Ποιήματα και σπαράγματα... από την Ποίηση τού
Σεφέρη
Από "Το Ύφος μιας μέρας" .
We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel! (Είδαμε καθαρά ότι δεν ζούσε μια ψυχή σε αυτό το μοιραίο σκάφος!) EDGAR ALLAN POE ........................................................................................................... Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει; Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα. Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει. Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι. Πώς μεγαλώσαν τα νύχια τού καπετάνιου… κι ο ναύκληρος αξούριστος που ’χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα… Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ᾿ άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει. Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα. Σχόλιο: Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει; Σαν απάντηση στο παραπάνω ο Σεφέρης αντιπαραθέτει μια παγερή εικόνα από την " Ιστορία τού Αρθούρου Γκόρντον Πιμ" τού Άλαν Πόε. Το πλήρωμα ενός πλοίου που κινδυνεύει, ελπίζει στην σωτηρία όταν αντικρύζει ένα άλλο πλοίο να κατευθύνεται προς το μέρος τους, για να μετατραπεί γρήγορα η ελπίδα τους σε φρίκη, όταν συνειδητοποιούν ότι όλο το πλήρωμα του είναι νεκρό. Μόνο η επίφαση μιας εξωτερικής ζωής και αυτή είναι και η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Για όσους έχουν ασχοληθεί και λίγο με το Σεφέρη, είναι γνωστό ότι το «Πού ᾿ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;», αναφέρεται σε ερωτική συνάντηση και περισσότερο σε ερωτική συνεύρεση. Σ᾿ αυτή την ερωτική εικόνα, ο Σεφέρης αντιπαραθέτει μα νεκρική εικόνα. |
Από τη "Στέρνα"
Στο πύργωμα τού θόλου ανέλεης νύχτας
πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν, με το γοργό κροτάλισμα τής μοίρας πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή και σβήνουνται σ’ ένα σκοτάδι εβένου. Μορφές που φεύγουν! Ορμαθοί τα μάτια κυλούν βαλμένα σ᾿ ένα αυλάκι πίκρα και τής μεγάλης μέρας τα σημάδια τις παίρνουν και τις φέρνουν πιο σιμά στη μαύρη γης που δε γυρεύει λύτρα. Στο χώμα γέρνει το κορμί τού ανθρώπου για ν᾿ απομείνει η διψασμένη αγάπη· μαρμαρωμένο στ’ άγγιγμα τού χρόνου το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι αγάλι. Δάκρυα γυρεύει η δίψα τής αγάπης τα τριαντάφυλλα σκύβουν —η ψυχή μας-- στα φύλλα ακούγεται ο παλμός τής πλάσης το απόβραδο σιμώνει σα διαβάτης ύστερα η νύχτα κι ύστερα το μνήμα… ......................................................................................... |
Από την επιστολή τού Κατσίμπαλη στο Σεφέρη.«Το ποίημα παρουσιάζεται ύστερ᾿ από ένα ορισμένο σημείο σαν ασυνάρτητο παραλήρημα. Νομίζω πως περιέχει πολλά νοθογενή ή παραστατικά στοιχεία. [...] Πρέπει να το ξαναδουλέψεις. [...] Ύστερα, εκφράσεις σαν «Το χώμα πίνει το κορμί του ανθρώπου*» πρέπει να τις αποφεύγεις σαν ο Διάβολος το λιβάνι αν δεν θες να σε κατηγορήσουν πως πλαστογραφείς το Βαλερύ.
