περί Ανέμων ΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ:
ΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ: περί ΑΝέΜων
ή θα έλεγα κατά πού φυσάει ο Άνεμος.....
Ένα Τρίο Ιψενικό; Όχι δε θα ᾿λεγα. Μάλλον Ανταγωνιστικό, δηλαδή φυσιολογικό.
Ο Μπαρνς σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα, αφήνει τους ήρωες του να μιλούν, όχι μεταξύ τους αλλά με τον φανταστικό αναγνώστη, εκτός από τις περιπτώσεις που ο αφηγητής επεμβαίνει, για να μάς μεταφέρει αυτός, κάποιους διαλόγους τους. Ο Μπαρνς λοιπόν είναι με τέσσερεις υποστάσεις: Αφηγητής, μετά γίνεται Στούαρτ, μετά Τζἰλιαν, μετά Όλιβερ. Όπως στο θέατρο, όταν ό ίδιος ηθοποιός υποδύεται τέσσερεις ρόλους, και κάθε φορά πρέπει να μπαίνει στο πετσί του καθ᾿ ενός, άρα πρέπει να έχουν σαφή περιγράμματα. Και αυτό δεν είναι πάντα εύκολα γιατί και οι ήρωες υπακούουν σε μια σχετικότητα, κάθε ένας ερμηνεύει, διαφορετικά ένα γεγονός δηλαδή κάθε φορά "ρέουν" Να τούς γνωρίσουμε :
Στούαρτ Χιους: Σταθερός, ορθολογιστής, κλειστός, υπάλληλος σε τράπεζα χωρίς φιλοδοξίες, παιδικός φίλος του Όλιβερ, και προστατευόμενός του στα μαθητικά χρόνια. Στεατόπυγο (δηλαδή με χοντρά οπίσθια), «τουρλωτό κολαράκι» (κατά την έκφραση του), κωλοτραπεζικέ που σ᾿ έμαθα να κρατάς πιρούνι, τον αποκαλεί ο Όλιβερ όταν τα έχει μαζί του και δεν είναι και λίγες οι φορές. Και ο Στούαρτ λέει για τον Όλιβερ: «Λέει πως δε θυμάται τίποτα σχετικά με το σχολείο. Να δεις πως το λέει... Λέει πως μπορεί να ρίξει μια πέτρα σ᾿ αυτό το πηγάδι, και να μην ακουστεί το παραμικρό "πλατς". Ίσως όταν βρίσκεται με ξένους να προσποιείται πως πήγε σε πιο καλό σχολείο - στο Ίτον, ας πούμε. Εγώ ανέκαθεν πίστευα πως είσαι αυτό που είσαι. Ο Όλιβερ βέβαια πάντα με διόρθωνε, εξηγώντας μου πως είσαι από που προσποιείσαι ό,τι είσαι».
Όλιβερ Ράσελ: το αρχικό του όνομα Νάιτζελ Όλιβερ Ράσελ δεν ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες του και το κάνει Όλιβερ Ράσελ . Αυτή η αλλαγή του ονόματος στον κολλητό του, τον Στούαρτ, του στέκεται αγκάθι, κι αυτός δεν ξέρει γιατί.
Φιγουρατζής, έξυπνος, χύμα, έχει θεωρίες για όλα από το τσιγάρο, τη μνήμη, και τη ζωή. Μόνο το γηρατειά φοβάται, καθόλου παράξενο· εδώ είναι πολύ φυσιολογικός, και παρακαλεί τον επίδοξο αναγνώστη με τις μαγικές ικανότητες, αν μπορεί να τον απαλλάξει, και επειδή καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί, ανάβει ένα τσιγαράκι.
Τζίλιαν Γουάιατ : Παρ᾿ ότι φαίνεται, όπως λέει κι η ίδια, συνηθισμένη σαν άτομο, σιγανή που δε θέλει να προβάλλει τη ζωής της, θα ανάψει σε λίγο πυρκαγιές, και θα καούν ή θα ξεροψηθούν οι δυο φίλοι.
Το δράμα αρχίζει όταν ο Στούαρτ θα γνωρίσει την Τζίλιαν σε ένα ξενοδοχείο που οργανώνει βραδιές συνοικεσίων, και μάλιστα την γνωρίζει, με τον τρόπο που λέμε "έρωτας με την πρώτη ματιά", ή με την πρώτη βραδιά, το οποίο πολύ αργότερα όταν το μαθαίνει ό Όλιβερ, θα το σχολιάσει πικρόχολα, σε σχέση με την τσιγγουνιά του Στούαρτ, λέγοντας πως είναι σίγουρος, ότι ο Στούαρτ θα ζήτησε πίσω το υπόλοιπο ποσό για τις βραδιές, που απέμεναν. Πάντως προς το παρόν Στούαρτ και Τζίλιαν θα συμφωνήσουν να κρατήσουν μυστικό από τον Όλιβερ τον "ξεπεσμό" του συνοικεσίου, αφού ο Όλιβερ εκτός από με τα άλλα του προσόντα, θεωρεί τον εαυτό του και μέγα καρδιοκατακτητή. Στον Όλιβερ, ειπώθηκε πως ο τόπος γνωριμίας ήταν ένα " Γουάιν μπαρ".
Και ο Όλιβερ αναρωτιέται πως έγινε και βγήκε ο Στούαρτ από το ημίφως της αφάνειας. «Του έκανα την ερώτηση» λέει ο Όλιβερ «με πολύ τακτ καταλαβαίνεις, και η απάντηση του ήταν κάτι το καταπληκτικό. Να κάπως, πιάσαμε την κουβέντα και κάπως ταιριάξαμε. Αυτός είναι ο Στούαρτ μου! Μήπως ακούω τον Τριστάνο; Το Δον Ζουάν; Τον Καζανόβα; Όχι τον κολλητό μου το Στούαρτ Χιους ακούω. "Κάπως ταιριάξαμε"!»
Στούαρτ: Ο γάμος μας έγινε τον περασμένο μήνα με κουμπάρο τον Όλιβερ. Αγαπώ την Τζίλιαν.
Τζίλιαν: Παντρεύτηκα. Ένα κομμάτι του εαυτού μου φοβόταν λιγάκι. Ερωτεύτηκα όμως, κι ο Στούαρτ είναι καλός κι ευγενικός άνθρωπος, και μ᾿ αγαπάει.
Όλιβερ: Ωχ σκατά. Ωχ σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, ΣΚΑΤΑ. Είμαι ερωτευμένος με τη Τζίλιαν, τώρα μόλις τα κατάλαβα. Τα έχω χαμένα, είμαι κατατρομαγμένος, είμαι καταγαμημένος. Κι έχω χεστεί από το φόβο μου. Τι γίνεται τώρα;
Ο Στούαρτ ευτυχισμένος , ερωτευμένος με τη Τζίλιαν, και το αστέρι ο Όλιβερ στο μαύρο χάλι. Ο Στούαρτ γαμήλιο ταξίδι στην Κρήτη και ο Όλιβερ επαίτης στη μητέρα της Τζίλιαν, την μαντάμ Γουάιατ για να μάθει τον προορισμό του ζεύγους, μετά παλιάτσος με ένα καπέλο σοφέρ, αχτένιστος, και επί πλέον απολυμένος από τη δουλειά του, στην επιστροφή τους, στο αεροδρόμιο στις αφίξεις, με μια ταμπέλα με τα ονόματά τους, να ρίχνεται στην αγκαλιά τους, όχι συνηθισμένη συμπεριφορά για τον Όλιβερ.
