Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ; 1966
Θεατρικό έργο τού Edward Albee
Πρωταγωνιστούν
Elizabeth Taylor Martha
Richard Burton George (Πανεπιστημιακός)
George Segal Nick (Πανεπιστημιακός)
Sandy Dennis Honey
Mike Nichols Σκηνοθέτης
Ernest Lehma Σεναριογράφος
Τι να γράψεις γι αυτό το συγκλονιστικό αριστούργημα. Η δύναμη τού λόγου του, που ξεπερνά κάθε όριο συμβατικότητας και φέρνει ψυχικές κατολισθήσεις, είναι τέτοια που επιβάλλει τη σιωπή. Ό,τι κι αν γράψεις θα είναι ψελλίσματα μπροστά στη γραφή τού Άλμπυ.
Σαν ψελλίσματα λοιπόν ας εκληφθούν τα παρακάτω γι αυτό το "τερατώδες" μαύρο ποίημα απομυθοποίησης τής συμβατικότητας αλλά και κωμικής αντιμετώπισης των ανθρώπινων σχέσεων.
Έχω τη γνώμη ότι το σύγχρονο θεατρικό έργο έχει γεννήτορα τα αστικά δράματα τού Ίψεν. Αν με μια χρονική μεταφορά ο Αριστοτέλης έγραφε την "Ποιητική" τού σύγχρονου δράματος, όπως στην "Ποιητική τού αρχαίου δράματος, είχε σαν πρότυπο την τραγωδία τού Σοφοκλή "Οιδίπους τύραννος" , τώρα θα είχε σαν πρότυπο ένα από τα έργα τού Ίψεν. Το πρότυπο με την έννοια ότι στηρίζει τούς έξι θεμελιώδεις κανόνες που είχε βάλλει ο Αριστοτέλης για το αρχαίο δράμα (οι οποίοι ισχύουν και για το σύγχρονο και γι αυτό η αναφορά μου αυτή μάλλον είναι περιττή). : Μίμηση-μύθος, ήθη-χαρακτήρες, διάνοια-ιδέες, λέξις-γλώσσα -ύφος, μελοποιΐα-μουσική συνοδεία και όψις-σκηνική παράσταση. Το έργο τού Άλμπυ "Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;" νομίζω, όπως και όλο το "καλό" θέατρο, όχι οπωσδήποτε προγραμματικά ακολουθεί αυτούς τούς κανόνες. Διαφορετικά έχουμε τις "μεταμοντερνιές" κάποιων συγγραφέων ή σκηνοθετών. Το "Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;", το θεωρώ το καλύτερο έργο (δεν γράφω ωραιότερο, γιατί είναι κατάμαυρο, αλλά από την άλλη του μεριά και κωμικό), και το πιο μοντέρνο χωρίς ¨μεταμορντενισμούς¨. Διαφοροποιείται από τα έργα τού Ίψεν κυρίως στα ήθη-χαρακτήρες και τη διάνοια-ιδέες (αφού τουλάχιστον ο Τζωρτζ και η γυναίκα του, έξω από κάθε συμβατικό χαρακτήρα), παρασύρουν και το άλλο αντρόγυνο σε ακραίες καταστάσεις, απομυθοποίησης, συντριβής, ταπείνωσης, εξευτελισμού, απόγνωσης, σπάζοντας κάθε κρούστα φαινομενικότητας, για να φανεί η γύμνια τους, οι κρυμμένες σκοπιμότητες, το σχεδόν το τίποτα τής πραγματικής ζωής, που αυτό όμως σπρώχνει παραπέρα τη ζωή..
Στον κινηματογράφο μεταφέρθηκε με σκηνοθέτη το Μάικ Νίκολς, με ελάχιστες παρεμβάσεις, δυο σκηνές σε εξωτερικούς χώρους, μια πρώτη στον κήπο, όπου ο αφελής Νικ με τη βοήθεια τού πιοτού, εξομολογείται στον Τζων όσα θα ήθελε πολύ να ακούσει, για να τα χρησιμοποιήσει αργότερα σαν "πολεμοφόδια" στο "ταπεινώνουμε τούς καλεσμένους", και μια δεύτερη σκηνή σε ένα μουσικό στέκι όπου η Μάρθα κι ο Νικ θα δείξουν μπροστά στους συζύγους τους αφού έχουν αποβάλλει με τη βοήθεια τού πιοτού κάθε αρχή κοινωνικής σύμβασης τα ερωτικά τους προσόντα και τις ορέξεις τους κάτι σαν προεόρτια.
Πρόσωπα: Ο Τζώρτζ είναι καθηγητής τής Ιστορίας στο τοπικό Πανεπιστήμιο, στο οποίο πρόεδρος είναι ο πατέρας τής γυναίκας του, τής Μάρθας. Τα ζευγάρι τού Τζωρτζ και τής Μάρθας έχει στις αποσκευές του ένα καλά κρυμμένο μυστικό, ένα επινοημένο ψέμα για την ύπαρξη ενός γιου τους (τώρα κάπου στα εικοσιένα). Ένα ζωτικό ψέμα για να δίνουν νόημα στην ζωή τους. Ένα από τα πολεμοφόδια που θα χρησιμοποιηθεί κατάλληλα.
Ο Νικ είναι ένας νεόφερτος καθηγητής τής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο, και γυναίκα του είναι η Χάνυ, ελαφρώς χαζούλα, την οποία όπως ο ίδιος ο Νικ αφού έχει κατεβάσει αρκετά ποτήρια, ομολογεί στον Τζωρτζ ότι την παντρεύτηκε και για τα χρήματα, που μάλιστα είχαν και θεϊκή προέλευση, αφού ο πατέρας της προσέφερε κάτι, σαν θεϊκές υπηρεσίες.
Χώρος: Το Σαλόνι και όχι μόνο, τής Μάρθας και τού Τζωρτζ, στο μικρό Πανεπιστημιακό συγκρότημα στη Νέα Αγγλία τής Αμερικής, με καλεσμένους το άλλο ζευγάρι, τον Νικ και τη Χάνυ.
Χρόνος: Από τις δύο μετά τα μεσάνυκτα τού Σαββάτου, μέχρι το ξημέρωμα. Χρόνος αρκετός για τούς χαρισματικούς σε κτυπήματα (ιδίως τον Τζωρτζ, και τη Μάρθα), και τιγκαρισμένους με αλκοόλ ήρωες μας, για να βγουν όλοι νοκ άουτ από ένα αγώνα μέχρι εσχάτων, με πολλούς γύρους. Τελικά το καταφέρνουν: Όλοι εναντίον όλων.
Πρωταγωνιστούν
Elizabeth Taylor Martha
Richard Burton George (Πανεπιστημιακός)
George Segal Nick (Πανεπιστημιακός)
Sandy Dennis Honey
Mike Nichols Σκηνοθέτης
Ernest Lehma Σεναριογράφος
Τι να γράψεις γι αυτό το συγκλονιστικό αριστούργημα. Η δύναμη τού λόγου του, που ξεπερνά κάθε όριο συμβατικότητας και φέρνει ψυχικές κατολισθήσεις, είναι τέτοια που επιβάλλει τη σιωπή. Ό,τι κι αν γράψεις θα είναι ψελλίσματα μπροστά στη γραφή τού Άλμπυ.
Σαν ψελλίσματα λοιπόν ας εκληφθούν τα παρακάτω γι αυτό το "τερατώδες" μαύρο ποίημα απομυθοποίησης τής συμβατικότητας αλλά και κωμικής αντιμετώπισης των ανθρώπινων σχέσεων.
Έχω τη γνώμη ότι το σύγχρονο θεατρικό έργο έχει γεννήτορα τα αστικά δράματα τού Ίψεν. Αν με μια χρονική μεταφορά ο Αριστοτέλης έγραφε την "Ποιητική" τού σύγχρονου δράματος, όπως στην "Ποιητική τού αρχαίου δράματος, είχε σαν πρότυπο την τραγωδία τού Σοφοκλή "Οιδίπους τύραννος" , τώρα θα είχε σαν πρότυπο ένα από τα έργα τού Ίψεν. Το πρότυπο με την έννοια ότι στηρίζει τούς έξι θεμελιώδεις κανόνες που είχε βάλλει ο Αριστοτέλης για το αρχαίο δράμα (οι οποίοι ισχύουν και για το σύγχρονο και γι αυτό η αναφορά μου αυτή μάλλον είναι περιττή). : Μίμηση-μύθος, ήθη-χαρακτήρες, διάνοια-ιδέες, λέξις-γλώσσα -ύφος, μελοποιΐα-μουσική συνοδεία και όψις-σκηνική παράσταση. Το έργο τού Άλμπυ "Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;" νομίζω, όπως και όλο το "καλό" θέατρο, όχι οπωσδήποτε προγραμματικά ακολουθεί αυτούς τούς κανόνες. Διαφορετικά έχουμε τις "μεταμοντερνιές" κάποιων συγγραφέων ή σκηνοθετών. Το "Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;", το θεωρώ το καλύτερο έργο (δεν γράφω ωραιότερο, γιατί είναι κατάμαυρο, αλλά από την άλλη του μεριά και κωμικό), και το πιο μοντέρνο χωρίς ¨μεταμορντενισμούς¨. Διαφοροποιείται από τα έργα τού Ίψεν κυρίως στα ήθη-χαρακτήρες και τη διάνοια-ιδέες (αφού τουλάχιστον ο Τζωρτζ και η γυναίκα του, έξω από κάθε συμβατικό χαρακτήρα), παρασύρουν και το άλλο αντρόγυνο σε ακραίες καταστάσεις, απομυθοποίησης, συντριβής, ταπείνωσης, εξευτελισμού, απόγνωσης, σπάζοντας κάθε κρούστα φαινομενικότητας, για να φανεί η γύμνια τους, οι κρυμμένες σκοπιμότητες, το σχεδόν το τίποτα τής πραγματικής ζωής, που αυτό όμως σπρώχνει παραπέρα τη ζωή..
Στον κινηματογράφο μεταφέρθηκε με σκηνοθέτη το Μάικ Νίκολς, με ελάχιστες παρεμβάσεις, δυο σκηνές σε εξωτερικούς χώρους, μια πρώτη στον κήπο, όπου ο αφελής Νικ με τη βοήθεια τού πιοτού, εξομολογείται στον Τζων όσα θα ήθελε πολύ να ακούσει, για να τα χρησιμοποιήσει αργότερα σαν "πολεμοφόδια" στο "ταπεινώνουμε τούς καλεσμένους", και μια δεύτερη σκηνή σε ένα μουσικό στέκι όπου η Μάρθα κι ο Νικ θα δείξουν μπροστά στους συζύγους τους αφού έχουν αποβάλλει με τη βοήθεια τού πιοτού κάθε αρχή κοινωνικής σύμβασης τα ερωτικά τους προσόντα και τις ορέξεις τους κάτι σαν προεόρτια.
Πρόσωπα: Ο Τζώρτζ είναι καθηγητής τής Ιστορίας στο τοπικό Πανεπιστήμιο, στο οποίο πρόεδρος είναι ο πατέρας τής γυναίκας του, τής Μάρθας. Τα ζευγάρι τού Τζωρτζ και τής Μάρθας έχει στις αποσκευές του ένα καλά κρυμμένο μυστικό, ένα επινοημένο ψέμα για την ύπαρξη ενός γιου τους (τώρα κάπου στα εικοσιένα). Ένα ζωτικό ψέμα για να δίνουν νόημα στην ζωή τους. Ένα από τα πολεμοφόδια που θα χρησιμοποιηθεί κατάλληλα.
Ο Νικ είναι ένας νεόφερτος καθηγητής τής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο, και γυναίκα του είναι η Χάνυ, ελαφρώς χαζούλα, την οποία όπως ο ίδιος ο Νικ αφού έχει κατεβάσει αρκετά ποτήρια, ομολογεί στον Τζωρτζ ότι την παντρεύτηκε και για τα χρήματα, που μάλιστα είχαν και θεϊκή προέλευση, αφού ο πατέρας της προσέφερε κάτι, σαν θεϊκές υπηρεσίες.
Χώρος: Το Σαλόνι και όχι μόνο, τής Μάρθας και τού Τζωρτζ, στο μικρό Πανεπιστημιακό συγκρότημα στη Νέα Αγγλία τής Αμερικής, με καλεσμένους το άλλο ζευγάρι, τον Νικ και τη Χάνυ.
Χρόνος: Από τις δύο μετά τα μεσάνυκτα τού Σαββάτου, μέχρι το ξημέρωμα. Χρόνος αρκετός για τούς χαρισματικούς σε κτυπήματα (ιδίως τον Τζωρτζ, και τη Μάρθα), και τιγκαρισμένους με αλκοόλ ήρωες μας, για να βγουν όλοι νοκ άουτ από ένα αγώνα μέχρι εσχάτων, με πολλούς γύρους. Τελικά το καταφέρνουν: Όλοι εναντίον όλων.
Μια αυτοσύσταση των προσώπων .... για να ξέρουμε το τι θα επακολουθήσει
Ο Τζώρτζ προς τη Μάρθα: «και προσπάθησε να μην αρχίσεις πάλι να γδύνεσαι και να πετάς τα ρούχα σου εδώ κι εκεί . . . Δεν υπάρχει ξέρεις πιο αηδιαστικό θέαμα απ᾿ αυτό πού παρουσιάζεις όταν έχεις ρουφήξει μερικά ποτήρια ουίσκι κι έχεις ανεβάσει τα φουστάνια σου ψηλά, πάνω απ᾿ το κεφάλι σου . . .άπ᾿ τα κεφάλια σου ήθελα να πω, Λερναία Ύδρα …»
Η Μάρθα για τον Τζώρτζ: «Ο Τζώρτζ έχει καθηλωθεί μέσα στη σχολή τής Ιστορίας. Είναι ένα τἐλμα, μέσα στη σχολή τής Ιστορίας, αυτό είναι ο Τζωρτζ. Είναι ένα τέλμα, ένας βάλτος... Ένα ΤΕΛΜΑ με κεφαλαία. (γελάει). Ένα τέλμα! Ει, είσ᾿ ένα τέλμα! Άκουσες τι είσαι;» |
Η γνώμη τού Τζώρτζ για τον πατέρα τής γυναίκας του Μάρθας: «Ό πατέρας τής Μάρθας έχει την απαίτηση οι . . . υπάλληλοί του . . . να αγκαλιάσουν τούς τοίχους τού Πανεπιστημίου, όπως συμβαίνει με τον κισσό . . , να έρθουν εδώ και να γεράσουν . . . να πέσουν στο πεδίο τού καθήκοντος. Ένας, ένας καθηγητής των Λατινικών και. τής ορθοφωνίας, πραγματικά έπεσε στην ουρά τής καφετέριας, καθώς περίμενε να πάρει το μεσημεριανό του φαγητό. Τον έθαψαν, όπως συνέβη και σε πολλούς από μας, και όπως θα γίνει και σε πολλούς άλλους από μάς, κάτω από τούς θάμνους, εκεί πίσω από το παρεκκλήσι. Λέγεται. . . και δεν έχω λόγο να το αμφισβητήσω, ότι κάνουμε θαυμάσιο λίπασμα».
