Η κυρία Νταλογουέι Μυθιστορηματική Ανθολόγηση
Κάποια βιβλία θέλουν το χρόνο τους. Μια εύκολη δικαιολογία στον εαυτό μας, γιατί την πρώτη φορά ξεπετάξαμε ένα αριστούργημα, δεν το προσέξαμε από την αρχή, το βρήκαμε κουραστικό, και η ανάγνωσή του ήταν μια διεκπεραίωση. Που σημαίνει ότι δεν σκύψαμε πάνω του όσο έπρεπε για να μας κατακτήσει το ύφος τού συγγραφέα.
Αυτό έπαθα με την κυρία Νταλογουέι όταν την πρωτοσυνάντησα. Ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με ένα ακατάπαυστο συνειρμικό τρόπο, που τη σκυτάλη παίρνουν τα διάφορα πρόσωπα, αλλά που ποτέ η ανάκληση των παραστάσεων δεν γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, αλλά στο τρίτο: Αμέσως από τις πρώτες γραμμές: «κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν» Στο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε μια μέρα του 1923, από το πρωί που η κυρία Νταλογουέι, βγαίνει για να προμηθευτεί τα λουλούδια για τη βραδινή δεξίωσή της, μέχρι που «έφευγε η Έλι Χέντερσον, σχεδόν τελευταία, παρόλο που δεν τής είχε μιλήσει κανείς, αλλά ήθελε να δει τα πάντα, να τα διηγηθεί στην Ίντιθ. Ο Ρίτσαρντ κι η Ελίζαμπεθ ( ο άντρας και η κόρη της κυρίας Νταλογουέι: σημείωση δική μου) χαίρονταν που τελείωνε η δεξίωση, κι ο Ρίτσαρντ ήταν περήφανος για την κόρη του. Και δεν είχε σκοπό να τής το πει, αλλά τού ήταν αδύνατο και να κάνει αλλιώς. Την κοιτούσε, είπε, κι αναρωτιόταν, ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; κι ήταν η κόρη του! Εκείνη χάρηκε τόσο μ᾿ αυτό». Μέσα από το συνειρμό, έρχονται στην επιφάνεια οι ζωές των προσώπων, ένα χρωμάτισμα τής ζωής, με φως και σκιές, με πραγματώσεις και ματαιώσεις, με όνειρα και διαψεύσεις όπως ακριβώς είναι η ζωή. Το παραθεριστικό καλοκαιρινό Μπόρτον, ο αέρας τού Μπόρτον που ανέμιζε τις κουρτίνες στην ανοικτή μπαλκονόπορτα, το Μπόρτον των παιδικών και εφηβικών χρόνων και των πρώτων ερωτικών ψηλαφήσεων αναδύεται στο παρόν. Πάντα κάτω από την απάθεια του χρόνου, που σταθερά θυμίζουν τα χτυπήματα τού ρολογιού τού Μπινγκ Μπεν. Τρία είναι τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα: Η κυρία Κλαρίσα Νταλογουέι, ο Πίτερ Γουόλς ο έρωτας των εφηβικών της χρόνων στο Μπόρτον, και ο Σέπτιμους (Γουόρεν Σμιθ), ερείπιο ψυχικά από τον πόλεμο που έχει τελειώσει πριν λίγα χρόνια, μια περσόνα τής Γουλφ, στον οποίο έχει μεταβιβάσει όλο της το βαρύ ψυχικό φορτίο. Γύρω από αυτούς: Ο σύζυγος τής κυρίας Νταλογουέι "ο αξιοθαύμαστος" Ρίτσαρντ Νταλογουέι που τον επιλέγει η Κλαρίσα, παραμερίζοντας τα αισθήματά της για τον αιθεροβάμονα Πίτερ Γουόλς. Η φίλη των εφηβικών χρόνων τής Κλαρίσα και τού Πίτερ, η Σάλι Σίτον ένα όμορφο χαριτωμένο απερίσκεπτο κορίτσι, η οποία υπήρξε ό πρώτος πραγματικός έρωτας τής κυρίας Νταλογουέι. Η δεκαεφτάχρονη κόρη τής Κλαρίσα η Ελίζαμπεθ "ένας υάκινθος που δεν τον έχει δει ο ήλιος", και η θεούσα Δεσποινίς Ντόρις Κίλμαν "φρικτή γυναίκα" την αποκαλεί η Κλαρίσα, γιατί τής έχει ξεμυαλίσει την κόρη και τής την έχει αποπλανήσει ερωτικά (υποπτεύεται), εκτός από τη θρησκευτική σκουριά με την οποία έχει "λερώσει". Η Ρέζια (Λουκρέτσια) ένα λουλούδι από την Ιταλία, γυναίκα τού Σέπτιμους, που μαραίνεται κάθε μέρα μαζί του μοιραζόμενη τούς εφιάλτες που τον πνίγουν. Ο Χιου Γουίτμπρεντ ένας κενός τζέντλεμαν των Αγγλικών κολλεγίων, αναρριχώμενος συνεχώς και η πάντα άρρωστη γυναίκα του, Ίβλιν. Οι γιατροί Χολμς Μπρούερ και Γουίλιαμ Μπράντσο που, "νοσηλεύουν" τον Σέπτιμους και αποτελούν τούς στόχους για να ασκείται η Γουλφ με τα βέλη της. Η λαίδη Μίλισεντ Μπρούτον, με πολιτικές διασυνδέσεις και η γραμματέας της, δεσποινίδα Μίλι Μπρας, μια άχαρη κοπέλα, χωρίς καμιά θηλυκότητα. Ο κύριος Πάρι, ο πατέρας τής Κλαρίσα και ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —η θεία Χέλενα — αδερφή τού Πάρι. Την ανθολόγηση τού κειμένου την άρχισα για μένα, για να μπορώ να προσφεύγω εύκολα, στα πιο σημαντικά υφολογικά κομμάτια, πράγμα που στην εξέλιξη αποδείχθηκε χωρίς νόημα, γιατί τελικά απ᾿ αυτό το αριστούργημα δεν υπήρχε τίποτα για πέταμα. Μιας όμως και το άρχισα, το έφθασα μέχρι τέλους, με κάποιες παραλήψεις, έτσι και για να δικαιολογείται ό όρος ανθολόγηση, αλλά με απόλυτο σεβασμό στη μυθιστορηματική πλοκή. Στην αρχή αυτό έγινε από το βιβλίο "Η κυρία Νταλογουέι" εκδόσεις Μεταίχμιο μετάφραση Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, και όπου συνάντησα σκιές, χρησιμοποίησα στη συνέχεια το ίδιο βιβλίο, στις εκδόσεις Μίνωας μετάφραση Βασιλική Κοκκίνου. Στο ανθολογούμενο κείμενο ως προς τα σημεία στίξης, για τα: του, τους, της, μου, σου, μας, σας, όταν είναι άρθρα ή προσωπικές αντωνυμίες, είναι τονισμένα ( τού κόσμου, τής είπα, μού έδωσε κλπ. ) και όταν είναι κτητικές αντωνυμίες είναι άτονα ( ο κήπος της, το όνομα σου). |
Η κυρία Νταλογουέι
Η κυρία Νταλογουέι είπε πως θα τα αγοράσει η ίδια τα λουλούδια.
Γιατί η Λούσι είχε δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν απ᾿ τους μεντεσέδες·οι άντρες του Ραμπλμάγιερ θα έφταναν από στιγμή σε στιγμή. Κι έπειτα, σκέφτηκε η Κλαρίσα Νταλογουέι, τι όμορφο πρωινό — δροσερό, σαν δώρο προορισμένο για τα παιδιά στην ακρογιαλιά.
Τι τρέλα! Τι βύθισμα! Γιατί έτσι τής φαινόταν πάντα όταν, μ᾿ ένα ελαφρό τρίξιμο τών μεντεσέδων, που το άκουγε ακόμα και τώρα, άνοιγε διάπλατα την μπαλκονόπορτα και βουτούσε στον αέρα τής εξοχής στο Μπόρτον. Πόσο φρέσκος και γαλήνιος, πόσο πιο ασάλευτος φυσικά απ᾿ αυτόν εδώ, ήταν ο αέρας νωρίς το πρωί· σαν παφλασμός στο κύμα· σαν φιλί από κύμα· ψυχρός και κοφτερός, αλλά και βαρύς, για το δεκαοχτάχρονο τότε κορίτσι, που ένιωθε, καθώς στεκόταν εκεί στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, πως κάτι φοβερό θα συμβεί· κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν· στεκόταν και κοιτούσε, ώσπου είπε ο Πίτερ Γουόλς: «Στοχάζεσαι ανάμεσα στα λαχανικά;» —κάπως έτσι το είπε;— «Εγώ προτιμώ τούς ανθρώπους απ᾿ τα κουνουπίδια» — κάπως έτσι; Πρέπει να το είπε στο πρόγευμα κάποιο πρωί, όταν εκείνη είχε βγει στη βεράντα — ο Πίτερ Γουόλς. Μια απ᾿ αυτές τις μέρες θα ερχόταν απ᾿ την Ινδία, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, ξεχνούσε ποιο μήνα, γιατί τα γράμματά του ήταν φοβερά βαρετά· τις φράσεις του θυμόσουν· τα μάτια του, το σουγιά του, το χαμόγελό του, την παραξενιά του και, όταν εκατομμύρια πράγματα είχαν εξαφανιστεί εντελώς —τι περίεργο!—, μερικές φράσεις σαν αυτή για τα λάχανα. Άκουσε το ρολόι τού Μπιγκ Μπεν να χτυπά. Στην αρχή όπως όλα. Μια προειδοποίηση, μελωδική· μετά η ώρα, η αμετάκλητη. Πόσο ανόητοι είμαστε, σκέφτηκε, διασχίζοντας την οδό Βικτόρια. Ένας θεός ξέρει γιατί την αγαπάμε τόσο τη ζωή, γιατί την πλάθουμε, τη χτίζουμε γύρω μας, τη σωριάζουμε κάθε στιγμή, για να τη δημιουργήσουμε ξανά· δεν μπορεί να ρυθμιστεί με νόμους τού κράτους, ήταν σίγουρη. Την αγαπούν όλοι τη ζωή.
Ήταν μέσα Ιουνίου. Ο Πόλεμος είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς, συντρίμμια και σπαραγμένους ανθρώπους.
Και παντού, παρόλο που ήταν ακόμη τόσο νωρίς, ο θόρυβος στους δρόμους ήταν μεγάλος. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να έρχεται —τα υπουργεία διαγράφονταν πίσω του, τι κατάλληλο φόντο—, κουβαλώντας ένα χαρτοφύλακα με το βασιλικό οικόσημο, ποιος άλλος απ᾿ τον Χιου Γουίτμπρεντ τον παλιό της φίλο τον Χιου — τον αξιοθαύμαστο Χιου!
«Καλή σου μέρα, Κλαρίσα!» είπε ο Χιου με κάπως υπερβολικό τρόπο, γιατί γνωρίζονταν από παιδιά. «Για πού το ᾿βαλες;»
«Λατρεύω να περπατάω στο Λονδίνο» είπε η κυρία Νταλογουέι. «Πραγματικά, είναι καλύτερα απ᾿ την εξοχή».
Μόλις είχαν φτάσει —δυστυχώς— για να επισκεφτούν γιατρούς. Οι Γουίτμπρεντ έρχονταν «για να δουν γιατρούς». Είναι πάλι άρρωστη η Ίβλιν; Η Ίβλιν είναι αδιάθετη, είπε ο Χιου, (πάντοτε υπερβολικά καλοντυμένος, προφανώς λόγω τής θεσούλας του στα Ανάκτορα). Ο Χιου όπως ήταν φουριόζος, την έκανε πάντοτε να αισθάνεται, κάπως ανεπαρκής δίπλα του· σαν μαθήτρια· αλλά ένιωθε συνδεδεμένη μαζί του, γιατί τον ήξερε τόσα χρόνια, αλλά και γιατί πράγματι θεωρούσε ότι ήταν καλός τύπος, με τον τρόπο του, παρόλο που τον Ρίτσαρντ (τον άντρα της), τον εξόργιζε, όσο για τον Πίτερ Γουόλς, ποτέ μέχρι σήμερα, δεν τής συγχώρεσε που τον συμπαθούσε.
Μπορεί ο Πήτερ να έλεγε, ότι ούτε καρδιά έχει ούτε μυαλό, ότι δεν έχει τίποτε άλλο εκτός απ᾿ τους τρόπους και την ανατροφή ενός άγγλου τζέντλεμαν, αυτό όμως ήταν απλά και μόνο ο αγαπημένος της ο Πίτερ στη χειρότερή του διάθεση· και μπορούσε να γίνει αφόρητος· μπορούσε να γίνει ανυπόφορος· αλλά ήταν αξιολάτρευτος όταν περπατούσες μαζί του ένα πρωινό σαν κι αυτό.
Έκαναν αιώνες να ιδωθούν εκείνη κι ο Πίτερ· εκείνη δεν τού έγραψε ποτέ και τα δικά του γράμματα ήταν ξερά φύλλα· αλλά ξαφνικά τής ερχόταν η ιδέα. Αν ήταν μαζί μου τώρα τι θα έλεγε, — κάποιες μέρες, κάποιες εικόνες τής τον ξανάφερναν στο νου με ηρεμία, χωρίς την παλιά πικρία· ίσως αυτή ήταν η ανταμοιβή της, που ενδιαφερόταν για τούς ανθρώπους. Αλλά ο Πίτερ —όσο όμορφη κι αν ήταν η μέρα, τα λουλούδια, το χορτάρι και το κοριτσάκι που ήταν ντυμένο στα ροζ— ο Πίτερ δεν έβλεπε τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κόσμος τον ενδιέφερε· ο Βάγκνερ, η ποίηση του Πόουπ, ο χαρακτήρας τών ανθρώπων, πάντοτε, και τα ελαττώματα τής δικής της ψυχής. Πως την επέπληττε! Πως μάλωναν! Θα παντρευτεί Πρωθυπουργό και θα στέκεται στην κορυφή τής σκάλας· η τέλεια οικοδέσποινα, έτσι την είχε χαρακτηρίσει (είχε κλάψει γι᾿ αυτό στην κρεβατοκάμαρά της), έχει τα προσόντα τής τέλειας οικοδέσποινας, είχε πει εκείνος.
Έτσι βρισκόταν πάλι στο Σεντ Τζέιμς Παρκ διαπιστώνοντας για μια ακόμα φορά πως είχε δίκιο —τόσο, μα τόσο δίκιο— που δεν τον παντρεύτηκε. Γιατί στο γάμο πρέπει να υπάρχει κάποιο περιθώριο, λίγη ελευθερία ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι· αυτά τής τα πρόσφερε ο Ρίτσαρντ, το ίδιο κι εκείνη σ᾿ αυτόν. (Πού βρισκόταν σήμερα το πρωί, για παράδειγμα; Σε κάποια επιτροπή, ποτέ δεν ρωτούσε σε ποια.) Αλλά με τον Πίτερ έπρεπε όλα να είναι μοιρασμένα· να συζητιούνται όλα. Ήταν αφόρητο, κι όταν έγινε εκείνη η σκηνή δίπλα στο σιντριβάνι στον κηπάκο, αναγκάστηκε να διακόψει μαζί του, διαφορετικά θα διαλύονταν, θα καταστρέφονταν κι οι δυο τους, ήταν πεπεισμένη· παρόλο που κουβαλούσε μέσα της για χρόνια τη θλίψη, την οδύνη, σαν βέλος μπηγμένο στην καρδιά της· κι έπειτα ο τρόμος τής στιγμής που κάποιος σε μια συναυλία τής είπε ότι παντρεύτηκε μια γυναίκα που είχε συναντήσει στο πλοίο, στο ταξίδι του προς την Ινδία.
Ψυχρή, άκαρδη, σεμνότυφη την αποκάλεσε. Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει με ποιον τρόπο αγαπούσε εκείνος. Αλλά οι Ινδές προφανώς καταλάβαιναν — ανόητες, χαριτωμένες, ανάλαφρα απλοϊκές. Και ήταν ανώφελος ο οίκτος της. Γιατί είναι πολύ ευτυχισμένος, την είχε διαβεβαιώσει — απόλυτα ευτυχισμένος, παρόλο που δεν είχε κάνει ούτε ένα απ᾿ τα πράγματα για τα οποία μιλούσαν· ολόκληρη η ζωή του ήταν μια αποτυχία. Ακόμη την έκανε να θυμώνει αυτό.
Δεν θα έλεγε για κανέναν στον κόσμο τώρα ότι ήταν έτσι ή αλλιώς. Ένιωθε πολύ νέα· και ταυτόχρονα ανείπωτα γερασμένη. Περνούσε κοφτερή σαν μαχαίρι μέσα απ᾿ όλα· και την ίδια ώρα ήταν έξω και παρατηρούσε. Είχε πάντοτε την εντύπωση πως ήταν πολύ, μα πολύ επικίνδυνο να ζεις έστω και μια μέρα. Όχι πως θεωρούσε ότι ήταν έξυπνη ή ότι ξεχώριζε απ᾿ τους κοινούς θνητούς. Δεν ήξερε τίποτε· ούτε μια γλώσσα, ούτε ιστορία· σπάνια διάβαζε πια βιβλίο, εκτός από απομνημονεύματα στο κρεβάτι· κι όμως όλα αυτά την απορροφούσαν εντελώς·
Το μοναδικό της χάρισμα ήταν ότι καταλάβαινε τούς ανθρώπους σχεδόν από ένστικτο σκέφτηκε, συνεχίζοντας να περπατάει. Αλλά όλοι είχαν αναμνήσεις· εκείνη αγαπούσε αυτό, ό,τι είχε εδώ, τώρα, μπροστά της· τη χοντρή κυρία στο ταξί. Είχε καμία σημασία λοιπόν, αναρωτήθηκε, περπατώντας προς την οδό Μποντ, είχε σημασία που, μοιραία, θα έπαυε να υπάρχει· που όλα αυτά πρέπει να συνεχιστούν χωρίς αυτήν· πόσο τής κακοφαινόταν αυτό· ή μήπως δεν ήταν ανακουφιστικό να πιστεύει ότι με το θάνατο τελειώνουν τα πάντα; αλλά ότι με κάποιον τρόπο στους δρόμους τού Λονδίνου, στην παλίρροια τών πραγμάτων, εδώ, εκεί, αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει, ο Πίτερ εξακολουθούσε να υπάρχει, ζούσαν ο ένας μέσα στον άλλον, αυτή ήταν κομμάτι, ήταν βέβαιη, τών δέντρων τής πόλης· κομμάτι τών ανθρώπων που δεν είχε συναντήσει ποτέ· απλωμένη σαν αχλή ανάμεσα στους ανθρώπους που γνώριζε καλύτερα, κι αυτοί τη σήκωναν στα κλαριά τους, όπως είχε δει τα δέντρα να σηκώνουν την αχλή. Αλλά τι ονειρευόταν την ώρα που κοιτούσε την βιτρίνα τού Χάτσαρντς. Υπήρχαν τόσα μα τόσα βιβλία· αλλά κανένα δεν τής φαινόταν κατάλληλο να το πάει στην κλινική, στην Ίβλιν Γουίτμπρεντ. Δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να κάνει αυτή την απερίγραπτα μαραμένη γυναικούλα ν᾿ αποκτήσει, όταν θα έμπαινε η Κλαρίσα στο δωμάτιό της, όψη εγκάρδια για μια στιγμή. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνει πράγματα για άλλους λόγους. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε κι άρχισε να επιστρέφει προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνεις πράγματα, για άλλους λόγους. Θα προτιμούσε να είναι απ᾿ τους ανθρώπους, όπως ο Ρίτσαρντ, που έκαναν πράγματα για χάρη τών ίδιων τών πραγμάτων, ενώ, εκείνη, σκέφτηκε περιμένοντας να διασχίσει το δρόμο, τις μισές φορές δεν έκανε πράγματα με τρόπο απλό, για τα ίδια τα πράγματα· αλλά για να κάνει τούς ανθρώπους να σκεφτούν το ένα ή το άλλο· τέλεια ηλιθιότητα, το ήξερε επειδή κανείς δεν ζει δυο φορές. Ω, να μπορούσε να ξαναρχίσει τη ζωή της απ᾿ την αρχή! σκέφτηκε φτάνοντας στο πεζοδρόμιο, ακόμα κι η εμφάνισή της θα ήταν διαφορετική!
Είχε την παράξενη εντύπωση πως ήταν αόρατη· αθέατη· άγνωστη· δεν θα υπήρχε άλλος γάμος, δεν θα έκανε άλλα παιδιά. Ήταν η κυρία Νταλογουέι· ούτε καν η Κλαρίσα πια· αυτή ήταν η κυρία Ρίτσαρντ Νταλογουέι.
«Αυτό είν᾿ όλο» επανέλαβε, σταματώντας για ένα λεπτό στη βιτρίνα ενός καταστήματος με γάντια, όπου πριν από τον Πόλεμο μπορούσες να αγοράσεις σχεδόν τέλεια γάντια. Γάντια και παπούτσια· είχε πάθος με τα γάντια· αλλά η ίδια της η κόρη, η Ελίζαμπεθ, δεν έδινε δεκάρα τσακιστή, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.
Δεκάρα τσακιστή, σκέφτηκε, ανηφορίζοντας την οδό Μποντ μέχρι το κατάστημα που τής κρατούσε λουλούδια, όταν έκανε δεξίωση. Η Ελίζαμπεθ πάνω απ᾿ όλα ενδιαφερόταν για το σκύλο της. Ωστόσο, καλύτερα ο σκύλος παρά η δεσποινίς Κίλμαν· καλύτερα παρά να κάθεται κλεισμένη σ᾿ ένα πνιγηρό δωμάτιο με το προσευχητάρι. Μπορεί να είναι ερωτευμένη. Αλλά γιατί με τη δεσποινίδα Κίλμαν; Εν πάση περιπτώσει ήταν αχώριστες, κι η Ελίζαμπεθ, η δική της η κόρη, πήγε στη θεία Κοινωνία· και πως ντυνόταν, πως αντιμετώπιζε τούς ανθρώπους που γευμάτιζαν μαζί τους· δεν την ένοιαζε καθόλου· από την εμπειρία της πίστευε ότι η θρησκευτική έκσταση κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους· αμβλύνει τα συναισθήματά τους, γιατί η κυρία Κίλμαν θα έκανε τα πάντα για τούς Ρώσους, θα πέθαινε απ᾿ την πείνα για τούς Αυστριακούς, αλλά στον εαυτό της επέβαλλε βάσανα κι αυτό το θεωρούσε καλό, τόσο αναίσθητη ήταν, πάντα ντυμένη μ᾿ αυτό το πράσινο αδιάβροχο. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι στο δωμάτιο πέντε λεπτά και να μην σε κάνει να νιώσεις την ανωτερότητά της, τη δική σου κατωτερότητα· πόσο φτωχή ήταν· πόσο πλούσιος ήσουν εσύ· πως ζούσε σε μια τρώγλη χωρίς μαξιλάρι ή κρεβάτι ή χαλάκι ή οτιδήποτε άλλο, ότι η ψυχή της σκούριαζε από εκείνη την αδικία που είχε καρφωθεί μέσα της, την απόλυσή της απ᾿ το σχολείο στη διάρκεια του Πολέμου —, φτωχό, πικραμένο, δυστυχισμένο πλάσμα! Γιατί δεν σιχαινόσουν την ίδια, αλλά την ιδέα της, που αναμφίβολα είχε συγκεντρώσει στοιχεία που δεν ανήκαν στην ίδια τη δεσποινίδα Κίλμαν· είχε γίνει ένα από κείνα τα φαντάσματα που παλεύεις τη νύχτα· ένα από κείνα τα φαντάσματα που μας καβαλικεύουν, κυρίαρχοι και τύραννοι, και μας πίνουν το αίμα.
Την τριβέλιζε, όμως, που αναδευόταν μέσα της, αυτό το κτηνώδες τέρας! Που άκουγε κλαράκια να σπάνε, κι ένιωθε οπλές να χώνονται στα βάθη εκείνου τού πυκνόφυλλου δάσους, τής ψυχής· ανά πάσα στιγμή θ᾿ αναδευόταν το κτήνος, ιδίως μετά την αρρώστια της. Τής προξενούσε σωματικό πόνο κι έκανε όλη τη χαρά τής ομορφιάς, τής φιλίας, τής ευημερίας, τής αγάπης που την περιέβαλλε, να τρέμει και να κλονίζεται, σαν να υπήρχε πράγματι ένα κτήνος που σκάλιζε τις ρίζες.
Προχώρησε, ελαφριά, ψηλή, ευθυτενής, κι αμέσως την υποδέχτηκε η φεγγαροπρόσωπη δεσποινίς Πιμ, που είχε χέρια πάντα κατακόκκινα, σαν να τα κρατούσε στο κρύο νερό μαζί με τα λουλούδια.
Να τα λουλούδια: κρίνοι, μοσχομπίζελα, μάτσα πασχαλιές· και γαρίφαλα, άπειρα γαρίφαλα. Υπήρχαν τριαντάφυλλα· υπήρχαν ίριδες. Και καθώς άρχισε να πηγαίνει μαζί με τη δεσποινίδα Πιμ από βάζο σε βάζο για να διαλέξει, ανοησίες, ανοησίες, είπε στον εαυτό της, λες και αυτή η ομορφιά, αυτό το άρωμα, αυτό το χρώμα κι η δεσποινίς Πιμ που την συμπαθούσε, ήταν ένα κύμα που η ίδια άφηνε να κυλήσει πάνω της και να νικήσει αυτό το τέρας, να τα νικήσει όλα· και τη σήκωνε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά, όταν — ωχ! ακούστηκε κάτι σαν μια πιστολιά έξω στο δρόμο!
Η βίαιη έκρηξη προήλθε από ένα αυτοκίνητο που είχε σταματήσει δίπλα στο πεζοδρόμιο. Φυσικά οι περαστικοί σταμάτησαν να κοιτάξουν και μόλις που πρόλαβαν να δουν το πρόσωπο κάποιου ανθρώπου εξαιρετικά σπουδαίου με φόντο την γκρίζα ταπετσαρία, προτού τραβήξει ένα ανδρικό χέρι το κουρτινάκι, και μετά το μόνο που φαινόταν ήταν ένα τετραγωνάκι γκριζωπό.
Ωστόσο φήμες κυκλοφόρησαν μονομιάς. Αλλά κανένας δεν ήξερε τίνος ήταν το πρόσωπο που είχαν δει. Ήταν το πρόσωπο τού Πρίγκιπα της Ουαλίας, τής Βασίλισσας, τού Πρωθυπουργού;
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, ο οποίος διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να περάσει, είχε ακούσει τον θόρυβο.
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, τριάντα ετών περίπου, με πρόσωπο χλωμό, μύτη ράμφος, καφέ παπούτσια και φθαρμένο αδιάβροχο, με αχνοκάστανα μάτια κι εκείνο το φοβισμένο βλέμμα που κάνει τούς ξένους να φοβούνται κι αυτοί.
Τα πάντα είχαν ακινητοποιηθεί. Η κυρία Νταλογουέι, πλησιάζοντας στη βιτρίνα με τα χέρια γεμάτα μοσχομπίζελα, κοίταξε έξω. Όλοι κοιτούσαν το αυτοκίνητο. Ο Σέπτιμους κοιτούσε. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. Και να, εκεί στεκόταν το αυτοκίνητο, με τραβηγμένα τα κουρτινάκια του, που είχαν πάνω τους ένα παράξενο σχέδιο, σαν δέντρο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κι αυτή η σταδιακή έλξη όλων τών πραγμάτων σ᾿ έναν πυρήνα μπροστά στα μάτια του, σαν να είχε αναδυθεί σχεδόν μέχρι την επιφάνεια κάτι φριχτό που ήταν έτοιμο να εκραγεί, να μετατραπεί σε φλόγες, τον τρόμαζε. Εγώ είμαι που κλείνω το δρόμο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Δεν τον κοιτούσαν άραγε, δεν τον έδειχναν, δεν τον ζύγιαζαν εκεί, καρφωμένοι όπως ήταν στο πεζοδρόμιο, για κάποιο σκοπό; Αλλά για ποιο σκοπό;
«Ας προχωρήσουμε, Σέπτιμους» είπε η σύζυγός του η Λουκρέτσια, μια γυναίκα μικροκαμωμένη, με τεράστια μάτια στο κιτρινιάρικο μακρουλό πρόσωπό της· Ιταλίδα.
Αλλά και η ίδια η Λουκρέτσια ήταν αδύνατο να πάψει να κοιτάζει το αυτοκίνητο και το σχέδιο με το δέντρο πάνω στα κουρτινάκια. Ήταν η Βασίλισσα εκεί μέσα — η Βασίλισσα που πήγαινε για ψώνια;
«Έλα» είπε η Λουκρέτσια.
Αλλά ο άντρας της, — ήταν παντρεμένοι τέσσερα πέντε χρόνια — τώρα, τινάχτηκε, άρχισε να περπατά και είπε «Εντάξει!» θυμωμένα, σαν να τον είχε διακόψει.
Ο Σέπτιμους είχε πει «θα αυτοκτονήσω»· φοβερό να πει τέτοιο πράγμα. Κι αν τον είχαν ακούσει; Κοίταξε το πλήθος. Βοήθεια, βοήθεια! ήθελε να φωνάξει. Βοήθεια!
Το αυτοκίνητο με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα προχώρησε προς το Πικαντίλι, με τα μάτια όλων ακόμη επάνω του, έχοντας ζωγραφίσει στα πρόσωπα και στις δυο πλευρές τού δρόμου την ίδια σκοτεινή υποψία σεβασμού για τη Βασίλισσα, ή τον Πρίγκιπα ή τον Πρωθυπουργό, κανείς δεν ήξερε. Αλλά δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι κάποια σημαντική προσωπικότητα καθόταν στο εσωτερικό· μια προσωπικότητα κατέβαινε, κρυμμένη, την οδό Μποντ, σε απόσταση αναπνοής απ᾿ τούς απλούς ανθρώπους, που μπορεί τώρα, για πρώτη και τελευταία φορά, να βρίσκονταν τόσο κοντά στην Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα τής Αγγλίας, αυτό το παντοτινό σύμβολο τού κράτους, που θα γίνει γνωστό από περίεργους αρχαιοδίφες που θα κοσκινίζουν τού χρόνου τα χαλάσματα, όταν το Λονδίνο θα είναι ένα χορταριασμένο μονοπάτι, κι όλοι όσοι περπατούν βιαστικά στο πεζοδρόμιο αυτό το πρωινό τής Τετάρτης δεν θα ᾿ναι παρά κόκαλα με λιγοστές βέρες ανακατεμένες με τη στάχτη τους και τα χρυσά σφραγίσματα αμέτρητων σαπισμένων δοντιών. Τότε θα γίνει γνωστό ποιο ήταν το πρόσωπο στο αυτοκίνητο.
Κατά πάσα πιθανότητα η Βασίλισσα, σκέφτηκε η κυρία Νταλογουέι, βγαίνοντας απ᾿ το ανθοπωλείο με τα λουλούδια της· η Βασίλισσα. Και για ένα λεπτό το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απόλυτης αξιοπρέπειας, καθώς στεκόταν μπροστά στο κατάστημα, στο φως του ήλιου, ενώ το αυτοκίνητο περνούσε αργά, με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα. Η κίνηση ήταν υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα τής μέρας. Που και η ίδια η Βασίλισσα είχε κολλήσει στην κίνηση· η ίδια η Βασίλισσα να αδυνατεί να περάσει. Ένας αστυνομικός, σήκωσε το χέρι, ανάγκασε ένα λεωφορείο να κάνει στην άκρη, και το αυτοκίνητο πέρασε ανάμεσα. Αργά και πολύ σιωπηλά πήρε το δρόμο του.
Το αυτοκίνητο είχε φύγει, αλλά είχε αφήσει πίσω του, έναν ελαφρό κυμάτισμά που περνούσε μέσα απ᾿ τα γαντάδικα, τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα στις δυο πλευρές τής οδού Μποντ. Κάτι τόσο ασήμαντο, καθημερινό, που κανένα μαθηματικό όργανο, όσο ικανό κι αν ήταν να μεταδίδει κραδασμούς στην Κίνα, δεν μπορούσε να καταγράψει τη δόνησή του· ωστόσο είχε πληρότητα εκπληκτική και ασκούσε στον κόσμο έλξη συναισθηματική· γιατί σε όλα τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα, ξένοι κοιτάζονταν μεταξύ τους και σκέφτονταν τούς νεκρούς· τη σημαία· την Αυτοκρατορία. Σε μια παμπ σε κάποιον παράδρομο κάποιος άποικος από την Αμερική πρόσβαλε τον Οίκο τών Γουίνδσορ, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα κουβέντες βαριές, ποτήρια μπίρας σπασμένα και φασαρία γενική. Γιατί, όπως κατακαθόταν ο επιφανειακός αναβρασμός, για το αυτοκίνητο που πέρασε, έξυσε κάτι πολύ βαθύ.
Ψηλοί άντρες, άντρες ρωμαλέοι. καλοντυμένοι άντρες με φράκα και λευκά πουκάμισα που στέκονταν στο μπαλκόνι τής Λέσχης Γουάιτ και κοιτούσαν έξω, κατάλαβαν ενστικτωδώς ότι περνούσε κάποια σπουδαία προσωπικότητα. Αμέσως όρθωσαν το ανάστημά τους, έλυσαν τα χέρια, σαν να ήταν έτοιμοι ν᾿ ακολουθήσουν τον Ηγεμόνα τους αν χρειαζόταν, και να γίνουν βορά στα κανόνια, όπως είχαν κάνει πριν από αυτούς οι πρόγονοί τους. Εντωμεταξύ ένα μικρό πλήθος είχε συγκεντρωθεί στις πύλες τού Μπάκιγχαμ. Κι όλη την ώρα ένιωθαν τις φήμες να πληθαίνουν και να δονούν τα νεύρα στους μηρούς τους, στη σκέψη ότι τούς κοιτούσε κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας· η Βασίλισσα που θα έκλινε το κεφάλι· ο Πρίγκιπας που θα χαιρετούσε· στη σκέψη της θεσπέσιας ζωής που χάρισαν οι ουρανοί στους Βασιλιάδες.
Ο μικρόσωμος κύριος Μπάουλι που είχε σφραγίσει με κερί τις βαθύτερες πληγές τής ζωής, αλλά μπορεί ξαφνικά, ανάρμοστα, συναισθηματικά, να τις άφηνε να ξεχειλίσουν ύστερα από ένα τέτοιο γεγονός —φτωχές γυναίκες που περίμεναν να δουν τη Βασίλισσα να περνά, φτωχές γυναίκες, καλά παιδάκια, ορφανά, χήρες, ο Πόλεμος, τι ντροπή!—, είχε δάκρυα στα μάτια.
Ξαφνικά ο ήχος αεροπλάνου τρύπησε απειλητικά τ᾿ αυτιά τού πλήθους. Πλησίαζε πετώντας πάνω απ᾿ τα δέντρα κι άφηνε πίσω του λευκό, καμπυλωτό, κυματιστό καπνό που έγραφε κάτι! σχημάτιζε γράμματα στον ουρανό! Κοίταξαν όλοι ψηλά.
Η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ, καθισμένη πλάι στον άντρα της σε μια σεζ λογκ, στο Μπρόουντ Γουόκ του Ρίτζεντς Παρκ, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό.
«Κοίτα, Σέπτιμους, κοίτα!» φώναξε. Επειδή ο δόκτωρ Χολμς τής είχε πει να κάνει τον άντρα της (ο οποίος δεν είχε τίποτε σοβαρό στην υγεία του, απλώς ήταν λίγο αδιάθετος) ν᾿ ασχολείται με πράγματα έξω απ᾿ τον εαυτό του.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας ψηλά, σε μένα κάνουν σινιάλο. Όχι με πραγματικές λέξεις· δηλαδή, δεν μπορούσε ακόμη να διαβάσει τι έλεγε· αλλά σαφώς ήταν έτσι, αυτή η ομορφιά, αυτή η εξαίσια ομορφιά, και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του καθώς κοιτούσε τις λέξεις τού καπνού, που αργόσβηναν και διαλύονταν στον ουρανό χαρίζοντάς του, με την ανεξάντλητη ευσπλαχνία τους και τη γελαστή καλοσύνη τους, το ένα σχήμα ασύλληπτης ομορφιάς μετά το άλλο και φανερώνοντάς του την πρόθεσή τους να τού προσφέρουν ομορφιά, περισσότερη ομορφιά, χωρίς λόγο, για πάντα, μόνο και μόνο για να τη βλέπει. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Ο Σέπτιμους άκουσε τη φωνή μιας νταντάς, να μιλεί δίπλα στ᾿ αυτί του, βαθιά, σαν όργανο μελωδικό, αλλά με μια αγριάδα στη φωνή της, σαν ήχοι από τριζόνι που γρατζούνισε τη ραχοκοκαλιά του Σέπτιμους απολαυστικά, κι έστειλε μέχρι τον εγκέφαλό του κύματα ήχου, που χτύπησαν δυνατά, και έσπασαν. Πραγματικά θαυμάσια ανακάλυψη — ότι η ανθρώπινη φωνή μπορεί σε συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, να εμφυσήσει ζωή στα δέντρα! Χαρούμενα η Ρέζια ακούμπησε το βάρος τού χεριού της στο γόνατό του, κι έτσι αυτός προσγειώθηκε, καθηλώθηκε, αλλιώς η διέγερση στις φτελιές που ορθώνονταν κι έγερναν, ορθώνονταν κι έγερναν τόσο περήφανα, τόσο υπέροχα, θα τον είχε τρελάνει. Αλλά δεν θα τρελαινόταν, θα έκλεινε τα μάτια του· δεν θα έβλεπε άλλο.
Αλλά τού έγνεφαν· τα φύλλα ήταν ζωντανά· τα δέντρα ήταν ζωντανά. Και τα φύλλα που συνδέονταν με εκατομμύρια ίνες με το κορμί το δικό του, εκεί που καθόταν, τού έκαναν αέρα, πάνω κάτω· όταν τεντωνόταν το κλαρί, έκανε κι αυτός το ίδιο. «Σέπτιμους!» είπε η Ρέζια. Εκείνος αιφνιδιάστηκε. «θα πάω ως το σιντριβάνι και θα γυρίσω» είπε εκείνη.
Γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο. Ο δόκτωρ Χολμς μπορεί να έλεγε πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη θα προτιμούσε να ήταν νεκρός! Δεν μπορούσε να κάθεται δίπλα του, όταν αυτός κοιτούσε τόσο επίμονα και δεν την έβλεπε κι έκανε τα πάντα να μοιάζουν τρομακτικά· τον ουρανό και τα δέντρα, τα παιδιά που έπαιζαν· όλα ήταν φοβερά. Κι αυτός δεν θα αυτοκτονούσε· κι αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. «Ο Σέπτιμους δουλεύει πάρα πολύ» — μόνο αυτό μπορούσε να πει στην ίδια τη μητέρα της. Η αγάπη σε κάνει μοναχικό, σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στον Σέπτιμους τώρα, και κοιτάζοντας πίσω, τον είδε να κάθεται μόνος του, φορώντας το φθαρμένο παλτό του, στη σεζ λογκ, καμπουριαστός, να κοιτάζει επίμονα. Κι ήταν δειλία να λέει ένας άντρας πως θα αυτοκτονήσει, αλλά ο Σέπτιμους είχε πολεμήσει· ήταν γενναίος· δεν ήταν ο Σέπτιμους που είχε γίνει τώρα. Έβαλε τον δαντελένιο γιακά της. Έβαλε το καινούργιο της καπέλο, κι αυτός δεν το παρατήρησε· κι ήταν χαρούμενος χωρίς εκείνη. Τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη χωρίς εκείνον! Τίποτε! Ήταν εγωιστής. Έτσι είναι οι άντρες. Γιατί δεν ήταν άρρωστος. Ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε. Τέντωσε το χέρι της μπροστά. Κοίτα! Η βέρα της γλιστρούσε — πόσο είχε αδυνατίσει. Υπέφερε — αλλά δεν είχε κάποιον να το πει.
Μακριά ήταν η Ιταλία, τα λευκά σπίτια κι η κάμαρα όπου καθόταν η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα, κι οι δρόμοι που γέμιζαν κάθε βράδυ με ανθρώπους που περπατούσαν, γελούσαν δυνατά, όχι με ψόφιους ανθρώπους όπως εδώ, τσουβαλιασμένους σε αναπηρικά καροτσάκια, που κοίταζαν λιγοστά μίζερα λουλούδια σε γλάστρες!
