Τίτος Πατρίκιος
Από τη συλλογή "Ποιήματα Α' (1943-1959)
Αν βρεις.
(το πρώτο ποίημα τού Τ. Πατρίκιου 16 Ιουλίου 1943)
(το πρώτο ποίημα τού Τ. Πατρίκιου 16 Ιουλίου 1943)
Αν ψάξεις θα βρεις.
Τίποτα κρυμμένο δε μένει.
Κόψε σκληρά τους δεσμούς
που σφιχτά είναι δεμένοι.
Κι αν βρεις; Μηδέν.
Με το χρόνο ρουτίνα θα γίνει.
Να χάσεις πρέπει αν θες
μια θύμηση παντοτινή να μείνει.
Τίποτα κρυμμένο δε μένει.
Κόψε σκληρά τους δεσμούς
που σφιχτά είναι δεμένοι.
Κι αν βρεις; Μηδέν.
Με το χρόνο ρουτίνα θα γίνει.
Να χάσεις πρέπει αν θες
μια θύμηση παντοτινή να μείνει.
Από τη συλλογή "Χρόνια τής πέτρας" 1953-1954
Ευγνωμοσύνη
Ω, τα μαλλιά σου…
καθώς τα χτένιζες, άπλωνε γύρω μας ένα δασάκι λεμονιές. Λέγαμε: «Τι τα θέλει αυτά, μέσα στις πέτρες και τ᾿ αλάτι που σφίγγεται η ζωή μας.» Όμως κρυφά σ᾿ ευγνωμονούσαμε. Και τράβαγε η ματιά μας νικημένη τού λαιμού σου την απρόσιτη ανηφοριά ώσπου χανότανε στα φωτεινά μαλλιά σου. Κι όταν το βράδυ ανάβλυζαν απ᾿ το λευκό σου μαξιλάρι και πλημμυρίζαν τούς γυμνούς σου ώμους εμείς το νιώθαμε από τη μοναξιά μας που λιγόστευε. |
Συλλαβές
Κι ό,τι μ᾿ απόμεινε απ᾿ το πέρασμά σου
σιγά σιγά ο χρόνος το λειαίνει σαν ένα βότσαλο τής ποταμιάς. Μονάχα πια για τ᾿ όνομά σου είμαι σίγουρος. Κι όλο το λέω, το ξαναλέω μπρος στη θάλασσα μήπως και κάποια νύχτα, όταν μάς πνίγουνε τα σύρματα κι η πέτρα, το χρειαστώ σα λέξη σωτηρίας κι ανακαλύψω αιφνίδια πως κι αυτό έχει σβήσει. |
Από τη συλλογή "Τέλος τού Καλοκαιριού" 1953-1954
VI
|
VII
|
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός πού βλέπεις, αυτός πού ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός πού θα ᾿πρεπε να μάθεις. Κάθε επιφάνεια τής σάρκας μου κάπου τη χρωστάω, αν σ᾿ αγγίξω με την άκρη τού δαχτύλου μου σ᾿ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι, αν σού μιλήσει μια λέξη μου, σού μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -- θ᾿ αναγνωρίσεις τ᾿ άλλα κορμιά πού πλάθουν το δικό μου; θα βρεις τις πατησιές μου μες σε μυριάδες χνάρια; θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή τού πλήθους; Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι-- τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου. Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα-- μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά τού μέλλοντος. Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-- γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν. Μη με γυρέψεις αλλού μονάχα εδώ να με γυρέψεις μόνο σε μένα. |
Άνθισες με τον ήλιο πού κάποτε θα βασιλέψει
και συντηρούμαι με τον ήλιο πού ως τώρα δεν ανάτειλε. Ανάμεσά μας ετοιμάζεται το σκοτάδι. Στο στέρνο σου χειρονομεί ακόμα η θάλασσα, στα χείλια σου παγιδεύτηκε η ώρα το δειλινό κουρνιάζει μες στα πόδια σου ο άνεμος σβήνει και ξαναγράφει το φουστάνι σου. Μες στον αμμουδερό μας χώρο πέτρωσε το αρνητικό σου εκμαγείο. |
Από τη συλλογή Μαθητεία (1956-1959)
