Πάτρικ Ζίσκιντ "Το άρωμα"
To Άρωμα
Ο Ζίσκιντ με τη πρώτη παράγραφο τού παράδοξου βιβλίου φαντασίας, μάς δίνει τα διαπιστευτήρια του: κριτικός, ειρωνικός, ορθολογιστής, βγαλμένος μέσα από το Διαφωτισμό όπως θα φανεί και στη συνέχεια τού κειμένου, διανθισμένου με πινελιές ελευθεροφροσύνης.
«Τον δέκατο όγδοο αιώνα έζησε στη Γαλλία ένας άντρας που συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πιο μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές εκείνης της εποχής, μιας εποχής ωστόσο πλούσιας σε μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές. Αυτή εδώ είναι η ιστορία του. Ονομαζόταν Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ· κι αν τ᾿ όνομά του έχει πια ξεχαστεί, σε αντίθεση με τα ονόματα άλλων μεγαλοφυών τεράτων όπως ο Ντε Σαντ, ο Σεν Ζιστ, ο Φουσέ κι ο Βοναπάρτης, αυτό δεν συνέβη επειδή ο Γκρενούιγ υπολειπόταν αυτών των φημισμένων καθαρμάτων σε εγωπάθεια, ανηθικότητα και περιφρόνηση για το γένος των ανθρώπων· ο Γκρενούιγ ξεχάστηκε γιατί η μεγαλοφυΐα του και η μοναδική του φιλοδοξία περιορίζονταν σ᾿ ένα πεδίο που δεν αφήνει ίχνη στην ιστορία: στο φευγαλέο βασίλειο της όσφρησης».
Μαζί με τα δικά του διαπιστευτήρια, μάς καταθέτει και τα διαπιστευτήρια τού ήρωα του: Θα ήταν κι αυτός στη λίστα τών "καθαρμάτων", αλλά στάθηκε άτυχος, λόγω μονομέρειας. Δικό του χούι αυτός να κατακτήσει τον κόσμο μόνο με την όσφρηση. Ούτε έρωτας, ούτε αγάπη, ούτε συναισθήματα. Μόνο ένα πάθος· ο κόσμος των οσμών και βέβαια κυρίως των αρωμάτων. Θα τα βγάλει πέρα με τόσα μονομερή προσόντα ο Γκρενούιγ και ο συγγραφέας με ένα τόσο δύσκολο θέμα: Την επανανακάλυψη τού κόσμου μέσω τής όσφρησης. Για να δούμε.
Ο Γκρενούιγ ό παράδοξος ήρωας μας γεννήθηκε το καλοκαίρι τού 1738, στο Παρίσι, μια μέρα που έζεχνε από τη ζέστη και τη βρώμα, και μάλιστα στη ψαραγορά, όπου η μάνα του εκτός από το ότι πουλούσε ψάρια, "έβρεχε" στη γη όπως στεκόταν όρθια και ημιζώντανα παιδιά, που τα μάζευε την άλλη μέρα με τα σκουπίδια ο σκουπιδιάρης. Ο Γκρενούιγ ήταν το πέμπτο παιδί που πρόλαβε να γεννήσει μέχρι τα εικοσιπέντε της χρόνια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μέσα στις μύγες και τα ψαροκέφαλα. Και θα είχε τη τύχη των άλλων, αν το μωρό δεν είχε την "έμπνευση" να κλάψει, πράγμα που το έφερε στη ζωή και έστειλε τη μάνα του στη λαιμητόμο, σα φόνισσα. Στη λαιμητόμο παρά τα "όνειρα" της όπως ακριβώς με τόση ειρωνεία, μας τα περιγράφει ο συγγραφέας: «η μάνα του Γκρενούιγ ήταν μια γυναίκα νέα ακόμα, μόλις είχε πατήσει τα είκοσι πέντε, και όμορφη. Τα δόντια της ήταν όλα σχεδόν γερά, είχε ακόμα μαλλιά στο κεφάλι κι εκτός από ρευματισμούς, σύφιλη και φθίση δεν είχε καμιά σοβαρή αρρώστια - έλπιζε λοιπόν ότι θα ζούσε ακόμα για πολύ-πολύ καιρό, πέντε, ίσως και δέκα χρόνια - μπορεί μάλιστα και να παντρευόταν κάποτε με κανέναν τεχνίτη χηρευάμενο και να γεννούσε νόμιμα παιδιά...»
