Κική Δημουλά (1931-2020)

Σαν μια εκδρομή η ποίηση, αρκετά έξω, μακριά από την πυκνοκατοικημένη γλώσσα. Πας εκεί εντελώς μόνος, στρώνεις κάτω ένα μεγάλο λευκό χαρτί, το στερεώνεις με ένα υπομονετικό μολύβι, και περιμένεις. Μήπως η ετοιμασία σου, προσελκύσει εκείνες τις σαύρες - λέξεις που τρέχοντας περνούν και με τη θαυμαστή προσαρμοστικότητά τους πάνε και κρύβονται στο άλλο χρώμα κάθε φορά, τού άλλου νοήματος, μέσω τού οποίου και διαφεύγουν. Υπερκινητικές οι λέξεις. Περιμένεις, ώρες, μήνες, μπορεί και χρόνια, μήπως και τις μαγνητίσει αυτή η κατάλευκη άγραφη λιχουδιά που τούς έχεις απλώσει.
Σαν μια φωλιά φυγής η ποίηση. Χτισμένη σε αιχμηρό ύψος, ώστε να είναι δυσπρόσιτη στην αρπαχτική περιέργεια να θέλει κανείς να δει καθαρά το εντός της επωαζόμενο. Την αποτελεσματική προστασία τής απόκρυψης την παρέχει η αφαίρεση. Η τέχνη επαγρυπνά. Δια τής ελλειπτικότητας. Ισορροπώντας στο ένα της πόδι. Γράφοντας αφαιρούμε.
Γράφουμε διαμαρτυρόμενοι, ίσως, επειδή, κατά την μεγάλη εκείνη έκρηξη τού σύμπαντος επικράτησε σκανδαλώδης μεροληψία στη διανομή των θραυσμάτων. Στην ύπαρξή μας δόθηκε το μικρότερο: αυτό τού φευγαλέου. Μας παραχωρήθηκε όμως ευτυχώς και η ψευδαίσθηση, ως αναγκαίο εξάρτημά του. Δια τής προσάρτησης. Το φευγαλέο γίνεται έτσι, ένας θαυμάσιος μέλλων διαρκείας τού ρήματος ανθίσταμαι. Απόδειξη, όσο τελούσα υπό την ανώμαλη επήρεια αυτού τού γραμματικού κανόνα έζησα στιγμές απίθανου μήκους και γόνιμης μωρίας. Κέντησα λεπτολόγους συνθήκες, προίκα για εφικτή συμβίωση των αταίριαστων: τής ευαισθησίας με τον βιαστή της, τής βιοπαλαίστριας αντοχής με τον γελοιογράφο της πανικό, τού έρωτα με την ανεντιμότητά του, ενώ αυτοκτονεί, να αφήνει κάθε φορά σημείωμα τάχα ότι εμείς τον σκοτώνουμε.
Γράφουμε για ένα ίσως. Για να τιμήσουμε αυτή την αμερόληπτη λέξη, πού κρατάει τις ίδιες αποστάσεις από το ναι όσο και από το όχι. Τηρώντας έτσι μια πολιτισμένη άκρα ησυχία, όσο να προλάβει, κάτω απ᾿ αυτή την ισκιερή εκκρεμότητα, να πάρει ένα κλεφτό υπνάκο ή πολύ κουρασμένη αβεβαιότης. Όμως,
Σαν να μην κάτεχα, ό αγράμματος, πώς είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
ανακαλύπτει ο Ελύτης
Γράφω, γιατί αυτό έτυχε να είναι το μόνο υψωματάκι που μού παραχωρήθηκε, όπου κυματίζουν θαρρετά, πλησίστια οι βαθιές ρίζες τής γλώσσας από την οποία κατάγομαι. Τη μιλώ όταν εκείνη πνέει, όταν βγαίνει από την εσωστρέφειά της και τη δυστροπία της. Τότε με αφήνει να παίζω μαζί της, να πειράζω τα σύμφωνα και να γελάνε τα φωνήεντα, να ξεφυλλίζω την πολύτομη αδίδακτη χρήση της, ν᾿ ανοίγω τα σεντούκια της, γεμάτα με τούς ανθηρούς αιώνες τής ηλικίας της. Αλλά δεν με προχωράει όσο ποθώ. Όλο μού βάζει επαναλήψεις, να δει αν θυμάμαι ότι το φευ δεν είναι αμετάβλητο. Δικαιούμαι να αποσπάσω το φι, να το πετάξω προσάναμμα στη φωτιά, να καεί, και ελεύθερο πια το ευ να αποδοθεί εκεί που ανήκει: στο ευρύ αναγκαίον. Μού λέει ακόμα ότι η ομοιότης τού όμικρον με το μηδέν δεν αποτελεί κανόνα εθισμού. Το όμικρον μπορεί κάλλιστα να είναι, εκτός από οδύνη, όραμα, και το μηδέν, ένας άγνωστος παρθένος κολπίσκος μιας εκ νέου αρχής. Κάτι που εύχεται το ευρύ αναγκαίον. Άλλο δίδαγμά της, που δύσκολα όμως αφομοιώνεται: ότι το χλωρό επιφώνημα με το όποιον υποδεχόμαστε μιαν ευδαίμονα άφιξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την υποδοχή μιας λύπης, αρκεί να το τσακίσουμε στα δύο, ξερό κλαδί πια, και το κρακ να ακουστεί καθαρά ως πέρα, έως την ευρέως αναγκαία γενναιότητα.
