Εξομολογήσεις στον εαυτό μου...... Εκ βαθέων.
Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.
(Γ. Σεφέρης Piazza San Nicolo)
"Το τέλειο που δεν αξιωνόμαστε παρεχτός σε μιαν αστραπή, στην ελάχιστη στιγμή που τού χρειάζεται
για ν᾿ ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα" Οδυσσέας Ελύτης "Ανοιχτά χαρτιά"
Γυμνασιακά χρόνια. Επαρχία. "Έρημη χώρα". Απογευματινές βόλτες σ᾿ ένα δρόμο δικό μας, μόνο δικό μας, όχι αυτόν τής Κυριακής που είναι για όλο τον κόσμο. Μοναξιά και εφηβεία. Το μαράζι τού έρωτα, το μαράζι των κοριτσιών. Ο μέσα καημός προσπαθεί να βρει κι αυτός ένα κρυφό μονοπάτι να ξεπροβάλλει. Μικρές οάσεις τα πάρτι τής εποχής. Οι πιο προχωρημένοι και προχωρημένες ροκ-εντ-ρολ, τσα-τσα, τσάρλεστον, όπως έφταναν και στη μικρή επαρχία. Οι υπόλοιποι το χορό των μαζεμένων, το μπλουζ. Το περιμέναμε όπως το χώμα τη βροχή. "You are my destiny", κι ας μην καταλαβαίναμε τίποτα απ᾿ ότι έλεγε. Δεν είχε έρθει ακόμα η εποχή που οι μανάδες χεράκι χεράκι, πηγαίνουν τούς (τις) μπόμπιρες στα αγγλικά. Στην αγκαλιά μου βρέθηκε ένα κορίτσι. Κορμί ζεστό για να μεγαλώσει περισσότερο το μέσα καημό, και να τον αφήνει αξεδίψαστο. Το πολύ κοντά είναι πιο δυνατό, από τα "πρέπει" και τη συμβατικότητα και αφήνει τα κορμιά να μιλήσουν τη δική τους γλώσσα. Ανταπόκριση που ξεθαρρεύει σιγά σιγά μέσα σε μια κοινή "συνενοχή". Ξαφνικά το κορμί της, γίνεται ένα φύλλο που το τραντάζουν δυνατοί άνεμοι. Ένα κορμί που σπαράζει και προσπαθεί να κρατηθεί πάνω μου. Ένα δώρο από τα πιο μεγάλα που κάνει η ζωή ή μάλλον το απρόσμενο τυχαίο. Είναι αυτό το τέλειο που αξιωνόμαστε σε μιαν αστραπή όπως λέει ο Ελύτης. Μέσα στη σιωπή, χωρίς λόγια, με την καλά κρυμμένη συνενοχή των σωμάτων. Με το κορίτσι δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ. (Επαρχία γαρ), φορέσαμε πάλι τα φερσίματα των "αγαλμάτων" όπως πρώτα. Όμως προσωπικά αυτό το συναπάντημα το κράτησα πάντα με όλη τη ζεστασιά που τού άξιζε, και το κουβαλάω για να γλυκαίνει τις δύσκολες στιγμές.
|
"Στο θολωμένο μου μυαλό ........."

Αύγουστος ζέστη αφόρητη, άπνοια έξω και μέσα στη ψυχή. Ξεκινάς "μικρό παιδί" κι ας είσαι κιόλας εικοσιτεσσάρων χρόνων, για να δροσιστείς στη θάλασσα την παντοτινή, εφτά χιλιόμετρα δρόμο. Μεσόστρατα έρχεσαι εσύ αναψοκοκκινισμένη από τον ήλιο, και τα δικά σου όνειρα ενός κοριτσιού δεκαέξι χρόνων. «Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ᾿ την ανατολή τού ήλιου…… με την υγεία τού ήλιου στο κορμί….» θα αναρωτηθεί ο Ελύτης στο υπέροχο ποίημά του, "Ηλικία τής γλαυκής θύμησης». Τι γύρευε το παιδί των εικοσιτεσσάρων χρόνων, τι γύρευε το κορίτσι των δεκαέξι; Μια ερώτηση περιττή, γιατί χωράει μια μόνο απάντηση: τον Έρωτα.
