Λένα Διβάνη
"Οι γυναίκες τής Ζωής της"
Ένα μυθιστόρημα η επιτομή τής ευφυΐας, η κατάκτηση τού ύφους. Η λογοτεχνική αντιμετώπιση μιας συνηθισμένης ιστορίας απιστίας από τη Λένα Διβάνη, απογειώνει το κείμενο και το μετατρέπει σε ένα μυθιστόρημα απόλαυσης τής γραφής.
Προσωπικά ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτές τις μέρες κάτω, από την γοητεία τής πρώτης ανάγνωσης εδώ και χρόνια, το ξανασυνάντησα με τα ίδια αισθήματα. Ένα κείμενο [ιδιαίτερα τα κεφάλαια: "Είσοδος", "Φθόνος"(Άννα), "Η οργή"(Κατερίνα), και "Λαιμαργία"(Σοφία Σιούτη)] που η ευφυΐα τής γραφής "βγάζει το κεφάλι της" σε κάθε παράγραφο, και προσωπικά κάθε στιγμή με παρέπεμπε στο γοητευτικό κεφάλι τής συγγραφέα, με σήμα κατατεθέν το κοντοκουρεμένο μαλί και το πανέξυπνο, λίγο "πονηρό" λίγο "ειρωνικό" λίγο "διαβολικό" βλέμμα. Ένα βλέμμα γνώσης και σιγουριάς. Δεν έχει σημασία αν σ᾿ αυτή την έκδοση που διάβασα τώρα, οι "γυναίκες τής ζωής της", όχι βέβαια τής Διβάνη, αλλά τής πρωταγωνίστριας τής Άννας, έχουν αποχωρήσει από το εξώφυλλο και κυριαρχεί στο κέντρο, να υποθέσω μια περσόνα τής Άννας. Στην πρώτη μου ανάγνωση "οι γυναίκες τής ζωής της" ήταν όλες παρούσες στο εξώφυλλο. Τι χαζό θέλω να πω με αυτό : «Μη δανείζετε σε φίλους, τα βιβλία που αγαπάτε. Θα τα χάσετε». Το βιβλίο τώρα είναι εξαντλημένο. Το αντίτυπο που διάβασα τώρα, το βρήκα δύσκολα σε σίτε στο Ιντερνέτ. Και μια προσωπική άποψη, (και ας μην έχω δίκιο, η συγγραφέας γνωρίζει). Το βιβλίο έπρεπε να ολοκληρώνεται κατά την ταπεινή μου γνώμη με το V κεφάλαιο με τον υπότιτλο "λαιμαργία". Νομίζω ότι εκεί το μυθιστόρημα έχει ολοκληρωθεί. (Ήδη η πρωταγωνίστρια η Άννα είναι καθημαγμένη, έχει εκμηδενιστεί, έχει παραιτηθεί από τη ζωή κάτω «από το παλτό λίπους»). Τα τρία επόμενα κεφάλαια (Ματαιοδοξία,Απληστία, Έξοδος), είναι "τραβηγμένα", όχι σύμφωνα «κατά το εικός ή το αναγκαίον» τού Αριστοτέλη τής "Ποιητικής". Επίσης το ίδιο θα έλεγα και για το κεφάλαιο με τον τίτλο "Λαγνεία" το οποίο ούτε λαγνεία εμπεριέχει, και για την κατασκευή του φωνάζει. Μια και το βιβλίο είναι εξαντλημένο από τον εκδότη (Καστανιώτης), και θεωρώ ότι και η Λένα Διβάνη δεν θα έχει αντίρρηση, δημοσιεύω το κείμενο μέχρι και το κεφάλαιο V που για μένα προσωπικά το μυθιστόρημα έχει τελειώσει. "Οι γυναίκες τής Ζωής της" Είσοδος
Μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε γυναίκα τού Λωτ χιλιάδες χρόνια μετά. Κι απόμεινε γονατισμένη μπροστά στο ανοιχτό φύλλο τής ντουλάπας, στήλη άλατος. Τα χέρια έντρομα να κρατούν και να απεχθάνονται μια φωτογραφία, τα μάτια αρπακτικά να αποτυπώνουν και να αποστρέφονται ό,τι αντίκριζαν κατάπληκτα. Αυτός με το «banana republic» παντελόνι, άσπρο πουκάμισο κι ένα χαμόγελο ανόητης ευτυχίας, που ξεχείλιζε από το πλαίσιο τής φωτογραφίας κι έσταζε καίγοντας τα δάχτυλά της σαν ακουαφόρτε. Τα χέρια του ήταν απλωμένα σαν χωροεπεκτατικά πλοκάμια. Το ένα έδειχνε, μ᾿ ένα νοητό κλείσιμο τού ματιού, κάτι απροσδιόριστο στο φωτογράφο και το άλλο, το μισητό άλλο, κρατούσε σφιχτά στο στήθος του μια γυναίκα, που πάλευε να ξεφύγει γελώντας. Μια άγνωστη γυναίκα. Μια ωραία γυναίκα. Μια κοκκινομάλλα γυναίκα. Μια γυναίκα με σανδάλια και μακρύ καλοκαιρινό φόρεμα. Μια ωραία γυναίκα. Η πόρτα τής κρεβατοκάμαρας έτριξε κι ο Χάρης έχωσε τη μούρη του μέσα. Η Άννα τρύπωσε αστραπιαία, σαν κλέφτρα, την πολαρόιντ μέσα στη θήκη τού νεσεσέρ με τα καλλυντικά της, που ήταν παρατημένο στο πάτωμα. «Ο μπαμπάς λέει, άντε, τι κάνεις; Μετά το γάμο θα πάμε;» Τα είπε, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Πάλι βαριόταν. Έτσι ήταν ο Χάρης, βαριόταν συνέχεια. Ο Χάρης βαριόταν, ενώ η δική της ζωή τριβόταν σε ψίχουλα στο παρκέ τής κρεβατοκάμαρας. |
Έκανε να ξαναψαρέψει τη φωτογραφία από την ανακατωμένη άβυσσο τού νεσεσέρ, αλλά βήματα που κατευθύνονταν προς τα εκεί τη σταμάτησαν πάλι. Πετάχτηκε όρθια με μια κίνηση, σαν ελατήριο, άρπαξε το πολύτιμο βαλιτσάκι και κατευθύνθηκε με μιαν απελπισμένη αποφασιστικότητα προς το μπάνιο. Ήθελε να την αφήσουν ήσυχη για λίγο, να τής δώσουν χρόνο να βγάλει ξανά στην επιφάνεια την πληγή της, να την εξετάσει προσεχτικά, σαν φοιτήτρια σε μάθημα ανατομίας, να εκτιμήσει τις απώλειες, ν᾿ αποφασίσει για τη θεραπεία.
Τα πόδια της που υπνοβατούσαν σταμάτησαν αυτόματα μπροστά στο φρεσκοπλυμένο του σώμα, νοτισμένο ακόμα από το αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο. Αυτό ήταν λοιπόν. Σαν φλας η αλήθεια άστραψε μέσα της κι όταν έσβησε, το σκοτάδι ήταν πιο σκοτεινό. Γι᾿ αυτό αγόραζε αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο μετά από αιώνες εμμονής στη θαλάσσια αύρα τής «Fa». Φυσικά. Ήταν το άρωμά της. Την ξανάφερνε κοντά του αλά Προυστ, τα θλιβερά οικογενειακά Σαββατοκύριακα που ήταν αδύνατο να δραπετεύσει. Τότε που έπλενε το αυτοκίνητο με μανία, επειδή δεν μπορούσε να το βάλει μπρος και να φύγει. Αυτό ήταν. Να γιατί δεν τον ενοχλούσε καθόλου που μύριζε τόσο προκλητικά πικραμύγδαλο, σαν κανένας τραπεζοϋπάλληλος — κρυφή αδερφή (η Κατερίνα το ᾿ πε αυτό;).
«Τι έγινε, ρε; Φάντασμα είδες;»
Τώρα την είχε πιάσει απ᾿ τούς ώμους και κουνούσε πέρα δώθε τις βάτες τού ταγιέρ της. Δεν καταλάβαινε αυτή την εμβρόντητη γκριμάτσα αηδίας που είχε εγκατασταθεί στο χλομό της πρόσωπο.
«Μυρίζεις πικραμύγδαλο», ψέλλισε αδιευκρίνιστα και ξέφυγε μ᾿ έναν απότομο ελιγμό από κοντά του.
Κανείς δεν μπορούσε ν᾿ ανακόψει αυτή τη στιγμή την πορεία της προς το μπάνιο. Την ώρα που κλείδωνε πίσω της την πόρτα τον άκουσε να φωνάζει: «Το βρήκες το μαντίλι;» και αφού περίμενε ένα λεπτό μάταια την απάντηση, ξαναείπε μόνος του: «Σιγά μην το βρήκες», και δυνάμωσε τον ήχο τής τηλεόρασης. Την είχαν αφήσει ήσυχη.
Άνοιξε με πυρετικές κινήσεις το νεσεσέρ κι άρχισε να σπρώχνει άτσαλα στρώσεις από ρουζ, πινέλα και κόμπακτ πούδρες σε διάφορες αποχρώσεις. Η φωτογραφία ήταν κουρνιασμένη πίσω από ένα σετ σκιές ματιών της «(Clinique). Κάθισε στο κλειστό καπάκι τής τουαλέτας κι έφερε τη φωτογραφία πολύ κοντά στα μάτια της, λες και θα τη μεγάλωνε αν μίκραινε την απόσταση. Ποια είναι αυτή; Το πρόσωπό της σε προφίλ τριών τετάρτων χάιδευε το φιλμ, χωρίς να προδίδει κανένα από τα μυστικά του.
Αν ήξερε τα τεχνικά κόλπα, θα μπορούσε τώρα με σίγουρα χέρια να μεγεθύνει ξανά και ξανά στο σκοτεινό θάλαμο το πρόσωπό της, να δώσει οριστικό σχήμα σ᾿ αυτό το γελαστό στόμα, να διευκρινίσει την ποιότητα τού δέρματος, ν᾿ αποφασίσει αν τα μάτια της ήταν σκιστά ή απλώς μπαϊλντισμένα απ᾿ τον ήλιο. Μέσα στο ελάχιστο κόκκινο φως θ᾿ αναδύονταν από λεκάνες γεμάτες χημικά υγρά υπερφορτισμένες όλες οι σκοτεινές λεπτομέρειες τής ζωής της σε τεράστια closeup.
Αλλά δεν ήξερε. Τίποτα χρήσιμο δεν ήξερε. Και βρέθηκε τώρα αβοήθητη, καθισμένη σαν φακίρης σ᾿ ένα κλεισμένο καπάκι τουαλέτας, να κοιτάει μιαν άγνωστη κοκκινομάλλα σαν να επρόκειτο να τη μαγνητίσει και να την οδηγήσει ήσυχα ήσυχα έξω από τη ζωή της.
Τα μάτια της σύρθηκαν με κόπο έξω από το λάμπον περίγραμμα τού ζευγαριού. Ζευγαριού; Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί και τρόμαξε. Όχι, όχι ζευγαριού. Πώς την τόλμησε αυτή τη λέξη το μυαλό της; Εδώ και δεκαεφτά χρόνια εμείς ήμασταν το ζευγάρι. Θα βγούμε τα τρία ζευγάρια, λέγαμε. Δάνειο δίνουν μόνο σε ζευγάρια με παιδιά. Για να πάει θέατρο ένα ζευγάρι, θέλει πάνω από δέκα χιλιάδες σήμερα. Και το ζευγάρι ήμασταν πάντα εμείς, Βασίλη, εγώ κι εσύ πηγαίναμε στο θέατρο, εμείς πήραμε το δάνειο, Βασίλης και Άννα Νεοφώτιστου, το γράφει και στο κουδούνι μας. Όμως από δω και πέρα το ήξερε, σαν να ξεστόμισε τη μαγική λέξη τού παραμυθιού, «Άνοιξε σουσάμι» ή ξέρω γω τι, μια αόρατη γομολάστιχα έσβησε για πάντα εκείνη από το πλευρό τού Βασίλη κι έβαλε με το έτσι θέλω τη γυναίκα τής φωτογραφίας.
Τα χέρια της όμως δεν το δέχτηκαν έτσι εύκολα. Ολοκληρώνοντας μια κίνηση που είχε ξεκινήσει δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια πριν, έσκισαν στα δύο τη γελαστή φωτογραφία. Τώρα το δεξί της κρατούσε αυτόν σακατεμένο να γνέφει στον αόρατο φωτογράφο. Χωρίς αριστερό μπράτσο, με το στέρνο κουτσουρεμένο κι όμως το καταραμένο χαμόγελό του δε θόλωσε, ούτε καν μαλάκωσε τοσοδά, την αυταρέσκειά του, όπως ήλπισε σε μια παράφορη στιγμή η Άννα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χαρίσει στην ωραία άγνωστη το χέρι και το στέρνο τού άντρα της. Οι παλάμες αρνήθηκαν να κρατήσουν άλλο αυτό το βάρος κι άφησαν παραιτημένες τα δύο κομμάτια να προσγειωθούν μαλακά στα πλακάκια τού μπάνιου. Την ίδια στιγμή η πόρτα σείστηκε από μια ομοβροντία ρυθμικών χτυπημάτων.
«Άντε, ρε μαμά, καλή είσαι, πάμε να φύγουμε!» γκρίνιαζε η φωνή τού Χάρη κι ο Βασίλης από πίσω:
«Εμείς κατεβαίνουμε. Εσύ πάρε το δώρο», συμπλήρωσε κι απομακρύνθηκε.
Διέταξε τα πόδια της να σηκωθούν και τα χέρια της να στρώσουν το ταλαιπωρημένο ταγιέρ. Τα μάτια ανέλαβαν να ελέγξουν το πρόσωπο. Στα χλομά 60 Watt τού καθρέφτη έμοιαζε με την προβολή της στο μέλλον. Τα μάγουλά της αυλάκωναν τώρα δυο βαθιά ρυάκια που ξεκινούσαν από τις άκρες των ματιών, ακολουθούσαν τις γραμμές τής μύτης και χύνονταν στις άκρες τού στόματος. Ο δρόμος των δακρύων χαράχτηκε κιόλας, απόρησε, αλλά πού είναι τα δάκρυα; Έκανε μεταβολή και πριν ξεκλειδώσει την πόρτα, άρπαξε τα δύο κομμάτια τής πολαρόιντ που βρώμιζαν το πάτωμα. Διέσχισε το γραφείο, προσπερνώντας βιαστικά την κρεβατοκάμαρα, στρίμωξε τη σκισμένη φωτογραφία στην τσάντα της κι έκανε ν᾿ ανοίξει την εξώπορτα. Τότε είδε τα πόδια τής Κατερίνας αραγμένα στον καναπέ και το μούτρο της καμουφλαρισμένο πίσω απ᾿ το εξώφυλλο ενός περιοδικού.
«Ακόμα εκεί είσαι συ;» τη ρώτησε άτονα.
«Ξεχάστε με εμένα», διευκρίνισε χωρίς να σαλέψει από τη θέση της η μικρή. «Είμαι εναντίον τού γάμου».
Σ᾿ όλη τη διαδρομή λέξη δε βγήκε απ᾿ το στόμα της. Καθόταν μόνο αφύσικα αλύγιστη στο μπροστινό κάθισμα, με την άκρη τού ματιού της προσκολλημένη αριστερά. Προσπαθούσε να συνηθίσει την καινούρια του εικόνα, να ξεσκονίσει τα μέλη του, που κινούνταν αυτόματα οδηγώντας την άσπρη «BMW», από τα παλιά της αγγίγματα, από τα χάδια και τα δώρα της — όλες τις άγκυρες που τα κρατούσαν κοντά της. Εξαφάνιζε τη βέρα από πλατίνα («Ανθεκτικότερη και πολυτιμότερη από το χρυσάφι», είπε και τής φίλησε το δάχτυλο, «θα κρατήσει για πάντα»), ξεκούμπωνε το ατσάλινο μπρασελέ τού ρολογιού των τριακοστών του γενεθλίων («Ο χρόνος είναι με το μέρος μας, ε;»), ξήλωνε το λινό κοστούμι. Ήθελε να τον απογυμνώσει, να καταργήσει την οικειότητα, για να δει πιο καθαρά τα ίχνη τής άλλης πάνω στο κορμί του. Δεν μπόρεσε. Το παρελθόν αντιστεκόταν με πείσμα, κάνοντας την πλατίνα ν᾿ αστράφτει σαν καινούρια στον απογευματινό ήλιο.
Τα μάτια της αυτονομήθηκαν κι άρχισαν να τής παίζουν διεστραμμένα παιχνίδια. Ξαφνικά είδε να φυτρώνει στην παλάμη του το τρίχρονο χεράκι τού Χάρη. Χριστούγεννα τού 1983. Ο μηρός του ήταν τώρα πασαλειμμένος κι έσταζε αντηλιακό λάδι. Η Κατερίνα τον έδειχνε και γελούσε. Σπέτσες. Καλοκαίρι τού 1980. Και τα μπεζ σουέτ σκαρπίνια του έγιναν μαύρα, για να ταιριάζουν με το γαμπριάτικο κοστούμι. Αύγουστος τού ᾿78.
«Μα, γάμος καλοκαιριάτικα...» έφτασε ως τα αυτιά της η φωνή του, βουτώντας απότομα στο 1995.
«Εγώ πάντως θα παντρευτώ χειμώνα», αποφάσισε ξαφνικά ο Χάρης. «Ε, μαμά;»
«Ναι», είπε αυτή.
«Τι ναι;» επέμενε το παιδί.
«Ναι»,
«Η μάνα σου είναι ερωτευμένη, δε μάς μιλάει σήμερα», χλιμίντρισε από ενθουσιασμό για το αστείο του ο Βασίλης και τής έδωσε μια συντροφική σκουντιά στον ώμο.
Γύρισε και τον κοίταξε κεραυνόπληκτη. Πώς τόλμησες, τού ούρλιαζαν τα μάτια της με όλα τα ντεσιμπέλ τους, πώς; Κι αυτός μαζεύτηκε στη θέση του πάλι, αλλά η φράση που ξεστόμισε έμεινε να κολυμπάει στο εσωτερικό τού αυτοκινήτου σαν δηλητηριώδες εξωτικό ψάρι. Λούφαζε, μα το ήξερε πια πως κάποια στιγμή θ᾿ απειλούσε σοβαρά τη ζωή του.
Ο Πάνος ήταν στημένος δίπλα απ᾿ την πόρτα τής εκκλησίας σαν πρόσκοπος. Τα χέρια του παίδευαν τη φουκαριάρα την ανθοδέσμη, που είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει. Οι δυο σωματοφύλακες είχαν πιάσει τα πόστα δεξιά αριστερά του κι ο τρίτος ανέβαινε τη σκάλα δίπλα στην Άννα με φίλαθλο πνεύμα, σαν να έμπαινε σε γήπεδο τού μπάσκετ. Την ώρα που τούς έφτασαν, διασχίζοντας ένα κύμα συγγενών τής νύφης, τού έλεγαν το ανέκδοτο με τον πόντιο γαμπρό. «Τι έκανε ο πόντιος γαμπρός; Πήγε στο γάμο! Χα, χα».
Και η πόντια νύφη; Σκέφτηκε η Άννα. Νόμισε πως ο γάμος θα κρατούσε για πάντα. Εδώ να δεις χάχανα.
Οι τέσσερις μαζί αντάλλαξαν μπουνιές και χαϊδευτικά χτυπήματα στην πλάτη για κάμποση ώρα. Να το πάλι σε απαρτία το κουαρτέτο τής Νομικής, παλιμπαιδίζον και άταχτο παρά τις φανταιζί καριέρες. Ο Βασίλης δικηγόρος, ο Μιχάλης επίκουρος καθηγητής στη Νομική, ο Χρήστος συμβολαιογράφος κι ο Πάνος, που ντύθηκε γαμπρός αυγουστιάτικα, δικαστής. Έμοιαζαν πραγματικά, ή μόνο η Άννα τούς έβλεπε, σαν δωδεκάχρονα που μαϊμουδίζουν τον μπαμπά τους;
Ξαφνικά ένα μουρμουρητό σηκώθηκε απ᾿ το πλήθος, που χωρίστηκε στα δύο. Το πανηγυρικό κλάξον τής λιμουζίνας επιβεβαίωσε τις υποψίες της. Η νύφη τελικά ήρθε. Ξεδιπλώθηκε αργά μέσα από το αμάξι και πόζαρε για ένα λεπτό ακίνητη στο φωτογράφο, άσπρη και ροζ σαν εξώφυλλο τού Marriages. Ήρθε η χαζή. Την έβλεπε ν᾿ ανεβαίνει τα σκαλιά συγκινημένη, ίδια με τα ζαχαρωτά κουκλάκια που έμπηγαν στην κορφή τής γαμήλιας τούρτας. Ο γαμπρός όμως δεν είναι από ζάχαρη να μπορούσε η Άννα να την προειδοποιήσει τώρα που ήξερε, ο γαμπρός έχει πραγματικό στόμα και δόντια. Αν δεν προσέξεις, μπορεί να σε φάει κατά λάθος. Τη στιγμή που θ᾿ άπλωνε το χέρι να σταματήσει τη νύφη, την άρπαξε από τον αγκώνα η Μαρία, η γυναίκα τού Χρήστου, και αναρωτήθηκε συνωμοτικά:
«Τι το ήθελε πάνω το μαλλί, αφού έχει αυτιά;»
«Μακάρι να είχε αυτιά», απάντησε σιβυλλικά η Άννα και έτρεψε την άλλη σε φυγή.
«Μαμά, είναι ωραία η Δώρα;» τής σφύριξε ξαφνικά ο Χάρης, που ξεφύτρωσε δίπλα της απ᾿ το πουθενά.
«Καλή είναι», απάντησε η Άννα χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι γίνεται.
«Τότε εμένα γιατί δε μ᾿ αρέσει;» παραπονέθηκε πικραμένος ο μικρός και την άφησε ακόμα μια φορά άναυδη.
Από τι σκατά ήταν φτιαγμένο αυτό το παιδί... Πίστευε ότι ο κόσμος ήταν μια απέραντη συνωμοσία εναντίον του. Αν το καρπούζι του ήταν ζαχαρωμένο, ζαχάρωσε για να τού τη σπάσει. Αν έβρεχε την ώρα που πήγαινε να παίξει, ο Θεός τον έβαλε στόχο επειδή είχε 8 στα θρησκευτικά. Ο κατάλογος δεν είχε τέλος κι όλοι τον είχαν πάρει στο ψιλό. Κάποτε, πριν από χρόνια, πήρε τ᾿ αυτί της την Κατερίνα να λέει στις φίλες της ότι ο αδερφός της είχε πέσει θύμα απαγωγής από εξωγήινους μικρός, ότι την είχε καταβρεί αραχτός στα virtual λιβάδια, κολλητός με τον packman να καταπίνουν ουρανοκατέβατους εχθρούς, και όταν τον ξαναπέταξαν στη γη, τού ᾿μεινε ένα παράπονο, χωρίς να θυμάται όμως γιατί. Τότε τής έβαλε τις φωνές, αλλά μετά τη δικαιολόγησε. Ήταν από την κούνια τόσο θετικό και αισιόδοξο παιδί, που έπρεπε να βρει κάποια εξήγηση για να καταπιεί τις ακρότητες τού Χάρη. Τότε βρήκε αυτή. Χρόνια μετά, που άρχισε να διαβάζει Φρόυντ και Μέλανι Κλάιν, τη ρώτησε μια μέρα στο μπάνιο αν ήθελε ποτέ «να κάνει τον Χάρη έκτρωση».
«Να σού πω την αλήθεια, στο τσακ ήμουνα», τής μίλησε για πρώτη φορά σαν να ᾿ταν καινούρια φιλενάδα της. «Ακόμα δεν είχε μαζέψει το σώμα μου από σένα καλά καλά. Χρωστούσα όλο το αστικό, εσύ δεν έκλεινες μάτι τα βράδια, μωρό μας έλειπε εμάς ή σκοινί και σαπούνι...»
«Αυτό είναι. Ο Χάρης το ᾿πιασε και πέρασε ανασφαλή ενδομήτριο ζωή», αποφάνθηκε τελεσίδικα η Κατερίνα Μέλανι. Μετά συμπλήρωσε αφηρημένα: «Και γιατί τον κρατήσατε τελικά;»
Η Άννα θυμάται το αίμα ν᾿ ανεβαίνει στα μάγουλά της ανεξέλεγκτο. Τι να πει στο παιδί; Ότι η πεθερά της είδε στον ύπνο της τον άγιο Χαράλαμπο να τής φέρνει δώρο ένα μωρό κι ένα τσαμπί σταφύλια; Τρεις μέρες έψελνε ασταμάτητα το γιο της. «Το παιδί είναι δώρο απ᾿ τον άγιο, τ᾿ ακούς; Αν το σκοτώσετε, το κρίμα στο λαιμό σας».
Ήταν να μην το ονομάσει παιδί. Ξαφνικά αυτό το απρόσωπο γονιμοποιημένο ωάριο των έξι εβδομάδων απόχτησε μάγουλα κι αυτάκια και κουνούσε παρακλητικά τα χεράκια του. Μέχρι και όνομα είχε αποχτήσει. Σάς πάει η καρδιά να πετάξετε τον Χαρούλη στο καλάθι αχρήστων τού «ΉΡΑ»; Δεν τούς πήγαινε, φυσικά. Έτσι ο Χαρούλης έπιασε δωμάτιο πρώτης θέσης στο «ΗΡΑ», «λλά τού ᾿μεινε το παράπονο.
Το γαμήλιο πάρτι ήταν σκέτη καταστροφή, αλλά όλοι έκαναν πως δεν το καταλάβαιναν. Οι συγγενείς τού γαμπρού κι οι συγγενείς τής νύφης είχαν οχυρωθεί σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα δεξιά κι αριστερά τής πισίνας. Το τιρκουάζ φωτισμένο νερό στη μέση έπνιγε προς το παρόν τα μουρμουρητά και τα σχόλια κάθε πλευράς. Το μόνο που ένωνε την Άνδρο με την Εκάλη ήταν τα σοβαρά, μαυροντυμένα γκαρσόνια τού ξενοδοχείου, που διέγραφαν ατέλειωτες τροχιές μεταφέροντας ζεστά πιροσκί αλά ρους από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο. Η Εκάλη με παστέλ ταγιέρ «Armani» και ελαφρά κοστούμια «Ralf Lauren» κατέβαζε απανωτά dry martini, χωρίς καμιά διάθεση να συνωστιστεί μπροστά στον μπουφέ. Η Άνδρος από την άλλη περιέφερε τούς ταφτάδες της επικίνδυνα κοντά στα βουνά από γλυκόξινες γαρίδες και τα ρόδινα καναπεδάκια σολομού. Κάθε μπουκιά και «Να τούς χαίρεστε, Θανάση μου». Στο τρίτο ποτό όλο και ξεφύτρωνε κάνα «Ο συμπέθερος ποιος είναι; Δε μάς τον γνώρισες...» Κι ο Θανάσης άπλωνε το χέρι και σημάδευε μια μαύρη φιγούρα απέναντι. «Αυτός είναι, δίπλα στην ψηλή με το κίτρινο. Πολύ κύριος», συμπλήρωνε μεγαλόθυμα και κατάπινε μια τυροκροκέτα.
Ο γαμπρός και η νύφη, σαν κουρδισμένοι, έτρεχαν από τη μια παρέα στην άλλη υψώνοντας ποτήρια, σφίγγοντας χέρια, εκσφενδονίζοντας «Ευχαριστώ» τυφλά προς πάσα κατεύθυνση. Η νύφη είχε αλλάξει δυο φορές μέχρι τις έντεκα. Το «Πεντελικό» έδινε δώρο τη γαμήλια σουίτα ευτυχώς! Με το τρίτο φόρεμα άραξε στα σκαλιά και δεν το κουνούσε βήμα. Με πέντε ποτήρια «Dom Perignion» στο άδειο της στομάχι τούς είχε χεσμένους όλους. Έστριψε για να μη βλέπει τα μάτια τής μάνας της, που τής έστελναν κωδικοποιημένες υποδείξεις να μιλήσει στην ξαδέρφη της τη Ζίνα. Σιγά να μην το ᾿τρωγε ότι η Ζίνα ήρθε απ᾿ το Λονδίνο ειδικά για το γάμο της. Κάνα γκόμενο θα ᾿χει στην Ελλάδα πάλι.
Η Άννα είχε κολλήσει στο νησιωτικό στρατόπεδο. Ο Βασίλης θυμήθηκε αίφνης με νοσταλγία όλες τις γεμιστές ντομάτες που είχε φάει φοιτητής τα καλοκαίρια στην Άνδρο από τη μάνα τού Πάνου. Την τράβηξε λοιπόν προς τα κει κι άρχισε τις περιγραφές και τα παινέματα.
«Να, ρωτήστε και την Άννα τι τής έλεγα τότε. Πες, ρε Άννα».
Κι η Άννα τι να πει; Άλλα θυμόταν να τής έλεγε την πρώτη φορά που ήρθε απ᾿ την Άνδρο. Τα είχαν έξι μήνες, αλλά εκείνη χρωστούσε συνταγματική ιστορία και δεν πήγε μαζί τους.
«Έψαξα όλα τα χωριά και το βρήκα. Αυτό το σπίτι θα σού πάρω, μόλις κερδίσω την πρώτη μου μεγάλη υπόθεση. Στο βουνό, με όλο το πέλαγο μπροστά του. Θα τρώμε βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, και θα φοράμε μόνο άσπρα ρούχα, εντάξει;»
Εντάξει, αλλά με τα λεφτά τής πρώτης του μεγάλης υπόθεσης πήραν τελικά ένα μεταχειρισμένο «Fiat» για να μεταφέρουν τα παιδιά. Άσε που δε φτουράνε τα άσπρα ρούχα μέσα στους βρωμερούς σωρούς των πάμπερς και σε εμετούς από αλεσμένο μοσχάρι με λαχανικά...
Η Άννα χάρισε ένα αμφίβολο χαμόγελο στην καπετάνισσα κι εκείνη άρχισε να τής περιγράφει σχολαστικά τη συνταγή. Πρώτα άδειασε προσεχτικά τις ντομάτες και τις πιπεριές απ᾿ τα σπόρια τους. Μετά τα άφησε να στραγγίξουν κι άρχισε να ετοιμάζει τη γέμιση. Πάνω που έτριβε το κρεμμύδι στον τρίφτη, ο Βασίλης την κοπάνισε με τρόπο και τής Άννας τής ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
«Σταμάτα», ήθελε να πει στο σταφιδιασμένο στόμα που τώρα ψιλόκοβε αόρατα λαχανικά. «Σταμάτα, είναι μάταιο. Αυτός δεν είναι πια δικός μου. Ψέματα λέει. Δεν τα θέλει τα γεμιστά μου. Ούτε ο γιος σου θα ξαναφάει απέναντί σου στη βεράντα. Κατάλαβες;»
Όχι, δεν κατάλαβε. Ήταν αποφασισμένη να μην καταλάβει.
Κοντά στα μεσάνυχτα οι τρεις σωματοφύλακες αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Ξεκόλλησαν τις αποκαμωμένες παλάμες τού γαμπρού από τις συγχαρητήριες χειραψίες με το έτσι θέλω, έβαλαν συρτάκι στο στερεοφωνικό τού ξενοδοχείου και μπήκαν στη σειρά. Η Αλίκη κι ο Δημήτρης ακκίζονταν σε digital εγγραφή και τ᾿ αγόρια μας: «ένα, δύο, τρία, ΤΏΡΑ!» Το προβάριζαν επίμονα για καμιά εικοσαριά χρόνια και τώρα ήταν επιτέλους άψογοι. Στο γάμο τής Άννας και τού Βασίλη τα σκάτωσαν στη μεταβολή. Ο Πάνος δε γύρισε στην ώρα του. Στο γάμο τού Χρήστου με τη Μαρία έφτασαν αξιοπρεπώς μέχρι το τέλος αλλά χωρίς στιλ. Μεσολάβησαν πάρτι και ταβέρνες σε νησιά που τελειοποίησαν την κίνησή τους. Τώρα πήγαιναν όλοι με μια ψυχή, οχτώ πόδια αλλά το ίδιο βήμα, σαν φρακοφορεμένη σαρανταποδαρούσα που μερακλώθηκε...
Η Άννα δεν άντεχε να τούς κοιτάζει άλλο. Ξαφνικά τούς ζήλεψε τόσο, που τής κόπηκε η ανάσα. Αυτοί ναι, αυτοί θα χόρευαν αγκαλιασμένοι απ᾿ τοὐς ώμους για πάντα, καμιά βρωμερή πάνα βρακάκι ανάμεσά τους, κανένα απλήρωτο νοίκι, μόνο θριαμβευτικοί πόντοι στο μπάσκετ και καφέδες απέναντι απ᾿ τη Νομική οι δεσμοί τους. Αήττητοι εις τούς αιώνες. Χάιδεψε μηχανικά το κεφαλάκι τού Χάρη, που είχε βασιλέψει σε μια πολυθρόνα δίπλα της.
«Δε μού λες», είπε στο παιδί που νύσταζε, «σ᾿ αρέσουν οι κοκκινομάλλες;»
Τη νύχτα την πέρασε να τον κοιτάζει κοιμισμένο δίπλα της, τύφλα στο μεθύσι. Το χαμόγελο είχε ξεμείνει στο πρόσωπό του και τα χέρια του όλο σάλευαν νευρικά, παραμερίζοντας ανεπιθύμητα όνειρα. Έπιασε τον εαυτό της να συρρικνώνεται, να ζαρώνει στις γωνίες, για να μην την αγγίξει κατά λάθος. Το πρώτο που αποχωρεί είναι το σώμα, έτσι δε λένε; Το δικό του σώμα πάντως αποχώρησε πρώτο κι άφησε το δικό της απροειδοποίητο να εναγκαλίζεται το κέλυφός του. Δεν ήταν λοιπόν ο καιρός που έφταιγε, όταν κρύωνε τις νύχτες. Ούτε το πάπλωμα που είχε φθαρεί. Ήταν που εκείνος δραπέτευε μυστικά στον ύπνο του και κούρνιαζε ανάμεσα στις κόκκινες μπούκλες και το λευκό στέρνο εκείνης τής γυναίκας.
Λευκό; Ήταν στ᾿ αλήθεια λευκό; Πετάχτηκε πάνω στη στιγμή, πήρε την τσάντα της και τράβηξε έξω τη φωτογραφία, σκισμένη στα δύο. Βγήκε ελαφροπατώντας έξω κι άναψε το φως στο γραφείο. Βρήκε το σελοτέιπ και κόλλησε με τρεμάμενα χέρια τη διαμελισμένη εικόνα. Τώρα οι εραστές ξανά μαζί: «Ήταν αναπόφευκτο», τής χαμογελούσαν. «Κοίτα πόσο ωραία χώρεσα στην αγκαλιά του», έλεγε εκείνη. «Υπεράνω των δυνάμεών μου, το βλέπεις», σήκωνε τούς ώμους εκείνος. Αυτό και στραβός θα το ᾿βλεπε. Ο ώμος της χωρούσε ακριβώς στην παλάμη του. Δε χρειαζόταν τακούνια για να τον φιλήσει στο λαιμό. «Φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον», θα έλεγε η μάνα της. «Κοκέτα, όχι σαν τα μούτρα σου». Τα «μούτρα της» ήταν τα τζιν σε αποστρατεία που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι και κάτι ξεχειλωμένες φόρμες για τζόκιγκ. Τζόκιγκ ανάμεσα κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, λίβινγκ ρουμ και Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου.
Όχι, ρε γαμώτο! Πώς διάολο έγινε αυτό; Κοίταξε απελπισμένη το κομματάκι τής ρωγμής που έχασκε κενό κάτω από το σελοτέιπ. Ήταν που ήταν θολό, τώρα χάθηκε σχεδόν τελείως το πρόσωπό της, τής ξέφυγε μέσα απ᾿ τα χέρια, πώς την άφησε να δραπετεύσει την κλέφτρα; Τα δάκρυα έφτασαν ζεστά και αλμυρά να την παρηγορήσουν. Τώρα ήταν καταδικασμένη να μείνει στα σκοτάδια, να αγωνιά στα τυφλά, να καταφέρνει αδέξια χτυπήματα σε μια αντίπαλο χωρίς πρόσωπο που ολοένα ξεγλιστρούσε. Ήταν χαμένη.
Άφησε τη φωτογραφία στο γραφείο, παραιτημένη, και μόλις τότε πρόσεξε ότι πίσω απ᾿ τα κεφάλια των εραστών κρεμόταν μια ξύλινη επιγραφή: Neal᾿s yard έλεγαν τα πράσινα γράμματα· έλα τώρα, δεν πιστεύω να ξέχασες τη Neal᾿s yard; Ανατρίχιασε σύγκορμη κι έκανε λίγα βήματα πίσω. Τυφλή ήταν; Ή δεν έβλεπε ό,τι δεν άντεχε να δει;
Τώρα ήξερε γιατί η φωτογραφία τής φάνηκε τόσο οικεία στην αρχή. Δεν ήταν η αρρωστημένη της ηττοπάθεια που την έκανε να αποδεχτεί, πριν καλά καλά τη δει, μια άλλη γυναίκα στο πλευρό τού Βασίλη. Ήταν που τής θύμιζε μιαν άλλη φωτογραφία, τραβηγμένη δέκα χρόνια πριν, στην ίδια αυλή, στο ίδιο δρομάκι τού Covent Garden, τον Ιούλιο τού ᾿85. Ο Βασίλης συμμετείχε στο συνέδριο εγκληματολογίας που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο τού Λονδίνου κι αυτή ήταν στη λίστα «Σύζυγοι και παιδιά που συνοδεύουν». Την πρώτη μέρα είχαν βρεθεί κατά λάθος σ᾿ αυτό το κουκλίστικο αδιέξοδο δρομάκι, τη Neal street, κι έκτοτε δεν ξεκόλλησαν. Τα πρωινά έτρωγαν «παγωμένο γιαούρτι με φρούτα πριν από την έναρξη των εργασιών τού συνεδρίου. Τα απογεύματα μετά τη λήξη συναντιόνταν εκεί, στον ξύλινο πάγκο τού Food for thought. Ο Βασίλης έτρωγε πατάτα ψητή με σάλτσα τσίλι για χορτοφάγους. Ποιος; Αυτός ο σαρκοβόρος.
Εκείνο το συνέδριο απαθανατίστηκε σε τριάντα έξι έγχρωμα slides, όλα σχεδόν τραβηγμένα κάπου στη Neal street. Ανάμεσά τους όμως υπήρχε ένα, που τώρα μόλις περνούσε στην προσωπική αιωνιότητα τής Άννας. Ήταν αυτή μ᾿ ένα ιβουάρ μακρύ φουστάνι, αγορασμένο την προηγούμενη μέρα από τις εκπτώσεις τής «Laura Ashley», μισοστραμμένη και κολλημένη στο στήθος τού άντρα της. Ο Βασίλης την κρατούσε εκεί σφιχτά φυλακισμένη και τα μάτια του υπόσχονταν ότι το σφίξιμο αυτό δεν πρόκειται να χαλαρώσει ποτέ. Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης!
Στο Πόρτο Ράφτη ξημέρωσε αργά σαν να ᾿ταν Δεκέμβρης. Η νύχτα αποχωρούσε απρόθυμα. Κανείς δεν ήθελε να ζήσει αυτό το πρωινό. Η Άννα είχε περάσει ασάλευτη πέντε ώρες σε μια πολυθρόνα στη βεράντα. Αν έβρισκε κάποιαν άλλη να συνεχίσει να ζει στη θέση της, θα το έκανε ευχαρίστως. Αυτή δεν μπορούσε πια. Τα μέλη της πονούσαν μουδιασμένα απ᾿ την ακινησία και η ψυχή της απ᾿ το αδιάκοπο πήγαιν᾿ έλα. Κατά τις εννιά άκουσε τα ξυπόλυτα βήματα τής Κατερίνας να πλησιάζουν νυσταγμένα. Για μια στιγμή η Άννα προσπάθησε να καλύψει τη μάσκα αγωνίας στο πρόσωπό της, για να μην τρομάξει το παιδί. Παραιτήθηκε αμέσως. Δεν ήταν μάσκα πια. Ήταν το πρόσωπό της. Ας φρόντιζαν τώρα οι άλλοι να τα βγάλουν πέρα μαζί του.
Το κορίτσι, φορώντας ήδη ένα φλούο πορτοκαλί μαγιό, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε το γάλα κι έριξε κάμποσο σ᾿ ένα μπολ με κορνφλέικς. Βγήκε στη βεράντα ανεμίζοντας το κουταλάκι. Όταν τελικά πρόσεξε τη μάνα της κουβαριασμένη και γκρίζα στην πολυθρόνα της, σταμάτησε απότομα, την κοίταξε προσεχτικά για λίγα δευτερόλεπτα και μετά πήγε και κάθισε στο πεζούλι. Ύστερα κατεβάζοντας την πρώτη κουταλιά, «Τι έγινε;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ᾿ το μπολ, «Πλακωθήκατε πάλι;»
Περίμενε ένα λεπτό, αλλά η Άννα δεν μπόρεσε ν᾿ ανοίξει το στόμα μόλο που προσπάθησε να πει κάτι.
«Καλά, άσε, μετά», μονολόγησε ειρωνικά η μικρή κι άρχισε να τραγανίζει τα κορνφλέικς.
Προφανώς δεν μπορούσε ν᾿ ακούσει ούτε καν τον αντίλαλο τής μάχης που γινόταν μέσα στο κεφάλι τής Άννας.
