ονόματι Ράτζαν. Το είχαν γράψει οι εφημερίδες. Είχαν δημοσιεύσει και τη φωτογραφία του. Η Μπέμπα Κοτσάμα φαντάστηκε πως ο άντρας αυτός την είχε κοιτάξει κατάματα.
Ένας άντρας με κόκκινη σημαία και πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, άνοιξε την πόρτα από τη μεριά τής Ράχελ που δεν ήταν κλειδωμένη. Το άνοιγμα γέμισε άντρες που στάθηκαν να δουν.
«ζεσταίνεσαι, μωρό μου;» ρώτησε ευγενικά τη Ράχελ στα μαλαγιάλαμ. Ύστερα απότομα: «Πες τού μπαμπά σου να σού αγοράσει κλιματιστικό!» και χλιμίντρισε ευχαριστημένος με το αστείο του. Η Ράχελ τού αντιγύρισε το χαμόγελο, ευχαριστημένη που είχε πάρει τον Τσάκο για πατέρα της. Σαν κανονική οικογένεια.
«Μην απαντήσεις!» τής ψιθύρισε βραχνά η Μπέμπα Κοτσάμα. «Κοίτα κάτω! Απλώς κοίτα κάτω!»
Ο άντρας με τη σημαία έστρεψε την προσοχή του σ᾿ εκείνη. Εκείνη κοίταζε το δάπεδο τού αυτοκινήτου. Σαν ντροπαλή, φοβητσιάρα παρθένα που την παντρεύουν μ᾿ έναν ξένο.
«Γεια σου, αδερφούλα», τής είπε διαλέγοντας με προσοχή τις λέξεις του στα αγγλικά. «Θα μού πεις, σε παρακαλώ, το όνομά σου;»
Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν απάντησε κι εκείνος στράφηκε στους συντρόφους του.
«Δεν έχει όνομα».
«Τι θα λέγατε να την πούμε Μονταλάλι Μαριακούτι;» πρότεινε κάποιος γελώντας. Μονταλάλι στα μαλαγιάλαμ θα πει γαιοκτήμονας.
«Α, Β, Γ, Δ, Χ, Ψ, Ω», είπε ένας άλλος, άσχετα.
Μαζεύτηκαν κι άλλοι φοιτητές. Φορούσαν όλοι μαντίλια ή βαμβακερές πετσέτες χεριών στο κεφάλι για να προστατεύονται από τον ήλιο.
Ο άντρας με το πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, έδωσε την κόκκινη σημαία του στην Μπέμπα Κοτσάμα σαν δώρο. «Ορίστε», τής είπε. «Κράτησέ την».
Η Μπέμπα Κοτσάμα την πήρε και την κράτησε, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Κούνα την», πρόσταξε.
Αναγκάστηκε να την κουνήσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Μύριζε καινούργιο πανί και κατάστημα. Ατσαλάκωτη και σκονισμένη. Η Μπέμπα Κοτσάμα προσπάθησε να την κουνήσει δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι δεν την κουνούσε. «Τώρα πες ζήτω η επανάσταση!»
«ζήτω η επανάσταση», ψιθύρισε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Καλό κορίτσι!»
Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια και μια σφυρίχτρα ούρλιαξε.
«Εντάξει, λοιπόν», είπε ο άντρας στα αγγλικά πια στην Μπέμπα Κοτσάμα, λες κι είχαν κλείσει κάποια καλή συμφωνία οι δυο τους. «Μπάι μπάι!» Κι έκλεισε με δύναμη τη γαλανή πόρτα τής Πλίμουθ.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τραντάχτηκε ολόκληρη.
Ο κόσμος γύρω απ᾿ το αυτοκίνητο σκόρπισε και προχώρησε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τύλιξε τη σημαία και την έβαλε στο χώρισμα μετά τα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου. Έχωσε το κομπολόι της στον κόρφο της, ανάμεσα στα πεπόνια της, στη θέση του. Έκανε ένα σωρό πράγματα, κι αυτό κι εκείνο και το άλλο. Προσπαθώντας να σώσει λίγη έστω απ᾿ την αξιοπρέπειά της.
Όταν πέρασαν κι οι τελευταίοι άντρες, ο Τσάκο είπε ότι μπορούσαν πια να ανοίξουν τα παράθυρα.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν αυτός;» ρώτησε αμέσως μετά τη Ράχελ.
«Ποιος αυτός;» ρώτησε η Ράχελ, ξαφνικά καχύποπτη.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο Βελούτθα;»
«Χμμμ.…» έκανε η Ράχελ προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο και να αποκρυπτογραφήσει τα ξέφρενα μηνύματα που τής έστελνε ο Έστθα με τη σκέψη του.
Σε ρωτάω: «είσαι σίγουρη ότι ο άντρας που είδες ήταν ο Βελούτθα;» ρώτησε για τρίτη φορά ο Τσάκο.
«Μμμ... όχι... δηλαδή σχεδόν. Δηλαδή σχεδόν ναι», αποκρίθηκε η Ράχελ.
«Είσαι σχεδόν σίγουρη;» ρώτησε ο Τσάκο.
«Όχι... ήταν σχεδόν ο Βελούτθα», είπε η Ράχελ. «Έμοιαζε σχεδόν μ᾿ εκείνον».
«Δηλαδή δεν είσαι σίγουρη;» «Σχεδόν όχι». Η Ράχελ έριξε μια λοξή ματιά στον Έστθα, αποζητώντας την επιδοκιμασία του.
«Αυτός πρέπει να ᾿ταν», μπήκε στη μέση η Μπέμπα Κοτσάμα. «Ορίστε πώς κατάντησε στο Τριβάντραμ. Όλοι όσοι πάνε εκεί και ξαναγυρίζουν, νομίζουν ότι είναι μεγάλοι και τρανοί πολιτικοί».
Κανείς δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την άποψή της.
«Καλά θα κάνουμε να τον προσέχουμε», συνέχισε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Αν αρχίσει να μιλάει για συνδικάτα και τέτοια στο εργοστάσιο... Εγώ έχω προσέξει ήδη μερικά πράγματα... Μια ξεδιαντροπιά... Μια αγνωμοσύνη... Τις προάλλες τού ζήτησα να μού κουβαλήσει λίγες πέτρες για το παρτέρι μου με τα βότσαλα κι αυτός...»
«Εγώ τον είδα στο σπίτι λίγο πριν φύγουμε», είπε με λαμπερό χαμόγελο ο Έστθα. «Πώς θα μπορούσε να είναι αυτός;»
«Για το καλό του», είπε με σκοτεινό ύφος η Μπέμπα Κοτσάμα, «ελπίζω να μην ήταν. Και μη με ξαναδιακόψεις, Εστθάπεν!»
Τις επόμενες μέρες η Μπέμπα Κοτσάμα ξέσπασε στον Βελούτθα όλη την οργή που φούσκωνε μέσα της εξαιτίας τής δημόσιας ταπείνωσής της. Την ακόνιζε, τής έξυνε τη μύτη σαν να ᾿ταν μολύβι. Στο μυαλό της μέσα ο Βελούτθα έφτασε να αντιπροσωπεύει ολόκληρη τη διαδήλωση και τον άντρα που την είχε αναγκάσει να ανεμίσει τη σημαία τού Μαρξιστικού Κόμματος. Και τον άντρα που την είχε βαφτίσει Μονταλάλι Μαριακούτι. Κι όλους τούς άντρες που είχαν γελάσει εις βάρος της.
Άρχισε να τον μισεί.
Από τον τρόπο που κρατούσε η Άμου ψηλά το κεφάλι της, η Ράχελ καταλάβαινε πως ήταν ακόμα θυμωμένη. Η Ράχελ κοίταξε το ρολόι της. Δύο παρά δέκα. Το τρένο δεν είχε περάσει ακόμα. Ακούμπησε το σαγόνι της στο περβάζι τού παραθύρου. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να δει καλύτερα τον πατημένο βάτραχο στη μέση του δρόμου. Ήταν τόσο ψόφιος, τόσο πατημένος που έμοιαζε περισσότερο με λεκέ στο σχήμα τού βάτραχου παρά με κανονικό βάτραχο. Η Ράχελ αναρωτήθηκε αν η δεσποινίς Μίτεν έμοιαζε κι αυτή με λεκέ στο σχήμα τής δεσποινίδας Μίτεν όταν την πάτησε το φορτηγό με το γάλα. Με τη σιγουριά τού αληθινού πιστού, ο Βέλια Πάαπεν είχε διαβεβαιώσει τα δίδυμα ότι δεν υπήρχαν στον κόσμο μαύρες γάτες. Μόνο τρύπες στο Σύμπαν υπήρχαν που έμοιαζαν με μαύρες γάτες, έλεγε.
Είχε τόσο πολλούς λεκέδες στο δρόμο. Λεκέδες στο σχήμα τής πατημένης δεσποινίδας Μίτεν σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Λεκέδες στο σχήμα πατημένων βατράχων σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Πατημένα σκυλιά που έτρωγαν τα σχήματα πατημένων βατράχων σκόρπια στο Σύμπαν.
Πούπουλα. Μάνγκο. Σάλιο.
Σε όλο το δρόμο μέχρι το Κοτσίν.
Ο ήλιος έλαμπε, περνούσε μέσα από τα τζάμια τής Πλίμουθ κι έπεφτε ίσια πάνω στη Ράχελ. Έκλεισε τα μάτια της και τού ανταπέδωσε τη λάμψη του. Ακόμα και πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, το φως ήταν δυνατό και ζεστό. Ο ουρανός είχε πορτοκαλί χρώμα και οι φοινικιές έμοιαζαν με θαλάσσιες ανεμώνες που σάλευαν αργά τις κεραίες τους, ελπίζοντας να πιάσουν κάποιο περαστικό, ανυποψίαστο σύννεφο και να το φάνε. Έπειτα παρουσιάστηκε ένας διάφανος Ρωμαίος στρατιώτης με πιτσιλωτό άλογο. Το παράξενο με τούς Ρωμαίους στρατιώτες στα κόμικ, κατά τη γνώμη τής Ράχελ, ήταν πως φορτώνονταν ένα κάρο σιδερικά με τούς θώρακες και τις περικεφαλαίες τους, κι ύστερα, μετά απ᾿ όλα αυτά, άφηναν γυμνά τα πόδια τους. Δεν μπορούσε να τούς καταλάβει. Δεν έβγαινε νόημα. Ούτε από την άποψη τού κλίματος ούτε από καμία άλλη άποψη. Η Άμου τούς είχε πει την ιστορία τού Ιουλίου Καίσαρα που τον είχε μαχαιρώσει ο Βρούτος, ο καλύτερός του φίλος. Τούς είχε περιγράψει πώς έπεσε κατάχαμα με το λεπίδι καρφωμένο στη ράχη του και πώς γύρισε και είπε: «Et tu, Brute? (Κι εσύ, Βρούτο) – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!»
«Αυτό μάς δείχνει ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε ποτέ κανέναν», πρόσθεσε η Άμου. «Μάνα, πατέρα, αδερφό, άντρα, φίλο. Κανέναν».
«Με τα παιδιά», είπε (όταν τη ρώτησαν), «το πράγμα δεν ήταν ακόμα σίγουρο». Για παράδειγμα, είπε, «ήταν πέρα για πέρα δυνατόν να μεγαλώσει ο Έστθα και να γίνει ένα Αρσενικό Σοβινιστικό Γουρούνι».
Τις νύχτες ο Έστθα σηκωνόταν στο κρεβάτι του, με το σεντόνι του τυλιγμένο γύρω απ᾿ τούς ώμους του, κι έλεγε: «Et tu, Brute? – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!» και σωριαζόταν στο στρώμα με αλύγιστα γόνατα, σαν μαχαιρωμένος. Η Κότσου Μάρια που κοιμόταν σε μια ψάθα στο πάτωμα, τον απειλούσε ότι θα το πει στη Μαμάτσι.
«Πες στη μάνα σου να σε πάει στο σπίτι τού πατέρα σου», έλεγε. «Εκεί θα μπορείς να σπάσεις όσα κρεβάτια θέλεις. Αυτά εδώ δεν είναι δικά σου. Δεν είναι δικό σου σπίτι».
Ο Έστθα τότε σηκωνόταν από το βασίλειο των νεκρών, στεκόταν όρθιος στο κρεβάτι του κι έλεγε: «Et tu? Κότσου Μάρια; – Πέσε, λοιπόν, Έστθα!» και πέθαινε ξανά.
Η Κότσου Μάρια ήταν σίγουρη πως το "Et tu" ήταν κάποιο εγγλέζικο παλιόλογο και περίμενε την κατά&lambda
Μια καταγάλανη Πλίμουθ, με τον ήλιο να γυαλίζει στα φτερά της, έτρεχε μέσα στα χωράφια τού νέου ρυζιού και στα παλιά καουτσουκόδεντρα, με κατεύθυνση το Κοτσίν. Πιο ανατολικά, σε μια μικρή χώρα με παρόμοια τοπία (ζούγκλες, ποτάμια, ορυζώνες, κομμουνιστές), είχαν πέσει αρκετές βόμβες για να τη σκεπάσουν ολόκληρη με μια στρώση ατσάλι ύψους δεκαπέντε πόντων. Εδώ ωστόσο βασίλευε η ειρήνη και η οικογένεια μέσα στην Πλίμουθ ταξίδευε χωρίς φόβους και σκοτεινά προαισθήματα.
Η Πλίμουθ ήταν καταρχήν τού Παπάτσι, τού παππού τής Ράχελ και τού Έστθα. Τώρα που ο Παπάτσι είχε πεθάνει, ήταν τής Μαμάτσι, τής γιαγιάς τους. Κι ο Έστθα με τη Ράχελ (επτά ετών δίδυμα) πήγαιναν στο Κοτσίν να δουν τη "Μελωδία τής ευτυχίας". Για τρίτη φορά. Ήξεραν απέξω όλα τα τραγούδια.
Μετά θα πήγαιναν να μείνουν όλοι στο ξενοδοχείο "Σι Κουίν" που μύριζε μπαγιάτικο φαγητό. Είχαν κλείσει δωμάτια.
Την άλλη μέρα το πρωί, νωρίς νωρίς, θα πήγαιναν στο αεροδρόμιο τού Κοτσίν, να υποδεχτούν την πρώην σύζυγο τού Τσάκο —την Εγγλέζα θεία τους Μάργκαρετ Κοτσάμα— και την ξαδέρφη τους Σόφι Μολ (τρία χρόνια μεγαλύτερη από τα δίδυμα), οι οποίες έρχονταν από το Λονδίνο να περάσουν τα Χριστούγεννα στο Αγιέμενεμ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, εκείνο το χρόνο, ο δεύτερος άντρας τής Μάργκαρετ Κοτσάμα, ο Tζo, είχε σκοτωθεί με το αυτοκίνητο. Όταν έμαθε τα νέα ο Τσάκο, τις κάλεσε στο Αγιέμενεμ. Δεν άντεχε, είπε, να τις σκέφτεται μόνες και λυπημένες. Να κάνουν Χριστούγεννα στην Αγγλία. Σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις.
Η Άμου είπε ότι ο Τσάκο δεν είχε πάψει ποτέ να αγαπάει τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Η Μαμάτσι διαφώνησε. Προτιμούσε να πιστεύει ότι ο γιος της δεν είχε αγαπήσει ποτέ του αυτήν τη γυναίκα.
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν ξανασυναντήσει τη Σόφι Μολ αλλά είχαν ακούσει πολλά γι᾿ αυτήν τις τελευταίες μέρες. Από την Μπέμπα Κοτσάμα, από την Κότσου Μάρια, ακόμα κι από τη Μαμάτσι. Ούτε αυτές την είχαν συναντήσει ποτέ. Μιλούσαν όμως λες και την ήξεραν. Ήταν η εβδομάδα τού Τι Θα Σκεφτεί Η Σόφι Μολ;
Όλη εκείνη την εβδομάδα η Μπέμπα Κοτσάμα κρυφάκουγε αλύπητα ό,τι κι αν έλεγαν τα δίδυμα. Και όποτε τα τσάκωνε να μιλούν μαλαγιάλαμ, τούς επέβαλλε ένα μικρό πρόστιμο, το οποίο τσέπωνε επιτόπου. Κρατώντας το απ᾿ το χαρτζιλίκι τους. Τα υποχρέωσε να γράψουν στα τετράδιά τους Θα μιλάω μόνο αγγλικά, Θα μιλάω μόνο αγγλικά. Εκατό φορές ο καθένας. Αυτό το γράψιμο το ονόμαζε τιμωρία. Όταν τελείωναν, καθόταν και έλεγχε τα τετράδιά τους γραμμή γραμμή, με το κόκκινο μολύβι της, για να είναι σίγουρη ότι δε θα τής παρουσίαζαν ανακυκλωμένες παλιές τιμωρίες με τις ίδιες φράσεις.
Τα έβαλε να μάθουν ένα εγγλέζικο τραγουδάκι για να το τραγουδούν στο αυτοκίνητο, γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο. Έπρεπε να σχηματίζουν σωστά κάθε λέξη ξεχωριστά και να προσέχουν ιδιαίτερα την προφορά τους. Την ΠΡΟφο-ρά
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γεί
Ο Χρι-ιστός μάς ο-δη-γείειει
Και στη σκέπη Του μάς έεεχει.
Ολόκληρο το όνομα τού Έστθα ήταν Εστθάπεν Γιάκο. Τής Ράχελ ήταν Ράχελ. Προσωρινά δεν είχαν επίθετο, επειδή η Άμου δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα ξανάπαιρνε το πατρικό της ή όχι. Αν κι έλεγε πως η επιλογή μεταξύ τού επιθέτου τού συζύγου ή τού πατέρα της, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια σε μια γυναίκα.
Ο Έστθα φορούσε τα μπεζ μυτερά παπούτσια του κι είχε χτενίσει τα μαλλιά του αλά Έλβις. Έτσι χτενιζόταν πάντα, Όταν Ήταν Να Βγουν Έξω. Απ᾿ όλα τα τραγούδια τού Έλβις αγαπούσε περισσότερο το "Πάρτι". «Some people like to rock, some people like to roll», σιγοτραγουδούσε όταν ήταν μόνος. Ο Έστθα είχε λοξά, νυσταγμένα μάτια και τα καινούργια του μπροστινά δόντια ήταν ακόμα πριονωτά στην άκρη. Τα καινούργια δόντια τής Ράχελ περίμεναν κρυμμένα μέσα στα ούλα της, όπως περιμένουν οι λέξεις κρυμμένες μέσα στο μολύβι. Όλοι απορούσαν που μια απόσταση δεκαοχτώ λεπτών την ώρα τής γέννας μπορούσε να προκαλέσει τέτοιες διαφορές στην οδοντοφυΐα των κοπτήρων.
Τα μαλλιά τής Ράχελ ήταν μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι της, σαν σιντριβάνι. Δεμένα με ένα Love-in-Tokyo — δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο που καμιά σχέση δεν είχαν με την Αγάπη ή το Τόκιο. Στην Κέραλα τα Love-in-Tokyo πέρασαν με επιτυχία τη δοκιμασία τού χρόνου. Ακόμα και σήμερα τα βρίσκεις σε όλα τα αξιοπρεπή γυναικεία καταστήματα. Δυο χάντρες περασμένες σε ένα λάστιχο.
Στο ψεύτικο ρολόι τής Ράχελ η ώρα ήταν ζωγραφισμένη. Δύο παρά δέκα. Μια από τις φιλοδοξίες της ήταν να αποκτήσει ένα ρολόι όπου θα μπορούσε να αλλάζει την ώρα όποτε ήθελε. Οι κόκκινοι πλαστικοί φακοί των κίτρινων γυαλιών της έβαφαν τον κόσμο κόκκινο. Η Άμου έλεγε ότι τής έκαναν κακό στα μάτια και την είχε συμβουλέψει να τα φοράει όσο μπορούσε λιγότερο.
Το Φουστάνι για το Αεροδρόμιο βρισκόταν στη βαλίτσα τής Άμου. Είχε και ασορτί βρακάκι.
Ο Τσάκο οδηγούσε. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από την Άμου.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο βιβλία, από το πάτωμα ως το ταβάνι. Τα είχε διαβάσει όλα και συχνά απάγγελλε μεγάλα αποσπάσματα χωρίς προφανή λόγο. Και πάντως χωρίς κανένα λόγο, απ᾿ αυτούς που θα μπορούσε ένας άλλος να βάλει με το μυαλό του. Εκείνο το πρωί, ας πούμε, καθώς περνούσαν την αυλόπορτα αποχαιρετώντας τη Μαμάτσι, όρθια στην μπροστινή βεράντα, ο Τσάκο άνοιξε το στόμα του και είπε: «Ο Γκάτσμπι δεν τα πήγε άσχημα τελικά. Μα αυτό που τον κυνηγούσε, η ασφυκτική πνιγηρή ατμόσφαιρα που τύλιγε τα όνειρά του, με έδιωχνε μακριά και παρέλυε προσωρινά το ενδιαφέρον μου για τις θλιβερές ατυχίες και τις άτονες παρορμήσεις των ανθρώπων».