"Το δάσος και τα δέντρα"
Στίχοι, 2
|
Οφειλή
|
Στίχοι που κραυγάζουν
στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη και μέσα στους λίγους πόδες τους κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση, άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί, γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες. (Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα ποιοι σκέφτονται τις μάζες; Το πολύ: μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.) Γι᾿ αυτό κι εγώ δεν γράφω πια για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια, όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια. Μόνο μιαν άκρη τής αλήθειας να σηκώσω να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή. Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω! |
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα, δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων, συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες είναι σαν να μού χαρίστηκε η ζωή που ζω. Δώρο τής τύχης, αν όχι κλοπή απ᾿ τη ζωή των άλλων, γιατί η σφαίρα που τής γλίτωσα δε χάθηκε μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου. Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μού δόθηκε η ζωή κι όσος καιρός μού μένει σαν οι νεκροί να μού τον χάρισαν για να τούς ιστορήσω. Νοέμβρης 1957 |
Εποχικές συγκρούσεις
|
Ένα πρόσωπο
|
« Γιατί τόσο πολύ παθιάζεστε
και φθείρεστε σ᾿ εποχικές συγκρούσεις;» μάς είπε κάποιος ποιητής σύντροφος παλιός τής εξορίας. « Έχω δει τόσα βασίλεια να γκρεμίζονται κι άλλα να υψώνονται στη θέση τους, τόσους άρχοντες να πέφτουν και τούς επίγονους να ερίζουν για το θρόνο. Μονάχα ή ποίηση είναι αιώνια. Λοιπόν, μη σπαταλιέστε σε πράγματα παροδικά.» Ίσως και να ᾿χε δίκιο απ᾿ τη σκοπιά του, μα αυτή η σκοπιά ακριβώς μάς ήταν απαράδεκτη κι οι αμιγείς ποιητές μάς φαίνονταν ακίνδυνα, παροπλισμένα θωρηκτά. |
Σε λέω σύντροφε.
Το πρόσωπό σου ένας βράχος χρόνια τ᾿ αλάτι κι άλλο αλάτι στρώματα φυλακής κι εξορίας γεωλογικοί αιώνες σκέπασαν το γέλιο σου, απαρατήρητοι σεισμοί τής καθημερινής σου πάλης γκρέμισαν το φιλί σε μιαν υπόγεια αγνοημένη λίμνη κι είναι το βλέμμα σου ορυχτό κάτω από το σκαμμένο μέτωπό σου. Πολλοί δε βλέπουνε τι υπάρχει πίσω από την πέτρα μα αν ήταν ή ποίηση ένα καμίνι θ᾿ ανάδειχνε στο φως όλο το τρυφερό, κρυμμένο μέταλλό σου. |
Χαμόγελο κατά διαταγήν
Στο θρίαμβό σου
πού κατέρρεε
ήρθε για ενίσχυση
ένα χαμόγελο κατά διαταγήν.
Μα μόλις σε κοίταξαν
οι δυο παλιοί σου σύντροφοι
βούλιαξε το μισό
μέσα στο ρημαγμένο πρόσωπό σου
κι απόμεινε το υπόλοιπο
παγωμένο
σα μορφασμός νεκρού.
Μέσα σου
ίσως υπήρχε ακόμα κάτι τίμιο.
πού κατέρρεε
ήρθε για ενίσχυση
ένα χαμόγελο κατά διαταγήν.
Μα μόλις σε κοίταξαν
οι δυο παλιοί σου σύντροφοι
βούλιαξε το μισό
μέσα στο ρημαγμένο πρόσωπό σου
κι απόμεινε το υπόλοιπο
παγωμένο
σα μορφασμός νεκρού.
Μέσα σου
ίσως υπήρχε ακόμα κάτι τίμιο.