«Να καλέσω τη Ράνια για δυο τρεις μέρες;» άλλαξε ξαφνικά θέμα συζήτησης.
Ένα τρελό παράπονο ανέβηκε αναίτια μέχρι τα μάτια τής Άννας και κόντεψε να την προδώσει. Ώστε δεν είχε καταλάβει τίποτα!Έβλεπε το πτώμα τής μάνας της κουβαριασμένο μπροστά της κι αυτή χαμπάρι. Η γαϊδούρα! Περισσότερο νοιάζεται πότε θα βγει η καινούρια Diva. Θα μάς πουλούσε όλους για ένα πουκάμισο «Polo». Όλα ίδια είναι. Δεν έχουν ψυχή.
Κι όμως πριν από τρία τέσσερα χρόνια δεν μπορούσες να κρυφτείς απ᾿ αυτό το καστανό βλέμμα. Τα ήξερε όλα πριν συμβούν και τα τακτοποιούσε με άτσαλα, βουβά χάδια. Μια φορά, όταν ήταν πέντε χρόνων, έπιασε την Άννα να κλαίει στην κουζίνα. Δεν είπε τίποτα. Βγήκε στον κήπο και μετά από λίγο τής έφερε περήφανα μια πασχαλίτσα, μια παρηγοριά κόκκινη με μαύρες βούλες...
Για ένα ολόκληρο λεπτό η Άννα μπήκε στον πειρασμό ν᾿ ανοίξει το στόμα και ν᾿ αφήσει το βάτραχο να βγει. Να το ανοίξει και να δείξει σ᾿ αυτό το αδιάφορο κορίτσι απέναντι τι κάλπης ήταν ο αγαπημένος της μπαμπάς, με τι άχυρα τούς είχε ταΐσει χρόνια τώρα, τι ήταν το «Ν᾿ αγαπιόμαστε και να έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον», που πιπίλιζε στις κατηχήσεις του προς ανηλίκους. Με σαδιστική ευχαρίστηση θα τής έδειχνε την ξανακολλημένη φωτογραφία, κι άλλες αν είχε. Ο μπαμπάς να χουφτώνει την κοκκινομάλλα σε τουαλέτες και σε αυτοκίνητα στην εξοχή. Να ποιος είναι ο μπαμπάς! Ξενοπηδάει σαν τρελός, σαν όλα τα λιγούρια που κοροϊδεύαμε, οι ανόητοι. Άντε τώρα, πήγαινε στο περίπτερο και χτύπα μια Diva να παρηγορηθείς.
Τη συνέφερε η φωνή τού Βασίλη. Είχε σηκωθεί κι αυτός κι έβαζε για καφέ. Δεν έβρισκε τη ζάχαρη. Η Κατερίνα τού είπε σε ποιο ντουλάπι την είχαν και μπήκε μέσα να τού πιάσει την κουβέντα, αφού η μάνα της είχε πιει το αμίλητο νερό. Για ένα τέταρτο μπαμπάς και κόρη χαζογελούσαν με τα χτεσινοβραδινά κατορθώματα τού νομικού κουαρτέτου. Μετά ο Βασίλης εξαφανίστηκε στο μπάνιο κι η μικρή άνοιξε το τρανζιστοράκι της στη διαπασών. Ain᾿t no sunshine when she᾿s gone, αντήχησε η κουζίνα κι ένα νέο κύμα δακρύων ανέβηκε στα μάτια τής Άννας. Αυτό μάς έλειπε τώρα, τα κατάπιε όλο ντροπή, να καταντήσω να κλαίω άσχετα, σαν την τρελή.
Όταν ξαναεμφανίστηκε ο Βασίλης μπροστά της, φορούσε μαύρο τζιν και μαύρο «Polo». Κούκλος ο μπάσταρδος. Μαυρισμένος απ᾿ τον ήλιο και φρέσκος απ᾿ τον ύπνο, σαν να εφευρέθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή εναντίον της.
«Θα πεταχτώ μέχρι το γραφείο για δυο τρεις ώρες», τής πέταξε σαν να μην έτρεχε μία. «Θες να φέρω τίποτα μετά;»
Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τότε την πρόσεξε για πρώτη φορά, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να ανησυχήσει υπερβολικά. Στρίμωξε λοιπόν τούς μαύρους κύκλους και τα κόκκινα μάτια, την αγωνία και τη χλομάδα τής γυναίκας του σ᾿ ένα βολικό κακό ύπνο και καθάρισε. Τής έστειλε κι ένα γεια σου φιλάκι από μακριά κι έκλεισε ορεξάτος την πόρτα πίσω του.
Γιατί δεν άνοιξε το στόμα της να τού πει κάτι; Γιατί κουβαλούσε μόνη της τόσες ώρες αυτό το αηδιαστικό φορτίο; Γιατί δε σηκώθηκε απ᾿ την πολυθρόνα να στραπατσάρει την προκλητική του ευδιαθεσία, να τον σταματήσει, «Ξέρω», να τού φωνάξει στα χαμογελαστά μούτρα, «Κόφ᾿ το, ΞΈΡΩ!» Ήταν ίσως που δεν ήθελε να ριχτεί σ᾿ αυτή τη μάχη χωρίς να κατανοήσει πρώτα τούς όρους τού παιχνιδιού. Από μικρή το είχε αυτό. Δεν ήθελε ν᾿ ανοίγει τούς ασκούς τού Αιόλου ανεξέλεγκτα. Ίσως ήταν κληρονομικό απ᾿ τη μάνα της, την κυρία «ποτέ κατά μέτωπον». Την κυρία που κάθε σημαντική απόφασή της τη σερβίριζε σαν τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο. Τη μαστόρισσα τής παραλλαγής. Είδες, μανούλα, που έλεγες πως δεν πήρα τίποτα από σένα;
Η Άννα προσπάθησε να μαζέψει το μυαλό της, που κάλπαζε σε λάθος δρόμο. Τι τής έφταιγε τώρα η φουκαριάρα η Μάνια για τα χάλια της, και την παρέλαβε; Μακάρι να τής είχε μοιάσει, σκεφτόταν συχνά, μα πάντα με κάποια απώθηση. Αυτή τούς είχε κλαρίνο τούς άντρες που την περιστοίχιζαν. Τον άντρα της, τον πατέρα της, τ᾿ αδέρφια της, μέχρι και το γαμπρό της κατάφερε να τής έχει αδυναμία, η γαλίφα!
«Γιατί, ρε Μάνια, δεν εκπαίδευσες σωστά την κόρη σου;» τής έλεγε καμιά φορά που την έβλεπε να χορεύει τσιφτετέλι, και δώσ᾿ του τα πιάτα στα πόδια της.
«Δεν τα ᾿παιρνε, αγάπη μου, εγώ φταίω;» απαντούσε η εξηντάχρονη παιδίσκη με αθώα φιλαρέσκεια.
«Δεν είναι που δεν μπορώ να κουνηθώ», τής είπε η Άννα μια μέρα που καβγάδιζαν άγρια, «είναι που τα σιχάθηκα να τα βλέπω αυτά τα τσακίσματα και τα τσαλιμάκια. Αμάν, εσύ δε σιχάθηκες τον εαυτό σου να χορεύεις σαν μαϊμού για τον κάθε μαλάκα;»
Τότε η κυρία Μάνια χαμογέλασε αινιγματικά, έστρωσε το μαύρο καλοβαμμένο μαλλί και τής είπε με συγκατάβαση: «Καλά χρυσό μου... Δε θα το συζητήσω μαζί σου αυτό τώρα... Εσύ είσαι πολύ μακριά νυχτωμένη...»
Η Άννα παρακολουθούσε την απόφαση να ολοκληρώνεται μόνη της, χωρίς η ίδια να καταβάλει καμία προσπάθεια. Άφησε λοιπόν ελεύθερο το νου της, να αυτονομηθεί, να βρει επιχειρήματα, να βρει λόγους κι ύστερα να καταστρώσει τα σχέδιά του. Όλα έγιναν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δε θα έλεγε τίποτα στον Βασίλη, μέχρι να μάθει ακριβώς περί τίνος επρόκειτο. Ξαφνικά η υπόθεση απέκτησε άπειρες σκοτεινές πλευρές, που έπρεπε να διαλευκανθούν επειγόντως. Ποια ήταν αυτή; Πώς τη γνώρισε; Πού τη συναντούσε; Επί πόσο; Ποιος άλλος το ήξερε; Λες να το ήξερε κανένας άλλος; Θεούλη μου, μπορεί να το είχαν μάθει όλοι, να το ᾿χε ο κόσμος τούμπανο κι αυτή κρυφό καμάρι! Ο Μιχάλης σίγουρα, ήταν κι αυτός στο συνέδριο φέτος, άρα και οι Δεληγιάννηδες και... Ποιοι άλλοι γνωστοί ήταν μαζί; Γέλια που θα ᾿χουν ρίξει... Έβλεπε κιόλας κεφάλια σκυμμένα να ψιθυρίζουν σε αυτιά. «Πολύ ζώον κι αυτή η Άννα, ρε παιδάκι μου. Ο άντρας της γαμεί αβέρτα κι εκείνη στον κόσμο της...» «Τι να σού κάνει κι ο άνθρωπος, εγκατέλειψε τον εαυτό της», συμπλήρωνε στωικά μια άλλη. «Είναι ρούχο τώρα αυτό να τραβήξει έναν άντρα; Άσε που είναι πενήντα κιλά βαριά βαριά, τι να πιάσεις να φχαριστηθείς από δαύτην;»
Το αίμα όρμησε και κοκκίνισε τα χλομά μάγουλά της μα γρήγορα αγανάκτησε. Γιατί να ντρέπεται αυτή; Κι όμως αυτή ντρεπόταν, γαμώτο.
Έτρεξε και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Αγαπημένη μου κρύπτη, κουκλόσπιτο τής παιδικής ηλικίας, τρύπα που μπαίνεις και όλοι σε ξεχνάνε, καταφύγιο των δύσκολων καιρών, φιλόξενη υγρή μήτρα με τούς καθρέφτες, διάταξε τούς μυρωμένους υδρατμούς σου ακόμα μια φορά να θαμπώσουν τον πόνο, που αστράφτει σαν μέταλλο σκληρό.
Το μπάνιο άκουσε και θάμπωσε όλους τούς καθρέφτες. Έτσι η Άννα δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τις γραμμές τού αδύνατου κορμιού της, όταν έβγαλε όλα της τα ρούχα και στήθηκε απέναντι απ᾿ το χοντρό κρύσταλλο, σαν έτοιμη να εκτελεστεί από αόρατο απόσπασμα. Ξεχώριζε μόλις μέσα από την ευεργετική αχλή, τη χαλαρή γραμμή τού στήθους, τούς ώμους που κύρτωναν αδιόρατα και το μαυρισμένο της στέρνο. Κι ύστερα ένιωσε πως δεν είχε και τόση σημασία. Η εικόνα της ήταν ξαφνικά ξένη. Δεν την αφορούσε αυτό το σώμα πια. Ήταν αόρατο για κείνον.
Ήταν αόρατο και για κείνη. Από καιρό δεν την άγγιζε πια. Δεν την απέφευγε, μα δεν την άγγιζε πια. Τα χέρια του δεν έψαχναν τυφλά το δρόμο τους προς τα μέλη της. Τα χέρια της, το στήθος της, οι μηροί της, δεν υπήρχαν πια.
Άρχισε να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις. Έβαλε τα χτεσινά ρούχα κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο. Τράβηξε τα μαλλιά της, αχτένιστα σχεδόν, σε μια σφιχτή αλογοουρά και βγήκε έξω. Το μπάνιο την έσφιγγε τώρα σαν κλοιός. Έπρεπε να δράσει. Αν έμενε ένα λεπτό ακόμα σ᾿ αυτή την υγρή κρύπτη, θα έλιωναν οι αποφάσεις της και θα χάνονταν στην αποχέτευση.
Το ταξί έτρεχε στους άδειους δρόμους αφήνοντας πίσω του καυσαέρια και τη φωνή τού Στελάρα. Κι αν χιονίζει κι αν βρέχει τ᾿ αγριολούλουδο αντέχει. Τα Μεσόγεια εγκαταλειμμένα στην κακογουστιά πιο εξόφθαλμη κάτω από το μεσημεριάτικο ήλιο. Κανένας στο ρεύμα προς την Αθήνα. Ποιος θέλει να πάει αυγουστιάτικα, Κυριακή, στην Αθήνα; Ο Βασίλης μόνο. Αυτός ήταν αδύνατον, δεν μπορούσε να περιμένει ούτε μια μέρα, η θάλασσα δεν τον δρόσιζε πια, τα τζιτζίκια θόρυβος δίχως αυτήν, τα σεντόνια ιδρωμένα. Έπρεπε να πάει κοντά της. Φυσικός νόμος, πανάρχαιος τον έσπρωχνε, και κανένα κωλοεξοχικό, καμία αργία, καμιά σύζυγος, κανένα παιδί δε θα τον κρατούσε μακριά.
Κι από πίσω του η Άννα. Άλλος πανάρχαιος νόμος την έσπρωχνε να τρέχει από πίσω του κι αυτή, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Δεν ήθελε να καταθέσει τα όπλα αμαχητί, θα μπορούσε, αλλά δεν ήθελε. «Αξιοπρεπέστατη», θα έλεγαν, «κυρία. Υπέγραψε το συναινετικό κι ούτε δραχμή διατροφή δε ζήτησε. Είναι και τα παιδιά στη μέση, βλέπεις...» Τα παιδιά, ε; Αυτό δε θα μού πεις κι εσύ Βασίλη; «Πρέπει να σκεφτούμε τα παιδιά». Γιατί όταν γέρνει η ιστορία απ᾿ τη μεριά μου εμφανίζονται πάντα τα παιδιά; Γιατί όταν έχωνες τη γλώσσα σου στο στόμα της δε σκέφτηκες εσύ τα παιδιά; Γιατί εγώ πρέπει να σ᾿ αφήσω ήσυχο να την πηδάς, σιωπηλή και αξιοπρεπής, επειδή υπάρχουν τα παιδιά; Μαγική εικόνα είναι αυτά τα γαμημένα τα παιδιά; Εμφανίζονται μόνο όταν τα κοιτάζω εγώ;
«Μαμά, μόνο σ᾿ εσένα μ᾿ έφερε ο πελαργός;» τη ρώτησε ο Χαρούλης όταν έκλεινε τα τρία. Έσβηνε τα κεράκια στην τούρτα του και ο πατέρας του έλειπε πάλι. Μεταπτυχιακά ο μπαμπάς, τι να κάνεις, στρατός, ευτυχώς που ήταν και προστάτης και τη γλίτωσε φτηνά. «Στα άλλα γενέθλια θα είναι εδώ. Θα δεις».
Στα άλλα γενέθλια ήταν και καμάρωνε — ήταν ο πιο νέος απ᾿ όλους τούς μπαμπάδες.
«Μικρός μικρός στα βάσανα», γελούσε ευχαριστημένος και τής χτυπούσε την πλάτη. «Δεν πήρες κάνα σαλαμάκι για την μπίρα, ρε Άννα;»
«Πού ακριβώς να σάς αφήσω, μαντάμ;»
Η φωνή τού ταξιτζή την προσγείωσε στα φθαρμένα δερμάτινα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου του. Με τα χίλια πήγαινε; Πότε φτάσανε κιόλας στο κέντρο τής Αθήνας;
«Στο μεθεπόμενο στενό, Λυκαβηττού», τού απάντησε κι έβγαλε το πορτοφόλι της.
Κατέβηκε, αφού πρώτα φόρεσε τα μαύρα γυαλιά και το ψαθάκι. Όχι ότι θα έσωζαν την κατάσταση, αν την έβλεπε κανείς. Άλλωστε ήταν έτοιμο το παραμύθι: Είχε ραντεβού με τον οδοντίατρο, αλλά την έστησε. Κυριακή; Κυριακή. Ήταν έκτακτο κι αυτός θα έφευγε για διακοπές τη Δευτέρα. Όποιος το ᾿χαψε, το ᾿χαψε. Εκείνη γιατί κατάπινε αδιαμαρτύρητα τούς πελάτες τού Σαββατοκύριακου, τις έκτακτες συσκέψεις, τις προτάσεις που δεν μπορούσαν να γραφτούν στο σπίτι; Ας έκανε κάποιος τα στραβά μάτια και γι᾿ αυτήν.
Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ευτυχώς, το «Φίλιον» ήταν ανοιχτό. Μπήκε στην κλιματιζόμενη αίθουσα και κατευθύνθηκε στο πιο αθέατο ακριανό τραπεζάκι με θέα στη Σκουφά. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε τσιγάρα, σπίρτα και μιαν αδιάβαστη χτεσινή εφημερίδα που είχε ξεμείνει εκεί. Τρεις πελάτες ήταν όλοι κι όλοι στο μαγαζί και το γκαρσόνι έφτασε σε μισό λεπτό εξυπηρετικότατο.
«Έναν καπουτσίνο φρέντο, παρακαλώ. Και νερό, πολύ νερό», τού παράγγειλε, γιατί ένιωσε ν᾿ αφυδατώνεται.
«Αμέσως», είπε πρόθυμα ο νεαρός ξανθούλης κι έφυγε για τον πάγκο.
Τι ανακούφιση που ήταν καμιά φορά τα γκαρσόνια... Χαμηλώνετε τη μουσική παρακαλώ, μάλιστα, μού ζεσταίνετε το κρουασάν, δεν τρώγεται κρύο, αμέσως, κυρία μου, μήπως θα μπορούσατε να ψήσετε λίγο περισσότερο το μπιφτέκι τού μικρού; Ασφαλώς και μπορούσε. Κανένας δεν τη βοήθησε πιο πολύ στη ζωή της από τα ευλογημένα γκαρσόνια, γκαρσόνια με κόκκινα γιλέκα, με μαύρα παντελόνια, γκαρσόνια πιθανότατα φοιτητές, γκαρσόνια που κόντευαν στη σύνταξη.
Ο παγωμένος καφές και δυο ποτήρια νερό προσγειώθηκαν μπροστά της κι αυτή δεν μπόρεσε ν᾿ αποφύγει ένα βλέμμα υπερβολικής ευγνωμοσύνης προς τον ανυποψίαστο νεαρό. Αμέσως μετά τον ξέχασε και κάρφωσε τα μάτια της στο απέναντι πεζοδρόμιο, διαγώνια, στο 47 τής οδού Σκουφά. Άναψε τσιγάρο κι έπιασε τον καφέ στα τυφλά. Το κτίριο που φιλοξενούσε το γραφείο τού άντρα της στον τρίτο όροφο, το κτίριο που όργωσε μεταφέροντας καναπέδες, το Νομικό Βήμα και πολυθρόνες «SATO» κείτονταν εκεί, ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και τόσα χρόνια. Με τα πόδια του στυλωμένα στη Σκουφά και περιστέρια να τού κουτσουλάνε το κεφάλι, θα έμενε εκεί εις τούς αιώνες και οι δικηγόροι θα μπαινόβγαιναν στα σπλάχνα του, αγχωμένοι, κατά φουρνιές. Ασυγκίνητο τώρα την προκαλούσε από απέναντι, κρύβοντάς της μικρόψυχα όλα όσα ήθελε να δει μια ώρα αρχύτερα.
Μέχρι τις τρεις παρά είκοσι κανείς δεν είχε βγει από την πόρτα στόχο. Η Άννα σηκώθηκε με την ξαφνική αίσθηση ότι ματαιοπονεί. Μπήκε στο πορτάκι που οδηγούσε στην τουαλέτα και το κόκκινο τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό τού Βασίλη κι άκουσε βηματίζοντας τα πέντε μάταια μπιπ. Στο έκτο η φωνή του τής τσάκισε τ᾿ αυτιά.
«Ναι;»
Συνήθως έλεγε εμπρός. Συνήθως το σήκωνε η ασκουμένη του. Το έκλεισε. Συνήθως τον έπαιρνε για να τού μιλήσει. Συνήθως δεν τον έπαιρνε στο γραφείο, για να μην τον ενοχλήσει. Σήμερα όμως τίποτα δεν έγινε όπως συνήθως. Βγήκε από το σκοτεινό δωματιάκι οπλισμένη με γαϊδουρινό πείσμα. Θα τον περίμενε εκεί μέχρι να τελειώσουν οι καφέδες τού «Φίλιον», μέχρι να αποκαμωθούν τα γκαρσόνια και να πάψουν να την ανέχονται, μέχρι να μαζευτούν οι καρέκλες και να αλυσοδεθούν τα τραπεζάκια έξω.
Δε χρειάστηκε. Σε είκοσι λεπτά η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από το χέρι τού Βασίλη. Πρώτος βγήκε ο Μάκης, ο παλιός ασκούμενος, νυν νεαρός συνεργάτης. Έκανε ένα γρήγορο νεύμα κι έστριψε προς την Ακαδημίας. Αυτός πάει σπίτι του. Κάπου στην Ακαδημίας έμενε. Ύστερα φάνηκαν με τη σειρά ο Βασίλης και μια γυναίκα καστανή με κοντό καρέ κούρεμα και ταγιέρ μπεζ τής άμμου. Η Άννα πάγωσε απ᾿ την έκπληξη. Δεν ήταν εκείνη! Μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν, ο Βασίλης και η άγνωστη έφυγαν από το οπτικό της πεδίο, κατευθυνόμενοι προς τη μεριά τής πλατείας Κολωνακίου.
Η Άννα άφησε ένα χιλιάρικο στο τραπεζάκι κι έτρεξε προς την έξοδο, προσπαθώντας να ξαναεντοπίσει το ζευγάρι. Παραμέρισε το αμήχανο γκαρσόνι, που βρέθηκε τυχαία να τής φράζει το δρόμο, και πετάχτηκε στο καυτό πεζοδρόμιο απροστάτευτη από πεζούς κι από αυτοκίνητα. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στη Σκουφά. «Εγώ κι εσείς μόνοι θα λογαριαστούμε», μονολόγησε η Άννα και τούς ακολούθησε από απόσταση. Τα μαύρα ρούχα τού Βασίλη τη βοηθούσαν να μην τούς χάνει απ᾿ τα μάτια της.
Το μυαλό της δούλευε με χίλια εξετάζοντας πιθανότητες. Ποια ήταν αυτή η καινούρια γυναίκα; Συνεργάτης του δεν ήταν. Πελάτισσα δεν ήταν. Ποτέ δεν κρατούσε τις πελάτισσες αγκαζέ — «Η οικειότητα βλάπτει το λογαριασμό», αυτό ήταν το μότο του και το τηρούσε. «Άσε που αν παραγνωριστείς με τον πελάτη, περιμένει υπερβολικά πράγματα από σένα. Να σε ξυπνάει τα βράδια, να τον παρηγορείς στις χασούρες, να τού κάνεις πίστωση...» Τι ήταν τότε; Ερωμένη νούμερο 2; Γιατί όχι; Είναι να μην πάρει φόρα ο άνθρωπος. Μπορεί να έχει φτάσει στο σημείο να βλέπει φουστάνι και να ορμάει, πολύ θέλει;
Κάτι μέσα της όμως αρνιόταν να δεχτεί αυτή την πιθανότητα. Δεν ήταν έτσι ο Βασίλης. Ποτέ δεν ήταν τής ποσότητας. Ήταν τής ποιότητας κι αυτός ήταν ένας λόγος που τον ερωτεύτηκε πριν από είκοσι χρόνια. Είχε σιχαθεί τούς τύπους που σ᾿ την πέφτανε αθεράπευτα ερωτευμένοι στην αρχή τού πάρτι και στο τέλος κλαίγανε απελπισμένοι για τη χυλόπιτα στην αγκαλιά μιας άλλης. Εκείνος την είχε πλησιάσει μετά από ώρες επίμονων βλεμμάτων, βλεμμάτων που τα ένιωθε να κολλάνε πάνω της σαν βεντούζες παρακλητικές κι αισθαντικές. Κι όταν αυτή — παίζοντας— τον αγνόησε, κάθισε στη γωνιά του ακίνητος και με καμιά δε γέλασε, αφού δε γελούσε με κείνη. Έτσι ήταν ο Βασίλης. Όταν ήθελε κάτι, αυτό ήθελε, δεν παρηγοριόταν με υποκατάστατα. Λες να μεταμορφώθηκε μετά τόσα χρόνια σε λιγούρη και να μην τον πήραμε είδηση; Ίσως η κρίση τής ηλικίας... Κρίση ηλικίας στα τριάντα εφτά; Γιατί όχι στα τριάντα εφτά, δηλαδή;
Όσο οι φράσεις γράφονταν διαδοχικά στο μυαλό της σβήνοντας η μία την άλλη, το ζευγάρι μπήκε στο «Da Capo», γωνία Τσακάλωφ με πλατεία Κολωνακίου, και τώρα διάλεγε σάντουιτς από τον πάγκο. Η Άννα είχε ξεχαστεί και καθόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο ακίνητη κάτω από τον ήλιο, χωρίς καμιά προφύλαξη. Γι᾿ αυτούς ήταν αόρατη, το ένιωθε. Εκείνοι είχαν μάτια μόνο ο ένας για τον άλλον, δεν επρόκειτο να την προσέξουν.
Μόνο όταν τούς είδε να ξαναβγαίνουν στο πεζοδρόμιο και να ψάχνουν για ταξί, υποχώρησε με μικρά βήματα και κρύφτηκε στις πρασιές τής πλατείας. Από τα αραιά φυλλώματα διέκρινε τον Βασίλη να τής ανοίγει την πόρτα τού ταξί, να τής κάνει ένα σινιάλο (αύριο;) και να τη χαζεύει καθώς απομακρυνόταν. Έπειτα έκοψε μέσα απ᾿ την Τσακάλωφ, για να πάει προφανώς στο γκαράζ που άφηνε το αυτοκίνητο. Γιατί όμως δεν την πήγε ο ίδιος; Μάλλον θα είχε λόγους να μην τη δουν στο αυτοκίνητό του. Να ήταν κι εκείνη παντρεμένη; Ή μήπως δεν ήταν αυτή η ερωμένη τού Βασίλη κι έκανε λάθος η Άννα; Μπορεί να ήταν πελάτισσα. Όχι, είπαμε. Μπορεί... Αυτό ήταν. Μάλλον είναι φίλη της κοκκινομάλλας και ανέθεσε υπόθεση στον Βασίλη. Γι᾿ αυτό η οικειότητα. Γι αυτό και η συνάντηση στο γραφείο. Γι᾿ αυτό και δεν την πήγε σπίτι της με τ᾿ αμάξι του. Δεν ήταν η αγαπημένη του αλλά μια φίλη της. Την κέρασε απλώς ένα σάντουιτς.
Ας το διευκρινίσουμε, αποφάσισε και μπήκε στο κουβούκλιο τού καρτοτηλέφωνου δεξιά. Σχημάτισε τον αριθμό τού ασκούμενου ευτυχώς απομνημόνευε νούμερα σαν τον αυτιστικό Ντάστιν Χόφμαν στον Άνθρωπο τής βροχής. Ο Μάκης σήκωσε αμέσως το ακουστικό. Η Άννα έψαξε την πιο ήρεμη εκδοχή τής φωνής της. Τον ρώτησε αν ήξερε πού είναι ο Βασίλης, γιατί τον έψαχνε στο Πόρτο Ράφτη ένας πελάτης που βιαζόταν. «Το γραφείο δεν μπορώ να το πιάσω από δω. Σκατογραμμές...» συμπλήρωσε στωικά και περίμενε σαν αράχνη να κάνει το θύμα της το μοιραίο λάθος.
Ο Μάκης τη ρώτησε γιατί δεν προσπαθούσε στο κινητό. Α, ώστε δε θέλεις να μιλήσεις, πουλάκι μου, θριαμβολόγησε από μέσα της μια νεογέννητη, πανούργα Άννα. Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
«Μάλλον το ᾿χει γυρίσει στον αυτόματο», τού αντέτεινε αμέσως.
Τώρα τα ψέματα ανάβλυζαν σαν γάργαρο νεράκι από μέσα της. Δεν τη σταματούσε τίποτα.
«Πάντως στο γραφείο ήμασταν μέχρι τώρα», τα μάσησε νυσταγμένα τάχα ο νεαρός. «Μαζί φύγαμε».
«Δηλαδή έρχεται από στιγμή σε στιγμή», συμπέρανε αθώα αθώα η Άννα και περίμενε την απάντηση με κομμένη την ανάσα.
«Ε... μάλλον», αναγκάστηκε να ξεστομίσει ο δύστυχος ο Μάκης, «εκτός...»
Όπα! Να, θα το κάνει το λάθος!
«Τώρα που το λέτε, νομίζω ότι μού είπε πως είχε να περάσει από κάπου... Δεν καλοθυμάμαι... Τι να σού κάνει ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι», κατέφυγε στο πιο κοινότοπο αστείο, προκειμένου να μην πέσει στα δίχτυα που τού άπλωσε.
«Ε, τότε θα τον περιμένω», τον καθησύχασε τώρα η Άννα ταραντούλα, για να επιστρέφει και να αποτελειώσει το θύμα της με μια τελευταία αλλά φαρμακερή ερώτηση.
«Δε μού λες, Μάκη μου, μόνοι σας ήσασταν ή είχε έρθει και η Ελένη;»
Η Ελένη ήταν η ταμένη γραμματέας του, που δούλευε χωρίς παράπονα Σάββατα, Κυριακές, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο.
Από την άλλη άκρη τού καλωδίου επικρατούσε σιγή. Μετά ακούστηκε ξανά η φωνή τού Μάκη, πνιχτή και ξέπνοη, να σαλτάρει από τη μια απάντηση στην άλλη και να μη δίνει καμία.
«Η Ελένη δεν ήρθε, όχι. Μάλλον είχε να πάει σε κάτι βαφτίσια, ένα ανιψάκι της νομίζω, αλλά δεν είμαι και σίγουρος...»
«Α, οι δυο σας μόνοι ήσασταν, δηλαδή...» τον ξαναπίεσε με ουράνια γαλήνη.
«Ναι». Ο Μάκης αποφάσισε πια να μπει στον απατηλό κόσμο τού ψέματος και τώρα ακουγόταν πιο ήρεμος. «Με θέλετε κάτι άλλο; Γιατί μού χτυπάνε το κουδούνι».
«Όχι, όχι, Μάκη μου, πήγαινε ν᾿ ανοίξεις», μην καθυστερείς παλιοψεύτη, πήγαινε καθίκι.
Έκλεισε αργά το τηλέφωνο και αναζήτησε με τα μάτια ταξί. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι και να σκεφτεί προσεχτικά το επόμενο βήμα.
Πέρασε την υπόλοιπη Κυριακή στο κρεβάτι. Ναυτία από την αναισθησία και πονεμένο φρονιμίτη πολύ πειστικό. Όχι ότι ασχολήθηκε και κανένας μαζί της. Έτσι που ήταν απορροφημένοι όλοι με τις ζωές τους, θα έχαβαν ό,τι κι αν τούς έλεγε. Ότι έπαθε ελονοσία. Ότι έπεσε θύμα μυστικών πυρηνικών δοκιμών στο Πόρτο Ράφτη. Οτιδήποτε, αρκεί ν᾿ αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρά της και να τούς αφήσει ήσυχους. Τέσσερις διαφορετικές ζωές συνυπήρχαν μέσα σε ενενήντα τέσσερα εξοχικά τετραγωνικά και απλώς συγκρούονταν καμιά φορά στο διάδρομο. Τίποτα άλλο.
Η Άννα καθόταν ξαπλωμένη για ώρες στο κρεβάτι, κατάπληκτη που δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα αυτό τόσο οφθαλμοφανές. Και τότε θυμήθηκε τα στερεογράμματα που τής χάρισε ο Χάρης πέρσι την Πρωτοχρονιά. Έφαγε ώρες χασκογελώντας μ᾿ αυτά. Κι άντε πάλι να προσπαθεί. Στην αρχή, αμάθητο το μάτι δεν έβλεπε τίποτα πέρα απ᾿ το φανερό. Ύστερα όμως, σε κάποια μυστική στιγμή που τα όργανα τής όρασης ξεστράτισαν κι άρχισαν ν᾿ αλληθωρίζουν από την προσήλωση, αποκαλύφτηκε η κρυμμένη εικόνα. Και ήταν τόσο ζωντανή, τόσο προκλητικά δεσπόζουσα που δεν μπορούσε πια να την αγνοήσει. Το μόνο ερώτημα που τη βασάνιζε ήταν τι διάβολο την είχε στραβώσει και δεν την έβλεπε πριν. Βέβαια μετά την πρώτη φούρια το ξέχασε κι άρχισε να παίζει «τριάντα μία».
Μήνες αργότερα η Άννα θύμωνε με τον εαυτό της. Τι επιπολαιότητα, πώς είχε πάρει τόσο ελαφρά τα στερεογράμματα; Αυτά τα φανταχτερά σχέδια προσπαθούσαν από τότε να τής πουν κάτι. Ξύπνα απ᾿ το λήθαργο, τής φώναζε η κόκκινη καρδιά στη μέση τού τριανταφυλλώνα. Υπάρχει κάτι που σού ξεφεύγει, τής ψιθύριζε συνωμοτικά το ελικόπτερο που καραδοκούσε στη ζούγκλα τού Βιετνάμ. Δεν ήταν τυχαίο που τής τα χάρισαν την πρώτη μέρα αυτής τής χρονιάς. Τής χρονιάς που θα γκρέμιζε το αυθαίρετο οικοδόμημα τής ζωής της σαν μπουλντόζα.
Τη στιγμή που πέρασε η Κατερίνα το κατώφλι τής κρεβατοκάμαρας, η Άννα διέκρινε για πρώτη φορά πεντακάθαρα την αόρατη φυσαλίδα που περιέκλειε τον κόσμο της, μισή μαύρη και μισή ροζ. Η εφηβεία είναι μεταβατικό στάδιο, έχει ν᾿ αλλάξει πολλά χρώματα ακόμα μέχρι να σταθεροποιηθεί. Στο μαύρο κομμάτι κολυμπούσαν μισοκρυμμένοι αρχαίοι φόβοι, αίμα γένους θηλυκού, το κεφάλι τής Αθηνάς, μια μπούκλα από τα φιδίσια μαλλιά τής Μέδουσας, ο εξόριστος μαστός τής αμαζόνας. Όλα ήταν βαριά για το κορμάκι της και τότε άπλωνε το χέρι απέναντι, να στηριχτεί λιγάκι στον καναπέ τής Μπάρμπι — ναι ακόμα εδώ ήταν αυτός, στην αποθήκη τής ροζ πλευράς, μαζί με λίκρα μίνι φορέματα, eye-liner και παλιά τεύχη τού Elle.
Γλυκιά μου, είπαν τα μάτια τής Άννας που συμπόνεσε ξαφνικά τη μικρή μ᾿ έναν άλλο τρόπο, σαν θεατής, πόσο χρόνο θα σού φάει να τα τακτοποιήσεις όλα αυτά... Ποτέ δεν είναι εύκολο ν᾿ απαλλαγείς από τα παλιά σου πράγματα. Οι αποθήκες είναι ύπουλες. Άσ᾿ τα εδώ, σού λένε, μην τα πετάξεις. Πού ξέρεις, μπορεί κάποτε να τα χρειαστείς και να μην τα έχεις. Αφήνω που ποτέ δε θα ᾿σαι σίγουρη τι πρέπει να κρατήσεις και τι να ξεφορτωθείς... Όμως η Κατερίνα ήθελε μόνο να τη ρωτήσει τι θα φάνε για βράδυ.
Ο Χάρης αργούσε, ήταν ασφυκτικά κλεισμένος σ᾿ ένα χρώμα. Η φυσαλίδα του ήταν γκρίζα, μόνο που αλλού φώτιζε λίγο και ξεγελούσε το μάτι. Τα παιχνίδια του ήταν κιόλας κολλημένα στα τοιχώματα, σπρωγμένα απ᾿ την αόρατη φυγόκεντρο τού χρόνου. Τηλεχειριζόμενες φόρμουλες και πλαστικά νεροπίστολα, ο ρόμποκοπ και ο γορίλας τής «Nintendo», όλα μαζί έτοιμα να πεταχτούν έξω από στιγμή σε στιγμή, αλλά ακόμα όχι. Κι ενώ στην περιφέρεια γινόταν χαμός, το κέντρο τού κόσμου του ήταν ακατοίκητο. Μόνο που με τον κατάλληλο φωτισμό έβλεπες τις σκιές των αποχωρούντων παιχνιδιών να πέφτουν βαριές και μεγεθυμένες στον άδειο χώρο, λες και τα φαντάσματά τους αποφάσισαν να στοιχειώσουν και το μέλλον του. Μη φοβάσαι, μωρό μου, ήθελε να τού φωνάξει η Άννα, η σκιά τής «Φόρμουλα-ένα» είναι, δεν είσαι υποχρεωμένος να την οδηγήσεις, μη σε τρομάζει η ταχύτητα, σε μερικούς μήνες θα την έχεις πετάξει έξω απ᾿ τη φυσαλίδα σου. Μού υπόσχεσαι να την πετάξεις έξω; Πες μου ότι θα την πετάξεις έξω! Όμως η φωνή τής Άννας αντανακλούσε στο σκληρό περίβλημα τής φυσαλίδας και επέστρεφε σαν εφιαλτική ηχώ. Και το παιδί ατάραχο μασουλούσε κατσούφικα ένα αχλάδι.
Όταν μπήκε ο Βασίλης, έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Δεν άντεχε να δει. Ποιος την καταράστηκε μ᾿ αυτή την καινούρια όραση; Ήξερε τι θα δει. Ήξερε τι δε θα δει. Και προτιμούσε να το δει κάποιος άλλος πρώτα, για να έχει και απτές αποδείξεις. Αύριο το πρωί θα πήγαινε σ᾿ έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.
O ντετέκτιβ ήταν κοντά εξήντα χρόνων κι επέμενε να τον φωνάζει «κύριε Αλέκο».
«Όχι, όχι Κυριακίδη, αστειεύεσαι, πώς είπαμε τ᾿ ονοματάκι σου; Άννα μου... Εδώ εμείς θα πούμε τα σώψυχά μας, θα ξεβρακωθούμε, που λέει ο λόγος, πρέπει να με νιώσεις σαν πατέρα. Αλέκο θα με λες. Για δώσε μου τώρα να καταλάβω. Τι πρόσεξες, τι σού κάθισε στραβά, τι άλλαξε στη συμπεριφορά του ο λεγάμενος;» Κι επειδή δεν έπαιρνε απάντηση: «Το κρεβάτι, λόγου χάρη, είναι μεγάλος καθρέφτης», φιλοσόφησε τσιγκλώντας την να συνεχίσει.
Η Άννα δεν ήξερε τι να τού πει. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι είχε πέσει στη μαύρη τρύπα τού «Χρυσού Οδηγού», με τον Κυριακίδη. Περίμενε έναν σύγχρονο επαγγελματία και τής άνοιξε ένας συνταξιούχος. Περίμενε ηλεκτρονικά όργανα παρακολούθησης, ανιχνευτές, κοριούς, φωτογραφικές μηχανές με τερατώδη zoom, και βρήκε κάτι που έφερνε σε γραφείο συνοικιακού φοροτεχνικού. Περίμενε να τής ζητήσει φωτογραφία και διεύθυνση γραφείου, και βρήκε έναν κουτσομπόλη που ψόφαγε για βρώμικες λεπτομέρειες. Ένιωσε το κουράγιο της, αυτό που την οδήγησε ως εδώ, να την εγκαταλείπει. Τώρα δεν μπορούσε ούτε καν να σηκωθεί και να φύγει.
Ο Κυριακίδης ψυλλιάστηκε την αποστροφή της και έκανε στροφή 360 μοιρών.
«Καλά, καλά, θα μπούμε μετά στις λεπτομέρειες. Πες μου τώρα πού δουλεύει, πού συχνάζει και ποιες ώρες. Σού ᾿κοψε να φέρεις πρόσφατη φωτογραφία, φαντάζομαι...»
Τουλάχιστον είναι γάτα, παρηγορήθηκε η Άννα και τού έτεινε τη φωτογραφία που κρατούσε από ώρα στο χέρι της. Μετά σηκώθηκε.
Ότι χρειάζεστε είναι σημειωμένο από πίσω», τον Η πληροφόρησε. «Θα σάς τηλεφωνήσω εγώ σε μία εβδομάδα ακριβώς. Θέλω τα πάντα. Φωτογραφίες, όλα».
Έκανε να φύγει, μα η φωνή του τη σταμάτησε.
«Ε... όπως αντιλαμβάνεσαι τρέχουν κάποια έξοδα, μπορεί εσύ να το μετανιώσεις —λέμε τώρα— και να μην εμφανιστείς σε μια βδομάδα. Να τα βρείτε, βρε αδερφέ, με συγχωρείτε λάθος, που λένε. Εμένα τότε ποιος με αποζημιώνει;» Κι επειδή η Άννα εξακολουθούσε να τον κοιτάει μπερδεμένη: «Τα μισά μπροστά και τα ρέστα στο τέλος», τής ξεκαθάρισε κοφτά.
Πήρε 120.000 με πιστωτική κάρτα, παρακαλώ σ᾿ αυτό το σημείο είχε φροντίσει να εκσυγχρονιστεί ο Αλέκος.
«Εσύ ψυχραιμία τώρα, σαν να μην τρέχει τίποτα», τη συμβούλεψε ξεπροβοδίζοντάς την. «Να μην τού βάλουμε ψύλλους στ᾿ αυτιά και πάρει τα μέτρα του. Θα κάνεις το κορόιδο!»
Ουδείς λόγος ανησυχίας, κύριε Κυριακίδη μου, είμαι εκπαιδευμένη. Μια ζωή το κορόιδο έκανα.
