Ο Νομπελίστας Τζον Κούτσι και τα ζώα.
|
Ανθολογημένο απόσπασμα από το διήγημα " Οι φιλόσοφοι και τα ζώα" από το βιβλίο τού Τζον Μ. Κούτσι (σε άλλες μεταφράσεις βιβλίων του αναφέρεται Κουτσί) (Νόμπελ λογοτεχνίας 2003). Με την ανθολόγηση χάθηκαν λίγο οι φιλόσοφοι είτε επειδή δεν είχα σε πολλή υπόληψη τις απόψεις τού Θωμά τού Ακινάτη και τού Καρτέσιου για τα ζώα, είτε δεν προσέθεταν κάτι σημαντικό στο σκοπό τής ανθολόγησης. Επίσης από την ανθολόγηση λείπουν οι αναφορές τής ηρωίδας Ελίζαμπεθ Κοστέλο στο διήγημα του Κάφκα "Αναφορά σε μια Ακαδημία" το οποίο αναφέρεται στην μετεξέλιξη ενός πιθήκου τού Ρεντ Πίτερ σε κάτι σαν άνθρωπο, και με τον οποίο αρχίζει η Κοστέλο τη διάλεξη της.
Η ηρωίδα, η Ελίζαμπεθ Κοστέλο Αυστραλή συγγραφέας σε προχωρημένη ηλικία πλέον, επισκέπτεται ένα Αμερικάνικο κολλέγιο για να δώσει μια διάλεξη με ελεύθερο θέμα. Στο Κολλέγιο διδάσκουν ο γιος της ο Τζον και η γυναίκα του η Νόρα, με την οποία η Ελίζαμπεθ δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις, και ένας από τους λόγους είναι και οι φυτοφαγικές επιλογές τής Ελίζαμπεθ. |
«Μιλώντας σας για τα ζώα, θα σάς ανταμείψω για την τιμή που μού κάνατε, προχωρώντας με μια αφήγηση τής φρίκης τής ζωής και τού θανάτου τους. Παρόλο που δεν έχω λόγο να πιστέψω ότι στο μπροστινό μέρος τού μυαλού σας έχετε ιδέα απ’ όσα γίνονται στα ζώα αυτή τη στιγμή στις βιομηχανίες παραγωγής, (διστάζω πια να τις ονομάσω φάρμες), στα σφαγεία, στις μηχανότρατες, στα εργαστήρια, σε όλο τον κόσμο, θα θεωρήσω ότι μού παραχωρείτε τη ρητορική δύναμη να επικαλεστώ αυτή τη φρίκη και να τη μεταφέρω εδώ, κοντά σας, με την πρέπουσα δύναμη, και να την αφήσω έτσι, υπενθυμίζοντάς σας μόνο ότι η φρίκη που παραλείπω εδώ, παραμένει εντούτοις στο κέντρο αυτής τής διάλεξης».
«Ανάμεσα στα χρόνια 1942 και 1945 αρκετές χιλιάδες ανθρώπων θανατώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τού Τρίτου Ράιχ: στην Τρεμπλίνκα μόνο, περισσότεροι από ενάμισυ εκατομμύριο, ίσως και να πλησιάζουν τα τρία εκατομμύρια. Αυτά είναι νούμερα που παραλύουν το μυαλό. Έχουμε μόνο ένα δικό μας θάνατο· μπορούμε να καταλάβουμε τούς θανάτους των άλλων, μονάχα έναν κάθε φορά. Στην αριθμητική μπορεί να είμαστε σε θέση να μετρήσουμε μέχρι ένα εκατομμύριο, αλλά δεν μπορούμε να μετρήσουμε μέχρι ένα εκατομμύριο θανάτους.
«Οι άνθρωποι που έζησαν στην εξοχή γύρω απ’ την Τρεμπλίνκα - Πολωνοί στην πλειονότητά τους - είπαν ότι δε γνώριζαν τι συνέβαινε μέσα στο στρατόπεδο· είπαν ότι ενώ σε γενικές γραμμές ίσως να υπέθεσαν τι γινόταν, δε ήταν απόλυτα βέβαιοι· είπαν ότι, ενώ κατά μία έννοια ίσως να γνώριζαν, κατά μία άλλη έννοια δε γνώριζαν, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, για το δικό τους καλό.
»Οι άνθρωποι γύρω απ’ την Τρεμπλίνκα δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό. Υπήρχαν πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλο το Ράιχ, κοντά στις έξι χιλιάδες στην Πολωνία, πολλές χιλιάδες στην ίδια τη Γερμανία. Κάποιοι Γερμανοί ζούσαν λίγα χιλιόμετρα μακριά από κάποιο είδος στρατοπέδου συγκέντρωσης. Δεν ήταν όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στρατόπεδα θανάτου, στρατόπεδα αφιερωμένα στην παραγωγή θανάτου, φρικιαστικά πράγματα όμως συνέβησαν σε όλα, περισσότερα απ’ όσα κάποιος θα μπορούσε να γνωρίζει, για το δικό του καλό.
»Δεν είναι επειδή έκαναν έναν επεκτατικό πόλεμο και τον έχασαν, ο λόγος, που οι Γερμανοί μιας συγκεκριμένης γενιάς θεωρούνται ακόμη ότι στέκονται λίγο έξω απ’ την ανθρωπότητα, σα να πρέπει να κάνουν ή να γίνουν κάτι ειδικό, πριν ξαναγίνουν αποδεκτοί στον ανθρώπινο κόσμο. Έχασαν την ανθρωπιά τους, στα μάτια μας, εξαιτίας μιας ηθελημένης άγνοιας τής ζωής στη χώρα τους. Κάτω απ’ τις συνθήκες τού είδους τού πολέμου που έκανε ο Χίτλερ, η άγνοια πιθανό να ήταν ένας χρήσιμος μηχανισμός επιβίωσης, αυτό όμως αποτελεί μια δικαιολογία την οποία, με θαυμαστή ηθική ρώμη, αρνούμαστε ν’ αποδεχτούμε. Στη Γερμανία, λέμε, παραβιάστηκε μια γραμμή, που οδήγησε κάποιους ανθρώπους πέρα απ’ τη συνηθισμένη εγκληματικότητα και βιαιότητα τού πολέμου. Η υπογραφή των όρων τής παράδοσης και η πληρωμή αποζημιώσεων δεν έβαλε ένα τέρμα σ’ αυτή την κατάσταση. Αντίθετα, λέμε, μια ψυχική ασθένεια συνέχισε να στιγματίζει αυτή τη γενιά. Στιγμάτισε εκείνους του πολίτες τού Ράιχ, οι οποίοι είχαν διαπράξει βέβηλες ενέργειες, αλλά επίσης κι εκείνους οι οποίοι, για οποιαδήποτε αιτία, τελούσαν σε άγνοια αυτών των ενεργειών. Μόνο εκείνοι που βίωσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν αθώοι».