«Πού να βλέπατε τούς κήπους του Μιλάνου» είπε δυνατά. Αλλά σε ποιον το είπε;
Δεν υπήρχε κανείς. Τα λόγια της χάθηκαν. Όπως χάνεται ένα πυροτέχνημα. Οι σπίθες του χαράζουν την πορεία τους στη νύχτα κι ύστερα τής παραδίνονται, πέφτει το σκοτάδι, χύνεται πάνω στα περιγράμματα σπιτιών και πύργων· οι σκοτεινές πλαγιές τών λόφων γίνονται μαλακές κι αχνές. Αλλά παρόλο που έχουν χαθεί, η νύχτα είναι γεμάτη απ᾿ αυτές· στερημένες από χρώμα, χωρίς σχήμα, αποκτούν σημασία, εκπέμπουν ό,τι δεν μπορεί να μεταδώσει το ξεκάθαρο φως τής μέρας — τα βάσανα και την ανησυχία για τα πράγματα που σφίγγονται εκεί μέσα, στο σκοτάδι· που συνωστίζονται στο σκοτάδι· στερημένα απ᾿ την ανακούφιση που φέρνει η αυγή, καθώς βάφει τούς τοίχους άσπρους και γκρίζους, χαράζει το περίγραμμα τών παραθύρων, σηκώνει την πάχνη απ᾿ τα χωράφια, δείχνει τις καφετιές αγελάδες που μασουλάνε γαλήνια, κι όλα μάς φαίνονται πάλι στολισμένα· υπάρχουν ξανά. Είμαι μόνη· είμαι μόνη! φώναξε, ενώ στεκόταν δίπλα στο σιντριβάνι στο Ρίτζεντς Παρκ. Και ξαφνικά, σαν λες κι ένας βράχος στο χείλος τού γκρεμού βρέθηκε μπροστά της και να πάτησε πάνω του, είπε πως είναι η γυναίκα του, παντρεύτηκαν πριν από χρόνια στο Μιλάνο, είναι η γυναίκα του και δεν θα πει ποτέ, μα ποτέ, ότι είναι τρελός! Την ώρα που έστριβε, ο βράχος έπεσε· κι εκείνη γκρεμίστηκε. Γιατί εκείνος έχει φύγει, σκέφτηκε —έχει φύγει, όπως απειλούσε, πήγε να αυτοκτονήσει— πήγε να ριχτεί στις ρόδες κάποιας άμαξας! Αλλά όχι· εκεί ήταν· ακόμη καθόταν μόνος του, με το φθαρμένο παλτό του, τα πόδια σταυρωμένα, το βλέμμα καρφωμένο, μιλούσε δυνατά.
«Δεν πρέπει να κόβουν δέντρα οι άνθρωποι». (Αυτές τις ξαφνικές εκλάμψεις τις σημείωνε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος φακέλων.) Να αλλάξετε τον κόσμο. Κανείς δεν σκοτώνει από μίσος. Να το διαδώσετε (το σημείωσε). Περίμενε. Αφουγκράστηκε. Ένα σπουργίτι κούρνιασε στο κάγκελο απέναντι και τιτίβισε Σέπτιμους, Σέπτιμους, τέσσερεις ή πέντε φορές και συνέχισε, να κελαηδάει με την ίδια ένταση, διαπεραστικά, με λέξεις ελληνικές, πως δεν υπάρχει έγκλημα, και μ᾿ ένα άλλο σπουργίτι μαζί κελαηδούσαν με φωνές παρατεταμένες και διαπεραστικές, με λέξεις ελληνικές, απ᾿ τα δέντρα στο λιβάδι τής ζωής, πέρα απ᾿ το ποτάμι, όπου περπατούν οι νεκροί, πως δεν υπάρχει θάνατος.
«Τι λες;» είπε η Ρέζια ξαφνικά, ενώ καθόταν δίπλα του.
Τον διέκοψε πάλι! Πάντα τον διέκοπτε.
Μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους — πρέπει να φύγουμε μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους, είπε εκείνος (και πετάχτηκε πάνω), τώρα να πάνε εκεί, εκεί όπου υπήρχαν καθίσματα κάτω από ένα δέντρο,
Εκεί κάθισαν κάτω από ένα δέντρο.
«Κοίτα» τον ικέτεψε εκείνη, δείχνοντας μια μικρή ομάδα αγόρια που κουβαλούσαν μπαστούνια τού κρίκετ.
«Κοίτα» τον ικέτεψε, επειδή ο γιατρός τής είχε πει να τον κάνει να αντιλαμβάνεται πράγματα υπαρκτά, να πηγαίνει σε μιούζικ χολ, να παίζει κρίκετ — αυτό είναι κατάλληλο παιχνίδι, είπε ο γιατρός, ένα ωραίο παιχνίδι στην ύπαιθρο, το πιο κατάλληλο για τον άντρα της.
«Κοίτα» επανέλαβε.
Να κοιτάξει το αόρατο τον καλούσε η φωνή, που τώρα επικοινωνούσε μαζί του, μ᾿ αυτόν που ήταν ο σπουδαιότερος τής ανθρωπότητας, ο Σέπτιμους, που πρόσφατα είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο, που ήταν απλωμένος σαν κάλυμμα κρεβατιού, σαν κουβέρτα από χιόνι που τη χτυπούσε μόνο ο ήλιος, για πάντα αξόδευτος, να βασανίζεται για πάντα, το εξιλαστήριο θύμα, παντοτινά να πάσχει, αλλά δεν το θέλει αυτό βόγκηξε, διώχνοντας αποπάνω του με μια κίνηση τού χεριού, τον πόνο τον παντοτινό, τη μοναξιά την παντοτινή.
«Κοίτα» επανέλαβε εκείνη, γιατί δεν έπρεπε να μιλάει δυνατά ο Σέπτιμους στον εαυτό του έξω απ᾿ το σπίτι.
«Μα κοίτα» τον ικέτεψε. Αλλά τι υπήρχε να κοιτάξει; Λιγοστά πρόβατα. Αυτό ήταν όλο.
Το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό — μπορούσαν να τής πουν το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό;— αυτό ήθελε να μάθει η Μέισι Τζόνσον. Είχε έρθει απ᾿ το Εδιμβούργο μόλις πριν από δυο μέρες.
«Όχι αποκεί — αποδώ!» κραύγασε η Ρέζια, σπρώχνοντάς τη στο πλάι, από φόβο μην δει τον Σέπτιμους.
Φαίνονταν παράξενοι κι οι δύο, σκέφτηκε η Μέισι Τζόνσον. Όλα φαίνονταν παράξενα. Πρώτη της φορά στο Λονδίνο, είχε έρθει να πιάσει δουλειά στο θείο της και διέσχιζε τώρα πρωί το Ρίτζεντς Παρκ· αυτό το καθισμένο ζευγάρι την τάραξε· η νεαρή γυναίκα φαινόταν ξένη, ο άντρας παράξενος· ακόμα κι όταν έφτανε στα βαθιά γεράματα, δεν θα έπαυε να θυμάται και να ψάχνει ανάμεσα στις αναμνήσεις της, πως είχε διασχίσει το Ρίτζεντς Παρκ ένα υπέροχο καλοκαιρινό πρωινό πριν από πενήντα χρόνια. Γιατί ήταν μόνο δεκαεννέα χρονών και τα είχε καταφέρει επιτέλους να έρθει στο Λονδίνο· και πόσο παράξενο ήταν αυτό το ζευγάρι, που το είχε ρωτήσει προς τα πού να πάει, η κοπέλα που πετάχτηκε και τίναξε το χέρι της, κι ο άντρας — φαινόταν φοβερά περίεργος· καβγάδιζαν, ίσως· χώριζαν για πάντα, ίσως· κάτι έτρεχε, το ήξερε.
Ω! (γιατί εκείνος ο νέος άντρας την είχε ταράξει τόσο. Κάτι έτρεχε, το ήξερε).
Φρίκη! Φρίκη! ήθελε να φωνάξει. (Είχε αφήσει τούς δικούς της ανθρώπους· την είχαν προειδοποιήσει τι θα συνέβαινε.)
Γιατί δεν έμεινε στο σπίτι της, φώναξε τρίβοντας την παλάμη της στη στρογγυλή κορυφή του σιδερένιου κιγκλιδώματος.
Εκείνο το κορίτσι, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ (που φύλαγε την κόρα τού ψωμιού για τούς σκίουρους και συχνά έτρωγε το μεσημεριανό της στο Ρίτζεντς Παρκ), δεν ξέρει τίποτε ακόμη· πραγματικά, τής φαινόταν προτιμότερο να είναι λίγο πιο απτές, λίγο πιο ελαστικές, λίγο πιο μετριοπαθείς, οι προσδοκίες σου. Ο Πέρσι έπινε. Λοιπόν, καλύτερα να έχεις γιο, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Είχε βασανιστεί πολύ εξαιτίας του και δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει σ᾿ ένα κορίτσι σαν εκείνο· θα παντρευτείς είσαι ομορφούλα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, θα παντρευτείς σκέφτηκε, και μετά θα μάθεις. Ω, οι μαγειρικές κι όλα τα άλλα. Κάθε άντρας έχει τα χούγια του. Τώρα, άλλο αν θα διάλεγα με τον ίδιο τρόπο άμα ήξερα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, και δεν μπορούσε να πνίξει την επιθυμία της να ψιθυρίσει κάποιες λέξεις στη Μέισι Τζόνσον· να νιώσει στις ζάρες τού σακουλιασμένου γέρικου προσώπου της, το φιλί τής λύπησης. Γιατί είναι δύσκολη η ζωή, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Και τι δεν είχε δώσει στη ζωή; Τριαντάφυλλα· σιλουέτα· τα πόδια της επίσης. (Έκρυψε τα γρομπιασμένα πόδια της κάτω απ᾿ τη φούστα.)
Τριαντάφυλλα, σκέφτηκε χλευαστικά. Σαχλαμάρες καλή μου. Γιατί πραγματικά, άμα σκεφτείς το φαγητό, το ποτό, το ζευγάρωμα, τις κακές μέρες και τις καλές, η ζωή δεν είναι σπαρμένη τριαντάφυλλα, κι επιπλέον, επιτρέψτε μου να σας πω, η Κάρι Ντέμπστερ διόλου δεν επιθυμούσε ν᾿ αλλάξει τη μοίρα της, με τη μοίρα οποιοσδήποτε άλλης γυναίκας! Αλλά εκλιπαρούσε λύπηση. Λύπηση, για τα τριαντάφυλλα που χάθηκαν. Λύπηση ζητούσε απ᾿ τη Μέισι Τζόνσον, ενώ στεκόταν δίπλα στο παρτέρι με τους υάκινθους.
«Μα τι κοιτάζουν όλοι;» είπε η Κλαρίσα Νταλογουέι στην υπηρέτρια που άνοιξε την πόρτα.
Ο προθάλαμος τού σπιτιού είχε τη δροσιά χώρου υπόγειου. Η μαγείρισσα σφύριζε στην κουζίνα. Άκουσε το κλικ τής γραφομηχανής. Αυτή ήταν η ζωή της· καθώς έσκυβε το κεφάλι πάνω απ᾿ το τραπεζάκι τού χολ, γέρνοντας κάτω απ᾿ το βάρος τής επίδρασης, ένιωσε ευλογημένη κι εξαγνισμένη, και είπε στον εαυτό της, πιάνοντας το μπλοκάκι με το τηλεφωνικό μήνυμα, ότι στιγμές σαν κι αυτήν είναι μπουμπούκια στο δέντρο τής ζωής, είναι άνθη του σκότους, σκέφτηκε (σαν να είχε ανθίσει κάποιο όμορφο τριαντάφυλλο μόνο και μόνο για να το δει εκείνη)· ούτε για μια στιγμή δεν είχε πιστέψει στον θεό· αλλά όλο και περισσότερο, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, πρέπει να ανταμείβει κανείς στην καθημερινή ζωή τούς υπηρέτες, ναι, τούς σκύλους, και κυρίως τον Ρίτσαρντ τον άντρα της, που ήταν το θεμέλιο κάτω απ᾿ όλα αυτά —τούς χαρούμενους ήχους, τα πράσινα φώτα, ακόμα και τη μαγείρισσα που σφύριζε,— πρέπει να τούς ανταμείβει αντλώντας απ᾿ το απόθεμα τών εξαίσιων στιγμών, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, ενώ η Λούσι στεκόταν δίπλα της, προσπαθώντας να εξηγήσει ότι
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία—»
Η Κλαρίσα διάβασε στο μπλοκάκι: «Η λαίδη Μπρούτον επιθυμεί να μάθει αν ο κύριος Νταλογουέι θα γευματίσει μαζί της σήμερα το μεσημέρι».
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία, μού είπε να σας πω ότι θα γευματίσει έξω το μεσημέρι».
«Ω!» είπε η Κλαρίσα, και, όπως το περίμενε, η Λούσι ένιωσε την απογοήτευσή της (αλλά όχι τη σουβλιά τού πόνου)· συναισθάνθηκε την αρμονία μεταξύ τους· κατάλαβε την υπόνοια· αναλογίστηκε πώς αγαπούν οι μεγαλοαστοί· χρύσωσε το μέλλον της με ηρεμία.
«Δε φοβάσαι» είπε η Κλαρίσα. Δε φοβάσαι ζέστη πια· επειδή το σοκ εξ αιτίας τού ότι η λαίδη Μπρούτον ζήτησε απ᾿ τον Ρίτσαρντ να γευματίσει μαζί του χωρίς την ίδια, εκείνη τη στιγμή την έκανε να τρεμουλιάσει, σαν το φυτό στην όχθη τού ποταμού, που νιώθει τη δόνηση απ᾿ το κουπί που περνάει, και τρεμουλιάζει: έτσι κλονίστηκε: έτσι τρεμούλιασε.
Η Μίλισεντ Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει. Καμιά φτηνή ζήλια δεν μπορούσε να τη χωρίσει απ᾿ τον Ρίτσαρντ. Αλλά φοβόταν τον ίδιο το χρόνο και διάβαζε στο πρόσωπο τής λαίδης Μπρούτον —πλάκα ρολογιού χαραγμένη σε πέτρα άπονη— τη φθορά τής ζωής· πως κοβόταν κάθε χρόνο κομμάτι κομμάτι το μερίδιό της· πόσο λίγο ικανό ήταν πια το περιθώριο που απέμενε, να επεκταθεί, ν᾿ απορροφήσει, όπως στα νεανικά χρόνια, τα χρώματα, τις νοστιμιές, τούς ήχους τής ύπαρξης.
Άρχισε ν᾿ ανεβαίνει αργά αργά τη σκάλα, σαν να είχε φύγει από κάποια δεξίωση, όπου πότε στον ένα φίλο, πότε στον άλλον είχε δει την αντανάκλαση τού προσώπου της, τής φωνής της· σαν να είχε κλείσει την πόρτα πίσω της, να είχε βγει έξω και να στεκόταν μόνη, μια φιγούρα μοναχική στην τρομακτική νυχτιά ή μάλλον, για να είναι ακριβής, μπροστά στην επίμονη ματιά αυτού τού πρωινού τού Ιουνίου· ένοιωσε ξαφνικά ότι είχε μαραζώσει, ότι είχε γεράσει, δεν είχε στήθος, ότι ο μόχθος, η πνοή, το λουλούδιασμα τής μέρας, εκεί έξω, έξω απ᾿ το παράθυρο, ήταν έξω απ᾿ το σώμα της και το μυαλό της, που τώρα δεν λειτουργούσαν, εφόσον η λαίδη Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει.
Υπήρχε ένα κενό στην καρδιά τής ζωής· μια σοφίτα. Ολοένα και πιο στενό θα γινόταν το κρεβάτι της. Το κερί μισοκαμένο, είχε προχωρήσει πολύ στα Απομνημονεύματα τού βαρόνου Μαρμπό. Επειδή οι συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο διαρκούσαν πολύ, ο Ρίτσαρντ επέμενε, μετά την αρρώστια της, να κοιμάται ανενόχλητη. Κι έτσι το δωμάτιο ήταν μια σοφίτα — το κρεβάτι στενό — και ξαπλώνοντας εκεί για να διαβάσει, επειδή κοιμόταν άσχημα, δεν μπορούσε ν᾿ απαλλαγεί από την παρθενικότητα που διατηρούσε από τη γέννησή της και κολλούσε πάνω της σαν σεντόνι. Ήταν ευχάριστη όσο ήταν κοπέλα, αλλά ξαφνικά ήρθε μια στιγμή —για παράδειγμα στο ποτάμι κάτω απ᾿ τα δέντρα στο Κλίβντεν— που, εξαιτίας κάποιας συστολής αυτού τού ψυχρού πνεύματος, απογοήτευσε τον Ρίτσαρντ. Το έβλεπε ότι υστερούσε. Δεν ήταν θέμα ομορφιάς· δεν ήταν θέμα μυαλού. Ήταν κάτι στο βάθος, που τη διαπότιζε· κάτι που έσπαζε τις επιφάνειες κι αναστάτωνε την επαφή ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα ή ανάμεσα σε γυναίκες. Αυτό μπορούσε αμυδρά να καταλάβει. Τής κακοφαινόταν, είχε έναν ενδοιασμό που ένας θεός ξέρει πώς είχε δημιουργηθεί, ή που, όπως ένιωθε, ήταν δημιούργημα τής Φύσης (τής σοφής μητέρας)· ωστόσο μερικές φορές δεν μπορούσε ν᾿ αντισταθεί στη χάρη κάποιας γυναίκας, όχι κοπέλας, γυναίκας, που ομολογούσε, όπως τής συνέβαινε συχνά, ένα μπλέξιμο, μια τρέλα. Κι είτε ήταν η συμπόνια, είτε η ομορφιά τους, είτε ότι ήταν μεγαλύτερη, είτε κάποια σύμπτωση —όπως ένα ανεπαίσθητο άρωμα ή ένα βιολί από δίπλα (πόσο παράξενη είναι η δύναμη τών ήχων κάποιες στιγμές)— που αναμφίβολα την έκανε να νιώθει, ό,τι ένιωθαν οι άντρες. Για μια στιγμή μονάχα· αλλά αρκούσε. Ήταν μια αποκάλυψη ξαφνική, σαν ένα κοκκίνισμα που προσπαθείς να σταματήσεις και μετά, καθώς αυτό απλώνεται, τού παραδίνεσαι και τρέχεις στην πιο μακρινή άκρη, τρεμουλιάζεις και νιώθεις τον κόσμο να κλείνει γύρω σου, διογκωμένος από σημασία πρωτοφανή, απ᾿ την πίεση μιας έκρηξης που σκίζει το λεπτό του δέρμα, αναβλύζει κι απλώνεται τόσο κατευναστικά σε σκασίματα και πληγές.
Αυτό το θέμα του έρωτα σκέφτηκε, (κρεμώντας το παλτό της), τού να ερωτεύεσαι γυναίκες. Για παράδειγμα, τη Σάλι Σίτον· τη σχέση της στο παρελθόν με τη Σάλι Σίτον. Δεν ήταν έρωτας αυτό, τελικά;
Καθόταν στο πάτωμα — αυτή ήταν η πρώτη της εικόνα απ᾿ τη Σάλι —, καθόταν στο πάτωμα με τα χέρια διπλωμένα γύρω απ᾿ τα γόνατά της, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Πού μπορεί να ήταν; Σε κάποια δεξίωση, πού, δεν ήταν βέβαιη, επειδή θυμόταν αμυδρά να λέει στο συνοδό της: «Ποια είναι αυτή;». Κι εκείνος τής είχε πει, και πρόσθεσε ότι οι γονείς της δεν τα πήγαιναν καλά (πόσο τη σόκαρε αυτό — να μαλώνουν οι γονείς κάποιου!). Αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της απ᾿ τη Σάλι. Είχε το είδος τής σπάνιας ομορφιάς που τόσο θαύμαζε: μελαχρινή, με μεγάλα μάτια, ένα γνώρισμα που, εφόσον δεν το είχε η ίδια, πάντα το ζήλευε — μια μορφή παραίτησης, σαν να μπορούσε να πει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε· ένα γνώρισμα πιο συχνό σε ξένες παρά σε Αγγλίδες. Η Σάλι έλεγε πάντοτε πως είχε γαλλικό αίμα στις φλέβες της, κάποιος πρόγονός της ήταν στην υπηρεσία της Μαρίας Αντουανέτας.
Μπορεί η Σάλι να ήρθε εκείνο το καλοκαίρι να μείνει στο Μπόρτον, εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά χωρίς δεκάρα στην τσέπη ένα βράδυ μετά το δείπνο, κι αναστάτωσε τόσο πολύ τη θεία Χέλενα που εκείνη δεν τής το συγχώρεσε ποτέ. Κάποιος φοβερός καβγάς είχε γίνει στο σπίτι της. Κυριολεκτικά δεν είχε δεκάρα εκείνη τη νύχτα που ήρθε στο σπίτι τους, — είχε βάλει ενέχυρο μια καρφίτσα για να μπορέσει να ταξιδέψει. Είχε φύγει απ᾿ το σπίτι της, σε μια στιγμή παραφοράς. Είχαν μείνει ξύπνιες όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας. Η Σάλι την είχε κάνει να νιώσει, για πρώτη φορά, πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή της στο Μπόρτον. Δεν ήξερε τίποτε για το σεξ — τίποτε για τα κοινωνικά προβλήματα. Μια φορά είχε δει ένα γέρο να πεθαίνει σ᾿ ένα χωράφι — είχε δει αγελάδες αμέσως μόλις είχαν γεννήσει τα μοσχαράκια τους. Αλλά στη θεία Χέλενα δεν άρεσε ποτέ να κουβεντιάζει τίποτε (όταν τής έδωσε η Σάλι να διαβάσει Γουίλιαμ Μόρις, αναγκαστικά τον τύλιξε σε χοντρό καφέ χαρτί). Κάθονταν εκεί, ώρες ατελείωτες, και κουβέντιαζαν στην κρεβατοκάμαρά της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού, μιλούσαν για τη ζωή, για το πώς θα άλλαζαν τον κόσμο. Σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα σύλλογο με σκοπό την κατάργηση τής ιδιοκτησίας, είχαν γράψει κι ένα γράμμα, αλλά δεν το ταχυδρόμησαν ποτέ. Οι ιδέες ήταν τής Σάλι, φυσικά —αλλά πολύ σύντομα είχε ενθουσιαστεί κι η ίδια—, διάβαζε Πλάτωνα στο κρεβάτι πριν από το πρωινό· διάβαζε Μόρις· διάβαζε Σέλεϊ με τις ώρες.
Ήταν εκπληκτική η επίδραση τής Σάλι, το χάρισμά της, η προσωπικότητά της. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τα λουλούδια, για παράδειγμα. Στο Μπόρτον έβαζαν πάντα μικρά βαζάκια πάνω στο τραπέζι, κατά μήκος του. Η Σάλι έβγαινε, μάζευε αγριομολόχες, ντάλιες —όλα τα είδη των λουλουδιών που δεν είχαν συνδυαστεί ποτέ — έκοβε τις κορφές τους και τις άφηνε να επιπλέουν στο νερό σε γυάλες. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό — όταν έμπαινες στο δωμάτιο για το δείπνο, το ηλιοβασίλεμα. (Φυσικά η θεία Χέλενα πίστευε ότι ήταν φρικτό να μεταχειρίζεσαι έτσι τα λουλούδια.) Έπειτα ξεχνούσε το σφουγγάρι της κι έτρεχε στο διάδρομο γυμνή. Η Έλεν Άτκινς, εκείνη η βλοσυρή γρια-καμαριέρα, γκρίνιαζε — «Κι αν τύχει και περνάει κάποιος απ᾿ τούς κυρίους». Πράγματι, τούς σόκαρε τούς ανθρώπους. Είναι ακατάστατη, έλεγε ο μπαμπάς.
Το παράξενο, τώρα που γυρνούσε στο παρελθόν, ήταν η αγνότητα, η ηθικότητα τών συναισθημάτων της, για τη Σάλι. Δεν έμοιαζαν με τα συναισθήματα για έναν άντρα. Δεν είχαν ίχνος υστεροβουλίας αλλά μια ποιότητα που μπορούσε να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε γυναίκες ανάμεσα σε κοπέλες που έχουν μόλις μεγαλώσει. Από τη δική της πλευρά υπήρχε προστατευτικότητα· τα συναισθήματά της προέρχονταν από μια αίσθηση σύμπραξης, ένα προαίσθημα ότι μοιραία κάτι θα τις χώριζε (πάντα μιλούσαν για το γάμο σαν να ήταν καταστροφή), που είχε ως αποτέλεσμα αυτή την αβρότητα, αυτή την προστατευτικότητα που προερχόταν περισσότερο απ᾿ την ίδια, παρά απ᾿ τη Σάλι. Επειδή εκείνη την περίοδο η Σάλι ήταν εντελώς απερίσκεπτη· έκανε τα πιο ηλίθια πράγματα για επίδειξη· έκανε ποδήλατο στο στηθαίο τής βεράντας· κάπνιζε πούρα. Παράλογη, ήταν — πολύ παράλογη. Αλλά η γοητεία της ήταν ακατανίκητη, για κείνη τουλάχιστον, που θυμάται ότι στεκόταν στο δωμάτιό της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού κρατώντας τη λεκάνη με το ζεστό νερό στα χέρια της, κι έλεγε: «Είμαστε κάτω απ᾿ την ίδια στέγη... κάτω απ᾿ την ίδια στέγη!».
Όχι, οι λέξεις δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι᾿ αυτήν τώρα. Δεν μπορούσε καν να νιώσει την ηχώ τού παλιού συναισθήματος. Αλλά θυμόταν που τη διέτρεχε σύγκρυο και χτένιζε τα μαλλιά της εκστατική· (τώρα άρχιζε να ξανανιώθει το παλιό συναίσθημα, καθώς έβγαζε τις φουρκέτες απ᾿ τα μαλλιά της, τις άφηνε πάνω στην τουαλέτα της αρχίζοντας να χτενίζεται), οι κουρούνες πετούσαν πάνω κάτω, στο ρόδινο φως τού δειλινού, ντυνόταν, πήγαινε κάτω και διασχίζοντας το διάδρομο ένιωθε πως «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία». Έτσι ένιωθε — όπως κι ο Οθέλος, και το ένιωθε, ήταν πεπεισμένη, τόσο δυνατά όσο ήθελε ο Σαίξπηρ να το νιώθει ο Οθέλος, κι όλα αυτά επειδή πήγαινε στο δείπνο φορώντας το λευκό της φόρεμα, για να συναντήσει τη Σάλι Σίτον.
Φορούσε ροζ φόρεμα από οργαντίνα — ήταν δυνατόν; Όπως και να ᾿χει, έμοιαζε να λαμποκοπά, να φεγγοβολά, σαν πουλί ή μπαλόνι που μπήκε πετώντας στο σπίτι και πιάστηκε για μια στιγμή σε μια βατομουριά. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσο παράξενο όταν είσαι ερωτευμένος (και τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό εκτός από έρωτας;), όσο η απόλυτη αδιαφορία τών άλλων ανθρώπων. Η θεία Χέλενα απομακρύνθηκε μετά το δείπνο· ο μπαμπάς διάβαζε εφημερίδα. Ο Πίτερ Γουόλς μπορεί να ήταν εκεί, όπως κι η ηλικιωμένη δεσποινίς Κάμινγκς· ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ ήταν σίγουρα εκεί, επειδή ερχόταν κάθε καλοκαίρι ο κακομοίρης ο γεράκος, για βδομάδες ολόκληρες, κι έκανε πως διάβαζε γερμανικά μαζί της, αλλά στην πραγματικότητα έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε Μπραμς με φάλτσα φωνή.
Όλα αυτά ήταν απλώς φόντο για τη Σάλι. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι και μιλούσε, με αυτή την ωραία φωνή της που έκανε ό,τι έλεγε να μοιάζει με χάδι στον μπαμπά, ο οποίος είχε αρχίσει να νιώθει έλξη γι᾿ αυτήν παρά τη θέλησή του, (ποτέ δεν το ξεπέρασε που τής δάνεισε ένα απ᾿ τα βιβλία του και το βρήκε μουλιασμένο στη βεράντα), όταν ξαφνικά είπε «Τι κρίμα να καθόμαστε μέσα!», κι όλοι βγήκαν στη βεράντα και περπατούσαν πάνω κάτω. Ο Πίτερ Γουόλς και ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ μιλούσαν για τον Βάγκνερ. Η ίδια κι η Σάλι έμειναν λίγο πίσω. Μετά ήρθε η πιο εξαίσια στιγμή τής ζωής της ολόκληρης, καθώς πέρασαν δίπλα από μια πέτρινη γούρνα με λουλούδια. Η Σάλι σταμάτησε· πήρε ένα λουλούδι· τη φίλησε στο στόμα. Όλος ο κόσμος γύρισε ανάποδα! Οι άλλοι εξαφανίστηκαν· ήταν εκεί, μόνη με τη Σάλι. Κι ένιωσε σαν να τής είχαν κάνει ένα δώρο, τυλιγμένο, και να τής είχαν πει να το φυλάξει, να μην το κοιτάξει — ένα διαμάντι, κάτι απείρως πολύτιμο, τυλιγμένο, που, καθώς περπατούσαν (πάνω κάτω, πάνω κάτω), το αποκάλυψε, ή μπορεί η λάμψη του ν᾿ αναδύθηκε μέχρι την επιφάνεια, η αποκάλυψη, το θρησκευτικό συναίσθημα! —, όταν ξαφνικά ο γερο-Τζόζεφ κι ο Πίτερ στάθηκαν μπροστά τους:
«Κοιτάτε τ᾿ άστρα;» είπε ο Πίτερ.
Σαν να είχες χτυπήσει το πρόσωπό σου σε τοίχο γρανιτένιο στο σκοτάδι! Ήταν σκανδαλώδες· απαίσιο!
Όχι για την ίδια. Ένιωσε μόνο πόσο βάναυσα, πόσο φρικτά φέρονταν ήδη στη Σάλι· ένιωσε την εχθρότητά του· τη ζηλοφθονία του· την αποφασιστικότητά του να εισχωρήσει στη συντροφικότητά τους. Όλα αυτά τα είδε όπως βλέπεις ένα τοπίο στο φως τής αστραπής — κι η Σάλι (ποτέ δεν την είχε θαυμάσει τόσο πολύ!) προχώρησε ιπποτικά, αήττητη. Γέλασε. Έβαλε τον γερο-Τζόζεφ να τής πει τα ονόματα τών αστεριών, κάτι που τού άρεσε να κάνει με μεγάλη σοβαρότητα. Στεκόταν εκεί: άκουγε. Άκουγε τα ονόματα τών αστεριών.
«Τι φρίκη!» είπε στον εαυτό της, σαν να το ήξερε απ᾿ την αρχή πως κάτι θα διέκοπτε, κάτι θα στάλαζε πίκρα στη στιγμή τής ευτυχίας της.
Αλλά πόσα θα χρωστούσε στον Πίτερ Γουόλς αργότερα. Πάντοτε όταν τον σκεφτόταν, για κάποιο λόγο αναλογιζόταν τούς καβγάδες τους — επειδή ήθελε τόσο πολύ να έχει καλή γνώμη γι᾿ αυτήν, ίσως. Τού χρωστούσε λέξεις: «συναισθηματικός», «πολιτισμένος»· ξεκινούσαν κάθε μέρα τής ζωής της, σαν να ήταν ο φύλακάς της. Ένα βιβλίο ήταν συναισθηματικό· μια στάση απέναντι στη ζωή ήταν συναισθηματική. «Συναισθηματική», ίσως να ήταν εκείνη που αναλογιζόταν το παρελθόν. Τι θα σκεφτόταν εκείνος, αναρωτήθηκε, όταν θα επέστρεφε;
Ότι είχε γεράσει η Κλαρίσα; θα το έλεγε ή θα τον έβλεπε να σκέφτεται, όταν επέστρεφε, ότι εκείνη είχε γεράσει; Αλήθεια ήταν. Μετά την αρρώστια της είχε σχεδόν ασπρίσει.
Ακουμπώντας την καρφίτσα της στο τραπέζι, ένιωσε έναν ξαφνικό σπασμό, σαν να είχαν βρει ευκαιρία να τη γραπώσουν, την ώρα τού στοχασμού της, παγωμένες αρπάγες. Δεν ήταν ακόμη γριά. Είχε μόλις μπει στα πενήντα δύο. Αρκετοί μήνες αυτής τής χρονιάς ήταν ακόμη ανέγγιχτοι. Ο Ιούνιος, ο Ιούλιος, ο Αύγουστος! Σχεδόν κάθε μήνας ήταν ολόκληρος, και σαν να ήθελε να πιάσει την τελευταία σταγόνα, η Κλαρίσα (πηγαίνοντας μέχρι την τουαλέτα τής κρεβατοκάμαράς της) βούλιαξε στον πυρήνα τής στιγμής, την ακινητοποίησε, εκεί — αυτή την πρωινή στιγμή τού Ιουνίου, όπου είχε συγκεντρωθεί η πίεση όλων τών άλλων πρωινών—, κοίταξε τον καθρέφτη, την τουαλέτα της κι όλα τα μπουκαλάκια με νέο μάτι, συγκέντρωσε όλο της το είναι σε κάποιο σημείο (με τα μάτια καρφωμένα στον καθρέφτη), είδε το ντελικάτο ροδαλό πρόσωπο τής γυναίκας που θα έδινε δεξίωση εκείνο το βράδυ· τής Κλαρίσα Νταλογουέι· τού εαυτού της.
Πόσα εκατομμύρια φορές είχε δει τον εαυτό της, και πάντα η ίδια ανεπαίσθητη σύσπαση! Σούφρωνε τα χείλη της, όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη. Το έκανε για να γίνει το πρόσωπό της μυτερό. Αυτός ήταν ο εαυτός της — αιχμηρός, σαν βέλος· σαφής. Αυτός ήταν ο εαυτός της, όταν κάποια προσπάθεια, κάποια επιτακτικότητα να είναι ο εαυτός της, ένωνε τα χαρακτηριστικά, μόνο αυτή γνώριζε πόσο διαφορετικά, πόσο ασύμβατα ήταν, και φρόντιζε για χάρη τού κόσμου να γίνεται ένας πυρήνας, ένα διαμάντι, μια γυναίκα που καθόταν στο σαλόνι της κι αποτελούσε σημείο συνάντησης, χωρίς αμφιβολία, ένα φεγγοβόλημα σε κάποιων την ανούσια ζωή, ένα καταφύγιο για τούς μοναχικούς, ίσως· είχε βοηθήσει νέους που τής ήταν ευγνώμονες· προσπαθούσε να είναι πάντα η ίδια, να μην φανερώνει δείγματα τών άλλων πλευρών της — τα ελαττώματα, τις ζήλιες, τη ματαιοδοξία, την καχυποψία, όπως τώρα για τη λαίδη Μπρούτον που δεν την προσκάλεσε στο γεύμα· πράγμα που, σκέφτηκε (χτενίζοντας εντέλει τα μαλλιά της), ήταν εντελώς μικροπρεπές! Λοιπόν, πού ήταν το φόρεμά της;
Οι τουαλέτες της κρέμονταν στην ντουλάπα. Βυθίζοντας το χέρι της στο απαλό εσωτερικό, έβγαλε μαλακά το πράσινο φόρεμα και το πήγε μέχρι το παράθυρο. Το είχε σκίσει. Κάποιος είχε πατήσει τον ποδόγυρό του. Το είχε νιώσει να τραβιέται στη δεξίωση τής Πρεσβείας ψηλά, ανάμεσα στις πτυχές. Κάτω απ᾿ το τεχνητό φως, το πράσινό του γυάλιζε, αλλά τώρα στον ήλιο δεν έδειχνε τόσο έντονο, θα το επιδιόρθωνε. Οι καμαριέρες της είχαν τόσα να κάνουν, θα το φορούσε απόψε, θα έπαιρνε τις μεταξωτές κλωστές της, τα ψαλίδια της, την — πως τη λένε;— τη δαχτυλήθρα της, φυσικά, κάτω στο σαλόνι, επειδή έπρεπε και να γράψει και να βεβαιωθεί ότι γενικά όλα ήταν λίγο πολύ όπως έπρεπε.
Παράξενο, σκέφτηκε —, σταματώντας στο κεφαλόσκαλο και σφίγγοντας τα κομμάτια τού διαμαντιού, τού μοναδικού εκείνου προσώπου—, πως γνωρίζει μια οικοδέσποινα, την κάθε στιγμή, τη διάθεση τού σπιτιού της! Αχνοί ήχοι σκαρφάλωναν απ᾿ το πηγάδι τής σκάλας· το σούρσιμο τού σφουγγαρόπανου· χτυπηματάκια· κρότοι· βουή όταν άνοιγε η εξώπορτα· κάποια φωνή που επαναλάμβανε ένα μήνυμα στο υπόγειο· ο κουδουνιστός ήχος τών ασημικών στο δίσκο· τών γυαλισμένων ασημικών για τη δεξίωση. Όλα ήταν για τη δεξίωση.
Η Λούσι μπήκε στο σαλόνι με το δίσκο της προτεταμένο, ακούμπησε τα τεράστια κηροπήγια πάνω στο τζάκι, το ασημένιο κουτί στη μέση, γύρισε το κρυστάλλινο δελφίνι προς το ρολόι, θα έρχονταν· θα στέκονταν· θα μιλούσαν με την επιτηδευμένη προφορά που μπορούσε να μιμηθεί, κυρίες και κύριοι. Τη στιγμή εκείνη μπήκε η κυρία Νταλογουέι.
«Ω, Λούσι» είπε «τι ωραία που έγιναν τ᾿ ασημικά!».
Η Λούσι σταμάτησε στην πόρτα τού σαλονιού, και είπε πολύ δειλά, κοκκινίζοντας λίγο: Δεν μπορεί να βοηθήσει να φτιάξουν το φόρεμα;
Αφού, είπε η κυρία Νταλογουέι, έχει ήδη πολλά πράγματα να κάνει, τής φτάνουν και τής περισσεύουν, δεν χρειάζεται να έχει και το φόρεμα.
«Αλλά σ᾿ ευχαριστώ, Λούσι, σ᾿ ευχαριστώ» είπε η κυρία Νταλογουέι, σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να λέει (ενώ καθόταν στον καναπέ με το φόρεμα πάνω στα γόνατά της, τα ψαλίδια της, τις μεταξωτές κλωστές της), σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στους υπηρέτες της γενικά που τη βοηθούσαν να είναι έτσι, να είναι αυτό που ήθελε να είναι, ευγενική, γενναιόδωρη. Οι υπηρέτες της, τη συμπαθούσαν. Κι αυτό το φόρεμα — πού ήταν το σκίσιμο; να περάσει την κλωστή στη βελόνα τώρα. Ήταν το αγαπημένο της φόρεμα, ραμμένο απ᾿ τη Σάλι Πάρκερ, σχεδόν το τελευταίο που έφτιαξε, αλίμονο, επειδή η Σάλι είχε πια βγει στη σύνταξη. Ζούσε στο Ίλινγκ. Παράξενη γυναίκα, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πραγματική καλλιτέχνιδα. Σκεφτόταν κάποια πράγματα έξω απ᾿ το συνηθισμένο — κι όμως τα φορέματά της δεν ήταν ποτέ περίεργα. Μπορούσες να τα φορέσεις στην εξοχή· στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ηρεμία την περιέβαλε, γαλήνη, ικανοποίηση, καθώς η βελόνα της, τραβώντας μαλακά τη μεταξωτή κλωστή να την τεντώσει, ένωνε τις πράσινες πτυχές και τις στερέωνε, πολύ απαλά, στη ζώνη.
«Θεέ μου, το κουδούνι!» αναφώνησε η Κλαρίσα, σταματώντας τη βελόνα. Σε εγρήγορση, αφουγκράστηκε.
«Η κυρία Νταλογουέι θα με δεχτεί» είπε ο μεσήλικας στην είσοδο. «Ω, ναι, εμένα θα με δεχτεί» επανέλαβε, παραμερίζοντας τη Λούσι καλοσυνάτα, κι ανέβηκε τις σκάλες με μεγάλη ταχύτητα.
«Ναι, ναι, ναι» μουρμούριζε ενώ ανέβαινε τρέχοντας. «Εμένα θα με δεχτεί. Ύστερα από πέντε χρόνια στην Ινδία, η Κλαρίσα θα με δει».
«Ποιος μπορεί — τι μπορεί» ρώτησε η κυρία Νταλογουέι (σκεπτόμενη πως ήταν εξωφρενικό να τη διακόπτουν στις έντεκα το πρωί τής ημέρας που θα έκανε τη δεξίωσή της) ακούγοντας τα βήματα στη σκάλα. Άκουσε ένα χέρι στην πόρτα. Έκανε να κρύψει το φόρεμά της, σαν παρθένα που προστατεύει την αγνότητά της, σέβεται τον προσωπικό της χώρο. Το μπρούντζινο πόμολο έστριψε. Η πόρτα άνοιξε, και μπήκε — για μια στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί πως τον έλεγαν! τόσο έκπληκτη ήταν που τον έβλεπε, τόσο χαρούμενη, τόσο ντροπαλή, τόσο ξαφνιασμένη που δεχόταν την απρόσμενη επίσκεψη τού Πίτερ Γουόλς, το πρωί! (Δεν είχε διαβάσει το γράμμα του.)
«Πως είσαι, λοιπόν;» είπε ο Πίτερ Γουόλς τρέμοντας φανερά· πήρε στα χέρια του τα χέρια της· τα φίλησε. Έχει γεράσει, σκέφτηκε, ενώ καθόταν. Δεν θα τής πω τίποτε γι᾿ αυτό, σκέφτηκε, γιατί έχει πράγματι γεράσει. Με κοιτάζει, σκέφτηκε, κι ένιωσε μια ξαφνική αμηχανία να τον κυριεύει, παρόλο που είχε φιλήσει τα χέρια της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε έναν μεγάλο σουγιά και μισάνοιξε τη λεπίδα.
Εντελώς ίδιος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· το ίδιο περίεργο βλέμμα· το ίδιο καρό κοστούμι· λίγο πιο στραβό το πρόσωπό του, λίγο πιο λεπτό, λίγο πιο στεγνό ίσως, αλλά δείχνει τόσο καλά, δεν άλλαξε καθόλου.
«Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» αναφώνησε εκείνη. Είχε βγάλει το σουγιά του. Πόσο χαρακτηριστικό, σκέφτηκε η Κλαρίσα.
Μόλις χτες έφτασε, είπε· πρέπει να φύγει αμέσως για την επαρχία· πως πάνε τα πράγματα, τι κάνουν όλοι — ο Ρίτσαρντ, η Ελίζαμπεθ;
«Αυτό τι είναι;» είπε, γυρίζοντας το σουγιά του προς το πράσινο φόρεμα.
Είναι τόσο καλοντυμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· αλλά εμένα πάντα με κριτικάρει.
Να τη, φτιάχνει το φόρεμά της· φτιάχνει το φόρεμά της όπως πάντα, σκέφτηκε εκείνος· εδώ καθόταν όλο αυτό το διάστημα που λείπω στην Ινδία· φτιάχνει το φόρεμά της· χαζολογάει· πηγαίνει σε δεξιώσεις· πάει μέχρι τη Βουλή και γυρίζει κι όλα τα σχετικά σκέφτηκε, νιώθοντας όλο και περισσότερο ενοχλημένος, όλο και περισσότερο αναστατωμένος, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε τόσο κακό για κάποιες γυναίκες όσο ο γάμος, σκέφτηκε· και η πολιτική· και το να έχεις παντρευτεί ένα μέλος τού Συντηρητικού Κόμματος, σαν τον αξιοθαύμαστο Ρίτσαρντ. Έτσι έχουν, λοιπόν, τα πράγματα, σκέφτηκε, κλείνοντας το σουγιά του, με μιαν απότομη κίνηση.
«Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλά. Ο Ρίτσαρντ είναι σε μια επιτροπή» είπε η Κλαρίσα.
Κι άνοιξε το ψαλίδι της και τού είπε· θα τον πείραζε να συνεχίσει αυτό που έκανε στο φόρεμά της, επειδή έχουν δεξίωση το βράδυ;
«Στην οποία δεν περιμένεις να σε προσκαλέσω» είπε. «Αγαπημένε μου Πίτερ!» είπε.
Ήταν υπέροχο να την ακούς να το λέει αυτό — αγαπημένε μου Πίτερ! Πραγματικά, ήταν όλα τόσο υπέροχα — τα ασημικά, οι καρέκλες· όλα τόσο υπέροχα!
Και γιατί δεν θα τον προσκαλέσει στη δεξίωσή της; ρώτησε.
Πόσο γοητευτικός είναι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πόσο γοητευτικός! απόλυτα γοητευτικός! Τώρα θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να πάρω την απόφαση, και γιατί την πήρα την απόφαση —να μην τον παντρευτώ— αναρωτήθηκε, εκείνο το απαίσιο καλοκαίρι;
«Μα είναι τόσο εντυπωσιακό που ήρθες σήμερα το πρωί!» φώναξε, ακουμπώντας το ένα χέρι της πάνω στο άλλο, πάνω στο φόρεμά της.
«Θυμάσαι» είπε εκείνη «πώς ανέμιζαν οι κουρτίνες στο Μπόρτον;».
«Πράγματι» είπε εκείνος· και θυμήθηκε που έτρωγε πρωινό μόνος του, τι αμηχανία, με τον πατέρα της· ο οποίος είχε πεθάνει· κι αυτός δεν είχε γράψει στην Κλαρίσα. Αλλά δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον γερο-Πάρι, εκείνο τον γκρινιάρη, λιγόψυχο γέρο, τον πατέρα τής Κλαρίσα, τον Τζάστιν Πάρι.
«Μακάρι να τα πήγαινα καλύτερα με τον πατέρα σου» είπε.
«Αφού αυτός ποτέ δεν συμπαθούσε όποιον, από τούς φίλους μας….» είπε η Κλαρίσα· καλύτερα να δάγκωνε τη γλώσσα της, παρά που τού θύμισε ότι ήθελε να την παντρευτεί.
Και βέβαια ήθελα, σκέφτηκε ο Πίτερ· ράγισε η καρδιά μου, σκέφτηκε· και τον κατέκλυσε η θλίψη του, που αναδύθηκε σαν τη σελήνη που βλέπεις απ᾿ τη βεράντα, τόσο ωχρή και όμορφη με το λιγοστό φως απ᾿ τη βασιλεμένη μέρα. Ήμουν πολύ πιο δυστυχισμένος απ᾿ ό,τι υπήρξα έκτοτε, σκέφτηκε. Και σαν να κάθονταν πραγματικά εκεί στη βεράντα, έσκυψε λίγο προς το μέρος της· άπλωσε το χέρι του· το σήκωσε· το άφησε να πέσει. Εκεί αποπάνω τους κρεμόταν η σελήνη. Κι εκείνη έμοιαζε να κάθεται μαζί του στη βεράντα, στο φεγγαρόφωτο.
«Το έχει ο Χέρμπερτ τώρα» είπε εκείνη. «Δεν πάω πια ποτέ εκεί» είπε.
Έπειτα, όπως συμβαίνει σε μια βεράντα στο φεγγαρόφωτο, όταν ο ένας αρχίζει να ντρέπεται που έχει ήδη αρχίσει να βαριέται, και παρ᾿ όλα αυτά κάθεται όπως κι ο άλλος σιωπηλός, πολύ ήσυχος, κοιτάζοντας θλιμμένα τη σελήνη, δεν θέλει να μιλήσει, κουνά το πόδι του, καθαρίζει το λαιμό του, παρατηρεί μια σπείρα που σχηματίζει το σίδερο στο πόδι ενός τραπεζιού, αναμοχλεύει ένα φύλλο, αλλά δεν λέει τίποτε — έτσι έκανε κι ο Πίτερ Γουόλς τώρα. Γιατί τον γύρισε ξανά στο παρελθόν; σκέφτηκε. Γιατί τον έκανε να τα σκεφτεί ξανά; Γιατί τον έκανε να υποφέρει, αφού τον είχε βασανίσει τόσο κολασμένα; Γιατί;
«Θυμάσαι τη λίμνη;» είπε εκείνη, με απότομη φωνή, κάτω απ᾿ την πίεση ενός συναισθήματος που κυρίευσε την καρδιά της, έκανε τούς μυς τού λαιμού της να σφιχτούν και τα χείλη της να συσπαστούν, καθώς έλεγε «λίμνη». Γιατί ήταν παιδί που έριχνε ψωμί στις πάπιες, και ταυτόχρονα γυναίκα μεγάλη, που ερχόταν στους γονείς της. Αυτοί στέκονταν δίπλα στη λίμνη, κι αυτή κρατώντας στα χέρια της τη ζωή της που, καθώς τούς πλησίαζε, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα στην αγκαλιά της, ώσπου έγινε μια ζωή ολόκληρη, μια ζωή πλήρης, την οποία απόθεσε δίπλα τους κι είπε: «Ορίστε πως την έκανα τη ζωή μου! Ορίστε!». Και πώς την είχε κάνει; Πράγματι, πώς; να κάθεται εκεί και να ράβει σήμερα το πρωί μαζί με τον Πίτερ.
Κοίταξε τον Πίτερ Γουόλς· η ματιά της, περνώντας μέσα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια κι αυτά τα συναισθήματα, τον πλησίασε αβέβαιη· στάθηκε πάνω του δακρυσμένη· μετά σηκώθηκε και πέταξε μακριά, σαν πουλί που αγγίζει το κλαρί, σηκώνεται και πετάει μακριά. Με μια απλή κίνηση σκούπισε τα μάτια της.
«Ναι» είπε ο Πίτερ. «Ναι, ναι, ναι» είπε, σαν να είχε ανασύρει η Κλαρίσα στην επιφάνεια κάτι που δίχως άλλο τον πονούσε, καθώς ανέβαινε. Σταμάτα! Σταμάτα! ήθελε να φωνάξει. Γιατί δεν ήταν γέρος· η ζωή του δεν είχε τελειώσει· με κανέναν τρόπο. Μόλις είχε περάσει τα πενήντα. Να τής μιλήσω, σκέφτηκε, ή όχι; θα ήθελε να τής τα εξομολογηθεί όλα. Αλλά είναι τόσο ψυχρή, σκέφτηκε· ράβει, έχει το ψαλίδι της· η Ντέιζι θα έδειχνε τόσο συνηθισμένη δίπλα στην Κλαρίσα. Και θα με θεωρούσε αποτυχημένο, πράγμα που είμαι με τη δική τους λογική, σκέφτηκε· με τη λογική τών Νταλογουέι. Ω, ναι, δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό· ήταν αποτυχημένος, σε σύγκριση μ᾿ όλα αυτά —το σκαλιστό τραπέζι, το χαρτοκόπτη στη βάση του, το δελφίνι και τα κηροπήγια, τα καλύμματα στις καρέκλες και τις παλιές πολύτιμες εγγλέζικες γκραβούρες— ήταν αποτυχημένος! Το σιχαίνομαι αυτό το τουπέ, σκέφτηκε· καμώματα τού Ρίτσαρντ, όχι τής Κλαρίσα· με εξαίρεση το γεγονός ότι τον παντρεύτηκε. (Σ᾿ αυτό το σημείο η Λούσι μπήκε στο δωμάτιο, κουβαλώντας ασημικά, κι άλλα ασημικά· αλλά πόσο γοητευτική, λεπτή, χαριτωμένη έδειχνε, σκέφτηκε, καθώς εκείνη έσκυψε να τα ακουμπήσει.) Κι έτσι είναι πάντα! Σκέφτηκε· τη μια εβδομάδα μετά την άλλη η ζωή τής Κλαρίσα· ενώ εγώ — σκέφτηκε· κι αμέσως όλα φάνηκαν να βγαίνουν από μέσα του: τα ταξίδια· οι βόλτες με το άλογο· οι καβγάδες· οι περιπέτειες· οι βραδιές μπριτζ· οι ερωτικές σχέσεις· η δουλειά· δουλειά, δουλειά! κι έβγαλε το σουγιά απροκάλυπτα —τον παλιό σουγιά του με τη λαβή από κέρατο που η Κλαρίσα μπορούσε να ορκιστεί ότι τον είχε τριάντα χρόνια— και τον έσφιξε στη γροθιά του.
Τι παράξενη συνήθεια, σκέφτηκε η Κλαρίσα· να παίζει πάντα μ᾿ ένα μαχαίρι. Πάντα σε έκανε να νιώθεις επιπόλαιος κι εσύ· κενός στο μυαλό· ένα σαχλό άτομο που φλυαρεί, όπως έκανε εκείνος. Αλλά κι εγώ, σκέφτηκε εκείνη, πιάνοντας πάλι τη βελόνα και ξαναρχίζοντας τη δουλειά της, κάλεσε, σαν βασίλισσα τής οποίας η φρουρά αποκοιμήθηκε και την άφησε απροστάτευτη (είχε ξαφνιαστεί τόσο απ᾿ την επίσκεψή του — την είχε αναστατώσει), οποιονδήποτε μπορούσε να μπει μέσα και να τη δει, εκεί που ήταν ξαπλωμένη με τις βατομουριές να γέρνουν αποπάνω της, κάλεσε σε βοήθεια όλα τα πράγματα που έκανε· τα πράγματα που τής άρεσαν· τον άντρα της· την Ελίζαμπεθ· τον εαυτό της με δυο λόγια, τον οποίο ο Πίτερ δεν γνώριζε και πολύ καλά τώρα, όλα τα κάλεσε να συγκεντρωθούν για να νικήσει τον εχθρό.
«Λοιπόν, εσύ τι έκανες;» είπε εκείνη. Προτού ξεκινήσει η μάχη, τα άλογα χτυπούν τις οπλές τους στο έδαφος· τινάζουν το κεφάλι τους· το φως λάμπει στα πλευρά τους· ο λαιμός τους λυγίζει. Έτσι κι ο Πίτερ Γουόλς με την Κλαρίσα προκαλούσαν ο ένας τον άλλο, καθισμένοι δίπλα δίπλα στον μπλε καναπέ. Οι δυνάμεις του τινάζονταν μέσα του και τον έκαιγαν. Συγκέντρωσε από παντού όλων των ειδών τα πράγματα· επαίνους· τη σταδιοδρομία του στην Οξφόρδη· το γάμο του, για τον οποίο εκείνη δεν ήξερε τίποτε απολύτως· πως είχε αγαπήσει· και γενικά είχε κάνει τη δουλειά του.
«Εκατομμύρια πράγματα!» αναφώνησε, και νιώθοντας τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του να τον ωθούν σε επέλαση, πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, κάνοντάς τον να αισθάνεται τρομακτικός αλλά και εξαιρετικά χαρούμενος που έσκιζε τον αέρα πάνω στους ώμους ανθρώπων που δεν μπορούσε πια να δει, σήκωσε τα χέρια του στο μέτωπό του.
Η Κλαρίσα καθόταν με το κορμί στητό· πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι ερωτευμένος» είπε, όχι σ᾿ αυτήν ωστόσο, αλλά σε κάποια μορφή που στεκόταν ψηλά, κι έτσι δεν μπορούσες να την αγγίξεις, αλλά ήσουν υποχρεωμένος να αποθέσεις το στεφάνι σου στο χορτάρι, στο σκοτάδι.
«Ερωτευμένος» επανέλαβε, μιλώντας μάλλον στεγνά τώρα στην Κλαρίσα Νταλογουέι· «ερωτευμένος μ᾿ ένα κορίτσι στην Ινδία». Το είχε καταθέσει το στεφάνι του. Η Κλαρίσα μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
«Ερωτευμένος!» είπε εκείνη. Μα στην ηλικία του, με το μικρό παπιγιόν του, να τού ρουφάει τη δύναμη αυτό το τέρας! Και δεν υπάρχει ίχνος σάρκας στο σβέρκο του· τα χέρια του είναι κόκκινα· κι είναι έξι μήνες μεγαλύτερος από μένα! τής είπαν τα μάτια της. Αλλά βαθιά στην καρδιά της το αισθάνθηκε, ότι είναι ερωτευμένος. Αυτό έχει, το ένιωσε· είναι ερωτευμένος.
Ο αδάμαστος εγωισμός που πάντα κατατροπώνει τα στίφη που τον αντιπαλεύουν, το ποτάμι που λέει συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε· παρόλο που παραδέχεται πως μπορεί να μην υπάρχει κανένας σκοπός για μας, ακόμα και τότε λέει συνέχισε, συνέχισε· Αυτός ο αδάμαστος εγωισμός όρμησε στα μάγουλά της, χρωματίζοντάς τα· την έκανε να φαίνεται πολύ νέα· με όψη πολύ ροδαλή· με μάτια γεμάτα λάμψη, όπως καθόταν με το φόρεμά της πάνω στο γόνατό της και τη βελόνα της να τρεμοπαίζει πιασμένη στην άκρη τής μεταξωτής κλωστής. Ήταν ερωτευμένος! Όχι μαζί της. Με κάποια νεότερη γυναίκα, φυσικά.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
Τώρα αυτό το άγαλμα πρέπει να κατεβεί απ᾿ το βάθρο του και να τοποθετηθεί ανάμεσά τους.
«Μια γυναίκα παντρεμένη, δυστυχώς» είπε εκείνος· «σύζυγος ενός ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών».
Και με μια περίεργη γλυκύτητα ανάμεικτη με ειρωνεία χαμογέλασε, καθώς την έβαζε μ᾿ αυτό τον γελοίο τρόπο μπροστά στην Κλαρίσα.
(Παρ᾿ όλα αυτά, είναι ερωτευμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα.)
«Έχει» συνέχισε εκείνος, πολύ ήπια, «δυο μικρά παιδιά· ένα αγόρι κι ένα κορίτσι· ήρθα να δω τούς δικηγόρους μου για το διαζύγιο».
Να τοι! σκέφτηκε εκείνος. Κάν᾿ τους ό,τι θες. Κλαρίσα! Ορίστε, να τοι! Κι ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν, τού φαινόταν ότι η σύζυγος τού ταγματάρχη του Στρατού τών Ινδιών, και τα δυο παιδάκια της, η δική του η Ντέιζι, γίνονταν πρόσωπα όλο και πιο αξιαγάπητα κάτω απ᾿ το βλέμμα τής Κλαρίσα· σαν να είχε ρίξει ο Πίτερ φως σ᾿ έναν πίνακα και να είχε αναδυθεί ένα όμορφο δέντρο, στον αλμυρό αέρα τής οικειότητάς τους (γιατί σε κάποια πράγματα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν τον ένιωθε, όπως η Κλαρίσα), τής θαυμαστής οικειότητάς τους.
Τον κολάκεψε· τον κορόιδεψε, σκέφτηκε η Κλαρίσα· σχημάτισε την εικόνα τής γυναίκας, τής συζύγου τού ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών, με τρεις χαρακιές ενός μαχαιριού. Τι χαράμισμα! Τι τρέλα! Όλη του τη ζωή πάντα βαυκαλιζόταν ο Πίτερ· πρώτα η αποβολή του απ᾿ την Οξφόρδη· μετά ο γάμος του με την κοπέλα που γνώρισε στο πλοίο για την Ινδία· τώρα η γυναίκα ενός ταγματάρχη τού Στρατού τών Ινδιών —, ευτυχώς που είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί! Παρ᾿ όλα αυτά, ήταν ερωτευμένος· ο παλιός της φίλος, ο αγαπημένος της ο Πίτερ, ήταν ερωτευμένος.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε. Ω, αυτό θα το αναλάβουν οι διακεκριμένοι δικηγόροι τού γραφείου Χούπερ και Γκρέιτλι, είπε. Και μάλιστα έκοψε τις άκρες τών νυχιών του, με το σουγιά του!
Για όνομα τού θεού, άσ᾿ τον το σουγιά! φώναξε μέσα της, με ασυγκράτητο εκνευρισμό· αυτή η ανόητη αντισυμβατικότητά του, η αδυναμία του· η ανικανότητά του να αντιληφθεί, τι ένιωθαν οι άλλοι, την ενοχλούσε, την ενοχλούσε πάντα· και τώρα στην ηλικία του, τι ανόητο!
Τα ξέρω όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ· ξέρω τι με περιμένει, σκέφτηκε, περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ᾿ τη λεπίδα τού σουγιά του, η Κλαρίσα κι ο Νταλογουέι κι όλοι οι υπόλοιποι· αλλά θα δείξω στην Κλαρίσα — κι έπειτα προς μεγάλη του έκπληξη, νικημένος από εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που έσκιζαν τον αέρα, αναλύθηκε σε δάκρυα· σε κλάμα· έκλαιγε χωρίς την παραμικρή ντροπή, καθισμένος στον καναπέ, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
Κι η Κλαρίσα έγειρε μπροστά, έπιασε το χέρι του, τον τράβηξε κοντά της, τον φίλησε — ένιωσε το πρόσωπό του ν᾿ αγγίζει το δικό της κι ύστερα μπόρεσε να χαμηλώσει τα φτερά με την ασημένια λάμψη που ανέμιζαν σαν το χορτάρι στην τροπική καταιγίδα στο στήθος της, που, όταν κόπασε, τη βρήκε να τού κρατά το χέρι, να τού χτυπά καθησυχαστικά το γόνατο και να νιώθει, έτσι όπως είχε γείρει πίσω, εξαιρετική άνεση μαζί του, ξεγνοιασιά, όταν ξαφνικά κυριάρχησε η σκέψη: Αν τον είχα παντρευτεί, αυτή η ευθυμία θα ήταν όλη μέρα δική μου!
Όλα είχαν τελειώσει γι᾿ αυτήν. Το σεντόνι ήταν τεντωμένο και το κρεβάτι στενό. Είχε ανέβει μοναχή της στον πύργο και τούς είχε αφήσει να τρώνε βατόμουρα στον ήλιο. Η πόρτα είχε κλείσει, κι από εκεί, ανάμεσα στη σκόνη τών πεσμένων σοβάδων και τις ακαθαρσίες απ᾿ τις φωλιές τών πουλιών, πόσο μακρινή φαινόταν η θέα, κι οι ήχοι έφταναν ισχνοί και παγωμένοι, και Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ! φώναξε, όπως πετάγεσαι τη νύχτα κι απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι, ζητώντας βοήθεια. Το γεύμα της λαίδης Μπρούτον ξανάρθε στο μυαλό της. Με άφησε· είμαι μόνη μου για πάντα, σκέφτηκε, σταυρώνοντας τα χέρια πάνω στο γόνατό της.
Ο Πίτερ Γουόλς σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σ᾿ αυτήν, ανεμίζοντας το φουλάρι του. Έδειχνε κύριος τού εαυτού του, ξερός, έρημος, οι λεπτές ωμοπλάτες του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το πανωφόρι του· φυσούσε τη μύτη του δυνατά. Πάρε με μαζί σου, σκέφτηκε αυθόρμητα η Κλαρίσα, λες κι εκείνος έφευγε αμέσως για κάποιο μεγάλο ταξίδι· κι έπειτα, την επόμενη στιγμή, ένιωσε πως είχαν πια τελειώσει οι πέντε πράξεις ενός έργου πολύ συναρπαστικού και συγκινητικού, κι εκείνη είχε ζήσει μια ζωή ολόκληρη μέσα τους κι είχε δραπετεύσει, είχε ζήσει με τον Πίτερ, και τώρα είχαν όλα τελειώσει.
Ήταν πια ώρα να κάνει κάποια κίνηση και, σαν γυναίκα που μαζεύει τα πράγματά της, κάπα, γάντια, κιάλια, και σηκώνεται για να βγει απ᾿ το θέατρο έξω στο δρόμο, σηκώθηκε απ᾿ τον καναπέ και πήγε στον Πίτερ.
Κι ήταν τρομερά παράξενο, σκέφτηκε εκείνος, πως εκείνη είχε ακόμη τη δύναμη, όπως τον πλησίαζε, τα κοσμήματά της κουδούνιζαν, τα ρούχα της θρόιζαν, πως είχε ακόμη τη δύναμη, ενώ διέσχιζε το δωμάτιο, να κάνει τη σελήνη —που αυτός σιχαινόταν — ν᾿ ανεβαίνει στον καλοκαιρινό ουρανό του Μπόρτον πάνω απ᾿ τη βεράντα.
«Πες μου» τής είπε, πιάνοντάς την απ᾿ τους ώμους. «Είσαι χαρούμενη, Κλαρίσα; Ο Ρίτσαρντ—»
Άνοιξε η πόρτα.
«Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ» είπε η Κλαρίσα συναισθηματικά, θεατρινίστικα ίσως.
«Χαίρω πολύ» είπε η Ελίζαμπεθ πηγαίνοντας προς το μέρος του.
Ο ήχος απ᾿ το Μπιγκ Μπεν, που χτύπησε τη μισή ώρα, έπεσε ανάμεσά τους με εξαιρετικό σφρίγος, σαν νεαρός δυνατός, αδιάφορος, ανέμελος, που κουνάει τα βαράκια του πέρα δώθε.
«Γεια σου, Ελίζαμπεθ!» φώναξε ο Πίτερ, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του, και πηγαίνοντας γοργά προς το μέρος της είπε «Αντίο, Κλαρίσα», και χωρίς να την κοιτάξει, βγήκε απ᾿ το δωμάτιο γρήγορα, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα τού διαδρόμου.
«Πίτερ, Πίτερ» φώναξε η Κλαρίσα, τρέχοντας πίσω του μέχρι το κεφαλόσκαλο. «Τη δεξίωσή μου! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» φώναξε, αναγκασμένη να υψώσει τη φωνή της για ν᾿ ακουστεί μέσα στη βουή τού δρόμου, με την κυκλοφορία και τον ήχο όλων τών ρολογιών που χτυπούσαν να την καλύπτει, τη φωνή της που έλεγε «Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» να ηχεί αδύναμη, ψιλή και μακρινή καθώς ο Πίτερ Γουόλς έκλεινε την πόρτα.
Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, έλεγε ο Πίτερ Γουόλς καθώς κατηφόριζε το δρόμο, μιλώντας στον εαυτό του ρυθμικά, συντονισμένος με τη ροή του ήχου, τού απόλυτου, καθαρού ήχου τού Μπιγκ Μπεν, που χτυπούσε τη μισή ώρα. Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο θα μπορούσε να ᾿ναι όπως αυτός, ερωτευμένος. Και να τος, αυτός ο τυχερός άντρας, ο ίδιος, που καθρεφτιζόταν στη βιτρίνα μιας εταιρείας αυτοκινήτων στην οδό Βικτόρια. Οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρει μόνος του — αυτός, ο Πίτερ Γουόλς· που ήταν τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του πραγματικά ερωτευμένος. Είχε σκληρύνει η Κλαρίσα, σκέφτηκε· αν και ήταν λίγο συναισθηματική, υποψιαζόταν. Ο τρόπος που είπε «Η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ!» — αυτό τον ενόχλησε. Γιατί όχι απλά «Αυτή είναι η Ελίζαμπεθ»; Ήταν ανειλικρινές. Ούτε στην Ελίζαμπεθ άρεσε. Γιατί, τούς καταλάβαινε τούς νέους· τού άρεσαν. Υπήρχε πάντα κάτι ψυχρό στην Κλαρίσα, σκέφτηκε. Είχε πάντοτε, ακόμα και όταν ήταν κορίτσι, μια μορφή δειλίας που όταν γίνεις μεσήλικας μετατρέπεται σε συμβατικότητα, κι έπειτα δεν γίνεται τίποτε, τίποτε, σκέφτηκε, κοιτάζοντας μάλλον θλιμμένα στο βάθος τής βιτρίνας, ενώ αναρωτιόταν αν την είχε ενοχλήσει η επίσκεψή του, εκείνη την ώρα· τον κατέκλυσε ντροπή ξαφνικά που φέρθηκε ανόητα· που ήταν τόσο συναισθηματικός· που τής τα είπε όλα, ως συνήθως, ως συνήθως.
Καθώς το σύννεφο διασχίζει τον ουρανό, σιωπή πέφτει στο Λονδίνο· πέφτει και στο μυαλό. Η προσπάθεια παύει. Ο χρόνος φτεροκοπά στο κατάρτι. Κι εκεί σταματάμε· εκεί στεκόμαστε. Άκαμπτος ο σκελετός τής συνήθειας στηρίζει μοναχός του το ανθρώπινο κορμί, όπου δεν υπάρχει τίποτε, είπε ο Πίτερ Γουόλς στον εαυτό του· ένιωθε κούφιος, εντελώς άδειος μέσα του. Η Κλαρίσα με απέρριψε, σκέφτηκε. Στεκόταν εκεί και σκεφτόταν. Η Κλαρίσα με απέρριψε.
Δεν ήταν γέρος, ούτε άκαμπτος, ούτε στο ελάχιστο στραγγισμένος. Όσο για το αν τον ένοιαζε τι έλεγαν γι᾿ αυτόν —οι Νταλογουέι, οι Γουίτμπρεντ κι οι όμοιοί τους— καρφάκι δεν τού καιγόταν καρφάκι (αν κι η αλήθεια ήταν ότι θα αναγκαζόταν, αργά ή γρήγορα, να δει αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει ο Ρίτσαρντ να βρει δουλειά). Περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, κάρφωνε το βλέμμα κι αγριοκοίταξε το άγαλμα τού Δούκα τού Κέιμπριτζ. Τον είχαν αποβάλει απ᾿ την Οξφόρδη — πράγματι. Ήταν σοσιαλιστής, αποτυχημένος κατά μία έννοια — πράγματι. Ωστόσο το μέλλον τού πολιτισμού, βρίσκεται σκέφτηκε, στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων· νέων ανθρώπων όπως ήταν ο ίδιος, πριν από τριάντα χρόνια· με την αγάπη τους για τις αφηρημένες ιδέες· που έβαζαν να τούς στέλνουν βιβλία απ᾿ το Λονδίνο στην κορυφή τών Ιμαλαΐων· που διάβαζαν επιστήμες· που διάβαζαν φιλοσοφία. Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων, σκέφτηκε.
Ανάλαφροι ήχοι, σαν τούς ήχους φύλλων στο δάσος ακούστηκαν πίσω του και μαζί μ᾿ αυτούς υπόκωφοι ρυθμικοί γδούποι, που προσπερνώντας τον, έκαναν τις σκέψεις του να κινηθούν στον ήχο τού τυμπάνου. Το βήμα του έγινε αυστηρό, χωρίς να το θέλει, καθώς ανέβαινε τη Γουάιτχολ. Αγόρια με στολές και όπλα παρέλαυναν με τα μάτια καρφωμένα μπροστά, παρέλαυναν με τα χέρια αλύγιστα, με αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους μια έκφραση σαν τα γράμματα ενός μύθου χαραγμένου στη βάση κάποιου αγάλματος που εγκωμιάζει το καθήκον, την ευγνωμοσύνη, την πίστη, την αγάπη για την Αγγλία.
Είναι, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, συνταιριάζοντας το βήμα του με το δικό τους, πολύ ωραία άσκηση. Ανεπηρέαστα απ᾿ τις ηδονές ή τα καθημερινά προβλήματα, είχαν τώρα ντυθεί την επισημότητα απ᾿ το στεφάνι που είχαν πάει να φέρουν απ᾿ το Φίνσμπερι Πέιβμεντ στο Κενοτάφιο. Είχαν δώσει τον όρκο τους. Η κυκλοφορία το σεβόταν αυτό· τα φορτηγά είχαν σταματήσει.
Δεν μπορώ να τούς προλάβω, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, καθώς παρέλαυναν στη λεωφόρο Γουάιτχολ, και πράγματι εκείνα συνέχισαν να παρελαύνουν, τον προσπέρασαν, τούς προσπέρασαν όλους, με το σταθερό τους βήμα, σαν να όριζε μία βούληση πόδια και χέρια, να κινηθούν ομοιόμορφα, ενώ η ζωή με την ποικιλία της, την έλλειψη ανεκτικότητας, ήταν θαμμένη κάτω από ένα πεζοδρόμιο με μνημεία και στεφάνια, ναρκωμένη με τη βοήθεια τής πειθαρχίας σ᾿ ένα σώμα άκαμπτο με μάτια ορθάνοιχτα. Ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς· μπορεί να γελούσες· αλλά ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς, σκέφτηκε. Εκεί πάνε, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, σταματώντας στην άκρη τού πεζοδρομίου· κι όλα τα αγάλματα στα βάθρα τους, ο Νέλσον, ο Γκόρντον, ο Χάβλοκ, οι μαύρες εντυπωσιακές εικόνες τών μεγάλων στρατιωτικών, που ορθοί κοίταζαν ευθεία μπροστά τους, λες και την είχαν αποκηρύξει κι αυτοί τη ζωή, όταν αντιμετώπισαν τούς ίδιους πειρασμούς και να που πέτυχαν τελικά το μαρμάρινο βλέμμα. Αλλά αυτό το βλέμμα ο Πίτερ Γουόλς δεν το επιθυμούσε στο ελάχιστο για τον εαυτό του· σκέφτηκε πως μπορούσε να το σέβεται στους άλλους. Μπορούσε να το σέβεται στα αγόρια. Δεν τα ξέρουν ακόμη τα βάσανα τής σάρκας, σκέφτηκε —, ενώ τα αγόρια εξαφανίζονταν προς την κατεύθυνση τής λεωφόρου Στραντ—, όλα αυτό που πέρασα εγώ, σκέφτηκε, διασχίζοντας το δρόμο και σταματώντας κάτω απ᾿ το άγαλμα τού Γκόρντον, τού Γκόρντον που τον λάτρευε όταν ήταν μικρός· τού Γκόρντον που στεκόταν μόνος του με το ένα πόδι υψωμένο και τα χέρια σταυρωμένα — δύστυχε Γκόρντον, σκέφτηκε.
Κι ακριβώς επειδή κανένας δεν ήξερε πως βρισκόταν στο Λονδίνο, εκτός απ᾿ την Κλαρίσα, τον κατέκλυσε μια παράξενη αίσθηση καθώς στεκόταν μοναχός του εκεί, ζωντανός, άγνωστος, στις έντεκα και μισή στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Τι είναι; Ποιος είμαι; Το μυαλό του βυθίστηκε σαν να ήταν σε βάλτο και τον άφησαν άναυδο τρία σπουδαία συναισθήματα: κατανόηση· απέραντη φιλανθρωπία· και τελικά, ως αποτέλεσμα τών άλλων, μια αχαλίνωτη, εξαίσια χαρά· σαν κάποιο χέρι να τραβούσε χορδές μέσα στο μυαλό του, να μετακινούσε παραθυρόφυλλα ενώ εκείνος, χωρίς να έχει καμία σχέση μ᾿ αυτό, στεκόταν στην αρχή ατελείωτων λεωφόρων, όπου μπορούσε να περιπλανηθεί, αν το διάλεγε. Χρόνια είχε να νιώσει τόσο νέος.
Είχε δραπετεύσει! ήταν απολύτως ελεύθερος — έτσι συμβαίνει όταν συντρίβεται η συνήθεια, όταν ο νους, σαν φλόγα αφύλαχτη, σκύβει και λυγίζει και φαίνεται έτοιμος να εκτοξευτεί απ᾿ τη βάση του. Χρόνια έχω να νιώσω τόσο νέος! σκέφτηκε ο Πίτερ, δραπετεύοντας (βέβαια μόνο για μια ώρα περίπου) απ᾿ το να είναι ακριβώς αυτό που ήταν και νιώθοντας σαν παιδί που το σκάει απ᾿ το σπίτι. Μα είναι τόσο ελκυστική, σκέφτηκε, διασχίζοντας την πλατεία Τραφάλγκαρ, για τη νεαρή γυναίκα, που προσπερνώντας το άγαλμα τού Γκόρντον φάνηκε, ώστε τη σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς (ευάλωτος καθώς ήταν), να πετάει το ένα πέπλο μετά το άλλο, ώσπου έγινε η γυναίκα που είχε πάντα στο νου του· νέα αλλά επιβλητική· χαρούμενη αλλά διακριτική· σκοτεινή αλλά σαγηνευτική.
Ισιώνοντας το σώμα του και μυστικά ψαχουλεύοντας το σουγιά του άρχισε να ακολουθεί αυτήν τη γυναίκα, αυτή την έξαψη, που αν και είχε την πλάτη γυρισμένη έδειχνε να ρίχνει πάνω του ένα φως που τους ένωνε, τον ξεχώριζε, λες και το ακανόνιστο βουητό τής κίνησης, είχε ψιθυρίσει μέσα από χέρια σε σχήμα χωνί, το όνομά του, όχι Πίτερ, αλλά το μυστικό του όνομα, αυτό με το οποίο αποκαλούσε τον εαυτό του στις προσωπικές σκέψεις του. «Εσύ» έλεγε εκείνη, μόνο «εσύ». Το έλεγε με τα λευκά της γάντια και τους ώμους της. Έπειτα η λεπτή μακριά κάπα που ανάδευε ο αέρας, τινάχτηκε με μια ευγένεια, που αγκάλιασε τα πάντα, με μια τρυφεράδα πένθιμη, σαν αγκαλιά που ανοίγει για να δεχτεί τον κουρασμένο --
Αλλά δεν είναι παντρεμένη· είναι νέα· αρκετά νέα, σκέφτηκε ο Πίτερ, και το κόκκινο γαρίφαλο που είχε δει ότι φορούσε εκείνη, καθώς διέσχιζε την πλατεία Τραφάλγκαρ, έλαμψε ξανά στα μάτια του, έβαψε κόκκινα τα χείλη της. Εκείνη σταμάτησε στην άκρη τού πεζοδρομίου. Η αξιοπρέπεια ήταν γραμμένη επάνω της. Δεν ήταν κοσμική σαν την Κλαρίσα· δεν ήταν πλούσια σαν την Κλαρίσα. Ήταν, αναρωτήθηκε ο Πίτερ την ώρα που εκείνη άρχισε να περπατά πάλι, ευυπόληπτη; Πνευματώδης, με παιγνιδιάρικη γλώσσα σαύρας, σκέφτηκε (γιατί πρέπει να είμαστε επινοητικοί, να δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία για λίγη διασκέδαση), ένα ψύχραιμο υπομονετικό πνεύμα, ένα πνεύμα ορμητικό· όχι θορυβώδες.
Εκείνη προχώρησε· διέσχισε το δρόμο· την ακολούθησε. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Ωστόσο αν κοντοστεκόταν εκείνη, θα τής έλεγε «Ελάτε να φάμε ένα παγωτό», αυτό θα τής έλεγε, κι εκείνη θα απαντούσε πολύ απλά «Ω, ναι».
Ωστόσο άλλοι άνθρωποι μπήκαν ανάμεσά τους στο δρόμο, βάζοντάς του εμπόδια, κάνοντάς μουντζούρα στο τοπίο του. Την ακολούθησε· εκείνη έστριψε. Είχαν χρώμα τα μάγουλά της· χλευασμό τα μάτια της· αυτός ήταν ένας τυχοδιώκτης, ένας απερίσκεπτος, σκέφτηκε ο Πίτερ, γρήγορος, τολμηρός, ένας πραγματικός (είχε μόλις χθες το βράδυ αποβιβαστεί απ᾿ το καράβι που ήρθε από την Ινδία) ρομαντικός πειρατής, αδιάφορος για όλα αυτά τα βρομο-αγαθά, τις κίτρινες ρόμπες, τις πίπες, τα καλάμια ψαρέματος στις βιτρίνες τών καταστημάτων· για την υπόληψη, τις δεξιώσεις και τούς περιποιημένους γέρους με τα λευκά πουκάμισα, κάτω απ᾿ τα γιλέκα τους. Αυτός ήταν ένας πειρατής. Κι αυτή συνέχισε να περπατάει, διέσχισε το Πικαντίλι, ανηφόρισε την οδό Ρίτζεντ, μπροστά του, με την κάπα της, τα γάντια της, τούς ώμους της να ταιριάζουν με τα κρόσσια, τις κορδέλες και τις εσάρπες με τα φτερά στις βιτρίνες, δημιουργώντας έναν αέρα γεμάτο πολυτέλεια και καπρίτσιο, που ξεχυνόταν απ᾿ τα καταστήματα στο πεζοδρόμιο, όπως το φως τής λάμπας που ταλαντεύεται τη νύχτα, πάνω απ᾿ τους φράχτες στη σκοτεινιά.
Γελαστή κι ευχάριστη είχε διασχίσει την οδό Όξφορντ κι έστριψε σ᾿ ένα δρομάκι και τώρα, τώρα, έφτασε η μεγάλη στιγμή, γιατί τώρα χρονοτριβούσε, άνοιξε την τσάντα της, και με μια ματιά προς τη μεριά του, όχι σ᾿ αυτόν, μια ματιά αποχαιρετιστήρια, ανακεφαλαίωσε την κατάσταση ολόκληρη και την απέρριψε θριαμβευτικά για πάντα, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε! Η φωνή τής Κλαρίσα που έλεγε «μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου. Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου», βούιζε στ᾿ αυτιά του. Το σπίτι ήταν ένα από αυτά τα συνηθισμένα σπίτια από κόκκινο τούβλο, καλάθια με λουλούδια κρέμονταν έξω που φάνταζαν μάλλον άτοπα. Όλα είχαν τελειώσει.
Λοιπόν, τέρμα η διασκέδαση· φτάνει ως εδώ, σκέφτηκε, κοιτώντας τα καλάθια με τα ωχρά γεράνια που ταλαντεύονταν. Σκορπίστηκαν τα μόριά της — τής διασκέδασής του τα μόρια, γιατί κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν επινοημένη, το ήξερε πολύ καλά αυτό· επινοημένη ήταν αυτή η τρέλα με την κοπέλα· όπως επινοείς το καλύτερο κομμάτι τής ζωής σκέφτηκε, — επινοείς τον εαυτό σου· έτσι είχε επινοήσει κι εκείνη· είχε δημιουργήσει μια θεσπέσια διασκέδαση και κάτι περισσότερο. Αλλά πόσο παράξενη και πόσο αληθινή· όλα αυτά δεν μπορείς να τα μοιραστείς — σκορπίστηκαν τα μόριά της.
Ήταν υπέροχο το πρωινό. Σαν το χτύπο μιας καρδιάς τέλειας, η ζωή παλλόταν στους δρόμους. Χωρίς αναζήτηση· χωρίς δισταγμό. Ορμητικά, με ακρίβεια, συνέπεια, αθόρυβα. Να, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Η κοπέλα, με τις μεταξωτές κάλτσες, τα φτερά, εφήμερη, αλλά όχι ιδιαίτερα ελκυστική για τα γούστα του, (γιατί είχε κι αυτός επικριτική διάθεση), κατέβηκε. Αξιοθαύμαστους μπάτλερ, καφετιά σκυλιά ράτσας, διαδρόμους στρωμένους με ασπρόμαυρους ρόμβους, λευκές κουρτίνες που ανέμιζαν είδε ο Πίτερ μέσα απ᾿ την ανοιχτή πόρτα· και τα ενέκρινε. Ένα εξαίσιο επίτευγμα με τον δικό του τρόπο ήταν, εντέλει, το Λονδίνο· η εποχή· ο πολιτισμός. Καθώς προερχόταν από μια ευυπόληπτη οικογένεια Άγγλων στην Ινδία, η οποία επί τρεις γενεές τουλάχιστον διοικούσε μια μεγάλη χώρα, (παράξενο σκέφτηκε, τι αισθήματα έχω γι᾿ αυτό, αντιπαθούσε τόσο την Ινδία, την αυτοκρατορία και το στρατό), υπήρχαν στιγμές που ο πολιτισμός, ακόμα κι αυτού τού είδους ο πολιτισμός, τού φαινόταν προσφιλής σαν κτήμα του προσωπικό· στιγμές περηφάνιας για την Αγγλία· τούς μπάτλερ· τα σκυλιά ράτσας· την ασφάλεια τών κοριτσιών. Είναι γελοίο, αλλά υπάρχει, σκέφτηκε. Οι γιατροί, οι έμποροι και οι ικανές γυναίκες με τις ασχολίες τους, συνεπείς, σε εγρήγορση, εύρωστοι, τού φαίνονταν απόλυτα αξιοθαύμαστοι, καλοί άνθρωποι, στους οποίους μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί τη ζωή του, σύντροφοι στην τέχνη τής ζωής, που θα έμεναν μαζί σου ως το τέλος. Με τα καλά της και τα στραβά της, η παράσταση αυτή ήταν καλή· θα καθόταν στη σκιά να καπνίσει.
