Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ (1939-2020)
Ανθολόγηση ποιημάτων από την συγκεντρωτική συλλογή
Ποίηση 1963-2011 εκδόσεις Καστανιώτη.
Έρωτας, φθορά, θάνατος, φόβος τού φόβου, μοναξιά, αναπόληση τής νιότης, εγκαρτέρηση, δύναμη για ζωή, ποίηση, είναι τα ὑλικά τής ποίησης τής Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ. Έχει πει:
"Συχνά λέω, ότι πλήρωσα λίγο ακριβά το εισιτήριο στη ζωή με την αναπηρία που είχα. Από εκεί και πέρα όμως, πήγαν όλα πολύ καλά στη ζωή μου".
Και από συνέντευξη της στο "Provocateur":
«Δεν θυμάμαι να έχω γράψει ποτέ για έναν φανταστικό έρωτα, μιας και ήμουν πολύ ενεργή βιωματικά. Κάθε φορά στόλιζα τον υπάρχοντα προσωρινό, με αυτόν που με ενέπνεε. Δεν ήταν λοιπόν, όλοι οι έρωτες των ποιημάτων μου για τον σύζυγό μου. Έρωτες στη ζωή μου είχα αρκετούς. Ακόμη και όταν ήμουν παντρεμένη με τον Ρουκ. Εκείνος το ήξερε, καταλάβαινε τα πάντα δεν είχε όμως, πρόβλημα. Θυμάμαι κατά τη διάρκεια του γάμου μας είχα έναν πιο σοβαρό έρωτα. Εγγλέζος και αυτός. Μια μέρα μου λέει: "Χώρισε με τον Ρουκ και έλα να ζήσουμε μαζί την ιστορία μας". "Εγώ να αφήσω τον Ρουκ; Δεν είσαι καλά!", τού απάντησα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να διανοηθώ ότι θα εγκατέλειπα τον άνδρα μου. Είχαμε κάτι βαθύ μεταξύ μας. Και δεν είναι ότι είχα την ανάγκη ενός παράλληλου έρωτα. Απλά ήθελα να ζήσω έντονα».
Δυο αποσπάσματα από λόγια της ποιήτριας , καθοριστικά τής ποιητικής της.
"Συχνά λέω, ότι πλήρωσα λίγο ακριβά το εισιτήριο στη ζωή με την αναπηρία που είχα. Από εκεί και πέρα όμως, πήγαν όλα πολύ καλά στη ζωή μου".
Και από συνέντευξη της στο "Provocateur":
«Δεν θυμάμαι να έχω γράψει ποτέ για έναν φανταστικό έρωτα, μιας και ήμουν πολύ ενεργή βιωματικά. Κάθε φορά στόλιζα τον υπάρχοντα προσωρινό, με αυτόν που με ενέπνεε. Δεν ήταν λοιπόν, όλοι οι έρωτες των ποιημάτων μου για τον σύζυγό μου. Έρωτες στη ζωή μου είχα αρκετούς. Ακόμη και όταν ήμουν παντρεμένη με τον Ρουκ. Εκείνος το ήξερε, καταλάβαινε τα πάντα δεν είχε όμως, πρόβλημα. Θυμάμαι κατά τη διάρκεια του γάμου μας είχα έναν πιο σοβαρό έρωτα. Εγγλέζος και αυτός. Μια μέρα μου λέει: "Χώρισε με τον Ρουκ και έλα να ζήσουμε μαζί την ιστορία μας". "Εγώ να αφήσω τον Ρουκ; Δεν είσαι καλά!", τού απάντησα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να διανοηθώ ότι θα εγκατέλειπα τον άνδρα μου. Είχαμε κάτι βαθύ μεταξύ μας. Και δεν είναι ότι είχα την ανάγκη ενός παράλληλου έρωτα. Απλά ήθελα να ζήσω έντονα».
Δυο αποσπάσματα από λόγια της ποιήτριας , καθοριστικά τής ποιητικής της.
Αντί προλόγου, όπως γράφει η ίδια η ποιήτρια στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της "ΠΟΊΗΣΗ 1963-2011 |
Από τη συλλογή |
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου. Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες τού δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά, θα βρεις τη μοναξιά σου. Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ᾿ναι γραμμένη απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου. Κι αν πάλι τούς δείξεις το δρόμο τής δύναμης και τούς ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους, θα τούς δώσεις μια πίκρα παραπάνω γιατί δε θα το μπορούν, θα ᾿ναι βαρύ γι᾿ αυτούς και θα ᾿ναι πάλι η μοναξιά σου. Αν φωνάξεις την αγάπη σου θα ᾿ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή, γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα, όλους τούς λασπωμένους δρόμους. Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ, τα λόγια τής μοναξιάς σου. Θεέ μου, τι θα γίνουμε; Πώς θα πορευτούμε; Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε; Μ᾿ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων των ψυχών από δίπλα μας; Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος. Μια θα ᾿ναι η Νίκη: αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε, Μόνοι μας. *Το ποίημα «Μοναξιά» πρωτοδημοσιεύτηκε, (και δεν αναδημοσιεύτηκε σε καμία συλλογή ποιημάτων τής Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ) στο τεύχος ΦΘΙΝΌΠΩΡΟ 1956 τού περιοδικού Καινούρια Εποχή (Εκδόσεις Δίφρος), μαζί με γράμμα τού Νίκου Καζαντζάκη που συστήνει το ποίημα. |
Κάθε σταγόνα από σένα
το τέλος τού έρωτα· ό,τι έχασα στη ζωή το ξαναχάνω στα μάτια σου. Το φως έγινε τρυπάνι μες το παράλογο σχήμα μιας άπιαστης επαφής, όταν στα πόδια χύνεται το κύμα, το αιώνιο πέλαγος τού ζώου – θανάτου. Δεν υπάρχει λόγος να ζούμε. Τα κόκαλα θα σπάσουν σαν καλοκαιρινά καλάμια κι ο μαγνήτης θα γίνει πίσσα, στα λαμπερά να ρίχνει μαύρο. Το σώμα σου – η Πύλη έκλεισε, έφραξε απ᾿ τον πολύ πόνο κι εγώ καμένος ερημότοπος τσουρουφλισμένη επιφάνεια δεν υπάρχω, ενώ διπλασιάζονται οι μέρες τού φορτίου. Η άμμος ξύνει όλο ξύνει την πληγή. Η καταστροφή είναι π᾿ αρνιέμαι, να καταστραφώ να σπάσει το πιθάρι, να χυθούν τα μέσα έξω εκεί όπου συναντιέται ολόστητος ο βράχος. Μες το δωμάτιο φάνηκαν ξαφνικά τα όριά μου τα νύχια μου σπασμένα, η σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη κι ο ποταμός που λάτρεψα σ᾿ άλλη κοίτη κυλάει. Όλο κι αλλού σκάει το ρόδι, οι χυμοί που προχωρούσαν τη ζωή αλλού λιμνάζουν. Απ᾿ την αφθονία στη στέρηση πετάω· τρομαγμένη νυχτερίδα η νεότητα, σκοτάδι τα φτερά της. |