«“Πήγαν σαν πρόβατα επί σφαγή”. “Πέθαναν σαν τα ζώα”. “Οι ναζιστές χασάπηδες τούς σκότωσαν”. Η αποκήρυξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης συνηχεί τόσο απόλυτα με τη γλώσσα που ακούγεται στο χώρο των σφαγίων, που θεωρώ ελάχιστα αναγκαίο να προετοιμάσω το έδαφος για τη σύγκριση που πρόκειται να κάνω. Το έγκλημα του Τρίτου Ράιχ, λέει η φωνή τού κατηγορητηρίου, ήταν ότι μεταχειρίστηκε τούς ανθρώπους σα ζώα.
»Έκανα μια βόλτα στο Γουόλταμ σήμερα το πρωί. Φαίνεται μια πανέμορφη πόλη. Δεν είδα φρικιαστικά πράγματα, δεν είδα εργαστήρια φαρμακευτικών ερευνών, δεν είδα βιομηχανικές φάρμες, ούτε σφαγεία. Κι όμως είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν. Πρέπει να υπάρχουν. Απλά δεν τα διαφημίζουν. Είναι όλα τριγύρω μας καθώς μιλάω, απλά δε γνωρίζουμε, κατά μία συγκεκριμένη έννοια, ότι υπάρχουν.
»Επιτρέψτε μου να το πω ανοιχτά: είμαστε περιτριγυρισμένοι από μια επιχείρηση παρακμής, αγριότητας και θανάτου, η οποία ανταγωνίζεται οτιδήποτε το Τρίτο Ράιχ ήταν ικανό να κάνει. Θα έλεγα μάλιστα ότι το ξεπερνάει κιόλας, αφού η δική μας επιχείρηση είναι χωρίς τέρμα, αναπαραγόμενη· φέρνει λαγούς, τρωκτικά, πουλερικά, εκτρεφόμενα ζώα, ασταμάτητα μέσα στον κόσμο, με σκοπό να τα σκοτώσει.
»Κι αν θέλουμε ν’ ακριβολογήσουμε, και να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει σύγκριση σ’ αυτά τα δυο, — αφού η Τρεμπλίνκα ήταν ας το πούμε συμβατικά μια επιχείρηση αφιερωμένη αποκλειστικά και μόνο στο θάνατο και την εξαφάνιση, ενώ η βιομηχανία κρέατος είναι σε τελική ανάλυση αφιερωμένη στη ζωή (αφού τα θύματά της δεν τα καίει σε φούρνους και δεν τα θάβει, αντίθετα, τα τεμαχίζει, τα καταψύχει και τα συσκευάζει, ώστε να μπορούν να καταναλωθούν, για την ευκολία των σπιτικών μας), ότι αυτή η διάκριση αποτελεί μια μικρή ανακούφιση για κείνα τα θύματα, είναι σα να ζητάμε, (συγχωρέστε μου την έλλειψη αισθητικής), απ’ τους νεκρούς της Τρεμπλίνκα να συγχωρήσουν τούς φονιάδες τους, γιατί το λίπος τού σώματός τους χρειαζόταν για να γίνουν σαπούνια, και τα μαλλιά τους για να παραγεμιστούν στρώματα ύπνου.
»Συγχωρέστε με, το επαναλαμβάνω. Αυτός είναι ο τελευταίος εύκολος πόντος που θα σημειώσω. Ξέρω πόσο οι ομιλίες αυτού τού είδους πολώνουν τούς ανθρώπους, και οι εύκολοι πόντοι απλά επιβαρύνουν την κατάσταση. Θέλω να βρω ένα τρόπο να μιλάω σε ανθρώπινα όντα, που θα είναι ήρεμος παρά εξημμένος, φιλοσοφικός παρά πολεμικός, που θα διαφωτίσει παρά θα προσπαθήσει να μάς διαιρέσει ανάμεσα σε δίκαιους κι αμαρτωλούς, σε σωσμένους και καταδικασμένους.
»Η ερώτησή μας δε θα έπρεπε να είναι: Έχουμε κάτι κοινό, λογική, αυτοσυνειδησία, με τ’ άλλα ζώα; (Με τη φυσική συνέπεια, αν δεν έχουμε, τότε έχουμε το δικαίωμα να τα μεταχειριζόμαστε όπως θέλουμε να τα φυλακίζουμε, να τα σκοτώνουμε, ν’ ατιμάζουμε το γένος τους). Επιστρέφω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ιδιαίτερη φρίκη των στρατοπέδων αυτών, η φρίκη που μάς κάνει να πειστούμε πως ό,τι συνέβη μέσα σ’ αυτά ήταν έγκλημα κατά τής ανθρωπότητας, δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι θύτες, μολονότι είχαν κοινή την ανθρώπινη φύση με τα θύματά τους, τα μεταχειρίστηκαν σαν ψείρες. Αυτό είναι πολύ αφηρημένο. Η φρίκη έγκειται στο γεγονός ότι οι θύτες αρνήθηκαν να σκεφτούν τούς εαυτούς τους στη θέση των θυμάτων τους. Είπαν, “είναι εκείνοι που βρίσκονται πάνω σ’ αυτά τα βαγόνια που μεταφέρουν κοπάδια ζώων και καθώς κινούνται στριγγλίζουν”. Δεν είπαν, “Πώς θα ήταν αν ήμουν εγώ πάνω σ’ αυτά τα βαγόνια;” Δεν είπαν, “Είμαι εγώ που βρίσκομαι πάνω σ’ αυτό το βαγόνι που μεταφέρει αγέλες ζώων”. Είπαν, “Πρέπει να είναι οι νεκροί που καίγονται σήμερα, κάνοντας τον αέρα να βρομάει και κάθονται με τις στάχτες πάνω στα λάχανά μου”. Δεν είπαν, “Πώς θα ήταν αν εγώ καιγόμουν;” Δεν είπαν, “Καίγομαι, πέφτω με τις στάχτες μου”.
«Με άλλα λόγια, έκλεισαν τις καρδιές τους. Η καρδιά είναι η έδρα μιας ικανότητας, τής συμπάθειας, που μάς επιτρέπει να συμμετέχουμε στην ύπαρξη τού άλλου. Η συμπάθεια έχει απόλυτη σχέση με το υποκείμενο και πολύ μικρή σχέση με το αντικείμενο».