Να το, το Ρίτζεντς Παρκ. Ναι. Μικρός είχε κάνει βόλτες στο Ρίτζεντς Παρκ — παράξενο, σκέφτηκε, πώς έρχεται διαρκώς στη μνήμη μου η σκέψη τής παιδικής μου ηλικίας, επειδή είδα την Κλαρίσα ίσως· γιατί οι γυναίκες ζουν περισσότερο στο παρελθόν απ᾿ ό,τι εμείς, σκέφτηκε. Μένουν προσκολλημένες σε μέρη· και στους πατεράδες τους — μια γυναίκα είναι πάντα περήφανη για τον πατέρα της. Το Μπόρτον ήταν ωραίο μέρος, πολύ ωραίο μέρος, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να τα πάω καλά με το γέρο, σκέφτηκε. Έγινε σκηνή ένα βράδυ — ένας καβγάς για κάτι, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς. Για την πολιτική προφανώς.
Ναι, το θυμόταν το Ρίτζεντς Παρκ· το μεγάλο ευθύ μονοπάτι· το σπιτάκι απ᾿ όπου αγόραζες μπαλόνια στ᾿ αριστερά· ένα περίεργο άγαλμα με μια επιγραφή σε κάποιο σημείο του ή κάτι τέτοιο. Αναζήτησε ένα άδειο παγκάκι. Δεν ήθελε να τον ενοχλήσουν (γιατί νύσταζε λιγάκι), άνθρωποι που θα ρωτούσαν την ώρα. Μια ηλικιωμένη γκριζομάλλα γκουβερνάντα, με το μωρό κοιμισμένο στο καρότσι του — αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να βρει· να καθίσει στην άλλη άκρη στο ίδιο παγκάκι.
Έχει περίεργη εμφάνιση αυτό το κορίτσι, σκέφτηκε, καθώς θυμήθηκε την Ελίζαμπεθ την ώρα που μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε δίπλα στη μητέρα της. Έχει μεγαλώσει· έχει ψηλώσει πολύ, δεν θα την έλεγες ακριβώς χαριτωμένη· ελκυστική μάλλον, και δεν μπορεί να είναι πάνω από δεκαοχτώ. Μάλλον δεν τα πάει καλά με την Κλαρίσα. «Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ», κάτι τέτοιο είπε —γιατί όχι απλώς «Να η Ελίζαμπεθ»;— στην προσπάθειά της να προφασιστεί, όπως κι οι περισσότερες μανάδες, ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά απ᾿ ό,τι στην πραγματικότητα. Δείχνει υπερβολικά μεγάλη εμπιστοσύνη στη γοητεία της, σκέφτηκε. Το παρακάνει.
Μια μεγάλη σκούπα σάρωσε και απάλυνε τα πάντα στο μυαλό του, σάρωσε κλαριά που κουνιόνταν, παιδικές φωνές, σύρσιμο ποδιών, ανθρώπους που περνούσαν, το βουητό τής κίνησης, που πότε μεγάλωνε, πότε κόπαζε. Βυθίστηκε όλο και πιο βαθιά στα πούπουλα και στα φτερά τού ύπνου, βυθίστηκε και χάθηκε.
Η γκριζομάλλα γκουβερνάντα ξανάπιασε το πλεκτό της την ώρα που ο Πίτερ Γουόλς, στο ζεστό παγκάκι δίπλα της, άρχισε να ροχαλίζει. Με το γκρίζο φόρεμά της —κουνούσε τα χέρια της ακαταπόνητα, αλλά ήσυχα— έμοιαζε με υπέρμαχο τών δικαιωμάτων όσων κοιμούνται, σαν αυτές τις φασματικές παρουσίες που αναδύονται στο λυκόφως σε δάση φτιαγμένα από ουρανό και κλαριά.
Ίσως εκ πεποιθήσεως άθεος, εκπλήσσεται με τις στιγμές τής ψυχικής ανάτασης. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από μάς, εκτός από την ψυχική μας διάθεση, θεωρεί· μια επιθυμία για γαλήνη, ανακούφιση, κάτι έξω από αυτούς τούς άθλιους πυγμαίους, αυτούς τούς αδύναμους, αυτούς τούς άσχημους, αυτούς τούς πεινασμένους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Αλλά αν μπορεί να τη συλλάβει ο νους του, τότε κατά κάποιον τρόπο υφίσταται θεωρεί, και προχωρώντας στο μονοπάτι με τα μάτια στον ουρανό ταχύτατα, τα προικίζει με γυναικεία φύση.
Αυτά τα οράματα είναι μια αστείρευτη πηγή ωφέλειας για τον μοναχικό ταξιδιώτη· είτε μουρμουρίζουν στ᾿ αυτί του, σαν τις σειρήνες που κλυδωνίζονται στα πράσινα κύματα της θάλασσας· είτε πετάγονται μπροστά στο πρόσωπό του σαν μπουκέτα τριαντάφυλλα· είτε ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν ωχρά πρόσωπα που οι ψαράδες για να τα αγκαλιάσουν, παραδέρνουν στις πλημμύρες.
Αυτά είναι τα οράματα που ακατάπαυστα αναδύονται κι επιπλέουν στην επιφάνεια, βαδίζουν δίπλα, βάζουν τα πρόσωπά τους μπροστά απ᾿ την πραγματικότητα· συχνά καταβάλλουν τον μοναχικό ταξιδιώτη και τού αφαιρούν την αντίληψη τής γης, την επιθυμία τής επιστροφής, δίνοντάς του για υποκατάστατο μια γαλήνη γενική, σαν να είναι όλος αυτός ο πυρετός τής ζωής, η ίδια η απλότητα· και μυριάδες πράγματα ενώνονται σ᾿ ένα· κι αυτή η φιγούρα, έτσι φτιαγμένη όπως είναι, από ουρανό και κλαριά, έχει αναδυθεί απ᾿ την ταραγμένη θάλασσα σαν μορφή που μπορεί να βγει απ᾿ τα κύματα, για να σκορπιστούν απλόχερα απ᾿ τα χέρια της, η συμπόνια, η κατανόηση, η άφεση. Έτσι, σκέφτεται αυτός, ας μην γυρίσω ποτέ στο φως τής λάμπας· στο σαλόνι· ας μην τελειώσω ποτέ το βιβλίο μου· ας μην αδειάσω ποτέ την πίπα μου· ας μην χτυπήσω ποτέ το κουδούνι να έρθει η κυρία Τέρνερ να μαζέψει τα πιάτα μετά το φαγητό· αντίθετα, αφήστε με να πάω σ᾿ αυτήν τη μεγάλη φιγούρα, που μ᾿ ένα τίναγμα τού κεφαλιού της θα με ανεβάσει στο καράβι της και θα μ᾿ αφήσει ν᾿ ανεμίζω προς την ανυπαρξία μαζί με τους υπόλοιπους.
Τέτοια είναι τα οράματα. Ο μοναχικός ταξιδιώτης σύντομα βγαίνει απ᾿ το δάσος· κι εκεί, φτάνοντας ως την πόρτα με τα χέρια πάνω απ᾿ τα μάτια για αντήλιο, πιθανόν περιμένοντας τον ερχομό του με τα χέρια σηκωμένα, με τη λευκή ποδιά της ν᾿ ανεμίζει, υπάρχει μια ηλικιωμένη γυναίκα που δείχνει να αναζητά (πόσο ισχυρή είναι αυτή η αδυναμία), πέρα απ᾿ την έρημο, κάποιον χαμένο γιο· να ψάχνει έναν αναβάτη συντετριμμένο· είναι η φιγούρα τής μάνας που οι γιοι της σκοτώθηκαν στις μάχες τού κόσμου. Κι έτσι, καθώς ο μοναχικός ταξιδιώτης κατηφορίζει το δρόμο τού χωριού, όπου οι γυναίκες στέκονται και πλέκουν κι οι άντρες σκάβουν στον κήπο, η βραδιά δίνει εντύπωση δυσοίωνη· οι μορφές ακίνητες· λες και κάποια επιβλητική μοίρα, μοίρα που γνώριζαν και περίμεναν δίχως φόβο, ήταν έτοιμη να τους παρασύρει στην απόλυτη καταστροφή.
Μέσα στο σπίτι ανάμεσα στα συνηθισμένα πράγματα, στο ντουλάπι, στο τραπέζι, στο περβάζι με τα γεράνια, ξαφνικά το περίγραμμα τής σπιτονοικοκυράς που σκύβει να μαζέψει το ύφασμα, μαλακώνει απ᾿ το φως, γίνεται σύμβολο αξιολάτρευτο, που μόνο η ανάμνηση τών παγωμένων ανθρώπινων επαφών, μάς απαγορεύει να αγκαλιάσουμε. Παίρνει τη μαρμελάδα· την κλείνει στο ντουλάπι.
«Χρειάζεστε κάτι άλλο απόψε, κύριε;»
Αλλά σε ποιον ν᾿ απαντήσει ο μοναχικός ταξιδιώτης;
Έπλεκε η ηλικιωμένη γκουβερνάντα πάνω απ᾿ το μωρό που κοιμόταν στο Ρίτζεντς Παρκ. Ο Πίτερ Γουόλς ροχάλιζε.
Ξύπνησε εντελώς απότομα λέγοντας στον εαυτό του «Ο θάνατος τής ψυχής».
«Θεέ μου, θεέ μου!» είπε στον εαυτό του δυνατά, ενώ τεντωνόταν κι άνοιγε τα μάτια του. «Ο θάνατος τής ψυχής». Οι λέξεις κόλλησαν σε κάποια σκηνή, σε κάποιο δωμάτιο, σε κάποιο παρελθόν που ονειρευόταν. Έγιναν όλα καθαρότερα· η σκηνή, το δωμάτιο, το παρελθόν που ονειρευόταν.
Στο Μπόρτον εκείνο το καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν ήταν τόσο τρελά ερωτευμένος με την Κλαρίσα. Υπήρχαν πολλοί εκεί, γελούσαν και μιλούσαν, κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι μετά το τσάι, και το δωμάτιο ήταν λουσμένο σε κίτρινο φως, γεμάτο καπνό απ᾿ τα τσιγάρα. Μιλούσαν για έναν άντρα που είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του, κάποιο γαιοκτήμονα τής περιοχής, είχε ξεχάσει τ᾿ όνομά του. Είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του και την είχε φέρει επίσκεψη στο Μπόρτον — τι φρικτή επίσκεψη. Το ντύσιμό της ήταν εξωφρενικά υπερβολικό. «σαν πολύχρωμος παπαγάλος» είχε πει η Κλαρίσα, μιμούμενη τη φωνή της, και δεν σταματούσε να μιλάει. Μιλούσε ασταμάτητα, ασταμάτητα. Η Κλαρίσα τη μιμήθηκε. Μετά κάποιος είπε — η Σάλι Σίτον ήταν —, έχει κάποια διαφορά που εκείνη η γυναίκα απέκτησε παιδί προτού παντρευτούν; (Εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό να πεις κάτι τέτοιο σε συντροφιά που είχε εκπροσώπους και τού άλλου φύλου.) Ακόμα και σήμερα έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του την Κλαρίσα να κοκκινίζει· να σφίγγεται κάπως· και να λέει: «Ω, δεν θα μπορέσω να τής ξαναμιλήσω ποτέ!». Σ᾿ αυτό το σημείο όλη η συντροφιά που καθόταν γύρω απ᾿ το τραπέζι για το τσάι φάνηκε να ταλαντεύεται. Ήταν πολύ άβολα.
Δεν την κατηγορούσε που την είχε πειράξει το περιστατικό, εφόσον εκείνη την εποχή ένα κορίτσι με τη δική της ανατροφή δεν ήξερε πολλά· ο τρόπος της τον είχε ενοχλήσει· άτολμη· σκληρή· αλαζονική· σεμνότυφη. «Ο θάνατος τής ψυχής». Το είχε πει αυτό ενστικτωδώς, ως συνήθως βάζοντας μια ταμπέλα στη στιγμή — ο θάνατος τής ψυχής της.
Όλοι ταλαντεύτηκαν· όλοι έδειχναν να συμφωνούν, την ώρα που μιλούσε, και έπειτα να καταλήγουν σε άλλο συμπέρασμα. Έβλεπε μπροστά του τη Σάλι Σίτον, σαν παιδί σκανταλιάρικο, να σκύβει μπροστά, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, να θέλει να μιλήσει, αλλά να φοβάται, γιατί η Κλαρίσα πραγματικά φόβιζε τούς ανθρώπους. (Ήταν η καλύτερη φίλη τής Κλαρίσα, βρισκόταν πολύ συχνά στο σπίτι, ελκυστικό πλάσμα, όμορφη, μελαχρινή, εκείνη την εποχή είχε τη φήμη τής τολμηρής, ο ίδιος τής έδινε πουράκια που τα κάπνιζε στην κρεβατοκάμαρά της, πότε ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον, πότε τσακωνόταν με την οικογένειά της, κι ο γερο-Πάρι τούς αντιπαθούσε εξίσου και τους δυο κι αυτό αποτελούσε τον μεγάλο σύνδεσμό τους.) Στη συνέχεια η Κλαρίσα, με ύφος ανθρώπου που είχε προσβληθεί από όλους, σηκώθηκε, βρήκε μια δικαιολογία κι έφυγε μόνη. Όπως άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα εκείνος ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος που φύλαγε τα πρόβατα. Η Κλαρίσα όρμησε πάνω του κι άρχισε να παραληρεί. Ήταν σαν να έλεγε στον Πίτερ —για κείνον γινόταν αυτό, το ήξερε ο Πίτερ— «Ξέρω ότι πριν από λίγο θεώρησες ότι παραλογίζομαι για κείνη τη γυναίκα· μα δες πόσο εξαιρετικά πονόψυχη είμαι· δες πόσο αγαπάω τον Ρομπ μου!».
Είχαν αυτή την παράξενη δύναμη να επικοινωνούν χωρίς λέξεις. Εκείνη ήξερε αμέσως ότι αυτός την επέκρινε. Μετά έκανε κάτι αρκετά εμφανές για να υπερασπίσει τον εαυτό της, όπως όλο αυτό το πράγμα με το σκύλο — αλλά δεν τον ξεγελούσε το κόλπο της, αυτός πάντα κατάφερνε να δει μέσα της. Όχι πως έλεγε κάτι, βέβαια — απλώς καθόταν κατηφής. Έτσι άρχιζαν συχνά οι καβγάδες τους.
Η Κλαρίσα έκλεισε την πόρτα. Αμέσως αυτός βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα φαίνονταν ανούσια — να συνεχίσει να είναι ερωτευμένος· να συνεχίσουν να τσακώνονται — να συνεχίσουν να τα ξαναφτιάχνουν, κι έτσι περιπλανήθηκε μόνος, ανάμεσα σε βοηθητικά κτίσματα, στάβλους, κοιτάζοντας τ᾿ άλογα. (Το σπίτι ήταν αρκετά ταπεινό· η οικογένεια Πάρι δεν ήταν ποτέ πολύ εύπορη — αλλά υπήρχαν πάντα ιπποκόμοι και βοηθοί στους στάβλους — η Κλαρίσα λάτρευε την ιππασία —, υπήρχε ένας γέρος αμαξάς —πώς τον έλεγαν;— και μια ηλικιωμένη γκουβερνάντα, και όλοι είχαν τη συνήθεια να την επισκέπτονται στο δωματιάκι της με τις τόσες φωτογραφίες, τα τόσα κλουβιά πουλιών.)
Φοβερό απόγευμα! Γινόταν (διευκρίνιση δική μου: ο Πίτερ) όλο και πιο δύσθυμος, όχι μόνο γι᾿ αυτό· για όλα. Και δεν μπορούσε να τη δει· δεν μπορούσε να τής εξηγήσει· δεν μπορούσε να εκφραστεί. Υπήρχαν πάντα άλλοι γύρω — κι εκείνη φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Αυτό ήταν το πιο ανυπόφορο πράγμα σε κείνη — αυτή η ψυχρότητα, έμοιαζε να ᾿ναι φτιαγμένη από ξύλο, υπήρχε κάτι πολύ βαθύ μέσα της που το είχε νιώσει πάλι το πρωί, όταν τής μιλούσε· γινόταν αδιαπέραστη. Ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσε. Εκείνη είχε μια παράξενη δύναμη να σού διαλύει τα νεύρα, πραγματικά σού έκανε τα νεύρα κουρέλια, ναι.
Είχε καθυστερήσει να εμφανιστεί στο δείπνο εξαιτίας μιας ηλίθιας ιδέας του, να κάνει την απουσία του αισθητή κι είχε καθίσει δίπλα στην ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —τη θεία Χέλενα— την αδερφή τού κυρίου Πάρι, η οποία θεωρητικά έπαιζε ρόλο οικοδέσποινας. Καθόταν τυλιγμένη στο λευκό κασμιρένιο σάλι της, με την πλάτη γυρισμένη στο παράθυρο — μια φοβερή ηλικιωμένη κυρία, που ήταν όμως ευγενική μαζί του, επειδή τής είχε βρει κάποιο σπάνιο λουλούδι· ήταν σπουδαία βοτανολόγος, έκανε μακρινές πεζοπορίες φορώντας χοντρές μπότες κι έχοντας ένα μαύρο τενεκεδένιο κουτί για τη συλλογή της, κρεμασμένο στην πλάτη. Κάθισε δίπλα της κι αδυνατούσε να μιλήσει. Όλα έμοιαζαν να τον προσπερνούν με ταχύτητα· κι αυτός καθόταν εκεί κι έτρωγε. Κι έπειτα, στα μισά τού δείπνου, ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει για πρώτη φορά την Κλαρίσα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Μιλούσε σ᾿ έναν νεαρό στα δεξιά της. «Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτεί» είπε μέσα του, σαν να τού αποκαλύφθηκε ξαφνικά μια αλήθεια. Δεν ήξερε καν το όνομά του.
Γιατί εκείνο το απόγευμα, εκείνο ακριβώς το απόγευμα, είχε έρθει ο Νταλογουέι· και η Κλαρίσα τον αποκαλούσε «Γουίκαμ»· έτσι ξεκίνησαν όλα. Τον είχε φέρει κάποιος· κι η Κλαρίσα δεν είχε ακούσει καλά το όνομά του. Τον σύστησε σε όλους ως Γουίκαμ. Εντέλει αυτός είπε: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!» — αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση από τον Ρίτσαρντ— ένας ξανθός νεαρός, μάλλον αμήχανος, καθισμένος σε μια σεζ λογκ να λέει απότομα: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!». Η Σάλι το άκουσε κι από τότε πάντοτε αναφερόταν σ᾿ αυτόν λέγοντας «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!».
Εκείνη η εποχή ήταν θύμα τών αποκαλύψεων. Η τελευταία αποκάλυψη — ότι η Κλαρίσα θα παντρευόταν τον Νταλογουέι — τού είχε θολώσει την όραση, τον είχε συγκλονίσει εκείνη τη στιγμή. Υπήρχε ένα είδος —πώς να το πει;— ένα είδος άνεσης στον τρόπο που τού φερόταν εκείνη· κάτι μητρικό· κάτι αβρό. Μιλούσαν για πολιτική. Σ᾿ όλη τη διάρκεια τού γεύματος πάσχιζε ν᾿ ακούσει τι έλεγαν.
Έπειτα θυμάται τον εαυτό του να στέκεται δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι στο σαλόνι. Η Κλαρίσα τον πλησίασε, με τούς τέλειους τρόπους της, σαν πραγματική οικοδέσποινα, κι ήθελε να τον συστήσει σε κάποιον — μιλούσε σαν να μην είχαν συναντηθεί ποτέ, κι αυτό τον εξόργισε. Ωστόσο ακόμα και τότε τη θαύμαζε γι᾿ αυτό, θαύμαζε το κουράγιο της· το κοινωνικό ένστικτό της· θαύμαζε τη δύναμή της να διεκπεραιώνει πράγματα. «Η τέλεια οικοδέσποινα» τής είπε· στο άκουσμα τής φράσης το σώμα της σφίχτηκε. Είχε σκοπό να την κάνει να νιώσει έτσι. Έχοντάς τη δει με τον Νταλογουέι, θα έκανε τα πάντα για να την πληγώσει. Τον είχε εγκαταλείψει. Και είχε την εντύπωση πως είχαν όλοι συνωμοτήσει εναντίον του — γελούσαν και μιλούσαν πίσω απ᾿ την πλάτη του. Κι αυτός στεκόταν εκεί, δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν σκαλισμένος σε ξύλο, να μιλά για αγριολούλουδα. Ποτέ δεν είχε υποφέρει τόσο κολασμένα, ποτέ! Θα πρέπει να είχε ξεχάσει ακόμα και να προσποιείται ότι άκουγε· τελικά βγήκε απ᾿ τη νάρκη του· είδε τη δεσποινίδα Πάρι μάλλον ενοχλημένη, μάλλον αγανακτισμένη, να έχει καρφώσει τα γουρλωτά της μάτια πάνω του. Μόνο που δεν ούρλιαξε πως δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει, γιατί βρισκόταν στην Κόλαση! Οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ᾿ το δωμάτιο. Τούς άκουσε να λένε ότι έπρεπε να φέρουν τις κάπες τους· ότι είχε ψύχρα στη λίμνη κι άλλα τέτοια, θα πήγαιναν βαρκάδα στη λίμνη στο φεγγαρόφωτο — άλλη μια τρελή ιδέα που είχε η Σάλι. Την άκουγε να περιγράφει τη σελήνη. Βγήκαν όλοι. Έμεινε εντελώς μόνος.
«Δεν θέλεις να πας μαζί τους;» είπε η θεία Χέλενα —η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι!—, είχε μαντέψει. Και μόλις γύρισε να φύγει, να την μπροστά του η Κλαρίσα. Είχε γυρίσει να τον πάρει. Τον είχε εξουδετερώσει η γενναιοδωρία της — η καλοσύνη της.
«Έλα» τού είπε. «Περιμένουν».
Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενος! Τα είχαν ξαναφτιάξει χωρίς να πουν λέξη. Κατηφόρισαν ως τη λίμνη. Έζησε είκοσι λεπτά απόλυτης ευτυχίας. Η φωνή της, το γέλιο της, το φόρεμά της (κάτι που ανέμιζε, λευκό, βυσσινί), το πνεύμα της, η διάθεσή της για περιπέτεια· τούς έβαλε όλους να βγουν απ᾿ τη βάρκα και να εξερευνήσουν το νησί· τρόμαξε μια κότα· γελούσε· τραγουδούσε. Κι όλη την ώρα, το ήξερε πολύ καλά αυτός, ο Νταλογουέι την ερωτευόταν· και τον ερωτευόταν κι εκείνη· αλλά δεν φαινόταν να έχει σημασία. Τίποτε δεν είχε σημασία. Κάθισαν στο έδαφος και μιλούσαν — αυτός κι η Κλαρίσα. Έμπαιναν κι έβγαιναν ο ένας στο μυαλό τού άλλου χωρίς προσπάθεια. Κι έπειτα, μέσα σ᾿ ένα λεπτό είχαν όλα τελειώσει. Τη στιγμή που έμπαιναν στη βάρκα είπε μέσα του χωρίς ένταση, χωρίς αγανάκτηση: «θα τον παντρευτεί αυτό τον άντρα»· ήταν ολοφάνερο. Ο Νταλογουέι, θα την παντρευόταν την Κλαρίσα.
Ο Νταλογουέι κάνοντας κουπί έφερε τη βάρκα μέχρι το μόλο. Δεν μιλούσε. Αλλά κάπως, όπως τον κοιτούσαν ν᾿ ανεβαίνει στο ποδήλατό του και να φεύγει για να διασχίσει τριάντα χιλιόμετρα στο δάσος, να ταλαντεύεται κατηφορίζοντας το μονοπάτι, να τούς κουνά το χέρι και να χάνεται, προφανώς τα ένιωσε όλα αυτά, ενστικτωδώς, τρομερά, έντονα· τη νύχτα· τη ρομαντική ατμόσφαιρα· την Κλαρίσα. Τού άξιζε να είναι δική του.
Οσο για τον ίδιο, ήταν παράλογος. Οι απαιτήσεις του από την Κλαρίσα (το καταλάβαινε τώρα) ήταν παράλογες. Ζητούσε πράγματα απίθανα. Έκανε σκηνές τρομερές. Παρ᾿ όλα αυτά, εκείνη μπορεί να τον δεχόταν, αν ήταν λιγότερο παράλογος. Έτσι πίστευε η Σάλι. Τού έγραφε μεγάλα γράμματα όλο το καλοκαίρι· πως μιλούσαν γι᾿ αυτόν· πως η ίδια τον εγκωμίαζε, πως η Κλαρίσα είχε ξεσπάσει σε κλάματα! Ήταν ένα εκπληκτικό καλοκαίρι — τα γράμματα, οι σκηνές, τα τηλεγραφήματα· έφτανε στο Μπόρτον το ξημέρωμα και περιφερόταν ώσπου να ξυπνήσουν οι υπηρέτες· τα φρικτά τετ α τετ με τον γερο-Πάρι στο πρωινό· η τρομερή αλλά ευγενική θεία Χέλενα· η Σάλι, που τον έσερνε μέχρι το λαχανόκηπο για να κουβεντιάσουν· η Κλαρίσα ξαπλωμένη με πονοκέφαλο.
Η τελευταία σκηνή, η τρομερή σκηνή που πίστευε ότι είχε βαρύνει περισσότερο απ᾿ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του ολόκληρη (μπορεί να ήταν υπερβολή — ωστόσο έτσι φαινόταν τώρα), έγινε στις τρεις το απομεσήμερο μιας πολύ ζεστής μέρας. Κάτι ασήμαντο οδήγησε σ᾿ αυτήν — η Σάλι κάτι είπε στο μεσημεριανό για τον Νταλογουέι και τον αποκάλεσε «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι»· στο άκουσμα τής φράσης η Κλαρίσα σφίχτηκε απότομα, κοκκίνισε, όπως συνήθιζε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, και τσίριξε: «Φτάνει πια αυτό το ηλίθιο αστείο». Αυτό ήταν όλο· αλλά γι᾿ αυτόν ήταν σαν να τού είχε πει: «Απλώς περνάω την ώρα μου μαζί σου — με τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι επικοινωνώ». Έτσι το πήρε. Νύχτες δεν έκλεισε μάτι. «Πρέπει να τελειώσει με το έναν ή με τον άλλο τρόπο» είπε στον εαυτό του. Τής έστειλε ένα σημείωμα με τη Σάλι και τής ζήτησε να τον συναντήσει στο σιντριβάνι στις τρεις. «Κάτι σημαντικό προέκυψε» έγραψε πρόχειρα στο κάτω μέρος τού σημειώματος.
Το σιντριβάνι ήταν στη μέση μιας συστάδας θάμνων και δέντρων, μακριά απ᾿ το σπίτι. Εκεί ήρθε εκείνη, πριν από την προκαθορισμένη ώρα, και στάθηκαν με το σιντριβάνι ανάμεσά τους· απ᾿ τη (σπασμένη) βρύση έτρεχε νερό αδιάκοπα. Πώς καρφώνονται στο μυαλό οι εικόνες! Για παράδειγμα, το καταπράσινο χορτάρι.
Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια, πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος. Ένιωθε το μέτωπό του έτοιμο να σπάσει. Εκείνη έδειχνε να ᾿χει συρρικνωθεί, να ᾿χει πετρώσει. Δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος, όταν έξαφνα πετάχτηκε μπροστά τους το κεφάλι του γερο-Μπράιτκοπφ· κουβαλούσε τούς Τάιμς, τούς κοίταξε επίμονα, έμεινε να χάσκει, απομακρύνθηκε. Κανείς τους δεν κινήθηκε. «Πες μου την αλήθεια» επανέλαβε αυτός. Ένιωθε το σώμα του να συνθλίβεται πάνω σε κάτι σκληρό· ήταν ανυποχώρητη. Σαν να ήταν σίδερο, πέτρα, με την πλάτη ολόισια. Κι όταν τού είπε «Δεν ωφελεί. Δεν ωφελεί. Ήρθε το τέλος» —αφού αυτός είχε μιλήσει ώρες, έτσι τού φάνηκε, με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του —, ήταν σαν να τον χτύπησε στο πρόσωπο. Γύρισε απ᾿ την άλλη, τον παράτησε, απομακρύνθηκε.
«Κλαρίσα!» φώναξε εκείνος. «Κλαρίσα!» Δεν γύρισε ποτέ. Είχε τελειώσει. Εκείνος έφυγε το ίδιο βράδυ. Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Ήταν φρικτό, φώναξε, φρικτό, φρικτό!
Παρ᾿ όλα αυτά, ο ήλιος έκαιγε ακόμη. Παρ᾿ όλα αυτά, η ζωή είχε τον τρόπο της να προσθέτει τη μια μέρα στην άλλη. Παρ᾿ όλα αυτά, σκέφτηκε, ενώ χασμουριόταν κι άρχιζε να κοιτάζει γύρω του —το Ρίτζεντς Παρκ είχε αλλάξει ελάχιστα από τότε που ήταν μικρός, με εξαίρεση τούς σκίουρους—, παρ᾿ όλα αυτά, προφανώς υπήρχαν αντισταθμίσματα — η μικρή Ελάιζ Μίτσελ, που μάζευε χαλίκια για τη συλλογή που έφτιαχνε με τον αδερφό της, στο ράφι τού τζακιού στο δωμάτιό τους, άνοιξε τις χούφτες της και τα άφησε να πέσουν στην ποδιά τής γκουβερνάντας κι ορμώντας μπροστά ολοταχώς έπεσε πάνω στα πόδια μιας κυρίας. Ο Πίτερ Γουόλς γέλασε δυνατά.
Αλλά η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ έλεγε στον εαυτό της: Είναι φρικτό· γιατί να υποφέρω; Ρωτούσε, περπατώντας στο φαρδύ μονοπάτι. Όχι — δεν μπορώ να το αντέξω άλλο, έλεγε, έχοντας αφήσει τον Σέπτιμους, που δεν ήταν πια ο Σέπτιμους, να λέει σκληρά, φρικτά, απάνθρωπα πράγματα, να μιλά στον εαυτό του, να μιλά σ᾿ έναν άντρα νεκρό, καθισμένος εκεί πίσω.
Η ίδια δεν είχε κάνει κάτι κακό — τον είχε αγαπήσει τον Σέπτιμους· ήταν ευτυχισμένη παλιά· είχε ένα ωραίο σπίτι, εκεί που ζούσε ακόμη η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα. Γιατί να πρέπει να υποφέρει;
Γιατί να μην έχει μείνει στο Μιλάνο; Γιατί να υποφέρει; Γιατί;
Ήταν της μοίρας της, να την ταράζει αυτός ο κακόβουλος βασανιστής. Μα γιατί; Έμοιαζε με πουλί που έχει βρει καταφύγιο κάτω απ᾿ το λεπτό κοίλωμα ενός φύλλου κι όποτε κουνιέται το φύλλο ανοιγοκλείνει τα μάτια του, στον ήλιο· ξαφνιάζεται απ᾿ το τρίξιμο που κάνει ένα κλαράκι ξερό. Ήταν εκτεθειμένη· πλαισιωμένη από τα γιγάντια δέντρα, τα τεράστια νέφη ενός κόσμου αδιάφορου, εκτεθειμένη· βασανισμένη· γιατί να πρέπει να υποφέρει; Γιατί;
Κατσούφιασε· χτύπησε το πόδι στη γη. Έπρεπε να γυρίσει στον Σέπτιμους, εφόσον είχε σχεδόν φτάσει η ώρα να επισκεφτούν τον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο. Έπρεπε να γυρίσει και να τού το πει, να γυρίσει σ᾿ αυτόν που καθόταν στην πράσινη σεζ λογκ κάτω απ᾿ το δέντρο και μιλούσε στον εαυτό του ή σ᾿ εκείνο τον νεκρό άντρα, τον Έβανς, τον οποίο η ίδια είχε δει μια φορά, για μια στιγμή μόνο, στο μαγαζί. Φαινόταν καλός, ήσυχος άνθρωπος — πολύ καλός φίλος του Σέπτιμους, είχε σκοτωθεί στον Πόλεμο. Αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σε όλους. Όλοι έχουν φίλους που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο. Όλοι εγκαταλείπουν κάτι, όταν παντρεύονται. Εκείνη είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της. Είχε έρθει να ζήσει εδώ, σ᾿ αυτήν τη φρικτή πόλη. Αλλά ο Σέπτιμους άφηνε τον εαυτό του να σκέφτεται τρομερά πράγματα, όπως μπορούσε να κάνει κι εκείνη, αν προσπαθούσε. Γινόταν όλο και πιο παράξενος. Έλεγε ότι άνθρωποι μιλούσαν πίσω απ᾿ τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας. Η κυρία Φίλμερ το θεώρησε περίεργο. Έβλεπε και διάφορα πράγματα — είχε δει το κεφάλι μιας γριάς στη μέση μιας φτελιάς. Αλλά μπορούσε να είναι χαρούμενος όταν το ήθελε. Πήγαν στο Χάμπτον Κορτ καθισμένοι στο πάνω μέρος τού ανοιχτού λεωφορείου κι ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι. Κόκκινα και κίτρινα λουλουδάκια είχαν φυτρώσει στο γρασίδι, σαν λυχναράκια στο νερό, είπε αυτός, και μιλούσαν, φλυαρούσαν, γελούσαν, έφτιαχναν ιστορίες. Ξαφνικά είπε: «Τώρα θα αυτοκτονήσουμε», καθώς στέκονταν στην όχθη τού ποταμού, και κοίταξε το νερό με μια έκφραση που εκείνη είχε δει στα μάτια του, την ώρα που περνούσε ένα τρένο ή ένα λεωφορείο — μια έκφραση, σαν να τον μάγευε κάτι· ένιωσε πως τής έφευγε και τον έπιασε απ᾿ το μπράτσο. Στη διάρκεια τής επιστροφής ήταν απολύτως ήσυχος — απολύτως λογικός. Καβγάδιζε μαζί της για το θέμα τής αυτοκτονίας τους — κι εξηγούσε πόσο μοχθηροί είναι οι άνθρωποι· πως τούς βλέπει να επινοούν ψέματα, την ώρα που περπατούν στο δρόμο. Ξέρει όλες τις σκέψεις, είπε· ξέρει τα πάντα. Ξέρει το νόημα του κόσμου, είπε.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Ξάπλωσε στον καναπέ και την έβαλε να τού κρατά το χέρι για να μην πέσει κάτω, να μην πέσει κάτω, ούρλιαξε, στις φλόγες! κι έβλεπε πρόσωπα να τον κοροϊδεύουν, να τού φωνάζουν φρικτές, αηδιαστικές βρισιές απ᾿ τους τοίχους, χέρια να ξεπροβάλλουν απ᾿ το παραβάν. Αλλά ήταν εντελώς μόνοι. Ωστόσο εκείνος άρχισε να μιλά δυνατά, να απαντά σε ανθρώπους, να μαλώνει, να γελά, να κλαίει, να βρίσκεται σε υπερδιέγερση και να την αναγκάζει να σημειώνει πράγματα. Ακατάληπτα πράγματα· για το θάνατο· για τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ. Δεν μπορούσε ν᾿ αντέξει άλλο. Έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα της.
Βρισκόταν αρκετά κοντά του τώρα, τον έβλεπε που είχε τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό, μουρμούριζε, έσφιγγε τα χέρια του. Ωστόσο ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε ο Σέπτιμους. Τι είχε, λοιπόν, συμβεί — γιατί είχε χαθεί λοιπόν, γιατί; Όταν κάθισε δίπλα του, αυτός τινάχτηκε, την κοίταξε βλοσυρά, απομακρύνθηκε, έδειξε το χέρι της, το έπιασε, το κοίταξε τρομοκρατημένος;
Μήπως επειδή είχε βγάλει τη βέρα της; «Έχει λεπτύνει τόσο το χέρι μου» είπε. «Την έβαλα στο τσαντάκι μου» τού είπε.
Αυτός άφησε το χέρι της να πέσει. Ο γάμος τους είχε φτάσει στο τέλος του, σκέφτηκε, με οδύνη, με ανακούφιση. Το σκοινί έσπασε — εκείνος πέταξε ψηλά· ήταν ελεύθερος, το έλεγε το διάταγμα ότι αυτός, ο Σέπτιμους, ο άρχοντας τού κόσμου, πρέπει να είναι ελεύθερος· μόνος (εφόσον η γυναίκα του είχε πετάξει τη βέρα της· εφόσον τον είχε εγκαταλείψει), αυτός, ο Σέπτιμους, ήταν μόνος, τον καλούσε το πλήθος τών ανθρώπων να βγει μπροστά ν᾿ ακούσει την αλήθεια, να μάθει το νόημα, που τώρα επιτέλους, ύστερα από όλο το μόχθο τού πολιτισμού —τούς Έλληνες, τούς Ρωμαίους, τον Σαίξπηρ, τον Δαρβίνο και τώρα τον ίδιο— θα γινόταν ολόκληρο γνωστό σε... «Σε ποιον;» ρώτησε δυνατά.
«Στον Πρωθυπουργό» απάντησαν οι φωνές, το σούσουρο πάνω απ᾿ το κεφάλι του. Το υπέρτατο μυστικό πρέπει να ειπωθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο· πρώτον, ότι τα δέντρα έχουν ζωή· έπειτα, ότι δεν υπάρχει έγκλημα· έπειτα, αγάπη, καθολική αγάπη, μουρμούρισε, κοντανασαίνοντας, τρέμοντας επώδυνα, διατυπώνοντας αυτές τίς βαθυστόχαστες αλήθειες, που απαιτούσαν τόσο βαθιές καθώς ήταν, τόσο δύσκολες, τεράστια προσπάθεια για να ειπωθούν, αλλά μ᾿ αυτές ο κόσμος άλλαζε εντελώς για πάντα.
Όχι έγκλημα· αγάπη· επανέλαβε αναζητώντας ψαχουλευτά την κάρτα και το μολύβι του, όταν ένα σκυλάκι τεριέ μύρισε το παντελόνι του κι αυτός τινάχτηκε νιώθοντας το μαρτύριο τού φόβου. Το σκυλάκι μεταμορφωνόταν σε άντρα! Δεν μπορούσε να το βλέπει αυτό! Ήταν φοβερό, τρομερό να βλέπεις ένα σκύλο να μεταμορφώνεται σε άντρα! Αμέσως ο σκύλος απομακρύνθηκε γοργά.
Οι ουρανοί ήταν υπέροχα φιλεύσπλαχνοι, απέραντα καλοκάγαθοι. Τού έδειχναν έλεος, συγχωρούσαν την αδυναμία του. Ωστόσο, ποια ήταν η επιστημονική εξήγηση (γιατί πάνω απ᾿ όλα πρέπει να έχουμε επιστημονική κατεύθυνση); Γιατί είχε τη δύναμη το βλέμμα του να διαπερνά τα σώματα, να βλέπει το μέλλον, να βλέπει πότε οι σκύλοι θα γίνουν άνθρωποι; Προφανώς οφειλόταν στη ζέστη που επιδρούσε στο μυαλό, κάνοντάς το ευαίσθητο με τη βοήθεια αιώνων εξέλιξης. Από επιστημονικής πλευράς, η σάρκα ήταν ένα κομμάτι που έλιωσε από τον κόσμο. Το σώμα του έλιωνε μέχρι που τελικά απέμεναν μόνο οι ίνες των νεύρων. Ήταν απλωμένο σαν πέπλο σε βράχο.
Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, εξαντλημένος αλλά γεμάτος ψυχική ευφορία. Έμεινε εκεί να ξεκουράζεται, να περιμένει, προτού ερμηνεύσει πάλι, με μεγάλη προσπάθεια, με οδύνη, την ανθρώπινη φύση. Είχε πλαγιάσει πολύ ψηλά, στην πλάτη τού κόσμου. Ένιωθε τίς δονήσεις τής γης αποκάτω του. Κόκκινα άνθη ξεφύτρωσαν απ᾿ τη σάρκα του· τα σκληρά φύλλα τους θρόιζαν δίπλα στο κεφάλι του. Μεταλλική μουσική άρχισε να αντηχεί στους βράχους, εδώ ψηλά. Κόρνα αυτοκινήτου απ᾿ το δρόμο, μουρμούρισε· αλλά εδώ πάνω ηχούσε σαν κανονιά που χτυπούσε από βράχο σε βράχο, έσπαζε, ενωνόταν σε κραδασμούς μουσικής που υψώνονταν σε απαλές στήλες (ήταν ανακάλυψη, ότι η μουσική είναι ορατή) κι έγινε ύμνος, ένας ύμνος που τυλιγόταν τώρα γύρω απ᾿ τον νεαρό βοσκό που έπαιζε αυλό (Αυτό είναι ένας γέρος που παίζει μια ψωρομελωδία δίπλα στην παμπ, μουρμούρισε), ύμνος που καθώς το αγόρι ήταν ασάλευτο, έβγαινε φυσαλίδες απ᾿ τον αυλό του κι έπειτα, καθώς ο Σέπτιμους σκαρφάλωνε ψηλότερα, έβγαλε τον εξαίσιο θρήνο του, ενώ στο δρόμο κυλούσε η κίνηση. Το αγόρι παίζει την ελεγεία του στην κίνηση τού δρόμου, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Τώρα αποτραβιέται στα χιόνια και κρέμονται γύρω του τριαντάφυλλα — τα χοντρά κόκκινα τριαντάφυλλα που φυτρώνουν στην ταπετσαρία της κρεβατοκάμαράς μου, θύμισε στον εαυτό του. Η μουσική σταμάτησε. Κάποιος τού έδωσε λεφτά, έτσι το ερμήνευσε, κι εκείνος ξεκίνησε για την επόμενη παμπ.