Μαθητεία ξανά (1959-1962) - "Οι ρίζες και η βροχή"
Επισφαλής ΙσορροπίαΘαυμάζαν οι νεότεροι το πως σύντριψε τα πάθη
κι είχαν να λεν για τη σοφή, καταχτημένη πια γαλήνη του. Δε βλέπανε τις μάχες με τις πιο άγριες επιθυμίες πίσω από τ᾿ άπληστα, μελαγχολικά του μάτια. |
Μισοξεχασμένο ποίημα
Εμάς μάς γέννησε η βροχή και τ᾿ άγριο το αστροπελέκι
μιας θύελλας κοσμογονικής καταλυτής σεισμός.... Μεγάλα λόγια θα μού πεις, κακή ποίηση, ούτε θυμάμαι ποιος το έχει γράψει, κι όμως τα χρόνια εκείνα έτσι νιώθαμε. |
"Θάλασσα επαγγελίας" (1959-1963)
ΤαξίδιΈσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό. Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου την αρμυρή δροσιά τής θαλασσινής σου νύχτας και με ταξίδευες όλο το δρόμο από το αγρίμι ως τον άνθρωπο. Σίφνος, Αύγουστος 1959 |
Ψυχρός άνεμος
Κι ό έρωτας για κάτι πού δε βρήκες ούτε διάλεξες
δε σ᾿ εγκατέλειψε ποτέ. Διάσχιζε τις βουερές μαχητικές ημέρες βασάνιζε τις ένοπλες νύχτες σημάδευε το δρόμο τον ατέλειωτο πού τον ακολουθούσες με το ένα πόδι στην επιθυμία και το άλλο στην παραίτηση. Δεν μπόρεσες να σχηματίσεις ούτε τ᾿ όνομά του. Και το φωνάζεις ακόμα προς τα μέσα σα μια ριπή ψυχρού ανέμου ως τα σωθικά ορίζοντας την παγωμένη όρθια τρύπα πού γύρω της το σώμα σου αναδεύεται συστρέφεται κι ελπίζει. Παρίσι, Νοέμβρης 1959 |
Υπόγειο τρένο
|
Σταθμός τού Βορρά |
Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν
όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν θα ξεχαστούν όλα όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ που μάς κρατάει ορθούς. Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή που μέσα στο συνωστισμό τού υπόγειου τρένου κρατήθηκες στο μπράτσο μου. Παρίσι Μάης 1960 |
Το πλήθος, τα μεγάφωνα, οι αποχαιρετισμοί
το πρόσωπό σου ακίνητο στο παράθυρο τού βαγονιού των διπλανών παραγγελίες και υποσχέσεις -- όλα σα να ᾿χαν προβλεφτεί από σκηνοθέτη. Κι άξαφνα θυμήθηκα τον Χρίστο, στην Αθήνα όταν με πήγε να δούμε τη «Σύντομη συνάντηση». Ο αγαπημένος φίλος, έπειτα εχθρός, έπειτα ξένος, η παλιά ταινία, τώρα δεν παίζεται σχεδόν ποτέ, εσύ, πού άρχισες να μεταβάλλεσαι σ᾿ ανάμνηση ακόμα πριν το τραίνο ξεκινήσει. Παρίσι, Αύγουστος 1963 |
ΈΝΑ ΓΡΆΜΜΑ
|
ΟΙ ΌΧΘΕΣ |
Σαν ένα γράμμα έγινε η ζωή μας
με κάποιο μήνυμα πολύ σπουδαίο που χάθηκαν μέσα στα κύματα τούς πρόσφυγες κι ο αποστολέας του κι ο παραλήπτης. Όμως το γράμμα πάει κι έρχεται από ταχυδρομείο σε ταχυδρομείο χωρίς κανένας να τ᾿ ανοίξει χωρίς κανείς να το πετάξει πάντα με την επιγραφή στο φάκελο «επείγον» και τα ξεθωριασμένα ονόματα στις δυο πλευρές που μόνο οι ταχυδρομικοί τα λένε πια όπως προφέρουν οι σοφοί στα εργαστήρια ονόματα οργανισμών που εξαφανίστηκαν. Παρίσι, Νοέμβρης 1959 |
Όταν χωρίζανε, σε δεκαπέντε μέρες το πολύ
με τη σειρά του ο καθένας αναζήταγε τον άλλο. Κάποτε μπερδέψαν τη σειρά. Όταν ξανασυναντηθήκανε τυχαία ο χρόνος είχε ξεχειλίσει από τις όχθες του όλα εκείνα τα θαυμάσια είχαν σβήσει. Και συνέχισαν για τις άκρες τής ίδιας πολιτείας σα να τραβούσαν για διαφορετικούς ωκεανούς. Παρίσι, Γενάρης 1960 |
ΌΠΩΣ ΟΙ ΓἈΤΕΣ |
ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ
|
Όπως οι γάτες όταν αρρωσταίνουν
κουρνιάζουν στις πιο απόμερες γωνιές όσο μονάχες τους να γιάνουν, έτσι κι εγώ σ᾿ αυτή την κόχη θ᾿ απομείνω όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο υπόγεια να σχηματίζει τ᾿ όνομά σου. Παρίσι., Μάης 1960 |
Νομίζαμε πως γνωριζόμαστε καλά.
Μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν χωρίς προσχήματα ούτε ανταλλάξιμη παραφορά και μείναν τα κορμιά μας απροσποίητα φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος πόσο ήταν ο χρόνος μας πολιορκημένος, κι εμείς δυο άνθρωποι συνηθισμένοι, περίπου απροσπέλαστοι. Παρίσι, Μάρτης 1962 |
ΜΕΤΑΜΟΡΦΏΣΕΙΣ |
ΈΒΔΟΜΟ ΠΆΤΩΜΑ
|
Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα
ένα κομμάτι τής αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο ένα κομμάτι τού κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο. Παρίσι, Γενάρης 1960 |
Είπες «Δε θα ξεχάσω τίποτα από το φετινό χειμώνα»
κι ανέβηκες τις σκάλες σφίγγοντας την τσάντα σου. Μου απόμεινε η στυφή χαρά πως από δω και πέρα θα με πολεμούσες ακόμα και μ᾿ αυτά που σου ᾿μαθα. Παρίσι, Φλεβάρης 1961 |
ΟΜΟΛΟΓΊΑ
|
ΠΕΡΙΓΡΑΦΈΣ |
Μιλήσαμε πολύ για τις γυναίκες
πάντα δειλοί για να παραδεχτούμε την ομορφιά πού μαστιγώνει τη ζωή μας. Παρίσι, Φλεβάρης 1961 |
Γυναίκες, σάς περιγράφουμε όπως μάς αρέσει
κι εξοργιζόμαστε που δεν χωράτε στις περιγραφές μας. Παρίσι, Γενάρης 1962 |
Προαιρετική Στάση (1967-1973)
Γυναίκα (Παρίσι, Οκτώβρης ᾿70 )
I
Έφερες ξανά τη γη μου. Χώμα αλαφρό και κόκκινο πατημένο από τύραννους κι εχθρούς. Έφερες ξανά τις μπόρες τού θαλασσινού φθινόπωρου πού ξέπλεναν τη σκόνη από το πρόσωπό μου κι ένιωθα κάτω από τη σάρκα τα ίδια ραχοκόκαλα βουνών πού μέσα από τα χρόνια κρατάνε την πατρίδα ορθή. II Έφερες ξανά τη γλώσσα μου. Λέξεις παλιές, θαμμένες σ᾿ ερείπια και στάχτες βγαίνουνε τώρα μες στο φως κι αστράφτει η μέρα όπως όταν πρωτόγινε ο κόσμος. Μέταλλο λέξεων πρωτογενές δίψα κι επάρκεια επικοινωνίας. |
III
Έφερες πάλι τη ροή τού χρόνου άλλοτε επιταχύνοντας, άλλοτε βραδύνοντας τις ώρες πού αρδεύουν τώρα τα χέρσα μου χωράφια χωρίς κανένα από τα αγάλματά μου να καλύψουν. IV Έφερες ξανά την πόλη μου που ζει κι αλλάζει μακριά μου περιέχοντας τα σπίτια μας πού χάθηκαν και το ποτάμι πού σκεπάστηκε. V
Έφερες πάλι τ᾿ όνειρο. Άγνωστη θάλασσα, ανεξερεύνητη θάλασσα δικιά μου ηφαιστειογενές νησί στοίχημα με το θάνατο. Μην ξέροντας αν θα βουλιάξουμε ξανά ή αν πιο ψηλά θ᾿ αναδυθούμε. |
Αντικριστοί καθρέφτες (1988)
ΈΤΗ ΦΩΤΌΣ
|
ΤΟ ΤΡΊΑ ΚΑΡΌ
|
Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες
μ᾿ έτη φωτός δεν μού λένε τίποτα. Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά και δεν μπορούσα να σ᾿ αγγίξω σαν απλησίαστο απλανή αστέρα. ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΉ ΠΟΊΗΣΗ
Δεν ξέχασα ποτέ τη σπουδαιότητα