«Επιστρέφω για μια ακόμη φορά στους χώρους τού θανάτου που βρίσκονται παντού ολόγυρά μας, στα σφαγεία, για τα οποία με μια κοινή προσπάθεια, κλείνουμε τις καρδιές μας. Κάθε μέρα συμβαίνει κι ένα ολοζώντανο ολοκαύτωμα, κι όμως, απ’ όσο μπορώ να διαπιστώσω, η ηθική μας ύπαρξη είναι ανέγγιχτη. Δεν αισθανόμαστε σπιλωμένοι. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, απ’ ό,τι φαίνεται, και να βγούμε καθαροί»
Άραγε θα πρέπει οι διακεκριμένοι συνδαιτυμόνες τής μητέρας του να χολοσκάνε όλο το βράδυ επειδή θα ονειρεύονται σάντουιτς με καπνιστό βοδινό ή τα σουβλάκια που θα χάψουν όταν γυρίσουν στα σπίτια τους; Ή τα σοφά μυαλά τού κολλεγίου θα έχουν καταφύγει στη λύση του διφορούμενου ψαριού, που έχει ραχοκοκαλιά, αλλά δεν αναπνέει αέρα, ή δε θηλάζει τα μικρά του;
Το μενού, ευτυχώς, δεν είναι δική του ευθύνη. Αυτό που φοβάται είναι, μήπως σε κάποια ανάπαυλα τής συζήτησης ξεπροβάλει κάποιος, με αυτό που ο ίδιος αποκαλεί Η Ερώτηση - Τι σάς οδήγησε κυρία Κοστέλο να γίνετε μια χορτοφάγος; - και η μητέρα του στη συνέχεια θα πρέπει να ανέβει στο ψηλόθωρο άλογό της για να δώσει την Απάντηση τού Πλούταρχου.
Η απάντηση στην ερώτηση βγαίνει απ’ τα ηθικά έργα τού Πλούταρχου. Η μητέρα του την ξέρει από μνήμης μπορεί να την αναπαράξει μόνο χοντρικά. “Με ρωτάτε γιατί αρνούμαι να φάω σάρκα. Εγώ, απ’ τη μεριά μου εκπλήσσομαι που μπορείτε να βάζετε στο στόμα σας το κουφάρι ενός πεθαμένου ζώου, εκπλήσσομαι που δε βρίσκετε αηδές να μασουλάτε λιανισμένη σάρκα και να καταπίνετε τούς χυμούς από πεθαμένες πληγές”. 0 Πλούταρχος είναι ένας πραγματικός διαιτητής μιας συζήτησης, ένας διαιτητής που σφυρίζει τη λήξη τής παρτίδας, είναι η λέξη "χυμοί" που το κάνει. Η προσφυγή στον Πλούταρχο είναι σα να πετά κάποιος το γάντι του χάμω, προκαλώντας σε μονομαχία· μετά από αυτό δεν είναι γνωστό τι θα συμβεί.
Εύχεται να μην είχε έρθει η μητέρα του. Είναι ωραίο που την ξαναβλέπει - είναι ωραίο για κείνη που θα μπορέσει να ξαναδεί τα εγγόνια της — είναι ωραίο για κείνη που θα βιώσει την αναγνώριση — αλλά το τίμημα που πληρώνει και το τίμημα που πρόκειται να πληρώσει αν η επίσκεψη πάει άσχημα, τού φαίνεται υπερβολικό. Γιατί να μην μπορεί να είναι μια συνηθισμένη ηλικιωμένη γυναίκα και να ζει σα μια συνηθισμένη ηλικιωμένη γυναίκα; Αν θέλει να ανοίξει την καρδιά της στα ζώα, γιατί να μην μπορεί να μείνει στο σπίτι της και να την ανοίξει στις γάτες της.
0 Βούντερλιχ παίρνει το λόγο. «Οι Έλληνες είχαν μια αίσθηση ότι στη σφαγή των ζώων υπήρχε κάτι λάθος, αλλά πίστεψαν ότι αυτό θα μπορούσαν να το θεραπεύσουν μέσα από λατρευτικές πράξεις. Υιοθέτησαν μια τελετή θυσίας, με την οποία έδιναν ένα ποσοστό στους θεούς, ελπίζοντας με την πράξη αυτή να κρατήσουν το υπόλοιπο. Η ίδια έννοια με τη δεκάτη. Ζήτησε την ευλογία των θεών για τη σάρκα που πρόκειται να φας, ζήτησέ τους να την ανακηρύξουν καθαρή».
«Ίσως αυτή να είναι η αρχή των θεών», λέει η μητέρα του. Σιωπή απλώνεται στο χώρο. «Ίσως εφηύραμε τούς θεούς, ώστε να μπορούμε να ρίχνουμε το κρίμα πάνω τους. Μάς έδωσαν την άδεια να τρώμε τη σάρκα. Δεν είναι δικό μας το φταίξιμο, είναι δικό τους. Είμαστε δικά τους παιδιά».
«Αυτό πιστεύετε;» τη ρωτάει η κυρία Γκάραρντ επιφυλακτικά.
«Κι ο Θεός είπε: Κάθε κινούμενο πράγμα που έχει ζωή μέσα του θα είναι τροφή σας», αναφέρει η μητέρα του, απ’ τη Βίβλο. «Είναι πρόσφορο. 0 Θεός μάς είπε ότι ήταν ΣΩΣΤΌ».
Σιωπή και πάλι. Την περιμένουν να συνεχίσει. Έχει εξάλλου πληρωθεί για να τούς ψυχαγωγήσει.
«Όλα αυτά είναι μόνο ανθρωπολογία», αντιλέγει η Νόρμα απ’ την άκρη τού τραπεζιού. «Δε λένε τίποτα για τη σημερινή μας συμπεριφορά. Οι άνθρωποι στον σύγχρονο κόσμο δε ρυθμίζουν τη διατροφή τους, στη βάση αν έχουν θεϊκή άδεια. Αν τρώμε γουρούνια και δεν τρώμε σκύλους, αυτός είναι απλά ο τρόπος με τον οποίο ανατραφήκαμε. Δε θα συμφωνούσες, Ελίζαμπεθ; Πρόκειται απλά για μια απ’ τις λαϊκές μας συνήθειες».
«Είναι απεχθές», λέει η μητέρα του. «Μπορεί να ξεφορτωθήκαμε τούς θεούς, αλλά δεν απαλλαγήκαμε απ’ την απέχθεια, η οποία είναι μια μορφή θρησκευτικού τρόμου».
«Η απαγόρευση τού κρέατος που έχετε στη χορτοφαγία είναι μόνο μια ακραία μορφή διαιτητικής απαγόρευσης», συνεχίζει ακάθεκτα η Νόρμα· «και μια διαιτητική απαγόρευση είναι ένας γρήγορος, απλός τρόπος, για μια ομάδα εκλεκτών να αυτοπροσδιοριστεί. Οι συνήθειες στο τραπέζι των άλλων ανθρώπων είναι ακάθαρτες, δεν μπορούμε να φάμε ή να πιούμε μαζί τους».