Ο ίδιος στη διήγηση του για την υποδοχή: «Όλι παλιόπαιδο είπα μέσα μου, λάθος πόρτα χτύπησες στη περίπτωση. Μην κάνεις το κουτάβι, σταμάτα να τους γλείφεις τη μούρη. Μόνο που δεν το είχα κάνει, ούτε επειδή ήμουν κουτάβι, ούτε επειδή ένιωθα αδελφική αγάπη για δαύτους. Πήγα επειδή είμαι ερωτευμένος με τη Τζίλιαν. Όλα τα άλλα ήταν προσποίηση».
Αλλά ο Όλι είναι πάντα Όλι. «Αυτό που θα συμβεί είναι τούτο», μονολογεί:
«η Τζίλιαν πρέπει να συνειδητοποιήσει πως αγαπάει εμένα. Ο Στούαρτ πρέπει να καταλάβει πως εκείνη με αγαπάει. Πρέπει να κάνει στην άκρη ο Στούαρτ, κι ο Όλιβερ να έρθει στο κέντρο της σκηνής».
Επί το έργον λοιπόν: Ένα πρωί αφού φεύγει ο Στούαρτ για τη δουλειά , ο Όλιβερ με μια αγκαλιά λουλούδια χτυπά το κουδούνι της Τζίλιαν. «Σ᾿ αγαπώ, της είπα. Με κοίταξε κι η ανησυχία εισχώρησε στα γαλήνια μάτια της. Για να την καλμάρω, της έδωσα το μπουκέτο μου κι επανέλαβα ήρεμα: «Σ᾿ αγαπώ», κι έφυγα. Το είχα κάνει. Το είχα κάνει. Χαίρομαι, φοβάμαι, τα έχω χάσει, έχω χιλιογαμηθεί».
Τζίλιαν: «Φανταζόμουν τι συζητήσεις θα κάναμε το βράδυ με το Στούαρτ»:
«Τι πολλά λουλούδια! Ο Όλιβερ τα έφερε; Ο Όλιβερ; Πότε;»
«Δέκα λεπτά αφότου είχες φύγει για τη δουλειά».
«Μα γιατί μας έφερε τόσα πολλά λουλούδια ;»
«Δεν είναι "για μας", για μένα είναι. Λέει πως μ᾿ έχει ερωτευτεί».
«Όχι. Δεν μπορούσα να κάνω τέτοια συζήτηση. Άρα έπρεπε να ξεφορτωθώ τα λουλούδια».
Ο Όλιβερ, νοικιάζει δεύτερο σπίτι, ένα δωμάτιο κοντά στους Στούαρτ. «Να ᾿μαι λοιπόν από τα κλαριά της αροκάριας, να περιμένω να φανεί η αγάπη μου».
Τζίλιαν: «Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα. Παρακαλώ. Ο Όλιβερ είμαι. Σ᾿ αγαπώ. Θα σ' αγαπώ για πάντα. Δε θα πάψω ποτέ να σ᾿ αγαπώ. Του έκλεισα το τηλέφωνο. Εσείς τι θα κάνατε; Σκέφτομαι διαρκώς αν του έδωσα ποτέ θάρρος.
Κι αν το έκανα δεν το είχα σκοπό. Ποτέ μου. Γιατί λοιπόν νιώθω ένοχη; Δεν έχω κάνει τίποτα. Τώρα λέει πως θέλει να έρθει να με κοιτάζει που θα δουλεύω. Του είπα πως θα το σκεφτώ. Από δω και μπρος θα είμαι πολύ αυστηρή και θα του μιλάω κοφτά. Του Στούαρτ όμως δε θα του το πω. Όχι ακόμα... Ίσως ποτέ. Θα του έρθει ο ουρανός σφοντύλι. Κι αν ο Όλιβερ θέλει να με δει - πράγμα που μπορεί να είναι καλή ιδέα , μπας και τον λογικέψω λιγάκι - θα το δεχτώ μόνο αν μου πει πρώτα το οκέι ο Στούαρτ. Ξέρω όμως γιατί αισθάνομαι ένοχη. Μπορεί να το μαντέψατε. Αισθάνομαι ένοχη, επειδή τον βρίσκω ελκυστικό τον Όλιβερ.
Να η πρώτη ραγισματιά. Καϋμένε Στούαρτ. Προσοχή!
Δείπνο στου Όλιβερ. Καλεσμένοι το ζευγάρι.
Όλιβερ: «Κάποια στιγμή, η Τζίλιαν άνοιξε το στόμα της και μαρτύρησε στον Στούαρτ, πως θα ήθελα να πηγαίνω να τη βλέπω όταν δουλεύει."Σιωπή θησαυρέ μου" την έκοψα "Όχι μπροστά..." Ο Στούαρτ όμως είναι τόσο αφρώδης από τη φύση του, τόσο χαζοχαρούμενος, που ακόμα κι αν με έβλεπε πεσμένο στα γόνατα μπροστά στη γυναίκα του, θα πίστευε πως της έφτιαχνα το στρίφωμα. "Σπουδαία ιδέα" είπε. "Κι εγώ ήθελα από καιρό να το κάνω"».
Πρώτη συνάντηση στο ατελιέ. Παρεμπιπτόντως η Τζίλιαν είναι συντηρητής έργων Τέχνης και έχει το εργαστήριο στο σπίτι της.
Τζίλιαν: «Ο Όλιβερ ήταν πολύ ψύχραιμος. Περίμενα πως θα μου ορμούσε ή κάτι τέτοιο. "Πες μου τι κάνεις" Σταμάτησα και στράφηκα προς το μέρος του. "Όχι" μου είπε, "Να μου μιλάς καθώς θα δουλεύεις". Ξαναγύρισα στον πίνακα. Του εξήγησα ότι πρώτα κάνω δοκιμαστικά, με διάφορα διαλυτικά, μέχρι να βρω το κατάλληλο. Ότι όλη η χαρά στη δουλειά βρίσκεται στο καθάρισμα και όχι στο ρετούς - πράγμα που τον εξέπληξε. Ο Όλιβερ καθόταν πίσω μου, κοιτάζοντας σιωπηλός. Όλα ήταν γαλήνια. Και δεν μου είπε ούτε μια φορά πως μ᾿ αγαπά».
Όλιβερ: «Τι κάνει λοιπόν η συντηρήτριά μας; Χρησιμοποιεί ένα μονωτικό βερνίκι, για να εξασφαλίσει το ότι οι μπογιές που θα βάλλει θα μπορούν να αφαιρεθούν κάποτε στο μέλλον, όταν για παράδειγμα, η μόδα θα απαιτεί να επιδεικνύονται οι ιστορικές περιπέτειες των πινάκων, μαζί με την αισθητική αξία. Μόλις εκείνη μου είπε πως είναι ώρα να πηγαίνω, της είπα σ᾿ αγαπώ».
