Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό
Στην Τζίνα Πολίτη
Η "ανασκαφή" μιας ποιητικής συλλογής για την εύρεση των επτά τύψεων και πιθανόν και άλλων ευρημάτων.
Μια δύσκολη "ανασκαφή" σε ένα τοπίο με απρόσμενα ευρήματα, ενώ το κύριο έργο ήταν να ανασύρει τα ομοιώματα των «εφτά τύψεων για τον ουρανό». Εκ πρώτης, το προς διερεύνηση τοπίο είναι ρευστό ως προς το όνομά και τα όρια του. Τι σημαίνει τύψεις για τον ουρανό; Εάν το όνομά του ήταν λχ. «Έξι και μία τύψεις τού ουρανού» ή «Έξι και μία τύψεις εξ αιτίας τού ουρανού». Ποιος "τύπτεται" (κατά το Ομηρικό), ο ποιητής; ο ποιητής επικαλούμενος τον ουρανό; ο ουρανός αν τού προσδώσεις "οντότητα" και μάλιστα θεολογική; Οπότε σαν " κατοικία τού θεού" κατά την θρησκεία, μπορεί ο θεός να "ρίχνει μαύρο δάκρυ", όχι από τις "έξι και μία" αλλά από τις εκατομμύρια και μία τύψεις για το ανοσιούργημα τής "δημιουργίας του". Κάνω κακό χιούμορ μακριά από τον υπερβατικό Ελύτη. Ο Μάριο Βίττι (Οδυσσέας Ελύτης-Κριτική Μελέτη εκδόσεις Ερμής) προσπαθώντας να προσεγγίσει την κατά τον Ελύτη "Τύψη", λαμβάνοντας υπ᾿ όψιν του δύο ρήσεις τού ίδιου τού Ελύτη, μία για τα ποιήματα τού Ουνγκαρέτι στα "Ανοιχτά χαρτιά" και μία από τον υπομνηματισμό που έκανε ο Ελύτης για το "Άξιον Εστί", καταλήγει στην ακόλουθη προσέγγιση: «τύψη είναι μια κατάσταση "θολή" (απροσδιόριστη όχι σκοτεινή), μια κηλίδα, μια σκιά που την προξενεί το ανύπαρχτο για τις αισθήσεις (το υπερβατό) και που δεν πρόλαβε να γίνει πληγή· μπορεί να κατανικηθεί από την "αγνότητα"». Στο ίδιο βιβλίο ο Μάριο Βίττι γράφει « "οι έξι και μία τύψεις για τον ουρανό" ασκούν μεγάλη υποβολή πάνω στον αναγνώστη αλλά προστατεύουν πεισματικά το μυστικό τους από αυτόν…….. Η αποκρυπτική αυτή τάση πρέπει να οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες. Ένας από τους κυριότερους όμως νομίζω πως είναι το γεγονός ότι δύο σημαντικά συστατικά της ποιητικής έκφρασης υποχωρούν ταυτοχρόνως σε δεύτερο πλάνο: οι σημασίες και τα συναισθήματα. |
Ο ΑΓΡΆΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΊΑ
Ο αγράμματος και η ωραία. Διαβάζει ο Οδυσσέας Ελύτης
Σχόλια
Ευρήματα: Ο Έρωτας, η γυναίκα η «αλλιώς ωραία», αγρυπνούσα συνείδηση, αμόλυντη μέχρι διαφάνειας, «Καθαρότη απίστευτη άφηνε σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί», με την ομορφιά (το δάκρυ), να ξεχειλίζει από την όψη της, όσο βαστούσε ο λογισμός «που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά» (βλέπε και "Άξιον Εστί" "Προφητικόν")
« Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία τής Αγοράς…..»), είναι λοιπόν η γυναίκα που μαζί της ο ποιητής, έξω από την "αγορά τής πολιτείας, ονειρεύεται την ερημιά ενός ποιητικού παραδείσου. Μήπως όμως η γνώση που έχει ο ποιητής: «Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι» είναι η τύψη που θα τον βαρύνει για το ανέφικτο αυτής τής παραδείσιας ουτοπίας, στην οποία ονειρεύεται να μην υπάρχει ούτε καν αιτία για δάκρυ. Η επίγνωση αυτής τής υπαρξιακής μοναξιάς και το ανέλπιδο της παραδείσιας ερωτικής ερημίας, διασπείρουν την αβάσταχτη μοναξιά στο σύμπαν. Άλλα ευρήματα αυτά μεταφυσικής φύσεως, και στα οποία προσωπικά είμαι δυσανεκτικός: « σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν» |
Συχνά, στην Κοίμηση τού Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ απ᾿ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μ᾿ όλο που η
μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη. Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε τού παπά το χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά τής νύχτας κατοικίδια — το φύσημα τής δεντρολιβανιάς και την αθάλη τού καπνού από τα καμίνια -- στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε Αλλιώς ωραία! Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ᾿ ένα θρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν. Και μία Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί, Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι ανθρώποι, δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ. Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά, Τεντωμένα στ᾿ ακρότατα σημεία τού Μεγάλου Κυνός και τής Παρθένου. «Μακριά απ᾿ τη λοιμική τής πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ᾿ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα. » Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν᾿ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων, »Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι »Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!» |
Η ΑΥΤΟΨΙΑ
Η Αυτοψία. Διαβάζει ο Οδυσσέας Ελύτης
Σχόλια
Εδώ η αποκάλυψη τής "ανασκαφής" είναι ένα Αριστούργημα. Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα τής παγκόσμιας ποιητικής Ανθολογίας. Ένα εύρημα διαφορετικό από τα άλλα, έξι. Τι να γράψεις για αυτή την ποιητική σύλληψη και την καταγραφή της. Ένα ποίημα μετωνυμία τής μοναξιάς. Ένα ποίημα μεταφοράς τής ιατροδικαστικής έρευνας στο σώμα ενός νεκρού, στην "ιατροδικαστική" διερεύνηση πάνω στο σώμα του "νεκρού" ποιητή.
Το μαχαίρι στο σώμα τού ποιητή δεν βρίσκει σωματικά ευρήματα, αλλά αποκαλυπτικά ποιητικά ευρήματα. Ποια είναι αυτά: «ο χρυσός τής λιόριζας να ᾿χει σταλάξει στα φύλλα τής καρδιάς του» «μια πυράδα παράξενη που του ᾿χε αρπάξει τα σωθικά». «η κυανωπή γραμμή τού ορίζοντα έντονα χρωματισμένη», κάτω από το δέρμα. « τα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα». «μια ηχώ ουρανού στον εγκέφαλο» «λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο αριστερό του αυτί» «ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη» από το ερωτικό πάθος. «οι φωνές των πουλιών, που ᾿χε σ᾿ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει» Και που ξεχύθηκαν όλες μαζί, και δεν άφησαν το μαχαίρι να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος. «Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό Που τ᾿ αντίκρισε--είναι φανερό--στη στάση την τρομαχτική του αθώου». «Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή». Το «Θα ᾿χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος», εναπόκειται στην ποιητική έρευνα να το διευκρινίσει. Το πιο πιθανό είναι μια ερωτική νύξη για να αποφύγω μεταφυσικές ερμηνείες όπως τού Καραντώνη (απ᾿ όπου δεν είναι παράξενο), «μήπως αυτοί οι καρποί δεν είναι παρά η μεταποίηση σε αγαθά των αιωνίων αξιών που συνθέτουν το σώμα και την ψυχή τού ποιητή», ή από το Δημήτρη Μαρωνίτη (από τον οποίο δεν το περιμένεις), «το θέμα τής δοξαστικής ανάστασης--ανάληψης, στην Αυτοψία συμπυκνώνεται στην έξοδο τού ποιήματος ως λιτή αλλά πολυσήμαντη γήινη υπόσχεση: «Θα᾿ χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος». |
Λοιπόν, ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να ᾿χει σταλάξει στα φύλλα τής καρδιάς του.