Ως πότε θα [...] καταφεύγουμε στις σκοταδερές στέρνες να βυθίζουμε την ψυχή μας και τη νιότη μας, αντί να την υψώνουμε υπέρλαμπρο ολοκαύτωμα πάνω σ᾿ ένα κορφοβούνι κάτω από τον πυρωμένο ήλιο; [...] Γιώργο, Γιώργο, θαρρώ πως μάς επρόδωσες και πως σ᾿ έφαγε κι εσένα η Φραγκιά... Παράτησε τον (δήθεν) άνθρωπο τού αιώνα σου και κοίταξε να εκφράσεις κάτι από τον τόπο σου κι από τη φύση του, που είναι και δική σου φύση — όπως τουλάχιστο το πιστέψαμε εμείς κάποτε, όσοι περιμέναμε κάτι από σένα. Κάψε τα φράγκικα βιβλία, ρίχ᾿ τα στο γιαλό [...] Πάτησε στερεά, και πάτησε πρώτ᾿ απ᾿ όλα στον τόπο σου. [...] Πρέπει προ πάντων να δεις με τα δικά σου μάτια, τα ελληνικά που είναι γεμάτα φως, και να βγάλεις τα μαύρα ξενικά ματογυάλια που σού θαμπώνουν την όραση και δε σ’ αφήνουν να δεις ούτε καν την αλήθεια των όσων αυτή τη στιγμή σού λέω. Σχόλια δικά μου: Άλλη άποψη κάποιου που κράδαινε τη λογοτεχνική μαγκούρα, "από τη Νέκυια, στα κορφοβούνια". *Δεν ξέρω αν σκόπιμα ο Κατσίμπαλης παραφράζει το Σεφέρη ή είναι απροσεξία. Πάντως ο Σεφέρης δεν γράφει «Το χώμα πίνει το κορμί τού ανθρώπου» αλλά «Στο χώμα γέρνει το κορμί τού ανθρώπου». |
Μαζεύοντας τον πόνο τής πληγής μας
να βγούμε από τον πόνο τής πληγής μας, μαζεύοντας την πίκρα τού κορμιού μας να βγούμε από την πίκρα τού κορμιού μας, ρόδα ν᾿ ανθίσουν στο αίμα τής πληγής μας. Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώτα στα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια, ν᾿ αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια πουκάμισο που αφήσανε τα φίδια κίτρινο μες στα πράσινα τριφύλλια. Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη! Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη, λευκή φτερούγα πάνω απ’ το κοπάδι σαν απαλή στον κρόταφο παλάμη. .......................................................................... Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή κι η αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνει έτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή, μια στέρνα που διδάσκει τη σιγή μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη. Σχόλιο: Ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος θα γράψει στο άρθρο του για τη "Στέρνα" στο τιμητικό αφιέρωμα τριάντα χρόνια τής Στροφής: «Μυθικό καράβι με τα πανιά του λυτά και πετρωμένα, μόνη μέσα στη γραμματολογία μας, σύμβολο κενοταφίου, υψώνεται μπροστά μας "Η Στέρνα"» . Ο Ρόντρικ Μπήτον στη Βιογραφία τού Σεφέρη στην ενότητα για τη Στέρνα γράφει: «Στο γράμμα τού Σεφέρη προς τον Θεοτοκά, όπου η ερωτική πράξη συγκρίνεται με μια μυστικιστική εμπειρία, συμπεριλαμβανόταν και ένα αντίγραφο τής Στέρνας. Αν και ο αποδέχτης δεν το αντιλήφθηκε, το συγκεκριμένο απόσπασμα τού γράμματος αποτελεί το ειλικρινέστερο από τα σχόλια για το ποίημα. Ο "θάνατος και η αναγέννηση" τής ερωτικής πράξης διαδραματίζονται στη Στέρνα, τον προσωπικό συμβολισμό τής οποίας μοιράζεται τότε μόνον με τη Λου*». Από το ίδιο βιβλίο: «Το ποίημα ξεκινά τολμηρά, με το κεντρικό του σύμβολο: "Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα". Ο Γιώργος στέλνει στον Καραντώνη μια επεξήγηση η οποία έκτοτε χάθηκε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι "η στέρνα είναι εδώ το αρχιτεκτονικό σύμβολο τού θανάτου". Αυτό μάς επιτρέπει να υποθέσουμε πως ο Σεφέρης ξεκινά για πρώτη φορά τη σύγχρονη περιήγησή του στο παράδοξο, που βρίσκεται στο κέντρο τής ομηρικής Οδύσσειας: το κλειδί για την επίτευξη τού στόχου τού ήρωα (τού νόστου) μπορεί να βρεθεί μόνον αν κανείς ταξιδέψει πρώτα στον κόσμο των νεκρών. Εντούτοις, και παρ᾿ όλο που δεν θα το ομολογήσει σε κανέναν από τους φίλους του την εποχή εκείνη, η "στέρνα" ήταν επίσης το κωδικό όνομα που χρησιμοποιούσε ο Γιώργος για να υποδηλώσει τούς τόπους κρυφών ερωτικών συνευρέσεων. Το ότι η στέρνα συμβολίζει ταυτόχρονα τον θάνατο και την ερωτική πράξη, συμβαδίζει απόλυτα με την πυκνή υφή τού ποιήματος και με το ιδιαίτερο είδος "ερωτικού μυστικισμού" που απορρέει από την επιστολή προς τον Θεοτοκά. »Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπόγεια στέρνα, η οποία είναι και τάφος αλλά και κρυφό υπνοδωμάτιο, παραπέμπει