Και αλλού: «Ο πατέρας σου Μάρθα, έχει μικρά κόκκινα μάτια... σαν άσπρο ποντίκι. Και πράγματι είναι ένας άσπρος ποντικός» |
Όταν ακούγεται Το κουδούνι των επισκεπτών, ο Τζωρτζ και η Μάρθα έχουν τα δικά τους.
ΤΖΩΡΤΖ: Μην αρχίσεις το παραμύθι με το παιδί, αυτό και τίποτ᾿ άλλο.
ΜΑΡΘΑ: (Απειλητικά). Είναι δικός μου όσο είναι και δικός σου. Αν μού ᾿ρθει να μιλήσω γι αυτόν θα μιλήσω.
ΤΖΩΡΤΖ: Θα σε συμβούλευα να μην το κάνεις Μάρθα.
ΜΑΡΘΑ: Άει, γαμήσου!
Συγχρόνως με τα λόγια τής Μάρθας ο Τζωρτζ ανοίγει διάπλατα την πόρτα, πραγματικά ικανοποιημένος που το ζευγάρι άκουσε τη βρισιά την Μάρθας.
ΤΖΩΡΤΖ: Μην αρχίσεις το παραμύθι με το παιδί, αυτό και τίποτ᾿ άλλο.
ΜΑΡΘΑ: (Απειλητικά). Είναι δικός μου όσο είναι και δικός σου. Αν μού ᾿ρθει να μιλήσω γι αυτόν θα μιλήσω.
ΤΖΩΡΤΖ: Θα σε συμβούλευα να μην το κάνεις Μάρθα.
ΜΑΡΘΑ: Άει, γαμήσου!
Συγχρόνως με τα λόγια τής Μάρθας ο Τζωρτζ ανοίγει διάπλατα την πόρτα, πραγματικά ικανοποιημένος που το ζευγάρι άκουσε τη βρισιά την Μάρθας.
Μια προθέρμανση.... για τους γύρους που θα ακολουθήσουν
|
Από το θεατρικό έργο "Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;" εκδόσεις "Δωδώνη" μετάφραση Καίτη Κασιμάτη-Μυριβήλη:
ΜΑΡΘΑ: Κι έτσι πού λέτε, τον παντρεύτηκα τον κύριο, αυτό το κτήνος και τα είχα όλα σχεδιάσει . . . Αυτός θα ήταν ο διάδοχος που θα προετοιμαζότανε . . . κάποια μέρα θα τα αναλάμβανε όλα αυτός. Πρώτα θα αναλάμβανε τη Σχολή τής Ιστορίας και μετά, όταν ο Μπαμπάς θα αποσυρόταν, θα αναλάμβανε και όλο το Πανεπιστήμιο . . . Καταλαβαίνετε; Έτσι επρόκειτο να γίνουν τα πράγματα. (Στον Τζωρτζ, πού είναι στο μπαρ έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στην Μάρθα). |
Άρχισες να θυμώνεις, μωρό μου; Ε; (Επιστρέφοντας). Έτσι επρόκειτο να γίνουν τα πράγματα. Πολύ απλά. Και ο Μπαμπάς φαινόταν να συμφωνεί κι αυτός πώς ήταν καλή ιδέα.Για ένα διάστημα. Αφού όμως μάς παρακολούθησε για μερικά χρόνια (ξανά στον Τζωρτζ), θυμώνεις; Θυμώνεις όλο και περισσότερο; Ε; (Επιστρέφει). Αφού μάς παρακολούθησε για μερικά χρόνια άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως να μην ήταν και τόσο καλή ή ιδέα. . . ότι ίσως αυτό το παλικάρι, ό Τζωρτζ, να μην είχε τη στόφα, ότι δεν το είχε μέσα του.
Θέλω να πω ότι δεν... τα κατάφερνε στα γεύματα πού οργάνωνε το Διοικητικό Συμβούλιο για να συγκεντρωθούν χρήματα. Δεν είχε καμιά . . . προσωπικότητα, ξέρετε τι εννοώ; Και αυτό όπως καταλαβαίνετε ήταν μεγάλη απογοήτευση για τον Μπαμπά. Έτσι, να ᾿μαι λοιπόν τώρα κι εγώ βουλιαγμένη μ᾿ αυτή την αποτυχία . . μ᾿ αυτό το ΤΈΛΜΑ στη Σχολή τής Ιστορίας... πού παντρεύτηκε την κόρη τού Προέδρου και πού όλοι περίμεναν να είναι κάποιος και όχι ένας τιποτένιος, ένα σκουλήκι χωμένο μέσα στα βιβλία, ένας πού σκέφτεται τόσο βαθιά... ώστε να μην μπορεί στο τέλος να κάνει τίποτα. Έναν πού δεν έχει τη δύναμη, να κάνει οποιονδήποτε να ᾿ναι περήφανος γι᾿ αυτόν...
Θέλω να πω ότι δεν... τα κατάφερνε στα γεύματα πού οργάνωνε το Διοικητικό Συμβούλιο για να συγκεντρωθούν χρήματα. Δεν είχε καμιά . . . προσωπικότητα, ξέρετε τι εννοώ; Και αυτό όπως καταλαβαίνετε ήταν μεγάλη απογοήτευση για τον Μπαμπά. Έτσι, να ᾿μαι λοιπόν τώρα κι εγώ βουλιαγμένη μ᾿ αυτή την αποτυχία . . μ᾿ αυτό το ΤΈΛΜΑ στη Σχολή τής Ιστορίας... πού παντρεύτηκε την κόρη τού Προέδρου και πού όλοι περίμεναν να είναι κάποιος και όχι ένας τιποτένιος, ένα σκουλήκι χωμένο μέσα στα βιβλία, ένας πού σκέφτεται τόσο βαθιά... ώστε να μην μπορεί στο τέλος να κάνει τίποτα. Έναν πού δεν έχει τη δύναμη, να κάνει οποιονδήποτε να ᾿ναι περήφανος γι᾿ αυτόν...
Ταπεινώνουμε.... τον ιδιοκτήτη
|
ΜΑΡΘΑ: Πού λες, λοιπόν, το παλικάρι μας ο Γιώργος είχε πολλές και μεγάλες φιλοδοξίες παρ᾿ όλο πού κάτι περίεργο έκρυβε το παρελθόν του... Κι αυτό, το παλικάρι μας ο Τζωρτζ, το περίεργο αυτό το κάνε μυθιστόρημα . . . Αλλά το μυθιστόρημα τού Τζωρτζ έπεσε στου μπαμπά τα χέρια . . .
ΤΖΩΡΤΖ: Πας γυρεύοντας Μάρθα, πρόσεχε θα φας γροθιά στο στόμα. ΜΑΡΘΑ: Μη μού πεις! κι έμεινε κατάπληκτος μ᾿ αυτά πού διάβασε. Ναί . . . αλήθεια . . . ένα μυθιστόρημα για ένα παλιόπαιδο. . .Χα, χα. . . για ένα παλιόπαιδο πού ... α. . . πού σκότωσε τη μάνα του και τον πατέρα του. . . ΤΖΩΡΤΖ: ΠΑΨΕ, ΜΑΡΘΑ ! |
ΜΑΡΘΑ: Και ό Μπαμπάς τότε είπε . . Πρόσεξε, γιατί εγώ δεν πρόκειται να σ᾿ αφήσω να εκδόσεις ένα τέτοιο πράγμα . . .Και είπε ό Μπαμπάς. . . «Άκουσ᾿ εδώ, μικρέ, δε φαντάστηκες βέβαια πως θα σ᾿ άφηνα να εκδόσεις αυτά τα σκουπίδια, ε; Ουδέποτε, μωρό μου. . . στη ζωή σου, και ιδιαίτερα όσο διδάσκεις εδώ πέρα . . . "Αν τολμήσεις και εκδόσεις αυτό το βιβλίο, θα πεταχτείς έξω από δώ μέ τις κλωτσιές!»
ΤΖΩΡΤΖ: ΣΤΑΜΑΤΑ! ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΙΑ!
ΜΑΡΘΑ: Για φαντάσου, δηλαδή !. . . Ένας καθηγητής, σ᾿ ένα αξιοπρεπές, συντηρητικό εκπαιδευτικό Ίδρυμα, όπως αυτό, σε μια πόλη σαν τη Νέα Καρχηδόνα, να εκδώσει ένα τέτοιο βιβλίο ; "Αν σέβεσαι τη θέση σου σ᾿ αυτό το Πανεπιστήμιο, νεαρέ μου, νεαρέ αλήτη, πρέπει να αποσύρεις αυτό το χειρόγραφο . . είπε ο Μπαμπάς.
ΤΖΩΡΤΖ: Δε θα επιτρέψω να με κοροϊδεύουν !
ΜΑΡΘΑ: Σκέψου πράμα, δηλαδή . . . Ένα βιβλίο για ένα αγόρι πού δολοφονεί τη μητέρα του και σκοτώνει τον πατέρα του, και πού παριστάνει πώς όλ᾿ αυτά δεν ήτανε παρά ένα δυστύχημα! Και ξέρετε ποιο ήταν το ακαταμάχητο επιχείρημα του ; Θέλετε να μάθετε τί είπε ό μεγάλος, γενναίος μας Τζώρτζης στον Μπαμπά ;
ΤΖΩΡΤΖ: ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΧΙ!
ΜΑΡΘΑ: Είπε, λοιπόν, ό Τζώρτζης : «Μα, Πατέρα . . . θέλω να πω . . . (γελάει). . . Κύριε, δεν είναι καθόλου ένα μυθιστόρημα. . .. .
ΤΖΩΡΤΖ: (Προχωρώντας προς αυτήν). Αυτό δε θα το πεις !
ΜΑΡΘΑ: Να με πάρει ό διάολος αν δεν το πω. Μην τολμήσεις να μ᾿ αγγίξεις, μπάσταρδε!
(και συνεχίζει μιμούμενη τη φωνή τού Τζωρτζ). Όχι, κύριε, αυτό δεν είναι καθόλου ένα μυθιστόρημα . . . αυτό είναι αλήθεια . . . αυτό συνέβη πραγματικά. . . ΣΕ ΜΕΝΑ
ΤΖΩΡΤΖ: ΣΤΑΜΑΤΑ! ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΙΑ!
ΜΑΡΘΑ: Για φαντάσου, δηλαδή !. . . Ένας καθηγητής, σ᾿ ένα αξιοπρεπές, συντηρητικό εκπαιδευτικό Ίδρυμα, όπως αυτό, σε μια πόλη σαν τη Νέα Καρχηδόνα, να εκδώσει ένα τέτοιο βιβλίο ; "Αν σέβεσαι τη θέση σου σ᾿ αυτό το Πανεπιστήμιο, νεαρέ μου, νεαρέ αλήτη, πρέπει να αποσύρεις αυτό το χειρόγραφο . . είπε ο Μπαμπάς.
ΤΖΩΡΤΖ: Δε θα επιτρέψω να με κοροϊδεύουν !
ΜΑΡΘΑ: Σκέψου πράμα, δηλαδή . . . Ένα βιβλίο για ένα αγόρι πού δολοφονεί τη μητέρα του και σκοτώνει τον πατέρα του, και πού παριστάνει πώς όλ᾿ αυτά δεν ήτανε παρά ένα δυστύχημα! Και ξέρετε ποιο ήταν το ακαταμάχητο επιχείρημα του ; Θέλετε να μάθετε τί είπε ό μεγάλος, γενναίος μας Τζώρτζης στον Μπαμπά ;
ΤΖΩΡΤΖ: ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΧΙ!
ΜΑΡΘΑ: Είπε, λοιπόν, ό Τζώρτζης : «Μα, Πατέρα . . . θέλω να πω . . . (γελάει). . . Κύριε, δεν είναι καθόλου ένα μυθιστόρημα. . .. .
ΤΖΩΡΤΖ: (Προχωρώντας προς αυτήν). Αυτό δε θα το πεις !
ΜΑΡΘΑ: Να με πάρει ό διάολος αν δεν το πω. Μην τολμήσεις να μ᾿ αγγίξεις, μπάσταρδε!
(και συνεχίζει μιμούμενη τη φωνή τού Τζωρτζ). Όχι, κύριε, αυτό δεν είναι καθόλου ένα μυθιστόρημα . . . αυτό είναι αλήθεια . . . αυτό συνέβη πραγματικά. . . ΣΕ ΜΕΝΑ
Βαράτε ..... τούς καλεσμένους.
|
ΤΖΩΡΤΖ: Όχι Μάρθα, δεν καθάρισα τις βρωμιές πού έκανα. Χρόνια ολόκληρα προσπαθώ να καθαρίσω τις βρωμιές πού έκανα.
ΝΙΚ: Σοβαρά; ΤΖΩΡΤΖ: Χμ; ΝΙΚ: Προσπαθείς επί χρόνια ; ΤΖΩΡΤΖ: (Μετά από παύση . . . Κοιτάζοντας τον). Συμβιβασμός . . . μαλθακότης . . . προσαρμογή. . . φαίνεται πώς αυτά πλέον είναι στη φορά των πραγμάτων, δεν είναι ; ΝΙΚ: Μην προσπαθείς να με βάλεις στην ίδια θέση με σένα. |
ΤΖΩΡΤΖ: (Παύση). Α!. (Παύση). Όχι, βεβαίως, όχι. Τα πράγματα είναι απλούστερα με σένα . . . παντρεύεσαι μια γυναίκα, γιατί έχει παραφουσκώσει . . . ενώ εγώ με τον αδέξιο, ξεπερασμένο τρόπο μου . . .
ΝΙΚ: Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι έκτος από αυτό !
ΤΖΩΡΤΖ: Σίγουρα ! Βάζω στοίχημα πώς έχει και λεφτά, μάλιστα !
ΝΙΚ: (Μοιάζει πληγωμένος. Μετά, αποφασιστικά, υστέρα από παύση). Ναι.
ΤΖΩΡΤΖ : Ναι; (Χαρούμενα). ΝΑΙ ! Θες να πεις πώς είχα δίκιο; Το ᾿πιασα;
ΝΙΚ : Να . . . βλέπεις . . .