Τέλος, ρητά μού επαναλαμβάνει ότι το εγώ, μόνον εξαιτίας τής συντομίας και τής μοναχικότητας στην οποίαν υπόκειται κάθε εγώ και κάθε εσύ, εκφέρεται με τόση έμφαση. Δεν είναι έπαρση. Καθόλου εγωπάθεια. Είναι επείγον κάλεσμα κάποιου ρήματος δίπλα του όπως: εγώ βρέχομαι. Δηλαδή, κοίταξέ με.
Γράφουμε για ένα ίσως. Για να τιμήσουμε αυτή την αμερόληπτη λέξη, πού κρατάει τις ίδιες αποστάσεις από το ναι όσο και από το όχι. Τηρώντας έτσι μια πολιτισμένη άκρα ησυχία, όσο να προλάβει, κάτω απ᾿ αυτή την ισκιερή εκκρεμότητα, να πάρει ένα κλεφτό υπνάκο ή πολύ κουρασμένη αβεβαιότης. Όμως,
Σαν να μην κάτεχα, ό αγράμματος, πώς είναι κει
ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που
ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
ανακαλύπτει ο Ελύτης
Γράφω, γιατί αυτό έτυχε να είναι το μόνο υψωματάκι που μού παραχωρήθηκε, όπου κυματίζουν θαρρετά, πλησίστια οι βαθιές ρίζες τής γλώσσας από την οποία κατάγομαι. Τη μιλώ όταν εκείνη πνέει, όταν βγαίνει από την εσωστρέφειά της και τη δυστροπία της. Τότε με αφήνει να παίζω μαζί της, να πειράζω τα σύμφωνα και να γελάνε τα φωνήεντα, να ξεφυλλίζω την πολύτομη αδίδακτη χρήση της, ν᾿ ανοίγω τα σεντούκια της, γεμάτα με τούς ανθηρούς αιώνες τής ηλικίας της. Αλλά δεν με προχωράει όσο ποθώ. Όλο μού βάζει επαναλήψεις, να δει αν θυμάμαι ότι το φευ δεν είναι αμετάβλητο. Δικαιούμαι να αποσπάσω το φι, να το πετάξω προσάναμμα στη φωτιά, να καεί, και ελεύθερο πια το ευ να αποδοθεί εκεί που ανήκει: στο ευρύ αναγκαίον. Μού λέει ακόμα ότι η ομοιότης τού όμικρον με το μηδέν δεν αποτελεί κανόνα εθισμού. Το όμικρον μπορεί κάλλιστα να είναι, εκτός από οδύνη, όραμα, και το μηδέν, ένας άγνωστος παρθένος κολπίσκος μιας εκ νέου αρχής. Κάτι που εύχεται το ευρύ αναγκαίον. Άλλο δίδαγμά της, που δύσκολα όμως αφομοιώνεται: ότι το χλωρό επιφώνημα με το οποίον υποδεχόμαστε μιαν ευδαίμονα άφιξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την υποδοχή μιας λύπης, αρκεί να το τσακίσουμε στα δύο, ξερό κλαδί πια, και το κρακ να ακουστεί καθαρά ως πέρα, έως την ευρέως αναγκαία γενναιότητα.
Τέλος, ρητά μού επαναλαμβάνει ότι το εγώ, μόνον εξαιτίας τής συντομίας και τής μοναχικότητας στην οποίαν υπόκειται κάθε εγώ και κάθε εσύ, εκφέρεται με τόση έμφαση. Δεν είναι έπαρση. Καθόλου εγωπάθεια. Είναι επείγον κάλεσμα κάποιου ρήματος δίπλα του όπως: εγώ βρέχομαι. Δηλαδή, κοίταξέ με.
Η καθημερινότης είναι, φοβάμαι, θύμα τής προκατάληψης που υπάρχει εναντίον τής επανάληψης· τάχα ότι είναι μια τεμπέλα ομοιομορφία. Ενώ στην πραγματικότητα είναι μια άοκνη εργάτρια επί εικοσιτετραώρου βάσεως, στη βαριά παραγωγή προϋποθέσεων για την καλύτερη και περισσότερη παραμονή μας στη ζωή. Υπόκειμαι στην επανάληψη, την εκτιμώ. Όχι βέβαια ότι δεν με ταλανίζει η ανάγκη τού διαφορετικού —άλλωστε ποιος είπε ότι το διαφορετικό απουσιάζει από την επανάληψη. Συντάσσομαι λοιπόν με τον Τσέζαρε Παβέζε: «ότι τα πάντα είναι επανάληψη. Ακόμα και η πρώτη φορά επανάληψη είναι».
