Τάσος Πορφύρης
Τής Μνήμης, τής γενέθλιας γης
ΓΡΆΦΩ ΓΙΑΤΊ ΤΟ ΠΈΤΡΙΝΟ...
Γράφω γιατί το πέτρινο σπίτι είναι μακριά
το μισό στο χιόνι και τ᾿ άλλο μισό στο μπάσο κλαρίνο.
Η αγάπη μου έρχεται ανάμεσα σε δυο εφιάλτες.
Ταχτοποιεί τα σεντόνια και γυρίζει στον ύπνο της.
Χέρια και χείλια υποσχέσεις μιας άλλης ζωής.
Αργό ατέλειωτο κλάμα ρετσίνι πεύκου.
Γράφω γιατί το ποτάμι με ξυπνάει με τις κραυγές του
—Πέστροφες κόντρα στο ρέμα κι ελάφια σκύβοντας για νερό--
Γιατί τα παιδιά μου ξέρουν την Νεμέρτσκα από φωτογραφίες.
Γιατί το δάσος ουρλιάζει--ζητώντας τ᾿ αγρίμια του --
την ώρα τού δείπνου στην δρύινη τραπεζαρία.
Από τη Συλλογή "Η Πέμπτη Έξοδος" 1980
ΛΑΪΚΉ ΑΓΟΡΆ
Μυρωδιές από ζαρζαβατικά και φρούτα τον γύριζαν
τριάντα τόσα χρόνια πίσω, δεκαεξάχρονο αγόρι
ξαπλωμένο πλάι στο ποτάμι· αγριοπερίστερα
κόβοντας το διάστημα σε πλατιές λωρίδες.
Ο χρόνος χρειαζόταν επιδέσμους για τις πληγές του.
Στην ιτιά ο πόνος τ᾿ αηδονιού, μποστάνια
μ᾿ όλα τους τα υπάρχοντα, παράδεισος κι ο θόρυβος
τού νερού ισοκράτης τής Βιβλικής συμφωνίας.
Βατομουριές γέρνοντας τα αιμάτινα κλωνιά τους
στο νερό, νάρκισσοι κι ή Τζούλια στ᾿ άσπρα
να ᾿ρχεται απ᾿ το μονοπάτι· παλιέ καημέ,
μνήμη από μπομπότα, μέλι κι άγουρο
φιλί· εικόνες και μυρωδιές τον πολιορκούν ως
το άλλο τετράγωνο με τα μεγάλα κτίρια· ρουφιάνοι
θυρωροί κλητήρες καρφιά τον υποδέχονται
ενώ πίσω του βουίζει απειλητικό —ώριμα
θυμωμένα στάχυα— το χαμένο καλοκαίρι.
(Η Πέμπτη έξοδος, 1980)
Σημείωση: Συγνώμη από τον ποιητή, για ορισμένες αλλαγές στα σημεία στίξης. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, γιατί σε ένα ποίημα, το πρώτο γράμμα κάθε στίχου πρέπει να είναι κεφαλαίο.
τριάντα τόσα χρόνια πίσω, δεκαεξάχρονο αγόρι
ξαπλωμένο πλάι στο ποτάμι· αγριοπερίστερα
κόβοντας το διάστημα σε πλατιές λωρίδες.
Ο χρόνος χρειαζόταν επιδέσμους για τις πληγές του.
Στην ιτιά ο πόνος τ᾿ αηδονιού, μποστάνια
μ᾿ όλα τους τα υπάρχοντα, παράδεισος κι ο θόρυβος
τού νερού ισοκράτης τής Βιβλικής συμφωνίας.
Βατομουριές γέρνοντας τα αιμάτινα κλωνιά τους
στο νερό, νάρκισσοι κι ή Τζούλια στ᾿ άσπρα
να ᾿ρχεται απ᾿ το μονοπάτι· παλιέ καημέ,
μνήμη από μπομπότα, μέλι κι άγουρο
φιλί· εικόνες και μυρωδιές τον πολιορκούν ως
το άλλο τετράγωνο με τα μεγάλα κτίρια· ρουφιάνοι
θυρωροί κλητήρες καρφιά τον υποδέχονται
ενώ πίσω του βουίζει απειλητικό —ώριμα
θυμωμένα στάχυα— το χαμένο καλοκαίρι.
(Η Πέμπτη έξοδος, 1980)
Σημείωση: Συγνώμη από τον ποιητή, για ορισμένες αλλαγές στα σημεία στίξης. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, γιατί σε ένα ποίημα, το πρώτο γράμμα κάθε στίχου πρέπει να είναι κεφαλαίο.
ΔΙΕΛΚΥΣΤΊΝΔΑ
Ο πετεινός σαρώνει τ᾿ απομεινάρια τής νύχτας
από τον περίβολο τού πρωινού, σκοντάφτοντας σε
σκοτεινές φωλιές από νυκτόβια καθυστερημένα
ζευγάρια στο έλεος τού λυκαυγούς· κι απ᾿ την κορφή
τού Πάπιγκου ανατέλλει ή Μάνα μ᾿ ένα δεμάτι
χρόνου παραμάσχαλα για τα αποκλεισμένα από το
χιόνι ζωντανά και στων παιδιών τα μάτια πουλιά
και κελαϊδίσματα από τα διανυκτερεύοντα δέντρα
τής ανοιξιάτικης κοιλάδας. Στις πλαγιές σκαρισμένα
γιδοπρόβατα στοιχειωμένες εικόνες μέσα μου και οι
νωπές τού Μετρό, των απαστραπτόντων ναών των
τροφίμων, τού δρομέα τού Βαρώτσου πού τόσα χρόνια
διένυσε μονάχα την απόσταση από την Ομόνοια μέχρι την
Πλατεία Χίλτον, προσπερνώντας την πλατεία με το κίβδηλο όνομα
«Συντάγματος» κι ανάμεσά τους ξεκινώντας από
ανεξερεύνητες πηγές τής νιότης μας να ζωντανεύει
το τοπίο, ένα παρηγορητικό ποτάμι ξεπλένοντας
μας από όλες τις βρωμιές τού καθ᾿ ημέραν βίου.
Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004
από τον περίβολο τού πρωινού, σκοντάφτοντας σε
σκοτεινές φωλιές από νυκτόβια καθυστερημένα
ζευγάρια στο έλεος τού λυκαυγούς· κι απ᾿ την κορφή
τού Πάπιγκου ανατέλλει ή Μάνα μ᾿ ένα δεμάτι
χρόνου παραμάσχαλα για τα αποκλεισμένα από το
χιόνι ζωντανά και στων παιδιών τα μάτια πουλιά
και κελαϊδίσματα από τα διανυκτερεύοντα δέντρα
τής ανοιξιάτικης κοιλάδας. Στις πλαγιές σκαρισμένα
γιδοπρόβατα στοιχειωμένες εικόνες μέσα μου και οι
νωπές τού Μετρό, των απαστραπτόντων ναών των
τροφίμων, τού δρομέα τού Βαρώτσου πού τόσα χρόνια
διένυσε μονάχα την απόσταση από την Ομόνοια μέχρι την
Πλατεία Χίλτον, προσπερνώντας την πλατεία με το κίβδηλο όνομα
«Συντάγματος» κι ανάμεσά τους ξεκινώντας από
ανεξερεύνητες πηγές τής νιότης μας να ζωντανεύει
το τοπίο, ένα παρηγορητικό ποτάμι ξεπλένοντας
μας από όλες τις βρωμιές τού καθ᾿ ημέραν βίου.
Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004
ΓΡΆΜΜΑ
Τα πεύκα που χαϊδεύαμε μετά την απελευθέρωση θέριεψαν
Ακόμα στριφογυρίζει κείνος ο απαρηγόρητος άνεμος Αναστατώνοντας τις βελόνες τους Κάθε μια Και μια νότα αποχωρισμού Το μονοπάτι έγινε εθνική οδός Χιλιάδες αυτοκίνητα χλευάζουν τη μνήμη μας Το μικρό κεντράκι κατεδαφίστηκε — Εκεί που σού κρατούσα τα χέρια γιατί αποδημητικά πουλιά ταξίδευαν σε σχηματισμούς στα μάτια σου— χτίσαν ένα μοτέλ και στο ταμείο κάποιος μετρά χαρτονομίσματα Κι εγώ τα χρόνια που λείπεις και τ᾿ άλλα που θα ᾿ρθουν φορτωμένα ποιος ξέρει τι συμφορές. Εδώ χωρίσαμε Στο 21ο χιλιόμετρο στα εικοσιένα μας χρόνια Ίχνη από πέλματα κι ύστερα βροχή φυτεύοντας ανεμώνες Παλιά χινοπωριάτικη βροχή απ᾿ την πατρίδα Κουβαλώντας βραδινές κάμαρες μ᾿ αμπάρια φωτισμένα απ᾿ το στάρι Σεντούκια που μοσχομυρίζουν μήλα Και το μεγάλο δάσος με τις βαθιές του ανάσες. |
Ο ποιητής διαβάζει το ποίημα "Γράμμα"
|
Τού έρωτα και τής μοναξιάς
Εσύ Που Θα ᾿Ρθεις
Εσύ που θα ᾿ρθεις ύστερα από χρόνια
αψηλή και ξανθιά. Σε ποιο χειροσφίξιμο κρύβεσαι Σε ποιαν εξομολόγηση σπαρταράς. Ποια σεντούκια με θησαυρούς ανοίγεις Σκάβοντας μέσα μου σπηλιές Φέρνοντας μεγάλα κούτσουρα απ’ το δάσος Ανάβοντας το τζάκι Αφήνοντας με να με πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά σου. Θα ζουν τάχα οι στίχοι μου να σε κάνουν να κλαις Να σφίγγεις τη γροθιά σου με οργή στο κενό τού αιώνα Ή θα περπατάς σ’ έρημες στοές και σε συνθετικό γρασίδι ανύποπτη για τούς θησαυρούς τής γης και τα περασμένα περιβόλια. Από τη Συλλογή "Η πέμπτη έξοδος" 1980 |
Εσύ Που Θα ᾿Ρθεις : Διαβάζει ο ποιητής
|
ΑΎΡΑΕίχα ξεθαρρέψει το περασμένο καλοκαίρι
Έλεγα πώς όλα τέλειωσαν τραγουδούσα κάθε πρωί Κολυμπούσα μ᾿ ένα δελφίνι πλάι μου Ώσπου έφτασε κείνη ή συντροφιά με το μελαχρινό κορίτσι πού ᾿χε τα χέρια της φωλιές πουλιών και τα μαλλιά της ορμητήρια ανέμων. Με συνεπήρε ο καημός κι άρχισα πάλι να γράφω στίχους. Ξενυχτούσα μαζεύοντας αστέρια για τα μαύρα της μαλλιά Την άλλη μέρα τα πετούσα Σκούριαζαν. Μού ᾿παν πώς τα πείραζε ή υγρασία τής θάλασσας. Φανταζόμουν τα δάχτυλά μου καταρράχτες στο κορμί της. Διάλεγα έρημες ακρογιαλιές Και δεν θυμάμαι τι άλλο. Πάνε τόσοι μήνες ξανάρθαν οι ήσυχες μέρες Με τα αισθήματα στη χειμωνιάτικη νάρκη τους Με το κορμί τυλιγμένο στη μοναξιά του Με τις πληγές τού έρωτα επουλωμένες Με σχέδια για τ᾿ άλλο καλοκαίρι Από τη συλλογή "Το εγκαταταλελειμμένο σπίτι" 1968 |
ΟΝΕΙΡΕΎΤΗΚΑ ΠΆΛΙ...
Ονειρεύτηκα πάλι το γκρίζο μου όνειρο.
Έρχεται και ξανάρχεται παλιά πληγή πού δεν λέει να κλείσει. Είναι ένα παραμελημένο περιβόλι η πόρτα του σάπια απ᾿ τη βροχή ο φράχτης του ένας σωρός πέτρες. Όσα κλήματα γλίτωσαν σκαρφάλωσαν σ᾿ αγριοκερασιές ταΐζουν κάθε χρόνο τα πουλιά και τον άνεμο. Εκεί περιφέρεται περίλυπη ανάμεσα στα δέντρα. Μιλάει στα σύννεφα κι εκείνα βρέχουν, μπορεί να κλάψει ελεύθερα, είμαι κρυμμένος πίσω απ᾿ τον κορμό μιας Βελανιδιάς δεν αντέχω άλλο. Τρέχω ανοίγοντας τα χέρια και χάνεται στην αγκαλιά μου Και βρέχει. Σκέφτομαι πώς είναι όνειρο. — Θε μου πόσος σπαραγμός χωράει σ᾿ ένα όνειρο-- Είναι χιλιάδες μίλια μακριά μπορεί να μην την ξαναδώ. Συνηθισμένη ιστορία —θα πείτε — άλλοι την ξεπερνούν εύκολα Μα εγώ τη φορώ κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι. (Η Πέμπτη έξοδος, 1980) |
ΔΆΣΟΣ
Τελικά έτσι τα κατάφερα ν᾿ αφήνω μια δουλειά
μισοτελειωμένη και ν᾿ αρχίζω άλλη. Μ᾿ εσένα πίσω από κάθε πόρτα. Το είδωλό σου σε κάθε καθρέφτη τρελαίνοντάς με ξεφλουδίζοντας τον ύπνο μου μασουλώντας το από μέσα των ονείρων. Βρες έναν τρόπο να με λυτρώσεις να ξυπνώ και να ᾿μαι το αύριο γιατί μετρώ τα χρόνια μου και μένει ένας βροχερός Οκτώβρης και μια μεγάλη περιπλάνηση στις ακρογιαλιές τού κορμιού σου. Που να σε μεταφυτέψω να φθίνεις χρόνο με το χρόνο Γιατί εδώ ρίζωσες και θέριεψες λουλουδίζεις χειμώνα καλοκαίρι καταργώντας τις εποχές. Σκάνε οι καρποί σου τις νύχτες πολύχρωμα βεγγαλικά γεμίζοντας ένα γύρω την έκταση Θα γίνεις δάσος και θα πνίξεις το σπίτι. Θα με σταυρώσεις στα κλωνάρια του. Από τη συλλογή "Το εγκαταταλελειμμένο σπίτι" 1968 |
Ο ποιητής διαβάζει το ποίημα "Δάσος"
|
Ο,ΤΙ ΕΊΧΑ ΓΙΑ ΣΈΝΑ
Ό,τι είχα για σένα μέσα μου το κάνα στίχους.
