Το δίδυμο έρωτα θανάτου
Περιεχόμενα Link
Το δίπολο έρωτα θανάτου
Έρωτας: η πηγή τής ζωής Θάνατος: το τέλος.
Έρωτας: η φλόγα τής ζωής Θάνατος: οι στάχτες της.
Έρωτας: μοιρασμένος με το Θάνατο στη σκέψη κάθε στιγμή.
Έρωτας: αν είσαι τυχερός Θάνατος: σίγουρος.
Έρωτας: ένας μικρός Θάνατος κάθε φορά.
Με φως και ηδονή οι ωραίες γυμνές γυναίκες στομώνουν την πανταχού παρούσα ιδέα τού θανάτου (Ηλίας Πετρόπουλος από το "Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης")
Σεφέρης: Κόβοντας τον καιρό στα δυο.
Πού ᾿ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος
μπροστά σ᾿ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.
(Γιώργος Σεφέρης: Το ύφος μίας μέρας)
Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν έρχεται η άλλη
την ώρα πού κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
(Γιώργος Σεφέρης: Φωτιές τού Άϊ Γιάννη)
«Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
(Γιώργος Σεφέρης: Ο ηδονικός Ελπήνωρ)
"κόβοντας τον καιρό"
« Μου έκανε πάντα εντύπωση […….] πόσο έντονα έχει κανείς αμέσως μετά το ερωτικό σπασμό, την εντύπωση ότι πέθανε και ξαναγεννήθηκε. Είναι μια απειροελάχιστη στιγμή διακοπής τού ανθρώπου. Ο άνθρωπος για μια στιγμή είναι κομμένος στα δυο [……] ο μισός από τη μια μεριά στο βασίλειο τού Άδη και από την άλλη ο μισός μέσα στη ζωή, ξαφνικά ολοκαίνουργιος. Τέτοια εντύπωση μού δίνει και η πράξη τού ανθρώπου να δίνει ένα έργο, την εντύπωση τής διακοπής».
( Γ. Σεφέρης και Γ. Θεοτοκάς Αλληλογραφία.
Από την ταινία "Η αυτοκρατορία των αισθήσεων".
Συγγραφείς που αγάπησα, άνθρωποι που με άγγιξαν με τον ένα ή
άλλο τρόπο.
Συγγραφείς που αγάπησα, και διαμόρφωσαν αυτό που είμαι καλό ή κακό. Συγγραφείς που μού κράτησαν συντροφιά, που με παρηγόρησαν. Συγγραφείς που με βοήθησαν στον τρόπο που σκέφτομαι, που σκόρπισαν οτιδήποτε έχει σχέση με μεταφυσική, με θρησκείες, με παραλογισμούς, που μού επιβεβαίωσαν ότι δεν υπάρχει μοίρα παρά μόνο τυχαίο. Άλλοι που σού επιβεβαίωσαν ότι τα αισθήματα, οι ανησυχίες, οι φόβοι ξεπερνούν την ατομική μοίρα και αίσθηση και γίνονται κοινά και παρηγορητικά ακόμα και στο μεγάλο γεγονός τού θανάτου. Λίγα λόγια για τον καθένα, και αναγκαστικά μια αναπόληση τής ίδιας της ζωής, που πάντα σού αφήνει τη γεύση τού αξεδίψαστου.
