Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η Χώρα τού Χιονιού
Η Αναζήτηση τού άπιαστου...

Ο Σιμαμούρα, ο ήρωας τού μυθιστορήματος, είναι ένας εκλεπτυσμένος μελετητής και νοσταλγός τής Ιαπωνικής παράδοσης, (Θέατρο Καμπούκι, τελετή τού τσαγιού, γκέισες). Νοσταλγός, μελετητής τής παράδοσης, αλλά συγχρόνως ένας ιδεαλιστής αναζητητής τής τελειότητας, τού ασύλληπτου, τού άπιαστου. Διαπιστώνει με τη Δυτικοποίηση τής Ιαπωνίας και την οικονομική Αναγέννηση, περίοδος τού αυτοκράτορα Μέιτζι (1852-1912), την παρακμή τού παραδοσιακού χορού και τής παντομίμας, δίχως οι απόπειρες ανανέωσης, να μειώνουν την πικρία του. Αυτό τον στρέφει σε κάτι μακρυνό, στην ενδελεχή μελέτη τού Δυτικού μπαλέτου, και την συλλογή όλων των μελετών, φωτογραφιών, ντοκουμέντων, αλλά αρνούμενος να δει οτιδήποτε μπορούσαν να επιδείξουν οι Ιάπωνες στον τομέα αυτό. Με αυτό τον τρόπο, πλησίαζε το όνειρο τής τελειότητας και τού άπιαστου, που η φαντασία του μπορούσε να αγγίξει, το ασύγκριτο θέαμα που ονειρευόταν. «Κι έτσι χαιρόταν ανεξάντλητα τέρψεις αξεπέραστες, όμοιος με τον ιδανικό εραστή, αυτόν τον πλατωνικό και υπέρτατο ερωτευμένο, που δεν συναντά ποτέ το αντικείμενο τής φλόγας του».
Ο Σιμαμούρα αφού είχε περάσει ολομόναχος, μια βδομάδα στο βουνό, στην περιοχή τής «Χώρας του χιονιού», κατεβαίνει σε μια μικρή λουτρόπολη με θερμοπηγές. Είχε ζητήσει να τού στείλουν μια γκέισα, και επειδή όλες ήταν απασχολημένες η υπηρέτρια τού στέλνει την Κομάκο, η οποία δεν ήταν πραγματική γκέισα, αλλά βοηθούσε τις γκέισες, στο χορό ή στο να παίξει σαμισέν.
«Για μια στιγμή ο Σιμαμούρα σκέφτηκε πως όλο της το κορμί, θα ᾿πρεπε να ᾿χει μια καθαρότητα αψεγάδιαστη και έφτασε μάλιστα στο σημείο να αναρωτηθεί μήπως η τόση αγνότητα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση των ματιών του, ακόμη θαμπωμένων από το πάναγνο και καθάριο μεγαλείο τού νιογέννητου καλοκαιριού πάνω στο βουνό»
Ο Σιμαμούρα, ξεπερνώντας την ευπρέπεια ενός εστέτ, αναζητητή τής διαφάνειας τής καθαρότητας και τού ανέγγιχτου, απέναντι σ᾿ ένα νέο κορίτσι, τής ζητά να τού στείλει μια πραγματική γκέισα. «Δεν ήρθα εδώ για ν᾿ ακούσω μια τέτοια απαίτηση!» διαμαρτυρήθηκε η Κομάκο. «Δεν έχομε εδώ τέτοιου είδους, γυναίκα».
«Ας φανταστούμε, πως αφήνω τον εαυτό μου να παρασυρθεί μαζί σας», απαντά ο Σιμαμούρα «Τι θα συμβεί; Αν δεν σάς αγγίζω είναι για να μπορώ να κουβεντιάζω μαζί σας».
«Κυρίως όμως υποχωρούσε μπροστά σε κάτι εξωπραγματικό, σ᾿ αυτή την αίσθηση τής αιθέριας διαφάνειας που η γυναίκα αυτή είχε αναταράξει μέσα του. Ίσως όμως, ο Σιμαμούρα να είχε νιώσει την τάση να την αντικρύσει με το ίδιο τρόπο που αντίκρυζε το χορό» γράφει ο Καβαμπάτα.
