Πρώτη ταινία της Αγγλίδας σκηνοθέτριας και αμέσως δείχνει το ταλέντο της. Μια θλιμμένη νέα γυναίκα η Τζάκι (Κέιτ Ντίκι), μοναχική, περιφερόμενη μέσα στο γκρίζο τοπίο, και μέσα σε γκρίζα κτίρια, έχει για δουλειά να παρακολουθεί από τα μόνιτορ της αστυνομίας της Γλασκόβης, την κίνηση στους δρόμους και ιδιαίτερα το συγκρότημα πολυκατοικιών της "κόκκινης οδού" για λόγους ασφαλείας. Κάνει περιστασιακά σεξ με ᾿να παντρεμένο συνάδελφό της, χωρίς έρωτα.
Μέσα στους διαβάτες, παρατηρεί κάποιον που έρχεται από το παρελθόν της και που ποτέ δεν θα ήθελε να δει. Στο πρόσωπο του περιθωριακού, νυν αποφυλακισμένου Κλάιντ (Τόνι Κιουράν), αναγνωρίζει αυτόν που σκότωσε σε δυστύχημα υπό την επήρεια ναρκωτικών την κόρη της και τον άντρα της. Τον πλησιάζει σιγά σιγά, κάνουν παρέα και ένα βράδυ στο σπίτι του, στο οποίο βρίσκεται και ένας μεθυσμένος φίλος του με τη φίλη του, κάνει έρωτα μαζί του. Και μετά υπάρχει το ξάφνιασμα που έρχεται σα σοκ. Η Κλάιντ αυτοτραυματίζεται στο πρόσωπο με μια πέτρα που έχει πάρει από το δρόμο, (και που διερωτώσουν τι τη θέλει), αδειάζει το σπέρμα από το προφυλακτικό και εμποτίζει με αυτό τη γεννητικά της όργανα, και προσποιείται βιασμό, για να τον ξανακλείσουν φυλακή, καταγγέλλοντάς τον στην αστυνομία, η οποία τον συλλαμβάνει.
Στη συνέχεια ανακαλεί την καταγγελία, και δεν γίνεται σαφές γιατί το κάνει. Α) επειδή το βλέπει σα μια πράξη χωρίς σκοπό; Β) Επειδή στα βίντεο της αστυνομίας που βλέπει μετά την καταγγελία, φαίνονται και οι δικές της επισκέψεις στο σπίτι το Κλάιντ, σε συνδυασμό με την μαρτυρία του φίλου του ότι δεν άκουσε φωνές, επομένως δεν είχε γίνει βιασμός; και Γ) το πιθανότερο επειδή ήθελε να μάθει από τον ίδιο αν έφυγαν με αγωνία τα αγαπημένα της πρόσωπα, όπως και κλείνει το έργο.