Helmut Newton (1920-2004)
Biography
- Ο Χέλμουτ Νιούτον γεννιέται ως Helmut Neustadter στις 31 Οκτωβρίου 1920 στο Βερολίνο της Γερμανίας μέσα σε αστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του είχε μια μονάδα παρασκευής κουμπιών και παρείχε στην οικογένειά του άνετη ζωή. Ο μικρός Χέλμουτ φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία του Βερολίνου, αν και δεν έχει καμία διάθεση να μάθει γράμματα. Είχε πέσει στα χέρια του η πρώτη του φωτογραφική μηχανή ήδη από την ηλικία των 12 ετών και μαγεύτηκε να βλέπει τον κόσμο μέσα από το φακό. Εγκατέλειψε έτσι το μόνο σχολείο (Αμερικανικό Σχολείο) που δεν τον είχε διώξει και έβαλε σκοπό να γίνει φωτογράφος. Η προσκόλλησή του στα κορίτσια και τη φωτογραφία δεν του άφηνε μυαλό για γράμματα!
- Το 1936 γνωρίστηκε με την φημισμένη φωτογράφο μόδας Else Simon (γνωστή ως Yva), στο πλάι της οποίας διδάχθηκε όλα τα μυστικά της τέχνης. Ήταν όμως τα χρόνια της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία και η μοίρα είχε τις δικές της βουλές, για την εβραϊκή οικογένεια: Ο πατέρας του το 1938 κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όσοι γλίτωσαν εγκατέλειψαν τη ναζιστική Γερμανία: οι συγγενείς του καταφεύγουν στη Χιλή και περιμένουν να συμπληρώσει ο έφηβος Χέλμουτ το 18ο έτος της ηλικίας του ώστε να μπορεί να βγάλει διαβατήριο. Καταρρακωμένος αυτός από τη δολοφονία της εβραίας Yva από τα τάγματα εφόδου των ναζί την ίδια χρονιά (1938), ακολουθεί τα καραβάνια των προσφύγων του ναζιστικού καθεστώτος.
- Αντί για τη Χιλή όμως αποβιβάζεται στη Σιγκαπούρη. Μαγεμένος από το εξωτικό τοπίο, αποφασίζει να μη συνεχίσει το ταξίδι μέχρι τη Λατινική Αμερική και να παραμείνει εκεί. Και πράγματι βρίσκει δουλειά ως φωτορεπόρτερ στην εφημερίδα «Singapore Straits Times».
- Μόλις όμως δύο βδομάδες αργότερα θα τον πετάξουν εκτός δουλειάς. Τότε είναι που βρίσκει τον φύλακα-άγγελό του, μια ευκατάστατη ηλικιωμένη γυναίκα (Josette) που τον παίρνει υπό την προστασία της. Ο Χέλμουτ άνοιξε στη Σιγκαπούρη το πρώτο του φωτογραφικό στούντιο, αν και οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά. . Το 1940 οι βρετανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις του νησιού τον χαρακτήρισαν «επικίνδυνο μετανάστη» (ήταν γερμανικής καταγωγής,) και τον έστειλαν σε στρατόπεδο εργασίας στην Αυστραλία.
- Αφού πέρασε δύο χρόνια στο στρατόπεδο, μοναδική διέξοδος ήταν να καταταγεί στον αυστραλιανό στρατό καταμεσής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως και έκανε τελικά για να γλιτώσει από τον εγκλεισμό, υπηρετώντας ως οδηγός φορτηγού καθ' όλη τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου. Μετά το τέλος των συγκρούσεων, πήρε την αυστραλιανή υπηκοότητα, αλλάζοντας το όνομά του από Neustadter σε Newton. Την επόμενη χρόνια, το 1946, ίδρυσε το πρώτο του φωτογραφικό ατελιέ στη Μελβούρνη, με σκοπό να εργαστεί στον χώρο της μόδας και τής στουντιακής φωτογραφίας.
- Το 1948 παντρεύεται την Αυστραλή ηθοποιό και μοντέλο June Browne, γνωστή με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο June Brunell, στο πλάι της οποίας θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Αξιόλογη φωτογράφος και η ίδια, θα γινόταν γνωστή ως Alice Springs και το φωτογραφικό αντρόγυνο θα έκανε πολλές δουλειές παρέα, επηρεάζοντας ο ένας τη δουλειά του άλλου.
- Το 1953 θα ξεκινήσει τη μακρά συνεργασία και φιλία, με τον επίσης εβραιογερμανό εμιγκρέ Henry Talbot, μετονομάζοντας το ατελιέ του σε «Helmut Newton - Henry Talbot». Το καλό όνομα που απέκτησε αυτή την περίοδο θα εξαργυρωθεί το 1956, όταν οι πρώτες του φωτογραφίες μόδας θα φιλοξενηθούν στο αυστραλιανό ένθετο της Βρετανικής Vogue. Η καινοτόμα ματιά του θα τον φέρει αμέσως στο Λονδίνο, με αποκλειστικό ετήσιο συμβόλαιο με τη Vogue Βρετανίας!