Άδειασα, ρημάχτηκα για χατίρι σου κι εσύ ρίχνεις μπόι κι ομορφαίνεις απ᾿ το στερνό μου αίμα· μού καρφώνεις την ανάσα στο στήθος με τα μακριά σου δάχτυλα κι από τις ρίζες της ξεπηδάνε τριαντάφυλλα πού με πληγώνουν Και με μεθάνε. Από τη συλλογή " Η Πέμπτη έξοδος" , 1980) |
Ο ποιητής διαβάζει το ποίημα "Ό,τι είχα για σένα"
|
ΧΛΩΡΟΦΎΛΛΗ
|
ΔΙΆΘΕΣΗ |
Η χλωροφύλλη των δέντρων κρατούσε τις φωνές μας για τις
δικές της κραυγές· το άλλο καλοκαίρι κλωνάρια φορτωμένα φρούτα ωριμάζοντας μηνιαίες περιπέτειες σ᾿ ερημονήσια. Χάσαμε ο ένας τον άλλον σ᾿ εκείνη την περιπλάνηση· στο δάσος σε πρόσμενα όλη νύχτα παίζοντας σκάκι με τον ύπνο. Ο Βασιλιάς χασμουριόταν στο θρόνο του, έχανα ένα ένα τα πιόνια μου, μονάχα το μαύρο άτι χτυπούσε τις οπλές του πηδώντας γύρω στη βασίλισσά του τρέποντας σε φυγή τούς αντιπάλους, χαράματα πού γύρισες με τ᾿ αγριμάκια στην αγκαλιά σου τυλιγμένα στην πρωινή πάχνη, το πρόσωπό σου νοτισμένο δρόσο ή Δάκρυα; πότε γίναν όλα αυτά; σε ποια ζωή; Ήμουν εκεί τζάκι αναμμένο ανοιχτή αγκαλιά πιστό σκυλί ζητιανεύοντας μιαν υπόσχεση μην ξαναφύγεις. Από τη συλλογή " Η Πέμπτη έξοδος" , 1980) |
«Καταμεσής τής εποχής μας»
Δημοσθ. Κόκκινος Πήρα την πίκρα μιας βασανισμένης μέρας και την ψιλή βροχή και τη διάθεση ενός εξορισμένου σ᾿ ερημονήσι. Σε φαντάζομαι όπως είσαι ή όπως σε σκέφτονται οι άλλοι κ᾿ ύστερα δε μπορώ να κολλήσω τα κομμάτια σου —περίεργο -- Με παιδεύουν προβλήματα γιατί δεν παραδέχομαι την λύση τους άλλοι μιλάνε για χέρι και σκέφτονται τη γροθιά ή την υπεξαίρεση. Μα εγώ χαϊδεύω τα δάχτυλά σου και κοιμάμαι σε πλατύφυλλων πλατανιών τον ίσκιο πλάι σε ποτάμια πού με παραδίδουν λεύτερο κι ανυπεράσπιστο το άλλο πρωί στην κίνηση τής πολιτείας. Από τη συλλογή "Νεμέρτσκα" 1961 |
/ Αν μπορούσα να σ᾿ αγγίξω τα μαλλιά σου θα παίρναν φωτιά /
J.R.
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια
Ποιος άνοιξε το παράθυρο για να την δω;
Στο δρόμο την προλάβαν οι νιφάδες
Παίζαν οι νιφάδες με την κάπα της
Κι ο δρόμος πίσω της γέρος κι έρημος
Χειρονομούσε απελπισμένος
Τώρα περνούνε τρένα και σφυρίζουν
Περνούνε τρένα και με κάνουνε κομμάτια
Πέφτουν νιφάδες και παγώνουν την καρδιά μου
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια.
Από τη συλλογή "Πέμπτη έξοδος" 1980
Ποιος άνοιξε το παράθυρο για να την δω;
Στο δρόμο την προλάβαν οι νιφάδες
Παίζαν οι νιφάδες με την κάπα της
Κι ο δρόμος πίσω της γέρος κι έρημος
Χειρονομούσε απελπισμένος
Τώρα περνούνε τρένα και σφυρίζουν
Περνούνε τρένα και με κάνουνε κομμάτια
Πέφτουν νιφάδες και παγώνουν την καρδιά μου
Χιονίζει στα παιδικά μου χρόνια.
Από τη συλλογή "Πέμπτη έξοδος" 1980
ΕΡΩΤΙΚΌ
|
ΑΝΑΦΙΛΗΤΆ-ΚΟΥΤΣΌ ΠΟΊΗΜΑ
|
Τίποτα δεν σε χωρίζει απ᾿ το κορμί μου.
Καμιά ιδέα δεν μπαίνει ανάμεσα μας. Τ᾿ ακροδάχτυλα πυγολαμπίδες στο σκοτάδι πάνε κι έρχονται στα χρόνια μας στο δέρμα π᾿ ανατριχιάζει σαν σε θυμάται. Και τα φιλιά τζάκι αναμμένο όλη νύχτα, ως το νοτισμένο πρωινό που χτυπάει την πόρτα τουρτουρίζοντας. Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004 |
Κουτσό ποίημα καθυστερώντας στις στροφές.
Οι στίχοι γέρνουν επικίνδυνα προς τη μεριά σου. Αστείο ποίημα να σκαρφαλώσει — προσπαθώντας -- στα μαλλιά σου, ανυπεράσπιστο ποίημα σέρνεται στη σελίδα εκλιπαρώντας μια ματιά σου. Από τη συλλογή "Λαβωμένα 2" |
Επισημάνσεις
I
Στα ποιήματα μου πολλές φορές θα συναντήσεις τις λέξεις: Νεμέρτσκα δάσος βελανιδιά βατομουριές, όμως τ᾿ όνομά της μονάχα μια φορά καθώς χαμογελώντας διασχίζει ντυμένη στ᾿ άσπρα τούς γκρίζους φράχτες των στίχων μου ανθισμένο γιασεμί στο σκοτεινό όνειρό μου. Όλη τη νύχτα ο τυφλός φροντίζει το τραγούδι του το πρωί το εμπιστεύεται στις λόγχες των περαστικών. Αν μπορούσα να σ᾿ αγγίξω τα μαλλιά σου θα παίρναν φωτιά. Τα νύχια σου δέκα φρέσκες πληγές. το αίμα δικό μου. Αυτός με τα πλαστικά λουλούδια στη γωνιά προσπαθεί να ξεχάσει έναν απέραντο ροδώνα που καλλιεργούσε στα νιάτα του/ τα χρώματα/ τις μυρωδιές/ και τ᾿ αγκάθια του. |
Ο ποιητής διαβάζει ποιήματα από τις "Επισημάνσεις"
|
III
Θέλω ν’ ακουμπάω πάνω σου με την εμπιστοσύνη τού βλέμματος στο βουνό. Να σε βλέπω εκεί πού σε πρωτοαντίκρυσα να κόβεις φέτες το φως — καθώς τρύπωνε να κρυφτεί στο δωμάτιο— για τούς χειμερινούς εφιάλτες σου. Να σε κρατώ σφιχτά πατώντας γερά στους στρωτήρες με τις ράγιες βιδωμένες πάνω τους, όχι μήπως μού φύγεις αλλά για να μείνω μαζί σου όταν το τραίνο ουρλιάζοντας θα ᾿ρθει καταπάνω μας από τις γαλαρίες τού Μέλλοντος και δεν θα υπάρχει καμιά ελπίδα πια. |
ΙV
Κυριακή στην πατρίδα ήλιος ολούθε ως τις συννεφιασμένες μας καρδιές. Οι σκίουροι ν᾿ ανεβοκατεβαίνουν ασταμάτητα στην αντικρυνή καρυδιά. Ν᾿ ανηφόριζες — λέει — το δρόμο από την εκκλησιά —γιομάνουσα στους όχτους και κελαϊδίσματα πουλιών στις κουτσουπιές — ως τ᾿ άσπρο σύννεφο πού ᾿χα απλώσει από νωρίς στον κάτω δρόμο μην τύχει και λερώσεις τα καινούργια σου λουστρίνια· και ποιος ακούει τη μάνα σου. V Αρχίζεις με τον πρώτο στίχο και τελειώνεις απλώνοντας ρίζες Μέσα μου είσαι ολόκληρο το ποίημα με τα δάση και τ᾿ αγρίμια του. Οι εποχές σε λιγοστεύουν κι εγώ σού αλλάζω ονόματα προσανατολισμούς ακόμα κι ολόκληρες στροφές. Πόσο θ᾿ αντέξεις ακόμα, πόσο θα με αντέξεις καθώς γραπώνομαι πάνω σου και δεν σ᾿ αφήνω να τα πεις με το χρόνο πού σού απομένει. Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004 |
Μοναξιά
Τα ᾿χε φροντίσει όλα από νωρίς.