Τζίλιαν: «Πρέπει να σταματήσει αυτή η ιστορία. Δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη. Είναι στιγμές που εύχομαι να μου ριχτεί. Τότε θα του πω το "εντάξει Όλιβερ πάρε δρόμο"»
Στούαρτ: «Δεν είμαι σίγουρος πως μπορώ να το πιστέψω αυτό. Ο σύζυγος είναι ο πρώτο που το υποψιάζεται και ο τελευταίος που το μαθαίνει».
Όλιβερ: «Της τηλεφωνώ κάθε μέρα για να της πω, πως την αγαπώ. Σταμάτησε πια να μου κλείνει το τηλέφωνο».
Ο Στούαρτ μαθαίνει για το σπίτι που κρατά κοντά τους, ο Όλιβερ.
Στούαρτ: «Που το κάνουν; Στο δικό του σπίτι ή στο δικό της; Μήπως το κάνουν σε τούτο εδώ το κρεβάτι»;
Τζίλιαν: «Σήμερα με άγγιξε εκείνος; Λέτε να άρχισε. Έχουμε δα αγγιχτεί κι άλλες φορές. Έχω ανακατώσει τα μαλλιά του, έχουμε αγκαλιαστεί, φιληθεί σταυρωτά. Τούτο εδώ ήταν πολύ πολύ λιγότερο από όλα εκείνα κι ωστόσο πολύ περισσότερο. Τον ένιωσα να με πλησιάζει. Μου έβγαλε το κοκαλάκι μου, μου χτένισε τα μαλλιά πίσω απ᾿ το αφτί, ξανάβαλε το κοκαλάκι στη θέση του, και πήγε πίσω ξανά κι αυτός στη θέση του. Έπειτα εκείνος είπε "την αγαπώ αυτή τη χτένα". Τώρα το κάνει συνέχεια. Δε χρειάζεται να λυθούν τα μαλλιά μου. Αυτός βγάζει απλώς το κοκαλάκι, παίρνει τη χτένα, μου τα χτενίζει και τα ξαναπιάνει. Κι εγώ ανάβω και κορώνω. Σηκώθηκα και τον φίλησα. Άνοιξα το στόμα μου πάνω στο δικό του, τον έπιασα από τους ώμους και σφίχτηκα πάνω του έτσι, έτσι που να μπορεί να μ᾿ αγγίξει όπου ήθελε. Στεκόμουν εκεί και τον φιλούσα , με το κορμί μου να περιμένει τα χέρια του, με τα πόδια μου ανοιχτά . Τον φιλούσα και περίμενα. Σταμάτησε να με φιλάει. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους μου, και με οδήγησε πίσω στο καβαλέτο μου. Όλιβερ, πάμε να πέσουμε στο κρεβάτι. Ξέρετε τι έκανε; Μ᾿ έσπρωξε πίσω στην καρέκλα μου, κι έχωσε στο χέρι μου ένα πινέλο. "Σ᾿ αγαπώ" μου είπε "σε λατρεύω. Θέλω να είμαι συνεχώς μαζί σου. Θέλω να σε παντρευτώ. Θέλω ν᾿ ακούω αιώνια τη φωνή σου"»
Τζίλιαν: «Όλη την ώρα τον Όλιβερ σκέφτομαι. Ακόμα κι όταν βρίσκομαι με το Στούαρτ. Είναι φορές που δεν ανέχομαι καθόλου το ότι ο Στούαρτ είναι όλα κέφια. Γιατί δεν καταλαβαίνει ποιόν σκέφτομαι; Γιατί δεν μπορεί να διαβάσει τη σκέψη μου»;
Ο Όλιβερ επισκέπτεται το Στούαρτ, στο σπίτι του. Η Τζίλιαν είχε πάει να δει τη μαμά της. Διηγείται ο Όλιβερ.
Όλιβερ: «Όπως το λέω συνεχώς τώρα τελευταία, μην υποτιμάς το φίλο μας με τη παχιά γουνίτσα. "Τα έχετε φτιάξει με τη Τζιλ"; Ούτε φορτηγατζής να ᾿τανε δε θα το έλεγε έτσι χοντρά. "Στούαρτ", άρχισα "σε διαβεβαιώ πως η Τζίλιαν κι εγώ δεν έχουμε δεσμό" Εκείνος γρύλισε καθώς χώνευε δισταχτικά τα λόγια μου. "Απ᾿ την άλλη όμως" συνέχισα "σαν φίλος σε φίλο, πρέπει να σου πω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της. Κι αν μπορούσα να το ελέγξω, έστω και στο ελάχιστο, δε θα την ερωτευόμουν. Στούαρτ ζούμε στην εποχή των δυνάμεων της αγοράς. Θα ήταν αφελές να μη συνειδητοποιούμε ότι οι δυνάμεις της αγοράς εφαρμόζονται πλέον σε τομείς ολόκληρους της ζωής". "Δε μιλάμε για λεφτά εδώ πέρα. Γι αγάπη μιλάμε" διαμαρτυρήθηκε. "Α, μα υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί. Και τα δύο πάνε εκεί που τους κατεβεί, αδιαφορώντας τι αφήνουν πίσω τους. Κι ό έρωτας έχει τις εξαγορές του, τις πτώσεις των μετοχών του τις χρεοκοπίες του. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσεις Στου, είναι πως εγώ θα την κερδίσω. Η προσφορά μου θα γίνει δεκτή. Εσύ μπορεί να γίνεις επίτιμος διευθυντής - γνωστός και ως φίλος - μα έχει έρθει η ώρα να αποχωριστείς τη λιμουζίνα και το σοφέρ" Και πάνω εκεί συνέβη το ατύχημα. Απ᾿ όσο θυμάμαι ο Στούαρτ μου άναβε τσιγάρο, και για κάποιο λόγο σηκωνόμασταν - οπότε κοπανήσαμε τα κεφάλια μας, πράγμα που μας άφησε άναυδους και τους δυο».
Στούαρτ: «Παραδέχομαι πως ήταν κακό που τον κουτούλησα. Σηκώθηκα και του έκανα νόημα να σηκωθεί κι αυτός. Τον έπιασα από την μπλούζα, τον κοίταξα καταπρόσωπο, εκείνο το απαίσιο ιδρωμένο πρόσωπο που πηδιόταν με τη γυναίκα μου. Πότε το έκαναν τελευταία φορά; Χτες; Πριν από δυο μέρες; Του τράβηξα μια κουτουλιά κατάφατσα. Υπέκυψα κι εγώ στις δυνάμεις της αγοράς. Δεν έχει αλλάξει καθόλου ο Όλιβερ. "Δάνεισε μου μία λυρίτσα, δάνεισε μου τη γυναίκα σου"».