Μαρσέλ Προυστ
ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ: Η αγάπη μου χρονολογείται από τα νεανικά μου χρόνια, τότε που περιμέναμε τη μετάφραση τού Παύλου Ζάννα από τη φυλακή, στα χρόνια τής Χούντας και την έκδοση τόμου-τόμου από τον Ηριδανό. Ο Προυστ αναμφισβήτητα είναι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος, γιατί άλλαξε τη ματιά που μέχρι τότε οι μυθιστοριογράφοι έβλεπαν τον κόσμο (Ρεαλισμός, Νατουραλισμός). Ο Προυστ θα αναγκάσει την πραγματικότητα να αποκαλύψει αλήθειες υπαρκτές μεν, αλλά καλά κρυμμένες. Αρνείται ότι η ομορφιά βρίσκεται πάντα στο αντικείμενο, και πιστεύει ότι αναδεικνύεται με την διαίσθηση τού πνεύματος. Πιστεύει στην υποκειμενική ανάπλαση τής πραγματικότητας. Ο ίδιος γράφει: « όσοι είδαν την προσωπική μου αντίληψη για τις αλήθειες με συγχαίραν γιατί τις είδα με το "μικροσκόπιο", όταν εγώ αντίθετα είχα χρησιμοποιήσει ένα "τηλεσκόπιο" για να ξεχωρίσω πράγματα μικρότατα είναι αλήθεια, αλλά μικρότατα γιατί ήταν σε μεγάλη απόσταση και γιατί το καθένα ήταν ένας κόσμος». Ο κόσμος δημιουργείται κάθε φορά που ο καλλιτέχνης, ανακαλύπτει τις κρυμμένες σκόρπιες εντυπώσεις και τις συνθέτει στο έργο τέχνης. Ο χαμένος χρόνος στον Προυστ είναι κρυμμένος στο παρελθόν. Ο Προυστ στηρίζει το αριστούργημά του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» με την προτεραιότητα που δίνει ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων, στην ασύνειδη σε σχέση με τη συνειδητή μνήμη. Η συνειδητή μνήμη στηρίζεται σε προσπάθειες τού μηχανισμού τής λογικής και της νόησης, για να ανασύρει κομμάτια από το χαμένο χρόνο, είναι ατελής και σκοντάφτει στις επικαλύψεις τών αναμνήσεων από περιοχές τής λήθης, και τελικά ανασταίνει τον ξανακερδισμένο από το παρελθόν , με ό,τι μπορεί να θυμηθεί, αλλοιώνοντας την αυθεντικότητα του. Η ασύνειδη μνήμη μέσω τών αισθήσεων, τής γεύσης, τής όρασης, τής ακοής, τής αφής, τής όσφρησης, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο. Μέσα από τη γεύση τής μικρής μαντλέν αναδύεται το χαμένο παρελθόν.
ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ: «Καθώς η μνήμη εξασθενίζει τα πάντα, αυτό που μάς θυμίζει καλύτερα μιαν ύπαρξη είναι ό,τι ακριβώς είχαμε ξεχάσει (γιατί ήταν ασήμαντο κι έτσι τού αφήσαμε όλη τη δύναμη του). Γι᾿ αυτό το λόγο, το καλύτερο μέρος τής μνήμης μας βρίσκεται έξω απ᾿ τον εαυτό μας, σε μια βροχερή πνοή, στη μυρωδιά τής κλεισούρας ενός δωμάτιου ή στη μυρωδιά μιας πρώτης φωτιάς σε φρύγανα, παντού όπου ξαναβρίσκουμε απ᾿ τον εαυτό μας ό,τι η σκέψη μας, μη έχοντας τι να το κάνει, το είχε παραμελήσει· το τελευταίο απόθεμα απ᾿ τα περασμένα, το καλύτερο, αυτό, που όταν όλα τα δάκρυά μας φαίνεται να έχουν στερέψει, μπορεί ακόμα να μας κάνει να κλάψουμε. Έξω απ᾿ τον εαυτό μας; Ας πούμε πιο σωστά μέσα μας, αλλά κρυμμένο απ᾿ τα ίδια τα βλέμματά μας, σε μια λησμονιά με μικρότερη ή μεγαλύτερη διάρκεια. Είναι μόνο χάρη σ᾿ αυτή τη λησμονιά που μπορούμε να ξαναβρίσκουμε κάποτε το αλλοτινό μας είναι, να στεκόμαστε απέναντι στα πράγματα όπως στεκόταν εκείνο, να υποφέρουμε ξανά, γιατί δεν είμαστε πια εμείς, αλλά εκείνο, και γιατί αγαπούσε το πρόσωπο που μας είναι τώρα αδιάφορο. Στο φως τής συνηθισμένης μνήμης, οι εικόνες απ᾿ τα περασμένα ξεθωριάζουν σιγά-σιγά, σβήνουν, και δεν απομένει πια τίποτα απ᾿ αυτές, δεν ξαναβρίσκουμε πια τα περασμένα. Ή μάλλον δεν θα τα ξαναβρίσκαμε πια, αν ορισμένες λέξεις (λ.χ. διευθυντής των Ταχυδρομείων), δεν είχαν κλειστεί προσεχτικά στη λησμονιά, όπως καταθέτει κανείς στην Εθνική Βιβλιοθήκη το αντίτυπο ενός βιβλίου που αλλιώς θα κινδύνευε να γίνει δυσεύρετο».