Δυο μέρες, δεν άντεξε παραπάνω. Το κακό ήταν ότι ο βρωμόγερος δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, όταν υπέκυψε στον πειρασμό και αποφάσισε να τον πάρει. Η Άννα άφησε το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να βολτάρει μπρος και πίσω από το γραφείο της. Τι καλή ιδέα να διακόψει την άδειά της... Το σπίτι της την πονούσε όπου κι αν ακουμπούσε, κι αυτό το δωμάτιο έμοιαζε τώρα με καταφύγιο, έτσι που δεν τής θύμιζε τίποτα, ούτε τον εαυτό του. Η ερημιά τού Αυγούστου έδινε μιαν απόκοσμη χάρη στο δεύτερο όροφο τής Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου. Η σιωπή σκέπαζε τα ξεκοιλιασμένα ντοσιέ που σέρνονταν σε ράφια και σε πατάρια, κάλυπτε τις φωνές των ακάλυπτων επιταγών που διαμαρτύρονταν, έδινε προσωρινή χάρη σε όλους τούς πτωχευμένους, παρηγορούσε τούς καταδολιευμένους δανειστές. Τίποτα δεν έμενε όρθιο κάτω απ᾿ την τρομερή ματιά τού καύσωνα.
Στις δύο και είκοσι απάντησε. Τη δικιά της την υπόθεση έψαχνε. Ο Βασίλης είχε ένα ποινικό. Είχε υπόψη της; Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, γνωστή υπόθεση. Θεατρικός επιχειρηματίας πυροβολεί την αρραβωνιαστικιά του. Ε, την αρραβωνιαστικιά του υπεράσπιζε ο άντρας της.
«Ο επιχειρηματίας έχει κατεβάσει ένα πολύ γερό όνομα και ο δικός σου ιδρώνει», παρατήρησε με χαιρεκακία ο ντετέκτιβ. «Ύποπτον ουδέν» πάντως. Δυο μέρες μόνο με τούς συνεργάτες του και την πελάτισσα τον βλέπω. Χτες το μεσημέρι φάγανε όλοι μαζί, ασκούμενοι και σία. Έχω και φωτογραφίες. Ύποπτον ουδέν, επανέλαβε. «Γραφείο, κάνας καφές έξω, σπίτι. Επί τού παρόντος», βιάστηκε να προσθέσει με νόημα, μην τυχόν και χάσει τον πελάτη από βλακεία. Συμφώνησαν να τα ξαναπούνε μόλις είχε κάτι καινούριο και κλείσανε.
Ένα κύμα ανυπομονησίας έπνιξε τις τελευταίες λέξεις τής Άννας. Δεν ήταν τυχερή, γαμώτο, γι᾿ ακόμα μια φορά, για χιλιοστή φορά στην γκαντεμοζωή της δεν ήταν τυχερή. Τώρα που είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής απ᾿ την αλήθεια, τώρα που η ψυχή της είχε ανοίξει διάπλατα έτοιμη να τα αντιμετωπίσει όλα κατά μέτωπον, τώρα που είχε ντυθεί την απάνθρωπη στολή τού πολέμου, τώρα λοιπόν διάλεξε η πουτάνα η τύχη να παίξει αυτό το αρρωστημένο κρυφτό μαζί της. Εναντίον τίνος θα εκσφενδόνιζε τις ναπάλμ της; Αν τις κρατούσε άλλο, θα έσκαζαν στα χέρια της.
Τότε ήταν που η πιο τρελή ιδέα τρύπωσε από μια χαραμάδα τής απελπισίας της. Πήρε ένα ταξί και βρέθηκε να χτυπάει το κουδούνι τού Κυριακίδη, ελπίζοντας να, μην την κοπάνισε πάλι. Ο Αλέκος άνοιξε μασουλώντας πεπόνι.
«Τι έγινε;» αποπειράθηκε να ρωτήσει, αλλά τα ζουμιά τον σταμάτησαν.
«Πού είναι οι φωτογραφίες;» μπήκε κατευθείαν στο θέμα η Άννα. «Θέλω να τις δω».
Την πέρασε μέσα όλο κατανόηση. Είχαν δει πολλά τα μάτια του τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Σκάλισε το δεύτερο συρτάρι τού γραφείου του και ανέσυρε ένα πακέτο φωτογραφίες δεμένες με λαστιχάκι. Η Άννα τις άρπαξε και τις άπλωσε με ασταθή χέρια στην πράσινη τσόχα τού γραφείου. Ο Βασίλης έβγαινε από το γραφείο με τον Μάκη και την πελάτισσά του. Ήταν η γυναίκα που είχε δει και η ίδια, μόνο που το ροζ λινό ταγιέρ τής πρόσθετε μιαν αθώα χάρη. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από απόσταση, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία. Τα μάτια της κινήθηκαν πιο γρήγορα απ᾿ το μυαλό της και καρφώθηκαν σ᾿ ένα κοντινό τής «πυροβολημένης αρραβωνιαστικιάς». Τα μάτια τής άγνωστης, τώρα μπορούσε να τα δει καθαρά, μάτια που ακτινοβολούσαν ένα μυθικό μπλε, υπάρχει όνομα γι᾿ αυτό το μπλε, το μπλε τού Υβ Κλάιν. Τα καστανά καρέ μαλλιά της είχαν μια χορευτική κίνηση, καθώς έστρεφε το κεφάλι ψάχνοντας για την τσάντα πίσω της. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τόσο φίνα, που δεν τα θόλωναν ούτε οι κόκκοι τής μεγέθυνσης.
«Πώς θα την περιγράφατε;» ρώτησε ξαφνικά τον Κυριακίδη, βάζοντας μπροστά του τη φωτογραφία.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, κατάπιε βιαστικά το πεπόνι που είχε στο στόμα και κούνησε αμήχανος το κεφάλι.
«Ας μη φτάνουμε σε βιαστικά συμπεράσματα. Άκου με και μένα, ξέρω τι σού λέω. Δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας ακόμα. Τίποτα». Άπλωσε ξανά τις φωτογραφίες στο γραφείο. «Βλέπεις εσύ κανένα πιάσιμο περίεργο, κανένα σουξουμού, δεν υπάρχει, σού λέω».
Τη στιγμή όμως που τη διαβεβαίωνε με περίεργη ζέση, τα χέρια του σταμάτησαν σε μια φωτογραφία κολλημένη πίσω από μιαν άλλη. Μια φωτογραφία που, αγνοημένη μέχρι στιγμής, μόλις τώρα άρχιζε να απελευθερώνει το δηλητήριό της. Ο Βασίλης με μια κόκκινη χαρτοπετσέτα στο χέρι καθάριζε με προσοχή τη δεξιά άκρη τού στόματος τής πελάτισσας, που έκανε έναν αστείο μορφασμό. Κέτσαπ από το τοστ; Μάλλον...
Η Άννα και ο ντετέκτιβ κοίταζαν βουβοί τη φωτογραφία, εξετάζοντας τις πιθανότητες. Ήταν φανερό πως ενώ ο γέρος δεν τής είχε δώσει αρχικά καμιά σημασία, τώρα μια νέα αξιολόγηση μεγάλωνε ραγδαία μέσα του. Όμως ήταν ή Άννα που τού την υπαγόρευε και όχι η επαγγελματική του πείρα. Ήταν το μουδιασμένο πρόσωπό της, που τόνισε την ειρωνική τρυφερότητα στην κίνηση τού άντρα. Αυτό έκανε ξαφνικά οφθαλμοφανή μια οικειότητα που μύριζε ψίχουλα από σάντουιτς σε ιδρωμένα σεντόνια.
«Είναι αυθόρμητος τύπος ο σύζυγός σας;» ρώτησε δειλά, επιχειρώντας να σκαρφαλώσει σ᾿ ένα πρώτο ερμηνευτικό σκαλοπάτι.
«Την αγαπάει», τον σταμάτησε εκείνη μια για πάντα. «Τι σκατά έμαθες τόσα χρόνια; Όταν ένας άντρας διπλώνει μια κόκκινη χαρτοπετσέτα και καθαρίζει το κέτσαπ από το στόμα σου, σ᾿ αγαπάει. Κοίταξέ τον!»
Τώρα που το άκουγε, ο Κυριακίδης δεν μπόρεσε να μην προσέξει την αναλογία. Πραγματικά, αυτός ο κόπανος καθάριζε την κυρία από τις σάλτσες, σαν να ᾿ταν σκονισμένο κόσμημα τού στέμματος. Σιγά, ρε φίλε, είπαμε ότι το απαυτό σέρνει καράβι, αλλά όχι κι έτσι... Το βούλωσε για λίγο πάντως, μέχρι να ηρεμήσει η άλλη.
Η Άννα μάζεψε τις φωτογραφίες με μια κίνηση παλιού χαρτοπαίχτη. Μετά τις έβαλε στην τσάντα της κι έκανε να φύγει. Πριν ανοίξει την πόρτα είχε τακτοποιήσει ξανά όλα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου της, κι έμοιαζε σαν υπάλληλος μυστικών υπηρεσιών όταν τού είπε αντί χαιρετισμού:
«Θέλω κασέτες. Θέλω τη διεύθυνσή της. Την επόμενη φορά θα τα ξέρεις όλα».
Το βράδυ τον περίμενε στη βεράντα να γυρίσει. Καθόταν σαν τεράστια κουκουβάγια στο σκοτάδι και μοιρολογούσε. Ύστερα μαδούσε τα φτερά από πάνω της, πετούσε την ηλίθια παθητική μάσκα τού πουλιού και γινόταν δηλητηριώδης αράχνη που ύφαινε θανάσιμες παγίδες. Τα παιδιά είχαν πάει με τούς δίπλα σινεμά. Τούς έδωσε και λεφτά για σουβλάκια. Έφυγαν πανευτυχή. Αχ, αυτές οι δυσανάλογες εκρήξεις χαράς που άστραφταν αίφνης μέσα τους. Φτηνές χαρές, σουβλάκι και κόκα σε θερινό. Τόσο απλές. Τόσο χαμένες για πάντα. Αυτό είναι το ακριβό τίμημα, σκέφτηκε η Άννα, για να ξεφύγεις από τις παράλογες απελπισίες. Δίνεις κάτι για ν᾿ απαλλαγείς από κάτι άλλο. Έτσι αντέχεις την προκρούστεια κλίνη. Έτσι αφήνεις τα μέλη σου να τραβιούνται, μέχρι να χωρέσουν στη σωστή θέση που έχει φυλαχτεί για σένα. Μεγαλώνεις. Το μεγάλωμα έχει δύο όψεις. Η σπίθα χάνεται κι από τις δυο πλευρές.
Έντεκα παρά τέταρτο άκουσε το αυτοκίνητό του να σκαρφαλώνει την ανηφόρα. Δεν κινήθηκε καθόλου. Τώρα το σκοτάδι είναι ο πιο καλός της φίλος. Στηρίζεται πάνω του. Ο Βασίλης μπήκε στο σπίτι φωνάζοντας ένα ένα τα ονόματα. Σώπασε μόνο όταν συνήθισαν τα μάτια του στη μαυρίλα και είδε τη φιγούρα τής γυναίκας του στην άκρη τής βεράντας.
«Εδώ είσαι; Δε μ᾿ άκουσες που μπήκα;» Τής ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.
Η Άννα έθεσε όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή. Τώρα χρειαζόταν προσοχή. Τώρα ήταν ανάγκη να παρατάξει όλες της τις εφεδρείες. Τα χάδια του έπρεπε να κυλούν σαν νερό από πάνω της και να τα ρουφάει το χώμα. Το βλέμμα του έπρεπε ν᾿ αντανακλά στον καθρέφτη τής θέλησής της και να επιστρέφει σ᾿ αυτόν άδειο. Τα λόγια του να συναντούν σκληρό το τύμπανο και να διώχνονται κατά κύματα έξω. Το σύστημά της έπρεπε πρώτα να τον ξεβράσει, για να τον πολεμήσει μετά.
Τού είπε ότι είχε δέκατα. Τι, κρυολόγησε καλοκαιριάτικα; Τού είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο. Δεν πειράζει, είχε τσιμπήσει στο γραφείο. Τού είπε ότι τα παιδιά πήγαν σινεμά. Τι παίζει; Καλό; Τού είπε ότι δεν ξέρει και σώπασε. Είχε κάνει το καθήκον της κι αυτός το δικό του. Αποσύρθηκε στην κουζίνα, έβγαλε μια μπίρα από το ψυγείο και άρχισε να διαβάζει κάτι χαρτιά που έφερε μαζί του. Δεν κατάλαβε τίποτα. Η Άννα ήταν που κατάλαβε πάλι.
Σηκώθηκε και πήγε μέσα σαν να ήταν η προχθεσινή Άννα. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι, τέλεια ρέπλικα τού εαυτού της, θα έπειθε οποιονδήποτε. Έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον.
«Τι ᾿ναι αυτό; Δουλειά;»
Εκείνος μάζεψε ασυναίσθητα τα χαρτιά του.
«Ναι. Δικογραφία είναι. Απόπειρα ανθρωποκτονίας». Η Άννα σηκώθηκε και έβγαλε κι αυτή μια μπίρα. Δεν ήθελε να τη βλέπει, όταν θα έλεγε την παρακάτω φράση: «Τυχεράκιας ο πελάτης σου. Θα τη βγάλει καθαρή με το δικηγόρο που διάλεξε». Και μετά την πρώτη γουλιά, «Εκ προθέσεως ή τού ξέφυγε;»
«Τι;» ρώτησε εκείνος ξαφνιασμένος.
«Η απόπειρα, ρε παιδί μου».
«Ααα... Εκ προθέσεως».
«Και γιατί τού την έδωσε έτσι;»
«Ξέρω γω, ζήλευε μάλλον. Την πυροβόλησε μόλις τού ζήτησε να χωρίσουν».
«Είναι καμιά φοβερή γκόμενα ή την αγαπούσε;»
Ο Βασίλης μετά από μια στιγμή αμηχανίας προσπάθησε, μάταια, να ξεγλιστρήσει από την κακοτοπιά με χάρη.
«Ξέρω γω, μάλλον δεν ήταν συνηθισμένος να τού κουνιούνται οι γκόμενες... Έχει φράγκα και πουλάει ανέξοδο αντριλίκι ο μαλάκας».
Αυτό ήταν. Τελικά δεν ήθελε και πολύ. Πιάστηκε λοιπόν στο δόκανο ο καλός ποινικολόγος. Η φωνή του είχε αρχίσει να μειώνει αλματωδώς την πολιτική των ίσων αποστάσεων που τηρούσε στην αρχή τής συζήτησης. Αγανακτούσε στα κρυφά, ήταν φανερό ότι ήθελε να πιάσει αυτό το απόβρασμα στα χέρια του και να το κάνει ένα με τη γη. Να μάθει ο μάγκας τής δεκάρας να πυροβολεί ανυπεράσπιστες γυναίκες, όταν δεν τού κάθονται.
Πόσο ξεδιάντροπα άνοιγε τα χαρτιά τού υποσυνειδήτου του... Την αγαπάει. Δεν μπορεί ν᾿ αντισταθεί στον πειρασμό να πάρει το μέρος της. Ο ηλίθιος. Είναι ερωτευμένος ο ηλίθιος. Λίγο ήθελε να σηκωθεί και ν᾿ αρχίσει ν᾿ αγορεύει ενώπιον τού μεικτού ορκωτού τής κουζίνας του ο μαλάκας. Η Άννα κατάπιε αυτό που ᾿θελε εκείνη να τού πει με μια πικρή γουλιά μπίρα.
«Βλέπω την έχουμε πάρει ζεστά την υπόθεση», ξεφούρνισε τελικά ένα μικρό δείγμα, αφού κατέβασε το μπουκάλι. Το ήξερε πως έκανε λάθος, αλλά ήταν υπεράνω των δυνάμεων της. Η φράση της θρονιάστηκε ανάμεσά τους χλομή απ᾿ τη ζήλια. 0 Βασίλης τράβηξε θορυβημένος καρέκλα του πίσω, μάζεψε τα χαρτιά του άρον άρον και σηκώθηκε.
«Τι; Θα πας για ύπνο από τώρα;»
Μάταια προσπάθησε η Άννα να τον μαλακώσει. Κάτι μάσα του ανίχνευσε τον έρποντα κίνδυνο και τον έτρεπε σε άτακτη φυγή. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν πτώμα. Είχε και να ξυπνήσει νωρίς... Πήρε μαζί τη δικογραφία, πέταξε μια καληνύχτα και αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα.
Η Άννα άρχισε να βηματίζει σαν ψυχοπαθής στην κουζίνα. Ήταν έξαλλη με την ανοησία της. Τα κατέστρεψε όλα. Τι ρωγμή χάραξε το καύκαλο όπου είχε κρυφτεί, γιατί δεν άντεξε ν᾿ ακούσει ακόμα μια φορά αυτό που ήδη γνώριζε; Πώς άφησε να την παρασύρει εκείνος στη δικιά του παγίδα; Τώρα τον είχε προειδοποιήσει. Μπορεί ακόμα να μην το ήξερε, αλλά τον είχε προδιαθέσει. Ένας μηχανισμός μέσα του θεμελίωνε κιόλας οχυρωματικά έργα.
Μέτρησε είκοσι αγχωμένα λεπτά και πήγε ακροπατώντας μέχρι την κλειστή πόρτα τής κρεβατοκάμαρας. Έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Ο Βασίλης είχε αποκοιμηθεί κρατώντας τη δικογραφία στα χέρια. Ωραία. Άνοιξε την πόρτα με προσοχή, σαν χειρουργός σε κρίσιμη επέμβαση. Έκανε δυο τρία βήματα στο παρκέ. Ποτέ δεν είχε προσέξει πόσο έτριζε το καταραμένο ξύλο. Ο Βασίλης σάλεψε κι εκείνη ακινητοποιήθηκε κρατώντας την ανάσα της. Το φως τού αμπαζούρ στο κομοδίνο έριχνε αρπακτικά τη σκιά της πάνω του. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της κι έπιασε τα χαρτιά. Τα τράβηξε απαλά, τόσο απαλά που τρόμαξε όταν αυτός άνοιξε αίφνης τα βλέφαρά του, σαν να καραδοκούσε από ώρα την εισβολή τού εχθρού. Τα χέρια του έσφιξαν σπασμωδικά την πολύτιμη δικογραφία κι η φωνή του έκπληκτη και βραχνή «Τι είναι;» τη ρώτησε και την άφησε έκθετη στην αμηχανία της.
«Τίποτα, ήρθα να σού κλείσω το φως. Καληνύχτα». «Καληνύχτα».
Τα περίφημα χαρτιά έμειναν αδικαιολόγητα στα χέρια του και η Άννα έφυγε ηττημένη γι᾿ άλλη μια φορά.
Όταν ήρθαν τα παιδιά, τα καληνύχτισε και πήγε κι αυτή στο κρεβάτι. Ο Βασίλης είχε γυρίσει τώρα μπρούμυτα σκεπάζοντας με το σώμα του τη δικογραφία. Η Άννα κατάλαβε οτι έπρεπε να βρει άλλο τρόπο. Κι έπρεπε να τον βρει γρήγορα.
Το άλλο πρωί άνοιξε την ατζέντα της κι έψαξε το τηλέφωνο τού Μιχάλη. Εκείνος θα ξεκαθάριζε τα πράγματα, αν τον χειριζόταν με τρόπο. Ήταν μαζί του στο Λονδίνο. Ήξερε για την κοκκινομάλλα. Ίσως ήξερε και για την καινούρια. Κυρίως ήξερε τον Βασίλη καλά. Γνώριζε και τούς άντρες καλά, αυτό διατυμπάνιζε συνεχώς:
Είμαι ο μόνος γνήσιος εκπρόσωπος, Άννα μου, όλοι οι άλλοι είναι μεταλλαγμένοι, δεν τούς βλέπεις; Ο δικός σου σπατάλησε τόνους πολύτιμης τεστοστερόνης σε νομικά επιχειρήματα, ο Χρηστάκης σε παιδικές τροφές και ο Πάνος σε άγχος καταξίωσης. Γι᾿ αυτό μάς την έδωσε ο Θεός ρε μαλάκες;»
Οι εν λόγω μαλάκες τον άκουγαν και καταδιασκέδαζαν. Είχαν κι αυτοί ράμματα για τη γούνα του, αλλά τον άφηναν να λέει τα δικά του. Ας μιλήσει κι ένας άντρας ανοιχτά, ρε παιδί μου, θα σκέφτονταν από μέσα τους, αφού εμάς δε μάς παίρνει.
Ήταν ο μόνος τού κουαρτέτου που έμενε στην Αθήνα τον Αύγουστο. Εκτός των άλλων μισούσε και τις διακοπές, εφεύρεση κρετίνων τις αποκαλούσε. Κάθε άνοιξη ξόδευε ώρες στηλιτεύοντας αμείλικτα τον κοινωνικό ντετερμινισμό, που μάς στέλνει όλους, ένα ιδρωμένο πακέτο, διακοπές τον Αύγουστο και μάς ξεβράζει στα αθηναϊκά πεζοδρόμια ξανά την 1η Σεπτεμβρίου ακριβώς.
Σχημάτισε το νούμερο του, αλλά μόλις τον άκουσε το έκλεισε αμέσως. Τι στην ευχή θα τού έλεγε; Με ποια αφορμή θα μπορούσε να πάει να τον δει; Δεν ήταν ακριβώς κολλητή του μέχρι σήμερα. Τον αγαπούσε, όπως αγαπάμε ένα άταχτο σκυλί που το ᾿χουμε χρόνια σπίτι. Ήταν αυτονόητος. Αλλά δεν ήταν ακριβώς και φίλη του. Ούτε ακριβώς γυναίκα. Ήταν η γυναίκα τού φίλου του. Ξεχωριστή κατηγορία είχε φτιάξει, για να στριμώξει αυτήν, τη Μαρία και τη Δώρα. Η κατηγορία των, γυναικών χωρίς βυζιά και με αόρατους κώλους, τουλάχιστον για τα μάτια του. Σ᾿ αυτό το περίεργο ασεξουαλικό άσυλο μπαινόβγαιναν, υποτίθεται, και οι γκόμενες του για, τούς άλλους.
Θα τον αιφνιδιάσω, αποφάσισε η Άννα για να ξεφύγει από το λογικό αδιέξοδο. Είπε στα παιδιά να πάρουν κάνα κοτόπουλο ψητό για το μεσημέρι κι έφυγε τάχα για τη δουλειά.
«Πάλι κοτόπουλο;» ούρλιαξε ο Χάρης που είχε τις κακές του. «Θα βγάλουμε βυζιά!»
«Να βγάλετε», άκουσε έκπληκτη τον εαυτό της να απαντάει.
«Εγώ που έχω βγάλει να πάρω πίτσα;» ακούστηκε ειρωνική η φωνή τής Κατερίνας μέσα από τούς αφρούς τής οδοντόκρεμας.
Όταν χτύπησε το κουδούνι του, έτρεμε μήπως δεν τής ανοίξει. Όμως τής άνοιξε, έκπληκτος που άκουσε τη φωνή της από το θυροτηλέφωνο. Χρόνια είχε να πάει σπίτι του. Γιατί το σπίτι του δεν ήταν σπίτι. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν, με όλα τα απαραίτητα έπιπλα μαζεμένα εκεί, να διαδηλώνουν μια φτιαχτή λιτότητα. Φτιαχτή γιατί τα πεταμένα ρούχα ήταν φανερά ακριβοπληρωμένα, τα κουβαριασμένα σεντόνια μεταξωτά και η μοναδική πολυθρόνα δια χειρός σκανδιναβού σχεδιαστή. Είχε φράγκα απ᾿ τον μπαμπά του ο Μιχαλάκης, γι᾿ αυτό έκανε και το μάγκα στους άλλους με τη μονογαμική του αφοσίωση στην έρευνα. Σιγά να μην έσερνε την επιστήμη του στα θλιβερά ελληνικά δικαστήρια. Σιγά μην πάθαινε έμφραγμα για να γίνει Λυκουρέζος.
«Έλα, ρε Αννούλα, πώς από δω; Δεν τρέχει τίποτα, φαντάζομαι...»
Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο ύφος της, πράγμα καθόλου εύκολο. Ήταν και ασυνήθιστος, εδώ που τα λέμε. Είχε εντάξει τις γυναίκες των φίλων του στην κατηγορία τους και δεν πολυασχολήθηκε να τις καταλάβει. Λάθος σου, πουλάκι μου, είπε από μέσα της χαιρέκακα η Άννα, τώρα είσαι άοπλος.
«Θέλω να σού ζητήσω κάτι, αλλά ντρέπομαι», είπε τελικά η Άννα μ᾿ ένα ολοκαίνουριο νάζι που τον θόλωσε.
«Τι ρε, λέγε, εμένα ντρέπεσαι;»
Τώρα είχε ανάψει την περιέργειά του για τα καλά. Όσο η Άννα δεν άνοιγε τα χαρτιά της, τόσο αυτός φούντωνε κι έκανε άλματα με το μυαλό του.
«Θα πιεις κάτι;» Αποφάσισε να τής δώσει χρόνο να χαλαρώσει.
«Μια πορτοκαλάδα, αν υπάρχει, ευχαριστώ».
Έβαζε την πορτοκαλάδα μισοστραμμένος προς την πλευρά της.
«Λοιπόν, θα μού πεις ή θα με σκάσεις;» τής είπε τελικά, αφού δεν έβλεπε φως.
«Είναι μια συνάδελφος στη δουλειά, για χάρη της ήρθα μέχρι εδώ...»
«Ε, και τι;»
«Αυτή έχει μια κόρη... φοιτήτριά σου», ξεφούρνισε τάχα μαγκωμένα η Άννα.
«Όχι, ρε πούστη, κι εσύ ρουσφέτι;»
«Δε γίνεται, ε;» τα μάζεψε εκείνη αμέσως.
«Τι χρωστάει;»
Η φωνή του ακούστηκε μαγκωμένη. Ζορίστηκε ο φουκαράς. Πρώτη φορά τού ζητούσε χάρη η Άννα και δεν τού πήγαινε η καρδιά να την αποπάρει.
«Τι με ρωτάς, ρε Μιχάλη; Το μάθημά σου χρωστάει, γι᾿ αυτό ήρθα σε σένα. Άλλωστε έχει δώσει το κορίτσι και πήγε καλά».
«Τότε εμένα τι με θες;»
«Έγραψε καλά, αλλά την κόψατε την κακομοίρα. Εγώ σού ζητάω μόνο να ξαναδείς το γραπτό της με προσοχή κι αν δεν αξίζει, μην την περάσεις».
«Κάτσε, ρε Αννούλα, τι νομίζεις δηλαδή; Τα άλλα τα γραπτά πώς τα βλέπω; Αφηρημένος;»
Η Άννα το βούλωσε, γιατί το παρατράβηξε και κόντευε να τον εκνευρίσει τον άνθρωπο. Όμως ο θυμός του δεν κράτησε πολύ.
«Άντε, καλά, πες της να περάσει απ᾿ το γραφείο, μόλις ανοίξει η Σχολή. Είναι καλή τουλάχιστον;» είπε με το κυνηγετικό του χαμόγελο ξανά στα χείλη. Ήταν διάσημος για το κυνήγι φοιτητριών, κόντευε να τού βγει το όνομα στη Σχολή.
«Καλή... για κόρη σου. Για δεκαεφτά χρονών παιδάκι μιλάμε, ρε Νέρωνα. Έχει κερδίσει και χρόνο».
«Ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με τέτοια παιδάκια, Αννούλα μου...»
Η Άννα έβλεπε τη σαρκοβόρα λάμψη στο μούτρο του, τις κόρες διασταλμένες, τα χείλη υγρά. Οραματιζόταν τα θύματα τού επόμενου εξαμήνου, παρατεταγμένα στα θρανία τους να τον περιμένουν να μπει στην αίθουσα. Αχ, η γοητεία τής πρώτης συνάντησης, αυτό το γιγαντιαίο ραντεβού με όλη την τάξη... Αυτός όφειλε να προβάλει απ᾿ την πόρτα ξαφνικά, μακρινός και κοντινός μαζί, δικός σας μα ποτέ ολόκληρος, κούκλες. Εκείνες θα προσπαθούσαν να πνίξουν ένα ομαδικό αααα! υπαγορευμένο μάλλον από την προηγηθείσα φήμη του παρά από τη φυσική του παρουσία. Τα μάτια τους δε θα ᾿βλεπαν ποτέ την πραγματική του εικόνα, τα μαλλιά που αποχαιρετούσαν το κεφάλι του, τα πόδια που έπλεαν αγύμναστα στο ακριβό του τζιν. Θα τον άρπαζαν τυφλά, μόλις διάβαινε το κατώφλι τού αμφιθεάτρου Σαριπόλων και θα τον σήκωναν δέκα πόντους πάνω απ᾿ το έδαφος, θριαμβευτή ενάντια στη βαρύτητα, ενάντια στην απροκάλυπτη εχθρότητα του χρόνου, ενάντια στο θάνατο τελικά. Και στα μάτια αυτά θα θρονιαζόταν για τα καλά, αναμνηστικές δόσεις τρεις φορές την εβδομάδα, για έναν ολόκληρο χρόνο. Τι ωραία που θα ξεχειμώνιαζε μέσα στη ζέστη αυτών των ματιών, βυθισμένος στις δυνατότητες που τού πρόσφεραν υποταγμένα, τις δυνατότητες που ποτέ δε θα εξαντλούσε, γιατί δεν ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Δεν ήθελε να τα πηδήξει. Τι να πηδήξεις από δαύτα, τελείως ψόφια θα είναι στο κρεβάτι. Στα εξήντα άμα βρικολακιάσει κι έχει ανάγκη φρέσκο αίμα ίσως... Τώρα μόνο να θαυμαστεί απροκάλυπτα ήθελε, να ειδωλοποιηθεί, να μπορεί να λέει την κάθε μαλακία που τού ᾿ρχεται και να τον παίρνουν σοβαρά, να παθιάζονται ψάχνοντας για κρυμμένα νοήματα.
Και τ᾿ αγόρια; Να μην ξεχνάμε και τ᾿ αγόρια εδώ είναι το πιο μεθυστικό σημείο τής ιστορίας. Αυτά τα υπέροχα στιβαρά κορμιά, τούτοι οι άντρες-παιδιά, κατά τις στατιστικές στο άνθος των σεξουαλικών τους επιδόσεων, μουδιασμένοι κι αυτοί από το δηλητήριό του, νικημένοι πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ο απροκάλυπτα πουλημένος αγώνας. Πότε άλλοτε, σε ποια φανταστική ζωή, σε ποιο ανδρικό παράδεισο θα μπορούσε να βάλει κάτω τόσα αρσενικά μαζί, τόσα νεότερα, ωραιότερα, δυνατότερα αρσενικά, χωρίς να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι;
Η Άννα πρόσεξε ότι την κοιτούσε περίεργα. Ο άνθρωπος δε διάβαζε τις σκέψεις της, απλώς απορούσε. Γιατί τον κοίταζε σαν αναστημένο τυρανόσαυρο τόση ώρα; Είπε τίποτα περίεργο;
«Μού βάζεις λίγη πορτοκαλαδίτσα ακόμα, ρε Μιχάλη... Έχω σκάσει απ᾿ τη δίψα». Κι ενώ εκείνος ξανασηκωνόταν πρόθυμα, αποφάσισε να μπει στο ψητό. «Με τσακίζει αυτή η ζέστη... Ξέρεις πού θα ᾿ θελα να είμαι τώρα; Λονδινάκι... Να ᾿μουν αραχτή σε κάνα δασάκι στο Hamstead και να ταΐζω τούς σκίουρους φιστίκια».
«Μετά από μια παραγωγική μέρα στου “Harrods” φυσικά...» μπήκε αμέσως στο κόλπο αυτός. «Θα ᾿πεφτες και στις εκπτώσεις, τυχερούλα». Τής έδωσε το ξαναγεμισμένο ποτήρι. «Πάρε τώρα αυτό. Με αγάπη από την Αθήνα».
«Αφού κάθομαι και χαζεύω τα άλμπουμ απ᾿ τα ταξίδια μας, τέτοια ψύχωση μ᾿ έχει πιάσει».
Όσο μιλούσε, σηκώθηκε και πλησίασε τη βιβλιοθήκη του. Από κει που καθόταν διέκρινε κάτι που έμοιαζε με άλμπουμ και δεν ήθελε να χάσει χρόνο.
«Δεν είναι τίποτα. Το επόμενο στάδιο να φοβάσαι. Άμα αρχίσεις να συχνάζεις στο μπαρ τού ανατολικού αερολιμένα για καφέ...»
Η Άννα είχε πλευρίσει τα άλμπουμ κι ετοιμαζόταν ν᾿ απλώσει χέρι, λέγοντας ταυτόχρονα, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Φωτογραφίες έχουν αυτά, ε; Να χαζέψω λιγάκι να παρηγορηθώ;»
Ο Μιχάλης σήκωσε τούς ώμους. Την άφησε να ξεφυλλίσει και πήγε να φτιάξει έναν καφέ παραξενεμένος για την ξαφνική αδιακρισία της, αλλά όχι και τόσο. Στο κάτω κάτω έτσι είναι οι γυναίκες, ρε φίλε, τι να κάνουμε τώρα, χώνουν τη μούρη τους παντού: στη ζωή σου, στο πορτοφόλι σου, στις φωτογραφίες σου...
Η Άννα πάλι ευχόταν να τραβήξει σε μάκρος αυτός ο φραπέ, να μην ξεκολλάνε τα παγάκια απ᾿ τη θήκη τους, να μη γυρίσει και τη δει να ξεφυλλίζει με τρελή μανία τα άλμπουμ, να πηδάει εκνευρισμένη τις σελίδες με τα αθώα παιδικά του χρόνια, ν᾿ αδιαφορεί για τα φοιτητικά του σκανδαλάκια, να γλιστράει πάνω από τα χρόνια των μεταπτυχιακών του σπουδών στη Γερμανία και να πλησιάζει τρεμάμενη στο 1994 όπου κατοικούσε ο εφιάλτης της, το ταξίδι στο Λονδίνο. Διακοπές στη Σαντορίνη, όχι, τα γενέθλιά του στο City, όχι, όχι, πού είναι το Λονδίνο, δεν έβγαλε καμιά φωτογραφία στο Λονδίνο; Ασφαλώς και. έβγαλε, τι συνεπής νάρκισσος θα ήταν. Να τος... Εδώ τον έχουμε...
Η Άννα χαλάρωσε και κοίταξε με προσοχή τα ευρήματά της, ακούγοντας τα παγάκια του να βροντοχτυπιούνται στο σέικερ. Ο Μιχάλης με μια γιαπωνέζα και έναν απροσδιόριστο δυτικό προφέσορα έξω από το ξενοδοχείο «Diplomat» με τα καρτελάκια τους στο πέτο, σαν αδελφές νοσοκόμες. Ο Μιχάλης με τον Βασίλη και τρεις άλλους κάθονται στη δεύτερη σειρά τής αίθουσας συνεδρίων. Μάλλον διάλειμμα, γιατί μιλάνε σκυμμένοι μπροστά. Ο Μιχάλης, ο Βασίλης και μια όμορφη, ψηλόλιγνη γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, τραβηγμένα σε αλογοουρά, στα σκαλοπάτια τού Βρετανικού Μουσείου! Τα δυο αγόρια πιασμένα αγκαζέ πολύ σφιχτά και παιχνιδιάρικα, κι εκείνη στο πάνω σκαλοπάτι κοιτούσε με αφ᾿ υψηλού συγκατάβαση τα φιλαράκια. Έτσι είναι τα φιλαράκια... Μαζί σε χαρές και σε λύπες, μαζί στους γάμους, μαζί και στα κερατώματα.
«Ποια είναι αυτή, ρε Μιχάλη; Κάπου την ξέρω και δε μού ᾿ρχεται. Ήταν συμφοιτήτριά μας;»
Το δεξί της χέρι έβαζε τώρα το άλμπουμ κάτω από τη μούρη του, ενώ τα μάτια της κατέγραφαν λεπτομερώς τις αντιδράσεις. Έλα, Μιχαλάκη, πες κάτι γρήγορα.
«Όχι, ρε, τι συμφοιτήτριά μας, πώς σού ᾿ρθε;»
Ρε, την παλιοσουπιά πώς ξεγλιστράει.
«Τότε ποια είναι;»
Ξύνει το πιγούνι του, σκέφτεται τάχα, ζορίζεται το μωρό μου.
«Ξέρω γω; Μια τύπα που ήταν στο συνέδριο... Ήρθε μαζί μας στο μουσείο, τής προσκολλήσεως. Ρε συ, ξέχασα να σού βάλω πάγο. Θες κανένα παγάκι;»
Όχι, γλυκέ μου, δε θέλω πάγο. Να μιλήσεις θέλω.
Ελληνίς ή αλλοδαπή; Καλά, φοβερό το κόκκινο μαλλί ...»
«Ελληνίδα είναι. Μ᾿ έναν καλό κομμωτή κι εγώ θα έμοιαζα με Ιρλανδό».
Έλα τώρα, Μιχαλάκη, μην το γυρίσουμε στα χρωμοσαμπουάν...
«Ποινικολόγος, ε;»
Εδώ άρχισε να ενοχλείται για τα καλά. Τον έζωσαν τα μαύρα φίδια. Αυτό ξεπερνούσε τα όρια τής τυχαίας περιέργειας. Η Άννα το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε ν᾿ αποφύγει την κρίσιμη ερώτηση.
«Δε νομίζω. Κάποιον συνόδευε μάλλον. Τούς συναδέλφους τούς ξέρω όλους».
Δηλαδή τώρα τι μάς λέει; Ότι θα έβλεπε αυτός την άγνωστη γκομενάρα να περιφέρεται στο συνέδριο και δε θα ρωτούσε το ιστορικό της;
Τής άρπαξε το άλμπουμ απ᾿ τα χέρια, γύρισε νευρικά τρεις σελίδες, βρήκε μια φωτογραφία του στη Νέα Υόρκη και τής την έχωσε στα μούτρα με απεγνωσμένη βιασύνη.
«Αυτήν εδώ την είδες; Μιλάμε για χλιδάτη ζωή, όχι αηδίες...»
Παναγίτσα μου, τι κακός ηθοποιός ήταν! Το χέρι του έτρεμε πάνω σε μια ελεεινή φωτογραφία του στο εσωτερικό τού καρακιτσάτου ουρανοξύστη τού Tramp και τής Ιβάνας. Καταρράκτες, φωτάκια, πλαστικά φυτά, σαν εφιάλτης από τη Δυναστεία. Αλλά τι να κάνει; Αυτή τη φωτογραφία βρήκε μπροστά του, αυτήν τής έδειχνε.
«Μπα, σ᾿ τη χαρίζω τη Νέα Υόρκη. Χίλιες φορές Λονδίνο».
Το είπε μόνο για να διασκεδάσει με την παράταση τής αγωνίας του. Δεν είχε σκοπό να συνεχίσει. Από δω και πέρα θα ήταν σκέτη χασούρα. Δεν ήταν και χαζός ο άνθρωπος, κοτζάμ ποινικολόγος. Άλλο μαλάκας, άλλο χαζός.
«Ποπό, άργησα, ρε γαμώτο. Για ρουσφέτι ξεκίνησα και στο Μανχάταν κατέληξα...»
Την ξεπροβόδισε πανευτυχής. Γιατί τώρα τελευταία όλοι την αποχαιρετούσαν με αναστεναγμούς ανακούφισης; Με φοβούνται; Είναι γραμμένο στο μέτωπό μου: ΠΡΟΣΟΧΉ, ΣΑΛΤΑΡΙΣΜΈΝΗ; Ή μήπως είναι επειδή για πρώτη φορά τούς πιέζω, εγώ η μις καλόβολη, η βαρόνη Σταφ των μικροαστών, τούς φέρνω σε δύσκολη θέση, απαιτώ κι εγώ κάτι απ᾿ αυτούς; Δεν είχε και τόση σημασία. Ό,τι ήθελε να μάθει, το έμαθε. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μια τυχαία γνωριμία στο συνέδριο, δεν ήταν ποινικολόγος ούτε σύζυγος ποινικολόγου. Η γυναίκα αυτή συνόδευε τον Βασίλη. Για να μη σού πω ότι ήταν καταχωρημένη στη λίστα «σύζυγοι- παιδιά», δίπλα στο όνομα Β. Νeofotistou.
Στο ασανσέρ τής ήρθε η φοβερή ιδέα. Γέλασε στον καθρέφτη, πατώντας πάλι το κουμπί για τον τέταρτο. Μανούλα, είχες άδικο να λες ότι δεν τα παίρνω. Εδώ αποδεικνύεται πανηγυρικά ότι έχω φλέβα. Βγήκε αθόρυβα κι έφτασε μπροστά στην κλειστή πόρτα τού Μιχάλη σαν κλέφτρα. Μετά κόλλησε το αυτί της στο ξύλο και περίμενε. Φυσικά, μιλούσε στο τηλέφωνο. Φυσικά, μιλούσε στον Βασίλη. Μόνο που δεν μπορούσε να τ᾿ ακούσει όλα. Κάτι «Μαλάκα, πρόσεχε», έπιασε κι έπειτα: «Πότε θα ξεμπερδέψεις απ᾿ τη δίκη... Την τηλεόραση φοβάμαι... Δεν είναι να μυριστούν σόου τα κοράκια, θα σάς πάρουν από πίσω. Το ξέρω ότι δεν είναι η μεγάλη υπόθεση, αλλά αν δεν έχουν τίποτα πιο ζουμερό θα σάς παραλάβουν, σ᾿ το λέω...»