- Ο ίδιος, πάντοτε τελειομανής, διέκοψε τη συνεργασία με το φημισμένο περιοδικό πριν το τέλος του συμβολαίου και μετακόμισε στο Παρίσι, όπου δούλεψε για λογαριασμό γαλλικών και γερμανικών περιοδικών μόδας. Επέστρεψε κάποια στιγμή στη Μελβούρνη, αν και η παγκόσμια φήμη του πια, θα τον έφερνε για άλλη μια φορά στο Παρίσι (1961), παρά το συμβόλαιό του με την Αυστραλιανή Vogue. Στο Παρίσι θα δουλέψει για τη Γαλλική Vogue και θα αναπτύξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, με τα προκλητικά γυμνά του, ενδεδυμένα με την αισθητική του.
- Περιζήτητος στα γαλλικά αρχικά, αλλά αργότερα σε όλα τα περιοδικά μόδας του πλανήτη, η πρωτοποριακή ματιά του στη στουντιακή φωτογραφία δεν έγινε δεκτή χωρίς σφοδρές αντιδράσεις και βιτριολικές επικρίσεις. Κάποιοι θεωρούσαν τη δουλειά του πορνογραφία και μάλιστα σαδομαζοχιστική, με τα προχωρημένα εικαστικά κάδρα του να πυροδοτούν συχνά θύελλα αντιδράσεων.
- Η εκκεντρικότητα των παραστάσεών του βρήκε όμως μια μεγάλη αγκαλιά στις διάφορες εκδόσεις της Vogue αλλά και σε πολλά ακόμα περιοδικά, από τα οποία ξεχωρίζουν τα Vanity Fair, Nova, Queen, Marie-Claire, Elle, ακόμα και το Playboy.
- «Λατρεύω τη χυδαιότητα», έλεγε, «με έλκει αφάνταστα η κακογουστιά, που τη θεωρώ πιο διεγερτική από το καλό γούστο, το οποίο στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά τυποποίηση του βλέμματος».
- Τελικά ο Νιούτον κατέρριψε όλους τους περιορισμούς της φωτογραφίας διατρέχοντας με αξιοσημείωτη άνεση τα είδη της, καθώς γι' αυτόν σύνορα η τέχνη δεν είχε: «Στο λεξιλόγιό μου η λέξη τέχνη είναι μια πρόστυχη, βρόμικη λέξη», δήλωνε ο πάντα προκλητικός Νιούτον, οι ριζοσπαστικοί πειραματισμοί του οποίου με το μέσο έφτασαν να διευρύνουν τη γραμματική και το συντακτικό της φωτογραφίας.
- Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιορίζει τις μετακινήσεις του ανάμεσα στο Μόντε Κάρλο και το Λος Άντζελες. Στις 23 Ιανουαρίου 2004, καθώς οδηγούσε πιθανολογείται ότι υπέστη καρδιακή προσβολή, με αποτέλεσμα η Κάντιλακ που οδηγούσε να πέσει πάνω στον τοίχο του διάσημου «Chateau Marmont», το ξενοδοχείο στη οδό Σάνσετ Μπούλεβαρντ (Sunset Boulevard) του Λος Άντζελες, όπου κατοικούσε για πολλά χρόνια. Η τέφρα του τοποθετήθηκε δίπλα σε αυτήν της Μαρλέν Ντίτριχ στο Βερολίνο.
Η αισθητική της φωτογραφίας του Νιούτον.
Οι φωτογραφίες του Νιούτον έχουν τόσες ερωτικές αναφορές, που μάλλον ξεπερνούν τα δεδηλωμένα όρια της μόδας και των φανταχτερών περιοδικών ακόμη και σήμερα. Ο Γερμανοαυστραλός φωτογράφος, ήταν εραστής των εικόνων, του γυναικείου σώματος, της θεατροποίησης και αποθέωσης τού κάλλους που μερικές φορές αγγίζει τα όρια του εξπρεσιονισμού εις βάρος του αισθησιασμού.
