|
Πραξικόπημα στην Ελλάδα , Έρωτας στο Σεφέρη
- Το όνομά της είναι Μαρία Ζάννου, γνωστή στους φίλους και στην οικογένειά της ως «Μαρίκα». Είναι καλλονή, με αθλητική και λεπτή κατατομή και με μακριά χρυσόξανθα μαλλιά τα οποία έχει πάντα πλεγμένα σε σφιχτή κοτσίδα. Όπως η Λου, η Μαρίκα είναι ήδη παντρεμένη και έχει επίσης δύο νεαρές κόρες. Είναι έναν χρόνο νεότερη από τον Γιώργο.
- Ο πατέρας τής Μαρίκας, ο Μιλτιάδης, ήταν γόνος τής εύπορης οικογένειας Ζάννου από την Κωνσταντινούπολη. Όσο ήταν ακόμη παιδί, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μιλτιάδης σπούδασε μηχανικός. Ενώ εργάζεται στην κατασκευή μιας οδογέφυρας για την προέκταση της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, ο Μιλτιάδης ερωτεύεται ξαφνικά και παράφορα τη νεαρή και όμορφη κόρη του Γάλλου αρχιτέκτονα του έργου. Ονομάζεται Μαρί-Πασκάλ και είναι περισσότερο από είκοσι χρόνια νεότερή του. Ο γάμος επισύρει την κατάρα της μητέρας του. Η Μαρίκα ήταν το τέταρτο παιδί τους και η Μαρί - Πασκάλ πεθαίνει στη γέννα· γι᾿ αυτό τον λόγο βαπτίζουν το μωρό με την ελληνική εκδοχή τού ονόματος τής μητέρας του. Καταβεβλημένος από τη θλίψη, ο Μιλτιάδης αρνείται ακόμη και να δει το νεότερο παιδί του και τη στέλνει στους συγγενείς τής μητέρας της στον αγροτικό τους πύργο στο Ντρομ, κοντά στη Λιόν. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν μαθαίνει ότι η Γαλλίδα γιαγιά την ετοιμάζει για να μπει σε μοναστήρι, ο πατέρας της αλλάζει γνώμη και τη φέρνει πίσω στην Ελλάδα.
- Η πρώτη γυναίκα που αγάπησε ποτέ σοβαρά ο Σεφέρης, η Ζακλίν, ήταν Γαλλίδα. Παρότι η Λου τον γοήτευσε, εκτός των άλλων, γιατί ήταν «η πρώτη Ελληνίδα», κι εκείνη ωστόσο είχε ζήσει και σπουδάσει στη Γαλλία. Τώρα εμφανίζεται η Μαρίκα, η οποία ήταν μισή Ελληνίδα και μισή Γαλλίδα· τα γαλλικά ήταν κυριολεκτικά η μητρική της γλώσσα και η μόνη γλώσσα που μιλούσε η Μαρίκα ως την επιστροφή της στην Ελλάδα στην ηλικία των πέντε ή επτά χρόνων. Ως εκ τούτου η Μαρίκα είχε λάβει ελάχιστη τυπική μόρφωση στα ελληνικά, όπως φαίνεται από τον ακιδωτό, ιδιόμορφο γραφικό της χαρακτήρα και μερικές φορές από την ορθογραφία της. Όλη της τη ζωή θα είναι δίγλωσση·
- ο Σεφέρης αναφέρεται τρυφερά στον χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο προφέρει ορισμένους φθόγγους των ελληνικών.
- Η Μαρίκα ήταν είκοσι δύο ετών και ζούσε στον Πόρο, αρραβωνιασμένη ήδη, έτοιμη να παντρευτεί, όταν γνώρισε και ερωτεύθηκε έναν αξιωματικό που υπηρετούσε στον Ναύσταθμο του νησιού. Τον έλεγαν Ανδρέα Λόντο και στις φωτογραφίες δείχνει μια εκπληκτική ομοιότητα με τον κινηματογραφικό αστέρα Κλαρκ Γκέιμπλ. Παρότι φέρνει την οικογένειά της σε απόγνωση, η Μαρίκα εγκαταλείπει τον αρραβωνιαστικό της για να παντρευτεί τον Λόντο ύστερα από τον σύντομο αρραβώνα τους. Σχεδόν αμέσως μετά, ο Λόντος παραιτείται από τη θέση του και φεύγει με τη γυναίκα του για γαμήλιο ταξίδι στην Ευρώπη, το οποίο διήρκεσε επτά μήνες και απορρόφησε σημαντικό μέρος τής περιουσίας τους.
- Έκτοτε, θα εργαστεί σε διάφορες δουλειές, χωρίς ωστόσο να έχει τακτικό εισόδημα. Παίζει χαρτιά «μιζάροντας» πολλά, ξοδεύει περισσότερα απ᾿ όσα κερδίζει και τα ξεσπάσματα τής οργής του είναι παροιμιώδη. Όταν η Μαρίκα γνωρίζει τον Γιώργο, ο γάμος βρίσκεται στο στάδιο τής κατάρρευσης και τής αμοιβαίας πικρίας. Ο Λόντος έχει μόνιμη φιλενάδα, καθώς και αρκετές περιστασιακές σχέσεις. Ένα βράδυ των αρχών του 1936 η Μαρίκα συνοδεύει την αδελφή της στην οδό Κυδαθηναίων. Η ζωή που έχει ζήσει η Μαρίκα έως τη στιγμή εκείνη, ήταν τελείως διαφορετική από τη ζωή τού Σεφέρη. Πριν περάσει πολύς καιρός, ο ίδιος θα τής εξομολογηθεί πως έχει μια αμφιβολία «αν, φεύγοντας από τη ζωή που συνήθισες με τον κόσμο σου, τα κότερα και τα γλέντια, δε θα έπληττες, δε θα βαριόσουν». Από την άλλη πλευρά, η οικογένεια του Σεφέρη και πολλοί από τους φίλους ανησυχούν εμφανώς από τον ευθύ χαρακτήρα τής Μαρίκας και την πλήρη έλλειψη κάθε διανοητικής προσποίησης. Από πολλές απόψεις, η ένωσή τους θα είναι ένωση αντιθέτων.
- Την εποχή τής πρώτης γνωριμίας τους ωστόσο, ο Σεφέρης έχει πιο πολλά κοινά με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Αμαρυλλίδα, παρά με την ίδια τη Μαρίκα. Η Αμαρυλλίς ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από τον Γιώργο, εκκεντρικός χαρακτήρας, με ευρεία μόρφωση, περίφημη καλλονή και απελευθερωμένη. Ήταν παντρεμένη με τον χρηματιστή Νικόλαο Δραγούμη, ο πατέρας τού οποίου είχε χτίσει στα τέλη του περασμένου αιώνα την κομψή νεοκλασική βίλα στον Πόρο, δίπλα στο κύμα της θάλασσας, απ᾿ όπου αναχώρησε η Μαρίκα μετά τον γάμο της με τον Λόντο. Το σπίτι, το οποίο σώζεται ακόμη, σχεδόν αναλλοίωτο από τον χρόνο, ονομάζεται «Γαλήνη», όνομα το οποίο αρέσει βεβαίως στον Γιώργο όταν το επισκέπτεται για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1936.
- Η Αμαρυλλίς σύχναζε ήδη την εποχή εκείνη στον κύκλο τής Λουκίας Φωτοπούλου. Στις αρχές τού καλοκαιριού, ο Σεφέρης και η Αμαρυλλίς αρχίζουν να αλληλογραφούν το ύφος της είναι μισοπεριπαιχτικό, μισοφιλάρεσκο, ενώ αυτός εμφανίζεται πολλές φορές αγανακτισμένος και περίεργος. Χωρίς αμφιβολία, ο θαυμασμός της τον κολακεύει, η Αμαρυλλίς εντούτοις, είναι πολύ ζωηρή για να νιώσει υπερβολικό δέος για «τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη». Πίσω απ᾿ όλα αυτά κρύβεται σίγουρα η βαθιά και ανυπόκριτη συμπάθεια που τρέφει η Αμαρυλλίς για εκείνον. Όταν μαθαίνει ότι η οικογένεια Τσάτσου θα περάσει το καλοκαίρι στην Αίγινα και ότι θα τούς συναντούσε εκεί ο Σεφέρης, τού γράφει από τον Πόρο για να τού θυμίσει πως η Μαρίκα βρισκόταν και η ίδια στην Αίγινα, αν και τον προειδοποιεί πως η κοινωνική ζωή τής οικογένειας Λόντου δεν αφήνει καιρό στην αδελφή της.
- Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να συναντηθούν ξανά στην Αίγινα ο Σεφέρης και η Μαρίκα. Ο κύκλος των εύπορων Αθηναίων τον καιρό εκείνο ήταν περιορισμένος· η μικρότερη κόρη της Μαρίκας, η Άννα, ήταν συμμαθήτρια στο σχολείο με τη Δέσποινα Τσάτσου, την κόρη τής Ιωάννας. Με αυτόν τον τρόπο στήνεται το σκηνικό για το νέο ερωτοχτύπημα το οποίο θα κλονίσει και τις δύο οικογένειες τα επόμενα χρόνια.
- Για εκείνο το καλοκαίρι, η Ιωάννα είχε διαλέξει ένα παλιό, ξεχαρβαλωμένο σπίτι, με κατάφυτο κήπο, στον οποίο κυριαρχεί το άρωμα και ο ίσκιος ενός τεράστιου κυπαρισσιού. Στην άκρη τού κήπου υπήρχε ένα «ξέφωτο» με θέα τη θάλασσα. Η «Βίλα Φλώρου» είναι σήμερα μισοερειπωμένη και γεμάτη χόρτα, αν και μερικοί από τους απογόνους των κατόχων τής βίλας υπάρχουν ακόμη, και μεσογειακά κυπαρίσσια εξακολουθούν να προσφέρουν γενναιόδωρα τον ίσκιο τους. Η γύρω περιοχή έχει οικοδομηθεί με σύγχρονες εξοχικές κατοικίες, οι κήποι των οποίων οργιάζουν τέτοια εποχή με γιασεμιά και βουκαμβίλιες. Το σπίτι στην Περιβόλα, όπου έμεναν η Μαρίκα και οι κόρες της, έχει κι αυτό επιζήσει.
- Η ατμόσφαιρα στο σπιτικό των Τσάτσων εκείνο τον Αύγουστο είναι εξαιρετικά τεταμένη. Σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση του μικρότερου παιδιού τους, ο Κωστάκης φαίνεται πως επιστρέφει στις παλιές του συνήθειες τού γυναικοκατακτητή· με το πέρασμα τού χρόνου, ο γάμος του με την Ιωάννα εξελίσσεται σε μια ανθεκτική συμμαχία δύο ισχυρών και αλληλοσυμπληρούμενων χαρακτήρων, η οποία βασίζεται, καθώς χάνεται σιγά σιγά η οικειότητα μεταξύ τους, στην ανατροφή των παιδιών τους και στη δημόσια ζωή τους. Τώρα, όμως, ο Κωστάκης ενδίδει στις φαντασιώσεις του και επιδιώκει απιστίες με αύξουσα επιπολαιότητα. Αντίθετα με τον σύζυγό της, η Ιωάννα παραμένει πάντοτε απολύτως διακριτική στα θέματα τής ιδιωτικής της ζωής· είναι ανώφελο να κάνει κανείς εικασίες για την ακριβή φύση συγκεκριμένων σχέσεων, ωστόσο η Ιωάννα θα βρεθεί αρκετές φορές αργότερα στη ζωή της κοντά σε χαρισματικούς και ισχυρούς άντρες οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή της χώρας, καίριο επίσης για τη ζωή τού Σεφέρη. Το καλοκαίρι εκείνο του 1936, την Ιωάννα τη μαγεύει ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός.
- Ο Σικελιανός είναι μια γενιά μεγαλύτερος από τα αδέλφια Σεφεριάδη. Η αδελφή του είχε παντρευτεί τον αδελφό της Ισιδώρας Ντάνκαν και μέσα από τους ίδιους κύκλους είχε γνωρίσει κι εκείνος την πρώτη του γυναίκα, την Αμερικανίδα κληρονόμο Εύα Πάλμερ. Όλα στον Σικελιανό υπερέβαιναν τον μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένης και της νεανικής του φιλοδοξίας. Όταν με τη στήριξη της γυναίκας του το 1927 και το 1930 ίδρυσε τις Δελφικές Εορτές, πίστευε στα σοβαρά ότι θα αναβιώσει το ειδωλολατρικό ιερό των Δελφών ως το οικουμενικό κέντρο τού κόσμου, ό,τι υπήρξε για τούς Έλληνες τής αρχαιότητας. Οι Εορτές απέτυχαν οικονομικά, όχι όμως και καλλιτεχνικά· ανάμεσα στα θύματά τους συγκαταλέγεται και ο γάμος του Σικελιανού με την Εύα. Και σαν ποιητής και σαν άνθρωπος, ο Σικελιανός ήταν μεγαλειώδης και μεγαλόστομος: είχε κάτι από τη χαρισματικότητα που αποδίδεται στον Ιταλό συγγραφέα και φασίστα Γκαμπριέλε ντ᾿ Ανούντσιο — με τη σημαντική διαφορά πως στην περίπτωση του Σικελιανού η έκφανσή της ήταν εξ ολοκλήρου ειρηνική και αγαθή. Πολλοί συγκρίνουν τον μυστικισμό του μ᾿ εκείνον του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία αλλά σύγχρονός του. Η μεστή, ρομαντική ρητορεία πολλών από τους στίχους του θα κρατήσει τούς νεότερους ποιητές, και τον ίδιο τον Γιώργο, σε κάποια απόσταση δέους, αν και ο Σικελιανός με τη χαρακτηριστική του μεγαλοψυχία είχε ανταποκριθεί στη Στέρνα, την οποία ο Κατσίμπαλης επέμενε να τού τη στείλουν.
- Μετά τον Παλαμά, ο οποίος σε ηλικία εβδομήντα επτά ετών είναι μία ακόμη γενιά μεγαλύτερος, ο Σικελιανός αναγνωριζόταν ως ο σημαντικότερος εν ζωῄ Έλληνας ποιητής. Εκείνη την άνοιξη, ο Κατσίμπαλης οργάνωσε μια σειρά ανοικτών διαλέξεων για τον εορτασμό των πενήντα χρόνων από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής τού Παλαμά. Ήταν πασίγνωστο πως οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο κορυφαίους ποιητές ήταν τεταμένες και, κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο Κατσίμπαλης θα κατορθώσει ώστε μία από τις διαλέξεις αυτές να δοθεί από τον Σικελιανό, αποτελεί ιδιαίτερο φόρο τιμής για τη δύναμη τής πειθούς του.
- Η διάλεξη δόθηκε στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός κοντά στην Παλαιά Βουλή, το απόγευμα τής 3ης Απριλίου του 1936. Ο Σεφέρης πήγε με συντροφιά στην οποία συμπεριλαμβάνονταν η Ιωάννα, ο Κωστάκης, ο Κατσίμπαλης και ο Θεοτοκάς. Είναι η πρώτη φορά που η Ιωάννα άκουγε τον Σικελιανό να αναπτύσσει πλήρως τον ειρμό τής σκέψης του· παρακολουθώντας τα λόγια του, θα νιώσει σαν να «ακολουθούσαμε κι εμείς τον δημιουργό ... να παλεύει σώμα, με σώμα με τον ίδιο το Θεό». Να τού γράψει, άραγε; ρωτάει τον Γιώργο. Με σοβαρότητα, εκείνος της απαντά: «Οφείλουμε να καρδιώνουμε τούς καλλιτέχνες». Η Ιωάννα τού γράφει και ο Σικελιανός τής απαντάει μ᾿ ένα ποίημα.
