Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011)
ΟΙ ΓΡΑΒΆΤΕΣ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΈΝΩΝ
|
Η ΓΥΝΉ ΝΑ ΦΟΒΕΊΤΑΙ ΤΟΝ ΆΝΔΡΑ
|
Καλά οι γυναίκες· κάνουνε παιδιά.
Οι άντρες να φοράτε τις γραβάτες των πεθαμένων. Ο παππούς ο πατέρας ο θείος θα ζήσαν κι αυτοί μπόλικες μόδες: φαρδιές στενές μεταξωτές γραβάτες. Όταν καταλαγιάσει ο πόνος κάποιες δε θα βρεθούν να σάς πηγαίνουν; Γιατί για μιαν αγάπη ζούμε σ᾿ αυτή τη ζωή την περιμένουμε χρόνια και μόνο αυτοί πού έχουν πεθάνει μάς αγάπησαν κι αλίμονο αν δεν έχουμε στενή επαφή μαζί τους, αν δεν μπορέσουν κάποτε πού πολύ πολύ θα τούς έχουμε λείψει να σφίξουν τη γραβάτα τους στο λαιμό μας. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" ΕΘΝΙΚΉ ΟΔΌΣ
Όμως μπορεί και να᾿ σαι τρυφερός·
μπορεί να μοιάζεις με τις άσχημες τού κόσμου γεμάτες πόνο κλειδωμένες μια ζωή πίσω από τα παντζούρια, γιατί φοβούνται αν βγουν στο φως την έκφραση στο πρόσωπό μας. Μπορεί να μοιάζεις με τις σιωπηλές αυτές πού αν μάς μιλούσαν δε θα γράφαμε πια ποιήματα που αν μάς φιλούσαν το φιλί τους δε θα στέγνωνε στους αιώνες, που αν κάναμε έρωτα ποτέ θα᾿ τανε για να γίνουμε ολόκληροι έρωτας για πάντα. Κάτι μού λέει πως είσαι σαν αυτές κι απόψε έχεις τολμήσει ω αποτρόπαιη σιωπηλή μου Δεσποινίς και τρέχεις τώρα στην απέναντι λωρίδα με τα εκτυφλωτικά Σου φώτα μες στη νύχτα κάτι μού λέει γιατί μια δύναμη αρωματική σπρώχνει το χέρι μου να στρίψει το τιμόνι και να ᾿ρθω μετωπικά να τσακιστώ στην αγκαλιά Σου. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" |
Τελικά θα μπορούσα να είμαι
ή γυναίκα μου Λόγω συμφωνίας χαρακτήρων να με είχα παντρευτεί. Με ωραία φωνή την οποία και ακούω ευκρινέστατα. Ευγενέστατος δε. Και μαζί ευσυγκίνητος. Τι λουλούδια θα μού ᾿κοβα. Με λουλούδια θα μ’ έκοβα και με λόγια πού εγώ θα περίμενα. Και θα ήξερα εγώ μέχρι πότε να δίσταζα, με τι νάζια ώστε ποτέ να μη με χάσω. Θα με ζήλευα ύστερα: τόσο όσο αυτοί πού είναι βέβαιοι. Κι όσο πρέπει και όταν θα ενέδιδα. Ευτυχώς με δυο χέρια ώστε πάντα το ένα απ᾿ τα δυο να χαϊδεύεται. Μετά ξέραν τα δυο πού να χάιδευαν και πώς. Κι ένα μόνο παιδί θα μού σκάρωνα - εμένα. Όμως πάνω κι απ’ όλα: όταν η ώρα θα ’ρχότανε όχι όχι ένας ένας αλλά όλοι μαζί να χωρίζαμε. Από τη συλλογή "Άκυρο θαύμα" 1996 ΈΝΑ ΚΕΡΊ
Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου δεν είναι η προσευχή μου για να Σε φτάσει εκεί ψηλά δεν είναι οι παρακλήσεις μου ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα που εναπέθεσα σε Σένα. Η καθαρότητα τής ύλης του δε συμβολίζει το ακηλίδωτο τής πρόθεσής μου και η μαλακή του υφή καθόλου δεν υπόσχεται την εύπλαστη μεταστροφή μου στη μετάνοια όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου ξέρουν να τυλίγουν. Μπορεί να μοιάζει μ᾿ όλα τ᾿ άλλα όμως αυτό ανάφτηκε για να Σου πει πως ευτυχώς στέκομαι εδώ αβοήθητος και πως ακόμα όσο μπορώ θα λάμπω. Από τη συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» (2009) |
ΤΟ ΓΡΆΜΜΑ
|
ΤΑ ΚΛΕΙΣΤΆ ΜΆΤΙΑ
|
Διαβάζει ο ποιητής
Στην τσέπη τού παλτού σου