Και παρακάτω: «Ο Σιμαμούρα, στην πραγματικότητα δεν είχε ποθήσει από την αρχή παρά μόνο εκείνη, αλλά είχε αναζητήσει χίλιες υπεκφυγές αντί να το παραδεχτεί ειλικρινά, δίχως να φοβάται τις λέξεις»
Το ίδιο βράδυ, η Κομάκο γυρίζει κοντά στο Σιμαμούρα, μεθυσμένη, έχοντας βγει με άλλες γκέισες να διασκεδάσουν πελάτες.
«Πλαγιάζοντας στο πλευρό του, στην αρχή είχε αποστρέψει το πρόσωπο της από εκείνον. Την επόμενη όμως στιγμή, μέσα σε μια άγρια ορμή, τού άπλωνε τα χείλη της».
«Κι όταν ήρθε η αυγή, έσιαξε λίγο τα μαλλιά της, και ξαφνικά χάθηκε. Δεν έπρεπε να τούς δουν μαζί. Την ίδια μέρα, ο Σιμαμούρα είχε γυρίσει στο Τόκυο».
Τα πρώτα χιόνια έχουν αρχίσει να πέφτουν. Ο Σιμαμούρα ταξιδεύει με το τραίνο, προς τη χώρα του χιονιού.
«Ο Σιμαμούρα, πλήττοντας, κοιτούσε αφηρημένα την παλάμη τού αριστερού του χεριού, κι έκανε τη σκέψη πως μονάχα το χέρι τούτο, είχε κρατήσει μια θύμηση ζωηρή, τη ζεστή και σαρκική ανάμνηση τής γυναίκας που πήγαινε ν᾿ ανταμώσει. Γιατί η γυναίκα αυτή γλυστρούσε απ᾿ τη μνήμη του, χάνονταν όσο προσπαθούσε να τη θυμηθεί. Μες στο κενό ολόκληρου του είναι του, μονάχα τούτο το αριστερό χέρι, έμοιαζε να επιτρέπει στο Σιμαμούρα την επιστροφή προς τα πίσω».
«Ξαφνιασμένος και νιώθοντας ξαφνικά τούτη τη ζωντανή θαλπωρή κάτω από το χέρι του, ενοχλημένος σχεδόν από την παράξενη πραγματικότητα αυτής τής παρουσίας, ό Σιμαμούρα είχε πλησιάσει το χέρι του στο πρόσωπό του. Με το δάχτυλο απλωμένο, είχε τραβήξει έπειτα μια γρήγορη γραμμή πάνω στο αχνισμένο τζάμι, όχι δίχως να ᾿χει δει να φανερώνεται μπροστά του, σα να κυμάτιζε μες στον αέρα, ένα μάτι γυναικείο. Από την έκπληξή του, λίγο είχε λείψει ν᾿ αφήσει μια κραυγή. Δεν ήταν όμως παρά ένα όνειρο μες στ᾿ όνειρο του κι ενώ ξαναγυρνούσε στον εαυτό του ο ταξιδιώτης διαπίστωσε πώς μες στο τζάμι καθρεφτιζόταν, η εικόνα τής νέας πού καθόταν στην άλλη μεριά. Έξω είχε σκοτεινιάσει. Μέσα στο τραίνο είχαν ανάψει τα φώτα. Και τα τζάμια των παραθύρων είχαν μεταμορφωθεί σε καθρέφτες. Ο αχνός πού σκέπαζε το τζάμι δεν τον είχε αφήσει, ως τη στιγμή εκείνη, να χαρεί το φαινόμενο αυτό που του ᾿χε φανερωθεί με τη γραμμή πού είχε σύρει.