Ιδρύματα έκθετων και ορφανών, παραμάνες, μοναστήρια θα είναι οι πρώτες "αγκαλιές" που θα γνωρίσει ο μικρός Γκρενούιγ. Ας πάρουμε μια γεύση αυτού τού ωραίου κόσμου, από πρώτο χέρι δηλαδή από τον ίδιο το συγγραφέα. Να μια παραμάνα η κυρία Γκαγιάρ:
«Η κυρία Γκαγιάρ, αν και δεν είχε κλείσει ακόμα τα τριάντα, είχε τη ζωή πίσω της. Η εξωτερική της εμφάνιση ….. την έδειχνε δύο και τρεις και εκατό φορές πιο γριά, σαν τη μούμια ενός κοριτσιού· μέσα της όμως ένιωθε από καιρό νεκρή. Όταν ήταν παιδί, την είχε χτυπήσει ο πατέρας της με τη μασιά στο μέτωπο, ακριβώς πάνω απ᾿ τη ρίζα τής μύτης. Από τότε είχε χάσει την αίσθηση τής όσφρησης και μαζί της κάθε ανθρώπινη ζεστασιά, συναίσθημα ή πάθος. Μ᾿ εκείνο το χτύπημα η τρυφερότητα έγινε γι᾿ αυτήν το ίδιο ακατανόητη με την απέχθεια, η χαρά χάθηκε απ᾿ τη ζωή της μαζί με την απελπισία. Δεν ένιωθε τίποτα όταν αργότερα πλάγιαζε με τον άντρα της, ούτε όταν γεννούσε τα παιδιά της. Δεν πενθούσε για κείνα που τής πέθαιναν, μήτε χαιρόταν αυτά που ζούσαν κι έμεναν κοντά της. Όταν ο άντρας της την έδερνε, δεν έφευγε ούτε τρόμαζε, κι όταν εκείνος πέθανε απ᾿ τη χολέρα στο Οτέλ-Ντιε δεν ένιωσε καμιά ανακούφιση. Γνώριζε δύο μόνο ψυχικές διαθέσεις: μια ελαφριά μελαγχολία, όταν πλησίαζε η μηνιάτικη ημικρανία της, και μια ελαφριά ευδιαθεσία, όταν η ημικρανία της περνούσε. Τίποτε άλλο δεν αισθανόταν αυτή η απονεκρωμένη γυναίκα.
Για τον μικρό Γκρενούιγ, το σπίτι της κυρίας Γκαγιάρ αποδείχτηκε αληθινή ευλογία. Πιθανότατα δεν θα είχε επιζήσει πουθενά αλλού. Εδώ όμως, πλάι σ᾿ αυτή την άκαρδη γυναίκα έζησε και μεγάλωσε. Η κατασκευή του ήταν γερή κι ανθεκτική. Ένα πλάσμα που είχε καταφέρει να επιβιώσει απ᾿ την ίδια του τη γέννηση μέσα στα σκουπίδια, δεν θ᾿ άφηνε και τόσο εύκολα να το διώξουν απ᾿ τον κόσμο. Μπορούσε να τρώει νερωμένη σούπα μέρες ολόκληρες, τα ᾿βγάζε πέρα με αραιωμένο γάλα, με σάπια λαχανικά και χαλασμένο κρέας. Στα παιδικά του χρόνια πέρασε ιλαρά, δυσεντερία, ανεμοβλογιά, χολέρα — κι επέζησε. Έπεσε ακόμα μέσα σ᾿ ένα πηγάδι από ύψος έξι μέτρα και μιαν άλλη φορά έπαθε εγκαύματα στο στήθος αναποδογυρίζοντας μια κατσαρόλα ζεματιστό νερό. Το σώμα του ήταν γεμάτο ουλές και σημάδια κι είχε κι ένα σακατεμένο πόδι που τον ανάγκαζε να κουτσαίνει. Αλλά ζούσε. Ήταν γερός κι ανθεκτικός σαν μικρόβιο κι ολιγαρκής σαν τσιμπούρι, που κάθεται ήσυχα πάνω σ᾿ ένα δέντρο και ζει από μια μικρή σταγόνα αίμα χρόνια ολόκληρα. Για το σώμα του δεν χρειαζόταν παρά μια ελάχιστη ποσότητα τροφής και ρουχισμού. Για την ψυχή του δεν χρειαζόταν τίποτα. Στοργή, προσοχή, τρυφερότητα, αγάπη — κι όλα αυτά τα πράγματα, που υποτίθεται ότι χρειάζεται ένα παιδί — ήταν για τον μικρό Γκρενούιγ τελείως περιττά. Μάλλον ο ίδιος είχε καταφέρει να μην τα χρειάζεται, απ᾿ την αρχή κιόλας της ζωής του, κι έτσι μπόρεσε να επιβιώσει. Η κραυγή του, μόλις γεννήθηκε, κάτω