τής επικαιρικής ποίησης ούτε τής εύληπτης γραφής. Να λοιπόν ένας στίχος σημερινός, ευκολονόητος και πανελλήνιος: « Τι λέτε ρε μαλάκες!» |
Εκείνη ή αδιάκριτη ερώτηση «τι σκέφτεσαι;»
σαν έχεις ύφος κάπως σκεφτικό δεν μ᾿ ενοχλεί όπως παλιότερα αντίθετα μού δίνει ευχαρίστηση με τις δυνατότητες που προσφέρει. Μπορώ να επινοήσω διάφορες ιστορίες πειστικά ειπωμένες σαν πραγματικές μπορώ ύποπτη να παρουσιάσω την αλήθεια έτσι πού να φανεί σαν ψέμα ή ακόμα μπορώ ν᾿ ανακαλύψω πώς δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα. Ελάχιστες ώρες στη ζωή μας κυκλοφορούμε με διαφάνεια γυαλιού. |
ΑΠΌΠΕΙΡΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΉΜΑΤΟΣ
|
Η ΠΡΌΚΛΗΣΗ
|
Ύστερα από μιαν απόπειρα μυθιστορήματος
ξαναγύρισε στην ποίηση. Τον κούραζε πολύ να φτιάχνει ήρωες από τα εκμαγεία τού προσώπου του. Αν ήταν πάλι να μιλάει μέσα από τις δικές του μάσκες το προτιμούσε με πιο λίγες λέξεις. |
Να δω το φοβερό, έλεγα
να συγκρατήσω ως το τέλος την εικόνα του όποια κι αν είναι. Από μέσα μου πρόσεχα μην κάνω τίποτα και το προκαλέσω. |
ΕΙΚΌΝΕΣ
|
Ο ΑΎΓΟΥΣΤΟΣ
|
Άραγε ποια εικόνα μου θα φτιάχνουν τα παιδιά μου
όταν θα είμαι πεθαμένος από χρόνια μέσα σ᾿ εκείνο το απόμακρο για τώρα μέλλον πού πάντα ονειρευόμουνα κάπως να το πλάσω και τότε θα ᾿χει γίνει το κοινότατο παρόν τους, ποια εικόνα μου θα μεταδίδουν στα παιδιά τους; Κι οι μυστικές πλευρές μου που φρόντιζα να κρύβω ή κάποτε τις υποδήλωνα διογκωμένες θα υπάρχουν, ή πρώτες αυτές θα ᾿χουν χαθεί; Θέλουν αιώνες η βροχή κι ό άνεμος για να λειάνουν έναν βράχο όμως συνήθως φτάνουν δυο γενιές όσο να σβήσουν τα εξάρματα τής ζήσης μας. |
Κάθομαι έναν Αύγουστο ολόκληρο
κλεισμένος κι ολομόναχος να γράψω. Να γράψω τι; Ποιήματα ήδη αρχινισμένα, μισοφτιαγμένα να τα τελειώσω πια ποιήματα μ᾿ αισθήσεις άλλων παλιότερων Αυγούστων. Τού σημερινού Αυγούστου τις αισθήσεις ίσως κάποιον Αύγουστο μελλοντικό τελειωτικά ν᾿ αποτυπώσω στο χαρτί. |
Η ΈΚΠΛΗΞΗ
|
Ο ΜΈΓΙΣΤΟΣ ΣΤΌΧΟΣ
|
Μ᾿ έκπληξη ανακαλύπτω στα κατάβαθά μου
ακόμα να θρηνώ πού χάθηκε η επανάσταση όσο κι αν ξέρω πώς αργά ή γρήγορα θα ᾿χα κι εγώ την τύχη εκείνων πού οι νικηφόρες επαναστάσεις τούς συντρίβουν |
Ήταν πολύ φιλόδοξος
δεν νοιαζότανε να φτάσει ψηλότερα από τούς όμοιους του άλλα να είναι διαφορετικός απ᾿ όλους εκείνους πού τον ξεπερνούσαν. |
Η ηδονή των παρατάσεων 1992
Μοναδική ανταμοιβή |
Ξανά οι λέξεις
|
Τα προσωπεία κρατάνε περισσότερο
το ψεύτικο κρατάει περισσότερο είναι η μοναδική του ανταμοιβή να επιζεί αφού δεν έχει ζήσει. Η γλώσσα μου
Τη γλώσσα μου δεν ήταν εύκολο να τη φυλάξω