ΤΑ ΣΚΌΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΆ ΤΉΣ ΠΗΝΕΛΌΠΗΣ |
Ο ΘΡΊΑΜΒΟς ΤΉΣ ΣΤΑΘΕΡΉΣ ΑΠΏΛΕΙΑΣ |
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΦΩΣ
|
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΉΣ ΣΤΑΘΕΡΉΣ ΑΠΏΛΕΙΑΣ
|
Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
έχει χαθεί πια το ον κι άλαλος ο προφήτης τής καρδιάς μου. Είσαι σε μια μορφή απόλυτη απρόσιτη και στη ζωή την ίδια, μια άσπρη κηλίδα είσαι λίγο θολό νερό. Θέλω να φθείρω το τελευταίο μου φως εκεί που τίποτα δε σταματάει το μάτι· ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα καμιά αυταπάτη. Θα ᾿χει πεθάνει η καρδιά μου κι ακόμα θα ζω θα προσβλέπω στη φύση και θα σε λέω καλοκαίρι, χωρίς μνήμη πια, θα σε λέω ανθό, ώσπου ο μύθος να τραβήξει πίσω μου την κουρτίνα: απέναντι ο άσπρος τοίχος όλα τεντωμένα και λευκά κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα. |
Στον Αντώνη Φωστιέρη
Δε θα μαστέ ποτέ αυτό που είμαστε στιγμιαία· αλλ᾿ είναι θρίαμβος αυτή η σταθερή απώλεια. Σώζεται μόνο η σιωπή τού φύλλου σκουραίνει το σώμα μαζί με τη μέρα, ως τής νύχτας την απρόσμενη λάμψη του μαύρου. Θραύσματα ζωής αντικαθιστούν τα χρώματα στις μικρές απεικονίσεις τού ονείρου· αμυχές, τις σκιές φωτός στο προσωρινό δέρμα. Τυφλή στο τόσο μαύρο ζήταγα θεό και μού ᾿διναν ένα μονάχα δάχτυλο για να τριφτώ· θριαμβεύω τώρα στα πιο κρυφά μέρη όπου συλλαμβάνεται η ιδέα: εδώ μαθαίνω επιτέλους πως θα φύγω πρώτη. |
ΕΝΆΝΤΙΟΣ ΈΡΩΤΑΣ
[1982]
«But is there any comfort to be found?
Man is in love and loves what vanishes.
What more is there to say?»
W. B. YEATS
[1982]
«But is there any comfort to be found?
Man is in love and loves what vanishes.
What more is there to say?»
W. B. YEATS
Ο ΤΖΊΤΖΙΚΑΣ
Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τούς βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ᾿ άλλα άφωνα ηχεία τής φύσης. Η απέριττη περιβολή μου —γκρίζα κι ασβεστένια— μού αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ᾿ τα φανταχτερά πανηγύρια τού χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δε γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα τής ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω—ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος— γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ᾿ όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.
ΠΑΡΑΒΊΑΣΗ
|
ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΊΟ
|
Παραβίαση-Διαβάζει η ποιήτρια
Αρσενικός είσαι
και δεν εισχωρείσαι· όμως εγώ όλες σου τις θηλυκές τρύπες βιάζω, σε σπρώχνω προς τα μέσα τοὐ εαυτού σου με το δάχτυλο, τη γλώσσα, απλά εξαρτήματα τής ανημποριάς μου. Ανταλλάσσουμε υποδοχές κι ό,τι χάθηκε ξαναβρίσκεται γάργαρο στα βάθη· μες στην καρύδα τού κορμιού ανατρέπονται οι ρόλοι πλέουμε ανάσκελα στο πηχτό της γάλα... Ω. εσύ, που ᾿σαι μακρύς σαν τη φλογέρα που ξέχασε ο Θεός κάτω απ᾿ τη λεύκα στη φούρια τής καταστροφής, θέλω να σε κατακτήσω από τα μέσα εκεί που ξεκινάνε οι στοχασμοί σου οι χυμοί σου όλοι... Ασεβής προς το άνθος, λέω και μέσα τεχνητά θα χρησιμοποιήσω για να βρεθώ κάτω απ᾿ το θόλο του σώματός σου, να δροσιστώ στη σκιά τοὐ εσωτερικού ναού σου, ως το μέρος το μυστικό απ᾿ όπου αναβλύζουν φρέσκες κάθε πρωί, οι δικαιολογίες τοὐ τέλειου σαρκίου σου, πριν ξεσπάσουν σε ομορφιά. |
Το κεφάλι σου σαν θείο δισκοπότηρο
σε βρώμικο βελούδο· σεντόνι γκρίζο φορμάικα φτηνή έξω ο θόρυβος τής πιο αρχαίας πανούκλας: η ζωή - το χάζι περνάει ίδια οσμή κάποιου που έφαγε πολύ κι ακόμη να χωνέψει. Όλα τριμμένα σαν ξεχασμένα γιασεμιά σε κάποια τσέπη, μόνο εσύ λες μόλις και κατέβηκες απ᾿ απαλές νεφέλες ανάβεις τις λάμπες των ματιών το σώμα σου φωτίζεις. Είν᾿ ένα κέντημα θαυματουργό που ᾿γινε σε μια νύχτα· έβαλε ο άγνωστος θεός σου τη θωριά κι η ανθρώπινη μητέρα βελονιά τη βελονιά σοὐ ᾿σφιξε τη σάρκα. Ο ουρανός με τ᾿ άστρα· αγγίζω κι ονειρεύομαι το παρελθόν τού κόσμου όταν ανοίγαν τα κορμιά βεντάλιες τού απείρου... Αγγίζω και σε γεύομαι και μόλις πριν με πάρεις μπαίνω σε διαμαντένια σιωπή· εκεί όλο παίζεται η σκηνή τής ομορφιάς π᾿ αντιμιλά στον πείσμονα ερημίτη. |
Η ΣΚΑΛΊΤΣΑ
Το σώμα μου είναι μια σκαλίτσα που ακουμπώ στον τοίχο τού κόσμου. Την ανεβαίνω, τεντώνομαι να δω πίσω απ᾿ τον τοίχο, πίσω απ᾿ τα ντουβάρια τού αισθήματος. Όλο και πιο πολύ ταλαντεύεται η σκαλίτσα, όλο και πιο πολύ την περιφρονώ και θέλω ν᾿ αφεθώ ανερμάτιστη στη θέα των κήπων. Μέρες σκέφτομαι το βαθύ χώμα τής συνουσίας που υποβαστάζει τις πόες κι όλες τις ρίζες τής ασύστολης αυτής βλάστησης. Κοιτώ μα κουράζομαι. Η σκαλίτσα ταρακουνιέται συνέχεια και τα φώτα που φωτίζουν το πάρκο γίνονται γαλακτερά και μετά νύχτα. Στο τέλος συγκεκριμένου, μα άγνωστου αριθμού χρόνων θα ᾿χω λησμονήσει όλα τούτα μου τα γυμνάσματα στο χάος. Θα ᾿μαι η σαθρή σκαλίτσα που κάποιος ξέχασε ακουμπισμένη στον τοίχο τού κήπου.