«Διάβασες την αυτοβιογραφία τού Γκάντι, Νόρμα», ρωτάει η μητέρα του.
«Όχι».
«Ο Γκάντι, νέος, πήγε στην Αγγλία για να σπουδάσει νομικά. Η Αγγλία, βέβαια, υπερηφανευόταν ότι ήταν μια μεγάλη κρεατοφάγος χώρα. Η μητέρα του όμως τον ανάγκασε να τής υποσχεθεί ότι δε θα έτρωγε κρέας. Τού γέμισε μια κασέλα με τρόφιμα για να πάρει μαζί του. Στη διάρκεια τού πλου σκάλιζε ανάμεσα στ᾿ απομεινάρια τού τραπεζιού για λίγο ψωμί και την υπόλοιπη μέρα έτρωγε απ’ την κασέλα του. Στο Λονδίνο βρέθηκε αντιμέτωπος με μια μακρά διαδικασία αναζήτησης μαγαζιών κι εστιατορίων που σέρβιραν το είδος τής τροφής που ήθελε. Οι κοινωνικές σχέσεις με τούς Άγγλους ήταν δύσκολες γιατί δεν μπορούσε ν’ αποδεχτεί ή ν’ ανταποδώσει τις προσκλήσεις σε φαγητό. Δεν ήταν εύκολο, μέχρι που έπεσε πάνω σε κάποια περιθωριακά στοιχεία τής αγγλικής κοινωνίας —μέλη τής Φαβιανής Εταιρίας, θεοσοφιστές και άλλους — με τούς οποίους ένιωσε οικεία. Μέχρι τότε ήταν απλά ένας μοναχικός κακόμοιρος φοιτητής στη Νομική».
«Ποιο είναι το νόημα, Ελίζαμπεθ;» ρωτάει η Νόρμα «Ποιο είναι το νόημα τής ιστορίας;»
«Απλά ότι η χορτοφαγία του Γκάντι πολύ δύσκολα μπορεί να εννοηθεί ως άσκηση εξουσίας. Τον καταδίκασε να ζει στο περιθώριο τής κοινωνίας. Ήταν το ιδιαίτερο χάρισμα που είχε μέσα του· χάρη σ’ αυτό ενσωμάτωσε μέσα στη πολιτική φιλοσοφία του ό,τι βρήκε σε κείνο το περιθώριο».
«Σε κάθε περίπτωση», παρεμβαίνει ένας ξανθός άντρας, «ο Γκάντι δεν είναι ένα καλό παράδειγμα. Η χορτοφαγία του ήταν πολύ ταγμένη. Ήταν χορτοφάγος εξαιτίας τής υπόσχεσης που είχε δώσει στη μητέρα του».
«Δεν πιστεύετε ότι οι μητέρες μπορούν να έχουν καλή επιρροή στα παιδιά τους;» ρωτάει η Ελίζαμπεθ Κοστέλο.
Στιγμιαία σιωπή παίρνει τη θέση. Είναι η στιγμή για κείνον, τον καλό γιο, να μιλήσει. Δεν το κάνει.
«Η δική σας χορτοφαγία, κυρία Κοστέλο», λέει ο πρόεδρος Γκάραρντ, κατευνάζοντας τα πνεύματα, «πηγάζει από ηθικά πιστεύω».
«Πηγάζει από μια επιθυμία να σώσω την ψυχή μου»
«Κοιτάχτε, τρέφω μεγάλο σεβασμό για τη χορτοφαγία», λέει ο Γκάραρντ. «Σαν τρόπο ζωής»
«Φοράω δερμάτινα παπούτσια», λέει η μητέρα του, «κρατάω δερμάτινη τσάντα. Δε θα είχα υπερβολικό θαυμασμό για την χορτοφαγία αν ήμουν στη θέση σας»
«Εμμονή», μουρμουρίζει ο Γκάραρντ. ««Εμμονή είναι ο μπαμπούλας των μικρόνοων. Σίγουρα κάποιος μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στη βρώση τού κρέατος και στη χρήση τού δέρματος για ρούχα».
«Βαθμίδες χυδαιολογίας», απαντάει εκείνη.
«Κι εγώ επίσης έχω τον μεγαλύτερο σεβασμό για τούς κώδικες που βασίζονται στο σεβασμό τής ζωής», λέει ο κοσμήτορας Άρεντ, μπαίνοντας στο διάλογο για πρώτη φορά. «Την ίδια στιγμή όμως κάποιος θα πρέπει να δεχτεί ότι το όλο μας κοινωνικό οικοδόμημα ανησυχιών και δοξασιών είναι ένα κλειστό βιβλίο για τα ζώα. Δεν μπορείς να πεις σ’ ένα μοσχάρι ότι θα τού αφαιρεθεί η ζωή του. Επιπλέον δεν μπορείς να εξηγήσεις σ’ έναν κοριό ότι θα πατήσεις πάνω του. Στη ζωή των ζώων, τα πράγματα, καλά ή κακά, απλά συμβαίνουν. Έτσι, η χορτοφαγία είναι ένας πολύ παράξενος συμβιβασμός, όταν φτάνεις στο σημείο να σκεφτείς κάτι τέτοιο, αφού οι ευεργετούμενοι δεν έχουν συναίσθηση ότι ευεργετούνται. Και μάλιστα δεν έχουν την ελπίδα να το μάθουν ποτέ. Γιατί ζουν σ᾿ ένα κενό συνείδησης».
Είναι η σειρά της μητέρας του να μιλήσει αλλά δείχνει ολοφάνερα μπερδεμένη, γκρίζα, κουρασμένη, μπερδεμένη. Ο Τζον σκύβει προς την απέναντι πλευρά. «Ήταν μια δύσκολη μέρα η σημερινή, μητέρα», λέει. «Ίσως ήρθε η ώρα».
«Ναι, ήρθε η ώρα», λέει εκείνη.
«Δε θα πάρετε καφέ;» ρωτάει ο πρόεδρος Γκάραρντ.
