Γιώργος Γεραλής (1917-1996)
ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΤΉΣ ΚΊΡΚΗΣ
|
ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΤΉΣ ΌΜΟΡΦΗΣ
|
Ήταν στο δώμα. Κάτω η θάλασσα κοιμότανε,
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς, μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια. Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει φυλακισμένο το όνειρο, η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο μόνο με την αρμύρα τού νερού, τής γης την άχνη, τού καιρού το ρίγος, παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο. Το πόσο περπατήσαμε ο ένας τού άλλου τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει. Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο όταν κοιτάει στη χώρα τής ανάμνησης, ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή, για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα, ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας την ερημιά. Μα ωστόσο, η Κίρκη ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ᾿ τις αγρύπνιες μου χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε, παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη στου αγνώστου το καρτέρεμα. Σκύβοντας, ήπια, πρώτα νερό απ᾿ τα χείλη της. Το καλοκαίρι τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες τού μέσα κόσμου της, μιλώντας τα λόγια πού είναι σαν φτερά. Μα η Κίρκη, με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση, με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου, κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό φυλακισμένο, κι ένα φως πού τρέμιζε άχραντο στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σαν να ταξίδευε με το ζεστό πουλί τής αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου. Είναι μακριά τώρα το καλοκαιρινό νησί, ή χαρά πού πέτρωσε, είναι μακριά και το κορμί τής Κίρκης, η γιορτή τού πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά στην αιώνια νιότη. Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ᾿ το σώμα. Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου, παίζουνε πίσω απ᾿ τα παραπετάσματα, τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα. Ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου, μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή κι ανεξήγητη, σαν τη μοίρα τής ποίησης, πού αγρυπνάει στην ψυχή μου. Από τη συλλογή "Τα μάτια τής Κίρκης" 1963 Ο ένοχος
Λίγο πριν φύγει, απολογήθηκε: «Τίποτ᾿ άλλο δεν ξέρω.
Βέβαια, πουλιά μιλούσανε στον ύπνο μου θυμούμαι με μια ένταση τρομαχτική, ώσπου χάνονταν στο θαμπό φως. Έπειτα, εκείνα των κοριτσιών τα γυμνά χέρια, τόσο αλλόφρενα πριν απ᾿ τον έρωτα, στον έρωτα, μετά απ᾿ τον έρωτα, μελετώντας το απελπισμένο ταξίδι. Ακόμα, τα μάτια μιας γυναίκας που μ᾿ αγάπησε σιωπηλά και που την ξέχασα σε μια γωνιά της ψυχής μου. Και το ζεστό μαντίλι τής μητέρας. Τι άλλο… Άραγε εσείς, συλλογιέμαι, κουβαλάτε στο στήθος σας μια μοίρα πιο όμορφη και πιο σκληρή, για να μού λέτε να φύγω;» Από τη συλλογή "Είδωλα" 1964 Μιλούσε ο φίλος
Μιλούσε ο φίλος κι ήταν όλος μέσα
στην ποίηση. Σκυμμένοι ακούγαμε. Φτερά και φώτα σπαθίζανε τον ουρανό κι άνοιγε ο δρόμος για μια απροσδόκητη νεότητα. Ήταν βέβαιο, κανείς δεν πρόφταινε ν᾿ αγγίξει κάποιο νόημα άλλο απ᾿ την έξοχη ελευθερία. Σε μια στιγμή, γυρίζοντας τον κοίταξα. Το πρόσωπο του, τρόπαιο των χρόνων, το μισό στη νύχτα, το άλλο μισό παλεύοντας με άξαφνες λάμψεις, αναζητούσε από το νέο κορίτσι που ονειρευόταν πλάι του, μια υπόσχεση σπαραχτική για ένα ταξίδι μες στην ποίηση, μετά απ᾿ το ποίημα που είχε τελειώσει. Από τα ποιήματα υπό τον τίτλο "Δημοσιευμένα", στο βιβλίο "Γεραλής Ποιήματα" συγκεντρωτική έκδοση 2009 "Άννα Γεραλή και Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού", Παραγωγή "Εκδοτική Ερμής". Είχε δημοσιευτεί στον "Νεοελληνικό Λόγο τχ. 1 (1973) |
Μέσα απ’ τα κρύσταλλα τού ανέμου ή Όμορφη,