»Στο βάθος, πολύ μακριά, περνούσε το βραδινό τοπίο πού χρησίμευε, κατά κάποιο τρόπο, σαν φόντο κινητό αυτού τού καθρέφτη. Οι ανθρώπινες μορφές πού καθρεφτίζονταν εκεί, πιο καθαρές, διαγράφονταν λιγάκι σαν εικόνες πού τυπώνονται ή μια πάνω στην άλλη, σ᾿ ένα φιλμ. Φυσικά, δεν υπήρχε καμιά σχέση, ανάμεσα στις κινητές εικόνες των πλάνων τού βάθους και σ᾿ εκείνες, καθαρότερες, των δυο προσώπων: κι όμως, το κάθε τι κρατιόταν σε μια απίθανη ενότητα, τόσο η άυλη διαφάνεια των μορφών φαινόταν ν᾿ αντιστοιχεί και να μπερδεύεται με την ερεβώδη αοριστία τού τοπίου που τύλιγε η νύχτα, για να συνθέσουν μαζί ένα μόνο κι όμοιο σύμπαν, ένα είδος κόσμου υπερφυσικού και συμβολικού που δεν ήταν πια ο κόσμος τούτος. Ένας κόσμος άρρητης ομορφιάς που ο Σιμαμούρα ένιωθε να τον εγγίζει ως τα κατάβαθα τής καρδιάς του, να τον αναστατώνει μάλιστα, όταν τυχαία κάπου - κάπου, κάποιο φως εκεί κάτω, μακριά πάνω στο βουνό, λαμπύριζε ξαφνικά πάνω στ᾿ όμορφο πρόσωπο της νέας γυναίκας, φέρνοντας σε τούτο το άφατο κάλλος μιαν άφατη πληρότητα».
«Στο πανδοχείο τής θερμοπηγής, η πελατεία ήταν η πιο λιγοστή κατά τις λίγες βδομάδες πριν από την έναρξη τής εποχής τού σκι. Σαν πήρε το καυτό του μπάνιο, ό Σιμαμούρα βρέθηκε μέσα σ᾿ ένα σπίτι όπου τα πάντα φαίνονταν να κοιμούνται. Σαν έστριψε όμως τη γωνιά, ανακάλυψε μπροστά στο γραφείο τού πανδοχείου, τη λευκή σιλουέτα τής όρθιας γυναίκας, μες στο μακρύ της κιμονό πού ᾿πεφτε σε ψυχρές πτυχές πάνω στο κερωμένο, γυαλιστερό και σκοτεινόχρωμο πάτωμα.
»Ό Σιμαμούρα αναπήδησε βλέποντας την Κομάκο να φορά ένα μακρύ κιμονό. Είχε τελικά γίνει γκέισα; Η νέα γυναίκα δεν προχώρησε προς το μέρος του και δεν φανέρωσε το παραμικρό σημάδι πού να δείχνει πώς τον αναγνώρισε. Η ακίνητη και σιωπηλή της σιλουέτα φαινόταν έτσι να εκφράζει για το Σιμαμούρα ένα είδος συγκεντρωμένης σοβαρότητας. Γρήγορα, την πλησίασε δίχως να πει λέξη. Εκείνη τού χαμογέλασε, στρέφοντας προς το μέρος του το βαριά πουδραρισμένο, όπως συνηθίζουν οι γκέισες, πρόσωπό της, πού ευθύς σχεδόν ήρθαν να μουσκέψουν τα δάκρυα. Δίχως να μιλήσουν, τράβηξαν προς το δωμάτιό της. Ύστερα από τα όσα είχαν γίνει ανάμεσα τους, εκείνος δεν τής είχε γράψει ωστόσο. Ούτε είχε έρθει να την δει. Εκείνη είχε όλους τούς λόγους να πιστεύει πώς είχε γλεντήσει μαζί της και την είχε ξεχάσει. Ο Σιμαμούρα τής χρωστούσε λοιπόν μια δικαιολογία κι έπρεπε να μιλήσει πρώτος εκείνος. Ενώ όμως προχωρούσαν έτσι μαζί, δίχως να μιλούν, δίχως καν ν᾿ αλλάζουν ένα βλέμμα, κατάλαβε πώς όχι μόνο δεν τού κρατούσε κακία, αλλά πώς ή καρδιά της ήταν ολόχαρη, πώς ήταν ολόκληρη ευτυχισμένη πού τον ξανάβλεπε. Το να μιλήσει δε θα χρησίμευε σε τίποτε άλλο απ᾿ το να υπογραμμίσει τις ίδιες του τις παραλείψεις. Κι ο Σιμαμούρα, που βρισκόταν κιόλας κάτω από τη γοητεία της, προχωρούσε μέσα σ᾿ ένα κόσμο όπου το κάθε τι δεν ήταν παρά γλυκύτητα ευτυχισμένη. Στο κεφαλόσκαλο, απλώνοντας το χέρι, τής έβαλε κάτω από τα μάτια την παλάμη τού αριστερού του χεριού.
— Αυτή κράτησε από σένα την καλύτερη ανάμνηση.