απ᾿ τον ψαράδικο πάγκο, εκείνη η κραυγή που τού έσωσε τη ζωή κι οδήγησε τη μάνα του στο θάνατο, δεν ήταν η ενστικτώδης κραυγή του μωρού που αποζητάει οίκτο και αγάπη. Ήταν μια καλοζυγισμένη, θα ᾿λεγε κανείς, σχεδόν ώριμα αποφασισμένη κραυγή: το νεογέννητο τασσόταν ενάντια στην αγάπη, κι ωστόσο με το μέρος της ζωής. Κι εξάλλου, κάτω απ᾿ τις συνθήκες εκείνες η ζωή ήταν δυνατή μόνο χωρίς αγάπη, κι αν το παιδί είχε απαιτήσει και τα δύο τότε αναμφίβολα θα είχε βρει γρήγορο και κακό τέλος. Θα μπορούσε βέβαια εκείνη τη στιγμή να διαλέξει το δεύτερο δρόμο που ανοιγόταν σαν πιθανότητα μπρος του: να σωπάσει και να διασχίσει την απόσταση που χωρίζει τη γέννηση από το θάνατο χωρίς να κάνει τον κύκλο της ζωής — έτσι θα γλίτωνε και τον εαυτό του και τον κόσμο από ένα σωρό συμφορές. Για να φερθεί όμως κανείς με τόση ευγένεια και διακριτικότητα, χρειάζεται μια ελάχιστη έστω δόση φιλίας και συμπάθειας κι ο Γκρενούιγ δε διέθετε ίχνος απ᾿ αυτά τα συναισθήματα. Ήταν από γεννησιμιού του κάθαρμα. Αποφάσισε να κρατηθεί στη ζωή από καθαρό πείσμα κι από καθαρή κακία ».
Έχει όμως ένα μεγάλο προσόν. Ενώ το σώμα του στερείται οποιασδήποτε μυρωδιάς, έχει αναπτύξει μια όσφρηση τεράστιας δύναμης. Δεν υπήρχε τίποτα άνθρωπος, πέτρα, δέντρο, που να μην αναγνωρίζει την μυρωδιά του, και να τη συγκρατεί στη μνήμη του. Το κεφάλι του ήταν μια τεράστια Τράπεζα μνήμης οσμών. Κι όπως ο συνθέτης, μπορούσε να συνθέτει καινούργιες μυρωδιές που δεν υπήρχαν στον πραγματικό κόσμο. Η όσφρηση τον αναγκάζει να μην μπορεί να συλλάβει αφηρημένες έννοιες όπως Δικαιοσύνη, Χαρά, Ευγνωμοσύνη, γιατί στερούνται οσμής, έτσι αναγκαστικά περιορίζει τη γλώσσα, στην απολύτως απαραίτητη επικοινωνία με τους άλλους. Μεγαλώνει σαν ένα τσιμπούρι, μαζεμένος στο μικρότερο δυνατό όγκο, πάνω στο δέντρο, περιμένοντας την τύχη να οδηγήσει ένα ζώο κάτω από το δέντρο, και τότε αφήνεται να πέσει, και βυζαίνει την ξένη σάρκα, και τρέφεται από το αίμα της.
Και τα κατορθώματα αρχίζουν νωρίς νωρίς. Το 1753 σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, ενώ παρευρίσκεται σε μια γιορτή για την επέτειο τής στέψης τού βασιλιά, όλα τού είναι απογοητευτικά, οι οσμές των πυροτεχνημάτων δεν τού είναι ικανοποιητικές, ό ίδιος θα ήξερε το γιατί, ώστε είχε αποφασίσει να γυρίσει σπίτι, όταν μια υποψία μυρωδιάς πρωτόγνωρης τον κυρίεψε. Γράφει ο Ζίσκιντ: «Ο Γκρενούιγ υπέφερε. Για πρώτη φορά υπέφερε στ᾿ αλήθεια η καρδιά του κι όχι μόνο η αχόρταγη περιέργειά του. Είχε την παράξενη αίσθηση ότι αυτή η ευωδιά θα ήταν το κλειδί για την τάξη και την αρμονία όλων των άλλων, ότι όποιος δεν γνώριζε αυτή τη μυρωδιά, δεν γνώριζε καμία στην ουσία, κι ότι εκείνος, ο Γκρενούιγ, θα ᾿χε χαραμίσει τη ζωή του έτσι και δεν κατάφερνε να γνωρίσει, να κατακτήσει αυτή την ευωδιά. Την ήθελε, τη χρειαζόταν, για να ησυχάσει η καρδιά του».