Άρα τα δύο πρόσωπα συνδέονται, καλά το είχε καταλάβει. Αλλιώς γιατί να μπερδέψει ο Μιχάλης τη δίκη με αφορμή το Λονδίνο. Αυτό που έμενε να μάθει ακόμα, ήταν πώς ακριβώς συνδέονται. Και γιατί φοβόταν την τηλεόραση.
Βγήκε στο δρόμο τρομαγμένη από την άγρια χαρά με την οποία σχημάτιζε το παζλ τής εξαθλίωσής της. Την παράλογη χαρά. Ήταν σαν να ᾿χαν ξεκινήσει μια κούρσα θανάτου αυτή και ο Βασίλης, κι εκείνη τον κέρδιζε κλέβοντας, για να φτάσει πρώτη στο τέρμα. Όμως στο τέρμα ήταν ο γκρεμός και ο νικητής απλώς θα έπεφτε πρώτος.
Η ερώτησή της έμελλε ν᾿ απαντηθεί πολύ σύντομα. Ο Κυριακίδης αποδείχτηκε τσάκαλος αυτή τη φορά. Κατάλαβε ότι δε θα ᾿παιρνε τα υπόλοιπα φράγκα, αν δεν κουνιόταν γρήγορα. Η πελάτισσα δεν κρατιόταν με τίποτα. Ας τον πλήρωνε για τη δουλειά κι ας τον πετσόκοβε το δικό της με την ησυχία της μετά. Δεν είμαστε και κοινωνικοί λειτουργοί. Αυτός τη δουλειά του έκανε. Πρώτον καλωδίωσε το τηλέφωνο τής γκόμενας. Έξι κασέτες η σοδειά. Έχει και σκαρταδούρα, αλλά έχει και κάτι λαυράκια... Τ᾿ ακούς και φτιάχνεσαι, που λέει ο λόγος. Το δουλεύει καλά το μαγαζί η καριολίτσα... Έπειτα έτρεξε στο «Ίδρυμα Τύπου» και φωτοτύπησε όλες τις εφημερίδες που έκαναν το Δεκέμβριο ρεπορτάζ για το έγκλημα. Ε, ρε, τι χάνεις, άμα δε διαβάζεις τις κίτρινες φυλλάδες. Φοβερό βυζί η γκόμενα, πού τη βρήκαν τη φωτογραφία της με τόπλες τα κοράκια; Πάντως κι εγώ θα έριχνα καμιά μπαλωθιά γι᾿ αυτό το βυζί. Στον αέρα όμως, όχι να μάς πάνε και μέσα... Να μάθει η μαντάμ να μην κουνάει την ουρά της. Τα έσκασε χοντρά, την έκανε φίρμα ο άνθρωπος και μετά τον έφτυσε. Τι λε, ρε τσουλάκι, σοβαρά; Θεατρίνα δεν είσαι, τι περιμένεις, μπέσα; Πάντως τής πήγαινε καλύτερα το κόκκινο μαλλί. Φωτιά και λαύρα, ασυνήθιστο. Τι μανία τις πιάνει τις γκόμενες να τ᾿ αλλάζουν κάθε τόσο. Άσ᾿ τα, τα μαλλάκια σου ήσυχα, κυρά μου, να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας... Πρέπει δηλαδή να μπερδέψουμε τα μπούτια μας τελείως;
Και καλά το μαλλί... Το μάτι πώς το ᾿κανε γαλανό, ρε πούστη;
Η Άννα πήρε το κλειδί από τη ρεσεψιόν τού «Χίλτον» και προχώρησε προς τα ασανσέρ προσέχοντας να μην τη δει κανένα μάτι. Πάτησε το 5 και περίμενε με απίστευτη γαλήνη να μεταφερθεί πέντε ορόφους πιο πάνω, στο δωμάτιο 512, στο δωμάτιο που χρόνια μετά απ᾿ αυτήν, χιλιάδες βαλίτσες μετά, χιλιάδες αλλαγές ταπετσαρίας μετά, θα ανέδιδε τη μακάβρια μυρωδιά τού τρόμου της σε ανύποπτους γιαπωνέζους. Το δωμάτιο 512. Ένα κρεβάτι με πορτοκαλί κάλυμμα, μια μαύρη σακούλα πάνω στο κρεβάτι, δεκάδες αποκόμματα εφημερίδων μέσα στη σακούλα, έξι κασέτες μέσα στη σακούλα, μια γυναίκα πάνω στη σακούλα, απολύτως τίποτα μέσα στην ψυχή τής γυναίκας, μια αγωνία ίσως, όπως όταν πεθαίνεις και αναρωτιέσαι τι θα γίνει μετά.
Όταν ο Κυριακίδης τής παρέδωσε τη μαύρη σακούλα, περήφανος που κρατούσε ακόμα — τα ξετρύπωνε τα λαυράκια σαν κυνηγόσκυλο — που μπορούσε ακόμα να καταστρέφει τις ζωές των ανθρώπων, ούτε ρώτησε τι είχε μέσα. Το έβλεπες απ᾿ το ύφος του ότι τα είχε όλα. Είχε πιο πολλά απ᾿ όσα έπρεπε. Πιο πολλά απ᾿ όσα μπορείς ν᾿ αντέξεις Αύγουστο, ώρα έντεκα και είκοσι πέντε το πρωί. Τού έδωσε λοιπόν τα υπόλοιπα λεφτά του και το ᾿βαλε στα πόδια.
«Έι, πού πας;» τη ρώτησε έκπληκτος. «Δε θα το συζητήσουμε το θέμα;»
Με σένα; ήθελε να τού πει, είδες ποτέ κανένα πτώμα να το συζητάει με το νεκροθάφτη του;
Τότε αποφάσισε για το ξενοδοχείο. Το Πόρτο Ράφτη ήταν κινούμενη άμμος, γεμάτη από δεκαπεντάχρονα εξαγριωμένα από τις ορμόνες που αλώνιζαν κυριολεκτικά στα σωματάκια τους. Ένας φίλος τού Χάρη και δυο φίλες τής Κατερίνας είχαν στριμωχτεί σε δυο δωμάτια από χτες και σχολίαζαν ακατάπαυστα την ανύπαρκτη ζωή τους. Τέτοια στοματική δραστηριότητα μαζεμένη είχε χρόνια να δει η Άννα. Χιλιάδες εμπαθείς λέξεις έβγαιναν απ᾿ τα στόματά τους. Πώς θα θυμόσαστε αυτό το καλοκαίρι είκοσι χρόνια μετά; αναρωτήθηκε με ξαφνική τρυφερότητα και αποφάσισε ν᾿ απομακρυνθεί απ᾿ το σπίτι. Δεν ήθελε να τούς βρωμίσει τη μελλοντική τους ανάμνηση.
Η νεοαποκτηθείσα γνώση, ότι κανένας δεν την πολυχρειαζόταν πια σ᾿ αυτό το σπίτι, την ανακούφιζε. Γέμισε το ψυγείο παγωτά, αναψυκτικά, φρούτα, τυριά κι έτοιμα κοτόπουλα. Είπε στους διπλανούς ότι κάτι σοβαρό συνέβη, και τούς ζήτησε να επιβλέπουν τα παιδιά. Είπε στον Βασίλη, από το τηλέφωνο φυσικά, ότι κάτι έτυχε στη μάνα της και θα πάει να μείνει μαζί της για λίγο, να προσέχει εκείνος τα παιδιά.
«Εγώ;» παραξενεύτηκε, λες και τού ζήτησαν να ταΐσει μωρό κοάλα σε θερμοκοιτίδα.
«Εσύ», τού απάντησε εκείνη κοφτά. «Ποιος περιμένεις να φροντίσει τα παιδιά σου; Οι γείτονες;»
Ενημέρωσε τη μάνα της ότι θα βρίσκεται στο «Χίλτον» και ότι τη χρησιμοποίησε για άλλοθι. Αν τη ζητήσουν στο τηλέφωνο, έχει πεταχτεί κάπου. Αν τη ρωτήσουν τι έχει, να πει πονοκεφάλους και πως φοβάται μην τής έρθει κανένα εγκεφαλικό.
«Α, που να φας τη γλώσσα σου, πουλάκι μου», κακάρισε η Μάνια από την άλλη άκρη τού τηλεφώνου. «Και δε μού λες... καλός;»
Αυτό το καλός ήταν καρυκευμένο με όλα τα απαγορευμένα αφροδισιακά μαντζούνια τού κόσμου. Τι τής λες τώρα ;
«Τι καλός, ρε μαμά, δεν πρόκειται περί αυτού».
Και περί ποίου πρόκειται τότε, αφού δεν πρόκειται περί αυτού;» Η φωνή της τελείως απαρηγόρητη πλέον. Έχασε ακόμη μια ευκαιρία να ξεφαντώσει μέσω τρίτου.
«Δεν μπορώ να σού πω τώρα, θα σού τηλεφωνήσω κάποια στιγμή».
«Α, Αννούλα, δεν είσαι εντάξει... Αν δε μού πεις, δεν κλείνω, σ᾿ το λέω».
Τώρα έπαιζε. Ήθελε κανένα αλμυρό σχολιάκι, κανένα ορεκτικούλι, για ν᾿ αρχίσει τη μέρα της ευχάριστα. Δεν μπορεί κάποιο λάκκο θα ᾿χει αυτή η φάβα...
«Μαμά, σύνελθε! Δεν είμαι καλά, δε μ᾿ ακούς; Τι θες τώρα;»
Η Άννα τής έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να κάνει άλλη ερώτηση. Τουλάχιστον ήταν σίγουρη ότι θα τα μπάλωνε, αν τη ρωτούσαν κάτι. Η Μάνια ήταν διπλωματούχος στην παραπλάνηση.
Έτσι η Άννα βρέθηκε μόνη, απαλλαγμένη απ᾿ όλα, απ᾿ όλους, στο κέντρο τής Αθήνας, στο δωμάτιο 512 τού «Χίλτον». Ένα φωτεινό μοναστικό κελί με κλιματιστικό και ταχύτατο room service. Πάνω στο κρεβάτι μια μαύρη σακούλα την περίμενε κι εκείνη δεν τολμούσε ούτε να την ακουμπήσει. Σαν κάποιο αρχαίο εγκεφαλικό της κύτταρο να θυμόταν ακόμα τις συμφορές που τράβηξε πάνω του αυτός που άνοιξε το κουτί τής Πανδώρας.
ΝΕΑΡΉ ΗΘΟΠΟΙΌΣ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ
ΤΗΝ ΠΥΡΟΒΌΛΗΣΕ ΣΤΑ ΠΌΔΙΑ Ο ΕΡΑΣΤΉΣ ΤΗΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΦΎΓΕΙ
«Έθνος», 15.4
Η ερωτική απελπισία κόντεψε να οδηγήσει στο έγκλημα τον 49χρονο επιχειρηματία Α. Θωμόπουλο χτες το απόγευμα στην Καστέλα. Η ώρα ήταν περίπου έξι, όταν οι κάτοικοι τής οδού Λουκά Ράλλη στην Καστέλα αναστατώθηκαν από τις φωνές τής Μαργαρίτας Χρούση. Ο εδώ και τέσσερα χρόνια εραστής της είχε μόλις πυροβολήσει δυο φορές στα πόδια την 32χρονη ηθοποιό τού θεάτρου και τής τηλεόρασης. Λίγα λεπτά μετά, ο Θωμόπουλος σε έξαλλη κατάσταση βγήκε στους δρόμους και διαβεβαίωνε τούς έκπληκτους γείτονες ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα. Όταν αργότερα συνειδητοποίησε τι έκανε, προσπάθησε να το βάλει στα πόδια, αλλά συνελήφθη από το διοικητή τού 4ου αστυνομικού τμήματος Καστέλας Ευάγγελο Καραχάλιο και τον αστυνομικό Σ. Τσαλαχούρη. Οι γείτονες περιγράφουν το δράστη — παντρεμένο αλλά εν διαστάσει και πατέρα δύο παιδιών— ως άνθρωπο που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα. Ζούσε στην περιοχή εδώ και τέσσερα χρόνια με το θύμα. Πρόσφατα όμως η Χρούση τού ζήτησε να χωρίσουν και εγκατέλειψε την κοινή τους κατοικία, γεγονός που έφερε σε απελπισία το δράστη. Η νεαρή ηθοποιός δεν έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους κατά την είσοδό της στον Ευαγγελισμό.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ «ΜΆΔΗΣΕ» ΤΟ ΛΕΦΤΆ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΆΤΗΣΕ
«Λοιπόν» 17.4
Αχ, Μαργαρίτα... Πώς τού την έφερες έτσι τού φουκαρά τού Θωμόπουλου... Για να θυμίσουμε σε όσους ξέρουν και να ενημερώσουμε όσους δεν ξέρουν, ο καλός επιχειρηματίας ανακάλυψε τη Χρούση σε πρωτοποριακό δήθεν θίασο ξέρετε τώρα, απ᾿ αυτούς που κυνηγάνε με το τουφέκι τούς θεατές και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Και τι δεν έκανε για κείνην από τότε... Άφησε τη γυναίκα του και τα παιδάκια του στα κρύα τού λουτρού, τής βρήκε θέατρο στην εμπορική πιάτσα, την επέβαλε στο θίασο, τής εξασφάλισε σίριαλ στον Αντένα (ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει η Χριστίνα Πασά, που τής έφαγε το ρόλο μπαμπέσικα παρά τη στενή, όπως λένε οι κακές γλώσσες, γνωριμία της με τον Μίνω), την έκανε άνθρωπο με λίγα λόγια. Γιατί με τα υπόγεια και την κουλτούρα δεν αγοράζονται τα «Αρμάνι», αγάπη μου, και σένα τα τραβάει ο οργανισμός σου... Άλλο που μόλις γέμισε η ντουλάπα και το θέατρο, πού την είδατε, πού την απαντήσατε τη Μαργαρίτα... Πού να το ᾿ξερε ο Θωμόπουλος, την ώρα που τη «σπίτωνε» στη βίλα τής Καστέλας, ότι αντί να βγει νυφούλα, θα τη βγάζανε τέσσερις απ᾿ αυτήν. Τέλος πάντων, εμάς λόγος δε μάς πέφτει, αλλά το σωστό το λέμε, Μαργαρίτα. Δεν τού φέρθηκες ντόμπρα τού ανθρώπου, γι᾿ αυτό άσε τις μηνύσεις, γιατί θα γελάσουμε πολύ.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΜΕΤΆ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΟ
ΣΤΗ ΜΉΔΕΙΑ ΤΟΎ ΒΟΥΤΥΡΆ
«Νέα» 5.6
Ο Αντρέας Βουτυτυράς μετά από τρεις μήνες αναζήτησης φαίνεται ότι βρήκε την ιδανική Μήδεια. Όπως μάς πληροφορούν οι πηγές μας, η Μαργαρίτα Χρούση, η νεαρή ηθοποιός που δέχτηκε προ μηνός δυο σφαίρες στο πόδι από τον ζηλότυπο και ευτυχώς άστοχο εραστή της, απέδειξε ότι μπορεί να εμπνεύσει ορμητικά συναισθήματα στη ζωή όπως και στην τέχνη. Ο θίασος θ᾿ αρχίσει σύντομα εντατικές πρόβες και αναμένεται να εντυπωσιάσει το κοινό τού Φεστιβάλ Αθηνών τον Αύγουστο.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΚΑΤΕΘΕΣΕ ΑΓΩΓΗ
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΎ Α. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Ελευθεροτυπία» 7.5
Η καλή ηθοποιός επισφράγισε το δράμα που ξετυλίχτηκε στην Καστέλα φέροντας την πολύκροτη υπόθεση τού τραυματισμού της στα ελληνικά δικαστήρια. Ο επιχειρηματίας Α. Θωμόπουλος κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ενώ η υπεράσπισή του, κατά πληροφορίες, θα προβάλει το ελαφρυντικό τής μέτριας συγχύσεως — ο δράστης είχε καταναλώσει σημαντικές ποσότητες αλκοολούχων ποτών πριν από την απόπειρα και τού προτέρου εντίμου βίου. Το ενδιαφέρον σημείο τής όλης υπόθεσης είναι ότι οι φήμες φέρουν την εν διαστάσει σύζυγο τού Θωμόπουλου να τού συμπαρίσταται ενεργά και να καταθέτει ως μάρτυς υπεράσπισής του ενώπιον τού δικαστηρίου.
ΚΑΣΕΤΑ ΧΡΟΥΣΗ (ΟΙΚΙΑ) Νο 3
(Παράσιτα).
«Έλα... Σε ξύπνησα;»
(Χασμουρητό) «Μμμμμ...»
«Έλα τώρα, που κάνεις και τη δύσκολη... Αφού ήθελες να μ᾿ ακούσεις, δεν ήθελες;»
«Μμμμμ...»
«Είναι πεσμένο το μωρό μου ή μού φαίνεται;»
«Σού φαίνεται...»
«Νυσταγμένο τότε;»
«Ούτε...»
«Για να δούμε... Πεινασμένο;»
(Γέλια) «Το βρήκες! Αυτό είναι. Πεινασμένο. Και δεν υπάρχει κανένας να τού φέρει ένα κρουασανάκι στο κρεβάτι...»
«Ε, όχι και κανένας... Εγώ πάλι ξέρω ένα καλό παιδί, που είναι έτοιμο να σού φέρει κρουασανάκι...»
«Ναι, αλλά πότε; Εγώ τώρα πεινάω...»
«Τώρα θα σ᾿ το φέρει, ρε χαζό...»
«Τότε θα κάτσω ήσυχη ήσυχη στο κρεβατάκι μου και θα το περιμένω...»
«Ο.Κ. Έφτασε!»
«Ο.Κ. Σοκολάτα, έτσι;»
«Πάλι σοκολάτα, βρε άταχτο;»
«Να μού κάνεις τη χάρη. Δε δικαιούμαι σαν παιδί κι εγώ ν᾿ αμαρτήσω;»
«Αμάρτησε, γλυκιά μου, ελεύθερα... Άλλωστε εμένα με συμφέρει...»
«Γιατί;»
«Γιατί ψοφάω γι᾿ αμαρτωλές...»
«Α, μπα;»
«Μάλιστα. Μη με απασχολείς άλλο όμως, γιατί θα κρυώσει το κρουασανάκι σου και θα φωνάζεις...»
«Κοίταξε τον, που θα με βγάλει και στρίγκλα...» «Ε, δεν είσαι λιγάκι; Λιγάκι, τοσοδά δηλαδή...» «Πόσο;»
«Θα σού δείξω από κοντά».
«Δε μού λες, δεν έχεις δουλειά;»
«Αν έχω λέει...»
«Τότε πώς θα μού φέρεις κρουασανάκι;»
«Τι σε νοιάζει εσένα; Θα κάνω τα μαγικά μου κόλπα».
Η Άννα άρπαξε το κασετοφωνάκι και πάλεψε στα τυφλά με τα κουμπιά του, μέχρι να το κλείσει. Μετά άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στην πισίνα και το εκσφενδόνισε από ψηλά με μια θριαμβευτική κίνηση. Το μηχάνημα άστραψε για μια στιγμή στον ήλιο και προσγειώθηκε με μαθηματική ακρίβεια στον πάτο τής τιρκουάζ κηλίδας. Τότε η Άννα στράφηκε στις υπόλοιπες κασέτες, που την περίμεναν σαν νάρκες στο κρεβάτι. Με ένα στυλό άρχισε να τις ξετυλίγει, να τις τραβάει, να τις πατάει μία μία, καταστρέφοντάς τες με μεθοδική απελπισία πριν την καταστρέψουν. Όταν όλες βρέθηκαν με τα σπλάχνα χυμένα στο πάτωμα, στράφηκε στα αποκόμματα. Τα μάζεψε από τις γωνιές που είχαν σκορπιστεί και έβγαλε όσα είχαν απομείνει στη μαύρη σακούλα. Τα στρίμωξε στο μεταλλικό καλάθι των αχρήστων και μ᾿ ένα σπίρτο τούς έβαλε φωτιά. Να καούν. Να καούν οι βρωμιές. Να .. καούν οι λέξεις που την έσερναν αλυσοδεμένη στα σκοτάδια ενός άλλου κόσμου. Να εξαγνιστεί η ψυχή της.
Η φλόγα φούντωσε και για μια στιγμή απείλησε τη συνθετική κουρτίνα. Η Άννα τρομαγμένη κλότσησε το μεταλλικό καλάθι που αναποδογύρισε και έσπειρε φλογισμένα χαρτάκια σε όλη τη μοκέτα. Κρύος ιδρώτας την έλουσε κι άρχισε να πατάει με λύσσα τα επικίνδυνα χαρτιά που ολοένα τής ξέφευγαν. Έτρεξε στο μπάνιο και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Όταν το σκόρπισε στη μοκέτα, είδε πως η κάπνα απλώθηκε περισσότερο. Η φωτιά είχε σβήσει, μα η κάπνα ήταν πάντα εκεί, χειρότερη ακόμα, πιο επίμονη. Τίποτα δε θα έβγαζε την αηδιαστική βρώμα τής κάπνας απ᾿ αυτή τη μοκέτα.
Η Άννα έψαξε στα τυφλά την τσάντα της κι έβγαλε ένα μπουκαλάκι. Άνοιξε το καπάκι του και το αναποδογύρισε στην παλάμη της. Κίτρινο και κόκκινο. Ο αγαπημένος της συνδυασμός. Κίτρινο και κόκκινο. Γιατί τής άρεσε τόσο πολύ; Πήρε ένα και το ᾿βαλε βαθιά μέσα στο στόμα της, όπως θα ᾿βάζε ένα πληγωμένο πουλί ξανά στη φωλιά του. Στη συνέχεια, το κατάπιε χωρίς νερό. Ύστερα πήρε ένα ακόμα. Το κατάπιε κι αυτό. Κίτρινο και κόκκινο. Υπέροχο φωτεινό κόκκινο και εκτυφλωτικό κίτρινο. Τώρα χρειάστηκε λίγο νερό. Ξάπλωσε αργά πάνω απ᾿ τα σκεπάσματα. Κίτρινο και κόκκινο, σκεφτόταν τη στιγμή που τα χέρια τού ύπνου την τραβούσαν έξω απ᾿ τον εαυτό της. Κόκκινο για τον έρωτά του και κίτρινο για τη ζήλια της.
ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
I
ΦΘΟΝΟΣ
Δαγκώνετε το δόλωμα όμως
κι έτσι στ᾿ αγκίστρι σάς τραβά ο εχθρός ο αρχαίος
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, άσμα XIV
Άννα
Άκουγα τα χτυπήματα μια να βροντάνε δίπλα στο τύμπανό μου και μια ν᾿ αποσύρονται μακριά. Έπειτα έρχονταν φωνές. Πολλές φωνές. Άγνωστες. Κάτι προσπαθούσαν να πουν, αλλά δε μιλούσαν στη γλώσσα μου. Φωνές που ορθώνονταν μπροστά μου, κάθε που ξαναπροσπαθούσα να επιστρέφω στο τίποτα. Ύστερα κάποιος με άρπαξε απ᾿ το χέρι και με τράνταζε. «Άννα, Άννα», έλεγε μια φωνή πιο κοντινή απ᾿ τις άλλες, και πιο χρωματιστή, πιο οικεία. «Άννα», έλεγε, «παιδί μου».
Παιδί μου; Τι ανακούφιση... Φαίνεται ότι ήμουν κι εγώ παιδί κάποιου. Αυτός θα ᾿ρχόταν και θα έσπρωχνε όλες τις σκιές έξω. Θα μ᾿ έκλεβε από δω μέσα κι απ᾿ τη ζωή μου και θα με πήγαινε πίσω στο κρεβάτι, μέσα στο πάπλωμά μου ζεστά. Χαμογέλασα. Τι τύχη να είσαι το παιδί κάποιου. Εκείνος τώρα θ᾿ αναλάβει κι εγώ κουκουλωμένη θα τον περιμένω για το φιλί τής καληνύχτας.
«Παιδί μου», ξανάπε η φωνή, αλλά τώρα φοβήθηκα. Όχι, όχι δεν ήταν η σωστή φωνή αυτή. Κάποιο λάθος έγινε, τα χείλη μου ψέλλισαν και τα μάτια άνοιξαν για ν᾿ αντικρίσουν ένα τρομαχτικό πρόσωπο κολλημένο στα μούτρα μου. Μάτια μαύρα και στόμα κόκκινο τής φωτιάς. Ζαρωμένο. Μύριζε πούδρα. Μαύρο. Η μάνα μου. Πώς βρέθηκε δω η μάνα μου;
Άνοιξα οριστικά τα μάτια, για ν᾿ αντιμετωπίσω το νέο μου εφιάλτη. Η μάνα μου απέναντι με κοιτούσε κατάπληκτη ανάμεσα σε μια καμαριέρα και δυο υπαλλήλους τού ξενοδοχείου με καρτελάκια στο πέτο. Έριξα το βλέμμα στο πάτωμα. Η μάνα μου. Ντυμένη τοὐ κουτιού με τις πέρλες και τα σχετικά μακιγιάζ, εννοείται, η μάνα μου ανέλαβε να με ξυπνήσει και πάλι.
Ένα χέρι με βροντερά βραχιόλια κουδούνισε στ᾿ αυτί μου και μού σήκωσε το πιγούνι ψηλά.
«Τι τρέχει, αγάπη μου; Μάς τρόμαξες».
Την κοίταζα αμίλητη. Κι εγώ τρόμαξα, ήθελα να τής πω. Δεν είσαι μόνη σου σ᾿ αυτό τον κόσμο. Εγώ να δεις πόσο τρόμαξα.
Η Μάνια, με αέρα γυναίκας που μπορεί να χειριστεί ζόρικες καταστάσεις, έκανε ένα νεύμα στους καθηλωμένους υπαλλήλους, που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη σκηνή.
«Μπορείτε να πηγαίνετε. Μη σάς κρατάμε κι εσάς. Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια».
Βγήκαν απ᾿ το δωμάτιο απρόθυμα. Αυτό ήταν αδικία. Μάς βάζουν στο έργο, σκέφτονταν, και μάς βγάζουν λίγο πριν από το τέλος, έτσι για να μείνουμε με την απορία, γαμώτο.
Η Μάνια άκουσε την ιστορία μου σπασμένη σε μικρές, ηττημένες λέξεις, μα δεν πολυκατάλαβε. Τίποτα καινούριο φυσικά. Ποτέ της δε με πολυκατάλαβε εμένα, ένα άχρωμο παιδί που σχεδόν υπνοβατούσα στη ζωή μου. Από μικρή με έβλεπε περισσότερο να παρατηρώ παρά να πράττω.
«Η ζωή είναι θέατρο, αγάπη μου», μού έλεγε συνέχεια, μήπως και μού εντυπωθεί. «Άρπαξε τον πρώτο ρόλο, γιατί θα σ᾿ τον αρπάξει κάποιος άλλος πιο γρήγορος. Γίνε πρωταγωνίστρια. Το έργο έτσι κι αλλιώς κρατάει τόσο λίγο. Δυο πράξεις, άντε τρεις έχεις στη διάθεσή σου. Μετά αυλαία για πάντα. Κατάλαβες;» Σκατά κατάλαβα. Την κοιτούσα μόνο μ᾿ αυτά τα αγελαδίσια μου μάτια και την άκουγα σχεδόν να σκέφτεται:
«Τίποτα να μην έχει πάρει από μένα αυτό το κορίτσι; Ούτε το μάτι μου το τσακίρικο...»
«Και ποιος σού είπε, ψωνάρα, ότι θέλω να γίνω πρωταγωνίστρια;» τής φώναξα μια φορά στα δεκάξι. Σιγά μην κώλωσε από την επαναστατημένη έφηβο.
«Ε, τότε γίνε ταξιθέτρια», μού απάντησε χολωμένη, «και ζήσε με τα φιλοδωρήματα».
Έκτοτε ένιψε τας χείρας της. Το καθήκον της το είχε κάνει. Ό,τι ήταν να πει, το είπε. Άλλο που εγώ δεν καταλάβαινα. Δε θα τα βάλουμε τώρα και με τα γονίδια. Αφού, σού λέει, ο χαρακτήρας μεταφέρεται με το DNA, αν θα είσαι ευέξαπτος, αν θα είσαι στομαχικός, όλα. Ε, για μένα αποφάσισε ότι πήρα ζαβλακωμένο DNA, Παπαδοπουλέικο. Ίδια ο θείος μου ο Νώντας, που τον είχε η Αριάδνη και τον έπαιζε γιο-γιο. Κι ο πατερούλης μου άλλωστε δεν πήγαινε πίσω... Χαλβάς ήταν κι εκείνος, γι᾿ αυτό και τα βρίσκαμε μεταξύ μας.
«Άντε, να σε μαζέψω εγώ εσένα τώρα! Τι μού κάθεσαι στο κρεβάτι σαν αναξιοπαθούσα και κλαψουρίζεις; Χτες γεννήθηκες, χρυσή μου; Τριάντα εφτά χρονών γαϊδούρα, τώρα το έμαθες ότι οι άντρες είναι καθίκια; Ότι κρέμονται απ᾿ το πουλί τους σαν μπούφοι τώρα το πρωτάκουσες; Εγώ τι σού ᾿λεγα ανέκαθεν; Δείξε σε οποιονδήποτε, μα σε οποιονδήποτε, άντρα έναν ωραίο κώλο και θα τον ακολουθήσει σαν σκυλάκι και στο διάολο ακόμα. Τέτοιοι είναι. Τελεία και παύλα και εξαίρεση καμία. Κι όποιος δεν κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε τίποτα στη ζωή του.
»Τώρα γιατί στην ευχή με κοιτάς έτσι; Είπα κάτι το τρομερό; Είπα απλώς ότι βρήκε κι ο άντρας σου έναν ωραίο κώλο και τον πήρε κι αυτός από πίσω. Σιγά το φοβερό γεγονός. A bientôt θα βαρεθεί και θα τον αφήσει να πάει στο καλό. Οπότε μη μού κάθεσαι και κλαις, γιατί θα γίνεις σαν μπαγιάτικη τσιπούρα. Τα χάλια σου τα βλέπεις; Μετά φταίει ο άντρας σου; Κοίτα μαλλί τζίβα, κοίτα φούστα... Τράβα, παιδάκι μου, να κάνεις έναν καθαρισμό προσώπου σε κάποιο ινστιτούτο, βάλε καμιά αμπούλα, λίγο κολαζέν, κόψε αυτό το μαλλί, βάλε πάνω σου κάνα θηλυκό ρουχαλάκι και θα δεις τότε ποιον κώλο θα κοιτάει ο Βασιλάκης... Άντε, και μη με συγχύζεις άλλο αυγουστιάτικα...»
Όταν γύρισα στο σπίτι ήμουν επιτέλους ήρεμη. Κάτι μέσα μου είχε αγγίξει μιαν ανείπωτη αλήθεια και ακαριαία είχε πεθάνει. Έτσι ήμουνα μέσα έξω παγωμένη, αλλά δεν πονούσα πια. Εκείνος ο πυρετός που γυάλιζε τα μάτια μου και πυρπολούσε τις χειρονομίες μου δεν υπήρχε πια. Τώρα και τα λόγια μου μπορούσα να ελέγξω και τα έργα. Ήμουν σαν ένας τρίτος που ρύθμιζε από τα παρασκήνια τις κινήσεις τής μαριονέτας.
Στο σπίτι ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Όλα όπως τα άφησα. Τα παιδιά βόλτα στην παραλία. Ο Βασίλης στο γραφείο. Εγώ περίσσευα. Μπορούσα κάλλιστα να μην εμφανιστώ. Τίποτα δε θα άλλαζε. Ωραία. Καλύτερα. Καλύτερα;
Τότε γιατί τόσα χρόνια πάσχιζα να ξεπαρκάρω γρήγορα και να οδηγήσω σαν παλαβή από τη δουλειά στο σπίτι, λες και θα καιγόταν συθέμελα αν αργούσα λίγο στο φανάρι; Γιατί έκανα μια τρελή διαδρομή από στάσεις στο φούρνο, στο σούπερ μάρκετ, στο καθαριστήριο, στο περίπτερο, να συγκεντρώσω όσα μού είχαν ζητήσει όλοι, να μη λείψει τίποτα, να μην αρχίζουν και τρίζουν τα δοκάρια τού σπιτιού μας, ν᾿ αντισταθούν στη διάβρωση, στη σκουριά τού έξω κόσμου. Και μόλις έβλεπα ένα λεκέ— ο Χάρης έπεσε στα μαθηματικά και τη φυσική αυτό το εξάμηνο— άρχιζα να τον τρίβω με μανία, να τον εξαφανίσω, να μην εξαπλωθεί. Ιδιαίτερα ο Χάρης, παιδοψυχολόγο ο Χάρης, πεντοχίλιαρο και βαθμό ο Χάρης. Οποιοδήποτε κόλπο ήταν καλό, αρκεί να πιάσει. Εκ τού αποτελέσματος πάντα.
Κι έπιασε. Δεκατέσσερα μαθηματικά ο Χάρης. Πάντα έπιανε. Γιατί όχι και τώρα; Τι άλλαξε τώρα; Τα πάντα. Αυτή τη φορά δεν ήταν ένας απλός λεκές. Ήταν πεσμένα τα δοκάρια τού σπιτιού και οι τοίχοι σωριασμένοι και το δικό μου το σώμα παγιδευμένο κάτω απ᾿ τα ερείπια. Ανεπιθύμητο. Άχρηστο. Αόρατο για τούς άλλους. Αόρατο και για μένα. Σαν τη Γουίνυ* στις ευτυχισμένες μέρες, τρελαμένη, θαμμένη απ᾿ το παρελθόν. Χωρίς μερίδιο στο μέλλον. Άλλοι θα το μοιραστούν αυτό. Μια άλλη ράτσα, με αστραφτερά γονίδια, με λάμπον DNA, με νικηφόρα μοίρα.
Άναψα ένα τσιγάρο στο σκοτάδι και κοίταξα μακριά τα φώτα τής παραλίας. Χιλιάδες μικρές λαμπερές κουκκίδες είχαν συνεργαστεί και χάραζαν το σκοτάδι μ᾿ ένα όνομα: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ.
Το βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Όχι όμως ζωντανή. Φαίνεται δεν άντεχα να τη δω ζωντανή. Πήγαινα, λέει, στο περίπτερο να πάρω εφημερίδα. Πλησιάζοντας βλέπω κόσμο μαζεμένο. Τρέχω κι εγώ να δω τι διαβάζουν έγινε πόλεμος, σκέφτηκα, χανόμαστε. Όμως αυτό που αντίκρισα ήταν το πρόσωπο τής Μαργαρίτας πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες. Σε κάποιες γελούσε αινιγματικά, σε άλλες κοίταζε ψηλά και μακριά σαν αυτοκράτειρα. Πανέμορφη. Σού έκοβε την ανάσα. Έσπρωξα κάποιους και πλησίασα το περίπτερο. Αυτό ήταν εξωφρενικό. Ήταν εξώφυλλο σε όλα τα περιοδικά. Άστραφτε σαν προϊόν δοκιμαστικού σωλήνα, το πιο αχνό ροδακινί δέρμα, τα πιο τρυφερά χείλη.
Το πιο τρομερό ήταν ότι τα πορτρέτα αυτά άλλαζαν συνεχώς. Όσο πιο πολύ τα κοιτούσε ο κόσμος, τόσο πιο εκτυφλωτικά γίνονταν. Σαν να ήταν ζωντανές οι φωτογραφίες κι έκλεβαν ενέργεια από τα μάτια των αθώων που έπεσαν στην παγίδα τους. Σε πέντε λεπτά η Μαργαρίτα Χρούση δεν ήταν πια μια ωραία γυναίκα. Ήταν μια απαστράπτουσα θεά, η επόμενη γενιά γυναικών που ερχόταν ολοταχώς από μια εικονική πραγματικότητα, για ν᾿ αχρηστεύσει την προηγούμενη. Μα τι διάολο, δεν το έβλεπαν; Τι κάθονταν όλοι αυτοί μαζί στοιβαγμένοι και κοίταζαν σαν χαζοί, αφήνοντας τις εικόνες να τούς κάνουν αφαίμαξη;
Ξύπνησα τρομαγμένη, που μόνο εγώ έμοιαζα τρομαγμένη.
Το πρωί τα παιδιά με ανάγκασαν να σηκωθώ. Είχαν όρεξη για παιχνίδι. Πήραν λοιπόν φόρα κι έπεσαν σαν οβίδες στο διπλό κρεβάτι κάνοντας «μπουμ, μπουμ» με το στόμα. Εικόνα που ερχόταν από πολύ παλιά.
Άνοιξα τα μάτια και τούς κοίταξα ήσυχα. Δεν αισθανόμουν τίποτα γι᾿ αυτά τα εκκωφαντικά πλάσματα, αλλά αυτό δε με τρόμαζε πλέον. Προσπάθησα μόνο να θυμηθώ τι ακριβώς έκανα άλλοτε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, ώστε να το μιμηθώ. Ήθελα απλώς να τα ξεγελάσω και να τούς ξεφύγω. Δεν έπρεπε να τ᾿ αφήνω πια να αποσπούν την προσοχή μου. Τώρα μού χρειαζόταν όλη η προσοχή που είχα στα αποθέματα μου και δεν είχα αρκετή.
Τα αγκάλιασα με τα δυο μου χέρια, μα γρήγορα τα έσπρωξα διακριτικά πίσω. Όχι, όχι τόσο κοντά. Εκπέμπουν μια ζέστη, μια μυρωδιά, θα με πάνε αλλού, θα με ξανακάνουν τυφλή και κουφή και μητέρα. Εγώ τώρα στηριζόμουν στο ένστικτο τής αυτοσυντήρησης. Εσύ να σωθείς, μοὐ έλεγε, εσύ πρώτα. Τώρα είσαι γυναίκα. Όχι. Δεν είσαι γυναίκα. Μάλλον δεν υπήρξες ποτέ. Αλλά γιατί; Να δεις και να καταλάβεις γιατί. Είναι μεγάλη ανάγκη να συγκρίνεις τον μικρό, χλομό, ανεπαρκή εαυτό σου με μιαν αληθινή γυναίκα. Τη Μαργαρίτα, ασφαλώς τη Μαργαρίτα.
Για πρώτη φορά είπα «Μαργαρίτα» και δεν τρελάθηκα όταν σχημάτισε το μυαλό μου αυτό το όνομα. Ούτε θύμωσα. Μια πείνα μόνο, ένας σπασμός στο στομάχι, μια μπόρα αδρεναλίνης που ρωτούσε: Πότε θα τη δω; Πρέπει να τη δω από κοντά, πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση αναπνοής, να δω τα αστραφτερά της δόντια, τα ρόδινα ούλα, τούς αστραγάλους, πρέπει να δω τα εσώρουχά της. Είχα μισοντυθεί, όταν η Κατερίνα με φώναξε στο τηλέφωνο.
«Η γιαγιά», μού ψιθύρισε συνωμοτικά. «Πάντως μια χαρά ακούγεται».
Τής έκανα σστ... βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα. Πήρα το ακουστικό.
«Έλα, μαμά, εγώ είμαι».
«Μάς ακούει κανείς;»
Η φωνή τής μάνας μου προσπαθούσε μάταια να καλύψει ότι κάπου βαθιά μέσα της το καταδιασκέδαζε το πράμα. Είχε ξαναγίνει δεκαοχτώ χρονών κι έστηνε αντρικές παγίδες με τις φιλενάδες της.
«Γιατί ρωτάς, μαμά; Έχεις να μού πεις κάτι;» Αρνήθηκα ανοιχτά να μπω στο παιχνίδι.
«Όχι, εσύ έχεις να μού πεις κάτι. Πώς είσαι; Ηρέμησες καθόλου;»
«Είμαι μια χαρά, ευχαριστώ. Ντυνόμουν να φύγω».
«Μπα, για πού το ᾿βαλες;»
Η Μάνια τώρα προσπαθούσε να καταλάβει αν ήμουνα πάλι χαπακωμένη και δεν καταλάβαινα τίποτα ή απλώς φοβόμουνα μήπως μ᾿ ακούσουν. Μάλλον το δεύτερο, κατέληξε στα γρήγορα.
«Θα πάω γυμναστική».
Αυτή η μικρή φράση κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Βούλωσε το στόμα τής Μάνιας για τρία λεπτά. Γυμναστική; Εγώ που δε σηκώνω το χέρι να σταματήσω ταξί, για να μην πάθω εξάρθρωση τού ώμου. Τέτοια κλίση έχω στη γυμναστική. Εγώ και στο σχολείο ζητούσα από τον οφθαλμίατρο να μού υπογράψει πιστοποιητικά ότι θα πάθω αποκόλληση τού αμφιβληστροειδούς, για να γλιτώσω ακόμα και αυτό το στοιχειώδες «πάνω τα χεράκια, κάτω τα χεράκια».
«Πλάκα μού κάνεις;»
«Καθόλου. Αποφάσισα ν᾿ αρχίσω γυμναστική».
«Έελα... Τι να πω; Κάλλιο αργά παρά ποτέ...» Και σίγουρα συμπλήρωσε από μέσα της «Μωρέ, καλά τα λέω εγώ... Θαυματουργό το κέρατο. Και νεκρούς ανασταίνει!»
«Κλείνω τώρα, γιατί θ᾿ αργήσω. Εντάξει;»
«Εντάξει. Πάρε με μετά να μού πεις. A propos δεν πιστεύω να ξεφούρνισες τίποτα στον Βασίλη;»
«Όχι, μαμά, μην ανησυχείς».
«Εγώ για σένα το λέω... Δε σε συμφέρει. Τι θα πετύχεις; Το πολύ πολύ ένα διαζύγιο. Θέλεις διαζύγιο;»
«Επιμένεις να σού απαντήσω τώρα αμέσως επ᾿ αυτού;» Η φωνή μου άρχισε να παίρνει πάλι επικίνδυνες αποχρώσεις.