στον Κάτω Κόσμο τοὐ Ομήρου, όπου ο Οδυσσέας έμαθε τον τρόπο για να γυρίσει στην πατρίδα του». Επίσης ο Μπήτον στο ίδιο βιβλίο γράφει:«Αν ο "Ερωτικός Λόγος" είχε επικυρώσει τον οδυνηρό τρόπο με τον οποίο απαρνήθηκε τη Ζακλίν*, η συνέχεια του (Στέρνα) ήταν ο εορτασμός τής νέας, και μυστικής αγάπης που είχε αρχίσει στο υπόγειο διαμέρισμα τής Λου». Δική μου σημείωση: Τα παραθέτω αυτά, χωρίς να συμφωνώ συνολικά, ειδικά με εκείνο το "το κλειδί για την επίτευξη τού στόχου τού ήρωα (τού νόστου) μπορεί να βρεθεί μόνον αν κανείς ταξιδέψει πρώτα στον κόσμο των νεκρών" Μα τι βίτσια είναι αυτά έστω και συμβολικά; Είναι δυνατόν είτε ο Σεφέρης να γράφει το ποίημα στηριζόμενος στις μεταφυσικές προσλήψεις τού Ομήρου, και οι κριτικοί για να ερμηνεύσουν το πράγματι κρυπτικό ποίημα, να τις αναπαράγουν; Παρακάτω στο κείμενο τού Μπήτον εμπλέκεται για την ερμηνεία τής Στέρνας και η χριστιανική "ενοχή" αλλά τέτοιες μεταφυσικές ανοησίες δεν θα τις αναπαράξω. Παραθέτω καλύτερα ένα κείμενο από επιστολή τού Κατσίμπαλη φίλου και υποστηριχτή τού Σεφέρη γιατί έχει σημασία και ίσως ακόμη μεγαλύτερη για την μετέπειτα ποιητική πορεία τού Σεφέρη. (Η παράθεση ακριβώς δίπλα). *Εάν κάποιος ενδιαφερθεί για τη Ζακλίν και τη Λου, παραπέμπω στο σύνδεσμο " ο ερωτευμένος Σεφέρης" |
Το Μυθιστόρημα
Είχα κάνει μια ανθολόγηση ποιημάτων από το "Μυθιστόρημα", την αρτιότερη και ωραιότερη συνολικά κατά τη γνώμη μου, από τις ποιητικές συλλογές τού Σεφέρη (ανθολόγηση γιατί τα ποιήματα τού Σεφέρη τα βρίσκεις πια παντού και ίσως δεν έχει νόημα η αναπαραγωγή τους)—ανθολόγηση κατά τη δική μου πρόσληψη— και στην πορεία με διακατείχε ένα αίσθημα "αδικίας" ως προς τα υπόλοιπα ποιήματα τού "Μυθιστορήματος" κι έτσι με μια δεύτερη σκέψη απεκατέστησα τα "παραπονεμένα" αλλά πολύ αγαπημένα μου ποιήματα, που δεν είχα συμπεριλάβει.
|
Α΄
|
Β΄
|
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια κοιτάζοντας πολύ κοντά τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα. Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή τού καραβιού την καρένα ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα. Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι μ᾿ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο από τη γέψη τής σκουριάς και τής αρμύρας. Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ᾿ άσπιλα φτερά των κύκνων που μάς πληγώναν. Τις χειμωνιάτικες νύχτες μάς τρέλαινε ο δυνατός αγέρας τής ανατολής τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία τής μέρας που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει. Φέραμε πίσω αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής. Σχόλια: Τον άγγελο, λανθάνουσα αναφορά στον αγγελιοφόρο τής Τραγωδίας. Από τ᾿ άσπιλα φτερά των κύκνων που μάς πληγώναν. Από την Αγγλία στις Μέρες Β΄ 26 Γενάρη 1933 ο Σεφέρης γράφει: «Τούς σιχάθηκα πια ολότελα τούς κύκνους. Πρέπει να τούς δεις στρογγυλοκαθισμένους πάνω στην επιφάνεια τού πάγου, μ᾿ όλη τους τη σκάφη ξέσκεπη, ακίνητοι και υπερήφανοι, και ηλίθιοι σαν wedding cake......... Μόνο το ματογυάλι τούς έλειπε, για να μοιάζουν κοσμικό Αθηναίο Διανοούμενο....... ». . Πάντως παρά την αρνητική εγγραφή, οι κύκνοι επανέρχονται πολλές φορές στην ποίηση τού Σεφέρη. Ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής: «Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος" έλεγε για τούς μοιραίους γύψους ο Καρυωτάκης. |
Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μάς ήταν εύκολο ν᾿ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια για να χαρούν οι φίλοι που μάς έμεναν ακόμη πιστοί. Έσπασαν τα σκοινιά· μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα μάς θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία: τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής. Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά τής πέτρας λίγο κι η θέρμη τού κορμιού την κυριεύει κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα. Σχόλια: Τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής. «Και οι δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τούς δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα τού δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;». Σολωμός : Απόσπασμα από " Η γυναίκα τής Ζάκυνθος" |