Ήταν όλοι τόσο συνηθισμένοι σ᾿ αυτά, που δεν έμπαιναν πια στον κόπο να κοιταχτούν ή να σκουντήσουν ο ένας τον άλλο με τον αγκώνα. Ο Τσάκο είχε σπουδάσει στην Οξφόρδη με υποτροφία τού Ιδρύματος Ρόουντς. Οι εκκεντρικότητες και οι υπερβολές, ήταν λοιπόν δικαίωμά του.
Ισχυριζόταν πως έγραφε μια Οικογενειακή Βιογραφία. Κι ότι η Οικογένεια θα έπρεπε να τον πληρώσει για να μην τη δώσει στη δημοσιότητα. Η Άμου έλεγε πως μόνο ένα πρόσωπο στην οικογένεια θα μπορούσε να πέσει θύμα αυτού τού βιογραφικού εκβιασμού· κι αυτό το πρόσωπο ήταν ο ίδιος ο Τσάκο.
Όλα αυτά βέβαια πριν. Πριν από τον Τρόμο.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Άμου καθόταν μπροστά, δίπλα στον Τσάκο. Ήταν είκοσι εφτά χρονών τότε και μέσα στην κοιλότητα τού στομαχιού της κουβαλούσε την παγωμένη γνώση πως είχε ζήσει κιόλας τη ζωή της. Τής είχε δοθεί μια ευκαιρία. Έσφαλε. Είχε παντρευτεί λάθος άντρα.
Η Άμου είχε τελειώσει το σχολείο τον ίδιο χρόνο που ο πατέρας της πήρε σύνταξη απ᾿ τη δουλειά του στο Δελχί και μετακόμισαν στο Αγιέμενεμ. Ο Παπάτσι επέμενε πως το κολέγιο ήταν περιττό έξοδο για ένα κορίτσι. Κι έτσι η Άμου δεν είχε παρά να εγκαταλείψει το Δελχί και να φύγει μαζί τους. Στο Αγιέμενεμ δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνει ένα νέο κορίτσι: μόνο να κάθεται και να περιμένει προτάσεις γάμου, βοηθώντας ταυτόχρονα τη μητέρα της στις δουλειές τού σπιτιού. Μιας κι ο πατέρας της δεν είχε αρκετά χρήματα για να τής δώσει αξιοπρεπή προίκα δεν παρουσιάστηκε κανένας υποψήφιος γαμπρός για την Άμου. Δυο χρόνια πέρασαν έτσι. Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της ήρθαν κι έφυγαν. Χωρίς να το προσέξει κανείς. Χωρίς να το σχολιάσει κανείς. Η Άμου είχε φτάσει σε απόγνωση. Μέρα-νύχτα άλλο δεν είχε στο νου της παρά πώς να το σκάσει από το Αγιέμενεμ, από τα νύχια τού δύστροπου πατέρα της και τής πικρόχολης, διαρκώς άρρωστης μητέρας της. Κατέστρωνε αξιοθρήνητα κι αποτυχημένα σχέδια. Τελικά, ένα απ᾿ αυτά δούλεψε. Ο πατέρας της δέχτηκε να την αφήσει να περάσει το καλοκαίρι με κάποια μακρινή θεία που ζούσε στην Καλκούτα.
Εκεί, στο γάμο κάποιων άλλων, γνώρισε η Άμου το μελλοντικό της σύζυγο.
Έκανε τις διακοπές του. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του στο Άσαμ, όπου ήταν επιστάτης σε μια φυτεία τσαγιού. Η οικογένειά του ήταν άλλοτε εύπορη, ζαμιντάρ* με δική τους γη. Μετά την Ανεξαρτησία και τη Διαίρεση εγκαταστάθηκαν στην Καλκούτα αφήνοντας για πάντα τη Βεγγάλη.
Ήταν μέτριος το ανάστημα αλλά καλοκαμωμένος. Ευχάριστο πρόσωπο. Φορούσε παλιομοδίτικα γυαλιά που τον έκαναν να δείχνει σοβαρός κι έκρυβαν εντελώς τη γοητευτική ανεμελιά του και τη νεανική, αλλά πέρα για πέρα αφοπλιστική αίσθηση τού χιούμορ του. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και δούλευε ήδη έξι χρόνια επιστάτης. Δεν είχε περάσει από το κολέγιο, πράγμα που εξηγούσε την προτίμησή του για παιδιάστικα αστεία. Ζήτησε από την Άμου να τον παντρευτεί πέντε μέρες μετά τη γνωριμία τους. Η Άμου δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Δε δοκίμασε να υποκριθεί αγάπες και λουλούδια. Ζύγισε απλώς τα υπέρ και τα κατά και δέχτηκε. Καλύτερα οτιδήποτε, οποιονδήποτε, παρά να γυρίσει στο Αγιέμενεμ. Έγραψε στους γονείς της και τούς ανακοίνωσε την απόφασή της. Δεν τής απάντησαν.
Ο γάμος έγινε, όπως συνήθιζαν να γιορτάζουν τούς γάμους στην Καλκούτα. Αργότερα, αναθυμούμενη εκείνη τη μέρα, η Άμου συνειδητοποίησε ότι η φλόγα στα μάτια τού άντρα της δεν ήταν έρωτας. Δεν ήταν καν πόθος φουντωμένος στην τόσο κοντινή προοπτική τής ικανοποίησης. Ήταν περίπου οχτώ μεγάλα ποτήρια ουίσκι. Σκέτα. Χωρίς νερό, χωρίς πάγο.
Ο πεθερός της ήταν διευθυντής στους Σιδηροδρόμους και είχε εκπροσωπήσει κάποτε το Κέμπριτζ στους Αγώνες Μποξ. Ήταν γραμματέας τής Ένωσης Ερασιτεχνών Μποξέρ Βεγγάλης. Χάρισε στο νεαρό ζευγάρι ένα ολοκαίνουργο Φίατ, ειδική παραγγελία, σε ροζ χρώμα, με το οποίο έφυγε ο ίδιος μετά το γάμο, κουβαλώντας κι όλα τα δώρα και τα χρυσαφικά που είχαν φέρει οι καλεσμένοι.
Όταν μετακόμισε η Άμου με τον άντρα της στο Άσαμ, νέα, όμορφη κι αθυρόστομη όπως ήταν, έγινε το αστέρι τού Πλάντερς Κλαμπ. Φορούσε ξώπλατες μπλούζες με τα σάρι της και κρατούσε μικρό λαμέ τσαντάκι, κρεμασμένο σε λεπτή αλυσίδα. Κάπνιζε τσιγάρα με μια μακριά ασημένια πίπα κι έμαθε να φτιάχνει με τον καπνό τέλεια δαχτυλίδια στον αέρα. Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι ο άντρας της δεν το ᾿τσουζε απλώς όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά μεθοκοπούσε διαρκώς, όσο άντεχε το στομάχι του. Ήταν αλκοολικός πέρα για πέρα, με όλη την πονηριά και την τραγική γοητεία των σκλάβων τού οινοπνεύματος.
Η Άμου ήταν οχτώ μηνών έγκυος όταν ξέσπασε ο πόλεμος με την Κίνα. Ήταν τον Οκτώβριο τού 1962. Ο κόσμος μιλούσε για κινέζικη κατοχή και επικείμενη ήττα τής Ινδίας Οι γυναίκες και τα παιδιά αναγκάστηκαν να φύγουν από το Άσαμ. Η Άμου, ετοιμόγεννη καθώς ήταν κι ανήμπορη να ταξιδέψει, έμεινε στη φυτεία. Όταν έπιασαν οι πόνοι την Άμου, ο Μπάμπα*, ο πατέρας, την πήρε με ένα αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο τού Σίλονγκ. Τα τραντάγματα στη διαδρομή ήταν τρομαχτικά. Λίγο έλειψε να γεννηθούν μέσα στο λεωφορείο ο Έστθα και η Ράχελ. Στις στροφές τού Άσαμ όμως, καθώς περνούσαν μέσα από τη φυτεία τού τσαγιού, το αυτοκίνητο έμεινε. Το άφησαν και σταμάτησαν ένα περαστικό λεωφορείο τής γραμμής, γεμάτο κόσμο. Με την αλλόκοτη συμπόνια που δείχνουν συχνά οι πολύ φτωχοί στους σχετικά εύπορους, ή πάλι απλώς και μόνο επειδή είδαν πως η Άμου ήταν ετοιμόγεννη, οι επιβάτες τού λεωφορείου στριμώχτηκαν για να τούς κάνουν χώρο να καθίσουν. Και μέχρι να φτάσουν, ο πατέρας τού Έστθα και τής Ράχελ κρατούσε την κοιλιά τής μητέρας τους (κι εκείνους μέσα της) για να τούς προφυλάξει από τα κουνήματα. Αυτά έγιναν πριν χωρίσουν και πριν επιστρέψει η Άμου να ζήσει στην Κέραλα.
Αυτό ήταν το σκηνικό τής γέννησης τού Έστθα και τής Ράχελ. Γεννήθηκαν στο φως των κεριών. Σε ένα νοσοκομείο με μαύρη μπογιά στα παράθυρα για να μη φαίνεται το φως του από έξω. Ήρθαν στον κόσμο χωρίς δυσκολίες, με διαφορά δεκαοχτώ λεπτών μεταξύ τους. Δυο μικρά μωρά αντί για ένα μεγάλο. Δίδυμες φώκιες, γλιστερές ακόμα από τα υγρά τής μήτρας τής μάνας τους. Ζαρωμένα από τον αγώνα τής γέννας. Η Άμου τα έψαξε, να σιγουρευτεί πως ήταν εντάξει, πριν κλείσει τα μάτια της κι αποκοιμηθεί.
Μέτρησε τέσσερα μάτια, τέσσερα αφτιά, δυο στόματα, δυο μύτες, είκοσι δαχτυλάκια στα χέρια και είκοσι στα πόδια.
Δεν πρόσεξε τη μία και μοναδική σιαμέζικη ψυχή. Ήταν ευτυχισμένη με τα δυο μωρά της. Ο πατέρας τους, ξαπλωμένος σε ένα σκληρό πάγκο στο διάδρομο τού νοσοκομείου, ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Όταν τα δίδυμα έγιναν δυο χρονών, η μανία τού πατέρα τους με το ποτό, οξυμένη από τη μοναξιά τής ζωής του στη φυτεία, τον έφερνε συχνά σε κατάσταση λήθαργου. Μέρες ολόκληρες έμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αδιαφορώντας για τη δουλειά του. Ο Εγγλέζος προϊστάμενός του, ο κύριος Χόλικ, δεν άργησε να τον καλέσει στο ξύλινο σπίτι του για μια "σοβαρή συζήτηση".
Η Άμου, καθισμένη στη βεράντα τού σπιτιού τους, τον περίμενε γεμάτη αγωνία. Ήταν σίγουρη ότι ο Χόλικ είχε κατά νου να απολύσει τον άντρα της. Τα ᾿χασε όταν τον είδε να γυρίζει στενοχωρημένος, αλλά όχι απελπισμένος. Ο κύριος Χόλικ τού είχε κάνει μια πρόταση, είπε. Μια πρόταση που έπρεπε να την κουβεντιάσει μαζί της. Άρχισε δισταχτικά, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Όσο προχωρούσε τόσο έπαιρνε θάρρος. Από πρακτική άποψη, μακροπρόθεσμα, ήταν μια πρόταση από την οποία θα είχαν όφελος και οι δυο, είπε. Ή μάλλον, όλοι, αν λογάριαζαν και τη μόρφωση των παιδιών.
Ο κύριος Χόλικ είχε μιλήσει ανοιχτά στο νεαρό επιστάτη του. Τού είπε για τα παράπονα που τού είχαν κάνει οι εργάτες και οι άλλοι επιστάτες. «Φοβάμαι πως δε μού μένει άλλη λύση», πρόσθεσε. «Θα πρέπει να ζητήσω την παραίτησή σου».
Άφησε τη σιωπή να παίξει το ρόλο της. Περίμενε ώσπου να αρχίσει να τρέμει ο αξιοθρήνητος άντρας που καθόταν αντίκρυ του, απ᾿ την άλλη μεριά τού τραπεζιού. Ώσπου να αρχίσει να κλαίει. Και τότε ο κύριος Χόλικ άνοιξε πάλι το στόμα του.
«Μπορεί ωστόσο να βρεθεί κάποια λύση... Ίσως θα μπορούσαμε να τα κανονίσουμε με κάποιον τρόπο μεταξύ μας. Πρέπει πάντα να παίρνει κανείς τα πράγματα από την καλή τους πλευρά. Το πιστεύω αυτό. Να μην ξεχνάει τούς λόγους που θα ᾿πρεπε να τον κάνουν ευτυχισμένο». Ο Χόλικ έκανε μια παύση και παράγγειλε μια καφετιέρα μαύρο καφέ. «Είσαι πολύ τυχερός άντρας, ξέρεις. Θαυμάσια οικογένεια, όμορφα παιδιά, γοητευτική γυναίκα…» Άναψε τσιγάρο και το κάπνισε αργά αργά. Άφησε την καύτρα να φτάσει ως το φίλτρο, τόσο που δεν μπορούσε πια να το κρατήσει. «Μια τρομερά γοητευτική γυναίκα...»
Το κλάμα σταμάτησε. Δυο σαστισμένα καστανά μάτια καρφώθηκαν στα τρομαχτικά μάτια τού Εγγλέζου, μάτια πράσινα και γεμάτα κόκκινες φλεβίτσες. Πίνοντας καφέ, ο κύριος Χόλικ πρότεινε στον Μπάμπα να φύγει για λίγο από τη φυτεία. Να πάρει την άδειά του και να πάει διακοπές. Σε κάποια κλινική ίσως για να κάνει αποτοξίνωση. Μπορούσε να λείψει όσο ήθελε, ώσπου να αισθανθεί καλύτερα, να σταθεί στα πόδια του. Και όσο θα έλειπε, συνέχισε ο κύριος Χόλικ, ας ερχόταν η Άμου να μείνει μαζί του για να τη " φροντίζει" .
Στη φυτεία ζούσαν ήδη κάμποσα κουρελιάρικα παιδιά με ανοιχτόχρωμο δέρμα. Παιδιά τού Χόλικ με τις εργάτριες που μάζευαν το τσάι. Με όσες απ᾿ αυτές τού άρεσαν. Τούτη δω ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζε την τύχη του, στον κύκλο των επιστατών.
Η Άμου παρακολουθούσε τα χείλη τού άντρα της να κινούνται, καθώς σχημάτιζαν τις λέξεις. Δεν είπε τίποτα. Εκείνος άρχισε να νιώθει άβολα με τη σιωπή της. Στο τέλος θύμωσε. Ξαφνικά σηκώθηκε έξαλλος, την άρπαξε από τα μαλλιά, τη χτύπησε κι αμέσως μετά σωριάστηκε λιπόθυμος απ᾿ την ταραχή του. Η Άμου πήρε από το ράφι το πιο βαρύ βιβλίο που μπόρεσε να βρει – τον Παγκόσμιο Άτλαντα τού Reader᾿s Digest — και τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη. Τον χτύπησε στο κεφάλι. Στα πόδια. Στην πλάτη και στους ώμους. Όταν εκείνος συνήλθε, απόρησε με τις μελανιές του. Γεμάτος συντριβή, ζήτησε συγγνώμη για τη βάναυση συμπεριφορά του αλλά άρχισε αμέσως τα παρακάλια για να τον βοηθήσει να πάρει άδεια και να συνέλθει. Από τότε οι αντιδράσεις του ακολουθούσαν πάντοτε το ίδιο σχεδιάγραμμα: βιαιοπραγία σε κατάσταση μέθης, κλάματα και αμέσως μετά παρακάλια. Η Άμου αηδίαζε με τη μυρωδιά του· σαν φάρμακο μύριζε το οινόπνευμα βγαίνοντας μέσα από τούς πόρους του. Όταν οι εκρήξεις τού θυμού του άγγιξαν και τα παιδιά της, μόλις ξέσπασε ο πόλεμος με το Πακιστάν, η Άμου εγκατέλειψε τον άντρα της και γύρισε στους γονείς της, στο Αγιέμενεμ, παρόλο που δεν ήταν καλοδεχούμενη κοντά τους. Γύρισε σ᾿ αυτά ακριβώς από τα οποία είχε προσπαθήσει να ξεφύγει λίγα χρόνια νωρίτερα. Μόνο που τώρα είχε και δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά της. Και κανένα όνειρο.
Ο Παπάτσι δεν πίστεψε την ιστορία της, όχι γιατί είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον άντρα της αλλά γιατί απλούστατα δεν ήταν σε θέση να πιστέψει ότι αυτός ο Εγγλέζος, ότι ο οποιοσδήποτε Εγγλέζος, θα μπορούσε ποτέ να ποθήσει τη γυναίκα άλλου άντρα.
Η Άμου αγαπούσε τα παιδιά της (βέβαια), αλλά ένιωθε απόγνωση κοιτάζοντας τα στρογγυλά, αθώα μάτια τους, την ευαισθησία τους, την προθυμία τους να αγαπήσουν ανθρώπους που δεν τα αγαπούσαν στ᾿ αλήθεια. Κι αυτή η απόγνωση την ωθούσε μερικές φορές να τα πληγώνει η ίδια για να τα μάθει να φυλάγονται, για να τα προστατέψει.
Ήταν λες και το παράθυρο, απ᾿ όπου εξαφανίστηκε ο πατέρας τους, είχε μείνει για πάντα ανοιχτό, να μπαίνει όποιος ήθελε.
Η Άμου έβλεπε τα δίδυμα σαν δυο μικρά, σαστισμένα βατραχάκια που απορροφημένα το ένα με το άλλο, κατέβαιναν χοροπηδώντας χέρι χέρι έναν αυτοκινητόδρομο, όπου τα αυτοκίνητα περνούσαν βουίζοντας. Και δε σκέφτονταν στιγμή τι παθαίνουν τα βατραχάκια όταν πέσουν κάτω από τις ρόδες των μεγάλων φορτηγών. Η Άμου δεν τα άφηνε από τα μάτια της. Η υπερβολική προσοχή την τέντωνε, την εκνεύριζε, την κούραζε. Η υπομονή της είχε εξαντληθεί. Τα μάλωνε με το παραμικρό και με το παραμικρό επίσης γινόταν έξαλλη, όταν κάποιος άλλος τα αδικούσε ή τα πείραζε.
Ήξερε ότι η ίδια δεν είχε πια άλλες ελπίδες. Για κείνη δεν υπήρχε παρά μόνο το Αγιέμενεμ. Με μια βεράντα μπροστά και μια βεράντα πίσω. Με ένα ζεστό ποτάμι κι ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μαρμελάδες.
Και στο βάθος, το αδιάκοπο, στριγκό, κλαψιάρικο μουρμουρητό τής αποδοκιμασίας ενός ολόκληρου χωριού.
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή της στο σπίτι των γονιών της, έμαθε η Άμου να αναγνωρίζει και να αποστρέφεται το φριχτό πρόσωπο τής λύπησης. Γριές συγγένισσες, όλο τρίχες στο πανωχείλι και προγούλια, ταξίδευαν όλη νύχτα για να έρθουν στο Αγιέμενεμ να τη λυπηθούν. Για το διαζύγιό της. Τής έσφιγγαν το γόνατο κι από μέσα τους πανηγύριζαν. Η Άμου πάλευε να μη σηκώσει το χέρι της, να μην τις χαστουκίσει με όλη της τη δύναμη. Να μην τσιμπήσει τις ρώγες τους. Με μια τανάλια. Σαν τον Τσάπλιν στους Μοντέρνους καιρούς.