Ο Γκρενούιγ ακολούθησε αυτή τη μυρωδιά, δεν χρειαζόταν φως, η μυρωδιά τον οδηγούσε. Ονειροπαρμένος, έφθασε σε μια αυλή κι επιτέλους αντίκρισε φως: Ένα κορίτσι δεκατριών δεκατεσσάρων χρονών καθόταν εκεί και καθάριζε δαμάσκηνα.
Σκέφτηκε στ᾿ αλήθεια ότι δεν είχε ξαναδεί μάλλον δεν είχε ξαναμυρίσει κάτι τόσο ωραίο. Ήταν η καθαρή ομορφιά.
«Για τον Γκρενούιγ δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η ζωή του δεν θα ᾿χε κανένα νόημα αν δεν κατακτούσε αυτή τη μυρωδιά. Έπρεπε να τη γνωρίσει ως το τελευταίο της μόριο, ως το πιο λεπτό και τρυφερό της παρακλάδι· η απλή της ανάμνηση δεν τού αρκούσε. Ήθελε να χαράξει αυτό το θείο άρωμα μέσα του, να σφραγίσει μ᾿ αυτό τον κυκεώνα της μαύρης ψυχής του, ήθελε να το μελετήσει και να διερευνήσει τα μυστικά του, να γνωρίσει τις κρυφές δομές του κι από κει κι ύστερα να σκέφτεται, να ζει και να μυρίζει σύμφωνα μ᾿ αυτές».
»Το κορίτσι πάγωσε από τον τρόμο μόλις τον είδε, κι έτσι εκείνος είχε όλο τον καιρό να βάλει τα χέρια του γύρω από το λαιμό της. Ο Γκρενούιγ δεν έβλεπε το λεπτό πρόσωπο της, τα μεγάλα λαμπερά πράσινα μάτια της, γιατί κρατούσε τα μάτια του κλειστά όσην ώρα την έπνιγε, και το μόνο που ήθελε ήταν να μη χάσει ούτε τόσο δα απ᾿ τη μυρωδιά της».
» Νεκρή πια την ακούμπησε στο χώμα, …. της έσκισε το φόρεμα κι η μυρωδιά της ανέβηκε σε κύματα και τον έπνιξε. Έχωσε το πρόσωπό του στην κοιλιά της, στο στήθος της, στο λαιμό, τα ρουθούνια του ορθάνοιχτα ταξίδευαν παντού, σπιθαμή με σπιθαμή, στο πρόσωπο και στα μαλλιά και πίσω στην κοιλιά κι ανάμεσα στα πόδια της τα κάτασπρα. Τη μύρισε παντού, απ᾿ τα νύχια ως την κορφή, και γύρεψε και ό,τι είχε απομείνει απ᾿ την ευωδιά της στο σαγόνι, στον αφαλό, στο μέσα μέρος του αγκώνα.
Αφού της πήρε όλη της τη μυρωδιά έμεινε λίγο ακόμα κουλουριασμένος πλάι της για να συνέλθει. Ήταν γεμάτος απ᾿ την ευωδιά της και δεν ήθελε να χάσει ούτε σταγόνα. Έπρεπε να κλείσει τις εξόδους και να την κρατήσει όλη μέσα του. Ύστερα σηκώθηκε, έσβησε το κερί κι έφυγε».