- Εκείνο τον Αύγουστο στην Αίγινα, ο Σικελιανός φλερτάρει με χάρη την Ιωάννα. Μια ημέρα, καταφθάνει εκεί από το κτήμα του στη διπλανή Σαλαμίνα, με το δικό του καΐκι κατάφορτο με κάθε λογής φρούτα, μέχρι και με «ψυγείο» πάγου. Αργότερα τον ίδιο μήνα, μένει στο νησί, ίσως στο σπίτι του φίλου του, Νίκου Καζαντζάκη. Έναν μήνα μετά, ο Σικελιανός στέλνει στην Ιωάννα το χειρόγραφο τού ποιήματος «Φθινόπωρο 1936», το οποίο εκτός από συγκεκαλυμμένο σχόλιο για την πολιτική κατάσταση μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί και ερωτικό ποίημα.
- Ο Σεφέρης και η Μαρίκα κατ᾿ ιδίαν τον αποκαλούσαν «Θεό».
- Μακριά από την ειρήνη και την ησυχία τής Αίγινας, η πολιτική κρίση που είχε ξεκινήσει με το αποτυχημένο πραξικόπημα τού Πλαστήρα τον προηγούμενο Μάρτιο χειροτερεύει διαρκώς. Ο Μεταξάς, ο αρχηγός ενός μικροσκοπικού ακροδεξιού κόμματος, θα λάβει εντολή από τον βασιλιά για τον σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης, με διάρκεια θητείας έως τον Σεπτέμβριο. Η αναταραχή στον εργατικό χώρο εντείνεται τον Μάιο, η απεργία των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης οδηγεί σε μαζική πορεία διαμαρτυρίας, κατά την οποία σκοτώνονται αρκετοί διαδηλωτές.
- Έντεκα ημέρες μετά το πραξικόπημα, στις 15 Αυγούστου, ο Σεφέρης έφτασε στη «Βίλα Φλώρου» στην Αίγινα, όπου ξεκίνησε ο μήνας των διακοπών του. Αναλογιζόμενος έναν χρόνο αργότερα τις ημέρες αυτές, θυμάται:
- Γνωριστήκαμε ένα μεσημέρι του Αυγούστου στην ακρογιαλιά. Στεγνώναμε ξαπλωμένοι πλάι-πλάι. Ένα σκούρο πέπλο, βρεμένο, σκέπαζε το πρόσωπό της. Έγειρα να τη φιλήσω. Άφησε το κεφάλι της ξένο, αδιάφορο, σφιγμένα τα δόντια και τα χείλια ψυχρά. Έπειτα ξαφνικά τράβηξε το πέπλο της, όπως ανοίγει κανείς ένα βιβλίο. Ανεβήκαμε το βουνό γυμνοί μέσα στον ήλιο. Ήταν δική μου, όπως τώρα, όπως πάντα, όπως καμιά φορά στο κρεβάτι μας [...]. Έλεγε μόνη της: «Τίποτε πια δε μας χωρίζει».
- Λιγότερο από μία εβδομάδα μετά, περνούν με τη Μαρίκα συντροφιά την πρώτη τους ημέρα μόνοι. Περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα, η ίδια διηγείται την ιστορία με μια φρεσκάδα η οποία μεταδίδει κάτι από την αίσθηση που προκαλούσε τον θαυμασμό τού τριανταεξάχρονου Σεφέρη:
- « Στις 21 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή, κάναμε οι δυο μας μια εκδρομή στο Ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Ξεκινήσαμε τα άγρια χαράματα από την Περιβόλα όπου έμενα. Πήραμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι και, αφήνοντας το Όρος δεξιά μας, φτάσαμε στο Αετοχώρι. Ήταν ακόμη σκοτεινά και οι χωρικοί άναβαν φωτιές στις πλαγιές. Στο χωριό μια γυναίκα που είχε ανάψει το φούρνο της μας φίλεψε ζεστό ψωμί, ελιές και ούζο. Πήραμε ύστερα την κατηφόρα προς την ανατολική μεριά ώσπου αντικρίσαμε τη θάλασσα. Κάτω η Αγια-Μαρίνα. Κατεβήκαμε και πέσαμε στα νερά. Απόλυτη ηρεμία, βράχια και σπηλιές. Ύστερα ανεβήκαμε ξυπόλητοι στο Ναό, όπου έξω από το αδειανό σπίτι τού φύλακα βρήκαμε ένα σταμνί νερό. Ξεπλυθήκαμε από το αλάτι, που μας έκαιγε το κορμί, ήπιαμε και ξεδιψάσαμε. Αυτό το σταμνί δεν έλεγε να στερέψει. Σαν πήρε να σουρουπώνει, ακούσαμε το βόμβο του αυτοκινήτου, και μετά από λίγο το τρανταχτό γέλιο του Αγγέλου Σικελιανού, που είχε έρθει μαζί με την αδελφή του Σεφέρη, την Ιωάννα, να μάς βρουν» .
- Εκείνη η ημέρα και η παρουσία τού Ακρωτηρίου της Αίγινας μνημονεύονται στα ποιήματα τού Σεφέρη, αρχής γενομένης από όσα γράφει αργότερα τον ίδιο χρόνο και συνεχίζοντας ως τα "Τρία κρυφά ποιήματα" τριάντα χρόνια μετά. Η έντονη αίσθηση των ωρών που ξέκλεψαν στην Αίγινα, και τής σύντομης επίσκεψης στην Αμαρυλλίδα και την οικογένειά της στον Πόρο, αποτυπώνεται στην ομάδα ποιημάτων με τον τίτλο «Σχέδια για ένα καλοκαίρι», τα οποία γράφει λίγο αργότερα· επώδυνα διαχέεται επίσης και στις ημερολογιακές του σημειώσεις και στις ερωτικές επιστολές των δεκατεσσάρων μηνών που ακολουθούν, κατά τη διάρκεια των οποίων κρίνεται το μέλλον τής σχέσης.
- Στις 17 Σεπτεμβρίου, όταν λήγει η άδειά του, ο Σεφέρης παίρνει το πλοίο από την Αίγινα για τον Πειραιά παρέα με τη Μαρίκα. Η σύντομη εγγραφή στο ημερολόγιό του για την ημερομηνία αυτή, σηματοδοτεί την πρώτη εμφάνιση της δικής του παραλλαγής τού ονόματος της: Μαρώ. Για περισσότερο από μισό αιώνα έκτοτε, έως τον θάνατό της στα εκατό της χρόνια τον Μάρτιο τού 2000, η Μαρία Ζάννου επιλέγει να μείνει δημόσια γνωστή ως «Μαρώ». Εκείνη την ημέρα του Σεπτεμβρίου του 1936, ωστόσο, κάθε ελπίδα για το μέλλον μοιάζει ξαφνικά να συνθλίβεται. Τον Γιώργο τον περιμένει στο γραφείο του στο υπουργείο ένα σημείωμα, όπου του ανακοινώνεται η άμεση μετάθεσή του στην Κορυτσά στη Νότιο Αλβανία.
- Την ίδια ημέρα γράφει στον Κατσίμπαλη, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι. Στην Αίγινα, δηλώνει ο Σεφέρης, κατάλαβε επιτέλους πόσο αληθινά ήταν όσα τού είχε γράψει ο Κατσίμπαλης πριν από τόσα χρόνια, όταν τον παρακινούσε να ξεχάσει τις «σκοταδερές στέρνες» και να ανταποκριθεί στο καλοκαίρι τού Αιγαίου πέρα για πέρα. «Τώρα εκείνο που ήθελες να πεις το καταλαβαίνω με το δικό μου τρόπο: ξέρω τον πέρα-πέρα ρυθμό», γράφει στον φίλο του. Επιστρέφει από την Αίγινα στην Αθήνα φορτωμένος με σχέδια για να γράφει όλο τον χειμώνα. Ξαφνικά, η είδηση της μετάθεσής του τα γκρεμίζει όλα. Ο υφυπουργός Εξωτερικών στον οποίο είναι εντέλει υπόλογος ο Σεφέρης, ο Νικόλαος Μαυρουδής, βρισκόταν τότε στη Γενεύη· ο «γέρο» Κατσίμπαλης μπορούσε να τον επηρεάσει. Απολύτως εμπιστευτικά, ρωτάει τον Κατσίμπαλη εάν ήταν σε θέση να πείσει τον άρρωστο πατέρα του να μεσολαβήσει στον Μαυρουδή για να τον κρατήσει στην Αθήνα. Η απόγνωση που κρύβει το γράμμα είναι ολοφάνερη· χαρακτηριστικά, ωστόσο, ο Σεφέρης δεν αναφέρεται στα πραγματικά της αίτια.
- Ο Κατσίμπαλης γράφει από το Παρίσι πως οι γονείς του έχουν τη γνώμη ότι η μετάθεση είναι προς το συμφέρον τής καριέρας του και αρνούνται να παρέμβουν. Ο Σεφέρης αρχίζει πλέον να υποπτεύεται κάτι που ίσως και να είναι η αλήθεια: στα μάτια της οικογένειάς του, το «συμφέρον της καριέρας του» απαιτεί τη γρήγορη απομάκρυνσή του από την παρέα μιας ακόμη παντρεμένης γυναίκας. Στον Κατσίμπαλη γράφει οργισμένος: «Τα ταξίδια μου τα χρωστώ σ᾿ έναν μονάχα κι αυτός είναι γνωστός». «Αυτός» δεν μπορεί παρά να είναι ο πατέρας του ο Στέλιος, ο οποίος έχει γίνει ήδη η αιτία για αρκετές οδυνηρές μετακινήσεις στη ζωή τού Σεφέρη και ο οποίος αντιπαθεί ολόψυχα «το ζαρκαδάκι (ή το γαζέλι)», όπως ήταν το παρατσούκλι τής Μαρώς στην οικογένεια Σεφεριάδη. Η ίδια η Μαρώ πίστευε πάντοτε πως ο Στέλιος κρυβόταν πίσω από την ξαφνική μετάθεση του Σεφέρη εκείνο το φθινόπωρο και ότι η αιτία ήταν η ίδια.
- Όποιο και να ήταν το πραγματικό κίνητρο, ο Μαυρουδής παραμένει αμετάπειστος. Ο Σεφέρης τού το ανταποδίδει λίγο μετά σε ένα ποίημα «Ο γέρος», εάν όντως αληθεύει πως εκείνος που προστάζει τούς «ίσκιους των ανθρώπων όχι τον άνθρωπο», αποσκοπούν να παραστήσουν τον υφυπουργό ο οποίος κρατά τη μοίρα τού Σεφέρη στα χέρια του. Αργότερα, περιγράφει τον Μαυρουδή ως «πονηρό, τεμπέλη και μνησίκακο γέρο, με πολύ περιορισμένον ορίζοντα, που μισούσε τη δημιουργία ζητημάτων και δυσπιστούσε προς τα πάντα».
- Ενώ περιμένει την επικύρωση της μετάθεσής του και κάνει τα πάντα για να την αποτρέψει, ο Σεφέρης ξεκινά να αναπλάθει το καλοκαίρι που μόλις είχε περάσει στα «Σχέδια για ένα καλοκαίρι». Το πρώτο από αυτά αποτελεί συνέχεια της συγκεκαλυμμένης αλλά σταθερής κριτικής που είχε κάνει με τα ποιήματα της προηγούμενης χρονιάς: «το ελεύθερο κύμα» του καλοκαιριού αντιπαρατίθεται στους κακόκεφους κατοίκους τού φθινοπώρου, «χέρια ... χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής». Κάποια άλλα είναι ερωτικά ποιήματα προς τη Μαρώ. Στο σύντομο «Επιτύμβιο», οι εικόνες ανακαλούν τόσο το κάρβουνο και την ομίχλη του Λονδίνου, όσο και τα κυπαρίσσια τής Κηφισιάς, όπου η «Πριγκίπισσα Λου» είχε μετατραπεί σε πουλί. Γραμμένο, σύμφωνα με το ημερολόγιό του, τον Οκτώβριο του 1936, το σύντομο αυτό ποίημα σηματοδοτεί το οριστικό τέλος τής σχέσης τού Σεφέρη με τη Λου.
- Στις 21 Οκτωβρίου, δημοσιεύεται η εντολή διορισμού τού Σεφέρη στην Κορυτσά στη θέση τού προξένου. Τώρα που το καλοκαίρι έχει τελειώσει και οι οικογένειες επέστρεψαν στην Αθήνα, δεν πρέπει να τού είναι εύκολο να βλέπει τη Μαρώ. Όταν θα συναντηθούν, ένα βροχερό πρωινό στον Εθνικό Κήπο κοντά στην Πλατεία Συντάγματος, στο κέντρο της Αθήνας, τον τρομάζει η σφιγμένη και δυστυχισμένη όψη της. Ἐχοντας λιγότερο από μία εβδομάδα στη διάθεσή του πριν να αναχωρήσει, συναντιόνται ξανά σ᾿ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστασιακό συγκρότημα στο άκρο της πόλης, κοντά στον Κηφισό: στις αρχές τού αιώνα, η οικογένεια Ζάννου παρήγαγε εκεί μια γνωστή μάρκα μπράντι και ηδύποτων. Στο ανοιχτό κτήμα που περιέβαλλε τις βίλες των ιδιοκτητών, η Μαρώ είχε περάσει παιδί μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της. Αντικρίζοντας αυτό το θλιβερό κατάλοιπο τής παιδικής της ηλικίας μέσα από τα μάτια της Μαρώς, ο Σεφέρης βρίσκεται απότομα αντιμέτωπος με τις δικές του αναμνήσεις από τη Σκάλα, πριν από το 1914. Λίγους μήνες αργότερα συνθέτει από τις εντυπώσεις του στο ημερολόγιό του μιαν ατμοσφαιρική περιγραφή τής επίσκεψης και τη στέλνει στη Μαρώ.
- Η βαθιά μελαγχολία αυτών των συναντήσεων ωστόσο, που πλανάται στις αναμνήσεις τού Σεφέρη, αφορά τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν. Για τρίτη φορά στη ζωή του πρόκειται να εμπιστευτεί, άθελά του, την πιο βαθιά συναισθηματική του δέσμευση στις δοκιμασίες τής εξ αποστάσεως αλληλογραφίας — μια ειρωνεία τής τύχης, την οποία επισημαίνει με θλίψη σ᾿ ένα από τα γράμματά του στη Μαρώ.
- Ακριβώς δύο μήνες μετά την επιστροφή του από το καλοκαιρινό ειδύλλιο στην Αίγινα, ο Σεφέρης αλλάζει τώρα τρένα μέσα στη βροχή και τη λάσπη τού έρημου σιδηροδρομικού κόμβου στο Πλατύ. Η μετάβαση από τα παράλια του Αιγαίου στο εσωτερικό των Βαλκανίων είναι ξαφνική και απόλυτη. Είναι τοπίο με δάση, ήσυχες λίμνες που σιγοκυματίζουν και ευρύχωρες οροσειρές· για τη «νησιωτική» ιδιοσυγκρασία τού Σεφέρη το τοπίο γίνεται αυτομάτως ξένο. Η ατάραχη επιφάνεια των λιμνών τού φαίνεται ζοφερή· μερικά χρόνια αργότερα σ᾿ ένα ποίημά του συνδέει τη στεριανή αυτή ακινησία με την ανεξήγητη βία. Εκείνη την πρώτη ημέρα, οι βουνοκορφές βρίσκονται κάτω από τα σύννεφα· σε ένα ποίημα που γράφει το επόμενο καλοκαίρι, περιγράφει, με αξιομνημόνευτη ακρίβεια, «αυτά τα βουνά μ᾿ αυτό το φως / με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα ...» Στη Φλώρινα, τον υποδέχεται ένας αξιωματούχος τού Προξενείου με αυτοκίνητο, για τον μακρύ δρόμο που οδηγεί ακόμη πιο βαθιά μες στα βουνά, στα αλβανικά σύνορα και στον προορισμό του. Δάση από οξιές υψώνονται και από τις δύο πλευρές τού δρόμου και οι πλαγιές είναι στρωμένες με τα πυρρόχρωμα φύλλα τού φθινοπώρου. Το όλο σκηνικό, γράφει στη Μαρώ την επομένη τής άφιξής του, τού θυμίζει την ίδια: «Ένα τοπίο που είχε το χρώμα σου πέρα ως πέρα». Απαθανατίζει τη στιγμή σ᾿ ένα ποίημα, το οποίο πολλά χρόνια αργότερα επρόκειτο να μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης:
- «Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου, ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους βραδιάζει».