ΤΖΩΡΤΖ : Πες μου για τα λεφτά τής γυναίκας σου.
ΝΙΚ : (Ξαφνικά υποψιάζεται). Γιατί;
ΤΖΩΡΤΖ: Καλά, τότε μη μου πεις.
ΝΙΚ: Για ποιο λόγο θέλεις να μάθεις για τα λεφτά τής γυναίκας μου ; (Άσχημα). Ε;
ΤΖΩΡΤΖ : Νόμισα πως θα είχε ενδιαφέρον !
ΝΙΚ: Όχι, δεν είναι αυτό.
ΤΖΩΡΤΖ : (Εξακολουθεί να υποκρίνεται τον καλό και μειλίχιο). Εντάξει λοιπόν . . . θέλω να ξέρω για τα χρήματα τής γυναίκας σου . . . γιατί είμαι καταγοητευμένος με τη μεθοδικότητα ... το στεγνό συμβιβασμό με τον όποιο εσείς οι νεαροί, πού είσαστε το κύμα τού μέλλοντος, θα κατακτήσετε και θα πάρετε τα πράγματα στα χέρια σας.
ΝΙΚ: Άρχισες πάλι.
ΤΖΩΡΤΖ : Εγώ ; Όχι, δεν άρχισα τίποτα. Κοίταξε . . και ή Μάρθα έχει χρήματα. Ο πατέρας της, θέλω να πω, επί χρόνια κατακλέβει σαν τρελός αυτό τον τόπο και. . .
ΝΙΚ: Όχι, δεν έκλεψε. Δεν έκανε τέτοια πράγματα.
ΤΖΩΡΤΖ : Δεν έκανε ;
ΝΙΚ: Όχι.
ΤΖΩΡΤΖ : (Σηκώνοντας τούς ωμούς του). Καλά τότε . . . ό πατέρας τής Μάρθας δεν κατακλέβει σαν τρελός αυτό τον τόπο επί χρόνια, και ή Μάρθα δεν έχει χρήματα. Εντάξει ;
ΝΙΚ: Μιλούσαμε για τα χρήματα τής δικιάς μου τής γυναίκας . . . και όχι τής δικιάς σου.
ΤΖΩΡΤΖ : Εντάξει . . . Λέγε λοιπόν.
ΝΙΚ: Όχι. (Παύση). Ο πεθερός μου . . . ήταν ένας άνθρωπος τού Θεού, και ήταν πολύ πλούσιος.
ΤΖΩΡΤΖ :Τι θρησκεία ;
ΝΙΚ: Ε λοιπόν, τον πεθερό μου... τον κάλεσε ο Θεός όταν ήταν έξι χρόνων παιδί, και από τότε άρχισε να κηρύσσει τον λόγο τού Θεού, να βαφτίζει παιδιά, να γιατρεύει κόσμο, γυρνώντας από πόλη σε πόλη, και έτσι έγινε διάσημος . . . Όχι σαν μερικούς απ᾿ αυτούς, άλλα πραγματικά διάσημος . . . και όταν πέθανε, είχε πολλά λεφτά.
ΤΖΩΡΤΖ :Τα λεφτά τού Θεού.
ΝΙΚ: Όχι, τα δικά του.
ΤΖΩΡΤΖ : Και τι γίνανε τα λεφτά τού Θεού ;
ΝΙΚ: Ξόδευε τα λεφτά τού Θεού και φύλαγε τα δικά του. Έχτισε νοσοκομεία, φρόντισε και έστελνε βαπόρια τού Ελέους με τρόφιμα και άλλα σε φτωχές περιοχές, έβαλε τ᾿ αποχωρητήρια μέσα στα σπίτια και έβγαλε τούς ανθρώπους έξω στον ήλιο, έχτισε και τρεις εκκλησιές, οι δυο απ᾿ αυτές κάηκαν . . . και κατέληξε να γίνει πάμπλουτος.
ΤΖΩΡΤΖ : (Μετά από σκέψη). Λοιπόν, νομίζω πώς είναι πολύ ωραία όλ᾿ αυτά.
ΝΙΚ: Ναι. (Παύση. Γελάει λίγο). Κι έτσι ή γυναίκα μου έχει μερικά χρήματα.
ΤΖΩΡΤΖ : ᾿Όχι όμως τού Θεού τα λεφτά.
ΝΙΚ: Όχι. Τα δικά της.
ΝΙΚ: Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι έκτος από αυτό !
ΤΖΩΡΤΖ: Σίγουρα ! Βάζω στοίχημα πώς έχει και λεφτά, μάλιστα !
ΝΙΚ: (Μοιάζει πληγωμένος. Μετά, αποφασιστικά, υστέρα από παύση). Ναι.
ΤΖΩΡΤΖ : Ναι; (Χαρούμενα). ΝΑΙ ! Θες να πεις πώς είχα δίκιο; Το ᾿πιασα;
ΝΙΚ : Να . . . βλέπεις . . .
ΤΖΩΡΤΖ : Πες μου για τα λεφτά τής γυναίκας σου.
ΝΙΚ : (Ξαφνικά υποψιάζεται). Γιατί;
ΤΖΩΡΤΖ: Καλά, τότε μη μου πεις.
ΝΙΚ: Για ποιο λόγο θέλεις να μάθεις για τα λεφτά τής γυναίκας μου ; (Άσχημα). Ε;
ΤΖΩΡΤΖ : Νόμισα πως θα είχε ενδιαφέρον !
ΝΙΚ: Όχι, δεν είναι αυτό.
ΤΖΩΡΤΖ : (Εξακολουθεί να υποκρίνεται τον καλό και μειλίχιο). Εντάξει λοιπόν . . . θέλω να ξέρω για τα χρήματα τής γυναίκας σου . . . γιατί είμαι καταγοητευμένος με τη μεθοδικότητα ... το στεγνό συμβιβασμό με τον όποιο εσείς οι νεαροί, πού είσαστε το κύμα τού μέλλοντος, θα κατακτήσετε και θα πάρετε τα πράγματα στα χέρια σας.
ΝΙΚ: Άρχισες πάλι.
ΤΖΩΡΤΖ : Εγώ ; Όχι, δεν άρχισα τίποτα. Κοίταξε . . και ή Μάρθα έχει χρήματα. Ο πατέρας της, θέλω να πω, επί χρόνια κατακλέβει σαν τρελός αυτό τον τόπο και. . .
ΝΙΚ: Όχι, δεν έκλεψε. Δεν έκανε τέτοια πράγματα.
ΤΖΩΡΤΖ : Δεν έκανε ;
ΝΙΚ: Όχι.
ΤΖΩΡΤΖ : (Σηκώνοντας τούς ωμούς του). Καλά τότε . . . ό πατέρας τής Μάρθας δεν κατακλέβει σαν τρελός αυτό τον τόπο επί χρόνια, και ή Μάρθα δεν έχει χρήματα. Εντάξει ;
ΝΙΚ: Μιλούσαμε για τα χρήματα τής δικιάς μου τής γυναίκας . . . και όχι τής δικιάς σου.
ΤΖΩΡΤΖ : Εντάξει . . . Λέγε λοιπόν.
ΝΙΚ: Όχι. (Παύση). Ο πεθερός μου . . . ήταν ένας άνθρωπος τού Θεού, και ήταν πολύ πλούσιος.
ΤΖΩΡΤΖ :Τι θρησκεία ;
ΝΙΚ: Ε λοιπόν, τον πεθερό μου... τον κάλεσε ο Θεός όταν ήταν έξι χρόνων παιδί, και από τότε άρχισε να κηρύσσει τον λόγο τού Θεού, να βαφτίζει παιδιά, να γιατρεύει κόσμο, γυρνώντας από πόλη σε πόλη, και έτσι έγινε διάσημος . . . Όχι σαν μερικούς απ᾿ αυτούς, άλλα πραγματικά διάσημος . . . και όταν πέθανε, είχε πολλά λεφτά.
ΤΖΩΡΤΖ :Τα λεφτά τού Θεού.
ΝΙΚ: Όχι, τα δικά του.
ΤΖΩΡΤΖ : Και τι γίνανε τα λεφτά τού Θεού ;
ΝΙΚ: Ξόδευε τα λεφτά τού Θεού και φύλαγε τα δικά του. Έχτισε νοσοκομεία, φρόντισε και έστελνε βαπόρια τού Ελέους με τρόφιμα και άλλα σε φτωχές περιοχές, έβαλε τ᾿ αποχωρητήρια μέσα στα σπίτια και έβγαλε τούς ανθρώπους έξω στον ήλιο, έχτισε και τρεις εκκλησιές, οι δυο απ᾿ αυτές κάηκαν . . . και κατέληξε να γίνει πάμπλουτος.
ΤΖΩΡΤΖ : (Μετά από σκέψη). Λοιπόν, νομίζω πώς είναι πολύ ωραία όλ᾿ αυτά.
ΝΙΚ: Ναι. (Παύση. Γελάει λίγο). Κι έτσι ή γυναίκα μου έχει μερικά χρήματα.
ΤΖΩΡΤΖ : ᾿Όχι όμως τού Θεού τα λεφτά.
ΝΙΚ: Όχι. Τα δικά της.
Πηδάμε.... την οικοδέσποινα
|
Η σκηνή αυτή στην ταινία είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ το κείμενο από το θεατρικό έργο.
ΤΖΩΡΤΖ : Όσο για μένα, εγώ θα καθίσω εδώ σε μια καρέκλα ... αν δε σας πειράζει και θα διαβάσω ένα βιβλίο. (Πηγαίνει σε μια καρέκλα πού δε βλέπει στο κέντρο τού δωματίου, αλλ᾿ όχι πολύ μακριά απ᾿ την εξώπορτα). ΜΆΡΘΑ : Τι είπες, λέει, θα κάνεις ; ΤΖΩΡΤΖ : ( Ήσυχα, καθαρά). Θα διαβάσω ένα βιβλίο. Θα διαβάσω. Διαβάσω . . . Την έχεις ακουστά τη λέξη, ε ; (Παίρνει ένα βιβλίο). ΜΆΡΘΑ : ( Όρθια). Τι πάει να πει «θα διαβάσεις»; Τι συμβαίνει με σένανε; (Μανιασμένη). Έχουμε παρέα ! |
ΤΖΩΡΤΖ : (Υπερβολικά υπομονετικός). Το ξέρω, αγαπητή μου . . . (Κοιτάζει το ρολόι του) αλλά . . . είναι περασμένες τέσσερις ή ώρα, και αυτή την ώρα πάντα διαβάζω.
ΜΆΡΘΑ: (Χωρίς να πιστεύει στα μάτια της, στον ΝΙΚ). Άκου, φίλε μου, θα διαβάσει ένα βιβλίο . . . Το κάθαρμα θα κάτσει τώρα να διαβάσει. . .
ΝΙΚ : (Χαμογελώντας λιγάκι). Έτσι φαίνεται . . .
(Πηγαίνει στην ΜΆΡΘΑ, βάζει το χέρι του γύρω στη μέση της. Ο ΤΖΩΡΤΖ βέβαια αυτό δεν μπορεί να το δει).
ΜΆΡΘΑ : (Τής έρχεται μια ιδέα). Ωραία! Τότε λοιπόν, κι εμείς μπορούμε να διασκεδάσουμε, δεν μπορούμε;
ΝΙΚ : Φαντάζομαι πως ναι.
ΜΆΡΘΑ : Εμείς θα διασκεδάσουμε, ακούς Τζωρτζ ;
ΤΖΩΡΤΖ : (Α, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του). Ναι, ναι. Καλό είν᾿ αυτό.
ΜΆΡΘΑ : Ίσως να μη σου αρέσει.
ΤΖΩΡΤΖ : (Χωρίς ποτέ να κοιτάει). Όχι, όχι, παιδί μου. Έλα τώρα . . . κοίταξε να διασκεδάσεις τούς καλεσμένους σου . . .
ΜΆΡΘΑ: Μα κι εγώ ή ίδια πρόκειται να διασκεδάσω.
ΤΖΩΡΤΖ : Μπράβο . . . μπράβο . . .
ΜΆΡΘΑ : Χα, χα. Είσαι μεγάλη μάρκα, Τζωρτζ !
ΤΖΩΡΤΖ : Αχά!
ΜΆΡΘΑ : Ναι, άλλα κι εγώ είμαι μεγάλη μάρκα, Τζωρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, Μάρθα, είσαι. . .
(Ο Νικ παίρνει, το χέρι τής ΜΆΡΘΑΣ και την τραβά κοντά του. Για ένα λεπτό σταματούν, μετά φιλιούνται παρατεταμένα).
ΜΆΡΘΑ : (Μετά). Τζωρτζ, ξέρεις τί κάνω ;
ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, Μάρθα . . . τί κάνεις ;
ΜΆΡΘΑ : Διασκεδάζω. Διασκεδάζω έναν από τούς καλεσμένους μας . . . Χαϊδολογιέμαι μ᾿ έναν απ᾿ τούς καλεσμένους.
ΤΖΩΡΤΖ : Καλά . . . καλά. Συνέχισε.
ΜΆΡΘΑ : Βρε άθλιε ... θα σού δείξω εγώ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Γυρίζει ανάποδα για να τη δει και τής λέει με μεγάλη περιφρόνηση). Όχι σ᾿ έμενα... σ᾿ αυτόν να δείξεις, Μάρθα. . . γιατί δεν το χει δει. . . Ίσως να μην το ᾿χει δει. (Γυρνώντας στον Νικ). Δεν το είδες ακόμα, ε ; Ή μήπως το είδες ;
ΝΙΚ : (Απομακρύνεται, μ έκφραση αηδίας στο μούτρο του). Δεν . . δεν έχω για σένα καμιά εκτίμηση.
ΤΖΩΡΤΖ : Και ούτε και για τον εαυτό σου επίσης . . . Δε με νοιάζει καθόλου. Έτσι λοιπόν, σήκω και πάρε από δω αυτή τη σακούλα με τ᾿ άπλυτα, ριξ᾿ την στον ώμο σου, και . . .
ΝΙΚ: Είσαι αηδιαστικός.
ΤΖΩΡΤΖ : (Χωρίς να πιστεύει). Επειδή πρόκειται να πηδήσεις την Μάρθα, είμαι εγώ αηδιαστικός; (Ξεσπάει σε ένα ηλίθιο γέλιο).
ΜΆΡΘΑ : (Στον Νικ). Πήγαιν᾿ έξω και περίμενέ με, ακούς; Πήγαινε στην κουζίνα και περίμενέ με. (Ό ΝΙΚ όμως δεν κουνιέται. Η Μάρθα πάει κοντά του, βάζει τα μπράτσα της γύρω του). Έλα, μωρό μου . . . σε παρακαλώ . . . Περίμενέ με . . . στην κουζίνα . . . Έλα, καλό παιδάκι εσύ.