ΕΡΗΜΙΚΌ
|
Η ΖΩΉ ΜΟΥ ΣΑΝ ΈΝΑ ΠΛΟΊΟ
|
Κατάξερη και ξέπνοη
ξαπλώθηκ᾿ η καρδιά μου στην άμμο την κρουστή· μόνη σκιά, η μνήμη-κάκτος, ενώ εντείνεται οδυνηρά ως το τέλος τής ζωτικής ίνας η δίψα τού πάθους. Ω, εσύ, π᾿ αντικατοπτρίζεις τ᾿ ανεξήγητα θαύματα, σχήμα ανδρικό κι ανύπαρχτο που πλάθεται στον ήλιο, έλα στα άνυδρα όνειρά μου με τις οάσεις μάτια σου επάνω μου στραμμένα! Κι όπως θα σκάει ανοιχτό τ᾿ απότιστό μου δέρμα ζαρκάδια θα πετάγονται τα χέρια σου, ζαρκάδια κρυμμένα τα τροπικά σου χάδια κάτω απ᾿ τα ελαιώδη φύλλα τής γοητείας σου. Α, ναι, η μοίρα μου καθόλου δε θ᾿ αλλάξει με την υγρή σου παρουσία· προσωρινά μόνο θα λευτερωθούν οι πόροι απ᾿ τον κουρνιαχτό, προσωρινά μόνο θ᾿ ανοίξουν τα φράγματα των ποταμών κι όπως προκατακλυσμιαία θα σε θέλω πάλι, θ᾿ αρδεύομαι ως να πνιγώ στη βρύση σου από κάτω. Η σατανική σου ευλογία θ᾿ αλλοιώσει ολόκληρο το ερημικό μου πρόσωπο κι εγώ καταχθόνια θα θυσιάζω στα κριάρια για τα χείλια σου, τα δόντια σου, τη γλώσσα που κομμένη θα την κρατώ σφιχτά, ως θα βουλιάξω αργά αργά μες στη ρουφήχτρα σου που ᾿ναι στρωμένη βάγια. |
Η ζωή μου σαν ένα πλοίο·
ο έρωτας η θάλασσα τριγύρω. Εσύ, ακουμπισμένος στην κουπαστή γέρνεις το βλέμμα, ως ο βυθός να μοιάζει πως πηδά για να σε συναντήσει μες στα μάτια... Χάνονται στ᾿ αμπάρι οι παλιές φωνές, όπως το δελφίνι σου απαλό, ολόδροσο στου λόγου τα παιχνίδια, βοηθάει με θείες ψευτιές τα ιστία που μάς πάνε. Αρμενίζοντας δεν έχω τίποτα να χάσω ή να κερδίσω· γλιστράω με τον ελάχιστο χρόνο μου πάνω απ᾿ τούς δαιδάλους με τα φύκια, όπου οι πνιγμένοι σέρνονται σε μεταθανάτιους περιπάτους. Η ζωή μου σαν ένα πλοίο· στην κρύα κουβέρτα ώρες κατάμονη μες στο μυαλό μου γλείφω τα μέλη σου ως το πρωί που ξημερώνομαι σε γνωστά λιμάνια: «Το πρώτο φιλί» «Η άπληστη αγάπη» «Η ανία» «0 χωρισμός» τοπωνύμια με τη λίγη πειστικότητα που έχει η πείρα όλη. Ω, μπες μέσα μου και τράβα με σ᾿ όσα ναυάγια σχεδίαζες εψές, γλυκά χαμογελώντας μες στον ύπνο σου, με το ᾿να χέρι χαμηλά το άλλο στην καρδιά σαν να μιλούσες τρυφερά προς τα τελώνια. Κι όπως φωτισμένα τα βραδινά νησιά καρφώνουν τις πόρπες τους στη νύχτα, θε να με σχίζεις με τα δικά σου τα κουπιά. θε να με πλέεις για τελευταία φορά πριν πέσει το σκοτάδι μου και τα κατράμια δάκρυά μου χυθούν στο φως σου όλο επάνω. |
ΟΙ ΑΚΡΌΤΗΤΕΣ ΤΟΎ ΜΈΛΛΟΝΤΟΣ
Εκείνο το καλοκαίρι δεν έλεγε να ᾿ρθεί· κάτι σαν οργασμός που όλο αναβάλλεται μες στη νύχτα. Η γάτα γέννησε δίπλα στ᾿ αυτί μου έτσι όπως ξαπλωμένη ατένιζα το μέλλον στο ταβάνι. Τα μωρά της και οι φαντασιώσεις μου έσταζαν αίμα. Έβλεπα τον έρωτα σαν μεγάλη αγριότητα: ένα γδαρμένο ζώο και κρεμόταν απ᾿ το τσιγκέλι. 0 πόνος κι η ηδονή του, όλα αναίτια. Το μέλλον βαστιέται από άλλα κι όχι από κει που δίνουμε τη ζωή μας όλη. Για τούς Κινέζους το μέλλον βρίσκεται πίσω μας. Όπως όταν ταξιδεύεις και κάθεσαι πλάτη πλάτη με τον οδηγό. Τότε το παρελθόν, ο δρόμος που διάνυσες, είναι το μόνο που έχεις μπροστά σου. Και δε θα δούμε ποτέ τον οδηγό. Ποτέ δε θα ᾿μαστε πλάι στη ζωή ή μαζί της. Η πλάτη της μόνο θα μάς ζεσταίνει την πλάτη για λίγο, όσο να φτάσουμε.
