Νάσος Βαγενάς
ΑΠΟΛΟΓἸΑ
Παρά τα γεγονότα δεν άλλαξα πεποιθήσεις. Παραμένω ο αυτός με τις ίδιες ιδέες που τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μου. Είναι τα πράγματα που αλλάζουν γύρω. Το ύψος των οικοδομών. Οι τιμές των αυτοκινήτων. Οι απόψεις των φίλων. Παραμένω ο αυτός με ιδέες που μ᾿ έχουν για καλά σημαδέψει με ιδέες που περπατούν στο κρανίο μου σαν μυρμήγκια. Πιθανόν από εδώ να προέρχεται η πεζολογία * των στίχων μου. Η αισθητή έλλειψη λυρικής εξάρσεως. Που κάνει τόσους φίλους να με βλέπουν με οίκτο σαν υπόθεση χαμένη σαν διάψευση των ελπίδων. *Το πρώτο ποίημα τού Νάσου Βαγενά από την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Πεδίον Άρεως" (1974). Ποιητική Απολογία από το πρώτο ποίημα. Ένα Οξύμωρο. Κι όμως μια προφητική κατάθεση τής ποιητικής του. |
ΙΧ
30 Σεπτεμβρίου 1970. Σ᾿ ένα βαγόνι με βαθιά καθίσματα διαβάζω
Το θάνατο τού Αλέξανδρου Κερένσκι στο Μπέρκλεϋ των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν το ᾿ξερα πώς ήταν ζωντανός. Δεν το ᾿χα ποτέ μου σκεφτεί. Μισόν αιώνα μακριά από τα χειμερινά ανάκτορα... Ω τραίνο σκοτεινό. Δεν είσαι το τραίνο τού Λένιν. Αλλά μια αμαξοστοιχία τής γραμμής Θεσσαλονίκης - Αθηνών. Που δε θα φτάσει ποτέ στην Πετρούπολη. Κι εγώ χωρίς σημαίες. Χωρίς προκηρύξεις. Με τη βαλίτσα γεμάτη έγχρωμα φυλλάδια. Όχι ένας αμείλικτος κομισσάριος. Ο γραμματέας μιας τοπικής επιτροπής. Αλλά περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας εταιρίας καλλυντικών. Με φαντασία. Με τέλεια γνώση τής αγοράς. Με μεγάλες προοπτικές προαγωγής. ΜΑΡΊΑ ΒΕΡΕΛΉ
Θα μπορούσα να είχα γίνει μια Πολυδούρη,
αν υπήρχαν αντισυλληπτικά εκείνη την εποχή. Αλλά και ή Πρέβεζα ήταν μικρή, κι ο Βερελής ήθελε οικογένεια με κάθε τρόπο. Έτσι: γάμος, παιδιά, παιδιά παιδιών, δισέγγονα, θάνατοι, αρρώστιες (πού καιρός για ποιήματα). Η μοίρα μου... — θέλω να πω, το πιο θλιβερό ήταν ότι δεν πέθανα στα εικοσιοκτώ μου. |
ΎΜΝΟΣ (ή μάλλον ΩΔΉ)
Στη σελήνη. Στα περισσότερα άστρα. Στον τρυφερό Σεπτέμβριο.