(Ο Νικ παίρνει το φιλί της, κοιτάζει τον Τζωρτζ, ο οποίος τούς έχει γυρίσει πάλι την πλάτη. . και βγαίνει).
(Η Μάρθα γυρίζει προς τον Τζώρτζ).
ΜΆΡΘΑ : Άκουσ᾿ εδώ, εσύ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : Θα προτιμούσα να διαβάσω, Μάρθα, αν δε σε πειράζει ΜΆΡΘΑ : (Ο θυμός της την κάνει να είναι έτοιμη να κλάψει, ή πίκρα της έχει γίνει μανία). Ναι, με πειράζει. Για πρόσεξέ με καλά! Ή σταματάς αυτό το παιχνίδι πού άρχισες ή ορκίζομαι στο Θεό, πώς θα το κάνω. Μα το Θεό σου λέω, θα ακολουθήσω τον τύπο στην κουζίνα, και μετά θα τον ανεβάσω απάνω στην κρεβατοκάμαρα, και.. .
ΤΖΩΡΤΖ : (Γυρνώντας και πάλι προς αυτήν, δυνατά. . . αηδιάζοντας). ΚΑΙ ΛΟΙΠΌΝ, ΜΆΡΘΑ;
ΜΆΡΘΑ : (Τον κοιτάει για ένα λεφτό σκεφτική, μετά κουνώντας το κεφάλι της, οπισθοχωρεί σιγά - σιγά). Εντάξει . . . εντάξει . . . Εσύ τα προκάλεσες κι εσύ θα τα πάθεις.
ΤΖΩΡΤΖ : (Μαλακά, λυπημένα). Για το Θεό, Μάρθα, αν πράγματι ποθείς αυτό το αγόρι τόσο πολύ . . . πήγαινε μαζί του. . . αλλά καν᾿ το τίμια, ακούς ; Μην προσπαθείς να το σκεπάσεις με όλα αυτά τα . . . ανόητα.
ΜΆΡΘΑ : (Χωρίς ελπίδα). Θα σε κάνω να μετανιώσεις που μ᾿ έκανες να θελήσω να σε παντρευτώ. (Απ᾿ το Χωλ). Θα σε κάνω να μισήσεις τη μέρα που αποφάσισες να ᾿ρθεις σ᾿ αυτό το Πανεπιστήμιο. Θα σε κάνω να λυπηθείς πού άφησες τον εαυτό σου να εξευτελιστεί. ( Βγαίνει). (Σιωπή. Ό Τζωρτζ κάθεται ακίνητος, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. Αφουγκράζεται . . . αλλά δεν ακούγεται άχνα. Εξωτερικά ήρεμος, γυρνάει στο βιβλίο του, διαβάζει ένα λεπτό, μετά σηκώνει το βλέμμα του. . . σκέφτεται).
ΧΑΝΥ : (Τα ρούχα της χάλια, μισοκοιμισμένη ακόμα, αδιάθετη, αδύναμη, παραπατώντας, βρίσκεται αμυδρά σε έναν ονειρικό κόσμο). Καμπάνες! Χτυπούν! Ακούω καμπάνες !
ΤΖΩΡΤΖ : Άει σιχτίρ!
ΧΑΝΥ : Δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τις καμπάνες. Ντίνγκ - ντάνγκ, μπόνγκ ... με ξυπνήσανε. Τί ώρα είναι ;
ΤΖΩΡΤΖ : (Ήσυχα, εκτός εαυτού). Μη μ᾿ ενοχλείς.
ΧΑΝΥ : Κοιμόμουνα κι ονειρευόμουνα . . . κάτι . . . και άκουσα τούς ήχους να πλησιάζουν και δεν ήξερα τί ήτανε.
ΤΖΩΡΤΖ : (Χωρίς ν᾿ απευθύνεται απολύτως προς αυτήν). Ήταν ο θόρυβος... σωμάτων. (Ήσυχα, στην Μάρθα, σαν να βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο). Θα σε κανονίσω, Μάρθα. . μέ κάποιον τρόπο, Μάρθα . . .
ΜΆΡΘΑ: (Χωρίς να πιστεύει στα μάτια της, στον ΝΙΚ). Άκου, φίλε μου, θα διαβάσει ένα βιβλίο . . . Το κάθαρμα θα κάτσει τώρα να διαβάσει. . .
ΝΙΚ : (Χαμογελώντας λιγάκι). Έτσι φαίνεται . . .
(Πηγαίνει στην ΜΆΡΘΑ, βάζει το χέρι του γύρω στη μέση της. Ο ΤΖΩΡΤΖ βέβαια αυτό δεν μπορεί να το δει).
ΜΆΡΘΑ : (Τής έρχεται μια ιδέα). Ωραία! Τότε λοιπόν, κι εμείς μπορούμε να διασκεδάσουμε, δεν μπορούμε;
ΝΙΚ : Φαντάζομαι πως ναι.
ΜΆΡΘΑ : Εμείς θα διασκεδάσουμε, ακούς Τζωρτζ ;
ΤΖΩΡΤΖ : (Α, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του). Ναι, ναι. Καλό είν᾿ αυτό.
ΜΆΡΘΑ : Ίσως να μη σου αρέσει.
ΤΖΩΡΤΖ : (Χωρίς ποτέ να κοιτάει). Όχι, όχι, παιδί μου. Έλα τώρα . . . κοίταξε να διασκεδάσεις τούς καλεσμένους σου . . .
ΜΆΡΘΑ: Μα κι εγώ ή ίδια πρόκειται να διασκεδάσω.
ΤΖΩΡΤΖ : Μπράβο . . . μπράβο . . .
ΜΆΡΘΑ : Χα, χα. Είσαι μεγάλη μάρκα, Τζωρτζ !
ΤΖΩΡΤΖ : Αχά!
ΜΆΡΘΑ : Ναι, άλλα κι εγώ είμαι μεγάλη μάρκα, Τζωρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, Μάρθα, είσαι. . .
(Ο Νικ παίρνει, το χέρι τής ΜΆΡΘΑΣ και την τραβά κοντά του. Για ένα λεπτό σταματούν, μετά φιλιούνται παρατεταμένα).
ΜΆΡΘΑ : (Μετά). Τζωρτζ, ξέρεις τί κάνω ;
ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, Μάρθα . . . τί κάνεις ;
ΜΆΡΘΑ : Διασκεδάζω. Διασκεδάζω έναν από τούς καλεσμένους μας . . . Χαϊδολογιέμαι μ᾿ έναν απ᾿ τούς καλεσμένους.
ΤΖΩΡΤΖ : Καλά . . . καλά. Συνέχισε.
ΜΆΡΘΑ : Βρε άθλιε ... θα σού δείξω εγώ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Γυρίζει ανάποδα για να τη δει και τής λέει με μεγάλη περιφρόνηση). Όχι σ᾿ έμενα... σ᾿ αυτόν να δείξεις, Μάρθα. . . γιατί δεν το χει δει. . . Ίσως να μην το ᾿χει δει. (Γυρνώντας στον Νικ). Δεν το είδες ακόμα, ε ; Ή μήπως το είδες ;
ΝΙΚ : (Απομακρύνεται, μ έκφραση αηδίας στο μούτρο του). Δεν . . δεν έχω για σένα καμιά εκτίμηση.
ΤΖΩΡΤΖ : Και ούτε και για τον εαυτό σου επίσης . . . Δε με νοιάζει καθόλου. Έτσι λοιπόν, σήκω και πάρε από δω αυτή τη σακούλα με τ᾿ άπλυτα, ριξ᾿ την στον ώμο σου, και . . .
ΝΙΚ: Είσαι αηδιαστικός.
ΤΖΩΡΤΖ : (Χωρίς να πιστεύει). Επειδή πρόκειται να πηδήσεις την Μάρθα, είμαι εγώ αηδιαστικός; (Ξεσπάει σε ένα ηλίθιο γέλιο).
ΜΆΡΘΑ : (Στον Νικ). Πήγαιν᾿ έξω και περίμενέ με, ακούς; Πήγαινε στην κουζίνα και περίμενέ με. (Ό ΝΙΚ όμως δεν κουνιέται. Η Μάρθα πάει κοντά του, βάζει τα μπράτσα της γύρω του). Έλα, μωρό μου . . . σε παρακαλώ . . . Περίμενέ με . . . στην κουζίνα . . . Έλα, καλό παιδάκι εσύ.
(Ο Νικ παίρνει το φιλί της, κοιτάζει τον Τζωρτζ, ο οποίος τούς έχει γυρίσει πάλι την πλάτη. . και βγαίνει).
(Η Μάρθα γυρίζει προς τον Τζώρτζ).
ΜΆΡΘΑ : Άκουσ᾿ εδώ, εσύ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : Θα προτιμούσα να διαβάσω, Μάρθα, αν δε σε πειράζει ΜΆΡΘΑ : (Ο θυμός της την κάνει να είναι έτοιμη να κλάψει, ή πίκρα της έχει γίνει μανία). Ναι, με πειράζει. Για πρόσεξέ με καλά! Ή σταματάς αυτό το παιχνίδι πού άρχισες ή ορκίζομαι στο Θεό, πώς θα το κάνω. Μα το Θεό σου λέω, θα ακολουθήσω τον τύπο στην κουζίνα, και μετά θα τον ανεβάσω απάνω στην κρεβατοκάμαρα, και.. .
ΤΖΩΡΤΖ : (Γυρνώντας και πάλι προς αυτήν, δυνατά. . . αηδιάζοντας). ΚΑΙ ΛΟΙΠΌΝ, ΜΆΡΘΑ;
ΜΆΡΘΑ : (Τον κοιτάει για ένα λεφτό σκεφτική, μετά κουνώντας το κεφάλι της, οπισθοχωρεί σιγά - σιγά). Εντάξει . . . εντάξει . . . Εσύ τα προκάλεσες κι εσύ θα τα πάθεις.
ΤΖΩΡΤΖ : (Μαλακά, λυπημένα). Για το Θεό, Μάρθα, αν πράγματι ποθείς αυτό το αγόρι τόσο πολύ . . . πήγαινε μαζί του. . . αλλά καν᾿ το τίμια, ακούς ; Μην προσπαθείς να το σκεπάσεις με όλα αυτά τα . . . ανόητα.
ΜΆΡΘΑ : (Χωρίς ελπίδα). Θα σε κάνω να μετανιώσεις που μ᾿ έκανες να θελήσω να σε παντρευτώ. (Απ᾿ το Χωλ). Θα σε κάνω να μισήσεις τη μέρα που αποφάσισες να ᾿ρθεις σ᾿ αυτό το Πανεπιστήμιο. Θα σε κάνω να λυπηθείς πού άφησες τον εαυτό σου να εξευτελιστεί. ( Βγαίνει). (Σιωπή. Ό Τζωρτζ κάθεται ακίνητος, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. Αφουγκράζεται . . . αλλά δεν ακούγεται άχνα. Εξωτερικά ήρεμος, γυρνάει στο βιβλίο του, διαβάζει ένα λεπτό, μετά σηκώνει το βλέμμα του. . . σκέφτεται).
ΧΑΝΥ : (Τα ρούχα της χάλια, μισοκοιμισμένη ακόμα, αδιάθετη, αδύναμη, παραπατώντας, βρίσκεται αμυδρά σε έναν ονειρικό κόσμο). Καμπάνες! Χτυπούν! Ακούω καμπάνες !
ΤΖΩΡΤΖ : Άει σιχτίρ!
ΧΑΝΥ : Δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τις καμπάνες. Ντίνγκ - ντάνγκ, μπόνγκ ... με ξυπνήσανε. Τί ώρα είναι ;
ΤΖΩΡΤΖ : (Ήσυχα, εκτός εαυτού). Μη μ᾿ ενοχλείς.
ΧΑΝΥ : Κοιμόμουνα κι ονειρευόμουνα . . . κάτι . . . και άκουσα τούς ήχους να πλησιάζουν και δεν ήξερα τί ήτανε.
ΤΖΩΡΤΖ : (Χωρίς ν᾿ απευθύνεται απολύτως προς αυτήν). Ήταν ο θόρυβος... σωμάτων. (Ήσυχα, στην Μάρθα, σαν να βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο). Θα σε κανονίσω, Μάρθα. . μέ κάποιον τρόπο, Μάρθα . . .
Ταπεινώνουμε.... τον καλεσμένο
|
ύΈνα από τα πιο δυνατά και τρυφερά (τουλάχιστον στο κομμάτι των σκέψεων τής Μάρθας προς τον άντρα της τον Τζωρτζ, εξαιρετικά συγκινητικό), που δείχνει μια Μάρθα πέρα από τα παιγνίδια που παίζει με μια βαθιά κατανόηση για τα ανθρώπινα, που φθάνει ακόμη και το μεγαλείο, με το να σκέφτεται να σκοτώσει αυτό που αγαπά, που χωρίς αυτό δεν μπορεί να ζήσει, τον άντρα της, για να τιμωρήσει τον εαυτό της για τις πληγές που του δίδει καθημερινά. Εδώ ο Άλμπυ αγγίζει το τραγικό, ακριβώς τον ορισμό τού τραγικού, στο οποίο ο ήρωας πηγαίνει την αλήθεια μέχρι τα άκρα, κι ας ξέρει ότι αυτός θα είναι ο χαμένος. Από την άλλη η Μάρθα δείχνει να έχει αυτογνωσία και πλήρη συνείδηση για το τι είναι άξιο και τι ταπεινό και αξίζει την περιφρόνηση. Παραθέτω το κομμάτι από το θεατρικό έργο, γιατί είναι εξαιρετικό.
|
ΜΆΡΘΑ : (Στο Νικ) Άφησε ελεύθερο τον εαυτό σου και βυθίσου μέσα του. Δεν είσαι καλύτερος από τούς άλλους.
ΝΙΚ : (Στενόχωρα). Εγώ νομίζω πώς είμαι.
ΜΆΡΘΑ : (Με το ποτήρι στο στόμα της). Για μερικά όμως πράγματα δεν αξίζεις πεντάρα.
ΝΙΚ : (Οπισθοχωρώντας). Πώς είπες ;
ΜΆΡΘΑ : Είπα πώς σε μερικά πράγματα δεν αξίζεις πεντάρα. . .
ΝΙΚ : Λυπάμαι που σε απογοήτευσα.
ΜΆΡΘΑ : (Δυνατά). Δεν είπα πώς μ᾿ απογοήτευσες! Ηλίθιε!