— Ναι; έκαμε εκείνη σφίγγοντας το χέρι αυτό μες στο δικό της.
Η νέα γυναίκα είχε ξαφνικά κοκκινίσει κάτω από το φκιασίδι της και, για να κρύψει σίγουρα την ταραχή της, είχε κάμει μια κίνηση προς το χέρι τού Σιμαμούρα.
—Αυτό είναι που με θυμήθηκε; ρώτησε.
—Όχι το δεξί, όχι αυτό εδώ! έκαμε απλώνοντας της, με την παλάμη ανοιγμένη, το αριστερό του χέρι.
— Ναι, ξέρω, έκαμε εκείνη μ᾿ ένα χαμόγελο συγκρατημένο. Με τα δυο της χέρια, σε μια τρυφερή χειρονομία, έφερε το χέρι τού Σιμαμούρα πάνω στο μάγουλο της και το στήριξε εκεί απαλά.
— Με θυμήθηκες; ψιθύρισε σα ν᾿ απευθυνόταν ονειροπόλα στο χέρι».
Ο Σιμαμούρα θα επισκεφτεί δυο ακόμη φορές την Κομάκο. Τώρα μεταξύ τους παρεμβάλλεται και η εξιδανικευμένη μορφή τού κοριτσιού τού καθρέπτη τού τραίνου, τής Γιόκο, ενός κοριτσιού που μένει στο σπίτι τής δασκάλας τής μουσικής. «Από τότε που γνώριζε την παρουσία τής Γιόκο μέσα στο σπίτι, ο Σιμαμούρα αισθανόταν κάπως ενοχλημένος, δίχως νά ξέρει γιατί. Υπήρχε σ᾿ αυτόν κάτι παράξενο, πού τον συγκρατούσε από το να στείλει νά καλέσει την Κομάκο. Αισθανόταν ένα κενό. Η ύπαρξη τής Κομάκο δεν τού φαινόταν λιγότερο όμορφη, αλλά εντελώς μάταιη κι έρημη, όσο κι αν συλλογιζόταν πώς την αγάπη της όλη την έδινε σ᾿ εκείνον. Ένα κενό. Και ή δική της προσπάθεια, η ορμή της προς τη ζωή, τον πονούσαν, τον άγγιζαν βαθιά. Ένιωθε γι᾿ αυτά έναν οίκτο, όπως ένιωθε οίκτο και για τον εαυτό του».
«Όσο αθώα κι αν ήταν — ο Σιμαμούρα δεν είχε αμφιβολία γι᾿ αυτό — τα μάτια τής Γιόκο είχαν ένα φως άξιο να φωτίσει όλα τούτα ως τα βάθη τους· και δίχως να ξέρει ακριβώς το πώς και το γιατί, ένιωθε να τον τραβά εξ ίσου κι εκείνη».
Η Κομάκο, ένα φύλλο στον άνεμο, είναι ερωτευμένη με τον Σιμαμούρα, αλλά με επίγνωση τής διαφοράς τής θέσης τους και τού σίγουρου χωρισμού. «Με αγαπά. Αυτή η γυναίκα είναι ερωτευμένη μαζί μου» σκέφτεται ο Σιμαμούρα. Μα η σκέψη αυτή τον ενόχλησε.
«Εσύ θα πρέπει να ξαναφύγεις για το Τόκυο. Μα την αλήθεια δεν είναι διόλου εύκολο για μένα!» τού λέει η Κομάκο.
«Ήταν η θλίψη επειδή ένιωθε πως είχε παρασυρθεί και πως τού είχε αφοσιωθεί πολύ βαθιά, ενώ εκείνος δεν ήταν παρά ένας απλός τουρίστας;» συλλογίστηκε ο Σιμαμούρα.
Είναι δέσμιος τής προσήλωσης στο "άπιαστο" και τού ιδεαλισμού του «Μακριά από την Κομάκο, τη συλλογιζόταν αδιάκοπα. Σαν την ένιωθε όμως τόσο κοντά του, η κίνηση τού πόθου του, που λαχταρούσε την επαφή μιας επιδερμίδας λεπτής και διάφανης, ανήκε περισσότερο στον κόσμο τού ονείρου παρά σε μια σαρκική λαχτάρα, γινόταν μια νοσταλγία ανάλογη μ᾿ εκείνην που ξυπνούσε μέσα του η μαγεία απ᾿ τις ψιλές βουνοκορφές».
