Μανώλης Αναγνωστάκης.
(Μικρό απόσπασμα από το ποίημα:
"Το καινούργιο τραγούδι" Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου Ένας κήπος μ᾿ άδικα κομμένα ρόδα Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν᾿ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας Πρόσωπα που ᾿ταν για μάς η στοργή τους πληγή· αυτά θα σού γράψω. |
Μικρό Βιογραφικό.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης (1925-2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα αναπτύσσει έντονη αντιδικτατορική δράση.
Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971», ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τούς ποιητές τής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, έχει σημαδευτεί από την κατοχή τής Ελλάδας από τούς Γερμανούς και την συμμετοχή της Αριστεράς στον απελευθερωτικό αγώνα, στον εμφύλιο που θα ακολουθήσει και τη στρατιωτική ήττα της Αριστεράς, στον αγώνα εναντίον του λεγόμενου "Εθνικού στρατού" και των ξένων. Ένα πόνος, μια συντριβή για τούς χαμένους συντρόφους «Πρόσωπα σπαταλημένα» θα γράψει. Γι αυτό το κλίμα στη γενιά αυτή των ποιητών (Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Αλεξάνδρου, Θασίτης, Κατσαρός, Δούκαρης), δόθηκε ο χαρακτηρισμός "γενιά τής ήττας" τον οποίο ο Αναγνωστάκης δεν τον αποδέχθηκε ποτέ.
Η έντονα υπαρξιακή διάσταση τής ποίησης τοὐ Αναγνωστάκη – ιδίως τής ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο ( η τελευταία του ποιητική συλλογή), που είναι και η πλέον πολιτική ποιητική κατάθεση του – επισημαίνεται από τους Γιάννη Δάλλα, Στέφανο Μπεκατώρο, Αλέξανδρο Αργυρίου.
Ο θάνατος απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή τής παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη τού ίδιου σε θάνατο. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. Στην τελευταία ποιητική συλλογή του "Ο Στόχος" γραμμένος μέσα στην δικτατορία ο Αναγνωστάκης κουβαλάει πολλή οργή σε όλα τα ποιήματα τής συλλογής. Ο ελεγειακός λυρικός τόνος (κυρίως για τούς χαμένους συντρόφους) των προηγούμενων συλλογών έχει χαθεί.
Γενικά για την ενασχόληση του με την ποιητική θα πει. "Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” . (Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Ξανακούγοντας αυτές τις μέρες τις "Μπαλάντες" τού Αναγνωστάκη (ύστερα από το φευγιό τού πολύ Μεγάλου Μίκη), δεν μπορώ να μην γράψω με πολύ συγκίνηση, ότι η μελοποίηση αυτή, είναι από τις ευτυχέστερες στιγμές τής Ελληνικής μουσικής, Το απίστευτο πάντρεμα μιας πολύ δύσκολης για μελοποίηση, αλλά μεγάλης πνοής κατά τα άλλα, ποίησης, με τα μουσικά λυρικά, ελεγειακά θησαυρίσματα τού Μεγάλου Έλληνα.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα αναπτύσσει έντονη αντιδικτατορική δράση.
Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971», ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τούς ποιητές τής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, έχει σημαδευτεί από την κατοχή τής Ελλάδας από τούς Γερμανούς και την συμμετοχή της Αριστεράς στον απελευθερωτικό αγώνα, στον εμφύλιο που θα ακολουθήσει και τη στρατιωτική ήττα της Αριστεράς, στον αγώνα εναντίον του λεγόμενου "Εθνικού στρατού" και των ξένων. Ένα πόνος, μια συντριβή για τούς χαμένους συντρόφους «Πρόσωπα σπαταλημένα» θα γράψει. Γι αυτό το κλίμα στη γενιά αυτή των ποιητών (Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Αλεξάνδρου, Θασίτης, Κατσαρός, Δούκαρης), δόθηκε ο χαρακτηρισμός "γενιά τής ήττας" τον οποίο ο Αναγνωστάκης δεν τον αποδέχθηκε ποτέ.