Πολύ την παίδεψε εκείνος ο λεκές στο πάτωμα.
Ανεξήγητο —αναρωτήθηκε — πώς έγινε; και
περιμένουμε ξένους. Ύστερα σκέφτηκε πώς ξεχειλίζει ή μνήμη
τις νύχτες και λεκιάζει τα πάντα.
Κι όπως κάθισε στην πολυθρόνα σταυρώνοντας
τα χέρια, την έπιασε μια αγωνία για την τύχη
των λουλουδιών π᾿ ανοίγουν μόνο για μια μέρα.
Τόσο
που θέλησε κάποιον να χαϊδέψει ύστερα
αφέθηκε στην μοναξιά της όπως φύλλο στην
πτώση του.
Από τη Συλλογή "Η πέμπτη έξοδος" 1980
Πολύ την παίδεψε εκείνος ο λεκές στο πάτωμα.
Ανεξήγητο —αναρωτήθηκε — πώς έγινε; και
περιμένουμε ξένους. Ύστερα σκέφτηκε πώς ξεχειλίζει ή μνήμη
τις νύχτες και λεκιάζει τα πάντα.
Κι όπως κάθισε στην πολυθρόνα σταυρώνοντας
τα χέρια, την έπιασε μια αγωνία για την τύχη
των λουλουδιών π᾿ ανοίγουν μόνο για μια μέρα.
Τόσο
που θέλησε κάποιον να χαϊδέψει ύστερα
αφέθηκε στην μοναξιά της όπως φύλλο στην
πτώση του.
Από τη Συλλογή "Η πέμπτη έξοδος" 1980
Τής κατοχής, τού Αγώνα, των μαρτύρων.
ΠΕΡΊΠΑΤΟΣ
|
ΈΞΟΔΟΣ
|
Κλέψε λίγον καιρό και φανερώσου στη γωνιά.
Οι ώρες αμπαρώνουν τις πόρτες τους, τα γήπεδα έχουν γεμίσει, καιρός να περισώσουμε ό,τι έχει απομείνει απ᾿ την καταστροφή. Δύσκολος καιρός βροχερός, στρέφει το πρόσωπο αλλού, δεν μάς γνωρίζει, κλείνεται στο δωμάτιο βουλώνει τις ρωγμές, ακούει ραδιόφωνο πίνει παυσίπονα, κουτσοπερνά απ᾿ τις «ομολογίες» των παιδιών του. Γέροντας καιρός παραμιλάει στον ύπνο του: τα φύλλα καθυστέρησαν την πτώση τους, τα βρήκε ο χειμώνας αμετανόητα, τον κυνηγάει ή φωνή του, τρυπώνει στον ύπνο απ᾿ τον φεγγίτη τής μνήμης. Ζητά ονόματα και διευθύνσεις γιατί όλα τα γράμματα γύρισαν πίσω. Παραλήπτης άγνωστος, παραλήπτης άγνωστος, χορτάριασαν οι πολεμίστρες, δένουν πικρούς καρπούς τα δέντρα, μαζεύει το ποτάμι τα νερά του, το μεσημέρι είναι ένα άδειο πηγάδι· ακούγεται ο γδούπος τού ήλιου στον πυθμένα σαν κάλπικο νόμισμα. Από τη συλλογή "Το εγκαταταλελειμμένο σπίτι" 1968 |
Μοίρασε τις τελευταίες σφαίρες στους συντρόφους
Όλος ό αγώνας ένας μεγάλος νεκρός ανάμεσά τους Δεύτε τελευταίον ασπασμόν προσκύνησαν όλοι κλαίγοντας και τράβηξαν κατά το μέλλον, ο καθένας εξουσιάζοντας το δικό του θάνατο, καθώς σε κάποια σελίδα της, τούς είχε στήσει καρτέρι Η Ιστορία. Από τη συλλογή "Τα λαβωμένα" ΆΡΗΣ
Πώς παραβίασες την πύλη τής αιωνιότητας
στ᾿ άσπρο σου άλογο καβάλα, μαυρίζοντας περισσότερο το σκοτάδι· τα όνειρά μας είναι γκρεμός, πρόσεχε αν γλιστρήσεις θα πέσεις Δεκαπενταύγουστο στο χοροστάσι, με την τηλεόραση, το βίντεο, το κλαρίνο τού Χαλκιά να ζητά βοήθεια έτσι φυλακισμένο στην κασέτα, Και λίγους σύντροφους συνταξιούχους στον καφενέ να εξαγοράζουν τις τελευταίες τους μέρες κερνώντας νερωμένο τσίπουρο το Χάρο. Από τη συλλογή "Τα Λαβωμένα 3" |
ΠΑΜΒΏΤΙΔΑΣ ΝΈΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΌΓΙΟ
Λίμνη ως σε αγναντεύω, λέω πως είναι ψέματα, κι ο βυθός σου
ανθίζει όπως ή όψη σου ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό. Το κάστρο λικνίζεται αγκυροβολημένο στα νερά σου, τα πουλιά κόβουν λωρίδες το γαλάζιο, για τις φρέσκες πηγές μας· αυτά θέλω να σκέφτομαι αλλά δεν μ᾿ αφήνουν οι Αλή-τες τής ιστορίας που τροφοδότησαν με θρύλους τα σκοτεινά νερά ποντάροντας στη μεγαλοψυχία σου. Όμως καιρός να πετάξεις το σαλιωμένο δεφτέρι με τα λαθραία γεγονότα και στο καινούργιο να περάσεις το νέο Μαρτυρολόγιο. Αρχίζοντας από τον Γιοσέφ Ελιγιά μισόν Εβραίο κι ολόκληρον Έλληνα που σού ᾿γράφε ποιήματα από το Κιλκίς και το Αργυρόκαστρο «Ρίχνοντάς τα στον αποχωρισμό για να γεμίσει»: «Ω εσύ γλαυκή Παμβώτιδα πού πλάι σου αναμετρούσα όλους τούς χτύπους τής καρδιάς και τούς ρυθμούς τής πλάσης»· έφυγε στα τριάντα του αφήνοντας ορφανή τη Μάνα να θρηνεί για τον μονογενή της· κι ο Σαμπεθάι Καμπιλής Άννας και Καϊάφας ούτε καν Πιλάτος κι από κοντά βάλε και το Σιούλα το Ταμπάκο κι όλους τούς Ταμπάκους πού τα δάκρυά τους αλμύρισαν τα νερά σου· και τον Γιάννη Μπεράτη να σε πλουτίζει με το «πλατύ ποτάμι» του· και κράτα ενός πρωινού σιγή να περάσουν στην αιωνιότητα ή Ευτυχία Πρίντζου με τούς συντρόφους της, ή λιανή Μαργαρίτα Περδικάρη καθώς πατώντας στις μύτες των ποδιών της γράφει το σύνθημα στον τοίχο τού ετοιμόρροπου αιώνα: «Καληνύχτα ντε»! Κι ο Λεωνίδας Ράφτης ατενίζοντας απ᾿ το Μπιζάνι τα Φραστανά αξημέρωτα να τα βυζαίνει η Νεμέρτσκα μισοκρυμμένα στον κόρφο της και μιαν έναστρη νύχτα στείλε τα παρόχθια νερά σου στην πολιτεία ανηφορίζοντας την Αβέρωφ να χαθούν στην Ανεξαρτησίας και στα γύρω σοκάκια με τα γκαλντερίμια τα σιδεράδικα τ᾿ ασημουργεία κι ύστερα ας φθάσουν ως το Χάνι τού Κώτσιο-Λάμπρου να προλάβουν τον Ρόβα πού ξεκινάει για τη Βλαχιά —μισοτραβηγμένες κουρτίνες στον οντά και κλαρίνο για τον αποχωρισμό. Το πρωί τ᾿ αφεντικά βγάζοντας τα κεπέγκια των μαγαζιών τους θ᾿ αναρωτιούνται: πού βρέθηκε τόση υγρασία μία τέτοια ξάστερη Νύχτα; Έρημα, 2008 |