Σήμερα που το μόνο πού έχει απομείνει είναι η γλαυκή θύμηση, εκείνο το παιδί που δεν είναι πια καθόλου παιδί, σκαλεύει τη μνήμη, να ανασύρει τις στιγμές εκείνης τής συνάντησης. Τι είπαν μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα; Το μόνο που με δυσκολία φτάνει στην επιφάνεια τρυπώντας το χρόνο, είναι η πρώτη φράση τού κοριτσιού «ήθελα να σε γνωρίσω». Όλα τα άλλα έχουν χαθεί στις πτυχές τού χρόνου. Ο Προυστ το έχει κηρύξει με έμφαση: « "η συνειδητή μνήμη" στηρίζεται σε προσπάθειες τού μηχανισμού τής λογικής και τής νόησης, για να ανασύρει κομμάτια από το χαμένο χρόνο, είναι ατελής και σκοντάφτει στις επικαλύψεις των αναμνήσεων από περιοχές τής λήθης, και τελικά ανασταίνει τον ξανακερδισμένο από το παρελθόν χρόνο, με ό,τι μπορεί να θυμηθεί, αλλοιώνοντας την αυθεντικότητα του». Πράγματι για το πρώην παιδί καμιά θύμηση, έστω και αλλοιωμένη για να δει ποιος ακριβώς ήταν.
Αλλά και "η ασύνειδη μνήμη" η οποία με την βοήθεια των αισθήσεων, τής γεύσης, τής όρασης, τής ακοής, τής αφής, τής όσφρησης, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο και η οποία φάνηκε τόσο αποκαλυπτική για τον Προυστ, ώστε να γράψει το Αριστούργημά του το "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο", για το μικρό μας πρωταγωνιστή που βέβαια δεν είναι ο Προυστ, τίποτα δεν ανασύρει, όσες φορές κι αν έχει φέρει τα βήματά του πάνω στην ίδια διαδρομή. Καμιά αίσθηση δεν έκανε κιχ. Όλα θαμμένα στη παντοτινή λησμονιά.
Μάλλον η μνήμη παρά τις όμορφες μυθιστορηματικές αναλύσεις, σώζει ό,τι βαθιά μάς χαράζει, ευχάριστα ή δυσάρεστα. Κι από εκείνη τη μέρα, μιας αναπάντεχης αποκαλυπτικής ευτυχίας, η μνήμη κράτησε μόνο τη συνεχή γραμμή των φιλιών μιας μεθυσμένης ανηφορικής επιστροφής κάτω από το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Αθήνα: Το ερωτικό πάθος μπορεί να αρχίζει με ένα Αυγουστιάτικο φεγγάρι αλλά αντέχει καθώς γίνεται όλο και πιο έντονο και τον γκρίζο ουρανό τής Αθήνας. Η μικρή είναι και κορίτσι και παθιασμένη ερωμένη. Πολύ προχωρημένη στις σπουδές τού έρωτα. Δασκάλα τού έρωτα, και το "μικρό παιδί" κοντά της μαθαίνει.
Αντέχει την Αθήνα, αντέχει όμως και την απόσταση Αθήνα - σύνορα, όπου το "παιδί" (αμάν πια μάς τα έπρηξες μ᾿ αυτό το παιδί θα πει κάποιος-α, αν κατά λάθος πέσει πάνω σ᾿ αυτό το πόνημα-πόνεμα), όπου λοιπόν καλείται να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα. Στις αρχές η ερωτική Θεσσαλονίκη, αφού έτσι αρέσει στους λογοτέχνες να την αποκαλούν, επιφυλάσσει παθιασμένες συναντήσεις για τους μικρούς ήρωες μας, σαν ενδιάμεσος τόπος συναντήσεων.
