Γιόλα Αναγνωστοπούλου - Η μούσα τού Παύλου Σιδηρόπουλου
Τα στοιχεία προέρχονται από τα Site
https://www.ogdoo.gr/prosopa/afieromata/giola-anagnostopoylou-i-moysa-tou-paylou-sidiropoulou
και https://itravelpoetry.com/2019/07/11/giola-anagnwstopoulou/
Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου γεννήθηκε το 1955 και πέθανε τον Μάρτιο 2005. Τοξικομανής από το 1978, εξέφρασε με εξαιρετικά καλλιτεχνικό τρόπο την κουλτούρα τού "κίτρινου σούρουπου", δηλαδή όλα εκείνα τα ευαίσθητα παιδιά, που υπέφεραν από προσωπικά αδιέξοδα και δεν κατόρθωσαν (ή και δεν θέλησαν) να προσαρμοστούν στην κοινωνία των «υγιών» και «σοβαρών» ανθρώπων.
Εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Ποιήματα» (1972), ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια Γυμνασίου. Πρόλαβε να τυπώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές, όλες στις εκδόσεις "Νίκη", που ανήκαν στον πατέρα της: «Κατ᾿ Εικόνα και Ομοίωσιν» (1973) και «Οξείς Μετάλλου ήχοι περιστρέφουν τις Όψεις τής Αποθάρρυνσης» (1979), όλες εξαντλημένες. Όμως, το μεγαλύτερο ποιητικό έργο της παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε μετά τον θάνατό της, σε σκόρπια χαρτιά και σελίδες ημερολογίων. Σπουδαία ποιήματα, γραμμένα ακόμη και σε χαρτοπετσέτες.
Εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Ποιήματα» (1972), ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια Γυμνασίου. Πρόλαβε να τυπώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές, όλες στις εκδόσεις "Νίκη", που ανήκαν στον πατέρα της: «Κατ᾿ Εικόνα και Ομοίωσιν» (1973) και «Οξείς Μετάλλου ήχοι περιστρέφουν τις Όψεις τής Αποθάρρυνσης» (1979), όλες εξαντλημένες. Όμως, το μεγαλύτερο ποιητικό έργο της παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε μετά τον θάνατό της, σε σκόρπια χαρτιά και σελίδες ημερολογίων. Σπουδαία ποιήματα, γραμμένα ακόμη και σε χαρτοπετσέτες.
Ο έρωτάς της με τον Παύλο Σιδηρόπουλο εξελίσσεται στα χρόνια 1977-1980 κι ενώ ήταν φοιτήτρια στο Παρίσι (σπούδαζε Φιλοσοφία). Ο Παύλος την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, δεν κατόρθωσε ποτέ να την ξεπεράσει. Η σχέση τους έμοιαζε σαν ένα οδήγημα τρελό, πάνω από γκρεμό. Ο Παύλος, στα χρόνια αυτά, παρουσιάζει τα δύο σημαντικότερα έργα του (Φλου και Εν Λευκώ). Η Γιόλα ήταν γι᾿ αυτόν ένας τεράστιος, δημιουργικός και ταυτόχρονα καταστροφικός επηρεασμός. Η Γιόλα ήταν η μούσα του, αλλά η Γιόλα ήταν και η αιτία που παγιδεύτηκε στην ηρωίνη.
Σε όλα της τα γραπτά η Γιόλα εκφράζει μια μάχη ή μια ανακωχή που κάνει με τον αυτοκαταστροφικό εαυτό της. Το βασικό γνώρισμα τής Γιόλας Αναγνωστοπούλου, είναι πως, στα ποιήματά της, συνομιλεί με τον εαυτό της.