ανάμεσα σε γλώσσες που πήγαιναν να την καταβροχθίσουν όμως στη γλώσσα μου συνέχιζα πάντα να μετράω στη γλώσσα μου έφερνα το χρόνο στα μέτρα τού κορμιού στη γλώσσα μου πολλαπλασίαζα την ηδονή ως το άπειρο μ᾿ αυτή ξανάφερνα στο νου μου ένα παιδί με άσπρο σημάδι από πετριά στο κουρεμένο του κεφάλι. Πάσχιζα να μη χάσω ούτε μία της λέξη Γιατί σ᾿ αυτή τη γλώσσα μού μιλούσαν κι οι νεκροί. |
Οι λέξεις μέσα απ᾿ τα λεξικά χιλιάδες
ξεχύνονται μόλις τ᾿ ανοίξεις όπως μυρμήγκια μαύρα, κόκκινα, άσπρα, άμα πατήσεις μυρμηγκοφωλιά. Πώς να βρεις, πώς να διαλέξεις μέσα στον συμφυρμό των λέξεων τη μοναδική πού πρέπει, πώς να γλιτώσεις απ᾿ τις άλλες πού κολλάνε πλήθος πάνω σου γυρεύοντας να επιβιώσουν. Όμως οι ανείπωτες λέξεις κάτω από τη γλώσσα, οι μοναχικές πού δεν βγαίνουν απ᾿ το στόμα κι εκείνες σιγοτρώνε από μέσα αφήνοντας κουφάρια φυραμένα ανθρώπων πού προσπάθησαν να μιλήσουν όταν πια ήταν αργά. Όσο μπορώ έστω δυο λέξεις να συνδυάζω υπάρχω. |
Οι τυχεροί
|
Στους δρόμους τού Καΐρου
|
Το ᾿χα σκεφτεί κι εγώ:
καλύτερα να ᾿χα πεθάνει όσο ακόμα πίστευα. Έπειτα το διόρθωσα: πιο τυχεροί εκείνοι που πεθάναν όσο ακόμα πίστευαν. Χρειάστηκα χρόνια για να πω: πιο τυχεροί όσοι επέζησαν. |
Καθώς τα μαλλιά τής μελαχρινής κοπέλας
χύνονται ανάκατα, βοστρυχωτά σαν τα κλαδιά των μπάο μπαμπ τρέμω μήπως μ᾿ αγγίξουν και ριζώσουν μέσα μου όπως αναριζώνουν τα κλαδιά των μπάο μπαμπ στους δρόμους τού Καΐρου και δεν μ᾿ αφήσουν πια να φύγω. |
Η αντίσταση των γεγονότων 2000
Ρόδα αειθαλή
|
Το ακαριαίο
|
Η ομορφιά των γυναικών πού άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα. Μένει στις επιθυμίες πού κάποτε προκάλεσαν στα λόγια πού έφτασαν έστω αργά στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια τής σάρκας στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις. Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή μένει στα ποιήματα πού γράφτηκαν γι᾿ αυτές ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές. |
Ελπίζουμε διαρκώς στο ακαριαίο
ανάμεσα στην ιδέα και τη μορφή, στην απόφαση και την εκτέλεσή της, στο φόρεμα και το γυμνό κορμί, στον πόθο και τον οργασμό, ονειρευόμαστε την εκμηδένιση τής απόστασης ανάμεσα στις τρέχουσες αμοιβές και τον με κάποια όρια πλούτο, στις κυμαινόμενες επιβραβεύσεις και την εν ζωῄ εμπεδωμένη δόξα. Καμιά φορά το κατορθώνουμε να εκμηδενίσουμε τον χρόνο αλλά έναν χρόνο πάντα μετρημένο με τα δικά μας όργανα μετρήσεως. |
Πτώση τής θερμοκρασίας
|
Αυθαιρεσίες
|
Άλλαξε απότομα ό καιρός, έκανε κρύο.