Κι εσύ "μικρό παιδί" προσπαθείς εκτός από το πάθος που μοιράζεστε, να μοιραστείς μαζί της και τον κόσμο σου, να την φέρεις πιο κοντά στο δικό σου, που ένα κομμάτι του ήταν κι ένας έντονος νεανικός αριστερισμός. Θυμάσαι ένα περιστατικό σε ένα ξενοδοχείο τής Θεσσαλονίκης να προσπαθείς να τής μεταδώσεις τον ενθουσιασμό σου, από το διάβασμα τού βιβλίου "Η δίκη τού Ρεζί Ντεμπρέ", τον ενθουσιασμό σου, από την περήφανη "απολογία" τού Ντεμπρέ στο Βολιβιανό δικαστήριο. «Λυπάμαι που είμαι αθώος για όλες τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον μου, και ένοχος για τη δέσμευση, για όποιον είχε την τύχη να δει τον Τσε Γκεβάρα να ζει, να σκέφτεται, ν᾿ αγωνίζεται, να τού μείνει πιστός και να ακολουθήσει το παράδειγμά του, στο μέτρο των ικανοτήτων του μέχρι τέλος». Τι να σκεφτόταν το κορίτσι εκείνη την ώρα, διαβάζοντάς της. Κρίνοντάς την εκ των υστέρων, τη μπερδεύεις μάλλον με την πρωταγωνίστρια σ᾿ ένα διήγημα τού Μάριου Χάκκα: «Όλα σου τα βιβλία φτηνά σέξι ρομάντζα, "ή ωραία τής ημέρας", "ή ματωμένη κομπινεζόν". Το προσφιλές σου βιβλίο Κάμα Σούτρα, διαλυμένο, φύλλα και φτερά, ρούφηξες μέχρι τα εξώφυλλα. Όμως ο Θουκυδίδης πού σού χάρισα, άκοπος. Κάθε φορά πού το παρατηρούσα μούλεγες πώς είχε χαθεί ο χαρτοκόπτης. Τώρα ψάχνω και βρίσκω κάτω απ᾿ το κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες».
Κοινοτοπίες των ερωτικών σχέσεων, χωρισμοί, ζήλιες, όταν αρχίζουν οι πρώτες ρωγμές, και αρχίζουν να αραιώνουν ή να σταματούν τα ταξίδια με το τραίνο για Θεσσαλονίκη.
Αθήνα με άδεια που την κρατάς μυστική. Πάλι Αύγουστος βράδυ: Τής κτυπάς το κουδούνι. Κατεβαίνει τη σκάλα μισόγυμνη, με το κορμί της λαχταριστό, με δυο ρόγες όρθιες γεμάτες υποσχέσεις και ρίχνεται στην αγκαλιά σου. Αλλά εσύ "σαν έτοιμος από καιρό" με το αλάνθαστο ένστικτο τού προδομένου, έχεις κλείσει τα αυτιά σου στο τραγούδι τής σειρήνας, και αντί να μπεις στο διαμέρισμα τής Κίρκης, συνεχίζεις να ανεβαίνεις τη σκάλα μέχρι την ταράτσα. Και βλέπεις αυτό που περιμένεις: ένα μικροκαμωμένο νεαρό γυμνό, με τα παπούτσια κυριολεκτικά στο χέρι. Καμιά κουβέντα. Μαζί του δεν έχεις τίποτα. Έχει όμως με κάποια. Αυτή θα "πληρώσει" την κοροϊδία. Η πληρωμή είναι ό,τι είναι πιο πρόχειρο εκείνη τη στιγμή: Ένας άγριος ξυλοδαρμός έξω από κάθε έλεγχο. "Στο θολωμένο μου μυαλό…." λέει το τραγούδι, και συ στα τέτοια σου εκείνη τη στιγμή , αν συμφωνούν ή δεν συμφωνούν μ' αυτό οι φεμινίστριες. Ούτε ξέρεις τι ακριβώς σού απάντησε η συμπρωταγωνίστρια: «Μαζί σου ήμουν ερωτευμένη, μ᾿ αυτόν έκανα το κέφι μου» ή "εσένα σ᾿ αγαπούσα, μ᾿ αυτόν έκανα το κέφι μου» Αν είπε το πρώτο είναι μια έστω παρηγοριά. Αν είπε το δεύτερο ήταν σα να σού είπε, σ᾿ είχα χεσμένο. Ούτε ξέρεις αν είπε μ᾿ αυτόν ή μ᾿ αυτούς.