Τα στοιχεία της τέχνης του: γυναίκες που με ψηλοτάκουνες γόβες, υποβλητικές, κυριαρχικές, αυτεξούσιες, κρατώντας ένα τσιγάρο σαν να είναι το πλέον φονικό όπλο του κόσμου, ή στα γυμνά του σοβαρές, στραμμένες στα μέσα τους, όμορφες με μια σκληρότητα θωπευτική. Για το χώρο της μόδας, ο Νιούτον, ήταν ο κυρίαρχος της μινιμαλιστικής γραμμής στο ντύσιμο και το βάψιμο των μοντέλων. Τι πολλά ιδιαίτερα στολίδια δεν τον αφορούν. Ο Νιούτον «παίζει» με τα φύλα πλάθοντας τον ενδιάμεσο χώρο στον οποίο μπορεί να κινηθεί η γυναίκα της νέας εποχής: ντυμένη με ανδρικά ρούχα, μετατρέπεται σε μια επαμφοτερίζουσα μορφή, κάτι ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα, δίχως να χάνει την υπόστασή της, δίχως να γίνεται καρικατούρα. Ο Νιούτον στέκει ακριβώς στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσης της γυναίκας σε κάτι άλλο από αυτό που παραδοσιακά της είχε δοθεί ως ρόλος. Και η οπτική του είναι επαναστατική και προκαλεί αντιδράσεις και εξεγείρει τον συντηρητισμό. «Ορισμένοι φωτογράφοι κάνουν τέχνη. Εγώ δεν ανήκω σε αυτούς. Εγώ είμαι απλώς ένας μισθωμένος εκτελεστής», συνήθιζε να λέει περιπαικτικά ο Χέλμουτ Νιούτον απαντώντας στους επικριτές του, καθώς το χιούμορ, ήταν ένα από τα βασικά συστατικά της δουλειάς του. Ο άνθρωπος που μπόλιασε ιδανικά το σεξ, το χιούμορ και τη βία στη φωτογραφία αναγνώρισε κοινές θεματικές στην επικράτεια της μόδας, του χρήματος και της εξουσίας και κριτίκαρε χωρίς έλεος τη διαφήμιση και τους εμπορευματοποιημένους καιρούς μας, μιλώντας ανοιχτά (φωτογραφικά δηλαδή) για την εκμετάλλευση του γυναικείου γυμνού, θυσία στον βωμό του άκρατου καταναλωτισμού. «Δεν έχω οργιώδη φαντασία, τα πάντα που φωτογραφίζω είναι αληθινά. Κάθε σκηνή που στήνω ανήκει στη σκληρή πραγματικότητα των πλουσίων», τόνιζε ο δαιμόνιος φωτογράφος που λάτρεψε όσο κανείς τις γυναίκες, κάνοντας πολλούς κριτικούς τέχνης να μιλούν για πραγματική εμμονή του καλλιτέχνη με το γυμνό γυναικείο σώμα. Ο ίδιος ποτέ δεν το αρνήθηκε αυτό και απεναντίας το προσυπέγραφε: «Πάντα μου άρεσαν οι δυνατές γυναίκες, σωματικά και πνευματικά, γιατί νιώθω ασφαλής. Οι ντροπαλές γυναίκες με ανατριχιάζουν. Η μητέρα μου ήταν πολύ δυνατή όταν έπρεπε να σώσει την οικογένειά της από τους Ναζί». Κι έτσι η αποθέωση της γυναικείας γυμνότητας ποτέ δεν βρήκε καλύτερη αποτύπωση από τις εικαστικές παραστάσεις του Νιούτον, εκεί δηλαδή που το σώμα μετατρέπεται σε γλυπτό και γίνεται αιχμή του δόρατος μιας ακούραστης κριτικής στη μοντέρνα καταναλωτική εποχή μας... Ταυτοχρόνως, εκδίδει σε τακτά διαστήματα λευκώματα με τα δίμετρα γυμνά του («White Women», «Sleepless Nights» και «Big Nudes») και κάνει προσωπικές εκθέσεις φωτογραφίας. Είναι πλέον το βαρύ πυροβολικό στην επικράτεια της φωτογραφίας μόδας, ο άνθρωπος που απέδειξε περίτρανα ότι μπορείς να κάνεις τέχνη ακόμα και μέσα στην εμπορευματοποιημένη εφαρμοσμένη φωτογραφία... Ήταν το 1976 όταν κυκλοφόρησε το λεύκωμά του «White Women» με τα γυμνά μοντέλα σε περίεργες - αν και αισθητικά άψογες - πόζες, το έργο που θα άλλαζε μια για πάντα δηλαδή το πώς απεικονίζονταν οι γυναίκες στις σελίδες των περιοδικών μόδας. Η σειρά των φωτογραφιών έθεσε νέα πρότυπα στον χώρο και υιοθετήθηκε από όλους, σηματοδοτώντας ταυτοχρόνως την αλλαγή του ρόλου της γυναίκας στη δυτική κοινωνία. Σειρά είχε το 1981 το λεύκωμα που θα τον έστελνε στην κορυφή, ένα ορόσημο στον κόσμο της φωτογραφίας που μας χάρισε τις γνωστότερες φωτογραφίες του μέσα από τις οποίες τον ξέρουμε πια όλοι: το «Big Nudes» παρουσίαζε μοντέλα σε αισθησιακές πόζες εκτός στούντιο, συχνά έξω στον δρόμο, κάτι το πρωτάκουστο τότε! Η αντισυμβατική ματιά του έμελλε να γίνει και πάλι σταθμός στον χώρο της φωτογραφίας μόδας, κάτι που έβγαλε τελικά μοντέλα και φωτογράφους του κόσμου εκτός στούντιο. Αυτό το λεύκωμα εγκαθίδρυσε τον Νιούτον στον θρόνο του, ως ο σπουδαιότερος φωτογράφος μόδας που πέρασε ποτέ από τον λαμπερό κόσμο του modeling. Αυτός βέβαια ήξερε πάντα ότι ήταν πολλά περισσότερα από φωτογράφος μόδας... Ο σπουδαίος φωτογράφος τιμήθηκε εκτεταμένα στην καριέρα του για τη ρηξικέλευθη ματιά του και το επαναστατικό του έργο. |