ΝΙΚ : Θα ᾿πρεπε να με δοκιμάσεις καμιάν άλλη φορά, πού να μην έχω πιει τόσο πολύ, πίνω επί δέκα ώρες συνέχεια . . . και τότε ίσως . . .
ΜΆΡΘΑ : Δε μίλησα για τις δυνατότητες σου! Μίλησα για την αποψινή σου απόδοση.
ΝΙΚ : (Μαλακά). Ά!
ΜΆΡΘΑ : (Κι εκείνη πιο μαλακά). Οι δυνατότητές σου είναι σπουδαίες. Περίφημες! (Κουνώντας τα φρύδια της)! Καταπληκτικές. Καιρό είχα να δω τέτοιες σπουδαίες δυνατότητες. Παρ᾿ όλα αυτά, μωρό μου, δεν είσαι παρά μια αποτυχία . . .
ΝΙΚ : (Το πετάει απότομα). Για σένα όλοι είναι αποτυχίες. Ο άντρας σου είναι αποτυχία, εγώ είμαι αποτυχία . . .
ΜΆΡΘΑ : Όλοι σας είστε αποτυχημένοι. Εγώ είμαι ή Μάννα Γη, κι εσείς, όλοι, είστε αποτυχημένοι. (Λίγο πολύ στον εαυτό της). Έχω σιχαθεί τον εαυτό μου. Περνώ τη ζωή μου με τιποτένιες, χωρίς καμιά σημασία, απιστίες . . . (Γελάει, λυπημένα) . . . δήθεν απιστίες. Ορμάμε στην Οικοδέσποινα; Ωραίο αστείο. Μια παρέα από μεθυσμένους . . . ανίκανους ηλίθιους. Η Μάρθα τούς κλείνει το μάτι . . . και οι ηλίθιοι χαμογελούν σαν χαζοί, τής ρίχνουν κι αυτοί ματιές και ξαναχαμογελούν, ή Μάρθα ξερογλείφεται . . . και οι ηλίθιοι ορμάνε στο μπαρ για να πάρουν λίγο κουράγιο και παίρνουν λίγο κουράγιο και γυρνάνε πίσω στη γέρο-Μάρθα. Εκείνη τούς κάνει μερικά κουνήματα, πού τούς ερεθίζουν... εγκεφαλικά ... κι έτσι ξαναορμάνε πάλι στο μπορ, για να πάρουν λίγο ακόμα κουράγιο . . . ενώ οι γυναίκες τους και οι αγαπημένες τους κάνουν πως δε βλέπουν . . . πώς τάχα κοιτάν έξω απ᾿ το παράθυρο... πράγμα πού κάνει τούς ηλίθιους να ξανατρέξουν στην κάνουλα για να ξαναγεμίσουν το ντεπόζιτο τους, ενώ ή έρημη ή Μάρθα κάθεται εκεί με ανεβασμένα τα φουστάνια πάνω απ᾿ το κεφάλι της . . . ασφυκτιώντας ! Δεν ξέρεις πόσο αποπνικτικό είναι όταν έχεις το κεφάλι σου μέσ᾿ στο φουστάνια σου! Ασφυξία! Περιμένοντας ν᾿ αποφασίσουν οι ηλίθιοι! Στο τέλος βρίσκουν το κουράγιο τους... άλλα αυτό είν᾿ όλο, μωρό μου! Μάλιστα φίλε μου, μερικές φορές υπάρχουν πολύ καλές δυνατότητες, αλλά!. . . (Ζωηρά). Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα σε μια πολιτισμένη κοινωνία. (Πάλι στον εαυτό της). Αχ, όλοι αυτοί οι εξαίσιοι ηλίθιοι. Κακόμοιρα ανήλικα . . . (Στον Νικ τώρα, σοβαρά). Μόνον έναν άντρας υπήρξε σ᾿ όλη μου τη ζωή . . . πού μ᾿ έκανε ευτυχισμένη. Το ξέρεις αυτό ; Ένας!
ΝΙΚ : Ο . . . ο πως τον είπες ; . . . ε ; Αυτός που κούρευε το γρασίδι στο Κολλέγιο;
ΜΆΡΘΑ : Όχι, αυτόν τον είχα ξεχάσει. Αλλά όταν θυμάμαι την ιστορία μ᾿ αυτόν, είναι σαν να κάνω μπανιστήρι. Χα! Όχι, δεν εννοούσα αυτόν. Εννοούσα τον Τζωρτζ, βεβαίως! (Καμιά απάντηση απ᾿ τον Νικ). Ναι… τον Τζωρτζ άντρα μου!
ΝΙΚ : (Δύσπιστα). Θα αστειεύεσαι ;
ΜΆΡΘΑ : Ποιος, εγώ ;
ΝΙΚ : Μάλλον ! Όχι δα αυτός . . .
ΜΆΡΘΑ : Αυτός.
ΝΙΚ : (Σαν να κάνει αστεία). Σίγουρα, σίγουρα.
ΜΆΡΘΑ :Δεν το πιστεύεις.
ΝΙΚ : (Κοροϊδεύοντας) Μα, φυσικά, το πιστεύω! . .
ΜΆΡΘΑ : Εσύ βλέπεις μόνον όσα φαίνονται!
ΝΙΚ : (Κοροϊδευτικά). Ωχ, για το Θεό πια! . .
ΜΆΡΘΑ : . . .ό Τζωρτζ, πού είναι κάπου εκεί έξω στα σκοτεινά . . . ό Τζωρτζ πού είναι καλός μαζί μου και πού εγώ τον βρίζω, αυτός πού με καταλαβαίνει και πού εγώ τον διώχνω, αυτός πού μπορεί να μέ κάνει να γελώ, ενώ εγώ πνίγω αυτό το γέλιο στο λαρύγγι μου για να μην το δει, . . . αυτός πού μ᾿ αγκαλιάζει τη νύχτα και μέ ζεσταίνει και πού εγώ τον δαγκάνω τόσο δυνατά, ώσπου να βγάλει αίμα, ναι, αυτός πού μαθαίνει αμέσως όλα τα παιχνίδια πού σκαρώνω, . . . αυτός πού μπορεί να μέ κάνει ευτυχισμένη και εγώ δε θέλω να γίνω ευτυχισμένη, και ναι, θέλω να γίνω ευτυχισμένη. Ό Τζωρτζ και ή Μάρθα. Κρίμα. Κρίμα. Κρίμα.
ΝΙΚ : (Σαν ηχώ, χωρίς ακόμα να πιστεύει). Κρίμα.
ΜΆΡΘΑ : . . . ναι, αυτός πού ποτέ δε θα τού συγχωρήσω πού παράτησε τον αγώνα, πού με είδε και είπε : «Ναι, αυτή μού κάνει!» Αυτός πού έκανε το φριχτό, το οδυνηρό, το προσβλητικό λάθος να μ᾿ αγαπήσει και πού πρέπει να τιμωρηθεί γι᾿ αυτό. Ο Τζώρτζ και ή Μάρθα. Τι κρίμα! Τι κρίμα!
ΝΙΚ : (Μπερδεμένος). Τι κρίμα!
ΜΆΡΘΑ : . . . πού μπορεί Και υποφέρει αυτά πού δεν υποφέρονται, πού είναι ευγενικός, κι αυτό είναι σκληρό. Πού καταλαβαίνει ... κι αυτό είναι πέρα από κάθε λογική . . .
ΝΙΚ : Ό Τζωρτζ και ή Μάρθα. Τί κρίμα, τί κρίμα !
ΜΆΡΘΑ : Κάποια όμως μέρα . . . Χα! Κάποια νύχτα. . . μια απ᾿ αυτές τις ηλίθιες, μεθυσμένες νύχτες ... θα τραβήξω τόσο το σχοινί. . . και ή θα του σπάσω τα κόκαλα ή θα τον γκρεμίσω για καλά ... κι αυτό είναι που μού αξίζει να πάθω!
ΝΙΚ : Μα δε νομίζω πως του έχει μείνει και κανένα κόκαλο γερό.
ΜΆΡΘΑ : (Κοροϊδεύοντας τον). Μπα, έτσι νομίζεις; Εσύ παιδί μου, έχεις κολλήσει το μούτρο σου πάνω στο μικρόφωνό σου και δε βλέπεις τίποτ᾿ άλλο . . .
ΝΙΚ : Μικροσκόπιο . . .
ΜΆΡΘΑ : . . . ναι . . . και δε βλέπεις ούτε τη μύτη σου . . . Βλέπεις τα πάντα έξω από το αναθεματισμένο το μυαλό. Εσύ βλέπεις όλα τα είδη τής φύσης και τα σκουπίδια ακόμα, αλλά δε βλέπεις τί γίνεται γύρω σου.
ΝΙΚ : Ξέρω πότε ένας άνδρας έχει σπασμένα τα κόκαλά του. Αυτό μπορώ να το δω.
ΜΆΡΘΑ : Ώστε μπορείς !
ΝΙΚ: Και βέβαια μπορώ.
ΜΆΡΘΑ : Άχ, πόσο λίγο καταλαβαίνεις. Κι έχεις σκοπό να κατακτήσεις και τον κόσμο, έ ;
ΝΙΚ : Καλά τώρα. . .
ΜΆΡΘΑ : Εσύ νομίζεις πώς ένας άνδρας έχει σπάσει τα κόκαλά του επειδή κάνει, τον καραγκιόζη και περπατάει σκυφτός, έ ; Τόσο καταλαβαίνεις, λοιπόν.
ΝΙΚ : Είπα, καλά !
ΜΆΡΘΑ : Αααα ! Ο επιβήτορας αγρίεψε το χρυσό μου. Ό ευνούχος μας αναστατώθηκε !. Χα, χα, χα, χα!
ΝΙΚ : (Μαλακά, πληγωμένα). Εσύ βαράς, βαράς άγρια!
ΜΆΡΘΑ :(Θριαμβευτικά). Αμέ!
ΝΙΚ : Όπου . . . όπου βρεις !
ΜΆΡΘΑ : ΑΜΕ ! Εγώ είμαι γέρο πολυβόλο. Χα, χα, χα, χα!
ΝΙΚ : Άσκοπη . . . σφαγή. Χωρίς κανένα λόγο.
ΜΆΡΘΑ : Άντε, ρε, κακομοιριασμένε μπάσταρδε.
ΝΙΚ : Χτυπάς γύρω σου τα πάντα. (Χτυπούν τα καμπανάκια της πόρτας)
ΜΆΡΘΑ : Πήγαιν᾿ άνοιξε την πόρτα.
ΝΙΚ : ( Έκπληκτος). Τι είπες ;
ΜΆΡΘΑ : Είπα, πήγαιν᾿ άνοιξε την πόρτα. Κουφός είσαι ;
ΝΙΚ : (Προσπαθώντας να το χωνέψει). Θέλεις . . . εγώ να πάω ν᾿ ανοίξω την πόρτα;
ΜΆΡΘΑ : Ναι, ρε κόπανε ! Άνοιξ᾿ την πόρτα. Θα πρέπει να υπάρχει κάτι πού να μπορείς να κάνεις σωστά, ή μήπως και γι᾿ αυτό είσαι πολύ μεθυσμένος και δεν μπορείς; Ούτε το πόμολο τής πόρτας δεν μπορείς να σηκώσεις, έ ;
ΝΙΚ : Άκουσε, δεν υπάρχει λόγος να . . . (Χτυπάει ή πόρτα ξανά).
ΜΑΡΘΑ: (Ουρλιάζοντας). Άνοιξέ την! (Μαλακότερα). Μπορείς για λίγο καιρό να κάνεις εδώ μέσα το παιδί για τα θελήματα, τον υπηρέτη. Και μια που είναι έτσι, καλύτερα ν᾿ αρχίσεις τώρα αμέσως.
ΝΙΚ : Άκουσ᾿ εδώ, κυρά μου. Εγώ δεν είμαι ό τζουτζές σου !
ΜΆΡΘΑ : (Χαρούμενα). Βεβαίως είσαι! Γιατί είσαι ένα φιλόδοξο αγόρι. Έτσι δεν είναι; Δε με κυνήγαγες βέβαια γύρω απ᾿ το τραπέζι τής κουζίνας κι απάνω στις σκάλες, από τρελό, έξαλλο πάθος. Σκεφτόσουνα λιγάκι και την καριέρα σου, λοιπόν, μπορείς να ανέβεις κοινωνικά λιγάκι, κάνοντας για ένα διάστημα το παιδί τού σπιτιού εδώ μέσα . . .
ΝΙΚ : Για σένα δεν υπάρχουν όρια. (Χτύπημα στην πόρτα).
ΜΆΡΘΑ : ( Ήρεμα, σίγουρα). Όχι, μωρό μου, κανένα. Πήγαιν᾿ άνοιξε την πόρτα. (Ο Νικ διστάζει). Άκου δω, νεαρέ, μια κι έκανες την αρχή, μη θαρρείς πώς μπορείς να φύγεις από δω μέσα όποτε σού γουστάρει. Έχεις προσληφθεί για ένα διάστημα. Τρέχα, τώρα.
ΝΙΚ : Χωρίς κανένα λόγο . . . έτσι . . άσκοπα . . .
ΜΆΡΘΑ : Έλα, έλα τώρα, κάνε αυτό πού σού λέω. Δείξε στην Μάρθα πώς μπορείς., να κάνεις και κάτι. Ε ; Άντε, μπράβο !
ΝΙΚ : (Το σκέφτεται, υποτάσσεται, πηγαίνει προς την πόρτα. Χτυπούν τα καμπανάκια ξανά). Καλά ντε, έρχομαι.. .
ΜΆΡΘΑ :(Χτυπά τα χέρια της). Χα, χα! Θαυμάσια, έξοχα! (Τραγουδάει). «Όπου κι αν σταθώ, ένας ζιγκολό, λένε πάντα όλοι, τί κουκλί είν᾿ αυτό ...»
ΝΙΚ : ΣΤΑΜΆΤΑ ΤΟ ΑΥΤΌ !
ΜΆΡΘΑ : (Ξεκαρδίζεται). Με συγχωρείς, γλυκέ μου. Άντε, πήγαινε τώρα ν᾿ ανοίξεις την πόρτα.
ΝΙΚ : (Με μεγάλη θλίψη). Άει σιχτίρ.
ΜΆΡΘΑ : Αχ, τι όμορφα!
ΝΙΚ : (Στενόχωρα). Εγώ νομίζω πώς είμαι.
ΜΆΡΘΑ : (Με το ποτήρι στο στόμα της). Για μερικά όμως πράγματα δεν αξίζεις πεντάρα.
ΝΙΚ : (Οπισθοχωρώντας). Πώς είπες ;
ΜΆΡΘΑ : Είπα πώς σε μερικά πράγματα δεν αξίζεις πεντάρα. . .