Ωστόσο αυτός παρέμεινε ψηλά στο βράχο του, σαν πνιγμένος ναύτης σε βράχο. Έγειρα έξω απ᾿ την άκρη τής βάρκας κι έπεσα, σκέφτηκε. Βυθίστηκα στη θάλασσα. Υπήρξα νεκρός αλλά τώρα είμαι ζωντανός, αφήστε με, όμως, ν᾿ αναπαυτώ, ικέτεψε (μιλούσε στον εαυτό του πάλι — ήταν φοβερό, φοβερό!)· κι όπως προτού ξυπνήσεις, οι φωνές τών πουλιών κι οι ήχοι απ᾿ τις ρόδες ενώνονται καμπανιστοί, φλύαροι, σε μια παράξενη αρμονία, δυναμώνουν όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο, και μέσα στον ύπνο σου νιώθεις να βγαίνεις σιγά σιγά στην όχθη τής ζωής, έτσι κι αυτός ένιωσε να βγαίνει προς τη ζωή, κι ο ήλιος έκαιγε όλο και περισσότερο, οι κραυγές γίνονταν όλο και δυνατότερες, κάτι τρομερό επρόκειτο να συμβεί.
«Είναι ώρα» είπε η Ρέζια.
Η λέξη «ώρα» έσπασε το κέλυφός της· έριξε καταρράκτη τα πλούτη της πάνω του· κι απ᾿ τα χείλη του έπεσαν σαν οβίδες, σαν ξύσματα από αεροπλάνο, χωρίς να τις φτιάχνει ο ίδιος, σκληρές, λευκές, άφθαρτες λέξεις και πέταξαν να βρουν τη θέση τους σε μια ωδή στον Χρόνο· μια αθάνατη ωδή στον Χρόνο. Ο Σέπτιμους άρχισε να τραγουδά. Ο Έβανς απάντησε πίσω απ᾿ το δέντρο. Οι νεκροί ήταν στη Θεσσαλία, τραγουδούσε ο Έβανς, ανάμεσα στις ορχιδέες. Εκεί περίμεναν μέχρι να &tau
Γιατί η Λούσι είχε δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν απ᾿ τους μεντεσέδες·οι άντρες του Ραμπλμάγιερ θα έφταναν από στιγμή σε στιγμή. Κι έπειτα, σκέφτηκε η Κλαρίσα Νταλογουέι, τι όμορφο πρωινό — δροσερό, σαν δώρο προορισμένο για τα παιδιά στην ακρογιαλιά.
Τι τρέλα! Τι βύθισμα! Γιατί έτσι τής φαινόταν πάντα όταν, μ᾿ ένα ελαφρό τρίξιμο τών μεντεσέδων, που το άκουγε ακόμα και τώρα, άνοιγε διάπλατα την μπαλκονόπορτα και βουτούσε στον αέρα τής εξοχής στο Μπόρτον. Πόσο φρέσκος και γαλήνιος, πόσο πιο ασάλευτος φυσικά απ᾿ αυτόν εδώ, ήταν ο αέρας νωρίς το πρωί· σαν παφλασμός στο κύμα· σαν φιλί από κύμα· ψυχρός και κοφτερός, αλλά και βαρύς, για το δεκαοχτάχρονο τότε κορίτσι, που ένιωθε, καθώς στεκόταν εκεί στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, πως κάτι φοβερό θα συμβεί· κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν· στεκόταν και κοιτούσε, ώσπου είπε ο Πίτερ Γουόλς: «Στοχάζεσαι ανάμεσα στα λαχανικά;» —κάπως έτσι το είπε;— «Εγώ προτιμώ τούς ανθρώπους απ᾿ τα κουνουπίδια» — κάπως έτσι; Πρέπει να το είπε στο πρόγευμα κάποιο πρωί, όταν εκείνη είχε βγει στη βεράντα — ο Πίτερ Γουόλς. Μια απ᾿ αυτές τις μέρες θα ερχόταν απ᾿ την Ινδία, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, ξεχνούσε ποιο μήνα, γιατί τα γράμματά του ήταν φοβερά βαρετά· τις φράσεις του θυμόσουν· τα μάτια του, το σουγιά του, το χαμόγελό του, την παραξενιά του και, όταν εκατομμύρια πράγματα είχαν εξαφανιστεί εντελώς —τι περίεργο!—, μερικές φράσεις σαν αυτή για τα λάχανα. Άκουσε το ρολόι τού Μπιγκ Μπεν να χτυπά. Στην αρχή όπως όλα. Μια προειδοποίηση, μελωδική· μετά η ώρα, η αμετάκλητη. Πόσο ανόητοι είμαστε, σκέφτηκε, διασχίζοντας την οδό Βικτόρια. Ένας θεός ξέρει γιατί την αγαπάμε τόσο τη ζωή, γιατί την πλάθουμε, τη χτίζουμε γύρω μας, τη σωριάζουμε κάθε στιγμή, για να τη δημιουργήσουμε ξανά· δεν μπορεί να ρυθμιστεί με νόμους τού κράτους, ήταν σίγουρη. Την αγαπούν όλοι τη ζωή.
Ήταν μέσα Ιουνίου. Ο Πόλεμος είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς, συντρίμμια και σπαραγμένους ανθρώπους.
Και παντού, παρόλο που ήταν ακόμη τόσο νωρίς, ο θόρυβος στους δρόμους ήταν μεγάλος. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να έρχεται —τα υπουργεία διαγράφονταν πίσω του, τι κατάλληλο φόντο—, κουβαλώντας ένα χαρτοφύλακα με το βασιλικό οικόσημο, ποιος άλλος απ᾿ τον Χιου Γουίτμπρεντ τον παλιό της φίλο τον Χιου — τον αξιοθαύμαστο Χιου!
«Καλή σου μέρα, Κλαρίσα!» είπε ο Χιου με κάπως υπερβολικό τρόπο, γιατί γνωρίζονταν από παιδιά. «Για πού το ᾿βαλες;»
«Λατρεύω να περπατάω στο Λονδίνο» είπε η κυρία Νταλογουέι. «Πραγματικά, είναι καλύτερα απ᾿ την εξοχή».
Μόλις είχαν φτάσει —δυστυχώς— για να επισκεφτούν γιατρούς. Οι Γουίτμπρεντ έρχονταν «για να δουν γιατρούς». Είναι πάλι άρρωστη η Ίβλιν; Η Ίβλιν είναι αδιάθετη, είπε ο Χιου, (πάντοτε υπερβολικά καλοντυμένος, προφανώς λόγω τής θεσούλας του στα Ανάκτορα). Ο Χιου όπως ήταν φουριόζος, την έκανε πάντοτε να αισθάνεται, κάπως ανεπαρκής δίπλα του· σαν μαθήτρια· αλλά ένιωθε συνδεδεμένη μαζί του, γιατί τον ήξερε τόσα χρόνια, αλλά και γιατί πράγματι θεωρούσε ότι ήταν καλός τύπος, με τον τρόπο του, παρόλο που τον Ρίτσαρντ (τον άντρα της), τον εξόργιζε, όσο για τον Πίτερ Γουόλς, ποτέ μέχρι σήμερα, δεν τής συγχώρεσε που τον συμπαθούσε.
Μπορεί ο Πήτερ να έλεγε, ότι ούτε καρδιά έχει ούτε μυαλό, ότι δεν έχει τίποτε άλλο εκτός απ᾿ τους τρόπους και την ανατροφή ενός άγγλου τζέντλεμαν, αυτό όμως ήταν απλά και μόνο ο αγαπημένος της ο Πίτερ στη χειρότερή του διάθεση· και μπορούσε να γίνει αφόρητος· μπορούσε να γίνει ανυπόφορος· αλλά ήταν αξιολάτρευτος όταν περπατούσες μαζί του ένα πρωινό σαν κι αυτό.
Έκαναν αιώνες να ιδωθούν εκείνη κι ο Πίτερ· εκείνη δεν τού έγραψε ποτέ και τα δικά του γράμματα ήταν ξερά φύλλα· αλλά ξαφνικά τής ερχόταν η ιδέα. Αν ήταν μαζί μου τώρα τι θα έλεγε, — κάποιες μέρες, κάποιες εικόνες τής τον ξανάφερναν στο νου με ηρεμία, χωρίς την παλιά πικρία· ίσως αυτή ήταν η ανταμοιβή της, που ενδιαφερόταν για τούς ανθρώπους. Αλλά ο Πίτερ —όσο όμορφη κι αν ήταν η μέρα, τα λουλούδια, το χορτάρι και το κοριτσάκι που ήταν ντυμένο στα ροζ— ο Πίτερ δεν έβλεπε τίποτε απ᾿ όλα αυτά. Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κόσμος τον ενδιέφερε· ο Βάγκνερ, η ποίηση του Πόουπ, ο χαρακτήρας τών ανθρώπων, πάντοτε, και τα ελαττώματα τής δικής της ψυχής. Πως την επέπληττε! Πως μάλωναν! Θα παντρευτεί Πρωθυπουργό και θα στέκεται στην κορυφή τής σκάλας· η τέλεια οικοδέσποινα, έτσι την είχε χαρακτηρίσει (είχε κλάψει γι᾿ αυτό στην κρεβατοκάμαρά της), έχει τα προσόντα τής τέλειας οικοδέσποινας, είχε πει εκείνος.
Έτσι βρισκόταν πάλι στο Σεντ Τζέιμς Παρκ διαπιστώνοντας για μια ακόμα φορά πως είχε δίκιο —τόσο, μα τόσο δίκιο— που δεν τον παντρεύτηκε. Γιατί στο γάμο πρέπει να υπάρχει κάποιο περιθώριο, λίγη ελευθερία ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι· αυτά τής τα πρόσφερε ο Ρίτσαρντ, το ίδιο κι εκείνη σ᾿ αυτόν. (Πού βρισκόταν σήμερα το πρωί, για παράδειγμα; Σε κάποια επιτροπή, ποτέ δεν ρωτούσε σε ποια.) Αλλά με τον Πίτερ έπρεπε όλα να είναι μοιρασμένα· να συζητιούνται όλα. Ήταν αφόρητο, κι όταν έγινε εκείνη η σκηνή δίπλα στο σιντριβάνι στον κηπάκο, αναγκάστηκε να διακόψει μαζί του, διαφορετικά θα διαλύονταν, θα καταστρέφονταν κι οι δυο τους, ήταν πεπεισμένη· παρόλο που κουβαλούσε μέσα της για χρόνια τη θλίψη, την οδύνη, σαν βέλος μπηγμένο στην καρδιά της· κι έπειτα ο τρόμος τής στιγμής που κάποιος σε μια συναυλία τής είπε ότι παντρεύτηκε μια γυναίκα που είχε συναντήσει στο πλοίο, στο ταξίδι του προς την Ινδία.
Ψυχρή, άκαρδη, σεμνότυφη την αποκάλεσε. Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει με ποιον τρόπο αγαπούσε εκείνος. Αλλά οι Ινδές προφανώς καταλάβαιναν — ανόητες, χαριτωμένες, ανάλαφρα απλοϊκές. Και ήταν ανώφελος ο οίκτος της. Γιατί είναι πολύ ευτυχισμένος, την είχε διαβεβαιώσει — απόλυτα ευτυχισμένος, παρόλο που δεν είχε κάνει ούτε ένα απ᾿ τα πράγματα για τα οποία μιλούσαν· ολόκληρη η ζωή του ήταν μια αποτυχία. Ακόμη την έκανε να θυμώνει αυτό.
Δεν θα έλεγε για κανέναν στον κόσμο τώρα ότι ήταν έτσι ή αλλιώς. Ένιωθε πολύ νέα· και ταυτόχρονα ανείπωτα γερασμένη. Περνούσε κοφτερή σαν μαχαίρι μέσα απ᾿ όλα· και την ίδια ώρα ήταν έξω και παρατηρούσε. Είχε πάντοτε την εντύπωση πως ήταν πολύ, μα πολύ επικίνδυνο να ζεις έστω και μια μέρα. Όχι πως θεωρούσε ότι ήταν έξυπνη ή ότι ξεχώριζε απ᾿ τους κοινούς θνητούς. Δεν ήξερε τίποτε· ούτε μια γλώσσα, ούτε ιστορία· σπάνια διάβαζε πια βιβλίο, εκτός από απομνημονεύματα στο κρεβάτι· κι όμως όλα αυτά την απορροφούσαν εντελώς·
Το μοναδικό της χάρισμα ήταν ότι καταλάβαινε τούς ανθρώπους σχεδόν από ένστικτο σκέφτηκε, συνεχίζοντας να περπατάει. Αλλά όλοι είχαν αναμνήσεις· εκείνη αγαπούσε αυτό, ό,τι είχε εδώ, τώρα, μπροστά της· τη χοντρή κυρία στο ταξί. Είχε καμία σημασία λοιπόν, αναρωτήθηκε, περπατώντας προς την οδό Μποντ, είχε σημασία που, μοιραία, θα έπαυε να υπάρχει· που όλα αυτά πρέπει να συνεχιστούν χωρίς αυτήν· πόσο τής κακοφαινόταν αυτό· ή μήπως δεν ήταν ανακουφιστικό να πιστεύει ότι με το θάνατο τελειώνουν τα πάντα; αλλά ότι με κάποιον τρόπο στους δρόμους τού Λονδίνου, στην παλίρροια τών πραγμάτων, εδώ, εκεί, αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει, ο Πίτερ εξακολουθούσε να υπάρχει, ζούσαν ο ένας μέσα στον άλλον, αυτή ήταν κομμάτι, ήταν βέβαιη, τών δέντρων τής πόλης· κομμάτι τών ανθρώπων που δεν είχε συναντήσει ποτέ· απλωμένη σαν αχλή ανάμεσα στους ανθρώπους που γνώριζε καλύτερα, κι αυτοί τη σήκωναν στα κλαριά τους, όπως είχε δει τα δέντρα να σηκώνουν την αχλή. Αλλά τι ονειρευόταν την ώρα που κοιτούσε την βιτρίνα τού Χάτσαρντς. Υπήρχαν τόσα μα τόσα βιβλία· αλλά κανένα δεν τής φαινόταν κατάλληλο να το πάει στην κλινική, στην Ίβλιν Γουίτμπρεντ. Δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να κάνει αυτή την απερίγραπτα μαραμένη γυναικούλα ν᾿ αποκτήσει, όταν θα έμπαινε η Κλαρίσα στο δωμάτιό της, όψη εγκάρδια για μια στιγμή. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνει πράγματα για άλλους λόγους. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε κι άρχισε να επιστρέφει προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνεις πράγματα, για άλλους λόγους. Θα προτιμούσε να είναι απ᾿ τους ανθρώπους, όπως ο Ρίτσαρντ, που έκαναν πράγματα για χάρη τών ίδιων τών πραγμάτων, ενώ, εκείνη, σκέφτηκε περιμένοντας να διασχίσει το δρόμο, τις μισές φορές δεν έκανε πράγματα με τρόπο απλό, για τα ίδια τα πράγματα· αλλά για να κάνει τούς ανθρώπους να σκεφτούν το ένα ή το άλλο· τέλεια ηλιθιότητα, το ήξερε επειδή κανείς δεν ζει δυο φορές. Ω, να μπορούσε να ξαναρχίσει τη ζωή της απ᾿ την αρχή! σκέφτηκε φτάνοντας στο πεζοδρόμιο, ακόμα κι η εμφάνισή της θα ήταν διαφορετική!
Είχε την παράξενη εντύπωση πως ήταν αόρατη· αθέατη· άγνωστη· δεν θα υπήρχε άλλος γάμος, δεν θα έκανε άλλα παιδιά. Ήταν η κυρία Νταλογουέι· ούτε καν η Κλαρίσα πια· αυτή ήταν η κυρία Ρίτσαρντ Νταλογουέι.
«Αυτό είν᾿ όλο» επανέλαβε, σταματώντας για ένα λεπτό στη βιτρίνα ενός καταστήματος με γάντια, όπου πριν από τον Πόλεμο μπορούσες να αγοράσεις σχεδόν τέλεια γάντια. Γάντια και παπούτσια· είχε πάθος με τα γάντια· αλλά η ίδια της η κόρη, η Ελίζαμπεθ, δεν έδινε δεκάρα τσακιστή, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.
Δεκάρα τσακιστή, σκέφτηκε, ανηφορίζοντας την οδό Μποντ μέχρι το κατάστημα που τής κρατούσε λουλούδια, όταν έκανε δεξίωση. Η Ελίζαμπεθ πάνω απ᾿ όλα ενδιαφερόταν για το σκύλο της. Ωστόσο, καλύτερα ο σκύλος παρά η δεσποινίς Κίλμαν· καλύτερα παρά να κάθεται κλεισμένη σ᾿ ένα πνιγηρό δωμάτιο με το προσευχητάρι. Μπορεί να είναι ερωτευμένη. Αλλά γιατί με τη δεσποινίδα Κίλμαν; Εν πάση περιπτώσει ήταν αχώριστες, κι η Ελίζαμπεθ, η δική της η κόρη, πήγε στη θεία Κοινωνία· και πως ντυνόταν, πως αντιμετώπιζε τούς ανθρώπους που γευμάτιζαν μαζί τους· δεν την ένοιαζε καθόλου· από την εμπειρία της πίστευε ότι η θρησκευτική έκσταση κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους· αμβλύνει τα συναισθήματά τους, γιατί η κυρία Κίλμαν θα έκανε τα πάντα για τούς Ρώσους, θα πέθαινε απ᾿ την πείνα για τούς Αυστριακούς, αλλά στον εαυτό της επέβαλλε βάσανα κι αυτό το θεωρούσε καλό, τόσο αναίσθητη ήταν, πάντα ντυμένη μ᾿ αυτό το πράσινο αδιάβροχο. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι στο δωμάτιο πέντε λεπτά και να μην σε κάνει να νιώσεις την ανωτερότητά της, τη δική σου κατωτερότητα· πόσο φτωχή ήταν· πόσο πλούσιος ήσουν εσύ· πως ζούσε σε μια τρώγλη χωρίς μαξιλάρι ή κρεβάτι ή χαλάκι ή οτιδήποτε άλλο, ότι η ψυχή της σκούριαζε από εκείνη την αδικία που είχε καρφωθεί μέσα της, την απόλυσή της απ᾿ το σχολείο στη διάρκεια του Πολέμου —, φτωχό, πικραμένο, δυστυχισμένο πλάσμα! Γιατί δεν σιχαινόσουν την ίδια, αλλά την ιδέα της, που αναμφίβολα είχε συγκεντρώσει στοιχεία που δεν ανήκαν στην ίδια τη δεσποινίδα Κίλμαν· είχε γίνει ένα από κείνα τα φαντάσματα που παλεύεις τη νύχτα· ένα από κείνα τα φαντάσματα που μας καβαλικεύουν, κυρίαρχοι και τύραννοι, και μας πίνουν το αίμα.
Την τριβέλιζε, όμως, που αναδευόταν μέσα της, αυτό το κτηνώδες τέρας! Που άκουγε κλαράκια να σπάνε, κι ένιωθε οπλές να χώνονται στα βάθη εκείνου τού πυκνόφυλλου δάσους, τής ψυχής· ανά πάσα στιγμή θ᾿ αναδευόταν το κτήνος, ιδίως μετά την αρρώστια της. Τής προξενούσε σωματικό πόνο κι έκανε όλη τη χαρά τής ομορφιάς, τής φιλίας, τής ευημερίας, τής αγάπης που την περιέβαλλε, να τρέμει και να κλονίζεται, σαν να υπήρχε πράγματι ένα κτήνος που σκάλιζε τις ρίζες.
Προχώρησε, ελαφριά, ψηλή, ευθυτενής, κι αμέσως την υποδέχτηκε η φεγγαροπρόσωπη δεσποινίς Πιμ, που είχε χέρια πάντα κατακόκκινα, σαν να τα κρατούσε στο κρύο νερό μαζί με τα λουλούδια.
Να τα λουλούδια: κρίνοι, μοσχομπίζελα, μάτσα πασχαλιές· και γαρίφαλα, άπειρα γαρίφαλα. Υπήρχαν τριαντάφυλλα· υπήρχαν ίριδες. Και καθώς άρχισε να πηγαίνει μαζί με τη δεσποινίδα Πιμ από βάζο σε βάζο για να διαλέξει, ανοησίες, ανοησίες, είπε στον εαυτό της, λες και αυτή η ομορφιά, αυτό το άρωμα, αυτό το χρώμα κι η δεσποινίς Πιμ που την συμπαθούσε, ήταν ένα κύμα που η ίδια άφηνε να κυλήσει πάνω της και να νικήσει αυτό το τέρας, να τα νικήσει όλα· και τη σήκωνε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά, όταν — ωχ! ακούστηκε κάτι σαν μια πιστολιά έξω στο δρόμο!
Η βίαιη έκρηξη προήλθε από ένα αυτοκίνητο που είχε σταματήσει δίπλα στο πεζοδρόμιο. Φυσικά οι περαστικοί σταμάτησαν να κοιτάξουν και μόλις που πρόλαβαν να δουν το πρόσωπο κάποιου ανθρώπου εξαιρετικά σπουδαίου με φόντο την γκρίζα ταπετσαρία, προτού τραβήξει ένα ανδρικό χέρι το κουρτινάκι, και μετά το μόνο που φαινόταν ήταν ένα τετραγωνάκι γκριζωπό.
Ωστόσο φήμες κυκλοφόρησαν μονομιάς. Αλλά κανένας δεν ήξερε τίνος ήταν το πρόσωπο που είχαν δει. Ήταν το πρόσωπο τού Πρίγκιπα της Ουαλίας, τής Βασίλισσας, τού Πρωθυπουργού;
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, ο οποίος διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να περάσει, είχε ακούσει τον θόρυβο.
Ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, τριάντα ετών περίπου, με πρόσωπο χλωμό, μύτη ράμφος, καφέ παπούτσια και φθαρμένο αδιάβροχο, με αχνοκάστανα μάτια κι εκείνο το φοβισμένο βλέμμα που κάνει τούς ξένους να φοβούνται κι αυτοί.
Τα πάντα είχαν ακινητοποιηθεί. Η κυρία Νταλογουέι, πλησιάζοντας στη βιτρίνα με τα χέρια γεμάτα μοσχομπίζελα, κοίταξε έξω. Όλοι κοιτούσαν το αυτοκίνητο. Ο Σέπτιμους κοιτούσε. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. Και να, εκεί στεκόταν το αυτοκίνητο, με τραβηγμένα τα κουρτινάκια του, που είχαν πάνω τους ένα παράξενο σχέδιο, σαν δέντρο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κι αυτή η σταδιακή έλξη όλων τών πραγμάτων σ᾿ έναν πυρήνα μπροστά στα μάτια του, σαν να είχε αναδυθεί σχεδόν μέχρι την επιφάνεια κάτι φριχτό που ήταν έτοιμο να εκραγεί, να μετατραπεί σε φλόγες, τον τρόμαζε. Εγώ είμαι που κλείνω το δρόμο, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Δεν τον κοιτούσαν άραγε, δεν τον έδειχναν, δεν τον ζύγιαζαν εκεί, καρφωμένοι όπως ήταν στο πεζοδρόμιο, για κάποιο σκοπό; Αλλά για ποιο σκοπό;
«Ας προχωρήσουμε, Σέπτιμους» είπε η σύζυγός του η Λουκρέτσια, μια γυναίκα μικροκαμωμένη, με τεράστια μάτια στο κιτρινιάρικο μακρουλό πρόσωπό της· Ιταλίδα.
Αλλά και η ίδια η Λουκρέτσια ήταν αδύνατο να πάψει να κοιτάζει το αυτοκίνητο και το σχέδιο με το δέντρο πάνω στα κουρτινάκια. Ήταν η Βασίλισσα εκεί μέσα — η Βασίλισσα που πήγαινε για ψώνια;
«Έλα» είπε η Λουκρέτσια.
Αλλά ο άντρας της, — ήταν παντρεμένοι τέσσερα πέντε χρόνια — τώρα, τινάχτηκε, άρχισε να περπατά και είπε «Εντάξει!» θυμωμένα, σαν να τον είχε διακόψει.
Ο Σέπτιμους είχε πει «θα αυτοκτονήσω»· φοβερό να πει τέτοιο πράγμα. Κι αν τον είχαν ακούσει; Κοίταξε το πλήθος. Βοήθεια, βοήθεια! ήθελε να φωνάξει. Βοήθεια!
Το αυτοκίνητο με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα προχώρησε προς το Πικαντίλι, με τα μάτια όλων ακόμη επάνω του, έχοντας ζωγραφίσει στα πρόσωπα και στις δυο πλευρές τού δρόμου την ίδια σκοτεινή υποψία σεβασμού για τη Βασίλισσα, ή τον Πρίγκιπα ή τον Πρωθυπουργό, κανείς δεν ήξερε. Αλλά δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι κάποια σημαντική προσωπικότητα καθόταν στο εσωτερικό· μια προσωπικότητα κατέβαινε, κρυμμένη, την οδό Μποντ, σε απόσταση αναπνοής απ᾿ τούς απλούς ανθρώπους, που μπορεί τώρα, για πρώτη και τελευταία φορά, να βρίσκονταν τόσο κοντά στην Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα τής Αγγλίας, αυτό το παντοτινό σύμβολο τού κράτους, που θα γίνει γνωστό από περίεργους αρχαιοδίφες που θα κοσκινίζουν τού χρόνου τα χαλάσματα, όταν το Λονδίνο θα είναι ένα χορταριασμένο μονοπάτι, κι όλοι όσοι περπατούν βιαστικά στο πεζοδρόμιο αυτό το πρωινό τής Τετάρτης δεν θα ᾿ναι παρά κόκαλα με λιγοστές βέρες ανακατεμένες με τη στάχτη τους και τα χρυσά σφραγίσματα αμέτρητων σαπισμένων δοντιών. Τότε θα γίνει γνωστό ποιο ήταν το πρόσωπο στο αυτοκίνητο.
Κατά πάσα πιθανότητα η Βασίλισσα, σκέφτηκε η κυρία Νταλογουέι, βγαίνοντας απ᾿ το ανθοπωλείο με τα λουλούδια της· η Βασίλισσα. Και για ένα λεπτό το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απόλυτης αξιοπρέπειας, καθώς στεκόταν μπροστά στο κατάστημα, στο φως του ήλιου, ενώ το αυτοκίνητο περνούσε αργά, με τα κουρτινάκια του κατεβασμένα. Η κίνηση ήταν υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα τής μέρας. Που και η ίδια η Βασίλισσα είχε κολλήσει στην κίνηση· η ίδια η Βασίλισσα να αδυνατεί να περάσει. Ένας αστυνομικός, σήκωσε το χέρι, ανάγκασε ένα λεωφορείο να κάνει στην άκρη, και το αυτοκίνητο πέρασε ανάμεσα. Αργά και πολύ σιωπηλά πήρε το δρόμο του.
Το αυτοκίνητο είχε φύγει, αλλά είχε αφήσει πίσω του, έναν ελαφρό κυμάτισμά που περνούσε μέσα απ᾿ τα γαντάδικα, τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα στις δυο πλευρές τής οδού Μποντ. Κάτι τόσο ασήμαντο, καθημερινό, που κανένα μαθηματικό όργανο, όσο ικανό κι αν ήταν να μεταδίδει κραδασμούς στην Κίνα, δεν μπορούσε να καταγράψει τη δόνησή του· ωστόσο είχε πληρότητα εκπληκτική και ασκούσε στον κόσμο έλξη συναισθηματική· γιατί σε όλα τα καπελάδικα και τα ραφτάδικα, ξένοι κοιτάζονταν μεταξύ τους και σκέφτονταν τούς νεκρούς· τη σημαία· την Αυτοκρατορία. Σε μια παμπ σε κάποιον παράδρομο κάποιος άποικος από την Αμερική πρόσβαλε τον Οίκο τών Γουίνδσορ, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα κουβέντες βαριές, ποτήρια μπίρας σπασμένα και φασαρία γενική. Γιατί, όπως κατακαθόταν ο επιφανειακός αναβρασμός, για το αυτοκίνητο που πέρασε, έξυσε κάτι πολύ βαθύ.
Ψηλοί άντρες, άντρες ρωμαλέοι. καλοντυμένοι άντρες με φράκα και λευκά πουκάμισα που στέκονταν στο μπαλκόνι τής Λέσχης Γουάιτ και κοιτούσαν έξω, κατάλαβαν ενστικτωδώς ότι περνούσε κάποια σπουδαία προσωπικότητα. Αμέσως όρθωσαν το ανάστημά τους, έλυσαν τα χέρια, σαν να ήταν έτοιμοι ν᾿ ακολουθήσουν τον Ηγεμόνα τους αν χρειαζόταν, και να γίνουν βορά στα κανόνια, όπως είχαν κάνει πριν από αυτούς οι πρόγονοί τους. Εντωμεταξύ ένα μικρό πλήθος είχε συγκεντρωθεί στις πύλες τού Μπάκιγχαμ. Κι όλη την ώρα ένιωθαν τις φήμες να πληθαίνουν και να δονούν τα νεύρα στους μηρούς τους, στη σκέψη ότι τούς κοιτούσε κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας· η Βασίλισσα που θα έκλινε το κεφάλι· ο Πρίγκιπας που θα χαιρετούσε· στη σκέψη της θεσπέσιας ζωής που χάρισαν οι ουρανοί στους Βασιλιάδες.
Ο μικρόσωμος κύριος Μπάουλι που είχε σφραγίσει με κερί τις βαθύτερες πληγές τής ζωής, αλλά μπορεί ξαφνικά, ανάρμοστα, συναισθηματικά, να τις άφηνε να ξεχειλίσουν ύστερα από ένα τέτοιο γεγονός —φτωχές γυναίκες που περίμεναν να δουν τη Βασίλισσα να περνά, φτωχές γυναίκες, καλά παιδάκια, ορφανά, χήρες, ο Πόλεμος, τι ντροπή!—, είχε δάκρυα στα μάτια.
Ξαφνικά ο ήχος αεροπλάνου τρύπησε απειλητικά τ᾿ αυτιά τού πλήθους. Πλησίαζε πετώντας πάνω απ᾿ τα δέντρα κι άφηνε πίσω του λευκό, καμπυλωτό, κυματιστό καπνό που έγραφε κάτι! σχημάτιζε γράμματα στον ουρανό! Κοίταξαν όλοι ψηλά.
Η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ, καθισμένη πλάι στον άντρα της σε μια σεζ λογκ, στο Μπρόουντ Γουόκ του Ρίτζεντς Παρκ, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό.
«Κοίτα, Σέπτιμους, κοίτα!» φώναξε. Επειδή ο δόκτωρ Χολμς τής είχε πει να κάνει τον άντρα της (ο οποίος δεν είχε τίποτε σοβαρό στην υγεία του, απλώς ήταν λίγο αδιάθετος) ν᾿ ασχολείται με πράγματα έξω απ᾿ τον εαυτό του.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας ψηλά, σε μένα κάνουν σινιάλο. Όχι με πραγματικές λέξεις· δηλαδή, δεν μπορούσε ακόμη να διαβάσει τι έλεγε· αλλά σαφώς ήταν έτσι, αυτή η ομορφιά, αυτή η εξαίσια ομορφιά, και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του καθώς κοιτούσε τις λέξεις τού καπνού, που αργόσβηναν και διαλύονταν στον ουρανό χαρίζοντάς του, με την ανεξάντλητη ευσπλαχνία τους και τη γελαστή καλοσύνη τους, το ένα σχήμα ασύλληπτης ομορφιάς μετά το άλλο και φανερώνοντάς του την πρόθεσή τους να τού προσφέρουν ομορφιά, περισσότερη ομορφιά, χωρίς λόγο, για πάντα, μόνο και μόνο για να τη βλέπει. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Ο Σέπτιμους άκουσε τη φωνή μιας νταντάς, να μιλεί δίπλα στ᾿ αυτί του, βαθιά, σαν όργανο μελωδικό, αλλά με μια αγριάδα στη φωνή της, σαν ήχοι από τριζόνι που γρατζούνισε τη ραχοκοκαλιά του Σέπτιμους απολαυστικά, κι έστειλε μέχρι τον εγκέφαλό του κύματα ήχου, που χτύπησαν δυνατά, και έσπασαν. Πραγματικά θαυμάσια ανακάλυψη — ότι η ανθρώπινη φωνή μπορεί σε συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, να εμφυσήσει ζωή στα δέντρα! Χαρούμενα η Ρέζια ακούμπησε το βάρος τού χεριού της στο γόνατό του, κι έτσι αυτός προσγειώθηκε, καθηλώθηκε, αλλιώς η διέγερση στις φτελιές που ορθώνονταν κι έγερναν, ορθώνονταν κι έγερναν τόσο περήφανα, τόσο υπέροχα, θα τον είχε τρελάνει. Αλλά δεν θα τρελαινόταν, θα έκλεινε τα μάτια του· δεν θα έβλεπε άλλο.
Αλλά τού έγνεφαν· τα φύλλα ήταν ζωντανά· τα δέντρα ήταν ζωντανά. Και τα φύλλα που συνδέονταν με εκατομμύρια ίνες με το κορμί το δικό του, εκεί που καθόταν, τού έκαναν αέρα, πάνω κάτω· όταν τεντωνόταν το κλαρί, έκανε κι αυτός το ίδιο. «Σέπτιμους!» είπε η Ρέζια. Εκείνος αιφνιδιάστηκε. «θα πάω ως το σιντριβάνι και θα γυρίσω» είπε εκείνη.
Γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο. Ο δόκτωρ Χολμς μπορεί να έλεγε πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη θα προτιμούσε να ήταν νεκρός! Δεν μπορούσε να κάθεται δίπλα του, όταν αυτός κοιτούσε τόσο επίμονα και δεν την έβλεπε κι έκανε τα πάντα να μοιάζουν τρομακτικά· τον ουρανό και τα δέντρα, τα παιδιά που έπαιζαν· όλα ήταν φοβερά. Κι αυτός δεν θα αυτοκτονούσε· κι αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. «Ο Σέπτιμους δουλεύει πάρα πολύ» — μόνο αυτό μπορούσε να πει στην ίδια τη μητέρα της. Η αγάπη σε κάνει μοναχικό, σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στον Σέπτιμους τώρα, και κοιτάζοντας πίσω, τον είδε να κάθεται μόνος του, φορώντας το φθαρμένο παλτό του, στη σεζ λογκ, καμπουριαστός, να κοιτάζει επίμονα. Κι ήταν δειλία να λέει ένας άντρας πως θα αυτοκτονήσει, αλλά ο Σέπτιμους είχε πολεμήσει· ήταν γενναίος· δεν ήταν ο Σέπτιμους που είχε γίνει τώρα. Έβαλε τον δαντελένιο γιακά της. Έβαλε το καινούργιο της καπέλο, κι αυτός δεν το παρατήρησε· κι ήταν χαρούμενος χωρίς εκείνη. Τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη χωρίς εκείνον! Τίποτε! Ήταν εγωιστής. Έτσι είναι οι άντρες. Γιατί δεν ήταν άρρωστος. Ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε. Τέντωσε το χέρι της μπροστά. Κοίτα! Η βέρα της γλιστρούσε — πόσο είχε αδυνατίσει. Υπέφερε — αλλά δεν είχε κάποιον να το πει.
Μακριά ήταν η Ιταλία, τα λευκά σπίτια κι η κάμαρα όπου καθόταν η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα, κι οι δρόμοι που γέμιζαν κάθε βράδυ με ανθρώπους που περπατούσαν, γελούσαν δυνατά, όχι με ψόφιους ανθρώπους όπως εδώ, τσουβαλιασμένους σε αναπηρικά καροτσάκια, που κοίταζαν λιγοστά μίζερα λουλούδια σε γλάστρες!
«Πού να βλέπατε τούς κήπους του Μιλάνου» είπε δυνατά. Αλλά σε ποιον το είπε;
Δεν υπήρχε κανείς. Τα λόγια της χάθηκαν. Όπως χάνεται ένα πυροτέχνημα. Οι σπίθες του χαράζουν την πορεία τους στη νύχτα κι ύστερα τής παραδίνονται, πέφτει το σκοτάδι, χύνεται πάνω στα περιγράμματα σπιτιών και πύργων· οι σκοτεινές πλαγιές τών λόφων γίνονται μαλακές κι αχνές. Αλλά παρόλο που έχουν χαθεί, η νύχτα είναι γεμάτη απ᾿ αυτές· στερημένες από χρώμα, χωρίς σχήμα, αποκτούν σημασία, εκπέμπουν ό,τι δεν μπορεί να μεταδώσει το ξεκάθαρο φως τής μέρας — τα βάσανα και την ανησυχία για τα πράγματα που σφίγγονται εκεί μέσα, στο σκοτάδι· που συνωστίζονται στο σκοτάδι· στερημένα απ᾿ την ανακούφιση που φέρνει η αυγή, καθώς βάφει τούς τοίχους άσπρους και γκρίζους, χαράζει το περίγραμμα τών παραθύρων, σηκώνει την πάχνη απ᾿ τα χωράφια, δείχνει τις καφετιές αγελάδες που μασουλάνε γαλήνια, κι όλα μάς φαίνονται πάλι στολισμένα· υπάρχουν ξανά. Είμαι μόνη· είμαι μόνη! φώναξε, ενώ στεκόταν δίπλα στο σιντριβάνι στο Ρίτζεντς Παρκ. Και ξαφνικά, σαν λες κι ένας βράχος στο χείλος τού γκρεμού βρέθηκε μπροστά της και να πάτησε πάνω του, είπε πως είναι η γυναίκα του, παντρεύτηκαν πριν από χρόνια στο Μιλάνο, είναι η γυναίκα του και δεν θα πει ποτέ, μα ποτέ, ότι είναι τρελός! Την ώρα που έστριβε, ο βράχος έπεσε· κι εκείνη γκρεμίστηκε. Γιατί εκείνος έχει φύγει, σκέφτηκε —έχει φύγει, όπως απειλούσε, πήγε να αυτοκτονήσει— πήγε να ριχτεί στις ρόδες κάποιας άμαξας! Αλλά όχι· εκεί ήταν· ακόμη καθόταν μόνος του, με το φθαρμένο παλτό του, τα πόδια σταυρωμένα, το βλέμμα καρφωμένο, μιλούσε δυνατά.
«Δεν πρέπει να κόβουν δέντρα οι άνθρωποι». (Αυτές τις ξαφνικές εκλάμψεις τις σημείωνε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος φακέλων.) Να αλλάξετε τον κόσμο. Κανείς δεν σκοτώνει από μίσος. Να το διαδώσετε (το σημείωσε). Περίμενε. Αφουγκράστηκε. Ένα σπουργίτι κούρνιασε στο κάγκελο απέναντι και τιτίβισε Σέπτιμους, Σέπτιμους, τέσσερεις ή πέντε φορές και συνέχισε, να κελαηδάει με την ίδια ένταση, διαπεραστικά, με λέξεις ελληνικές, πως δεν υπάρχει έγκλημα, και μ᾿ ένα άλλο σπουργίτι μαζί κελαηδούσαν με φωνές παρατεταμένες και διαπεραστικές, με λέξεις ελληνικές, απ᾿ τα δέντρα στο λιβάδι τής ζωής, πέρα απ᾿ το ποτάμι, όπου περπατούν οι νεκροί, πως δεν υπάρχει θάνατος.
«Τι λες;» είπε η Ρέζια ξαφνικά, ενώ καθόταν δίπλα του.
Τον διέκοψε πάλι! Πάντα τον διέκοπτε.
Μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους — πρέπει να φύγουμε μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους, είπε εκείνος (και πετάχτηκε πάνω), τώρα να πάνε εκεί, εκεί όπου υπήρχαν καθίσματα κάτω από ένα δέντρο,
Εκεί κάθισαν κάτω από ένα δέντρο.
«Κοίτα» τον ικέτεψε εκείνη, δείχνοντας μια μικρή ομάδα αγόρια που κουβαλούσαν μπαστούνια τού κρίκετ.
«Κοίτα» τον ικέτεψε, επειδή ο γιατρός τής είχε πει να τον κάνει να αντιλαμβάνεται πράγματα υπαρκτά, να πηγαίνει σε μιούζικ χολ, να παίζει κρίκετ — αυτό είναι κατάλληλο παιχνίδι, είπε ο γιατρός, ένα ωραίο παιχνίδι στην ύπαιθρο, το πιο κατάλληλο για τον άντρα της.
