Θανάσης Κωσταβάρας (1927-2007)
Λίγα λόγια σαν βιογραφικό, επειδή σημαδεύουν τη ποίησή του.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας (Ανακασιά Βόλου, 1927 - Αθήνα, 2007) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, προσχωρεί στον ΕΛΑΣ. Το 1944 τραυματίζεται σε μάχη με τούς Γερμανούς. Με το τέλος τού πολέμου έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στην Οδοντιατρική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών το 1946. Το Νοέμβριο τού 1948 εκτοπίζεται στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια. |
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΊΑ Σαν το αγρίμι έζησα. Στυλώνοντας πάντα τ᾿ αυτί μου. Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά. Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου. Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου. Δεν μού άφησαν τίποτα. Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο. Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου. Από την "κατάθεση" (1965) ΕΝΝΙΆ ΜΙΚΡΆ ΚΟΜΜΆΤΙΑ ΓΙΑ ΤΣΑΜΠΟΎΝΑ
Ι Απ᾿ τα πικρά τα βάσανα γεννιέται η περηφάνια. ΙΙ Πέρα απ᾿ τα φώτα κι απ᾿ τα πρόσωπα. Πέρα απ᾿ τη δόξα των άλλων και τη σιγουριά υπάρχει πάντα μια καρδιά που ξαγρυπνάει ασκλάβωτη. ΙΙΙ Ματωμένο αγρίμι γυρνώντας στην ερημιά. Με δαγκωμένο σκούξιμο αλυχτώντας. Με τρία ποδάρια πηγαίνοντας. Με τρία ποδάρια κι απ᾿ αυτά το ένα χτυπημένο και το άλλο αφημένο στο δόκανο. Και το αίμα να πέφτει πάνω στο χιόνι, παγώνοντας. Από τη συλλογή "Ο μουγκός τραγουδιστής (1982) |
Ο ΠΎΡΓΟΣ Δε μιλάω βέβαια για τα νιάτα που είχα όταν άρχισα για την ομορφιά που πήγε χαμένη για τις χαρές που δε γνώρισα (υπάρχουν πάντα τόσα πολλά για να μετανιώσει κανένας…) Τι δουλειά έχω έξω παρέα με τούς άλλους. Με τις γυναίκες τους τα λεφτά τους τ᾿ αστεία τους. Με τις συνηθισμένες κουβέντες τους για παιδιά για σπίτια αυτοκίνητα για επιτυχίες και προγράμματα που δεν οδηγούν πουθενά. Μέσα σ᾿ αυτά τα δωμάτια πρέπει να βρίσκομαι πάντα. Μαζί μ᾿ αυτά τα άγρια θηρία που μού δόθηκε να φροντίζω. Αυτά τα τρομερά τέρατα που δε μού αφήνουν λίγη ανάσα. Που αν δουν λίγη χαρά μέσα μου αρχίζουν να δείχνουν τα δόντια τους να γρυλλίζουν κι αν κάνω να βγω να δω κι εγώ θεού πρόσωπο ρίχνονται πίσω μου και τότε είναι που πρέπει να γυρίσω να τα φροντίσω με περισσότερο ζήλο με περισσότερο αίμα να τα ποτίσω να μην κλείσω μάτι μέρες και νύχτες ολόκληρες να μένω κοντά τους κι ας με κατηγορούν οι άλλοι πως δε νοιάζομαι γι᾿ άλλα πράγματα πως αποστρέφω όπως λένε το πρόσωπό μου απ᾿ τα κοινά πως κλείνομαι με μια λέξη στον πύργο μου. Έζησαν και μια ώρα έστω μέσα σ᾿ αυτόν τον πύργο; Άκουσαν κι έναν ακόμα απ᾿ τους θορύβους του; Ξέρουν τι θα πει θηρίο ανήμερο τι θα πει ποίημα: πού θέλει να φάει να πιει και να ζεσταθεί. Τι θα πει να δίνεις σάρκα και αίμα να δίνεις ψυχή τη ζωή σου ολόκληρη κλεισμένος μέσα σ᾿ αυτά τα ντουβάρια μακριά απ᾿ τούς άλλους μακριά απ᾿ τις παρέες και τα γλέντια μακριά απ᾿ τις κουβέντες, που ακόμα κι αν δεν οδηγούν πουθενά είν᾿ ένα ξέδομα πάντως μια ανάσα τόσο ανθρώπινη επιτέλους μια έστω και σύντομη παρηγοριά. Από τη συλλογή "συμπληρώματα" (1970) |
ΔΏΔΕΚΑ ΕΡΩΤΙΚΆ
|
ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΆ ΔΕΝΤΡΆ
|
IX
Την περιμένει μήνες και χρόνια ασάλευτος. Δίχως άλλη ελπίδα απ᾿ την απελπισμένη αγάπη του δίχως άλλο κουράγιο απ᾿ την καρδιά του. Απ᾿ τη σακατεμένη του καρδιά. Την περιμένει να ᾿ρθει αθόρυβα. Φορώντας φύλλα και φτερά στα μακριά μαλλιά της κρατώντας στ᾿ άσπρα χέρια της τα μαύρα σύνεργα τα κοφτερά. Να στρίψει το πιρούνι βαθιά μέσα στα μάτια του. Να πάρει το ψαλίδι και να τού κόψει τα χείλη του πάλι βαθιά. Να μην κρατήσει άλλο φως έξω από τ᾿ όραμά της. Να μη γνωρίσει άλλα φιλιά. Από τα "Δώδεκα ερωτικά" 1971 |
Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα που έχουν τα δέντρα. Όχι όλα τα δέντρα. Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους. Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο δεν έρχεται να τούς μαζέψει κανένας. Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον να τού προσφέρουν τον ίσκιο τους. Έτσι και κείνος. Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του που τον έκανε ποιητή. Και περίμενε χρόνια κάποιον να τού μιλήσει η ποίησή του. Να τού χαρίσει έστω τον ίσκιο της. Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απ᾿ το χρέος του. Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του που μια ζωή ονειρευόταν να τού δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει όλη τη γυμνή ανθρωπότητα. Από τη συλλογή "η μακρινή άγνωστη χώρα" (1999) |