«Του φαινόταν ότι είχε γεννηθεί ξανά για δεύτερη φορά, όχι, όχι για δεύτερη φορά, αλλά για πρώτη, τώρα μόλις γεννιόταν. Γιατί ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ζήσει παρά μια υποτυπώδη ζωή, μια ζωώδικη ύπαρξη, έχοντας μια θολή συνείδηση του εαυτού του. Τη μέρα αυτή όμως ένιωθε σαν να ᾿ξερε επιτέλους ποιος ήταν στ᾿ αλήθεια: ήταν λοιπόν μια μεγαλοφυΐα. Κι η ζωή του είχε έναν ανώτερο σκοπό και στόχο και νόημα: να γίνει απόλυτος κυρίαρχος κάθε μυρωδιάς, ν᾿ αναστατώσει την τάξη του κόσμου. Κι ήταν ο μόνος που είχε τα μέσα να το κάνει αυτό — είχε τη μύτη του, είχε την τερατώδη μνήμη του και το σπουδαιότερο, είχε τη μυρωδιά αυτού του κοριτσιού από την οδό Μαρέ, που με μαγικό τρόπο περιείχε όλα όσα ήταν απαραίτητα για ένα εξαίσιο, πραγματικό άρωμα. Τρυφεράδα, Δύναμη, Διάρκεια, Ποικιλία και τρομακτική ακαταμάχητη Ομορφιά. Είχε βρει την πυξίδα που τού χρειαζόταν για τη μελλοντική του ζωή. Και σαν όλα τα μεγαλοφυή τέρατα, που κάποιο τυχαίο συμβάν έγινε άξονας τής ζωής τους και καθοδηγητική γραμμή στο χάος τής ψυχής τους, έτσι κι ο Γκρενούιγ δεν απομακρύνθηκε ποτέ πια απ᾿ αυτό που πίστεψε ότι ήταν η μοίρα του. Τώρα ήξερε γιατί κρατιόταν μέχρι σήμερα με τέτοιο πείσμα στη ζωή: θα γινόταν ένας δημιουργός αρωμάτων. Όχι ένας οποιοσδήποτε τυχαίος μυροπώλης, αλλά ο μεγαλύτερος αρωματοποιός όλων των εποχών».
Αν παρέθεσα ολόκληρο το απόσπασμα τού πνιγμού, ήταν για να τονίσω από πρώτο χέρι, την ανυπαρξία ερωτικού πόθου, το μόνο που θέλει να πάρει είναι η μυρωδιά τού κοριτσιού στο μπουκάλι τής μνήμης του. Το πρώτο; έγκλημα στην ιστορία των οσμών, έστω και λογοτεχνικό.
Έτσι με γερή σιρμαγιά πια, φτάνει στο αρωματοποιείο τού περίφημου Τζιουζέπε Μπαλντίνι. Εκεί θα λάμψει το σπάνιο ταλέντο του στην κατασκευή αρωμάτων. Δεν χρειαζόταν συνταγές για τη δοσολογία υλικών τα πάντα τα κανόνιζε με το μυαλό του. Στο σκοτάδι δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο από την όσφρηση για να βρίσκει το κάθε μπουκάλι με την αρωματική ουσία. Ήταν ο μάγος των οσμών. Κατασκευάζοντας από μνήμης ένα άρωμα "Έρως και Ψυχή", το αφεντικό του ο Μπαλντίνι "δάκρυσε":
«Δεν χρειαζόταν να δοκιμάσει. Στάθηκε μόνο μπροστά στο τραπέζι κι ανάσαινε. Η μυρωδιά ήταν εξαίσια. Το “Έρως και Ψυχή”, έμοιαζε με πραγματική συμφωνία δίπλα στο μοναχικό γρατζούνισμα ενός βιολιού. Και παραπάνω ακόμα. Ο Μπαλντίνι έκλεισε τα μάτια και μέσα του ξύπνησαν οι πιο θαυμάσιες αναμνήσεις. Είδε τον εαυτό του όταν ήταν ακόμα νέος να περιδιαβαίνει τις νύχτες στους κήπους της Νάπολης· τον είδε γερμένο στην αγκαλιά μιας γυναίκας με κατάμαυρες μπούκλες, απ᾿ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε η νυχτερινή δροσιά φορτωμένη τριαντάφυλλα- άκουσε τα πουλιά να κελαηδούν κι από μακριά ήρθε στ᾿ αυτιά του η μουσική απ᾿ τις ταβέρνες του λιμανιού- άκουσε ψιθυριστά λόγια αγάπης κι ένιωσε ν᾿ ανατριχιάζει από ευτυχία, τώρα! αυτή τη στιγμή! Άνοιξε τα μάτια κι αναστέναξε από ευχαρίστηση. Αυτό το άρωμα δεν ήταν άρωμα, όπως αυτά που ήξερε ως τώρα. Δεν ήταν μυρωδιά, δεν ήταν καλλυντικό. Ήταν κάτι τελείως καινούριο, κάτι που περιείχε έναν ολόκληρο κόσμο, ένα μαγικό, πλούσιο κόσμο - κάτι που σ᾿ έκανε να ξεχνάς μονομιάς τις δυσκολίες και τα τιποτένια πράγματα της ζωής και να νιώθεις πλούσιος, ελεύθερος, καλός και χαρούμενος...».