«Κοίτα» επανέλαβε.
Να κοιτάξει το αόρατο τον καλούσε η φωνή, που τώρα επικοινωνούσε μαζί του, μ᾿ αυτόν που ήταν ο σπουδαιότερος τής ανθρωπότητας, ο Σέπτιμους, που πρόσφατα είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο, που ήταν απλωμένος σαν κάλυμμα κρεβατιού, σαν κουβέρτα από χιόνι που τη χτυπούσε μόνο ο ήλιος, για πάντα αξόδευτος, να βασανίζεται για πάντα, το εξιλαστήριο θύμα, παντοτινά να πάσχει, αλλά δεν το θέλει αυτό βόγκηξε, διώχνοντας αποπάνω του με μια κίνηση τού χεριού, τον πόνο τον παντοτινό, τη μοναξιά την παντοτινή.
«Κοίτα» επανέλαβε εκείνη, γιατί δεν έπρεπε να μιλάει δυνατά ο Σέπτιμους στον εαυτό του έξω απ᾿ το σπίτι.
«Μα κοίτα» τον ικέτεψε. Αλλά τι υπήρχε να κοιτάξει; Λιγοστά πρόβατα. Αυτό ήταν όλο.
Το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό — μπορούσαν να τής πουν το δρόμο για το σταθμό Ρίτζεντς Παρκ τού μετρό;— αυτό ήθελε να μάθει η Μέισι Τζόνσον. Είχε έρθει απ᾿ το Εδιμβούργο μόλις πριν από δυο μέρες.
«Όχι αποκεί — αποδώ!» κραύγασε η Ρέζια, σπρώχνοντάς τη στο πλάι, από φόβο μην δει τον Σέπτιμους.
Φαίνονταν παράξενοι κι οι δύο, σκέφτηκε η Μέισι Τζόνσον. Όλα φαίνονταν παράξενα. Πρώτη της φορά στο Λονδίνο, είχε έρθει να πιάσει δουλειά στο θείο της και διέσχιζε τώρα πρωί το Ρίτζεντς Παρκ· αυτό το καθισμένο ζευγάρι την τάραξε· η νεαρή γυναίκα φαινόταν ξένη, ο άντρας παράξενος· ακόμα κι όταν έφτανε στα βαθιά γεράματα, δεν θα έπαυε να θυμάται και να ψάχνει ανάμεσα στις αναμνήσεις της, πως είχε διασχίσει το Ρίτζεντς Παρκ ένα υπέροχο καλοκαιρινό πρωινό πριν από πενήντα χρόνια. Γιατί ήταν μόνο δεκαεννέα χρονών και τα είχε καταφέρει επιτέλους να έρθει στο Λονδίνο· και πόσο παράξενο ήταν αυτό το ζευγάρι, που το είχε ρωτήσει προς τα πού να πάει, η κοπέλα που πετάχτηκε και τίναξε το χέρι της, κι ο άντρας — φαινόταν φοβερά περίεργος· καβγάδιζαν, ίσως· χώριζαν για πάντα, ίσως· κάτι έτρεχε, το ήξερε.
Ω! (γιατί εκείνος ο νέος άντρας την είχε ταράξει τόσο. Κάτι έτρεχε, το ήξερε).
Φρίκη! Φρίκη! ήθελε να φωνάξει. (Είχε αφήσει τούς δικούς της ανθρώπους· την είχαν προειδοποιήσει τι θα συνέβαινε.)
Γιατί δεν έμεινε στο σπίτι της, φώναξε τρίβοντας την παλάμη της στη στρογγυλή κορυφή του σιδερένιου κιγκλιδώματος.
Εκείνο το κορίτσι, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ (που φύλαγε την κόρα τού ψωμιού για τούς σκίουρους και συχνά έτρωγε το μεσημεριανό της στο Ρίτζεντς Παρκ), δεν ξέρει τίποτε ακόμη· πραγματικά, τής φαινόταν προτιμότερο να είναι λίγο πιο απτές, λίγο πιο ελαστικές, λίγο πιο μετριοπαθείς, οι προσδοκίες σου. Ο Πέρσι έπινε. Λοιπόν, καλύτερα να έχεις γιο, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Είχε βασανιστεί πολύ εξαιτίας του και δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει σ᾿ ένα κορίτσι σαν εκείνο· θα παντρευτείς είσαι ομορφούλα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, θα παντρευτείς σκέφτηκε, και μετά θα μάθεις. Ω, οι μαγειρικές κι όλα τα άλλα. Κάθε άντρας έχει τα χούγια του. Τώρα, άλλο αν θα διάλεγα με τον ίδιο τρόπο άμα ήξερα, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ, και δεν μπορούσε να πνίξει την επιθυμία της να ψιθυρίσει κάποιες λέξεις στη Μέισι Τζόνσον· να νιώσει στις ζάρες τού σακουλιασμένου γέρικου προσώπου της, το φιλί τής λύπησης. Γιατί είναι δύσκολη η ζωή, σκέφτηκε η κυρία Ντέμπστερ. Και τι δεν είχε δώσει στη ζωή; Τριαντάφυλλα· σιλουέτα· τα πόδια της επίσης. (Έκρυψε τα γρομπιασμένα πόδια της κάτω απ᾿ τη φούστα.)
Τριαντάφυλλα, σκέφτηκε χλευαστικά. Σαχλαμάρες καλή μου. Γιατί πραγματικά, άμα σκεφτείς το φαγητό, το ποτό, το ζευγάρωμα, τις κακές μέρες και τις καλές, η ζωή δεν είναι σπαρμένη τριαντάφυλλα, κι επιπλέον, επιτρέψτε μου να σας πω, η Κάρι Ντέμπστερ διόλου δεν επιθυμούσε ν᾿ αλλάξει τη μοίρα της, με τη μοίρα οποιοσδήποτε άλλης γυναίκας! Αλλά εκλιπαρούσε λύπηση. Λύπηση, για τα τριαντάφυλλα που χάθηκαν. Λύπηση ζητούσε απ᾿ τη Μέισι Τζόνσον, ενώ στεκόταν δίπλα στο παρτέρι με τους υάκινθους.
«Μα τι κοιτάζουν όλοι;» είπε η Κλαρίσα Νταλογουέι στην υπηρέτρια που άνοιξε την πόρτα.
Ο προθάλαμος τού σπιτιού είχε τη δροσιά χώρου υπόγειου. Η μαγείρισσα σφύριζε στην κουζίνα. Άκουσε το κλικ τής γραφομηχανής. Αυτή ήταν η ζωή της· καθώς έσκυβε το κεφάλι πάνω απ᾿ το τραπεζάκι τού χολ, γέρνοντας κάτω απ᾿ το βάρος τής επίδρασης, ένιωσε ευλογημένη κι εξαγνισμένη, και είπε στον εαυτό της, πιάνοντας το μπλοκάκι με το τηλεφωνικό μήνυμα, ότι στιγμές σαν κι αυτήν είναι μπουμπούκια στο δέντρο τής ζωής, είναι άνθη του σκότους, σκέφτηκε (σαν να είχε ανθίσει κάποιο όμορφο τριαντάφυλλο μόνο και μόνο για να το δει εκείνη)· ούτε για μια στιγμή δεν είχε πιστέψει στον θεό· αλλά όλο και περισσότερο, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, πρέπει να ανταμείβει κανείς στην καθημερινή ζωή τούς υπηρέτες, ναι, τούς σκύλους, και κυρίως τον Ρίτσαρντ τον άντρα της, που ήταν το θεμέλιο κάτω απ᾿ όλα αυτά —τούς χαρούμενους ήχους, τα πράσινα φώτα, ακόμα και τη μαγείρισσα που σφύριζε,— πρέπει να τούς ανταμείβει αντλώντας απ᾿ το απόθεμα τών εξαίσιων στιγμών, σκέφτηκε, σηκώνοντας το μπλοκάκι, ενώ η Λούσι στεκόταν δίπλα της, προσπαθώντας να εξηγήσει ότι
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία—»
Η Κλαρίσα διάβασε στο μπλοκάκι: «Η λαίδη Μπρούτον επιθυμεί να μάθει αν ο κύριος Νταλογουέι θα γευματίσει μαζί της σήμερα το μεσημέρι».
«Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία, μού είπε να σας πω ότι θα γευματίσει έξω το μεσημέρι».
«Ω!» είπε η Κλαρίσα, και, όπως το περίμενε, η Λούσι ένιωσε την απογοήτευσή της (αλλά όχι τη σουβλιά τού πόνου)· συναισθάνθηκε την αρμονία μεταξύ τους· κατάλαβε την υπόνοια· αναλογίστηκε πώς αγαπούν οι μεγαλοαστοί· χρύσωσε το μέλλον της με ηρεμία.
«Δε φοβάσαι» είπε η Κλαρίσα. Δε φοβάσαι ζέστη πια· επειδή το σοκ εξ αιτίας τού ότι η λαίδη Μπρούτον ζήτησε απ᾿ τον Ρίτσαρντ να γευματίσει μαζί του χωρίς την ίδια, εκείνη τη στιγμή την έκανε να τρεμουλιάσει, σαν το φυτό στην όχθη τού ποταμού, που νιώθει τη δόνηση απ᾿ το κουπί που περνάει, και τρεμουλιάζει: έτσι κλονίστηκε: έτσι τρεμούλιασε.
Η Μίλισεντ Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει. Καμιά φτηνή ζήλια δεν μπορούσε να τη χωρίσει απ᾿ τον Ρίτσαρντ. Αλλά φοβόταν τον ίδιο το χρόνο και διάβαζε στο πρόσωπο τής λαίδης Μπρούτον —πλάκα ρολογιού χαραγμένη σε πέτρα άπονη— τη φθορά τής ζωής· πως κοβόταν κάθε χρόνο κομμάτι κομμάτι το μερίδιό της· πόσο λίγο ικανό ήταν πια το περιθώριο που απέμενε, να επεκταθεί, ν᾿ απορροφήσει, όπως στα νεανικά χρόνια, τα χρώματα, τις νοστιμιές, τούς ήχους τής ύπαρξης.
Άρχισε ν᾿ ανεβαίνει αργά αργά τη σκάλα, σαν να είχε φύγει από κάποια δεξίωση, όπου πότε στον ένα φίλο, πότε στον άλλον είχε δει την αντανάκλαση τού προσώπου της, τής φωνής της· σαν να είχε κλείσει την πόρτα πίσω της, να είχε βγει έξω και να στεκόταν μόνη, μια φιγούρα μοναχική στην τρομακτική νυχτιά ή μάλλον, για να είναι ακριβής, μπροστά στην επίμονη ματιά αυτού τού πρωινού τού Ιουνίου· ένοιωσε ξαφνικά ότι είχε μαραζώσει, ότι είχε γεράσει, δεν είχε στήθος, ότι ο μόχθος, η πνοή, το λουλούδιασμα τής μέρας, εκεί έξω, έξω απ᾿ το παράθυρο, ήταν έξω απ᾿ το σώμα της και το μυαλό της, που τώρα δεν λειτουργούσαν, εφόσον η λαίδη Μπρούτον, τα μεσημεριανά γεύματα τής οποίας έλεγαν ότι ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά, δεν την είχε προσκαλέσει.
Υπήρχε ένα κενό στην καρδιά τής ζωής· μια σοφίτα. Ολοένα και πιο στενό θα γινόταν το κρεβάτι της. Το κερί μισοκαμένο, είχε προχωρήσει πολύ στα Απομνημονεύματα τού βαρόνου Μαρμπό. Επειδή οι συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο διαρκούσαν πολύ, ο Ρίτσαρντ επέμενε, μετά την αρρώστια της, να κοιμάται ανενόχλητη. Κι έτσι το δωμάτιο ήταν μια σοφίτα — το κρεβάτι στενό — και ξαπλώνοντας εκεί για να διαβάσει, επειδή κοιμόταν άσχημα, δεν μπορούσε ν᾿ απαλλαγεί από την παρθενικότητα που διατηρούσε από τη γέννησή της και κολλούσε πάνω της σαν σεντόνι. Ήταν ευχάριστη όσο ήταν κοπέλα, αλλά ξαφνικά ήρθε μια στιγμή —για παράδειγμα στο ποτάμι κάτω απ᾿ τα δέντρα στο Κλίβντεν— που, εξαιτίας κάποιας συστολής αυτού τού ψυχρού πνεύματος, απογοήτευσε τον Ρίτσαρντ. Το έβλεπε ότι υστερούσε. Δεν ήταν θέμα ομορφιάς· δεν ήταν θέμα μυαλού. Ήταν κάτι στο βάθος, που τη διαπότιζε· κάτι που έσπαζε τις επιφάνειες κι αναστάτωνε την επαφή ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα ή ανάμεσα σε γυναίκες. Αυτό μπορούσε αμυδρά να καταλάβει. Τής κακοφαινόταν, είχε έναν ενδοιασμό που ένας θεός ξέρει πώς είχε δημιουργηθεί, ή που, όπως ένιωθε, ήταν δημιούργημα τής Φύσης (τής σοφής μητέρας)· ωστόσο μερικές φορές δεν μπορούσε ν᾿ αντισταθεί στη χάρη κάποιας γυναίκας, όχι κοπέλας, γυναίκας, που ομολογούσε, όπως τής συνέβαινε συχνά, ένα μπλέξιμο, μια τρέλα. Κι είτε ήταν η συμπόνια, είτε η ομορφιά τους, είτε ότι ήταν μεγαλύτερη, είτε κάποια σύμπτωση —όπως ένα ανεπαίσθητο άρωμα ή ένα βιολί από δίπλα (πόσο παράξενη είναι η δύναμη τών ήχων κάποιες στιγμές)— που αναμφίβολα την έκανε να νιώθει, ό,τι ένιωθαν οι άντρες. Για μια στιγμή μονάχα· αλλά αρκούσε. Ήταν μια αποκάλυψη ξαφνική, σαν ένα κοκκίνισμα που προσπαθείς να σταματήσεις και μετά, καθώς αυτό απλώνεται, τού παραδίνεσαι και τρέχεις στην πιο μακρινή άκρη, τρεμουλιάζεις και νιώθεις τον κόσμο να κλείνει γύρω σου, διογκωμένος από σημασία πρωτοφανή, απ᾿ την πίεση μιας έκρηξης που σκίζει το λεπτό του δέρμα, αναβλύζει κι απλώνεται τόσο κατευναστικά σε σκασίματα και πληγές.
Αυτό το θέμα του έρωτα σκέφτηκε, (κρεμώντας το παλτό της), τού να ερωτεύεσαι γυναίκες. Για παράδειγμα, τη Σάλι Σίτον· τη σχέση της στο παρελθόν με τη Σάλι Σίτον. Δεν ήταν έρωτας αυτό, τελικά;
Καθόταν στο πάτωμα — αυτή ήταν η πρώτη της εικόνα απ᾿ τη Σάλι —, καθόταν στο πάτωμα με τα χέρια διπλωμένα γύρω απ᾿ τα γόνατά της, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Πού μπορεί να ήταν; Σε κάποια δεξίωση, πού, δεν ήταν βέβαιη, επειδή θυμόταν αμυδρά να λέει στο συνοδό της: «Ποια είναι αυτή;». Κι εκείνος τής είχε πει, και πρόσθεσε ότι οι γονείς της δεν τα πήγαιναν καλά (πόσο τη σόκαρε αυτό — να μαλώνουν οι γονείς κάποιου!). Αλλά όλο το βράδυ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της απ᾿ τη Σάλι. Είχε το είδος τής σπάνιας ομορφιάς που τόσο θαύμαζε: μελαχρινή, με μεγάλα μάτια, ένα γνώρισμα που, εφόσον δεν το είχε η ίδια, πάντα το ζήλευε — μια μορφή παραίτησης, σαν να μπορούσε να πει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε· ένα γνώρισμα πιο συχνό σε ξένες παρά σε Αγγλίδες. Η Σάλι έλεγε πάντοτε πως είχε γαλλικό αίμα στις φλέβες της, κάποιος πρόγονός της ήταν στην υπηρεσία της Μαρίας Αντουανέτας.
Μπορεί η Σάλι να ήρθε εκείνο το καλοκαίρι να μείνει στο Μπόρτον, εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά χωρίς δεκάρα στην τσέπη ένα βράδυ μετά το δείπνο, κι αναστάτωσε τόσο πολύ τη θεία Χέλενα που εκείνη δεν τής το συγχώρεσε ποτέ. Κάποιος φοβερός καβγάς είχε γίνει στο σπίτι της. Κυριολεκτικά δεν είχε δεκάρα εκείνη τη νύχτα που ήρθε στο σπίτι τους, — είχε βάλει ενέχυρο μια καρφίτσα για να μπορέσει να ταξιδέψει. Είχε φύγει απ᾿ το σπίτι της, σε μια στιγμή παραφοράς. Είχαν μείνει ξύπνιες όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας. Η Σάλι την είχε κάνει να νιώσει, για πρώτη φορά, πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή της στο Μπόρτον. Δεν ήξερε τίποτε για το σεξ — τίποτε για τα κοινωνικά προβλήματα. Μια φορά είχε δει ένα γέρο να πεθαίνει σ᾿ ένα χωράφι — είχε δει αγελάδες αμέσως μόλις είχαν γεννήσει τα μοσχαράκια τους. Αλλά στη θεία Χέλενα δεν άρεσε ποτέ να κουβεντιάζει τίποτε (όταν τής έδωσε η Σάλι να διαβάσει Γουίλιαμ Μόρις, αναγκαστικά τον τύλιξε σε χοντρό καφέ χαρτί). Κάθονταν εκεί, ώρες ατελείωτες, και κουβέντιαζαν στην κρεβατοκάμαρά της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού, μιλούσαν για τη ζωή, για το πώς θα άλλαζαν τον κόσμο. Σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα σύλλογο με σκοπό την κατάργηση τής ιδιοκτησίας, είχαν γράψει κι ένα γράμμα, αλλά δεν το ταχυδρόμησαν ποτέ. Οι ιδέες ήταν τής Σάλι, φυσικά —αλλά πολύ σύντομα είχε ενθουσιαστεί κι η ίδια—, διάβαζε Πλάτωνα στο κρεβάτι πριν από το πρωινό· διάβαζε Μόρις· διάβαζε Σέλεϊ με τις ώρες.
Ήταν εκπληκτική η επίδραση τής Σάλι, το χάρισμά της, η προσωπικότητά της. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τα λουλούδια, για παράδειγμα. Στο Μπόρτον έβαζαν πάντα μικρά βαζάκια πάνω στο τραπέζι, κατά μήκος του. Η Σάλι έβγαινε, μάζευε αγριομολόχες, ντάλιες —όλα τα είδη των λουλουδιών που δεν είχαν συνδυαστεί ποτέ — έκοβε τις κορφές τους και τις άφηνε να επιπλέουν στο νερό σε γυάλες. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό — όταν έμπαινες στο δωμάτιο για το δείπνο, το ηλιοβασίλεμα. (Φυσικά η θεία Χέλενα πίστευε ότι ήταν φρικτό να μεταχειρίζεσαι έτσι τα λουλούδια.) Έπειτα ξεχνούσε το σφουγγάρι της κι έτρεχε στο διάδρομο γυμνή. Η Έλεν Άτκινς, εκείνη η βλοσυρή γρια-καμαριέρα, γκρίνιαζε — «Κι αν τύχει και περνάει κάποιος απ᾿ τούς κυρίους». Πράγματι, τούς σόκαρε τούς ανθρώπους. Είναι ακατάστατη, έλεγε ο μπαμπάς.
Το παράξενο, τώρα που γυρνούσε στο παρελθόν, ήταν η αγνότητα, η ηθικότητα τών συναισθημάτων της, για τη Σάλι. Δεν έμοιαζαν με τα συναισθήματα για έναν άντρα. Δεν είχαν ίχνος υστεροβουλίας αλλά μια ποιότητα που μπορούσε να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε γυναίκες ανάμεσα σε κοπέλες που έχουν μόλις μεγαλώσει. Από τη δική της πλευρά υπήρχε προστατευτικότητα· τα συναισθήματά της προέρχονταν από μια αίσθηση σύμπραξης, ένα προαίσθημα ότι μοιραία κάτι θα τις χώριζε (πάντα μιλούσαν για το γάμο σαν να ήταν καταστροφή), που είχε ως αποτέλεσμα αυτή την αβρότητα, αυτή την προστατευτικότητα που προερχόταν περισσότερο απ᾿ την ίδια, παρά απ᾿ τη Σάλι. Επειδή εκείνη την περίοδο η Σάλι ήταν εντελώς απερίσκεπτη· έκανε τα πιο ηλίθια πράγματα για επίδειξη· έκανε ποδήλατο στο στηθαίο τής βεράντας· κάπνιζε πούρα. Παράλογη, ήταν — πολύ παράλογη. Αλλά η γοητεία της ήταν ακατανίκητη, για κείνη τουλάχιστον, που θυμάται ότι στεκόταν στο δωμάτιό της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού κρατώντας τη λεκάνη με το ζεστό νερό στα χέρια της, κι έλεγε: «Είμαστε κάτω απ᾿ την ίδια στέγη... κάτω απ᾿ την ίδια στέγη!».
Όχι, οι λέξεις δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι᾿ αυτήν τώρα. Δεν μπορούσε καν να νιώσει την ηχώ τού παλιού συναισθήματος. Αλλά θυμόταν που τη διέτρεχε σύγκρυο και χτένιζε τα μαλλιά της εκστατική· (τώρα άρχιζε να ξανανιώθει το παλιό συναίσθημα, καθώς έβγαζε τις φουρκέτες απ᾿ τα μαλλιά της, τις άφηνε πάνω στην τουαλέτα της αρχίζοντας να χτενίζεται), οι κουρούνες πετούσαν πάνω κάτω, στο ρόδινο φως τού δειλινού, ντυνόταν, πήγαινε κάτω και διασχίζοντας το διάδρομο ένιωθε πως «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία». Έτσι ένιωθε — όπως κι ο Οθέλος, και το ένιωθε, ήταν πεπεισμένη, τόσο δυνατά όσο ήθελε ο Σαίξπηρ να το νιώθει ο Οθέλος, κι όλα αυτά επειδή πήγαινε στο δείπνο φορώντας το λευκό της φόρεμα, για να συναντήσει τη Σάλι Σίτον.
Φορούσε ροζ φόρεμα από οργαντίνα — ήταν δυνατόν; Όπως και να ᾿χει, έμοιαζε να λαμποκοπά, να φεγγοβολά, σαν πουλί ή μπαλόνι που μπήκε πετώντας στο σπίτι και πιάστηκε για μια στιγμή σε μια βατομουριά. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσο παράξενο όταν είσαι ερωτευμένος (και τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό εκτός από έρωτας;), όσο η απόλυτη αδιαφορία τών άλλων ανθρώπων. Η θεία Χέλενα απομακρύνθηκε μετά το δείπνο· ο μπαμπάς διάβαζε εφημερίδα. Ο Πίτερ Γουόλς μπορεί να ήταν εκεί, όπως κι η ηλικιωμένη δεσποινίς Κάμινγκς· ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ ήταν σίγουρα εκεί, επειδή ερχόταν κάθε καλοκαίρι ο κακομοίρης ο γεράκος, για βδομάδες ολόκληρες, κι έκανε πως διάβαζε γερμανικά μαζί της, αλλά στην πραγματικότητα έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε Μπραμς με φάλτσα φωνή.
Όλα αυτά ήταν απλώς φόντο για τη Σάλι. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι και μιλούσε, με αυτή την ωραία φωνή της που έκανε ό,τι έλεγε να μοιάζει με χάδι στον μπαμπά, ο οποίος είχε αρχίσει να νιώθει έλξη γι᾿ αυτήν παρά τη θέλησή του, (ποτέ δεν το ξεπέρασε που τής δάνεισε ένα απ᾿ τα βιβλία του και το βρήκε μουλιασμένο στη βεράντα), όταν ξαφνικά είπε «Τι κρίμα να καθόμαστε μέσα!», κι όλοι βγήκαν στη βεράντα και περπατούσαν πάνω κάτω. Ο Πίτερ Γουόλς και ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ μιλούσαν για τον Βάγκνερ. Η ίδια κι η Σάλι έμειναν λίγο πίσω. Μετά ήρθε η πιο εξαίσια στιγμή τής ζωής της ολόκληρης, καθώς πέρασαν δίπλα από μια πέτρινη γούρνα με λουλούδια. Η Σάλι σταμάτησε· πήρε ένα λουλούδι· τη φίλησε στο στόμα. Όλος ο κόσμος γύρισε ανάποδα! Οι άλλοι εξαφανίστηκαν· ήταν εκεί, μόνη με τη Σάλι. Κι ένιωσε σαν να τής είχαν κάνει ένα δώρο, τυλιγμένο, και να τής είχαν πει να το φυλάξει, να μην το κοιτάξει — ένα διαμάντι, κάτι απείρως πολύτιμο, τυλιγμένο, που, καθώς περπατούσαν (πάνω κάτω, πάνω κάτω), το αποκάλυψε, ή μπορεί η λάμψη του ν᾿ αναδύθηκε μέχρι την επιφάνεια, η αποκάλυψη, το θρησκευτικό συναίσθημα! —, όταν ξαφνικά ο γερο-Τζόζεφ κι ο Πίτερ στάθηκαν μπροστά τους:
«Κοιτάτε τ᾿ άστρα;» είπε ο Πίτερ.
Σαν να είχες χτυπήσει το πρόσωπό σου σε τοίχο γρανιτένιο στο σκοτάδι! Ήταν σκανδαλώδες· απαίσιο!
Όχι για την ίδια. Ένιωσε μόνο πόσο βάναυσα, πόσο φρικτά φέρονταν ήδη στη Σάλι· ένιωσε την εχθρότητά του· τη ζηλοφθονία του· την αποφασιστικότητά του να εισχωρήσει στη συντροφικότητά τους. Όλα αυτά τα είδε όπως βλέπεις ένα τοπίο στο φως τής αστραπής — κι η Σάλι (ποτέ δεν την είχε θαυμάσει τόσο πολύ!) προχώρησε ιπποτικά, αήττητη. Γέλασε. Έβαλε τον γερο-Τζόζεφ να τής πει τα ονόματα τών αστεριών, κάτι που τού άρεσε να κάνει με μεγάλη σοβαρότητα. Στεκόταν εκεί: άκουγε. Άκουγε τα ονόματα τών αστεριών.
«Τι φρίκη!» είπε στον εαυτό της, σαν να το ήξερε απ᾿ την αρχή πως κάτι θα διέκοπτε, κάτι θα στάλαζε πίκρα στη στιγμή τής ευτυχίας της.
Αλλά πόσα θα χρωστούσε στον Πίτερ Γουόλς αργότερα. Πάντοτε όταν τον σκεφτόταν, για κάποιο λόγο αναλογιζόταν τούς καβγάδες τους — επειδή ήθελε τόσο πολύ να έχει καλή γνώμη γι᾿ αυτήν, ίσως. Τού χρωστούσε λέξεις: «συναισθηματικός», «πολιτισμένος»· ξεκινούσαν κάθε μέρα τής ζωής της, σαν να ήταν ο φύλακάς της. Ένα βιβλίο ήταν συναισθηματικό· μια στάση απέναντι στη ζωή ήταν συναισθηματική. «Συναισθηματική», ίσως να ήταν εκείνη που αναλογιζόταν το παρελθόν. Τι θα σκεφτόταν εκείνος, αναρωτήθηκε, όταν θα επέστρεφε;
Ότι είχε γεράσει η Κλαρίσα; θα το έλεγε ή θα τον έβλεπε να σκέφτεται, όταν επέστρεφε, ότι εκείνη είχε γεράσει; Αλήθεια ήταν. Μετά την αρρώστια της είχε σχεδόν ασπρίσει.
Ακουμπώντας την καρφίτσα της στο τραπέζι, ένιωσε έναν ξαφνικό σπασμό, σαν να είχαν βρει ευκαιρία να τη γραπώσουν, την ώρα τού στοχασμού της, παγωμένες αρπάγες. Δεν ήταν ακόμη γριά. Είχε μόλις μπει στα πενήντα δύο. Αρκετοί μήνες αυτής τής χρονιάς ήταν ακόμη ανέγγιχτοι. Ο Ιούνιος, ο Ιούλιος, ο Αύγουστος! Σχεδόν κάθε μήνας ήταν ολόκληρος, και σαν να ήθελε να πιάσει την τελευταία σταγόνα, η Κλαρίσα (πηγαίνοντας μέχρι την τουαλέτα τής κρεβατοκάμαράς της) βούλιαξε στον πυρήνα τής στιγμής, την ακινητοποίησε, εκεί — αυτή την πρωινή στιγμή τού Ιουνίου, όπου είχε συγκεντρωθεί η πίεση όλων τών άλλων πρωινών—, κοίταξε τον καθρέφτη, την τουαλέτα της κι όλα τα μπουκαλάκια με νέο μάτι, συγκέντρωσε όλο της το είναι σε κάποιο σημείο (με τα μάτια καρφωμένα στον καθρέφτη), είδε το ντελικάτο ροδαλό πρόσωπο τής γυναίκας που θα έδινε δεξίωση εκείνο το βράδυ· τής Κλαρίσα Νταλογουέι· τού εαυτού της.
Πόσα εκατομμύρια φορές είχε δει τον εαυτό της, και πάντα η ίδια ανεπαίσθητη σύσπαση! Σούφρωνε τα χείλη της, όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη. Το έκανε για να γίνει το πρόσωπό της μυτερό. Αυτός ήταν ο εαυτός της — αιχμηρός, σαν βέλος· σαφής. Αυτός ήταν ο εαυτός της, όταν κάποια προσπάθεια, κάποια επιτακτικότητα να είναι ο εαυτός της, ένωνε τα χαρακτηριστικά, μόνο αυτή γνώριζε πόσο διαφορετικά, πόσο ασύμβατα ήταν, και φρόντιζε για χάρη τού κόσμου να γίνεται ένας πυρήνας, ένα διαμάντι, μια γυναίκα που καθόταν στο σαλόνι της κι αποτελούσε σημείο συνάντησης, χωρίς αμφιβολία, ένα φεγγοβόλημα σε κάποιων την ανούσια ζωή, ένα καταφύγιο για τούς μοναχικούς, ίσως· είχε βοηθήσει νέους που τής ήταν ευγνώμονες· προσπαθούσε να είναι πάντα η ίδια, να μην φανερώνει δείγματα τών άλλων πλευρών της — τα ελαττώματα, τις ζήλιες, τη ματαιοδοξία, την καχυποψία, όπως τώρα για τη λαίδη Μπρούτον που δεν την προσκάλεσε στο γεύμα· πράγμα που, σκέφτηκε (χτενίζοντας εντέλει τα μαλλιά της), ήταν εντελώς μικροπρεπές! Λοιπόν, πού ήταν το φόρεμά της;
Οι τουαλέτες της κρέμονταν στην ντουλάπα. Βυθίζοντας το χέρι της στο απαλό εσωτερικό, έβγαλε μαλακά το πράσινο φόρεμα και το πήγε μέχρι το παράθυρο. Το είχε σκίσει. Κάποιος είχε πατήσει τον ποδόγυρό του. Το είχε νιώσει να τραβιέται στη δεξίωση τής Πρεσβείας ψηλά, ανάμεσα στις πτυχές. Κάτω απ᾿ το τεχνητό φως, το πράσινό του γυάλιζε, αλλά τώρα στον ήλιο δεν έδειχνε τόσο έντονο, θα το επιδιόρθωνε. Οι καμαριέρες της είχαν τόσα να κάνουν, θα το φορούσε απόψε, θα έπαιρνε τις μεταξωτές κλωστές της, τα ψαλίδια της, την — πως τη λένε;— τη δαχτυλήθρα της, φυσικά, κάτω στο σαλόνι, επειδή έπρεπε και να γράψει και να βεβαιωθεί ότι γενικά όλα ήταν λίγο πολύ όπως έπρεπε.
Παράξενο, σκέφτηκε —, σταματώντας στο κεφαλόσκαλο και σφίγγοντας τα κομμάτια τού διαμαντιού, τού μοναδικού εκείνου προσώπου—, πως γνωρίζει μια οικοδέσποινα, την κάθε στιγμή, τη διάθεση τού σπιτιού της! Αχνοί ήχοι σκαρφάλωναν απ᾿ το πηγάδι τής σκάλας· το σούρσιμο τού σφουγγαρόπανου· χτυπηματάκια· κρότοι· βουή όταν άνοιγε η εξώπορτα· κάποια φωνή που επαναλάμβανε ένα μήνυμα στο υπόγειο· ο κουδουνιστός ήχος τών ασημικών στο δίσκο· τών γυαλισμένων ασημικών για τη δεξίωση. Όλα ήταν για τη δεξίωση.
Η Λούσι μπήκε στο σαλόνι με το δίσκο της προτεταμένο, ακούμπησε τα τεράστια κηροπήγια πάνω στο τζάκι, το ασημένιο κουτί στη μέση, γύρισε το κρυστάλλινο δελφίνι προς το ρολόι, θα έρχονταν· θα στέκονταν· θα μιλούσαν με την επιτηδευμένη προφορά που μπορούσε να μιμηθεί, κυρίες και κύριοι. Τη στιγμή εκείνη μπήκε η κυρία Νταλογουέι.
«Ω, Λούσι» είπε «τι ωραία που έγιναν τ᾿ ασημικά!».
Η Λούσι σταμάτησε στην πόρτα τού σαλονιού, και είπε πολύ δειλά, κοκκινίζοντας λίγο: Δεν μπορεί να βοηθήσει να φτιάξουν το φόρεμα;
Αφού, είπε η κυρία Νταλογουέι, έχει ήδη πολλά πράγματα να κάνει, τής φτάνουν και τής περισσεύουν, δεν χρειάζεται να έχει και το φόρεμα.
«Αλλά σ᾿ ευχαριστώ, Λούσι, σ᾿ ευχαριστώ» είπε η κυρία Νταλογουέι, σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να λέει (ενώ καθόταν στον καναπέ με το φόρεμα πάνω στα γόνατά της, τα ψαλίδια της, τις μεταξωτές κλωστές της), σ᾿ ευχαριστώ, σ᾿ ευχαριστώ, συνέχισε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στους υπηρέτες της γενικά που τη βοηθούσαν να είναι έτσι, να είναι αυτό που ήθελε να είναι, ευγενική, γενναιόδωρη. Οι υπηρέτες της, τη συμπαθούσαν. Κι αυτό το φόρεμα — πού ήταν το σκίσιμο; να περάσει την κλωστή στη βελόνα τώρα. Ήταν το αγαπημένο της φόρεμα, ραμμένο απ᾿ τη Σάλι Πάρκερ, σχεδόν το τελευταίο που έφτιαξε, αλίμονο, επειδή η Σάλι είχε πια βγει στη σύνταξη. Ζούσε στο Ίλινγκ. Παράξενη γυναίκα, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πραγματική καλλιτέχνιδα. Σκεφτόταν κάποια πράγματα έξω απ᾿ το συνηθισμένο — κι όμως τα φορέματά της δεν ήταν ποτέ περίεργα. Μπορούσες να τα φορέσεις στην εξοχή· στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ηρεμία την περιέβαλε, γαλήνη, ικανοποίηση, καθώς η βελόνα της, τραβώντας μαλακά τη μεταξωτή κλωστή να την τεντώσει, ένωνε τις πράσινες πτυχές και τις στερέωνε, πολύ απαλά, στη ζώνη.
«Θεέ μου, το κουδούνι!» αναφώνησε η Κλαρίσα, σταματώντας τη βελόνα. Σε εγρήγορση, αφουγκράστηκε.
«Η κυρία Νταλογουέι θα με δεχτεί» είπε ο μεσήλικας στην είσοδο. «Ω, ναι, εμένα θα με δεχτεί» επανέλαβε, παραμερίζοντας τη Λούσι καλοσυνάτα, κι ανέβηκε τις σκάλες με μεγάλη ταχύτητα.
«Ναι, ναι, ναι» μουρμούριζε ενώ ανέβαινε τρέχοντας. «Εμένα θα με δεχτεί. Ύστερα από πέντε χρόνια στην Ινδία, η Κλαρίσα θα με δει».
«Ποιος μπορεί — τι μπορεί» ρώτησε η κυρία Νταλογουέι (σκεπτόμενη πως ήταν εξωφρενικό να τη διακόπτουν στις έντεκα το πρωί τής ημέρας που θα έκανε τη δεξίωσή της) ακούγοντας τα βήματα στη σκάλα. Άκουσε ένα χέρι στην πόρτα. Έκανε να κρύψει το φόρεμά της, σαν παρθένα που προστατεύει την αγνότητά της, σέβεται τον προσωπικό της χώρο. Το μπρούντζινο πόμολο έστριψε. Η πόρτα άνοιξε, και μπήκε — για μια στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί πως τον έλεγαν! τόσο έκπληκτη ήταν που τον έβλεπε, τόσο χαρούμενη, τόσο ντροπαλή, τόσο ξαφνιασμένη που δεχόταν την απρόσμενη επίσκεψη τού Πίτερ Γουόλς, το πρωί! (Δεν είχε διαβάσει το γράμμα του.)
«Πως είσαι, λοιπόν;» είπε ο Πίτερ Γουόλς τρέμοντας φανερά· πήρε στα χέρια του τα χέρια της· τα φίλησε. Έχει γεράσει, σκέφτηκε, ενώ καθόταν. Δεν θα τής πω τίποτε γι᾿ αυτό, σκέφτηκε, γιατί έχει πράγματι γεράσει. Με κοιτάζει, σκέφτηκε, κι ένιωσε μια ξαφνική αμηχανία να τον κυριεύει, παρόλο που είχε φιλήσει τα χέρια της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε έναν μεγάλο σουγιά και μισάνοιξε τη λεπίδα.
Εντελώς ίδιος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· το ίδιο περίεργο βλέμμα· το ίδιο καρό κοστούμι· λίγο πιο στραβό το πρόσωπό του, λίγο πιο λεπτό, λίγο πιο στεγνό ίσως, αλλά δείχνει τόσο καλά, δεν άλλαξε καθόλου.
«Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» αναφώνησε εκείνη. Είχε βγάλει το σουγιά του. Πόσο χαρακτηριστικό, σκέφτηκε η Κλαρίσα.
Μόλις χτες έφτασε, είπε· πρέπει να φύγει αμέσως για την επαρχία· πως πάνε τα πράγματα, τι κάνουν όλοι — ο Ρίτσαρντ, η Ελίζαμπεθ;
«Αυτό τι είναι;» είπε, γυρίζοντας το σουγιά του προς το πράσινο φόρεμα.
Είναι τόσο καλοντυμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· αλλά εμένα πάντα με κριτικάρει.
Να τη, φτιάχνει το φόρεμά της· φτιάχνει το φόρεμά της όπως πάντα, σκέφτηκε εκείνος· εδώ καθόταν όλο αυτό το διάστημα που λείπω στην Ινδία· φτιάχνει το φόρεμά της· χαζολογάει· πηγαίνει σε δεξιώσεις· πάει μέχρι τη Βουλή και γυρίζει κι όλα τα σχετικά σκέφτηκε, νιώθοντας όλο και περισσότερο ενοχλημένος, όλο και περισσότερο αναστατωμένος, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε τόσο κακό για κάποιες γυναίκες όσο ο γάμος, σκέφτηκε· και η πολιτική· και το να έχεις παντρευτεί ένα μέλος τού Συντηρητικού Κόμματος, σαν τον αξιοθαύμαστο Ρίτσαρντ. Έτσι έχουν, λοιπόν, τα πράγματα, σκέφτηκε, κλείνοντας το σουγιά του, με μιαν απότομη κίνηση.
«Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλά. Ο Ρίτσαρντ είναι σε μια επιτροπή» είπε η Κλαρίσα.
Κι άνοιξε το ψαλίδι της και τού είπε· θα τον πείραζε να συνεχίσει αυτό που έκανε στο φόρεμά της, επειδή έχουν δεξίωση το βράδυ;
«Στην οποία δεν περιμένεις να σε προσκαλέσω» είπε. «Αγαπημένε μου Πίτερ!» είπε.
Ήταν υπέροχο να την ακούς να το λέει αυτό — αγαπημένε μου Πίτερ! Πραγματικά, ήταν όλα τόσο υπέροχα — τα ασημικά, οι καρέκλες· όλα τόσο υπέροχα!
Και γιατί δεν θα τον προσκαλέσει στη δεξίωσή της; ρώτησε.
Πόσο γοητευτικός είναι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πόσο γοητευτικός! απόλυτα γοητευτικός! Τώρα θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να πάρω την απόφαση, και γιατί την πήρα την απόφαση —να μην τον παντρευτώ— αναρωτήθηκε, εκείνο το απαίσιο καλοκαίρι;
«Μα είναι τόσο εντυπωσιακό που ήρθες σήμερα το πρωί!» φώναξε, ακουμπώντας το ένα χέρι της πάνω στο άλλο, πάνω στο φόρεμά της.
«Θυμάσαι» είπε εκείνη «πώς ανέμιζαν οι κουρτίνες στο Μπόρτον;».
«Πράγματι» είπε εκείνος· και θυμήθηκε που έτρωγε πρωινό μόνος του, τι αμηχανία, με τον πατέρα της· ο οποίος είχε πεθάνει· κι αυτός δεν είχε γράψει στην Κλαρίσα. Αλλά δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον γερο-Πάρι, εκείνο τον γκρινιάρη, λιγόψυχο γέρο, τον πατέρα τής Κλαρίσα, τον Τζάστιν Πάρι.