«Όχι, βέβαια. Να μού υποσχεθείς μόνο ότι δε θα κάνεις τίποτα απολύτως πριν το συζητήσουμε. Εντάξει;»
Η Μάνια ήταν σίγουρη πως το μπλα μπλα της ήταν ακατανίκητο. Δώσ᾿ της ένα οχτάωρο και θα με ψήσει να μη βγάλω άχνα. Τουλάχιστον τώρα που ο Βασιλάκης είναι στα ντουζένια του.
«Τι θα βγάλεις, αν τού τα πεις όλα; Βαριά βαριά κανένα συναινετικό. Ν᾿ αφήσει την άλλη πάντως αποκλείεται σ᾿ αυτή τη φάση. Γι᾿ αυτό δώσε στα πιτσουνάκια σχοινί για να κρεμαστούν. Δεν είμαστε και όλες εμείς οι παλιότερες ηλίθιες. Άσε να τού περάσει η κάψα και μετά τον αφήνεις να καταλάβει ότι κάτι μυρίζεσαι. Τότε να δεις για πότε την παρατάει κι επιστρέφει στη φωλιά του καλός και ξεδιαλεγμένος. Οι τύψεις είναι σπουδαίο εργαλείο. Αλλά δυστυχώς τις νιώθεις μόνο αφού την κάνεις την αμαρτία. Άσ᾿ τον λοιπόν να την κάνει... Τι έγινε δηλαδή, χάλασε ο κόσμος;»
«Εντάξει, τα λέμε. Κλείνω τώρα».
«Ηρέμησε, χρυσό μου, θα κλείσω, ένα λεπτό. Δε μού είπες. Σε ποιο γυμναστήριο θα πας;»
«"BODY SHAPE", Λουκιανού 3».
«Δεν το ξέρω. Σ᾿ το σύστησε καμιά φίλη σου;»
«Ναι...» είπα, και συμπλήρωσα αφού κατέβασα το ακουστικό: «Η Μαργαρίτα».
Μπήκα στο στούντιο με το ψάρωμα που θα έμπαινα στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. Με το δεξί μου χέρι έσφιγγα το φανταχτερό διαβατήριό μου σ᾿ αυτή την καινούρια χώρα των σφιχτών μηρών: τη σακούλα με τα ψώνια. Μάγια μαύρη λίκρα, μαύρο κολάν με άσπρες ρίγες, μπαλέ παπουτσάκια, τα πήρα όλα, να είναι τέλεια η μεταμφίεση, να παραβλέψουν την κάτω βόλτα τού μυϊκού μου συστήματος, να περάσω με επιτυχία τον έλεγχο.
«Για τι τα θέλετε;» με ρώτησε, μόλις έδειξα τα παπουτσάκια, μια μικρούλα πωλήτρια με ύφος και λαιμό αλά λίμνη των κύκνων.
«Τι εννοείτε για τι τα θέλω;» ρώτησα με τη σειρά μου με γνήσια απορία.
«Μπαλέτο ή γυμναστική κάνετε; Για να σάς δώσω τις σωστές πουέντ, &
Τα πόδια της που υπνοβατούσαν σταμάτησαν αυτόματα μπροστά στο φρεσκοπλυμένο του σώμα, νοτισμένο ακόμα από το αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο. Αυτό ήταν λοιπόν. Σαν φλας η αλήθεια άστραψε μέσα της κι όταν έσβησε, το σκοτάδι ήταν πιο σκοτεινό. Γι᾿ αυτό αγόραζε αφρόλουτρο με άρωμα πικραμύγδαλο μετά από αιώνες εμμονής στη θαλάσσια αύρα τής «Fa». Φυσικά. Ήταν το άρωμά της. Την ξανάφερνε κοντά του αλά Προυστ, τα θλιβερά οικογενειακά Σαββατοκύριακα που ήταν αδύνατο να δραπετεύσει. Τότε που έπλενε το αυτοκίνητο με μανία, επειδή δεν μπορούσε να το βάλει μπρος και να φύγει. Αυτό ήταν. Να γιατί δεν τον ενοχλούσε καθόλου που μύριζε τόσο προκλητικά πικραμύγδαλο, σαν κανένας τραπεζοϋπάλληλος — κρυφή αδερφή (η Κατερίνα το ᾿ πε αυτό;).
«Τι έγινε, ρε; Φάντασμα είδες;»
Τώρα την είχε πιάσει απ᾿ τούς ώμους και κουνούσε πέρα δώθε τις βάτες τού ταγιέρ της. Δεν καταλάβαινε αυτή την εμβρόντητη γκριμάτσα αηδίας που είχε εγκατασταθεί στο χλομό της πρόσωπο.
«Μυρίζεις πικραμύγδαλο», ψέλλισε αδιευκρίνιστα και ξέφυγε μ᾿ έναν απότομο ελιγμό από κοντά του.
Κανείς δεν μπορούσε ν᾿ ανακόψει αυτή τη στιγμή την πορεία της προς το μπάνιο. Την ώρα που κλείδωνε πίσω της την πόρτα τον άκουσε να φωνάζει: «Το βρήκες το μαντίλι;» και αφού περίμενε ένα λεπτό μάταια την απάντηση, ξαναείπε μόνος του: «Σιγά μην το βρήκες», και δυνάμωσε τον ήχο τής τηλεόρασης. Την είχαν αφήσει ήσυχη.
Άνοιξε με πυρετικές κινήσεις το νεσεσέρ κι άρχισε να σπρώχνει άτσαλα στρώσεις από ρουζ, πινέλα και κόμπακτ πούδρες σε διάφορες αποχρώσεις. Η φωτογραφία ήταν κουρνιασμένη πίσω από ένα σετ σκιές ματιών της «(Clinique). Κάθισε στο κλειστό καπάκι τής τουαλέτας κι έφερε τη φωτογραφία πολύ κοντά στα μάτια της, λες και θα τη μεγάλωνε αν μίκραινε την απόσταση. Ποια είναι αυτή; Το πρόσωπό της σε προφίλ τριών τετάρτων χάιδευε το φιλμ, χωρίς να προδίδει κανένα από τα μυστικά του.
Αν ήξερε τα τεχνικά κόλπα, θα μπορούσε τώρα με σίγουρα χέρια να μεγεθύνει ξανά και ξανά στο σκοτεινό θάλαμο το πρόσωπό της, να δώσει οριστικό σχήμα σ᾿ αυτό το γελαστό στόμα, να διευκρινίσει την ποιότητα τού δέρματος, ν᾿ αποφασίσει αν τα μάτια της ήταν σκιστά ή απλώς μπαϊλντισμένα απ᾿ τον ήλιο. Μέσα στο ελάχιστο κόκκινο φως θ᾿ αναδύονταν από λεκάνες γεμάτες χημικά υγρά υπερφορτισμένες όλες οι σκοτεινές λεπτομέρειες τής ζωής της σε τεράστια closeup.
Αλλά δεν ήξερε. Τίποτα χρήσιμο δεν ήξερε. Και βρέθηκε τώρα αβοήθητη, καθισμένη σαν φακίρης σ᾿ ένα κλεισμένο καπάκι τουαλέτας, να κοιτάει μιαν άγνωστη κοκκινομάλλα σαν να επρόκειτο να τη μαγνητίσει και να την οδηγήσει ήσυχα ήσυχα έξω από τη ζωή της.
Τα μάτια της σύρθηκαν με κόπο έξω από το λάμπον περίγραμμα τού ζευγαριού. Ζευγαριού; Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί και τρόμαξε. Όχι, όχι ζευγαριού. Πώς την τόλμησε αυτή τη λέξη το μυαλό της; Εδώ και δεκαεφτά χρόνια εμείς ήμασταν το ζευγάρι. Θα βγούμε τα τρία ζευγάρια, λέγαμε. Δάνειο δίνουν μόνο σε ζευγάρια με παιδιά. Για να πάει θέατρο ένα ζευγάρι, θέλει πάνω από δέκα χιλιάδες σήμερα. Και το ζευγάρι ήμασταν πάντα εμείς, Βασίλη, εγώ κι εσύ πηγαίναμε στο θέατρο, εμείς πήραμε το δάνειο, Βασίλης και Άννα Νεοφώτιστου, το γράφει και στο κουδούνι μας. Όμως από δω και πέρα το ήξερε, σαν να ξεστόμισε τη μαγική λέξη τού παραμυθιού, «Άνοιξε σουσάμι» ή ξέρω γω τι, μια αόρατη γομολάστιχα έσβησε για πάντα εκείνη από το πλευρό τού Βασίλη κι έβαλε με το έτσι θέλω τη γυναίκα τής φωτογραφίας.
Τα χέρια της όμως δεν το δέχτηκαν έτσι εύκολα. Ολοκληρώνοντας μια κίνηση που είχε ξεκινήσει δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια πριν, έσκισαν στα δύο τη γελαστή φωτογραφία. Τώρα το δεξί της κρατούσε αυτόν σακατεμένο να γνέφει στον αόρατο φωτογράφο. Χωρίς αριστερό μπράτσο, με το στέρνο κουτσουρεμένο κι όμως το καταραμένο χαμόγελό του δε θόλωσε, ούτε καν μαλάκωσε τοσοδά, την αυταρέσκειά του, όπως ήλπισε σε μια παράφορη στιγμή η Άννα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χαρίσει στην ωραία άγνωστη το χέρι και το στέρνο τού άντρα της. Οι παλάμες αρνήθηκαν να κρατήσουν άλλο αυτό το βάρος κι άφησαν παραιτημένες τα δύο κομμάτια να προσγειωθούν μαλακά στα πλακάκια τού μπάνιου. Την ίδια στιγμή η πόρτα σείστηκε από μια ομοβροντία ρυθμικών χτυπημάτων.
«Άντε, ρε μαμά, καλή είσαι, πάμε να φύγουμε!» γκρίνιαζε η φωνή τού Χάρη κι ο Βασίλης από πίσω:
«Εμείς κατεβαίνουμε. Εσύ πάρε το δώρο», συμπλήρωσε κι απομακρύνθηκε.
Διέταξε τα πόδια της να σηκωθούν και τα χέρια της να στρώσουν το ταλαιπωρημένο ταγιέρ. Τα μάτια ανέλαβαν να ελέγξουν το πρόσωπο. Στα χλομά 60 Watt τού καθρέφτη έμοιαζε με την προβολή της στο μέλλον. Τα μάγουλά της αυλάκωναν τώρα δυο βαθιά ρυάκια που ξεκινούσαν από τις άκρες των ματιών, ακολουθούσαν τις γραμμές τής μύτης και χύνονταν στις άκρες τού στόματος. Ο δρόμος των δακρύων χαράχτηκε κιόλας, απόρησε, αλλά πού είναι τα δάκρυα; Έκανε μεταβολή και πριν ξεκλειδώσει την πόρτα, άρπαξε τα δύο κομμάτια τής πολαρόιντ που βρώμιζαν το πάτωμα. Διέσχισε το γραφείο, προσπερνώντας βιαστικά την κρεβατοκάμαρα, στρίμωξε τη σκισμένη φωτογραφία στην τσάντα της κι έκανε ν᾿ ανοίξει την εξώπορτα. Τότε είδε τα πόδια τής Κατερίνας αραγμένα στον καναπέ και το μούτρο της καμουφλαρισμένο πίσω απ᾿ το εξώφυλλο ενός περιοδικού.
«Ακόμα εκεί είσαι συ;» τη ρώτησε άτονα.
«Ξεχάστε με εμένα», διευκρίνισε χωρίς να σαλέψει από τη θέση της η μικρή. «Είμαι εναντίον τού γάμου».
Σ᾿ όλη τη διαδρομή λέξη δε βγήκε απ᾿ το στόμα της. Καθόταν μόνο αφύσικα αλύγιστη στο μπροστινό κάθισμα, με την άκρη τού ματιού της προσκολλημένη αριστερά. Προσπαθούσε να συνηθίσει την καινούρια του εικόνα, να ξεσκονίσει τα μέλη του, που κινούνταν αυτόματα οδηγώντας την άσπρη «BMW», από τα παλιά της αγγίγματα, από τα χάδια και τα δώρα της — όλες τις άγκυρες που τα κρατούσαν κοντά της. Εξαφάνιζε τη βέρα από πλατίνα («Ανθεκτικότερη και πολυτιμότερη από το χρυσάφι», είπε και τής φίλησε το δάχτυλο, «θα κρατήσει για πάντα»), ξεκούμπωνε το ατσάλινο μπρασελέ τού ρολογιού των τριακοστών του γενεθλίων («Ο χρόνος είναι με το μέρος μας, ε;»), ξήλωνε το λινό κοστούμι. Ήθελε να τον απογυμνώσει, να καταργήσει την οικειότητα, για να δει πιο καθαρά τα ίχνη τής άλλης πάνω στο κορμί του. Δεν μπόρεσε. Το παρελθόν αντιστεκόταν με πείσμα, κάνοντας την πλατίνα ν᾿ αστράφτει σαν καινούρια στον απογευματινό ήλιο.
Τα μάτια της αυτονομήθηκαν κι άρχισαν να τής παίζουν διεστραμμένα παιχνίδια. Ξαφνικά είδε να φυτρώνει στην παλάμη του το τρίχρονο χεράκι τού Χάρη. Χριστούγεννα τού 1983. Ο μηρός του ήταν τώρα πασαλειμμένος κι έσταζε αντηλιακό λάδι. Η Κατερίνα τον έδειχνε και γελούσε. Σπέτσες. Καλοκαίρι τού 1980. Και τα μπεζ σουέτ σκαρπίνια του έγιναν μαύρα, για να ταιριάζουν με το γαμπριάτικο κοστούμι. Αύγουστος τού ᾿78.
«Μα, γάμος καλοκαιριάτικα...» έφτασε ως τα αυτιά της η φωνή του, βουτώντας απότομα στο 1995.
«Εγώ πάντως θα παντρευτώ χειμώνα», αποφάσισε ξαφνικά ο Χάρης. «Ε, μαμά;»
«Ναι», είπε αυτή.
«Τι ναι;» επέμενε το παιδί.
«Ναι»,
«Η μάνα σου είναι ερωτευμένη, δε μάς μιλάει σήμερα», χλιμίντρισε από ενθουσιασμό για το αστείο του ο Βασίλης και τής έδωσε μια συντροφική σκουντιά στον ώμο.
Γύρισε και τον κοίταξε κεραυνόπληκτη. Πώς τόλμησες, τού ούρλιαζαν τα μάτια της με όλα τα ντεσιμπέλ τους, πώς; Κι αυτός μαζεύτηκε στη θέση του πάλι, αλλά η φράση που ξεστόμισε έμεινε να κολυμπάει στο εσωτερικό τού αυτοκινήτου σαν δηλητηριώδες εξωτικό ψάρι. Λούφαζε, μα το ήξερε πια πως κάποια στιγμή θ᾿ απειλούσε σοβαρά τη ζωή του.
Ο Πάνος ήταν στημένος δίπλα απ᾿ την πόρτα τής εκκλησίας σαν πρόσκοπος. Τα χέρια του παίδευαν τη φουκαριάρα την ανθοδέσμη, που είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει. Οι δυο σωματοφύλακες είχαν πιάσει τα πόστα δεξιά αριστερά του κι ο τρίτος ανέβαινε τη σκάλα δίπλα στην Άννα με φίλαθλο πνεύμα, σαν να έμπαινε σε γήπεδο τού μπάσκετ. Την ώρα που τούς έφτασαν, διασχίζοντας ένα κύμα συγγενών τής νύφης, τού έλεγαν το ανέκδοτο με τον πόντιο γαμπρό. «Τι έκανε ο πόντιος γαμπρός; Πήγε στο γάμο! Χα, χα».
Και η πόντια νύφη; Σκέφτηκε η Άννα. Νόμισε πως ο γάμος θα κρατούσε για πάντα. Εδώ να δεις χάχανα.
Οι τέσσερις μαζί αντάλλαξαν μπουνιές και χαϊδευτικά χτυπήματα στην πλάτη για κάμποση ώρα. Να το πάλι σε απαρτία το κουαρτέτο τής Νομικής, παλιμπαιδίζον και άταχτο παρά τις φανταιζί καριέρες. Ο Βασίλης δικηγόρος, ο Μιχάλης επίκουρος καθηγητής στη Νομική, ο Χρήστος συμβολαιογράφος κι ο Πάνος, που ντύθηκε γαμπρός αυγουστιάτικα, δικαστής. Έμοιαζαν πραγματικά, ή μόνο η Άννα τούς έβλεπε, σαν δωδεκάχρονα που μαϊμουδίζουν τον μπαμπά τους;
Ξαφνικά ένα μουρμουρητό σηκώθηκε απ᾿ το πλήθος, που χωρίστηκε στα δύο. Το πανηγυρικό κλάξον τής λιμουζίνας επιβεβαίωσε τις υποψίες της. Η νύφη τελικά ήρθε. Ξεδιπλώθηκε αργά μέσα από το αμάξι και πόζαρε για ένα λεπτό ακίνητη στο φωτογράφο, άσπρη και ροζ σαν εξώφυλλο τού Marriages. Ήρθε η χαζή. Την έβλεπε ν᾿ ανεβαίνει τα σκαλιά συγκινημένη, ίδια με τα ζαχαρωτά κουκλάκια που έμπηγαν στην κορφή τής γαμήλιας τούρτας. Ο γαμπρός όμως δεν είναι από ζάχαρη να μπορούσε η Άννα να την προειδοποιήσει τώρα που ήξερε, ο γαμπρός έχει πραγματικό στόμα και δόντια. Αν δεν προσέξεις, μπορεί να σε φάει κατά λάθος. Τη στιγμή που θ᾿ άπλωνε το χέρι να σταματήσει τη νύφη, την άρπαξε από τον αγκώνα η Μαρία, η γυναίκα τού Χρήστου, και αναρωτήθηκε συνωμοτικά:
«Τι το ήθελε πάνω το μαλλί, αφού έχει αυτιά;»
«Μακάρι να είχε αυτιά», απάντησε σιβυλλικά η Άννα και έτρεψε την άλλη σε φυγή.
«Μαμά, είναι ωραία η Δώρα;» τής σφύριξε ξαφνικά ο Χάρης, που ξεφύτρωσε δίπλα της απ᾿ το πουθενά.
«Καλή είναι», απάντησε η Άννα χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι γίνεται.
«Τότε εμένα γιατί δε μ᾿ αρέσει;» παραπονέθηκε πικραμένος ο μικρός και την άφησε ακόμα μια φορά άναυδη.
Από τι σκατά ήταν φτιαγμένο αυτό το παιδί... Πίστευε ότι ο κόσμος ήταν μια απέραντη συνωμοσία εναντίον του. Αν το καρπούζι του ήταν ζαχαρωμένο, ζαχάρωσε για να τού τη σπάσει. Αν έβρεχε την ώρα που πήγαινε να παίξει, ο Θεός τον έβαλε στόχο επειδή είχε 8 στα θρησκευτικά. Ο κατάλογος δεν είχε τέλος κι όλοι τον είχαν πάρει στο ψιλό. Κάποτε, πριν από χρόνια, πήρε τ᾿ αυτί της την Κατερίνα να λέει στις φίλες της ότι ο αδερφός της είχε πέσει θύμα απαγωγής από εξωγήινους μικρός, ότι την είχε καταβρεί αραχτός στα virtual λιβάδια, κολλητός με τον packman να καταπίνουν ουρανοκατέβατους εχθρούς, και όταν τον ξαναπέταξαν στη γη, τού ᾿μεινε ένα παράπονο, χωρίς να θυμάται όμως γιατί. Τότε τής έβαλε τις φωνές, αλλά μετά τη δικαιολόγησε. Ήταν από την κούνια τόσο θετικό και αισιόδοξο παιδί, που έπρεπε να βρει κάποια εξήγηση για να καταπιεί τις ακρότητες τού Χάρη. Τότε βρήκε αυτή. Χρόνια μετά, που άρχισε να διαβάζει Φρόυντ και Μέλανι Κλάιν, τη ρώτησε μια μέρα στο μπάνιο αν ήθελε ποτέ «να κάνει τον Χάρη έκτρωση».
«Να σού πω την αλήθεια, στο τσακ ήμουνα», τής μίλησε για πρώτη φορά σαν να ᾿ταν καινούρια φιλενάδα της. «Ακόμα δεν είχε μαζέψει το σώμα μου από σένα καλά καλά. Χρωστούσα όλο το αστικό, εσύ δεν έκλεινες μάτι τα βράδια, μωρό μας έλειπε εμάς ή σκοινί και σαπούνι...»
«Αυτό είναι. Ο Χάρης το ᾿πιασε και πέρασε ανασφαλή ενδομήτριο ζωή», αποφάνθηκε τελεσίδικα η Κατερίνα Μέλανι. Μετά συμπλήρωσε αφηρημένα: «Και γιατί τον κρατήσατε τελικά;»
Η Άννα θυμάται το αίμα ν᾿ ανεβαίνει στα μάγουλά της ανεξέλεγκτο. Τι να πει στο παιδί; Ότι η πεθερά της είδε στον ύπνο της τον άγιο Χαράλαμπο να τής φέρνει δώρο ένα μωρό κι ένα τσαμπί σταφύλια; Τρεις μέρες έψελνε ασταμάτητα το γιο της. «Το παιδί είναι δώρο απ᾿ τον άγιο, τ᾿ ακούς; Αν το σκοτώσετε, το κρίμα στο λαιμό σας».
Ήταν να μην το ονομάσει παιδί. Ξαφνικά αυτό το απρόσωπο γονιμοποιημένο ωάριο των έξι εβδομάδων απόχτησε μάγουλα κι αυτάκια και κουνούσε παρακλητικά τα χεράκια του. Μέχρι και όνομα είχε αποχτήσει. Σάς πάει η καρδιά να πετάξετε τον Χαρούλη στο καλάθι αχρήστων τού «ΉΡΑ»; Δεν τούς πήγαινε, φυσικά. Έτσι ο Χαρούλης έπιασε δωμάτιο πρώτης θέσης στο «ΗΡΑ», «λλά τού ᾿μεινε το παράπονο.
Το γαμήλιο πάρτι ήταν σκέτη καταστροφή, αλλά όλοι έκαναν πως δεν το καταλάβαιναν. Οι συγγενείς τού γαμπρού κι οι συγγενείς τής νύφης είχαν οχυρωθεί σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα δεξιά κι αριστερά τής πισίνας. Το τιρκουάζ φωτισμένο νερό στη μέση έπνιγε προς το παρόν τα μουρμουρητά και τα σχόλια κάθε πλευράς. Το μόνο που ένωνε την Άνδρο με την Εκάλη ήταν τα σοβαρά, μαυροντυμένα γκαρσόνια τού ξενοδοχείου, που διέγραφαν ατέλειωτες τροχιές μεταφέροντας ζεστά πιροσκί αλά ρους από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο. Η Εκάλη με παστέλ ταγιέρ «Armani» και ελαφρά κοστούμια «Ralf Lauren» κατέβαζε απανωτά dry martini, χωρίς καμιά διάθεση να συνωστιστεί μπροστά στον μπουφέ. Η Άνδρος από την άλλη περιέφερε τούς ταφτάδες της επικίνδυνα κοντά στα βουνά από γλυκόξινες γαρίδες και τα ρόδινα καναπεδάκια σολομού. Κάθε μπουκιά και «Να τούς χαίρεστε, Θανάση μου». Στο τρίτο ποτό όλο και ξεφύτρωνε κάνα «Ο συμπέθερος ποιος είναι; Δε μάς τον γνώρισες...» Κι ο Θανάσης άπλωνε το χέρι και σημάδευε μια μαύρη φιγούρα απέναντι. «Αυτός είναι, δίπλα στην ψηλή με το κίτρινο. Πολύ κύριος», συμπλήρωνε μεγαλόθυμα και κατάπινε μια τυροκροκέτα.
Ο γαμπρός και η νύφη, σαν κουρδισμένοι, έτρεχαν από τη μια παρέα στην άλλη υψώνοντας ποτήρια, σφίγγοντας χέρια, εκσφενδονίζοντας «Ευχαριστώ» τυφλά προς πάσα κατεύθυνση. Η νύφη είχε αλλάξει δυο φορές μέχρι τις έντεκα. Το «Πεντελικό» έδινε δώρο τη γαμήλια σουίτα ευτυχώς! Με το τρίτο φόρεμα άραξε στα σκαλιά και δεν το κουνούσε βήμα. Με πέντε ποτήρια «Dom Perignion» στο άδειο της στομάχι τούς είχε χεσμένους όλους. Έστριψε για να μη βλέπει τα μάτια τής μάνας της, που τής έστελναν κωδικοποιημένες υποδείξεις να μιλήσει στην ξαδέρφη της τη Ζίνα. Σιγά να μην το ᾿τρωγε ότι η Ζίνα ήρθε απ᾿ το Λονδίνο ειδικά για το γάμο της. Κάνα γκόμενο θα ᾿χει στην Ελλάδα πάλι.
Η Άννα είχε κολλήσει στο νησιωτικό στρατόπεδο. Ο Βασίλης θυμήθηκε αίφνης με νοσταλγία όλες τις γεμιστές ντομάτες που είχε φάει φοιτητής τα καλοκαίρια στην Άνδρο από τη μάνα τού Πάνου. Την τράβηξε λοιπόν προς τα κει κι άρχισε τις περιγραφές και τα παινέματα.
«Να, ρωτήστε και την Άννα τι τής έλεγα τότε. Πες, ρε Άννα».
Κι η Άννα τι να πει; Άλλα θυμόταν να τής έλεγε την πρώτη φορά που ήρθε απ᾿ την Άνδρο. Τα είχαν έξι μήνες, αλλά εκείνη χρωστούσε συνταγματική ιστορία και δεν πήγε μαζί τους.
«Έψαξα όλα τα χωριά και το βρήκα. Αυτό το σπίτι θα σού πάρω, μόλις κερδίσω την πρώτη μου μεγάλη υπόθεση. Στο βουνό, με όλο το πέλαγο μπροστά του. Θα τρώμε βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, και θα φοράμε μόνο άσπρα ρούχα, εντάξει;»
Εντάξει, αλλά με τα λεφτά τής πρώτης του μεγάλης υπόθεσης πήραν τελικά ένα μεταχειρισμένο «Fiat» για να μεταφέρουν τα παιδιά. Άσε που δε φτουράνε τα άσπρα ρούχα μέσα στους βρωμερούς σωρούς των πάμπερς και σε εμετούς από αλεσμένο μοσχάρι με λαχανικά...
Η Άννα χάρισε ένα αμφίβολο χαμόγελο στην καπετάνισσα κι εκείνη άρχισε να τής περιγράφει σχολαστικά τη συνταγή. Πρώτα άδειασε προσεχτικά τις ντομάτες και τις πιπεριές απ᾿ τα σπόρια τους. Μετά τα άφησε να στραγγίξουν κι άρχισε να ετοιμάζει τη γέμιση. Πάνω που έτριβε το κρεμμύδι στον τρίφτη, ο Βασίλης την κοπάνισε με τρόπο και τής Άννας τής ήρθαν δάκρυα στα μάτια.
«Σταμάτα», ήθελε να πει στο σταφιδιασμένο στόμα που τώρα ψιλόκοβε αόρατα λαχανικά. «Σταμάτα, είναι μάταιο. Αυτός δεν είναι πια δικός μου. Ψέματα λέει. Δεν τα θέλει τα γεμιστά μου. Ούτε ο γιος σου θα ξαναφάει απέναντί σου στη βεράντα. Κατάλαβες;»
Όχι, δεν κατάλαβε. Ήταν αποφασισμένη να μην καταλάβει.
Κοντά στα μεσάνυχτα οι τρεις σωματοφύλακες αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Ξεκόλλησαν τις αποκαμωμένες παλάμες τού γαμπρού από τις συγχαρητήριες χειραψίες με το έτσι θέλω, έβαλαν συρτάκι στο στερεοφωνικό τού ξενοδοχείου και μπήκαν στη σειρά. Η Αλίκη κι ο Δημήτρης ακκίζονταν σε digital εγγραφή και τ᾿ αγόρια μας: «ένα, δύο, τρία, ΤΏΡΑ!» Το προβάριζαν επίμονα για καμιά εικοσαριά χρόνια και τώρα ήταν επιτέλους άψογοι. Στο γάμο τής Άννας και τού Βασίλη τα σκάτωσαν στη μεταβολή. Ο Πάνος δε γύρισε στην ώρα του. Στο γάμο τού Χρήστου με τη Μαρία έφτασαν αξιοπρεπώς μέχρι το τέλος αλλά χωρίς στιλ. Μεσολάβησαν πάρτι και ταβέρνες σε νησιά που τελειοποίησαν την κίνησή τους. Τώρα πήγαιναν όλοι με μια ψυχή, οχτώ πόδια αλλά το ίδιο βήμα, σαν φρακοφορεμένη σαρανταποδαρούσα που μερακλώθηκε...
Η Άννα δεν άντεχε να τούς κοιτάζει άλλο. Ξαφνικά τούς ζήλεψε τόσο, που τής κόπηκε η ανάσα. Αυτοί ναι, αυτοί θα χόρευαν αγκαλιασμένοι απ᾿ τοὐς ώμους για πάντα, καμιά βρωμερή πάνα βρακάκι ανάμεσά τους, κανένα απλήρωτο νοίκι, μόνο θριαμβευτικοί πόντοι στο μπάσκετ και καφέδες απέναντι απ᾿ τη Νομική οι δεσμοί τους. Αήττητοι εις τούς αιώνες. Χάιδεψε μηχανικά το κεφαλάκι τού Χάρη, που είχε βασιλέψει σε μια πολυθρόνα δίπλα της.
«Δε μού λες», είπε στο παιδί που νύσταζε, «σ᾿ αρέσουν οι κοκκινομάλλες;»
Τη νύχτα την πέρασε να τον κοιτάζει κοιμισμένο δίπλα της, τύφλα στο μεθύσι. Το χαμόγελο είχε ξεμείνει στο πρόσωπό του και τα χέρια του όλο σάλευαν νευρικά, παραμερίζοντας ανεπιθύμητα όνειρα. Έπιασε τον εαυτό της να συρρικνώνεται, να ζαρώνει στις γωνίες, για να μην την αγγίξει κατά λάθος. Το πρώτο που αποχωρεί είναι το σώμα, έτσι δε λένε; Το δικό του σώμα πάντως αποχώρησε πρώτο κι άφησε το δικό της απροειδοποίητο να εναγκαλίζεται το κέλυφός του. Δεν ήταν λοιπόν ο καιρός που έφταιγε, όταν κρύωνε τις νύχτες. Ούτε το πάπλωμα που είχε φθαρεί. Ήταν που εκείνος δραπέτευε μυστικά στον ύπνο του και κούρνιαζε ανάμεσα στις κόκκινες μπούκλες και το λευκό στέρνο εκείνης τής γυναίκας.
Λευκό; Ήταν στ᾿ αλήθεια λευκό; Πετάχτηκε πάνω στη στιγμή, πήρε την τσάντα της και τράβηξε έξω τη φωτογραφία, σκισμένη στα δύο. Βγήκε ελαφροπατώντας έξω κι άναψε το φως στο γραφείο. Βρήκε το σελοτέιπ και κόλλησε με τρεμάμενα χέρια τη διαμελισμένη εικόνα. Τώρα οι εραστές ξανά μαζί: «Ήταν αναπόφευκτο», τής χαμογελούσαν. «Κοίτα πόσο ωραία χώρεσα στην αγκαλιά του», έλεγε εκείνη. «Υπεράνω των δυνάμεών μου, το βλέπεις», σήκωνε τούς ώμους εκείνος. Αυτό και στραβός θα το ᾿βλεπε. Ο ώμος της χωρούσε ακριβώς στην παλάμη του. Δε χρειαζόταν τακούνια για να τον φιλήσει στο λαιμό. «Φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον», θα έλεγε η μάνα της. «Κοκέτα, όχι σαν τα μούτρα σου». Τα «μούτρα της» ήταν τα τζιν σε αποστρατεία που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι και κάτι ξεχειλωμένες φόρμες για τζόκιγκ. Τζόκιγκ ανάμεσα κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, λίβινγκ ρουμ και Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου.
Όχι, ρε γαμώτο! Πώς διάολο έγινε αυτό; Κοίταξε απελπισμένη το κομματάκι τής ρωγμής που έχασκε κενό κάτω από το σελοτέιπ. Ήταν που ήταν θολό, τώρα χάθηκε σχεδόν τελείως το πρόσωπό της, τής ξέφυγε μέσα απ᾿ τα χέρια, πώς την άφησε να δραπετεύσει την κλέφτρα; Τα δάκρυα έφτασαν ζεστά και αλμυρά να την παρηγορήσουν. Τώρα ήταν καταδικασμένη να μείνει στα σκοτάδια, να αγωνιά στα τυφλά, να καταφέρνει αδέξια χτυπήματα σε μια αντίπαλο χωρίς πρόσωπο που ολοένα ξεγλιστρούσε. Ήταν χαμένη.
Άφησε τη φωτογραφία στο γραφείο, παραιτημένη, και μόλις τότε πρόσεξε ότι πίσω απ᾿ τα κεφάλια των εραστών κρεμόταν μια ξύλινη επιγραφή: Neal᾿s yard έλεγαν τα πράσινα γράμματα· έλα τώρα, δεν πιστεύω να ξέχασες τη Neal᾿s yard; Ανατρίχιασε σύγκορμη κι έκανε λίγα βήματα πίσω. Τυφλή ήταν; Ή δεν έβλεπε ό,τι δεν άντεχε να δει;
Τώρα ήξερε γιατί η φωτογραφία τής φάνηκε τόσο οικεία στην αρχή. Δεν ήταν η αρρωστημένη της ηττοπάθεια που την έκανε να αποδεχτεί, πριν καλά καλά τη δει, μια άλλη γυναίκα στο πλευρό τού Βασίλη. Ήταν που τής θύμιζε μιαν άλλη φωτογραφία, τραβηγμένη δέκα χρόνια πριν, στην ίδια αυλή, στο ίδιο δρομάκι τού Covent Garden, τον Ιούλιο τού ᾿85. Ο Βασίλης συμμετείχε στο συνέδριο εγκληματολογίας που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο τού Λονδίνου κι αυτή ήταν στη λίστα «Σύζυγοι και παιδιά που συνοδεύουν». Την πρώτη μέρα είχαν βρεθεί κατά λάθος σ᾿ αυτό το κουκλίστικο αδιέξοδο δρομάκι, τη Neal street, κι έκτοτε δεν ξεκόλλησαν. Τα πρωινά έτρωγαν «παγωμένο γιαούρτι με φρούτα πριν από την έναρξη των εργασιών τού συνεδρίου. Τα απογεύματα μετά τη λήξη συναντιόνταν εκεί, στον ξύλινο πάγκο τού Food for thought. Ο Βασίλης έτρωγε πατάτα ψητή με σάλτσα τσίλι για χορτοφάγους. Ποιος; Αυτός ο σαρκοβόρος.
Εκείνο το συνέδριο απαθανατίστηκε σε τριάντα έξι έγχρωμα slides, όλα σχεδόν τραβηγμένα κάπου στη Neal street. Ανάμεσά τους όμως υπήρχε ένα, που τώρα μόλις περνούσε στην προσωπική αιωνιότητα τής Άννας. Ήταν αυτή μ᾿ ένα ιβουάρ μακρύ φουστάνι, αγορασμένο την προηγούμενη μέρα από τις εκπτώσεις τής «Laura Ashley», μισοστραμμένη και κολλημένη στο στήθος τού άντρα της. Ο Βασίλης την κρατούσε εκεί σφιχτά φυλακισμένη και τα μάτια του υπόσχονταν ότι το σφίξιμο αυτό δεν πρόκειται να χαλαρώσει ποτέ. Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης! Ο ψεύτης!
Στο Πόρτο Ράφτη ξημέρωσε αργά σαν να ᾿ταν Δεκέμβρης. Η νύχτα αποχωρούσε απρόθυμα. Κανείς δεν ήθελε να ζήσει αυτό το πρωινό. Η Άννα είχε περάσει ασάλευτη πέντε ώρες σε μια πολυθρόνα στη βεράντα. Αν έβρισκε κάποιαν άλλη να συνεχίσει να ζει στη θέση της, θα το έκανε ευχαρίστως. Αυτή δεν μπορούσε πια. Τα μέλη της πονούσαν μουδιασμένα απ᾿ την ακινησία και η ψυχή της απ᾿ το αδιάκοπο πήγαιν᾿ έλα. Κατά τις εννιά άκουσε τα ξυπόλυτα βήματα τής Κατερίνας να πλησιάζουν νυσταγμένα. Για μια στιγμή η Άννα προσπάθησε να καλύψει τη μάσκα αγωνίας στο πρόσωπό της, για να μην τρομάξει το παιδί. Παραιτήθηκε αμέσως. Δεν ήταν μάσκα πια. Ήταν το πρόσωπό της. Ας φρόντιζαν τώρα οι άλλοι να τα βγάλουν πέρα μαζί του.
Το κορίτσι, φορώντας ήδη ένα φλούο πορτοκαλί μαγιό, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε το γάλα κι έριξε κάμποσο σ᾿ ένα μπολ με κορνφλέικς. Βγήκε στη βεράντα ανεμίζοντας το κουταλάκι. Όταν τελικά πρόσεξε τη μάνα της κουβαριασμένη και γκρίζα στην πολυθρόνα της, σταμάτησε απότομα, την κοίταξε προσεχτικά για λίγα δευτερόλεπτα και μετά πήγε και κάθισε στο πεζούλι. Ύστερα κατεβάζοντας την πρώτη κουταλιά, «Τι έγινε;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ᾿ το μπολ, «Πλακωθήκατε πάλι;»
Περίμενε ένα λεπτό, αλλά η Άννα δεν μπόρεσε ν᾿ ανοίξει το στόμα μόλο που προσπάθησε να πει κάτι.
«Καλά, άσε, μετά», μονολόγησε ειρωνικά η μικρή κι άρχισε να τραγανίζει τα κορνφλέικς.
Προφανώς δεν μπορούσε ν᾿ ακούσει ούτε καν τον αντίλαλο τής μάχης που γινόταν μέσα στο κεφάλι τής Άννας.
«Να καλέσω τη Ράνια για δυο τρεις μέρες;» άλλαξε ξαφνικά θέμα συζήτησης.
Ένα τρελό παράπονο ανέβηκε αναίτια μέχρι τα μάτια τής Άννας και κόντεψε να την προδώσει. Ώστε δεν είχε καταλάβει τίποτα!Έβλεπε το πτώμα τής μάνας της κουβαριασμένο μπροστά της κι αυτή χαμπάρι. Η γαϊδούρα! Περισσότερο νοιάζεται πότε θα βγει η καινούρια Diva. Θα μάς πουλούσε όλους για ένα πουκάμισο «Polo». Όλα ίδια είναι. Δεν έχουν ψυχή.
Κι όμως πριν από τρία τέσσερα χρόνια δεν μπορούσες να κρυφτείς απ᾿ αυτό το καστανό βλέμμα. Τα ήξερε όλα πριν συμβούν και τα τακτοποιούσε με άτσαλα, βουβά χάδια. Μια φορά, όταν ήταν πέντε χρόνων, έπιασε την Άννα να κλαίει στην κουζίνα. Δεν είπε τίποτα. Βγήκε στον κήπο και μετά από λίγο τής έφερε περήφανα μια πασχαλίτσα, μια παρηγοριά κόκκινη με μαύρες βούλες...
Για ένα ολόκληρο λεπτό η Άννα μπήκε στον πειρασμό ν᾿ ανοίξει το στόμα και ν᾿ αφήσει το βάτραχο να βγει. Να το ανοίξει και να δείξει σ᾿ αυτό το αδιάφορο κορίτσι απέναντι τι κάλπης ήταν ο αγαπημένος της μπαμπάς, με τι άχυρα τούς είχε ταΐσει χρόνια τώρα, τι ήταν το «Ν᾿ αγαπιόμαστε και να έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον», που πιπίλιζε στις κατηχήσεις του προς ανηλίκους. Με σαδιστική ευχαρίστηση θα τής έδειχνε την ξανακολλημένη φωτογραφία, κι άλλες αν είχε. Ο μπαμπάς να χουφτώνει την κοκκινομάλλα σε τουαλέτες και σε αυτοκίνητα στην εξοχή. Να ποιος είναι ο μπαμπάς! Ξενοπηδάει σαν τρελός, σαν όλα τα λιγούρια που κοροϊδεύαμε, οι ανόητοι. Άντε τώρα, πήγαινε στο περίπτερο και χτύπα μια Diva να παρηγορηθείς.
Τη συνέφερε η φωνή τού Βασίλη. Είχε σηκωθεί κι αυτός κι έβαζε για καφέ. Δεν έβρισκε τη ζάχαρη. Η Κατερίνα τού είπε σε ποιο ντουλάπι την είχαν και μπήκε μέσα να τού πιάσει την κουβέντα, αφού η μάνα της είχε πιει το αμίλητο νερό. Για ένα τέταρτο μπαμπάς και κόρη χαζογελούσαν με τα χτεσινοβραδινά κατορθώματα τού νομικού κουαρτέτου. Μετά ο Βασίλης εξαφανίστηκε στο μπάνιο κι η μικρή άνοιξε το τρανζιστοράκι της στη διαπασών. Ain᾿t no sunshine when she᾿s gone, αντήχησε η κουζίνα κι ένα νέο κύμα δακρύων ανέβηκε στα μάτια τής Άννας. Αυτό μάς έλειπε τώρα, τα κατάπιε όλο ντροπή, να καταντήσω να κλαίω άσχετα, σαν την τρελή.