παλιό σουσάμι φλούδια φιστικιών και το τσαλακωμένο γράμμα μου. Ξύπνησαν λέξεις φράσεις ανακλαδίστηκαν έτριξα μήνες εκεί μέσα μέρες τού κρύου νύχτες απ᾿ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή μήπως ακούσεις, άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς κόπηκα ράφτηκα εν αγνοίᾳ σου κατά τις πιθανές σου επιθυμίες. Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι κι είναι σαφείς οι προοπτικές τού μέλλοντός μας αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας ή αντί να με ξεγράψεις στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο, θα σφίξω, θα μαζέψω σε σουσάμι ἠ φλούδι κι απ᾿ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα. Κάποτε θα μ᾿ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου. Από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου (1982) |
Διαβάζει ο ποιητής
Ω το φρικτό μαρτύριο τού άλλου σώματος
παρείσακτου μες στο σκοτάδι ανάμεσά μας και τα κλειστά σου μάτια δήθεν ηδονής που δραπετεύουν ψάχνοντάς το και τα κλειστά μου μάτια να φαντάζονται σώματα ρυμουλκά που θέλησα στους δρόμους· τι ανυποψίαστα σπλαχνικοί για τα κορμιά μας οι ξένοι που ποθήσαμε!.. Δεν σού μιλάω λοιπόν, πέτα μαζί του, μη μού μιλάς, θα σκιάξεις το ίνδαλμά μου· μέχρι ν᾿ ανοίξουμε τα μάτια μας κι οι δυο τώρα που σωριαστήκαμε και φύγαν κι εσύ αγαπάς αυτό το πέος χτυπημένο ορτύκι όπως το χέρι μου τα ποιήματά μου τα γυαλιά μου. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" |
ΤΟ ΣΏΜΑ ΣΟΥ ΚΙ ΕΓΏ
|
ΚΟΝΤΙΝΌ ΠΛΆΝΟ
|
Διαβάζει ο ποιητής
Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ έχουμε φανταστεί όσα ένα σώμα κι ένα εγώ μπορούν να φανταστούν. Το σώμα μου κι εγώ έχουμε ονειρευτεί το σώμα σου σε στάσεις που ποτέ σου δε φαντάστηκες. Δεν έχεις θέση τώρα τί ζητάς ανάμεσα σε μένα και στο σώμα σου. Από την ποιητική συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" |
Διαβάζει ο ποιητής
Ξεκίνησε σχεδόν τυχαία
κι έγινε πια με τον καιρό ένα μακάβριο χόμπι. Απ᾿ τη φωτογραφία εκείνη μιας παλιάς γιορτής με τούς αγαπημένους γελαστούς κι αιμάτινους περάσαμε στην πόζα πάλι μιας γιορτής και πάλι με όλους — πλην ενός πού τώρα φιγουράριζε από πάνω μας στο κάδρο. Ύστερα πέντε οι ζωντανοί και δυο τα κάδρα, τα κάδρα τρία κι οι ζωντανοί μονάχα τέσσερις ώσπου στην τωρινή φωτογραφία εσύ κι εγώ κάτω από ένα στερέωμα μεταστάντων. Παρατηρώ πώς άθελά σου εδώ σαν να ετοιμάζεις την επόμενη φωτογραφία: δε με κοιτάς στέκεσαι ανφάς και σίγουρα από μένα πιο κοντά στον τοίχο. Κάπως ήδη κάδρο. Όμως αν πρέπει για ένα τέτοιο στέμμα επίγειας βασιλείας μου να φανείς τόσο σκληρή το στέμμα σ᾿ το χαρίζω εγώ. Μαζί στο κάδρο. Από τη συλλογή "Πιάνο βυθού" (1991) |
Ο ΠΑΤΈΡΑΣ ΔΕΝ ΠΊΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΎΣ
|
ΣΚΙ
|
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ᾿ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μάς έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. — Είσαι καλά; τού λέω. — Καλά, καλά, και μού ᾿πιασε το χέρι. — Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. — Δεν πίνεις; ρώτησα. — Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω. Από τη συλλογή "Πεταμένα λεφτά" (Κέδρος, 2005) |
Διαβάζει ο ποιητής
Ακρίδα τού ρίγους
το αυτί μου μια πίστα η γλώσσα σου εξαίσιος σκιέρ πεταχτών ελιγμών απίθανων ψιθύρων με τινάζει στα σλάλομ τ᾿ ουρανού. Μετά παίρνεις νωθρά το σουτιέν σου απ᾿ το πάτωμα κουμπώνεις τη μελαγχολία τού κόσμου στον ήχο τής κόπιτσας. Από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου (1982) |