ΣΤΟΝ ΚΟΥΡΈΑ
|
0 ΎΠΝΟΣ
|
Άσπρο τριαντάφυλλο
η πετσέτα τού κουρέα γύρω απ᾿ το πρόσωπό σου, που σαν μαμούνι λαμπερό στα πέταλα καρφώθη. Τούφες τούφες στο πάτωμα οι μέρες μου, που σ᾿ αγαπούσα τόσο, ενώ ψαλίδιζε ο πολύλογος αισθητικός τής κεφαλής, ό,τι περιττό φυτρώνει μες στο χρόνο. Αχ! και σ᾿ έκανε ο ασυνείδητος αυτός ακόμη πιο ωραίο· γράφτηκε καθαρά η κατηφόρα των φρυδιών και κάτω απ᾿ τούς νεφρίτες των ματιών μισάνοιγαν τα άνθη σου, τα χείλια. Το μαγαζί τυπωνόνταν μέσα μου με κάθε λεπτομέρεια· σιγά σιγά το τίποτα που θα ᾿τανε σε λίγο η ζωή μου δίχως εσένα, έμπαινε σουρνάμενο στον παρφουμαρισμένο χώρο. Μες στον καθρέφτη γέλασες, διπλώθηκα στα δύο, που σ᾿ είχα και θα σ᾿ έχανα σαν τη ζωή που σταματάει κλασική μ᾿ ένα ψαλίδι. |
Τα όνειρα απλώνονται
επάνω μας τη νύχτα μ᾿ όλο τον τρόμο της ζωής· με σφίγγεις με φωνάζεις, πνιγμένοι π᾿ αγκαλιάζονται στο τελευταίο κύμα. Φανταχτερή κουρτίνα η ομορφιά που λατρέψαμε τραβιέται μες στη νύχτα· απεικονίζεται στο μαύρο η απειλή γύρω απ᾿ τα σώματα κι όλες οι πράξεις π᾿ αφήσαμε μισές τη μέρα, ξανάρχονται να μάς αποτελειώσουν στο σκοτάδι. Μακαρίζω τούς νευρωτικούς τούς φοβισμένους που μι᾿ αμυχή, μια σκιά, μια υποψία, τούς κυριεύει το μυαλό. Εγώ δεν έχω παρά το θάνατο απλό, καθαρό, στρογγυλό, μια βεβαιότητα που κάθεται στο στήθος. Κοιμάσαι δίπλα μου με το αρυτίδωτό σου πρόσωπο, σαν ανοιξιάτικο πανί που πλέει μες στον ύπνο. Σε αγγίζω κι όπως η ανάσα σου δροσερή χαϊδεύει τη σκέπη τού ονείρου ακόμα, λίγο ήλιο παίρνω, λίγο νερό, πριν μες στο κώμα αρχίσει ατέρμονη η επιστροφή στις ρίζες τοὐ φθαρτού. |
ΟΙ ΜΝΗΣΤΉΡΕΣ |
ΕΠΊΛΟΓΟΣ ΑΈΡΑΣ |
ΈΡΩΤΑΣ Η ΣΚΛΗΡΉ ΑΠΕΛΠΙΣΊΑ
|
ΕΦΗΒΕΊΑ I
|
Το πρωινό ανοίγει πάλι
τούς λάκκους των έργων του. Από πάνω κρέμεται το κάθε τέλος· λουρίδες με κολλημένες τις μύγες τής ευαισθησίας μας, τα λεπτότατα αυτά έντομα τής εσωτερικής φθοράς μας. Αλλά ο έρωτας είναι η πιο σκληρή απελπισία, δεν περιέχει το τέλος του σαν όλα τα παρήγορα πράγματα τής φύσης, διαβιώνει πριν από τη λύτρωση σαν λύτρωση να μην υπήρχε και τέλος να ᾿ταν μόνο τής αρχής η οδύνη ... Α! τίποτα δεν κάνω πια να σηκωθεί ξανά το αεράκι τής ύπαρξής μου· μόνο θαυμάζοντας τη σωστή γεωμετρία τού αόρατου χρόνου που μέσα του σε περιμένει να περάσεις, έρχομαι σε έναν παράφορο θάνατο κοντά σου κι αποκαλώ φως το μαύρο φτερό που με αγγίζει. |
Με την εφηβεία ο εαυτός σου χωρίζεται σε δυο·
ο ένας παιδεύεται κι ο άλλος συμπονάει. 0 ανθοπώλης χρόνος σε τυλίγει μ᾿ αόρατο χαρτί, η περιποίηση αυτή μόνο την άνθησή σου αφορά μα δεν το ξέρεις, το παίρνεις δική σου υπόθεση προσωπική. Χειμωνιάτικη Αθήνα του ᾿53· οι πλάκες στο πεζοδρόμιο κολυμπούν στη λάσπη τα κόκκινα φώτα τού ΟΡΦΈΑ διακωμωδούν το ασχημάτιστο σώμα. Νοσταλγείς το μέλλον σου σα να ᾿ταν παρελθόν· βγαίνοντας απ᾿ τού Κουν ο καστανάς στη γωνιά, η μαμά με το καινούριο της παλτό, όλα μού φέρνουν δάκρυα· απαρηγόρητη η Μπλανς Ντυμπουά μ᾿ ακολουθεί ως τα Εξάρχεια· οι κίτρινες πατημένες γλαδιόλες στη βροχή πικρά με συμβολίζουν. Η ανήλικη λαγνεία μου λατρεύει τον ηθοποιό που εισάγει τα κύρια θέματα τής ζωής μου πόθος – θάνατος. Αποσύρεται μετά εκείνος και συνεχίζω εγώ τις υπόλοιπες πράξεις στη στενόχωρη σκηνή μέσα μου· Ως την πόρτα τού σπιτιού έχω τραγικά ανέβει στα μάτια μου· τι μού λείπει και κλαίω; Βρέχει και θα ᾿μαι πάντα μόνη, ανέραστη νυφίτσα μες στο κρύο. ΕΠΊΛΟΓΟΣ ΑΈΡΑΣ
Ο αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά,
τα στροβιλίζει για λίγο μακριά απ᾿ τις κουτές σκευωρίες μας και τ᾿ αφήνει να πέσουν πάλι στη γη, εκεί ν᾿ ανθίσουν. Νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες να, εκεί έλα, τις ακουμπάει στις κορφές των αισιόδοξων δέντρων και τις καθίζει μετά στο χώμα σαν αναμνηστικά ξεραμένα τίποτα. Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα τής μικρής νουβέλας κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη η σελίδα τής ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία σαν ένα νόημα που μάς δόθηκε ακέραιο. |
ΩΡΑΊΑ ΈΡΗΜΟΣ Η ΣΆΡΚΑ
[1996]
ΑΥΤΌ |
ΤΑ ΓΡΆΜΜΑΤΑ
|
Θυμάμαι είχα αρχίσει ένα μακρύ ποίημα.