«Όχι, απλά θα με κρατήσει ξάγρυπνη». Γυρίζει προς τον Άρεντ. «Το θέμα που θέσατε ήταν πολύ εύστοχο. Δεν υπάρχει συνείδηση που θα μπορούσαμε ν’ αναγνωρίσουμε σα συνείδηση. Δεν έχουν συνείδηση, συνεπώς. Συνεπώς τι; Συνεπώς είμαστε ελεύθεροι να τα χρησιμοποιήσουμε για τους προσωπικούς μας σκοπούς; Συνεπώς είμαστε ελεύθεροι να τα σκοτώσουμε; Γιατί; Τι το τόσο εξαιρετικό υπάρχει στη μορφή τής συνείδησης που αναγνωρίζουμε, ώστε να καθιστά το να θανατωθεί ένας κομιστής αυτής τής συνείδησης έγκλημα, ενώ η θανάτωση ενός ζώου μένει ατιμώρητη; Υπάρχουν στιγμές...»
«Να πω κάτι για τα βρέφη», παρεμβαίνει ο Βούντερλιχ. Όλοι γυρίζουν και τον κοιτάζουν. «Τα παιδιά δεν έχουν αυτοσυνειδησία, κι όμως θεωρούμε πιο ειδεχθές έγκλημα τη θανάτωση ενός βρέφους απ’ τη θανάτωση ενός ενήλικα».
«Συνεπώς;» ρωτάει ο Άρεντ.
«Συνεπώς όλη αυτή η συζήτηση για τη συνείδηση και για το αν τα ζώα διαθέτουν τέτοια, είναι απλά ένα παραπέτασμα καπνού. Στο βάθος προστατεύουμε το ίδιο το είδος μας. Χειρονομία νίκης για τ’ ανθρώπινα βρέφη, χειρονομία καταδίκης για τα μοσχαράκια. Δε σκέφτεστε το ίδιο, κυρία Κοστέλο;»
«Ανάμεσα στα χρόνια 1942 και 1945 αρκετές χιλιάδες ανθρώπων θανατώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τού Τρίτου Ράιχ: στην Τρεμπλίνκα μόνο, περισσότεροι από ενάμισυ εκατομμύριο, ίσως και να πλησιάζουν τα τρία εκατομμύρια. Αυτά είναι νούμερα που παραλύουν το μυαλό. Έχουμε μόνο ένα δικό μας θάνατο· μπορούμε να καταλάβουμε τούς θανάτους των άλλων, μονάχα έναν κάθε φορά. Στην αριθμητική μπορεί να είμαστε σε θέση να μετρήσουμε μέχρι ένα εκατομμύριο, αλλά δεν μπορούμε να μετρήσουμε μέχρι ένα εκατομμύριο θανάτους.
«Οι άνθρωποι που έζησαν στην εξοχή γύρω απ’ την Τρεμπλίνκα - Πολωνοί στην πλειονότητά τους - είπαν ότι δε γνώριζαν τι συνέβαινε μέσα στο στρατόπεδο· είπαν ότι ενώ σε γενικές γραμμές ίσως να υπέθεσαν τι γινόταν, δε ήταν απόλυτα βέβαιοι· είπαν ότι, ενώ κατά μία έννοια ίσως να γνώριζαν, κατά μία άλλη έννοια δε γνώριζαν, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, για το δικό τους καλό.
»Οι άνθρωποι γύρω απ’ την Τρεμπλίνκα δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό. Υπήρχαν πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλο το Ράιχ, κοντά στις έξι χιλιάδες στην Πολωνία, πολλές χιλιάδες στην ίδια τη Γερμανία. Κάποιοι Γερμανοί ζούσαν λίγα χιλιόμετρα μακριά από κάποιο είδος στρατοπέδου συγκέντρωσης. Δεν ήταν όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στρατόπεδα θανάτου, στρατόπεδα αφιερωμένα στην παραγωγή θανάτου, φρικιαστικά πράγματα όμως συνέβησαν σε όλα, περισσότερα απ’ όσα κάποιος θα μπορούσε να γνωρίζει, για το δικό του καλό.
»Δεν είναι επειδή έκαναν έναν επεκτατικό πόλεμο και τον έχασαν, ο λόγος, που οι Γερμανοί μιας συγκεκριμένης γενιάς θεωρούνται ακόμη ότι στέκονται λίγο έξω απ’ την ανθρωπότητα, σα να πρέπει να κάνουν ή να γίνουν κάτι ειδικό, πριν ξαναγίνουν αποδεκτοί στον ανθρώπινο κόσμο. Έχασαν την ανθρωπιά τους, στα μάτια μας, εξαιτίας μιας ηθελημένης άγνοιας τής ζωής στη χώρα τους. Κάτω απ’ τις συνθήκες τού είδους τού πολέμου που έκανε ο Χίτλερ, η άγνοια πιθανό να ήταν ένας χρήσιμος μηχανισμός επιβίωσης, αυτό όμως αποτελεί μια δικαιολογία την οποία, με θαυμαστή ηθική ρώμη, αρνούμαστε ν’ αποδεχτούμε. Στη Γερμανία, λέμε, παραβιάστηκε μια γραμμή, που οδήγησε κάποιους ανθρώπους πέρα απ’ τη συνηθισμένη εγκληματικότητα και βιαιότητα τού πολέμου. Η υπογραφή των όρων τής παράδοσης και η πληρωμή αποζημιώσεων δεν έβαλε ένα τέρμα σ’ αυτή την κατάσταση. Αντίθετα, λέμε, μια ψυχική ασθένεια συνέχισε να στιγματίζει αυτή τη γενιά. Στιγμάτισε εκείνους του πολίτες τού Ράιχ, οι οποίοι είχαν διαπράξει βέβηλες ενέργειες, αλλά επίσης κι εκείνους οι οποίοι, για οποιαδήποτε αιτία, τελούσαν σε άγνοια αυτών των ενεργειών. Μόνο εκείνοι που βίωσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν αθώοι».
«“Πήγαν σαν πρόβατα επί σφαγή”. “Πέθαναν σαν τα ζώα”. “Οι ναζιστές χασάπηδες τούς σκότωσαν”. Η αποκήρυξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης συνηχεί τόσο απόλυτα με τη γλώσσα που ακούγεται στο χώρο των σφαγίων, που θεωρώ ελάχιστα αναγκαίο να προετοιμάσω το έδαφος για τη σύγκριση που πρόκειται να κάνω. Το έγκλημα του Τρίτου Ράιχ, λέει η φωνή τού κατηγορητηρίου, ήταν ότι μεταχειρίστηκε τούς ανθρώπους σα ζώα.
»Έκανα μια βόλτα στο Γουόλταμ σήμερα το πρωί. Φαίνεται μια πανέμορφη πόλη. Δεν είδα φρικιαστικά πράγματα, δεν είδα εργαστήρια φαρμακευτικών ερευνών, δεν είδα βιομηχανικές φάρμες, ούτε σφαγεία. Κι όμως είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν. Πρέπει να υπάρχουν. Απλά δεν τα διαφημίζουν. Είναι όλα τριγύρω μας καθώς μιλάω, απλά δε γνωρίζουμε, κατά μία συγκεκριμένη έννοια, ότι υπάρχουν.