Όταν κοίταζε τις φωτογραφίες τού γάμου της, η Άμου ένιωθε πως η γυναίκα που την κοίταζε απ᾿ το χαρτί, ήταν μια άλλη. Μια άμυαλη γυναίκα, φορτωμένη κοσμήματα. Με μεταξωτό σάρι στο χρώμα τού ηλιοβασιλέματος, όλο χρυσά κεντίδια. Τα δάχτυλά της γεμάτα δαχτυλίδια. Αρωματισμένη με αλοιφή από σανταλόξυλο κάτω απ᾿ τα τόξα των φρυδιών της. Κοιτάζοντας τον εαυτό της μ᾿ αυτά τα ρούχα και τα στολίδια, το απαλό στόμα τής Άμου σφιγγόταν σε ένα μικρό, πικρό χαμόγελο. Το χαμόγελο τής θύμησης όχι για τον ίδιο το γάμο αλλά για το γεγονός ότι είχε αφεθεί υπάκουα να τη στολίσουν πριν την οδηγήσουν στο κάτεργο. Έμοιαζε τόσο παράλογο. Τόσο μάταιο.
Σαν να τρίβεις και να γυαλίζεις τα καυσόξυλα.
Πήγε στο χρυσοχόο τού χωριού κι έδωσε τη βαριά, χρυσή βέρα της για να τη λιώσει. Παράγγειλε να τής φτιάξουν ένα λεπτό βραχιολάκι με δυο φιδίσια κεφάλια που το φύλαξε για τη Ράχελ.
Η Άμου ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν ολότελα οι γάμοι. Από πρακτική άποψη τουλάχιστον. Επέμεινε όμως μέχρι το τέλος της ζωής της να υποστηρίζει τούς κλειστούς γάμους, με συνηθισμένα, καθημερινά ρούχα. Πίστευε ότι η τελετή φάνταζε έτσι λιγότερο μακάβρια.
Πότε πότε, όταν άκουγε στο ραδιόφωνο τραγούδια που τής άρεσαν, κάτι αναδευόταν μέσα της. Ένας ρευστός πόνος απλωνόταν κάτω από το δέρμα της· σαν μάγισσα άφηνε πίσω της αυτόν τον κόσμο και ταξίδευε σε τόπους άλλους, καλύτερους, πιο ευτυχισμένους. Τέτοιες μέρες έμοιαζε τυλιγμένη σε μια λάμψη ανήσυχη, αδάμαστη. Λες κι άφηνε για λίγο παράμερα τον κώδικα ηθικής τής μητέρας και τής χωρισμένης γυναίκας. Ακόμα και το βάδισμά της άλλαζε. Δεν περπατούσε πια σταθερά, αργά, σαν μητέρα, αλλά άγρια, ορμητικά, ασυγκράτητα. Φορούσε λουλούδια στα μαλλιά, κουβαλούσε μαγικά μυστικά στα μάτια της. Δε μιλούσε σε κανέναν. Περνούσε ώρες ολόκληρες στην όχθη τού ποταμού με το μικρό πλαστικό τρανζιστοράκι της, που έμοιαζε με μανταρίνι. Κάπνιζε τσιγάρα και κολυμπούσε μες στη νύχτα.
Τι ήταν αυτή η Απειλητική, Κοφτερή Γραμμή που έκρυβε μέσα της η Άμου; Αυτή η Απρόβλεπτη πλευρά της; Ήταν αυτό που πολεμούσε μέσα της. Το αδιανόητο μείγμα. Η απέραντη τρυφεράδα τής μητρότητας, μαζί με την αχαλίνωτη μανία τού καμικάζι. Αυτό ήταν που μεγάλωνε μέσα της. Αυτό ήταν που την έσπρωξε τελικά να αγαπάει τη νύχτα τον άντρα που τα παιδιά της αγαπούσαν τη μέρα. Να μπαίνει τη νύχτα στη βάρκα, όπου τα παιδιά της έμπαιναν τη μέρα. Τη βάρκα όπου καθόταν ο Έστθα. Τη βάρκα που είχε βρει η Ράχελ.
Τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα τραγούδια τής Άμου, όλοι ήταν απέναντί της. Επιφυλακτικοί. Κατά κάποιον τρόπο το ένιωθαν ότι πατούσε στη ζώνη τού λυκόφωτος, ανάμεσα σε δύο κόσμους, εκεί όπου δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Το ένιωθαν ότι μια γυναίκα καταδικασμένη ήδη απ᾿ όλους δεν είχε και πολλά να χάσει γι᾿ αυτό θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη. Έτσι ένιωθαν οι άνθρωποι και απέφευγαν την Άμου, τις μέρες που το ραδιόφωνο έπαιζε τα δικά της τραγούδια. Δεν τολμούσαν να την πλησιάσουν. Κι όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν προτιμότερο να Την Αφήσουν Ήσυχη. Τις άλλες μέρες είχε όμορφα λακκάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσε.
Είχε λεπτό, όμορφο πρόσωπο, μαύρα φρύδια καμαρωτά σαν τις ανοιχτές φτερούγες τού γλάρου, μικρή ίσια μύτη και λαμπερή επιδερμίδα στο χρώμα τού κάστανου. Εκείνη την καταγάλανη μέρα τού Δεκέμβρη, τουφίτσες απ᾿ τα κατσαρά, ατίθασα μαλλιά της είχαν ξεφύγει κι ανέμιζαν, καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε. Κάτω από το σάρι φορούσε μπλούζα δίχως μανίκια κι οι ώμοι της άστραφταν σαν να τούς είχε τρίψει δυνατά με κερί για να γυαλίσουν. Μερικές φορές ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχαν δει ποτέ ο Έστθα και η Ράχελ. Και άλλες φορές δεν ήταν.
Στο πίσω κάθισμα τής Πλίμουθ, ανάμεσα στον Έστθα και τη Ράχελ, καθόταν η Μπέμπα Κοτσάμα. Τέως καλόγρια και νυν Μεγάλη Θεία τής οικογένειας. Κι όπως καμιά φορά ο δυστυχισμένος αντιπαθεί τούς συντρόφους του στη δυστυχία, έτσι και η Μπέμπα Κοτσάμα αντιπαθούσε τα δίδυμα, γιατί τα θεωρούσε παιδιά καταδικασμένα στην ορφάνια, παιδιά χωρίς πατέρα. Ακόμα χειρότερα, ήταν Υβρίδια. Στις φλέβες τους δεν κυλούσε μόνο χριστιανικό αλλά και ινδουιστικό αίμα. Και καμιά από τις αξιοπρεπείς χριστιανικές οικογένειες τής Συριακής Εκκλησίας δε θα καταδεχόταν ποτέ να συγγενέψει μαζί τους. Ήθελε πάση θυσία να τούς δώσει να καταλάβουν πως οι άλλοι στο Σπίτι τού Αγιέμενεμ απλώς ανέχονταν την παρουσία τους: ήταν το σπίτι τής γιαγιάς τους από τη μεριά τής μητέρας τους, όπου δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα να ζουν. Η Μπέμπα Κοτσάμα αγανακτούσε με την Άμου, επειδή την έβλεπε να παλεύει με μια μοίρα που αυτή, η Μπέμπα Κοτσάμα, είχε αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα, όπως νόμιζε. Τη μοίρα τής δύστυχης γυναίκας που ζει Χωρίς Άντρα. Τη μοίρα τής δύστυχης Μπέμπας Κοτσάμα που Έζησε Χωρίς Τον Πατέρα Μάλιγκαν. Με τα χρόνια είχε πείσει τον εαυτό της πως ο έρωτάς της για τον πατέρα Μάλιγκαν είχε μείνει στα όνειρα, εξαιτίας τής δικής της εγκράτειας και τής δικής της αμετακίνητης απόφασης να κάνει πάντα το σωστό. Υποστήριζε ολόψυχα τη διαδομένη άποψη ότι η παντρεμένη γυναίκα δεν έχει πια θέση στο σπίτι των γονιών της. Όσο για τη χωρισμένη γυναίκα – αυτή πια δεν είχε θέση πουθενά, έλεγε η Μπέμπα Κοτσάμα. Η χωρισμένη γυναίκα, η οποία είχε παντρευτεί από έρωτα.. ε, η Μπέμπα Κοτσάμα δεν έβρισκε λόγια να εκφράσει την αγανάκτησή της. Κι η χωρισμένη γυναίκα που είχε παντρευτεί από έρωτα κάποιον έξω από το θρήσκευμα και το δόγμα τής οικογένειάς της – η Μπέμπα Κοτσάμα προτιμούσε να κρατάει το στόμα της κλειστό, τρέμοντας σύγκορμη από δίκαιη οργή.
Τα δίδυμα ήταν ακόμα μικρά και δεν καταλάβαιναν τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς κάκιωνε για τις στιγμές τής ανέφελης ευτυχίας τους, όταν έπιαναν μια λιβελούλα και την έβαζαν να σηκώσει με τα ποδαράκια της ένα πετραδάκι από την παλάμη τού χεριού τους... όταν τα άφηναν να πλύνουν τα γουρούνια... όταν έβρισκαν κανένα αβγουλάκι – ζεστό ακόμα από την κότα. Μα πιο πολύ τούς κάκιωνε για την αγάπη που είχαν, για την παρηγοριά που έβρισκαν μεταξύ τους. Καραδοκούσε από μέρους τους μια χειρονομία, μια έκφραση δυστυχίας. Τουλάχιστον.
Γυρίζοντας απ᾿ το αεροδρόμιο, μπροστά θα καθόταν η Μάργκαρετ Κοτσάμα. Δίπλα στον Τσάκο. Επειδή ήταν κάποτε παντρεμένη μαζί του. Η Σόφι Μολ θα καθόταν ανάμεσά τους. Η Άμου θα καθόταν πίσω. Θα είχαν δυο θερμός με νερό. Βρασμένο νερό για τη Μάργκαρετ Κοτσάμα και τη Σόφι Μολ. Νερό τής βρύσης για όλους τούς υπόλοιπους. Τις βαλίτσες θα τις έβαζαν στο πορτμπαγκάζ.
Στην οροφή τής Πλίμουθ είχαν τοποθετήσει ένα ξύλινο ορθογώνιο, στερεωμένο σε σιδερένιο σκελετό. Κι από τις τέσσερις μεριές του ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Κάτω από τις επιγραφές ήταν ζωγραφισμένα βαζάκια με μαρμελάδες φρούτων και ξιδάτες πίκλες που κολυμπούσαν στο λάδι. Οι ετικέτες τους έγραφαν, πάλι με καλλιγραφικά γράμματα: Πίκλες & Μαρμελάδες Παραντάιζ. Δίπλα στα βαζάκια υπήρχε μια λίστα με όλα τα προϊόντα τού εργοστασίου Παραντάιζ. Κι ένας χορευτής Κατακάλι* με πράσινη μπογιά στο πρόσωπο και το ρούχο του να ανεμίζει. Κάτω από το στρίφωμά του που ανεβοκατέβαινε σαν σίγμα τελικό, κυματιστές κι αυτές, ξεχώριζαν οι λέξεις: Αυτοκράτορες τής Γεύσης – πρωτοβουλία τού τυπογράφου, τού συντρόφου Κ.Ν.Μ. ΠίλαΪ στις διαφημιστικές ταμπέλες τής Παραντάιζ.
Η Άμου έλεγε ότι ο χορευτής Κατακάλι ήταν για να ρίχνει στάχτη στα μάτια κι ότι ήταν εντελώς άσχετος με την υπόθεση. Ο Τσάκο έλεγε ότι έδινε στα προϊόντα τους ένα Παραδοσιακό Χρώμα κι ότι θα τούς έβγαινε σε καλό, όταν θα άρχιζαν τις εξαγωγές στις Υπερπόντιες Αγορές.
Η Άμου έλεγε ότι το ξύλινο κουτί με τις ταμπέλες στην οροφή του αυτοκινήτου ήταν γελοίο. Τούς έκανε να μοιάζουν με πλανόδιο τσίρκο. Με φτερά.
Η Μαμάτσι είχε αρχίσει το εμπόριο με τις πίκλες και τις μαρμελάδες αμέσως μετά την απόφαση τού Παπάτσι να εγκαταλείψει τη θέση του στο Δημόσιο και να μετακομίσει από το Δελχί στο Αγιέμενεμ. Η Βιβλική Εταιρεία τού Κόταγιαμ διοργάνωσε μια φιλανθρωπική αγορά και παρακάλεσε τη Μαμάτσι να φτιάξει λίγη από την ξακουστή μαρμελάδα της, μπανάνα, καθώς και μια μικρή ποσότητα από τις νόστιμες πίκλες μάνγκο. Τα βάζα της πουλήθηκαν αμέσως. Η Μαμάτσι διαπίστωσε ότι είχε περισσότερες παραγγελίες απ᾿ όσες μπορούσε να εκτελέσει. Ηλεκτρισμένη με την επιτυχία της, αποφάσισε να ασχοληθεί ουσιαστικά με τις πίκλες και τις μαρμελάδες. Σύντομα βρέθηκε πνιγμένη στη δουλειά, όλο το χρόνο. Ο Παπάτσι από τη μεριά του δυσκολευόταν να καταπιεί την ντροπή τού συνταξιούχου. Ήταν δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερος από τη Μαμάτσι και συγκλονίστηκε συνειδητοποιώντας ότι ήταν πια ένας γέρος άνθρωπος, ενώ η γυναίκα του βρισκόταν ακόμα στο άνθος τής ηλικίας της.
Παρόλο που η Μαμάτσι υπέφερε από κερατοειδόκωνο κι ήταν σχεδόν τυφλή, ο Παπάτσι δεν τη βοηθούσε ποτέ στις πίκλες και τις μαρμελάδες. Γιατί είχε την άποψη ότι η δουλειά αυτή δεν ταίριαζε σε έναν πρώην ανώτερο δημόσιο υπάλληλο. Πάντα ήταν ζηλιάρης. Με τίποτα, λοιπόν, δε συγχωρούσε στη γυναίκα του το γεγονός ότι αίφνης είχε βρεθεί στο προσκήνιο τραβώντας πάνω της όλα τα βλέμματα. Έκοβε βόλτες ανάμεσα στα βάζα και τα κατσαρολικά φορώντας τα καλοραμμένα, πανάκριβα κοστούμια του, και παρακολουθούσε τη Μαμάτσι που αγόραζε λεμόνια και ώριμα μάνγκο, επιβλέποντας άγρυπνα όλη τη διαδικασία τής παρασκευής των προϊόντων της. Κάθε βράδυ την έσπαγε στο ξύλο μ᾿ ένα μπρούντζινο βάζο. Το ότι την έδερνε, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Ασυνήθιστη ήταν μονάχα η συχνότητα με την οποία την έδερνε. Ένα βράδυ ο Παπάτσι έσπασε το δοξάρι τού βιολιού τής Μαμάτσι και το έριξε στο ποτάμι.
Έπειτα, ένα καλοκαίρι, ο Τσάκο ήρθε από την Οξφόρδη για να περάσει τις διακοπές του στο σπίτι. Είχε ψηλώσει κι είχε γίνει άντρας. Άντρας χειροδύναμος, γεροδεμένος, μιας κι εκείνον τον καιρό κωπηλατούσε στην ομάδα τού κολεγίου Μπάλιολ. Μια εβδομάδα μετά την άφιξή του είδε τον Παπάτσι να δέρνει τη Μαμάτσι μέσα στο γραφείο του. Μπήκε, έπιασε το χέρι με το οποίο ο Παπάτσι κρατούσε το βάζο και τού το έστριψε πίσω από την πλάτη.
«Δε θέλω να ξανασυμβεί αυτό», είπε στον πατέρα του. «Ποτέ».
Όλη την υπόλοιπη μέρα ο Παπάτσι έμεινε καθισμένος στη βεράντα, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές τον κήπο τής Μπέμπας Κοτσάμα, αγνοώντας πεισματωμένος τα πιάτα με το φαγητό που τού έφερνε η Κότσου Μάρια. Αργά τη νύχτα μπήκε ξανά στο γραφείο του και κουβάλησε έξω την αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα από μαόνι. Την έστησε στη μέση τής αυλής και την έκανε κομμάτια με ένα βαρύ γαλλικό κλειδί. Μετά την άφησε εκεί, κάτω από το φως τού φεγγαριού, ένα σωρό σπασμένα, βερνικωμένα ξύλα. Τη Mαμάτσι δεν την ξανάγγιξε. Ούτε τής ξαναμίλησε όσο ζούσε. Ό,τι ήθελε, το ζητούσε από την Κότσου Μάρια ή την Μπέμπα Κοτσάμα.
Κάθε φορά που είχαν επισκέψεις, καθόταν στη βεράντα κι έραβε επιδεικτικά τα κουμπιά στα πουκάμισά του. Κουμπιά που έτσι κι αλλιώς ήταν στη θέση τους. Μόνο και μόνο για να δώσει την εντύπωση ότι η Μαμάτσι τον παραμελούσε. Και σε ένα μικρό βαθμό κατάφερε πράγματι να ενισχύσει την ούτως ή άλλως διαδομένη στο Αγιέμενεμ αντίληψη, πως οι παντρεμένες γυναίκες δεν έπρεπε να εργάζονται.
Αγόρασε την ανοιχτογάλανη Πλίμουθ από ένα μεσόκοπο Εγγλέζo. Ο κόσμος στο Αγιέμενεμ είχε συνηθίσει να τον βλέπει στο τιμόνι της, να οδηγεί με ύφος περισπούδαστο το τεράστιο αυτοκίνητό του στα στενά δρομάκια τού χωριού. Κομψός πάντα και περιποιημένος για τα μάτια τού κόσμου, καταϊδρωμένος ωστόσο μέσα στα μάλλινα κοστούμια του. Δεν επέτρεπε ούτε στη Μαμάτσι ούτε σε κανέναν άλλον από την οικογένεια να οδηγήσουν το αυτοκίνητο. Δεν τούς άφηνε καν να μπουν μέσα. Η Πλίμουθ ήταν η εκδίκηση τού Παπάτσι.
Ο Παπάτσι ήταν Αυτοκρατορικός Εντομολόγος στο Ινστιτούτο τής Πούσα. Μετά την Ανεξαρτησία, όταν έφυγαν οι Εγγλέζοι από την Ινδία, ο επίσημος τίτλος του άλλαξε. Από «Εντομολόγος στην Υπηρεσία τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας» έγινε «Ομότιμος Καθηγητής Εντομολογίας». Τη χρονιά που πήρε σύνταξη, τελούσε χρέη διευθυντή.
Η μεγαλύτερη ατυχία τής ζωής του ήταν ότι δεν κατάφερε να δώσει το όνομά του στο λεπιδόπτερο που ανακάλυψε αυτός.
Έπεσε ένα βράδυ μέσα στο ποτήρι του, την ώρα που καθόταν στη βεράντα και ξεκουραζόταν μετά από μια μέρα στην εξοχή. Καθώς το έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλά του για να το βγάλει απ᾿ το ποτό του, πρόσεξε τις ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του. Το κοίταξε καλύτερα. Αναστατωμένος το κάρφωσε στο χαρτί, το μέτρησε και την επόμενη μέρα το έβαλε κάμποσες ώρες στον ήλιο για να εξατμιστεί το οινόπνευμα. Κι αμέσως μετά πήρε το πρώτο τρένο για το Δελχί. Για την επιστημονική δόξα, όπως έλπιζε. Μετά από έξι μήνες ανυπόφορης αγωνίας τού απάντησαν, προς μεγάλη του απογοήτευση, ότι το λεπιδόπτερό του ήταν μια σπάνια υποκατηγορία ενός πασίγνωστου είδους που ανήκε στην τροπική οικογένεια των κυκλοπτεριδών. Το μεγάλο πλήγμα το υπέστη δώδεκα χρόνια αργότερα όταν οι λεπιδοπτερολόγοι προχώρησαν σε μια ριζική ανακατάταξη των ειδών τής δικαιοδοσίας τους. Αποφάσισαν ότι το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι αποτελούσε όντως μια ιδιαίτερη κατηγορία άγνωστη μέχρι τότε στην επιστήμη, αλλά ο Παπάτσι είχε πάρει πια τη σύνταξή του και είχε αποσυρθεί στο Αγιέμενεμ. Ήταν πολύ αργά για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Το λεπιδόπτερό του πήρε το όνομα τού τότε διευθυντή τού Τμήματος Εντομολογίας, ενός νέου καθηγητή που ο Παπάτσι ανέκαθεν αντιπαθούσε.
Τα επόμενα χρόνια όλοι κατέληξαν να θεωρούν το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι υπεύθυνο για τις ξαφνικές εκρήξεις και τη μόνιμα κακή του διάθεση, αν και η αλήθεια είναι πως ήταν πάντα άνθρωπος γκρινιάρης και οξύθυμος. Ο κακός του δαίμονας — γκρίζος, τριχωτός και με ασυνήθιστα πυκνές φολίδες στη ράχη του – τον κυνηγούσε σε όλα τα σπίτια όπου ζούσε. Τον βασάνιζε. Κι αυτόν και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του.