Όταν ξαναεμφανίστηκε ο Βασίλης μπροστά της, φορούσε μαύρο τζιν και μαύρο «Polo». Κούκλος ο μπάσταρδος. Μαυρισμένος απ᾿ τον ήλιο και φρέσκος απ᾿ τον ύπνο, σαν να εφευρέθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή εναντίον της.
«Θα πεταχτώ μέχρι το γραφείο για δυο τρεις ώρες», τής πέταξε σαν να μην έτρεχε μία. «Θες να φέρω τίποτα μετά;»
Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τότε την πρόσεξε για πρώτη φορά, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να ανησυχήσει υπερβολικά. Στρίμωξε λοιπόν τούς μαύρους κύκλους και τα κόκκινα μάτια, την αγωνία και τη χλομάδα τής γυναίκας του σ᾿ ένα βολικό κακό ύπνο και καθάρισε. Τής έστειλε κι ένα γεια σου φιλάκι από μακριά κι έκλεισε ορεξάτος την πόρτα πίσω του.
Γιατί δεν άνοιξε το στόμα της να τού πει κάτι; Γιατί κουβαλούσε μόνη της τόσες ώρες αυτό το αηδιαστικό φορτίο; Γιατί δε σηκώθηκε απ᾿ την πολυθρόνα να στραπατσάρει την προκλητική του ευδιαθεσία, να τον σταματήσει, «Ξέρω», να τού φωνάξει στα χαμογελαστά μούτρα, «Κόφ᾿ το, ΞΈΡΩ!» Ήταν ίσως που δεν ήθελε να ριχτεί σ᾿ αυτή τη μάχη χωρίς να κατανοήσει πρώτα τούς όρους τού παιχνιδιού. Από μικρή το είχε αυτό. Δεν ήθελε ν᾿ ανοίγει τούς ασκούς τού Αιόλου ανεξέλεγκτα. Ίσως ήταν κληρονομικό απ᾿ τη μάνα της, την κυρία «ποτέ κατά μέτωπον». Την κυρία που κάθε σημαντική απόφασή της τη σερβίριζε σαν τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο. Τη μαστόρισσα τής παραλλαγής. Είδες, μανούλα, που έλεγες πως δεν πήρα τίποτα από σένα;
Η Άννα προσπάθησε να μαζέψει το μυαλό της, που κάλπαζε σε λάθος δρόμο. Τι τής έφταιγε τώρα η φουκαριάρα η Μάνια για τα χάλια της, και την παρέλαβε; Μακάρι να τής είχε μοιάσει, σκεφτόταν συχνά, μα πάντα με κάποια απώθηση. Αυτή τούς είχε κλαρίνο τούς άντρες που την περιστοίχιζαν. Τον άντρα της, τον πατέρα της, τ᾿ αδέρφια της, μέχρι και το γαμπρό της κατάφερε να τής έχει αδυναμία, η γαλίφα!
«Γιατί, ρε Μάνια, δεν εκπαίδευσες σωστά την κόρη σου;» τής έλεγε καμιά φορά που την έβλεπε να χορεύει τσιφτετέλι, και δώσ᾿ του τα πιάτα στα πόδια της.
«Δεν τα ᾿παιρνε, αγάπη μου, εγώ φταίω;» απαντούσε η εξηντάχρονη παιδίσκη με αθώα φιλαρέσκεια.
«Δεν είναι που δεν μπορώ να κουνηθώ», τής είπε η Άννα μια μέρα που καβγάδιζαν άγρια, «είναι που τα σιχάθηκα να τα βλέπω αυτά τα τσακίσματα και τα τσαλιμάκια. Αμάν, εσύ δε σιχάθηκες τον εαυτό σου να χορεύεις σαν μαϊμού για τον κάθε μαλάκα;»
Τότε η κυρία Μάνια χαμογέλασε αινιγματικά, έστρωσε το μαύρο καλοβαμμένο μαλλί και τής είπε με συγκατάβαση: «Καλά χρυσό μου... Δε θα το συζητήσω μαζί σου αυτό τώρα... Εσύ είσαι πολύ μακριά νυχτωμένη...»
Η Άννα παρακολουθούσε την απόφαση να ολοκληρώνεται μόνη της, χωρίς η ίδια να καταβάλει καμία προσπάθεια. Άφησε λοιπόν ελεύθερο το νου της, να αυτονομηθεί, να βρει επιχειρήματα, να βρει λόγους κι ύστερα να καταστρώσει τα σχέδιά του. Όλα έγιναν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δε θα έλεγε τίποτα στον Βασίλη, μέχρι να μάθει ακριβώς περί τίνος επρόκειτο. Ξαφνικά η υπόθεση απέκτησε άπειρες σκοτεινές πλευρές, που έπρεπε να διαλευκανθούν επειγόντως. Ποια ήταν αυτή; Πώς τη γνώρισε; Πού τη συναντούσε; Επί πόσο; Ποιος άλλος το ήξερε; Λες να το ήξερε κανένας άλλος; Θεούλη μου, μπορεί να το είχαν μάθει όλοι, να το ᾿χε ο κόσμος τούμπανο κι αυτή κρυφό καμάρι! Ο Μιχάλης σίγουρα, ήταν κι αυτός στο συνέδριο φέτος, άρα και οι Δεληγιάννηδες και... Ποιοι άλλοι γνωστοί ήταν μαζί; Γέλια που θα ᾿χουν ρίξει... Έβλεπε κιόλας κεφάλια σκυμμένα να ψιθυρίζουν σε αυτιά. «Πολύ ζώον κι αυτή η Άννα, ρε παιδάκι μου. Ο άντρας της γαμεί αβέρτα κι εκείνη στον κόσμο της...» «Τι να σού κάνει κι ο άνθρωπος, εγκατέλειψε τον εαυτό της», συμπλήρωνε στωικά μια άλλη. «Είναι ρούχο τώρα αυτό να τραβήξει έναν άντρα; Άσε που είναι πενήντα κιλά βαριά βαριά, τι να πιάσεις να φχαριστηθείς από δαύτην;»
Το αίμα όρμησε και κοκκίνισε τα χλομά μάγουλά της μα γρήγορα αγανάκτησε. Γιατί να ντρέπεται αυτή; Κι όμως αυτή ντρεπόταν, γαμώτο.
Έτρεξε και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Αγαπημένη μου κρύπτη, κουκλόσπιτο τής παιδικής ηλικίας, τρύπα που μπαίνεις και όλοι σε ξεχνάνε, καταφύγιο των δύσκολων καιρών, φιλόξενη υγρή μήτρα με τούς καθρέφτες, διάταξε τούς μυρωμένους υδρατμούς σου ακόμα μια φορά να θαμπώσουν τον πόνο, που αστράφτει σαν μέταλλο σκληρό.
Το μπάνιο άκουσε και θάμπωσε όλους τούς καθρέφτες. Έτσι η Άννα δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τις γραμμές τού αδύνατου κορμιού της, όταν έβγαλε όλα της τα ρούχα και στήθηκε απέναντι απ᾿ το χοντρό κρύσταλλο, σαν έτοιμη να εκτελεστεί από αόρατο απόσπασμα. Ξεχώριζε μόλις μέσα από την ευεργετική αχλή, τη χαλαρή γραμμή τού στήθους, τούς ώμους που κύρτωναν αδιόρατα και το μαυρισμένο της στέρνο. Κι ύστερα ένιωσε πως δεν είχε και τόση σημασία. Η εικόνα της ήταν ξαφνικά ξένη. Δεν την αφορούσε αυτό το σώμα πια. Ήταν αόρατο για κείνον.
Ήταν αόρατο και για κείνη. Από καιρό δεν την άγγιζε πια. Δεν την απέφευγε, μα δεν την άγγιζε πια. Τα χέρια του δεν έψαχναν τυφλά το δρόμο τους προς τα μέλη της. Τα χέρια της, το στήθος της, οι μηροί της, δεν υπήρχαν πια.
Άρχισε να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις. Έβαλε τα χτεσινά ρούχα κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο. Τράβηξε τα μαλλιά της, αχτένιστα σχεδόν, σε μια σφιχτή αλογοουρά και βγήκε έξω. Το μπάνιο την έσφιγγε τώρα σαν κλοιός. Έπρεπε να δράσει. Αν έμενε ένα λεπτό ακόμα σ᾿ αυτή την υγρή κρύπτη, θα έλιωναν οι αποφάσεις της και θα χάνονταν στην αποχέτευση.
Το ταξί έτρεχε στους άδειους δρόμους αφήνοντας πίσω του καυσαέρια και τη φωνή τού Στελάρα. Κι αν χιονίζει κι αν βρέχει τ᾿ αγριολούλουδο αντέχει. Τα Μεσόγεια εγκαταλειμμένα στην κακογουστιά πιο εξόφθαλμη κάτω από το μεσημεριάτικο ήλιο. Κανένας στο ρεύμα προς την Αθήνα. Ποιος θέλει να πάει αυγουστιάτικα, Κυριακή, στην Αθήνα; Ο Βασίλης μόνο. Αυτός ήταν αδύνατον, δεν μπορούσε να περιμένει ούτε μια μέρα, η θάλασσα δεν τον δρόσιζε πια, τα τζιτζίκια θόρυβος δίχως αυτήν, τα σεντόνια ιδρωμένα. Έπρεπε να πάει κοντά της. Φυσικός νόμος, πανάρχαιος τον έσπρωχνε, και κανένα κωλοεξοχικό, καμία αργία, καμιά σύζυγος, κανένα παιδί δε θα τον κρατούσε μακριά.
Κι από πίσω του η Άννα. Άλλος πανάρχαιος νόμος την έσπρωχνε να τρέχει από πίσω του κι αυτή, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Δεν ήθελε να καταθέσει τα όπλα αμαχητί, θα μπορούσε, αλλά δεν ήθελε. «Αξιοπρεπέστατη», θα έλεγαν, «κυρία. Υπέγραψε το συναινετικό κι ούτε δραχμή διατροφή δε ζήτησε. Είναι και τα παιδιά στη μέση, βλέπεις...» Τα παιδιά, ε; Αυτό δε θα μού πεις κι εσύ Βασίλη; «Πρέπει να σκεφτούμε τα παιδιά». Γιατί όταν γέρνει η ιστορία απ᾿ τη μεριά μου εμφανίζονται πάντα τα παιδιά; Γιατί όταν έχωνες τη γλώσσα σου στο στόμα της δε σκέφτηκες εσύ τα παιδιά; Γιατί εγώ πρέπει να σ᾿ αφήσω ήσυχο να την πηδάς, σιωπηλή και αξιοπρεπής, επειδή υπάρχουν τα παιδιά; Μαγική εικόνα είναι αυτά τα γαμημένα τα παιδιά; Εμφανίζονται μόνο όταν τα κοιτάζω εγώ;
«Μαμά, μόνο σ᾿ εσένα μ᾿ έφερε ο πελαργός;» τη ρώτησε ο Χαρούλης όταν έκλεινε τα τρία. Έσβηνε τα κεράκια στην τούρτα του και ο πατέρας του έλειπε πάλι. Μεταπτυχιακά ο μπαμπάς, τι να κάνεις, στρατός, ευτυχώς που ήταν και προστάτης και τη γλίτωσε φτηνά. «Στα άλλα γενέθλια θα είναι εδώ. Θα δεις».
Στα άλλα γενέθλια ήταν και καμάρωνε — ήταν ο πιο νέος απ᾿ όλους τούς μπαμπάδες.
«Μικρός μικρός στα βάσανα», γελούσε ευχαριστημένος και τής χτυπούσε την πλάτη. «Δεν πήρες κάνα σαλαμάκι για την μπίρα, ρε Άννα;»
«Πού ακριβώς να σάς αφήσω, μαντάμ;»
Η φωνή τού ταξιτζή την προσγείωσε στα φθαρμένα δερμάτινα πίσω καθίσματα τού αυτοκινήτου του. Με τα χίλια πήγαινε; Πότε φτάσανε κιόλας στο κέντρο τής Αθήνας;
«Στο μεθεπόμενο στενό, Λυκαβηττού», τού απάντησε κι έβγαλε το πορτοφόλι της.
Κατέβηκε, αφού πρώτα φόρεσε τα μαύρα γυαλιά και το ψαθάκι. Όχι ότι θα έσωζαν την κατάσταση, αν την έβλεπε κανείς. Άλλωστε ήταν έτοιμο το παραμύθι: Είχε ραντεβού με τον οδοντίατρο, αλλά την έστησε. Κυριακή; Κυριακή. Ήταν έκτακτο κι αυτός θα έφευγε για διακοπές τη Δευτέρα. Όποιος το ᾿χαψε, το ᾿χαψε. Εκείνη γιατί κατάπινε αδιαμαρτύρητα τούς πελάτες τού Σαββατοκύριακου, τις έκτακτες συσκέψεις, τις προτάσεις που δεν μπορούσαν να γραφτούν στο σπίτι; Ας έκανε κάποιος τα στραβά μάτια και γι᾿ αυτήν.
Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ευτυχώς, το «Φίλιον» ήταν ανοιχτό. Μπήκε στην κλιματιζόμενη αίθουσα και κατευθύνθηκε στο πιο αθέατο ακριανό τραπεζάκι με θέα στη Σκουφά. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε τσιγάρα, σπίρτα και μιαν αδιάβαστη χτεσινή εφημερίδα που είχε ξεμείνει εκεί. Τρεις πελάτες ήταν όλοι κι όλοι στο μαγαζί και το γκαρσόνι έφτασε σε μισό λεπτό εξυπηρετικότατο.
«Έναν καπουτσίνο φρέντο, παρακαλώ. Και νερό, πολύ νερό», τού παράγγειλε, γιατί ένιωσε ν᾿ αφυδατώνεται.
«Αμέσως», είπε πρόθυμα ο νεαρός ξανθούλης κι έφυγε για τον πάγκο.
Τι ανακούφιση που ήταν καμιά φορά τα γκαρσόνια... Χαμηλώνετε τη μουσική παρακαλώ, μάλιστα, μού ζεσταίνετε το κρουασάν, δεν τρώγεται κρύο, αμέσως, κυρία μου, μήπως θα μπορούσατε να ψήσετε λίγο περισσότερο το μπιφτέκι τού μικρού; Ασφαλώς και μπορούσε. Κανένας δεν τη βοήθησε πιο πολύ στη ζωή της από τα ευλογημένα γκαρσόνια, γκαρσόνια με κόκκινα γιλέκα, με μαύρα παντελόνια, γκαρσόνια πιθανότατα φοιτητές, γκαρσόνια που κόντευαν στη σύνταξη.
Ο παγωμένος καφές και δυο ποτήρια νερό προσγειώθηκαν μπροστά της κι αυτή δεν μπόρεσε ν᾿ αποφύγει ένα βλέμμα υπερβολικής ευγνωμοσύνης προς τον ανυποψίαστο νεαρό. Αμέσως μετά τον ξέχασε και κάρφωσε τα μάτια της στο απέναντι πεζοδρόμιο, διαγώνια, στο 47 τής οδού Σκουφά. Άναψε τσιγάρο κι έπιασε τον καφέ στα τυφλά. Το κτίριο που φιλοξενούσε το γραφείο τού άντρα της στον τρίτο όροφο, το κτίριο που όργωσε μεταφέροντας καναπέδες, το Νομικό Βήμα και πολυθρόνες «SATO» κείτονταν εκεί, ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και τόσα χρόνια. Με τα πόδια του στυλωμένα στη Σκουφά και περιστέρια να τού κουτσουλάνε το κεφάλι, θα έμενε εκεί εις τούς αιώνες και οι δικηγόροι θα μπαινόβγαιναν στα σπλάχνα του, αγχωμένοι, κατά φουρνιές. Ασυγκίνητο τώρα την προκαλούσε από απέναντι, κρύβοντάς της μικρόψυχα όλα όσα ήθελε να δει μια ώρα αρχύτερα.
Μέχρι τις τρεις παρά είκοσι κανείς δεν είχε βγει από την πόρτα στόχο. Η Άννα σηκώθηκε με την ξαφνική αίσθηση ότι ματαιοπονεί. Μπήκε στο πορτάκι που οδηγούσε στην τουαλέτα και το κόκκινο τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό τού Βασίλη κι άκουσε βηματίζοντας τα πέντε μάταια μπιπ. Στο έκτο η φωνή του τής τσάκισε τ᾿ αυτιά.
«Ναι;»
Συνήθως έλεγε εμπρός. Συνήθως το σήκωνε η ασκουμένη του. Το έκλεισε. Συνήθως τον έπαιρνε για να τού μιλήσει. Συνήθως δεν τον έπαιρνε στο γραφείο, για να μην τον ενοχλήσει. Σήμερα όμως τίποτα δεν έγινε όπως συνήθως. Βγήκε από το σκοτεινό δωματιάκι οπλισμένη με γαϊδουρινό πείσμα. Θα τον περίμενε εκεί μέχρι να τελειώσουν οι καφέδες τού «Φίλιον», μέχρι να αποκαμωθούν τα γκαρσόνια και να πάψουν να την ανέχονται, μέχρι να μαζευτούν οι καρέκλες και να αλυσοδεθούν τα τραπεζάκια έξω.
Δε χρειάστηκε. Σε είκοσι λεπτά η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από το χέρι τού Βασίλη. Πρώτος βγήκε ο Μάκης, ο παλιός ασκούμενος, νυν νεαρός συνεργάτης. Έκανε ένα γρήγορο νεύμα κι έστριψε προς την Ακαδημίας. Αυτός πάει σπίτι του. Κάπου στην Ακαδημίας έμενε. Ύστερα φάνηκαν με τη σειρά ο Βασίλης και μια γυναίκα καστανή με κοντό καρέ κούρεμα και ταγιέρ μπεζ τής άμμου. Η Άννα πάγωσε απ᾿ την έκπληξη. Δεν ήταν εκείνη! Μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν, ο Βασίλης και η άγνωστη έφυγαν από το οπτικό της πεδίο, κατευθυνόμενοι προς τη μεριά τής πλατείας Κολωνακίου.
Η Άννα άφησε ένα χιλιάρικο στο τραπεζάκι κι έτρεξε προς την έξοδο, προσπαθώντας να ξαναεντοπίσει το ζευγάρι. Παραμέρισε το αμήχανο γκαρσόνι, που βρέθηκε τυχαία να τής φράζει το δρόμο, και πετάχτηκε στο καυτό πεζοδρόμιο απροστάτευτη από πεζούς κι από αυτοκίνητα. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στη Σκουφά. «Εγώ κι εσείς μόνοι θα λογαριαστούμε», μονολόγησε η Άννα και τούς ακολούθησε από απόσταση. Τα μαύρα ρούχα τού Βασίλη τη βοηθούσαν να μην τούς χάνει απ᾿ τα μάτια της.
Το μυαλό της δούλευε με χίλια εξετάζοντας πιθανότητες. Ποια ήταν αυτή η καινούρια γυναίκα; Συνεργάτης του δεν ήταν. Πελάτισσα δεν ήταν. Ποτέ δεν κρατούσε τις πελάτισσες αγκαζέ — «Η οικειότητα βλάπτει το λογαριασμό», αυτό ήταν το μότο του και το τηρούσε. «Άσε που αν παραγνωριστείς με τον πελάτη, περιμένει υπερβολικά πράγματα από σένα. Να σε ξυπνάει τα βράδια, να τον παρηγορείς στις χασούρες, να τού κάνεις πίστωση...» Τι ήταν τότε; Ερωμένη νούμερο 2; Γιατί όχι; Είναι να μην πάρει φόρα ο άνθρωπος. Μπορεί να έχει φτάσει στο σημείο να βλέπει φουστάνι και να ορμάει, πολύ θέλει;
Κάτι μέσα της όμως αρνιόταν να δεχτεί αυτή την πιθανότητα. Δεν ήταν έτσι ο Βασίλης. Ποτέ δεν ήταν τής ποσότητας. Ήταν τής ποιότητας κι αυτός ήταν ένας λόγος που τον ερωτεύτηκε πριν από είκοσι χρόνια. Είχε σιχαθεί τούς τύπους που σ᾿ την πέφτανε αθεράπευτα ερωτευμένοι στην αρχή τού πάρτι και στο τέλος κλαίγανε απελπισμένοι για τη χυλόπιτα στην αγκαλιά μιας άλλης. Εκείνος την είχε πλησιάσει μετά από ώρες επίμονων βλεμμάτων, βλεμμάτων που τα ένιωθε να κολλάνε πάνω της σαν βεντούζες παρακλητικές κι αισθαντικές. Κι όταν αυτή — παίζοντας— τον αγνόησε, κάθισε στη γωνιά του ακίνητος και με καμιά δε γέλασε, αφού δε γελούσε με κείνη. Έτσι ήταν ο Βασίλης. Όταν ήθελε κάτι, αυτό ήθελε, δεν παρηγοριόταν με υποκατάστατα. Λες να μεταμορφώθηκε μετά τόσα χρόνια σε λιγούρη και να μην τον πήραμε είδηση; Ίσως η κρίση τής ηλικίας... Κρίση ηλικίας στα τριάντα εφτά; Γιατί όχι στα τριάντα εφτά, δηλαδή;
Όσο οι φράσεις γράφονταν διαδοχικά στο μυαλό της σβήνοντας η μία την άλλη, το ζευγάρι μπήκε στο «Da Capo», γωνία Τσακάλωφ με πλατεία Κολωνακίου, και τώρα διάλεγε σάντουιτς από τον πάγκο. Η Άννα είχε ξεχαστεί και καθόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο ακίνητη κάτω από τον ήλιο, χωρίς καμιά προφύλαξη. Γι᾿ αυτούς ήταν αόρατη, το ένιωθε. Εκείνοι είχαν μάτια μόνο ο ένας για τον άλλον, δεν επρόκειτο να την προσέξουν.
Μόνο όταν τούς είδε να ξαναβγαίνουν στο πεζοδρόμιο και να ψάχνουν για ταξί, υποχώρησε με μικρά βήματα και κρύφτηκε στις πρασιές τής πλατείας. Από τα αραιά φυλλώματα διέκρινε τον Βασίλη να τής ανοίγει την πόρτα τού ταξί, να τής κάνει ένα σινιάλο (αύριο;) και να τη χαζεύει καθώς απομακρυνόταν. Έπειτα έκοψε μέσα απ᾿ την Τσακάλωφ, για να πάει προφανώς στο γκαράζ που άφηνε το αυτοκίνητο. Γιατί όμως δεν την πήγε ο ίδιος; Μάλλον θα είχε λόγους να μην τη δουν στο αυτοκίνητό του. Να ήταν κι εκείνη παντρεμένη; Ή μήπως δεν ήταν αυτή η ερωμένη τού Βασίλη κι έκανε λάθος η Άννα; Μπορεί να ήταν πελάτισσα. Όχι, είπαμε. Μπορεί... Αυτό ήταν. Μάλλον είναι φίλη της κοκκινομάλλας και ανέθεσε υπόθεση στον Βασίλη. Γι᾿ αυτό η οικειότητα. Γι αυτό και η συνάντηση στο γραφείο. Γι᾿ αυτό και δεν την πήγε σπίτι της με τ᾿ αμάξι του. Δεν ήταν η αγαπημένη του αλλά μια φίλη της. Την κέρασε απλώς ένα σάντουιτς.
Ας το διευκρινίσουμε, αποφάσισε και μπήκε στο κουβούκλιο τού καρτοτηλέφωνου δεξιά. Σχημάτισε τον αριθμό τού ασκούμενου ευτυχώς απομνημόνευε νούμερα σαν τον αυτιστικό Ντάστιν Χόφμαν στον Άνθρωπο τής βροχής. Ο Μάκης σήκωσε αμέσως το ακουστικό. Η Άννα έψαξε την πιο ήρεμη εκδοχή τής φωνής της. Τον ρώτησε αν ήξερε πού είναι ο Βασίλης, γιατί τον έψαχνε στο Πόρτο Ράφτη ένας πελάτης που βιαζόταν. «Το γραφείο δεν μπορώ να το πιάσω από δω. Σκατογραμμές...» συμπλήρωσε στωικά και περίμενε σαν αράχνη να κάνει το θύμα της το μοιραίο λάθος.
Ο Μάκης τη ρώτησε γιατί δεν προσπαθούσε στο κινητό. Α, ώστε δε θέλεις να μιλήσεις, πουλάκι μου, θριαμβολόγησε από μέσα της μια νεογέννητη, πανούργα Άννα. Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
«Μάλλον το ᾿χει γυρίσει στον αυτόματο», τού αντέτεινε αμέσως.
Τώρα τα ψέματα ανάβλυζαν σαν γάργαρο νεράκι από μέσα της. Δεν τη σταματούσε τίποτα.
«Πάντως στο γραφείο ήμασταν μέχρι τώρα», τα μάσησε νυσταγμένα τάχα ο νεαρός. «Μαζί φύγαμε».
«Δηλαδή έρχεται από στιγμή σε στιγμή», συμπέρανε αθώα αθώα η Άννα και περίμενε την απάντηση με κομμένη την ανάσα.
«Ε... μάλλον», αναγκάστηκε να ξεστομίσει ο δύστυχος ο Μάκης, «εκτός...»
Όπα! Να, θα το κάνει το λάθος!
«Τώρα που το λέτε, νομίζω ότι μού είπε πως είχε να περάσει από κάπου... Δεν καλοθυμάμαι... Τι να σού κάνει ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι», κατέφυγε στο πιο κοινότοπο αστείο, προκειμένου να μην πέσει στα δίχτυα που τού άπλωσε.
«Ε, τότε θα τον περιμένω», τον καθησύχασε τώρα η Άννα ταραντούλα, για να επιστρέφει και να αποτελειώσει το θύμα της με μια τελευταία αλλά φαρμακερή ερώτηση.
«Δε μού λες, Μάκη μου, μόνοι σας ήσασταν ή είχε έρθει και η Ελένη;»
Η Ελένη ήταν η ταμένη γραμματέας του, που δούλευε χωρίς παράπονα Σάββατα, Κυριακές, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο.
Από την άλλη άκρη τού καλωδίου επικρατούσε σιγή. Μετά ακούστηκε ξανά η φωνή τού Μάκη, πνιχτή και ξέπνοη, να σαλτάρει από τη μια απάντηση στην άλλη και να μη δίνει καμία.
«Η Ελένη δεν ήρθε, όχι. Μάλλον είχε να πάει σε κάτι βαφτίσια, ένα ανιψάκι της νομίζω, αλλά δεν είμαι και σίγουρος...»
«Α, οι δυο σας μόνοι ήσασταν, δηλαδή...» τον ξαναπίεσε με ουράνια γαλήνη.
«Ναι». Ο Μάκης αποφάσισε πια να μπει στον απατηλό κόσμο τού ψέματος και τώρα ακουγόταν πιο ήρεμος. «Με θέλετε κάτι άλλο; Γιατί μού χτυπάνε το κουδούνι».
«Όχι, όχι, Μάκη μου, πήγαινε ν᾿ ανοίξεις», μην καθυστερείς παλιοψεύτη, πήγαινε καθίκι.
Έκλεισε αργά το τηλέφωνο και αναζήτησε με τα μάτια ταξί. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι και να σκεφτεί προσεχτικά το επόμενο βήμα.
Πέρασε την υπόλοιπη Κυριακή στο κρεβάτι. Ναυτία από την αναισθησία και πονεμένο φρονιμίτη πολύ πειστικό. Όχι ότι ασχολήθηκε και κανένας μαζί της. Έτσι που ήταν απορροφημένοι όλοι με τις ζωές τους, θα έχαβαν ό,τι κι αν τούς έλεγε. Ότι έπαθε ελονοσία. Ότι έπεσε θύμα μυστικών πυρηνικών δοκιμών στο Πόρτο Ράφτη. Οτιδήποτε, αρκεί ν᾿ αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρά της και να τούς αφήσει ήσυχους. Τέσσερις διαφορετικές ζωές συνυπήρχαν μέσα σε ενενήντα τέσσερα εξοχικά τετραγωνικά και απλώς συγκρούονταν καμιά φορά στο διάδρομο. Τίποτα άλλο.
Η Άννα καθόταν ξαπλωμένη για ώρες στο κρεβάτι, κατάπληκτη που δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα αυτό τόσο οφθαλμοφανές. Και τότε θυμήθηκε τα στερεογράμματα που τής χάρισε ο Χάρης πέρσι την Πρωτοχρονιά. Έφαγε ώρες χασκογελώντας μ᾿ αυτά. Κι άντε πάλι να προσπαθεί. Στην αρχή, αμάθητο το μάτι δεν έβλεπε τίποτα πέρα απ᾿ το φανερό. Ύστερα όμως, σε κάποια μυστική στιγμή που τα όργανα τής όρασης ξεστράτισαν κι άρχισαν ν᾿ αλληθωρίζουν από την προσήλωση, αποκαλύφτηκε η κρυμμένη εικόνα. Και ήταν τόσο ζωντανή, τόσο προκλητικά δεσπόζουσα που δεν μπορούσε πια να την αγνοήσει. Το μόνο ερώτημα που τη βασάνιζε ήταν τι διάβολο την είχε στραβώσει και δεν την έβλεπε πριν. Βέβαια μετά την πρώτη φούρια το ξέχασε κι άρχισε να παίζει «τριάντα μία».
Μήνες αργότερα η Άννα θύμωνε με τον εαυτό της. Τι επιπολαιότητα, πώς είχε πάρει τόσο ελαφρά τα στερεογράμματα; Αυτά τα φανταχτερά σχέδια προσπαθούσαν από τότε να τής πουν κάτι. Ξύπνα απ᾿ το λήθαργο, τής φώναζε η κόκκινη καρδιά στη μέση τού τριανταφυλλώνα. Υπάρχει κάτι που σού ξεφεύγει, τής ψιθύριζε συνωμοτικά το ελικόπτερο που καραδοκούσε στη ζούγκλα τού Βιετνάμ. Δεν ήταν τυχαίο που τής τα χάρισαν την πρώτη μέρα αυτής τής χρονιάς. Τής χρονιάς που θα γκρέμιζε το αυθαίρετο οικοδόμημα τής ζωής της σαν μπουλντόζα.
Τη στιγμή που πέρασε η Κατερίνα το κατώφλι τής κρεβατοκάμαρας, η Άννα διέκρινε για πρώτη φορά πεντακάθαρα την αόρατη φυσαλίδα που περιέκλειε τον κόσμο της, μισή μαύρη και μισή ροζ. Η εφηβεία είναι μεταβατικό στάδιο, έχει ν᾿ αλλάξει πολλά χρώματα ακόμα μέχρι να σταθεροποιηθεί. Στο μαύρο κομμάτι κολυμπούσαν μισοκρυμμένοι αρχαίοι φόβοι, αίμα γένους θηλυκού, το κεφάλι τής Αθηνάς, μια μπούκλα από τα φιδίσια μαλλιά τής Μέδουσας, ο εξόριστος μαστός τής αμαζόνας. Όλα ήταν βαριά για το κορμάκι της και τότε άπλωνε το χέρι απέναντι, να στηριχτεί λιγάκι στον καναπέ τής Μπάρμπι — ναι ακόμα εδώ ήταν αυτός, στην αποθήκη τής ροζ πλευράς, μαζί με λίκρα μίνι φορέματα, eye-liner και παλιά τεύχη τού Elle.
Γλυκιά μου, είπαν τα μάτια τής Άννας που συμπόνεσε ξαφνικά τη μικρή μ᾿ έναν άλλο τρόπο, σαν θεατής, πόσο χρόνο θα σού φάει να τα τακτοποιήσεις όλα αυτά... Ποτέ δεν είναι εύκολο ν᾿ απαλλαγείς από τα παλιά σου πράγματα. Οι αποθήκες είναι ύπουλες. Άσ᾿ τα εδώ, σού λένε, μην τα πετάξεις. Πού ξέρεις, μπορεί κάποτε να τα χρειαστείς και να μην τα έχεις. Αφήνω που ποτέ δε θα ᾿σαι σίγουρη τι πρέπει να κρατήσεις και τι να ξεφορτωθείς... Όμως η Κατερίνα ήθελε μόνο να τη ρωτήσει τι θα φάνε για βράδυ.
Ο Χάρης αργούσε, ήταν ασφυκτικά κλεισμένος σ᾿ ένα χρώμα. Η φυσαλίδα του ήταν γκρίζα, μόνο που αλλού φώτιζε λίγο και ξεγελούσε το μάτι. Τα παιχνίδια του ήταν κιόλας κολλημένα στα τοιχώματα, σπρωγμένα απ᾿ την αόρατη φυγόκεντρο τού χρόνου. Τηλεχειριζόμενες φόρμουλες και πλαστικά νεροπίστολα, ο ρόμποκοπ και ο γορίλας τής «Nintendo», όλα μαζί έτοιμα να πεταχτούν έξω από στιγμή σε στιγμή, αλλά ακόμα όχι. Κι ενώ στην περιφέρεια γινόταν χαμός, το κέντρο τού κόσμου του ήταν ακατοίκητο. Μόνο που με τον κατάλληλο φωτισμό έβλεπες τις σκιές των αποχωρούντων παιχνιδιών να πέφτουν βαριές και μεγεθυμένες στον άδειο χώρο, λες και τα φαντάσματά τους αποφάσισαν να στοιχειώσουν και το μέλλον του. Μη φοβάσαι, μωρό μου, ήθελε να τού φωνάξει η Άννα, η σκιά τής «Φόρμουλα-ένα» είναι, δεν είσαι υποχρεωμένος να την οδηγήσεις, μη σε τρομάζει η ταχύτητα, σε μερικούς μήνες θα την έχεις πετάξει έξω απ᾿ τη φυσαλίδα σου. Μού υπόσχεσαι να την πετάξεις έξω; Πες μου ότι θα την πετάξεις έξω! Όμως η φωνή τής Άννας αντανακλούσε στο σκληρό περίβλημα τής φυσαλίδας και επέστρεφε σαν εφιαλτική ηχώ. Και το παιδί ατάραχο μασουλούσε κατσούφικα ένα αχλάδι.
Όταν μπήκε ο Βασίλης, έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Δεν άντεχε να δει. Ποιος την καταράστηκε μ᾿ αυτή την καινούρια όραση; Ήξερε τι θα δει. Ήξερε τι δε θα δει. Και προτιμούσε να το δει κάποιος άλλος πρώτα, για να έχει και απτές αποδείξεις. Αύριο το πρωί θα πήγαινε σ᾿ έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.
O ντετέκτιβ ήταν κοντά εξήντα χρόνων κι επέμενε να τον φωνάζει «κύριε Αλέκο».
«Όχι, όχι Κυριακίδη, αστειεύεσαι, πώς είπαμε τ᾿ ονοματάκι σου; Άννα μου... Εδώ εμείς θα πούμε τα σώψυχά μας, θα ξεβρακωθούμε, που λέει ο λόγος, πρέπει να με νιώσεις σαν πατέρα. Αλέκο θα με λες. Για δώσε μου τώρα να καταλάβω. Τι πρόσεξες, τι σού κάθισε στραβά, τι άλλαξε στη συμπεριφορά του ο λεγάμενος;» Κι επειδή δεν έπαιρνε απάντηση: «Το κρεβάτι, λόγου χάρη, είναι μεγάλος καθρέφτης», φιλοσόφησε τσιγκλώντας την να συνεχίσει.
Η Άννα δεν ήξερε τι να τού πει. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι είχε πέσει στη μαύρη τρύπα τού «Χρυσού Οδηγού», με τον Κυριακίδη. Περίμενε έναν σύγχρονο επαγγελματία και τής άνοιξε ένας συνταξιούχος. Περίμενε ηλεκτρονικά όργανα παρακολούθησης, ανιχνευτές, κοριούς, φωτογραφικές μηχανές με τερατώδη zoom, και βρήκε κάτι που έφερνε σε γραφείο συνοικιακού φοροτεχνικού. Περίμενε να τής ζητήσει φωτογραφία και διεύθυνση γραφείου, και βρήκε έναν κουτσομπόλη που ψόφαγε για βρώμικες λεπτομέρειες. Ένιωσε το κουράγιο της, αυτό που την οδήγησε ως εδώ, να την εγκαταλείπει. Τώρα δεν μπορούσε ούτε καν να σηκωθεί και να φύγει.
Ο Κυριακίδης ψυλλιάστηκε την αποστροφή της και έκανε στροφή 360 μοιρών.
«Καλά, καλά, θα μπούμε μετά στις λεπτομέρειες. Πες μου τώρα πού δουλεύει, πού συχνάζει και ποιες ώρες. Σού ᾿κοψε να φέρεις πρόσφατη φωτογραφία, φαντάζομαι...»
Τουλάχιστον είναι γάτα, παρηγορήθηκε η Άννα και τού έτεινε τη φωτογραφία που κρατούσε από ώρα στο χέρι της. Μετά σηκώθηκε.
Ότι χρειάζεστε είναι σημειωμένο από πίσω», τον Η πληροφόρησε. «Θα σάς τηλεφωνήσω εγώ σε μία εβδομάδα ακριβώς. Θέλω τα πάντα. Φωτογραφίες, όλα».
Έκανε να φύγει, μα η φωνή του τη σταμάτησε.
«Ε... όπως αντιλαμβάνεσαι τρέχουν κάποια έξοδα, μπορεί εσύ να το μετανιώσεις —λέμε τώρα— και να μην εμφανιστείς σε μια βδομάδα. Να τα βρείτε, βρε αδερφέ, με συγχωρείτε λάθος, που λένε. Εμένα τότε ποιος με αποζημιώνει;» Κι επειδή η Άννα εξακολουθούσε να τον κοιτάει μπερδεμένη: «Τα μισά μπροστά και τα ρέστα στο τέλος», τής ξεκαθάρισε κοφτά.
Πήρε 120.000 με πιστωτική κάρτα, παρακαλώ σ᾿ αυτό το σημείο είχε φροντίσει να εκσυγχρονιστεί ο Αλέκος.
«Εσύ ψυχραιμία τώρα, σαν να μην τρέχει τίποτα», τη συμβούλεψε ξεπροβοδίζοντάς την. «Να μην τού βάλουμε ψύλλους στ᾿ αυτιά και πάρει τα μέτρα του. Θα κάνεις το κορόιδο!»
Ουδείς λόγος ανησυχίας, κύριε Κυριακίδη μου, είμαι εκπαιδευμένη. Μια ζωή το κορόιδο έκανα.
Δυο μέρες, δεν άντεξε παραπάνω. Το κακό ήταν ότι ο βρωμόγερος δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, όταν υπέκυψε στον πειρασμό και αποφάσισε να τον πάρει. Η Άννα άφησε το ακουστικό στη θέση του κι άρχισε να βολτάρει μπρος και πίσω από το γραφείο της. Τι καλή ιδέα να διακόψει την άδειά της... Το σπίτι της την πονούσε όπου κι αν ακουμπούσε, κι αυτό το δωμάτιο έμοιαζε τώρα με καταφύγιο, έτσι που δεν τής θύμιζε τίποτα, ούτε τον εαυτό του. Η ερημιά τού Αυγούστου έδινε μιαν απόκοσμη χάρη στο δεύτερο όροφο τής Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου. Η σιωπή σκέπαζε τα ξεκοιλιασμένα ντοσιέ που σέρνονταν σε ράφια και σε πατάρια, κάλυπτε τις φωνές των ακάλυπτων επιταγών που διαμαρτύρονταν, έδινε προσωρινή χάρη σε όλους τούς πτωχευμένους, παρηγορούσε τούς καταδολιευμένους δανειστές. Τίποτα δεν έμενε όρθιο κάτω απ᾿ την τρομερή ματιά τού καύσωνα.
Στις δύο και είκοσι απάντησε. Τη δικιά της την υπόθεση έψαχνε. Ο Βασίλης είχε ένα ποινικό. Είχε υπόψη της; Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, γνωστή υπόθεση. Θεατρικός επιχειρηματίας πυροβολεί την αρραβωνιαστικιά του. Ε, την αρραβωνιαστικιά του υπεράσπιζε ο άντρας της.
«Ο επιχειρηματίας έχει κατεβάσει ένα πολύ γερό όνομα και ο δικός σου ιδρώνει», παρατήρησε με χαιρεκακία ο ντετέκτιβ. «Ύποπτον ουδέν» πάντως. Δυο μέρες μόνο με τούς συνεργάτες του και την πελάτισσα τον βλέπω. Χτες το μεσημέρι φάγανε όλοι μαζί, ασκούμενοι και σία. Έχω και φωτογραφίες. Ύποπτον ουδέν, επανέλαβε. «Γραφείο, κάνας καφές έξω, σπίτι. Επί τού παρόντος», βιάστηκε να προσθέσει με νόημα, μην τυχόν και χάσει τον πελάτη από βλακεία. Συμφώνησαν να τα ξαναπούνε μόλις είχε κάτι καινούριο και κλείσανε.
Ένα κύμα ανυπομονησίας έπνιξε τις τελευταίες λέξεις τής Άννας. Δεν ήταν τυχερή, γαμώτο, γι᾿ ακόμα μια φορά, για χιλιοστή φορά στην γκαντεμοζωή της δεν ήταν τυχερή. Τώρα που είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής απ᾿ την αλήθεια, τώρα που η ψυχή της είχε ανοίξει διάπλατα έτοιμη να τα αντιμετωπίσει όλα κατά μέτωπον, τώρα που είχε ντυθεί την απάνθρωπη στολή τού πολέμου, τώρα λοιπόν διάλεξε η πουτάνα η τύχη να παίξει αυτό το αρρωστημένο κρυφτό μαζί της. Εναντίον τίνος θα εκσφενδόνιζε τις ναπάλμ της; Αν τις κρατούσε άλλο, θα έσκαζαν στα χέρια της.