Αλλά στην περίπτωσή της, όταν λέμε «εαυτό», εννοούμε δύο πρόσωπα. Το ένα, είναι η Γιολάντα τής λογικής, που μπορεί και βλέπει τον κίνδυνο και προσπαθεί να τον αποφύγει. Το άλλο, είναι το «Βλαμίθιο πλάσμα», η ίδια με άλλη διάθεση, όταν παραδίνεται στην αυτοκαταστροφή και στο πάθος. Η λέξη Βλαμίθιο είναι ο σαρκαστικός χαρακτηρισμός που αποδίδει η ίδια στον δεύτερο εαυτό της: η συγχώνευση δύο λέξεων: Βλαμμένου και Ηλίθιου.
Υπάρχουν ποιήματα που μιλά στο Βλαμίθιο, και ποιήματα, που το Βλαμίθιο μιλά στην Γιολάντα. Συνήθως, απευθύνεται στο Βλαμίθιο, πολύ ψυχρά και το βρίζει. Υπάρχουν φορές όμως, που τού μιλά τρυφερά, σαν μητέρα που βλέπει το παιδί της να καταστρέφεται και πονάει. (Ένα τέτοιο ποίημα είναι το παρακάτω ποίημα «Νύχτες με Λευκά Φτερά», δεν υπάρχει σε καμία από τις τρεις ποιητικές συλλογές. Είναι από τα ποιήματα που βρέθηκαν σε χειρόγραφα, μετά τον θάνατό της).
Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως, όταν εκφράζεται δηλαδή σαν Βλαμίθιο πλάσμα. Σε αυτή την περίπτωση, ασκεί έντονη κριτική στην λογική της, και ταυτόχρονα, στην λογική τής «υγιούς» κοινωνίας. Άλλοτε πάλι, γράφει σαν φοβισμένο Βλαμίθιο, που τρέμει και ζητά σωτηρία.
ΝΎΧΤΕΣ ΜΕ ΛΕΥΚΆ ΦΤΕΡΆ
Ξέρω καλά
τις νύχτες όλες πού κρύβεσαι και τι περνάς
όταν φοράς
τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά
για να ξεχνάς.
Σε βλέπω πάλι
Απελπισμένη, τον έρωτα ψάχνεις να βρεις
και ματωμένη στα σκοτάδια
τρόμους παλιούς ιχνηλατείς.
Απόψε
μόνη ταξιδεύεις
δρόμους υγρούς και σκοτεινούς
Σκυφτή με μίσος
απαρνιέσαι
δεσμούς αναίτιους νοσηρούς.
Σε θέλω
έτσι προδομένη
δίχως ελπίδες περιττές.
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
στο παραμύθι και στο χτες.
Είναι ο έρωτας μια ανάσα
είναι στιγμή που ακροβατεί
Ένα σκοινί στη μια του άκρη
είμαι εγώ
στην άλλη εσύ.
Στο ποίημα αυτό, η Γιόλα, μιλά στο "Βλαμίθιο" με κατανόηση
Στο ίδιο πνεύμα τής ¨διπλής προσωπικότητας" και ένα άλλο κείμενο-ποίημα τής Γιόλας - άτιτλο, έτους 1979
Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι
με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες
χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν
και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη
μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά
— σαν θάνατος — χωρίς πόνο ή αγωνία,
σχεδόν χαρούμενη, παρόλο νεκρή,
ήχος κανείς, ομίχλη μόνο που κατεβαίνει,
το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό.
Μπαμ! Τινάχτηκε στον αέρα η επισφαλής μου ισορροπία.
Ο άνθρωπος που μού αποκάλυψε η πόρτα,
ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει.
Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη,
εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα
μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά,
με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας.
Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας
σε μαξιλάρια και εταζέρες και μού είπα
«είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω
και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή
μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία,
θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα,
χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ
κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη».
"Έρωτας και αγάπη"
Ο έρωτας γίνεται ταυτόχρονα αποκούμπι και μία νέα τρικυμία, από πάθος, ποίηση και χρήση ουσιών σε μία αναζήτηση τού ουσιώδους, τού τρόπου να αναπνέει κανείς. Ο πιο γνωστός της έρωτας, αυτός με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, είναι χαρακτηριστικός τής αντίληψής της. Από την μία αποζητά να χαθεί μέσα του, από την άλλη την τρομάζει η πλήρης απώλεια ελέγχου, βρίσκεται ξανά στο δίπολο λογικής — Βλαμίθιου πλάσματος.