«Πού πας έτσι ντυμένος, πρόσεχε», τού φώναζαν μα εκείνος τίποτα δεν άκουγε πίστευε πώς πάντα θα τον προστατεύουν οι αδυναμίες του. Τις φόραγε κατάσαρκα αφήνοντας να φαίνεται μιαν άκρη μόνο απ᾿ τού πουκάμισου τον ανοιχτό γιακά |
Μου άρεσε πού μού ᾿λεγε στον έρωτα
λέξεις σε γλώσσα απρόσιτη για μένα λέξεις που αυθαίρετα τούς έδινα όλες τις σημασίες πού θα ᾿θελα να έχουν. |
Τοπίο, 1
|
Αγγλόφωνοι μέλλοντες συγγραφείς |
Τ᾿ άγρια ψηλά βουνά
τα βάραθρα, τα βράχια όλα σβήνουν από μακριά φαίνονται επίπεδες επιφάνειες πού καμπυλώνουν ελαφρά. Πάντα ή σφαιρικότητα από μακριά κερδίζει. |
Κάποιοι από τούς νεαρούς γυμνόστηθους τουρίστες
πού μ᾿ ενοχλούν στην Πομπηία, στο Κάπρι, στο Σορρέντο καθώς διαβάζουν φωναχτά αγγλόφωνους οδηγούς κι έπειτα πιο δυνατά τα επεξηγούν στους φίλους τους, κάποιες από τις νεαρές καλλίπυγες τουρίστριες πού παίρνουν πόζες για να φωτογραφηθούν και τα γυμνά μεριά τους δεν μ᾿ αφήνουν να κοιτάξω γύρω μου μνημεία και τοπία, μπορεί μια μέρα να ᾿ναι καθιερωμένοι συγγραφείς μεταφρασμένοι και στη γλώσσα μας, μυθιστοριογράφοι υπέρβαροι κι αλκοολικοί ποιήτριες με άλουστα γκριζωπά μαλλιά πού εκτός από πεζά πολυδιάστατης γραφής εκτός από στίχους με κρυπτικές παρομοιώσεις θα καταγράφουν σ᾿ ευαίσθητα πονήματα αναμνήσεις απ᾿ την Πομπηία, το Κάπρι, το Σορρέντο, οπού ίσως μνημονεύουν τούς ενοχλητικούς τουρίστες πού παρακολουθούσαν τότε τις κινήσεις τους. |
Η νέα χάραξη (2007)
Οι μάρτυρες
|
Υπόθεση των συνθηκών
|
Οι μάρτυρες της ζωής μου
χάνονται ένας ένας. Για τόσα ασήμαντα ή και σπουδαία πού έζησα μένω μονάχα εγώ να μαρτυρήσω και τώρα ποιος να με πιστέψει πώς λέω την αλήθεια. Έτσι μπορώ να μπω μες στο παιχνίδι των κατασκευών για δύσπιστους και εύπιστους μαζί ν᾿ αλλάζω κατ᾿ αρέσκειαν τα πράγματα κάποτε, με λίγη φαντασία, απλώς να τα επινοώ μα τελικά εγκαταλείπω την προσπάθεια οι καταθέσεις παραμένουν ίδιες. Πίσω απ᾿ την πλάτη μου στέκεται ακοίμητος και μ᾿ ελέγχει των πρώτων χρόνων μου ο εαυτός. Μόλυβος, 15 Αυγούστου 2002 |
Ήδη από χρόνια πριν φαινόταν παλιομοδίτικο
να μιλάς για εξόριστους στα ξερονήσια πού αργοπεθαίνουν στην κόλαση τής πέτρας με γύρω το συρματόπλεγμα τής θάλασσας. Το αναθυμάμαι σήμερα πού πλήθη ανθρώπων ορέγονται τα ίδια γυμνά νησιά για τη ζεστή τους πέτρα πού αναδίδει φως για τη δική τους θάλασσα με το ελεύθερο γαλάζιο για όσα πιστεύουν πώς θα ζήσουν σ᾿ έναν παράδεισο για δεκαπέντε, είκοσι το πολύ, μέρες διακοπών. Ακόμα και το πέρασμα από την κόλαση στον παράδεισο είναι υπόθεση των συνθηκών. Η βιντεοκασέτα