- Η πόλη της Κορυτσάς βρίσκεται στο κέντρο μιας κοιλάδας, στα ανατολικά τής οποίας δεσπόζουν τα Μοράβια Όρη. Η ίδια η Κορυτσά, με τα καλοδιατηρημένα οθωμανικά της κτίσματα, τα καλντερίμια και τα τζαμιά της, και με τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της, δεν τον ενδιαφέρει καθόλου, αν και τραβάει μερικές εξαιρετικές φωτογραφίες των υπαίθριων αγορών, τις οποίες επίσης περιγράφει ζωηρά. Αναφέρεται σ᾿ αυτήν περιφρονητικά ως «το χωριό μου»· και θα μείνει ασυγκίνητος από την απόπειρα που κάνει ο Κατσίμπαλης, ο αγιάτρευτος οπαδός τής επανάκτησης των χαμένων πατρίδων, να τού ανορθώσει το ηθικό: «Μην αρχίσεις πάλι τη γκρίνια και τα νοσταλγικά επιφωνήματα. Ελλάδα είναι και η Κορυτσά, κομμάτι Ελληνικής γης και φύσης».
- Ως πρόξενος, ο Σεφέρης οφείλει να διαχειρίζεται τις καθημερινές υποθέσεις και τις τυχόν εντάσεις τής πολυάριθμης ελληνικής μειονότητας σ᾿ εκείνη την περιοχή της Αλβανίας. Αυτή η πτυχή ωστόσο τής δουλειάς του και τού περιβάλλοντος του απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά από τα ημερολόγιά του και την αλληλογραφία του. Το Ελληνικό Προξενείο πρέπει να λειτουργούσε τότε ως προκάλυμμα των εθνικιστικών διεκδικήσεων στην «Βόρειο Ήπειρο»· αυτός είναι χωρίς αμφιβολία ο λόγος που οι αλβανικές Αρχές ελέγχουν και παρακολουθούν την επιστολογραφία τού Σεφέρη, κάτι για το οποίο παραπονείται συχνά. Θα μπορούσε να αναμιχθεί στα τοπικά πολιτικά ζητήματα τής ελληνικής κοινότητας τής Κορυτσάς· δεν αγνοεί την ιστορία και τις επιδιώξεις της και τα θέματα αυτά δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Ωστόσο, κρατά στάση σταθερά απόμακρη. Στα γράμματα και στο ημερολόγιό του, αυτό που τονίζει ξανά και ξανά, είναι το πόσο τον ξενίζει η Αλβανία.
- Στην Κορυτσά, ο Σεφέρης βρίσκει λίγη παρηγοριά καπνίζοντας, πίνοντας και ακούγοντας τη συλλογή δίσκων μουσικής τζαζ που έχει φέρει μαζί του. Περιγράφει τούς διπλωμάτες συναδέλφους άλλων εθνικοτήτων (Γάλλους, Άγγλους, Ιταλούς, Σέρβους) με μια ελαφρότητα που είναι ορισμένες φορές χονδροειδής, και διακωμωδεί την υπανάπτυξη τής αλβανικής κοινωνίας. Καθώς τα γαλλικά είναι η κοινή διπλωματική γλώσσα, έχει σχέσεις με τούς Γάλλους δασκάλους που εργάζονται εκεί με απόσπαση στο Lycee Frangais· οι Αλβανοί, σημειώνει, τούς κατηγορούν πως διασπείρουν τον κομμουνισμό. Είναι πιθανόν ότι ανάμεσά τους γνώρισε τον Εμβέρ Χότζα, δάσκαλο τότε στο Lycee, ο οποίος μετά τον Β᾿ Παγκόσμιο Πόλεμο για σαράντα χρόνια κυβέρνησε το πιο κλειστό και σκληρό κομμουνιστικό κράτος τού κόσμου· ακόμη κι αν γνωρίστηκαν, ωστόσο, η συνάντηση δεν φαίνεται να άφησε κανένα ίχνος ούτε στον έναν ούτε στον άλλον.
- Στην Κορυτσά, όσο κρατάει ο μακρύς χιονισμένος χειμώνας και η άνοιξη, σκέφτεται συνέχεια τη Μαρώ και το αιγαιοπελαγίτικο καλοκαίρι που πέρασαν μαζί. Εμπιστεύεται μερικά από τα αισθήματά του στον Αποστολίδη, ο οποίος πάσχει από φυματίωση και νοσηλεύεται σε ένα σανατόριο στην Ελβετία.
- «Ποτέ μου δε στερήθηκα γυναίκα, όσο αυτή τη γυναίκα. Ποτές μου δεν πέρασα από δυσκολότερη στέρηση [...] Προσπάθησα να τοποθετήσω αυτή την αγάπη, πώς να σού εξηγήσω, σαν κάτι αυτόνομο, έξω από μένα να υποταχτώ σ᾿ αυτήν, αλλά και να κρατήσω την απόστασή μου. Για ώρες μόνο το κατάφερα. Έπειτα οι δυνάμεις δε βάσταξαν [...] Όλα τα ᾿χει ενάντια».
- Στο διάστημα που μεσολαβεί από την άφιξή του στην Κορυτσά τον Νοέμβριο ως τον επόμενο Ιούλιο, ο Σεφέρης γράφει στη Μαρώ ογδόντα οκτώ γράμματα. Μερικά απευθύνονται για τυπικούς λόγους στο σπίτι τής οικογένειας Λόντου στο Κολωνάκι και δεν περιέχουν το παραμικρό απ᾿ όσα θα μπορούσαν να δυσαρεστήσουν έναν σύζυγο. Τα περισσότερα όμως τα στέλνει κρυφά, σε φακέλους που απευθύνονται στην Αμαρυλλίδα, την αδελφή τής Μαρώς, η οποία είναι πλέον έμπιστη συνένοχος τού ζεύγους, αν και δεν παραλείπει να γκρινιάζει.
- Ορισμένες από τις ανησυχίες που εκφράζονται στα γράμματα αυτά — η μυστικότητα, οι λαχτάρες τού σώματος, τα περίπλοκα και συνεχώς μεταβαλλόμενα σχέδια των συναντήσεών τους — θυμίζουν τα παλαιότερα γράμματα που έγραφε ο Σεφέρης στη Λου από το Λονδίνο. Το ύφος ωστόσο της αλληλογραφίας διαφέρει ριζικά. Στα γράμματα αυτά δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ίχνος αυτολύπησης· όταν ενδίδει στη μελαγχολική του διάθεση, φροντίζει να ζητήσει συγγνώμη· για πρώτη φορά, ίσως, στις σχέσεις του, ο Σεφέρης έχει την αυτοπεποίθηση και παραμένει ευδιάθετος, αυτός επιμένει να τη στηρίζει και να την ενθαρρύνει. Δεν τον καταβάλλουν πλέον οι αντιξοότητες ή το αφιλόξενο περιβάλλον, όπως συνέβαινε τόσο συχνά στο Λονδίνο· από την Κορυτσά, εκφράζει με ολοζώντανο κέφι τα τακτικά του παράπονα για την πλήξη που νιώθει. Αυτή η αίσθηση τού καθαρού αέρα που πνέει μέσα στα γράμματα τού Σεφέρη από την Αλβανία (και όχι μόνον στα γράμματα προς τη Μαρώ) οφείλεται, σίγουρα, στον ευθύ χαρακτήρα τής γυναίκας που έχει ερωτευθεί.
- Σε αντίθεση επίσης με τα χρόνια τού Λονδίνου, εκείνος ο χειμώνας και η άνοιξη της Κορυτσάς είναι ιδιαιτέρως παραγωγικές περίοδοι. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην πορεία του περιοδικού "Τα Νέα Γράμματα".
- Ο Κατσίμπαλης βρίσκεται από το προηγούμενο καλοκαίρι στο Παρίσι, φροντίζοντας τον άρρωστο πατέρα του. Όταν ο «γέρο» Κατσίμπαλης πεθαίνει στα τέλη Μαρτίου του 1937, ο Σεφέρης τούαφιερώνει μια τρυφερή νεκρολογία. Η παρατεταμένη απουσία τού καθοδηγητή του, καθώς και η νέα λογοκρισία που έχει επιβάλει ο Μεταξάς, προκαλούν σοβαρές δυσκολίες στο περιοδικό. Τον προηγούμενο χρόνο κινδύνευσε να κλείσει. Για να μπορέσει να συνεχίσει, ο Κατσίμπαλης σείει τώρα τη «μαγκούρα» του από το Παρίσι: ο Σεφέρης πρέπει να στέλνει κάτι για κάθε τεύχος.
- Από την Κορυτσά, αναντίρρητα, η ροή ποιημάτων παραμένει σταθερή, αρχίζοντας από το ποίημα «Με τον τρόπο του Γ. Σ.», το οποίο είχε τελειώσει τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, και τα «Σχέδια για ένα καλοκαίρι». Ως το καλοκαίρι του 1937, θα ολοκληρώσει το τελευταίο από τα ποιήματα που θα συγκεντρώσει στον μεγαλύτερο τόμο τού ποιητικού του έργου, το "Τετράδιο Γυμνασμάτων". Αν και κυκλοφορεί μόλις το 1940, η επιλογή, η κατάταξη και η τελική επιμέλεια τού τόμου γίνονται στην Κορυτσά και τον Σεπτέμβριο έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Τότε, ο Σεφέρης αρχίζει να γράφει τα ποιήματα της επόμενης συλλογής του, το "Ημερολόγιο Καταστρώματος".
- Την ίδια εποχή στην Κορυτσά, περισσότερο για να ευχαριστήσει τον Κατσίμπαλη, αρχίζει τη συστηματική συγγραφή δοκιμίων. Έως τώρα, ο Σεφέρης είχε εμφανιστεί δημόσια ως κριτικός τής λογοτεχνίας μόνον δύο φορές. Η πρώτη ήταν στο Παρίσι, με τη διάλεξή του για τον Μορεάς, η δεύτερη με την εισαγωγή στις μεταφράσεις του από την "Έρημη Χώρα" και άλλα ποιήματα του Έλιοτ που είχε κυκλοφορήσει τον προηγούμενο Ιούλιο.
- Με αφορμή αυτή του τη δραστηριότητα, τούς μήνες που περνάει στην Κορυτσά, ο Σεφέρης αρχίζει να θέτει τις βάσεις για την εκτενή μελέτη τού λογοτεχνικού και τού πολιτιστικού «κανόνα» τής σύγχρονης Ελλάδας. Η μελέτη αυτή, αν και ποτέ δεν έγινε με συστηματικό τρόπο, αποτελεί ωστόσο το συνεκτικό νήμα που συνδέει πολλές από τις δημοσιευμένες του "Δοκιμές".
- Από τη στιγμή τής άφιξής του στην Κορυτσά, ο Σεφέρης δεν έχει σταματήσει να βομβαρδίζει το υπουργείο στην Αθήνα με αιτήσεις για άδεια. Τις ελπίδες να επιστρέφει για τα Χριστούγεννα τις συντρίβει ο ίδιος ο Μαυρουδής, ο οποίος φέρεται ειπών: «Ακούς εκεί, δεν είναι ένας μήνας που έφυγε και πάλι θέλει να ᾿ρθεί πίσω; Ποτέ!»
- Όταν απορρίπτεται και η δεύτερη αίτηση για άδεια στις αρχές Φεβρουάριου («Όχι. Και να φανταστείς πως είχα ζητήσει, έστω και 24 ώρες»), ο Σεφέρης προφασίζεται την ανάγκη επείγουσας οδοντιατρικής περίθαλψης. Αυτό το τέχνασμα θα είναι πιο αποτελεσματικό και θα τού επιτρέψει να περάσει τον Μάρτιο του 1937 στην Αθήνα, βλέποντας τη Μαρώ, όποτε οι συνθήκες ήταν πρόσφορες. Αργότερα πέφτουν στο κενό τα σχέδια να συναντηθούν στη Μακεδονία, είτε στη Βέροια είτε στη Θεσσαλονίκη, όπου η φίλη της Μαρώς Σοφία Μαυροκορδάτου, η κόρη της Πηνελόπης Δέλτα, ήταν έμπιστη φίλη των δύο εραστών· η Μαρώ φαίνεται πως επίσης αντιστέκεται σταθερά στην πρότασή του να περάσουν μέρος τής καλοκαιρινής του άδειας στην Αίγινα.
- Κατόπιν, τον Ιούνιο, μετά από μια βιαστική ανταλλαγή επιστολών και τηλεγραφημάτων, ο Σεφέρης απουσιάζει χωρίς άδεια, όπως δείχνουν τα πράγματα, και περνάει τέσσερις ημέρες με τη Μαρώ στο παραλιακό χωριό τής Τσαγκαράδας, στο Πήλιο. Η επιστολή τής Μαρώς φτάνει αμέσως μετά την επιστροφή του στην Κορυτσά. Στο ημερολόγιό του σημειώνει μόνον: «Καταστροφή». Ο Λόντος τής είχε κάνει σκηνή κατά την επιστροφή της· η Μαρώ ομολόγησε τα πάντα. Ο απατημένος σύζυγος απείλησε ότι θα την πετάξει από το σπίτι και θα την εμποδίσει να βλέπει τις δύο κόρες τους. Η απάντηση τού Σεφέρη στο εναγώνιο γράμμα της είναι μετρημένη, πρακτική και ενθαρρυντική. Προδίδει επίσης το ένστικτό του, τής αυτοσυντήρησης, το οποίο είχε καλλιεργήσει επαρκώς κατά τη διάρκεια της κρυφής του σχέσης με τη Λου:
- Γράψε μου αν το ταξίδι μου μαθεύτηκε. Ακόμη, πάρε τα γράμματα, σφράγισέ τα και δώσ᾿ τα στην αδελφή μου. Θα της πεις πως είναι προσωπικά χαρτιά δικά μου, να τα φυλάξει. Δε χρειάζουνται τώρα στο σπίτι σου.
- Από το σημείο εκείνο τα γεγονότα εξελίσσονται γρήγορα. Μετά από μερικές ημέρες, ο Σεφέρης ξαναρχίζει να γράφει στη Μαρώ. Πρέπει να αποφασίσουν. Βλέπει δύο μόνον πιθανότητες: είτε να διακόψουν τώρα, παρ᾿ όλο που κάτι τέτοιο αντιτίθεται στις επιθυμίες του· ή αλλιώς θα μπορούσαν να αρχίσουν να κάνουν σχέδια για να ζήσουν μαζί. Το ίδιο βράδυ, φτάνει τηλεγράφημα από τη Μαρώ: «Είμαι έτοιμη για όλα για να ζήσω κοντά σου». Μάλλον, όμως, όχι και άνευ όρων. Τρεις ημέρες αργότερα, και ύστερα από ένα ακόμη δικό της γράμμα, ο Σεφέρης αποδέχεται τη δική της, απ᾿ ό,τι φαίνεται, πρόταση γάμου. Της γράφει:
- «Θα παντρευτούμε, όχι γιατί αυτό μας είναι απαραίτητο, αλλά γιατί έτσι ζει κανείς ευκολότερα στην κοινωνία. Ο γάμος μας δε θα είναι δεσμός, παρά μόνο η αγάπη μας. Θέλω και τούτο να το ξέρεις, αν πάρεις την απόφαση: αν γίνεις γυναίκα μου θα είσαι ελεύθερη και θα είμαι ελεύθερος· αν πάψουμε ν᾿ αγαπιόμαστε, δε θα μείνουμε μαζί. [...] Θα παντρευτούμε λοιπόν. Τούτο δεν είναι μια απόφαση που παίρνω τώρα».