Στις μεγάλες σταγόνες τής νύχτας. Πού στάζουν αργά πάνω στο κεφάλι μου. Στη θάλασσα τού Ρεθύμνου. Στον Αρθούρο Ρεμπώ («Devotion»). Κοιτούσα ώρες ολόκληρες στον γαλάζιο καθρέφτη το φαγωμένο πρόσωπο τής αιωνιότητας. Στα ερείπια των Φιλίππων. Στον άγνωστο X. Στον στίχο τού Σεφέρη: «Κι έπειτα τα χαμόγελα πού δεν προχωρούν των αγαλμάτων». Στην υπέροχη καμπύλη μιας υψηλής νότας από το λαιμό μιας διάσημης Ιταλίδας αοιδού. Στην Άννα — και βούλιαζα στα βαθιά μαλλιά σου. Στο ξενοδοχείο «Volturno», via degli Apuli 44. Βρίσκω μεγαλείο στην ανάμνηση ενός αυτοσχέδιου λόγου πού εκφώνησε κάτω από ένα δέντρο σε μια περίπτωση αναδασμού τής γης ο Νικόλαος Τεπετζικιώτης, νομάρχης Γρεβενών. Στ᾿ απλωμένα ρούχα τής ταράτσας. Στις γυναίκες των παλιών ζωγράφων (πραγματικές και φανταστικές) Στους εν γένει χαμένους, λησμονημένους, προδομένους. Σε ορισμένους δολοφόνους. Στην ωραία φοιτήτρια με τα μωβ οπάλλινα σκουλαρίκια. (Προχωρούσα λαμπερός μέσα στη νύχτα. Χωρίς να βουλιάζω. Πάνω στην επιφάνεια τής θάλασσας). Στ᾿ ανοιχτά παράθυρα το καλοκαίρι. Στα σκοτεινά σου χέρια. Στο βιολετί χρώμα των ματιών σου όταν συννεφιάζει. Ή όταν φυσάει δυνατά. Ή όταν... Στο θάνατο.. .Η άνοιξη είναι το γράμμα πού σού γράφω. Στον Μπέρτολτ Μπρεχτ. |
Ποιήματα από τη συλλογή "ΤΑ ΓΌΝΑΤΑ ΤΉΣ ΡΩΞΆΝΗΣ" 1981
Έρωτας κυριολεκτικά σωματοποιημένος, περιορισμένος στο σώμα και τις αισθήσεις ( Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου). (Σαν ένα φύλλο συκής ματαιωμένο), γυμνός από συναισθήματα, και αισθήματα πλην εκείνου τής ακύρωσης, "έκστασης τού τίποτα", απομυθοποιητικός (Δυο ζευγάρια αναποδογυρισμένα παπούτσια. Λίγη αγάπη), αντιφατικός και ακυρωτέος ( Ο Μποτιτσέλι αισθανόταν μια παρόμοια ανάγκη όταν έβαζε τη γυναίκα του να ποζάρει. Τη στιγμή που είχαν όλα τελειώσει. Λίγο πριν από το χωρισμό), αδύνατος, ανέφικτος, (Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός δένδρου όπου μάταια προσπαθώ ν᾿ ανέβω), παραλλαγμένος θάνατος (Πιο πέρα μια γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει. Πιασμένη σ᾿ ένα δίχτυ από ρυτίδες).
Explanations of love
|
Καθαρές κουρτίνες
|
Υπάρχει ένας καιρός που ο έρωτας αρχίζει κι ένας καιρός
που ο έρωτας τελειώνει. Όπως η μπαταρία σ᾿ ένα τρανζίστορ που τού λείπει το καλώδιο για σύνδεση με το ηλεκτρικό. Υπάρχει το βραχυκύκλωμα δύο σωμάτων Λέξεις βαθιές. Μεγάλες σαν γέφυρες που ενώνουν το ένα μισό μιας πόλης με το άλλο μισό. Ένα γαλάζιο πουκάμισο που φοράει μια ξανθιά γυναίκα χαμογελώντας κι από κάτω τίποτα. Ο θάνατος δεμένος σφιχτά σε μια καρέκλα με μια πετσέτα στο στόμα και το πρόσωπο στο κενό. Υπάρχει ο μυστικός λογαριασμός που τον ξοφλάει κανείς κι εγώ δεν ξέρω έπειτα από πόσα χρόνια. Ο ιδρώτας στον κρόταφο. Η δροσιά στο δέρμα. Το ζεστό θόλωμα στην κόρη τού ματιού. Με βάση όλα αυτά (και μερικά άλλα) θα μπορούσα να πω τι ακριβώς είναι ο έρωτας. Δυο ζευγάρια αναποδογυρισμένα παπούτσια. Λίγη αγάπη. |
Αγάπες που αγαπώ και πάθη που επιτρέπω:
Ένας ζεστός καφές το πρωί. Το διάβασμα (όσο γίνεται πιο αργά) τής εφημερίδας. Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα αισθήματα. Το χώμα στα καινούργια σου τακούνια. Η θάλασσα το απόγευμα με λίγη συννεφιά. Γαρούφαλα. Πολλά γαρύφαλλα. Ακόμη: "Ο άνθρωπος που πηδάει πάνω απ᾿ την πόλη" τού Σαγκάλ. Ν᾿ ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια. Το χέρι μου στο στήθος σου. Κάποια ποιήματα τού Καβάφη. Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου. |
Lento
|
Στους πρόποδες τού Υμηττού
|
Τώρα οι βιολέτες δε φουντώνουν.