Την υμνώ. Και αλήθεια, δεν μού είναι διόλου πληκτικό κάθε πρωί τα μάτια μου να ψαύουν την ίδια αγέραστη στιλπνή επιδερμίδα τού ξημερώματος· να φωτογραφίζουν τα ίδια λευκά σύννεφα, που είναι οι γεωργοί, οι καλλιεργητές τού ακόμα περισσότερο μπλε ουρανού· και δεν στερεύω διόλου αγαπώντας τα ίδια ακριβώς χτεσινά και περσινά και προπέρσινα όνειρα, που ξεσβολιάζουν το ίδιο ακριβώς αυριανό μαξιλάρι μου. Η δε επαναληπτική μονοτονία τού άρτιου τζιτζικοτροφείου που κρυφά διατηρώ μέσα στο καταχείμωνό μου, δεν έχει φθείρει διόλου, εκείνη την τραγουδιστή απώλεια κάποιων καλοκαιριών.
Ακόμα και η πρώτη φορά επανάληψη είναι. «Κι αν όλα έχουν γραφτεί, πρέπει να ξαναγραφτούν από την αρχή. Αλλά πως; Από κάτω θα φαίνονται οι ουλές», έχει πει η Αρβελέρ.
Το σχολιάζω, γιατί συμβαίνει πράγματι, κάτω από καθετί που επιχειρώ να ξαναγράψω από την αρχή, να φαίνονται καθαρά οι ουλές. Και ανησυχώ μήπως φταίει αποκλειστικά η γραφή που χρησιμοποιώ, μήπως την προμηθεύτηκα από καμιά πλανόδια νοθευμένη μέθοδο και δεν περιέχει τα μεγαλειώδη συστατικά τού χρόνου, τα εγκεκριμένα από τον Σοφοκλή:
Ἅπανθ᾿ ὁ μακρός κἀναρίθμητος χρόνος
φύει τα᾿ ἄδηλα καί φανέντα κρύπτεται
Ο χρόνος. Μακρύς. Αναρίθμητος και ταχυδακτυλουργός μέγας. Εντυπωσιακό το νούμερο όπου κλείνει τη μόνιμη συνεργάτιδά του, τη φθορά, σ᾿ ένα ξύλινο μπαούλο. Πειστικά την πριονίζει κάθετα από πάνω έως κάτω, περιμένεις, εύχεσαι να τη δεις κομμένη στο δύο. Αλλά εκείνη βγαίνει σώα, χαμογελαστή υποκλίνεται, την αποθεώνουν τα χειροκροτήματα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο βίος είναι ένα ακούραστο ενθουσιώδες χειροκρότημα σε ό,τι τον πριονίζει, σε ό,τι τον φθείρει
Η μνήμη. Αφανής ψυχοθεραπεύτρια. Διά τού υπνωτισμού θεραπεύει από τη νόσο τού τελεσίδικου κάθε τελειωμένο, κάθε απώλεια, προκαλώντας έτσι μια περιληπτική προσδοκώμενη Δευτέρα παρουσία τους. Κατακόμβη επίσης η μνήμη, όπου φυλάσσονται ανεκπλήρωτες επιθυμίες, και σαν «σώματα ωραίων νεκρών που δεν εγέρασαν μοιάζουν».
Εκεί κάτω βρέθηκε και το εικόνισμα με το μισοφαγωμένο πρόσωπο τής νοσταλγίας, που λένε πως, άμα το πιστέψεις, πικραίνεσαι θαυματουργά.
Ας λέει ο Μάρκος Αυρήλιος: «παν εφήμερον, και ο μνημονεύων και το μνημονευόμενον». Εγώ, επιμένω να θυμάμαι, γιατί είμαι ευσυνείδητη. Θέλω να γίνω ένας έντιμος, διακεκριμένος πλαστογράφος τής διάρκειας.
Παν εφήμερον. Λήθη επομένως. Μούσα των ενοχών μας. Εγκληματικής απληστίας πλάσμα. Μεθοδεύει τον γρήγορο θάνατο τής μνήμης, για να τής αρπάξει ό,τι εκείνη κρυφά αποταμιεύει, να το δώσει στην άπορη παραμυθία.
Το επιχείρημα τής λήθης για το λυσσαλέο κύρος που συσσωρεύει είναι ότι μ᾿ αυτό παρασκευάζει γιατρικό που θεραπεύει τις λύπες. Το ίδιο ακριβώς θεραπευτικό προϊόν δηλαδή που διαφημίζει η ανυπαρξία.
Ο ασκητικός χώρος, που είναι ο φυσικός χώρος τού ποιήματος, δεν τού παρέχει την πολυτέλεια των απεριορίστου εκτάσεως σελίδων που διαθέτει η πεζογραφία.