»Επιτρέψτε μου να το πω ανοιχτά: είμαστε περιτριγυρισμένοι από μια επιχείρηση παρακμής, αγριότητας και θανάτου, η οποία ανταγωνίζεται οτιδήποτε το Τρίτο Ράιχ ήταν ικανό να κάνει. Θα έλεγα μάλιστα ότι το ξεπερνάει κιόλας, αφού η δική μας επιχείρηση είναι χωρίς τέρμα, αναπαραγόμενη· φέρνει λαγούς, τρωκτικά, πουλερικά, εκτρεφόμενα ζώα, ασταμάτητα μέσα στον κόσμο, με σκοπό να τα σκοτώσει.
»Κι αν θέλουμε ν’ ακριβολογήσουμε, και να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει σύγκριση σ’ αυτά τα δυο, — αφού η Τρεμπλίνκα ήταν ας το πούμε συμβατικά μια επιχείρηση αφιερωμένη αποκλειστικά και μόνο στο θάνατο και την εξαφάνιση, ενώ η βιομηχανία κρέατος είναι σε τελική ανάλυση αφιερωμένη στη ζωή (αφού τα θύματά της δεν τα καίει σε φούρνους και δεν τα θάβει, αντίθετα, τα τεμαχίζει, τα καταψύχει και τα συσκευάζει, ώστε να μπορούν να καταναλωθούν, για την ευκολία των σπιτικών μας), ότι αυτή η διάκριση αποτελεί μια μικρή ανακούφιση για κείνα τα θύματα, είναι σα να ζητάμε, (συγχωρέστε μου την έλλειψη αισθητικής), απ’ τους νεκρούς της Τρεμπλίνκα να συγχωρήσουν τούς φονιάδες τους, γιατί το λίπος τού σώματός τους χρειαζόταν για να γίνουν σαπούνια, και τα μαλλιά τους για να παραγεμιστούν στρώματα ύπνου.
»Συγχωρέστε με, το επαναλαμβάνω. Αυτός είναι ο τελευταίος εύκολος πόντος που θα σημειώσω. Ξέρω πόσο οι ομιλίες αυτού τού είδους πολώνουν τούς ανθρώπους, και οι εύκολοι πόντοι απλά επιβαρύνουν την κατάσταση. Θέλω να βρω ένα τρόπο να μιλάω σε ανθρώπινα όντα, που θα είναι ήρεμος παρά εξημμένος, φιλοσοφικός παρά πολεμικός, που θα διαφωτίσει παρά θα προσπαθήσει να μάς διαιρέσει ανάμεσα σε δίκαιους κι αμαρτωλούς, σε σωσμένους και καταδικασμένους.
»Η ερώτησή μας δε θα έπρεπε να είναι: Έχουμε κάτι κοινό, λογική, αυτοσυνειδησία, με τ’ άλλα ζώα; (Με τη φυσική συνέπεια, αν δεν έχουμε, τότε έχουμε το δικαίωμα να τα μεταχειριζόμαστε όπως θέλουμε να τα φυλακίζουμε, να τα σκοτώνουμε, ν’ ατιμάζουμε το γένος τους). Επιστρέφω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ιδιαίτερη φρίκη των στρατοπέδων αυτών, η φρίκη που μάς κάνει να πειστούμε πως ό,τι συνέβη μέσα σ’ αυτά ήταν έγκλημα κατά τής ανθρωπότητας, δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι θύτες, μολονότι είχαν κοινή την ανθρώπινη φύση με τα θύματά τους, τα μεταχειρίστηκαν σαν ψείρες. Αυτό είναι πολύ αφηρημένο. Η φρίκη έγκειται στο γεγονός ότι οι θύτες αρνήθηκαν να σκεφτούν τούς εαυτούς τους στη θέση των θυμάτων τους. Είπαν, “είναι εκείνοι που βρίσκονται πάνω σ’ αυτά τα βαγόνια που μεταφέρουν κοπάδια ζώων και καθώς κινούνται στριγγλίζουν”. Δεν είπαν, “Πώς θα ήταν αν ήμουν εγώ πάνω σ’ αυτά τα βαγόνια;” Δεν είπαν, “Είμαι εγώ που βρίσκομαι πάνω σ’ αυτό το βαγόνι που μεταφέρει αγέλες ζώων”. Είπαν, “Πρέπει να είναι οι νεκροί που καίγονται σήμερα, κάνοντας τον αέρα να βρομάει και κάθονται με τις στάχτες πάνω στα λάχανά μου”. Δεν είπαν, “Πώς θα ήταν αν εγώ καιγόμουν;” Δεν είπαν, “Καίγομαι, πέφτω με τις στάχτες μου”.
«Με άλλα λόγια, έκλεισαν τις καρδιές τους. Η καρδιά είναι η έδρα μιας ικανότητας, τής συμπάθειας, που μάς επιτρέπει να συμμετέχουμε στην ύπαρξη τού άλλου. Η συμπάθεια έχει απόλυτη σχέση με το υποκείμενο και πολύ μικρή σχέση με το αντικείμενο».
«Επιστρέφω για μια ακόμη φορά στους χώρους τού θανάτου που βρίσκονται παντού ολόγυρά μας, στα σφαγεία, για τα οποία με μια κοινή προσπάθεια, κλείνουμε τις καρδιές μας. Κάθε μέρα συμβαίνει κι ένα ολοζώντανο ολοκαύτωμα, κι όμως, απ’ όσο μπορώ να διαπιστώσω, η ηθική μας ύπαρξη είναι ανέγγιχτη. Δεν αισθανόμαστε σπιλωμένοι. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, απ’ ό,τι φαίνεται, και να βγούμε καθαροί»
Άραγε θα πρέπει οι διακεκριμένοι συνδαιτυμόνες τής μητέρας του να χολοσκάνε όλο το βράδυ επειδή θα ονειρεύονται σάντουιτς με καπνιστό βοδινό ή τα σουβλάκια που θα χάψουν όταν γυρίσουν στα σπίτια τους; Ή τα σοφά μυαλά τού κολλεγίου θα έχουν καταφύγει στη λύση του διφορούμενου ψαριού, που έχει ραχοκοκαλιά, αλλά δεν αναπνέει αέρα, ή δε θηλάζει τα μικρά του;
Το μενού, ευτυχώς, δεν είναι δική του ευθύνη. Αυτό που φοβάται είναι, μήπως σε κάποια ανάπαυλα τής συζήτησης ξεπροβάλει κάποιος, με αυτό που ο ίδιος αποκαλεί Η Ερώτηση - Τι σάς οδήγησε κυρία Κοστέλο να γίνετε μια χορτοφάγος; - και η μητέρα του στη συνέχεια θα πρέπει να ανέβει στο ψηλόθωρο άλογό της για να δώσει την Απάντηση τού Πλούταρχου.