Η συνέχεια ήταν τρία απανωτά γαμήσια, που δεν μπορώ κατ᾿ εξουσιοδότηση σου να τα γράψω αλλιώς, γιατί ανατρέχουν στη πηγή, στις ρίζες, στην ουσία, απαλλαγμένα από κάθε φιοριτούρα.
Κι εσύ το "παιδί" μ' ένα δικό σου, ολότελα δικό σου, κατάδικό σου κλάμα με λυγμούς, έκλεισες για πάντα την πόρτα, με μιαν ευχή "καλή τύχη".
Σήμερα που το μόνο πού έχει απομείνει είναι η γλαυκή θύμηση, εκείνο το παιδί που δεν είναι πια καθόλου παιδί, σκαλεύει τη μνήμη, να ανασύρει τις στιγμές εκείνης τής συνάντησης. Τι είπαν μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα; Το μόνο που με δυσκολία φτάνει στην επιφάνεια τρυπώντας το χρόνο, είναι η πρώτη φράση τού κοριτσιού «ήθελα να σε γνωρίσω». Όλα τα άλλα έχουν χαθεί στις πτυχές τού χρόνου. Ο Προυστ το έχει κηρύξει με έμφαση: « "η συνειδητή μνήμη" στηρίζεται σε προσπάθειες τού μηχανισμού τής λογικής και τής νόησης, για να ανασύρει κομμάτια από το χαμένο χρόνο, είναι ατελής και σκοντάφτει στις επικαλύψεις των αναμνήσεων από περιοχές τής λήθης, και τελικά ανασταίνει τον ξανακερδισμένο από το παρελθόν χρόνο, με ό,τι μπορεί να θυμηθεί, αλλοιώνοντας την αυθεντικότητα του». Πράγματι για το πρώην παιδί καμιά θύμηση, έστω και αλλοιωμένη για να δει ποιος ακριβώς ήταν.
Αλλά και "η ασύνειδη μνήμη" η οποία με την βοήθεια των αισθήσεων, τής γεύσης, τής όρασης, τής ακοής, τής αφής, τής όσφρησης, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο και η οποία φάνηκε τόσο αποκαλυπτική για τον Προυστ, ώστε να γράψει το Αριστούργημά του το "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο", για το μικρό μας πρωταγωνιστή που βέβαια δεν είναι ο Προυστ, τίποτα δεν ανασύρει, όσες φορές κι αν έχει φέρει τα βήματά του πάνω στην ίδια διαδρομή. Καμιά αίσθηση δεν έκανε κιχ. Όλα θαμμένα στη παντοτινή λησμονιά.
Μάλλον η μνήμη παρά τις όμορφες μυθιστορηματικές αναλύσεις, σώζει ό,τι βαθιά μάς χαράζει, ευχάριστα ή δυσάρεστα. Κι από εκείνη τη μέρα, μιας αναπάντεχης αποκαλυπτικής ευτυχίας, η μνήμη κράτησε μόνο τη συνεχή γραμμή των φιλιών μιας μεθυσμένης ανηφορικής επιστροφής κάτω από το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Αθήνα: Το ερωτικό πάθος μπορεί να αρχίζει με ένα Αυγουστιάτικο φεγγάρι αλλά αντέχει καθώς γίνεται όλο και πιο έντονο και τον γκρίζο ουρανό τής Αθήνας. Η μικρή είναι και κορίτσι και παθιασμένη ερωμένη. Πολύ προχωρημένη στις σπουδές τού έρωτα. Δασκάλα τού έρωτα, και το "μικρό παιδί" κοντά της μαθαίνει.