Φερντινάντ Σελίν
Απόσπασμα από το "Ταξίδι στην άκρη τής Νύχτας"
Μια νεαρά τού σπιτιού η Μόλλυ, άρχισε να μού εμπνέει ένα σπάνιο αίσθημα εμπιστοσύνης που για τα φοβισμένα πλάσματα επέχει θέση αγάπης. Έμπαινε στη θέση μου και δεν με έκρινε μόνο από τη δική της, όπως όλοι οι άλλοι. Α, αν την είχα γνωρίσει νωρίτερα τη Μόλλυ, όταν ήταν ακόμη καιρός, προτού χάσω τον ενθουσιασμό μου, μ’ εκείνη την καριόλα τη Μουζίν και εκείνη τη σκατούλα τη Λόλα. Γερνάς γρήγορα και επί πλέον ανεπανόρθωτα. Τ’ αντιλαμβάνεσαι από το ότι έχεις μάθει ν’ αγαπάς τη δυστυχία σου, άθελα σου. Φταίει η φύση σου που ᾿ναι πιο δυνατή από σένα, αυτό είναι όλο. Σε δοκιμάζει σε μια κατηγορία κι άντε μετά να ξεφύγεις.
Ντρεπόμουνα μάλιστα, που πάλευε να με κρατήσει η Μόλλυ. Μ’ άρεσε δε λέω, μα πιο πολύ μ᾿ άρεσε το βίτσιο μου, αυτή η όρεξη να το βάζω στα πόδια από παντού, γυρεύοντας δε ξέρω τι, από ηλίθια περηφάνια σίγουρα, από πίστη σε κάποιο είδος ανωτερότητας. Κατέληξα τόσο καλή που ήταν, να τής ομολογήσω τη μανία μου να το σκάω από παντού. Αλλά μού φαίνονταν ότι άρχιζα να ξεγελάω την περιβόητη μοίρα μου, το λόγο ύπαρξης μου καταπώς έλεγα, κι έκτοτε σταμάτησα να τής διηγούμαι ότι σκεφτόμουνα. Επέστρεφα μονάχος εντός μου, πολύ ικανοποιημένος που ήμουν ακόμη πιο δυστυχής από άλλοτε, γιατί είχα φέρει στη μοναξιά μου ένα είδος απόγνωσης. Κι έπειτα εκείνη ήξερε. Παραήταν ειλικρινής, δεν είχε λοιπόν πολλά να πει για μια λύπη. Αυτό που συνέβαινε μες την καρδιά της, τής αρκούσε. Φιλιόμασταν, μα πάντα σκεφτόμουνα να μην ξοδεύω χρόνο και τρυφερότητα, θαρρείς και ήθελα να τα κρατήσω όλα για κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες, ούτε ξέρω τι, γι’ αργότερα, μα όχι για τη Μόλλυ και όχι γι αυτό, θαρρείς και η ζωή θα ᾿παιρνε μακριά, θα μου ᾿κρυβε όσα ήθελα να μάθω γι αυτή, για τη ζωή που ᾿ναι στα βάθη τού σκότους, η ζωή θα με κορόιδευε όπως όλους τούς άλλους, η ζωή η αληθινή ερωμένη των πραγματικών ανδρών. Τη φιλούσα πιο συχνά τώρα, μα ήταν βαθύς ο δικός της ερωτικός καημός και πρέπει να ομολογήσουμε ότι μάς λείπει εντός μας όλο αυτό, κι ότι η χαρά τού καημού μας έχει στερέψει. Ντρεπόμαστε που δεν είμαστε πλούσιοι στη καρδιά και σε τόσα άλλα, κι επίσης που θεωρήσαμε την ανθρωπότητα πιο ποταπή, απ’ ότι είναι πραγματικά στο βάθος. Μα εγώ είχα κι αυτή το βρωμολόξα με τα φαντάσματα. Ίσως όχι αποκλειστικά από δικό μου λάθος. Η ζωή σ’ αναγκάζει να μένεις συχνά πυκνά με τα φαντάσματα. «Είσαι πολύ τρυφερός Φερδινάνδε», με καθησύχαζε η Μόλλυ, «μην κλαις για μένα… Είναι σαν αρρώστια αυτή η μανία σου να μαθαίνεις όλο και πιο πολλά … Αυτό είναι όλο… Κατά κει ολομόναχος… Ο μοναχικός ταξιδιώτης είναι κείνος που πάει πιο μακριά …Θα φύγεις σύντομα λοιπόν;»