Τέτοια πράγματα ο Γκρενούιγ. Έτσι από το ένα αρωματικό θαύμα στο άλλο, όπως και στην πραγματικότητα ο δρόμος για την παράνοια γίνεται όλο και πιο κοντινός. Ονειρεύεται να δημιουργήσει μια μυρωδιά που θα είναι η ανθρώπινη, αλλά και κάτι παρά πέρα, θα είναι ονειρική, όποιος την ανάσαινε, θα μαγευόταν και θ᾿ αγαπούσε με όλη του την καρδιά εκείνον που θα τη σκορπούσε γύρω του, δηλαδή τον ίδιο το Γκρενούιγ.
«Θα αναγκάζονταν να τον αγαπήσουν, όταν θα ένιωθαν τη μυρωδιά τού· θα τον αγαπούσαν μέχρι τρέλας, μέχρι αυτοθυσίας, θα έτρεμαν από αγάπη, θα φώναζαν, θα έκλαιγαν από ευτυχία, χωρίς να ξέρουν γιατί. Θα έπεφταν στα γόνατα, όπως στην εκκλησία που ήταν γεμάτη απ᾿ τη μυρωδιά τού λιβανιού, θα έπεφταν στα γόνατα μόλις θα τους πλησίαζε αυτός, ο Γκρενούιγ και θ᾿ ανάσαιναν την ευωδιά του. […...] Γιατί οι άνθρωποι μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια τους μπροστά στο μεγαλόπρεπο και το τρομερό ή το όμορφο, μπορούσαν να κλείσουν τ᾿ αυτιά τους στις μελωδίες και τα μαυλιστικά λόγια. Αλλά δεν μπορούσαν να ξεφύγουν απ᾿ τις μυρωδιές. Η μυρωδιά ήταν αδερφή της αναπνοής. Έμπαινε μέσα στους ανθρώπους μαζί με τον αέρα που ανάσαιναν κι εκείνοι δεν είχαν τρόπο να την αποφύγουν, όσο ζούσαν. Η μυρωδιά έμπαινε μέσα τους, ίσια στην καρδιά τους κι αποφάσιζε κατηγορηματικά για τη συμπάθεια ή την περιφρόνηση, για την αηδία ή τον πόθο, για την αγάπη και το μίσος. Όποιος θα εξουσίαζε τις μυρωδιές, θα εξουσίαζε και τις καρδιές των ανθρώπων.
Την ώρα που κατέστρωνε τα σχέδιά του να εξουσιάζει τους ανθρώπους δεν βρισκόταν σε κατάσταση ευφορίας, τα μάτια του δεν γυάλιζαν, ούτε κάποια τρελή γκριμάτσα παραμόρφωνε το πρόσωπό του. Δεν είχε παρανοήσει. Η σκέψη του ήταν τόσο ξεκάθαρη, το πνεύμα του τόσο διαυγές, ώστε έφτασε ακόμα ν᾿ αναρωτηθεί, γιατί το ήθελε. γιατί επιθυμούσε να εξουσιάσει τους ανθρώπους. Και απάντησε ο ίδιος ότι ένιωθε αυτή την επιθυμία επειδή ήταν πέρα για πέρα κακός. Στη σκέψη αυτή χαμογέλασε κι ένιωσε βαθιά ικανοποίηση. Τη στιγμή εκείνη έμοιαζε ολότελα αθώος, σαν ένας οποιοσδήποτε ευτυχισμένος άνθρωπος».
Η μυρωδιά των ανθρώπων αυτή καθ᾿ αυτή, τον άφηνε αδιάφορο. Εκείνο που ποθούσε να αποκτήσει ήταν η μυρωδιά κάποιων σπάνιων ανθρώπων, που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν αγάπη. Αυτοί θα ήταν τα θύματά του.
Κάποια μέρα μια υποψία αρώματος διαφορετική, τον έκανε να ακολουθήσει το αρωματικό ποτάμι και να φθάσει ως την πηγή του. Προχώρησε μέχρι τον τοίχο που συνόρευε μ᾿ ένα κήπο. Το άρωμα τον κατέκλυσε: «Ήταν πλημμυρισμένος απ᾿ την ευτυχία τού εραστή, που βλέπει κι ακούει από μακριά τη λατρευτή του, και ξέρει ότι σ᾿ ένα χρόνο θα την κάνει δική του. Στ᾿ αλήθεια, ο Γκρενούιγ αυτό το μοναχικό παράσιτο, αυτό το τέρας, αυτός ο απάνθρωπος διάβολος, που δεν είχε νιώσει ποτέ του αγάπη κι ούτε θα μπορούσε ποτέ να εμπνεύσει αγάπη, εκείνη τη μέρα του Μάρτη στεκόταν δίπλα στα τείχη τής Γκρας κι αγαπούσε κι ήταν βαθιά ευτυχισμένος μ᾿ αυτή του την αγάπη.