ΝΙΚ : Λυπάμαι που σε απογοήτευσα.
ΜΆΡΘΑ : (Δυνατά). Δεν είπα πώς μ᾿ απογοήτευσες! Ηλίθιε!
ΝΙΚ : Θα ᾿πρεπε να με δοκιμάσεις καμιάν άλλη φορά, πού να μην έχω πιει τόσο πολύ, πίνω επί δέκα ώρες συνέχεια . . . και τότε ίσως . . .
ΜΆΡΘΑ : Δε μίλησα για τις δυνατότητες σου! Μίλησα για την αποψινή σου απόδοση.
ΝΙΚ : (Μαλακά). Ά!
ΜΆΡΘΑ : (Κι εκείνη πιο μαλακά). Οι δυνατότητές σου είναι σπουδαίες. Περίφημες! (Κουνώντας τα φρύδια της)! Καταπληκτικές. Καιρό είχα να δω τέτοιες σπουδαίες δυνατότητες. Παρ᾿ όλα αυτά, μωρό μου, δεν είσαι παρά μια αποτυχία . . .
ΝΙΚ : (Το πετάει απότομα). Για σένα όλοι είναι αποτυχίες. Ο άντρας σου είναι αποτυχία, εγώ είμαι αποτυχία . . .
ΜΆΡΘΑ : Όλοι σας είστε αποτυχημένοι. Εγώ είμαι ή Μάννα Γη, κι εσείς, όλοι, είστε αποτυχημένοι. (Λίγο πολύ στον εαυτό της). Έχω σιχαθεί τον εαυτό μου. Περνώ τη ζωή μου με τιποτένιες, χωρίς καμιά σημασία, απιστίες . . . (Γελάει, λυπημένα) . . . δήθεν απιστίες. Ορμάμε στην Οικοδέσποινα; Ωραίο αστείο. Μια παρέα από μεθυσμένους . . . ανίκανους ηλίθιους. Η Μάρθα τούς κλείνει το μάτι . . . και οι ηλίθιοι χαμογελούν σαν χαζοί, τής ρίχνουν κι αυτοί ματιές και ξαναχαμογελούν, ή Μάρθα ξερογλείφεται . . . και οι ηλίθιοι ορμάνε στο μπαρ για να πάρουν λίγο κουράγιο και παίρνουν λίγο κουράγιο και γυρνάνε πίσω στη γέρο-Μάρθα. Εκείνη τούς κάνει μερικά κουνήματα, πού τούς ερεθίζουν... εγκεφαλικά ... κι έτσι ξαναορμάνε πάλι στο μπορ, για να πάρουν λίγο ακόμα κουράγιο . . . ενώ οι γυναίκες τους και οι αγαπημένες τους κάνουν πως δε βλέπουν . . . πώς τάχα κοιτάν έξω απ᾿ το παράθυρο... πράγμα πού κάνει τούς ηλίθιους να ξανατρέξουν στην κάνουλα για να ξαναγεμίσουν το ντεπόζιτο τους, ενώ ή έρημη ή Μάρθα κάθεται εκεί με ανεβασμένα τα φουστάνια πάνω απ᾿ το κεφάλι της . . . ασφυκτιώντας ! Δεν ξέρεις πόσο αποπνικτικό είναι όταν έχεις το κεφάλι σου μέσ᾿ στο φουστάνια σου! Ασφυξία! Περιμένοντας ν᾿ αποφασίσουν οι ηλίθιοι! Στο τέλος βρίσκουν το κουράγιο τους... άλλα αυτό είν᾿ όλο, μωρό μου! Μάλιστα φίλε μου, μερικές φορές υπάρχουν πολύ καλές δυνατότητες, αλλά!. . . (Ζωηρά). Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα σε μια πολιτισμένη κοινωνία. (Πάλι στον εαυτό της). Αχ, όλοι αυτοί οι εξαίσιοι ηλίθιοι. Κακόμοιρα ανήλικα . . . (Στον Νικ τώρα, σοβαρά). Μόνον έναν άντρας υπήρξε σ᾿ όλη μου τη ζωή . . . πού μ᾿ έκανε ευτυχισμένη. Το ξέρεις αυτό ; Ένας!
ΝΙΚ : Ο . . . ο πως τον είπες ; . . . ε ; Αυτός που κούρευε το γρασίδι στο Κολλέγιο;
ΜΆΡΘΑ : Όχι, αυτόν τον είχα ξεχάσει. Αλλά όταν θυμάμαι την ιστορία μ᾿ αυτόν, είναι σαν να κάνω μπανιστήρι. Χα! Όχι, δεν εννοούσα αυτόν. Εννοούσα τον Τζωρτζ, βεβαίως! (Καμιά απάντηση απ᾿ τον Νικ). Ναι… τον Τζωρτζ άντρα μου!
ΝΙΚ : (Δύσπιστα). Θα αστειεύεσαι ;
ΜΆΡΘΑ : Ποιος, εγώ ;
ΝΙΚ : Μάλλον ! Όχι δα αυτός . . .
ΜΆΡΘΑ : Αυτός.
ΝΙΚ : (Σαν να κάνει αστεία). Σίγουρα, σίγουρα.
ΜΆΡΘΑ :Δεν το πιστεύεις.
ΝΙΚ : (Κοροϊδεύοντας) Μα, φυσικά, το πιστεύω! . .
ΜΆΡΘΑ : Εσύ βλέπεις μόνον όσα φαίνονται!
ΝΙΚ : (Κοροϊδευτικά). Ωχ, για το Θεό πια! . .
ΜΆΡΘΑ : . . .ό Τζωρτζ, πού είναι κάπου εκεί έξω στα σκοτεινά . . . ό Τζωρτζ πού είναι καλός μαζί μου και πού εγώ τον βρίζω, αυτός πού με καταλαβαίνει και πού εγώ τον διώχνω, αυτός πού μπορεί να μέ κάνει να γελώ, ενώ εγώ πνίγω αυτό το γέλιο στο λαρύγγι μου για να μην το δει, . . . αυτός πού μ᾿ αγκαλιάζει τη νύχτα και μέ ζεσταίνει και πού εγώ τον δαγκάνω τόσο δυνατά, ώσπου να βγάλει αίμα, ναι, αυτός πού μαθαίνει αμέσως όλα τα παιχνίδια πού σκαρώνω, . . . αυτός πού μπορεί να μέ κάνει ευτυχισμένη και εγώ δε θέλω να γίνω ευτυχισμένη, και ναι, θέλω να γίνω ευτυχισμένη. Ό Τζωρτζ και ή Μάρθα. Κρίμα. Κρίμα. Κρίμα.
ΝΙΚ : (Σαν ηχώ, χωρίς ακόμα να πιστεύει). Κρίμα.
ΜΆΡΘΑ : . . . ναι, αυτός πού ποτέ δε θα τού συγχωρήσω πού παράτησε τον αγώνα, πού με είδε και είπε : «Ναι, αυτή μού κάνει!» Αυτός πού έκανε το φριχτό, το οδυνηρό, το προσβλητικό λάθος να μ᾿ αγαπήσει και πού πρέπει να τιμωρηθεί γι᾿ αυτό. Ο Τζώρτζ και ή Μάρθα. Τι κρίμα! Τι κρίμα!
ΝΙΚ : (Μπερδεμένος). Τι κρίμα!
ΜΆΡΘΑ : . . . πού μπορεί Και υποφέρει αυτά πού δεν υποφέρονται, πού είναι ευγενικός, κι αυτό είναι σκληρό. Πού καταλαβαίνει ... κι αυτό είναι πέρα από κάθε λογική . . .
ΝΙΚ : Ό Τζωρτζ και ή Μάρθα. Τί κρίμα, τί κρίμα !
ΜΆΡΘΑ : Κάποια όμως μέρα . . . Χα! Κάποια νύχτα. . . μια απ᾿ αυτές τις ηλίθιες, μεθυσμένες νύχτες ... θα τραβήξω τόσο το σχοινί. . . και ή θα του σπάσω τα κόκαλα ή θα τον γκρεμίσω για καλά ... κι αυτό είναι που μού αξίζει να πάθω!
ΝΙΚ : Μα δε νομίζω πως του έχει μείνει και κανένα κόκαλο γερό.
ΜΆΡΘΑ : (Κοροϊδεύοντας τον). Μπα, έτσι νομίζεις; Εσύ παιδί μου, έχεις κολλήσει το μούτρο σου πάνω στο μικρόφωνό σου και δε βλέπεις τίποτ᾿ άλλο . . .
ΝΙΚ : Μικροσκόπιο . . .
ΜΆΡΘΑ : . . . ναι . . . και δε βλέπεις ούτε τη μύτη σου . . . Βλέπεις τα πάντα έξω από το αναθεματισμένο το μυαλό. Εσύ βλέπεις όλα τα είδη τής φύσης και τα σκουπίδια ακόμα, αλλά δε βλέπεις τί γίνεται γύρω σου.
ΝΙΚ : Ξέρω πότε ένας άνδρας έχει σπασμένα τα κόκαλά του. Αυτό μπορώ να το δω.
ΜΆΡΘΑ : Ώστε μπορείς !
ΝΙΚ: Και βέβαια μπορώ.
ΜΆΡΘΑ : Άχ, πόσο λίγο καταλαβαίνεις. Κι έχεις σκοπό να κατακτήσεις και τον κόσμο, έ ;
ΝΙΚ : Καλά τώρα. . .
ΜΆΡΘΑ : Εσύ νομίζεις πώς ένας άνδρας έχει σπάσει τα κόκαλά του επειδή κάνει, τον καραγκιόζη και περπατάει σκυφτός, έ ; Τόσο καταλαβαίνεις, λοιπόν.
ΝΙΚ : Είπα, καλά !
ΜΆΡΘΑ : Αααα ! Ο επιβήτορας αγρίεψε το χρυσό μου. Ό ευνούχος μας αναστατώθηκε !. Χα, χα, χα, χα!
ΝΙΚ : (Μαλακά, πληγωμένα). Εσύ βαράς, βαράς άγρια!
ΜΆΡΘΑ :(Θριαμβευτικά). Αμέ!
ΝΙΚ : Όπου . . . όπου βρεις !
ΜΆΡΘΑ : ΑΜΕ ! Εγώ είμαι γέρο πολυβόλο. Χα, χα, χα, χα!
ΝΙΚ : Άσκοπη . . . σφαγή. Χωρίς κανένα λόγο.
ΜΆΡΘΑ : Άντε, ρε, κακομοιριασμένε μπάσταρδε.
ΝΙΚ : Χτυπάς γύρω σου τα πάντα. (Χτυπούν τα καμπανάκια της πόρτας)
ΜΆΡΘΑ : Πήγαιν᾿ άνοιξε την πόρτα.
ΝΙΚ : ( Έκπληκτος). Τι είπες ;
ΜΆΡΘΑ : Είπα, πήγαιν᾿ άνοιξε την πόρτα. Κουφός είσαι ;
ΝΙΚ : (Προσπαθώντας να το χωνέψει). Θέλεις . . . εγώ να πάω ν᾿ ανοίξω την πόρτα;
ΜΆΡΘΑ : Ναι, ρε κόπανε ! Άνοιξ᾿ την πόρτα. Θα πρέπει να υπάρχει κάτι πού να μπορείς να κάνεις σωστά, ή μήπως και γι᾿ αυτό είσαι πολύ μεθυσμένος και δεν μπορείς; Ούτε το πόμολο τής πόρτας δεν μπορείς να σηκώσεις, έ ;
ΝΙΚ : Άκουσε, δεν υπάρχει λόγος να . . . (Χτυπάει ή πόρτα ξανά).
ΜΑΡΘΑ: (Ουρλιάζοντας). Άνοιξέ την! (Μαλακότερα). Μπορείς για λίγο καιρό να κάνεις εδώ μέσα το παιδί για τα θελήματα, τον υπηρέτη. Και μια που είναι έτσι, καλύτερα ν᾿ αρχίσεις τώρα αμέσως.
ΝΙΚ : Άκουσ᾿ εδώ, κυρά μου. Εγώ δεν είμαι ό τζουτζές σου !
ΜΆΡΘΑ : (Χαρούμενα). Βεβαίως είσαι! Γιατί είσαι ένα φιλόδοξο αγόρι. Έτσι δεν είναι; Δε με κυνήγαγες βέβαια γύρω απ᾿ το τραπέζι τής κουζίνας κι απάνω στις σκάλες, από τρελό, έξαλλο πάθος. Σκεφτόσουνα λιγάκι και την καριέρα σου, λοιπόν, μπορείς να ανέβεις κοινωνικά λιγάκι, κάνοντας για ένα διάστημα το παιδί τού σπιτιού εδώ μέσα . . .
ΝΙΚ : Για σένα δεν υπάρχουν όρια. (Χτύπημα στην πόρτα).
ΜΆΡΘΑ : ( Ήρεμα, σίγουρα). Όχι, μωρό μου, κανένα. Πήγαιν᾿ άνοιξε την πόρτα. (Ο Νικ διστάζει). Άκου δω, νεαρέ, μια κι έκανες την αρχή, μη θαρρείς πώς μπορείς να φύγεις από δω μέσα όποτε σού γουστάρει. Έχεις προσληφθεί για ένα διάστημα. Τρέχα, τώρα.
ΝΙΚ : Χωρίς κανένα λόγο . . . έτσι . . άσκοπα . . .
ΜΆΡΘΑ : Έλα, έλα τώρα, κάνε αυτό πού σού λέω. Δείξε στην Μάρθα πώς μπορείς., να κάνεις και κάτι. Ε ; Άντε, μπράβο !
ΝΙΚ : (Το σκέφτεται, υποτάσσεται, πηγαίνει προς την πόρτα. Χτυπούν τα καμπανάκια ξανά). Καλά ντε, έρχομαι.. .
ΜΆΡΘΑ :(Χτυπά τα χέρια της). Χα, χα! Θαυμάσια, έξοχα! (Τραγουδάει). «Όπου κι αν σταθώ, ένας ζιγκολό, λένε πάντα όλοι, τί κουκλί είν᾿ αυτό ...»
ΝΙΚ : ΣΤΑΜΆΤΑ ΤΟ ΑΥΤΌ !
ΜΆΡΘΑ : (Ξεκαρδίζεται). Με συγχωρείς, γλυκέ μου. Άντε, πήγαινε τώρα ν᾿ ανοίξεις την πόρτα.
ΝΙΚ : (Με μεγάλη θλίψη). Άει σιχτίρ.
ΜΆΡΘΑ : Αχ, τι όμορφα!
Σκοτώνουμε..... το ζωτικό ψέμα
|
ΜΆΡΘΑ : (Παρακαλώντας). Όχι, άλλα παιγνίδια.