Τη φίλησα τη Μόλλυ μ᾿ όσο κουράγιο απόμενε στο σκέλεθρο μου. Ένιωθα θλίψη αληθινή, για πρώτη φορά στη ζωή μου, για όλον τον κόσμο, για μένα, για κείνη, για όλους τούς ανθρώπους. Ίσως να ᾿ναι αυτό που ψάχνεις στη ζωή, αυτό μονάχα, την πιο μεγάλη δυνατή θλίψη, για να γίνεις ο εαυτός σου, προτού πεθάνεις. Ωστόσο υπερασπίστηκα την ψυχή μου ίσαμε σήμερα, κι αν ο θάνατος ερχόταν αύριο να με πάρει, δεν θα ᾿μουνα ποτέ , είμαι βέβαιος, το ίδιο ψυχρός , άσχημος, το ίδιο άξεστος, τόση καλοσύνη, τόσο όνειρο μου χάρισε η Μόλλυ τούς λίγους εκείνους μήνες της Αμερικής.
Ντρεπόμουνα μάλιστα, που πάλευε να με κρατήσει η Μόλλυ. Μ’ άρεσε δε λέω, μα πιο πολύ μ᾿ άρεσε το βίτσιο μου, αυτή η όρεξη να το βάζω στα πόδια από παντού, γυρεύοντας δε ξέρω τι, από ηλίθια περηφάνια σίγουρα, από πίστη σε κάποιο είδος ανωτερότητας. Κατέληξα τόσο καλή που ήταν, να τής ομολογήσω τη μανία μου να το σκάω από παντού. Αλλά μού φαίνονταν ότι άρχιζα να ξεγελάω την περιβόητη μοίρα μου, το λόγο ύπαρξης μου καταπώς έλεγα, κι έκτοτε σταμάτησα να τής διηγούμαι ότι σκεφτόμουνα. Επέστρεφα μονάχος εντός μου, πολύ ικανοποιημένος που ήμουν ακόμη πιο δυστυχής από άλλοτε, γιατί είχα φέρει στη μοναξιά μου ένα είδος απόγνωσης. Κι έπειτα εκείνη ήξερε. Παραήταν ειλικρινής, δεν είχε λοιπόν πολλά να πει για μια λύπη. Αυτό που συνέβαινε μες την καρδιά της, τής αρκούσε. Φιλιόμασταν, μα πάντα σκεφτόμουνα να μην ξοδεύω χρόνο και τρυφερότητα, θαρρείς και ήθελα να τα κρατήσω όλα για κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες, ούτε ξέρω τι, γι’ αργότερα, μα όχι για τη Μόλλυ και όχι γι αυτό, θαρρείς και η ζωή θα ᾿παιρνε μακριά, θα μου ᾿κρυβε όσα ήθελα να μάθω γι αυτή, για τη ζωή που ᾿ναι στα βάθη τού σκότους, η ζωή θα με κορόιδευε όπως όλους τούς άλλους, η ζωή η αληθινή ερωμένη των πραγματικών ανδρών. Τη φιλούσα πιο συχνά τώρα, μα ήταν βαθύς ο δικός της ερωτικός καημός και πρέπει να ομολογήσουμε ότι μάς λείπει εντός μας όλο αυτό, κι ότι η χαρά τού καημού μας έχει στερέψει. Ντρεπόμαστε που δεν είμαστε πλούσιοι στη καρδιά και σε τόσα άλλα, κι επίσης που θεωρήσαμε την ανθρωπότητα πιο ποταπή, απ’ ότι είναι πραγματικά στο βάθος. Μα εγώ είχα κι αυτή το βρωμολόξα με τα φαντάσματα. Ίσως όχι αποκλειστικά από δικό μου λάθος. Η ζωή σ’ αναγκάζει να μένεις συχνά πυκνά με τα φαντάσματα. «Είσαι πολύ τρυφερός Φερδινάνδε», με καθησύχαζε η Μόλλυ, «μην κλαις για μένα… Είναι σαν αρρώστια αυτή η μανία σου να μαθαίνεις όλο και πιο πολλά … Αυτό είναι όλο… Κατά κει ολομόναχος… Ο μοναχικός ταξιδιώτης είναι κείνος που πάει πιο μακριά …Θα φύγεις σύντομα λοιπόν;»