«Μακάρι να τα πήγαινα καλύτερα με τον πατέρα σου» είπε.
«Αφού αυτός ποτέ δεν συμπαθούσε όποιον, από τούς φίλους μας….» είπε η Κλαρίσα· καλύτερα να δάγκωνε τη γλώσσα της, παρά που τού θύμισε ότι ήθελε να την παντρευτεί.
Και βέβαια ήθελα, σκέφτηκε ο Πίτερ· ράγισε η καρδιά μου, σκέφτηκε· και τον κατέκλυσε η θλίψη του, που αναδύθηκε σαν τη σελήνη που βλέπεις απ᾿ τη βεράντα, τόσο ωχρή και όμορφη με το λιγοστό φως απ᾿ τη βασιλεμένη μέρα. Ήμουν πολύ πιο δυστυχισμένος απ᾿ ό,τι υπήρξα έκτοτε, σκέφτηκε. Και σαν να κάθονταν πραγματικά εκεί στη βεράντα, έσκυψε λίγο προς το μέρος της· άπλωσε το χέρι του· το σήκωσε· το άφησε να πέσει. Εκεί αποπάνω τους κρεμόταν η σελήνη. Κι εκείνη έμοιαζε να κάθεται μαζί του στη βεράντα, στο φεγγαρόφωτο.
«Το έχει ο Χέρμπερτ τώρα» είπε εκείνη. «Δεν πάω πια ποτέ εκεί» είπε.
Έπειτα, όπως συμβαίνει σε μια βεράντα στο φεγγαρόφωτο, όταν ο ένας αρχίζει να ντρέπεται που έχει ήδη αρχίσει να βαριέται, και παρ᾿ όλα αυτά κάθεται όπως κι ο άλλος σιωπηλός, πολύ ήσυχος, κοιτάζοντας θλιμμένα τη σελήνη, δεν θέλει να μιλήσει, κουνά το πόδι του, καθαρίζει το λαιμό του, παρατηρεί μια σπείρα που σχηματίζει το σίδερο στο πόδι ενός τραπεζιού, αναμοχλεύει ένα φύλλο, αλλά δεν λέει τίποτε — έτσι έκανε κι ο Πίτερ Γουόλς τώρα. Γιατί τον γύρισε ξανά στο παρελθόν; σκέφτηκε. Γιατί τον έκανε να τα σκεφτεί ξανά; Γιατί τον έκανε να υποφέρει, αφού τον είχε βασανίσει τόσο κολασμένα; Γιατί;
«Θυμάσαι τη λίμνη;» είπε εκείνη, με απότομη φωνή, κάτω απ᾿ την πίεση ενός συναισθήματος που κυρίευσε την καρδιά της, έκανε τούς μυς τού λαιμού της να σφιχτούν και τα χείλη της να συσπαστούν, καθώς έλεγε «λίμνη». Γιατί ήταν παιδί που έριχνε ψωμί στις πάπιες, και ταυτόχρονα γυναίκα μεγάλη, που ερχόταν στους γονείς της. Αυτοί στέκονταν δίπλα στη λίμνη, κι αυτή κρατώντας στα χέρια της τη ζωή της που, καθώς τούς πλησίαζε, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα στην αγκαλιά της, ώσπου έγινε μια ζωή ολόκληρη, μια ζωή πλήρης, την οποία απόθεσε δίπλα τους κι είπε: «Ορίστε πως την έκανα τη ζωή μου! Ορίστε!». Και πώς την είχε κάνει; Πράγματι, πώς; να κάθεται εκεί και να ράβει σήμερα το πρωί μαζί με τον Πίτερ.
Κοίταξε τον Πίτερ Γουόλς· η ματιά της, περνώντας μέσα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια κι αυτά τα συναισθήματα, τον πλησίασε αβέβαιη· στάθηκε πάνω του δακρυσμένη· μετά σηκώθηκε και πέταξε μακριά, σαν πουλί που αγγίζει το κλαρί, σηκώνεται και πετάει μακριά. Με μια απλή κίνηση σκούπισε τα μάτια της.
«Ναι» είπε ο Πίτερ. «Ναι, ναι, ναι» είπε, σαν να είχε ανασύρει η Κλαρίσα στην επιφάνεια κάτι που δίχως άλλο τον πονούσε, καθώς ανέβαινε. Σταμάτα! Σταμάτα! ήθελε να φωνάξει. Γιατί δεν ήταν γέρος· η ζωή του δεν είχε τελειώσει· με κανέναν τρόπο. Μόλις είχε περάσει τα πενήντα. Να τής μιλήσω, σκέφτηκε, ή όχι; θα ήθελε να τής τα εξομολογηθεί όλα. Αλλά είναι τόσο ψυχρή, σκέφτηκε· ράβει, έχει το ψαλίδι της· η Ντέιζι θα έδειχνε τόσο συνηθισμένη δίπλα στην Κλαρίσα. Και θα με θεωρούσε αποτυχημένο, πράγμα που είμαι με τη δική τους λογική, σκέφτηκε· με τη λογική τών Νταλογουέι. Ω, ναι, δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό· ήταν αποτυχημένος, σε σύγκριση μ᾿ όλα αυτά —το σκαλιστό τραπέζι, το χαρτοκόπτη στη βάση του, το δελφίνι και τα κηροπήγια, τα καλύμματα στις καρέκλες και τις παλιές πολύτιμες εγγλέζικες γκραβούρες— ήταν αποτυχημένος! Το σιχαίνομαι αυτό το τουπέ, σκέφτηκε· καμώματα τού Ρίτσαρντ, όχι τής Κλαρίσα· με εξαίρεση το γεγονός ότι τον παντρεύτηκε. (Σ᾿ αυτό το σημείο η Λούσι μπήκε στο δωμάτιο, κουβαλώντας ασημικά, κι άλλα ασημικά· αλλά πόσο γοητευτική, λεπτή, χαριτωμένη έδειχνε, σκέφτηκε, καθώς εκείνη έσκυψε να τα ακουμπήσει.) Κι έτσι είναι πάντα! Σκέφτηκε· τη μια εβδομάδα μετά την άλλη η ζωή τής Κλαρίσα· ενώ εγώ — σκέφτηκε· κι αμέσως όλα φάνηκαν να βγαίνουν από μέσα του: τα ταξίδια· οι βόλτες με το άλογο· οι καβγάδες· οι περιπέτειες· οι βραδιές μπριτζ· οι ερωτικές σχέσεις· η δουλειά· δουλειά, δουλειά! κι έβγαλε το σουγιά απροκάλυπτα —τον παλιό σουγιά του με τη λαβή από κέρατο που η Κλαρίσα μπορούσε να ορκιστεί ότι τον είχε τριάντα χρόνια— και τον έσφιξε στη γροθιά του.
Τι παράξενη συνήθεια, σκέφτηκε η Κλαρίσα· να παίζει πάντα μ᾿ ένα μαχαίρι. Πάντα σε έκανε να νιώθεις επιπόλαιος κι εσύ· κενός στο μυαλό· ένα σαχλό άτομο που φλυαρεί, όπως έκανε εκείνος. Αλλά κι εγώ, σκέφτηκε εκείνη, πιάνοντας πάλι τη βελόνα και ξαναρχίζοντας τη δουλειά της, κάλεσε, σαν βασίλισσα τής οποίας η φρουρά αποκοιμήθηκε και την άφησε απροστάτευτη (είχε ξαφνιαστεί τόσο απ᾿ την επίσκεψή του — την είχε αναστατώσει), οποιονδήποτε μπορούσε να μπει μέσα και να τη δει, εκεί που ήταν ξαπλωμένη με τις βατομουριές να γέρνουν αποπάνω της, κάλεσε σε βοήθεια όλα τα πράγματα που έκανε· τα πράγματα που τής άρεσαν· τον άντρα της· την Ελίζαμπεθ· τον εαυτό της με δυο λόγια, τον οποίο ο Πίτερ δεν γνώριζε και πολύ καλά τώρα, όλα τα κάλεσε να συγκεντρωθούν για να νικήσει τον εχθρό.
«Λοιπόν, εσύ τι έκανες;» είπε εκείνη. Προτού ξεκινήσει η μάχη, τα άλογα χτυπούν τις οπλές τους στο έδαφος· τινάζουν το κεφάλι τους· το φως λάμπει στα πλευρά τους· ο λαιμός τους λυγίζει. Έτσι κι ο Πίτερ Γουόλς με την Κλαρίσα προκαλούσαν ο ένας τον άλλο, καθισμένοι δίπλα δίπλα στον μπλε καναπέ. Οι δυνάμεις του τινάζονταν μέσα του και τον έκαιγαν. Συγκέντρωσε από παντού όλων των ειδών τα πράγματα· επαίνους· τη σταδιοδρομία του στην Οξφόρδη· το γάμο του, για τον οποίο εκείνη δεν ήξερε τίποτε απολύτως· πως είχε αγαπήσει· και γενικά είχε κάνει τη δουλειά του.
«Εκατομμύρια πράγματα!» αναφώνησε, και νιώθοντας τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του να τον ωθούν σε επέλαση, πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, κάνοντάς τον να αισθάνεται τρομακτικός αλλά και εξαιρετικά χαρούμενος που έσκιζε τον αέρα πάνω στους ώμους ανθρώπων που δεν μπορούσε πια να δει, σήκωσε τα χέρια του στο μέτωπό του.
Η Κλαρίσα καθόταν με το κορμί στητό· πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι ερωτευμένος» είπε, όχι σ᾿ αυτήν ωστόσο, αλλά σε κάποια μορφή που στεκόταν ψηλά, κι έτσι δεν μπορούσες να την αγγίξεις, αλλά ήσουν υποχρεωμένος να αποθέσεις το στεφάνι σου στο χορτάρι, στο σκοτάδι.
«Ερωτευμένος» επανέλαβε, μιλώντας μάλλον στεγνά τώρα στην Κλαρίσα Νταλογουέι· «ερωτευμένος μ᾿ ένα κορίτσι στην Ινδία». Το είχε καταθέσει το στεφάνι του. Η Κλαρίσα μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
«Ερωτευμένος!» είπε εκείνη. Μα στην ηλικία του, με το μικρό παπιγιόν του, να τού ρουφάει τη δύναμη αυτό το τέρας! Και δεν υπάρχει ίχνος σάρκας στο σβέρκο του· τα χέρια του είναι κόκκινα· κι είναι έξι μήνες μεγαλύτερος από μένα! τής είπαν τα μάτια της. Αλλά βαθιά στην καρδιά της το αισθάνθηκε, ότι είναι ερωτευμένος. Αυτό έχει, το ένιωσε· είναι ερωτευμένος.
Ο αδάμαστος εγωισμός που πάντα κατατροπώνει τα στίφη που τον αντιπαλεύουν, το ποτάμι που λέει συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε· παρόλο που παραδέχεται πως μπορεί να μην υπάρχει κανένας σκοπός για μας, ακόμα και τότε λέει συνέχισε, συνέχισε· Αυτός ο αδάμαστος εγωισμός όρμησε στα μάγουλά της, χρωματίζοντάς τα· την έκανε να φαίνεται πολύ νέα· με όψη πολύ ροδαλή· με μάτια γεμάτα λάμψη, όπως καθόταν με το φόρεμά της πάνω στο γόνατό της και τη βελόνα της να τρεμοπαίζει πιασμένη στην άκρη τής μεταξωτής κλωστής. Ήταν ερωτευμένος! Όχι μαζί της. Με κάποια νεότερη γυναίκα, φυσικά.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
Τώρα αυτό το άγαλμα πρέπει να κατεβεί απ᾿ το βάθρο του και να τοποθετηθεί ανάμεσά τους.
«Μια γυναίκα παντρεμένη, δυστυχώς» είπε εκείνος· «σύζυγος ενός ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών».
Και με μια περίεργη γλυκύτητα ανάμεικτη με ειρωνεία χαμογέλασε, καθώς την έβαζε μ᾿ αυτό τον γελοίο τρόπο μπροστά στην Κλαρίσα.
(Παρ᾿ όλα αυτά, είναι ερωτευμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα.)
«Έχει» συνέχισε εκείνος, πολύ ήπια, «δυο μικρά παιδιά· ένα αγόρι κι ένα κορίτσι· ήρθα να δω τούς δικηγόρους μου για το διαζύγιο».
Να τοι! σκέφτηκε εκείνος. Κάν᾿ τους ό,τι θες. Κλαρίσα! Ορίστε, να τοι! Κι ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν, τού φαινόταν ότι η σύζυγος τού ταγματάρχη του Στρατού τών Ινδιών, και τα δυο παιδάκια της, η δική του η Ντέιζι, γίνονταν πρόσωπα όλο και πιο αξιαγάπητα κάτω απ᾿ το βλέμμα τής Κλαρίσα· σαν να είχε ρίξει ο Πίτερ φως σ᾿ έναν πίνακα και να είχε αναδυθεί ένα όμορφο δέντρο, στον αλμυρό αέρα τής οικειότητάς τους (γιατί σε κάποια πράγματα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν τον ένιωθε, όπως η Κλαρίσα), τής θαυμαστής οικειότητάς τους.
Τον κολάκεψε· τον κορόιδεψε, σκέφτηκε η Κλαρίσα· σχημάτισε την εικόνα τής γυναίκας, τής συζύγου τού ταγματάρχη στο Στρατό τών Ινδιών, με τρεις χαρακιές ενός μαχαιριού. Τι χαράμισμα! Τι τρέλα! Όλη του τη ζωή πάντα βαυκαλιζόταν ο Πίτερ· πρώτα η αποβολή του απ᾿ την Οξφόρδη· μετά ο γάμος του με την κοπέλα που γνώρισε στο πλοίο για την Ινδία· τώρα η γυναίκα ενός ταγματάρχη τού Στρατού τών Ινδιών —, ευτυχώς που είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί! Παρ᾿ όλα αυτά, ήταν ερωτευμένος· ο παλιός της φίλος, ο αγαπημένος της ο Πίτερ, ήταν ερωτευμένος.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε. Ω, αυτό θα το αναλάβουν οι διακεκριμένοι δικηγόροι τού γραφείου Χούπερ και Γκρέιτλι, είπε. Και μάλιστα έκοψε τις άκρες τών νυχιών του, με το σουγιά του!
Για όνομα τού θεού, άσ᾿ τον το σουγιά! φώναξε μέσα της, με ασυγκράτητο εκνευρισμό· αυτή η ανόητη αντισυμβατικότητά του, η αδυναμία του· η ανικανότητά του να αντιληφθεί, τι ένιωθαν οι άλλοι, την ενοχλούσε, την ενοχλούσε πάντα· και τώρα στην ηλικία του, τι ανόητο!
Τα ξέρω όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ· ξέρω τι με περιμένει, σκέφτηκε, περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ᾿ τη λεπίδα τού σουγιά του, η Κλαρίσα κι ο Νταλογουέι κι όλοι οι υπόλοιποι· αλλά θα δείξω στην Κλαρίσα — κι έπειτα προς μεγάλη του έκπληξη, νικημένος από εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που έσκιζαν τον αέρα, αναλύθηκε σε δάκρυα· σε κλάμα· έκλαιγε χωρίς την παραμικρή ντροπή, καθισμένος στον καναπέ, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
Κι η Κλαρίσα έγειρε μπροστά, έπιασε το χέρι του, τον τράβηξε κοντά της, τον φίλησε — ένιωσε το πρόσωπό του ν᾿ αγγίζει το δικό της κι ύστερα μπόρεσε να χαμηλώσει τα φτερά με την ασημένια λάμψη που ανέμιζαν σαν το χορτάρι στην τροπική καταιγίδα στο στήθος της, που, όταν κόπασε, τη βρήκε να τού κρατά το χέρι, να τού χτυπά καθησυχαστικά το γόνατο και να νιώθει, έτσι όπως είχε γείρει πίσω, εξαιρετική άνεση μαζί του, ξεγνοιασιά, όταν ξαφνικά κυριάρχησε η σκέψη: Αν τον είχα παντρευτεί, αυτή η ευθυμία θα ήταν όλη μέρα δική μου!
Όλα είχαν τελειώσει γι᾿ αυτήν. Το σεντόνι ήταν τεντωμένο και το κρεβάτι στενό. Είχε ανέβει μοναχή της στον πύργο και τούς είχε αφήσει να τρώνε βατόμουρα στον ήλιο. Η πόρτα είχε κλείσει, κι από εκεί, ανάμεσα στη σκόνη τών πεσμένων σοβάδων και τις ακαθαρσίες απ᾿ τις φωλιές τών πουλιών, πόσο μακρινή φαινόταν η θέα, κι οι ήχοι έφταναν ισχνοί και παγωμένοι, και Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ! φώναξε, όπως πετάγεσαι τη νύχτα κι απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι, ζητώντας βοήθεια. Το γεύμα της λαίδης Μπρούτον ξανάρθε στο μυαλό της. Με άφησε· είμαι μόνη μου για πάντα, σκέφτηκε, σταυρώνοντας τα χέρια πάνω στο γόνατό της.
Ο Πίτερ Γουόλς σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σ᾿ αυτήν, ανεμίζοντας το φουλάρι του. Έδειχνε κύριος τού εαυτού του, ξερός, έρημος, οι λεπτές ωμοπλάτες του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το πανωφόρι του· φυσούσε τη μύτη του δυνατά. Πάρε με μαζί σου, σκέφτηκε αυθόρμητα η Κλαρίσα, λες κι εκείνος έφευγε αμέσως για κάποιο μεγάλο ταξίδι· κι έπειτα, την επόμενη στιγμή, ένιωσε πως είχαν πια τελειώσει οι πέντε πράξεις ενός έργου πολύ συναρπαστικού και συγκινητικού, κι εκείνη είχε ζήσει μια ζωή ολόκληρη μέσα τους κι είχε δραπετεύσει, είχε ζήσει με τον Πίτερ, και τώρα είχαν όλα τελειώσει.
Ήταν πια ώρα να κάνει κάποια κίνηση και, σαν γυναίκα που μαζεύει τα πράγματά της, κάπα, γάντια, κιάλια, και σηκώνεται για να βγει απ᾿ το θέατρο έξω στο δρόμο, σηκώθηκε απ᾿ τον καναπέ και πήγε στον Πίτερ.
Κι ήταν τρομερά παράξενο, σκέφτηκε εκείνος, πως εκείνη είχε ακόμη τη δύναμη, όπως τον πλησίαζε, τα κοσμήματά της κουδούνιζαν, τα ρούχα της θρόιζαν, πως είχε ακόμη τη δύναμη, ενώ διέσχιζε το δωμάτιο, να κάνει τη σελήνη —που αυτός σιχαινόταν — ν᾿ ανεβαίνει στον καλοκαιρινό ουρανό του Μπόρτον πάνω απ᾿ τη βεράντα.
«Πες μου» τής είπε, πιάνοντάς την απ᾿ τους ώμους. «Είσαι χαρούμενη, Κλαρίσα; Ο Ρίτσαρντ—»
Άνοιξε η πόρτα.
«Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ» είπε η Κλαρίσα συναισθηματικά, θεατρινίστικα ίσως.
«Χαίρω πολύ» είπε η Ελίζαμπεθ πηγαίνοντας προς το μέρος του.
Ο ήχος απ᾿ το Μπιγκ Μπεν, που χτύπησε τη μισή ώρα, έπεσε ανάμεσά τους με εξαιρετικό σφρίγος, σαν νεαρός δυνατός, αδιάφορος, ανέμελος, που κουνάει τα βαράκια του πέρα δώθε.
«Γεια σου, Ελίζαμπεθ!» φώναξε ο Πίτερ, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του, και πηγαίνοντας γοργά προς το μέρος της είπε «Αντίο, Κλαρίσα», και χωρίς να την κοιτάξει, βγήκε απ᾿ το δωμάτιο γρήγορα, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα τού διαδρόμου.
«Πίτερ, Πίτερ» φώναξε η Κλαρίσα, τρέχοντας πίσω του μέχρι το κεφαλόσκαλο. «Τη δεξίωσή μου! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» φώναξε, αναγκασμένη να υψώσει τη φωνή της για ν᾿ ακουστεί μέσα στη βουή τού δρόμου, με την κυκλοφορία και τον ήχο όλων τών ρολογιών που χτυπούσαν να την καλύπτει, τη φωνή της που έλεγε «Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» να ηχεί αδύναμη, ψιλή και μακρινή καθώς ο Πίτερ Γουόλς έκλεινε την πόρτα.
Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου, έλεγε ο Πίτερ Γουόλς καθώς κατηφόριζε το δρόμο, μιλώντας στον εαυτό του ρυθμικά, συντονισμένος με τη ροή του ήχου, τού απόλυτου, καθαρού ήχου τού Μπιγκ Μπεν, που χτυπούσε τη μισή ώρα. Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο θα μπορούσε να ᾿ναι όπως αυτός, ερωτευμένος. Και να τος, αυτός ο τυχερός άντρας, ο ίδιος, που καθρεφτιζόταν στη βιτρίνα μιας εταιρείας αυτοκινήτων στην οδό Βικτόρια. Οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρει μόνος του — αυτός, ο Πίτερ Γουόλς· που ήταν τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του πραγματικά ερωτευμένος. Είχε σκληρύνει η Κλαρίσα, σκέφτηκε· αν και ήταν λίγο συναισθηματική, υποψιαζόταν. Ο τρόπος που είπε «Η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ!» — αυτό τον ενόχλησε. Γιατί όχι απλά «Αυτή είναι η Ελίζαμπεθ»; Ήταν ανειλικρινές. Ούτε στην Ελίζαμπεθ άρεσε. Γιατί, τούς καταλάβαινε τούς νέους· τού άρεσαν. Υπήρχε πάντα κάτι ψυχρό στην Κλαρίσα, σκέφτηκε. Είχε πάντοτε, ακόμα και όταν ήταν κορίτσι, μια μορφή δειλίας που όταν γίνεις μεσήλικας μετατρέπεται σε συμβατικότητα, κι έπειτα δεν γίνεται τίποτε, τίποτε, σκέφτηκε, κοιτάζοντας μάλλον θλιμμένα στο βάθος τής βιτρίνας, ενώ αναρωτιόταν αν την είχε ενοχλήσει η επίσκεψή του, εκείνη την ώρα· τον κατέκλυσε ντροπή ξαφνικά που φέρθηκε ανόητα· που ήταν τόσο συναισθηματικός· που τής τα είπε όλα, ως συνήθως, ως συνήθως.
Καθώς το σύννεφο διασχίζει τον ουρανό, σιωπή πέφτει στο Λονδίνο· πέφτει και στο μυαλό. Η προσπάθεια παύει. Ο χρόνος φτεροκοπά στο κατάρτι. Κι εκεί σταματάμε· εκεί στεκόμαστε. Άκαμπτος ο σκελετός τής συνήθειας στηρίζει μοναχός του το ανθρώπινο κορμί, όπου δεν υπάρχει τίποτε, είπε ο Πίτερ Γουόλς στον εαυτό του· ένιωθε κούφιος, εντελώς άδειος μέσα του. Η Κλαρίσα με απέρριψε, σκέφτηκε. Στεκόταν εκεί και σκεφτόταν. Η Κλαρίσα με απέρριψε.
Δεν ήταν γέρος, ούτε άκαμπτος, ούτε στο ελάχιστο στραγγισμένος. Όσο για το αν τον ένοιαζε τι έλεγαν γι᾿ αυτόν —οι Νταλογουέι, οι Γουίτμπρεντ κι οι όμοιοί τους— καρφάκι δεν τού καιγόταν καρφάκι (αν κι η αλήθεια ήταν ότι θα αναγκαζόταν, αργά ή γρήγορα, να δει αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει ο Ρίτσαρντ να βρει δουλειά). Περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, κάρφωνε το βλέμμα κι αγριοκοίταξε το άγαλμα τού Δούκα τού Κέιμπριτζ. Τον είχαν αποβάλει απ᾿ την Οξφόρδη — πράγματι. Ήταν σοσιαλιστής, αποτυχημένος κατά μία έννοια — πράγματι. Ωστόσο το μέλλον τού πολιτισμού, βρίσκεται σκέφτηκε, στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων· νέων ανθρώπων όπως ήταν ο ίδιος, πριν από τριάντα χρόνια· με την αγάπη τους για τις αφηρημένες ιδέες· που έβαζαν να τούς στέλνουν βιβλία απ᾿ το Λονδίνο στην κορυφή τών Ιμαλαΐων· που διάβαζαν επιστήμες· που διάβαζαν φιλοσοφία. Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια τέτοιων νέων ανθρώπων, σκέφτηκε.
Ανάλαφροι ήχοι, σαν τούς ήχους φύλλων στο δάσος ακούστηκαν πίσω του και μαζί μ᾿ αυτούς υπόκωφοι ρυθμικοί γδούποι, που προσπερνώντας τον, έκαναν τις σκέψεις του να κινηθούν στον ήχο τού τυμπάνου. Το βήμα του έγινε αυστηρό, χωρίς να το θέλει, καθώς ανέβαινε τη Γουάιτχολ. Αγόρια με στολές και όπλα παρέλαυναν με τα μάτια καρφωμένα μπροστά, παρέλαυναν με τα χέρια αλύγιστα, με αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους μια έκφραση σαν τα γράμματα ενός μύθου χαραγμένου στη βάση κάποιου αγάλματος που εγκωμιάζει το καθήκον, την ευγνωμοσύνη, την πίστη, την αγάπη για την Αγγλία.
Είναι, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, συνταιριάζοντας το βήμα του με το δικό τους, πολύ ωραία άσκηση. Ανεπηρέαστα απ᾿ τις ηδονές ή τα καθημερινά προβλήματα, είχαν τώρα ντυθεί την επισημότητα απ᾿ το στεφάνι που είχαν πάει να φέρουν απ᾿ το Φίνσμπερι Πέιβμεντ στο Κενοτάφιο. Είχαν δώσει τον όρκο τους. Η κυκλοφορία το σεβόταν αυτό· τα φορτηγά είχαν σταματήσει.
Δεν μπορώ να τούς προλάβω, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, καθώς παρέλαυναν στη λεωφόρο Γουάιτχολ, και πράγματι εκείνα συνέχισαν να παρελαύνουν, τον προσπέρασαν, τούς προσπέρασαν όλους, με το σταθερό τους βήμα, σαν να όριζε μία βούληση πόδια και χέρια, να κινηθούν ομοιόμορφα, ενώ η ζωή με την ποικιλία της, την έλλειψη ανεκτικότητας, ήταν θαμμένη κάτω από ένα πεζοδρόμιο με μνημεία και στεφάνια, ναρκωμένη με τη βοήθεια τής πειθαρχίας σ᾿ ένα σώμα άκαμπτο με μάτια ορθάνοιχτα. Ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς· μπορεί να γελούσες· αλλά ήσουν υποχρεωμένος να το σεβαστείς, σκέφτηκε. Εκεί πάνε, σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς, σταματώντας στην άκρη τού πεζοδρομίου· κι όλα τα αγάλματα στα βάθρα τους, ο Νέλσον, ο Γκόρντον, ο Χάβλοκ, οι μαύρες εντυπωσιακές εικόνες τών μεγάλων στρατιωτικών, που ορθοί κοίταζαν ευθεία μπροστά τους, λες και την είχαν αποκηρύξει κι αυτοί τη ζωή, όταν αντιμετώπισαν τούς ίδιους πειρασμούς και να που πέτυχαν τελικά το μαρμάρινο βλέμμα. Αλλά αυτό το βλέμμα ο Πίτερ Γουόλς δεν το επιθυμούσε στο ελάχιστο για τον εαυτό του· σκέφτηκε πως μπορούσε να το σέβεται στους άλλους. Μπορούσε να το σέβεται στα αγόρια. Δεν τα ξέρουν ακόμη τα βάσανα τής σάρκας, σκέφτηκε —, ενώ τα αγόρια εξαφανίζονταν προς την κατεύθυνση τής λεωφόρου Στραντ—, όλα αυτό που πέρασα εγώ, σκέφτηκε, διασχίζοντας το δρόμο και σταματώντας κάτω απ᾿ το άγαλμα τού Γκόρντον, τού Γκόρντον που τον λάτρευε όταν ήταν μικρός· τού Γκόρντον που στεκόταν μόνος του με το ένα πόδι υψωμένο και τα χέρια σταυρωμένα — δύστυχε Γκόρντον, σκέφτηκε.
Κι ακριβώς επειδή κανένας δεν ήξερε πως βρισκόταν στο Λονδίνο, εκτός απ᾿ την Κλαρίσα, τον κατέκλυσε μια παράξενη αίσθηση καθώς στεκόταν μοναχός του εκεί, ζωντανός, άγνωστος, στις έντεκα και μισή στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Τι είναι; Ποιος είμαι; Το μυαλό του βυθίστηκε σαν να ήταν σε βάλτο και τον άφησαν άναυδο τρία σπουδαία συναισθήματα: κατανόηση· απέραντη φιλανθρωπία· και τελικά, ως αποτέλεσμα τών άλλων, μια αχαλίνωτη, εξαίσια χαρά· σαν κάποιο χέρι να τραβούσε χορδές μέσα στο μυαλό του, να μετακινούσε παραθυρόφυλλα ενώ εκείνος, χωρίς να έχει καμία σχέση μ᾿ αυτό, στεκόταν στην αρχή ατελείωτων λεωφόρων, όπου μπορούσε να περιπλανηθεί, αν το διάλεγε. Χρόνια είχε να νιώσει τόσο νέος.
Είχε δραπετεύσει! ήταν απολύτως ελεύθερος — έτσι συμβαίνει όταν συντρίβεται η συνήθεια, όταν ο νους, σαν φλόγα αφύλαχτη, σκύβει και λυγίζει και φαίνεται έτοιμος να εκτοξευτεί απ᾿ τη βάση του. Χρόνια έχω να νιώσω τόσο νέος! σκέφτηκε ο Πίτερ, δραπετεύοντας (βέβαια μόνο για μια ώρα περίπου) απ᾿ το να είναι ακριβώς αυτό που ήταν και νιώθοντας σαν παιδί που το σκάει απ᾿ το σπίτι. Μα είναι τόσο ελκυστική, σκέφτηκε, διασχίζοντας την πλατεία Τραφάλγκαρ, για τη νεαρή γυναίκα, που προσπερνώντας το άγαλμα τού Γκόρντον φάνηκε, ώστε τη σκέφτηκε ο Πίτερ Γουόλς (ευάλωτος καθώς ήταν), να πετάει το ένα πέπλο μετά το άλλο, ώσπου έγινε η γυναίκα που είχε πάντα στο νου του· νέα αλλά επιβλητική· χαρούμενη αλλά διακριτική· σκοτεινή αλλά σαγηνευτική.
Ισιώνοντας το σώμα του και μυστικά ψαχουλεύοντας το σουγιά του άρχισε να ακολουθεί αυτήν τη γυναίκα, αυτή την έξαψη, που αν και είχε την πλάτη γυρισμένη έδειχνε να ρίχνει πάνω του ένα φως που τους ένωνε, τον ξεχώριζε, λες και το ακανόνιστο βουητό τής κίνησης, είχε ψιθυρίσει μέσα από χέρια σε σχήμα χωνί, το όνομά του, όχι Πίτερ, αλλά το μυστικό του όνομα, αυτό με το οποίο αποκαλούσε τον εαυτό του στις προσωπικές σκέψεις του. «Εσύ» έλεγε εκείνη, μόνο «εσύ». Το έλεγε με τα λευκά της γάντια και τους ώμους της. Έπειτα η λεπτή μακριά κάπα που ανάδευε ο αέρας, τινάχτηκε με μια ευγένεια, που αγκάλιασε τα πάντα, με μια τρυφεράδα πένθιμη, σαν αγκαλιά που ανοίγει για να δεχτεί τον κουρασμένο --
Αλλά δεν είναι παντρεμένη· είναι νέα· αρκετά νέα, σκέφτηκε ο Πίτερ, και το κόκκινο γαρίφαλο που είχε δει ότι φορούσε εκείνη, καθώς διέσχιζε την πλατεία Τραφάλγκαρ, έλαμψε ξανά στα μάτια του, έβαψε κόκκινα τα χείλη της. Εκείνη σταμάτησε στην άκρη τού πεζοδρομίου. Η αξιοπρέπεια ήταν γραμμένη επάνω της. Δεν ήταν κοσμική σαν την Κλαρίσα· δεν ήταν πλούσια σαν την Κλαρίσα. Ήταν, αναρωτήθηκε ο Πίτερ την ώρα που εκείνη άρχισε να περπατά πάλι, ευυπόληπτη; Πνευματώδης, με παιγνιδιάρικη γλώσσα σαύρας, σκέφτηκε (γιατί πρέπει να είμαστε επινοητικοί, να δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία για λίγη διασκέδαση), ένα ψύχραιμο υπομονετικό πνεύμα, ένα πνεύμα ορμητικό· όχι θορυβώδες.
Εκείνη προχώρησε· διέσχισε το δρόμο· την ακολούθησε. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Ωστόσο αν κοντοστεκόταν εκείνη, θα τής έλεγε «Ελάτε να φάμε ένα παγωτό», αυτό θα τής έλεγε, κι εκείνη θα απαντούσε πολύ απλά «Ω, ναι».
Ωστόσο άλλοι άνθρωποι μπήκαν ανάμεσά τους στο δρόμο, βάζοντάς του εμπόδια, κάνοντάς μουντζούρα στο τοπίο του. Την ακολούθησε· εκείνη έστριψε. Είχαν χρώμα τα μάγουλά της· χλευασμό τα μάτια της· αυτός ήταν ένας τυχοδιώκτης, ένας απερίσκεπτος, σκέφτηκε ο Πίτερ, γρήγορος, τολμηρός, ένας πραγματικός (είχε μόλις χθες το βράδυ αποβιβαστεί απ᾿ το καράβι που ήρθε από την Ινδία) ρομαντικός πειρατής, αδιάφορος για όλα αυτά τα βρομο-αγαθά, τις κίτρινες ρόμπες, τις πίπες, τα καλάμια ψαρέματος στις βιτρίνες τών καταστημάτων· για την υπόληψη, τις δεξιώσεις και τούς περιποιημένους γέρους με τα λευκά πουκάμισα, κάτω απ᾿ τα γιλέκα τους. Αυτός ήταν ένας πειρατής. Κι αυτή συνέχισε να περπατάει, διέσχισε το Πικαντίλι, ανηφόρισε την οδό Ρίτζεντ, μπροστά του, με την κάπα της, τα γάντια της, τούς ώμους της να ταιριάζουν με τα κρόσσια, τις κορδέλες και τις εσάρπες με τα φτερά στις βιτρίνες, δημιουργώντας έναν αέρα γεμάτο πολυτέλεια και καπρίτσιο, που ξεχυνόταν απ᾿ τα καταστήματα στο πεζοδρόμιο, όπως το φως τής λάμπας που ταλαντεύεται τη νύχτα, πάνω απ᾿ τους φράχτες στη σκοτεινιά.
Γελαστή κι ευχάριστη είχε διασχίσει την οδό Όξφορντ κι έστριψε σ᾿ ένα δρομάκι και τώρα, τώρα, έφτασε η μεγάλη στιγμή, γιατί τώρα χρονοτριβούσε, άνοιξε την τσάντα της, και με μια ματιά προς τη μεριά του, όχι σ᾿ αυτόν, μια ματιά αποχαιρετιστήρια, ανακεφαλαίωσε την κατάσταση ολόκληρη και την απέρριψε θριαμβευτικά για πάντα, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε! Η φωνή τής Κλαρίσα που έλεγε «μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου. Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου», βούιζε στ᾿ αυτιά του. Το σπίτι ήταν ένα από αυτά τα συνηθισμένα σπίτια από κόκκινο τούβλο, καλάθια με λουλούδια κρέμονταν έξω που φάνταζαν μάλλον άτοπα. Όλα είχαν τελειώσει.
Λοιπόν, τέρμα η διασκέδαση· φτάνει ως εδώ, σκέφτηκε, κοιτώντας τα καλάθια με τα ωχρά γεράνια που ταλαντεύονταν. Σκορπίστηκαν τα μόριά της — τής διασκέδασής του τα μόρια, γιατί κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν επινοημένη, το ήξερε πολύ καλά αυτό· επινοημένη ήταν αυτή η τρέλα με την κοπέλα· όπως επινοείς το καλύτερο κομμάτι τής ζωής σκέφτηκε, — επινοείς τον εαυτό σου· έτσι είχε επινοήσει κι εκείνη· είχε δημιουργήσει μια θεσπέσια διασκέδαση και κάτι περισσότερο. Αλλά πόσο παράξενη και πόσο αληθινή· όλα αυτά δεν μπορείς να τα μοιραστείς — σκορπίστηκαν τα μόριά της.
Ήταν υπέροχο το πρωινό. Σαν το χτύπο μιας καρδιάς τέλειας, η ζωή παλλόταν στους δρόμους. Χωρίς αναζήτηση· χωρίς δισταγμό. Ορμητικά, με ακρίβεια, συνέπεια, αθόρυβα. Να, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Η κοπέλα, με τις μεταξωτές κάλτσες, τα φτερά, εφήμερη, αλλά όχι ιδιαίτερα ελκυστική για τα γούστα του, (γιατί είχε κι αυτός επικριτική διάθεση), κατέβηκε. Αξιοθαύμαστους μπάτλερ, καφετιά σκυλιά ράτσας, διαδρόμους στρωμένους με ασπρόμαυρους ρόμβους, λευκές κουρτίνες που ανέμιζαν είδε ο Πίτερ μέσα απ᾿ την ανοιχτή πόρτα· και τα ενέκρινε. Ένα εξαίσιο επίτευγμα με τον δικό του τρόπο ήταν, εντέλει, το Λονδίνο· η εποχή· ο πολιτισμός. Καθώς προερχόταν από μια ευυπόληπτη οικογένεια Άγγλων στην Ινδία, η οποία επί τρεις γενεές τουλάχιστον διοικούσε μια μεγάλη χώρα, (παράξενο σκέφτηκε, τι αισθήματα έχω γι᾿ αυτό, αντιπαθούσε τόσο την Ινδία, την αυτοκρατορία και το στρατό), υπήρχαν στιγμές που ο πολιτισμός, ακόμα κι αυτού τού είδους ο πολιτισμός, τού φαινόταν προσφιλής σαν κτήμα του προσωπικό· στιγμές περηφάνιας για την Αγγλία· τούς μπάτλερ· τα σκυλιά ράτσας· την ασφάλεια τών κοριτσιών. Είναι γελοίο, αλλά υπάρχει, σκέφτηκε. Οι γιατροί, οι έμποροι και οι ικανές γυναίκες με τις ασχολίες τους, συνεπείς, σε εγρήγορση, εύρωστοι, τού φαίνονταν απόλυτα αξιοθαύμαστοι, καλοί άνθρωποι, στους οποίους μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί τη ζωή του, σύντροφοι στην τέχνη τής ζωής, που θα έμεναν μαζί σου ως το τέλος. Με τα καλά της και τα στραβά της, η παράσταση αυτή ήταν καλή· θα καθόταν στη σκιά να καπνίσει.
Να το, το Ρίτζεντς Παρκ. Ναι. Μικρός είχε κάνει βόλτες στο Ρίτζεντς Παρκ — παράξενο, σκέφτηκε, πώς έρχεται διαρκώς στη μνήμη μου η σκέψη τής παιδικής μου ηλικίας, επειδή είδα την Κλαρίσα ίσως· γιατί οι γυναίκες ζουν περισσότερο στο παρελθόν απ᾿ ό,τι εμείς, σκέφτηκε. Μένουν προσκολλημένες σε μέρη· και στους πατεράδες τους — μια γυναίκα είναι πάντα περήφανη για τον πατέρα της. Το Μπόρτον ήταν ωραίο μέρος, πολύ ωραίο μέρος, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να τα πάω καλά με το γέρο, σκέφτηκε. Έγινε σκηνή ένα βράδυ — ένας καβγάς για κάτι, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς. Για την πολιτική προφανώς.
Ναι, το θυμόταν το Ρίτζεντς Παρκ· το μεγάλο ευθύ μονοπάτι· το σπιτάκι απ᾿ όπου αγόραζες μπαλόνια στ᾿ αριστερά· ένα περίεργο άγαλμα με μια επιγραφή σε κάποιο σημείο του ή κάτι τέτοιο. Αναζήτησε ένα άδειο παγκάκι. Δεν ήθελε να τον ενοχλήσουν (γιατί νύσταζε λιγάκι), άνθρωποι που θα ρωτούσαν την ώρα. Μια ηλικιωμένη γκριζομάλλα γκουβερνάντα, με το μωρό κοιμισμένο στο καρότσι του — αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να βρει· να καθίσει στην άλλη άκρη στο ίδιο παγκάκι.
Έχει περίεργη εμφάνιση αυτό το κορίτσι, σκέφτηκε, καθώς θυμήθηκε την Ελίζαμπεθ την ώρα που μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε δίπλα στη μητέρα της. Έχει μεγαλώσει· έχει ψηλώσει πολύ, δεν θα την έλεγες ακριβώς χαριτωμένη· ελκυστική μάλλον, και δεν μπορεί να είναι πάνω από δεκαοχτώ. Μάλλον δεν τα πάει καλά με την Κλαρίσα. «Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ», κάτι τέτοιο είπε —γιατί όχι απλώς «Να η Ελίζαμπεθ»;— στην προσπάθειά της να προφασιστεί, όπως κι οι περισσότερες μανάδες, ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά απ᾿ ό,τι στην πραγματικότητα. Δείχνει υπερβολικά μεγάλη εμπιστοσύνη στη γοητεία της, σκέφτηκε. Το παρακάνει.