Ως τη μέρα που πέθανε, ακόμα και στην αποπνικτική ζέστη τού Αγιέμενεμ, ο Παπάτσι φορούσε καθημερινά ένα καλοσιδερωμένο κοστούμι, σακάκι, παντελόνι και γιλέκο και δεν ξεχνούσε ποτέ το χρυσό ρολόι στο τσεπάκι του. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο μπουκάλι με την κολόνια του και την ασημένια χτένα του, είχε μια φωτογραφία από τα νιάτα του, με μαλλιά που γυάλιζαν απ᾿ την μπριγιαντίνη. Την είχε βγάλει σε κάποιο φωτογράφο, στη Βιέννη, όταν παρακολουθούσε εκεί τον εξαμηνιαίο κύκλο μαθημάτων που τού επέτρεψε να υποβάλει τα χαρτιά του για τη θέση τού Αυτοκρατορικού Εντομολόγου. Κατά τη διάρκεια εκείνων των λίγων μηνών στη Βιέννη η Μαμάτσι έκανε τα πρώτα της βήματα στο βιολί. Τα μαθήματα αυτά τέλειωσαν απότομα, πριν την ώρα τους, όταν ο δάσκαλός της, έκανε το λάθος να πει στον Παπάτσι ότι η Μαμάτσι είχε ξεχωριστό ταλέντο και, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να κάνει καριέρα στη μουσική.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Μαμάτσι έκοψε από την έκδοση τής Ίντιαν Εξπρές που τυπωνόταν στο Κοτσίν, το αγγελτήριο θανάτου τού Παπάτσι και το κόλλησε στο οικογενειακό άλμπουμ. Έλεγε:
Ο γνωστός εντομολόγος Σρι Τζον Ίπε, γιος τού αείμνηστου αιδεσιμότατου Ι. Τζον Ίπε τού Αγιέμενεμ (ιερέα δημοφιλέστατου και γνωστού με το όνομα Πουνιάν Κούντζου), εξέπνευσε χθες τη νύχτα στο Γενικό Νοσοκομείο τού Κόταγιαμ μετά από καρδιακή προσβολή. Τούς τελευταίους έξι μήνες ο Σρι Ίπε αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ο Σρι Ίπε ήταν παντρεμένος με τη Σοσάμα και είχε δύο παιδιά.
Στην κηδεία του η Μαμάτσι έκλαιγε ασταμάτητα και οι φακοί επαφής κολυμπούσαν μέσα στα μάτια της. Η Άμου εξήγησε στα δίδυμα ότι η γιαγιά έκλαιγε, επειδή είχε συνηθίσει να ζει μαζί με τον παππού κι όχι επειδή τον αγαπούσε. Είχε συνηθίσει να τον βλέπει να σεργιανάει άσκοπα γύρω της, εκεί όπου ετοίμαζε τις μαρμελάδες και τις πίκλες της. Είχε συνηθίσει το ξύλο που τής έδινε κάθε τόσο. Οι άνθρωποι είναι πλάσματα τής συνήθειας. Κι είναι να απορεί κανείς τι μπορούν να συνηθίσουν. Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις γύρω σου, είπε η Άμου, και θα δεις ότι τα χτυπήματα με τα μπρούντζινα βάζα δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο.
Μετά την κηδεία, η Μαμάτσι ζήτησε τη βοήθεια τής Ράχελ για να βρει τούς φακούς επαφής και να τούς βγάλει από τα μάτια της με το μικρό γυάλινο πορτοκαλί σωληνάκι που φύλαγε σε μια ειδική θήκη. Η Ράχελ ρώτησε τη Μαμάτσι αν θα τής άφηνε κληρονομιά το σωληνάκι όταν θα πέθαινε. Η Άμου πήρε σέρνοντας τη Ράχελ έξω απ᾿ το δωμάτιο και τής άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.
«Δε θέλω να σε ξανακούσω να συζητάς με κανένα για το θάνατό του», είπε.
Ο Έστθα είπε ότι τής άξιζε τής Ράχελ το χαστούκι αφού ήταν τόσο αναίσθητη.
Η φωτογραφία τού Παπάτσι από τη Βιέννη, με τα μαλλιά του να λάμπουν απ᾿ την μπριγιαντίνη, μπήκε σε καινούργια κορνίζα και τοποθετήθηκε στο σαλόνι.
Ήταν άντρας με φωτογένεια, με ωραίο παράστημα, καλοντυμένος. Το κεφάλι του μόνο φάνταζε λιγάκι μεγάλο πάνω στο κορμί του. Είχε ελαφρό προγούλι που φαινόταν μεγαλύτερο όταν κοίταζε προς τα κάτω ή έγνεφε. Στη φωτογραφία όμως είχε προσέξει να κρατήσει ψηλά το κεφάλι και να κρύψει το διπλοσάγονο. Όχι πάντως τόσο ψηλά που να μοιάζει υπερόπτης. Τα ανοιχτά καστανά μάτια του άστραφταν με ένα μείγμα ευγένειας και πανουργίας, λες κι ήθελε να φερθεί φιλικά στο φωτογράφο και ταυτόχρονα να δολοφονήσει στα κρυφά τη γυναίκα του. Στο πιγούνι του είχε μια μακρουλή λακκουβίτσα που πρόδινε ίσως τη βαναυσότητα τού χαρακτήρα του. Τη μανιώδη βία που έκρυβε μέσα του και την οποία με δυσκολία συγκρατούσε. Φορούσε χακί παντελόνι ιππασίας, παρόλο που δεν είχε καβαλήσει ποτέ στη ζωή του άλογο. Στις καλογυαλισμένες μπότες του καθρεφτίζονταν οι προβολείς τού φωτογράφου. Στα γόνατά του ήταν ακουμπισμένο ένα μαστίγιο ιππασίας με φιλντισένια λαβή. Η φωτογραφία ακτινοβολούσε μια γαλήνια εγρήγορση που δρόσιζε λιγάκι το ζεστό δωμάτιο, όπου ήταν κρεμασμένη.
Όταν πέθανε, ο Παπάτσι άφησε μπαούλα γεμάτα πανάκριβα κοστούμια και ένα κουτί από σοκολατάκια φίσκα στα μανικετόκουμπα που ο Τσάκο μοίρασε στους ταξιτζήδες τού Κόταγιαμ. Αυτοί τα έκοψαν, τα έκαναν δαχτυλίδια και περιδέραια, κι ύστερα τα έκρυψαν για τις προίκες των ανύπαντρων θυγατέρων τους.
Όταν τα δίδυμα ρώτησαν τι ήταν τα μανικετόκουμπα, η Άμου τούς εξήγησε πως τα μανικετόκουμπα ήταν «κουμπιά με τα οποία κουμπώνουμε τα μανικέτια». Κι ενθουσιάστηκαν με αυτό το ψίχουλο λογικής σε μια γλώσσα που ως εκείνη τη στιγμή τούς φαινόταν εντελώς παράλογη. Μανικέτια + κουμπιά = μανικετόκουμπα. Στα μάτια τους η σύνθετη αυτή λέξη διέθετε την ακρίβεια και τη λογική των μαθηματικών πράξεων. Τα μανικετόκουμπα τούς πρόσφεραν μια ασυνήθιστη (αλλά και υπερβολική) ικανοποίηση και μια βαθιά αγάπη για την αγγλική γλώσσα.
Η Άμου έλεγε ότι ο Παπάτσι ήταν ένας αθεράπευτος κωλογλείφτης των Εγγλέζων. Ο Τσάκο έλεγε πως η κατάλληλη λέξη για τον Παπάτσι ήταν Αγγλόφιλος. Έβαλε τη Ράχελ και τον Έστθα να κοιτάξουν το λήμμα Αγγλόφιλος στο Μεγάλο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό τού Reader᾿ s Digest. Πρόσωπο που τηρεί ευνοϊκή στάση έναντι των Άγγλων, έλεγε. Μετά κοίταξαν τη λέξη στάση.
Έλεγε:
1) Στάση τού σώματος, προσωρινή ή μόνιμη.
2) Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου.
3) Συμπεριφορά, χειρονομία, αντίδραση.
4) Επανάσταση, εξέγερση, ανταρσία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στην περίπτωση τού Παπάτσι η λέξη στάση σήμαινε 2)Νοοτροπία, αντίληψη, άποψη που σφραγίζει τη σκέψη ενός ανθρώπου. Κι ότι η σφραγίδα αυτή έσπρωχνε τον Παπάτσι να συμπαθεί άνευ όρων τούς Εγγλέζους.
Ο Τσάκο είπε ακόμα στα δίδυμα ότι, παρόλο που δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, όφειλε να ομολογήσει πως ήταν όλοι αγγλόφιλοι. Ήταν μια οικογένεια αγγλόφιλων. Είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, ήταν παγιδευμένοι έξω από την ιστορία τής φυλής τους, ανίκανοι να ξαναβρούν το δρόμο τής επιστροφής, μιας και τα χνάρια τους είχαν σβήσει πια. Τούς εξήγησε ότι η ιστορία ήταν σαν παλιό σπίτι τη νύχτα. Με όλα τα φώτα του αναμμένα. Να βουίζει από τα μουρμουρητά και τούς ψιθύρους των προγόνων.
«Για να καταλάβετε την ιστορία», είπε ο Τσάκο, «πρέπει να μπείτε μέσα και να τεντώσετε τα αφτιά σας. Να κοιτάξετε τα βιβλία στα ράφια και τα κάδρα στους τοίχους. Να οσφρανθείτε τις μυρωδιές».
Ο Έστθα και η Ράχελ δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι με αυτά τα λόγια ο Τσάκο εννοούσε το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού, στη μέση μιας εγκαταλειμμένης φυτείας καουτσουκόδεντρων, όπου δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους. Το σπίτι τού Κάρι Σάιπου. Τού Εγγλέζου που είχε "γίνει ντόπιος". Που μιλούσε μαλαγιάλαμ και φορούσε μούντου*. Ο Κουρτς τού Αγιέμενεμ που ήταν γι᾿ αυτόν η ίδια η Καρδιά τού Σκοταδιού. Είχε αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο κεφάλι πριν από δέκα χρόνια όταν οι γονείς τού νεαρού εραστή του, πήραν το αγόρι μακριά του και το έστειλαν στο σχολείο. Μετά την αυτοκτονία, ο μάγειρος κι ο γραμματέας του πιάστηκαν στα χέρια για την περιουσία του αφέντη τους. Το σπίτι είχε μείνει άδειο εδώ και πολύ καιρό. Λίγοι, ελάχιστοι άνθρωποι είχαν πατήσει το πόδι τους εκεί μέσα. Τα δίδυμα πάντως δε δυσκολεύτηκαν να φανταστούν το εσωτερικό του.
Το Σπίτι της Ιστορίας.
Κρύες πέτρινες πλάκες στα πατώματα, μισοσκότεινοι τοίχοι και σκιές που σέρνονταν στα δωμάτια. Νωθρές διάφανες σαύρες ζούσαν πίσω απ᾿ τις παλιές ζωγραφιές. Και εύθραυστοι πρόγονοι με κέρινα πρόσωπα και σκληρά νύχια, πρόγονοι με ανάσες που μύριζαν σαν παλιοί κιτρινισμένοι χάρτες, φλυαρούσαν ψιθυριστά ο ένας με τον άλλον.
«Εμείς όμως δεν μπορούμε να μπούμε», συνέχισε ο Τσάκο. «Εμείς έχουμε κλειστεί έξω. Κι όταν κοιτάζουμε απ᾿ τα παράθυρα στο εσωτερικό τού σπιτιού, βλέπουμε μόνο σκιές. Κι όταν αφουγκραζόμαστε, ακούμε μόνο μουρμουρητά. Κι αυτά τα μουρμουρητά δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε επειδή μες στα κεφάλια μας γίνεται πόλεμος. Πόλεμος που τον κερδίσαμε. Πόλεμος που τον χάσαμε. Το χειρότερο είδος πολέμου. Πόλεμος που φυλακίζει τα όνειρα και τα ονειρεύεται σαν να ήταν δικά του. Πόλεμος που μάς κατάντησε να λατρεύουμε τούς κατακτητές μας και να νιώθουμε αποτροπιασμό για τον εαυτό μας».
«Γιατί δε λες καλύτερα: να παντρευόμαστε τούς κατακτητές μας;» ρώτησε ξερά η Άμου, εννοώντας τη γυναίκα του τη Μάργκαρετ Κοτσάμα. Ο Τσάκο δεν τής έδωσε σημασία. Έβαλε τα δίδυμα να κοιτάξουν στο λεξικό τη λέξη Αποτροπιασμός. Έλεγε: Περιφρόνηση, σιχασιά, φρίκη, αηδία.
Ο Τσάκο τούς εξήγησε ότι στον πόλεμο για τον οποίο μιλούσε — στον Πόλεμο των Ονείρων—, ο Αποτροπιασμός είχε όλες αυτές τις σημασίες μαζί.
«Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου», είπε ο Τσάκο. «Τα όνειρά μας είναι ευνουχισμένα. Δεν ανήκουμε πουθενά. Αρμενίζουμε δίχως άγκυρες σε φουρτουνιασμένα πέλαγα. Μπορεί να μη μάς αφήσουν ποτέ να βγούμε στη στεριά. Οι θλίψεις μας δε θα είναι ποτέ αρκετά θλιβερές. Οι χαρές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά χαρούμενες. Τα όνειρά μας δε θα είναι ποτέ αρκετά μεγάλα. Κι οι ζωές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά σημαντικές για να μετράνε».
Ύστερα, για να δώσει στον Έστθα και τη Ράχελ μια ιδέα τής ιστορικής προοπτικής (αν και τις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν, η προοπτική θα σημείωνε θλιβερά την απουσία της από τη σκέψη τού ίδιου τού Τσάκο), τούς μίλησε για τη Γυναίκα Γη. Τούς είπε να φανταστούν τη Γη αυτή τη στιγμή – που είχε δημιουργηθεί πριν από τέσσερις χιλιάδες εξακόσια εκατομμύρια χρόνια – σαν μια σαρανταεξάχρονη γυναίκα στην ηλικία τής κυρίας Αλέγιαμα, τής δασκάλας που τούς μάθαινε μαλαγιάλαμ. Είχε χρειαστεί ολόκληρη η ζωή τής Γυναίκας Γης για να γίνει η γη αυτό που ήταν σήμερα. Για να χωριστούν οι ωκεανοί. Να σηκωθούν τα βουνά. Η Γυναίκα Γη ήταν έντεκα χρονών, είπε ο Τσάκο, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι μονοκύτταροι οργανισμοί. Τα πρώτα ζώα, πλάσματα όπως τα σκουλήκια κι οι μέδουσες, δεν εμφανίστηκαν παρά όταν η Γυναίκα Γη έκλεισε τα σαράντα της χρόνια. Ήταν ήδη σαράντα πέντε την εποχή που ζούσαν στη γη οι δεινόσαυροι.
«Το σύνολο τού ανθρώπινου πολιτισμού, όπως τον γνωρίζουμε», είπε ο Τσάκο στα δίδυμα, «άρχισε πριν από δύο μόλις ώρες στη ζωή τής Γυναίκας Γης. Όσο κρατάει το ταξίδι από το Αγιέμενεμ στο Κοτσίν».
«Είναι μια σκέψη που εμπνέει δέος και ταπεινότητα», συνέχισε ο Τσάκο, (Η ταπεινότητα είναι ωραία λέξη, συλλογίστηκε η Ράχελ. Έτσι πρέπει να ζει κανείς: με ταπεινότητα και ξενοιασιά), «το ότι ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο Πόλεμος των Ονείρων, ο Άνθρωπος στη Σελήνη, η επιστήμη, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, το κυνήγι τής γνώσης δεν ήταν παρά μια σύντομη στιγμή στη ζωή τής Γυναίκας Γης, ένα βλεφάρισμα τού ματιού της όλο κι όλο».
«Κι εμείς, αγαπητοί μου, ό,τι είμαστε κι ό,τι θα είμαστε ποτέ... δεν είμαστε παρά ένα σπίθισμα στο βλέμμα της», είπε με επισημότητα ο Τσάκο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.
Κάθε φορά που είχε τέτοια διάθεση, ο Τσάκο μιλούσε σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. Η κάμαρά του τότε, θύμιζε εκκλησία. Δεν τον ένοιαζε αν τον άκουγαν ή όχι. Κι αν τον άκουγαν, δεν έδινε δεκάρα αν καταλάβαιναν ή όχι αυτά που έλεγε. Η Άμου έλεγε πως αυτά πάθαινε όποιος είχε πάει για σπουδές στην Οξφόρδη.
Αργότερα, στο φως των γεγονότων που ακολούθησαν, η λέξη σπίθισμα έμοιαζε εντελώς παράταιρη. Το σπίθισμα των ματιών είναι μια λέξη με ζαρωμένες και χαρούμενες άκρες.
Η Γυναίκα Γη, εντυπωσίασε βέβαια τα δίδυμα. Αλλά το Σπίτι τής Ιστορίας — σε απόσταση αναπνοής, χειροπιαστό δίπλα τους— πραγματικά τα γοήτευσε. Το σκέφτονταν συχνά. Το σπίτι στην άλλη όχθη τού ποταμού.
Που δέσποζε μέσα στην Καρδιά τού Σκοταδιού.
Ένα σπίτι, όπου δεν μπορούσαν να μπουν γεμάτο ψιθύρους που δεν καταλάβαιναν.
Δεν ήξεραν τότε ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα έμπαιναν μέσα. Ότι θα περνούσαν το ποτάμι και θα πήγαιναν εκεί, όπου δεν είχαν την άδεια να πάνε, με έναν άντρα που δεν είχαν την άδεια να αγαπήσουν. Ότι θα παρακολουθούσαν με μάτια διάπλατα την Ιστορία να ξετυλίγεται μπροστά τους, στην πίσω βεράντα.
Την ώρα που τα άλλα παιδιά τής ηλικίας τους μάθαιναν άλλα πράγματα, ο Έστθα και η Ράχελ παρακολούθησαν την ιστορία να υπαγορεύει τούς όρους της και να επιβάλει τις τιμωρίες της σε όσους παρέβαιναν τούς νόμους της. Αφουγκράστηκαν το σιχαμένο γδούπο τής οργής της. Οσφράνθηκαν τη μυρωδιά της και δεν την ξέχασαν ποτέ.
Τη μυρωδιά τής ιστορίας.
Σαν μαραμένα ρόδα στον αέρα.
Κι από τότε και μετά τούς παραμόνευε παντού, ακόμα και στα πιο καθημερινά πράγματα. Στις κρεμάστρες των ρούχων. Στην άσφαλτο των δρόμων. Σε ορισμένα χρώματα. Στα πιάτα κάποιου εστιατορίου. Στην απουσία των λέξεων. Στο κενό των βλεμμάτων.
Θα μεγάλωναν αναζητώντας τρόπους να ζήσουν μετά απ᾿ αυτό που είχε συμβεί. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι από την άποψη τού γεωλογικού χρόνου δεν ήταν παρά ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός. Μια σπίθα στο μάτι τής Γυναίκας Γης. Θα δοκίμαζαν να πιστέψουν ότι έχουν συμβεί και Χειρότερα. Αλλά δε θα έβρισκαν καμιά παρηγοριά σ᾿ αυτήν τη σκέψη.
Ο Τσάκο είπε ότι η "Μελωδία τής ευτυχίας" ήταν μια θαυμάσια άσκηση αγγλοφιλίας.
«Έλα τώρα», τον έκοψε η Άμου. «Όλος ο κόσμος πάει στη Μελωδία τής ευτυχίας. Είναι Παγκόσμια Επιτυχία».
«Παρ᾿ όλα αυτά, αγαπητή μου», απάντησε ο Τσάκο σαν να Διάβαζε με Δυνατή φωνή. «Παρ᾿ Όλα Αυτά».
Η Μαμάτσι έλεγε συχνά πυκνά ότι ο Τσάκο ήταν σίγουρα ένας από τούς εξυπνότερους ανθρώπους τής Ινδίας. «Ποιος το είπε αυτό;» τη ρωτούσε τότε η Άμου. «Με ποιο κριτήριο;» Κι η Μαμάτσι δεν κουραζόταν να λέει και να ξαναλέει την ιστορία (την ιστορία τού Τσάκο) για τον καθηγητή τής Οξφόρδης που είχε πει ότι κατά τη γνώμη του, ο Τσάκο ήταν λαμπρό μυαλό και θα γινόταν σπουδαίος πρωθυπουργός.
Η απάντηση τής Άμου σ᾿ αυτήν την ιστορία ήταν πάντα: «Χα! Χα! Χα!» Γελούσε, όπως γελούν οι άνθρωποι στα κόμικ.