Τη φίλησα τη Μόλλυ μ᾿ όσο κουράγιο απόμενε στο σκέλεθρο μου. Ένιωθα θλίψη αληθινή, για πρώτη φορά στη ζωή μου, για όλον τον κόσμο, για μένα, για κείνη, για όλους τούς ανθρώπους. Ίσως να ᾿ναι αυτό που ψάχνεις στη ζωή, αυτό μονάχα, την πιο μεγάλη δυνατή θλίψη, για να γίνεις ο εαυτός σου, προτού πεθάνεις. Ωστόσο υπερασπίστηκα την ψυχή μου ίσαμε σήμερα, κι αν ο θάνατος ερχόταν αύριο να με πάρει, δεν θα ᾿μουνα ποτέ , είμαι βέβαιος, το ίδιο ψυχρός , άσχημος, το ίδιο άξεστος, τόση καλοσύνη, τόσο όνειρο μου χάρισε η Μόλλυ τούς λίγους εκείνους μήνες της Αμερικής.
Βιρτζίνια Γουλφ
Ένα ποιητικό απόσπασμα από το βιβλίο "Η κυρία Νταλογουέι
Ένας ήχος τον διέκοψε· ένας ήχος αδύναμος, τρεμουλιαστός, μια φωνή που ανέβαινε κυματιστή χωρίς κατεύθυνση, σφρίγος, αρχή ή τέλος, που κυλούσε αδύναμη και διαπεραστική, φωνή που δεν είχε ηλικία και φύλο, η φωνή μιας πηγής αρχαίας που ανάβλυζε απ᾿ τη γη· που έβγαινε, ακριβώς απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, από μια ψηλή τρεμουλιαστή φιγούρα, σαν φουγάρο, σαν σκουριασμένη αντλία, σαν ανεμοδαρμένο δέντρο για πάντα γυμνό από φύλλα, που αφήνει τον άνεμο να τρέχει πάνω κάτω στα κλαριά του και τραγουδώντας, ταλαντεύεται, τρίζει και στενάζει στο αεράκι των αιώνων.
Μέσα απ᾿ τούς αιώνες — όταν το πεζοδρόμιο ήταν χορτάρι, όταν ήταν βάλτος, μέσα απ᾿ την εποχή με τούς χαυλιόδοντες και τα μαμούθ, μέσα απ᾿ την εποχή τής σιωπηλής ανατολής— η τσακισμένη γυναίκα — γυναίκα ήταν, φορούσε φούστα— με το δεξί χέρι απλωμένο, το αριστερό σφιγμένο στο πλευρό της, στεκόταν και τραγουδούσε για την αγάπη — την αγάπη που κρατάει ένα εκατομμύριο χρόνια, και τραγούδησε για την αγάπη που θα νικήσει· και πριν από εκατομμύρια χρόνια ο αγαπημένος της, που ήταν νεκρός όλους αυτούς τούς αιώνες, είχε περπατήσει μαζί της τον Μάιο, σιγοτραγούδησε εκείνη· μα στων αιώνων το διάβα, αιώνων μεγάλων σαν τις μέρες τού καλοκαιριού, φλογερών (θυμόταν) σαν λουλούδια κατακόκκινα, εκείνος χάθηκε· το τεράστιο δρεπάνι τού χάρου σάρωσε εκείνους τούς τρομερούς λόφους, κι όταν ακούμπησε κι εκείνη το λευκόμαλλο και τόσο γερασμένο κεφάλι της στη γη, που είχε γίνει πάγος πια, ικέτεψε τούς θεούς ν᾿ αποθέσουν δίπλα της ένα μάτσο μαβιά ρείκια, εκεί στον τάφο της, που τον χάιδευαν οι τελευταίες αχτίδες τού τελευταίου ήλιου· γιατί μόνο τότε θα τελείωνε το εκπληκτικό θέαμα τοὐ σύμπαντος.
