Ποιήματα Ελλήνων ποιητών από Ξ-Ω
Περιεχόμενα
|
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Το σπίτι που γεννήθηκα
|
Μια πίκρα
|
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί, ψυχή, και με προσμένει. Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο στην ίδια στράτα στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ᾿ όλα του τα νιάτα. Το σπίτι, ας τού νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα· και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα! Τής πόρτας του η παλαιική κορόνα, ω! να η καμάρα! Μόνο οι χορδές τής λείπουνε, για να γενεί κιθάρα να συνοδέψει τού σπιτιού τ᾿ ολόχαρο τραγούδι προς το παιδί· γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι, πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη, στη ζέστα τής μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι. Ας ήρθαν τα γεράματα κι ας κύλησαν οι χρόνοι· απ᾿ το ψιμύθρι τού αλλασμού κι απ᾿ τού χαμού τη σκόνη και απείραχτο και ανέγγιχτο στη Μοίρα αγνάντια στέκει, κι από τον κήπο του για με χλωρά στεφάνια πλέκει. Τού κάκου οι έγνοιες, οι καιροί, πληγές καρδιών και τόπων. Τα μάτια μου άλλα, κι άλλα είναι τα μάτια των ανθρώπων. Από την ισκιερή εμπατή στη φωτισμένη σάλα με τ᾿ ακριβό ρολόι χρυσό στην κρυσταλλένια γυάλα, όλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα, προσώπατα, αντικείμενα, με καρτερούν εμένα. Στο πλάι τής δούλας τής πιστής η αρχόντισσα γιαγιά μου και η ρήγισσα τής προκοπής η μάνα μου, - ω χαρά μου! - το στερνογέννητο καρπό στην αγκαλιά, και πέρα μπρος σε χαρτιά το φάντασμα γνοιασμένο τού πατέρα. και μέσ᾿ απ᾿ τους ανασασμούς τού ρόδου και τού δυόσμου και δουλευτής και φυτευτής τού κήπου ο αδερφός μου. Και πιο βαθιά, κατάβαθα, σαν άλλου κόσμου πλάση, να! Ολόρθο, αξήγητο, κρυφό, στον κήπο ένα κοράσι. Τού πρώτου πόθου το ιερό προφήτεμα, η παιδούλα! Στη χαραυγή μου γέλασμα, στη δύση μου τρεμούλα. Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι. Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει. Από τα "Παράκαιρα" 1918 ψιμύθρι: είδη βαφών αλλασμός : μάλλον αλλαγή. |
Τα πρώτα μου χρόνια τ᾿ αξέχαστα τάζησα
κοντά στ᾿ ακρογιάλι, στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη. Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη ζωούλα προβάλλει, και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι, στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα: Να ζούσα και πάλι στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη. Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν᾿ η χάρη μου, δεν γνώρισα κι άλλη: Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη. Και να! μεσ᾿ στον ύπνο μου την έφερε τ᾿ όνειρο κοντά μου και πάλι τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη. Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε, μια πίκρα μεγάλη, και δε μού τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα τής πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι! Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου και ποια ανεμοζάλη, που δε μού την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες, πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ᾿ ακρογιάλι; Μια πίκρα είν᾿ αμίλητη, μια πίκρα είν᾿ αξήγητη, μια πίκρα μεγάλη, η πίκρα που είν᾿ άσβηστη και μεσ᾿ τον παράδεισο των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι. Από τη συλλογή "Καημοί τής Λιμνοθάλασσας, 1912 Ρόδου Μοσκοβόλημα
Εφέτος άγρια μ᾿ έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ᾿ έπιασε χωρίς φωτιά και μ᾿ ηύρε χωρίς νιάτα, κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά στη χιονισμένη στράτα. Mα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο τού Mαρτιού και τράβηξα να ξαναβρώ τ᾿ αρχαία τα μονοπάτια, στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού μού δάκρυσαν τα μάτια. Από τη συλλογή "Πολιτεία και μοναξιά" |
Από το "Οι Πατέρες"
|
Από τον Τάφο*
|