Αντέχει την Αθήνα, αντέχει όμως και την απόσταση Αθήνα - σύνορα, όπου το "παιδί" (αμάν πια μάς τα έπρηξες μ᾿ αυτό το παιδί θα πει κάποιος-α, αν κατά λάθος πέσει πάνω σ᾿ αυτό το πόνημα-πόνεμα), όπου λοιπόν καλείται να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα. Στις αρχές η ερωτική Θεσσαλονίκη, αφού έτσι αρέσει στους λογοτέχνες να την αποκαλούν, επιφυλάσσει παθιασμένες συναντήσεις για τους μικρούς ήρωες μας, σαν ενδιάμεσος τόπος συναντήσεων.
Κι εσύ "μικρό παιδί" προσπαθείς εκτός από το πάθος που μοιράζεστε, να μοιραστείς μαζί της και τον κόσμο σου, να την φέρεις πιο κοντά στο δικό σου, που ένα κομμάτι του ήταν κι ένας έντονος νεανικός αριστερισμός. Θυμάσαι ένα περιστατικό σε ένα ξενοδοχείο τής Θεσσαλονίκης να προσπαθείς να τής μεταδώσεις τον ενθουσιασμό σου, από το διάβασμα τού βιβλίου "Η δίκη τού Ρεζί Ντεμπρέ", τον ενθουσιασμό σου, από την περήφανη "απολογία" τού Ντεμπρέ στο Βολιβιανό δικαστήριο. «Λυπάμαι που είμαι αθώος για όλες τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον μου, και ένοχος για τη δέσμευση, για όποιον είχε την τύχη να δει τον Τσε Γκεβάρα να ζει, να σκέφτεται, ν᾿ αγωνίζεται, να τού μείνει πιστός και να ακολουθήσει το παράδειγμά του, στο μέτρο των ικανοτήτων του μέχρι τέλος». Τι να σκεφτόταν το κορίτσι εκείνη την ώρα, διαβάζοντάς της. Κρίνοντάς την εκ των υστέρων, τη μπερδεύεις μάλλον με την πρωταγωνίστρια σ᾿ ένα διήγημα τού Μάριου Χάκκα: «Όλα σου τα βιβλία φτηνά σέξι ρομάντζα, "ή ωραία τής ημέρας", "ή ματωμένη κομπινεζόν". Το προσφιλές σου βιβλίο Κάμα Σούτρα, διαλυμένο, φύλλα και φτερά, ρούφηξες μέχρι τα εξώφυλλα. Όμως ο Θουκυδίδης πού σού χάρισα, άκοπος. Κάθε φορά πού το παρατηρούσα μούλεγες πώς είχε χαθεί ο χαρτοκόπτης. Τώρα ψάχνω και βρίσκω κάτω απ᾿ το κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες».
Κοινοτοπίες των ερωτικών σχέσεων, χωρισμοί, ζήλιες, όταν αρχίζουν οι πρώτες ρωγμές, και αρχίζουν να αραιώνουν ή να σταματούν τα ταξίδια με το τραίνο για Θεσσαλονίκη.
Αθήνα με άδεια που την κρατάς μυστική. Πάλι Αύγουστος βράδυ: Τής κτυπάς το κουδούνι. Κατεβαίνει τη σκάλα μισόγυμνη, με το κορμί της λαχταριστό, με δυο ρόγες όρθιες γεμάτες υποσχέσεις και ρίχνεται στην αγκαλιά σου. Αλλά εσύ "σαν έτοιμος από καιρό" με το αλάνθαστο ένστικτο τού προδομένου, έχεις κλείσει τα αυτιά σου στο τραγούδι τής σειρήνας, και αντί να μπεις στο διαμέρισμα τής Κίρκης, συνεχίζεις να ανεβαίνεις τη σκάλα μέχρι την ταράτσα. Και βλέπεις αυτό που περιμένεις: ένα μικροκαμωμένο νεαρό γυμνό, με τα παπούτσια κυριολεκτικά στο χέρι. Καμιά κουβέντα. Μαζί του δεν έχεις τίποτα. Έχει όμως με κάποια. Αυτή θα "πληρώσει" την κοροϊδία. Η πληρωμή είναι ό,τι είναι πιο πρόχειρο εκείνη τη στιγμή: Ένας άγριος ξυλοδαρμός έξω από κάθε έλεγχο. "Στο θολωμένο μου μυαλό…." λέει το τραγούδι, και συ στα τέτοια σου εκείνη τη στιγμή , αν συμφωνούν ή δεν συμφωνούν μ' αυτό οι φεμινίστριες. Ούτε ξέρεις τι ακριβώς σού απάντησε η συμπρωταγωνίστρια: «Μαζί σου ήμουν ερωτευμένη, μ᾿ αυτόν έκανα το κέφι μου» ή "εσένα σ᾿ αγαπούσα, μ᾿ αυτόν έκανα το κέφι μου» Αν είπε το πρώτο είναι μια έστω παρηγοριά. Αν είπε το δεύτερο ήταν σα να σού είπε, σ᾿ είχα χεσμένο. Ούτε ξέρεις αν είπε μ᾿ αυτόν ή μ᾿ αυτούς.