Η απάντηση στην ερώτηση βγαίνει απ’ τα ηθικά έργα τού Πλούταρχου. Η μητέρα του την ξέρει από μνήμης μπορεί να την αναπαράξει μόνο χοντρικά. “Με ρωτάτε γιατί αρνούμαι να φάω σάρκα. Εγώ, απ’ τη μεριά μου εκπλήσσομαι που μπορείτε να βάζετε στο στόμα σας το κουφάρι ενός πεθαμένου ζώου, εκπλήσσομαι που δε βρίσκετε αηδές να μασουλάτε λιανισμένη σάρκα και να καταπίνετε τούς χυμούς από πεθαμένες πληγές”. 0 Πλούταρχος είναι ένας πραγματικός διαιτητής μιας συζήτησης, ένας διαιτητής που σφυρίζει τη λήξη τής παρτίδας, είναι η λέξη "χυμοί" που το κάνει. Η προσφυγή στον Πλούταρχο είναι σα να πετά κάποιος το γάντι του χάμω, προκαλώντας σε μονομαχία· μετά από αυτό δεν είναι γνωστό τι θα συμβεί.
Εύχεται να μην είχε έρθει η μητέρα του. Είναι ωραίο που την ξαναβλέπει - είναι ωραίο για κείνη που θα μπορέσει να ξαναδεί τα εγγόνια της — είναι ωραίο για κείνη που θα βιώσει την αναγνώριση — αλλά το τίμημα που πληρώνει και το τίμημα που πρόκειται να πληρώσει αν η επίσκεψη πάει άσχημα, τού φαίνεται υπερβολικό. Γιατί να μην μπορεί να είναι μια συνηθισμένη ηλικιωμένη γυναίκα και να ζει σα μια συνηθισμένη ηλικιωμένη γυναίκα; Αν θέλει να ανοίξει την καρδιά της στα ζώα, γιατί να μην μπορεί να μείνει στο σπίτι της και να την ανοίξει στις γάτες της.
0 Βούντερλιχ παίρνει το λόγο. «Οι Έλληνες είχαν μια αίσθηση ότι στη σφαγή των ζώων υπήρχε κάτι λάθος, αλλά πίστεψαν ότι αυτό θα μπορούσαν να το θεραπεύσουν μέσα από λατρευτικές πράξεις. Υιοθέτησαν μια τελετή θυσίας, με την οποία έδιναν ένα ποσοστό στους θεούς, ελπίζοντας με την πράξη αυτή να κρατήσουν το υπόλοιπο. Η ίδια έννοια με τη δεκάτη. Ζήτησε την ευλογία των θεών για τη σάρκα που πρόκειται να φας, ζήτησέ τους να την ανακηρύξουν καθαρή».
«Ίσως αυτή να είναι η αρχή των θεών», λέει η μητέρα του. Σιωπή απλώνεται στο χώρο. «Ίσως εφηύραμε τούς θεούς, ώστε να μπορούμε να ρίχνουμε το κρίμα πάνω τους. Μάς έδωσαν την άδεια να τρώμε τη σάρκα. Δεν είναι δικό μας το φταίξιμο, είναι δικό τους. Είμαστε δικά τους παιδιά».
«Αυτό πιστεύετε;» τη ρωτάει η κυρία Γκάραρντ επιφυλακτικά.
«Κι ο Θεός είπε: Κάθε κινούμενο πράγμα που έχει ζωή μέσα του θα είναι τροφή σας», αναφέρει η μητέρα του, απ’ τη Βίβλο. «Είναι πρόσφορο. 0 Θεός μάς είπε ότι ήταν ΣΩΣΤΌ».
Σιωπή και πάλι. Την περιμένουν να συνεχίσει. Έχει εξάλλου πληρωθεί για να τούς ψυχαγωγήσει.
«Όλα αυτά είναι μόνο ανθρωπολογία», αντιλέγει η Νόρμα απ’ την άκρη τού τραπεζιού. «Δε λένε τίποτα για τη σημερινή μας συμπεριφορά. Οι άνθρωποι στον σύγχρονο κόσμο δε ρυθμίζουν τη διατροφή τους, στη βάση αν έχουν θεϊκή άδεια. Αν τρώμε γουρούνια και δεν τρώμε σκύλους, αυτός είναι απλά ο τρόπος με τον οποίο ανατραφήκαμε. Δε θα συμφωνούσες, Ελίζαμπεθ; Πρόκειται απλά για μια απ’ τις λαϊκές μας συνήθειες».
«Είναι απεχθές», λέει η μητέρα του. «Μπορεί να ξεφορτωθήκαμε τούς θεούς, αλλά δεν απαλλαγήκαμε απ’ την απέχθεια, η οποία είναι μια μορφή θρησκευτικού τρόμου».
«Η απαγόρευση τού κρέατος που έχετε στη χορτοφαγία είναι μόνο μια ακραία μορφή διαιτητικής απαγόρευσης», συνεχίζει ακάθεκτα η Νόρμα· «και μια διαιτητική απαγόρευση είναι ένας γρήγορος, απλός τρόπος, για μια ομάδα εκλεκτών να αυτοπροσδιοριστεί. Οι συνήθειες στο τραπέζι των άλλων ανθρώπων είναι ακάθαρτες, δεν μπορούμε να φάμε ή να πιούμε μαζί τους».
«Διάβασες την αυτοβιογραφία τού Γκάντι, Νόρμα», ρωτάει η μητέρα του.
«Όχι».
«Ο Γκάντι, νέος, πήγε στην Αγγλία για να σπουδάσει νομικά. Η Αγγλία, βέβαια, υπερηφανευόταν ότι ήταν μια μεγάλη κρεατοφάγος χώρα. Η μητέρα του όμως τον ανάγκασε να τής υποσχεθεί ότι δε θα έτρωγε κρέας. Τού γέμισε μια κασέλα με τρόφιμα για να πάρει μαζί του. Στη διάρκεια τού πλου σκάλιζε ανάμεσα στ᾿ απομεινάρια τού τραπεζιού για λίγο ψωμί και την υπόλοιπη μέρα έτρωγε απ’ την κασέλα του. Στο Λονδίνο βρέθηκε αντιμέτωπος με μια μακρά διαδικασία αναζήτησης μαγαζιών κι εστιατορίων που σέρβιραν το είδος τής τροφής που ήθελε. Οι κοινωνικές σχέσεις με τούς Άγγλους ήταν δύσκολες γιατί δεν μπορούσε ν’ αποδεχτεί ή ν’ ανταποδώσει τις προσκλήσεις σε φαγητό. Δεν ήταν εύκολο, μέχρι που έπεσε πάνω σε κάποια περιθωριακά στοιχεία τής αγγλικής κοινωνίας —μέλη τής Φαβιανής Εταιρίας, θεοσοφιστές και άλλους — με τούς οποίους ένιωσε οικεία. Μέχρι τότε ήταν απλά ένας μοναχικός κακόμοιρος φοιτητής στη Νομική».