Η ΓΟΗΤΕΊΑ ΤΟΥ ΑΠΛΟΎ ΠΟΙΉΜΑΤΟΣ
|
Η ΑΓΆΠΗ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΖΆΛΗ
|
Θεέ τής ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα. Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα. Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα. Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα. Κι ούτε το τραγούδι τού νερού ακούει κανένας ούτε τη δροσιά χαίρεται τού καθαρού ρυακιού. Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα. Κι έτσι παίρνει το δρόμο πίσω γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο το μαύρο ντέρτι τού θανάτου, ο έρωτας. Από τη συλλογή "στο βάθος τού χρώματος (1993) |
Ίσως αγάπη δεν είναι παρά η ανάγκη να υποφέρουμε κάποτε.
Η αγάπη δεν είναι ζάλη. Δεν είναι άνθος που μεθάει απ᾿ το φιλί τής άνοιξης. Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά. Η αγάπη είναι φόβος. Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά. Τρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα. Είναι ποτάμι που περνάει μέσα απ᾿ τα μαύρα λιβάδια. Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα. Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά. Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια. Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα. Παλεύει όλη νύχτα στ᾿ αναμμένα αλώνια. Βαδίζει πάνω στο τεντωμένο σύρμα. Όταν κάτω απ᾿ τα πόδια ανοίγονται τα κοφτερά φαράγγια. Όμως δεν είναι ζάλη η αγάπη. Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της. Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ᾿ το σκοτάδι. Από "τα Ερωτικά¨ 1986. |
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΌΓΙΟ ΤΉΣ ΑΥΡΙΑΝΉΣ ΕΞΟΡΊΑΣ
|
ΑΠΌ ΤΑ ΔΏΔΕΚΑ ΕΡΩΤΙΚΆ ΤΟ Ι
|
Έψαχνα μέσα στις λύπες μου, να βρω τ᾿ αρχαία φτερά μου.
Μα στα όνειρά μου χιόνιζε πάντα. Κι ήμουνα μόνος στον κόσμο. Ήμουνα μόνος κι απελπισμένος σ᾿ έναν κόσμο που περνούσε πλάι μου αδιάφορος. Όπως όταν περνάει μέσα στη νύχτα ένα πλοίο κατάφωτο. Με τις ορχήστρες του στα σαλόνια να παίζουν. Κι έτσι, αργά και σίγουρα κι επιβλητικά περνάει πλάι σ᾿ έναν ναυαγισμένο και χάνεται. Από "το ημερολόγιο τής αυριανής εξορίας (1995) |
Δεν έχει λόγια τρυφερά
δεν ξέρει άλλο πέρασμα απ’ το φόβο. Όταν την κοιτάει τα μάτια του γίνονται δάσος που άρπαξε φωτιά όταν μιλάει για κείνη τα μαλλιά του αλλάζουν χρώματα. Θέλει να δείξει τα φιλιά της και τα χέρια του χάνονται μέσα σε σκοτεινά πηγάδια. Ανάβει την καρδιά του και ξενυχτάει κατάμονος. Γράφοντας με το αίμα του μεγάλα γράμματα σπαρακτικά. |
Η ΜΟΊΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΆΣ
Η φωνή μας σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος. Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας. Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε. Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα. Γι᾿ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα δίχως μιλιά δεν σταματάμε να τραγουδάμε. Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι. Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα. Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους, δίνει στους απελπισμένους κουράγιο. Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο. Πάντως δίχως τραγούδι δεν υπάρχει Ομορφιά Από τις "Μεταμορφώσεις των κήπων" – 2003 |
ΘΑ ᾿ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΈΡΑ
Θα ᾿ρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι. Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο να ψελλίσω ένα πρόσωπο. Θα ᾿ρθει μια μέρα που δε θα ᾿μαι μόνο πολύ λυπημένος. Θα ᾿μαι χαμένος σ᾿ έναν κόσμο ξένο για μένα θα ᾿χω κιόλας απ᾿ αυτόν ξεχαστεί. Θα ᾿ρθει μια μέρα που δε θα ᾿χω τίποτε ωραίο να σού χαρίσω. Θα κλείσω μόνο τα μάτια Και θα προσπαθήσω να σε δω μ᾿ έναν τρόπο αλλιώτικο. Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα τού κορμιού σου θα μπορέσω να θυμηθώ ούτε τα φλογερά μας οράματα θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω. Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος θα κινήσω να φύγω. Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου, έξω μόνο απ᾿ τα βαθιά σημάδια που θα ᾿χουν αφήσει στο σώμα μου τα εγκαυστικά φιλιά σου. Κι απ᾿ τής φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου. Μ᾿ αυτά, μόνο απ᾿ αυτά εκεί που θα πάω, ίσως μπορέσω να με γνωρίσουν. Από τις "Μεταμορφώσεις των κήπων" – 2003 |
ΣΑΝ ΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ ΑΝΘΊΖΕΙΣ.