Τότε ήταν που η πιο τρελή ιδέα τρύπωσε από μια χαραμάδα τής απελπισίας της. Πήρε ένα ταξί και βρέθηκε να χτυπάει το κουδούνι τού Κυριακίδη, ελπίζοντας να, μην την κοπάνισε πάλι. Ο Αλέκος άνοιξε μασουλώντας πεπόνι.
«Τι έγινε;» αποπειράθηκε να ρωτήσει, αλλά τα ζουμιά τον σταμάτησαν.
«Πού είναι οι φωτογραφίες;» μπήκε κατευθείαν στο θέμα η Άννα. «Θέλω να τις δω».
Την πέρασε μέσα όλο κατανόηση. Είχαν δει πολλά τα μάτια του τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Σκάλισε το δεύτερο συρτάρι τού γραφείου του και ανέσυρε ένα πακέτο φωτογραφίες δεμένες με λαστιχάκι. Η Άννα τις άρπαξε και τις άπλωσε με ασταθή χέρια στην πράσινη τσόχα τού γραφείου. Ο Βασίλης έβγαινε από το γραφείο με τον Μάκη και την πελάτισσά του. Ήταν η γυναίκα που είχε δει και η ίδια, μόνο που το ροζ λινό ταγιέρ τής πρόσθετε μιαν αθώα χάρη. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από απόσταση, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία. Τα μάτια της κινήθηκαν πιο γρήγορα απ᾿ το μυαλό της και καρφώθηκαν σ᾿ ένα κοντινό τής «πυροβολημένης αρραβωνιαστικιάς». Τα μάτια τής άγνωστης, τώρα μπορούσε να τα δει καθαρά, μάτια που ακτινοβολούσαν ένα μυθικό μπλε, υπάρχει όνομα γι᾿ αυτό το μπλε, το μπλε τού Υβ Κλάιν. Τα καστανά καρέ μαλλιά της είχαν μια χορευτική κίνηση, καθώς έστρεφε το κεφάλι ψάχνοντας για την τσάντα πίσω της. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τόσο φίνα, που δεν τα θόλωναν ούτε οι κόκκοι τής μεγέθυνσης.
«Πώς θα την περιγράφατε;» ρώτησε ξαφνικά τον Κυριακίδη, βάζοντας μπροστά του τη φωτογραφία.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, κατάπιε βιαστικά το πεπόνι που είχε στο στόμα και κούνησε αμήχανος το κεφάλι.
«Ας μη φτάνουμε σε βιαστικά συμπεράσματα. Άκου με και μένα, ξέρω τι σού λέω. Δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας ακόμα. Τίποτα». Άπλωσε ξανά τις φωτογραφίες στο γραφείο. «Βλέπεις εσύ κανένα πιάσιμο περίεργο, κανένα σουξουμού, δεν υπάρχει, σού λέω».
Τη στιγμή όμως που τη διαβεβαίωνε με περίεργη ζέση, τα χέρια του σταμάτησαν σε μια φωτογραφία κολλημένη πίσω από μιαν άλλη. Μια φωτογραφία που, αγνοημένη μέχρι στιγμής, μόλις τώρα άρχιζε να απελευθερώνει το δηλητήριό της. Ο Βασίλης με μια κόκκινη χαρτοπετσέτα στο χέρι καθάριζε με προσοχή τη δεξιά άκρη τού στόματος τής πελάτισσας, που έκανε έναν αστείο μορφασμό. Κέτσαπ από το τοστ; Μάλλον...
Η Άννα και ο ντετέκτιβ κοίταζαν βουβοί τη φωτογραφία, εξετάζοντας τις πιθανότητες. Ήταν φανερό πως ενώ ο γέρος δεν τής είχε δώσει αρχικά καμιά σημασία, τώρα μια νέα αξιολόγηση μεγάλωνε ραγδαία μέσα του. Όμως ήταν ή Άννα που τού την υπαγόρευε και όχι η επαγγελματική του πείρα. Ήταν το μουδιασμένο πρόσωπό της, που τόνισε την ειρωνική τρυφερότητα στην κίνηση τού άντρα. Αυτό έκανε ξαφνικά οφθαλμοφανή μια οικειότητα που μύριζε ψίχουλα από σάντουιτς σε ιδρωμένα σεντόνια.
«Είναι αυθόρμητος τύπος ο σύζυγός σας;» ρώτησε δειλά, επιχειρώντας να σκαρφαλώσει σ᾿ ένα πρώτο ερμηνευτικό σκαλοπάτι.
«Την αγαπάει», τον σταμάτησε εκείνη μια για πάντα. «Τι σκατά έμαθες τόσα χρόνια; Όταν ένας άντρας διπλώνει μια κόκκινη χαρτοπετσέτα και καθαρίζει το κέτσαπ από το στόμα σου, σ᾿ αγαπάει. Κοίταξέ τον!»
Τώρα που το άκουγε, ο Κυριακίδης δεν μπόρεσε να μην προσέξει την αναλογία. Πραγματικά, αυτός ο κόπανος καθάριζε την κυρία από τις σάλτσες, σαν να ᾿ταν σκονισμένο κόσμημα τού στέμματος. Σιγά, ρε φίλε, είπαμε ότι το απαυτό σέρνει καράβι, αλλά όχι κι έτσι... Το βούλωσε για λίγο πάντως, μέχρι να ηρεμήσει η άλλη.
Η Άννα μάζεψε τις φωτογραφίες με μια κίνηση παλιού χαρτοπαίχτη. Μετά τις έβαλε στην τσάντα της κι έκανε να φύγει. Πριν ανοίξει την πόρτα είχε τακτοποιήσει ξανά όλα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου της, κι έμοιαζε σαν υπάλληλος μυστικών υπηρεσιών όταν τού είπε αντί χαιρετισμού:
«Θέλω κασέτες. Θέλω τη διεύθυνσή της. Την επόμενη φορά θα τα ξέρεις όλα».
Το βράδυ τον περίμενε στη βεράντα να γυρίσει. Καθόταν σαν τεράστια κουκουβάγια στο σκοτάδι και μοιρολογούσε. Ύστερα μαδούσε τα φτερά από πάνω της, πετούσε την ηλίθια παθητική μάσκα τού πουλιού και γινόταν δηλητηριώδης αράχνη που ύφαινε θανάσιμες παγίδες. Τα παιδιά είχαν πάει με τούς δίπλα σινεμά. Τούς έδωσε και λεφτά για σουβλάκια. Έφυγαν πανευτυχή. Αχ, αυτές οι δυσανάλογες εκρήξεις χαράς που άστραφταν αίφνης μέσα τους. Φτηνές χαρές, σουβλάκι και κόκα σε θερινό. Τόσο απλές. Τόσο χαμένες για πάντα. Αυτό είναι το ακριβό τίμημα, σκέφτηκε η Άννα, για να ξεφύγεις από τις παράλογες απελπισίες. Δίνεις κάτι για ν᾿ απαλλαγείς από κάτι άλλο. Έτσι αντέχεις την προκρούστεια κλίνη. Έτσι αφήνεις τα μέλη σου να τραβιούνται, μέχρι να χωρέσουν στη σωστή θέση που έχει φυλαχτεί για σένα. Μεγαλώνεις. Το μεγάλωμα έχει δύο όψεις. Η σπίθα χάνεται κι από τις δυο πλευρές.
Έντεκα παρά τέταρτο άκουσε το αυτοκίνητό του να σκαρφαλώνει την ανηφόρα. Δεν κινήθηκε καθόλου. Τώρα το σκοτάδι είναι ο πιο καλός της φίλος. Στηρίζεται πάνω του. Ο Βασίλης μπήκε στο σπίτι φωνάζοντας ένα ένα τα ονόματα. Σώπασε μόνο όταν συνήθισαν τα μάτια του στη μαυρίλα και είδε τη φιγούρα τής γυναίκας του στην άκρη τής βεράντας.
«Εδώ είσαι; Δε μ᾿ άκουσες που μπήκα;» Τής ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.
Η Άννα έθεσε όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή. Τώρα χρειαζόταν προσοχή. Τώρα ήταν ανάγκη να παρατάξει όλες της τις εφεδρείες. Τα χάδια του έπρεπε να κυλούν σαν νερό από πάνω της και να τα ρουφάει το χώμα. Το βλέμμα του έπρεπε ν᾿ αντανακλά στον καθρέφτη τής θέλησής της και να επιστρέφει σ᾿ αυτόν άδειο. Τα λόγια του να συναντούν σκληρό το τύμπανο και να διώχνονται κατά κύματα έξω. Το σύστημά της έπρεπε πρώτα να τον ξεβράσει, για να τον πολεμήσει μετά.
Τού είπε ότι είχε δέκατα. Τι, κρυολόγησε καλοκαιριάτικα; Τού είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο. Δεν πειράζει, είχε τσιμπήσει στο γραφείο. Τού είπε ότι τα παιδιά πήγαν σινεμά. Τι παίζει; Καλό; Τού είπε ότι δεν ξέρει και σώπασε. Είχε κάνει το καθήκον της κι αυτός το δικό του. Αποσύρθηκε στην κουζίνα, έβγαλε μια μπίρα από το ψυγείο και άρχισε να διαβάζει κάτι χαρτιά που έφερε μαζί του. Δεν κατάλαβε τίποτα. Η Άννα ήταν που κατάλαβε πάλι.
Σηκώθηκε και πήγε μέσα σαν να ήταν η προχθεσινή Άννα. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι, τέλεια ρέπλικα τού εαυτού της, θα έπειθε οποιονδήποτε. Έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον.
«Τι ᾿ναι αυτό; Δουλειά;»
Εκείνος μάζεψε ασυναίσθητα τα χαρτιά του.
«Ναι. Δικογραφία είναι. Απόπειρα ανθρωποκτονίας». Η Άννα σηκώθηκε και έβγαλε κι αυτή μια μπίρα. Δεν ήθελε να τη βλέπει, όταν θα έλεγε την παρακάτω φράση: «Τυχεράκιας ο πελάτης σου. Θα τη βγάλει καθαρή με το δικηγόρο που διάλεξε». Και μετά την πρώτη γουλιά, «Εκ προθέσεως ή τού ξέφυγε;»
«Τι;» ρώτησε εκείνος ξαφνιασμένος.
«Η απόπειρα, ρε παιδί μου».
«Ααα... Εκ προθέσεως».
«Και γιατί τού την έδωσε έτσι;»
«Ξέρω γω, ζήλευε μάλλον. Την πυροβόλησε μόλις τού ζήτησε να χωρίσουν».
«Είναι καμιά φοβερή γκόμενα ή την αγαπούσε;»
Ο Βασίλης μετά από μια στιγμή αμηχανίας προσπάθησε, μάταια, να ξεγλιστρήσει από την κακοτοπιά με χάρη.
«Ξέρω γω, μάλλον δεν ήταν συνηθισμένος να τού κουνιούνται οι γκόμενες... Έχει φράγκα και πουλάει ανέξοδο αντριλίκι ο μαλάκας».
Αυτό ήταν. Τελικά δεν ήθελε και πολύ. Πιάστηκε λοιπόν στο δόκανο ο καλός ποινικολόγος. Η φωνή του είχε αρχίσει να μειώνει αλματωδώς την πολιτική των ίσων αποστάσεων που τηρούσε στην αρχή τής συζήτησης. Αγανακτούσε στα κρυφά, ήταν φανερό ότι ήθελε να πιάσει αυτό το απόβρασμα στα χέρια του και να το κάνει ένα με τη γη. Να μάθει ο μάγκας τής δεκάρας να πυροβολεί ανυπεράσπιστες γυναίκες, όταν δεν τού κάθονται.
Πόσο ξεδιάντροπα άνοιγε τα χαρτιά τού υποσυνειδήτου του... Την αγαπάει. Δεν μπορεί ν᾿ αντισταθεί στον πειρασμό να πάρει το μέρος της. Ο ηλίθιος. Είναι ερωτευμένος ο ηλίθιος. Λίγο ήθελε να σηκωθεί και ν᾿ αρχίσει ν᾿ αγορεύει ενώπιον τού μεικτού ορκωτού τής κουζίνας του ο μαλάκας. Η Άννα κατάπιε αυτό που ᾿θελε εκείνη να τού πει με μια πικρή γουλιά μπίρα.
«Βλέπω την έχουμε πάρει ζεστά την υπόθεση», ξεφούρνισε τελικά ένα μικρό δείγμα, αφού κατέβασε το μπουκάλι. Το ήξερε πως έκανε λάθος, αλλά ήταν υπεράνω των δυνάμεων της. Η φράση της θρονιάστηκε ανάμεσά τους χλομή απ᾿ τη ζήλια. 0 Βασίλης τράβηξε θορυβημένος καρέκλα του πίσω, μάζεψε τα χαρτιά του άρον άρον και σηκώθηκε.
«Τι; Θα πας για ύπνο από τώρα;»
Μάταια προσπάθησε η Άννα να τον μαλακώσει. Κάτι μάσα του ανίχνευσε τον έρποντα κίνδυνο και τον έτρεπε σε άτακτη φυγή. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν πτώμα. Είχε και να ξυπνήσει νωρίς... Πήρε μαζί τη δικογραφία, πέταξε μια καληνύχτα και αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα.
Η Άννα άρχισε να βηματίζει σαν ψυχοπαθής στην κουζίνα. Ήταν έξαλλη με την ανοησία της. Τα κατέστρεψε όλα. Τι ρωγμή χάραξε το καύκαλο όπου είχε κρυφτεί, γιατί δεν άντεξε ν᾿ ακούσει ακόμα μια φορά αυτό που ήδη γνώριζε; Πώς άφησε να την παρασύρει εκείνος στη δικιά του παγίδα; Τώρα τον είχε προειδοποιήσει. Μπορεί ακόμα να μην το ήξερε, αλλά τον είχε προδιαθέσει. Ένας μηχανισμός μέσα του θεμελίωνε κιόλας οχυρωματικά έργα.
Μέτρησε είκοσι αγχωμένα λεπτά και πήγε ακροπατώντας μέχρι την κλειστή πόρτα τής κρεβατοκάμαρας. Έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Ο Βασίλης είχε αποκοιμηθεί κρατώντας τη δικογραφία στα χέρια. Ωραία. Άνοιξε την πόρτα με προσοχή, σαν χειρουργός σε κρίσιμη επέμβαση. Έκανε δυο τρία βήματα στο παρκέ. Ποτέ δεν είχε προσέξει πόσο έτριζε το καταραμένο ξύλο. Ο Βασίλης σάλεψε κι εκείνη ακινητοποιήθηκε κρατώντας την ανάσα της. Το φως τού αμπαζούρ στο κομοδίνο έριχνε αρπακτικά τη σκιά της πάνω του. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της κι έπιασε τα χαρτιά. Τα τράβηξε απαλά, τόσο απαλά που τρόμαξε όταν αυτός άνοιξε αίφνης τα βλέφαρά του, σαν να καραδοκούσε από ώρα την εισβολή τού εχθρού. Τα χέρια του έσφιξαν σπασμωδικά την πολύτιμη δικογραφία κι η φωνή του έκπληκτη και βραχνή «Τι είναι;» τη ρώτησε και την άφησε έκθετη στην αμηχανία της.
«Τίποτα, ήρθα να σού κλείσω το φως. Καληνύχτα». «Καληνύχτα».
Τα περίφημα χαρτιά έμειναν αδικαιολόγητα στα χέρια του και η Άννα έφυγε ηττημένη γι᾿ άλλη μια φορά.
Όταν ήρθαν τα παιδιά, τα καληνύχτισε και πήγε κι αυτή στο κρεβάτι. Ο Βασίλης είχε γυρίσει τώρα μπρούμυτα σκεπάζοντας με το σώμα του τη δικογραφία. Η Άννα κατάλαβε οτι έπρεπε να βρει άλλο τρόπο. Κι έπρεπε να τον βρει γρήγορα.
Το άλλο πρωί άνοιξε την ατζέντα της κι έψαξε το τηλέφωνο τού Μιχάλη. Εκείνος θα ξεκαθάριζε τα πράγματα, αν τον χειριζόταν με τρόπο. Ήταν μαζί του στο Λονδίνο. Ήξερε για την κοκκινομάλλα. Ίσως ήξερε και για την καινούρια. Κυρίως ήξερε τον Βασίλη καλά. Γνώριζε και τούς άντρες καλά, αυτό διατυμπάνιζε συνεχώς:
Είμαι ο μόνος γνήσιος εκπρόσωπος, Άννα μου, όλοι οι άλλοι είναι μεταλλαγμένοι, δεν τούς βλέπεις; Ο δικός σου σπατάλησε τόνους πολύτιμης τεστοστερόνης σε νομικά επιχειρήματα, ο Χρηστάκης σε παιδικές τροφές και ο Πάνος σε άγχος καταξίωσης. Γι᾿ αυτό μάς την έδωσε ο Θεός ρε μαλάκες;»
Οι εν λόγω μαλάκες τον άκουγαν και καταδιασκέδαζαν. Είχαν κι αυτοί ράμματα για τη γούνα του, αλλά τον άφηναν να λέει τα δικά του. Ας μιλήσει κι ένας άντρας ανοιχτά, ρε παιδί μου, θα σκέφτονταν από μέσα τους, αφού εμάς δε μάς παίρνει.
Ήταν ο μόνος τού κουαρτέτου που έμενε στην Αθήνα τον Αύγουστο. Εκτός των άλλων μισούσε και τις διακοπές, εφεύρεση κρετίνων τις αποκαλούσε. Κάθε άνοιξη ξόδευε ώρες στηλιτεύοντας αμείλικτα τον κοινωνικό ντετερμινισμό, που μάς στέλνει όλους, ένα ιδρωμένο πακέτο, διακοπές τον Αύγουστο και μάς ξεβράζει στα αθηναϊκά πεζοδρόμια ξανά την 1η Σεπτεμβρίου ακριβώς.
Σχημάτισε το νούμερο του, αλλά μόλις τον άκουσε το έκλεισε αμέσως. Τι στην ευχή θα τού έλεγε; Με ποια αφορμή θα μπορούσε να πάει να τον δει; Δεν ήταν ακριβώς κολλητή του μέχρι σήμερα. Τον αγαπούσε, όπως αγαπάμε ένα άταχτο σκυλί που το ᾿χουμε χρόνια σπίτι. Ήταν αυτονόητος. Αλλά δεν ήταν ακριβώς και φίλη του. Ούτε ακριβώς γυναίκα. Ήταν η γυναίκα τού φίλου του. Ξεχωριστή κατηγορία είχε φτιάξει, για να στριμώξει αυτήν, τη Μαρία και τη Δώρα. Η κατηγορία των, γυναικών χωρίς βυζιά και με αόρατους κώλους, τουλάχιστον για τα μάτια του. Σ᾿ αυτό το περίεργο ασεξουαλικό άσυλο μπαινόβγαιναν, υποτίθεται, και οι γκόμενες του για, τούς άλλους.
Θα τον αιφνιδιάσω, αποφάσισε η Άννα για να ξεφύγει από το λογικό αδιέξοδο. Είπε στα παιδιά να πάρουν κάνα κοτόπουλο ψητό για το μεσημέρι κι έφυγε τάχα για τη δουλειά.
«Πάλι κοτόπουλο;» ούρλιαξε ο Χάρης που είχε τις κακές του. «Θα βγάλουμε βυζιά!»
«Να βγάλετε», άκουσε έκπληκτη τον εαυτό της να απαντάει.
«Εγώ που έχω βγάλει να πάρω πίτσα;» ακούστηκε ειρωνική η φωνή τής Κατερίνας μέσα από τούς αφρούς τής οδοντόκρεμας.
Όταν χτύπησε το κουδούνι του, έτρεμε μήπως δεν τής ανοίξει. Όμως τής άνοιξε, έκπληκτος που άκουσε τη φωνή της από το θυροτηλέφωνο. Χρόνια είχε να πάει σπίτι του. Γιατί το σπίτι του δεν ήταν σπίτι. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν, με όλα τα απαραίτητα έπιπλα μαζεμένα εκεί, να διαδηλώνουν μια φτιαχτή λιτότητα. Φτιαχτή γιατί τα πεταμένα ρούχα ήταν φανερά ακριβοπληρωμένα, τα κουβαριασμένα σεντόνια μεταξωτά και η μοναδική πολυθρόνα δια χειρός σκανδιναβού σχεδιαστή. Είχε φράγκα απ᾿ τον μπαμπά του ο Μιχαλάκης, γι᾿ αυτό έκανε και το μάγκα στους άλλους με τη μονογαμική του αφοσίωση στην έρευνα. Σιγά να μην έσερνε την επιστήμη του στα θλιβερά ελληνικά δικαστήρια. Σιγά μην πάθαινε έμφραγμα για να γίνει Λυκουρέζος.
«Έλα, ρε Αννούλα, πώς από δω; Δεν τρέχει τίποτα, φαντάζομαι...»
Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο ύφος της, πράγμα καθόλου εύκολο. Ήταν και ασυνήθιστος, εδώ που τα λέμε. Είχε εντάξει τις γυναίκες των φίλων του στην κατηγορία τους και δεν πολυασχολήθηκε να τις καταλάβει. Λάθος σου, πουλάκι μου, είπε από μέσα της χαιρέκακα η Άννα, τώρα είσαι άοπλος.
«Θέλω να σού ζητήσω κάτι, αλλά ντρέπομαι», είπε τελικά η Άννα μ᾿ ένα ολοκαίνουριο νάζι που τον θόλωσε.
«Τι ρε, λέγε, εμένα ντρέπεσαι;»
Τώρα είχε ανάψει την περιέργειά του για τα καλά. Όσο η Άννα δεν άνοιγε τα χαρτιά της, τόσο αυτός φούντωνε κι έκανε άλματα με το μυαλό του.
«Θα πιεις κάτι;» Αποφάσισε να τής δώσει χρόνο να χαλαρώσει.
«Μια πορτοκαλάδα, αν υπάρχει, ευχαριστώ».
Έβαζε την πορτοκαλάδα μισοστραμμένος προς την πλευρά της.
«Λοιπόν, θα μού πεις ή θα με σκάσεις;» τής είπε τελικά, αφού δεν έβλεπε φως.
«Είναι μια συνάδελφος στη δουλειά, για χάρη της ήρθα μέχρι εδώ...»
«Ε, και τι;»
«Αυτή έχει μια κόρη... φοιτήτριά σου», ξεφούρνισε τάχα μαγκωμένα η Άννα.
«Όχι, ρε πούστη, κι εσύ ρουσφέτι;»
«Δε γίνεται, ε;» τα μάζεψε εκείνη αμέσως.
«Τι χρωστάει;»
Η φωνή του ακούστηκε μαγκωμένη. Ζορίστηκε ο φουκαράς. Πρώτη φορά τού ζητούσε χάρη η Άννα και δεν τού πήγαινε η καρδιά να την αποπάρει.
«Τι με ρωτάς, ρε Μιχάλη; Το μάθημά σου χρωστάει, γι᾿ αυτό ήρθα σε σένα. Άλλωστε έχει δώσει το κορίτσι και πήγε καλά».
«Τότε εμένα τι με θες;»
«Έγραψε καλά, αλλά την κόψατε την κακομοίρα. Εγώ σού ζητάω μόνο να ξαναδείς το γραπτό της με προσοχή κι αν δεν αξίζει, μην την περάσεις».
«Κάτσε, ρε Αννούλα, τι νομίζεις δηλαδή; Τα άλλα τα γραπτά πώς τα βλέπω; Αφηρημένος;»
Η Άννα το βούλωσε, γιατί το παρατράβηξε και κόντευε να τον εκνευρίσει τον άνθρωπο. Όμως ο θυμός του δεν κράτησε πολύ.
«Άντε, καλά, πες της να περάσει απ᾿ το γραφείο, μόλις ανοίξει η Σχολή. Είναι καλή τουλάχιστον;» είπε με το κυνηγετικό του χαμόγελο ξανά στα χείλη. Ήταν διάσημος για το κυνήγι φοιτητριών, κόντευε να τού βγει το όνομα στη Σχολή.
«Καλή... για κόρη σου. Για δεκαεφτά χρονών παιδάκι μιλάμε, ρε Νέρωνα. Έχει κερδίσει και χρόνο».
«Ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με τέτοια παιδάκια, Αννούλα μου...»
Η Άννα έβλεπε τη σαρκοβόρα λάμψη στο μούτρο του, τις κόρες διασταλμένες, τα χείλη υγρά. Οραματιζόταν τα θύματα τού επόμενου εξαμήνου, παρατεταγμένα στα θρανία τους να τον περιμένουν να μπει στην αίθουσα. Αχ, η γοητεία τής πρώτης συνάντησης, αυτό το γιγαντιαίο ραντεβού με όλη την τάξη... Αυτός όφειλε να προβάλει απ᾿ την πόρτα ξαφνικά, μακρινός και κοντινός μαζί, δικός σας μα ποτέ ολόκληρος, κούκλες. Εκείνες θα προσπαθούσαν να πνίξουν ένα ομαδικό αααα! υπαγορευμένο μάλλον από την προηγηθείσα φήμη του παρά από τη φυσική του παρουσία. Τα μάτια τους δε θα ᾿βλεπαν ποτέ την πραγματική του εικόνα, τα μαλλιά που αποχαιρετούσαν το κεφάλι του, τα πόδια που έπλεαν αγύμναστα στο ακριβό του τζιν. Θα τον άρπαζαν τυφλά, μόλις διάβαινε το κατώφλι τού αμφιθεάτρου Σαριπόλων και θα τον σήκωναν δέκα πόντους πάνω απ᾿ το έδαφος, θριαμβευτή ενάντια στη βαρύτητα, ενάντια στην απροκάλυπτη εχθρότητα του χρόνου, ενάντια στο θάνατο τελικά. Και στα μάτια αυτά θα θρονιαζόταν για τα καλά, αναμνηστικές δόσεις τρεις φορές την εβδομάδα, για έναν ολόκληρο χρόνο. Τι ωραία που θα ξεχειμώνιαζε μέσα στη ζέστη αυτών των ματιών, βυθισμένος στις δυνατότητες που τού πρόσφεραν υποταγμένα, τις δυνατότητες που ποτέ δε θα εξαντλούσε, γιατί δεν ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Δεν ήθελε να τα πηδήξει. Τι να πηδήξεις από δαύτα, τελείως ψόφια θα είναι στο κρεβάτι. Στα εξήντα άμα βρικολακιάσει κι έχει ανάγκη φρέσκο αίμα ίσως... Τώρα μόνο να θαυμαστεί απροκάλυπτα ήθελε, να ειδωλοποιηθεί, να μπορεί να λέει την κάθε μαλακία που τού ᾿ρχεται και να τον παίρνουν σοβαρά, να παθιάζονται ψάχνοντας για κρυμμένα νοήματα.
Και τ᾿ αγόρια; Να μην ξεχνάμε και τ᾿ αγόρια εδώ είναι το πιο μεθυστικό σημείο τής ιστορίας. Αυτά τα υπέροχα στιβαρά κορμιά, τούτοι οι άντρες-παιδιά, κατά τις στατιστικές στο άνθος των σεξουαλικών τους επιδόσεων, μουδιασμένοι κι αυτοί από το δηλητήριό του, νικημένοι πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ο απροκάλυπτα πουλημένος αγώνας. Πότε άλλοτε, σε ποια φανταστική ζωή, σε ποιο ανδρικό παράδεισο θα μπορούσε να βάλει κάτω τόσα αρσενικά μαζί, τόσα νεότερα, ωραιότερα, δυνατότερα αρσενικά, χωρίς να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι;
Η Άννα πρόσεξε ότι την κοιτούσε περίεργα. Ο άνθρωπος δε διάβαζε τις σκέψεις της, απλώς απορούσε. Γιατί τον κοίταζε σαν αναστημένο τυρανόσαυρο τόση ώρα; Είπε τίποτα περίεργο;
«Μού βάζεις λίγη πορτοκαλαδίτσα ακόμα, ρε Μιχάλη... Έχω σκάσει απ᾿ τη δίψα». Κι ενώ εκείνος ξανασηκωνόταν πρόθυμα, αποφάσισε να μπει στο ψητό. «Με τσακίζει αυτή η ζέστη... Ξέρεις πού θα ᾿ θελα να είμαι τώρα; Λονδινάκι... Να ᾿μουν αραχτή σε κάνα δασάκι στο Hamstead και να ταΐζω τούς σκίουρους φιστίκια».
«Μετά από μια παραγωγική μέρα στου “Harrods” φυσικά...» μπήκε αμέσως στο κόλπο αυτός. «Θα ᾿πεφτες και στις εκπτώσεις, τυχερούλα». Τής έδωσε το ξαναγεμισμένο ποτήρι. «Πάρε τώρα αυτό. Με αγάπη από την Αθήνα».
«Αφού κάθομαι και χαζεύω τα άλμπουμ απ᾿ τα ταξίδια μας, τέτοια ψύχωση μ᾿ έχει πιάσει».
Όσο μιλούσε, σηκώθηκε και πλησίασε τη βιβλιοθήκη του. Από κει που καθόταν διέκρινε κάτι που έμοιαζε με άλμπουμ και δεν ήθελε να χάσει χρόνο.
«Δεν είναι τίποτα. Το επόμενο στάδιο να φοβάσαι. Άμα αρχίσεις να συχνάζεις στο μπαρ τού ανατολικού αερολιμένα για καφέ...»
Η Άννα είχε πλευρίσει τα άλμπουμ κι ετοιμαζόταν ν᾿ απλώσει χέρι, λέγοντας ταυτόχρονα, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Φωτογραφίες έχουν αυτά, ε; Να χαζέψω λιγάκι να παρηγορηθώ;»
Ο Μιχάλης σήκωσε τούς ώμους. Την άφησε να ξεφυλλίσει και πήγε να φτιάξει έναν καφέ παραξενεμένος για την ξαφνική αδιακρισία της, αλλά όχι και τόσο. Στο κάτω κάτω έτσι είναι οι γυναίκες, ρε φίλε, τι να κάνουμε τώρα, χώνουν τη μούρη τους παντού: στη ζωή σου, στο πορτοφόλι σου, στις φωτογραφίες σου...
Η Άννα πάλι ευχόταν να τραβήξει σε μάκρος αυτός ο φραπέ, να μην ξεκολλάνε τα παγάκια απ᾿ τη θήκη τους, να μη γυρίσει και τη δει να ξεφυλλίζει με τρελή μανία τα άλμπουμ, να πηδάει εκνευρισμένη τις σελίδες με τα αθώα παιδικά του χρόνια, ν᾿ αδιαφορεί για τα φοιτητικά του σκανδαλάκια, να γλιστράει πάνω από τα χρόνια των μεταπτυχιακών του σπουδών στη Γερμανία και να πλησιάζει τρεμάμενη στο 1994 όπου κατοικούσε ο εφιάλτης της, το ταξίδι στο Λονδίνο. Διακοπές στη Σαντορίνη, όχι, τα γενέθλιά του στο City, όχι, όχι, πού είναι το Λονδίνο, δεν έβγαλε καμιά φωτογραφία στο Λονδίνο; Ασφαλώς και. έβγαλε, τι συνεπής νάρκισσος θα ήταν. Να τος... Εδώ τον έχουμε...
Η Άννα χαλάρωσε και κοίταξε με προσοχή τα ευρήματά της, ακούγοντας τα παγάκια του να βροντοχτυπιούνται στο σέικερ. Ο Μιχάλης με μια γιαπωνέζα και έναν απροσδιόριστο δυτικό προφέσορα έξω από το ξενοδοχείο «Diplomat» με τα καρτελάκια τους στο πέτο, σαν αδελφές νοσοκόμες. Ο Μιχάλης με τον Βασίλη και τρεις άλλους κάθονται στη δεύτερη σειρά τής αίθουσας συνεδρίων. Μάλλον διάλειμμα, γιατί μιλάνε σκυμμένοι μπροστά. Ο Μιχάλης, ο Βασίλης και μια όμορφη, ψηλόλιγνη γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, τραβηγμένα σε αλογοουρά, στα σκαλοπάτια τού Βρετανικού Μουσείου! Τα δυο αγόρια πιασμένα αγκαζέ πολύ σφιχτά και παιχνιδιάρικα, κι εκείνη στο πάνω σκαλοπάτι κοιτούσε με αφ᾿ υψηλού συγκατάβαση τα φιλαράκια. Έτσι είναι τα φιλαράκια... Μαζί σε χαρές και σε λύπες, μαζί στους γάμους, μαζί και στα κερατώματα.
«Ποια είναι αυτή, ρε Μιχάλη; Κάπου την ξέρω και δε μού ᾿ρχεται. Ήταν συμφοιτήτριά μας;»
Το δεξί της χέρι έβαζε τώρα το άλμπουμ κάτω από τη μούρη του, ενώ τα μάτια της κατέγραφαν λεπτομερώς τις αντιδράσεις. Έλα, Μιχαλάκη, πες κάτι γρήγορα.
«Όχι, ρε, τι συμφοιτήτριά μας, πώς σού ᾿ρθε;»
Ρε, την παλιοσουπιά πώς ξεγλιστράει.
«Τότε ποια είναι;»
Ξύνει το πιγούνι του, σκέφτεται τάχα, ζορίζεται το μωρό μου.
«Ξέρω γω; Μια τύπα που ήταν στο συνέδριο... Ήρθε μαζί μας στο μουσείο, τής προσκολλήσεως. Ρε συ, ξέχασα να σού βάλω πάγο. Θες κανένα παγάκι;»
Όχι, γλυκέ μου, δε θέλω πάγο. Να μιλήσεις θέλω.
Ελληνίς ή αλλοδαπή; Καλά, φοβερό το κόκκινο μαλλί ...»
«Ελληνίδα είναι. Μ᾿ έναν καλό κομμωτή κι εγώ θα έμοιαζα με Ιρλανδό».
Έλα τώρα, Μιχαλάκη, μην το γυρίσουμε στα χρωμοσαμπουάν...
«Ποινικολόγος, ε;»
Εδώ άρχισε να ενοχλείται για τα καλά. Τον έζωσαν τα μαύρα φίδια. Αυτό ξεπερνούσε τα όρια τής τυχαίας περιέργειας. Η Άννα το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε ν᾿ αποφύγει την κρίσιμη ερώτηση.
«Δε νομίζω. Κάποιον συνόδευε μάλλον. Τούς συναδέλφους τούς ξέρω όλους».
Δηλαδή τώρα τι μάς λέει; Ότι θα έβλεπε αυτός την άγνωστη γκομενάρα να περιφέρεται στο συνέδριο και δε θα ρωτούσε το ιστορικό της;
Τής άρπαξε το άλμπουμ απ᾿ τα χέρια, γύρισε νευρικά τρεις σελίδες, βρήκε μια φωτογραφία του στη Νέα Υόρκη και τής την έχωσε στα μούτρα με απεγνωσμένη βιασύνη.
«Αυτήν εδώ την είδες; Μιλάμε για χλιδάτη ζωή, όχι αηδίες...»
Παναγίτσα μου, τι κακός ηθοποιός ήταν! Το χέρι του έτρεμε πάνω σε μια ελεεινή φωτογραφία του στο εσωτερικό τού καρακιτσάτου ουρανοξύστη τού Tramp και τής Ιβάνας. Καταρράκτες, φωτάκια, πλαστικά φυτά, σαν εφιάλτης από τη Δυναστεία. Αλλά τι να κάνει; Αυτή τη φωτογραφία βρήκε μπροστά του, αυτήν τής έδειχνε.
«Μπα, σ᾿ τη χαρίζω τη Νέα Υόρκη. Χίλιες φορές Λονδίνο».
Το είπε μόνο για να διασκεδάσει με την παράταση τής αγωνίας του. Δεν είχε σκοπό να συνεχίσει. Από δω και πέρα θα ήταν σκέτη χασούρα. Δεν ήταν και χαζός ο άνθρωπος, κοτζάμ ποινικολόγος. Άλλο μαλάκας, άλλο χαζός.
«Ποπό, άργησα, ρε γαμώτο. Για ρουσφέτι ξεκίνησα και στο Μανχάταν κατέληξα...»
Την ξεπροβόδισε πανευτυχής. Γιατί τώρα τελευταία όλοι την αποχαιρετούσαν με αναστεναγμούς ανακούφισης; Με φοβούνται; Είναι γραμμένο στο μέτωπό μου: ΠΡΟΣΟΧΉ, ΣΑΛΤΑΡΙΣΜΈΝΗ; Ή μήπως είναι επειδή για πρώτη φορά τούς πιέζω, εγώ η μις καλόβολη, η βαρόνη Σταφ των μικροαστών, τούς φέρνω σε δύσκολη θέση, απαιτώ κι εγώ κάτι απ᾿ αυτούς; Δεν είχε και τόση σημασία. Ό,τι ήθελε να μάθει, το έμαθε. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μια τυχαία γνωριμία στο συνέδριο, δεν ήταν ποινικολόγος ούτε σύζυγος ποινικολόγου. Η γυναίκα αυτή συνόδευε τον Βασίλη. Για να μη σού πω ότι ήταν καταχωρημένη στη λίστα «σύζυγοι- παιδιά», δίπλα στο όνομα Β. Νeofotistou.
Στο ασανσέρ τής ήρθε η φοβερή ιδέα. Γέλασε στον καθρέφτη, πατώντας πάλι το κουμπί για τον τέταρτο. Μανούλα, είχες άδικο να λες ότι δεν τα παίρνω. Εδώ αποδεικνύεται πανηγυρικά ότι έχω φλέβα. Βγήκε αθόρυβα κι έφτασε μπροστά στην κλειστή πόρτα τού Μιχάλη σαν κλέφτρα. Μετά κόλλησε το αυτί της στο ξύλο και περίμενε. Φυσικά, μιλούσε στο τηλέφωνο. Φυσικά, μιλούσε στον Βασίλη. Μόνο που δεν μπορούσε να τ᾿ ακούσει όλα. Κάτι «Μαλάκα, πρόσεχε», έπιασε κι έπειτα: «Πότε θα ξεμπερδέψεις απ᾿ τη δίκη... Την τηλεόραση φοβάμαι... Δεν είναι να μυριστούν σόου τα κοράκια, θα σάς πάρουν από πίσω. Το ξέρω ότι δεν είναι η μεγάλη υπόθεση, αλλά αν δεν έχουν τίποτα πιο ζουμερό θα σάς παραλάβουν, σ᾿ το λέω...»
Άρα τα δύο πρόσωπα συνδέονται, καλά το είχε καταλάβει. Αλλιώς γιατί να μπερδέψει ο Μιχάλης τη δίκη με αφορμή το Λονδίνο. Αυτό που έμενε να μάθει ακόμα, ήταν πώς ακριβώς συνδέονται. Και γιατί φοβόταν την τηλεόραση.
Βγήκε στο δρόμο τρομαγμένη από την άγρια χαρά με την οποία σχημάτιζε το παζλ τής εξαθλίωσής της. Την παράλογη χαρά. Ήταν σαν να ᾿χαν ξεκινήσει μια κούρσα θανάτου αυτή και ο Βασίλης, κι εκείνη τον κέρδιζε κλέβοντας, για να φτάσει πρώτη στο τέρμα. Όμως στο τέρμα ήταν ο γκρεμός και ο νικητής απλώς θα έπεφτε πρώτος.
Η ερώτησή της έμελλε ν᾿ απαντηθεί πολύ σύντομα. Ο Κυριακίδης αποδείχτηκε τσάκαλος αυτή τη φορά. Κατάλαβε ότι δε θα ᾿παιρνε τα υπόλοιπα φράγκα, αν δεν κουνιόταν γρήγορα. Η πελάτισσα δεν κρατιόταν με τίποτα. Ας τον πλήρωνε για τη δουλειά κι ας τον πετσόκοβε το δικό της με την ησυχία της μετά. Δεν είμαστε και κοινωνικοί λειτουργοί. Αυτός τη δουλειά του έκανε. Πρώτον καλωδίωσε το τηλέφωνο τής γκόμενας. Έξι κασέτες η σοδειά. Έχει και σκαρταδούρα, αλλά έχει και κάτι λαυράκια... Τ᾿ ακούς και φτιάχνεσαι, που λέει ο λόγος. Το δουλεύει καλά το μαγαζί η καριολίτσα... Έπειτα έτρεξε στο «Ίδρυμα Τύπου» και φωτοτύπησε όλες τις εφημερίδες που έκαναν το Δεκέμβριο ρεπορτάζ για το έγκλημα. Ε, ρε, τι χάνεις, άμα δε διαβάζεις τις κίτρινες φυλλάδες. Φοβερό βυζί η γκόμενα, πού τη βρήκαν τη φωτογραφία της με τόπλες τα κοράκια; Πάντως κι εγώ θα έριχνα καμιά μπαλωθιά γι᾿ αυτό το βυζί. Στον αέρα όμως, όχι να μάς πάνε και μέσα... Να μάθει η μαντάμ να μην κουνάει την ουρά της. Τα έσκασε χοντρά, την έκανε φίρμα ο άνθρωπος και μετά τον έφτυσε. Τι λε, ρε τσουλάκι, σοβαρά; Θεατρίνα δεν είσαι, τι περιμένεις, μπέσα; Πάντως τής πήγαινε καλύτερα το κόκκινο μαλλί. Φωτιά και λαύρα, ασυνήθιστο. Τι μανία τις πιάνει τις γκόμενες να τ᾿ αλλάζουν κάθε τόσο. Άσ᾿ τα, τα μαλλάκια σου ήσυχα, κυρά μου, να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας... Πρέπει δηλαδή να μπερδέψουμε τα μπούτια μας τελείως;
Και καλά το μαλλί... Το μάτι πώς το ᾿κανε γαλανό, ρε πούστη;
Η Άννα πήρε το κλειδί από τη ρεσεψιόν τού «Χίλτον» και προχώρησε προς τα ασανσέρ προσέχοντας να μην τη δει κανένα μάτι. Πάτησε το 5 και περίμενε με απίστευτη γαλήνη να μεταφερθεί πέντε ορόφους πιο πάνω, στο δωμάτιο 512, στο δωμάτιο που χρόνια μετά απ᾿ αυτήν, χιλιάδες βαλίτσες μετά, χιλιάδες αλλαγές ταπετσαρίας μετά, θα ανέδιδε τη μακάβρια μυρωδιά τού τρόμου της σε ανύποπτους γιαπωνέζους. Το δωμάτιο 512. Ένα κρεβάτι με πορτοκαλί κάλυμμα, μια μαύρη σακούλα πάνω στο κρεβάτι, δεκάδες αποκόμματα εφημερίδων μέσα στη σακούλα, έξι κασέτες μέσα στη σακούλα, μια γυναίκα πάνω στη σακούλα, απολύτως τίποτα μέσα στην ψυχή τής γυναίκας, μια αγωνία ίσως, όπως όταν πεθαίνεις και αναρωτιέσαι τι θα γίνει μετά.
