Κίχλη (1946), Κείμενο και σχολιασμός.
Ο Σεφέρης για να βοηθήσει τούς αναγνώστες του να διαβάσουν ευκολότερα την "Κίρκη", κατά παράκληση τού Γιώργου Κατσίμπαλη, έφτιαξε αυτή "Τη Σκηνοθεσία για την Κίχλη", και τού την έστειλε υπό μορφή επιστολής, αντί πρωτοχρονιάτικου δώρου όπως γράφει χαριτολογώντας, στις 27 Δεκεμβρίου τού 1949.
Ολόκληρο το κείμενο του Σεφέρη, στο σύνδεσμο
«Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη» και ο σύνδεσμος για τα "Αντί " στο "Σεφέρης Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη. τα Αντί" Γράφει ο Σεφέρης «Τελειώνοντας το 1949 ο Γιώργος Κατσίμπαλης μου ζήτησε να του γράψω ένα γράμμα που θα βοηθούσε το καλοπροαίρετο αναγνώστη να διαβάσει ευκολότερα την "Κίχλη"». Η αλήθεια είναι ότι το ποίημα φαινόταν απροσπέλαστο τότε. Με το κέφι που δίνει η γραφή σ᾿ ένα φίλο, κάθησα και του έφτιαξα μια σκηνοθεσία· ήταν το πρωτοχρονιάτικο δώρο μου. "Έτσι" του έλεγα "δεν είναι απίθανο να παιχτεί κάποτε η "Κίχλη" στον κινηματογράφο". Με άλλα λόγια: υποδύθηκα το πρόσωπο του κοινού αναγνώστη, λιγότερο ή περισσότερο επαρκή· το κύρος της ερμηνείας μου δεν μπορούσε να είναι βαρύτερο». Αγαπητέ μου Γιώργο, Η Δυσκολία ....................................................... [....]«Ας φανταστούμε» γράφει ο Σεφέρης στο "Μιά σκηνοθεσία για την Κίχλη" στον Γ. Κατσίμπαλη, πως εκείνος που λέει "εγώ" στην "Κίχλη", είναι ένας κάποιος Οδυσσέας. Ίσως αυτό να μας κάνει να στοχαστούμε πως οι άνθρωποι της αστάθειας, των περιπλανήσεων και των πολέμων, μολονότι μπορεί να παραλλάζουν κατά το μεγαλείο και την αξία, κινούνται πάντα ανάμεσα στα ίδια τέρατα και τις ίδιες λαχτάρες». Γράφει ο Σεφέρης στο ίδιο γράμμα: «Το σπίτι της Κίρκης είναι το πρώτο σπίτι που βλέπει ο Οδυσσέας ύστερα από πολλά βάσανα πολλά φονικά και ανοησίες (το φλασκί των ανέμων), ύστερα από τους Κύκλωπες, που του στοίχησαν ακριβά· είναι η πρώτη χλιδή που βρίσκει: το πλούσιο τραπέζι, το αψηλό κρεβάτι και το κορμί της ωραίας γυναίκας. Είναι μαλθακό αυτό το σπίτι· τους ανθρώπους που δε χάθηκαν η Κίρκη τους κάνει γουρούνια. Ο Οδυσσέας χαίρεται αυτή την ηδονή, αλλά έχει στο νου του και το δικό του σπίτι. Θα ήθελες να ονομάσουμε αυτό το δικό του σπίτι, το φως;» «Εδώ αρχίζει η "Κίχλη" » «Το περιβάλλον του Πόρου, οι πρώτες μου εκείνες διακοπές ύστερα από οκτώ χρόνια, μου έδωσαν διάφορα συναισθήματα. Ένα απ᾿ αυτά ήταν αυτό που έλεγα ὁ "Αννίβας στην Καπούη". Αλλά και στα περασμένα, ο Πόρος ήταν για μένα ο πιο "ηδονόπαθος" τόπος: λεμονόδασα, κανάλια. Συχνά με δυσανασχέτησε· έφτασα από αντίδραση, να τον ονομάσω κρεβατοκάμαρα μεγάλης εταίρας· βλέπεις πόσο "αντιελπινορικός*" γίνομαι. Εξ άλλου η "Γαλήνη" το Βικτοριανό εκείνο σπίτι μου έδωσε ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της κατασκήνωσης. Έτσι ο Οδυσσέας, ύστερα από τόσες καταστροφές, και άλλες που νιώθει επικείμενες, συλλογίζεται αυτό που ο κόσμος ονομάζει σπίτι». (η αλληλοεισχώρηση ποιητή και Οδυσσέα) «Το σπίτι γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία σαν το καλοκοιτάξεις στις σκοτεινές γωνιές "για χρόνια πλάγιαζα νωρίς" ψιθυρίζει.... » (Piazza San Nikolo) « Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι μ᾿ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένα από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας». (Μυθιστόρημα Α΄) «Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και τις χαρουπιές μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια.....» (Μυθιστόρημα Ζ΄) «Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου». (Μυθιστόρημα ΙΗ΄) Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη. |
* Ελπήνορας
Ελπήνορας
Ελπήνορας άνθρωπος αντιηρωικός, τρυφηλός, ηδυπαθής, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, γενικά αρνητικά χαρακτηρισμένος.