Τζίλιαν: «Αργότερα, κάθισα κι αναρωτήθηκα: αν δύο άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως είναι ο Στούαρτ και ο Όλιβερ, μπορούν και τα δύο να με ερωτευτούν, τότε ποια είμαι πραγματικά; Και ποια είναι αυτή που ερωτεύεται, πρώτα το Στούαρτ και ύστερα τον Όλιβερ; Η ίδια; Διαφορετική»;
Τα υπόλοιπα με τη σειρά τους: Διαζύγιο, Γάμος Όλιβερ Τζίλιαν.
Ο Στούαρτ, θέλει να είναι το αγκάθι που θα χωθεί βαθιά στο γάμο του Όλιβερ. Αποφασίζει να του "τη σπάσει" με τη παρουσία του.
Όλιβερ: «Μπάσταρδε. Χοντρέ, κωλοτραπεζικέ, σκατοφάγε. Ύστερα από τόσα και τόσα που έχω κάνει για σένα , όλα αυτά τα χρόνια. Έρχεσαι και μου γαμείς το γάμο μου, γαμείς την καλύτερη μέρα της ζωής μου».
Στις στράτες του κόσμου.
Ο Στούαρτ στην Αμερική: χαλαρωτικό μασάζ από Λίντα, Κιμ , Κέλι, Λορέν, Λίνζι , Σαρλότ...
Όλιβερ και Τζίλιαν στη Τουλούζη σ᾿ ένα χωριό.
Τζίλιαν: «Ήρθαμε εδώ επειδή ο Όλιβερ βρήκε δουλειά σ᾿ εκείνο το σχολείο της Τουλούζης. Ήρθαμε εδώ επειδή άκουσα πως υπήρχε μια πιθανότητα να μου δώσουν δουλειά απ᾿ το Μουσείο των Αυγουστίνων. Ήρθαμε εδώ επειδή θέλουμε η Σοφί να μιλάει άπταιστα δύο γλώσσες, σαν τη μαμά. Ήρθαμε εδώ γιατί ο Στούαρτ άρχισε να μου στέλνει λουλούδια».
Αλλά τα σύννεφα δεν αρχίζουν να φανούν:
Τζίλιαν: «Άκου να σου πω Όλιβερ, ένας από του κανόνες είναι· όχι τσιλημπουρδίσματα».
Τώρα Όλιβερ και Στούαρτ αλλάζουν ρόλους, μόνο η Τζίλιαν μένει αμετακίνητη σαν το στύλο στο γαϊτανάκι, όπως γράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ο Στούαρτ καταφθάνει στο χωριό σαν Καναδός στο ξενοδοχείο της μαντάμ Ριβ, και η οπτική τώρα αλλάζει. Ο Στούαρτ κρυφοκοιτάζει τώρα από ᾿να παράθυρο τη ζωή τους.
Όλιβερ: «Ώρα του μπρέκφαστ. Δεν την έχω δει να με κουρδίζει έτσι. Ο Βελονισμός του καυγά. Εγώ κοίταζα το πρόσωπό της, το πρόσωπο που ερωτεύτηκα τη μέρα που παντρευόταν ένα άλλο. Τα μαλλιά της αψηφούσαν τη βούρτσα, το στόμα της ανοιγόκλεινε συνέχεια, και σκεφτόμουν πως αν προσπαθείς να μη μοιάζεις τόσο με στρίγκλα, τότε θα πείσεις τον άντρα σου να μην έχει εξωσυζυγικές σχέσεις, που οπωσδήποτε δεν έχει. Έπειτα σηκώθηκα να φύγω για τη δουλειά, κι εκείνη με κατηγόρησε πως πάω να δω τη φιλενάδα μου. Μ᾿ ακολούθησε έξω, μέχρι το αυτοκίνητο τσιρίζοντας σαν καρακάξα και να μου ορμάει εκεί που εγώ παιδευόμουν να ξεκλειδώσω το Πεζό. Ε, τη κτύπησα κι εγώ. Με τα κλειδιά στο χέρι τη χτύπησα στο πρόσωπο και την έσκισα».
Μαντάμ Ριβ: «Είναι τρελοί αυτοί οι Εγγλέζοι. Εκείνος ο Καναδός που έπιασε το δωμάτιο Νο 6 κι έβγαινε έξω μόνο βράδυ, τελικά ήταν Άγγλος. Έμεινε στο δωμάτιο μια βδομάδα. Κι εκείνο το ζευγάρι που είχε αγοράσει το σπίτι του γέρο-Μπερντέν. Έδειχναν πολύ συμπαθητικά παιδιά, εκείνη ήταν πολύ περήφανη για το μωρό της, κι εκείνος πολύ περήφανος για το χαζό-Πεζό του, που χάλαγε όλη την ώρα. Και τι έγινε ξαφνικά; Βρίσκονταν έξι μήνες εδώ, ο κόσμος είχε αρχίσει να τους συμπαθεί, κι αυτοί έπιασαν τον καυγά στη μέση του δρόμου. Εκείνος τη κτύπησε δύο φορές στο πρόσωπο, πήδησε στο σαράβαλό του κι έφυγε. Εκείνη απόμεινε στη μέση του δρόμου για πέντε περίπου λεπτά, με το πρόσωπο ματωμένο. Ύστερα γύρισε στο σπίτι της , και δεν ξαναβγήκε από τότε. Μια βδομάδα αργότερα τα μάζεψαν όλα και εξαφανίστηκαν».
Εδώ ο Μπαρνς εγκαταλείπει τους ήρωες του. Τι να απέγιναν; Εύχομαι το ζευγάρι Όλιβερ, Τζίλιαν να μην είχε την τύχη του ζευγαριού Τζίμ και Κατρίν στο Έργο "Ζυλ και Τζιμ" του Τρυφώ, που αυτοκτονούν ανόητα πέφτοντας από μια γέφυρα με το αυτοκίνητο, και ο τρίτος του τριγώνου ο Ζυλ, τακτοποιεί τις τεφροδόχες τους, έργο που στο μυθιστόρημα θα επιτελούσε ο Στούαρτ. Ο Μπαρνς κάνει αναφορά στο έργο του Τρυφώ στο μυθιστόρημα. Και εκεί είχαμε ένα τρίγωνο, αλλά με πολύ νωχελικούς άντρες για να ανάψουν ερωτικές φλόγες.
Το μυθιστόρημα του Μπαρνς είναι γραμμένο με χιούμορ και ελαφράδα για τις ερωτικές σχέσεις, για τη φθορά του έρωτα αλλά και τη δύναμή του να διαλύει φιλίες όταν όλα έρχονται στο φως ή να τις ευτελίζει όταν μένουν στη σκιά. Το τέλος του μυθιστορήματος σου δίνει την αίσθηση όπως και στο άλλο του μυθιστόρημα "ένα κάποιο τέλος" ότι ο συγγραφέας δεν έχει τι να κάνει τους ήρωες τους, και αφήνει τον αναγνώστη να δώσει αυτός το τέλος. Βέβαια σε ένα μυθιστόρημα η πλοκή κατά την προσωπική μου γνώμη δεν είναι το πρωτεύον.