Έλεγε:
α) Όποιος πηγαίνει στην Οξφόρδη, δεν είναι αναγκαστικά έξυπνος.
β) Όποιος είναι έξυπνος, δεν είναι αναγκαστικά καλός πρωθυπουργός.
γ) Πώς ήταν δυνατόν να διευθύνει σωστά μια ολόκληρη χώρα ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε καν, να διευθύνει ικανοποιητικά ένα εργοστάσιο μαρμελάδων;
Και το κυριότερο απ᾿ όλα:
δ) Όλες οι Ινδές μάνες είναι τρελές και παλαβές με τούς γιους τους, επομένως δεν μπορούν να κρίνουν αντικειμενικά τις ικανότητές τους.
Ο Τσάκο απαντούσε:
α) Δεν πηγαίνεις στην Οξφόρδη. Σπουδάζεις στην Οξφόρδη.
Και
β) Αφού σπουδάσεις στην Οξφόρδη, φεύγεις.
«Ξαναγυρίζεις στη γη, εννοείς;» ρωτούσε η Άμου. «Αυτό ακριβώς συνέβη. Σαν τα περίφημα αεροπλάνα σου».
Η Άμου έλεγε ότι η λυπηρή αλλά απολύτως προβλέψιμη πορεία των αεροπλάνων τού Τσάκο, ήταν το μόνο αντικειμενικό κριτήριο για τις ικανότητές του.
Μια φορά το μήνα (εκτός από την εποχή των μουσώνων) το ταχυδρομείο έφερνε ένα δέμα για τον Τσάκο. Περιείχε πάντα τα υλικά για την κατασκευή ενός μικρού αεροπλάνου από ξύλο μπάλσα που ήταν πιο ελαφρό κι απ᾿ το φελλό. Τού Τσάκο τού έπαιρνε συνήθως οχτώ με δέκα μέρες να συναρμολογήσει το αεροπλανάκι με το μικροσκοπικό του ντεπόζιτο και το μηχανισμό που έδινε κίνηση στις έλικες. Σαν τέλειωνε, έπαιρνε μαζί του τον Έστθα και τη Ράχελ, στους ορυζώνες τού Νάτακομ, να τον βοηθήσουν για να πετάξει. Κανένα από τα μικρά αυτά αεροσκάφη δεν είχε μείνει στον αέρα παραπάνω από ένα λεπτό. Οι μήνες περνούσαν, ο ένας μετά τον άλλον, και τα αεροπλανάκια τού Τσάκο συντρίβονταν μέσα στα λασπωμένα ρυζοχώραφα. Ο Έστθα και η Ράχελ ορμούσαν σαν εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα για να μαζέψουν τα απομεινάρια τους. Μια ουρά, ένα ντεπόζιτο, ένα φτερό. Μια τραυματισμένη μηχανή.
Το δωμάτιο τού Τσάκο ήταν γεμάτο σπασμένα αεροπλανάκια από ξύλο. Και κάθε μήνα ερχόταν κι άλλο. Ο Τσάκο ποτέ δεν έριχνε το φταίξιμο στα υλικά ή στις οδηγίες που τα συνόδευαν.
Μετά το θάνατο τού Παπάτσι, ο Τσάκο παραιτήθηκε από τη θέση τού καθηγητή στο Χριστιανικό Κολέγιο τού Μαδράς και ήρθε στο Αγιέμενεμ. Μαζί του έφερε το κουπί του από το κολλέγιο τού Μπάλιολ και τα όνειρά του να γίνει κάποτε Βαρόνος των Μαρμελάδων. Διέκοψε την ασφάλισή του και με το ποσό που πήρε, αγόρασε ένα μηχάνημα για την αεροστεγή συσκευασία των προϊόντων. Το κουπί του (όπου ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα τα ονόματα των συναθλητών του) το κρέμασε με σιδερένιους γάντζους στον τοίχο τού εργοστασίου.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο, το εργοστάσιο ήταν μια μικρή, κερδοφόρα επιχείρηση, την οποία η Μαμάτσι διεύθυνε σαν μια μεγάλη κουζίνα. Ο Τσάκο την έγραψε στο Εμπορικό Επιμελητήριο, τη μετέτρεψε σε εταιρεία και εξήγησε στη Μαμάτσι, ότι στο εξής ήταν ο ένας απ᾿ τούς δύο ετερόρρυθμους εταίρους της. Προχώρησε σε επενδύσεις, αγόρασε μηχανήματα (καζάνια, βραστήρες και συσκευαστήρια), προσέλαβε κι άλλους εργάτες. Σχεδόν αμέσως άρχισε η οικονομική κατάρρευση αλλά ο Τσάκο συγκράτησε την πτώση με θεαματικά τραπεζικά δάνεια, τα οποία πήρε υποθηκεύοντας τα ρυζοχώραφα τής οικογένειας γύρω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ. Η Άμου δούλευε στο εργοστάσιο το ίδιο σκληρά με τον Τσάκο. Εκείνος όμως έλεγε πάντα το εργοστάσιό μου, οι ανανάδες μου, οι πίκλες μου, όταν μιλούσε με επιθεωρητές τής Αγορανομίας ή τού Υγειονομικού. Από νομικής απόψεως είχε κάθε δικαίωμα να μιλάει έτσι, μιας και η Άμου, ως κόρη, δεν μπορούσε να έχει καμιά απαίτηση επί τής οικογενειακής περιουσίας.
Ο Τσάκο εξηγούσε στον Έστθα και τη Ράχελ ότι η Άμου δεν είχε locus standi, δηλαδή δεν είχε δικαίωμα να μιλάει.
«Εξαιτίας τής υπέροχης ανδροκρατούμενης σοβινιστικής κοινωνίας μας», απαντούσε η Άμου.
Κι ο Τσάκο: «Τα δικά σου δικά μου και τα δικά μου... δικά μου κι αυτά».
Το γέλιο του ήταν απίστευτα τσιριχτό για έναν άντρα μεγαλόσωμο και παχύ όπως εκείνος. Κι όταν γελούσε, τρανταζόταν ολόκληρος, χωρίς να κουνιέται καθόλου από τη θέση του.
Μέχρι τον ερχομό τού Τσάκο στο Αγιέμενεμ, το εργοστάσιο τής Μαμάτσι δεν είχε όνομα. Όλοι ήξεραν τις πίκλες και τις μαρμελάδες της ως «Ώριμα μάνγκο τής Σοσά», «Μαρμελάδα μπανάνα τής Σοσά». Σοσά ήταν το μικρό όνομα τής Μαμάτσι. Σοσάμα.
Ο Τσάκο βάφτισε το εργοστάσιο "Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ". Σχεδίασε ετικέτες και παράγγειλε στο σύντροφο Κ.Ν.Μ. Πίλαϊ να τις τυπώσει στο τυπογραφείο του. Στην αρχή ήθελε να ονομάσει την επιχείρηση "Πίκλες και Μαρμελάδες Ο Δίας". Η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε όμως, επειδή όλοι συμφώνησαν ότι ο Δίας ήταν πρόσωπο σκοτεινό και μακρινό που δε θύμιζε σε τίποτα την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου. Προϋποθέσεις τις οποίες, αντίθετα, ικανοποιούσε το Παραντάιζ. (Η πρόταση τού συντρόφου Πίλαϊ – Πίκλες Παρσουράμ* – απορρίφθηκε για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: θύμιζε υπερβολικά την παράδοση και την κουλτούρα τού τόπου.)
Ιδέα τού Τσάκο ήταν να στήσει ξύλινες διαφημιστικές ταμπέλες στην οροφή τής Πλίμουθ.
Και τώρα, στο δρόμο για το Κοτσίν, οι ταμπέλες ταρακουνιόνταν και χτυπιόνταν, με ένα θόρυβο λες κι ήταν έτοιμες να γλιστρήσουν και να πέσουν από τη θέση τους. Στο Βάικομ αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να αγοράσουν σχοινί για να τις στερεώσουν πιο γερά. Καθυστέρησαν είκοσι λεπτά. Η Ράχελ άρχισε να ανησυχεί μήπως αργήσουν για τη "Μελωδία τής ευτυχίας".
Λίγο αργότερα, φτάνοντας στα περίχωρα τού Κοτσίν, η ασπροκόκκινη μπάρα στις γραμμές τού τρένου κατέβηκε μπροστά τους, κόβοντάς τους το δρόμο. Η Ράχελ ήταν σίγουρη ότι αυτό έγινε επειδή ακριβώς έλπιζε με θέρμη ότι δε θα γινόταν.
Δεν είχε μάθει ακόμα να ελέγχει τις Ελπίδες της. Ο Έστθα είπε ότι αυτό ήταν Κακό Σημάδι.
Τώρα, λοιπόν, θα έχαναν την αρχή τής ταινίας. Εκεί όπου η Τζούλι Άντριους εμφανίζεται σαν μικρό μαύρο σημαδάκι στην πλαγιά τού λόφου κι όλο μεγαλώνει και μεγαλώνει, ώσπου πιάνει ολόκληρη την οθόνη κι η φωνή της μοιάζει με δροσερό νερό και η ανάσα της μυρίζει μέντα.
Το κόκκινο σήμα πάνω στην ασπροκόκκινη μπάρα έλεγε ΣΤΟΠ. Με άσπρα γράμματα. «ΠΟΤΣ», είπε η Ράχελ. Σε σχέση με το διάβασμα, τα δίδυμα ήταν πολύ προχωρημένα για την ηλικία τους. Είχαν τη δυνατότητα να διαβάζουν και ανάποδα. Όταν η Αυστραλέζα φίλη τής Μπέμπας Κοτσάμα από την Ιεραποστολή, η δεσποινίς Μίτεν, ήρθε για επίσκεψη στο Αγιέμενεμ και τούς έφερε δώρο ένα παιδικό βιβλίο, είπε πως απογοητεύτηκε λιγάκι όταν η Ράχελ κι ο Έστθα το διάβασαν και ανάποδα.
Έδειξαν στη δεσποινίδα Μίτεν, πως η λέξη Malayalam διαβάζεται το ίδιο κι από τη μια κι από την άλλη. Η δεσποινίς Μίτεν δεν το βρήκε και τόσο διασκεδαστικό. Δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι δεν ήξερε καν τι ήταν τα μαλαγιάλαμ. Τής εξήγησαν ότι ήταν η γλώσσα που μιλούσαν στην Κέραλα. Είχε την εντύπωση, απάντησε εκείνη, πως η γλώσσα ονομαζόταν Κεραλέτικα. Ο Έστθα που έβρισκε αχώνευτη τη δεσποινίδα Μίτεν απ᾿ την αρχή, τής είπε ότι αυτή, κατά τη γνώμη του, ήταν μια Εντελώς Χαζή Εντύπωση.
Η δεσποινίς Μίτεν παραπονέθηκε στην Μπέμπα Κοτσάμα για τον τρόπο τού Έστθα και για τη συνήθεια των δύο παιδιών να διαβάζουν ανάποδα. Είπε στην Μπέμπα Κοτσάμα ότι είχε δει στα μάτια τους τον ίδιο τον Σατανά. Τον άναταΣ στα αιτάμ τους.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τούς έβαλε να γράψουν εκατό φορές: Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Στο μέλλον δε θα ξαναδιαβάσουμε ανάποδα. Εκατό φορές. Κανονικά.
Λίγους μήνες αργότερα η δεσποινίς Μίτεν σκοτώθηκε. Την παρέσυρε ένα φορτηγάκι φορτωμένο με γάλα. Τα δίδυμα θεώρησαν θεία δίκη το γεγονός ότι το φορτηγάκι προχωρούσε με την όπισθεν τη στιγμή που παρέσυρε τη δεσποινίδα Μίτεν.
Στις δυο πλευρές τής ισόπεδης διάβασης είχαν σταματήσει στο μεταξύ κάμποσα λεωφορεία και αυτοκίνητα. Τα λεωφορεία είχαν όλα κοριτσίστικα ονόματα. Μολ-ικούτι, Μπίινα Μολ. Στα μαλαγιάλαμ Μολ θα πει κοριτσάκι και Μον αγοράκι. Το λεωφορείο Μπίινα Μολ ήταν γεμάτο προσκυνητές που είχαν ξυρίσει τα κεφάλια τους. Η Ράχελ είδε στα παράθυρα τού λεωφορείου μια σειρά από φαλακρά κρανία. Το αμάξωμα τού λεωφορείου το είχαν λερώσει ξερνοβολώντας έξω από τα τζάμια και οι ομοιόμορφοι λεκέδες βρίσκονταν σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους. Το θέμα τού εμετού κέντριζε τρομερά την περιέργειά της. Δεν είχε κάνει ποτέ εμετό. Ούτε μια φορά. Ο Έστθα είχε κάνει, και όποτε έκανε εμετό, το δέρμα του έκαιγε και γυάλιζε ενώ τα μάτια του έπαιρναν ένα ύφος αβοήθητο και ήταν όμορφα. Τις ώρες αυτές η Άμου τον αγαπούσε περισσότερο από το σύνηθες. Ο Τσάκο έλεγε πως η Ράχελ κι ο Έστθα έχαιραν άκρας υγείας. Το ίδιο και η Σόφι Μολ. Κι αυτό, έλεγε, γιατί δεν κουβαλούσαν την κατάρα της ενδογαμίας όπως οι περισσότεροι Σύροι χριστιανοί.
Η Μαμάτσι απαντούσε τότε πως τα εγγόνια της κουβαλούσαν μια κατάρα πολύ χειρότερη από την κατάρα της ενδογαμίας. Εννοούσε ότι ήταν παιδιά χωρισμένων γονιών. Λες κι αυτές ήταν οι μόνες δυνατότητες που είχε ένας άνθρωπος: Ενδογαμία ή Διαζύγιο.
Η Ράχελ δεν ήξερε τι σόι κατάρα κουβαλούσε μέσα της. Πότε πότε όμως στηνόταν μπροστά στον καθρέφτη και προβάριζε αναστεναγμούς και λυπημένες εκφράσεις στο πρόσωπό της.
«Αυτό που κάνω, είναι πολύ πολύ καλύτερο απ᾿ οτιδήποτε έχω κάνει ποτέ μου», μονολογούσε με θλιβερή φωνή.
Αναρωτήθηκε πώς έγινε και είχαν κάνει εμετό με τέτοια ομοιομορφία οι προσκυνητές με τα ξυρισμένα κρανία. Αναρωτήθηκε αν είχαν κάνει εμετό όλοι μαζί, σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα ή ξεχωριστά, ο ένας μετά τον άλλο, με τη σειρά.
Στην αρχή, όταν κατέβηκε η μπάρα, η Ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη απ᾿ τον ανυπόμονο βόμβο των κινητήρων. Όταν όμως ο φύλακας τής ισόπεδης διάβασης βγήκε απ᾿ το καμαράκι του βαδίζοντας με πόδια αλύγιστα και προχώρησε με το αλλόκοτο, συρτό βάδισμά του ως την καντίνα με το τσάι, δείχνοντας έτσι σε όλο τον κόσμο ότι η αναμονή θα ήταν μεγάλη... τότε όλοι έσβησαν τις μηχανές και βγήκαν να ξεμουδιάσουν.
Με ένα φευγαλέο, τεμπέλικο, νυσταγμένο νεύμα η Θεότητα τής Ισόπεδης Διάβασης κάλεσε μερικούς αξιοθρήνητους ζητιάνους και μικροπωλητές με δίσκους φορτωμένους φρέσκιες καρύδες πάνω σε μπανανόφυλλα. Και παγωμένα αναψυκτικά. Κόκα-Κόλα, Φάντα.
Ένας λεπρός με βρώμικους επιδέσμους πλησίασε τα τζάμια τού αυτοκινήτου. «Εμένα μού φαίνεται ότι έχει ποτίσει τις γάτες του με ιώδιο», είπε η Άμου, σχολιάζοντας το ασυνήθιστα ανοιχτόχρωμο κόκκινο των πληγών του.
«Συγχαρητήρια», τής απάντησε ο Τσάκο. «Μιλάς σαν πραγματικός μπουρζουάς».
Η Άμου χαμογέλασε και έσφιξαν τα χέρια, λες και τής είχε απονείμει πράγματι κάποιο βραβείο για το κατόρθωμά της, να είναι απ᾿ την κορφή ως τα νύχια άξιος εκπρόσωπος τής Μπουρζουαζίας. Στιγμές σαν κι αυτήν τα δίδυμα τις φύλαγαν σαν μικρούς θησαυρούς και τις περνούσαν σε ένα κρυφό κι αγαπημένο περιδέραιο (το οποίο όμως δεν είχε και πολλά πετράδια).
Ο Έστθα και η Ράχελ ζούληξαν τις μύτες τους στα πίσω τζάμια τής Πλίμουθ. Λαχταρώντας γλειφιτζούρια. Συννεφιασμένα παιδικά πρόσωπα. «Όχι», είπε με σταθερή κι αμετακίνητη φωνή η Άμου.
Μέσα στην Πλίμουθ, η Ράχελ δεν μπορούσε να δει τον Έστθα: η Μπέμπα Κοτσάμα ήταν καθισμένη ανάμεσά τους σαν λόφος. Η Άμου είχε επιμείνει να καθίσουν χωριστά για να μην τσακώνονται. Όταν τσακώνονταν, ο Έστθα κορόιδευε τη Ράχελ "Καλαμοπόδαρη Ακρίδα". Η Ράχελ τον έλεγε "Έλβις Πέλβις" και λύγιζε το κορμί της σε αστείες, χορευτικές τάχα κινήσεις εξοργίζοντας τον αδερφό της. Κάθε φορά που πιάνονταν στα χέρια, ο καβγάς τους δεν τέλειωνε εύκολα, αφού ήταν κι οι δυο εξίσου δυνατοί. Τα αντικείμενα που συναντούσαν μπροστά τους —λάμπες, τασάκια, κανάτες—, γίνονταν κομμάτια ή καταστρέφονταν ανεπανόρθωτα.
Η Μπέμπα Κοτσάμα κρατιόταν με τα χέρια της από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων. Όταν έτρεχε το αυτοκίνητο, το πάχος στα μπράτσα της ταρακουνιόταν σαν χοντρό βρεμένο ρούχο στον άνεμο. Τώρα που είχαν σταματήσει, κρεμόταν σαν κουρτίνα από κρέας, χωρίζοντας τη Ράχελ από τον Έστθα.
Από την πλευρά τού δρόμου που έβλεπε ο Έστθα, ήταν στημένη η μικρή καντίνα που πουλούσε τσάι και μπαγιάτικα κουλούρια με γλυκόζη, μέσα σε μεγάλα γυάλινα βάζα, όλο βρώμα και μύγες. Είχε κι ένα κόκκινο ψυγείο που επαναλάμβανε με θλιβερή πεποίθηση: Όλα παν καλά με Κόκα-Κόλα. Ο Μουρλίνταραν, ο τρελός τής διάβασης, καθόταν με σταυρωμένα πόδια ανακούρκουδα και ισορροπούσε πάνω στον πέτρινο χιλιομετροδείκτη, στην άκρη τού δρόμου. Τα γεννητικά του όργανα κρέμονταν προς τα κάτω δείχνοντας το σήμα:
ΚΟΤΣΙΝ 23 Km
Ο Μουρλίνταραν ήταν γυμνός. Είχε μόνο τη μακρόστενη πλαστική σακούλα που κάποιος τού είχε φορέσει στο κεφάλι, σαν διάφανο μαγειρικό σκουφί, μέσα από το οποίο εξακολουθούσε να φαίνεται το τοπίο θαμπό, σε σχήμα τού μαγειρικού σκούφου, αλλά ορατό. Δε θα μπορούσε να βγάλει τη σακούλα απ᾿ το κεφάλι του, ακόμα κι αν το ήθελε. Δεν είχε χέρια. Τα είχε χάσει από χειροβομβίδα το ᾿42 στη Σιγκαπούρη όταν το είχε σκάσει από το σπίτι του για να καταταγεί στον Ινδικό Εθνικό Στρατό. Ούτε μία εβδομάδα δεν είχε περάσει, όταν έχασε τα χέρια του. Μετά την Ανεξαρτησία κατάφερε να αναγνωριστεί ως Μαχητής τής Ελευθερίας Πρώτου Βαθμού. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα τού έδωσαν ένα ισόβιο ελευθέρας για τα βαγόνια πρώτης θέσης στο τρένο, αλλά το έχασε κι αυτό (μαζί με τα λογικά του) κι έτσι δεν μπορούσε πια να ζει μέσα στα τρένα ή στα αναψυκτήρια των σιδηροδρομικών σταθμών. Ο Μουρλίνταραν δεν είχε σπίτι ούτε πόρτες να κλειδώσει αλλά είχε ακόμα την παλιά αρμαθιά των κλειδιών του περασμένη στη μέση του. Αστραφτερά. Το μυαλό του ήταν γεμάτο ντουλάπια και μπαούλα, ξέχειλα με μυστικούς θησαυρούς.