Λίγα λόγια για τον Ελπήνορα ο οποίος κατέχει κεντρική θέση, στην Κίχλη αλλά και σε άλλα ποιήματα του Σεφέρη είτε ονομαζόμενος είτε σαν περσόνα.
Ενδεικτικά:
Στη "Στροφή" στο ποίημα: "Οι Σύντροφοι στον άδη"
« πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι».
Στο "Μυθιστόρημα" στο Δ΄ "Αργοναύτες" οι υποταγμένοι και σιωπηλοί σύντροφοι
« Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ᾿ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Χαρακτηρισμένοι Ελπήνορες από τον ίδιο το Σεφέρη στο ποίημα αυτό, με ενστάσεις από μελετητές του ποιήματος (περιπτώσεις Λέοντος Καραπαναγιώτη στο Αφιέρωμα για τον Σεφέρη 1961 "Μυθιστόρημα", Σπύρου Πλασκοβίτη "Ο δίκαιος λόγος του Σεφέρη" επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης).
Ακόμη στο "μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη" ο Σεφέρης και τους "υπομονετικούς" της " Άρνησης" τους χαρακτηρίζει πολύ αυστηρά Ελπήνορες.
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος»
«Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε» από τη "Μποτίλια στο πέλαγος» ΙΒ΄ από το "Μυθιστόρημα", ένας κάποιος Ελπήνωρ ο πιο νέος.
Και ο ίδιος υπενθυμίζει τη ρητή επίκληση, στο Ημερολόγιο Β΄ «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους»,
«Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;»
που έρχεται σε αντίθεση με τις σκιές των ηρώων που δηλώνει η ράχη των Ψαρών.
«Βοηθήστε μας!»-
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Συνεχίζει ο Σεφέρης προς τον Κατσίμπαλη:
«Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι᾿ αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και σπαταλημένοι»
Παρακάτω σημειώνει ο Σεφέρης: «Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι' αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και σπαταλημένοι»
Ο Ομηρικός Ελπήνορας
Στη χώρα των Λαιστρυγόνων ο Οδυσσέας χάνει τα ένδεκα από τα δώδεκα καράβια του. Με το ένα που του απομένει φτάνει στην Αιαία, το παράξενο και μυστηριώδες νησί της Κίρκης. Εκεί ανιχνεύει αρχικά μόνος του το παλάτι της Κίρκης, αλλά δεν το πλησιάζει. Επιστρέφει στους συντρόφους και τους χωρίζει σε δύο ομάδες, ορίζοντας αρχηγό της δεύτερης τον Ευρύλοχο. Στην ομάδα αυτή πέφτει ο κλήρος να πάει στο παλάτι και να μπει μέσα. Εκεί τους υποδέχεται η Κίρκη και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Σώζεται μονάχα ο (καχύποπτος) Ευρύλοχος, που έμεινε έξω από το παλάτι. Τρομοκρατημένος από την εξαφάνιση των άλλων, γυρίζει πίσω και ενημερώνει τους υπόλοιπους και τον Οδυσσέα, που αναλαμβάνει και πάλι μόνος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στο δρόμο προς το παλάτι εμφανίζεται μπροστά του ο Ερμής, που του αποκαλύπτει τι έχει συμβεί και τον συμβουλεύει πώς να αντιμετωπίσει την Κίρκη. Η μάγισσα επιχειρεί να μεταμορφώσει και τον Οδυσσέα αλλά αποτυγχάνει. Εκείνος την ορκίζει πως δεν θα του κάνει κακό, πλαγιάζει μαζί της και την πείθει να επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους συντρόφους του. Η Κίρκη δέχεται και ζητά να έρθουν στο παλάτι και οι υπόλοιποι. Όλοι μαζί περνούν κάπου ένα χρόνο στο παλάτι ευωχούμενοι. Όταν ο Οδυσσέας, παρακινούμενος και από τους συντρόφους, της ζητάει να τους επιτρέψει να φύγουν, εκείνη συγκατατίθεται, αλλά, προς απογοήτευση όλων, του φανερώνει ότι πρέπει να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία, που θα του δείξει το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που ξεκινούν, ο πιο νέος απ᾽ όλους, ο Ελπήνωρ με τον σαλεμένο νου, πέφτει μεθυσμένος από το δώμα της Κίρκης και σκοτώνεται.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός -
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
στον Άδη η ψυχή του.
Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.
Ο αντιηρωικός χαρακτήρας του Ελπήνορα αγγίζει τη σύγχρονη ευαισθησία περισσότερο απ' ό, τι οι πρωτεύοντες ομηρικοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας. Ο Ελπήνωρ (ελπίς+ανήρ) είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος που ζει στον μικρόκοσμό του και παγιδεύεται σε μικρές επιλογές που όμως τη δεδομένη στιγμή φαντάζουν σπουδαίες στα μάτια του.
Ελπήνορας άνθρωπος αντιηρωικός, τρυφηλός, ηδυπαθής, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, γενικά αρνητικά χαρακτηρισμένος.
Λίγα λόγια για τον Ελπήνορα ο οποίος κατέχει κεντρική θέση, στην Κίχλη αλλά και σε άλλα ποιήματα του Σεφέρη είτε ονομαζόμενος είτε σαν περσόνα.
Ενδεικτικά:
Στη "Στροφή" στο ποίημα: "Οι Σύντροφοι στον άδη"
« πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι».
Στο "Μυθιστόρημα" στο Δ΄ "Αργοναύτες" οι υποταγμένοι και σιωπηλοί σύντροφοι
« Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ᾿ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Χαρακτηρισμένοι Ελπήνορες από τον ίδιο το Σεφέρη στο ποίημα αυτό, με ενστάσεις από μελετητές του ποιήματος (περιπτώσεις Λέοντος Καραπαναγιώτη στο Αφιέρωμα για τον Σεφέρη 1961 "Μυθιστόρημα", Σπύρου Πλασκοβίτη "Ο δίκαιος λόγος του Σεφέρη" επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης).
Ακόμη στο "μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη" ο Σεφέρης και τους "υπομονετικούς" της " Άρνησης" τους χαρακτηρίζει πολύ αυστηρά Ελπήνορες.
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος»
«Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε» από τη "Μποτίλια στο πέλαγος» ΙΒ΄ από το "Μυθιστόρημα", ένας κάποιος Ελπήνωρ ο πιο νέος.
Και ο ίδιος υπενθυμίζει τη ρητή επίκληση, στο Ημερολόγιο Β΄ «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους»,
«Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;»
που έρχεται σε αντίθεση με τις σκιές των ηρώων που δηλώνει η ράχη των Ψαρών.
«Βοηθήστε μας!»-
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Συνεχίζει ο Σεφέρης προς τον Κατσίμπαλη:
«Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι᾿ αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και σπαταλημένοι»
Παρακάτω σημειώνει ο Σεφέρης: «Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι' αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι καρλαϊλική) και τους Θερσίτες είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτο ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει. Δε λέω: αγαπητοί αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, μέσοι και σπαταλημένοι»
Ο Ομηρικός Ελπήνορας
Στη χώρα των Λαιστρυγόνων ο Οδυσσέας χάνει τα ένδεκα από τα δώδεκα καράβια του. Με το ένα που του απομένει φτάνει στην Αιαία, το παράξενο και μυστηριώδες νησί της Κίρκης. Εκεί ανιχνεύει αρχικά μόνος του το παλάτι της Κίρκης, αλλά δεν το πλησιάζει. Επιστρέφει στους συντρόφους και τους χωρίζει σε δύο ομάδες, ορίζοντας αρχηγό της δεύτερης τον Ευρύλοχο. Στην ομάδα αυτή πέφτει ο κλήρος να πάει στο παλάτι και να μπει μέσα. Εκεί τους υποδέχεται η Κίρκη και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Σώζεται μονάχα ο (καχύποπτος) Ευρύλοχος, που έμεινε έξω από το παλάτι. Τρομοκρατημένος από την εξαφάνιση των άλλων, γυρίζει πίσω και ενημερώνει τους υπόλοιπους και τον Οδυσσέα, που αναλαμβάνει και πάλι μόνος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στο δρόμο προς το παλάτι εμφανίζεται μπροστά του ο Ερμής, που του αποκαλύπτει τι έχει συμβεί και τον συμβουλεύει πώς να αντιμετωπίσει την Κίρκη. Η μάγισσα επιχειρεί να μεταμορφώσει και τον Οδυσσέα αλλά αποτυγχάνει. Εκείνος την ορκίζει πως δεν θα του κάνει κακό, πλαγιάζει μαζί της και την πείθει να επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους συντρόφους του. Η Κίρκη δέχεται και ζητά να έρθουν στο παλάτι και οι υπόλοιποι. Όλοι μαζί περνούν κάπου ένα χρόνο στο παλάτι ευωχούμενοι. Όταν ο Οδυσσέας, παρακινούμενος και από τους συντρόφους, της ζητάει να τους επιτρέψει να φύγουν, εκείνη συγκατατίθεται, αλλά, προς απογοήτευση όλων, του φανερώνει ότι πρέπει να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία, που θα του δείξει το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που ξεκινούν, ο πιο νέος απ᾽ όλους, ο Ελπήνωρ με τον σαλεμένο νου, πέφτει μεθυσμένος από το δώμα της Κίρκης και σκοτώνεται.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός -
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
στον Άδη η ψυχή του.
Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.
Ο αντιηρωικός χαρακτήρας του Ελπήνορα αγγίζει τη σύγχρονη ευαισθησία περισσότερο απ' ό, τι οι πρωτεύοντες ομηρικοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας. Ο Ελπήνωρ (ελπίς+ανήρ) είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος που ζει στον μικρόκοσμό του και παγιδεύεται σε μικρές επιλογές που όμως τη δεδομένη στιγμή φαντάζουν σπουδαίες στα μάτια του.
Το ποίημα Α'
Δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπής έφήμερον σπέρμα,
τί με βιάζεσθε λέγει, ἅ ὑμῖν ἄρειον μή γνῶναι. (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ) Α' Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ᾿ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί· κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια· οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια. Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο. Καινούρια στην αρχή, σαν τα μωρά που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου, κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα· όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο. Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες, πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει· ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά, Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια, από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα, με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα, πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα. Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις. |
Σχόλια
Δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπής έφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγει, ἅ ὑμῖν ἄρειον μή γνῶναι. (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ) Το παραπάνω κείμενο είναι από τον Παραμυθητικόν πρός Απολλώνιον τού Πλούταρχου. Φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψω πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Είναι άξιον προσοχής, γιατί ο Σεφέρης επέλεξε μόνο ένα τμήμα από το απόσπασμα το οποίο έτσι μένει μετέωρο γιατί δεν περιλαμβάνει το "πράγμα" που είναι καλύτερα να μη γνωρίζει ο Μίδας και κάθε Μίδας και το οποίο αποκαλύπτεται στη συνέχεια του αποσπάσματος. Ο Σεφέρης προφανώς γνωρίζει το απόσπασμα, αλλά δεν συμφωνεί με τον απόλυτο Μηδενισμό στον οποίο παραπέμπει. Το απόσπασμα αυτό που εκφράζει το βαθύ πεσιμισμό των Ελλήνων - βλέπε και Σοφοκλή στον "Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ": (Το καλύτερο απ' όλα θε να 'τανε να μην είχε κανείς γεννηθεί, ή μια που ήρθε στο φως, να γυρνά κείθ' όπου ήρθε μια ώρα πιο μπρος) - περιλαμβάνει ο Νίτσε στο βιβλίο του "Η Γέννηση της Τραγωδίας". Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει: Ο Βασιλιάς Μίδας συνάντησε τον Σειληνό (σύντροφο του Διονύσου) και κάτοχο της Σοφίας κατά το μύθο, στο δάσος και τον πίεσε να μάθει πιο ήταν για το άνθρωπο το πιο ποθητό και πολύτιμο πράγμα. Η απάντηση του Σειληνού ήταν: «[...] δαίμονος ἐπιπόνου καὶ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; μετ' ἀγνοίας γὰρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δὲ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τὸ πάντων ἄριστον οὐδὲ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως (ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι)· τὸ μέντοι μετὰ τοῦτο καὶ πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα».Δῆλον οὖν ὡς οὔσης κρείττονος τῆς ἐν τῷ τεθνάναι διαγωγῆς ἢ τῆς ἐν τῷ ζῆν, οὕτως ἀπεφήνατο. Μετάφραση «[...] φυλή άθλια κι εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψω πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Γιατί είναι πιο ανώδυνος ο βίος, όταν κανείς αγνοεί τι είναι δεινό για τον ίδιο. Ό,τι περισσότερο απ' όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις ούτε μπορείς να μετέχεις στη φύση του καλύτερου: το καλύτερο για όλους και όλες είναι να μην έχει κανείς ποτέ γεννηθεί, να μην υπάρχει, να πέσει στην ανυπαρξία. Αλλά αφού έχει γεννηθεί ό,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμεί, είναι να πεθάνει το γρηγορότερο». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι είναι καλύτερη η ζωή στον θάνατο, παρά η ζωή στη ζωή, έτσι αποφάνθηκε. |
Ανάλυση
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο. Καινούρια στην αρχή, σαν τα μωρά που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου, κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα· όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο. Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες, πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει· ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά, Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια, από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα, με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα, πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα. Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις. |
Ο ποιητής σαν να απαντά σε μια παρηγορητική φωνή: μη μου μιλάς για πράγματα όπως θα μίλαγαν σ᾿ άλλους καιρούς. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τα σπίτια έχουν τη φυλή τους, "το ύφος τους". Εδώ τα σπίτια προσωποποιούνται: αισθάνονται, γελούνε, θυμώνουν, με αυτούς που έφυγαν από πολέμους, από ανάγκες τώρα που ο κόσμος έγινε απέραντος. Στο ημερολόγιο τού 46 ο Σεφέρης γράφει: «Νόμιζες πως ο πόλεμος, οι δύσκολες περιστάσεις θα τελείωναν με κάποια ειρήνη. Ξαφνικά ανακαλύπτεις πως όλη τη ζωή σου θα την περάσεις ανώμαλα»
Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια το χέρι που φτιάνει σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα....... (αποσπάσματα από το "Piazza San Nicolo") Συνεχίζει ο Σεφέρης την σκηνοθεσία « - παιδικές αναμνήσεις. Τέτοιες αναμνήσεις του έρχονται εδώ στο μέγαρο της Κίρκης. Ονειροπολεί. Κι εδώ ψιθυρίζουν παλιές αρχόντισσες, ενώ παρουσιάζεται το φάντασμα του νέου. Το στολίζουν σα γαμπρό και σα νεκρό: πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει· Είναι αν θέλεις το είδωλο του νεκρού Ελπήνορα, ένας αντίλαλος του Ελπήνορα του β΄ μέρους και των πρώτων στίχων του γ΄. Το πέρασμα της γυναίκας, της Κίρκης τον παραμερίζει: ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη »Για την ιδέα μου, η Κίρκη δεν είναι θεά, μήτε καν μάγισσα, είναι ένα σύμβολο της ηδονής, ο καημός του αισθησιασμού. Θαρρώ πως η ατμόσφαιρα που φέρνει η μεσημβρινή αυτή γυναίκα, με τα αρώματα από καρπούς, βότανα και μεσογειακές πολιτείες, έχει αρκετή σαφήνεια. Σμύρνη, γιατί εκεί έζησα παιδί· Συρακούσες, Μεγάλη Ελλάδα, ηδονική ζωή κτλ. είναι κοντά στα μέρη της Ομηρικής Κίρκης· όσο για τη Ρόδο, κοίταξε στο "Στρατή Θαλασσινό περιγράφει έναν άνθρωπο" το κορίτσι στο πορνείο της Πόλης: ......... τόση ζωή τριγύρω στο δέρμα. »Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το δεξί του στήθος: "Είμαι από τη Ρόδο, με αρρεβώνιασαν 13 χρονών για 100 παράδες. »Αλλά τώρα ο Οδυσσέας αντιδρά· η ηδονή που βλέπει να περνά μπροστά του, στοχάζεται πως είναι η άλλη όψη της φθοράς· η Κίρκη .... ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα - σαν τους μεθυσμένους· χωρίς να βλέπει τους νεκρούς του. Η τρυφή αυτού του σπιτιού αρχίζει να τον βαραίνει. Τελειώνει με τη μνήμη των πεισματωμένων σπιτιών». |