Πίσω απ᾿ όλα φαίνεται να είναι όμως η ασυγκράτητη ανάγκη για αγάπη, για συντροφιά.
Στο εκπληκτικό ποίημα “Σήμερα σ᾿ αγαπάω” , ακούγεται η φωνή μιας γυναίκας που αναζητάει να κρατηθεί από την αγάπη, χωρίς να πιστεύει στις αυταπάτες τού “για πάντα”.
ΣΉΜΕΡΑ Σ᾿ ΑΓΑΠΆΩ
Το ξέρεις,
Σ᾿ αγαπάω, το ξέρεις.
Το ξέρεις,
Αλλιώς δε θα ήσουν όπως είσαι.
Το ξέρεις.
Με στηρίζεις κατά κάποιο τρόπο,
Όχι εντελώς βέβαια.
Αγαπάω,
τι είναι αυτό;
Τι είναι η αγάπη;
Αγάπη είναι η καύτρα τού τσιγάρου στο σκοτάδι
Και ο δίσκος στο πικ-απ,
Η αγωνία αν θα ᾿ρθεις όταν θα είμαι απελπισμένη,
Όταν τίποτα δεν έχω στα χέρια μου να σού ρίξω,
Όταν ούτε τα κλάματα δεν φέρνουν ανακούφιση.
Τότε το όνομά σου και η σκέψη σου μού έρχονται στο νου.
Κι αισθάνομαι χαρά και ηρεμία.
Τώρα, τούτο τον καιρό, τούτη τη στιγμή,
Μείνε κοντά μου, σε θέλω·
Αύριο δε ξέρω …
ίσως βαρεθούμε, ίσως εγώ πρώτη, ίσως εσύ,
Δεν έχει σημασία
Όμως για σήμερα τουλάχιστον, κράτα με σφιχτά και μη μ᾿ αφήνεις.
Σήμερα σ᾿ αγαπάω.
Το 1980, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου εγκαταλείπει τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξαφνικά, θέλοντας να αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής της και να «καθαρίσει». Απομακρύνεται από τον Παύλο, αλλά δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά. Έτσι, ζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέχρι που γίνεται 50 χρόνων και τελικά πεθαίνει μόνη στο σπίτι της, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο συκώτι.
Η Αναγνωστοπούλου, ανήκε στα παιδιά μεγαλοαστικών οικογενειών εκείνης της περιόδου, που έκαναν χρήση ουσιών αναζητώντας τις έντονες συγκινήσεις, ταΐζοντας την αδηφάγα περιέργεια τής ηλικίας. Η ίδια χαρακτηριστικά λέει για τούς λόγους που ξεκίνησε την ηρωίνη στον Μανώλη Νταλούκα :« Ήθελα μοιραία πάθη, η ιδεολογική ορφάνια που είχα ήταν τρομερή».
Ένα άλλο κείμενο τής Γιόλας - άτιτλο, έτους 1979.
Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές,
έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες.
Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται
και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου,
μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία
και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις
ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο.
Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε.
Περίμενε τον γκόμενο,
περίμενε τα φράγκα,
περίμενε την αναγνώριση,
περίμενε το πράμα,
περίμενε την έμπνευση,
περίμενε τις συνθήκες,
περίμενε τον θάνατο.
Βαρέθηκα μ᾿ ακούς; ΒΑΡΈΘΗΚΑ.
Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει,
βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται,
βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει,
βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια,
βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS,
βαρέθηκα να μην είμαι,
αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.
Σε όλα της τα γραπτά η Γιόλα εκφράζει μια μάχη ή μια ανακωχή που κάνει με τον αυτοκαταστροφικό εαυτό της. Το βασικό γνώρισμα τής Γιόλας Αναγνωστοπούλου, είναι πως, στα ποιήματά της, συνομιλεί με τον εαυτό της.