Έλεγα θα ᾿ναι ένα μακρύ ποίημα και θα λέει γι᾿ αυτό. Αυτό; Ποιο «αυτό»; Καθόμουνα μπροστά σ᾿ ένα τραπέζι φαγωμένο, ξύλινο, με σκασμένη την πράσινη μπογιά. «Η ζωή μου το μόνο αιώνιο πια» έλεγα, όπως ροζ φύλλα από παλιά τετράδια φύλλα τής καρδιάς ζουμερά χείλια, φωτεινά μαλλιά σ᾿ αστραποβόλους καθρέφτες, φεύγαν σαν σε τραίνα φορτωμένα, τραίνα αστραπή. Η ζωή όμως έμενε κι είχε μια γεύση, μια γεύση… Κάποτε είχα πάρει μέρος σ᾿ ένα γλέντι κάποτε – πού; – κάτι μού είχε προσφερθεί ένας καρπός στρογγυλός, ένα σώμα, άλλο απ᾿ το δικό μου με είχε απορροφήσει. Το μυαλό μου κάνει την κίνηση τού χεριού που ψάχνει κάτι στο βάθος μιας τσάντας. Απορούν τα δάχτυλα τού νου μ᾿ αυτό που συναντούν: μιαν απειλή ασώματη, κάτι σαν κόρα ψωμί που έμεινε στον πάτο. Οι καλοί ζωντανοί μου, σιωπηλοί κάθονται στο μισοσκόταδο, κάτι ακούν… κάτι τούς συγκινεί και κουνούν το κεφάλι – κεφάλι λευκό– Οι πεθαμένοι άρρωστοί μου γλιστρούν τα ταραγμένα ποιήματά τους κάτω απ᾿ την πόρτα μου· ανάμεσα στους στίχους τους διαβάζω: «ο θάνατος αναβάλλεται, ο τρόμος ποτέ». Όμως περ᾿ απ᾿ την υφή τής απειλής ψάχνω μιας αδιόρατης συγκίνησης τη ρίζα. Όταν «συντροφίτσα μου» μ᾿ έλεγε η μάνα μου ή όταν ακούμπαγα σε στήθος με γυμνή καρδιά; «Τι να ᾿ναι αυτά; Τι να ᾿ναι αυτά;» ακούγεται μέσα μου να τσιρίζει ένα πουλί στριγγό. «Δεν είναι αυτό που ψάχνεις, δεν είναι αυτό» |
Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα και πού να τα βρω… Το Άλφα θα το ᾿βρισκα σε άγριο τοπίο φτερό ανάσα άσπρου πουλιού σ᾿ αγκάθι σκαλωμένο. Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο ν᾿ αλαφρώσει το βάρος τού ήλιου που πέφτει, ν᾿ αντέξω την τέφρα τής νύχτας κάθε φορά η τελευταία νύχτα. Το Γάμα στα γλυκά τής μάνας μου. Γιόρταζ᾿ εκείνη τη γέννηση μου πιο πολύ από μένα, σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή, να τής υποσχεθώ πως ζούσα· παρ᾿ όλα αυτά ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ᾿ όλα αυτά. Κι ήταν κι εκείνο το Έψιλον έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα. Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά και μόνο Ενοχή έβρισκα που δεν ήτανε σβησμένη. Θα ᾿γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα. Θα τούς έλεγα πως δεν φταίνε αυτά όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι, όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες τής ημέρας, όταν πέφτω σε παράπτωμα. Λέω παράπτωμα και εννοώ, για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις. Αγαπημένα μου γράμματα —θ᾿ άρχιζα-- χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα, πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη και μπήκατε σε μια σειρά, σ᾿ ένα σκοπό μαυριδερά με κόκκινες βούλες μουσικής; Εσείς ίσως ξέρετε γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα, από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε, τι είναι αυτό που νοσταλγώ σα να το γνώρισα. Ξέχασα, σα να το ᾿χα ζήσει. Το περιμένω σα να μού το υποσχέθηκαν, το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν και μοιάζει με νερό, ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει γιατί μόνο αυτό ξέρει με μια κίνηση να κρύβει και ν᾿ αποκαλύπτει το τίποτα. |
ΦΆΝΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΌ ΆΛΛΑ ΠΟΙΉΜΑΤΑ
|
ΟΙ ΕΡΑΣΤΈΣ ΜΑΣ ΉΤΑΝ ΚΑΚΟΊ ΠΟΙΗΤΈΣ ...