Εδώ, συμπιέζονται απάνθρωπα, για να χωρέσουν στο κελί του, οι μεγαλόσωμες αντιπαλότητες μεταξύ τής ποθητής τάξεως των πραγμάτων και τής ανεπιθύμητης φυσικής αταξίας τους. Να διαχωρίσεις κρατούμενους δεν μπορείς, γιατί καθένας φέρει ενσωματωμένο το αντίθετο. Η αγάπη, την αμφισβήτησή της· το ανομολόγητο, κολλημένο σαν στρείδι στη γλώσσα των αποκαλύψεων· ή δική μου αλήθεια δεμένη στη θυσία της — πώς αλλιώς να πνεύσει ούρια ή δική σου; — ο έρωτας, με κατάστηθα τα ηρεμιστικά χαπάκια τού θανάτου· ή υπερήφανη εγκαρτέρηση, με κατάστηθα εκείνο το αχ πού τόσο συχνά ξεφεύγοντας την ταπεινώνει δημόσια. Για να χωρέσουν όλ᾿ αυτά πρέπει να μιλούν ελάχιστα, υπαινικτικά. Αλλά τίποτα δεν έρχεται να αρχίσει ή να τελειώσει τη ζωή του σ᾿ αυτό το κρατητήριο, αν δεν έχει φτάσει στα άκρα. Και τα άκρα των καταστάσεων, όσο και να αναδιπλωθούν στην αποσιώπησή τους, πάλι εξέχουν, κρέμονται έξω από το ποίημα. Η κατακρεούργησή τους είναι υποχρεωτική. Περίλυπο χρέος τού ποιητή. Οφείλει να πετσοκόψει και να στερηθεί τη μάζα των συγκινήσεών του πού τόσο αγαπάει. Να το κάνει, πριν ορμήσει το κοράκι, ή αισθητική, πού ήδη γυροφέρνει και απειλεί να κατασπαράξει ολόκληρο το ποίημα.
Με ρωτούν συχνά γιατί προσωποποιώ ή και σωματοποιώ έννοιες και λέξεις, και αν αυτό γίνεται με υπόδειξη τής έμπνευσης.
Για να τις ελέγχω, απαντώ. Επειδή οι περισσότερες είναι φοδραρισμένες με έναν Ιούδα. Η κρυψίνους πολυσημία τους πολλές φορές με παρέδωσε δι᾿ ασπασμού στην αστοχία. Τις προσωποποιώ όμως και για άλλο λόγο: για να πετύχω τη μετάλλαξή τους σε πρώτο αναγνώστη και υπεύθυνο κριτή όσων εκείνες μεν γράφουν, αλλά εγώ υπογράφω.
Σχετικά τώρα με την έμπνευση, ούτε γι᾿ αυτήν ξέρω τίποτα. Την υποπτεύομαι μόνο: από την κορύφωση ενός πείσματος να ξεπεράσω μιαν ανυπέρβλητη δυσκολία· από το πως, ένας παμπάλαιος στίχος άτυχος, χρόνια κλεισμένος σ᾿ ένα συρτάρι —στρατόπεδο συγκεντρώσεως αποτυχιών — δραπετεύει μόνος του κι έρχεται να άρει τα αδιέξοδα ως εκ θαύματος. Ίσως να είναι η έμπνευση πια που τον χρήζει σωτήρα. Την έχω διαισθανθεί πιθανόν, από την ξαφνική ευχέρεια να αφουγκράζομαι, παρά τούς εκκωφαντικούς έξω θορύβους, τον ψίθυρο μιας έσω εντολής. Εντολή σχεδόν περιπαικτική, καθώς δεν μού ξεκαθαρίζει ποτέ τι οφείλω να κτίσω: ένα άσυλο ανιάτων ονείρων, μιαν εκκλησία για νεοφώτιστες μεταμέλειες, ή έναν ξενώνα για περιπλανώμενους αγγέλους; Για να υπηρετήσω αυτή την ασάφεια, γίνομαι πανικόβλητος χειρώναξ που κουβαλάει τόνους άμορφο υλικό από την μιαν άκρη τής λευκής σελίδας στην άλλη. Χτίζω, γκρεμίζω, ξανά και πάλι, συσσωρεύεται ήττα. Ώσπου αποκαμωμένη από την άγονη προσπάθεια, εκσφενδονίζω — κατά λάθος ή και από θυμό— ένα παράθυρο στη θέση τής πόρτας. Και είναι εξωφρενικό ότι αυτή ή παράφορη κίνηση συχνά οικοδομεί. Σαν ή παραφορά να είναι ή έμπνευση. Πολλοί υποστηρίζουν ότι έμπνευση δεν υπάρχει και άλλοι ότι ό ελεύθερος στίχος την αγνοεί.
Ένα αγωνιώδες ερώτημα, που συχνά τίθεται, είναι αν στην εποχή μας ωφελεί η ποίηση.
Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες τού ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον τής κατανόησής της. Ωφελεί, υπερκόσμια, εκείνον που την ασκεί και μόνον κατά τη διάρκεια της άσκησης, επειδή τότε μόνο τον βγάζει από το σώμα του, τον σταθεροποιεί σε μιαν αιώρηση απ᾿ όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο τής μικρότητάς του. Ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τούς μεγάλους κάδους τής βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι τού αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος, ή ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.
Σαν μια φωλιά φυγής η ποίηση. Χτισμένη σε αιχμηρό ύψος, ώστε να είναι δυσπρόσιτη στην αρπαχτική περιέργεια να θέλει κανείς να δει καθαρά το εντός της επωαζόμενο. Την αποτελεσματική προστασία τής απόκρυψης την παρέχει η αφαίρεση. Η τέχνη επαγρυπνά. Δια τής ελλειπτικότητας. Ισορροπώντας στο ένα της πόδι. Γράφοντας αφαιρούμε.
Γράφουμε διαμαρτυρόμενοι, ίσως, επειδή, κατά την μεγάλη εκείνη έκρηξη τού σύμπαντος επικράτησε σκανδαλώδης μεροληψία στη διανομή των θραυσμάτων. Στην ύπαρξή μας δόθηκε το μικρότερο: αυτό τού φευγαλέου. Μας παραχωρήθηκε όμως ευτυχώς και η ψευδαίσθηση, ως αναγκαίο εξάρτημά του. Δια τής προσάρτησης. Το φευγαλέο γίνεται έτσι, ένας θαυμάσιος μέλλων διαρκείας τού ρήματος ανθίσταμαι. Απόδειξη, όσο τελούσα υπό την ανώμαλη επήρεια αυτού τού γραμματικού κανόνα έζησα στιγμές απίθανου μήκους και γόνιμης μωρίας. Κέντησα λεπτολόγους συνθήκες, προίκα για εφικτή συμβίωση των αταίριαστων: τής ευαισθησίας με τον βιαστή της, τής βιοπαλαίστριας αντοχής με τον γελοιογράφο της πανικό, τού έρωτα με την ανεντιμότητά του, ενώ αυτοκτονεί, να αφήνει κάθε φορά σημείωμα τάχα ότι εμείς τον σκοτώνουμε.
Γράφουμε για ένα ίσως. Για να τιμήσουμε αυτή την αμερόληπτη λέξη, πού κρατάει τις ίδιες αποστάσεις από το ναι όσο και από το όχι. Τηρώντας έτσι μια πολιτισμένη άκρα ησυχία, όσο να προλάβει, κάτω απ᾿ αυτή την ισκιερή εκκρεμότητα, να πάρει ένα κλεφτό υπνάκο ή πολύ κουρασμένη αβεβαιότης. Όμως,
Σαν να μην κάτεχα, ό αγράμματος, πώς είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
ανακαλύπτει ο Ελύτης
Γράφω, γιατί αυτό έτυχε να είναι το μόνο υψωματάκι που μού παραχωρήθηκε, όπου κυματίζουν θαρρετά, πλησίστια οι βαθιές ρίζες τής γλώσσας από την οποία κατάγομαι. Τη μιλώ όταν εκείνη πνέει, όταν βγαίνει από την εσωστρέφειά της και τη δυστροπία της. Τότε με αφήνει να παίζω μαζί της, να πειράζω τα σύμφωνα και να γελάνε τα φωνήεντα, να ξεφυλλίζω την πολύτομη αδίδακτη χρήση της, ν᾿ ανοίγω τα σεντούκια της, γεμάτα με τούς ανθηρούς αιώνες τής ηλικίας της. Αλλά δεν με προχωράει όσο ποθώ. Όλο μού βάζει επαναλήψεις, να δει αν θυμάμαι ότι το φευ δεν είναι αμετάβλητο. Δικαιούμαι να αποσπάσω το φι, να το πετάξω προσάναμμα στη φωτιά, να καεί, και ελεύθερο πια το ευ να αποδοθεί εκεί που ανήκει: στο ευρύ αναγκαίον. Μού λέει ακόμα ότι η ομοιότης τού όμικρον με το μηδέν δεν αποτελεί κανόνα εθισμού. Το όμικρον μπορεί κάλλιστα να είναι, εκτός από οδύνη, όραμα, και το μηδέν, ένας άγνωστος παρθένος κολπίσκος μιας εκ νέου αρχής. Κάτι που εύχεται το ευρύ αναγκαίον. Άλλο δίδαγμά της, που δύσκολα όμως αφομοιώνεται: ότι το χλωρό επιφώνημα με το όποιον υποδεχόμαστε μιαν ευδαίμονα άφιξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την υποδοχή μιας λύπης, αρκεί να το τσακίσουμε στα δύο, ξερό κλαδί πια, και το κρακ να ακουστεί καθαρά ως πέρα, έως την ευρέως αναγκαία γενναιότητα.