Μια παρατήρηση για το ρόλο της γκέισας σε σχέση με την εικόνα που έχει δημιουργηθεί κυρίως στη Δύση, ότι είναι εταίρα. Ο Καβαμπάτα, μελετητής τής παράδοσης γράφει, αναφερόμενος στη Κομάκο. Μιλάει η Κομάκο «Ποτέ δε θα σκεφτόμουν πως κάποια μέρα, θα χρειαζόταν να ενδιαφερθώ τόσο πολύ για την καλή μου φήμη! Το χωριό παραείναι μικρό! Κι έτσι μοιραία γίνομαι ωραίο θέαμα για κουτσομπολιά! Όλος ο κόσμος το ξέρει».
Σκέψεις για την αγωνία και το θάνατο των εντόμων: «Ο μεγαλόπρεπος πλούτος, η σπάταλα χαρισμένη σε τούτες τις εφήμερες ζωές ομορφιά, βύθιζε το Σιμαμούρα σε στοχασμούς ατέλειωτους, κρατώντας το έντομο μες στην παλάμη του». Ή για τα υφαντά "Τσιτζίμι", που μάνα τους είναι το χιόνι, υφασμένα μες το κρύο τού χειμώνα, πλουτισμένα από την εναλλαγή τού φωτός και τής νύχτας, για να χαρίζουν δροσιά στο πιο ζεστό καλοκαίρι.
«Ναι και η Κομάκο ήταν φτιαγμένη από των ίδιων αρχών τις εναλλαγές. Η Κομάκο που είχε τόσο πολύ αφοσιωθεί σ᾿ εκείνον, μ᾿ εκείνη τη δροσιά τής ψυχής, αλλά και τη θέρμη τού είναι της. Κι όμως όλος ο έρωτας τής γυναίκας από τη χώρα του Χιονιού, θα εξατμιζόταν μαζί της μη αφήνοντας στον κόσμο τούτο, ούτε καν ένα ίχνος, όσο ένα υφαντό του Τσιτζίμι».
«Από τον καιρό πού παράτεινε τη διαμονή του, θα μπορούσε ν᾿ αναρωτηθεί κανείς αν είχε λησμονήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτό το ήξερε πολύ καλά, όπως ήξερε επίσης, πώς όσο περισσότερο πρόσφερε τον εαυτό του στις απαιτήσεις μιας αδιάκοπης πολιορκίας, τόσο περισσότερο αναρωτιόταν για το πούθε προερχόταν το δικό του το ελάττωμα, η δική του η ατέλεια, που τού απαγόρευε να ζήσει όπως ζούσε εκείνη, μ᾿ ένταση και πληρότητα. Κι απόμενε εκεί, αντικρίζοντας εκστατικά σχεδόν την ίδια του την ψυχρότητα, τέλεια ανίκανος να καταλάβει το πώς εκείνη είχε έτσι κατορθώσει να χάσει τον εαυτό της, να τού δώσει το κάθε τι απ᾿ αυτήν, δίχως, ουσιαστικά, να πάρει τίποτε σ᾿ αντάλλαγμα. Και να που μες στα βάθη τής καρδιάς του άκουγε τώρα την Κομάκο, σαν ήχο σιωπηλό, σα νιφάδες πού πέφτουν βουβά πάνω σ᾿ ένα τάπητα χιονιού, σαν αντίλαλο που σβήνει, χτυπώντας ολοένα πάνω σε τοίχους άδειους. Τώρα ήξερε πώς δεν μπορούσε να εξακολουθήσει να παραχαϊδεύει επ᾿ αόριστο τον εαυτό του και ν᾿ αφήνει νά τον παραχαϊδεύουν».
Μια πυρκαγιά θα τυλίξει στις φλόγες το σύμβολο τού άπιαστου ίσως ιδανικού, τής Γιόκο, τού κοριτσιού που το καθρέφτισμα τής μορφής της στα τζάμια τού τραίνου, είχε μαγέψει το Σιμαμούρα στο ταξίδι του στη χώρα τού Χιονιού, παρ᾿ όλο που ο Καβαμπάτα, στη συνέχεια δε τού δίνει τις διαστάσεις που διαφαίνονταν.