ή θα έλεγα κατά πού φυσάει ο Άνεμος.....
Ένα Τρίο Ιψενικό; Όχι δε θα ᾿λεγα. Μάλλον Ανταγωνιστικό, δηλαδή φυσιολογικό.
Ο Μπαρνς σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα, αφήνει τους ήρωες του να μιλούν, όχι μεταξύ τους αλλά με τον φανταστικό αναγνώστη, εκτός από τις περιπτώσεις που ο αφηγητής επεμβαίνει, για να μάς μεταφέρει αυτός, κάποιους διαλόγους τους. Ο Μπαρνς λοιπόν είναι με τέσσερεις υποστάσεις: Αφηγητής, μετά γίνεται Στούαρτ, μετά Τζἰλιαν, μετά Όλιβερ. Όπως στο θέατρο, όταν ό ίδιος ηθοποιός υποδύεται τέσσερεις ρόλους, και κάθε φορά πρέπει να μπαίνει στο πετσί του καθ᾿ ενός, άρα πρέπει να έχουν σαφή περιγράμματα. Και αυτό δεν είναι πάντα εύκολα γιατί και οι ήρωες υπακούουν σε μια σχετικότητα, κάθε ένας ερμηνεύει, διαφορετικά ένα γεγονός δηλαδή κάθε φορά "ρέουν" Να τούς γνωρίσουμε :
Στούαρτ Χιους: Σταθερός, ορθολογιστής, κλειστός, υπάλληλος σε τράπεζα χωρίς φιλοδοξίες, παιδικός φίλος του Όλιβερ, και προστατευόμενός του στα μαθητικά χρόνια. Στεατόπυγο (δηλαδή με χοντρά οπίσθια), «τουρλωτό κολαράκι» (κατά την έκφραση του), κωλοτραπεζικέ που σ᾿ έμαθα να κρατάς πιρούνι, τον αποκαλεί ο Όλιβερ όταν τα έχει μαζί του και δεν είναι και λίγες οι φορές. Και ο Στούαρτ λέει για τον Όλιβερ: «Λέει πως δε θυμάται τίποτα σχετικά με το σχολείο. Να δεις πως το λέει... Λέει πως μπορεί να ρίξει μια πέτρα σ᾿ αυτό το πηγάδι, και να μην ακουστεί το παραμικρό "πλατς". Ίσως όταν βρίσκεται με ξένους να προσποιείται πως πήγε σε πιο καλό σχολείο - στο Ίτον, ας πούμε. Εγώ ανέκαθεν πίστευα πως είσαι αυτό που είσαι. Ο Όλιβερ βέβαια πάντα με διόρθωνε, εξηγώντας μου πως είσαι από που προσποιείσαι ό,τι είσαι».
Όλιβερ Ράσελ: το αρχικό του όνομα Νάιτζελ Όλιβερ Ράσελ δεν ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες του και το κάνει Όλιβερ Ράσελ . Αυτή η αλλαγή του ονόματος στον κολλητό του, τον Στούαρτ, του στέκεται αγκάθι, κι αυτός δεν ξέρει γιατί.
Φιγουρατζής, έξυπνος, χύμα, έχει θεωρίες για όλα από το τσιγάρο, τη μνήμη, και τη ζωή. Μόνο το γηρατειά φοβάται, καθόλου παράξενο· εδώ είναι πολύ φυσιολογικός, και παρακαλεί τον επίδοξο αναγνώστη με τις μαγικές ικανότητες, αν μπορεί να τον απαλλάξει, και επειδή καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί, ανάβει ένα τσιγαράκι.
Τζίλιαν Γουάιατ : Παρ᾿ ότι φαίνεται, όπως λέει κι η ίδια, συνηθισμένη σαν άτομο, σιγανή που δε θέλει να προβάλλει τη ζωής της, θα ανάψει σε λίγο πυρκαγιές, και θα καούν ή θα ξεροψηθούν οι δυο φίλοι.
Το δράμα αρχίζει όταν ο Στούαρτ θα γνωρίσει την Τζίλιαν σε ένα ξενοδοχείο που οργανώνει βραδιές συνοικεσίων, και μάλιστα την γνωρίζει, με τον τρόπο που λέμε "έρωτας με την πρώτη ματιά", ή με την πρώτη βραδιά, το οποίο πολύ αργότερα όταν το μαθαίνει ό Όλιβερ, θα το σχολιάσει πικρόχολα, σε σχέση με την τσιγγουνιά του Στούαρτ, λέγοντας πως είναι σίγουρος, ότι ο Στούαρτ θα ζήτησε πίσω το υπόλοιπο ποσό για τις βραδιές, που απέμεναν. Πάντως προς το παρόν Στούαρτ και Τζίλιαν θα συμφωνήσουν να κρατήσουν μυστικό από τον Όλιβερ τον "ξεπεσμό" του συνοικεσίου, αφού ο Όλιβερ εκτός από με τα άλλα του προσόντα, θεωρεί τον εαυτό του και μέγα καρδιοκατακτητή. Στον Όλιβερ, ειπώθηκε πως ο τόπος γνωριμίας ήταν ένα " Γουάιν μπαρ".
Και ο Όλιβερ αναρωτιέται πως έγινε και βγήκε ο Στούαρτ από το ημίφως της αφάνειας. «Του έκανα την ερώτηση» λέει ο Όλιβερ «με πολύ τακτ καταλαβαίνεις, και η απάντηση του ήταν κάτι το καταπληκτικό. Να κάπως, πιάσαμε την κουβέντα και κάπως ταιριάξαμε. Αυτός είναι ο Στούαρτ μου! Μήπως ακούω τον Τριστάνο; Το Δον Ζουάν; Τον Καζανόβα; Όχι τον κολλητό μου το Στούαρτ Χιους ακούω. "Κάπως ταιριάξαμε"!»
Στούαρτ: Ο γάμος μας έγινε τον περασμένο μήνα με κουμπάρο τον Όλιβερ. Αγαπώ την Τζίλιαν.
Τζίλιαν: Παντρεύτηκα. Ένα κομμάτι του εαυτού μου φοβόταν λιγάκι. Ερωτεύτηκα όμως, κι ο Στούαρτ είναι καλός κι ευγενικός άνθρωπος, και μ᾿ αγαπάει.
Όλιβερ: Ωχ σκατά. Ωχ σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, ΣΚΑΤΑ. Είμαι ερωτευμένος με τη Τζίλιαν, τώρα μόλις τα κατάλαβα. Τα έχω χαμένα, είμαι κατατρομαγμένος, είμαι καταγαμημένος. Κι έχω χεστεί από το φόβο μου. Τι γίνεται τώρα;
Ο Στούαρτ ευτυχισμένος , ερωτευμένος με τη Τζίλιαν, και το αστέρι ο Όλιβερ στο μαύρο χάλι. Ο Στούαρτ γαμήλιο ταξίδι στην Κρήτη και ο Όλιβερ επαίτης στη μητέρα της Τζίλιαν, την μαντάμ Γουάιατ για να μάθει τον προορισμό του ζεύγους, μετά παλιάτσος με ένα καπέλο σοφέρ, αχτένιστος, και επί πλέον απολυμένος από τη δουλειά του, στην επιστροφή τους, στο αεροδρόμιο στις αφίξεις, με μια ταμπέλα με τα ονόματά τους, να ρίχνεται στην αγκαλιά τους, όχι συνηθισμένη συμπεριφορά για τον Όλιβερ.