- Τότε εκείνη τον είχε πείσει να μη στείλει το γράμμα στον Λόντο. Τώρα ο ίδιος γνωρίζει ότι πρέπει να αντιμετωπίσει τον απατημένο σύζυγο. Ακόμη όμως ταλαντεύεται: εάν η Μαρώ αφήσει ούτως ή άλλως τον Λόντο, τι νόημα θα είχε να τού μιλήσει; Όπως και να έχει το θέμα, είναι πλέον απολύτως απαραίτητο να επιστρέψει στην Αθήνα. Η Μαρώ και οι κόρες της μένουν ξανά στην Περιβόλα, στην Αίγινα, όπου ο Λόντος πηγαίνει και τις βλέπει τα Σαββατοκύριακα. Στα μέσα τού μήνα, ο Σεφέρης περιμένει ακόμη την έγκριση τής επείγουσας αίτησής του για εβδομαδιαία άδεια από το υπουργείο. Όλες οι επιπλέον αποφάσεις, είτε τής Μαρώς είτε τού ιδίου, αναβάλλονται ως τη στιγμή εκείνη. Δεν είναι μια κατάσταση που ο Σεφέρης την αντιμετωπίζει για πρώτη φορά στη ζωή. Αυτή τη φορά ωστόσο, όπως γράφει στον Αποστολίδη όταν επιτέλους εγκρίνεται η άδειά του και ετοιμάζεται να αναχωρήσει για την Αθήνα, όπου σκοπεύει να αντιμετωπίσει τον Λόντο:
- «[...] αυτή η υπόθεση μου δίνει κάποτε την εντύπωση ενός ξεκινήματος στ᾿ ανοιχτά. Μιας πνοής αέρα [...] Με τι θα γυρίσω, δεν ξέρω καθόλου. Έχω ρίξει τα ζάρια στον ουρανό· περιμένω να πέσουν· όλα είναι πιθανά, και η ευτυχία ακόμη.
- Ο Σεφέρης αναχωρεί από την Κορυτσά το Σάββατο 24 Ιουλίου. Μετά από δύο ημέρες στο τρένο, φτάνει στην Αθήνα αργά το βράδυ τής Κυριακής. Την επομένη, η Μαρώ και ο Λόντος επιστρέφουν από την Αίγινα για μια επίσημη συνάντηση στην οικογενειακή τους κατοικία. Το τι συνέβη το περιγράφει η Μαρώ πολλά χρόνια αργότερα:
- Ύστερα από τη συζήτησή τους, ο Αντρέας μού είπε ότι η απόφαση ήταν πια δική μου. Μόλις έφυγε ο Σεφέρης ο Αντρέας μού έθεσε το ζήτημα ορθά κοφτά: αν έφευγα με τον Γιώργο, θα έχανα τα παιδιά. Προτίμησα να μείνω, μολονότι υπέφερα πολύ. Την άλλη μέρα πήρα τηλέφωνο στην Κυδαθηναίων και είπα στο Γιώργο ότι θα έφευγα για την Αίγινα και δεν επρόκειτο να συναντηθούμε πια. Μου απάντησε με βραχνή φωνή ότι το περίμενε.
- Έχει καταστρέψει ήδη (τη Δευτέρα 2 Αυγούστου) όλα τα γράμματα της Μαρώς και έχει δώσει οδηγίες στην οικογένειά του να μην την αναφέρουν ξανά. Σε ένα σημείωμα προς την Ιωάννα γράφει:
- «Έλαβα γράμμα σου. Η υπόθεση Μ. έπαψε τελείως να μ᾿ ενδιαφέρει. Γιατί το μήνυμα δεν είταν, ποια είταν η σωστή λύση, αλλά με ποιον τρόπο επιδιώξαμε τη λύση αυτή. Ο τρόπος αυτός δε μ᾿ άρεσε και έσπασε πολλά πράγματα σχετικά με εκείνη την υπόθεση».
- Το σημείωμα είναι γραμμένο βιαστικά, καθώς ετοιμάζεται να φύγει από την Αθήνα. Προορισμός του ήταν το σανατόριο στο Πήλιο, ένα δημοφιλές καλοκαιρινό θέρετρο για την αθηναϊκή καλή κοινωνία· ο ιδιοκτήτης του σανατορίου, Γιώργος Καραμάνης, και η γυναίκα του Άννα ήταν παλιοί φίλοι τού Σεφέρη και σύχναζαν στον κύκλο του.
Ο Σεφέρης στο Πήλιο και παραλίγο.... συνοικέσιο με την "φίλη" από το Βόλο.
- Για το καλοκαίρι εκείνο, η Ιωάννα γράφει απλώς ότι ο Σεφέρης είχε «πολλά προβλήματα»:
- «Δεν τον είδα πολύ. Μού ᾿στειλε όμως ένα χαριτωμένο ημερολόγιο γραμμένο στα φύλλα τού καρνέ του. Μα αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Ένα μυστικό που μπορούσε να γίνει ιστορία και δεν έγινε».
- Απ᾿ ό,τι φαίνεται, πρέπει να συνέβη το εξής: η οικογένεια τού Σεφέρη δράττεται τής ευκαιρίας που τούς δίνει η απόφαση της Μαρώς και παίρνει άμεσα μέτρα για να τον ωθήσει σ᾿ ένα επιθυμητό γάμο. Στο «ημερολόγιο» στο οποίο αναφέρεται η Ιωάννα — μια σειρά από επιστολές στην πραγματικότητα — και στην ατζέντα του, ο Σεφέρης μνημονεύει τη φίλη του είτε ανώνυμα ως η «φίλη», είτε με το όνομα «Κλέλια» που το δανείζεται από το μυθιστόρημα τού Σταντάλ "Το Μοναστήρι της Πάρμας", από το οποίο είχε ήδη αντλήσει στο παρελθόν ψευδώνυμα για τον ίδιο και τον Θεοτοκά. Γόνος εξέχουσας οικογένειας τής τοπικής κοινωνίας τού Βόλου, σίγουρα ήταν απολύτως κατάλληλη νύφη για τον Γιώργο.
- Αυτό που βρίσκει «χαριτωμένο» η Ιωάννα στα γράμματα αυτά από το Πήλιο είναι μάλλον το ζωηρό, σχεδόν εφηβικό ευδιάθετο ύφος τους και την ερωτική τους σαφήνεια, η οποία παραπέμπει σε μια πολύ παλαιότερη περίοδο των σχέσεων ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Στο πλαίσιο ωστόσο όλων όσων έγραφε τόσο πρόσφατα ο Σεφέρης στη Μαρώ, (από τα οποία ελάχιστα ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί με την αδελφή του), αυτό που η Ιωάννα θεωρεί χαριτωμένο δεν είναι εντέλει παρά μια λεπτότατη επίφαση παλικαρισμού, η οποία καλύπτει την άβυσσο τής απόγνωσης και τής πικρίας.
- Στο Πήλιο, ο Σεφέρης βρίσκει την παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα τού σανατορίου ασφυκτική· επισκέπτεται την «Κλέλια» στο σπίτι τής μητέρας της στον Βόλο. Το σπίτι ήταν παλιό, με μια μικρή αυλή μπροστά, ανάγλυφο διάκοσμο τού 16ου αιώνα στους τοίχους και μια βιβλιοθήκη στο στιλ που επικρατούσε στα τέλη του 19ου αιώνα. Τις λεπτομέρειες αυτές, και άλλες ακόμη, τις σημειώνει στο ημερολόγιό του στις 11 Αυγούστου· τις ενσωματώνει επίσης στο ποίημα που θα ολοκληρώσει λίγο μετά την επιστροφή του στην Κορυτσά, το «Piazza San Nicolo». Την πρώτη ερμηνευτική κλείδα γι᾿ αυτό το ιδιαίτερα προσωπικό ποίημα, μάς τη δίνει το υστερόγραφο στο γράμμα που έγραψε ο Σεφέρης στην Ιωάννα την προηγούμενη ημέρα: «Το σπίτι τής Κλέλιας μοιάζει με το σπίτι του Προυστ στο Κομπραί». To "Piazza San Nicolo" ξεκινά με την πρώτη φράση τού μυθιστορήματος τού Προυστ, "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο", «για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» και ο τίτλος του παραλλάζει μια εκκλησία στον Βόλο, με την εκκλησία και το καμπαναριό τού Κομπραί όπως τη γνωρίζει ο αφηγητής τού Προυστ, Μαρσέλ. Σε αντίθεση ωστόσο με το αίσθημα απελευθέρωσης τού Μαρσέλ, μέσω τής ασύνειδης μνήμης, το ποίημα του Σεφέρη, αποπνέει μιαν ασφυκτική αίσθηση εγκλεισμού σ᾿ έναν περιγεγραμμένο και ξεπερασμένο τρόπο ζωής. Για τον Σεφέρη είναι ίσως η εικόνα που σχηματίζει κατ᾿ ιδίαν για τον πιθανό γάμο του με μια καθωσπρέπει κοπέλα η οποία τού είναι σχεδόν άγνωστη. Στο ποίημα, η ελπίδα ή η υπέρβαση βρίσκονται πολύ μακριά:
- Για να βρεις τη δροσιά τού βουνού πρέπει ν᾿ ανέβεις ψηλότερα από το καμπαναριό
- κι από το χέρι τον Αϊ-Νικόλα
- κάπου 70 ή 80 μέτρα δεν είναι πολύ. [...]
- Κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου.
- Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ανεβείς μα είναι πολύ δύσκολο
- ν᾿ αλλάξεις
- σαν είναι το σπίτι μέσα στην πέτρινη εκκλησιά κι η καρδιά σου μέσα στο σπίτι που σκοτεινιάζει
- κι όλες οι πόρτες κλειδωμένες από το μεγάλο χέρι τ᾿ Αϊ-Νικόλα.
- Η ανάβαση στη «δροσιά» τού Πηλίου, μακριά από την κλειστοφοβία τού πατρικού σπιτιού τής «Κλέλιας», αντιστοιχούν στις ακραίες ελπίδες τού Σεφέρη για τη ζωή που θα μπορούσε να είχε ίσως ζήσει με τη Μαρώ.
- Ο Σεφέρης αναχωρεί με πλοίο από τον Βόλο για τη Θεσσαλονίκη στις 15 Αυγούστου και την επόμενη ημέρα φτάνει στην Κορυτσά. Έχει λείψει για τρεις ακριβώς εβδομάδες· είχε ζητήσει και τού δόθηκε άδεια μιας μόνον εβδομάδας. Πιθανόν να οργάνωσε έτσι τα πράγματα πριν φύγει, με την ελπίδα ότι θα περνούσε τις επιπλέον δεκαπέντε ημέρες με τη Μαρώ· ίσως επίσης, να παρενέβησαν ανώτερες δυνάμεις, ώστε το ειδύλλιο με την «Κλέλια» να μπορέσει να τελεσφορήσει σύμφωνα με τις επιθυμίες τής οικογένειας τού Σεφέρη. Όποια και να είναι η αλήθεια, το επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί την ανάληψη των καθηκόντων του στην Κορυτσά έχει ημερομηνία 3 Αυγούστου, δύο εβδομάδες πριν από την πραγματική επιστροφή του.
- Ήδη στην ατζέντα του καταγράφει λακωνικά τα γράμματα που στέλνει ή λαμβάνει από τη «Φίλη» του. Όταν φτάνει στην Κορυτσά, τον περιμένει ένα γράμμα από τη Μαρώ. Σχεδόν αμέσως ακολουθεί επιστολή της Ιωάννας, με υστερόγραφο από τον Κωστάκη. Η «Μαρίκα» τού είχε γράψει σε μια στιγμή αδυναμίας, επειδή ούτε καν αποχαιρετίστηκαν. Το έχει ήδη ξανασκεφτεί. Εάν ο Σεφέρης επιμένει να της ξαναγράψει, θα πρέπει να στείλει το γράμμα κρυφά στον γαμπρό του, ο οποίος θα το δώσει στη Μαρώ.
- Αυτό ακριβώς κάνει ο Σεφέρης.
- Πίσω στη θέση του, ο Σεφέρης ρίχνεται στα καθήκοντά του με τις λιγοστές δυνάμεις που διαθέτει. Ολοκληρώνει τις διορθώσεις στο Τετράδιο Γυμνασμάτων, το ετοιμάζει για έκδοση, και συνθέτει τρία πικρά ποιήματα, με πρώτο το "Piazza San Nicolo". Η Μαρώ γράφει ξανά, στα τέλη Αυγούστου, ζητώντας να τον δει. Δεν θα απαντήσει, ωστόσο δέκα ημέρες αργότερα γράφει στην αδελφή της· η Αμαρυλλίς εκφράζει διπλωματικά την έκπληξή της για το γράμμα του, πιθανόν και με κάποιο τόνο θυμού, μα δεν αναφέρει τη Μαρώ. Η ανταλλαγή επιστολών με τη «Φίλη» συνεχίζεται μέχρι τα μέσα του μήνα.
Ο Σεφέρης επιστρέφει από την Αλβανία στην Αθήνα, με τίμημα όμως την εμπλοκή του στην υπηρεσία τού Νικολούδη στο υφυπουργείο τύπου τής Μεταξικής Δικτατορίας.
Ο Σεφέρης μαθαίνει τώρα, ότι οι απεγνωσμένες του προσπάθειες να εξασφαλίσει τη μετάθεσή του πίσω στην Αθήνα ίσως πρόκειται επιτέλους να ευοδωθούν. Εάν οι υποψίες τής Μαρώς ήταν ορθές και πίσω από αυτούς τούς ελιγμούς κρύβεται το αόρατο χέρι τού πατέρα του, τότε ο Στέλιος βιάστηκε να λυγίσει. Πριν φύγει από την Κορυτσά, ο Σεφέρης έχει αποκαταστήσει την τακτική επαφή με την Αμαρυλλίδα. Φτάνει στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου, και η Μαρώ βρίσκεται στον σιδηροδρομικό σταθμό. «Έπεσα στην αγκαλιά του», θα πει, πολλά χρόνια αργότερα. «Λυγμοί».
Είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς τις προσδοκίες τού Σεφέρη, όταν αναχωρούσε από την Κορυτσά εκείνο το πρωινό τού Οκτωβρίου τού 1937. Ακόμη και μετά τον χωρισμό του από τη Μαρώ, σίγουρα δεν έχει καμία επιθυμία να παρατείνει την εξορία του στο «χωριό» του. Όμως, τίποτε δεν δείχνει ότι γνωρίζει, προτού φτάσει στην Αθήνα, το τίμημα τού επαναπατρισμού του. Δεν θα το μάθει παρά δύο εβδομάδες αργότερα: μια ημερήσια διαταγή τού Θεολόγου Νικολούδη, υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού και ενός από τους πιο απροκάλυπτους ιδεολόγους τού καθεστώτος Μεταξά, διορίζει τον Γιώργο Σεφεριάδη στην επιτροπή που χειρίζεται τον σχεδιασμό των νέων νόμων τού τομέα του.