Όταν ο Κυριακίδης τής παρέδωσε τη μαύρη σακούλα, περήφανος που κρατούσε ακόμα — τα ξετρύπωνε τα λαυράκια σαν κυνηγόσκυλο — που μπορούσε ακόμα να καταστρέφει τις ζωές των ανθρώπων, ούτε ρώτησε τι είχε μέσα. Το έβλεπες απ᾿ το ύφος του ότι τα είχε όλα. Είχε πιο πολλά απ᾿ όσα έπρεπε. Πιο πολλά απ᾿ όσα μπορείς ν᾿ αντέξεις Αύγουστο, ώρα έντεκα και είκοσι πέντε το πρωί. Τού έδωσε λοιπόν τα υπόλοιπα λεφτά του και το ᾿βαλε στα πόδια.
«Έι, πού πας;» τη ρώτησε έκπληκτος. «Δε θα το συζητήσουμε το θέμα;»
Με σένα; ήθελε να τού πει, είδες ποτέ κανένα πτώμα να το συζητάει με το νεκροθάφτη του;
Τότε αποφάσισε για το ξενοδοχείο. Το Πόρτο Ράφτη ήταν κινούμενη άμμος, γεμάτη από δεκαπεντάχρονα εξαγριωμένα από τις ορμόνες που αλώνιζαν κυριολεκτικά στα σωματάκια τους. Ένας φίλος τού Χάρη και δυο φίλες τής Κατερίνας είχαν στριμωχτεί σε δυο δωμάτια από χτες και σχολίαζαν ακατάπαυστα την ανύπαρκτη ζωή τους. Τέτοια στοματική δραστηριότητα μαζεμένη είχε χρόνια να δει η Άννα. Χιλιάδες εμπαθείς λέξεις έβγαιναν απ᾿ τα στόματά τους. Πώς θα θυμόσαστε αυτό το καλοκαίρι είκοσι χρόνια μετά; αναρωτήθηκε με ξαφνική τρυφερότητα και αποφάσισε ν᾿ απομακρυνθεί απ᾿ το σπίτι. Δεν ήθελε να τούς βρωμίσει τη μελλοντική τους ανάμνηση.
Η νεοαποκτηθείσα γνώση, ότι κανένας δεν την πολυχρειαζόταν πια σ᾿ αυτό το σπίτι, την ανακούφιζε. Γέμισε το ψυγείο παγωτά, αναψυκτικά, φρούτα, τυριά κι έτοιμα κοτόπουλα. Είπε στους διπλανούς ότι κάτι σοβαρό συνέβη, και τούς ζήτησε να επιβλέπουν τα παιδιά. Είπε στον Βασίλη, από το τηλέφωνο φυσικά, ότι κάτι έτυχε στη μάνα της και θα πάει να μείνει μαζί της για λίγο, να προσέχει εκείνος τα παιδιά.
«Εγώ;» παραξενεύτηκε, λες και τού ζήτησαν να ταΐσει μωρό κοάλα σε θερμοκοιτίδα.
«Εσύ», τού απάντησε εκείνη κοφτά. «Ποιος περιμένεις να φροντίσει τα παιδιά σου; Οι γείτονες;»
Ενημέρωσε τη μάνα της ότι θα βρίσκεται στο «Χίλτον» και ότι τη χρησιμοποίησε για άλλοθι. Αν τη ζητήσουν στο τηλέφωνο, έχει πεταχτεί κάπου. Αν τη ρωτήσουν τι έχει, να πει πονοκεφάλους και πως φοβάται μην τής έρθει κανένα εγκεφαλικό.
«Α, που να φας τη γλώσσα σου, πουλάκι μου», κακάρισε η Μάνια από την άλλη άκρη τού τηλεφώνου. «Και δε μού λες... καλός;»
Αυτό το καλός ήταν καρυκευμένο με όλα τα απαγορευμένα αφροδισιακά μαντζούνια τού κόσμου. Τι τής λες τώρα ;
«Τι καλός, ρε μαμά, δεν πρόκειται περί αυτού».
Και περί ποίου πρόκειται τότε, αφού δεν πρόκειται περί αυτού;» Η φωνή της τελείως απαρηγόρητη πλέον. Έχασε ακόμη μια ευκαιρία να ξεφαντώσει μέσω τρίτου.
«Δεν μπορώ να σού πω τώρα, θα σού τηλεφωνήσω κάποια στιγμή».
«Α, Αννούλα, δεν είσαι εντάξει... Αν δε μού πεις, δεν κλείνω, σ᾿ το λέω».
Τώρα έπαιζε. Ήθελε κανένα αλμυρό σχολιάκι, κανένα ορεκτικούλι, για ν᾿ αρχίσει τη μέρα της ευχάριστα. Δεν μπορεί κάποιο λάκκο θα ᾿χει αυτή η φάβα...
«Μαμά, σύνελθε! Δεν είμαι καλά, δε μ᾿ ακούς; Τι θες τώρα;»
Η Άννα τής έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να κάνει άλλη ερώτηση. Τουλάχιστον ήταν σίγουρη ότι θα τα μπάλωνε, αν τη ρωτούσαν κάτι. Η Μάνια ήταν διπλωματούχος στην παραπλάνηση.
Έτσι η Άννα βρέθηκε μόνη, απαλλαγμένη απ᾿ όλα, απ᾿ όλους, στο κέντρο τής Αθήνας, στο δωμάτιο 512 τού «Χίλτον». Ένα φωτεινό μοναστικό κελί με κλιματιστικό και ταχύτατο room service. Πάνω στο κρεβάτι μια μαύρη σακούλα την περίμενε κι εκείνη δεν τολμούσε ούτε να την ακουμπήσει. Σαν κάποιο αρχαίο εγκεφαλικό της κύτταρο να θυμόταν ακόμα τις συμφορές που τράβηξε πάνω του αυτός που άνοιξε το κουτί τής Πανδώρας.
ΝΕΑΡΉ ΗΘΟΠΟΙΌΣ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ
ΤΗΝ ΠΥΡΟΒΌΛΗΣΕ ΣΤΑ ΠΌΔΙΑ Ο ΕΡΑΣΤΉΣ ΤΗΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΦΎΓΕΙ
«Έθνος», 15.4
Η ερωτική απελπισία κόντεψε να οδηγήσει στο έγκλημα τον 49χρονο επιχειρηματία Α. Θωμόπουλο χτες το απόγευμα στην Καστέλα. Η ώρα ήταν περίπου έξι, όταν οι κάτοικοι τής οδού Λουκά Ράλλη στην Καστέλα αναστατώθηκαν από τις φωνές τής Μαργαρίτας Χρούση. Ο εδώ και τέσσερα χρόνια εραστής της είχε μόλις πυροβολήσει δυο φορές στα πόδια την 32χρονη ηθοποιό τού θεάτρου και τής τηλεόρασης. Λίγα λεπτά μετά, ο Θωμόπουλος σε έξαλλη κατάσταση βγήκε στους δρόμους και διαβεβαίωνε τούς έκπληκτους γείτονες ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα. Όταν αργότερα συνειδητοποίησε τι έκανε, προσπάθησε να το βάλει στα πόδια, αλλά συνελήφθη από το διοικητή τού 4ου αστυνομικού τμήματος Καστέλας Ευάγγελο Καραχάλιο και τον αστυνομικό Σ. Τσαλαχούρη. Οι γείτονες περιγράφουν το δράστη — παντρεμένο αλλά εν διαστάσει και πατέρα δύο παιδιών— ως άνθρωπο που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα. Ζούσε στην περιοχή εδώ και τέσσερα χρόνια με το θύμα. Πρόσφατα όμως η Χρούση τού ζήτησε να χωρίσουν και εγκατέλειψε την κοινή τους κατοικία, γεγονός που έφερε σε απελπισία το δράστη. Η νεαρή ηθοποιός δεν έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους κατά την είσοδό της στον Ευαγγελισμό.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ «ΜΆΔΗΣΕ» ΤΟ ΛΕΦΤΆ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΆΤΗΣΕ
«Λοιπόν» 17.4
Αχ, Μαργαρίτα... Πώς τού την έφερες έτσι τού φουκαρά τού Θωμόπουλου... Για να θυμίσουμε σε όσους ξέρουν και να ενημερώσουμε όσους δεν ξέρουν, ο καλός επιχειρηματίας ανακάλυψε τη Χρούση σε πρωτοποριακό δήθεν θίασο ξέρετε τώρα, απ᾿ αυτούς που κυνηγάνε με το τουφέκι τούς θεατές και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Και τι δεν έκανε για κείνην από τότε... Άφησε τη γυναίκα του και τα παιδάκια του στα κρύα τού λουτρού, τής βρήκε θέατρο στην εμπορική πιάτσα, την επέβαλε στο θίασο, τής εξασφάλισε σίριαλ στον Αντένα (ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει η Χριστίνα Πασά, που τής έφαγε το ρόλο μπαμπέσικα παρά τη στενή, όπως λένε οι κακές γλώσσες, γνωριμία της με τον Μίνω), την έκανε άνθρωπο με λίγα λόγια. Γιατί με τα υπόγεια και την κουλτούρα δεν αγοράζονται τα «Αρμάνι», αγάπη μου, και σένα τα τραβάει ο οργανισμός σου... Άλλο που μόλις γέμισε η ντουλάπα και το θέατρο, πού την είδατε, πού την απαντήσατε τη Μαργαρίτα... Πού να το ᾿ξερε ο Θωμόπουλος, την ώρα που τη «σπίτωνε» στη βίλα τής Καστέλας, ότι αντί να βγει νυφούλα, θα τη βγάζανε τέσσερις απ᾿ αυτήν. Τέλος πάντων, εμάς λόγος δε μάς πέφτει, αλλά το σωστό το λέμε, Μαργαρίτα. Δεν τού φέρθηκες ντόμπρα τού ανθρώπου, γι᾿ αυτό άσε τις μηνύσεις, γιατί θα γελάσουμε πολύ.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΜΕΤΆ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΟ
ΣΤΗ ΜΉΔΕΙΑ ΤΟΎ ΒΟΥΤΥΡΆ
«Νέα» 5.6
Ο Αντρέας Βουτυτυράς μετά από τρεις μήνες αναζήτησης φαίνεται ότι βρήκε την ιδανική Μήδεια. Όπως μάς πληροφορούν οι πηγές μας, η Μαργαρίτα Χρούση, η νεαρή ηθοποιός που δέχτηκε προ μηνός δυο σφαίρες στο πόδι από τον ζηλότυπο και ευτυχώς άστοχο εραστή της, απέδειξε ότι μπορεί να εμπνεύσει ορμητικά συναισθήματα στη ζωή όπως και στην τέχνη. Ο θίασος θ᾿ αρχίσει σύντομα εντατικές πρόβες και αναμένεται να εντυπωσιάσει το κοινό τού Φεστιβάλ Αθηνών τον Αύγουστο.
Η ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ ΧΡΟΎΣΗ ΚΑΤΕΘΕΣΕ ΑΓΩΓΗ
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΎ Α. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Ελευθεροτυπία» 7.5
Η καλή ηθοποιός επισφράγισε το δράμα που ξετυλίχτηκε στην Καστέλα φέροντας την πολύκροτη υπόθεση τού τραυματισμού της στα ελληνικά δικαστήρια. Ο επιχειρηματίας Α. Θωμόπουλος κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ενώ η υπεράσπισή του, κατά πληροφορίες, θα προβάλει το ελαφρυντικό τής μέτριας συγχύσεως — ο δράστης είχε καταναλώσει σημαντικές ποσότητες αλκοολούχων ποτών πριν από την απόπειρα και τού προτέρου εντίμου βίου. Το ενδιαφέρον σημείο τής όλης υπόθεσης είναι ότι οι φήμες φέρουν την εν διαστάσει σύζυγο τού Θωμόπουλου να τού συμπαρίσταται ενεργά και να καταθέτει ως μάρτυς υπεράσπισής του ενώπιον τού δικαστηρίου.
ΚΑΣΕΤΑ ΧΡΟΥΣΗ (ΟΙΚΙΑ) Νο 3
(Παράσιτα).
«Έλα... Σε ξύπνησα;»
(Χασμουρητό) «Μμμμμ...»
«Έλα τώρα, που κάνεις και τη δύσκολη... Αφού ήθελες να μ᾿ ακούσεις, δεν ήθελες;»
«Μμμμμ...»
«Είναι πεσμένο το μωρό μου ή μού φαίνεται;»
«Σού φαίνεται...»
«Νυσταγμένο τότε;»
«Ούτε...»
«Για να δούμε... Πεινασμένο;»
(Γέλια) «Το βρήκες! Αυτό είναι. Πεινασμένο. Και δεν υπάρχει κανένας να τού φέρει ένα κρουασανάκι στο κρεβάτι...»
«Ε, όχι και κανένας... Εγώ πάλι ξέρω ένα καλό παιδί, που είναι έτοιμο να σού φέρει κρουασανάκι...»
«Ναι, αλλά πότε; Εγώ τώρα πεινάω...»
«Τώρα θα σ᾿ το φέρει, ρε χαζό...»
«Τότε θα κάτσω ήσυχη ήσυχη στο κρεβατάκι μου και θα το περιμένω...»
«Ο.Κ. Έφτασε!»
«Ο.Κ. Σοκολάτα, έτσι;»
«Πάλι σοκολάτα, βρε άταχτο;»
«Να μού κάνεις τη χάρη. Δε δικαιούμαι σαν παιδί κι εγώ ν᾿ αμαρτήσω;»
«Αμάρτησε, γλυκιά μου, ελεύθερα... Άλλωστε εμένα με συμφέρει...»
«Γιατί;»
«Γιατί ψοφάω γι᾿ αμαρτωλές...»
«Α, μπα;»
«Μάλιστα. Μη με απασχολείς άλλο όμως, γιατί θα κρυώσει το κρουασανάκι σου και θα φωνάζεις...»
«Κοίταξε τον, που θα με βγάλει και στρίγκλα...» «Ε, δεν είσαι λιγάκι; Λιγάκι, τοσοδά δηλαδή...» «Πόσο;»
«Θα σού δείξω από κοντά».
«Δε μού λες, δεν έχεις δουλειά;»
«Αν έχω λέει...»
«Τότε πώς θα μού φέρεις κρουασανάκι;»
«Τι σε νοιάζει εσένα; Θα κάνω τα μαγικά μου κόλπα».
Η Άννα άρπαξε το κασετοφωνάκι και πάλεψε στα τυφλά με τα κουμπιά του, μέχρι να το κλείσει. Μετά άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στην πισίνα και το εκσφενδόνισε από ψηλά με μια θριαμβευτική κίνηση. Το μηχάνημα άστραψε για μια στιγμή στον ήλιο και προσγειώθηκε με μαθηματική ακρίβεια στον πάτο τής τιρκουάζ κηλίδας. Τότε η Άννα στράφηκε στις υπόλοιπες κασέτες, που την περίμεναν σαν νάρκες στο κρεβάτι. Με ένα στυλό άρχισε να τις ξετυλίγει, να τις τραβάει, να τις πατάει μία μία, καταστρέφοντάς τες με μεθοδική απελπισία πριν την καταστρέψουν. Όταν όλες βρέθηκαν με τα σπλάχνα χυμένα στο πάτωμα, στράφηκε στα αποκόμματα. Τα μάζεψε από τις γωνιές που είχαν σκορπιστεί και έβγαλε όσα είχαν απομείνει στη μαύρη σακούλα. Τα στρίμωξε στο μεταλλικό καλάθι των αχρήστων και μ᾿ ένα σπίρτο τούς έβαλε φωτιά. Να καούν. Να καούν οι βρωμιές. Να .. καούν οι λέξεις που την έσερναν αλυσοδεμένη στα σκοτάδια ενός άλλου κόσμου. Να εξαγνιστεί η ψυχή της.
Η φλόγα φούντωσε και για μια στιγμή απείλησε τη συνθετική κουρτίνα. Η Άννα τρομαγμένη κλότσησε το μεταλλικό καλάθι που αναποδογύρισε και έσπειρε φλογισμένα χαρτάκια σε όλη τη μοκέτα. Κρύος ιδρώτας την έλουσε κι άρχισε να πατάει με λύσσα τα επικίνδυνα χαρτιά που ολοένα τής ξέφευγαν. Έτρεξε στο μπάνιο και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Όταν το σκόρπισε στη μοκέτα, είδε πως η κάπνα απλώθηκε περισσότερο. Η φωτιά είχε σβήσει, μα η κάπνα ήταν πάντα εκεί, χειρότερη ακόμα, πιο επίμονη. Τίποτα δε θα έβγαζε την αηδιαστική βρώμα τής κάπνας απ᾿ αυτή τη μοκέτα.
Η Άννα έψαξε στα τυφλά την τσάντα της κι έβγαλε ένα μπουκαλάκι. Άνοιξε το καπάκι του και το αναποδογύρισε στην παλάμη της. Κίτρινο και κόκκινο. Ο αγαπημένος της συνδυασμός. Κίτρινο και κόκκινο. Γιατί τής άρεσε τόσο πολύ; Πήρε ένα και το ᾿βαλε βαθιά μέσα στο στόμα της, όπως θα ᾿βάζε ένα πληγωμένο πουλί ξανά στη φωλιά του. Στη συνέχεια, το κατάπιε χωρίς νερό. Ύστερα πήρε ένα ακόμα. Το κατάπιε κι αυτό. Κίτρινο και κόκκινο. Υπέροχο φωτεινό κόκκινο και εκτυφλωτικό κίτρινο. Τώρα χρειάστηκε λίγο νερό. Ξάπλωσε αργά πάνω απ᾿ τα σκεπάσματα. Κίτρινο και κόκκινο, σκεφτόταν τη στιγμή που τα χέρια τού ύπνου την τραβούσαν έξω απ᾿ τον εαυτό της. Κόκκινο για τον έρωτά του και κίτρινο για τη ζήλια της.
ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
I
ΦΘΟΝΟΣ
Δαγκώνετε το δόλωμα όμως
κι έτσι στ᾿ αγκίστρι σάς τραβά ο εχθρός ο αρχαίος
DANTE, θεία Κωμωδία,
Καθαρτήριο, άσμα XIV
Άννα
Άκουγα τα χτυπήματα μια να βροντάνε δίπλα στο τύμπανό μου και μια ν᾿ αποσύρονται μακριά. Έπειτα έρχονταν φωνές. Πολλές φωνές. Άγνωστες. Κάτι προσπαθούσαν να πουν, αλλά δε μιλούσαν στη γλώσσα μου. Φωνές που ορθώνονταν μπροστά μου, κάθε που ξαναπροσπαθούσα να επιστρέφω στο τίποτα. Ύστερα κάποιος με άρπαξε απ᾿ το χέρι και με τράνταζε. «Άννα, Άννα», έλεγε μια φωνή πιο κοντινή απ᾿ τις άλλες, και πιο χρωματιστή, πιο οικεία. «Άννα», έλεγε, «παιδί μου».
Παιδί μου; Τι ανακούφιση... Φαίνεται ότι ήμουν κι εγώ παιδί κάποιου. Αυτός θα ᾿ρχόταν και θα έσπρωχνε όλες τις σκιές έξω. Θα μ᾿ έκλεβε από δω μέσα κι απ᾿ τη ζωή μου και θα με πήγαινε πίσω στο κρεβάτι, μέσα στο πάπλωμά μου ζεστά. Χαμογέλασα. Τι τύχη να είσαι το παιδί κάποιου. Εκείνος τώρα θ᾿ αναλάβει κι εγώ κουκουλωμένη θα τον περιμένω για το φιλί τής καληνύχτας.
«Παιδί μου», ξανάπε η φωνή, αλλά τώρα φοβήθηκα. Όχι, όχι δεν ήταν η σωστή φωνή αυτή. Κάποιο λάθος έγινε, τα χείλη μου ψέλλισαν και τα μάτια άνοιξαν για ν᾿ αντικρίσουν ένα τρομαχτικό πρόσωπο κολλημένο στα μούτρα μου. Μάτια μαύρα και στόμα κόκκινο τής φωτιάς. Ζαρωμένο. Μύριζε πούδρα. Μαύρο. Η μάνα μου. Πώς βρέθηκε δω η μάνα μου;
Άνοιξα οριστικά τα μάτια, για ν᾿ αντιμετωπίσω το νέο μου εφιάλτη. Η μάνα μου απέναντι με κοιτούσε κατάπληκτη ανάμεσα σε μια καμαριέρα και δυο υπαλλήλους τού ξενοδοχείου με καρτελάκια στο πέτο. Έριξα το βλέμμα στο πάτωμα. Η μάνα μου. Ντυμένη τοὐ κουτιού με τις πέρλες και τα σχετικά μακιγιάζ, εννοείται, η μάνα μου ανέλαβε να με ξυπνήσει και πάλι.
Ένα χέρι με βροντερά βραχιόλια κουδούνισε στ᾿ αυτί μου και μού σήκωσε το πιγούνι ψηλά.
«Τι τρέχει, αγάπη μου; Μάς τρόμαξες».
Την κοίταζα αμίλητη. Κι εγώ τρόμαξα, ήθελα να τής πω. Δεν είσαι μόνη σου σ᾿ αυτό τον κόσμο. Εγώ να δεις πόσο τρόμαξα.
Η Μάνια, με αέρα γυναίκας που μπορεί να χειριστεί ζόρικες καταστάσεις, έκανε ένα νεύμα στους καθηλωμένους υπαλλήλους, που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη σκηνή.
«Μπορείτε να πηγαίνετε. Μη σάς κρατάμε κι εσάς. Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια».
Βγήκαν απ᾿ το δωμάτιο απρόθυμα. Αυτό ήταν αδικία. Μάς βάζουν στο έργο, σκέφτονταν, και μάς βγάζουν λίγο πριν από το τέλος, έτσι για να μείνουμε με την απορία, γαμώτο.
Η Μάνια άκουσε την ιστορία μου σπασμένη σε μικρές, ηττημένες λέξεις, μα δεν πολυκατάλαβε. Τίποτα καινούριο φυσικά. Ποτέ της δε με πολυκατάλαβε εμένα, ένα άχρωμο παιδί που σχεδόν υπνοβατούσα στη ζωή μου. Από μικρή με έβλεπε περισσότερο να παρατηρώ παρά να πράττω.
«Η ζωή είναι θέατρο, αγάπη μου», μού έλεγε συνέχεια, μήπως και μού εντυπωθεί. «Άρπαξε τον πρώτο ρόλο, γιατί θα σ᾿ τον αρπάξει κάποιος άλλος πιο γρήγορος. Γίνε πρωταγωνίστρια. Το έργο έτσι κι αλλιώς κρατάει τόσο λίγο. Δυο πράξεις, άντε τρεις έχεις στη διάθεσή σου. Μετά αυλαία για πάντα. Κατάλαβες;» Σκατά κατάλαβα. Την κοιτούσα μόνο μ᾿ αυτά τα αγελαδίσια μου μάτια και την άκουγα σχεδόν να σκέφτεται:
«Τίποτα να μην έχει πάρει από μένα αυτό το κορίτσι; Ούτε το μάτι μου το τσακίρικο...»
«Και ποιος σού είπε, ψωνάρα, ότι θέλω να γίνω πρωταγωνίστρια;» τής φώναξα μια φορά στα δεκάξι. Σιγά μην κώλωσε από την επαναστατημένη έφηβο.
«Ε, τότε γίνε ταξιθέτρια», μού απάντησε χολωμένη, «και ζήσε με τα φιλοδωρήματα».
Έκτοτε ένιψε τας χείρας της. Το καθήκον της το είχε κάνει. Ό,τι ήταν να πει, το είπε. Άλλο που εγώ δεν καταλάβαινα. Δε θα τα βάλουμε τώρα και με τα γονίδια. Αφού, σού λέει, ο χαρακτήρας μεταφέρεται με το DNA, αν θα είσαι ευέξαπτος, αν θα είσαι στομαχικός, όλα. Ε, για μένα αποφάσισε ότι πήρα ζαβλακωμένο DNA, Παπαδοπουλέικο. Ίδια ο θείος μου ο Νώντας, που τον είχε η Αριάδνη και τον έπαιζε γιο-γιο. Κι ο πατερούλης μου άλλωστε δεν πήγαινε πίσω... Χαλβάς ήταν κι εκείνος, γι᾿ αυτό και τα βρίσκαμε μεταξύ μας.
«Άντε, να σε μαζέψω εγώ εσένα τώρα! Τι μού κάθεσαι στο κρεβάτι σαν αναξιοπαθούσα και κλαψουρίζεις; Χτες γεννήθηκες, χρυσή μου; Τριάντα εφτά χρονών γαϊδούρα, τώρα το έμαθες ότι οι άντρες είναι καθίκια; Ότι κρέμονται απ᾿ το πουλί τους σαν μπούφοι τώρα το πρωτάκουσες; Εγώ τι σού ᾿λεγα ανέκαθεν; Δείξε σε οποιονδήποτε, μα σε οποιονδήποτε, άντρα έναν ωραίο κώλο και θα τον ακολουθήσει σαν σκυλάκι και στο διάολο ακόμα. Τέτοιοι είναι. Τελεία και παύλα και εξαίρεση καμία. Κι όποιος δεν κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε τίποτα στη ζωή του.
»Τώρα γιατί στην ευχή με κοιτάς έτσι; Είπα κάτι το τρομερό; Είπα απλώς ότι βρήκε κι ο άντρας σου έναν ωραίο κώλο και τον πήρε κι αυτός από πίσω. Σιγά το φοβερό γεγονός. A bientôt θα βαρεθεί και θα τον αφήσει να πάει στο καλό. Οπότε μη μού κάθεσαι και κλαις, γιατί θα γίνεις σαν μπαγιάτικη τσιπούρα. Τα χάλια σου τα βλέπεις; Μετά φταίει ο άντρας σου; Κοίτα μαλλί τζίβα, κοίτα φούστα... Τράβα, παιδάκι μου, να κάνεις έναν καθαρισμό προσώπου σε κάποιο ινστιτούτο, βάλε καμιά αμπούλα, λίγο κολαζέν, κόψε αυτό το μαλλί, βάλε πάνω σου κάνα θηλυκό ρουχαλάκι και θα δεις τότε ποιον κώλο θα κοιτάει ο Βασιλάκης... Άντε, και μη με συγχύζεις άλλο αυγουστιάτικα...»
Όταν γύρισα στο σπίτι ήμουν επιτέλους ήρεμη. Κάτι μέσα μου είχε αγγίξει μιαν ανείπωτη αλήθεια και ακαριαία είχε πεθάνει. Έτσι ήμουνα μέσα έξω παγωμένη, αλλά δεν πονούσα πια. Εκείνος ο πυρετός που γυάλιζε τα μάτια μου και πυρπολούσε τις χειρονομίες μου δεν υπήρχε πια. Τώρα και τα λόγια μου μπορούσα να ελέγξω και τα έργα. Ήμουν σαν ένας τρίτος που ρύθμιζε από τα παρασκήνια τις κινήσεις τής μαριονέτας.
Στο σπίτι ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Όλα όπως τα άφησα. Τα παιδιά βόλτα στην παραλία. Ο Βασίλης στο γραφείο. Εγώ περίσσευα. Μπορούσα κάλλιστα να μην εμφανιστώ. Τίποτα δε θα άλλαζε. Ωραία. Καλύτερα. Καλύτερα;
Τότε γιατί τόσα χρόνια πάσχιζα να ξεπαρκάρω γρήγορα και να οδηγήσω σαν παλαβή από τη δουλειά στο σπίτι, λες και θα καιγόταν συθέμελα αν αργούσα λίγο στο φανάρι; Γιατί έκανα μια τρελή διαδρομή από στάσεις στο φούρνο, στο σούπερ μάρκετ, στο καθαριστήριο, στο περίπτερο, να συγκεντρώσω όσα μού είχαν ζητήσει όλοι, να μη λείψει τίποτα, να μην αρχίζουν και τρίζουν τα δοκάρια τού σπιτιού μας, ν᾿ αντισταθούν στη διάβρωση, στη σκουριά τού έξω κόσμου. Και μόλις έβλεπα ένα λεκέ— ο Χάρης έπεσε στα μαθηματικά και τη φυσική αυτό το εξάμηνο— άρχιζα να τον τρίβω με μανία, να τον εξαφανίσω, να μην εξαπλωθεί. Ιδιαίτερα ο Χάρης, παιδοψυχολόγο ο Χάρης, πεντοχίλιαρο και βαθμό ο Χάρης. Οποιοδήποτε κόλπο ήταν καλό, αρκεί να πιάσει. Εκ τού αποτελέσματος πάντα.
Κι έπιασε. Δεκατέσσερα μαθηματικά ο Χάρης. Πάντα έπιανε. Γιατί όχι και τώρα; Τι άλλαξε τώρα; Τα πάντα. Αυτή τη φορά δεν ήταν ένας απλός λεκές. Ήταν πεσμένα τα δοκάρια τού σπιτιού και οι τοίχοι σωριασμένοι και το δικό μου το σώμα παγιδευμένο κάτω απ᾿ τα ερείπια. Ανεπιθύμητο. Άχρηστο. Αόρατο για τούς άλλους. Αόρατο και για μένα. Σαν τη Γουίνυ* στις ευτυχισμένες μέρες, τρελαμένη, θαμμένη απ᾿ το παρελθόν. Χωρίς μερίδιο στο μέλλον. Άλλοι θα το μοιραστούν αυτό. Μια άλλη ράτσα, με αστραφτερά γονίδια, με λάμπον DNA, με νικηφόρα μοίρα.
Άναψα ένα τσιγάρο στο σκοτάδι και κοίταξα μακριά τα φώτα τής παραλίας. Χιλιάδες μικρές λαμπερές κουκκίδες είχαν συνεργαστεί και χάραζαν το σκοτάδι μ᾿ ένα όνομα: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ.
Το βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Όχι όμως ζωντανή. Φαίνεται δεν άντεχα να τη δω ζωντανή. Πήγαινα, λέει, στο περίπτερο να πάρω εφημερίδα. Πλησιάζοντας βλέπω κόσμο μαζεμένο. Τρέχω κι εγώ να δω τι διαβάζουν έγινε πόλεμος, σκέφτηκα, χανόμαστε. Όμως αυτό που αντίκρισα ήταν το πρόσωπο τής Μαργαρίτας πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες. Σε κάποιες γελούσε αινιγματικά, σε άλλες κοίταζε ψηλά και μακριά σαν αυτοκράτειρα. Πανέμορφη. Σού έκοβε την ανάσα. Έσπρωξα κάποιους και πλησίασα το περίπτερο. Αυτό ήταν εξωφρενικό. Ήταν εξώφυλλο σε όλα τα περιοδικά. Άστραφτε σαν προϊόν δοκιμαστικού σωλήνα, το πιο αχνό ροδακινί δέρμα, τα πιο τρυφερά χείλη.
Το πιο τρομερό ήταν ότι τα πορτρέτα αυτά άλλαζαν συνεχώς. Όσο πιο πολύ τα κοιτούσε ο κόσμος, τόσο πιο εκτυφλωτικά γίνονταν. Σαν να ήταν ζωντανές οι φωτογραφίες κι έκλεβαν ενέργεια από τα μάτια των αθώων που έπεσαν στην παγίδα τους. Σε πέντε λεπτά η Μαργαρίτα Χρούση δεν ήταν πια μια ωραία γυναίκα. Ήταν μια απαστράπτουσα θεά, η επόμενη γενιά γυναικών που ερχόταν ολοταχώς από μια εικονική πραγματικότητα, για ν᾿ αχρηστεύσει την προηγούμενη. Μα τι διάολο, δεν το έβλεπαν; Τι κάθονταν όλοι αυτοί μαζί στοιβαγμένοι και κοίταζαν σαν χαζοί, αφήνοντας τις εικόνες να τούς κάνουν αφαίμαξη;
Ξύπνησα τρομαγμένη, που μόνο εγώ έμοιαζα τρομαγμένη.
Το πρωί τα παιδιά με ανάγκασαν να σηκωθώ. Είχαν όρεξη για παιχνίδι. Πήραν λοιπόν φόρα κι έπεσαν σαν οβίδες στο διπλό κρεβάτι κάνοντας «μπουμ, μπουμ» με το στόμα. Εικόνα που ερχόταν από πολύ παλιά.
Άνοιξα τα μάτια και τούς κοίταξα ήσυχα. Δεν αισθανόμουν τίποτα γι᾿ αυτά τα εκκωφαντικά πλάσματα, αλλά αυτό δε με τρόμαζε πλέον. Προσπάθησα μόνο να θυμηθώ τι ακριβώς έκανα άλλοτε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, ώστε να το μιμηθώ. Ήθελα απλώς να τα ξεγελάσω και να τούς ξεφύγω. Δεν έπρεπε να τ᾿ αφήνω πια να αποσπούν την προσοχή μου. Τώρα μού χρειαζόταν όλη η προσοχή που είχα στα αποθέματα μου και δεν είχα αρκετή.
Τα αγκάλιασα με τα δυο μου χέρια, μα γρήγορα τα έσπρωξα διακριτικά πίσω. Όχι, όχι τόσο κοντά. Εκπέμπουν μια ζέστη, μια μυρωδιά, θα με πάνε αλλού, θα με ξανακάνουν τυφλή και κουφή και μητέρα. Εγώ τώρα στηριζόμουν στο ένστικτο τής αυτοσυντήρησης. Εσύ να σωθείς, μοὐ έλεγε, εσύ πρώτα. Τώρα είσαι γυναίκα. Όχι. Δεν είσαι γυναίκα. Μάλλον δεν υπήρξες ποτέ. Αλλά γιατί; Να δεις και να καταλάβεις γιατί. Είναι μεγάλη ανάγκη να συγκρίνεις τον μικρό, χλομό, ανεπαρκή εαυτό σου με μιαν αληθινή γυναίκα. Τη Μαργαρίτα, ασφαλώς τη Μαργαρίτα.
Για πρώτη φορά είπα «Μαργαρίτα» και δεν τρελάθηκα όταν σχημάτισε το μυαλό μου αυτό το όνομα. Ούτε θύμωσα. Μια πείνα μόνο, ένας σπασμός στο στομάχι, μια μπόρα αδρεναλίνης που ρωτούσε: Πότε θα τη δω; Πρέπει να τη δω από κοντά, πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση αναπνοής, να δω τα αστραφτερά της δόντια, τα ρόδινα ούλα, τούς αστραγάλους, πρέπει να δω τα εσώρουχά της. Είχα μισοντυθεί, όταν η Κατερίνα με φώναξε στο τηλέφωνο.
«Η γιαγιά», μού ψιθύρισε συνωμοτικά. «Πάντως μια χαρά ακούγεται».
Τής έκανα σστ... βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα. Πήρα το ακουστικό.
«Έλα, μαμά, εγώ είμαι».
«Μάς ακούει κανείς;»
Η φωνή τής μάνας μου προσπαθούσε μάταια να καλύψει ότι κάπου βαθιά μέσα της το καταδιασκέδαζε το πράμα. Είχε ξαναγίνει δεκαοχτώ χρονών κι έστηνε αντρικές παγίδες με τις φιλενάδες της.
«Γιατί ρωτάς, μαμά; Έχεις να μού πεις κάτι;» Αρνήθηκα ανοιχτά να μπω στο παιχνίδι.
«Όχι, εσύ έχεις να μού πεις κάτι. Πώς είσαι; Ηρέμησες καθόλου;»
«Είμαι μια χαρά, ευχαριστώ. Ντυνόμουν να φύγω».
«Μπα, για πού το ᾿βαλες;»
Η Μάνια τώρα προσπαθούσε να καταλάβει αν ήμουνα πάλι χαπακωμένη και δεν καταλάβαινα τίποτα ή απλώς φοβόμουνα μήπως μ᾿ ακούσουν. Μάλλον το δεύτερο, κατέληξε στα γρήγορα.
«Θα πάω γυμναστική».
Αυτή η μικρή φράση κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Βούλωσε το στόμα τής Μάνιας για τρία λεπτά. Γυμναστική; Εγώ που δε σηκώνω το χέρι να σταματήσω ταξί, για να μην πάθω εξάρθρωση τού ώμου. Τέτοια κλίση έχω στη γυμναστική. Εγώ και στο σχολείο ζητούσα από τον οφθαλμίατρο να μού υπογράψει πιστοποιητικά ότι θα πάθω αποκόλληση τού αμφιβληστροειδούς, για να γλιτώσω ακόμα και αυτό το στοιχειώδες «πάνω τα χεράκια, κάτω τα χεράκια».
«Πλάκα μού κάνεις;»
«Καθόλου. Αποφάσισα ν᾿ αρχίσω γυμναστική».
«Έελα... Τι να πω; Κάλλιο αργά παρά ποτέ...» Και σίγουρα συμπλήρωσε από μέσα της «Μωρέ, καλά τα λέω εγώ... Θαυματουργό το κέρατο. Και νεκρούς ανασταίνει!»
«Κλείνω τώρα, γιατί θ᾿ αργήσω. Εντάξει;»
«Εντάξει. Πάρε με μετά να μού πεις. A propos δεν πιστεύω να ξεφούρνισες τίποτα στον Βασίλη;»
«Όχι, μαμά, μην ανησυχείς».
«Εγώ για σένα το λέω... Δε σε συμφέρει. Τι θα πετύχεις; Το πολύ πολύ ένα διαζύγιο. Θέλεις διαζύγιο;»
«Επιμένεις να σού απαντήσω τώρα αμέσως επ᾿ αυτού;» Η φωνή μου άρχισε να παίρνει πάλι επικίνδυνες αποχρώσεις.
«Όχι, βέβαια. Να μού υποσχεθείς μόνο ότι δε θα κάνεις τίποτα απολύτως πριν το συζητήσουμε. Εντάξει;»
Η Μάνια ήταν σίγουρη πως το μπλα μπλα της ήταν ακατανίκητο. Δώσ᾿ της ένα οχτάωρο και θα με ψήσει να μη βγάλω άχνα. Τουλάχιστον τώρα που ο Βασιλάκης είναι στα ντουζένια του.
«Τι θα βγάλεις, αν τού τα πεις όλα; Βαριά βαριά κανένα συναινετικό. Ν᾿ αφήσει την άλλη πάντως αποκλείεται σ᾿ αυτή τη φάση. Γι᾿ αυτό δώσε στα πιτσουνάκια σχοινί για να κρεμαστούν. Δεν είμαστε και όλες εμείς οι παλιότερες ηλίθιες. Άσε να τού περάσει η κάψα και μετά τον αφήνεις να καταλάβει ότι κάτι μυρίζεσαι. Τότε να δεις για πότε την παρατάει κι επιστρέφει στη φωλιά του καλός και ξεδιαλεγμένος. Οι τύψεις είναι σπουδαίο εργαλείο. Αλλά δυστυχώς τις νιώθεις μόνο αφού την κάνεις την αμαρτία. Άσ᾿ τον λοιπόν να την κάνει... Τι έγινε δηλαδή, χάλασε ο κόσμος;»
«Εντάξει, τα λέμε. Κλείνω τώρα».
«Ηρέμησε, χρυσό μου, θα κλείσω, ένα λεπτό. Δε μού είπες. Σε ποιο γυμναστήριο θα πας;»
«"BODY SHAPE", Λουκιανού 3».
«Δεν το ξέρω. Σ᾿ το σύστησε καμιά φίλη σου;»
«Ναι...» είπα, και συμπλήρωσα αφού κατέβασα το ακουστικό: «Η Μαργαρίτα».
Μπήκα στο στούντιο με το ψάρωμα που θα έμπαινα στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. Με το δεξί μου χέρι έσφιγγα το φανταχτερό διαβατήριό μου σ᾿ αυτή την καινούρια χώρα των σφιχτών μηρών: τη σακούλα με τα ψώνια. Μάγια μαύρη λίκρα, μαύρο κολάν με άσπρες ρίγες, μπαλέ παπουτσάκια, τα πήρα όλα, να είναι τέλεια η μεταμφίεση, να παραβλέψουν την κάτω βόλτα τού μυϊκού μου συστήματος, να περάσω με επιτυχία τον έλεγχο.
«Για τι τα θέλετε;» με ρώτησε, μόλις έδειξα τα παπουτσάκια, μια μικρούλα πωλήτρια με ύφος και λαιμό αλά λίμνη των κύκνων.
«Τι εννοείτε για τι τα θέλω;» ρώτησα με τη σειρά μου με γνήσια απορία.
«Μπαλέτο ή γυμναστική κάνετε; Για να σάς δώσω τις σωστές πουέντ, &