Ο ίδιος στη διήγηση του για την υποδοχή: «Όλι παλιόπαιδο είπα μέσα μου, λάθος πόρτα χτύπησες στη περίπτωση. Μην κάνεις το κουτάβι, σταμάτα να τους γλείφεις τη μούρη. Μόνο που δεν το είχα κάνει, ούτε επειδή ήμουν κουτάβι, ούτε επειδή ένιωθα αδελφική αγάπη για δαύτους. Πήγα επειδή είμαι ερωτευμένος με τη Τζίλιαν. Όλα τα άλλα ήταν προσποίηση».
Αλλά ο Όλι είναι πάντα Όλι. «Αυτό που θα συμβεί είναι τούτο», μονολογεί:
«η Τζίλιαν πρέπει να συνειδητοποιήσει πως αγαπάει εμένα. Ο Στούαρτ πρέπει να καταλάβει πως εκείνη με αγαπάει. Πρέπει να κάνει στην άκρη ο Στούαρτ, κι ο Όλιβερ να έρθει στο κέντρο της σκηνής».
Επί το έργον λοιπόν: Ένα πρωί αφού φεύγει ο Στούαρτ για τη δουλειά , ο Όλιβερ με μια αγκαλιά λουλούδια χτυπά το κουδούνι της Τζίλιαν. «Σ᾿ αγαπώ, της είπα. Με κοίταξε κι η ανησυχία εισχώρησε στα γαλήνια μάτια της. Για να την καλμάρω, της έδωσα το μπουκέτο μου κι επανέλαβα ήρεμα: «Σ᾿ αγαπώ», κι έφυγα. Το είχα κάνει. Το είχα κάνει. Χαίρομαι, φοβάμαι, τα έχω χάσει, έχω χιλιογαμηθεί».
Τζίλιαν: «Φανταζόμουν τι συζητήσεις θα κάναμε το βράδυ με το Στούαρτ»:
«Τι πολλά λουλούδια! Ο Όλιβερ τα έφερε; Ο Όλιβερ; Πότε;»
«Δέκα λεπτά αφότου είχες φύγει για τη δουλειά».
«Μα γιατί μας έφερε τόσα πολλά λουλούδια ;»
«Δεν είναι "για μας", για μένα είναι. Λέει πως μ᾿ έχει ερωτευτεί».
«Όχι. Δεν μπορούσα να κάνω τέτοια συζήτηση. Άρα έπρεπε να ξεφορτωθώ τα λουλούδια».
Ο Όλιβερ, νοικιάζει δεύτερο σπίτι, ένα δωμάτιο κοντά στους Στούαρτ. «Να ᾿μαι λοιπόν από τα κλαριά της αροκάριας, να περιμένω να φανεί η αγάπη μου».
Τζίλιαν: «Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα. Παρακαλώ. Ο Όλιβερ είμαι. Σ᾿ αγαπώ. Θα σ' αγαπώ για πάντα. Δε θα πάψω ποτέ να σ᾿ αγαπώ. Του έκλεισα το τηλέφωνο. Εσείς τι θα κάνατε; Σκέφτομαι διαρκώς αν του έδωσα ποτέ θάρρος.
Κι αν το έκανα δεν το είχα σκοπό. Ποτέ μου. Γιατί λοιπόν νιώθω ένοχη; Δεν έχω κάνει τίποτα. Τώρα λέει πως θέλει να έρθει να με κοιτάζει που θα δουλεύω. Του είπα πως θα το σκεφτώ. Από δω και μπρος θα είμαι πολύ αυστηρή και θα του μιλάω κοφτά. Του Στούαρτ όμως δε θα του το πω. Όχι ακόμα... Ίσως ποτέ. Θα του έρθει ο ουρανός σφοντύλι. Κι αν ο Όλιβερ θέλει να με δει - πράγμα που μπορεί να είναι καλή ιδέα , μπας και τον λογικέψω λιγάκι - θα το δεχτώ μόνο αν μου πει πρώτα το οκέι ο Στούαρτ. Ξέρω όμως γιατί αισθάνομαι ένοχη. Μπορεί να το μαντέψατε. Αισθάνομαι ένοχη, επειδή τον βρίσκω ελκυστικό τον Όλιβερ.
Να η πρώτη ραγισματιά. Καϋμένε Στούαρτ. Προσοχή!
Δείπνο στου Όλιβερ. Καλεσμένοι το ζευγάρι.
Όλιβερ: «Κάποια στιγμή, η Τζίλιαν άνοιξε το στόμα της και μαρτύρησε στον Στούαρτ, πως θα ήθελα να πηγαίνω να τη βλέπω όταν δουλεύει."Σιωπή θησαυρέ μου" την έκοψα "Όχι μπροστά..." Ο Στούαρτ όμως είναι τόσο αφρώδης από τη φύση του, τόσο χαζοχαρούμενος, που ακόμα κι αν με έβλεπε πεσμένο στα γόνατα μπροστά στη γυναίκα του, θα πίστευε πως της έφτιαχνα το στρίφωμα. "Σπουδαία ιδέα" είπε. "Κι εγώ ήθελα από καιρό να το κάνω"».
Πρώτη συνάντηση στο ατελιέ. Παρεμπιπτόντως η Τζίλιαν είναι συντηρητής έργων Τέχνης και έχει το εργαστήριο στο σπίτι της.
Τζίλιαν: «Ο Όλιβερ ήταν πολύ ψύχραιμος. Περίμενα πως θα μου ορμούσε ή κάτι τέτοιο. "Πες μου τι κάνεις" Σταμάτησα και στράφηκα προς το μέρος του. "Όχι" μου είπε, "Να μου μιλάς καθώς θα δουλεύεις". Ξαναγύρισα στον πίνακα. Του εξήγησα ότι πρώτα κάνω δοκιμαστικά, με διάφορα διαλυτικά, μέχρι να βρω το κατάλληλο. Ότι όλη η χαρά στη δουλειά βρίσκεται στο καθάρισμα και όχι στο ρετούς - πράγμα που τον εξέπληξε. Ο Όλιβερ καθόταν πίσω μου, κοιτάζοντας σιωπηλός. Όλα ήταν γαλήνια. Και δεν μου είπε ούτε μια φορά πως μ᾿ αγαπά».
Όλιβερ: «Τι κάνει λοιπόν η συντηρήτριά μας; Χρησιμοποιεί ένα μονωτικό βερνίκι, για να εξασφαλίσει το ότι οι μπογιές που θα βάλλει θα μπορούν να αφαιρεθούν κάποτε στο μέλλον, όταν για παράδειγμα, η μόδα θα απαιτεί να επιδεικνύονται οι ιστορικές περιπέτειες των πινάκων, μαζί με την αισθητική αξία. Μόλις εκείνη μου είπε πως είναι ώρα να πηγαίνω, της είπα σ᾿ αγαπώ».