Καθώς το πανάρχαιο τραγούδι ανέβαινε κυματιστό απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, η γη φαινόταν πράσινη και λουλουδιασμένη· και παρόλο που έβγαινε από ένα στόμα τόσο άτεχνο, μια απλή γεμάτη λάσπες τρύπα στη γη γεμάτη ρίζες και μπλεγμένα χορτάρια, το παλιό κυματιστό κελαρυστό τραγούδι που μούλιαζε μπερδεμένες ρίζες αιώνων αμέτρητων, σκελετούς και θησαυρούς, κυλούσε σε ρυάκια πάνω στο πεζοδρόμιο και σ᾿ όλη την οδό Μάρλιμποουν, κάτω προς το Γιούστον, γονιμοποιώντας, αφήνοντας πίσω του έναν υγρό λεκέ.
Κι εξακολουθώντας να θυμάται πως κάποτε, έναν πανάρχαιο Μάιο, είχε περπατήσει με τον αγαπημένο της, αυτή η σκουριασμένη αντλία, αυτή η τσακισμένη γριά με το ένα χέρι απλωμένο να δεχτεί κέρματα, το άλλο σφιγμένο στο πλευρό, θα στεκόταν εκεί ακόμα και σε δέκα εκατομμύρια χρόνια, φέρνοντας στη μνήμη της πως είχε μια φορά περπατήσει τον Μάιο εκεί που τώρα ρέει η θάλασσα, δεν είχε σημασία με ποιον — ήταν ένας άντρας, ω ναι, ένας άντρας που την είχε αγαπήσει. Αλλά το πέρασμα των αιώνων είχε θολώσει τη διαύγεια εκείνης τής πανάρχαιας μέρας· τα λουλούδια με τα ζωηρά πέταλα ήταν ξασπρισμένα, καλυμμένα με ασημένιο πάγο· κι εκείνη δεν έβλεπε πια, όταν τον ικέτευε (όπως έκανε τώρα με φωνή καθαρή) «κοίτα με βαθιά στα μάτια, με τα δικά σου τα γλυκά τα μάτια», δεν έβλεπε πια καστανά μάτια, μαύρες φαβορίτες ή ηλιοκαμένο πρόσωπο, έβλεπε μοναχά μια φιγούρα που πλησίαζε, μια θολή φιγούρα, στην κατεύθυνση τής οποίας τιτίβιζε με τη φρεσκάδα πουλιού που έχουν οι γέροι «δώσ᾿ μου το χέρι σου κι άσε με να το σφίξω απαλά» (ο Πίτερ Γουόλς ήταν αδύνατον να μην δώσει στο φτωχό πλάσμα ένα κέρμα την ώρα που έμπαινε στο ταξί του), «κι αν τύχει κάποιος και μάς δει, τι σημασία έχει;» ρωτούσε· και με τη γροθιά της σφιγμένη στο πλευρό της, χαμογέλασε αρπάζοντας το σελίνι, κι όλα τα διεισδυτικά, εξεταστικά μάτια σαν να ξεθώριασαν κι οι γενιές που περνούσαν — το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο φουριόζους μεσοαστούς — εξαφανίστηκαν, σαν τα φύλλα που πατιούνται, μουσκεύουν, μουλιάζουν, σαπίζουν εξαιτίας αυτής τής αιώνιας άνοιξης --
Ένας ήχος τον διέκοψε· ένας ήχος αδύναμος, τρεμουλιαστός, μια φωνή που ανέβαινε κυματιστή χωρίς κατεύθυνση, σφρίγος, αρχή ή τέλος, που κυλούσε αδύναμη και διαπεραστική, φωνή που δεν είχε ηλικία και φύλο, η φωνή μιας πηγής αρχαίας που ανάβλυζε απ᾿ τη γη· που έβγαινε, ακριβώς απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, από μια ψηλή τρεμουλιαστή φιγούρα, σαν φουγάρο, σαν σκουριασμένη αντλία, σαν ανεμοδαρμένο δέντρο για πάντα γυμνό από φύλλα, που αφήνει τον άνεμο να τρέχει πάνω κάτω στα κλαριά του και τραγουδώντας, ταλαντεύεται, τρίζει και στενάζει στο αεράκι των αιώνων.