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις. Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του, κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις, και να τού φέρνεις το νερό το αγνό τής βρυσομάνας, κι αν αγαπάς τ᾿ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι, ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν, και τη ζωντάνια σπείρε του μ᾿ όσα γερά, δροσάτα. Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής. Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα για τίποτ᾿ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια, μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ᾿ το, και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα π᾿ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ᾿ρθει, κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων. Φτάνει μια ιδέα να σ᾿ το πει, μια ιδέα να σ᾿ το προστάξει, κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν᾿ απάνου απ᾿ όλα. Από τη συλλογή "Βωμοί" Να ᾿μουν τ᾿ αγιόκλημα
Να ᾿μουν τ᾿ αγιόκλημα που απ᾿ την αυλή σου
ψηλά στον τοίχο σου σκαλώνει, ανθεί, που με τη δρόσο σου, με την πνοή σου πάντα δροσίζεται, και πάντα ζει. Στο παραθύρι σου να ᾿ρθώ να στήσω κλωνάρια πράσινα για ν᾿ ακουμπάς, στρώμα, προσκέφαλο να σού χαρίσω, να γέρνεις ήσυχα, να μ᾿ αγαπάς. Ν᾿ ανακατώνουνται, να γίνουντ᾿ ένα, να κουβεντιάζουνε αδελφικά τα λουλουδάκια μου τα μυρωμένα με τα μαλλάκια σου τα καστανά. Να λούζω αδιάκοπα τα όνειρά σου με των ανθών μου τη μυρουδιά, κι εσύ τούς κλώνους μου με τη δροσιά σου· εγώ δουλεύτρα σου κι εσύ κυρά. Και στο καλότυχο παράθυρό σου όποιος το ταίρι μας τύχει να ιδεί να λέγει εμένανε δεντρί δικό σου δικό μου λούλουδο εσέ να ειπεί. |
Άφκιαστο κι αστόλιστο
τού Χάρου δε σε δίνω. Στάσου με τ᾿ ανθόνερο την όψη σου να πλύνω. Το στερνό το χτένισμα με τα χρυσά τα χτένια πάρτε απ᾿ τη μανούλα σας, μαλλάκια μεταξένια, μήπως και τού Χάροντα, καθώς θα σε κοιτάξει, τού φανείς αχάιδευτο και σε παραπετάξει! Στο ταξίδι που σε πάει ο μαύρος καβαλάρης, κοίταξε απ᾿ το χέρι του τίποτε να μην πάρεις. Κι αν διψάσεις, μην το πιεις από τον κάτου κόσμο το νερό τής αρνησιάς, φτωχό κομμένο δυόσμο! Μην το πιεις, κι ολότελα κι αιώνια μάς ξεχάσεις· βάλε τα σημάδια σου το δρόμο να μη χάσεις, κι όπως είσαι ανάλαφρο, μικρό, σα χελιδόνι, κι άρματα δε σού βροντάν παλικαριού στη ζώνη, κοίταξε και γέλασε τής νύχτας το σουλτάνο, γλίστρησε σιγά κρυφά και πέταξ᾿ εδώ πάνω, και στο σπίτι τ᾿ άραχνο γυρνώντας, ω ακριβέ μας, γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας! Από τη συλλογή "Ο Τάφος" * Ο μικρός Άλκης Παλαμάς , τεσσάρων μόλις χρόνων , πέθανε το 1898. ΛΆΜΠΕΙΣ...*Λάμπεις καθάριο μέτωπο και διώχνεις τ᾿ άγρια σκότη,
μάγουλα δροσοστάλαχτα, μοσκοβολάνε νειότη· στόμα, πού στάζεις κάποτε στο μέλι το φαρμάκι, λαχταριστέ χιονόλαιμε, κυματιστό κορμάκι· κι εσείς, μαλλιά, που πιάνετε με τα σγουρά πλεμμάτια** κι εσείς που σαϊτεύετε τα εγκάρδια βάθη μάτια! Από τη συλλογή "Τα μάτια τής ψυχής μου" * Είναι γραμμένο, όπως πολλά άλλα ποιήματα για τη γυναίκα του Μαρία. Τη γνώρισε πρώτη φορά στην Πάτρα, παιδί 14 ετών. Την ξαναβρήκε στην Αθήνα το 1876 και συνδέθηκαν με φιλία. «Είναι πάντοτε προς με πλήρης φιλοφροσύνης και μειδιάματος», λέει σ᾿ ένα γράμμα. Ο δεσμός τους έγινε βαθύς έρωτας που κατέληξε μετά οχτώ χρόνια σε γάμο. **πλεμ(μ)άτια, πλεμάτι: καθετί που έχει πλεχθεί . |
Ένα προφητικό ποίημα τού Γιώργου Δροσίνη, θα έλεγε κάποιος, για τη μικρή απήχηση που έχει
σήμερα η ποίηση τού Παλαμά, τού ηγέτη τα χρόνια εκείνα τής ποιητικής γενιάς του.
Συνοδοιπόροι.
( Στον Κ. Παλαμά)
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως με τού καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε τού καθενός μας χωριστός ο δρόμος: Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες κι᾿ εγώ στα ταπεινά κι᾿ απορριμένα, και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο κι᾿ άφησες τον πηλό τής γης σ᾿ εμένα. Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες και στάθηκα στις λιόφυτες ραχούλες. Αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου κι᾿ εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες. Εσύ στης δάφνης τ᾿ ακροκλώναρα άπλωσες κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι· στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα - λίγο θυμάρι τού βουνού μού φτάνει. |
Στον 21ο αιώνα οι μεγάλες και φιλόδοξες συνθέσεις τού Παλαμά (Ασάλευτη ζωή, Ο δωδεκάλογος τού γύφτου, Η φλογέρα τού βασιλιά), έχουν όλο και μικρότερη απήχηση και στα κριτικά κείμενα τής ποίησης, αλλά και στις προτιμήσεις τού αναγνωστικού κοινού. Εκείνα που διασώζονται και επιβιώνουν είναι τα λυρικά του ποιήματα. Ακριβώς αυτά που νομίζω από ταπεινότητα στο ποίημα του, επιλέγει για τον εαυτό του ο Γιώργος Δροσίνης.
|