Κι από τις τόσες φορές όπου ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του ᾿χε αρπάξει τα σωθικά. Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή τού ορίζοντα έντονα χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα. Οι φωνές των πουλιών, που ᾿χε σ᾿ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι. Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό Που τ᾿ αντίκρισε--είναι φανερό--στη στάση την τρομαχτική τού αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή. Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη. Και μονάχα στην κόγχη από τ᾿ αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το μαράζι τού έρωτα και τη βοή τού άνεμου. Όσο γι᾿ αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ᾿ αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε γυναίκα. Θα ᾿χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος. |
Ο ΎΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΊΩΝ
Ο ύπνος των γενναίων. Διαβάζει ο Οδυσσέας Ελύτης
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τούς έριξε το Ασάλευτο Μπρούμυτα, σ᾿ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα ᾿φτανε να πικράνει τον αέρα τού Άδη (Το ᾿να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν᾿ αρπαχτεί απ᾿ το μέλλον, τ᾿ άλλο κάτω απ᾿ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι, Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας) Κει τούς απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα. Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ᾿ ουρανού Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος... Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί, Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο, Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου! (14) Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματά τους. (15) Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ᾿ ανοιχτά για πάντα, κει που μεμιάς τούς έριξε το Ασάλευτο (16) Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα. |
Ο ύπνος των γενναίων (παραλλαγή). Διαβάζει ο Οδυσσέας Ελύτης
Στην παραλλαγή αντί των τριών τελευταίων στίχων (14,15,16,) υπάρχουν οι στίχοι:
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν᾿ αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους όνομα, Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ, μοναχά το μένος τής αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τούς καταρράχτες... Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ᾿ τα βάραθρα, την είπανε Αρετή και τής έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα. Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει, Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά τοὐ Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη τού Αντρός. Και η άχνα που ανεβαίνει απ᾿ τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων. Σχόλιο στην Παραλλαγή: ξεχωρίζουν για την ποιητική τους δύναμη, οι παρακάτω στίχοι: Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ᾿ τα βάραθρα, την είπανε Αρετή και τής έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα. Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει. Σχόλια: Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τον ποιητή, Από τη θυσία των γενναίων, (από τα "Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη" όπου τούς έριξε το Ασάλευτο, χαράζοντας με το αίμα τους τη μελανάδα τ᾿ ουρανού, χωρίς ρυτίδα ή τύψη), ένας καινούργιος ήλιος γεννιέται μετατρέποντας σιγά σιγά το σκοτάδι σε φως κι όλα, όρη, δέντρα, ποταμοί ξαναγεννιούνται και αρχίζουν να λάμπουν, με τούς γενναίους (νεκρούς) να προχωρούν με θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο, κουβαλητές ενός απέραντου γαλάζιου για να αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους νόημα.. Ο ποιητής δικαιώνει το θάνατο των γενναίων, που καταργεί ένα κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν μελανουργήσει, αποκαθιστώντας την Αρετή. Είναι θέμα θεώρησης: Υπάρχει και ή άλλη άποψη που εκφράζεται μέσα από τούς στίχους: «Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα». |
ΛΑΚΩΝΙΚΌΝ
Ο καημός τού θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη τής πέτρας και τού αιθέρος, Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο Χειμώνα ελάχιστε, Η ζωή καταβάλλει τον οβολό τού φύλλου τής ελιάς Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ᾿ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου. |
Σχόλιο:
Ένα επιμελημένα κρυπτικό ποίημα και θα ξεχώριζα τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο: «Ο καημός τού θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο». «Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων( η ζωή) μ᾿ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο τού Ανέλπιστου». |
ΚΑΤΑΓΩΓΉ ΤΟΎ ΤΟΠΊΟΥ
ή
ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΟΎ ΕΛΈΟΥΣ
|
Μονομιάς, η σκιά τής χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της: Μεσημέρι.
Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ᾿ τον ώμο τής Κόρης τού Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων. Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ᾿ άγγιξε κι έτρεχα σαν τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ᾿ αποστέγνωσε, κι έμεινα μόνος. Μόνος. Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια να ᾿μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος τού Ελέους! Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη τού βράχου, ανάρραγου από την κορφή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλον αιώνα. Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου ᾿δωκεν η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοιγα τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να ᾿ταν αυτό που γύρευα; η αγνότητα; Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα τής μυρσίνης όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ᾿ αηδόνι. Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λίγο τού όρκου στα δυο μάτια και τα δάχτυλα έξω απ᾿ τη φθορά. Τέτοιες χρονιές — α ναι — θα ᾿ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο τρυφερό το απέραντο γαλάζιο! Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να με ατενίζει. Δίχως έλεος. Κι ήταν αυτό η αγνότητα. Όμορφη, κι απ᾿ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ᾿ τον σημαφόρο τού ήλιου, η Κόρη τού Ευθυδίκου δάκρυζε Που μ᾿ έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς θεούς, αλλά βαρύς απ᾿ ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα τού θανάτου. Μονομιάς, η σκιά τής χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της: Μεσημέρι. |
Σχόλια
Ήδη από το τίτλο τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Τι είναι η καταγωγή τού τοπίου, τι είναι το τέλος τού Ελέους;
Κόρη τού Ευθυδίκου: Μία από τις κόρες τού Παρθενώνα. Πως ανάγεται σε σύμβολο με καθολικότητα και αναγωγισημότητα, όταν το μόνο που γνωρίζουμε από το όσο έψαξα είναι η επιγραφή στη βάση, σύμφωνα με την οποία, η κόρη αφιερώθηκε στην Αθηνά από τον Ευθύδικο, γιο τού Θαλιάρχου; Έργο Αττικού εργαστηρίου, χαρακτηριστικό τού αυστηρού ρυθμού, (480-470 π.Χ.).
«Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ᾿ τον
ώμο της Κόρης τού Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων».
«Όμορφη, κι απ᾿ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ᾿ τον
σημαφόρο τού ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε»
Γράφει ο Ελύτης στο "Οδυσσέας Ελύτης "εκδόσεις Άκμων" σελ. 198:
«Ας πάρουμε το βιβλίο μου "Έξι και Μία Τύψεις για τον ουρανό". Υπάρχει εκεί ένα ποίημα που αρχίζει με ένα χελιδόνι το οποίο περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Αυτή η πράξη, που θα μπορούσε να περιληφθεί σ᾿ ένα μόνο στίχο, αντίθετα μεγαλώνει και σχηματίζει το υπόλοιπο τού ποιήματος. Αυτό αποτελεί ό,τι εννοώ με την ανάπτυξη μιας στιγμιαίας εντύπωσης. Υπάρχει στην ποίησή μου ένα είδος μετεωρισμού· υπάρχουν πλάσματα που τείνουν ν᾿ ανέβουν στον ουρανό, ν᾿ ανυψωθούν στα ύψη. Ο ανθυπολοχαγός στην εκστρατεία τής Αλβανίας είναι πεθαμένος κι όμως ανυψώνεται·……….»
Ο Μάριο Βίττι στη μελέτη του "Οδυσσέας Ελύτης-Κριτική Μελέτη εκδόσεις Ερμής" το αποκαλεί αυτό "ανάπτυξη τού στιγμιαίου".
Μέσα λοιπόν σ᾿ αυτή την έκρηξη τής στιγμής θα μπορούσαν να χωρέσουν οι εντυπώσεις τού ποιητή:
Το φως, χάραξε πάνω στη σάρκα μου, το μενεξεδί αποτύπωμα τής τύψης, κι μ᾿ έκανε να τρέχω σαν τρελός.
Η ζήλεια τού ποιητή για την καθαρότητα τής σταλαγματιάς πάνω στα σκίνα.
Το πάθος για κατάδυση και ξέδομα στη θάλασσα σαν κολυμβήθρα κάθαρσης και αγνότητας, ενάντια στην βλασφημία.