Ένα ξυπνητήρι. Ένα κόκκινο κουρσάκι με μελωδική κόρνα. Ένα κόκκινο ποτηράκι για το μπάνιο. Μια γυναίκα με ένα διαμάντι. Ένα χαρτοφύλακα γεμάτο σημαντικά έγγραφα. Ένα σπίτι για να γυρίζει μετά το γραφείο του. Τραγανά τσιπς μπανάνας για τα παιδιά.
Παρακολουθούσε τα τρένα να περνούν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε τις κυβερνήσεις να ανεβαίνουν κι ύστερα να πέφτουν. Μετρούσε τα κλειδιά του.
Παρακολουθούσε παιδιά με συννεφιασμένα πρόσωπα στα τζάμια των αυτοκινήτων, να λαχταρούν γλειφιτζούρια.
Οι άστεγοι, οι ανάπηροι, οι άρρωστοι, οι μικροί κι οι εγκαταλειμμένοι, όλοι περνούσαν μπροστά απ᾿ το παράθυρό του. Κι αυτός πάντα μετρούσε τα κλειδιά του.
Ποτέ δεν ήταν σίγουρος ποιο ντουλάπι θα χρειαζόταν να ανοίξει ή πότε. Καθόταν πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη, με τα βρώμικα, κολλημένα μαλλιά του και τα μάτια του σαν παράθυρα. Κι ήταν ευχαριστημένος που κάποιες στιγμές μπορούσε να αποτραβάει το βλέμμα του. Για να μετράει και να ξαναμετράει τα κλειδιά του.
Οι αριθμοί ήταν αρκετοί.
Τον νανούριζαν. Ο Μουρλίνταραν σάλευε αργά τα χείλη του όταν μετρούσε, σχηματίζοντας όμορφα όμορφα τις λέξεις.
Ένα. Δύο. Τρία.
Ο Έστθα πρόσεξε πως οι τρίχες των μαλλιών του ήταν γκρίζες και κατσαρές, πεταχτές και κατάμαυρες στις ανοιχτές κι ανυπεράσπιστες δίχως μπράτσα μασχάλες του, κι ανάμεσα στα σκέλια του μαύρες και στριφογυριστές, σαν συρματάκια. Ένας άνθρωπος με τρία διαφορετικά είδη τρίχας. Ο Έστθα αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Η Αναμονή φούσκωσε μέσα στη Ράχελ ώσπου ξεχείλισε. Κοίταξε το ρολόι της. Έδειχνε δύο παρά δέκα. Σκέφτηκε την Τζούλι Άντριους και τον Κρίστοφερ Πλάμερ να φιλιούνται γέρνοντας τα κεφάλια τους στο πλάι για να μην τσουγκρίσουν τις μύτες τους. Αναρωτήθηκε αν οι άνθρωποι φιλιούνται πάντα έτσι, γέρνοντας στο πλάι. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιον θα μπορούσε να ρωτήσει.
Ύστερα ακούστηκε μια βουή από μακριά, που πετώντας στον αέρα πλησίασε τα σταματημένα αυτοκίνητα και τα σκέπασε σαν πανωφόρι. Οι οδηγοί που περπατούσαν για να ξεμουδιάσουν, ξανακάθισαν στη θέση τους χτυπώντας πίσω τους την πόρτα. Οι ζητιάνοι κι οι μικροπωλητές εξαφανίστηκαν. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν έμεινε κανένας στο δρόμο. Εκτός από τον Μουρλίνταραν που καθόταν σαν σουβλισμένος πάνω στην καυτή πέτρα τού χιλιομετροδείκτη. Αδιάφορος. Με ελάχιστη, ανεπαίσθητη περιέργεια μόνο για όσα συνέβαιναν γύρω του.
Συνωστισμός. Φασαρία. Σφυρίγματα των αστυνομικών.
Πίσω από την ουρά των αυτοκινήτων που περίμεναν απ᾿ την άλλη μεριά τής μπάρας, εμφανίστηκαν άνθρωποι με κόκκινες σημαίες και λάβαρα. Η βουή όλο και δυνάμωνε.
«Κλείστε τα παράθυρά σας», είπε ο Τσάκο. «Και μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να μάς πειράξουν».
«Γιατί δεν πας κι εσύ μαζί τους, σύντροφε;» ρώτησε η Άμου τον Τσάκο. «Θα οδηγήσω εγώ!» Ο Τσάκο δεν απάντησε. Ένας μυς τεντώθηκε κάτω απ᾿ το διπλοσάγονό του. Πέταξε το τσιγάρο του κι ανέβασε το τζάμι τού παραθύρου του.
Ο Τσάκο είχε αυτοανακηρυχθεί μαρξιστής. Καλούσε τις όμορφες εργάτριες τού εργοστασίου στο δωμάτιό του και με το πρόσχημα τής διαφώτισης σχετικά με τα δικαιώματα τής εργατικής τάξης και τη συνδικαλιστική νομοθεσία, φλερτάριζε μαζί τους ασύστολα. Τις αποκαλούσε Συντρόφισσες κι επέμενε να τον αποκαλούν κι εκείνες Σύντροφο (πράγμα που τις έκανε να χαζογελούν χωρίς σταματημό). Τις έκανε να σαστίζουν και να κοκκινίζουν αμήχανα, βάζοντάς τες να καθίσουν δίπλα του στο τραπέζι και να πιουν μαζί του τσάι. Η Μαμάτσι γινόταν έξαλλη με τα καμώματά του.
Μια φορά μάλιστα μάζεψε κάμποσες από δαύτες και τις πήγε στο Άλαπι, όπου το Συνδικάτο διοργάνωνε μαθήματα για τούς εργάτες. Πήγαν με το λεωφορείο και γύρισαν με το καραβάκι. Γύρισαν πανευτυχείς, με ψεύτικα βραχιόλια στα μπράτσα και λουλούδια στα μαλλιά.
Η Άμου έλεγε πως όλα αυτά ήταν μόνο λόγια. Ένα κακομαθημένο πριγκιπόπουλο που παρίστανε το Σύντροφε! Σύντροφε! Μια οξφορδιανή μετενσάρκωση κάποιου παλιού άρχοντα ζαμιντάρ – απ᾿ αυτούς τούς αυταρχικούς γαιοκτήμονες που ανάγκαζαν όσες γυναίκες είχαν στη δούλεψή τους να δέχονται τα χάδια τους.
Όταν πλησίασαν οι διαδηλωτές, η Άμου έκλεισε το παράθυρό της. Ο Έστθα έκλεισε το δικό του. Η Ράχελ το δικό της. Ξαφνικά η καταγάλανη Πλίμουθ φάνταξε παράλογα πλούσια στο στενό, σκονισμένο δρόμο. Σαν χοντρή γυναίκα που προσπαθεί να περάσει ένα στενό διάδρομο. Σαν την Μπέμπα Κοτσάμα στην εκκλησία, την ώρα που έβγαινε μπροστά να μεταλάβει.
«Μην τούς κοιτάζετε!» πρόσταξε η Μπέμπα Κοτσάμα όταν οι πρώτες γραμμές τής διαδήλωσης έφτασαν κοντά στο αυτοκίνητο. «Μην τούς κοιτάζετε στα μάτια! Αυτό τούς εξαγριώνει!»
Στο πλάι τού λαιμού της μια φλέβα φούσκωνε στο ρυθμό τού σφυγμού της.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο δρόμος πλημμύρισε από χιλιάδες διαδηλωτές. Αυτοκίνητα νησιά μέσα σε έναν ποταμό ανθρώπων. Ο αέρας κοκκίνισε απ᾿ τις σημαίες που χαμήλωναν κι ύστερα σηκώνονταν πάλι, καθώς οι διαδηλωτές έσκυβαν να περάσουν κάτω από την μπάρα τής ισόπεδης διάβασης. Σαν κόκκινο κύμα γλιστρούσαν πάνω από τις ράγες τού τρένου. Ο ήχος από χιλιάδες στόματα σκέπασαν τα σταματημένα τροχοφόρα. Σαν μια Ομπρέλα Θορύβου.
«Ζήτω η Διαρκής Επανάσταση!» φώναζαν. «Εργάτες Όλου τού Κόσμου Ενωθείτε!»
Ακόμα κι ο Τσάκο δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε στην Κέραλα μεγαλύτερη επιτυχία απ᾿ όση είχε οπουδήποτε αλλού στην Ινδία, με εξαίρεση ίσως τη Βεγγάλη.
Υπήρχαν αρκετές αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες σχετικά μ᾿ αυτό το ζήτημα. Μερικοί υποστήριζαν ότι η ευρεία διάδοση τού κομμουνισμού οφειλόταν στο μεγάλο ποσοστό των χριστιανών που ζούσαν σ᾿ αυτήν την επαρχία. Το είκοσι τοις εκατό τού πληθυσμού τής Κέραλα ήταν χριστιανοί τού Συριακού δόγματος και πίστευαν ότι ήταν απόγονοι των εκατό βραχμάνων που είχε προσηλυτίσει ο απόστολος Θωμάς όταν ταξίδεψε στην Ανατολή μετά την Ανάσταση τού Κυρίου. Από δομικής απόψεως —έτσι ισχυρίζονταν οι απλοϊκοί μάλλον υποστηρικτές αυτής τής θεωρίας—, ο μαρξισμός μπορούσε να υποκαταστήσει μια χαρά το χριστιανισμό. Βάλτε στη θέση τού Χριστού τον Μαρξ, στη θέση του Σατανά την μπουρζουαζία, στη θέση τού Παράδεισου την αταξική κοινωνία, στη θέση τής Εκκλησίας το Κόμμα. Τα υπόλοιπα, τρόπος και σκοπός τού ταξιδιού, ήταν εντελώς ίδια. Ένας αγώνας μετ᾿ εμποδίων, στο τέλος τού οποίου περίμενε το βραβείο. Για την ινδουιστική αντίληψη η προσαρμογή ήταν πιο πολύπλοκη και επομένως πιο δύσκολη.
Το πρόβλημα μ᾿ αυτήν τη θεωρία ήταν άλλο: οι χριστιανοί τής Κέραλα δεν ήταν δυστυχώς οι φτωχοί, οι ακτήμονες και οι εργάτες, αλλά ίσα ίσα οι πλούσιοι, οι γαιοκτήμονες, οι ιδιοκτήτες βιοτεχνιών που κατασκεύαζαν πίκλες και μαρμελάδες. Οι φεουδάρχες, για τούς οποίους ο κομμουνισμός ήταν χειρότερος κι από το θάνατο. Ψήφιζαν ανέκαθεν το Κόμμα τού Κογκρέσου.
Μια δεύτερη θεωρία υποστήριζε ότι όλα ξεκινούσαν από το σχετικά υψηλό επίπεδο τής μόρφωσης στην επαρχία τής Κέραλα. Ίσως. Μόνο που το σχετικά υψηλό επίπεδο μόρφωσης ήταν σε μεγάλο βαθμό επίτευγμα τού ίδιου τού κομμουνιστικού κινήματος.
Η αλήθεια ήταν πως ο κομμουνισμός είχε τρυπώσει ύπουλα στην Κέραλα. Με τη μορφή ενός ρεφορμιστικού κινήματος που ουδέποτε αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες τής συντηρητικής κοινωνίας της και τον αυστηρό χωρισμό της σε κάστες*. Οι μαρξιστές δούλευαν μέσα στα όρια αυτής τής κοινωνίας, δεν προκαλούσαν ποτέ. Πρόσφεραν μια επανάσταση κοκτέιλ. Ένα μεθυστικό μείγμα ανατολικού μαρξισμού και ορθόδοξου ινδουισμού με μια μικρή δόση δημοκρατίας να το νοστιμεύει.
Ο Τσάκο δεν ήταν επίσημο μέλος τού Κόμματος. Δεν είχε κάρτα αλλά είχε πιστέψει από νωρίς στον κομμουνισμό και είχε μείνει πιστός οπαδός του όλα τα δύσκολα χρόνια του.
Τη χρυσή εποχή τού 1957, τότε που οι κομμουνιστές κέρδισαν τις εκλογές στην Κέραλα, ήταν ακόμα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο τού Δελχί. Ο Νεχρού τούς κάλεσε να σχηματίσουν κυβέρνηση. Το ίνδαλμα τού Τσάκο, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ, ο φλογερός αρχιερέας τού μαρξισμού στην Κέραλα, έγινε πρωθυπουργός τής πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης κομμουνιστικής κυβέρνησης τού κόσμου. Οι κομμουνιστές βρέθηκαν αίφνης στη δύσκολη – κι όπως έλεγαν οι επικριτές τους: στην παράλογη— θέση να κυβερνούν ένα λαό και να τον σπρώχνουν ταυτόχρονα προς την Επανάσταση. Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ ανέπτυξε τη δική του θεωρία σχετικά με την πραγματοποίηση αυτού τού αντιφατικού σχεδίου. Ο Τσάκο διάβασε την πραγματεία του "Η ειρηνική μετάβαση στον Κομμουνισμό" με τον ασυγκράτητο ζήλο τής νιότης και τον άνευ όρων θαυμασμό τού φανατικού οπαδού. Η εν λόγω πραγματεία εξηγούσε με λεπτομέρειες πώς σκόπευε η κυβέρνηση τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να μεθοδεύσει ριζικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, να περιορίσει δραστικά τις εξουσίες τής αστυνομίας, να οργανώσει σε νέες βάσεις τη Δικαιοσύνη και να «Αντισταθεί στις Επεμβάσεις της Αντιδραστικής Αντιλαϊκής Κεντρικής Κυβέρνησης, τού Κόμματος τού Κογκρέσου».
Δυστυχώς όμως, πριν βγει καλά καλά ο χρόνος, η Ειρηνική φάση τής Ειρηνικής Μετάβασης έφτασε στο τέλος της.
Κάθε μέρα, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ο Αυτοκρατορικός Εντομολόγος ειρωνευόταν τον ευέξαπτο Μαρξιστή γιο του διαβάζοντας με δυνατή φωνή από την εφημερίδα του όλα τα άρθρα σχετικά με φασαρίες, απεργίες, συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία και βιαιοπραγίες των αστυνομικών οργάνων που αναστάτωναν την Κέραλα.
«Λοιπόν, Καρλ Μαρξ!» ξεφυσούσε ο Παπάτσι, μόλις καθόταν ο Τσάκο στο τραπέζι. «Τι θα τούς κάνουμε τώρα αυτούς τούς αναθεματισμένους τούς φοιτητές; Ξεσηκώθηκαν πάλι οι ηλίθιοι, ενάντια στην πολυαγαπημένη μας Λαϊκή Κυβέρνηση! Να τούς βγάλουμε από τη μέση; Είμαι βέβαιος πως δεν ανήκουν πια στο Λαό!»
Τα επόμενα δύο χρόνια το Κόμμα τού Κογκρέσου και η Εκκλησία δε σταμάτησαν στιγμή να συδαυλίζουν τις εστίες των ταραχών, βυθίζοντας έτσι την Κέραλα στο χάος των πολιτικών ερίδων και στην αναρχία. Τον καιρό που τέλειωσε ο Τσάκο το πανεπιστήμιο κι έφυγε για την Οξφόρδη, να πάρει ένα δεύτερο πτυχίο, η Κέραλα βρισκόταν στο χείλος τού εμφύλιου πολέμου. Ο Νεχρού καθαίρεσε την κομμουνιστική κυβέρνηση και προκήρυξε νέες εκλογές. Το Κόμμα τού Κογκρέσου ξαναπήρε την εξουσία. Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια πριν καταφέρει το κόμμα τού συντρόφου Ναμπούντριπαντ να πάρει και πάλι το 1967 την πλειοψηφία. Και εξελέγη ξανά αλλά αυτήν τη φορά ως συνασπισμός δύο επιμέρους κομμάτων, στα οποία είχε διασπαστεί στο μεταξύ — τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας και τού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (Μαρξιστικού). Του KKI και του KKI(M).
Όταν έγιναν όλα αυτά, ο Παπάτσι είχε πεθάνει. Ο Τσάκο είχε χωρίσει. Και το εργοστάσιο Πίκλες και Μαρμελάδες Παραντάιζ ήταν ήδη εφτά χρονών.
Η Κέραλα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά από μια περίοδο φοβερού λιμού. Οι μουσώνες είχαν αργήσει. Ο κόσμος πέθαινε. Η πείνα ήταν το υπ᾿ αριθμόν ένα πρόβλημα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Αυτήν τη δεύτερη φορά που πήρε την εξουσία στα χέρια του, ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ προσπάθησε να δρομολογήσει την Ειρηνική Μετάβαση με μεγαλύτερη προσοχή και νηφαλιότητα. Η στάση του προκάλεσε την οργή και τη μάνητα τού Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Κατάγγειλαν δημόσια τον "Κοινοβουλευτικό Κρετινισμό" του και τον κατηγόρησαν ότι «πρόσφερε ψεύτικη και πλασματική ανακούφιση στις εργατικές τάξεις, υπονομεύοντας έτσι την Ταξική Συνείδηση και αποπροσανατολίζοντας τούς μαχητές τής Επανάστασης».
Το Πεκίνο παραχώρησε την υποστήριξή του στη νεότευκτη και μαχητικότερη φράξια του ΚΚΙ(Μ) –δηλαδή στους ναξαλίτες— που είχαν στήσει μια μικρή ένοπλη εξέγερση στο Ναξαλμπάρι, ένα χωριό τής Βεγγάλης. Οργάνωσαν τούς αγρότες σε μάχιμες διμοιρίες, επιτάξανε τα χωράφια, έδιωξαν τούς γαιοκτήμονες και όρισαν Λαϊκούς Δικαστές για να δικάσουν τούς Εχθρούς τού Λαού. Το κίνημα των ναξαλιτών απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα και γέμισε πανικό τις καρδιές των μπουρζουάδων.
Στην Κέραλα προκάλεσε αναστάτωση και φόβο, επιβαρύνοντας την ούτως ή άλλως βαριά ατμόσφαιρα. Στα βόρεια τής επαρχίας είχαν αρχίσει ήδη οι σκοτωμοί. Το Μάιο δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια θολή, κουνημένη φωτογραφία: έδειχνε κάποιον γαιοκτήμονα, δεμένο σε ένα στύλο τού ηλεκτρικού. Τον είχαν αποκεφαλίσει. Το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο δίπλα του, σε μια σκοτεινή λακκούβα που θα μπορούσε να ᾿ναι νερό ή αίμα. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη και το χρώμα δεν ξεχώριζε. Μέσα στο γκρίζο φως τής αυγής.
Τα έκπληκτα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα.
Ο σύντροφος Ναμπούντριπαντ (Μαντρόσκυλο, Τσιράκι των Ρώσων) διέγραψε τούς ναξαλίτες από το κόμμα του και συνέχισε να επωφελείται από τη λαϊκή οργή εδραιώνοντας τη θέση του. Η πορεία που περικύκλωσε τη γαλανή Πλίμουθ τη γαλανή εκείνη μέρα του Δεκέμβρη, ήταν στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων. Την είχε οργανώσει το Μαρξιστικό Συνδικάτο τού Κοτσίν. Οι σύντροφοί τους από το Τριβάντραμ, με δική τους πορεία, κατευθύνονταν ήδη προς το κτίριο τής Βουλής, όπου θα παρέδιδαν στο σύντροφο Ναμπούντριπαντ προσωπικά ψήφισμα με τα αιτήματα τού λαού. Η ορχήστρα προσπαθούσε να υπαγορεύσει τη θέλησή της στο μαέστρο. Ζητούσαν να παραχωρηθεί διάλειμμα μιας ώρας κάθε μεσημέρι στους εργάτες των ορυζώνων που δούλευαν εντεκάμισι ώρες την ημέρα από τις εφτά το πρωί ως τις εξίμισι το απόγευμα. Ζητούσαν αύξηση στο μεροκάματο των εργατριών: από μία ρουπία, στις τρεις ρουπίες. Και για τούς άντρες ζητούσαν αύξηση από τις δύο ρουπίες, στις τέσσερις ρουπίες την ημέρα. Ζητούσαν ακόμα να πάψει ο κόσμος να απευθύνει το λόγο στους Άθικτους με το όνομα τής κάστας τους. Να μην απευθύνονται σ᾿ αυτούς ως Ατσού Παρουάν ή Κέλαν Παρουάν. Να λέγονται απλώς Ατσού ή Κέλαν.