Μέσα απ᾿ τούς αιώνες — όταν το πεζοδρόμιο ήταν χορτάρι, όταν ήταν βάλτος, μέσα απ᾿ την εποχή με τούς χαυλιόδοντες και τα μαμούθ, μέσα απ᾿ την εποχή τής σιωπηλής ανατολής— η τσακισμένη γυναίκα — γυναίκα ήταν, φορούσε φούστα— με το δεξί χέρι απλωμένο, το αριστερό σφιγμένο στο πλευρό της, στεκόταν και τραγουδούσε για την αγάπη — την αγάπη που κρατάει ένα εκατομμύριο χρόνια, και τραγούδησε για την αγάπη που θα νικήσει· και πριν από εκατομμύρια χρόνια ο αγαπημένος της, που ήταν νεκρός όλους αυτούς τούς αιώνες, είχε περπατήσει μαζί της τον Μάιο, σιγοτραγούδησε εκείνη· μα στων αιώνων το διάβα, αιώνων μεγάλων σαν τις μέρες τού καλοκαιριού, φλογερών (θυμόταν) σαν λουλούδια κατακόκκινα, εκείνος χάθηκε· το τεράστιο δρεπάνι τού χάρου σάρωσε εκείνους τούς τρομερούς λόφους, κι όταν ακούμπησε κι εκείνη το λευκόμαλλο και τόσο γερασμένο κεφάλι της στη γη, που είχε γίνει πάγος πια, ικέτεψε τούς θεούς ν᾿ αποθέσουν δίπλα της ένα μάτσο μαβιά ρείκια, εκεί στον τάφο της, που τον χάιδευαν οι τελευταίες αχτίδες τού τελευταίου ήλιου· γιατί μόνο τότε θα τελείωνε το εκπληκτικό θέαμα τοὐ σύμπαντος.
Καθώς το πανάρχαιο τραγούδι ανέβαινε κυματιστό απέναντι απ᾿ το σταθμό τού μετρό στο Ρίτζεντς Παρκ, η γη φαινόταν πράσινη και λουλουδιασμένη· και παρόλο που έβγαινε από ένα στόμα τόσο άτεχνο, μια απλή γεμάτη λάσπες τρύπα στη γη γεμάτη ρίζες και μπλεγμένα χορτάρια, το παλιό κυματιστό κελαρυστό τραγούδι που μούλιαζε μπερδεμένες ρίζες αιώνων αμέτρητων, σκελετούς και θησαυρούς, κυλούσε σε ρυάκια πάνω στο πεζοδρόμιο και σ᾿ όλη την οδό Μάρλιμποουν, κάτω προς το Γιούστον, γονιμοποιώντας, αφήνοντας πίσω του έναν υγρό λεκέ.