|
Σημειώσεις για το : "ΠΑΜΒΏΤΙΔΑΣ ΝΈΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΌΓΙΟ"
«Ρίχνοντάς τα στον αποχωρισμό για να γεμίσει»: Φράση από το ποίημα τού Σεφέρη, Ζ΄ (Νοτιάς) τής ποιητικής συλλογής "Μυθιστόρημα" .
"Γιοσέφ Ελιγιά" Εβραίος ποιητής, γεννημένος το 1901, στα Γιάννενα. Με εφόδιο τη μόρφωση του ξεφεύγει από τα ασφυκτικά πλαίσια τής Εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων, και χωρίς να την απαρνηθεί, γίνεται πολίτης τού κόσμου, και συνδέεται με το εργατικό κίνημα, συμμετέχοντας στις πνευματικές ζυμώσεις στην πόλη.Τελικά ο Ελιγιά, λόγω των παραπάνω δράσεων, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους τής πολιτικής ομάδας, διώχνεται από τη Γαλλική σχολή, φυλακίζεται και πηγαίνει για ένα διάστημα στο Αργυρόκαστρο (1924), για να μην πάει εξορία. Εκεί γράφει δύο ποιήματα στα οποία εκφράζει τη νοσταλγία του για την πόλη του, τα Γιάννενα, για τη λίμνη των Ιωαννίνων και για τις παλιές του φιλίες. Ο Δημήτρης Χατζής στο εξαιρετικό του βιβλίο διηγημάτων, "Το τέλος τής μικρής μας πόλης" αποδίδει την απομάκρυνση τού Γιοσέφ Ελιγιά, στην σφιχτοδεμένη και απομονωμένη με δική της θέληση, Εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων, και ιδιαίτερα στον ομώνυμο ήρωα τού διηγήματος, "Σαμπεθάι Καμπιλής", ένα πνευματικό και θρησκευτικό ηγέτη τής κοινότητας των Εβραίων. Τελικά ο Ελιγιά, πνιγμένος από το επαρχιακό περιβάλλον τού Αργυρόκαστρου, κατεβαίνει στην Αθήνα, τελειώνει την Γαλλική σχολή, και διορίζεται καθηγητής Γαλλικών στο Κιλκίς. Το 1931 προσβάλλεται από κοιλιακό τύφο και πεθαίνει στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, σε ηλικία τριάντα χρονών.
Ο " Σαμπεθάι Καμπιλής" και ¨ο Σιούλας ο Ταμπάκος" , ήρωες δύο διηγημάτων τού Δημήτρη Χατζή, είναι προσκολλημένοι στη στεγανή πολιτική και θρησκευτική Εβραϊκή Γιαννιώτικη κοινότητα, ομφαλοσκοπούντες ενώ οι καιροί αλλάζουν. Ο μεν Σαμπεθάι Καμπιλής, κρατεί γύρω του την Εβραϊκή κοινότητα, και όλοι και ο ίδιος και τα παιδιά του πέφτουν στα χέρια των Γερμανών. « Και χαθήκαν όλοι — τέσσερις χιλιάδες ψυχές, έξω από κείνους τούς λιγοστούς, μετρημένους στα δάχτυλα — που δεν θέλησαν ν᾿ ακούσουν τον Σαμπεθάϊ Καμπιλή και τα σπάσανε τα σκοινιά του και φύγανε, κρύφτηκαν μες στους Ρωμιούς ή πήγανε στα βουνά πού τούς φώναζαν οι Εαμίτες».
Ο Σιούλας ο Ταμπάκος, με τις ίδιες συντηρητικές αρχές τού απομονωτισμού τής Εβραϊκής κοινότητας· όταν οι δουλειές δεν πάνε καλά, προτιμά να πεινάσει η οικογένειά του παρά να ανοιχτεί πιο έξω για δουλειά . Μέχρι τη στιγμή που ένας ταπεινός γύφτος, με ανθρωπιά θα τον κάνει να νιώσει ντροπή, και να αναθεωρήσει τη στάση του.
Ο Τάσος Πορφύρης συσχετίζει το μυθιστόρημα "Το πλατύ ποτάμι" τού Μπεράτη με την Παμβώτιδα, ίσως από τη γειτνίαση της με το Αλβανικό μέτωπο.
Η Ευτυχία Πρίντζου (1915-1948), ήταν φιλόλογος. Στην διάρκεια τού ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα κοντά στον πατέρα της, που τότε ήταν διευθυντής τού στρατιωτικού νοσοκομείου Ιωαννίνων. Και το Ελληνικό κράτος "σαν ανταμοιβή" την καταδίκασε σε θάνατο και τη εκτέλεσε το 1948 για παράβαση τού κατάπτυστου Α.Ν 509 και του Γ' Ψηφίσματος, δηλαδή για την "προσπάθεια "βιαίας ανατροπής τού υπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος". Η κατηγορία, στρατολόγηση ανταρτών για το Δ.Σ.Ε. Είχε γλυτώσει από τούς Γερμανούς και δεν έφτασε στο Νταχάου το 1944, όταν την είχαν συλλάβει για αντιστασιακή δράση, λόγω εσπευσμένης αποχώρησης των Γερμανών, αλλά δεν γλύτωσε από τούς Έλληνες "εθνικόφρονες" "πατριώτες".