«Ποιο είναι το νόημα, Ελίζαμπεθ;» ρωτάει η Νόρμα «Ποιο είναι το νόημα τής ιστορίας;»
«Απλά ότι η χορτοφαγία του Γκάντι πολύ δύσκολα μπορεί να εννοηθεί ως άσκηση εξουσίας. Τον καταδίκασε να ζει στο περιθώριο τής κοινωνίας. Ήταν το ιδιαίτερο χάρισμα που είχε μέσα του· χάρη σ’ αυτό ενσωμάτωσε μέσα στη πολιτική φιλοσοφία του ό,τι βρήκε σε κείνο το περιθώριο».
«Σε κάθε περίπτωση», παρεμβαίνει ένας ξανθός άντρας, «ο Γκάντι δεν είναι ένα καλό παράδειγμα. Η χορτοφαγία του ήταν πολύ ταγμένη. Ήταν χορτοφάγος εξαιτίας τής υπόσχεσης που είχε δώσει στη μητέρα του».
«Δεν πιστεύετε ότι οι μητέρες μπορούν να έχουν καλή επιρροή στα παιδιά τους;» ρωτάει η Ελίζαμπεθ Κοστέλο.
Στιγμιαία σιωπή παίρνει τη θέση. Είναι η στιγμή για κείνον, τον καλό γιο, να μιλήσει. Δεν το κάνει.
«Η δική σας χορτοφαγία, κυρία Κοστέλο», λέει ο πρόεδρος Γκάραρντ, κατευνάζοντας τα πνεύματα, «πηγάζει από ηθικά πιστεύω».
«Πηγάζει από μια επιθυμία να σώσω την ψυχή μου»
«Κοιτάχτε, τρέφω μεγάλο σεβασμό για τη χορτοφαγία», λέει ο Γκάραρντ. «Σαν τρόπο ζωής»
«Φοράω δερμάτινα παπούτσια», λέει η μητέρα του, «κρατάω δερμάτινη τσάντα. Δε θα είχα υπερβολικό θαυμασμό για την χορτοφαγία αν ήμουν στη θέση σας»
«Εμμονή», μουρμουρίζει ο Γκάραρντ. ««Εμμονή είναι ο μπαμπούλας των μικρόνοων. Σίγουρα κάποιος μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στη βρώση τού κρέατος και στη χρήση τού δέρματος για ρούχα».
«Βαθμίδες χυδαιολογίας», απαντάει εκείνη.
«Κι εγώ επίσης έχω τον μεγαλύτερο σεβασμό για τούς κώδικες που βασίζονται στο σεβασμό τής ζωής», λέει ο κοσμήτορας Άρεντ, μπαίνοντας στο διάλογο για πρώτη φορά. «Την ίδια στιγμή όμως κάποιος θα πρέπει να δεχτεί ότι το όλο μας κοινωνικό οικοδόμημα ανησυχιών και δοξασιών είναι ένα κλειστό βιβλίο για τα ζώα. Δεν μπορείς να πεις σ’ ένα μοσχάρι ότι θα τού αφαιρεθεί η ζωή του. Επιπλέον δεν μπορείς να εξηγήσεις σ’ έναν κοριό ότι θα πατήσεις πάνω του. Στη ζωή των ζώων, τα πράγματα, καλά ή κακά, απλά συμβαίνουν. Έτσι, η χορτοφαγία είναι ένας πολύ παράξενος συμβιβασμός, όταν φτάνεις στο σημείο να σκεφτείς κάτι τέτοιο, αφού οι ευεργετούμενοι δεν έχουν συναίσθηση ότι ευεργετούνται. Και μάλιστα δεν έχουν την ελπίδα να το μάθουν ποτέ. Γιατί ζουν σ᾿ ένα κενό συνείδησης».
Είναι η σειρά της μητέρας του να μιλήσει αλλά δείχνει ολοφάνερα μπερδεμένη, γκρίζα, κουρασμένη, μπερδεμένη. Ο Τζον σκύβει προς την απέναντι πλευρά. «Ήταν μια δύσκολη μέρα η σημερινή, μητέρα», λέει. «Ίσως ήρθε η ώρα».
«Ναι, ήρθε η ώρα», λέει εκείνη.
«Δε θα πάρετε καφέ;» ρωτάει ο πρόεδρος Γκάραρντ.
«Όχι, απλά θα με κρατήσει ξάγρυπνη». Γυρίζει προς τον Άρεντ. «Το θέμα που θέσατε ήταν πολύ εύστοχο. Δεν υπάρχει συνείδηση που θα μπορούσαμε ν’ αναγνωρίσουμε σα συνείδηση. Δεν έχουν συνείδηση, συνεπώς. Συνεπώς τι; Συνεπώς είμαστε ελεύθεροι να τα χρησιμοποιήσουμε για τους προσωπικούς μας σκοπούς; Συνεπώς είμαστε ελεύθεροι να τα σκοτώσουμε; Γιατί; Τι το τόσο εξαιρετικό υπάρχει στη μορφή τής συνείδησης που αναγνωρίζουμε, ώστε να καθιστά το να θανατωθεί ένας κομιστής αυτής τής συνείδησης έγκλημα, ενώ η θανάτωση ενός ζώου μένει ατιμώρητη; Υπάρχουν στιγμές...»
«Να πω κάτι για τα βρέφη», παρεμβαίνει ο Βούντερλιχ. Όλοι γυρίζουν και τον κοιτάζουν. «Τα παιδιά δεν έχουν αυτοσυνειδησία, κι όμως θεωρούμε πιο ειδεχθές έγκλημα τη θανάτωση ενός βρέφους απ’ τη θανάτωση ενός ενήλικα».
«Συνεπώς;» ρωτάει ο Άρεντ.
«Συνεπώς όλη αυτή η συζήτηση για τη συνείδηση και για το αν τα ζώα διαθέτουν τέτοια, είναι απλά ένα παραπέτασμα καπνού. Στο βάθος προστατεύουμε το ίδιο το είδος μας. Χειρονομία νίκης για τ’ ανθρώπινα βρέφη, χειρονομία καταδίκης για τα μοσχαράκια. Δε σκέφτεστε το ίδιο, κυρία Κοστέλο;»