Βασιλιάδες τού κάρδαμου, κόμητες τού καφέ, βαρόνοι τού καουτσούκ – όλοι παλιοί συμμαθητές από τα χρόνια που ήταν εσωτερικοί στα κολέγια— κατέβαιναν από τις μοναχικές, απέραντες φυτείες τους στην Ιστιοπλοϊκή Λέσχη και ρουφούσαν αργά την παγωμένη μπίρα τους. Σήκωναν τα ποτήρια τους. Όπως κι αν το λεν το τριαντάφυλλο..., μουρμούριζαν χαμογελώντας για να κρύψουν τον πανικό που φούσκωνε μέσα τους.
Οι διαδηλωτές τη μέρα εκείνη ήταν μέλη τού κόμματος, φοιτητές και φυσικά οι εργάτες. Άθικτοι και Καθαροί. Στους ώμους τους κουβαλούσαν ένα βαρέλι πανάρχαιης οργής, αναμμένο με ολοκαίνουργο φιτίλι. Η οργή τους είχε αποκτήσει μια νέα αιχμή, κοφτερή σαν ξυράφι. Μια αιχμή ναξαλίτικη.
Από το παράθυρο τής Πλίμουθ η Ράχελ είδε ότι η λέξη που φώναζαν πιο δυνατά απ᾿ όλες τις άλλες, ήταν η λέξη "Επανάσταση". Είδε τις φλέβες να φουσκώνουν στο λαιμό τους όταν τη φώναζαν. Είδε τα χέρια και τα μπράτσα που κρατούσαν τις σημαίες. Ήταν σκληρά, σφιγμένα, σιδερένια.
Μέσα στην Πλίμουθ βασίλευε η σιωπή και η ζέστη.
Ο φόβος τής Μπέμπας Κοτσάμα ήταν κουλουριασμένος στο δάπεδο τού αυτοκινήτου, σαν υγρό πατημένο αποτσίγαρο. Η αρχή μονάχα τού φόβου της. Τού φόβου που με τα χρόνια θα γινόταν θηρίο να τη φάει. Τού φόβου που αργότερα θα την ανάγκαζε να κλειδώνει με μανία πόρτες και παράθυρα. Τού φόβου που θα την έκανε να βάφει τα μαλλιά της και να μπογιατίζει αδέξια το στόμα της. Πανάρχαιος ήταν κι ο δικός της φόβος. Ο φόβος μήπως τής πάρουν αυτό που ήταν δικό της.
Προσπάθησε να μετρήσει τις πράσινες χάντρες τού κομπολογιού της, μα δεν μπορούσε να μαζέψει το μυαλό της. Μια ανοιχτή παλάμη χτύπησε στο τζάμι.
Μια σφιγμένη γροθιά έπεσε με δύναμη πάνω στο ζεματιστό καπό τής μηχανής που άνοιξε με ένα τίναγμα. Η Πλίμουθ έμοιαζε τώρα με γαλάζιο θεόρατο ζώο, όλο γωνίες, παγιδευμένο σε κάποιο ζωολογικό κήπο. Έμοιαζε με ζώο που ζητιάνευε να τού δώσουν κάτι να φάει.
Ένα κουλουράκι.
Μια μπανάνα.
Μια δεύτερη σφιγμένη γροθιά προσγειώθηκε πάνω του και το ᾿κλεισε. Ο Τσάκο κατέβασε το τζάμι του κι ευχαρίστησε με δυνατή φωνή αυτόν που το είχε κλείσει.
«Σ᾿ ευχαριστώ» είπε
«Μην το παρακάνεις με τις ευχαριστίες, σύντροφε!» είπε η Άμου. «Τυχαίο ήταν. Δεν είχε κανένα σκοπό να σε βοηθήσει. Πού να ξέρει άλλωστε ότι μέσα σ᾿ αυτό το σαραβαλάκι χτυπάει μια αληθινή μαρξιστική καρδιά;»
«Άμου», απάντησε ο Τσάκο με φωνή σταθερή και επιτηδευμένα αδιάφορη, «θα μπορούσες, σε παρακαλώ, να βάλεις για μια φορά φίμωτρο στον ψόφιο, άρρωστο κυνισμό σου;»
Η σιωπή που απλώθηκε μέσα στο αυτοκίνητο, έμοιαζε με βρεμένο σφουγγάρι, βαρύ απ᾿ το νερό. Η λέξη ψόφιος έτσουζε άσχημα, ήταν κοφτερή, γλιστρούσε σαν μαχαίρι μέσα στο βούτυρο. Ο ήλιος συνέχισε να λάμπει με ένα σιγανό αναστεναγμό. Αυτό είναι το κακό με τούς συγγενείς. Σαν μοχθηροί γιατροί, ξέρουν ακριβώς πού πονάει περισσότερο.
Τότε ήταν που είδε τον Βελούτθα η Ράχελ. Το γιο τού Βέλια Πάαπεν. Τον πιο αγαπημένο της φίλο. Είδε τον Βελούτθα να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στο χέρι. Φορούσε άσπρο πουκάμισο κι άσπρο μούντου* ενώ οι φλέβες στο λαιμό του ήταν φουσκωμένες. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί με πουκάμισο.
Η Ράχελ κατέβασε σαν αστραπή το παράθυρό της. «Βελούτθα! Βελούτθα!» τον φώναξε.
Εκείνος πάγωσε για μια στιγμή. Τέντωσε τα αφτιά του, κρατώντας τη σημαία του. Είχε ακούσει μια γνώριμη φωνή, μια φωνή οικεία. Σε μέρος όπου δεν περίμενε να την ακούσει. Η Ράχελ, όρθια πάνω στο κάθισμα, είχε βγει η μισή έξω από το παράθυρο τής Πλίμουθ, σαν την κεραία φυτοφάγου κάμπιας. Με ένα σιντριβάνι μαλλιά δεμένα με ένα Love-in-Tokyo και κίτρινα γυαλιά ηλίου με κόκκινους πλαστικούς φακούς.
«Βελούτθα! εδώ! Βελούτθα!» Οι φλέβες φούσκωσαν και στο δικό της λαιμό.
Ο Βελούτθα έκανε ένα βήμα στο πλάι και χάθηκε μέσα στη φασαρία που γινόταν γύρω του. Μέσα στο αυτοκίνητο η Άμου γύρισε προς τα πίσω. Τα μάτια της ήταν θυμωμένα. Έδωσε μια γερή ξυλιά στα μπούτια τής Ράχελ. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από τη Ράχελ μέσα στο αυτοκίνητο. Τα μπούτια και τα μελαψά της πόδια.
«Κάθισε καλά!» φώναξε η Άμου.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τράβηξε τη Ράχελ μες στο αυτοκίνητο κι εκείνη κουβαριάστηκε στο πίσω κάθισμα, σαστισμένη. Νομίζοντας ότι είχε γίνει κάποια παρεξήγηση.
«Μα ήταν ο Βελούτθα!» προσπάθησε να εξηγήσει με ένα χαμόγελο στα χείλη. «Κρατούσε σημαία!»
Η σημαία την είχε εντυπωσιάσει περισσότερο απ᾿ όλα. Ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να κρατάει ένας φίλος.
«Είσαι ένα κουτό, ανόητο κοριτσάκι!» τη μάλωσε η Άμου.
Η ξαφνική, λυσσασμένη οργή της, κάρφωσε τη Ράχελ στο κάθισμα τού αυτοκινήτου.
Τα ᾿χασε. Γιατί είχε θυμώσει τόσο πολύ η Άμου; Για ποιο λόγο;
«Μα ήταν αυτός, σάς λέω!» ξανάπε.
Σκάσε!» τής φώναξε η Άμου.
Η Ράχελ είδε σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο και στο πανωχείλι τής Άμου. Είδε τα μάτια της να σκληραίνουν και να γίνονται σαν γυάλινοι βόλοι. Σαν τα μάτια τού Παπάτσι στη φωτογραφία τής Βιέννης. (Πώς σιγομουρμούριζε το λεπιδόπτερο τού Παπάτσι μέσα στο αίμα που κυλούσε στις φλέβες των παιδιών του!)
Η Μπέμπα Κοτσάμα ανέβασε το παράθυρο τής Ράχελ.
Χρόνια αργότερα, ένα δροσερό φθινοπωρινό πρωί, κάπου στην Πολιτεία τής Νέας Υόρκης, μέσα σε ένα κυριακάτικο τρένο που ταξίδευε, η σκηνή αυτή ξανάρθε στη θύμηση τής Ράχελ. Η έκφραση στο πρόσωπο τής Άμου. Σαν το κομμάτι που ξεμένει και δεν ταιριάζει στο παζλ. Σαν ερωτηματικό που πλανιέται μετέωρο μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, χωρίς να μπαίνει ποτέ στο τέλος μιας φράσης.
Αυτό το σκληρό βλέμμα στα μάτια τής Άμου. Σκληρό σαν γυάλινος βόλος. Η γυαλάδα τού ιδρώτα στο πανωχείλι της. Κι η παγωνιά αυτής τής ξαφνικής, πειραγμένης σιωπής.
Η μνήμη είναι τρελή όταν ταχτοποιεί σκοτεινά πράγματα μέσα σε ένα ντουλάπι και βγάζει έξω τα πιο απίστευτα — ένα φευγαλέο βλέμμα, ένα συναίσθημα. Τη μυρωδιά τού καπνού. Έναν υαλοκαθαριστήρα. Τα γυάλινα μάτια μιας μητέρας. Μα τα ᾿χει τετρακόσια όταν αφήνει στη θέση τους κρυμμένα μεγάλα κομμάτια σκοταδιού. Χωρίς να τα φέρνει ποτέ στο φως. Χωρίς να τα θυμάται.
Ήταν πράγματι ο Βελούτθα.
Η Ράχελ ήταν σίγουρη γι᾿ αυτό. Τον είχε δει. Την είχε δει κι εκείνος. Θα τον γνώριζε οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Κι αν δε φορούσε το πουκάμισο, θα τον αναγνώριζε κι από πίσω. Ήξερε την πλάτη του. Τόσες φορές την είχε κουβαλήσει στην πλάτη του. Περισσότερες απ᾿ όσες μπορούσε να μετρήσει. Είχε ένα ανοιχτοκάστανο σημάδι από γεννησιμιού του, σαν μυτερό ξερό φυλλαράκι. Έλεγε πως ήταν το τυχερό του φυλλαράκι. Πως χάρη σ᾿ αυτό έρχονταν οι μουσώνες στην ώρα τους. Ένα καφετί φυλλαράκι πάνω σε μια μαύρη πλάτη. Ένα φθινοπωρινό φυλλαράκι μες στη νύχτα.
Ένα τυχερό φυλλαράκι που δεν μπόρεσε να τού φέρει τύχη.
Ο Βελούτθα δεν ήταν μαραγκός. Τον έλεγαν Βελούτθα —που θα πει Λευκός στα μαλαγιάλαμ— επειδή ακριβώς ήταν τόσο μαύρος. Ο πατέρας του, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν Παρουάν*. Έφτιαχνε ποτό από χουρμάδες. Είχε ένα γυάλινο μάτι. Πελεκούσε ένα κομμάτι γρανίτη με το σφυρί του όταν ένα κομματάκι του μπήκε στο αριστερό του μάτι και το έσκισε.
Όταν ήταν μικρός ο Βελούτθα, ερχόταν μαζί με τον Βέλια Πάαπεν από την πίσω πόρτα τού Σπιτιού στο Αγιέμενεμ να παραδώσουν τις καρύδες που είχαν μαζέψει από τις φοινικιές τού κτήματος. Ο Παπάτσι δεν άφηνε τούς Παρουάν να μπουν μες στο σπίτι του. Κανείς δεν τούς άφηνε. Δεν είχαν το δικαίωμα να αγγίξουν τίποτε απ᾿ όσα άγγιζαν οι Καθαροί. Η κάστα των ινδουιστών και η κάστα των χριστιανών. Η Μαμάτσι έλεγε στον Έστθα και τη Ράχελ πως τα παλιά τα χρόνια όταν ήταν ακόμα μικρή, οι Παρουάν ήταν αναγκασμένοι να πισωπατούν με μια σκούπα στα χέρια σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, έτσι ώστε οι βραχμάνοι ή οι χριστιανοί να μη λερωθούν πατώντας άθελά τους πάνω σ᾿ αυτές. Τον καιρό τής Μαμάτσι, οι Παρουάν, όπως όλοι οι Άθικτοι, δεν είχαν το δικαίωμα να περπατούν στους δημόσιους δρόμους. Ήταν αναγκασμένοι να κυκλοφορούν γυμνοί από τη μέση και πάνω. Δεν τούς επέτρεπαν να κρατούν ομπρέλες. Τούς επέβαλλαν ακόμη να βάζουν το χέρι μπροστά στο στόμα τους όταν μιλούσαν, έτσι που η βρωμερή τους ανάσα να μη φτάνει στους άλλους ανθρώπους.
Όταν έφτασαν οι Εγγλέζοι στο Μαλαμπάρ, μερικοί Παρουάν (ανάμεσά τους κι ο παππούς τού Βελούτθα) ασπάστηκαν το χριστιανισμό κι έγιναν δεκτοί στους κόλπους τής Αγγλικανικής Εκκλησίας, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη σκληρή μοίρα τού Άθικτου. Λίγο φαγητό και κάμποσες ρουπίες αποτέλεσαν ένα επιπλέον κίνητρο. Ο κόσμος τούς βάφτισε Χριστιανούς τού Ρυζιού. Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι είχαν πηδήσει για να βγουν απ᾿ το τηγάνι κι είχαν πέσει μες στην ίδια τη φωτιά. Τούς ανάγκασαν να έχουν χωριστές εκκλησίες, χωριστές λειτουργίες, χωριστούς ιερείς. Ως ειδικό προνόμιο τούς παραχωρήθηκε ακόμα και χωριστός επίσκοπος. Άθικτος όπως αυτοί. Μετά την Ανεξαρτησία διαπίστωσαν ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα στις ειδικές παροχές τής κυβέρνησης: δεν μπόρεσαν να πάρουν δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, δε βρήκαν δουλειές όπως όλοι οι ινδουιστές. Διότι τυπικά, στα χαρτιά, ήταν χριστιανοί και επομένως δεν ανήκαν σε καμία κάστα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά υποχρεωμένοι να πισωπατούν σκουπίζοντας τις πατημασιές τους, και μάλιστα δίχως σκούπα. Ή ακόμα χειρότερα, υποχρεωμένοι να μην αφήνουν καν πατημασιές.
Την επιδεξιότητα τού μικρού Βελούτθα την πρόσεξε πρώτη η Μαμάτσι, μια φορά που είχε έρθει στο Αγιέμενεμ για διακοπές από το Δελχί χωρίς τον Αυτοκρατορικό Εντομολόγο. Ο Βελούτθα ήταν τότε έντεκα χρονών, τρία χρόνια μικρότερος από την Άμου. Ήταν σαν μικρός ταχυδακτυλουργός. Έφτιαχνε πολύπλοκα παιχνίδια – μικρούς ανεμόμυλους, κουδουνίστρες, λεπτοφτιαγμένες κοσμηματοθήκες από ξερά φοινικόφυλλα. Ήξερε να σκαλίζει τέλεια βαρκάκια σε ξύλο από ταπιόκα και μικρά κουκλάκια στα μακρόστενα τσόφλια των κάσιους. Τα χάριζε στην Άμου. Τής τα έδινε κρατώντας τα πάνω στην ανοιχτή παλάμη του (όπως τον είχαν δασκαλέψει) για να μην αναγκάζεται εκείνη να τον αγγίξει παίρνοντάς τα. Παρόλο που ήταν μικρότερός της, τη φώναζε Αμουκούτι – μικρή Άμου. Η Μαμάτσι έπεισε τον Βέλια Πάαπεν να στείλει το γιο του στο σχολείο των Άθικτων που είχε ιδρύσει ο πεθερός της, Πουνιάν Κούντζου.
Ο Βελούτθα κόντευε τα δεκατέσσερα όταν ο Γιόχαν Κλάιν, ένας Γερμανός μαραγκός από κάποια συντεχνία τής Βαυαρίας, ήρθε στο Κόταγιαμ κι έμεινε τρία χρόνια στην Ιεραποστολή για να δείξει τη δουλειά και στους ντόπιους. Κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, ο Βελούτθα έπαιρνε το λεωφορείο για το Κόταγιαμ και δούλευε με τον Κλάιν ώσπου βράδιαζε. Κλείνοντας τα δεκάξι, ο Βελούτθα είχε τελειώσει το γυμνάσιο και ήξερε καλά την τέχνη τού μαραγκού. Είχε δικά του εργαλεία και σαφώς γερμανική αισθητική. Έφτιαξε για τη Μαμάτσι μια τραπεζαρία σε στιλ Μπάουχαουζ —τραπέζι και δώδεκα καρέκλες από ξύλο τριανταφυλλιάς και μια παραδοσιακή Βαυαρέζικη σεζλόνγκ από ελαφρό ξύλο. Για το χριστουγεννιάτικο σκετς που οργάνωνε κάθε χρόνο η Μπέμπα Κοτσάμα, έφτιαξε με λεπτό σύρμα φτερά αγγέλων που στερεώνονταν σαν σακίδια στους ώμους των παιδιών. Έφτιαξε ακόμα σύννεφα από χαρτόνι για να προβάλει ανάμεσά τους ο αρχάγγελος Γαβριήλ και μια πτυσσόμενη φάτνη για τη γέννηση τού μικρού Χριστού. Κι όταν το μικρό χερουβείμ που είχε στον κήπο της, στέρεψε ανεξήγητα και δεν μπορούσε να τινάζει ψηλά τον ασημένιο πίδακά του, ήταν πάλι ο δόκτωρ Βελούτθα που το γιάτρεψε κι έβαλε ξανά σε λειτουργία την ουροδόχο κύστη του.
Πέρα από τη δεξιοτεχνία του με την ξυλουργική, ο Βελούτθα τα κατάφερνε θαυμάσια και με τις μηχανές. Η Μαμάτσι (με την ακατανόητη Καθαρή λογική) έλεγε συχνά ότι αν ο Βελούτθα δεν είχε γεννηθεί Παρουάν, θα μπορούσε να είχε γίνει μηχανικός. Επισκεύαζε ραδιόφωνα, ρολόγια, αντλίες νερού. Αυτός φρόντιζε επίσης τα υδραυλικά και τα ηλεκτρικά όλου τού σπιτιού.
Όταν η Μαμάτσι αποφάσισε να κλείσει την πίσω βεράντα, ο Βελούτθα σχεδίασε κι έφτιαξε την πτυσσόμενη πόρτα που αργότερα έγινε τόσο πολύ τής μόδας στο Αγιέμενεμ.
Ο Βελούτθα ήξερε περισσότερα από τον καθένα για τα μηχανήματα τού εργοστασίου.
Όταν ο Τσάκο άφησε τη δουλειά του στο Μαδράς και γύρισε στο Αγιέμενεμ με μια μηχανή εμφιαλώσεως στις αποσκευές του, ο Βελούτθα τη συναρμολόγησε και την εγκατέστησε. Ο Βελούτθα είχε την ευθύνη για την καινούργια μηχανή που γέμιζε τα βάζα και τον αυτόματο κόφτη τού ανανά. Ο Βελούτθα λάδωνε την υδραντλία και τη μικρή πετρελαιοκίνητη γεννήτρια. Ο Βελούτθα έφτιαξε τα τραπέζια εργασίας και τα κάλυψε με αλουμίνιο για να καθαρίζονται εύκολα. Ο Βελούτθα έφτιαξε και τούς χαμηλούς φούρνους για τις μαρμελάδες.
Ο πατέρας του όμως, ο Βέλια Πάαπεν, ήταν ένας Παρουάν τού παλιού καιρού. Είχε ζήσει τις μέρες που οι Άθικτοι Πισωπατούσαν Σκουπίζοντας Τις Πατημασιές Τους. Και η ευγνωμοσύνη του για τη Μαμάτσι και την οικογένειά της ήταν βαθιά και απέραντη, σαν φουσκωμένο ποτάμι. Είχε κάνει τόσα η Μαμάτσι γι᾿ αυτόν! Όταν έπαθε το ατύχημα, η Μαμάτσι πλήρωσε το γυάλινο μάτι του. Δεν είχε ξεπληρώσει ακόμα το χρέος του. Και παρόλο που ήξερε ότι κανείς δεν το περίμενε απ᾿ αυτόν, παρόλο που ήξερε ότι ποτέ του δε θα κατάφερνε να βρει και να δώσει τόσα λεφτά – εκείνος ένιωθε ότι το μάτι δεν τού ανήκε. Η ευγνωμοσύνη τον ανάγκαζε να χαμογελάει πλατιά και να σκύβει το κεφάλι.