Μαργαρίτα Περδικάρη: Η γνωστή ηρωίδα από το διήγημα τού Δημήτρη Χατζή, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα από το Γεράσιμο Σταύρο, για το θέατρο με το τίτλο "Καληνύχτα Μαργαρίτα¨. Ποια ήταν η Μαργαρίτα; Δασκάλα έχοντας τελειώσει το Αρσάκειο, εκτελείται το 1944 από τους Γερμανούς για αντιστασιακή δράση. (Είχε βρεθεί στο σπίτι της πολύγραφος για το τύπωμα αντιστασιακών προκηρύξεων).
Λεωνίδας Ράφτης (1912-1946) : Γεννήθηκε στα Φραστανά Πωγωνίου. Κομμουνιστής, μετά τη συμφωνία τής Βάρκιζας ανέβηκε στο βουνό, συνελήφθη σε μάχη, δικάστηκε σε θάνατο από το έκτακτο στρατοδικείο, και εκτελέστηκε.
Ρόβας: Ο Ρόβας είχε το μεγαλύτερο καραβάνι, που διέθετε μέχρι και 100 ζώα, για την μεταφορά καταγόμενων από τη Βλαχιά Ηπειρωτών κυρίως από το Ζαγόρι και το Πωγώνι, στο Βουκουρέστι. Το ταξίδι διαρκούσε από 1 μήνα ως 40 μέρες.
«Ρίχνοντάς τα στον αποχωρισμό για να γεμίσει»: Φράση από το ποίημα τού Σεφέρη, Ζ΄ (Νοτιάς) τής ποιητικής συλλογής "Μυθιστόρημα" .
"Γιοσέφ Ελιγιά" Εβραίος ποιητής, γεννημένος το 1901, στα Γιάννενα. Με εφόδιο τη μόρφωση του ξεφεύγει από τα ασφυκτικά πλαίσια τής Εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων, και χωρίς να την απαρνηθεί, γίνεται πολίτης τού κόσμου, και συνδέεται με το εργατικό κίνημα, συμμετέχοντας στις πνευματικές ζυμώσεις στην πόλη.Τελικά ο Ελιγιά, λόγω των παραπάνω δράσεων, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους τής πολιτικής ομάδας, διώχνεται από τη Γαλλική σχολή, φυλακίζεται και πηγαίνει για ένα διάστημα στο Αργυρόκαστρο (1924), για να μην πάει εξορία. Εκεί γράφει δύο ποιήματα στα οποία εκφράζει τη νοσταλγία του για την πόλη του, τα Γιάννενα, για τη λίμνη των Ιωαννίνων και για τις παλιές του φιλίες. Ο Δημήτρης Χατζής στο εξαιρετικό του βιβλίο διηγημάτων, "Το τέλος τής μικρής μας πόλης" αποδίδει την απομάκρυνση τού Γιοσέφ Ελιγιά, στην σφιχτοδεμένη και απομονωμένη με δική της θέληση, Εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων, και ιδιαίτερα στον ομώνυμο ήρωα τού διηγήματος, "Σαμπεθάι Καμπιλής", ένα πνευματικό και θρησκευτικό ηγέτη τής κοινότητας των Εβραίων. Τελικά ο Ελιγιά, πνιγμένος από το επαρχιακό περιβάλλον τού Αργυρόκαστρου, κατεβαίνει στην Αθήνα, τελειώνει την Γαλλική σχολή, και διορίζεται καθηγητής Γαλλικών στο Κιλκίς. Το 1931 προσβάλλεται από κοιλιακό τύφο και πεθαίνει στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, σε ηλικία τριάντα χρονών.
Ο " Σαμπεθάι Καμπιλής" και ¨ο Σιούλας ο Ταμπάκος" , ήρωες δύο διηγημάτων τού Δημήτρη Χατζή, είναι προσκολλημένοι στη στεγανή πολιτική και θρησκευτική Εβραϊκή Γιαννιώτικη κοινότητα, ομφαλοσκοπούντες ενώ οι καιροί αλλάζουν. Ο μεν Σαμπεθάι Καμπιλής, κρατεί γύρω του την Εβραϊκή κοινότητα, και όλοι και ο ίδιος και τα παιδιά του πέφτουν στα χέρια των Γερμανών. « Και χαθήκαν όλοι — τέσσερις χιλιάδες ψυχές, έξω από κείνους τούς λιγοστούς, μετρημένους στα δάχτυλα — που δεν θέλησαν ν᾿ ακούσουν τον Σαμπεθάϊ Καμπιλή και τα σπάσανε τα σκοινιά του και φύγανε, κρύφτηκαν μες στους Ρωμιούς ή πήγανε στα βουνά πού τούς φώναζαν οι Εαμίτες».
Ο Σιούλας ο Ταμπάκος, με τις ίδιες συντηρητικές αρχές τού απομονωτισμού τής Εβραϊκής κοινότητας· όταν οι δουλειές δεν πάνε καλά, προτιμά να πεινάσει η οικογένειά του παρά να ανοιχτεί πιο έξω για δουλειά . Μέχρι τη στιγμή που ένας ταπεινός γύφτος, με ανθρωπιά θα τον κάνει να νιώσει ντροπή, και να αναθεωρήσει τη στάση του.
Ο Τάσος Πορφύρης συσχετίζει το μυθιστόρημα "Το πλατύ ποτάμι" τού Μπεράτη με την Παμβώτιδα, ίσως από τη γειτνίαση της με το Αλβανικό μέτωπο.
Η Ευτυχία Πρίντζου (1915-1948), ήταν φιλόλογος. Στην διάρκεια τού ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα κοντά στον πατέρα της, που τότε ήταν διευθυντής τού στρατιωτικού νοσοκομείου Ιωαννίνων. Και το Ελληνικό κράτος "σαν ανταμοιβή" την καταδίκασε σε θάνατο και τη εκτέλεσε το 1948 για παράβαση τού κατάπτυστου Α.Ν 509 και του Γ' Ψηφίσματος, δηλαδή για την "προσπάθεια "βιαίας ανατροπής τού υπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος". Η κατηγορία, στρατολόγηση ανταρτών για το Δ.Σ.Ε. Είχε γλυτώσει από τούς Γερμανούς και δεν έφτασε στο Νταχάου το 1944, όταν την είχαν συλλάβει για αντιστασιακή δράση, λόγω εσπευσμένης αποχώρησης των Γερμανών, αλλά δεν γλύτωσε από τούς Έλληνες "εθνικόφρονες" "πατριώτες".
Μαργαρίτα Περδικάρη: Η γνωστή ηρωίδα από το διήγημα τού Δημήτρη Χατζή, το οποίο διασκευάστηκε αργότερα από το Γεράσιμο Σταύρο, για το θέατρο με το τίτλο "Καληνύχτα Μαργαρίτα¨. Ποια ήταν η Μαργαρίτα; Δασκάλα έχοντας τελειώσει το Αρσάκειο, εκτελείται το 1944 από τους Γερμανούς για αντιστασιακή δράση. (Είχε βρεθεί στο σπίτι της πολύγραφος για το τύπωμα αντιστασιακών προκηρύξεων).
Λεωνίδας Ράφτης (1912-1946) : Γεννήθηκε στα Φραστανά Πωγωνίου. Κομμουνιστής, μετά τη συμφωνία τής Βάρκιζας ανέβηκε στο βουνό, συνελήφθη σε μάχη, δικάστηκε σε θάνατο από το έκτακτο στρατοδικείο, και εκτελέστηκε.