Αλλά στην περίπτωσή της, όταν λέμε «εαυτό», εννοούμε δύο πρόσωπα. Το ένα, είναι η Γιολάντα τής λογικής, που μπορεί και βλέπει τον κίνδυνο και προσπαθεί να τον αποφύγει. Το άλλο, είναι το «Βλαμίθιο πλάσμα», η ίδια με άλλη διάθεση, όταν παραδίνεται στην αυτοκαταστροφή και στο πάθος. Η λέξη Βλαμίθιο είναι ο σαρκαστικός χαρακτηρισμός που αποδίδει η ίδια στον δεύτερο εαυτό της: η συγχώνευση δύο λέξεων: Βλαμμένου και Ηλίθιου.
Υπάρχουν ποιήματα που μιλά στο Βλαμίθιο, και ποιήματα, που το Βλαμίθιο μιλά στην Γιολάντα. Συνήθως, απευθύνεται στο Βλαμίθιο, πολύ ψυχρά και το βρίζει. Υπάρχουν φορές όμως, που τού μιλά τρυφερά, σαν μητέρα που βλέπει το παιδί της να καταστρέφεται και πονάει. (Ένα τέτοιο ποίημα είναι το παρακάτω ποίημα «Νύχτες με Λευκά Φτερά», δεν υπάρχει σε καμία από τις τρεις ποιητικές συλλογές. Είναι από τα ποιήματα που βρέθηκαν σε χειρόγραφα, μετά τον θάνατό της).
Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως, όταν εκφράζεται δηλαδή σαν Βλαμίθιο πλάσμα. Σε αυτή την περίπτωση, ασκεί έντονη κριτική στην λογική της, και ταυτόχρονα, στην λογική τής «υγιούς» κοινωνίας. Άλλοτε πάλι, γράφει σαν φοβισμένο Βλαμίθιο, που τρέμει και ζητά σωτηρία.
ΝΎΧΤΕΣ ΜΕ ΛΕΥΚΆ ΦΤΕΡΆ
Ξέρω καλά
τις νύχτες όλες πού κρύβεσαι και τι περνάς
όταν φοράς
τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά
για να ξεχνάς.
Σε βλέπω πάλι
Απελπισμένη, τον έρωτα ψάχνεις να βρεις
και ματωμένη στα σκοτάδια
τρόμους παλιούς ιχνηλατείς.
Απόψε
μόνη ταξιδεύεις
δρόμους υγρούς και σκοτεινούς
Σκυφτή με μίσος
απαρνιέσαι
δεσμούς αναίτιους νοσηρούς.
Σε θέλω
έτσι προδομένη
δίχως ελπίδες περιττές.
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
στο παραμύθι και στο χτες.
Είναι ο έρωτας μια ανάσα
είναι στιγμή που ακροβατεί
Ένα σκοινί στη μια του άκρη
είμαι εγώ
στην άλλη εσύ.
Στο ποίημα αυτό, η Γιόλα, μιλά στο "Βλαμίθιο" με κατανόηση
Στο ίδιο πνεύμα τής ¨διπλής προσωπικότητας" και ένα άλλο κείμενο-ποίημα τής Γιόλας - άτιτλο, έτους 1979
Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι
με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες
χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν
και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη
μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά
— σαν θάνατος — χωρίς πόνο ή αγωνία,
σχεδόν χαρούμενη, παρόλο νεκρή,
ήχος κανείς, ομίχλη μόνο που κατεβαίνει,
το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό.
Μπαμ! Τινάχτηκε στον αέρα η επισφαλής μου ισορροπία.
Ο άνθρωπος που μού αποκάλυψε η πόρτα,
ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει.
Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη,
εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα
μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά,
με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας.
Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας
σε μαξιλάρια και εταζέρες και μού είπα
«είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω
και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή
μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία,
θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα,
χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ
κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη».