ΤΖΩΡΤΖ : Ένα ακόμη Μάρθα. Ένα ακόμα παιγνίδι και μετά καληνύχτα σας. Θα μαζέψουν όλοι τα εργαλεία τους και τις βαλίτσες τους και θα τού δίνουνε. Και εσύ κι εγώ, οι δυο μας, θα ανεβούμε αυτά τα σαραβαλιασμένα σκαλοπάτια. ΜΆΡΘΑ : (Σχεδόν με δάκρυα). ’Όχι, Τζωρτζ, όχι! ΤΖΩΡΤΖ : (Καθησυχαστικά). Ναι, μωρό μου. ΜΆΡΘΑ : Όχι, Τζωρτζ. Σε παρακαλώ. . . ΤΖΩΡΤΖ : Έλα τώρα, πού δεν τα θέλεις Μάρθα, εσύ είσαι πρώτη και καλύτερη στα παιγνίδια . . . και βέβαια σ’ αρέσουν. ΜΆΡΘΑ : Είναι άσχημα παιχνίδια . . . άσχημα. Και τώρα αυτό το καινούριο... |
ΤΖΩΡΤΖ : (Χαϊδεύοντας τα μαλλιά της). Θα σ’ αρέσει πάρα πολύ, μωρό μου !
ΜΆΡΘΑ : ’Όχι, Τζωρτζ !
ΤΖΩΡΤΖ : Θα το γλεντήσεις με την καρδιά σου.
ΜΆΡΘΑ : (Τρυφερά, πάει να τον αγγίξει). Σε παρακαλώ, Τζωρτζ . . . όχι άλλα παιχνίδια . ’Εγώ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Δίνοντας μια στο απλωμένο χέρι της με ορμή). Μη μ’ αγγίζεις !. Κράτα τις παλάμες σου καθαρές, για τα φοιτητάκια!
ΜΆΡΘΑ : (Μια κραυγή αγωνίας άλλα αδύνατη). Α !
ΤΖΩΡΤΖ : ('Αρπάζοντας την απ’ τα μαλλιά, τραβάει το κεφάλι της προς τα πίσω). Τώρα, Μάρθα, άκουσέ με. Πέρασες ένα πολύ ωραίο βράδυ. . . το γλέντησες με την καρδιά σου και δεν μπορείς τώρα να σταματήσεις οποτεδήποτε, επειδή χόρτασες να πίνεις αίμα. Θα συνεχίσουμε, θα σού κάνω τέτοιο καψόνι, πού θα κάνει τη δικιά σου την παράσταση να μοιάζει με παιδικό πανηγύρι. Τώρα όμως θέλω να προσπαθήσεις να ζωηρέψεις λιγάκι. (Με το ελεύθερο χέρι τον της δίνει ένα ελαφρό χαστούκι). Θέλω λίγη ζωντάνια μέσα σου, μωρό μου. (Ξανά χαστούκι).
ΜΆΡΘΑ : (Παλεύοντας). Σταμάτα!
ΤΖΩΡΤΖ : (Ξανά χαστούκι). Κρατήσου γερά! (Ξανά χαστούκι ). Σε θέλω όρθια στα πόδια σου και κοφτερή σα μαχαίρι, καρδούλα μου, γιατί έχω σκοπό να σε βαρέσω απ’ όλες τις μεριές και γι’ αυτό θέλω να είσαι σε φόρμα! (Ξανά χαστούκι, μετά τραβιέται, την αφήνει. Εκείνη σηκώνεται).
ΜΆΡΘΑ : Σύμφωνοι, Τζωρτζ. Τι θέλεις, Τζωρτζ;
ΤΖΩΡΤΖ : Μια μάχη με ίσους αντιπάλους. Αυτό μόνο.
ΜΆΡΘΑ : Θα την έχεις.
ΤΖΩΡΤΖ : Σε θέλω λυσσασμένη.
ΜΆΡΘΑ : ΕΊΜΑΙ!
ΤΖΩΡΤΖ : Πιο πολύ!
ΜΆΡΘΑ : ΓΙ’ ΑΥΤΌ ΜΗ ΣΕ ΝΟΙΆΖΕΙ!
ΤΖΩΡΤΖ : Μπράβο, κορίτσι μου. Τώρα, λοιπόν, αυτό το παιγνίδι θα το παίξουμε μέχρι θανάτου!
ΜΆΡΘΑ : Τού δικού σου !
ΤΖΩΡΤΖ : Θα εκπλαγείς! Νάτα, έρχονται τα παιδιά ! Ετοιμάσου.
ΜΆΡΘΑ : (Κάνει βήματα, μοιάζει λίγο με παλαιστή). Είμαι έτοιμη να σε αντιμετωπίσω.
(Ο Νικ και ή Χάνυ ξαναμπαίνουν. Ο Νικ κρατώντας την Χάνυ πού εξακολουθεί να κρατά την μποτίλια τού κονιάκ και το ποτήρι της).
ΝΙΚ: (Θλιμμένα). Να ᾿μαστέ.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). Χιπ, χοπ! Χιπ, χοπ !
ΤΖΩΡΤΖ : (Χτυπάει μια φορά τα χέρια του). Εντάξει! Αρχίζουμε! Τελευταίο παιχνίδι! Καθίστε κάτω όλοι! (Ο Νικ κάθεται). Κάτσε κάτω, Μάρθα. Αυτό είναι ένα πολιτισμένο παιχνίδι.
ΜΆΡΘΑ : (Σηκώνει τη γροθιά της, δεν κουνιέται. Κάθεται). Εμπρός! Έλα να τελειώνουμε.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Στον Τζωρτζ). Αποφάσισα ότι δε θυμάμαι τίποτα
ΤΖΩΡΤΖ : (Στην Χάνυ, εννοώντας τον Νικ). Το ξέρεις πώς αυτός εκεί ειν’ ο άντρας σου;
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Με μεγάλη αξιοπρέπεια). Μα και βέβαια, το ξέρω αυτό.
ΤΖΩΡΤΖ : (Κοντά στ᾿ αυτί τής Χάνυ). 'Ορισμένα μόνον πράγματα δε θυμάσαι, ε;
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Ένα μεγάλο γέλιο για να καλυφθεί, μετά σιγανά, με ένταση, στον Τζωρτζ). Δε θυμάμαι. . . δεν μπορώ. (Στον Νικ χαρούμενα). Γεια σου αγάπη μου!
ΤΖΩΡΤΖ : (Στον Νικ). Μίλα, τέλος πάντων, στη γυναικούλα σου, στο μικρό σου το κουνελάκι. Πες της και καμιά κουβέντα, δε θα χάσεις τίποτα.
ΝΙΚ: (Μαλακά, με αμηχανία). Γεια σου, Χάνυ!
ΤΖΩΡΤΖ : Μπράβο. Αυτό ήταν πολύ ευγενικό. Μού φαίνεται πώς περνάμε μια . . . μια αληθινά ωραία βραδιά . . . όταν τα λάβουμε μάλιστα όλα οπ’ όψη μας... καθίσαμε, γνωριστήκαμε, γλεντήσαμε, παίξαμε μέχρι πού κυλιστήκαμε στο πάτωμα, παραδείγματος χάρη . . .
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). . . . τα πλακάκια . . .
ΤΖΩΡΤΖ : . . . τα πλακάκια.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). . . . ξεφλουδίσαμε την ετικέτα τής μπουκάλας . . .
ΤΖΩΡΤΖ : . . . ξεφλουδίσαμε, τί ;
ΜΆΡΘΑ : Την ετικέτα. Την ετικέτα τής μπουκάλας.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα).(Απολογητικά, σηκώνοντας ψηλά την μπουκάλα τού κονιάκ). Εγώ ξεφλουδίζω τις ετικέτες.
ΤΖΩΡΤΖ : 'Όλοι μας, γλυκιά μου, ξεφλουδίζουμε ετικέτες . . . Κι όταν περάσεις από την επιδερμίδα, και τα τρία στρώματα . . . και μέσα από τούς μυς, τσαλαβουτάς μετά στα εντόσθια… (Ένα πλάγιο στον Νικ) αυτά πού είναι μαλακά. (Επιστρέφοντας στην Χάνυ) και μετά φτάνεις στο κόκαλο. . .» ξέρεις τι κάνεις τότε;
ΧΆΝΥ: (Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον). Όχι!
ΤΖΩΡΤΖ : Όταν φθάσεις βαθιά στο κόκαλο, δεν έχεις ακόμα φθάσει στο τέλος. Υπάρχει κάτι μέσα στο κόκαλο... το μεδούλι …και είναι εκεί πού. πρέπει να φθάσεις (Ένα παράξενο Χαμόγελο προς την Μάρθα). Το μεδούλι. Τα κόκαλα όμως είναι πολύ εύκαμπτα, ιδιαίτερα στους νέους. Να, πάρτε το γιό μας...
ΜΆΡΘΑ : Δε μού λες, τι πας να κάνεις ;
ΤΖΩΡΤΖ : Μα, αγάπη μου, για το γιό μας μιλούσα.
ΜΆΡΘΑ : Μη!
ΤΖΩΡΤΖ : Τι σου είναι αυτή ή Μάρθα, τέλος πάντων. Είμαστε όλοι εδώ παραμονή τής ημέρας πού επιστρέφει ο γιος μας, την παραμονή των γενεθλίων του, γίνεται εικοσιενός έτους αύριο. . . παραμονή τής ενηλικιώσεώς του . . . και ή Μάρθα λέει μη μιλάς γι’ αυτόν . . .
ΜΆΡΘΑ : Μη . . . είπα !
ΤΖΩΡΤΖ : Μα εγώ το θέλω, Μάρθα ! Είναι πολύ σημαντικό να μιλήσουμε γι’ αυτόν. Τώρα το κουνελάκι και ο . . . κύριος από δώ . . . δε γνωρίζουν αρκετά για το νεαρό μας και νομίζω πώς θα ᾿πρεπε να μάθουνε.
ΜΆΡΘΑ : Αρκετά, Τζωρτζ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Χτυπώντας τα δάχτυλά του, καλεί μ᾿ αυτό τον τρόπο τον Νικ). Εσύ, άκουσε, σ’ εσένα μιλάω . . . Θέλεις να παίξουμε το μεγαλώνοντας ένα μωρό; δε θέλεις ;
ΝΙΚ: (Ελάχιστα ευγενικός). Με δουλεύεις ;
ΤΖΩΡΤΖ : Μάλιστα. (Καθοδηγώντας τον). Ασφαλώς θα θέλετε να ακούσετε για το ζωηρό μας το αγόρι.
ΝΙΚ : (Παύση. Μετά σύντομα). Ναι, φυσικά.
ΤΖΩΡΤΖ : Μα βεβαίως, άκου λέει! . . . Θέλεις, Μάρθα, εσύ να μιλήσεις για το γιό μας ή ν’ αρχίσω εγώ; Ε ;
ΜΆΡΘΑ : (Μ' ένα χαμόγελο μορφασμό). Όχι, Τζωρτζ!
ΤΖΩΡΤΖ : Πολύ ωραία! Για να δούμε λοιπόν. . . Είναι ένα καλό παιδί, παρ’ όλη τη ζωή τού σπιτιού του. Θέλω να πω, τά περισσότερα παιδιά θα γινόντουσαν νευρωτικά με τη Μάρθα, πού κάνει διαρκώς τού κεφαλιού της. (Να κοιμάται ως τις τέσσερις το απόγευμα, να τον πασπατεύει, το φτωχό μπάσταρδο, να προσπαθεί να σπάσει την πόρτα τού μπάνιου για να μπει να τον πλύνει με τα χέρια της κι ακόμα και όταν αυτός είναι δεκάξι χρόνων, να κουβαλά ξένους στο σπίτι ό,τι ώρα και να ’ναι!....
ΜΆΡΘΑ : (Καθώς σηκώνεται). Τώρα θα δεις!. . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Με κοροϊδευτική στενοχώρια). Μάρθα!
ΜΆΡΘΑ : ’Αρκετά είπες !
ΤΖΩΡΤΖ : Μήπως θέλεις να συνεχίσεις εσύ ;
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Στον Νικ). Γιατί θα ’θελε κανείς να πλύνει κάποιον πού είναι δεκάξι χρόνων;
ΝΙΚ: (Χτυπώντας κάτω το ποτό του). ’Αμάν, Χάνυ, το Θεό σου δεν έχεις !
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα).(Ψιθυριστά). Μα γιατί;
ΤΖΩΡΤΖ : Γιατί γι’ αυτήν είναι πάντα το μωρό της.
ΜΆΡΘΑ : ΕΝΤΆΞΕΙ!
ΜΆΡΘΑ : ’Όχι, Τζωρτζ !
ΤΖΩΡΤΖ : Θα το γλεντήσεις με την καρδιά σου.
ΜΆΡΘΑ : (Τρυφερά, πάει να τον αγγίξει). Σε παρακαλώ, Τζωρτζ . . . όχι άλλα παιχνίδια . ’Εγώ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Δίνοντας μια στο απλωμένο χέρι της με ορμή). Μη μ’ αγγίζεις !. Κράτα τις παλάμες σου καθαρές, για τα φοιτητάκια!
ΜΆΡΘΑ : (Μια κραυγή αγωνίας άλλα αδύνατη). Α !
ΤΖΩΡΤΖ : ('Αρπάζοντας την απ’ τα μαλλιά, τραβάει το κεφάλι της προς τα πίσω). Τώρα, Μάρθα, άκουσέ με. Πέρασες ένα πολύ ωραίο βράδυ. . . το γλέντησες με την καρδιά σου και δεν μπορείς τώρα να σταματήσεις οποτεδήποτε, επειδή χόρτασες να πίνεις αίμα. Θα συνεχίσουμε, θα σού κάνω τέτοιο καψόνι, πού θα κάνει τη δικιά σου την παράσταση να μοιάζει με παιδικό πανηγύρι. Τώρα όμως θέλω να προσπαθήσεις να ζωηρέψεις λιγάκι. (Με το ελεύθερο χέρι τον της δίνει ένα ελαφρό χαστούκι). Θέλω λίγη ζωντάνια μέσα σου, μωρό μου. (Ξανά χαστούκι).
ΜΆΡΘΑ : (Παλεύοντας). Σταμάτα!
ΤΖΩΡΤΖ : (Ξανά χαστούκι). Κρατήσου γερά! (Ξανά χαστούκι ). Σε θέλω όρθια στα πόδια σου και κοφτερή σα μαχαίρι, καρδούλα μου, γιατί έχω σκοπό να σε βαρέσω απ’ όλες τις μεριές και γι’ αυτό θέλω να είσαι σε φόρμα! (Ξανά χαστούκι, μετά τραβιέται, την αφήνει. Εκείνη σηκώνεται).