Γ΄
Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μού εξαντλεί τούς αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ᾿ ακουμπήσω. Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει. Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα. Δεν έχω άλλη δύναμη· τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα. Σχόλια: "Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης" από τις Χοηφόρες τού Αισχύλου: (Θυμήσου τα λουτρά που σε σκότωσαν). Επίκληση τού Ορέστη πάνω από τον τάφο τού πατέρα του για να τού δώσει δύναμη να πάρει εκδίκηση για το θάνατό του. Καθώς έβγαινα από το όνειρο: Η προσγείωση από το χάσιμο τής "Μεγάλης ιδέας" Το βάρος τής αρχαίας Κληρονομιάς "ακρωτηριάζει τα χέρια" |
Δ΄
Δ΄
Αργοναύτες Καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴν εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον: τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη. Είτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά, είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο χωρίς ν᾿ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή. Είτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια ανασαίνοντας με ρυθμό και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο. Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων που γαβγίζουν. Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν έλεγαν εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι τού πελάγου μέσα στο ηλιόγερμα. Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξανδρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη τής Ασίας. Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά με κελαΐδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας. Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια. Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τούς σκαρμούς με το σοβαρό πρόσωπο τής πλώρης με τ᾿ αυλάκι τού τιμονιού με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους. Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. Κανείς δεν τούς θυμάται. Δικαιοσύνη. |
Σχόλια.
Από τις σημειώσεις τού επιμελητή τής 11ης έκδοσης των ποιημάτων τού Σεφέρη, Γιώργο Π. Σαββίδη: «Αν μια ψυχή θέλει να γνωρίσει τον εαυτό της, δεν έχει άλλο τρόπο να το κάνει, παρά κοιτάζοντας μια άλλη ψυχή. Είναι ο Πλατωνικός λόγος, όπως τον εκφέρει ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη, στον ομώνυμο διάλογο. (Αλκιβιάδης) Κατά το Μαρωνίτη ο Σεφέρης χρησιμοποίησε την Οδύσσεια και τον ποιητή της ως κάτοπτρο. Στο ποίημα μιλά το είδωλο τού Οδυσσέα για τούς συντρόφους του, άλλοτε στο τρίτο πρόσωπο ( στίχοι 6-16), οπότε είναι έξω από την ομάδα των συντρόφων και ασκεί κριτική) και άλλοτε στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (στίχοι 17-33), οπότε συμμετέχει στη κοινή πορεία) και τέλος στίχοι (34-41), όπου πάλι μιλά στο τρίτο πρόσωπο μέχρι τη κατάληξη. Κανείς δεν τούς θυμάται. Δικαιοσύνη. Κατά το Σεφέρη η λησμονιά είναι μια πράξη Δικαιοσύνης, επειδή οι σύντροφοι στάθηκαν Νήπιοι (έφαγαν τις ιερές αγελάδες τού Ήλιου), και Σεφερικά είναι υποταγμένοι. Αυτό διευκρινίζει ο Σεφέρης και στο "Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη" Δοκιμές Β΄ σελίδα 39. «Και είναι σωστό να μην τούς θυμάται κανείς: δεν είναι ήρωες είναι Ελπήνορες». Όμως εδώ θα μπορούσε κάποιος να δει μια αντίφαση: Ότι ο πιο νήπιος από όλους ο Ελπήνορας διασώθηκε από τη λησμονιά. Με την δήλωση τού Σεφέρη συναινεί και ο Μαρωνίτης, γράφοντας στο βιβλίο "Γιώργος Σεφέρης, Μελετήματα" σελίδα 63: «Η ιστορική μνήμη είναι πιο σκληρή από το ανθρώπινο αίμα· ποτίζεται απ᾿ αυτό, αλλά δεν τής φτάνει για να συντηρηθεί. ...... Δεν φτάνει να είναι κάποιος καλός, για να αποφύγει το κακό· πρέπει να είναι δυνατός και έξυπνος για να πολεμήσει το κακό». Αντίθετη άποψη εκφέρει ο Λ. Β. Καραπαναγιώτης με πολλή έμφαση στο κείμενό του "Μυθιστόρημα", στο τιμητικό αφιέρωμα στο Σεφέρη για τα τριάντα χρόνια τής "Στροφής" , Αθήνα 1961, σελίδα 218. «Είναι αδύνατο σήμερα να διαβάσουμε το Δ΄ τού "Μυθιστορήματος", δίχως