Παρά τον σεμνό του τίτλο και την επίσημη εξάρτησή του από το υπουργείο Εξωτερικών, το υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού ήταν η ιδεολογική ψυχή τής απολυταρχικής «Νέας Τάξης» τού Μεταξά. Χάρις στην έκτακτη νομοθεσία που είχε θεσπισθεί αμέσως μετά το πραξικόπημα τής 4ης Αυγούστου, οι εξουσίες του ήταν απεριόριστες. Κατά πάσα πιθανότητα, η επιτροπή στην οποία τοποθετείται ο Σεφέρης ήταν εν μέρει υπεύθυνη για τον νέο γύρο νόμων περί λογοκρισίας, οι οποίοι εισάγονται τον επόμενο Φεβρουάριο. Ήδη, όλες οι δημοσιεύσεις στην Ελλάδα υπόκεινται σε αυστηρότατη λογοκρισία και ασκείται στενός έλεγχος στην πληροφόρηση που παρέχεται στους ξένους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Ο Νικολούδης, δεν κρύβει τον θαυμασμό του για το Τρίτο Ράιχ και έχει τη φήμη ότι διευθύνει τον τομέα του μιμούμενος απροφάσιστα το υπουργείο Προπαγάνδας τού Γκέμπελς στο Βερολίνο.
Όταν θα αναχωρήσει από την Αθήνα έξι εβδομάδες μετά την άφιξή του, για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που άφησε στο Προξενείο τής Κορυτσάς, ο Σεφέρης έχει συμφωνήσει να υπηρετήσει τον Νικολούδη· ο ακριβής τίτλος τού διορισμού του είναι: «Διευθύνων το παρά τῳ Υφυπουργείῳ Τύπου και Τουρισμού Τμήμα Εξωτερικού Τύπου». Εγκαταλείπει για τελευταία φορά την Αλβανία στις 2 Δεκεμβρίου και αναλαμβάνει επισήμως τα καθήκοντά του πέντε ημέρες μετά. Η προσωπική αντιπάθεια του Σεφέρη προς τον νέο προϊστάμενό του είναι απόλυτα δικαιολογημένη και θα εκδηλωθεί απερίφραστα αργότερα. Τη στιγμή εκείνη, καμιά μαρτυρία δεν προδίδει τα αισθήματά του ή τα κίνητρα που τον οδήγησαν να δεχτεί τη θέση αυτή.
Η μόνη εκδοχή που προτείνει ο Σεφέρης προκειμένου να ερμηνεύσει τούς λόγους για τούς οποίους βρέθηκε στο υφυπουργείο Τύπου χρονολογείται από το 1943. Τότε, υπό την πίεση των ισχυρισμών ότι στήριξε ιδεολογικά το καθεστώς Μεταξά, επιμένει ότι δεν είχε επιζητήσει τον διορισμό αυτό, αλλά ότι «διετάχθην». Αυτό είναι ασφαλώς σωστό, με την απόλυτη έννοια της λέξης. Δεν υπάρχουν ωστόσο στοιχεία που να δείχνουν πως ο Σεφέρης διαμαρτυρήθηκε για τον διορισμό του, όπως είχε κάνει σχετικά με την πρόσφατη μετάθεσή του στην Αλβανία, ή και πριν, τότε που το διάταγμα τού υπουργείου τον τοποθέτησε στο Προξενείο τού Κάρντιφ. Θα μπορούσε να είχε μείνει στην Αλβανία, όπου ο πρέσβης μάλιστα εκτιμούσε βαθιά τις ικανότητές του και διαμαρτυρήθηκε έντονα όταν στερήθηκε τις υπηρεσίες του.
Η εξήγηση πρέπει σίγουρα να βρίσκεται στην αναβίωση τής σχέσης του με τη Μαρώ. Η Μαρώ γράφει αργότερα τις ημερομηνίες που περνούν μαζί τις δύο πρώτες εβδομάδες μετά την οριστική του επιστροφή από την Αλβανία. Στις αρχές τού νέου χρόνου έχει πια εγκαταλείψει τελειωτικά τον σύζυγό της και έχει μετακομίσει σε ένα μικρό διαμέρισμα που νοίκιασε γι᾿ αυτήν ο Σεφέρης κοντά στο Καλλιμάρμαρο (στην ίδια περιοχή όπου θα χτίσουν στο μέλλον και το σπίτι τους). Η λύση είναι προσωρινή· πριν περάσει πολύς καιρός, η Μαρώ ξανασμίγει με τις κόρες της, ζώντας με πολύ περιορισμένα μέσα στην Πλάκα, λίγο πιο κάτω από τη γωνία τής Κυδαθηναίων.
Για να το επιτύχουν αυτό, αντιμέτωποι με ανυπέρβλητα σχεδόν εμπόδια, και ο Σεφέρης και η Μαρώ αναγκάζονται να καταβάλουν ένα τίμημα το οποίο δεν έχουν ακόμη υπολογίσει. Φεύγοντας από την οικογενειακή στέγη, παρά την απειλή τού Λόντου ότι δεν θα τής επιτρέψει να ξαναδεί τα παιδιά της, η Μαρώ πραγματοποιεί το πρώτο βήμα τής θυσίας που θα αναγκαστεί να κάνει τριάμισι χρόνια αργότερα και η οποία θα επισκιάσει ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της. Ο ίδιος ο Σεφέρης, για λόγους που δεν σχετίζονται καθόλου με τις πολιτικές του συμπάθειες, αποδέχεται μια θέση η οποία θα τον εμπλέξει τότε και αργότερα στα μάτια πολλών, με τους μηχανισμούς τού καθεστώτος Μεταξά.
Αξιολογώντας αναδρομικά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Σεφέρης επικρίνει τον Μεταξά για τις απολυταρχικές του μεθόδους, αλλά και σχεδόν εξίσου για την αντίθεσή του, ως ανώτατος αξιωματικός τού στρατού πριν από το 1922, στο όραμα του Βενιζέλου για την ανάκτηση των χαμένων πατρίδων. Όταν αρχίζει να εργάζεται στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, η διάκριση ανάμεσα στο έθνος και το κράτος μετατρέπεται σε αδιάσειστη πεποίθηση:
«Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση [...]. Ό,τι από την Ελλάδα μ᾿ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί. Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός [...] ήταν για να μπορέσει ν᾿ αναπτυχθεί σε μια γωνιά τής γης ο Ελληνισμός - αυτή η ιδέα τής ανθρώπινης αξιοσύνης και τής ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα».
Είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς τις προσδοκίες τού Σεφέρη, όταν αναχωρούσε από την Κορυτσά εκείνο το πρωινό τού Οκτωβρίου τού 1937. Ακόμη και μετά τον χωρισμό του από τη Μαρώ, σίγουρα δεν έχει καμία επιθυμία να παρατείνει την εξορία του στο «χωριό» του. Όμως, τίποτε δεν δείχνει ότι γνωρίζει, προτού φτάσει στην Αθήνα, το τίμημα τού επαναπατρισμού του. Δεν θα το μάθει παρά δύο εβδομάδες αργότερα: μια ημερήσια διαταγή τού Θεολόγου Νικολούδη, υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού και ενός από τους πιο απροκάλυπτους ιδεολόγους τού καθεστώτος Μεταξά, διορίζει τον Γιώργο Σεφεριάδη στην επιτροπή που χειρίζεται τον σχεδιασμό των νέων νόμων τού τομέα του.
Παρά τον σεμνό του τίτλο και την επίσημη εξάρτησή του από το υπουργείο Εξωτερικών, το υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού ήταν η ιδεολογική ψυχή τής απολυταρχικής «Νέας Τάξης» τού Μεταξά. Χάρις στην έκτακτη νομοθεσία που είχε θεσπισθεί αμέσως μετά το πραξικόπημα τής 4ης Αυγούστου, οι εξουσίες του ήταν απεριόριστες. Κατά πάσα πιθανότητα, η επιτροπή στην οποία τοποθετείται ο Σεφέρης ήταν εν μέρει υπεύθυνη για τον νέο γύρο νόμων περί λογοκρισίας, οι οποίοι εισάγονται τον επόμενο Φεβρουάριο. Ήδη, όλες οι δημοσιεύσεις στην Ελλάδα υπόκεινται σε αυστηρότατη λογοκρισία και ασκείται στενός έλεγχος στην πληροφόρηση που παρέχεται στους ξένους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Ο Νικολούδης, δεν κρύβει τον θαυμασμό του για το Τρίτο Ράιχ και έχει τη φήμη ότι διευθύνει τον τομέα του μιμούμενος απροφάσιστα το υπουργείο Προπαγάνδας τού Γκέμπελς στο Βερολίνο.
Όταν θα αναχωρήσει από την Αθήνα έξι εβδομάδες μετά την άφιξή του, για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που άφησε στο Προξενείο τής Κορυτσάς, ο Σεφέρης έχει συμφωνήσει να υπηρετήσει τον Νικολούδη· ο ακριβής τίτλος τού διορισμού του είναι: «Διευθύνων το παρά τῳ Υφυπουργείῳ Τύπου και Τουρισμού Τμήμα Εξωτερικού Τύπου». Εγκαταλείπει για τελευταία φορά την Αλβανία στις 2 Δεκεμβρίου και αναλαμβάνει επισήμως τα καθήκοντά του πέντε ημέρες μετά. Η προσωπική αντιπάθεια του Σεφέρη προς τον νέο προϊστάμενό του είναι απόλυτα δικαιολογημένη και θα εκδηλωθεί απερίφραστα αργότερα. Τη στιγμή εκείνη, καμιά μαρτυρία δεν προδίδει τα αισθήματά του ή τα κίνητρα που τον οδήγησαν να δεχτεί τη θέση αυτή.
Η μόνη εκδοχή που προτείνει ο Σεφέρης προκειμένου να ερμηνεύσει τούς λόγους για τούς οποίους βρέθηκε στο υφυπουργείο Τύπου χρονολογείται από το 1943. Τότε, υπό την πίεση των ισχυρισμών ότι στήριξε ιδεολογικά το καθεστώς Μεταξά, επιμένει ότι δεν είχε επιζητήσει τον διορισμό αυτό, αλλά ότι «διετάχθην». Αυτό είναι ασφαλώς σωστό, με την απόλυτη έννοια της λέξης. Δεν υπάρχουν ωστόσο στοιχεία που να δείχνουν πως ο Σεφέρης διαμαρτυρήθηκε για τον διορισμό του, όπως είχε κάνει σχετικά με την πρόσφατη μετάθεσή του στην Αλβανία, ή και πριν, τότε που το διάταγμα τού υπουργείου τον τοποθέτησε στο Προξενείο τού Κάρντιφ. Θα μπορούσε να είχε μείνει στην Αλβανία, όπου ο πρέσβης μάλιστα εκτιμούσε βαθιά τις ικανότητές του και διαμαρτυρήθηκε έντονα όταν στερήθηκε τις υπηρεσίες του.
Η εξήγηση πρέπει σίγουρα να βρίσκεται στην αναβίωση τής σχέσης του με τη Μαρώ. Η Μαρώ γράφει αργότερα τις ημερομηνίες που περνούν μαζί τις δύο πρώτες εβδομάδες μετά την οριστική του επιστροφή από την Αλβανία. Στις αρχές τού νέου χρόνου έχει πια εγκαταλείψει τελειωτικά τον σύζυγό της και έχει μετακομίσει σε ένα μικρό διαμέρισμα που νοίκιασε γι᾿ αυτήν ο Σεφέρης κοντά στο Καλλιμάρμαρο (στην ίδια περιοχή όπου θα χτίσουν στο μέλλον και το σπίτι τους). Η λύση είναι προσωρινή· πριν περάσει πολύς καιρός, η Μαρώ ξανασμίγει με τις κόρες της, ζώντας με πολύ περιορισμένα μέσα στην Πλάκα, λίγο πιο κάτω από τη γωνία τής Κυδαθηναίων.
Για να το επιτύχουν αυτό, αντιμέτωποι με ανυπέρβλητα σχεδόν εμπόδια, και ο Σεφέρης και η Μαρώ αναγκάζονται να καταβάλουν ένα τίμημα το οποίο δεν έχουν ακόμη υπολογίσει. Φεύγοντας από την οικογενειακή στέγη, παρά την απειλή τού Λόντου ότι δεν θα τής επιτρέψει να ξαναδεί τα παιδιά της, η Μαρώ πραγματοποιεί το πρώτο βήμα τής θυσίας που θα αναγκαστεί να κάνει τριάμισι χρόνια αργότερα και η οποία θα επισκιάσει ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της. Ο ίδιος ο Σεφέρης, για λόγους που δεν σχετίζονται καθόλου με τις πολιτικές του συμπάθειες, αποδέχεται μια θέση η οποία θα τον εμπλέξει τότε και αργότερα στα μάτια πολλών, με τους μηχανισμούς τού καθεστώτος Μεταξά.
Αξιολογώντας αναδρομικά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Σεφέρης επικρίνει τον Μεταξά για τις απολυταρχικές του μεθόδους, αλλά και σχεδόν εξίσου για την αντίθεσή του, ως ανώτατος αξιωματικός τού στρατού πριν από το 1922, στο όραμα του Βενιζέλου για την ανάκτηση των χαμένων πατρίδων. Όταν αρχίζει να εργάζεται στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, η διάκριση ανάμεσα στο έθνος και το κράτος μετατρέπεται σε αδιάσειστη πεποίθηση:
«Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση [...]. Ό,τι από την Ελλάδα μ᾿ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί. Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός [...] ήταν για να μπορέσει ν᾿ αναπτυχθεί σε μια γωνιά τής γης ο Ελληνισμός - αυτή η ιδέα τής ανθρώπινης αξιοσύνης και τής ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα».
Ο Γεώργιος Καραμάνης γιατρός, υπήρξε ένας σπουδαίος άνθρωπος. Έργο ζωής του, το πρώτο σανατόριο «ύψους» που ίδρυσε το 1909 για φυματικούς στην Ελλάδα, και λειτούργησε για πάνω από μισό αιώνα στη γενέτειρά του, το Πήλιο. Κατάφερε να βελτιώσει τη ζωή χιλιάδων φυματικών που ως τότε δέχονταν τον κοινωνικό αποκλεισμό. Το σανατόριο εξελίχθηκε σε τόπο συνάντησης τής πνευματικής ελίτ του Μεσοπολέμου χάρη και στην εξωστρεφή γυναίκα του, Άννα, την οποία θα την "κλέψει" ο Σικελιανός και θα γίνει δεύτερη σύζυγός του.
Το καλοκαίρι του 1938, η Μαρώ πηγαίνει τις κόρες της στο Πήλιο. Ο Σεφέρης, που τον προηγούμενο χρόνο είχε επισκεφθεί τον τόπο κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, προτιμά αναμφίβολα να κρατήσει κάποια απόσταση ασφαλείας από το σανατόριο που διευθύνει ο Καραμάνης και από τη νέα και όμορφη γυναίκα του, την Άννα. Υπό την επίβλεψη τής Άννας Καραμάνη, θ᾿ ανοίξει εκεί κοντά ένας ξενώνας για παιδιά· η Ιωάννα κι ο άντρας της είχαν φέρει κι εκείνοι τα παιδιά τους εκεί και οι ίδιοι έμεναν στα περίχωρα. Για πρώτη φορά, ο Σεφέρης δεν τους ακολουθεί. Η παρουσία ωστόσο του Σικελιανού δεν περνά απαρατήρητη: ο Τσάτσος καταγράφει τον δεσμό συμπάθειας που τον συνδέει με το «ιερό» αυτό «τέρας», τα ήσυχα απογεύματα όταν λείπουν οι γυναίκες. Η Μαρώ, που δεν τής ξέφευγε τίποτε, λέει στον Γιώργο: «Ο Θεός κοιτά τη Νεράιδα τού Πηλίου και εγκατέλειψε τη Μούσα τής Αίγινας ... Αυτή τη φορά μοιάζει έρωτας». Το ενδιαφέρον τού ηλικιωμένου Σικελιανού μετατοπίζεται από την Ιωάννα, στην Άννα Καραμάνη, η οποία θα κλεφτεί μαζί του τέσσερις μήνες αργότερα, για να γίνει, πριν περάσει πολύς καιρός, η δεύτερή του σύζυγος.