Η ομορφιά τής φωνής λέγοντας "χρυσέ μου", ξημερώματα, που ζήλεψε ακόμη και το αηδόνι.
Οι δοκιμασίες, για να φθάσει στην τρυφερότητα τού απέραντου γαλάζιου.
Η συμμαχία και διάχυση μέσα στο φως, δίχως έλεος, που οδηγεί στην αγνότητα.
Ίσως αυτό να είναι και το "τέλος τού Ελέους" τού τίτλου.
Κόρη τού Ευθυδίκου: Μία από τις κόρες τού Παρθενώνα. Πως ανάγεται σε σύμβολο με καθολικότητα και αναγωγισημότητα, όταν το μόνο που γνωρίζουμε από το όσο έψαξα είναι η επιγραφή στη βάση, σύμφωνα με την οποία, η κόρη αφιερώθηκε στην Αθηνά από τον Ευθύδικο, γιο τού Θαλιάρχου; Έργο Αττικού εργαστηρίου, χαρακτηριστικό τού αυστηρού ρυθμού, (480-470 π.Χ.).
«Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ᾿ τον
ώμο της Κόρης τού Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων».
«Όμορφη, κι απ᾿ των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ᾿ τον
σημαφόρο τού ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε»
Γράφει ο Ελύτης στο "Οδυσσέας Ελύτης "εκδόσεις Άκμων" σελ. 198:
«Ας πάρουμε το βιβλίο μου "Έξι και Μία Τύψεις για τον ουρανό". Υπάρχει εκεί ένα ποίημα που αρχίζει με ένα χελιδόνι το οποίο περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Αυτή η πράξη, που θα μπορούσε να περιληφθεί σ᾿ ένα μόνο στίχο, αντίθετα μεγαλώνει και σχηματίζει το υπόλοιπο τού ποιήματος. Αυτό αποτελεί ό,τι εννοώ με την ανάπτυξη μιας στιγμιαίας εντύπωσης. Υπάρχει στην ποίησή μου ένα είδος μετεωρισμού· υπάρχουν πλάσματα που τείνουν ν᾿ ανέβουν στον ουρανό, ν᾿ ανυψωθούν στα ύψη. Ο ανθυπολοχαγός στην εκστρατεία τής Αλβανίας είναι πεθαμένος κι όμως ανυψώνεται·……….»
Ο Μάριο Βίττι στη μελέτη του "Οδυσσέας Ελύτης-Κριτική Μελέτη εκδόσεις Ερμής" το αποκαλεί αυτό "ανάπτυξη τού στιγμιαίου".
Μέσα λοιπόν σ᾿ αυτή την έκρηξη τής στιγμής θα μπορούσαν να χωρέσουν οι εντυπώσεις τού ποιητή:
Το φως, χάραξε πάνω στη σάρκα μου, το μενεξεδί αποτύπωμα τής τύψης, κι μ᾿ έκανε να τρέχω σαν τρελός.
Η ζήλεια τού ποιητή για την καθαρότητα τής σταλαγματιάς πάνω στα σκίνα.
Το πάθος για κατάδυση και ξέδομα στη θάλασσα σαν κολυμβήθρα κάθαρσης και αγνότητας, ενάντια στην βλασφημία.
Η ομορφιά τής φωνής λέγοντας "χρυσέ μου", ξημερώματα, που ζήλεψε ακόμη και το αηδόνι.
Οι δοκιμασίες, για να φθάσει στην τρυφερότητα τού απέραντου γαλάζιου.
Η συμμαχία και διάχυση μέσα στο φως, δίχως έλεος, που οδηγεί στην αγνότητα.
Ίσως αυτό να είναι και το "τέλος τού Ελέους" τού τίτλου.
Ο ΆΛΛΟΣ ΝΏΕ
Έριξα τούς ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους τού μέλλοντος μου.
Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν᾿ αρχίσει τώρα το ιερατικό της στάδιο, και σε μια Μονή Φωτός ν᾿ ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ᾿ ακρότατο δέντρο τής γης. Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα στην καταφρόνια, θα ᾿ρθουν — από το δυνατό τού ευκαλύπτου οξύ ως το θρόισμα τής γυναίκας — να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό. Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ᾿ τα πουλιά το μόνο που μ᾿ αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό τής πίκρας λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη... (Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ᾿ το ραμφί τού σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου, Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια τής λάμψης, ω Καιροί, δε συγχωρώ.) Κι όταν, ο ένας τού άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο, Τα λευκά τής μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά τού χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ᾿ ανοίξουν, ένα ένα στα χείλη τού νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά, Το παλιό μου τής απελπισίας νόημα δίνοντας Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών ημέρα να μυρίσει Και γυμνή ν᾿ ανέβει το ρεύμα τού Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος Που μ᾿ αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το πουλί Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει Τρίλια της Παράδεισος! |
Ο άλλος Νώε. Διαβάζει ο Οδυσσέας Ελύτης
Σχόλια
Το ποίημα αυτό θα μπορούσε να ανήκει στη συλλογή τού "Άξιον Εστί" στην οποία όπως έχω γράψει στη αντίστοιχη σελίδα, (Link)
είναι η αντιστράτευση τού Κακού και ο ευαγγελισμός ενός καινούργιου κόσμου. Στο ποίημα ο ποιητής σαν άλλος Νώε, αλλά αυτή τη φορά αληθινός και όχι βγαλμένος μέσα από τα παραμύθια τής παλαιάς διαθήκης, ξεκινώντας από τη διαπίστωση: «Κι όταν, ο ένας τού άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο» Ετοιμάζει με τα λευκά τής μοναξιάς του μόρια, πάνω από τη σκουριά ενός κόσμου χαλασμένου, τής ασκητείας τη Νέα κιβωτό για να διασώσει όσα τον κράτησαν όρθιο μέσα στην καταφρόνια: Το δυνατό οξύ του ευκαλύπτου, το πιο μακρινό ρυάκι, το καθαρό νερό για να συλλαβίζει αδιάκοπα στη χλόη την αγάπη του, από τής πίκρας το λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός αγάπη· από τα πουλιά το μόνο που τού αφήκαν το φτωχό σπουργίτι, που κι από αυτό ο χαλασμένος κόσμος στέρησε ως και το ψίχουλο. Και πάνω από όλα το θρόισμα τής γυναίκας τής Χλοοφόρου, που θα στείλει το πουλί να στάξει την αγνότητα. |
ΕΦΤΆ ΜΈΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΌΤΗΤΑ
Εφτά μέρες για την αιωνιότητα. Διαβάζει ο Οδυσσέας Ελύτης
Σχόλια
Ποιητικά θραύσματα, Ονειρικά θραύσματα, μοιρασμένα στις μέρες τής εβδομάδας. Πάντα με τη νίκη τής αγνότητας πάνω στο "Κακό" τού Κόσμου, και με αρκετά ψήγματα μεταφυσικής.
|
ΚΥΡΙΑΚΉ—Πρωί, στο Ναό τού Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ᾿ αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πικρότατο μέλλον.
ΔΕΎΤΕΡΑ -- Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ᾿ απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να ιδρύσω τα Νέα Ζώδια. ΤΡΊΤΗ -- Έξοδος των αριθμών. Πάλη τού 1 με το 9 σε μια παραλία πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια. Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια πάνω από τούς ατμούς που ανεβάζει το θειάφι τής θαλάσσης. ΤΕΤΆΡΤΗ -- Από την άλλη μεριά τού Κεραυνού. Το καμένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές τού κόσμου. ΠΈΜΠΤΗ -- Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει αργά τούς αιώνες, κι ο καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ᾿ από τα κέρατα. Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη τού περιβολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και τσακίζεται. Α, να σώσω αυτόν τον ήχο! ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ-- «Τής Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμπάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως παράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά σ᾿ ένα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι. ΣΆΒΒΑΤΟ -- Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι᾿ αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουν με γαρυφαλλόνερο. Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν το άπειρο! |