Μόνο τα δάχτυλα τού χρόνου άσπρα και λεπτά ηχούν στα πλήκτρα τής ψυχής σου μια μελωδία τής αβύσσου. Δίχως αυτά o ήλιος θα βούλιαζε στη δύση. Ζεστή θα σε είχε προσαρτήσει το τίποτα. |
Θα γίνω ένας σάτυρος.
Θα σε κυνηγήσω λευκώλενη δρυάδα. Μέσα από δάση και σκοτεινά κλαδιά, Θ᾿ αγγίξω τα μαλλιά σου. Δεν θα φοράς τίποτε. Παρά μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι απ᾿ την ψυχή σου. Κι αυτό διάφανο. Σαν ένα φύλλο συκής ματαιωμένο. |
Επιθαλάμιον
|
Η γέννηση τής Αφροδίτης
|
Το σώμα σου όταν σ᾿ αγκαλιάζω σαλεύει.
Τρέμει σαν την Καστοριά που καθρεφτίζεται στο νερό. Και το δέρμα σου σκεπάζει το δέρμα μου όπως η κουβέρτα τον άρρωστο. Μού φαίνεται πως ήταν ο Σικελιανός που μιλούσε για το μεγάλο ατσάλινο αμόνι τής Σιγής (με κεφαλαίο) προφανώς εννοώντας πως χωρίς εσένα δεν ακούγεται ήχος. Αλλά κι αυτό που ακούγεται μ᾿ εσένα δεν ξέρω πώς να τ᾿ ονομάσω. Αρμονία των άστρων; Δώρο τής ύπαρξης; Μαγεία; Μουσική των κόσμων; Ή απλώς έκσταση τού τίποτα; |
Μια μέρα θα σε βάλω σ᾿ ένα κοχύλι.
Σ᾿ ένα άσπρο σύννεφο που θα το τραβούν περιστέρια. Θα σε ντύσω με κόκκινα πέπλα. Με λουλούδια. Ο αέρας θα φυσάει απαλά. Ή θα σε βάλω σ᾿ ένα δάσος με μυρωδιές μήλων. Σ᾿ ένα παράθυρο με πράσινα φύλλα κι ένα γαλάζιο ποτάμι στο βάθος (Από πάνω θα πετούν έρωτες) Ο Μποτιτσέλι αισθανόταν μια παρόμοια ανάγκη όταν έβαζε τη γυναίκα του να ποζάρει Τη στιγμή που είχαν όλα τελειώσει. Λίγο πριν από το χωρισμό. |
Πρόγευμα στη χλόη*
|
Σχεδόν ερωτικό
|
Τα περιστέρια ανεβοκατεβαίνουν ένα πράσινο ξεβαμμένο.
Δίπλα το σώμα σου. Τραβώ φωτογραφίες. Η μηχανή αποτυπώνει το θνητό σου μέρος. (Στο βάθος η λίμνη. Μια ξύλινη γέφυρα. Οι πάπιες ακίνητες. Νούφαρα στο νερό). Αρχίζει να ψιχαλίζει. Η βροχή φέρνει στο φως λησμονημένες χαραμάδες. Πιο πέρα μια γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει. Πιασμένη σ᾿ ένα δίχτυ από ρυτίδες. |
Όλα τ᾿ άγρια ζώα σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι σου.
Φυσάει ένας δαιμονισμένος αέρας. Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός δένδρου όπου μάταια προσπαθώ ν᾿ ανέβω. |