Τέλος, ρητά μού επαναλαμβάνει ότι το εγώ, μόνον εξαιτίας τής συντομίας και τής μοναχικότητας στην οποίαν υπόκειται κάθε εγώ και κάθε εσύ, εκφέρεται με τόση έμφαση. Δεν είναι έπαρση. Καθόλου εγωπάθεια. Είναι επείγον κάλεσμα κάποιου ρήματος δίπλα του όπως: εγώ βρέχομαι. Δηλαδή, κοίταξέ με.
Γράφουμε για ένα ίσως. Για να τιμήσουμε αυτή την αμερόληπτη λέξη, πού κρατάει τις ίδιες αποστάσεις από το ναι όσο και από το όχι. Τηρώντας έτσι μια πολιτισμένη άκρα ησυχία, όσο να προλάβει, κάτω απ᾿ αυτή την ισκιερή εκκρεμότητα, να πάρει ένα κλεφτό υπνάκο ή πολύ κουρασμένη αβεβαιότης. Όμως,
Σαν να μην κάτεχα, ό αγράμματος, πώς είναι κει
ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που
ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
ανακαλύπτει ο Ελύτης
Γράφω, γιατί αυτό έτυχε να είναι το μόνο υψωματάκι που μού παραχωρήθηκε, όπου κυματίζουν θαρρετά, πλησίστια οι βαθιές ρίζες τής γλώσσας από την οποία κατάγομαι. Τη μιλώ όταν εκείνη πνέει, όταν βγαίνει από την εσωστρέφειά της και τη δυστροπία της. Τότε με αφήνει να παίζω μαζί της, να πειράζω τα σύμφωνα και να γελάνε τα φωνήεντα, να ξεφυλλίζω την πολύτομη αδίδακτη χρήση της, ν᾿ ανοίγω τα σεντούκια της, γεμάτα με τούς ανθηρούς αιώνες τής ηλικίας της. Αλλά δεν με προχωράει όσο ποθώ. Όλο μού βάζει επαναλήψεις, να δει αν θυμάμαι ότι το φευ δεν είναι αμετάβλητο. Δικαιούμαι να αποσπάσω το φι, να το πετάξω προσάναμμα στη φωτιά, να καεί, και ελεύθερο πια το ευ να αποδοθεί εκεί που ανήκει: στο ευρύ αναγκαίον. Μού λέει ακόμα ότι η ομοιότης τού όμικρον με το μηδέν δεν αποτελεί κανόνα εθισμού. Το όμικρον μπορεί κάλλιστα να είναι, εκτός από οδύνη, όραμα, και το μηδέν, ένας άγνωστος παρθένος κολπίσκος μιας εκ νέου αρχής. Κάτι που εύχεται το ευρύ αναγκαίον. Άλλο δίδαγμά της, που δύσκολα όμως αφομοιώνεται: ότι το χλωρό επιφώνημα με το οποίον υποδεχόμαστε μιαν ευδαίμονα άφιξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την υποδοχή μιας λύπης, αρκεί να το τσακίσουμε στα δύο, ξερό κλαδί πια, και το κρακ να ακουστεί καθαρά ως πέρα, έως την ευρέως αναγκαία γενναιότητα.
Τέλος, ρητά μού επαναλαμβάνει ότι το εγώ, μόνον εξαιτίας τής συντομίας και τής μοναχικότητας στην οποίαν υπόκειται κάθε εγώ και κάθε εσύ, εκφέρεται με τόση έμφαση. Δεν είναι έπαρση. Καθόλου εγωπάθεια. Είναι επείγον κάλεσμα κάποιου ρήματος δίπλα του όπως: εγώ βρέχομαι. Δηλαδή, κοίταξέ με.
Η καθημερινότης είναι, φοβάμαι, θύμα τής προκατάληψης που υπάρχει εναντίον τής επανάληψης· τάχα ότι είναι μια τεμπέλα ομοιομορφία. Ενώ στην πραγματικότητα είναι μια άοκνη εργάτρια επί εικοσιτετραώρου βάσεως, στη βαριά παραγωγή προϋποθέσεων για την καλύτερη και περισσότερη παραμονή μας στη ζωή. Υπόκειμαι στην επανάληψη, την εκτιμώ. Όχι βέβαια ότι δεν με ταλανίζει η ανάγκη τού διαφορετικού —άλλωστε ποιος είπε ότι το διαφορετικό απουσιάζει από την επανάληψη. Συντάσσομαι λοιπόν με τον Τσέζαρε Παβέζε: «ότι τα πάντα είναι επανάληψη. Ακόμα και η πρώτη φορά επανάληψη είναι».