Ρόβας: Ο Ρόβας είχε το μεγαλύτερο καραβάνι, που διέθετε μέχρι και 100 ζώα, για την μεταφορά καταγόμενων από τη Βλαχιά Ηπειρωτών κυρίως από το Ζαγόρι και το Πωγώνι, στο Βουκουρέστι. Το ταξίδι διαρκούσε από 1 μήνα ως 40 μέρες.
ΠΑΡΆΚΛΗΣΗ
|
Ο ΕΦΙΆΛΤΗΣ
|
Κι αν είναι να μού μιλήσεις
μίλα μου καλύτερα για την Άνοιξη γιατί χόρτασα δεκάρικους λόγους και στολισμένες σαν ανέραστες γυναίκες φράσεις. Κι αν τούτο δεν το μπορείς άφησε τη σιωπή να τριγυρίζει απαρηγόρητη στα συντρίμμια τής χθεσινής γιορτής άφησέ την γιατί ήρθε ή ώρα της όπως όταν το σώμα μας ελευθερώνεται απ᾿ όλα μένοντας τυλιγμένο στην μοναξιά του. Πώς αδειάζει η θύμηση και μένει η τύψη σαν βαλσαμωμένο γεράκι. Κι αν είναι να συνεχίσεις πες μου καλύτερα για την Αγάπη για το χαμόγελο τη γεύση των φιλιών και την ανάσα της για τις αλήθειες που επαναλαμβάνονται από γενιά σε γενιά. Πε μου, πώς ανθίζουν και πώς γυμνώνονται τα δέντρα πώς ωριμάζουν οι καρποί με τον ήλιο και το τραγούδι τού τζίτζικα πώς ξημερώνει στο δάσος πώς κλαίνε τα ξύλα στο τζάκι τις αναμνήσεις τους. Γιατί ήμουν ένας άσπρος τοίχος και δέχτηκα όλα τα συνθήματα και στον ιστό μου κυμάτισαν όλες οι παντιέρες. Κ᾿ ύστερα μίλα μου για την πείνα. Θύμισέ μου πώς πεθαίναν τ᾿ αδέρφια στα πεζοδρόμια. Τραγούδησέ μου το μοιρολόι τής μεγάλης πολιτείας πώς ξεκινούσαν οι αυγές κουβαλώντας πάχνη να σκεπάσουν τούς ήλιους που βασίλευαν στην Καισαριανή και στο Χαϊδάρι. Από τη συλλογή "Νεμέρτσκα" 1961 |
Εδώ προσπάθησες να κοιμηθείς. Ο Εφιάλτης
έδιωχνε με τις κραυγές του τα πουλιά μακρυά απ᾿ το δάσος τού ύπνου πριν προλάβουν να κουρνιάσουν στα μαλλιά σου. Μισάνοιχτα τα χείλη σου στην έφοδο τής Νύχτας. Παγωμένος αγέρας στις σπηλιές του στήθους σου. Ούτε μ᾿ ένα αστέρι συνοδειά, μονάχα μαύρα μεσάνυχτα με δώδεκα εκτελεσμένους στη σειρά. ΜΕΤΑΝΆΣΤΗΣ
Λησμόνησα να τραγουδώ·
μόν᾿ αλλάζω και ξαλλάζω τούς επιδέσμους τής μνήμης μου. Από τη συλλογή "Το Εγκαταλελειμμένο σπίτι" 1968 |
Τής ποίησης
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΊΗΣΗ
Αυτά τα ποιήματα — αθώα τοπία —κρύβουν ένα σωρό κινδύνους μπορεί να σάς φέρουν σε δύσκολη θέση. Οι στίχοι τους, εκ πρώτης όψεως κατανοητοί γίνονται δυσνόητοι· στην περιοχή τους συννεφιάζει απότομα. Πέφτουν χοντρές στάλες βροχής στα φυτά που παίρνουν το σχήμα τού σταυρού· οι στροφές τους απότομες, με τον αγέρα να σφυρίζει ψηλά και κάτωθε το βουητό τής θάλασσας άλλοτε απειλητικό κι άλλοτε μακρύ κι απελπισμένο· και μην σκεφτείτε την ανάπαυλα στο χέρσο διάστημα ανάμεσα στις αβύσσους· γιατί αυτή η περιοχή τής περισυλλογής τής προετοιμασίας και τού μεσημεριάτικου ύπνου είναι Ναρκοθετημένη. Από τη Συλλογή "Η πέμπτη έξοδος" 1980 |
|
ΤΟ ΠΟΊΗΜΑ
|
ΣΏΜΑ ΚΙΝΔΎΝΟΥ
|
VI
Η ποίησή μου έγινε κιόλας σαράντα χρόνων, τη θυμάμαι να μπουσουλάει στις σελίδες των περιοδικών και να την κυνηγώ μήπως μού ξεφύγει και περάσει στο περιθώριο τού χειρογράφου· μεγαλώνοντας δεν έκανε εύκολα παρέες. Μονάχα με ορισμένες συνομήλικες συναντιόταν σε κανένα ταβερνάκι, δεν έγινε ποτέ τού συρμού, ούτε οι φίλες της άλλωστε και τώρα μένει σπίτι διαβάζει παλιά γράμματα ακούει Μολδαύα σε δίσκους από βινύλιο — τα παράσιτα είναι πρωινό ξύπνημα πουλιών κι αχός από καταρράχτες -- Βλέπει παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες πού τα λένε όλα Η ποίησή μου έγινε σαράντα χρόνων κι αρχίζει να γκριζάρει. (Τα λαβωμένα 3, 1996) |
IV
Οπότε τα ᾿φερνε δύσκολα δανειζόταν λέξεις από το μεγάλο απόθεμα που κουβαλούσε μέσα του· έφτασε όμως στο σημείο με το συχνό δανεισμό να μειωθεί επικίνδυνα το ανεξάντλητο νταμάρι· με λίγα λόγια έτρωγε απ᾿ τα έτοιμα ενώ θα μπορούσε να αρκεστεί στο ένα μοναδικό ποίημα, αντί να σπαταλάει εδώ κι εκεί στίχους του ποντάροντας σε μιαν επισφαλή προσπάθεια αναγνώρισης τού ταλέντου του από ευκαιριακούς αναγνώστες. Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004 |
ΠΑΛΙΆ ΠΟΊΗΣΗ
Η έννοια μου δεν είναι πού ξενοκοιμάσαι αλλά μην
τυχόν και μού κρυολογήσεις γιατί οι στίχοι των περισσότερων ποιητών μπάζουν, μη μού αρρωστήσεις και δεν αντέχω τα νοσοκομεία τις μυρωδιές τους και το βήχα από φυματικές ομοιοκαταληξίες. Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004 |
ΠΑΛΙΆ ΠΟΊΗΣΗ: Διαβάζει ο ποιητής
|
ΔΙΌΤΙ ΤΙ ΣΌΙ ΠΟΙΗΤΉΣ ...