Η Μαρώ δεν θα μείνει για πολύ στο Πήλιο. Ο Σεφέρης κι εκείνη θα περάσουν έναν μήνα μαζί, από τα μέσα Ιουλίου ως τα μέσα Αυγούστου, όταν ολοκληρώνει, κατά πάσα πιθανότητα, τον "Διάλογο για την ποίηση". Για ένα διάστημα απολαμβάνουν τη γραφική φτώχεια μιας παραθαλάσσιας καλύβας στο Τολό, κοντά στο Ναύπλιο. Όσο έμεναν εκεί, πέρασαν ένα πρωινό στον διπλανό αρχαιολογικό χώρο τής Εποχής τού Χαλκού, τον οποίο Σουηδοί αρχαιολόγοι όταν έκαναν ανασκαφές στη δεκαετία του 1920 είχαν ταυτίσει με την Ασίνη, την πόλη που αναφέρει ο Όμηρος. Το ποίημα που άρχισε να γράφει ο Σεφέρης αμέσως μετά, για να το εγκαταλείψει λίγο αργότερα, είναι ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, και ύστερα από δέκα χρόνια θα δώσει τον τίτλο στην πρώτη έκδοση των ποιημάτων του σε αγγλική μετάφραση: "The King of Asine and Other Poems".
Η Ιωάννα αναφέρει πως το διαμέρισμα τού Σεφέρη στο ισόγειο είχε πλέον δική του ξεχωριστή είσοδο, στον αριθμό 9α τής οδού Κυδαθηναίων, γεγονός που αντικατοπτρίζει δίχως άλλο τη δυσαρέσκεια με την οποία η οικογένεια εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τη σχέση τού αδελφού της με τη Μαρώ. Το κέρδος σε ανεξαρτησία, ωστόσο, είναι περιορισμένο. Η Μαρώ και οι κόρες της είχαν εγκατασταθεί λίγο πιο κάτω μετά τη γωνία, σε μια παλιά γκαρσονιέρα.
Ο Στέλιος το καλοκαίρι εκείνο βρίσκεται στο Παρίσι· σύντομα το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον υποχρεώνει να συνταξιοδοτηθεί. Το ίδιο περίπου διάστημα, συνάντησε και τη γυναίκα η οποία σε λιγότερο από έναν χρόνο έγινε η δεύτερη σύζυγός του. Κανείς από την οικογένειά του δεν συγχώρησε ποτέ τον Στέλιο γι᾿ αυτόν τον γάμο. Η Τερέζ Λεφόρ μάλλον ήταν τότε πενήντα ετών και, στα μάτια τής οικογένειάς του, κοινωνικά κατώτερη του.
Τα γεγονότα αυτά προστέθηκαν στην αμετάπειστη αντιπάθεια τού Στέλιου για τη Μαρώ και επέσπευσαν την τελική ρήξη ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία πλέον είναι ανεπανόρθωτη. Τον επόμενο χρόνο, ο Στέλιος εξέδωσε το σύνολο των ποιημάτων που είχε γράψει όταν ήταν νέος, χειρονομία με την οποία μάλλον αποχαιρετά την Ελλάδα· από τα 520 αριθμημένα αντίτυπα τής έκδοσης, έδωσε το αντίτυπο υπ᾿ αριθμόν 2 στον Γιώργο, χωρίς ωστόσο ιδιόχειρη αφιέρωση. Το βιβλίο βρίσκεται σήμερα στη Βιβλιοθήκη Σεφέρη και Μαρώς Σεφέρη, στη Βικελαία Βιβλιοθήκη τού Ηρακλείου στην Κρήτη· πολλές από τις σελίδες του παραμένουν ακόμη άκοπες.
Όπως και πολλοί από τούς συγχρόνους του, τον Σεπτέμβριο τού 1938 ο Σεφέρης διαισθάνεται πως το Σύμφωνο τού Μονάχου αποτελεί το προανάκρουσμα τού πολέμου τον οποίο υποτίθεται ότι το ίδιο αυτό Σύμφωνο επρόκειτο να αποτρέψει. Όσο ο Χίτλερ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν διαπραγματεύονται έξω από το Μόναχο, ο Σεφέρης καλείται να κατέβει από την Κηφισιά στο υπουργείο στη μία και τριάντα το πρωί. Θα παραμείνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Τύπου, έτοιμος να ενημερώσει τούς ξένους ανταποκριτές για την ελληνική θέση σε περίπτωση κήρυξης πολέμου. Γύρω στις πέντε το πρωί, φτάνει η είδηση πως ο Τσάμπερλεν αποσύρθηκε για το υπόλοιπο της νύχτας. «Η Ευρώπη», γράφει ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του, «αυτό που εμείς, έτσι που ανατραφήκαμε, λέγαμε Ευρώπη, αν δεν ξεψύχησε, είναι έτοιμη να ξεψυχήσει. Μαζί μ᾿ αυτό ένα μεγάλο μέρος τής ζωής μας, τελειώνει».
Όσο διαρκούσαν οι ζεστοί καλοκαιρινοί μήνες του 1939, η οξυνόμενη κρίση στην Ευρώπη δεν επέτρεψε στον Γιώργο να κουνήσει από το γραφείο του. Η Μαρώ πηγαίνει να μείνει με τούς συγγενείς της τούς Ζάννους στο χωριό Τράπεζα, λίγο πιο έξω από την Πάτρα. Πηγαίνει να τη συναντήσει εκεί όποτε μπορεί —- με κάποια ανησυχία την πρώτη φορά, για την υποδοχή που θα τού επιφυλάξει η οικογένειά της. Τους επισκέπτεται και ο Λόντος, για τα γενέθλια τής μεγαλύτερης τους κόρης. Ο Σεφέρης δεν θέλει να είναι εκεί η Μαρώ όταν θα έρθει ο Λόντος. Μάλλον τότε γίνονται οι διακανονισμοί των όρων τού διαζυγίου. Την ίδια εποχή περίπου ο Λόντος τού γράφει σε τόνο υβριστικό, καθώς απαιτεί από τον Γιώργο να παντρευτεί την πρώην σύζυγό του, για να εξασφαλιστεί οικονομικά το μέλλον της.
Στην Ευρώπη, είναι ο τελευταίος μήνας τής ειρήνης. Στο Μαρούσι, μια νύχτα με αστροφεγγιά που «το φεγγάρι μού τη χάλασε», ο Κατσίμπαλης, η σύζυγός του Ασπασία και ο Σεφέρης απαγγέλλουν Αισχύλο. Αργά τη νύχτα εκείνη, ο Σεφέρης διατυπώνει στο ημερολόγιό του για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια μια ιδέα η οποία θα αποτελέσει έναν από τούς θεμέλιους λίθους τής μεταγενέστερης σκέψης του:
«Αισθήματα που βρίσκω στον Αισχύλο· που με αναπαύουν: η ασφάλεια και η ισορροπία της δικαιοσύνης χωρίς αισθηματολογία, χωρίς ηθικολογία, χωρίς ψυχολογία. Σαν ένας νόμος του σύμπαντος, καθαρός, χωρίς σκουριές. Και η αυθεντία αυτής της φωνής, το κύρος της. Η μεγαλύτερη τάξη που ξέρω».
Η ιδέα πως η δικαιοσύνη και ο ηθικός νόμος αποτελούν προέκταση της αλληλουχίας των αμετάβλητων φυσικών νόμων του σύμπαντος, είναι μια ιδέα που ο Αισχύλος την κληρονόμησε από τους τους προσωκρατικούς.
Στις αρχές του 1940 ο Σεφέρης αποφασίζει να τυπώσει όσα από τα ποιήματα του θέλει να σωθούν. Σκοπεύει όχι μόνο να επανεκδώσει σε ένα τόμο όλα τα ποιήματα που είχε τυπώσει ως την Γυμνοπαιδεία (1936), μα να βγάλει και δύο τόμους: το "Τετράδιο Γυμνασμάτων" (τη μεγάλη και ετερογενή συλλογή ποιημάτων), καθώς και το πιο πρόσφατο έργο του, στο οποίο δίνει τον τίτλο "Ημερολόγιο Καταστρώματος Α".
Ολοκληρώνει το ποίημα στο οποίο ο Σεφέρης χρωστά περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, τη διεθνή του αναγνώριση. Ξεκίνησε να γράφει τον Βασιλιά της Ασίνης λίγο μετά τις ξεκλεμμένες διακοπές του με τη Μαρώ στο Τολό, το καλοκαίρι του 1938, ωστόσο ύστερα το εγκατέλειψε. Είναι, όπως περιγράφει στον Τ. Σ. Έλιοτ πολλά χρόνια αργότερα και χωρίς πολλή, καθώς φαίνεται, υπερβολή, «το έργο μιας νυκτός»: «Έγινε το ποίημα σε μια νύχτα, χωρίς να έχω καν μπροστά μου τις παλιές μου σημειώσεις ...»
Αργότερα την ίδια χρονιά, θα αναρωτηθεί στο ημερολόγιό του: «Αλλά γιατί αρέσει σε τόσους πολλούς; παράξενο». Στην οριστική του μορφή, το ποίημα το διαπερνά η συνείδηση τού τέλους εποχής. Ο ποιητής στέκεται ανάμεσα στα ερείπια ενός οχυρού ηλικίας τριών χιλιάδων χρόνων, με την άδεια, γαλήνια θάλασσα στα πόδια του· αναρωτιέται: τι μπορεί να διασωθεί σήμερα από την ιστορία του βασιλιά που οδήγησε κάποτε το μικρό του στράτευμα στον Τρωικό πόλεμο και που δεν κατάφερε να αφήσει πίσω του κάποια φήμη ηρωική; Μοναχά τ᾿ όνομα του μικροσκοπικού του βασιλείου, τής Ασίνης, διασώζεται στον Όμηρο: «Μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη». Αναθυμούμενος τα χρυσά προσωπεία που ανακάλυψε ο Σλήμαν στις Μυκήνες, ο ομιλητής παραδέχεται πως ο άπιαστος, κάποτε ζωντανός βασιλιάς, δεν είναι τώρα παρά «κάτω απ᾿ την προσωπίδα ένα κενό». Ωστόσο, το κενό αυτό, το περίγραμμα τού οποίου προφυλάσσεται από το προσωπείο, βρίσκεται παραδόξως πάντοτε ανάμεσά μας: «Ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι / μέσα στην αυγινή γαλήνη τού πελάγου και το βλέπεις...» Οι ποιητικές εικόνες τής απώλειας γίνονται, έστω και για μια μόνο στιγμή, πιο προσωπικές. Παρ᾿ όλο που το δεύτερο πρόσωπο τού ποιήματος είναι σαφώς η Μαρώ, η σκιά που κατατρύχει τον ομιλητή στο μέσον του ποιήματος είναι η Λου κι ο πρόσφατος θάνατός της.
Ακολουθεί ένα ξέσπασμα που μοιάζει να συνοψίζει την απόλυτη πεποίθηση τού Σεφέρη στις αρχές του 1940 πως, ό,τι κι αν συμβεί, κάτι από αυτή τη ζωή που χάνεται, μ᾿ όλα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες της, αξίζει, να διασωθεί και να κρατηθεί ζωντανό.
[…]
υπάρχουν, η κίνηση τού προσώπου το σχήμα τής στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την
απεραντοσύνη τού πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει, τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία τού βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας [...]
Τέλος, καθώς ο ήλιος διαπερνά το υπόγειο πέρασμα στα τείχη τού οχυρού, ξεπετάγεται μια νυχτερίδα· το ανεπαίσθητο σκούξιμό της ανακαλεί στη σκέψη τις ψυχές των νεκρών από το προηγούμενο μέρος τού ποιήματος, οι οποίες τελικά δεν έχουν ίσως ολότελα χαθεί. Το ποίημα τελειώνει με τους στίχους:
[...] Να ᾿ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.
Οι διακοπές του Πάσχα του 1940 είναι οι τελευταίες διακοπές του Σεφέρη, όπως θ᾿ αποδειχτεί, για τα επόμενα έξι χρόνια. Ο ίδιος και η Μαρώ μένουν με την οικογένεια τής αδελφής της, τής Αμαρυλλίδος, στη «Γαλήνη», το οικογενειακό σπίτι των Δραγούμηδων στον Πόρο.
Ωστόσο, η σχέση του με τη Μαρώ, όπως και η ίδια η ειρήνη, στηρίζονται σε δανεικές ελπίδες. Η Μαρώ μάλλον έχει ήδη πάρει διαζύγιο από τον Λόντο. Το καλοκαίρι πηγαίνει με τις κόρες της στο χωριό Τράπεζα, όπου μένει με τούς συγγενείς της, τους Ζάννους. Αδειάζει το διαμέρισμά της στη γωνία της Κυδαθηναίων και αφήνει τα υπάρχοντά της στο σπίτι τού Σεφέρη.
Στα τέλη Ιουλίου, τού γράφει από την Τράπεζα: πρέπει να ληφθούν επείγουσες αποφάσεις για το μέλλον. Το άμεσο πρόβλημα ήταν το οικονομικό. Ο Λόντος όχι μόνο δεν συμβάλλει στα έξοδα των δύο παιδιών τους, μα επιπλέον δανείζεται σημαντικά χρηματικά ποσά από τη Μαρώ μετά τον χωρισμό τους. Το κλειδί τής όλης κατάστασης είναι η εύπορη θεία του Λόντου, η οποία αποφασίζει τώρα να παρέμβει. Εάν η Μαρώ πρόκειται να συζήσει ανοιχτά με τον εραστή της, επιμένει η θεία, τότε είναι ανεπίτρεπτο να παραμείνουν οι κόρες της μαζί της. Η θεία είναι διατεθειμένη να καλύψει πλήρως τα έξοδα ώστε να σταλούν εσωτερικές. Υπάρχει ωστόσο εναλλακτική λύση. Εάν ο Σεφέρης παντρευτεί τη Μαρώ, τότε η οικογένεια Λόντου δέχεται να μείνουν τελικά οι κόρες της μαζί της. Εξηγώντας την κατάσταση στον Γιώργο, νιώθοντας σίγουρα κάποιο δισταγμό για την πιθανή του αντίδραση, η Μαρώ προσθέτει πως δεν έχει καμία εμπιστοσύνη σ᾿ όλα αυτά. Εντούτοις, το καίριο σημείο τού γράμματος μοιάζει να είναι το ακόλουθο: εάν, όπως θα συμπληρώσει η ίδια, διέθετε δικά της χρήματα, τα πράγματα θα μπορούσαν ίσως να είχαν επιλυθεί διαφορετικά. Όμως, τα παιδιά της δεν πρέπει να αναγκαστούν να υποφέρουν απλώς και μόνο επειδή εκείνη υπήρξε υπερβολικά ανεκτική με τον Λόντο στα χρηματικά ζητήματα.