Κι αν γύριζε ο χρόνος πίσω στην αρχή
όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα το ίδιο αδέξια, με την ίδια ταραχή τα ίδια θα κάναμε, ας τα και γάμησέ τα. |
Αναβολές
|
Δύο διαδηλώσεις
|
Αναβάλλουμε συνεχώς εκείνη τη στιγμή
πού δεν θα ξανασυναντηθούμε πουθενά· στο μεταξύ πολλές φορές γελάμε μ᾿ ένα σωρό απ᾿ αυτά πού ζήσαμε κάποτε κλαίμε μόνοι μας, κρυφά για όσα δεν πρόκειται να ξανάρθουν. |
Μια διαδήλωση τότε αναστάτωσε την πόλη
μ᾿ ένα καινούργιο σύνθημα ανάμεσα στα γνωστά: «Εμπρός για τη δημοκρατική ασχήμια». Μετά από πέντε χρόνια μια διαδήλωση ακόμη μεγαλύτερη, πιο μαχητική καλούσε να στρατευτούμε μ᾿ ένα μονάχα σύνθημα: «Εμπρός για την υποχρεωτική ασχήμια». |
Σύντομες αναταράξεις
|
Ο άλλος γυρισμός
|
Καθώς το αεροπλάνο τρανταζόταν
ή κοπέλα πού καθόταν δίπλα μού είπε ότι γράφει ποιήματα· μάλιστα όταν η πτήση ηρέμησε μού απάγγειλε ένα από μνήμης. Τηλεφώνησε μια δυο φορές την ξαναείδα, μετά χαθήκαμε έπειτα ξέχασα το όνομά της αργότερα ξέχασα και το πρόσωπο που τότε μού είχε φανεί ωραίο όμως θυμάμαι τον τελευταίο στίχο εκείνου τού ποιήματος «Το σώμα μου δεν συνδικαλίζεται». |
Οι πεθαμένοι ποτέ δεν επιστρέφουν
αλλά κι οι ζωντανοί πού δεν ξαναγυρνούν γίνονται πια σαν πεθαμένοι. Κάποιες φορές τούς φέρνουμε πίσω με τη μνήμη για να τούς δούμε όπως ήσαν όταν για τελευταία φορά τούς συναντήσαμε να ξανανιώσουμε έστω για μια στιγμή τα όσα ζήσαμε μαζί τους για να βεβαιωθούμε προπαντός πως δεν τούς σκοτώσαμε εμείς. |
Τ᾿ αστέρια που ονειρευτήκαμε
|
Μια εποχή βεβαιοτήτων
|
Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες τ᾿ αστέρια που ονειρευτήκαμε -- το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα απ᾿ τα τσιγάρα που τινάζαμε κι η πύρινη τροχιά τους μόλις που πρόφταινε να λάμψει. Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο με σιγουριά τον βάζαμε γι᾿ αργότερα. |
Μέσα στα χρόνια τα πολλά που γράφω
για κάποιον καιρό ύμνησα κι εγώ, πάντως με χαμηλότερη φωνή από άλλους, φανταστικές κατακτήσεις τού ανθρώπου πραγματικότητες που αποδείχτηκαν πλαστές, εξουσίες που τις δέχτηκα για λυτρωτικές ακόμα κι όταν σύνθλιβαν κοντινούς μου νομίζοντας πως σ᾿ εμένα θα χαριστούν -- ύμνησα κι εγώ τον έρωτα και τη φιλία για όλους την ευτυχία σ᾿ επαρκείς δόσεις για καθένα τη νέα πίστη που απαντούσε σ᾿ όλες τις απορίες. Ξανακοιτάζω ποιήματα τόσων ποιητών γραμμένα μέσα σε δυο και τρεις γενιές κελύφη τώρα μιας εποχής βεβαιοτήτων που έφυγε πριν καν τελειώσει ο αιώνας. |