Διότι τι σόι ποιητής θα ήσουν φίλε μου αν
δεν έκρυβες δυο άσσους στο μανίκι σου και δεν τούς έριχνες στην τσόχα την ώρα που φαίνονταν πώς όλα είχαν τελειώσει. Ο κερδισμένος είχε απλώσει τα χέρια του κι έμεινε αποσβολωμένος όπως ο αναγνώστης σου όταν — διασχίζοντας ένα ανθισμένο λιβάδι -- αντικρύσει ξάφνου την άβυσσο και μείνει με το ένα πόδι στα λουλούδια και το άλλο κρεμασμένο στο κενό. Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 1996 |
Διότι τι σόι ποιητής. Διαβάζει ο ποιητής
|
ΤΉΣ ΎΠΑΡΞΗΣ
ΧΡΌΝΟΙ
Διότι κακά τα ψέματα κανένας
χρόνος δεν δουλεύει για μάς. Αντίθετα όλοι είναι εναντίον μας. Ο παρελθών με τις ανεπανόρθωτες ζημιές ο παρών να μάς μαχαιρώνει πισώπλατα κι ο μέλλων Α! ο μέλλων καμπούρης απ᾿ το βάρος τόσων ελπίδων σέρνεται και μάς καταριέται. Από τη συλλογή "Τα Λαβωμένα" |
|
ΠΑΡΕΊΣΑΚΤΟΣ
Όταν απλώνεις το χέρι κι οι άλλοι
κρατάνε το δικό τους στην τσέπη.
Όταν τούς κοιτάζεις στα μάτια κι
εκείνοι αφοσιώνονται στον πίνακα
τρία μέτρα δεξιά σου. Όταν εκλιπαρείς
για μια τους λέξη κι ακούς την ηχώ,
την τρομαγμένη ηχώ τής δικιάς σου φωνής.
Κάποιος τότε ξαναστρώνει το
μοναχικό σου κρεββάτι με τα κρύα
σεντόνια τής μοναξιάς.
Από τη συλλογή "Τα Λαβωμένα"
κρατάνε το δικό τους στην τσέπη.
Όταν τούς κοιτάζεις στα μάτια κι
εκείνοι αφοσιώνονται στον πίνακα
τρία μέτρα δεξιά σου. Όταν εκλιπαρείς
για μια τους λέξη κι ακούς την ηχώ,
την τρομαγμένη ηχώ τής δικιάς σου φωνής.
Κάποιος τότε ξαναστρώνει το
μοναχικό σου κρεββάτι με τα κρύα
σεντόνια τής μοναξιάς.
Από τη συλλογή "Τα Λαβωμένα"
ΣΏΜΑ ΚΙΝΔΎΝΟΥ
Ι
Ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια συνειδητοποιείς πώς ακουμπάς με τον ίδιο τρόπο το ποτήρι στο δίσκο, περνάς τα δάχτυλα στα μαλλιά σου — τα κάτασπρα πια -- λαχταράς το βλέμμα των γιων σου και δεν μπορείς να ολοκληρώσεις μια πρόταση με αγαπημένα πρόσωπα σε ανταμώματα και χωρισμούς, χωρίς να σε πνίγει ο λυγμός. Ό ίδιος εκείνος που τράνταζε το στέρνο τού πατέρα σου. Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004 |
II
Τώρα που πέσανε και τα τελευταία φύλλα φάνηκαν οι φωλιές, οι έρημες φωλιές κάτω από έναν γκρίζο ετοιμόρροπο ουρανό παρατημένες στο έλεος τού Βοριά και των αχόρταγων βλεμμάτων μας. Προστατευμένες τον καιρό τής αναπαραγωγής από την πολύβουη ανθοφορία και τα εαρινά δρομολόγια των τραίνων με ανοιχτούς γιακάδες βιαστικές χειραψίες κι ένα «χαίρω πολύ», κλεμμένα από το χρόνο που καταβροχθίζει φωλιές εποχές και βιαστικές αμαξοστοιχίες με ανυποψίαστους επιβάτες. Από τη συλλογή "Σώμα Κινδύνου" 2004 |
ΕΙΚΌΝΕΣ ΑΠΌ ΠΑΡΩΧΗΜΈΝΟ ΧΡΌΝΟ
Ι
Έντεκα μήνες το χρόνο το σπίτι είναι δικό τους, μπαίνουν από παντού κανένας δεν τούς εμποδίζει ψάχνουν για μια φωτογραφία των δισέγγονων στο ξεχασμένο λεύκωμα αφημένο επίτηδες στην εταζέρα τού τζακιού πλάι στις δικές τους. Το καλοκαίρι βρίσκουμε απομεινάρια από κούτσουρα στο τζάκι — παλιά θαλπωρή — με τα δέντρα γυμνά στον κήπο και τη βροχή ν᾿ ακούγεται καθώς ροβολάει κουβαλώντας αστραπές κι αστροφεγγιές στη βυθισμένη μας στέρνα. |
II
Ο πατέρας καθισμένος κάτω απ᾿ την περγουλιά στην αυλή ν᾿ αγναντεύει τη «Μπέρτσια» απέναντι και μακρύτερα τη «Ρονίτσα». Τα δέντρα τους που διαγράφονται στις κορφές από την εποχή που νομίζαμε πώς ο κόσμος εκεί τελείωνε και δεν μάς χρειαζόταν κανένας άλλος. Ο χρόνος όμως κρατούσε το τσεκούρι του κι άνοιγε δρόμους για μια θαυμαστή περιπέτεια ολόκληρης ζωής που κράτησε λίγο, τόσο απελπιστικά λίγο. |
III
Δεν ωφελούν τα δάκρυα. Αλλά τι είναι εκείνο που
ωφελεί τώρα που δεν υπάρχει καιρός να διορθωθεί
καμιά ζημιά και μέρα με τη μέρα μάς περικυκλώνει
η ερημιά. Ακούγονται οι οιμωγές της απόμακρες
στην αρχή, με τον καιρό πιο κοντινές· ορισμένοι κάνουν
πως δεν ακούνε ή υποκρίνονται διώχνοντας τις
απειλές, ορθώνοντας το ανάστημα, πουλώντας ακριβά
το τομάρι τους, γνωρίζοντας «πως ο εφιάλτης θα φανεί
στο τέλος και οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».
Από τη συλλογή "Χρονοσυλλέκτης"
Δεν ωφελούν τα δάκρυα. Αλλά τι είναι εκείνο που
ωφελεί τώρα που δεν υπάρχει καιρός να διορθωθεί
καμιά ζημιά και μέρα με τη μέρα μάς περικυκλώνει
η ερημιά. Ακούγονται οι οιμωγές της απόμακρες
στην αρχή, με τον καιρό πιο κοντινές· ορισμένοι κάνουν
πως δεν ακούνε ή υποκρίνονται διώχνοντας τις
απειλές, ορθώνοντας το ανάστημα, πουλώντας ακριβά
το τομάρι τους, γνωρίζοντας «πως ο εφιάλτης θα φανεί
στο τέλος και οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».
Από τη συλλογή "Χρονοσυλλέκτης"
ΑΝΑΦΙΛΗΤΆ
Χριστουγεννιάτικο
Στους δρόμους στημένα τα ελάτια τα μικρά κλαιν το χωρισμό και γλείφουν τις πληγές τους και μες σε κάμαρες ζεστές οι φωτισμένες τους κορφές στέλνουν απεγνωσμένα τα S.O.S. τους. Από τη συλλογή "Λαβωμένα 2" |
20ός αιώνας
Οι μεγάλες ασφαλτοστρωμένες λεωφόροι είναι το πένθος τής γης για τα καμένα δέντρα τα θαμμένα ποτάμια και τα λησμονημένα περιβόλια. Από τη συλλογή "Λαβωμένα 2" |