|
Διαβάζει η ποιήτρια
|
Διαβάζει η ποιήτρια
|
Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη
—φάνηκε και από άλλα ποιήματα-- Γι᾿ αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα την ελπίδα, την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο. Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω το ετήσιο θαύμα με την αιώνια σιωπή· την αλήθεια τού ανανεούμενου άνθους με τον ένα και μόνο θάνατο. Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούριο πράσινο και πώς ο παγωμένος αέρας, έκπληκτος μπρος στις διαχύσεις τής φύσης, κάνει ένα βήμα πίσω. Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες κορφές κι εγώ βρέθηκα πάλι εκτός θέματος. Το θέμα είναι ένα: το προσωπικό σώμα κι ο απρόσωπος χαμός του. |
Στη Λιάνα Σακελλίου-Schults
Οι εραστές μας ήταν κακοί ποιητές το ξέραμε και τότε. Όμως σάρωνε ο αέρας τού κάθε σερνικού τοπίου τούς στίχους «εκείνου» και τούς ξανάφερνε αλλαγμένους λες και μια άγια θεά τούς είχε περιχύσει νόημα. Πρόφεραν οι άντρες τις συνηχήσεις τους κι ήταν σαν ένα ζωύφιο γραφικό να πετούσε γύρω απ᾿ το λαιμό μας, ενώ οι περιπτύξεις τού φεγγαριού έκαναν τις επιφανειακές στροφές να μοιάζουν με βαθιά πράξη. Και τα μαλλιά, ο σβέρκος, διόρθωναν δυναμικά την κοινοτοπία των επιθέτων. Η ματιά είχε γιομίσει τόση σημασία, που τι σημασία είχε αν το ποίημα τελείωνε πριν καλά καλά αρχίσει... Α! κι ήταν ωραία η εποχή που μάς σκέπαζαν τα ποιήματα-σεντόνια ενώ οι δί-στιχες καρδιές μας είχαν πάρει για Όμηρο το κορμί και για αναπνοή τού έρωτα το ποίημα. Σεπτέμβριος 1995 |
ΜΕΤΑΦΡΆΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΈΡΩΤΑ ΤΉΣ ΖΩΉΣ ΤΟ ΤΈΛΟΣ
[2003]
Στον άντρα μου για τα σαράντα χρόνια τής ζωής μας
ΜΕΤΑΦΡΆΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΈΡΩΤΑ ΤΉΣ ΖΩΉΣ ΤΟ ΤΈΛΟΣ
|
ΟΙ ΠΈΤΡΕΣ ΦΙΛΕΝΆΔΕΣ
|
Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σε αγγίξω μεταγλωττίζω το πάθος μου. Δεν μπορώ να σε μεταλάβω και σε μετουσιώνω. Δεν μπορώ να σε ξεντύσω και σε ντύνω με αλλόφωνη φαντασία. Στα φτερά σου από κάτω δεν μπορώ να κουρνιάσω, γι᾿ αυτό γύρω σου πετάω, τού λεξικού σου γυρνώντας τις σελίδες. Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω, πώς ξανοίγεσαι. Γι᾿ αυτό μες στις γραμμές σου ψάχνω συνήθειες, τα φρούτα που αγαπάς, μυρουδιές που προτιμάς, κορίτσια που ξεφυλλίζεις. Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά, εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετά σου, για να τ᾿ απαγγείλω σε αλλόθρησκη λαλιά. Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία. Κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο χρυσόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη. Επειδή δεν έπρεπε ποτέ ν᾿ αφεθώ στην ασυδοσία τής νοσταλγίας και να γράψω αυτό το ποίημα, τον γκρίζο ουρανό διαβάζω σε ηλιόλουστη μετάφραση. |
Να ᾿ταν να γίνουν οι πέτρες φιλενάδες
η Αννούλα, η Μαρία, η Χριστίνα εκεί στην πλαγιά, να μοιάζουν τα λιθάρια με τα κεφάλια μας, σαν σκύβαμε πάνω στα βιβλία, στο σίδερο, τα φουστάνια να σιδερώσουμε για το χορό, να καίμε ολόκληρες σαν τα βότσαλα, όπως όταν μαυρίζαμε στην άμμο, κυλάγαμε, γελάγαμε με γέλια πνιχτά, γιατί νιώθαμε νύχια αντρικά αρπαχτικά να γαντζώνονται πάνω μας, για να ισορροπήσουν τα φανταστικά φτερά τους. Και για τον έρωτα θα μιλάμε οι πέτρες φιλενάδες και θα ζηλεύει η μια την άλλη για την αγάπη τού ήλιου που πάνω μας τρέχει γλιστράει και φεύγει, χωρίς ποτέ να σταθεί χωρίς ποτέ σε καμιάς τη λίθινη αμασχάλη να κουρνιάσει. «Να, οι καινούργιες φιλενάδες μου οι εξομολογήτρες πέτρες» θα πω στον ουρανό σαν έρθει η στιγμή να τις συστήσω. |
ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΌ ΤΟΎ ΤΊΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΆΧΙΣΤΑ
[2005]
|
Η ΠΑΝΟΠΛΊΑ
|
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω πώς κερδίζει πάντα αυτή ενώ χάνουμε εμείς. Πώς οι αξίες γεννιούνται κι επιβάλλονται πάνω σ᾿ αυτό που πρώτο λιώνει: το σώμα. Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας, ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά, ανασαίνω κι ας είμαι σε κοντινή μακρινή απόσταση απ᾿ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει… Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς θα εφεύρει η ζωή ανάμεσα στο τραύμα τής οριστικής εξαφάνισης και το θαύμα τής καθημερινής αθανασίας. Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο· πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις τα πετάω. Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω· να φεύγουν τα περιττά λέω να μπω στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα. |
Και τώρα πρέπει να φορέσεις
μιαν άλλη πανοπλία. Όχι εκείνη που σε προστάτευε απ᾿ τής ζωής τα χτυπήματα, τις θύελλες τής νιότης, όταν κρυβόσουνα πίσω από ένα μέταλλο που το ᾿λεγες ποίημα. Όχι εκείνη που σε προστάτευε από υποσχέσεις για προσκλήσεις σε φανταστικά φεγγάρια, εκεί όπου κάθε κύμα στεφανώνεται με ασήμι και κάθε σώμα λάμπει σαν ουράνιο. Όχι εκείνη την αδιάβροχη προστασία που σε κρατούσε στεγνή ακόμη κι όταν κολυμπούσες μες στα δικά σου δάκρυα. Μιαν άλλη πανοπλία χρειάζεσαι τώρα για να φυλαχτείς απ᾿ τού θανάτου τα μηνύματα να κουφαθείς όταν σού λεν τη μια στιγμή ότι είσαι σε απόσταση αναπνοής, την άλλη πως έχεις καιρό ακόμη. Και πρέπει να ᾿ναι φτιαγμένη από γερό απάνθρωπο υλικό η πανοπλία αυτή για να σε προστατέψει απ᾿ τη σκέψη όχι μόνο τού δικού σου θανάτου. |
ΘΈΛΩ ΝΑ ΓΡΆΨΩ ΈΝΑ ΠΟΊΗΜΑ
«Αδυνατεί να κάνει ωραίους στίχους
η πραγματικότης βλέπετε».