"Έρωτας και αγάπη"
Ο έρωτας γίνεται ταυτόχρονα αποκούμπι και μία νέα τρικυμία, από πάθος, ποίηση και χρήση ουσιών σε μία αναζήτηση τού ουσιώδους, τού τρόπου να αναπνέει κανείς. Ο πιο γνωστός της έρωτας, αυτός με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, είναι χαρακτηριστικός τής αντίληψής της. Από την μία αποζητά να χαθεί μέσα του, από την άλλη την τρομάζει η πλήρης απώλεια ελέγχου, βρίσκεται ξανά στο δίπολο λογικής — Βλαμίθιου πλάσματος.
Πίσω απ᾿ όλα φαίνεται να είναι όμως η ασυγκράτητη ανάγκη για αγάπη, για συντροφιά.
Στο εκπληκτικό ποίημα “Σήμερα σ᾿ αγαπάω” , ακούγεται η φωνή μιας γυναίκας που αναζητάει να κρατηθεί από την αγάπη, χωρίς να πιστεύει στις αυταπάτες τού “για πάντα”.
ΣΉΜΕΡΑ Σ᾿ ΑΓΑΠΆΩ
Το ξέρεις,
Σ᾿ αγαπάω, το ξέρεις.
Το ξέρεις,
Αλλιώς δε θα ήσουν όπως είσαι.
Το ξέρεις.
Με στηρίζεις κατά κάποιο τρόπο,
Όχι εντελώς βέβαια.
Αγαπάω,
τι είναι αυτό;
Τι είναι η αγάπη;
Αγάπη είναι η καύτρα τού τσιγάρου στο σκοτάδι
Και ο δίσκος στο πικ-απ,
Η αγωνία αν θα ᾿ρθεις όταν θα είμαι απελπισμένη,
Όταν τίποτα δεν έχω στα χέρια μου να σού ρίξω,
Όταν ούτε τα κλάματα δεν φέρνουν ανακούφιση.
Τότε το όνομά σου και η σκέψη σου μού έρχονται στο νου.
Κι αισθάνομαι χαρά και ηρεμία.
Τώρα, τούτο τον καιρό, τούτη τη στιγμή,
Μείνε κοντά μου, σε θέλω·
Αύριο δε ξέρω …
ίσως βαρεθούμε, ίσως εγώ πρώτη, ίσως εσύ,
Δεν έχει σημασία
Όμως για σήμερα τουλάχιστον, κράτα με σφιχτά και μη μ᾿ αφήνεις.
Σήμερα σ᾿ αγαπάω.
Το 1980, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου εγκαταλείπει τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξαφνικά, θέλοντας να αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής της και να «καθαρίσει». Απομακρύνεται από τον Παύλο, αλλά δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά. Έτσι, ζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέχρι που γίνεται 50 χρόνων και τελικά πεθαίνει μόνη στο σπίτι της, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο συκώτι.
Η Αναγνωστοπούλου, ανήκε στα παιδιά μεγαλοαστικών οικογενειών εκείνης της περιόδου, που έκαναν χρήση ουσιών αναζητώντας τις έντονες συγκινήσεις, ταΐζοντας την αδηφάγα περιέργεια τής ηλικίας. Η ίδια χαρακτηριστικά λέει για τούς λόγους που ξεκίνησε την ηρωίνη στον Μανώλη Νταλούκα :« Ήθελα μοιραία πάθη, η ιδεολογική ορφάνια που είχα ήταν τρομερή».
Ένα άλλο κείμενο τής Γιόλας - άτιτλο, έτους 1979.
Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές,
έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες.
Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται
και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου,
μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία
και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις
ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο.
Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε.
Περίμενε τον γκόμενο,
περίμενε τα φράγκα,
περίμενε την αναγνώριση,
περίμενε το πράμα,
περίμενε την έμπνευση,
περίμενε τις συνθήκες,
περίμενε τον θάνατο.
Βαρέθηκα μ᾿ ακούς; ΒΑΡΈΘΗΚΑ.
Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει,
βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται,
βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει,
βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια,
βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS,
βαρέθηκα να μην είμαι,
αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.