Κι εξακολουθώντας να θυμάται πως κάποτε, έναν πανάρχαιο Μάιο, είχε περπατήσει με τον αγαπημένο της, αυτή η σκουριασμένη αντλία, αυτή η τσακισμένη γριά με το ένα χέρι απλωμένο να δεχτεί κέρματα, το άλλο σφιγμένο στο πλευρό, θα στεκόταν εκεί ακόμα και σε δέκα εκατομμύρια χρόνια, φέρνοντας στη μνήμη της πως είχε μια φορά περπατήσει τον Μάιο εκεί που τώρα ρέει η θάλασσα, δεν είχε σημασία με ποιον — ήταν ένας άντρας, ω ναι, ένας άντρας που την είχε αγαπήσει. Αλλά το πέρασμα των αιώνων είχε θολώσει τη διαύγεια εκείνης τής πανάρχαιας μέρας· τα λουλούδια με τα ζωηρά πέταλα ήταν ξασπρισμένα, καλυμμένα με ασημένιο πάγο· κι εκείνη δεν έβλεπε πια, όταν τον ικέτευε (όπως έκανε τώρα με φωνή καθαρή) «κοίτα με βαθιά στα μάτια, με τα δικά σου τα γλυκά τα μάτια», δεν έβλεπε πια καστανά μάτια, μαύρες φαβορίτες ή ηλιοκαμένο πρόσωπο, έβλεπε μοναχά μια φιγούρα που πλησίαζε, μια θολή φιγούρα, στην κατεύθυνση τής οποίας τιτίβιζε με τη φρεσκάδα πουλιού που έχουν οι γέροι «δώσ᾿ μου το χέρι σου κι άσε με να το σφίξω απαλά» (ο Πίτερ Γουόλς ήταν αδύνατον να μην δώσει στο φτωχό πλάσμα ένα κέρμα την ώρα που έμπαινε στο ταξί του), «κι αν τύχει κάποιος και μάς δει, τι σημασία έχει;» ρωτούσε· και με τη γροθιά της σφιγμένη στο πλευρό της, χαμογέλασε αρπάζοντας το σελίνι, κι όλα τα διεισδυτικά, εξεταστικά μάτια σαν να ξεθώριασαν κι οι γενιές που περνούσαν — το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο φουριόζους μεσοαστούς — εξαφανίστηκαν, σαν τα φύλλα που πατιούνται, μουσκεύουν, μουλιάζουν, σαπίζουν εξαιτίας αυτής τής αιώνιας άνοιξης --
Μάριος Χάκκας
Απόσπασμα από το διήγημα "Οι εξαιρετικές μου στιγμές"
Εσύ αφανίζεις στο μαυράδι των ματιών σου τη γελοία καθημερινότητά μου, στα ψιχαλιστά ματάκια σου όλα γίνονται θολός ουρανός και γόνιμη μπόρα.
Θυμάμαι τότε που χάθηκες απ᾿ τη ζωή μου, τότε που έφυγες με την αύρα τού Μυρτώου, μ᾿ ένα κοπάδι γύλους που γελούσαν πότε στον αφρό και πότε στο βαθούλωμα των κυμάτων, κι εγώ σ᾿ αναζητούσα αναπλάθοντας το σώμα σου στην άμμο, το πρόσωπό σου συγκολλώντας θρυμματισμένους αμφορείς από τα ερείπια ποντισμένης πόλης. Συνταίριαξα ασθμαίνοντα σπάραχνα τα χείλη σου, τής ήβης σου τα πρώτα βρύα και στη σπηλιά σου φρουρό ένα αστερία. Κι όμως πάντα κάτι μού ξέφευγε, ίσως τα μάτια σου που βάψανε τη θάλασσα και προπαντός το δάκρυ σου κλεισμένο σε όστρακο μέσα σ᾿ εκατομμύρια όστρακα χαμένο.
Στην απουσία σου δε συναντάω γοργόνες, μήτε δελφίνια και χελιδονόψαρα. Ένα γαλάζιο σάβανο μόνο και μέδουσες πολλές, σακατεμένα γλαρόνια και άδειες κοχύλες, που όσο κι αν φωνάζω μέσα τους καμιά βοή δε μ᾿ αποκρίνεται. Δεν νιώθω καν δροσιά στα καψαλισμένα μου χέρια, ούτε την αλμύρα στο φαγωμένο μου πρόσωπο.
Μα όταν έρχεσαι, εγκαταλείποντας τούς θλιβερούς τουρίστες τής ζωής σου, αυτούς που μονάχα το δέρμα σου γνώρισαν, αυτούς που μονάχα το χέρι σου φίλησαν κι αγοράσαν για σουβενίρ ένα κολιέ κοχύλια να θυμούνται κάτι από τη μεσημεριανή σου λάμψη, όταν ξανάρχεσαι, βουτώ μικρός ιππόκαμπος στα σπλάχνα σου, ατέλειωτα θαλασσινά λιβάδια και πάνω μας τα κύματα σαρώνουν την καθημερινότητά μου, κτίσματα στην άμμο.