η τελευταία του λέξη να ηχήσει σαν κραυγή. .... Δεν μπορεί η λέξη Δικαιοσύνη να διαβαστεί σαν καταδίκη, αλλά σαν αίτημα και διεκδίκηση. Τουλάχιστον σήμερα, γιατί η ανάγνωση αυτή είναι και δώρο που προσφέρει ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από τότε που γράφτηκε το ποίημα» Θυμάμαι και τη δική μου έκπληξη, όταν διάβασα, ότι κατά τον Σεφέρη η λέξη Δικαιοσύνη, ήταν καταδίκη γι αυτούς που : «Είτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά, είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή». Όσο για την σύμπλευση των δύο μύθων "Αργοναύτες" και "Οδύσσεια", ο Μαρωνίτης δίδει μια πολύ εύστοχη ερμηνεία: «Αν πρέπει να μοιραστούν οι δύο μυθικές παραπομπές τού ποιήματος στις δύο φάσεις τής εθνικής περιπέτειας, θα πρότεινα την ακόλουθη διαίρεση: Ο Αργοναυτικός μύθος να στοιχηθεί με τη Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ οι αναφορές τού ποιήματος στην Οδύσσεια, με τη Μικρασιατική καταστροφή και στην ακόλουθη προσφυγιά». |
Ε΄Δεν τούς γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε πως τούς είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά. Τούς είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια· φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά. Η αυγή μάς βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια· το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι γιατί μάς δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα, και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι. Οι φίλοι μας έφυγαν ίσως να μην τούς είδαμε ποτές, ίσως να τούς συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος μάς έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει ίσως να τούς γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή, πέρα από τ’ αγάλματα. |
ΣΤ΄ Μ.Π.
Το περιβόλι με τα συντριβάνια του στη βροχή θα το βλέπεις μόνο από το χαμηλό παράθυρο πίσω από το θολό τζάμι. Η κάμαρά σου θα φωτίζεται μόνο από τη φλόγα τού τζακιού και κάποτε, στις μακρινές αστραπές θα φαίνονται οι ρυτίδες τού μετώπου σου, παλιέ μου Φίλε. Το περιβόλι με τα σιντριβάνια που ήταν στο χέρι σου ρυθμός τής άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές κι ένας χορός μέσα στις πικροδάφνες κοντά στα καινούρια λατομεία, ένα γυαλί θαμπό θα το ’χει κόψει από τις ώρες σου. Δε θ’ ανασάνεις· το χώμα κι ο χυμός των δέντρων θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή από τον έξω κόσμο. Μ. Ρ. : Μορίς Ραβέλ Γράφει ο Μ. Vitti: Ο φίλος στον οποίο απευθύνεται είναι ο ίδιος ο ποιητής. |
Ζ΄
Ένα ποιητικό αριστούργημα, "διάφανο" που δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο.
|
Νοτιάς
Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μια βουνοσειρά. Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μάς τρελαίνει, αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ’ τη σάρκα. Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και στις χαρουπιές. Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια για να γράφουμε τα γράμματα που σού γράφουμε τόσους μήνες και τα ρίχνουμε μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει. Άστρο τής αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια οι ώρες μας ήταν πιο γλυκιές από το λάδι πάνω στην πληγή, πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό στον ουρανίσκο, πιο γαλήνιες από τα φτερά τού κύκνου. Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάμη σου. Ύστερα απ’ το πικρό ψωμί τής ξενιτιάς τη νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο η φωνή σου μάς πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι. Σού γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά κι εσένα. Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας; Χτες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας σαν τις πευκοβελόνες τής χτεσινής νεροποντής στην πόρτα τού σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει. Μέσα σε τούτα τα χωριά τ’ αποδεκατισμένα πάνω σ’ αυτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει, ποιος θα μάς λογαριάσει την απόφαση τής λησμονιάς; Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό τού φθινοπώρου. |