Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ
|
Ένας τρυφερός, ευαίσθητος, μελαγχολικός ποιητής, που την αγάπη του για τα ζώα τη θυμάμαι με συγκίνηση από τα πρώτα μαθητικά μου χρόνια.
Ἀπολογία στὰ Ζῶα
Σὰν ἀλαργεύουν ἀπὸ μὲ γεμάτοι τρόμο οἱ γάτοι
θαρρώντας ποὺ ἀπαντήθηκαν μὲ φοβερὸ διαβάτη ἂς ἦταν, Θέ μου, δυνατὸ νὰ βγοῦνε ἀπ᾿ τὴν ἀπάτη! Ὁ ἴσκιος ποὺ τρέχει νὰ χαθεῖ παράμερα τοῦ δρόμου μέσ᾿ στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα ποὺ πάω στὸ φτωχικό μου νὰ τὄξερε τί ἀνάξιος ὁποὖμαι τέτοιου τρόμου! Μὲ τῶν προγόνων τους θὰ ζοῦν τὰ θολωμένα φρένα καὶ τρέμουνε τὸν ἄνθρωπο τὰ ζῷα τ᾿ ἀγαπημένα ἴσως κι ἐγώ, σκληρὸ παιδί, νὰ τἆχα ἀδικημένα. Μὰ τώρα ποὔχω μέσα μου ἐλέους κι ἀγάπης βρύση πολλῶν ψυχῶν τὰ κρίματα μποροῦσε νὰ τὰ σβήσει στῆς γάτας τὸ γουναρικὸ τὸ χάδι μου ἂν γλυστρήσει. Στὴ μοναξιά μας τὴν ἱερὴ καὶ τὴ βαθειὰ ἡσυχία ὅταν ἐκείνη ἀργοπατεῖ στὰ μάταια τὰ βιβλία δὲν εἶναι ἡ σιωπή μας νοῦς, ὁ λόγος ἀνοησία; Βουβὴ ἡ ἁφή, μὰ νόημα κι ὑπομονὴ γεμάτη χαϊδεύοντας τὴ ράχη του, γυρτή, ἁπαλή, χνουδάτη, μιλεῖ τοῦ ζῴου γιὰ τὴ φριχτὴν ἀνθρώπινην ἀπάτη. Ἂς ἦταν ἡ ἀσημότερη κι ἡ πιὸ κυνηγημένη στὸ κρύο! τὴ νύχτα! ἀπὸ στενὸ σοκάκι μαζεμένη ἀπὸ τὶς δοῦλες καὶ τὶς γριὲς ἀναθεματισμένη, Απὸ τὸ πετροβόλημα παιδιῶν φοβερισμένη γιὰ ζεστασιά! γιὰ μίλημα! γιὰ χάδι πεινασμένη αὐτὴ ποὺ θάτανε γραφτὸ νὰ κάμω εὐτυχισμένη! |
Λυπημένα δειλινά
Moυσική: Γιάννης Σπανός, Τραγούδι: Καίτη Χωματά. |
Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆς
γυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά, τὰ λυπημένα δειλινὰ στοχάζομαι τῆς Κυριακῆς. Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰ τὸ μαραμένο θηλυκὸ δίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰ ποτίζει τὸ βασιλικό. Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾶ, κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ ποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ τὸ γιορτινό της τὸ γκρενά. Σὰ μοίρα κάθεται μιά γριά. Στὸ φώς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦ μακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ... Καμπάνα ἀκούγεται μακριά... Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶ θὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ. Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ τελευταίου πραματευτῆ. Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ. Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά... Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά, Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή! |
Η Γυναίκα στο πάρκο.
Από το πάρκο επέρασεν η ώριμη κυρία,
μέσα στους όρθιους των δεντρών, ολόρθη, τους κορμούς. Φύλλα νεκρά τής έρριξε η χρυσή δεντροστοιχία και μείς τους μαραμένους μας συλλογισμούς. Θά 'ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών. Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της, και την υδρία της γέμισε στη βρύση των λυγμών. Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη, κι απάνου απ' τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβυστή, στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε το δείλι τα πληγωμένα απ' την βροχή κλαριά, να ξεχαστεί. Κι εγώ, που από το μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα, την είδα κι είπα: «Είναι νωρίς· θα μείνω...» Μυστικά στον πόνο και στη γνώση της να εμπιστευτώ μπορούσα τα δάκρυά μου τα τωρινά και τ' αναμνηστικά. Τότε θα γύρομε κι οι δυο σε μια βαθιά ησυχία, οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθεί απ' τον καθέναν η παλιά πικρή του αποτυχία τρυγώντας του άλλου τα φιλιά οπού έχουν μαραθεί. Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι ατάραχη ώρα, ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχείς και να γευτείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα βαριά απ' το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής. Την ίδια δόξα επόθησε τη χινοπωρινή καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κ᾿ η καρδιά της τα πληγωμένα ετάραξε για μια στιγμή φτερά της - όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή. Και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί κι αγνοημένοι.... Ο λόγος που δεν ήτανε γραφτό μας ν' ακουστεί καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί. |
Η προσευχή του ταπεινού
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σού λέω την προσευχή μου. Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ᾿ τη δική μου. Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι. Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη. Μ᾿ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω. Προσμένω τα χειρότερα. Είν᾿ αμαρτία να ελπίσω. Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα. Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ᾿ τον αγέρα. Δεν έχω δόξα. Είν᾿ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει. Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει. Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι. Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ. Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω η να κρατήσω. Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ῾ναι τέτοια ελπίδα. Ευδόκησε ν᾿ αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω... Σ᾿ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα. |
Ο παπαγάλος
Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά: «Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά. Τι κάθομαι δω πέρα;» Την πράσινη ζακέτα του φορεί και στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει, για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη. Παίρνει μια στάση λίγο σοβαρή, ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα, και τους λέει: «καλησπέρα»! |
Ο λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τι διαβασμένος, λένε, ο παπαγάλος! Θα 'ναι σοφός αυτός πολύ μεγάλος, αφού μπορεί και ανθρώπινα μιλεί. Απ' τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει πόσα βιβλία μαζί του να 'χει φέρει, με τι σοφούς εμίλησε, και πόσα να ξέρει στων γραμματικών τη γλώσσα! «Κυρ παπαγάλε, θα 'χομε την τύχη ν' ακούσωμε τις λες και πάραπέρα;» Ο παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει... μα τι να πει; Ξανάπε: «καλησπέρα». |