Βέβαια δεν αγαπούσε έναν άνθρωπο, δεν αγαπούσε το κορίτσι στο σπίτι πίσω απ᾿ το τείχος. Αγαπούσε τη μυρωδιά. Αυτή και μόνο, και τίποτε άλλο. Κι αυτή, μόνο και μόνο επειδή θα γινόταν δική του. Σ᾿ ένα χρόνο θα ήταν δική του, ακόμα κι αν χρειαζόταν να πεθάνει γι᾿ αυτό. Και μετά απ᾿ αυτό το φρικτό όρκο, αυτό τον αποτρόπαιο αρραβώνα, μετά απ᾿ αυτή τη σκοτεινή υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του και στη μελλοντική του μυρωδιά, γύρισε κι έφυγε χαρούμενος».
Το Μάη τού 1765, σ᾿ ένα λιβάδι με τριαντάφυλλα βρέθηκε το γυμνό πτώμα ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού. Τού έλειπαν τα μαλλιά, όπως και τα ρούχα. Μέχρι το τέλος τού Σεπτέμβρη τού ίδιου έτους ο δολοφόνος τής Γκρας είχε σκοτώσει εικοσιτέσσερις από τις ομορφότερες παρθένες. Όλες με τον ίδιο τρόπο. Ήταν όλες ανέγγιχτες. Σε περίπτωση βιασμού οι κάτοικοι θα έβλεπαν ένα κίνητρο. Τώρα όλα ήταν ακατανόητα.
Ο συγγραφέας βρίσκει μια ευκαιρία για να χλευάσει τις προκαταλήψεις τού κόσμου: αφορισμό τού δολοφόνου από τις εκκλησίες, λιτανείες κτλ. Λαμπαδηφορία προς τιμή τού Αρχιεπισκόπου για τον αφορισμό.
Υπήρχε στην Γκρας ένας πλούσιος, ο Ρισί που είχε μια κόρη δεκάξι χρονών σωστό λουλούδι. Ο Ρισί που μάλλον σκεφτόταν με τις αρχές τού διαφωτισμού, δεν πίστευε στα ξόρκια και τους αφορισμούς, είχε φτάσει πολύ κοντά στην αλήθεια. "Ο δολοφόνος μάλλον, ήταν ένας προσεκτικός συλλέκτης". Γι αυτό με κάθε μυστικότητα, αποφάσισε να απομακρύνει από την πόλη τη μοναχοκόρη του. Παρ᾿ ότι όμως ορθολογιστής δεν είχε συμπεριλάβει στη σκέψη του, τις οσφραντικές ικανότητες τού δολοφόνου. Κι έτσι το κορίτσι του θα έχει την ίδια τύχη με τα υπόλοιπα.
Από την παρατηρητικότητα τού ξενοδόχου, και τού σταβλίτη στον στάβλο τού ξενοδοχείου, τελικά συλλαμβάνεται ο δολοφόνος εραστής των αρωμάτων. Στη δίκη που ακολουθεί καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στην εκτέλεση που θα γινόταν στην πλατεία είχαν συρρεύσει χιλιάδες κόσμος σαν να ήταν γιορτή. Η άμαξα έφερε το δολοφόνο, που κατέβηκε τελευταίος. Και τότε έγινε κάτι σαν θαύμα. Μια μόνο σταγόνα από το άρωμα του Γκρενούιγ, τούς κτύπησε στο κέντρο τού έρωτα. Κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει πώς αυτός ο μικροκαμωμένος, με την αθωότητα απλωμένη στο πρόσωπο του ήταν ο δολοφόνος.
«Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί η εκτέλεση ενός από τους απεχθέστερους εγκληματίες του καιρού εκείνου στο μεγαλύτερο βακχικό όργιο που είδε ο κόσμος από το δεύτερο αιώνα προ Χριστού και μετά: γυναίκες αυστηρής ηθικής έσκιζαν τις μπλούζες τους και ξεγύμνωναν τα στήθη τους με υστερικές κραυγές και ρίχνονταν στο χώμα ανασηκώνοντας τις φούστες τους. Οι άντρες μπέρδευαν τα βήματά τους στη θάλασσα της γυμνής ερεθισμένης σάρκας, γδύνονταν με τρεμάμενα χέρια κι έπεφταν όπου έβρισκαν λαχανιάζοντας. Γέροι ζευγάρωναν με παρθένες κι οι άκληροι με τις κυρίες, οι μαθητευόμενοι με τις καλόγριες, οι Ιησουίτες με τις γυναίκες των Φραμασόνων, όλοι με όλους. Ο αέρας είχε βαρύνει απ’ τη γλυκιά μυρωδιά του ιδρώτα και τού έρωτα. Ο τόπος είχε γεμίσει φωνές, αναστεναγμούς και βογκητά δέκα χιλιάδων ανθρώπινων ζώων. Ήταν πραγματική κόλαση».
Ο Γκρενούιγ με μια σταγόνα αρώματος ήταν ο θριαμβευτής. Κατείχε για τον εαυτόν του "τη φιλοσοφική λίθο" το ελιξήριο της ζωής που με τόσο πάθος έψαχναν οι αλχημιστές. Αντί για εκτέλεση βακχικά όργια και απελευθέρωση.
Θα τού δώσει για πάντα την αθανασία. Στα παραμύθια ακόμα και τα τρομακτικά όλα μπορούν να γίνουν.
Επόμενος σταθμός τού Γκρενούιγ το Παρίσι. Βραδινή διαμονή στο κοιμητήριο των Αθώων. Μετά τα μεσάνυκτα, αφού είχαν φύγει οι νεκροθάφτες, ο Γκρενούιγ βρέθηκε ανάμεσα σε κλέφτες, δολοφόνους, κακοποιούς, πόρνες, αλήτες που συνέρεαν εκεί τη νύχτα. Όλοι θυμούνταν ότι τον είδαν ξαφνικά, κρατώντας ένα μπουκαλάκι, και αλείφτηκε με το περιεχόμενο του. Και στα μάτια τους φάνηκε σαν να έλαμψε όπως αστραφτερή φωτιά. Όλοι μαγεύτηκαν, όλοι ήθελαν να τον αγγίξουν, τον περικύκλωσαν και έπεσαν πάνω του. Σε λίγο τον είχαν κάνει κομμάτια, τα οποία ο καθένας κατασπάραξε με ηδονή.
Ο Γκρενούιγ είχε τη "φιλοσοφική λίθο" αλλά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ελιξήριο ζωής. Ή αυτός ο μάγος των οσμών έκανε λάθος στη δόση τού ελιξήριου-αρώματος. Λούστηκε με μεγάλη δόση, που από μεγάλη αγάπη προς αυτόν, οδήγησε τους άλλους στην ανθρωποφαγία.
Παρ᾿ όλο που από το συγγραφέα έχουμε ένα τρομαχτικό παραμύθι, αν ο Γκρενούιγ από λάθος υπολογισμό κατέληξε στ θάνατο, έχουμε ένα δραματικό ήρωα, ενώ αν επεδίωξε τον θάνατο ένα τραγικό.
Σίγουρα σ᾿ αυτό το παραμύθι θρίλερ, με φιλοσοφικές αναφορές, έχουμε και λογοτεχνική αναφορά στις Βάκχες τού Ευριπίδη. Και στο "άρωμα" έχουμε, παραφορά , βακχική μανία, αλλά αυτός που την προκαλεί είναι ό ίδιος το θύμα της. Ενώ στη τραγωδία τού Ευριπίδη, θύμα της ιερής μανίας από την οποία καταλαμβάνονται οι μαινάδες, δεν είναι ο Διόνυσος που την προκαλεί αλλά ο Πενθέας, ο οποίος κομματιάζεται και μάλιστα από τα χέρια της ίδιας του τής μάνας τής Αγαύης, η οποία έχει καταληφθεί κι αυτή από την μανία, ενώ στο "άρωμα" θύμα είναι ο ίδιος που την προκαλεί.
Ένα λοιπόν τρομαχτικό παραμύθι τουλάχιστον την πρώτη φορά που το διαβάζεις, γιατί στη δεύτερη έχει χάσει πολύ από το άρωμά του, μια έμπνευση τού συγγραφέα, να στηρίξει ένα λογοτέχνημα φαντασίας πάνω στον πλούσιο χώρο των αρωμάτων.