Σαν τη θάλασσα ανθίζεις.
σαν τη θάλασσα ανθίζεις και πάλλεσαι.
Κι ύστερα γαληνεύεις κι ύστερα
πάλι φουσκώνεις και μεταμορφώνεσαι μέσα μου.
Εσύ που είσαι πιο άσπρη απ᾿ το αλάτι και γίνεσαι
απ᾿ το νερό γαλανότερη.
κι απ᾿ τον ήλιο που βασιλεύει πιο ρόδινη.
Εσύ που δεν έχεις τέλος.
Που σε κοιτώ και δε σε χορταίνω,
δεν σε εξαντλώ ούτε μέσα στο χρόνο
ούτε μέσα απ᾿ το πολυμήχανο όνειρο.
Γι αυτό όταν με βλέπεις κάποτε να σωπαίνω,
όταν κάθομαι αντίκρυ σου κι ούτε ένας ψίθυρος
χλόης δε σαλεύει στα χείλη μου,
δεν είναι επειδή δε βρίσκω τον τρόπο να εκφράσω
όλα αυτά που αισθάνομαι.
Γιατί και το τραγούδι δεν είναι καθόλου μια εύκολη άσκηση.
Κι αν η ποίηση είναι τόσο μεγάλη
έρχεται ώρα που δε χωρεί
δεν μπορεί να χωρέσει την έκσταση.
Και ίσως τότε μόνον η σιωπή έχει τη δύναμη να μιλήσει.
Εκείνο το βαθύ κοίταγμα μέσα απ᾿ τα μάτια τού άλλου.
και η τρυφερή περιπλάνηση πάνω στη σάρκα.
Γιατί τι άλλο είναι η αγάπη
παρά το χέρι που μάς παίρνει και μάς οδηγεί,
κάποτε πέρα απ᾿ το φόβο,
μέσα απ᾿ την κόλαση ακόμα
πάνω απ᾿ την ηδονή,
σε μιαν άλλη βαθύτερη γνώση,
σε μιαν άλλη αποκάλυψη.
Εκεί που μόνο μια καινούρια γλώσσα μπορεί,
να σηκώσει την έκφραση.
σαν τη θάλασσα ανθίζεις και πάλλεσαι.
Κι ύστερα γαληνεύεις κι ύστερα
πάλι φουσκώνεις και μεταμορφώνεσαι μέσα μου.
Εσύ που είσαι πιο άσπρη απ᾿ το αλάτι και γίνεσαι
απ᾿ το νερό γαλανότερη.
κι απ᾿ τον ήλιο που βασιλεύει πιο ρόδινη.
Εσύ που δεν έχεις τέλος.
Που σε κοιτώ και δε σε χορταίνω,
δεν σε εξαντλώ ούτε μέσα στο χρόνο
ούτε μέσα απ᾿ το πολυμήχανο όνειρο.
Γι αυτό όταν με βλέπεις κάποτε να σωπαίνω,
όταν κάθομαι αντίκρυ σου κι ούτε ένας ψίθυρος
χλόης δε σαλεύει στα χείλη μου,
δεν είναι επειδή δε βρίσκω τον τρόπο να εκφράσω
όλα αυτά που αισθάνομαι.
Γιατί και το τραγούδι δεν είναι καθόλου μια εύκολη άσκηση.
Κι αν η ποίηση είναι τόσο μεγάλη
έρχεται ώρα που δε χωρεί
δεν μπορεί να χωρέσει την έκσταση.
Και ίσως τότε μόνον η σιωπή έχει τη δύναμη να μιλήσει.
Εκείνο το βαθύ κοίταγμα μέσα απ᾿ τα μάτια τού άλλου.
και η τρυφερή περιπλάνηση πάνω στη σάρκα.
Γιατί τι άλλο είναι η αγάπη
παρά το χέρι που μάς παίρνει και μάς οδηγεί,
κάποτε πέρα απ᾿ το φόβο,
μέσα απ᾿ την κόλαση ακόμα
πάνω απ᾿ την ηδονή,
σε μιαν άλλη βαθύτερη γνώση,
σε μιαν άλλη αποκάλυψη.
Εκεί που μόνο μια καινούρια γλώσσα μπορεί,
να σηκώσει την έκφραση.