Τζίλιαν: «Πρέπει να σταματήσει αυτή η ιστορία. Δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη. Είναι στιγμές που εύχομαι να μου ριχτεί. Τότε θα του πω το "εντάξει Όλιβερ πάρε δρόμο"»
Στούαρτ: «Δεν είμαι σίγουρος πως μπορώ να το πιστέψω αυτό. Ο σύζυγος είναι ο πρώτο που το υποψιάζεται και ο τελευταίος που το μαθαίνει».
Όλιβερ: «Της τηλεφωνώ κάθε μέρα για να της πω, πως την αγαπώ. Σταμάτησε πια να μου κλείνει το τηλέφωνο».
Ο Στούαρτ μαθαίνει για το σπίτι που κρατά κοντά τους, ο Όλιβερ.
Στούαρτ: «Που το κάνουν; Στο δικό του σπίτι ή στο δικό της; Μήπως το κάνουν σε τούτο εδώ το κρεβάτι»;
Τζίλιαν: «Σήμερα με άγγιξε εκείνος; Λέτε να άρχισε. Έχουμε δα αγγιχτεί κι άλλες φορές. Έχω ανακατώσει τα μαλλιά του, έχουμε αγκαλιαστεί, φιληθεί σταυρωτά. Τούτο εδώ ήταν πολύ πολύ λιγότερο από όλα εκείνα κι ωστόσο πολύ περισσότερο. Τον ένιωσα να με πλησιάζει. Μου έβγαλε το κοκαλάκι μου, μου χτένισε τα μαλλιά πίσω απ᾿ το αφτί, ξανάβαλε το κοκαλάκι στη θέση του, και πήγε πίσω ξανά κι αυτός στη θέση του. Έπειτα εκείνος είπε "την αγαπώ αυτή τη χτένα". Τώρα το κάνει συνέχεια. Δε χρειάζεται να λυθούν τα μαλλιά μου. Αυτός βγάζει απλώς το κοκαλάκι, παίρνει τη χτένα, μου τα χτενίζει και τα ξαναπιάνει. Κι εγώ ανάβω και κορώνω. Σηκώθηκα και τον φίλησα. Άνοιξα το στόμα μου πάνω στο δικό του, τον έπιασα από τους ώμους και σφίχτηκα πάνω του έτσι, έτσι που να μπορεί να μ᾿ αγγίξει όπου ήθελε. Στεκόμουν εκεί και τον φιλούσα , με το κορμί μου να περιμένει τα χέρια του, με τα πόδια μου ανοιχτά . Τον φιλούσα και περίμενα. Σταμάτησε να με φιλάει. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους μου, και με οδήγησε πίσω στο καβαλέτο μου. Όλιβερ, πάμε να πέσουμε στο κρεβάτι. Ξέρετε τι έκανε; Μ᾿ έσπρωξε πίσω στην καρέκλα μου, κι έχωσε στο χέρι μου ένα πινέλο. "Σ᾿ αγαπώ" μου είπε "σε λατρεύω. Θέλω να είμαι συνεχώς μαζί σου. Θέλω να σε παντρευτώ. Θέλω ν᾿ ακούω αιώνια τη φωνή σου"»
Τζίλιαν: «Όλη την ώρα τον Όλιβερ σκέφτομαι. Ακόμα κι όταν βρίσκομαι με το Στούαρτ. Είναι φορές που δεν ανέχομαι καθόλου το ότι ο Στούαρτ είναι όλα κέφια. Γιατί δεν καταλαβαίνει ποιόν σκέφτομαι; Γιατί δεν μπορεί να διαβάσει τη σκέψη μου»;
Ο Όλιβερ επισκέπτεται το Στούαρτ, στο σπίτι του. Η Τζίλιαν είχε πάει να δει τη μαμά της. Διηγείται ο Όλιβερ.
Όλιβερ: «Όπως το λέω συνεχώς τώρα τελευταία, μην υποτιμάς το φίλο μας με τη παχιά γουνίτσα. "Τα έχετε φτιάξει με τη Τζιλ"; Ούτε φορτηγατζής να ᾿τανε δε θα το έλεγε έτσι χοντρά. "Στούαρτ", άρχισα "σε διαβεβαιώ πως η Τζίλιαν κι εγώ δεν έχουμε δεσμό" Εκείνος γρύλισε καθώς χώνευε δισταχτικά τα λόγια μου. "Απ᾿ την άλλη όμως" συνέχισα "σαν φίλος σε φίλο, πρέπει να σου πω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της. Κι αν μπορούσα να το ελέγξω, έστω και στο ελάχιστο, δε θα την ερωτευόμουν. Στούαρτ ζούμε στην εποχή των δυνάμεων της αγοράς. Θα ήταν αφελές να μη συνειδητοποιούμε ότι οι δυνάμεις της αγοράς εφαρμόζονται πλέον σε τομείς ολόκληρους της ζωής". "Δε μιλάμε για λεφτά εδώ πέρα. Γι αγάπη μιλάμε" διαμαρτυρήθηκε. "Α, μα υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί. Και τα δύο πάνε εκεί που τους κατεβεί, αδιαφορώντας τι αφήνουν πίσω τους. Κι ό έρωτας έχει τις εξαγορές του, τις πτώσεις των μετοχών του τις χρεοκοπίες του. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσεις Στου, είναι πως εγώ θα την κερδίσω. Η προσφορά μου θα γίνει δεκτή. Εσύ μπορεί να γίνεις επίτιμος διευθυντής - γνωστός και ως φίλος - μα έχει έρθει η ώρα να αποχωριστείς τη λιμουζίνα και το σοφέρ" Και πάνω εκεί συνέβη το ατύχημα. Απ᾿ όσο θυμάμαι ο Στούαρτ μου άναβε τσιγάρο, και για κάποιο λόγο σηκωνόμασταν - οπότε κοπανήσαμε τα κεφάλια μας, πράγμα που μας άφησε άναυδους και τους δυο».
Στούαρτ: «Παραδέχομαι πως ήταν κακό που τον κουτούλησα. Σηκώθηκα και του έκανα νόημα να σηκωθεί κι αυτός. Τον έπιασα από την μπλούζα, τον κοίταξα καταπρόσωπο, εκείνο το απαίσιο ιδρωμένο πρόσωπο που πηδιόταν με τη γυναίκα μου. Πότε το έκαναν τελευταία φορά; Χτες; Πριν από δυο μέρες; Του τράβηξα μια κουτουλιά κατάφατσα. Υπέκυψα κι εγώ στις δυνάμεις της αγοράς. Δεν έχει αλλάξει καθόλου ο Όλιβερ. "Δάνεισε μου μία λυρίτσα, δάνεισε μου τη γυναίκα σου"».
