Σ᾿ αυτό το βάρβαρο κόσμο ούτε η ζωή σας ούτε η ομορφιά σας ούτε η αγαθότητα σας μετράει.
Γέμισαν έρωτες οι μεγάλες γούρνες
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγγελάδες
σα να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμα τα μαχαίρια.
Άξιον Εστί Οδυσσέας Ελύτης
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγγελάδες
σα να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμα τα μαχαίρια.
Άξιον Εστί Οδυσσέας Ελύτης
Πάσχα στο φούρνο
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα σε ακούνε οι καλεσμένοι. Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας. Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι. Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα η σφαγή. Κικής Δημουλά, από τη συλλογή "Ενός λεπτού μαζί" |
Απολογία στα ζώα Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Σαν αλαργεύουν από με γεμάτοι τρόμο οι γάτοι
θαρρώντας που απαντήθηκαν με φοβερό διαβάτη ας ήταν, Θε μου, δυνατό να βγούνε απ᾿ την απάτη. Ο ίσκιος που τρέχει να χαθεί παράμερα του δρόμου μεσ᾿ στα βαθειά μεσάνυχτα που πάω στο φτωχικό μου να τόξερε τι ανάξιος οπούμαι τέτοιου τρόμου! Με των προγόνων τους θα ζουν τα θολωμένα φρένα και τρέμουνε τον άνθρωπο τα ζώα τ᾿ αγαπημένα ίσως κι εγώ, σκληρό παιδί, να τάχα αδικημένα. Μα τώρα πούχω μέσα μου ελέους κι αγάπης βρύση πολλών ψυχών τα κρίματα μπορούσε να τα σβήσει στης γάτας το γουναρικό το χάδι μου αν γλυστρήσει. Στη μοναξιά μας την ιερή και τη βαθειά ησυχία όταν εκείνη αργοπατεί στα μάταια τα βιβλία δεν είναι η σιωπή μας νους, ο λόγος ανοησία; Βουβή η αφή, μα νόημα κι υπομονή γεμάτη χαϊδεύοντας τη ράχη του γυρτή, απαλή, χνουδάτη, μιλεί του ζώου για τη φριχτήν ανθρώπινην απάτη. Ας ήταν η ασημότερη κι η πιο κυνηγημένη στο κρύο! τη νύχτα! από στενό σοκάκι μαζεμένη από τις δούλες και τις γριές αναθεματισμένη από το πετροβόλημα παιδιών φοβερισμένη για ζεστασιά! για μίλημα! για χάδι πεινασμένη αυτή που θάτανε γραφτό να κάμω ευτυχισμένη! |
Ιωάννης Πολέμης "Τα ζώα"
Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα, μην τάχα σαν εμένα κι εκείνα δεν πονούν; Θα τα χαϊδεύω πάντα, προστάτης τους θα γίνω. Ποτέ δε θα τ᾿ αφήνω στους δρόμους να πεινούν. Ακόμα κι όταν βλέπω πως τα παιδεύουν άλλοι, εγώ θα τρέχω πάλι με θάρρος σταθερό, θα προσπαθώ με χάδια τον πόνο τους να γιάνω κι ό,τι μπορώ θα κάνω να τα παρηγορώ. |
Άγγελος Σικελιανός "Ιερά οδός"
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα σε καράβι π’ ολοένα βουλιάζει... Γιατί εκείνο πια το δείλι, σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον, ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει σημάδι του ιερό την Ελευσίνα. Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα σα δρόμος της Ψυχής... Φανερωμένος μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια, γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν, με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους... Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα μιαν ησυχία βασίλεψε... Κι η πέτρα, π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη, θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια, σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο... Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι. Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν, και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες. Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο το ντέφι και, χτυπώντας το με το ᾿να χέρι, με τ᾿ άλλον έσυρε με βία τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία, (ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη, με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ᾿ταν ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας, αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη, με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη, για τον καημό της κόρης της λεγόνταν Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία. Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι, σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα του πόνου του το μάκρος και την πίκρα της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια! |
Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο, να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται ζωηρά... Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο, ελεύτερος από μορφές κλεισμένες στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες· ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο... Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία του χαλκά και της άμοιρης στοργής της, δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι, μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου του κόσμου, τωρινού και περασμένου, μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα ήταν κι είναι στον Άδη... Και σκυμμένο το κεφάλι μου κράτησα ολοένα, καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή... Μα ως, τέλος, ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες, και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι το δρόμον οπού τέλειωνε στα ᾿ρείπια του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα. Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε: «Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω, θα γιορτάσουν μαζί;» Κι ως προχωρούσα, κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου, καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα σε καράβι που ολοένα βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια, σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια, ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου, ένα μούρμουρο, κι έμοιαζ’ έλεε: «Θά ‘ρτει...» |
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
«Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας»
Γράφω εγώ: «Θρήνος για όλους του ταύρους ........