Η απάντηση του Σεφέρη είναι μακροσκελής και μετρημένη, και το πιθανότερο όχι αυτή που θα ήλπιζε η Μαρώ. Μήνες τώρα σκέφτεται κι εκείνος τα ίδια θέματα, τής εξηγεί. Δεν διαθέτει ούτε αυτός οικονομική άνεση, και μάλιστα διαθέτει πολύ λιγότερη τώρα, από εκείνη που προσδοκούσε ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα: «Πριν δηλαδή ο πατέρας μου δημιουργήσει τους δεσμούς που δημιούργησε τον περασμένο χειμώνα». Αναφέρεται εμφανώς στον δεύτερο γάμο του Στέλιου, ο οποίος φαίνεται πως είχε αρκετές επιπτώσεις στις κληρονομικές προσδοκίες των παιδιών του. Πράγματι, ο Στέλιος αιωρείται ως απειλή πάνω απ᾿ όλη αυτή τη συζήτηση με τη Μαρώ. Η συμπεριφορά τού πατέρα του, ωστόσο, μπορεί να ευθύνεται μόνον εν μέρει για την αδυναμία του Σεφέρη να στηρίξει οικονομικά τη Μαρώ και τις κόρες της, το καλοκαίρι τού 1940. Η επιστολή τού Σεφέρη συνεχίζεται με μια προσεκτικά διατυπωμένη απάντηση στην πρόταση γάμου τής Μαρώς: «Παρ᾿ όλα αυτά, το καλύτερο θα ήταν να παντρευόμασταν». Τής γράφει σχεδόν τα ίδια με ό,τι τής είχε γράψει ενώ βρισκόταν στην Κορυτσά, τρία χρόνια νωρίτερα. Και η ειρωνεία τής όλης κατάστασης δεν πρέπει να᾿ ξέφυγε από τη Μαρώ, όταν διάβασε παρακάτω:
Λοιπόν, αν θέλεις, εγώ έχω να σού προτείνω τούτο: να παντρευτούμε. Αλλά, αν παντρευτούμε, θα παντρευτούμε εμείς οι δυο, όχι εσύ κι εγώ και ο κ. Λόντος. Και για να γίνει αυτό [...] θα πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σ᾿ εμένα και στα παιδιά. Τα παιδιά να ζούνε μαζί μας δε γίνεται για πολλούς λόγους - τους ξέρεις."
Παλιότερα, κατά την κρίση του Ιουλίου του 1937, ο Λόντος είχε θέσει στη Μαρώ το εξής επιτακτικό ερώτημα: «Τον ποιητή ή τα παιδιά». Τώρα ήταν ο ποιητής ο ίδιος που τής επιβάλλει ξανά την ίδια ανέφικτη επιλογή. Ο Σεφέρης θα φτάσει μάλιστα στο σημείο να θέσει όρους. Πρέπει να διακόψει κάθε επαφή με τον «κ. Λόντο»· κι αν αναγκαστεί να τον συναντήσει, θα πρέπει να το κάνει παρουσία τρίτων. Η θεία πρέπει να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών απευθείας και όχι μέσω τού Λόντου· αυτό γίνεται μάλλον ώστε ο Σεφέρης να μη βρεθεί κάποια στιγμή οικονομικά υπεύθυνος για τη στήριξη των παιδιών τής συζύγου του, σε περίπτωση που ο Λόντος αποφάσιζε στο μέλλον να αποποιηθεί των ευθυνών του.
Σε όλα τα γράμματα αυτά δεν τίθεται καμία αμφιβολία για το βάθος και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων τού Σεφέρη για τη Μαρώ. Όμως ο σαραντάχρονος εργένης αντιδρά, όπως πάντα, στις τυπικές υποχρεώσεις και τις πρακτικές ευθύνες τού γάμου.
Τη λύση θα τη βρει η Μαρώ στις αρχές Αυγούστου, μετά από τρεις εξαντλητικές δίχως άλλο ημέρες στην Αθήνα. Τα παιδιά θα μείνουν με την αδελφή του Λόντου, τη Λία, στο Κολωνάκι, στην οποία η Μαρώ έχει εμπιστοσύνη. Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγει την απειλή του εσωτερικού σχολείου που τής προκαλεί φρίκη. Αυτό σημαίνει πως την κηδεμονία θα την έχει ο Λόντος, ενώ η Μαρώ θα έχει πρόσβαση στις κόρες της και δεν θα βρίσκεται ποτέ πολύ μακριά τους· η άμεση κρίση μοιάζει έτσι να αποφεύγεται. Στην πραγματικότητα, απλώς αναβάλλεται.
Στο οικογενειακό μέτωπο, ο Στέλιος Σεφεριάδης έχει πλέον επιστρέψει στην Αθήνα και κατοικεί στον μεσαίο όροφο τής οδού Κυδαθηναίων. Μαζί του είναι κατά πάσα πιθανότητα και η σύζυγός του, η Τερέζ, αν και δεν αναφέρεται πουθενά στο ημερολόγιο ή στην αλληλογραφία τού Σεφέρη της εποχής εκείνης.
Η πύρρειος νίκη ωστόσο, σ᾿ αυτή τη μάχη ισχύος με τον πατέρα του, φαίνεται πως τού ανήκει, καθώς την αμέσως επόμενη ημέρα η Μαρώ γράφει από την Τράπεζα πως επιστρέφει στο τέλος τής εβδομάδας. Τα παιδιά θα τα αφήσει στην αδελφή τού Λόντου στην οδό Σκουφά, στο Κολωνάκι, και θα έρθει μόνη της να μείνει μαζί του. Για πρώτη φορά, η Μαρώ μετακομίζει στον Γιώργο. Κι εκείνος τής απαντά με ασυγκράτητη ανυπομονησία:
Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα.
Στις τρεις και μισή, στις28η Οκτωβρίου του 1940 τον ξυπνά ένα τηλεφώνημα.
«Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Τού έδωσε μια νότα και τού είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος [τού Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή ο Μεταξάς] τού αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, κι όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη τής Αγγλίας.
Αργότερα, ο Σεφέρης εμφανίζεται πεπεισμένος ότι εάν ο Μεταξάς έδινε διαφορετική απάντηση και καλούσε όχι τον σερ Μάικλ Πάλερετ, αλλά τον Γερμανό ομόλογό του, τότε όλα τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου θα αντάλλασσαν με ανακούφιση συγχαρητήρια μεταξύ τους. Κανείς δεν γνώριζε έως εκείνη τη στιγμή ποια κατεύθυνση θα ακολουθούσε ο Μεταξάς. Ακόμη και ο ίδιος ο Μεταξάς φαίνεται πως δεν ήταν βέβαιος για την αντίδραση που μπορούσε να περιμένει από τούς υπουργούς του.
Στις έξι το πρωί ακούστηκαν οι σειρήνες. Σε διάστημα ωρών, η ιστορία τού ιταλικού τελεσιγράφου και η απάντηση του Μεταξά έχουν γίνει πλέον θρύλος. Ο Μεταξάς είπε: «ΌΧΙ».
Την ημέρα τής κατάληψης τής Θεσσαλονίκης από τούς Γερμανούς, η Μαρώ θα πει στον Γιώργο την ώρα του δείπνου: «Θα ᾿πρεπε ίσως να παντρευτούμε». Στην Αθήνα γίνονται πλέον τακτικές αεροπορικές επιδρομές. Ο Σεφέρης, μέσα σε λίγα λεπτά, παίρνει τώρα την απόφαση που είχε αναβάλει το προηγούμενο καλοκαίρι, ίσως ταχύτερα απ᾿ ό,τι ισχυρίζεται στη λακωνική εγγραφή τού ημερολογίου του: ένα πιστοποιητικό από το υπουργείο, το οποίο τού δίνει άδεια «όπως έλθη εις γάμου κοινωνίαν μετά της δεσποινίδος Μαρίας Μιλτιάδου Ζάννου», έχει την ημερομηνία τής ίδιας κιόλας ημέρας.
Στις έξι και μισή το απόγευμα της Πέμπτης, 10 Απριλίου, ο Σεφέρης και η Μαρώ παντρεύονται στον ναό της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, στο απέναντι πεζοδρόμιο της Κυδαθηναίων. Δεν είναι σαφές ποιοι άλλοι ήταν παρόντες - ο Στέλιος, πάντως, ήταν απών.
«Κουμπάρος μας» έλεγε χαριτολογώντας ο ποιητής «στάθηκε... ο Χίτλερ».
Η Μαρώ δεν θα μείνει για πολύ στο Πήλιο. Ο Σεφέρης κι εκείνη θα περάσουν έναν μήνα μαζί, από τα μέσα Ιουλίου ως τα μέσα Αυγούστου, όταν ολοκληρώνει, κατά πάσα πιθανότητα, τον "Διάλογο για την ποίηση". Για ένα διάστημα απολαμβάνουν τη γραφική φτώχεια μιας παραθαλάσσιας καλύβας στο Τολό, κοντά στο Ναύπλιο. Όσο έμεναν εκεί, πέρασαν ένα πρωινό στον διπλανό αρχαιολογικό χώρο τής Εποχής τού Χαλκού, τον οποίο Σουηδοί αρχαιολόγοι όταν έκαναν ανασκαφές στη δεκαετία του 1920 είχαν ταυτίσει με την Ασίνη, την πόλη που αναφέρει ο Όμηρος. Το ποίημα που άρχισε να γράφει ο Σεφέρης αμέσως μετά, για να το εγκαταλείψει λίγο αργότερα, είναι ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, και ύστερα από δέκα χρόνια θα δώσει τον τίτλο στην πρώτη έκδοση των ποιημάτων του σε αγγλική μετάφραση: "The King of Asine and Other Poems".
Η Ιωάννα αναφέρει πως το διαμέρισμα τού Σεφέρη στο ισόγειο είχε πλέον δική του ξεχωριστή είσοδο, στον αριθμό 9α τής οδού Κυδαθηναίων, γεγονός που αντικατοπτρίζει δίχως άλλο τη δυσαρέσκεια με την οποία η οικογένεια εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τη σχέση τού αδελφού της με τη Μαρώ. Το κέρδος σε ανεξαρτησία, ωστόσο, είναι περιορισμένο. Η Μαρώ και οι κόρες της είχαν εγκατασταθεί λίγο πιο κάτω μετά τη γωνία, σε μια παλιά γκαρσονιέρα.
Ο Στέλιος το καλοκαίρι εκείνο βρίσκεται στο Παρίσι· σύντομα το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον υποχρεώνει να συνταξιοδοτηθεί. Το ίδιο περίπου διάστημα, συνάντησε και τη γυναίκα η οποία σε λιγότερο από έναν χρόνο έγινε η δεύτερη σύζυγός του. Κανείς από την οικογένειά του δεν συγχώρησε ποτέ τον Στέλιο γι᾿ αυτόν τον γάμο. Η Τερέζ Λεφόρ μάλλον ήταν τότε πενήντα ετών και, στα μάτια τής οικογένειάς του, κοινωνικά κατώτερη του.
Τα γεγονότα αυτά προστέθηκαν στην αμετάπειστη αντιπάθεια τού Στέλιου για τη Μαρώ και επέσπευσαν την τελική ρήξη ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία πλέον είναι ανεπανόρθωτη. Τον επόμενο χρόνο, ο Στέλιος εξέδωσε το σύνολο των ποιημάτων που είχε γράψει όταν ήταν νέος, χειρονομία με την οποία μάλλον αποχαιρετά την Ελλάδα· από τα 520 αριθμημένα αντίτυπα τής έκδοσης, έδωσε το αντίτυπο υπ᾿ αριθμόν 2 στον Γιώργο, χωρίς ωστόσο ιδιόχειρη αφιέρωση. Το βιβλίο βρίσκεται σήμερα στη Βιβλιοθήκη Σεφέρη και Μαρώς Σεφέρη, στη Βικελαία Βιβλιοθήκη τού Ηρακλείου στην Κρήτη· πολλές από τις σελίδες του παραμένουν ακόμη άκοπες.
Όπως και πολλοί από τούς συγχρόνους του, τον Σεπτέμβριο τού 1938 ο Σεφέρης διαισθάνεται πως το Σύμφωνο τού Μονάχου αποτελεί το προανάκρουσμα τού πολέμου τον οποίο υποτίθεται ότι το ίδιο αυτό Σύμφωνο επρόκειτο να αποτρέψει. Όσο ο Χίτλερ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν διαπραγματεύονται έξω από το Μόναχο, ο Σεφέρης καλείται να κατέβει από την Κηφισιά στο υπουργείο στη μία και τριάντα το πρωί. Θα παραμείνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Τύπου, έτοιμος να ενημερώσει τούς ξένους ανταποκριτές για την ελληνική θέση σε περίπτωση κήρυξης πολέμου. Γύρω στις πέντε το πρωί, φτάνει η είδηση πως ο Τσάμπερλεν αποσύρθηκε για το υπόλοιπο της νύχτας. «Η Ευρώπη», γράφει ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του, «αυτό που εμείς, έτσι που ανατραφήκαμε, λέγαμε Ευρώπη, αν δεν ξεψύχησε, είναι έτοιμη να ξεψυχήσει. Μαζί μ᾿ αυτό ένα μεγάλο μέρος τής ζωής μας, τελειώνει».
Όσο διαρκούσαν οι ζεστοί καλοκαιρινοί μήνες του 1939, η οξυνόμενη κρίση στην Ευρώπη δεν επέτρεψε στον Γιώργο να κουνήσει από το γραφείο του. Η Μαρώ πηγαίνει να μείνει με τούς συγγενείς της τούς Ζάννους στο χωριό Τράπεζα, λίγο πιο έξω από την Πάτρα. Πηγαίνει να τη συναντήσει εκεί όποτε μπορεί —- με κάποια ανησυχία την πρώτη φορά, για την υποδοχή που θα τού επιφυλάξει η οικογένειά της. Τους επισκέπτεται και ο Λόντος, για τα γενέθλια τής μεγαλύτερης τους κόρης. Ο Σεφέρης δεν θέλει να είναι εκεί η Μαρώ όταν θα έρθει ο Λόντος. Μάλλον τότε γίνονται οι διακανονισμοί των όρων τού διαζυγίου. Την ίδια εποχή περίπου ο Λόντος τού γράφει σε τόνο υβριστικό, καθώς απαιτεί από τον Γιώργο να παντρευτεί την πρώην σύζυγό του, για να εξασφαλιστεί οικονομικά το μέλλον της.
Στην Ευρώπη, είναι ο τελευταίος μήνας τής ειρήνης. Στο Μαρούσι, μια νύχτα με αστροφεγγιά που «το φεγγάρι μού τη χάλασε», ο Κατσίμπαλης, η σύζυγός του Ασπασία και ο Σεφέρης απαγγέλλουν Αισχύλο. Αργά τη νύχτα εκείνη, ο Σεφέρης διατυπώνει στο ημερολόγιό του για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια μια ιδέα η οποία θα αποτελέσει έναν από τούς θεμέλιους λίθους τής μεταγενέστερης σκέψης του:
«Αισθήματα που βρίσκω στον Αισχύλο· που με αναπαύουν: η ασφάλεια και η ισορροπία της δικαιοσύνης χωρίς αισθηματολογία, χωρίς ηθικολογία, χωρίς ψυχολογία. Σαν ένας νόμος του σύμπαντος, καθαρός, χωρίς σκουριές. Και η αυθεντία αυτής της φωνής, το κύρος της. Η μεγαλύτερη τάξη που ξέρω».
Η ιδέα πως η δικαιοσύνη και ο ηθικός νόμος αποτελούν προέκταση της αλληλουχίας των αμετάβλητων φυσικών νόμων του σύμπαντος, είναι μια ιδέα που ο Αισχύλος την κληρονόμησε από τους τους προσωκρατικούς.