Μια μεγάλη σκούπα σάρωσε και απάλυνε τα πάντα στο μυαλό του, σάρωσε κλαριά που κουνιόνταν, παιδικές φωνές, σύρσιμο ποδιών, ανθρώπους που περνούσαν, το βουητό τής κίνησης, που πότε μεγάλωνε, πότε κόπαζε. Βυθίστηκε όλο και πιο βαθιά στα πούπουλα και στα φτερά τού ύπνου, βυθίστηκε και χάθηκε.
Η γκριζομάλλα γκουβερνάντα ξανάπιασε το πλεκτό της την ώρα που ο Πίτερ Γουόλς, στο ζεστό παγκάκι δίπλα της, άρχισε να ροχαλίζει. Με το γκρίζο φόρεμά της —κουνούσε τα χέρια της ακαταπόνητα, αλλά ήσυχα— έμοιαζε με υπέρμαχο τών δικαιωμάτων όσων κοιμούνται, σαν αυτές τις φασματικές παρουσίες που αναδύονται στο λυκόφως σε δάση φτιαγμένα από ουρανό και κλαριά.
Ίσως εκ πεποιθήσεως άθεος, εκπλήσσεται με τις στιγμές τής ψυχικής ανάτασης. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από μάς, εκτός από την ψυχική μας διάθεση, θεωρεί· μια επιθυμία για γαλήνη, ανακούφιση, κάτι έξω από αυτούς τούς άθλιους πυγμαίους, αυτούς τούς αδύναμους, αυτούς τούς άσχημους, αυτούς τούς πεινασμένους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Αλλά αν μπορεί να τη συλλάβει ο νους του, τότε κατά κάποιον τρόπο υφίσταται θεωρεί, και προχωρώντας στο μονοπάτι με τα μάτια στον ουρανό ταχύτατα, τα προικίζει με γυναικεία φύση.
Αυτά τα οράματα είναι μια αστείρευτη πηγή ωφέλειας για τον μοναχικό ταξιδιώτη· είτε μουρμουρίζουν στ᾿ αυτί του, σαν τις σειρήνες που κλυδωνίζονται στα πράσινα κύματα της θάλασσας· είτε πετάγονται μπροστά στο πρόσωπό του σαν μπουκέτα τριαντάφυλλα· είτε ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν ωχρά πρόσωπα που οι ψαράδες για να τα αγκαλιάσουν, παραδέρνουν στις πλημμύρες.
Αυτά είναι τα οράματα που ακατάπαυστα αναδύονται κι επιπλέουν στην επιφάνεια, βαδίζουν δίπλα, βάζουν τα πρόσωπά τους μπροστά απ᾿ την πραγματικότητα· συχνά καταβάλλουν τον μοναχικό ταξιδιώτη και τού αφαιρούν την αντίληψη τής γης, την επιθυμία τής επιστροφής, δίνοντάς του για υποκατάστατο μια γαλήνη γενική, σαν να είναι όλος αυτός ο πυρετός τής ζωής, η ίδια η απλότητα· και μυριάδες πράγματα ενώνονται σ᾿ ένα· κι αυτή η φιγούρα, έτσι φτιαγμένη όπως είναι, από ουρανό και κλαριά, έχει αναδυθεί απ᾿ την ταραγμένη θάλασσα σαν μορφή που μπορεί να βγει απ᾿ τα κύματα, για να σκορπιστούν απλόχερα απ᾿ τα χέρια της, η συμπόνια, η κατανόηση, η άφεση. Έτσι, σκέφτεται αυτός, ας μην γυρίσω ποτέ στο φως τής λάμπας· στο σαλόνι· ας μην τελειώσω ποτέ το βιβλίο μου· ας μην αδειάσω ποτέ την πίπα μου· ας μην χτυπήσω ποτέ το κουδούνι να έρθει η κυρία Τέρνερ να μαζέψει τα πιάτα μετά το φαγητό· αντίθετα, αφήστε με να πάω σ᾿ αυτήν τη μεγάλη φιγούρα, που μ᾿ ένα τίναγμα τού κεφαλιού της θα με ανεβάσει στο καράβι της και θα μ᾿ αφήσει ν᾿ ανεμίζω προς την ανυπαρξία μαζί με τους υπόλοιπους.
Τέτοια είναι τα οράματα. Ο μοναχικός ταξιδιώτης σύντομα βγαίνει απ᾿ το δάσος· κι εκεί, φτάνοντας ως την πόρτα με τα χέρια πάνω απ᾿ τα μάτια για αντήλιο, πιθανόν περιμένοντας τον ερχομό του με τα χέρια σηκωμένα, με τη λευκή ποδιά της ν᾿ ανεμίζει, υπάρχει μια ηλικιωμένη γυναίκα που δείχνει να αναζητά (πόσο ισχυρή είναι αυτή η αδυναμία), πέρα απ᾿ την έρημο, κάποιον χαμένο γιο· να ψάχνει έναν αναβάτη συντετριμμένο· είναι η φιγούρα τής μάνας που οι γιοι της σκοτώθηκαν στις μάχες τού κόσμου. Κι έτσι, καθώς ο μοναχικός ταξιδιώτης κατηφορίζει το δρόμο τού χωριού, όπου οι γυναίκες στέκονται και πλέκουν κι οι άντρες σκάβουν στον κήπο, η βραδιά δίνει εντύπωση δυσοίωνη· οι μορφές ακίνητες· λες και κάποια επιβλητική μοίρα, μοίρα που γνώριζαν και περίμεναν δίχως φόβο, ήταν έτοιμη να τους παρασύρει στην απόλυτη καταστροφή.
Μέσα στο σπίτι ανάμεσα στα συνηθισμένα πράγματα, στο ντουλάπι, στο τραπέζι, στο περβάζι με τα γεράνια, ξαφνικά το περίγραμμα τής σπιτονοικοκυράς που σκύβει να μαζέψει το ύφασμα, μαλακώνει απ᾿ το φως, γίνεται σύμβολο αξιολάτρευτο, που μόνο η ανάμνηση τών παγωμένων ανθρώπινων επαφών, μάς απαγορεύει να αγκαλιάσουμε. Παίρνει τη μαρμελάδα· την κλείνει στο ντουλάπι.
«Χρειάζεστε κάτι άλλο απόψε, κύριε;»
Αλλά σε ποιον ν᾿ απαντήσει ο μοναχικός ταξιδιώτης;
Έπλεκε η ηλικιωμένη γκουβερνάντα πάνω απ᾿ το μωρό που κοιμόταν στο Ρίτζεντς Παρκ. Ο Πίτερ Γουόλς ροχάλιζε.
Ξύπνησε εντελώς απότομα λέγοντας στον εαυτό του «Ο θάνατος τής ψυχής».
«Θεέ μου, θεέ μου!» είπε στον εαυτό του δυνατά, ενώ τεντωνόταν κι άνοιγε τα μάτια του. «Ο θάνατος τής ψυχής». Οι λέξεις κόλλησαν σε κάποια σκηνή, σε κάποιο δωμάτιο, σε κάποιο παρελθόν που ονειρευόταν. Έγιναν όλα καθαρότερα· η σκηνή, το δωμάτιο, το παρελθόν που ονειρευόταν.
Στο Μπόρτον εκείνο το καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν ήταν τόσο τρελά ερωτευμένος με την Κλαρίσα. Υπήρχαν πολλοί εκεί, γελούσαν και μιλούσαν, κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι μετά το τσάι, και το δωμάτιο ήταν λουσμένο σε κίτρινο φως, γεμάτο καπνό απ᾿ τα τσιγάρα. Μιλούσαν για έναν άντρα που είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του, κάποιο γαιοκτήμονα τής περιοχής, είχε ξεχάσει τ᾿ όνομά του. Είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του και την είχε φέρει επίσκεψη στο Μπόρτον — τι φρικτή επίσκεψη. Το ντύσιμό της ήταν εξωφρενικά υπερβολικό. «σαν πολύχρωμος παπαγάλος» είχε πει η Κλαρίσα, μιμούμενη τη φωνή της, και δεν σταματούσε να μιλάει. Μιλούσε ασταμάτητα, ασταμάτητα. Η Κλαρίσα τη μιμήθηκε. Μετά κάποιος είπε — η Σάλι Σίτον ήταν —, έχει κάποια διαφορά που εκείνη η γυναίκα απέκτησε παιδί προτού παντρευτούν; (Εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό να πεις κάτι τέτοιο σε συντροφιά που είχε εκπροσώπους και τού άλλου φύλου.) Ακόμα και σήμερα έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του την Κλαρίσα να κοκκινίζει· να σφίγγεται κάπως· και να λέει: «Ω, δεν θα μπορέσω να τής ξαναμιλήσω ποτέ!». Σ᾿ αυτό το σημείο όλη η συντροφιά που καθόταν γύρω απ᾿ το τραπέζι για το τσάι φάνηκε να ταλαντεύεται. Ήταν πολύ άβολα.
Δεν την κατηγορούσε που την είχε πειράξει το περιστατικό, εφόσον εκείνη την εποχή ένα κορίτσι με τη δική της ανατροφή δεν ήξερε πολλά· ο τρόπος της τον είχε ενοχλήσει· άτολμη· σκληρή· αλαζονική· σεμνότυφη. «Ο θάνατος τής ψυχής». Το είχε πει αυτό ενστικτωδώς, ως συνήθως βάζοντας μια ταμπέλα στη στιγμή — ο θάνατος τής ψυχής της.
Όλοι ταλαντεύτηκαν· όλοι έδειχναν να συμφωνούν, την ώρα που μιλούσε, και έπειτα να καταλήγουν σε άλλο συμπέρασμα. Έβλεπε μπροστά του τη Σάλι Σίτον, σαν παιδί σκανταλιάρικο, να σκύβει μπροστά, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, να θέλει να μιλήσει, αλλά να φοβάται, γιατί η Κλαρίσα πραγματικά φόβιζε τούς ανθρώπους. (Ήταν η καλύτερη φίλη τής Κλαρίσα, βρισκόταν πολύ συχνά στο σπίτι, ελκυστικό πλάσμα, όμορφη, μελαχρινή, εκείνη την εποχή είχε τη φήμη τής τολμηρής, ο ίδιος τής έδινε πουράκια που τα κάπνιζε στην κρεβατοκάμαρά της, πότε ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον, πότε τσακωνόταν με την οικογένειά της, κι ο γερο-Πάρι τούς αντιπαθούσε εξίσου και τους δυο κι αυτό αποτελούσε τον μεγάλο σύνδεσμό τους.) Στη συνέχεια η Κλαρίσα, με ύφος ανθρώπου που είχε προσβληθεί από όλους, σηκώθηκε, βρήκε μια δικαιολογία κι έφυγε μόνη. Όπως άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα εκείνος ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος που φύλαγε τα πρόβατα. Η Κλαρίσα όρμησε πάνω του κι άρχισε να παραληρεί. Ήταν σαν να έλεγε στον Πίτερ —για κείνον γινόταν αυτό, το ήξερε ο Πίτερ— «Ξέρω ότι πριν από λίγο θεώρησες ότι παραλογίζομαι για κείνη τη γυναίκα· μα δες πόσο εξαιρετικά πονόψυχη είμαι· δες πόσο αγαπάω τον Ρομπ μου!».
Είχαν αυτή την παράξενη δύναμη να επικοινωνούν χωρίς λέξεις. Εκείνη ήξερε αμέσως ότι αυτός την επέκρινε. Μετά έκανε κάτι αρκετά εμφανές για να υπερασπίσει τον εαυτό της, όπως όλο αυτό το πράγμα με το σκύλο — αλλά δεν τον ξεγελούσε το κόλπο της, αυτός πάντα κατάφερνε να δει μέσα της. Όχι πως έλεγε κάτι, βέβαια — απλώς καθόταν κατηφής. Έτσι άρχιζαν συχνά οι καβγάδες τους.
Η Κλαρίσα έκλεισε την πόρτα. Αμέσως αυτός βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα φαίνονταν ανούσια — να συνεχίσει να είναι ερωτευμένος· να συνεχίσουν να τσακώνονται — να συνεχίσουν να τα ξαναφτιάχνουν, κι έτσι περιπλανήθηκε μόνος, ανάμεσα σε βοηθητικά κτίσματα, στάβλους, κοιτάζοντας τ᾿ άλογα. (Το σπίτι ήταν αρκετά ταπεινό· η οικογένεια Πάρι δεν ήταν ποτέ πολύ εύπορη — αλλά υπήρχαν πάντα ιπποκόμοι και βοηθοί στους στάβλους — η Κλαρίσα λάτρευε την ιππασία —, υπήρχε ένας γέρος αμαξάς —πώς τον έλεγαν;— και μια ηλικιωμένη γκουβερνάντα, και όλοι είχαν τη συνήθεια να την επισκέπτονται στο δωματιάκι της με τις τόσες φωτογραφίες, τα τόσα κλουβιά πουλιών.)
Φοβερό απόγευμα! Γινόταν (διευκρίνιση δική μου: ο Πίτερ) όλο και πιο δύσθυμος, όχι μόνο γι᾿ αυτό· για όλα. Και δεν μπορούσε να τη δει· δεν μπορούσε να τής εξηγήσει· δεν μπορούσε να εκφραστεί. Υπήρχαν πάντα άλλοι γύρω — κι εκείνη φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Αυτό ήταν το πιο ανυπόφορο πράγμα σε κείνη — αυτή η ψυχρότητα, έμοιαζε να ᾿ναι φτιαγμένη από ξύλο, υπήρχε κάτι πολύ βαθύ μέσα της που το είχε νιώσει πάλι το πρωί, όταν τής μιλούσε· γινόταν αδιαπέραστη. Ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσε. Εκείνη είχε μια παράξενη δύναμη να σού διαλύει τα νεύρα, πραγματικά σού έκανε τα νεύρα κουρέλια, ναι.
Είχε καθυστερήσει να εμφανιστεί στο δείπνο εξαιτίας μιας ηλίθιας ιδέας του, να κάνει την απουσία του αισθητή κι είχε καθίσει δίπλα στην ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —τη θεία Χέλενα— την αδερφή τού κυρίου Πάρι, η οποία θεωρητικά έπαιζε ρόλο οικοδέσποινας. Καθόταν τυλιγμένη στο λευκό κασμιρένιο σάλι της, με την πλάτη γυρισμένη στο παράθυρο — μια φοβερή ηλικιωμένη κυρία, που ήταν όμως ευγενική μαζί του, επειδή τής είχε βρει κάποιο σπάνιο λουλούδι· ήταν σπουδαία βοτανολόγος, έκανε μακρινές πεζοπορίες φορώντας χοντρές μπότες κι έχοντας ένα μαύρο τενεκεδένιο κουτί για τη συλλογή της, κρεμασμένο στην πλάτη. Κάθισε δίπλα της κι αδυνατούσε να μιλήσει. Όλα έμοιαζαν να τον προσπερνούν με ταχύτητα· κι αυτός καθόταν εκεί κι έτρωγε. Κι έπειτα, στα μισά τού δείπνου, ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει για πρώτη φορά την Κλαρίσα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Μιλούσε σ᾿ έναν νεαρό στα δεξιά της. «Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτεί» είπε μέσα του, σαν να τού αποκαλύφθηκε ξαφνικά μια αλήθεια. Δεν ήξερε καν το όνομά του.
Γιατί εκείνο το απόγευμα, εκείνο ακριβώς το απόγευμα, είχε έρθει ο Νταλογουέι· και η Κλαρίσα τον αποκαλούσε «Γουίκαμ»· έτσι ξεκίνησαν όλα. Τον είχε φέρει κάποιος· κι η Κλαρίσα δεν είχε ακούσει καλά το όνομά του. Τον σύστησε σε όλους ως Γουίκαμ. Εντέλει αυτός είπε: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!» — αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση από τον Ρίτσαρντ— ένας ξανθός νεαρός, μάλλον αμήχανος, καθισμένος σε μια σεζ λογκ να λέει απότομα: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!». Η Σάλι το άκουσε κι από τότε πάντοτε αναφερόταν σ᾿ αυτόν λέγοντας «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!».
Εκείνη η εποχή ήταν θύμα τών αποκαλύψεων. Η τελευταία αποκάλυψη — ότι η Κλαρίσα θα παντρευόταν τον Νταλογουέι — τού είχε θολώσει την όραση, τον είχε συγκλονίσει εκείνη τη στιγμή. Υπήρχε ένα είδος —πώς να το πει;— ένα είδος άνεσης στον τρόπο που τού φερόταν εκείνη· κάτι μητρικό· κάτι αβρό. Μιλούσαν για πολιτική. Σ᾿ όλη τη διάρκεια τού γεύματος πάσχιζε ν᾿ ακούσει τι έλεγαν.
Έπειτα θυμάται τον εαυτό του να στέκεται δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι στο σαλόνι. Η Κλαρίσα τον πλησίασε, με τούς τέλειους τρόπους της, σαν πραγματική οικοδέσποινα, κι ήθελε να τον συστήσει σε κάποιον — μιλούσε σαν να μην είχαν συναντηθεί ποτέ, κι αυτό τον εξόργισε. Ωστόσο ακόμα και τότε τη θαύμαζε γι᾿ αυτό, θαύμαζε το κουράγιο της· το κοινωνικό ένστικτό της· θαύμαζε τη δύναμή της να διεκπεραιώνει πράγματα. «Η τέλεια οικοδέσποινα» τής είπε· στο άκουσμα τής φράσης το σώμα της σφίχτηκε. Είχε σκοπό να την κάνει να νιώσει έτσι. Έχοντάς τη δει με τον Νταλογουέι, θα έκανε τα πάντα για να την πληγώσει. Τον είχε εγκαταλείψει. Και είχε την εντύπωση πως είχαν όλοι συνωμοτήσει εναντίον του — γελούσαν και μιλούσαν πίσω απ᾿ την πλάτη του. Κι αυτός στεκόταν εκεί, δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν σκαλισμένος σε ξύλο, να μιλά για αγριολούλουδα. Ποτέ δεν είχε υποφέρει τόσο κολασμένα, ποτέ! Θα πρέπει να είχε ξεχάσει ακόμα και να προσποιείται ότι άκουγε· τελικά βγήκε απ᾿ τη νάρκη του· είδε τη δεσποινίδα Πάρι μάλλον ενοχλημένη, μάλλον αγανακτισμένη, να έχει καρφώσει τα γουρλωτά της μάτια πάνω του. Μόνο που δεν ούρλιαξε πως δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει, γιατί βρισκόταν στην Κόλαση! Οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ᾿ το δωμάτιο. Τούς άκουσε να λένε ότι έπρεπε να φέρουν τις κάπες τους· ότι είχε ψύχρα στη λίμνη κι άλλα τέτοια, θα πήγαιναν βαρκάδα στη λίμνη στο φεγγαρόφωτο — άλλη μια τρελή ιδέα που είχε η Σάλι. Την άκουγε να περιγράφει τη σελήνη. Βγήκαν όλοι. Έμεινε εντελώς μόνος.
«Δεν θέλεις να πας μαζί τους;» είπε η θεία Χέλενα —η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι!—, είχε μαντέψει. Και μόλις γύρισε να φύγει, να την μπροστά του η Κλαρίσα. Είχε γυρίσει να τον πάρει. Τον είχε εξουδετερώσει η γενναιοδωρία της — η καλοσύνη της.
«Έλα» τού είπε. «Περιμένουν».
Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενος! Τα είχαν ξαναφτιάξει χωρίς να πουν λέξη. Κατηφόρισαν ως τη λίμνη. Έζησε είκοσι λεπτά απόλυτης ευτυχίας. Η φωνή της, το γέλιο της, το φόρεμά της (κάτι που ανέμιζε, λευκό, βυσσινί), το πνεύμα της, η διάθεσή της για περιπέτεια· τούς έβαλε όλους να βγουν απ᾿ τη βάρκα και να εξερευνήσουν το νησί· τρόμαξε μια κότα· γελούσε· τραγουδούσε. Κι όλη την ώρα, το ήξερε πολύ καλά αυτός, ο Νταλογουέι την ερωτευόταν· και τον ερωτευόταν κι εκείνη· αλλά δεν φαινόταν να έχει σημασία. Τίποτε δεν είχε σημασία. Κάθισαν στο έδαφος και μιλούσαν — αυτός κι η Κλαρίσα. Έμπαιναν κι έβγαιναν ο ένας στο μυαλό τού άλλου χωρίς προσπάθεια. Κι έπειτα, μέσα σ᾿ ένα λεπτό είχαν όλα τελειώσει. Τη στιγμή που έμπαιναν στη βάρκα είπε μέσα του χωρίς ένταση, χωρίς αγανάκτηση: «θα τον παντρευτεί αυτό τον άντρα»· ήταν ολοφάνερο. Ο Νταλογουέι, θα την παντρευόταν την Κλαρίσα.
Ο Νταλογουέι κάνοντας κουπί έφερε τη βάρκα μέχρι το μόλο. Δεν μιλούσε. Αλλά κάπως, όπως τον κοιτούσαν ν᾿ ανεβαίνει στο ποδήλατό του και να φεύγει για να διασχίσει τριάντα χιλιόμετρα στο δάσος, να ταλαντεύεται κατηφορίζοντας το μονοπάτι, να τούς κουνά το χέρι και να χάνεται, προφανώς τα ένιωσε όλα αυτά, ενστικτωδώς, τρομερά, έντονα· τη νύχτα· τη ρομαντική ατμόσφαιρα· την Κλαρίσα. Τού άξιζε να είναι δική του.
Οσο για τον ίδιο, ήταν παράλογος. Οι απαιτήσεις του από την Κλαρίσα (το καταλάβαινε τώρα) ήταν παράλογες. Ζητούσε πράγματα απίθανα. Έκανε σκηνές τρομερές. Παρ᾿ όλα αυτά, εκείνη μπορεί να τον δεχόταν, αν ήταν λιγότερο παράλογος. Έτσι πίστευε η Σάλι. Τού έγραφε μεγάλα γράμματα όλο το καλοκαίρι· πως μιλούσαν γι᾿ αυτόν· πως η ίδια τον εγκωμίαζε, πως η Κλαρίσα είχε ξεσπάσει σε κλάματα! Ήταν ένα εκπληκτικό καλοκαίρι — τα γράμματα, οι σκηνές, τα τηλεγραφήματα· έφτανε στο Μπόρτον το ξημέρωμα και περιφερόταν ώσπου να ξυπνήσουν οι υπηρέτες· τα φρικτά τετ α τετ με τον γερο-Πάρι στο πρωινό· η τρομερή αλλά ευγενική θεία Χέλενα· η Σάλι, που τον έσερνε μέχρι το λαχανόκηπο για να κουβεντιάσουν· η Κλαρίσα ξαπλωμένη με πονοκέφαλο.
Η τελευταία σκηνή, η τρομερή σκηνή που πίστευε ότι είχε βαρύνει περισσότερο απ᾿ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του ολόκληρη (μπορεί να ήταν υπερβολή — ωστόσο έτσι φαινόταν τώρα), έγινε στις τρεις το απομεσήμερο μιας πολύ ζεστής μέρας. Κάτι ασήμαντο οδήγησε σ᾿ αυτήν — η Σάλι κάτι είπε στο μεσημεριανό για τον Νταλογουέι και τον αποκάλεσε «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι»· στο άκουσμα τής φράσης η Κλαρίσα σφίχτηκε απότομα, κοκκίνισε, όπως συνήθιζε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, και τσίριξε: «Φτάνει πια αυτό το ηλίθιο αστείο». Αυτό ήταν όλο· αλλά γι᾿ αυτόν ήταν σαν να τού είχε πει: «Απλώς περνάω την ώρα μου μαζί σου — με τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι επικοινωνώ». Έτσι το πήρε. Νύχτες δεν έκλεισε μάτι. «Πρέπει να τελειώσει με το έναν ή με τον άλλο τρόπο» είπε στον εαυτό του. Τής έστειλε ένα σημείωμα με τη Σάλι και τής ζήτησε να τον συναντήσει στο σιντριβάνι στις τρεις. «Κάτι σημαντικό προέκυψε» έγραψε πρόχειρα στο κάτω μέρος τού σημειώματος.
Το σιντριβάνι ήταν στη μέση μιας συστάδας θάμνων και δέντρων, μακριά απ᾿ το σπίτι. Εκεί ήρθε εκείνη, πριν από την προκαθορισμένη ώρα, και στάθηκαν με το σιντριβάνι ανάμεσά τους· απ᾿ τη (σπασμένη) βρύση έτρεχε νερό αδιάκοπα. Πώς καρφώνονται στο μυαλό οι εικόνες! Για παράδειγμα, το καταπράσινο χορτάρι.
Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια, πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος. Ένιωθε το μέτωπό του έτοιμο να σπάσει. Εκείνη έδειχνε να ᾿χει συρρικνωθεί, να ᾿χει πετρώσει. Δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος, όταν έξαφνα πετάχτηκε μπροστά τους το κεφάλι του γερο-Μπράιτκοπφ· κουβαλούσε τούς Τάιμς, τούς κοίταξε επίμονα, έμεινε να χάσκει, απομακρύνθηκε. Κανείς τους δεν κινήθηκε. «Πες μου την αλήθεια» επανέλαβε αυτός. Ένιωθε το σώμα του να συνθλίβεται πάνω σε κάτι σκληρό· ήταν ανυποχώρητη. Σαν να ήταν σίδερο, πέτρα, με την πλάτη ολόισια. Κι όταν τού είπε «Δεν ωφελεί. Δεν ωφελεί. Ήρθε το τέλος» —αφού αυτός είχε μιλήσει ώρες, έτσι τού φάνηκε, με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του —, ήταν σαν να τον χτύπησε στο πρόσωπο. Γύρισε απ᾿ την άλλη, τον παράτησε, απομακρύνθηκε.
«Κλαρίσα!» φώναξε εκείνος. «Κλαρίσα!» Δεν γύρισε ποτέ. Είχε τελειώσει. Εκείνος έφυγε το ίδιο βράδυ. Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Ήταν φρικτό, φώναξε, φρικτό, φρικτό!
Παρ᾿ όλα αυτά, ο ήλιος έκαιγε ακόμη. Παρ᾿ όλα αυτά, η ζωή είχε τον τρόπο της να προσθέτει τη μια μέρα στην άλλη. Παρ᾿ όλα αυτά, σκέφτηκε, ενώ χασμουριόταν κι άρχιζε να κοιτάζει γύρω του —το Ρίτζεντς Παρκ είχε αλλάξει ελάχιστα από τότε που ήταν μικρός, με εξαίρεση τούς σκίουρους—, παρ᾿ όλα αυτά, προφανώς υπήρχαν αντισταθμίσματα — η μικρή Ελάιζ Μίτσελ, που μάζευε χαλίκια για τη συλλογή που έφτιαχνε με τον αδερφό της, στο ράφι τού τζακιού στο δωμάτιό τους, άνοιξε τις χούφτες της και τα άφησε να πέσουν στην ποδιά τής γκουβερνάντας κι ορμώντας μπροστά ολοταχώς έπεσε πάνω στα πόδια μιας κυρίας. Ο Πίτερ Γουόλς γέλασε δυνατά.
Αλλά η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ έλεγε στον εαυτό της: Είναι φρικτό· γιατί να υποφέρω; Ρωτούσε, περπατώντας στο φαρδύ μονοπάτι. Όχι — δεν μπορώ να το αντέξω άλλο, έλεγε, έχοντας αφήσει τον Σέπτιμους, που δεν ήταν πια ο Σέπτιμους, να λέει σκληρά, φρικτά, απάνθρωπα πράγματα, να μιλά στον εαυτό του, να μιλά σ᾿ έναν άντρα νεκρό, καθισμένος εκεί πίσω.
Η ίδια δεν είχε κάνει κάτι κακό — τον είχε αγαπήσει τον Σέπτιμους· ήταν ευτυχισμένη παλιά· είχε ένα ωραίο σπίτι, εκεί που ζούσε ακόμη η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα. Γιατί να πρέπει να υποφέρει;
Γιατί να μην έχει μείνει στο Μιλάνο; Γιατί να υποφέρει; Γιατί;
Ήταν της μοίρας της, να την ταράζει αυτός ο κακόβουλος βασανιστής. Μα γιατί; Έμοιαζε με πουλί που έχει βρει καταφύγιο κάτω απ᾿ το λεπτό κοίλωμα ενός φύλλου κι όποτε κουνιέται το φύλλο ανοιγοκλείνει τα μάτια του, στον ήλιο· ξαφνιάζεται απ᾿ το τρίξιμο που κάνει ένα κλαράκι ξερό. Ήταν εκτεθειμένη· πλαισιωμένη από τα γιγάντια δέντρα, τα τεράστια νέφη ενός κόσμου αδιάφορου, εκτεθειμένη· βασανισμένη· γιατί να πρέπει να υποφέρει; Γιατί;
Κατσούφιασε· χτύπησε το πόδι στη γη. Έπρεπε να γυρίσει στον Σέπτιμους, εφόσον είχε σχεδόν φτάσει η ώρα να επισκεφτούν τον σερ Γουίλιαμ Μπράντσο. Έπρεπε να γυρίσει και να τού το πει, να γυρίσει σ᾿ αυτόν που καθόταν στην πράσινη σεζ λογκ κάτω απ᾿ το δέντρο και μιλούσε στον εαυτό του ή σ᾿ εκείνο τον νεκρό άντρα, τον Έβανς, τον οποίο η ίδια είχε δει μια φορά, για μια στιγμή μόνο, στο μαγαζί. Φαινόταν καλός, ήσυχος άνθρωπος — πολύ καλός φίλος του Σέπτιμους, είχε σκοτωθεί στον Πόλεμο. Αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σε όλους. Όλοι έχουν φίλους που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο. Όλοι εγκαταλείπουν κάτι, όταν παντρεύονται. Εκείνη είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της. Είχε έρθει να ζήσει εδώ, σ᾿ αυτήν τη φρικτή πόλη. Αλλά ο Σέπτιμους άφηνε τον εαυτό του να σκέφτεται τρομερά πράγματα, όπως μπορούσε να κάνει κι εκείνη, αν προσπαθούσε. Γινόταν όλο και πιο παράξενος. Έλεγε ότι άνθρωποι μιλούσαν πίσω απ᾿ τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας. Η κυρία Φίλμερ το θεώρησε περίεργο. Έβλεπε και διάφορα πράγματα — είχε δει το κεφάλι μιας γριάς στη μέση μιας φτελιάς. Αλλά μπορούσε να είναι χαρούμενος όταν το ήθελε. Πήγαν στο Χάμπτον Κορτ καθισμένοι στο πάνω μέρος τού ανοιχτού λεωφορείου κι ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι. Κόκκινα και κίτρινα λουλουδάκια είχαν φυτρώσει στο γρασίδι, σαν λυχναράκια στο νερό, είπε αυτός, και μιλούσαν, φλυαρούσαν, γελούσαν, έφτιαχναν ιστορίες. Ξαφνικά είπε: «Τώρα θα αυτοκτονήσουμε», καθώς στέκονταν στην όχθη τού ποταμού, και κοίταξε το νερό με μια έκφραση που εκείνη είχε δει στα μάτια του, την ώρα που περνούσε ένα τρένο ή ένα λεωφορείο — μια έκφραση, σαν να τον μάγευε κάτι· ένιωσε πως τής έφευγε και τον έπιασε απ᾿ το μπράτσο. Στη διάρκεια τής επιστροφής ήταν απολύτως ήσυχος — απολύτως λογικός. Καβγάδιζε μαζί της για το θέμα τής αυτοκτονίας τους — κι εξηγούσε πόσο μοχθηροί είναι οι άνθρωποι· πως τούς βλέπει να επινοούν ψέματα, την ώρα που περπατούν στο δρόμο. Ξέρει όλες τις σκέψεις, είπε· ξέρει τα πάντα. Ξέρει το νόημα του κόσμου, είπε.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Ξάπλωσε στον καναπέ και την έβαλε να τού κρατά το χέρι για να μην πέσει κάτω, να μην πέσει κάτω, ούρλιαξε, στις φλόγες! κι έβλεπε πρόσωπα να τον κοροϊδεύουν, να τού φωνάζουν φρικτές, αηδιαστικές βρισιές απ᾿ τους τοίχους, χέρια να ξεπροβάλλουν απ᾿ το παραβάν. Αλλά ήταν εντελώς μόνοι. Ωστόσο εκείνος άρχισε να μιλά δυνατά, να απαντά σε ανθρώπους, να μαλώνει, να γελά, να κλαίει, να βρίσκεται σε υπερδιέγερση και να την αναγκάζει να σημειώνει πράγματα. Ακατάληπτα πράγματα· για το θάνατο· για τη δεσποινίδα Ίζαμπελ Πόουλ. Δεν μπορούσε ν᾿ αντέξει άλλο. Έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα της.
Βρισκόταν αρκετά κοντά του τώρα, τον έβλεπε που είχε τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό, μουρμούριζε, έσφιγγε τα χέρια του. Ωστόσο ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε ο Σέπτιμους. Τι είχε, λοιπόν, συμβεί — γιατί είχε χαθεί λοιπόν, γιατί; Όταν κάθισε δίπλα του, αυτός τινάχτηκε, την κοίταξε βλοσυρά, απομακρύνθηκε, έδειξε το χέρι της, το έπιασε, το κοίταξε τρομοκρατημένος;
Μήπως επειδή είχε βγάλει τη βέρα της; «Έχει λεπτύνει τόσο το χέρι μου» είπε. «Την έβαλα στο τσαντάκι μου» τού είπε.
Αυτός άφησε το χέρι της να πέσει. Ο γάμος τους είχε φτάσει στο τέλος του, σκέφτηκε, με οδύνη, με ανακούφιση. Το σκοινί έσπασε — εκείνος πέταξε ψηλά· ήταν ελεύθερος, το έλεγε το διάταγμα ότι αυτός, ο Σέπτιμους, ο άρχοντας τού κόσμου, πρέπει να είναι ελεύθερος· μόνος (εφόσον η γυναίκα του είχε πετάξει τη βέρα της· εφόσον τον είχε εγκαταλείψει), αυτός, ο Σέπτιμους, ήταν μόνος, τον καλούσε το πλήθος τών ανθρώπων να βγει μπροστά ν᾿ ακούσει την αλήθεια, να μάθει το νόημα, που τώρα επιτέλους, ύστερα από όλο το μόχθο τού πολιτισμού —τούς Έλληνες, τούς Ρωμαίους, τον Σαίξπηρ, τον Δαρβίνο και τώρα τον ίδιο— θα γινόταν ολόκληρο γνωστό σε... «Σε ποιον;» ρώτησε δυνατά.
«Στον Πρωθυπουργό» απάντησαν οι φωνές, το σούσουρο πάνω απ᾿ το κεφάλι του. Το υπέρτατο μυστικό πρέπει να ειπωθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο· πρώτον, ότι τα δέντρα έχουν ζωή· έπειτα, ότι δεν υπάρχει έγκλημα· έπειτα, αγάπη, καθολική αγάπη, μουρμούρισε, κοντανασαίνοντας, τρέμοντας επώδυνα, διατυπώνοντας αυτές τίς βαθυστόχαστες αλήθειες, που απαιτούσαν τόσο βαθιές καθώς ήταν, τόσο δύσκολες, τεράστια προσπάθεια για να ειπωθούν, αλλά μ᾿ αυτές ο κόσμος άλλαζε εντελώς για πάντα.
Όχι έγκλημα· αγάπη· επανέλαβε αναζητώντας ψαχουλευτά την κάρτα και το μολύβι του, όταν ένα σκυλάκι τεριέ μύρισε το παντελόνι του κι αυτός τινάχτηκε νιώθοντας το μαρτύριο τού φόβου. Το σκυλάκι μεταμορφωνόταν σε άντρα! Δεν μπορούσε να το βλέπει αυτό! Ήταν φοβερό, τρομερό να βλέπεις ένα σκύλο να μεταμορφώνεται σε άντρα! Αμέσως ο σκύλος απομακρύνθηκε γοργά.
Οι ουρανοί ήταν υπέροχα φιλεύσπλαχνοι, απέραντα καλοκάγαθοι. Τού έδειχναν έλεος, συγχωρούσαν την αδυναμία του. Ωστόσο, ποια ήταν η επιστημονική εξήγηση (γιατί πάνω απ᾿ όλα πρέπει να έχουμε επιστημονική κατεύθυνση); Γιατί είχε τη δύναμη το βλέμμα του να διαπερνά τα σώματα, να βλέπει το μέλλον, να βλέπει πότε οι σκύλοι θα γίνουν άνθρωποι; Προφανώς οφειλόταν στη ζέστη που επιδρούσε στο μυαλό, κάνοντάς το ευαίσθητο με τη βοήθεια αιώνων εξέλιξης. Από επιστημονικής πλευράς, η σάρκα ήταν ένα κομμάτι που έλιωσε από τον κόσμο. Το σώμα του έλιωνε μέχρι που τελικά απέμεναν μόνο οι ίνες των νεύρων. Ήταν απλωμένο σαν πέπλο σε βράχο.
Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, εξαντλημένος αλλά γεμάτος ψυχική ευφορία. Έμεινε εκεί να ξεκουράζεται, να περιμένει, προτού ερμηνεύσει πάλι, με μεγάλη προσπάθεια, με οδύνη, την ανθρώπινη φύση. Είχε πλαγιάσει πολύ ψηλά, στην πλάτη τού κόσμου. Ένιωθε τίς δονήσεις τής γης αποκάτω του. Κόκκινα άνθη ξεφύτρωσαν απ᾿ τη σάρκα του· τα σκληρά φύλλα τους θρόιζαν δίπλα στο κεφάλι του. Μεταλλική μουσική άρχισε να αντηχεί στους βράχους, εδώ ψηλά. Κόρνα αυτοκινήτου απ᾿ το δρόμο, μουρμούρισε· αλλά εδώ πάνω ηχούσε σαν κανονιά που χτυπούσε από βράχο σε βράχο, έσπαζε, ενωνόταν σε κραδασμούς μουσικής που υψώνονταν σε απαλές στήλες (ήταν ανακάλυψη, ότι η μουσική είναι ορατή) κι έγινε ύμνος, ένας ύμνος που τυλιγόταν τώρα γύρω απ᾿ τον νεαρό βοσκό που έπαιζε αυλό (Αυτό είναι ένας γέρος που παίζει μια ψωρομελωδία δίπλα στην παμπ, μουρμούρισε), ύμνος που καθώς το αγόρι ήταν ασάλευτο, έβγαινε φυσαλίδες απ᾿ τον αυλό του κι έπειτα, καθώς ο Σέπτιμους σκαρφάλωνε ψηλότερα, έβγαλε τον εξαίσιο θρήνο του, ενώ στο δρόμο κυλούσε η κίνηση. Το αγόρι παίζει την ελεγεία του στην κίνηση τού δρόμου, σκέφτηκε ο Σέπτιμους. Τώρα αποτραβιέται στα χιόνια και κρέμονται γύρω του τριαντάφυλλα — τα χοντρά κόκκινα τριαντάφυλλα που φυτρώνουν στην ταπετσαρία της κρεβατοκάμαράς μου, θύμισε στον εαυτό του. Η μουσική σταμάτησε. Κάποιος τού έδωσε λεφτά, έτσι το ερμήνευσε, κι εκείνος ξεκίνησε για την επόμενη παμπ.
Ωστόσο αυτός παρέμεινε ψηλά στο βράχο του, σαν πνιγμένος ναύτης σε βράχο. Έγειρα έξω απ᾿ την άκρη τής βάρκας κι έπεσα, σκέφτηκε. Βυθίστηκα στη θάλασσα. Υπήρξα νεκρός αλλά τώρα είμαι ζωντανός, αφήστε με, όμως, ν᾿ αναπαυτώ, ικέτεψε (μιλούσε στον εαυτό του πάλι — ήταν φοβερό, φοβερό!)· κι όπως προτού ξυπνήσεις, οι φωνές τών πουλιών κι οι ήχοι απ᾿ τις ρόδες ενώνονται καμπανιστοί, φλύαροι, σε μια παράξενη αρμονία, δυναμώνουν όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο, και μέσα στον ύπνο σου νιώθεις να βγαίνεις σιγά σιγά στην όχθη τής ζωής, έτσι κι αυτός ένιωσε να βγαίνει προς τη ζωή, κι ο ήλιος έκαιγε όλο και περισσότερο, οι κραυγές γίνονταν όλο και δυνατότερες, κάτι τρομερό επρόκειτο να συμβεί.
«Είναι ώρα» είπε η Ρέζια.
Η λέξη «ώρα» έσπασε το κέλυφός της· έριξε καταρράκτη τα πλούτη της πάνω του· κι απ᾿ τα χείλη του έπεσαν σαν οβίδες, σαν ξύσματα από αεροπλάνο, χωρίς να τις φτιάχνει ο ίδιος, σκληρές, λευκές, άφθαρτες λέξεις και πέταξαν να βρουν τη θέση τους σε μια ωδή στον Χρόνο· μια αθάνατη ωδή στον Χρόνο. Ο Σέπτιμους άρχισε να τραγουδά. Ο Έβανς απάντησε πίσω απ᾿ το δέντρο. Οι νεκροί ήταν στη Θεσσαλία, τραγουδούσε ο Έβανς, ανάμεσα στις ορχιδέες. Εκεί περίμεναν μέχρι να &tau