Τι να πεις για ένα Ευρωπαϊκό κράτος, που αποδέχεται τη βαρβαρότητα για τα ματωμένα αργύρια τών βάρβαρων τουριστών και Ισπανών θεατών. Τη λέξη πολιτισμός πρέπει να την ξαναανακαλύψουμε και να την οριοθετήσουμε. Σήμερα ο πολιτισμός είναι ένα φάντασμα. Μέχρι να υπάρχουν σφαγές ζώων και βασανισμός δεν υπάρχει πολιτισμός. Πολιτισμός και σφαγές είναι ασύμβατα.
|
Το 1971 ο Σταύρος Ξαρχάκος μελοποιεί το ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», (μετάφραση Νίκου Γκάτσου), που ο Λόρκα το έγραψε, θρηνώντας το θάνατο του φίλου του, ταυρομάχου από την Ανδαλουσία το 1934.
Από παλιά σκέφτομαι: Το θάνατο των χιλιάδων ταύρων που βασανίζονται βάναυσα από τους ταυρομάχους, προς τέρψη των αιμοδιψών θεατών, ποιος θα τον τραγουδήσει. Αυτοί δεν χρειάζονται ωδές. Μόνο μια ζωή θέλουν. Κάποια φορά υπάρχει δικαιοσύνη.... Λόρκα, Γκάτσος, Ξαρχάκος, Κατράκης, θρηνολογούν για ένα βάρβαρο. Η τέχνη έχει αυτάρκεια, σαν ποίηση σαν μουσική, κι ας στερείται ηθικές αξίες; Στο σημείωμα του διαχειριστή του βίντεο διαβάζω: «Στο Πίνο Μοντάνο, το απέραντο κτήμα του ταυρομάχου στα περίχωρα της Σεβίλλης, συγκέντρωνε τους σπουδαιότερους Ισπανούς ποιητές του καιρού του, μαζί και τον Λόρκα, με τον οποίο συνδέθηκε με δυνατή, αληθινή κι αδιατάρακτη φιλία. Όλοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν σαν ένα φιλόξενο, ευαίσθητο, ιπποτικό κι ανοιχτόκαρδο προστάτη της νεότερης γενιάς των ποιητών» Σκέφτομαι: Διαφορετικού είδους η ευαισθησία στην Ισπανία, όσο και αν οι ταυρομαχίες ανήκουν στις παραδόσεις της; Από πότε η ποίηση συγχρωτίζεται με τη βαρβαρότητα, με το αίμα ενός άκακου ζώου που το βασανίζουν μέχρι θανάτου. Έχει αλλάξει από τότε η πρόσληψη από την ευαισθησία μας ή έστω πολλών, του ακραίου βασανισμού ενός ζώου. Αποσπάσματα από το ποίημα: «Θέλω έναν θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι Με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες Μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο, ώσπου να σβήσει Χωρίς ν' ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου.» «Τι ταυρομάχος στην αρένα! Τι βράχος πάνω στα βουνά! Τι απαλός με τ' άγρια στάχυα» (Σχόλιο δικό μου: απαλός με τα στάχυα, μακελάρης με τον ταύρο). «Αίμα του Ιγνάθιο παγωμένο! Αηδόνι στην καρδιά του μέσα. Όχι! Δε θέλω να το βλέπω! Δεν είναι ανθός να το χωρέσει Και χελιδόνια να το πιούνε Πάχνη αστεριών να το κρυώσει Τραγούδι και κρινοπλημμύρα Και κρύσταλλο να το ασημώσει. Όχι! Δε θέλω να το βλέπω!» «Πέντε η ώρα που βραδιάζει πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει φέρνει έν' αγόρι το νεκροσέντονο πέντε η ώρα που βραδιάζει.» Αγιογραφία χωρίς να υπάρχει άγιος! Γράφω εγώ. Πέντε η ώρα που βραδιάζει πέντε ακριβώς για όλους τους ταύρους.......... |