Στις αρχές του 1940 ο Σεφέρης αποφασίζει να τυπώσει όσα από τα ποιήματα του θέλει να σωθούν. Σκοπεύει όχι μόνο να επανεκδώσει σε ένα τόμο όλα τα ποιήματα που είχε τυπώσει ως την Γυμνοπαιδεία (1936), μα να βγάλει και δύο τόμους: το "Τετράδιο Γυμνασμάτων" (τη μεγάλη και ετερογενή συλλογή ποιημάτων), καθώς και το πιο πρόσφατο έργο του, στο οποίο δίνει τον τίτλο "Ημερολόγιο Καταστρώματος Α".
Ολοκληρώνει το ποίημα στο οποίο ο Σεφέρης χρωστά περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, τη διεθνή του αναγνώριση. Ξεκίνησε να γράφει τον Βασιλιά της Ασίνης λίγο μετά τις ξεκλεμμένες διακοπές του με τη Μαρώ στο Τολό, το καλοκαίρι του 1938, ωστόσο ύστερα το εγκατέλειψε. Είναι, όπως περιγράφει στον Τ. Σ. Έλιοτ πολλά χρόνια αργότερα και χωρίς πολλή, καθώς φαίνεται, υπερβολή, «το έργο μιας νυκτός»: «Έγινε το ποίημα σε μια νύχτα, χωρίς να έχω καν μπροστά μου τις παλιές μου σημειώσεις ...»
Αργότερα την ίδια χρονιά, θα αναρωτηθεί στο ημερολόγιό του: «Αλλά γιατί αρέσει σε τόσους πολλούς; παράξενο». Στην οριστική του μορφή, το ποίημα το διαπερνά η συνείδηση τού τέλους εποχής. Ο ποιητής στέκεται ανάμεσα στα ερείπια ενός οχυρού ηλικίας τριών χιλιάδων χρόνων, με την άδεια, γαλήνια θάλασσα στα πόδια του· αναρωτιέται: τι μπορεί να διασωθεί σήμερα από την ιστορία του βασιλιά που οδήγησε κάποτε το μικρό του στράτευμα στον Τρωικό πόλεμο και που δεν κατάφερε να αφήσει πίσω του κάποια φήμη ηρωική; Μοναχά τ᾿ όνομα του μικροσκοπικού του βασιλείου, τής Ασίνης, διασώζεται στον Όμηρο: «Μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη». Αναθυμούμενος τα χρυσά προσωπεία που ανακάλυψε ο Σλήμαν στις Μυκήνες, ο ομιλητής παραδέχεται πως ο άπιαστος, κάποτε ζωντανός βασιλιάς, δεν είναι τώρα παρά «κάτω απ᾿ την προσωπίδα ένα κενό». Ωστόσο, το κενό αυτό, το περίγραμμα τού οποίου προφυλάσσεται από το προσωπείο, βρίσκεται παραδόξως πάντοτε ανάμεσά μας: «Ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι / μέσα στην αυγινή γαλήνη τού πελάγου και το βλέπεις...» Οι ποιητικές εικόνες τής απώλειας γίνονται, έστω και για μια μόνο στιγμή, πιο προσωπικές. Παρ᾿ όλο που το δεύτερο πρόσωπο τού ποιήματος είναι σαφώς η Μαρώ, η σκιά που κατατρύχει τον ομιλητή στο μέσον του ποιήματος είναι η Λου κι ο πρόσφατος θάνατός της.
Ακολουθεί ένα ξέσπασμα που μοιάζει να συνοψίζει την απόλυτη πεποίθηση τού Σεφέρη στις αρχές του 1940 πως, ό,τι κι αν συμβεί, κάτι από αυτή τη ζωή που χάνεται, μ᾿ όλα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες της, αξίζει, να διασωθεί και να κρατηθεί ζωντανό.
[…]
υπάρχουν, η κίνηση τού προσώπου το σχήμα τής στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την
απεραντοσύνη τού πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει, τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία τού βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας [...]
Τέλος, καθώς ο ήλιος διαπερνά το υπόγειο πέρασμα στα τείχη τού οχυρού, ξεπετάγεται μια νυχτερίδα· το ανεπαίσθητο σκούξιμό της ανακαλεί στη σκέψη τις ψυχές των νεκρών από το προηγούμενο μέρος τού ποιήματος, οι οποίες τελικά δεν έχουν ίσως ολότελα χαθεί. Το ποίημα τελειώνει με τους στίχους:
[...] Να ᾿ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.
Οι διακοπές του Πάσχα του 1940 είναι οι τελευταίες διακοπές του Σεφέρη, όπως θ᾿ αποδειχτεί, για τα επόμενα έξι χρόνια. Ο ίδιος και η Μαρώ μένουν με την οικογένεια τής αδελφής της, τής Αμαρυλλίδος, στη «Γαλήνη», το οικογενειακό σπίτι των Δραγούμηδων στον Πόρο.
Ωστόσο, η σχέση του με τη Μαρώ, όπως και η ίδια η ειρήνη, στηρίζονται σε δανεικές ελπίδες. Η Μαρώ μάλλον έχει ήδη πάρει διαζύγιο από τον Λόντο. Το καλοκαίρι πηγαίνει με τις κόρες της στο χωριό Τράπεζα, όπου μένει με τούς συγγενείς της, τους Ζάννους. Αδειάζει το διαμέρισμά της στη γωνία της Κυδαθηναίων και αφήνει τα υπάρχοντά της στο σπίτι τού Σεφέρη.
Στα τέλη Ιουλίου, τού γράφει από την Τράπεζα: πρέπει να ληφθούν επείγουσες αποφάσεις για το μέλλον. Το άμεσο πρόβλημα ήταν το οικονομικό. Ο Λόντος όχι μόνο δεν συμβάλλει στα έξοδα των δύο παιδιών τους, μα επιπλέον δανείζεται σημαντικά χρηματικά ποσά από τη Μαρώ μετά τον χωρισμό τους. Το κλειδί τής όλης κατάστασης είναι η εύπορη θεία του Λόντου, η οποία αποφασίζει τώρα να παρέμβει. Εάν η Μαρώ πρόκειται να συζήσει ανοιχτά με τον εραστή της, επιμένει η θεία, τότε είναι ανεπίτρεπτο να παραμείνουν οι κόρες της μαζί της. Η θεία είναι διατεθειμένη να καλύψει πλήρως τα έξοδα ώστε να σταλούν εσωτερικές. Υπάρχει ωστόσο εναλλακτική λύση. Εάν ο Σεφέρης παντρευτεί τη Μαρώ, τότε η οικογένεια Λόντου δέχεται να μείνουν τελικά οι κόρες της μαζί της. Εξηγώντας την κατάσταση στον Γιώργο, νιώθοντας σίγουρα κάποιο δισταγμό για την πιθανή του αντίδραση, η Μαρώ προσθέτει πως δεν έχει καμία εμπιστοσύνη σ᾿ όλα αυτά. Εντούτοις, το καίριο σημείο τού γράμματος μοιάζει να είναι το ακόλουθο: εάν, όπως θα συμπληρώσει η ίδια, διέθετε δικά της χρήματα, τα πράγματα θα μπορούσαν ίσως να είχαν επιλυθεί διαφορετικά. Όμως, τα παιδιά της δεν πρέπει να αναγκαστούν να υποφέρουν απλώς και μόνο επειδή εκείνη υπήρξε υπερβολικά ανεκτική με τον Λόντο στα χρηματικά ζητήματα.
Η απάντηση του Σεφέρη είναι μακροσκελής και μετρημένη, και το πιθανότερο όχι αυτή που θα ήλπιζε η Μαρώ. Μήνες τώρα σκέφτεται κι εκείνος τα ίδια θέματα, τής εξηγεί. Δεν διαθέτει ούτε αυτός οικονομική άνεση, και μάλιστα διαθέτει πολύ λιγότερη τώρα, από εκείνη που προσδοκούσε ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα: «Πριν δηλαδή ο πατέρας μου δημιουργήσει τους δεσμούς που δημιούργησε τον περασμένο χειμώνα». Αναφέρεται εμφανώς στον δεύτερο γάμο του Στέλιου, ο οποίος φαίνεται πως είχε αρκετές επιπτώσεις στις κληρονομικές προσδοκίες των παιδιών του. Πράγματι, ο Στέλιος αιωρείται ως απειλή πάνω απ᾿ όλη αυτή τη συζήτηση με τη Μαρώ. Η συμπεριφορά τού πατέρα του, ωστόσο, μπορεί να ευθύνεται μόνον εν μέρει για την αδυναμία του Σεφέρη να στηρίξει οικονομικά τη Μαρώ και τις κόρες της, το καλοκαίρι τού 1940. Η επιστολή τού Σεφέρη συνεχίζεται με μια προσεκτικά διατυπωμένη απάντηση στην πρόταση γάμου τής Μαρώς: «Παρ᾿ όλα αυτά, το καλύτερο θα ήταν να παντρευόμασταν». Τής γράφει σχεδόν τα ίδια με ό,τι τής είχε γράψει ενώ βρισκόταν στην Κορυτσά, τρία χρόνια νωρίτερα. Και η ειρωνεία τής όλης κατάστασης δεν πρέπει να᾿ ξέφυγε από τη Μαρώ, όταν διάβασε παρακάτω:
Λοιπόν, αν θέλεις, εγώ έχω να σού προτείνω τούτο: να παντρευτούμε. Αλλά, αν παντρευτούμε, θα παντρευτούμε εμείς οι δυο, όχι εσύ κι εγώ και ο κ. Λόντος. Και για να γίνει αυτό [...] θα πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σ᾿ εμένα και στα παιδιά. Τα παιδιά να ζούνε μαζί μας δε γίνεται για πολλούς λόγους - τους ξέρεις."
Παλιότερα, κατά την κρίση του Ιουλίου του 1937, ο Λόντος είχε θέσει στη Μαρώ το εξής επιτακτικό ερώτημα: «Τον ποιητή ή τα παιδιά». Τώρα ήταν ο ποιητής ο ίδιος που τής επιβάλλει ξανά την ίδια ανέφικτη επιλογή. Ο Σεφέρης θα φτάσει μάλιστα στο σημείο να θέσει όρους. Πρέπει να διακόψει κάθε επαφή με τον «κ. Λόντο»· κι αν αναγκαστεί να τον συναντήσει, θα πρέπει να το κάνει παρουσία τρίτων. Η θεία πρέπει να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών απευθείας και όχι μέσω τού Λόντου· αυτό γίνεται μάλλον ώστε ο Σεφέρης να μη βρεθεί κάποια στιγμή οικονομικά υπεύθυνος για τη στήριξη των παιδιών τής συζύγου του, σε περίπτωση που ο Λόντος αποφάσιζε στο μέλλον να αποποιηθεί των ευθυνών του.
Σε όλα τα γράμματα αυτά δεν τίθεται καμία αμφιβολία για το βάθος και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων τού Σεφέρη για τη Μαρώ. Όμως ο σαραντάχρονος εργένης αντιδρά, όπως πάντα, στις τυπικές υποχρεώσεις και τις πρακτικές ευθύνες τού γάμου.
Τη λύση θα τη βρει η Μαρώ στις αρχές Αυγούστου, μετά από τρεις εξαντλητικές δίχως άλλο ημέρες στην Αθήνα. Τα παιδιά θα μείνουν με την αδελφή του Λόντου, τη Λία, στο Κολωνάκι, στην οποία η Μαρώ έχει εμπιστοσύνη. Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγει την απειλή του εσωτερικού σχολείου που τής προκαλεί φρίκη. Αυτό σημαίνει πως την κηδεμονία θα την έχει ο Λόντος, ενώ η Μαρώ θα έχει πρόσβαση στις κόρες της και δεν θα βρίσκεται ποτέ πολύ μακριά τους· η άμεση κρίση μοιάζει έτσι να αποφεύγεται. Στην πραγματικότητα, απλώς αναβάλλεται.
Στο οικογενειακό μέτωπο, ο Στέλιος Σεφεριάδης έχει πλέον επιστρέψει στην Αθήνα και κατοικεί στον μεσαίο όροφο τής οδού Κυδαθηναίων. Μαζί του είναι κατά πάσα πιθανότητα και η σύζυγός του, η Τερέζ, αν και δεν αναφέρεται πουθενά στο ημερολόγιο ή στην αλληλογραφία τού Σεφέρη της εποχής εκείνης.
Η πύρρειος νίκη ωστόσο, σ᾿ αυτή τη μάχη ισχύος με τον πατέρα του, φαίνεται πως τού ανήκει, καθώς την αμέσως επόμενη ημέρα η Μαρώ γράφει από την Τράπεζα πως επιστρέφει στο τέλος τής εβδομάδας. Τα παιδιά θα τα αφήσει στην αδελφή τού Λόντου στην οδό Σκουφά, στο Κολωνάκι, και θα έρθει μόνη της να μείνει μαζί του. Για πρώτη φορά, η Μαρώ μετακομίζει στον Γιώργο. Κι εκείνος τής απαντά με ασυγκράτητη ανυπομονησία:
Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα.
Στις τρεις και μισή, στις28η Οκτωβρίου του 1940 τον ξυπνά ένα τηλεφώνημα.
«Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Τού έδωσε μια νότα και τού είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος [τού Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή ο Μεταξάς] τού αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, κι όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη τής Αγγλίας.
Αργότερα, ο Σεφέρης εμφανίζεται πεπεισμένος ότι εάν ο Μεταξάς έδινε διαφορετική απάντηση και καλούσε όχι τον σερ Μάικλ Πάλερετ, αλλά τον Γερμανό ομόλογό του, τότε όλα τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου θα αντάλλασσαν με ανακούφιση συγχαρητήρια μεταξύ τους. Κανείς δεν γνώριζε έως εκείνη τη στιγμή ποια κατεύθυνση θα ακολουθούσε ο Μεταξάς. Ακόμη και ο ίδιος ο Μεταξάς φαίνεται πως δεν ήταν βέβαιος για την αντίδραση που μπορούσε να περιμένει από τούς υπουργούς του.
Στις έξι το πρωί ακούστηκαν οι σειρήνες. Σε διάστημα ωρών, η ιστορία τού ιταλικού τελεσιγράφου και η απάντηση του Μεταξά έχουν γίνει πλέον θρύλος. Ο Μεταξάς είπε: «ΌΧΙ».
Την ημέρα τής κατάληψης τής Θεσσαλονίκης από τούς Γερμανούς, η Μαρώ θα πει στον Γιώργο την ώρα του δείπνου: «Θα ᾿πρεπε ίσως να παντρευτούμε». Στην Αθήνα γίνονται πλέον τακτικές αεροπορικές επιδρομές. Ο Σεφέρης, μέσα σε λίγα λεπτά, παίρνει τώρα την απόφαση που είχε αναβάλει το προηγούμενο καλοκαίρι, ίσως ταχύτερα απ᾿ ό,τι ισχυρίζεται στη λακωνική εγγραφή τού ημερολογίου του: ένα πιστοποιητικό από το υπουργείο, το οποίο τού δίνει άδεια «όπως έλθη εις γάμου κοινωνίαν μετά της δεσποινίδος Μαρίας Μιλτιάδου Ζάννου», έχει την ημερομηνία τής ίδιας κιόλας ημέρας.
Στις έξι και μισή το απόγευμα της Πέμπτης, 10 Απριλίου, ο Σεφέρης και η Μαρώ παντρεύονται στον ναό της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, στο απέναντι πεζοδρόμιο της Κυδαθηναίων. Δεν είναι σαφές ποιοι άλλοι ήταν παρόντες - ο Στέλιος, πάντως, ήταν απών.
«Κουμπάρος μας» έλεγε χαριτολογώντας ο ποιητής «στάθηκε... ο Χίτλερ».