σκορπίζοντας το φως σε γοργά χρώματα, ανοίγει ένα μικρό ουρανό, δείχνει το πρόσωπο — πότε πυρρό, πορτοκαλί, κατάμπλαβο, πότε στο χρώμα τής καρδιάς πού ξύπνησε, πότε στο χρώμα πού φορούνε τα όνειρα— στεφανωμένο με ζεστά πουλιά πού χύνονται από τον άλλο δρόμο τού έρωτά της. Μες στους καθρέφτες της ο μέγας κόσμος στένεψε τόσο πολύ, πού να χωράει σ’ ένα χαμόγελο. Ύστερα πλάτυνε μεμιάς, σαν αναστέναγμα, καθώς οι ακτίνες της ζητούν μιαν άκρη απείραχτη, για να σκαλίσει μια βραγιά με φρέσκα αισθήματα, για ν’ ακουμπήσει μια φωνή πού την παιδεύει. Γέρνει το μίσχο κι είναι σα να συλλογίζεται έν’ άστρο απρόσεκτο πού κύλησε στο ρυάκι της. Πάλι ανατέλλει και τινάζοντας ξανθές ανταύγειες συνάζει τα ζεστά πουλιά μες στην κοιλάδα. Ο κόσμος δεν τη χώρεσε. Τώρα αποσύρεται στα σκληρά δάση της, να παίξει με τα χρώματα. Ξοπίσω κλείνει ο ουρανός. Την κυνηγά, μέσα στο πληγωμένο φως, ένα χαμένο ελάφι. Από τη συλλογή "Τα μάτια τής Κίρκης" 1963 Αισθηματικά ελεγεία
ΙV
Αν με θυμάσαι, θα το ξέρει μόνο το χέρι σου όταν παίρνει ένα βιβλίο-- κι ούτε θα νιώθεις πως σιγά σιμώνω, να το φυλλομετρήσουμε κι οι δύο. Αν με θυμάσαι, θα το ξέρει η λύπη τής φωνής σου, στον κήπο που είχες γείρει —κλωνάρι κερασιάς, λιγνή τουλίπη-- πρώτη φορά, στου ανέμου το χατίρι. Αν σε θυμάμαι, θα το ξέρει μόνο μια φωτιά που θα καίει και μες στα χιόνια. Μού ᾿πες πως ο καιρός νικάει τον πόνο. Κι όμως, έχουν περάσει τόσα χρόνια. VIII Αν ήσουν μέσα στο νερό μια ζωγραφιά απ᾿ τα σύννεφα, αν ήσουν μες στον άνεμο ένα φτερό φευγάτο, αν ήσουν μέσα στη βροχή ένας αχνός τής θύμησης, αν ήσουν μέσα στην καρδιά μια ανασαιμιά από ρόδα, αν ήσουν ίσκιος σε μια νύχτα που, παιδί, αγρυπνούσα, —δεν ξέρω πόσο πιο πολύ για σένα θα πονούσα Από τη συλλογή "Τα μάτια της Κίρκης" 1963 Για πέντε τουλίπες
Στην Εύα Βλάμη
Κίτρινη φλόγα, κόκκινη φλόγα. Από τον ήλιο παίρνουνε τη μουσική, από τον άνεμο τ᾿ όνειρο, απ᾿ το νερό την ειρήνη. Από τα χέρια που τις κράτησαν, το μέσα φως. 15.4.65 Από τη συλλογή "Κλειστός Κήπος" 1966 Η Άννα στο θαλασσινό μου απόγεμα
Αχνή ζωγραφιά το ακρογιάλι.
Γαλαζωπό φως ακύμαντο, χωρίς αναβαθμούς, στα νερά, στ᾿ αντικρινά βουνά, στον ουρανό. Σταματημένο φως, σαν έτοιμο να ξαναγεννηθεί ή να πεθάνει. Και το μάκρος του απέραντο κι έρημο, κατακεί που μ᾿ εγκαταλείπανε, χορευτικά, τα μαλλιά της. Από τη συλλογή "Κλειστός Κήπος" 1966 |
Συνομιλία με τη φθινοπωρινή Μητέρα
|
Το σπίτι μας είναι θαμπό
|
Solitude, ma mère
MILOSZ Απ᾿ τη βαθιά λεωφόρο τού φθινοπώρου ακούεται τού φορέματος σου η μουσική κι η ταραχή ανεβάζει την καρδιά μου στο πιο ψηλό κλωνί τής μοναξιάς. Είσαι γλυκιά σαν το ξανθό πουλί τής αυγής τής ζωής μου, ευλογημένη Μελαγχολία Μητέρα μου· καλώς να ᾿ρθεις. Μέσα στα μάτια σου πάλι θα δω τα πρωτινά μου μεθυσμένα μάτια ………………………………………………………… — Έλα, η γλυκιά σαν το αίμα τής αυγής των παλιών μου ημερών, μακαρισμένη Μελαγχολία Μητέρα μου. Πάλι να ξαναδώ τα πρώτα μάτια μου μες στα δικά σου τα μεγάλα μάτια. Έλα ν᾿ αλλάξουμε τα δώρα τα ακριβά. Μια λάμπα, δυο λευκές κόλλες χαρτί, ένα ζεστό μαντίλι μοναξιάς, ένα μπουκέτο ποιήματα ασημένια. Από τη συλλογή "Λυρικά τοπία" |
Το σπίτι μας είναι θαμπό. Γυρίζω κουβαλώντας
νεκρά φτερά, παγωμένα μάτια. Κι εκείνο τον ίσκιο που άφησε ο πατέρας την ώρα που μάκραινε για να ᾿ναι πάντα κοντά μας, και με φορεί και τον φορώ. Το σπίτι μας είναι θαμπό απ᾿ τον ίσκιο μου. Μού ανοίγουνε και με καλωσορίζουν. Ποτέ δεν κοιτάνε τα χέρια μου. Τόσον καιρό περπατώντας, δε σύναξα τίποτα: ένα κλωνάρι μυγδαλιάς μέσα απ᾿ τα χιόνια, τον πάγο, ναι· μια λάμψη απ᾿ την αστροφεγγιά, το ρίγος μόνο· ένα πουλί απ᾿ την ποίηση· μοναχά τα φτερά, νεκρά φτερά και βλέφαρα κρυσταλλωμένα. Το σπίτι μας είναι θαμπό απ᾿ τα βήματά μου. Κάποιος κρύβει το γέλιο του πίσω απ᾿ τη θύρα. Το γέλιο είναι μια λάμψη· τη φοβούμαι. Κάποιος γνέφει να σταματήσει η μουσική. Η μουσική είναι σαν τα χιόνια και σαν τα πουλιά· μού θυμίζει την άσκοπη περιπλάνηση μέσα στο φως και μέσα στην αγάπη. Δεν την αντέχει ο ίσκιος μου τη μουσική. Το σπίτι μας ήταν θαμπό πριν να το χτίσουμε. Από τη συλλογή "Είδωλα " 1964 |