Ο Βέλια Πάαπεν ανησυχούσε για το μικρό του γιο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που τον φόβιζε. Δεν ήταν κάτι που είχε πει το παιδί. Δεν ήταν κάτι που είχε κάνει. Δεν έφταιγαν αυτά που έλεγε αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Δεν έφταιγαν αυτά που έκανε αλλά ο τρόπος που τα έκανε.
Ίσως ήταν η έλλειψη δισταγμού. Η αδικαιολόγητη σιγουριά του. Στον τρόπο που περπατούσε. Στον τρόπο που κρατούσε ψηλά το κεφάλι. Στο διακριτικό τρόπο που εξέθετε τις προτάσεις του, χωρίς να τού το ζητήσουν. Ή στο διακριτικό τρόπο με τον οποίο αγνοούσε τις προτάσεις των άλλων, χωρίς να δίνει την εντύπωση τού αντάρτη.
Ενώ τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν απολύτως αποδεκτά, ίσως μάλιστα κι επιθυμητά στους Καθαρούς, ο Βέλια Πάαπεν σκεφτόταν ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανεπίτρεπτα για έναν Παρουάν – κι όχι μόνο θα μπορούσαν, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθούν κιόλας ανεπίτρεπτα.
Ο Βέλια Πάαπεν προσπαθούσε να συμβουλέψει τον Βελούτθα, να τού βάλει μυαλό. Μη μπορώντας όμως να βρει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ανησυχούσε, ο γιος του παρεξηγούσε τις μπερδεμένες συμβουλές και τούς αόριστους φόβους τού πατέρα του. Τού φαινόταν πως ο πατέρας του τον ζήλευε για την τέχνη του και τα φυσικά του χαρίσματα. Οι καλές προθέσεις τού Βέλια Πάαπεν εκφυλίστηκαν γρήγορα σε γκρίνιες και καβγάδες. Μια γενικότερη δυσφορία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα ανάμεσα στον πατέρα και το γιο. Και παρά τη στενοχώρια τής μάνας του, ο Βελούτθα άρχισε να αποφεύγει το σπίτι. Δούλευε ως αργά. Κοιμόταν στο ύπαιθρο, δίπλα στο ποτάμι.
Και μια μέρα χάθηκε. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν τον είδε κανείς. Ακούστηκαν φήμες ότι είχε πιάσει δουλειά σε μια οικοδομή στο Τριβάντραμ, στο καινούργιο κτίριο που έχτιζε εκεί το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Τον τελευταίο καιρό οι κακιές γλώσσες έλεγαν ότι είχε γίνει ναξαλίτης. Ότι είχε μπει στη φυλακή.
Δεν μπόρεσαν να τον ειδοποιήσουν όταν η μάνα του, η Τσέλα, πέθανε από φυματίωση. Μετά απ᾿ αυτό, έπεσε ο Κούταπεν, ο μεγάλος του αδερφός, από μια φοινικιά και χτύπησε στη σπονδυλική του στήλη. Ο Βελούτθα έμαθε για το ατύχημα ένα χρόνο αργότερα.
Εδώ και πέντε μήνες είχε ξαναγυρίσει στο Αγιέμενεμ. Δεν είπε λέξη σε κανέναν πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια ή τι είχε κάνει.
Η Μαμάτσι τού έδωσε ξανά τη θέση τού ξυλουργού στο εργοστάσιό της. Ο Βελούτθα ανέλαβε και τη φροντίδα όλων των μηχανημάτων. Δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με τούς υπόλοιπους Καθαρούς εργάτες. Γιατί, κατά τη γνώμη τους, οι Παρουάν δεν είχαν το δικαίωμα να δουλεύουν μαραγκοί. Ακόμα χειρότερα, οι Παρουάν που γύριζαν στο σπίτι τους σαν άσωτοι γιοι, δεν είχαν κανένα δικαίωμα να ξαναπιάνουν την παλιά τους δουλειά.
Για να ευχαριστήσει τούς υπόλοιπους κι επειδή ήξερε ότι κανείς άλλος δεν επρόκειτο να δώσει δουλειά στον Βελούτθα, η Μαμάτσι τού έδινε λιγότερα χρήματα απ᾿ όσα θα πλήρωνε σε έναν άλλο μαραγκό. Περισσότερα πάντως απ᾿ όσα θα έπαιρνε ένας Παρουάν. Η Μαμάτσι δεν τον ενθάρρυνε να μπει στο σπίτι (εκτός κι αν τον χρειάζονταν για να επισκευάσει ή να φτιάξει κάτι). Κατά τη γνώμη της, έπρεπε να τής είναι ευγνώμων που τον άφηνε να μπαίνει στο εργοστάσιο και τού επέτρεπε να αγγίζει πράγματα, τα οποία άγγιζαν και οι Καθαροί. Έλεγε πως αυτό ήταν ήδη ένα σημαντικό βήμα για έναν Παρουάν.
Ο Βελούτθα, ο Βέλια Πάαπεν και ο Κούταπεν ζούσαν σε μια μικρή καλύβα από λατερίτη, λίγο πιο κάτω από το Σπίτι τού Αγιέμενεμ, δίπλα στο ποτάμι. Ο Εστθάπεν και η Ράχελ έφταναν σε τρία λεπτά όταν έκοβαν δρόμο τρέχοντας μέσα από τις φοινικιές. Ήταν πολύ μικρά, μόλις είχαν έρθει στο Αγιέμενεμ με την Άμου, όταν έφυγε ο Βελούτθα. Δεν τον θυμόνταν. Τους μήνες όμως μετά την επιστροφή του είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Οι επισκέψεις στο σπίτι του ήταν απαγορευμένες αλλά ο Έστθα και η Ράχελ πήγαιναν. Περνούσαν μαζί του ώρες ατέλειωτες. Κάθονταν ανακούρκουδα —σαν λοξά σημεία στίξης μέσα σε μια θάλασσα από πριονίδια— κι αναρωτιόνταν πώς ήξερε πάντα τα όμορφα σχήματα που τον περίμεναν μέσα σε κάθε ξύλο. Τούς άρεσε ο τρόπος που μαλάκωνε το ξύλο στα χέρια του και γινόταν σαν πλαστελίνη. Τούς μάθαινε να δουλεύουν την πλάνη. Το σπίτι του μύριζε (τις καλές μέρες) φρέσκο πριονίδι και ήλιο.
Κι εκείνη την καταγάλανη δεκεμβριάτικη μέρα, αυτός ήταν που είχε δει η Ράχελ με τα κόκκινα γυαλιά της, να περπατάει με μια κόκκινη σημαία στην ισόπεδη διάβαση έξω από το Κοτσίν. Μεταλλικός, διαπεραστικός ο ήχος από τις σφυρίχτρες των αστυνομικών άνοιξε τρύπες στην Ομπρέλα Θορύβου.
Και μέσα απ᾿ αυτές τις τρύπες είδε η Ράχελ κομμάτια κόκκινου ουρανού. Εκεί ψηλά, στον κόκκινο ουρανό, πετούσαν κόκκινα γεράκια που ερευνούσαν το έδαφος για ποντίκια. Στα κουκουλωμένα κίτρινα μάτια τους καθρεφτιζόταν ένας δρόμος και κόκκινα λάβαρα να περνούν κι ένα άσπρο πουκάμισο πάνω σε μια μαύρη πλάτη με ένα μικρό σημάδι.
Να περπατάει.
Τρόμος, ιδρώτας και πούδρα έγιναν ένα: μια μοβ πηχτή κρέμα χωμένη μες στις δίπλες τού λαιμού τής Μπέμπας Κοτσάμα. Μικρά σβολαράκια από πηγμένο σάλιο είχαν σταθεί στις άκρες των χειλιών της. Φαντάστηκε πως είδε έναν άντρα ανάμεσα στους διαδηλωτές. Έναν άντρα που έμοιαζε ίδιος με κάποιο ναξαλίτη ονόματι Ράτζαν. Το είχαν γράψει οι εφημερίδες. Είχαν δημοσιεύσει και τη φωτογραφία του. Η Μπέμπα Κοτσάμα φαντάστηκε πως ο άντρας αυτός την είχε κοιτάξει κατάματα.
Ένας άντρας με κόκκινη σημαία και πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, άνοιξε την πόρτα από τη μεριά τής Ράχελ που δεν ήταν κλειδωμένη. Το άνοιγμα γέμισε άντρες που στάθηκαν να δουν.
«ζεσταίνεσαι, μωρό μου;» ρώτησε ευγενικά τη Ράχελ στα μαλαγιάλαμ. Ύστερα απότομα: «Πες τού μπαμπά σου να σού αγοράσει κλιματιστικό!» και χλιμίντρισε ευχαριστημένος με το αστείο του. Η Ράχελ τού αντιγύρισε το χαμόγελο, ευχαριστημένη που είχε πάρει τον Τσάκο για πατέρα της. Σαν κανονική οικογένεια.
«Μην απαντήσεις!» τής ψιθύρισε βραχνά η Μπέμπα Κοτσάμα. «Κοίτα κάτω! Απλώς κοίτα κάτω!»
Ο άντρας με τη σημαία έστρεψε την προσοχή του σ᾿ εκείνη. Εκείνη κοίταζε το δάπεδο τού αυτοκινήτου. Σαν ντροπαλή, φοβητσιάρα παρθένα που την παντρεύουν μ᾿ έναν ξένο.
«Γεια σου, αδερφούλα», τής είπε διαλέγοντας με προσοχή τις λέξεις του στα αγγλικά. «Θα μού πεις, σε παρακαλώ, το όνομά σου;»
Η Μπέμπα Κοτσάμα δεν απάντησε κι εκείνος στράφηκε στους συντρόφους του.
«Δεν έχει όνομα».
«Τι θα λέγατε να την πούμε Μονταλάλι Μαριακούτι;» πρότεινε κάποιος γελώντας. Μονταλάλι στα μαλαγιάλαμ θα πει γαιοκτήμονας.
«Α, Β, Γ, Δ, Χ, Ψ, Ω», είπε ένας άλλος, άσχετα.
Μαζεύτηκαν κι άλλοι φοιτητές. Φορούσαν όλοι μαντίλια ή βαμβακερές πετσέτες χεριών στο κεφάλι για να προστατεύονται από τον ήλιο.
Ο άντρας με το πρόσωπο που έμοιαζε με κόμπο, έδωσε την κόκκινη σημαία του στην Μπέμπα Κοτσάμα σαν δώρο. «Ορίστε», τής είπε. «Κράτησέ την».
Η Μπέμπα Κοτσάμα την πήρε και την κράτησε, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Κούνα την», πρόσταξε.
Αναγκάστηκε να την κουνήσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Μύριζε καινούργιο πανί και κατάστημα. Ατσαλάκωτη και σκονισμένη. Η Μπέμπα Κοτσάμα προσπάθησε να την κουνήσει δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι δεν την κουνούσε. «Τώρα πες ζήτω η επανάσταση!»
«ζήτω η επανάσταση», ψιθύρισε η Μπέμπα Κοτσάμα.
«Καλό κορίτσι!»
Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια και μια σφυρίχτρα ούρλιαξε.
«Εντάξει, λοιπόν», είπε ο άντρας στα αγγλικά πια στην Μπέμπα Κοτσάμα, λες κι είχαν κλείσει κάποια καλή συμφωνία οι δυο τους. «Μπάι μπάι!» Κι έκλεισε με δύναμη τη γαλανή πόρτα τής Πλίμουθ.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τραντάχτηκε ολόκληρη.
Ο κόσμος γύρω απ᾿ το αυτοκίνητο σκόρπισε και προχώρησε.
Η Μπέμπα Κοτσάμα τύλιξε τη σημαία και την έβαλε στο χώρισμα μετά τα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου. Έχωσε το κομπολόι της στον κόρφο της, ανάμεσα στα πεπόνια της, στη θέση του. Έκανε ένα σωρό πράγματα, κι αυτό κι εκείνο και το άλλο. Προσπαθώντας να σώσει λίγη έστω απ᾿ την αξιοπρέπειά της.
Όταν πέρασαν κι οι τελευταίοι άντρες, ο Τσάκο είπε ότι μπορούσαν πια να ανοίξουν τα παράθυρα.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν αυτός;» ρώτησε αμέσως μετά τη Ράχελ.
«Ποιος αυτός;» ρώτησε η Ράχελ, ξαφνικά καχύποπτη.
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο Βελούτθα;»
«Χμμμ.…» έκανε η Ράχελ προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο και να αποκρυπτογραφήσει τα ξέφρενα μηνύματα που τής έστελνε ο Έστθα με τη σκέψη του.
Σε ρωτάω: «είσαι σίγουρη ότι ο άντρας που είδες ήταν ο Βελούτθα;» ρώτησε για τρίτη φορά ο Τσάκο.
«Μμμ... όχι... δηλαδή σχεδόν. Δηλαδή σχεδόν ναι», αποκρίθηκε η Ράχελ.
«Είσαι σχεδόν σίγουρη;» ρώτησε ο Τσάκο.
«Όχι... ήταν σχεδόν ο Βελούτθα», είπε η Ράχελ. «Έμοιαζε σχεδόν μ᾿ εκείνον».
«Δηλαδή δεν είσαι σίγουρη;» «Σχεδόν όχι». Η Ράχελ έριξε μια λοξή ματιά στον Έστθα, αποζητώντας την επιδοκιμασία του.
«Αυτός πρέπει να ᾿ταν», μπήκε στη μέση η Μπέμπα Κοτσάμα. «Ορίστε πώς κατάντησε στο Τριβάντραμ. Όλοι όσοι πάνε εκεί και ξαναγυρίζουν, νομίζουν ότι είναι μεγάλοι και τρανοί πολιτικοί».
Κανείς δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την άποψή της.
«Καλά θα κάνουμε να τον προσέχουμε», συνέχισε η Μπέμπα Κοτσάμα. «Αν αρχίσει να μιλάει για συνδικάτα και τέτοια στο εργοστάσιο... Εγώ έχω προσέξει ήδη μερικά πράγματα... Μια ξεδιαντροπιά... Μια αγνωμοσύνη... Τις προάλλες τού ζήτησα να μού κουβαλήσει λίγες πέτρες για το παρτέρι μου με τα βότσαλα κι αυτός...»
«Εγώ τον είδα στο σπίτι λίγο πριν φύγουμε», είπε με λαμπερό χαμόγελο ο Έστθα. «Πώς θα μπορούσε να είναι αυτός;»
«Για το καλό του», είπε με σκοτεινό ύφος η Μπέμπα Κοτσάμα, «ελπίζω να μην ήταν. Και μη με ξαναδιακόψεις, Εστθάπεν!»
Τις επόμενες μέρες η Μπέμπα Κοτσάμα ξέσπασε στον Βελούτθα όλη την οργή που φούσκωνε μέσα της εξαιτίας τής δημόσιας ταπείνωσής της. Την ακόνιζε, τής έξυνε τη μύτη σαν να ᾿ταν μολύβι. Στο μυαλό της μέσα ο Βελούτθα έφτασε να αντιπροσωπεύει ολόκληρη τη διαδήλωση και τον άντρα που την είχε αναγκάσει να ανεμίσει τη σημαία τού Μαρξιστικού Κόμματος. Και τον άντρα που την είχε βαφτίσει Μονταλάλι Μαριακούτι. Κι όλους τούς άντρες που είχαν γελάσει εις βάρος της.
Άρχισε να τον μισεί.
Από τον τρόπο που κρατούσε η Άμου ψηλά το κεφάλι της, η Ράχελ καταλάβαινε πως ήταν ακόμα θυμωμένη. Η Ράχελ κοίταξε το ρολόι της. Δύο παρά δέκα. Το τρένο δεν είχε περάσει ακόμα. Ακούμπησε το σαγόνι της στο περβάζι τού παραθύρου. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να δει καλύτερα τον πατημένο βάτραχο στη μέση του δρόμου. Ήταν τόσο ψόφιος, τόσο πατημένος που έμοιαζε περισσότερο με λεκέ στο σχήμα τού βάτραχου παρά με κανονικό βάτραχο. Η Ράχελ αναρωτήθηκε αν η δεσποινίς Μίτεν έμοιαζε κι αυτή με λεκέ στο σχήμα τής δεσποινίδας Μίτεν όταν την πάτησε το φορτηγό με το γάλα. Με τη σιγουριά τού αληθινού πιστού, ο Βέλια Πάαπεν είχε διαβεβαιώσει τα δίδυμα ότι δεν υπήρχαν στον κόσμο μαύρες γάτες. Μόνο τρύπες στο Σύμπαν υπήρχαν που έμοιαζαν με μαύρες γάτες, έλεγε.
Είχε τόσο πολλούς λεκέδες στο δρόμο. Λεκέδες στο σχήμα τής πατημένης δεσποινίδας Μίτεν σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Λεκέδες στο σχήμα πατημένων βατράχων σκόρπιοι στο Σύμπαν.
Πατημένα σκυλιά που έτρωγαν τα σχήματα πατημένων βατράχων σκόρπια στο Σύμπαν.
Πούπουλα. Μάνγκο. Σάλιο.
Σε όλο το δρόμο μέχρι το Κοτσίν.
Ο ήλιος έλαμπε, περνούσε μέσα από τα τζάμια τής Πλίμουθ κι έπεφτε ίσια πάνω στη Ράχελ. Έκλεισε τα μάτια της και τού ανταπέδωσε τη λάμψη του. Ακόμα και πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, το φως ήταν δυνατό και ζεστό. Ο ουρανός είχε πορτοκαλί χρώμα και οι φοινικιές έμοιαζαν με θαλάσσιες ανεμώνες που σάλευαν αργά τις κεραίες τους, ελπίζοντας να πιάσουν κάποιο περαστικό, ανυποψίαστο σύννεφο και να το φάνε. Έπειτα παρουσιάστηκε ένας διάφανος Ρωμαίος στρατιώτης με πιτσιλωτό άλογο. Το παράξενο με τούς Ρωμαίους στρατιώτες στα κόμικ, κατά τη γνώμη τής Ράχελ, ήταν πως φορτώνονταν ένα κάρο σιδερικά με τούς θώρακες και τις περικεφαλαίες τους, κι ύστερα, μετά απ᾿ όλα αυτά, άφηναν γυμνά τα πόδια τους. Δεν μπορούσε να τούς καταλάβει. Δεν έβγαινε νόημα. Ούτε από την άποψη τού κλίματος ούτε από καμία άλλη άποψη. Η Άμου τούς είχε πει την ιστορία τού Ιουλίου Καίσαρα που τον είχε μαχαιρώσει ο Βρούτος, ο καλύτερός του φίλος. Τούς είχε περιγράψει πώς έπεσε κατάχαμα με το λεπίδι καρφωμένο στη ράχη του και πώς γύρισε και είπε: «Et tu, Brute? (Κι εσύ, Βρούτο) – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!»
«Αυτό μάς δείχνει ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε ποτέ κανέναν», πρόσθεσε η Άμου. «Μάνα, πατέρα, αδερφό, άντρα, φίλο. Κανέναν».
«Με τα παιδιά», είπε (όταν τη ρώτησαν), «το πράγμα δεν ήταν ακόμα σίγουρο». Για παράδειγμα, είπε, «ήταν πέρα για πέρα δυνατόν να μεγαλώσει ο Έστθα και να γίνει ένα Αρσενικό Σοβινιστικό Γουρούνι».
Τις νύχτες ο Έστθα σηκωνόταν στο κρεβάτι του, με το σεντόνι του τυλιγμένο γύρω απ᾿ τούς ώμους του, κι έλεγε: «Et tu, Brute? – Πέσε, λοιπόν, Καίσαρ!» και σωριαζόταν στο στρώμα με αλύγιστα γόνατα, σαν μαχαιρωμένος. Η Κότσου Μάρια που κοιμόταν σε μια ψάθα στο πάτωμα, τον απειλούσε ότι θα το πει στη Μαμάτσι.
«Πες στη μάνα σου να σε πάει στο σπίτι τού πατέρα σου», έλεγε. «Εκεί θα μπορείς να σπάσεις όσα κρεβάτια θέλεις. Αυτά εδώ δεν είναι δικά σου. Δεν είναι δικό σου σπίτι».
Ο Έστθα τότε σηκωνόταν από το βασίλειο των νεκρών, στεκόταν όρθιος στο κρεβάτι του κι έλεγε: «Et tu? Κότσου Μάρια; – Πέσε, λοιπόν, Έστθα!» και πέθαινε ξανά.
Η Κότσου Μάρια ήταν σίγουρη πως το "Et tu" ήταν κάποιο εγγλέζικο παλιόλογο και περίμενε την κατά&lambda