Την υμνώ. Και αλήθεια, δεν μού είναι διόλου πληκτικό κάθε πρωί τα μάτια μου να ψαύουν την ίδια αγέραστη στιλπνή επιδερμίδα τού ξημερώματος· να φωτογραφίζουν τα ίδια λευκά σύννεφα, που είναι οι γεωργοί, οι καλλιεργητές τού ακόμα περισσότερο μπλε ουρανού· και δεν στερεύω διόλου αγαπώντας τα ίδια ακριβώς χτεσινά και περσινά και προπέρσινα όνειρα, που ξεσβολιάζουν το ίδιο ακριβώς αυριανό μαξιλάρι μου. Η δε επαναληπτική μονοτονία τού άρτιου τζιτζικοτροφείου που κρυφά διατηρώ μέσα στο καταχείμωνό μου, δεν έχει φθείρει διόλου, εκείνη την τραγουδιστή απώλεια κάποιων καλοκαιριών.
Ακόμα και η πρώτη φορά επανάληψη είναι. «Κι αν όλα έχουν γραφτεί, πρέπει να ξαναγραφτούν από την αρχή. Αλλά πως; Από κάτω θα φαίνονται οι ουλές», έχει πει η Αρβελέρ.
Το σχολιάζω, γιατί συμβαίνει πράγματι, κάτω από καθετί που επιχειρώ να ξαναγράψω από την αρχή, να φαίνονται καθαρά οι ουλές. Και ανησυχώ μήπως φταίει αποκλειστικά η γραφή που χρησιμοποιώ, μήπως την προμηθεύτηκα από καμιά πλανόδια νοθευμένη μέθοδο και δεν περιέχει τα μεγαλειώδη συστατικά τού χρόνου, τα εγκεκριμένα από τον Σοφοκλή:
Ἅπανθ᾿ ὁ μακρός κἀναρίθμητος χρόνος
φύει τα᾿ ἄδηλα καί φανέντα κρύπτεται
Ο χρόνος. Μακρύς. Αναρίθμητος και ταχυδακτυλουργός μέγας. Εντυπωσιακό το νούμερο όπου κλείνει τη μόνιμη συνεργάτιδά του, τη φθορά, σ᾿ ένα ξύλινο μπαούλο. Πειστικά την πριονίζει κάθετα από πάνω έως κάτω, περιμένεις, εύχεσαι να τη δεις κομμένη στο δύο. Αλλά εκείνη βγαίνει σώα, χαμογελαστή υποκλίνεται, την αποθεώνουν τα χειροκροτήματα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο βίος είναι ένα ακούραστο ενθουσιώδες χειροκρότημα σε ό,τι τον πριονίζει, σε ό,τι τον φθείρει
Η μνήμη. Αφανής ψυχοθεραπεύτρια. Διά τού υπνωτισμού θεραπεύει από τη νόσο τού τελεσίδικου κάθε τελειωμένο, κάθε απώλεια, προκαλώντας έτσι μια περιληπτική προσδοκώμενη Δευτέρα παρουσία τους. Κατακόμβη επίσης η μνήμη, όπου φυλάσσονται ανεκπλήρωτες επιθυμίες, και σαν «σώματα ωραίων νεκρών που δεν εγέρασαν μοιάζουν».
Εκεί κάτω βρέθηκε και το εικόνισμα με το μισοφαγωμένο πρόσωπο τής νοσταλγίας, που λένε πως, άμα το πιστέψεις, πικραίνεσαι θαυματουργά.
Ας λέει ο Μάρκος Αυρήλιος: «παν εφήμερον, και ο μνημονεύων και το μνημονευόμενον». Εγώ, επιμένω να θυμάμαι, γιατί είμαι ευσυνείδητη. Θέλω να γίνω ένας έντιμος, διακεκριμένος πλαστογράφος τής διάρκειας.
Παν εφήμερον. Λήθη επομένως. Μούσα των ενοχών μας. Εγκληματικής απληστίας πλάσμα. Μεθοδεύει τον γρήγορο θάνατο τής μνήμης, για να τής αρπάξει ό,τι εκείνη κρυφά αποταμιεύει, να το δώσει στην άπορη παραμυθία.
Το επιχείρημα τής λήθης για το λυσσαλέο κύρος που συσσωρεύει είναι ότι μ᾿ αυτό παρασκευάζει γιατρικό που θεραπεύει τις λύπες. Το ίδιο ακριβώς θεραπευτικό προϊόν δηλαδή που διαφημίζει η ανυπαρξία.
Ο ασκητικός χώρος, που είναι ο φυσικός χώρος τού ποιήματος, δεν τού παρέχει την πολυτέλεια των απεριορίστου εκτάσεως σελίδων που διαθέτει η πεζογραφία.