ΑΝΤΏΝΗΣ ΦΩΣΤΙΈΡΗΣ
η πραγματικότης βλέπετε».
ΑΝΤΏΝΗΣ ΦΩΣΤΙΈΡΗΣ
Ι
Θέλω να γράψω ένα ποίημα για την πραγματικότητα αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς, αφού ο καθένας στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος, αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω. Την πραγματικότητα που ίσως γνωρίζουν οι πεθαμένοι εκεί στις βαθιές χαράδρες τής ανυπαρξίας, όπου κανένα σαρκικό παραμύθι δεν πείθει κι άχρωμα μούρα πέφτουν σ᾿ αναίσθητα στόματα. Την πραγματικότητα που αν σ᾿ άγγιζε ποτέ θ᾿ αναγνώριζες αμέσως σαν τη μόνη αλήθεια έξω απ᾿ τής δικής σου επιβίωσης τις φαντασιώσεις. Θα ᾿ταν ζεστή άραγε, θα ᾿χε τού πελάγου τη μυρωδιά ή αμετάκλητη χωρίς να δωρίζει ούτε μια ώρα προθεσμία; Θα ᾿θελα να γράψω ένα ποίημα για μια πραγματικότητα που δε θα με είχε περιλάβει, αλλά τρομάζουν οι στίχοι... Ούτε το σκέφτονται ούτε προσπαθούν. |
IV
Θέλω να γράψω ένα ποίημα για το φόβο που σαν τον έρωτα σε συνεπαίρνει· πνίγεσαι στο χτυποκάρδι ψάχνεις μια λογική ακτή για να πατήσεις. Απεχθάνεσαι το φόβο, λατρεύεις τον έρωτα, όμως είναι και τα δύο πέλαγα χωρίς ορίζοντα κι έχεις απωλέσει και στα δυο τη διακυβέρνηση τού εαυτού σου. Αχ! οι μυρωδιές τού έρωτα απ᾿ τις γλάστρες-μασχάλες... Αλλά και στο φόβο λιγοθυμάς με τη μουσική τού πλανόδιου, μην είναι η τελευταία τής ακοής σου συνουσία. Θέλω να γράψω ένα ποίημα για τού φόβου την παντοδύναμη παρουσία· ξεχνάς όλα τ᾿ αποδεικτικά στοιχεία, γιατί όπως και στον έρωτα σού είναι αδιάφορη η προϊστορία εκείνου. Θέλω αλλά φοβάμαι πως με τη γραφή δε θ᾿ απαλλαγώ αλλά θα θεριέψει ο φόβος όπως και τον έρωτα τον μεγαλώνει ο λόγος. |
ΙΙΙ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
για την πρώτη φορά που βρέθηκα γυμνή
χωρίς να ᾿μαι πια μικρή·
για τα μάτια τού άντρα
πώς μέτραγαν τις ατέλειες μου
πριν τις ξεπεράσουν,
για τα δάχτυλα που ακολουθούσαν τα μάτια,
για τον πρώτο πόνο, το πρώτο άνθος
όταν άνοιξε μες στο σκοτάδι που με χάιδευε σαν φως,
για τα ρούχα, τόσο ενοχλητικά μετά,
για τα φαγητά που ξύπναγαν πια
μιαν άλλη πείνα.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
για την πρώτη φορά...
Αλλ᾿ ούτ᾿ η ψυχή μου τη γεύση αυτή
δεν έχει συγκρατήσει.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
για την πρώτη φορά που βρέθηκα γυμνή
χωρίς να ᾿μαι πια μικρή·
για τα μάτια τού άντρα
πώς μέτραγαν τις ατέλειες μου
πριν τις ξεπεράσουν,
για τα δάχτυλα που ακολουθούσαν τα μάτια,
για τον πρώτο πόνο, το πρώτο άνθος
όταν άνοιξε μες στο σκοτάδι που με χάιδευε σαν φως,
για τα ρούχα, τόσο ενοχλητικά μετά,
για τα φαγητά που ξύπναγαν πια
μιαν άλλη πείνα.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
για την πρώτη φορά...
Αλλ᾿ ούτ᾿ η ψυχή μου τη γεύση αυτή
δεν έχει συγκρατήσει.