Η συνέχεια ήταν τρία απανωτά γαμήσια, που δεν μπορώ κατ᾿ εξουσιοδότηση σου να τα γράψω αλλιώς, γιατί ανατρέχουν στη πηγή, στις ρίζες, στην ουσία, απαλλαγμένα από κάθε φιοριτούρα.
Κι εσύ το "παιδί" μ' ένα δικό σου, ολότελα δικό σου, κατάδικό σου κλάμα με λυγμούς, έκλεισες για πάντα την πόρτα, με μιαν ευχή "καλή τύχη".
Τα απραγματοποίητα ζουν περισσότερο..... γιατί δεν πρόλαβαν να φθαρούν.
Μουτράκι σαν τής Μόλλυ, από το μυθιστόρημα τής Σώτης Τριανταφύλλου, με ένα όμορφο κορμί και γοητεία μαθήτριας σε στιγμή μεγάλης προσωπικής ψυχικής ξηρασίας πέφτει "εξ ουρανών" , αλλά σε λάθος παραλήπτη, ζαλισμένο προς στιγμή από την αποθέωση τής σύμπτωσης.
Γοητεία αλλά και επίγνωση. Όμως το παιγνίδι θα "προσπαθήσει" να παιχτεί, αυτό το αιώνιο παιγνίδι για το οποίο μόνο υπάρχουμε. Μπορείς να φέρεις κοντά το κορίτσι ή το παιγνίδι είναι από την αρχή χαμένο; Είναι σημαδεμένο και από τη μεριά της, παίζεται μόνο στο επίπεδο τής ευγένειας και τής συμβατικότητας; Μιλάει για μνήμες σωματικές, κρυμμένες, απωθημένες στο ασυνείδητο, οι οποίες μπορούν με κατάλληλο χειρισμό να ξυπνήσουν. Δίνει μεγάλη σημασία στη καρδιά όπως λέει, ούτε καν στη "ψυχή", κι εγώ αδιόρθωτος Αναγεννησιακός να επιμένω πως όλα συναισθήματα, αισθήματα, ευαισθησίες, είναι προϊόντα τού εγκεφάλου. Το τέλος είναι αυτό που περίμενα. Ένα πλοίο που σε παίρνει μέσα στο πρωινό σκοτάδι, και λόγια συμπάθειας που το λεξικό των προσωπικών ερμηνειών, δεν το εξηγεί σα "χωρισμό", αλλά σαν το τέλος των ψευδαισθήσεων. Των ψευδαισθήσεων που παρά τη γνώση και τη λογική καραδοκούν, αφήνουν χαραμάδες για την ελπίδα και την αποδοχή. Αυτές οι χαραμάδες κλείνουν οριστικά κάποια στιγμή σαν αυτή, για μια πιο βαθιά συνειδητοποίηση τού χρόνου, τής φθοράς τού περάσματος τής ζωής. Μια νίκη ολοκληρωτική, τής συμβατικότητας και τής λογικής, για την οποία πιστεύουμε όταν πρόκειται για μάς, ότι θα είναι καλή, ότι θα κάνει τα στραβά μάτια . |