Εδώ, συμπιέζονται απάνθρωπα, για να χωρέσουν στο κελί του, οι μεγαλόσωμες αντιπαλότητες μεταξύ τής ποθητής τάξεως των πραγμάτων και τής ανεπιθύμητης φυσικής αταξίας τους. Να διαχωρίσεις κρατούμενους δεν μπορείς, γιατί καθένας φέρει ενσωματωμένο το αντίθετο. Η αγάπη, την αμφισβήτησή της· το ανομολόγητο, κολλημένο σαν στρείδι στη γλώσσα των αποκαλύψεων· ή δική μου αλήθεια δεμένη στη θυσία της — πώς αλλιώς να πνεύσει ούρια ή δική σου; — ο έρωτας, με κατάστηθα τα ηρεμιστικά χαπάκια τού θανάτου· ή υπερήφανη εγκαρτέρηση, με κατάστηθα εκείνο το αχ πού τόσο συχνά ξεφεύγοντας την ταπεινώνει δημόσια. Για να χωρέσουν όλ᾿ αυτά πρέπει να μιλούν ελάχιστα, υπαινικτικά. Αλλά τίποτα δεν έρχεται να αρχίσει ή να τελειώσει τη ζωή του σ᾿ αυτό το κρατητήριο, αν δεν έχει φτάσει στα άκρα. Και τα άκρα των καταστάσεων, όσο και να αναδιπλωθούν στην αποσιώπησή τους, πάλι εξέχουν, κρέμονται έξω από το ποίημα. Η κατακρεούργησή τους είναι υποχρεωτική. Περίλυπο χρέος τού ποιητή. Οφείλει να πετσοκόψει και να στερηθεί τη μάζα των συγκινήσεών του πού τόσο αγαπάει. Να το κάνει, πριν ορμήσει το κοράκι, ή αισθητική, πού ήδη γυροφέρνει και απειλεί να κατασπαράξει ολόκληρο το ποίημα.
Με ρωτούν συχνά γιατί προσωποποιώ ή και σωματοποιώ έννοιες και λέξεις, και αν αυτό γίνεται με υπόδειξη τής έμπνευσης.
Για να τις ελέγχω, απαντώ. Επειδή οι περισσότερες είναι φοδραρισμένες με έναν Ιούδα. Η κρυψίνους πολυσημία τους πολλές φορές με παρέδωσε δι᾿ ασπασμού στην αστοχία. Τις προσωποποιώ όμως και για άλλο λόγο: για να πετύχω τη μετάλλαξή τους σε πρώτο αναγνώστη και υπεύθυνο κριτή όσων εκείνες μεν γράφουν, αλλά εγώ υπογράφω.
Σχετικά τώρα με την έμπνευση, ούτε γι᾿ αυτήν ξέρω τίποτα. Την υποπτεύομαι μόνο: από την κορύφωση ενός πείσματος να ξεπεράσω μιαν ανυπέρβλητη δυσκολία· από το πως, ένας παμπάλαιος στίχος άτυχος, χρόνια κλεισμένος σ᾿ ένα συρτάρι —στρατόπεδο συγκεντρώσεως αποτυχιών — δραπετεύει μόνος του κι έρχεται να άρει τα αδιέξοδα ως εκ θαύματος. Ίσως να είναι η έμπνευση πια που τον χρήζει σωτήρα. Την έχω διαισθανθεί πιθανόν, από την ξαφνική ευχέρεια να αφουγκράζομαι, παρά τούς εκκωφαντικούς έξω θορύβους, τον ψίθυρο μιας έσω εντολής. Εντολή σχεδόν περιπαικτική, καθώς δεν μού ξεκαθαρίζει ποτέ τι οφείλω να κτίσω: ένα άσυλο ανιάτων ονείρων, μιαν εκκλησία για νεοφώτιστες μεταμέλειες, ή έναν ξενώνα για περιπλανώμενους αγγέλους; Για να υπηρετήσω αυτή την ασάφεια, γίνομαι πανικόβλητος χειρώναξ που κουβαλάει τόνους άμορφο υλικό από την μιαν άκρη τής λευκής σελίδας στην άλλη. Χτίζω, γκρεμίζω, ξανά και πάλι, συσσωρεύεται ήττα. Ώσπου αποκαμωμένη από την άγονη προσπάθεια, εκσφενδονίζω — κατά λάθος ή και από θυμό— ένα παράθυρο στη θέση τής πόρτας. Και είναι εξωφρενικό ότι αυτή ή παράφορη κίνηση συχνά οικοδομεί. Σαν ή παραφορά να είναι ή έμπνευση. Πολλοί υποστηρίζουν ότι έμπνευση δεν υπάρχει και άλλοι ότι ό ελεύθερος στίχος την αγνοεί.
Ένα αγωνιώδες ερώτημα, που συχνά τίθεται, είναι αν στην εποχή μας ωφελεί η ποίηση.
Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες τού ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον τής κατανόησής της. Ωφελεί, υπερκόσμια, εκείνον που την ασκεί και μόνον κατά τη διάρκεια της άσκησης, επειδή τότε μόνο τον βγάζει από το σώμα του, τον σταθεροποιεί σε μιαν αιώρηση απ᾿ όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο τής μικρότητάς του. Ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τούς μεγάλους κάδους τής βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι τού αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος, ή ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.
Αποσπάσματα από το "Φιλοπαίγμονα Μύθο" τον τίτλο τής ομιλίας που εκφώνησε η Δημουλά κατά την υποδοχή της στην Ακαδημία Αθηνών το 2003.