Τζίλιαν: «Αργότερα, κάθισα κι αναρωτήθηκα: αν δύο άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως είναι ο Στούαρτ και ο Όλιβερ, μπορούν και τα δύο να με ερωτευτούν, τότε ποια είμαι πραγματικά; Και ποια είναι αυτή που ερωτεύεται, πρώτα το Στούαρτ και ύστερα τον Όλιβερ; Η ίδια; Διαφορετική»;
Τα υπόλοιπα με τη σειρά τους: Διαζύγιο, Γάμος Όλιβερ Τζίλιαν.
Ο Στούαρτ, θέλει να είναι το αγκάθι που θα χωθεί βαθιά στο γάμο του Όλιβερ. Αποφασίζει να του "τη σπάσει" με τη παρουσία του.
Όλιβερ: «Μπάσταρδε. Χοντρέ, κωλοτραπεζικέ, σκατοφάγε. Ύστερα από τόσα και τόσα που έχω κάνει για σένα , όλα αυτά τα χρόνια. Έρχεσαι και μου γαμείς το γάμο μου, γαμείς την καλύτερη μέρα της ζωής μου».
Στις στράτες του κόσμου.
Ο Στούαρτ στην Αμερική: χαλαρωτικό μασάζ από Λίντα, Κιμ , Κέλι, Λορέν, Λίνζι , Σαρλότ...
Όλιβερ και Τζίλιαν στη Τουλούζη σ᾿ ένα χωριό.
Τζίλιαν: «Ήρθαμε εδώ επειδή ο Όλιβερ βρήκε δουλειά σ᾿ εκείνο το σχολείο της Τουλούζης. Ήρθαμε εδώ επειδή άκουσα πως υπήρχε μια πιθανότητα να μου δώσουν δουλειά απ᾿ το Μουσείο των Αυγουστίνων. Ήρθαμε εδώ επειδή θέλουμε η Σοφί να μιλάει άπταιστα δύο γλώσσες, σαν τη μαμά. Ήρθαμε εδώ γιατί ο Στούαρτ άρχισε να μου στέλνει λουλούδια».
Αλλά τα σύννεφα δεν αρχίζουν να φανούν:
Τζίλιαν: «Άκου να σου πω Όλιβερ, ένας από του κανόνες είναι· όχι τσιλημπουρδίσματα».
Τώρα Όλιβερ και Στούαρτ αλλάζουν ρόλους, μόνο η Τζίλιαν μένει αμετακίνητη σαν το στύλο στο γαϊτανάκι, όπως γράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ο Στούαρτ καταφθάνει στο χωριό σαν Καναδός στο ξενοδοχείο της μαντάμ Ριβ, και η οπτική τώρα αλλάζει. Ο Στούαρτ κρυφοκοιτάζει τώρα από ᾿να παράθυρο τη ζωή τους.
Όλιβερ: «Ώρα του μπρέκφαστ. Δεν την έχω δει να με κουρδίζει έτσι. Ο Βελονισμός του καυγά. Εγώ κοίταζα το πρόσωπό της, το πρόσωπο που ερωτεύτηκα τη μέρα που παντρευόταν ένα άλλο. Τα μαλλιά της αψηφούσαν τη βούρτσα, το στόμα της ανοιγόκλεινε συνέχεια, και σκεφτόμουν πως αν προσπαθείς να μη μοιάζεις τόσο με στρίγκλα, τότε θα πείσεις τον άντρα σου να μην έχει εξωσυζυγικές σχέσεις, που οπωσδήποτε δεν έχει. Έπειτα σηκώθηκα να φύγω για τη δουλειά, κι εκείνη με κατηγόρησε πως πάω να δω τη φιλενάδα μου. Μ᾿ ακολούθησε έξω, μέχρι το αυτοκίνητο τσιρίζοντας σαν καρακάξα και να μου ορμάει εκεί που εγώ παιδευόμουν να ξεκλειδώσω το Πεζό. Ε, τη κτύπησα κι εγώ. Με τα κλειδιά στο χέρι τη χτύπησα στο πρόσωπο και την έσκισα».
Μαντάμ Ριβ: «Είναι τρελοί αυτοί οι Εγγλέζοι. Εκείνος ο Καναδός που έπιασε το δωμάτιο Νο 6 κι έβγαινε έξω μόνο βράδυ, τελικά ήταν Άγγλος. Έμεινε στο δωμάτιο μια βδομάδα. Κι εκείνο το ζευγάρι που είχε αγοράσει το σπίτι του γέρο-Μπερντέν. Έδειχναν πολύ συμπαθητικά παιδιά, εκείνη ήταν πολύ περήφανη για το μωρό της, κι εκείνος πολύ περήφανος για το χαζό-Πεζό του, που χάλαγε όλη την ώρα. Και τι έγινε ξαφνικά; Βρίσκονταν έξι μήνες εδώ, ο κόσμος είχε αρχίσει να τους συμπαθεί, κι αυτοί έπιασαν τον καυγά στη μέση του δρόμου. Εκείνος τη κτύπησε δύο φορές στο πρόσωπο, πήδησε στο σαράβαλό του κι έφυγε. Εκείνη απόμεινε στη μέση του δρόμου για πέντε περίπου λεπτά, με το πρόσωπο ματωμένο. Ύστερα γύρισε στο σπίτι της , και δεν ξαναβγήκε από τότε. Μια βδομάδα αργότερα τα μάζεψαν όλα και εξαφανίστηκαν».
Εδώ ο Μπαρνς εγκαταλείπει τους ήρωες του. Τι να απέγιναν; Εύχομαι το ζευγάρι Όλιβερ, Τζίλιαν να μην είχε την τύχη του ζευγαριού Τζίμ και Κατρίν στο Έργο "Ζυλ και Τζιμ" του Τρυφώ, που αυτοκτονούν ανόητα πέφτοντας από μια γέφυρα με το αυτοκίνητο, και ο τρίτος του τριγώνου ο Ζυλ, τακτοποιεί τις τεφροδόχες τους, έργο που στο μυθιστόρημα θα επιτελούσε ο Στούαρτ. Ο Μπαρνς κάνει αναφορά στο έργο του Τρυφώ στο μυθιστόρημα. Και εκεί είχαμε ένα τρίγωνο, αλλά με πολύ νωχελικούς άντρες για να ανάψουν ερωτικές φλόγες.
Το μυθιστόρημα του Μπαρνς είναι γραμμένο με χιούμορ και ελαφράδα για τις ερωτικές σχέσεις, για τη φθορά του έρωτα αλλά και τη δύναμή του να διαλύει φιλίες όταν όλα έρχονται στο φως ή να τις ευτελίζει όταν μένουν στη σκιά. Το τέλος του μυθιστορήματος σου δίνει την αίσθηση όπως και στο άλλο του μυθιστόρημα "ένα κάποιο τέλος" ότι ο συγγραφέας δεν έχει τι να κάνει τους ήρωες τους, και αφήνει τον αναγνώστη να δώσει αυτός το τέλος. Βέβαια σε ένα μυθιστόρημα η πλοκή κατά την προσωπική μου γνώμη δεν είναι το πρωτεύον.