Η έντονα υπαρξιακή διάσταση τής ποίησης τοὐ Αναγνωστάκη – ιδίως τής ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο ( η τελευταία του ποιητική συλλογή), που είναι και η πλέον πολιτική ποιητική κατάθεση του – επισημαίνεται από τους Γιάννη Δάλλα, Στέφανο Μπεκατώρο, Αλέξανδρο Αργυρίου.
Ο θάνατος απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή τής παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη τού ίδιου σε θάνατο. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. Στην τελευταία ποιητική συλλογή του "Ο Στόχος" γραμμένος μέσα στην δικτατορία ο Αναγνωστάκης κουβαλάει πολλή οργή σε όλα τα ποιήματα τής συλλογής. Ο ελεγειακός λυρικός τόνος (κυρίως για τούς χαμένους συντρόφους) των προηγούμενων συλλογών έχει χαθεί.
Γενικά για την ενασχόληση του με την ποιητική θα πει. "Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” . (Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Ξανακούγοντας αυτές τις μέρες τις "Μπαλάντες" τού Αναγνωστάκη (ύστερα από το φευγιό τού πολύ Μεγάλου Μίκη), δεν μπορώ να μην γράψω με πολύ συγκίνηση, ότι η μελοποίηση αυτή, είναι από τις ευτυχέστερες στιγμές τής Ελληνικής μουσικής, Το απίστευτο πάντρεμα μιας πολύ δύσκολης για μελοποίηση, αλλά μεγάλης πνοής κατά τα άλλα, ποίησης, με τα μουσικά λυρικά, ελεγειακά θησαυρίσματα τού Μεγάλου Έλληνα.
Από τα πέντε μικρά θέματα το ΙΙΙ ( από τη συλλογή Εποχές)
|
"Ποιητική" από τη συλλογή "Ο Στόχος"
|
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ᾿ τούς ίσκιους των σπιτιών να περπατώ Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά Κάμε να σ᾿ ανταμώσω κάποτε, φάσμα χαμένο τού πόθου μου Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες (Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα κι ούτε κανένας, με γνώριζε, με γνώριζε). |
—Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μού πεις,
την ιερότερη εκδήλωση τού Ανθρώπου Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον των σκοτεινών επιδιώξεών σας Εν πλήρει γνώσει τής ζημιάς που προκαλείτε με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους. —Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια, Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά Ν᾿ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε. Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε; Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος. |
"Όταν μια άνοιξη" από τα ανένταχτα σε συλλογή
|
Το Ναυάγιο (από τη συλλογή Η συνέχεια 3)
|
|
|
Όταν μια άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ᾿ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τούς χτύπους τής καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη. Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε. |
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ᾿ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά (Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;) Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας Γύρω γύρω απ᾿ τη μεγάλη πλατεία Και στη μέση μια εκκλησιά Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία Τού καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά-- Λίγο πιο χαμηλά τού δεύτερου, πιο χαμηλά τού τρίτου Θ᾿ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα. Θα ᾿χουμε γεράσει μα θα μάς γνωρίσουνε. Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ᾿ εμάς. |
"Επίλογος" από τις Εποχές 3 "Οι στίχοι αυτοί.......