ΜΆΡΘΑ : Σύμφωνοι, Τζωρτζ. Τι θέλεις, Τζωρτζ;
ΤΖΩΡΤΖ : Μια μάχη με ίσους αντιπάλους. Αυτό μόνο.
ΜΆΡΘΑ : Θα την έχεις.
ΤΖΩΡΤΖ : Σε θέλω λυσσασμένη.
ΜΆΡΘΑ : ΕΊΜΑΙ!
ΤΖΩΡΤΖ : Πιο πολύ!
ΜΆΡΘΑ : ΓΙ’ ΑΥΤΌ ΜΗ ΣΕ ΝΟΙΆΖΕΙ!
ΤΖΩΡΤΖ : Μπράβο, κορίτσι μου. Τώρα, λοιπόν, αυτό το παιγνίδι θα το παίξουμε μέχρι θανάτου!
ΜΆΡΘΑ : Τού δικού σου !
ΤΖΩΡΤΖ : Θα εκπλαγείς! Νάτα, έρχονται τα παιδιά ! Ετοιμάσου.
ΜΆΡΘΑ : (Κάνει βήματα, μοιάζει λίγο με παλαιστή). Είμαι έτοιμη να σε αντιμετωπίσω.
(Ο Νικ και ή Χάνυ ξαναμπαίνουν. Ο Νικ κρατώντας την Χάνυ πού εξακολουθεί να κρατά την μποτίλια τού κονιάκ και το ποτήρι της).
ΝΙΚ: (Θλιμμένα). Να ᾿μαστέ.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). Χιπ, χοπ! Χιπ, χοπ !
ΤΖΩΡΤΖ : (Χτυπάει μια φορά τα χέρια του). Εντάξει! Αρχίζουμε! Τελευταίο παιχνίδι! Καθίστε κάτω όλοι! (Ο Νικ κάθεται). Κάτσε κάτω, Μάρθα. Αυτό είναι ένα πολιτισμένο παιχνίδι.
ΜΆΡΘΑ : (Σηκώνει τη γροθιά της, δεν κουνιέται. Κάθεται). Εμπρός! Έλα να τελειώνουμε.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Στον Τζωρτζ). Αποφάσισα ότι δε θυμάμαι τίποτα
ΤΖΩΡΤΖ : (Στην Χάνυ, εννοώντας τον Νικ). Το ξέρεις πώς αυτός εκεί ειν’ ο άντρας σου;
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Με μεγάλη αξιοπρέπεια). Μα και βέβαια, το ξέρω αυτό.
ΤΖΩΡΤΖ : (Κοντά στ᾿ αυτί τής Χάνυ). 'Ορισμένα μόνον πράγματα δε θυμάσαι, ε;
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Ένα μεγάλο γέλιο για να καλυφθεί, μετά σιγανά, με ένταση, στον Τζωρτζ). Δε θυμάμαι. . . δεν μπορώ. (Στον Νικ χαρούμενα). Γεια σου αγάπη μου!
ΤΖΩΡΤΖ : (Στον Νικ). Μίλα, τέλος πάντων, στη γυναικούλα σου, στο μικρό σου το κουνελάκι. Πες της και καμιά κουβέντα, δε θα χάσεις τίποτα.
ΝΙΚ: (Μαλακά, με αμηχανία). Γεια σου, Χάνυ!
ΤΖΩΡΤΖ : Μπράβο. Αυτό ήταν πολύ ευγενικό. Μού φαίνεται πώς περνάμε μια . . . μια αληθινά ωραία βραδιά . . . όταν τα λάβουμε μάλιστα όλα οπ’ όψη μας... καθίσαμε, γνωριστήκαμε, γλεντήσαμε, παίξαμε μέχρι πού κυλιστήκαμε στο πάτωμα, παραδείγματος χάρη . . .
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). . . . τα πλακάκια . . .
ΤΖΩΡΤΖ : . . . τα πλακάκια.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). . . . ξεφλουδίσαμε την ετικέτα τής μπουκάλας . . .
ΤΖΩΡΤΖ : . . . ξεφλουδίσαμε, τί ;
ΜΆΡΘΑ : Την ετικέτα. Την ετικέτα τής μπουκάλας.
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα).(Απολογητικά, σηκώνοντας ψηλά την μπουκάλα τού κονιάκ). Εγώ ξεφλουδίζω τις ετικέτες.
ΤΖΩΡΤΖ : 'Όλοι μας, γλυκιά μου, ξεφλουδίζουμε ετικέτες . . . Κι όταν περάσεις από την επιδερμίδα, και τα τρία στρώματα . . . και μέσα από τούς μυς, τσαλαβουτάς μετά στα εντόσθια… (Ένα πλάγιο στον Νικ) αυτά πού είναι μαλακά. (Επιστρέφοντας στην Χάνυ) και μετά φτάνεις στο κόκαλο. . .» ξέρεις τι κάνεις τότε;
ΧΆΝΥ: (Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον). Όχι!
ΤΖΩΡΤΖ : Όταν φθάσεις βαθιά στο κόκαλο, δεν έχεις ακόμα φθάσει στο τέλος. Υπάρχει κάτι μέσα στο κόκαλο... το μεδούλι …και είναι εκεί πού. πρέπει να φθάσεις (Ένα παράξενο Χαμόγελο προς την Μάρθα). Το μεδούλι. Τα κόκαλα όμως είναι πολύ εύκαμπτα, ιδιαίτερα στους νέους. Να, πάρτε το γιό μας...
ΜΆΡΘΑ : Δε μού λες, τι πας να κάνεις ;
ΤΖΩΡΤΖ : Μα, αγάπη μου, για το γιό μας μιλούσα.
ΜΆΡΘΑ : Μη!
ΤΖΩΡΤΖ : Τι σου είναι αυτή ή Μάρθα, τέλος πάντων. Είμαστε όλοι εδώ παραμονή τής ημέρας πού επιστρέφει ο γιος μας, την παραμονή των γενεθλίων του, γίνεται εικοσιενός έτους αύριο. . . παραμονή τής ενηλικιώσεώς του . . . και ή Μάρθα λέει μη μιλάς γι’ αυτόν . . .
ΜΆΡΘΑ : Μη . . . είπα !
ΤΖΩΡΤΖ : Μα εγώ το θέλω, Μάρθα ! Είναι πολύ σημαντικό να μιλήσουμε γι’ αυτόν. Τώρα το κουνελάκι και ο . . . κύριος από δώ . . . δε γνωρίζουν αρκετά για το νεαρό μας και νομίζω πώς θα ᾿πρεπε να μάθουνε.
ΜΆΡΘΑ : Αρκετά, Τζωρτζ . . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Χτυπώντας τα δάχτυλά του, καλεί μ᾿ αυτό τον τρόπο τον Νικ). Εσύ, άκουσε, σ’ εσένα μιλάω . . . Θέλεις να παίξουμε το μεγαλώνοντας ένα μωρό; δε θέλεις ;
ΝΙΚ: (Ελάχιστα ευγενικός). Με δουλεύεις ;
ΤΖΩΡΤΖ : Μάλιστα. (Καθοδηγώντας τον). Ασφαλώς θα θέλετε να ακούσετε για το ζωηρό μας το αγόρι.
ΝΙΚ : (Παύση. Μετά σύντομα). Ναι, φυσικά.
ΤΖΩΡΤΖ : Μα βεβαίως, άκου λέει! . . . Θέλεις, Μάρθα, εσύ να μιλήσεις για το γιό μας ή ν’ αρχίσω εγώ; Ε ;
ΜΆΡΘΑ : (Μ' ένα χαμόγελο μορφασμό). Όχι, Τζωρτζ!
ΤΖΩΡΤΖ : Πολύ ωραία! Για να δούμε λοιπόν. . . Είναι ένα καλό παιδί, παρ’ όλη τη ζωή τού σπιτιού του. Θέλω να πω, τά περισσότερα παιδιά θα γινόντουσαν νευρωτικά με τη Μάρθα, πού κάνει διαρκώς τού κεφαλιού της. (Να κοιμάται ως τις τέσσερις το απόγευμα, να τον πασπατεύει, το φτωχό μπάσταρδο, να προσπαθεί να σπάσει την πόρτα τού μπάνιου για να μπει να τον πλύνει με τα χέρια της κι ακόμα και όταν αυτός είναι δεκάξι χρόνων, να κουβαλά ξένους στο σπίτι ό,τι ώρα και να ’ναι!....
ΜΆΡΘΑ : (Καθώς σηκώνεται). Τώρα θα δεις!. . .
ΤΖΩΡΤΖ : (Με κοροϊδευτική στενοχώρια). Μάρθα!
ΜΆΡΘΑ : ’Αρκετά είπες !
ΤΖΩΡΤΖ : Μήπως θέλεις να συνεχίσεις εσύ ;
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα). (Στον Νικ). Γιατί θα ’θελε κανείς να πλύνει κάποιον πού είναι δεκάξι χρόνων;
ΝΙΚ: (Χτυπώντας κάτω το ποτό του). ’Αμάν, Χάνυ, το Θεό σου δεν έχεις !
ΧΆΝΥ: (Χαρούμενα).(Ψιθυριστά). Μα γιατί;
ΤΖΩΡΤΖ : Γιατί γι’ αυτήν είναι πάντα το μωρό της.
ΜΆΡΘΑ : ΕΝΤΆΞΕΙ!
Έχει πια ξημερώσει. Ο Τζωρτζ βάζει τρυφερά το χέρι του πάνω στον ώμο τής Μάρθας. Το κεφάλι της προς τα πίσω, και αυτός της τραγουδά απαλά.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Βιρτζίνια Γουλφ, Βιρτζίνια Γουλφ!
ΜΆΡΘΑ: Εγώ... Τζωρτζ...
ΤΖΩΡΤΖ: Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ....
ΜΆΡΘΑ: Εγώ... Τζωρτζ... εγώ!
Για τις ερμηνείες των ηθοποιών τι να πεις. Μάθημα υποκριτικής από τους Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ κια κοντά σ᾿ αυτούς και από τους Τζώτρζ Σέγκαλ και την Σάντι Ντέννις. Αξίζει να παρακολουθήσει κάποιος τις μετστροφές στο παίξιμο του Ρίτσαρντ Μπάρτον. Το 1966 που γυρίστηκε το έργο ήταν ήδη παντρεμένοι. Το έργο για εντελώς συμπωματικούς λόγους είναι και ένας καθρέπτηςτού θυελώδους έρωτά τους αλλά για του χωρισμού τους, τής επανένωσης τους με δεύτερο γάμο και τού σε πολυ συντομο διάστημα οριστικού χωρισμού τους.
Για τον πράγματι αινιγματικό τίτλο τού έργου.
Η μεταφράστρια του έργου στα Ελληνικά στις εκδόσεις Δωδώνη γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα:
«Τον αινιγματικό τίτλο τού έργου ό Άλμπυ τον βρήκε γραμμένο στον τοίχο ενός δημόσιου ουρητηρίου τής Νέας Υόρκης. Το αλάνθαστο αισθητήριο τού συγγραφέα τον οδήγησε στην επιλογή ενός τίτλου, πού εκφράζει με τον πιο εύστοχο τρόπο την ουσία τού έργου του. Την αγωνία και το δέος, μπροστά στην τρέλα και το θάνατο, πού οδήγησαν στην αυτοκτονία τη μεγάλη αγγλίδα συγγραφέα, Βιρτζίνια Γουλφ.
Και η βιογράφος τής Βιρτζίνια Γουλφ Alexandra Lemasson, εκδόσεις Κασταλία, γράφει στη βιογραφία:
«Το 1966, δραματουργός Έντουαρντ Άλμπυ γράφει το θεατρικό του έργο, "Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ", το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με τη μυθιστοριογράφο, αλλά τού οποίου ο τίτλος υποδηλώνει θαυμάσια τα συναισθήματα που έχει το χάρισμα να προκαλεί η Βιρτζίνια. Σχεδόν παρά τη θέληση της».
Δύο απαντήσεις στο αίνιγμα τού τίτλου, από τις πολλές που μπορούν να εικασθούν.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Βιρτζίνια Γουλφ, Βιρτζίνια Γουλφ!
ΜΆΡΘΑ: Εγώ... Τζωρτζ...
ΤΖΩΡΤΖ: Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ....
ΜΆΡΘΑ: Εγώ... Τζωρτζ... εγώ!
Για τις ερμηνείες των ηθοποιών τι να πεις. Μάθημα υποκριτικής από τους Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ κια κοντά σ᾿ αυτούς και από τους Τζώτρζ Σέγκαλ και την Σάντι Ντέννις. Αξίζει να παρακολουθήσει κάποιος τις μετστροφές στο παίξιμο του Ρίτσαρντ Μπάρτον. Το 1966 που γυρίστηκε το έργο ήταν ήδη παντρεμένοι. Το έργο για εντελώς συμπωματικούς λόγους είναι και ένας καθρέπτηςτού θυελώδους έρωτά τους αλλά για του χωρισμού τους, τής επανένωσης τους με δεύτερο γάμο και τού σε πολυ συντομο διάστημα οριστικού χωρισμού τους.
Για τον πράγματι αινιγματικό τίτλο τού έργου.
Η μεταφράστρια του έργου στα Ελληνικά στις εκδόσεις Δωδώνη γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα:
«Τον αινιγματικό τίτλο τού έργου ό Άλμπυ τον βρήκε γραμμένο στον τοίχο ενός δημόσιου ουρητηρίου τής Νέας Υόρκης. Το αλάνθαστο αισθητήριο τού συγγραφέα τον οδήγησε στην επιλογή ενός τίτλου, πού εκφράζει με τον πιο εύστοχο τρόπο την ουσία τού έργου του. Την αγωνία και το δέος, μπροστά στην τρέλα και το θάνατο, πού οδήγησαν στην αυτοκτονία τη μεγάλη αγγλίδα συγγραφέα, Βιρτζίνια Γουλφ.
Και η βιογράφος τής Βιρτζίνια Γουλφ Alexandra Lemasson, εκδόσεις Κασταλία, γράφει στη βιογραφία:
«Το 1966, δραματουργός Έντουαρντ Άλμπυ γράφει το θεατρικό του έργο, "Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ", το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με τη μυθιστοριογράφο, αλλά τού οποίου ο τίτλος υποδηλώνει θαυμάσια τα συναισθήματα που έχει το χάρισμα να προκαλεί η Βιρτζίνια. Σχεδόν παρά τη θέληση της».
Δύο απαντήσεις στο αίνιγμα τού τίτλου, από τις πολλές που μπορούν να εικασθούν.