Η ΑΝΟΡΕΞΊΑ ΤΉΣ ΎΠΑΡΞΗΣ
(2011)
Η ΑΝΟΡΕΞΊΑ ΤΉΣ ΎΠΑΡΞΗΣ
|
ΥΠΑΡΞΙΑΚΈΣ ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΊΣΕΙΣ
|
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω,
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω. Κάνω πως γελάω δεν επιθυμώ το αδύνατο ούτε το δυνατό, τα απαγορευμένα για μένα σώματα δε μού χορταίνουν τη ματιά. Τον ουρανό καμιά φορά κοιτάω με λαχτάρα την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται στη γοητεία τής νύχτας. Η μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα τού κόσμου είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή. Αλλά νιώθω και μια άλλη παράξενη συμμετοχή· αγωνία με πιάνει ξαφνικά για τον ανθρώπινο πόνο. Απλώνεται πάνω στη γη σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο, που μουσκεμένο στο αίμα σκεπάζει μύθους και θεούς, αιώνια αναγεννιέται και με τη ζωή ταυτίζεται. Ναι, τώρα θέλω να κλάψω αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή. |
Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές, πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες. Λιοπύρι τα μεσάνυχτα καλοκαιριά στον πάγο· έρωτας, το αντίθετο τού αληθινού έδινε στο πραγματικό ουσία. Ήταν ωραία η ευωδιά τού ιδρώτα σοφά τα συμπεράσματα τής σάρκας τότε, τής σάρκας, τής πιο παραμελημένης θεάς. Τη ζωή μου βλέπω τώρα σαν ένα ντοκιμαντέρ που δείχνει σπάνια τής φύσης πουλιά, ξεχασμένες τού κόσμου ακτές, απλησίαστες κορφές. Τις κινήσεις τής ψυχής μου παρακολουθώ στην οθόνη. Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή, για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον; Το ψέμα; Την αλήθεια; Ή αφήνεται στη φυσικότητα τού είναι; Ποιανού «είναι»; Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον; Όταν πια, μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα, μόνο τ᾿ όνειρο φέρνει το πάθος; Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο είναι σαν τον πρώτο: βλασταίνει στο χωράφι τού Πλάτωνα. |
ΈΝΑ ΑΠΛΌ ΚΡΕΒΆΤΙ
|
Η ΕΥΛΟΓΊΑ ΤΉΣ ΈΛΛΕΙΨΗΣ |
Κινήσεις που οδηγούν
σ᾿ ένα απλό κρεβάτι, πώς να εμπνεύσουν πια; Κρεβάτι χωρίς παραστάτη, χωρίς εφιδρώσεις, χωρίς εντυπώσεις, ένα άδειο στρωμένο πανί μία οθόνη δίχως προβολή και κινήσεις μονοσήμαντες που σημαίνουν μόνο το τέλος τής μέρας. Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται χωρίς καμιά μάχη να ᾿χει κερδηθεί ή χαθεί. Ειρήνη είναι ο ύπνος που έρχεται περιβρεγμένος, μόνο με την ελπίδα τού ονείρου. Αλλά, αναπάντεχα μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια τής ταλαιπωρημένης σάρκας. Τέλειωσε και τούτο το βράδυ. Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου που δεν πρόδωσα, δε βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή. Ήταν η μέρα καλή καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά. Κρεβάτι απλό με τέσσερα πόδια και καλοκαιρινά σεντόνια βάναυσα λευκά. |
Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου·
ό,τι μού λείπει με προστατεύει από κείνο που θα χάσω. Όλες οι ικανότητές μου που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι τής ζωής, με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό άχρηστες, ανούσιες. Ό,τι μού λείπει με διδάσκει· ό,τι μου ᾿χει απομείνει μ᾿ αποπροσανατολίζει, γιατί μού προβάλλει εικόνες απ᾿ το παρελθόν σαν να ᾿ταν υποσχέσεις για το μέλλον. Δεν μπορώ, δεν τολμώ ούτ᾿ έναν άγγελο περαστικό να φανταστώ, γιατί εγώ σ᾿ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους κατεβαίνω. Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν, έγινε φίλη καλή, μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία τού Χρόνου. Στέρησέ με – παρακαλώ το Άγνωστο – στέρησέ με κι άλλο για να επιζήσω. |
Η ΑΛΛΟΤΡΊΩΣΗ ΤΉΣ ΈΛΞΗΣ
|
ΥΠΕΝΘΥΜΊΣΕΙΣ ΤΟΎ ΈΡΩΤΑ
|
Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί, το χάδι έννοια αφηρημένη, το σώμα καινούρια θεωρία τού ανύπαρχτου. Αλήθεια, πώς να περιγράψω τη φύση όταν μ᾿ έχει εγκαταλείψει και μόνο στην πρεμιέρα τού φθινοπώρου θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά; Ελπίζω να βρω το θάρρος μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω: γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα να κουβαλώ το ανδρικό σώμα που δεν είναι ύλη αλλά η υπερφυσική ουσία τού μέλλοντος. Γιατί αυτό θα πει ηδονή: ν᾿ αγγίζεις το φθαρτό και να παραμερίζεις τον θάνατο. |
Αν σ᾿ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς, μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση, τις πλαγιές, τα κύματα, τα φυλλοβόλα δέντρα που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές, τα ζώα που βγαίνοντας απ᾿ την κοιλιά τής μάνας τους ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν πώς ν᾿ αντισταθούν στους εχθρούς, που τούς έχει ορίσει η φύση. Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση πέσει πάνω στο σωρό απ᾿ τις προδομένες προσδοκίες σου τ᾿ αναπάντητα όνειρά σου. |
ΠΟΙΗΤΙΚΌ ΥΣΤΕΡΌΓΡΑΦΟ
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ᾿ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να τής χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει,
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα τού μέλλοντός μου.
να ᾿ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να τής χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει,
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα τού μέλλοντός μου.
ΕΞΟΜΟΛΌΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΈΦΤΗ
(Το τελευταίο ποίημα τής Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ)
«Καθρέφτη μου, σ᾿ εσένα μιλάω
εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα. Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν Χάθηκαν απ᾿ τη ζωή ή χάθηκε το νόημα που έβρισκαν σε μένα; Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό προσπαθώ να θυμηθώ, ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό τής μιας στιγμής και μόνο. Σ᾿ αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μού είχε απομείνει, ανάπηρο απ᾿ την αρχή –, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το χαρώ, ν᾿ αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, στον αμερόληπτο έρωτα. Τις φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο δεν ζήλεψα ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι κάτι που μού ανήκε, μού είχανε στερήσει. Και τώρα ήρθε τής εξομολόγησης η ώρα. Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ᾿ έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω: Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος, τι θα πει δεν ήξερα. Αλλά τώρα, νά, βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση. Μέσα μου βαθιά, βέβαια,ξέρω, ότι ο εχθρός δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος. Ο χρόνος όμως θα παραμένει πάντα ασύλληπτος, αφού τα αμαρτήματά του πάντα για κάποια άλλη στιγμή θα αναβάλλονται, όσο αυτός ακόμη θα διαφεντεύει τη ζωή μου. Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ τού ανθρώπινου παραλογισμού, που ομορφαίνει αυτό που βλέπει, για να μην πονέσει γι αυτό που είναι. Σ᾿ ευχαριστώ που μού παραστέκεσαι και μ᾿ αφήνεις να σε μισώ». |
|