|
"Μιλώ" από τη συλλογή "Η συνέχεια 2"
|
|
|
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να ᾿ναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι. |
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα Για τα φορτωμένα καμιόνια και τούς βηματισμούς στις υγρές πλάκες Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων Μα πιο πολύ μιλώ για τούς ψαράδες Π᾿ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν Κι όταν Αυτός τούς πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια Κι οι σύντροφοι τούς φτύνανε και τούς σταυρώναν Κι αυτοί, γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π᾿ άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία τού πλήθους. |
Χάρης 1944 (από τη συλλογή Εποχές) |
Η απόφαση (Η Συνέχεια 3)
|
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας. Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ᾿ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας. Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι. Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη. Είμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι. Μια μέρα μάς σφύριξε κάποιος στ᾿ αφτί: «Πέθανε ο Xάρης», «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο, λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ᾿χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά τής καινούριας ζωής μας. Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει. Δεν είμαστε όλοι μαζί, δυο τρεις ξενιτεύτηκαν. Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο. Κι ο Xάρης σκοτώθηκε. Φύγανε κι άλλοι. Μας ήρθαν καινούριοι. Γέμισαν οι δρόμοι. Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες. Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια. Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπάνε ανελέητα τα τείχη, ξεχώρισες μια: Είν᾿ η δική του, π᾿ ανάβει μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας. Eίν᾿ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος π᾿ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος που μάς δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως. |
Είστε υπέρ η κατά;
Έστω απαντήστε μ᾿ ένα ναι ή μ᾿ ένα όχι. Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή Παιδιά γυναίκες έντομα Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια Μέτρια φιλμς. Κι αυτό σάς βασάνισε ασφαλώς. Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι. Σε σἀς ανήκει η απόφαση. Δε σἀς ζητούμε πια να πάψετε Τις ασχολίες σας να διακόψετε τη ζωή σας Τις προσφιλείς εφημερίδες σας· τις συζητήσεις στο κουρείο· τις Κυριακές σας στα γήπεδα. Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν: Είστε υπέρ η κατά; Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω. Νέοι της Σιδώνος, 1970, από την συλλογή "Ο Στόχος"
Κανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα, Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση. Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα, Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ᾿ άλλην Ήπειρο Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ᾿ άλλα χρόνια, Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς, Για τον καημό τού εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου. Ιδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό - κατόπιν τούτου Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε, Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση. (Μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;) |
If... ( Από την συλλογή "Ο στόχος")
|
Επίλογος από την συλλογή "Ο Στόχος"
|
Αν — λέω αν...
Αν όλα δεν συνέβαιναν τόσο νωρίς Η αποβολή σου απ᾿ το Γυμνάσιο στην Ε´ τάξη, Μετά Χαϊδάρι, Αι-Στράτης, Μακρονήσι, Ιτζεδίν, Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλαρθρίτιδα ύστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακής με δυο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωση αποκηρύξεως όταν σ᾿ απομονώσαν στο Ψυχιατρείο Αν — σήμερα λογιστής σ᾿ ένα κατάστημα εδωδίμων -- άχρηστος πια για όλους, στυμμένο λεμόνι, ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες, αν — λέω αν... με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικά ή από μία τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους συμμαθητές, φίλους, συντρόφους — δε λέω αβρόχοις ποσί αλλά αν... (Φτάνει. Μ᾿ αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις. Άλλον αέρα θέλουν για ν᾿ αρέσουν, άλλη «μετουσίωση». Το παραρίξαμε στη θεματογραφία). |
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τούς εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω. «Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος, «κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.» Έστω. Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς. |
Ο Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη
Ποιήματα που ακούγονται:
Από τη ΣΥΝΈΧΕΙΑ 3: Τώρα μιλώ πάλι, Ο νεκρός, Το ναυάγιο, Η απόφαση, Κάτω απ᾿ τις ράγες, Οι επίγονοι, Τώρα είναι απλός θεατής. Από το ΣΤΌΧΟ: Ποιητική, Στο παιδί μου, Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μ.χ. , Επιτύμβιον, Νέοι της Σιδώνας 1970, IF. |
Ποιήματα που ακούγονται:
Από το ΣΤΌΧΟ: Αισθηματικό διήγημα, Επίλογος, Από τις ΕΠΟΧΈΣ 3: Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, Η αγάπη είναι ο φόβος. Από τη ΣΥΝΈΧΕΙΑ: Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα, Αυτοί δε είναι οι δρόμοι... Από τη ΣΥΝΈΧΕΙΑ 2: Αντί να φωνασκώ, Όταν αποχαιρέτησα τούς φίλους... Από τις ΕΠΟΧΈΣ 3: Όχι από δω, Χρώματα περασμένου δειλινού, Από τη ΣΥΝΈΧΕΙΑ: Κι ήθελε ακόμη πολύ φως... Από τις ΕΠΟΧΈΣ 3: Επίλογος. |
Κι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούργιο μου τραγούδι.