Μανώλης Αναγνωστάκης.
(Μικρό απόσπασμα από το ποίημα:
"Το καινούργιο τραγούδι" Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου Ένας κήπος μ᾿ άδικα κομμένα ρόδα Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν᾿ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας Πρόσωπα που ᾿ταν για μας η στοργή τους πληγή· αυτά θα σου γράψω. |
Μικρό Βιογραφικό.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης (1925-2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα αναπτύσσει έντονη αντιδικτατορική δράση.
Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971», ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, έχει σημαδευτεί από την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς και την συμμετοχή της Αριστεράς στον απελευθερωτικό αγώνα, στον εμφύλιο που θα ακολουθήσει και τη στρατιωτική ήττα της, στον αγώνα εναντίον του λεγόμενου "Εθνικού στρατού" και των ξένων. Ένα πόνος, μια συντριβή για τους χαμένους συντρόφους «Πρόσωπα σπαταλημένα» θα γράψει. Γι αυτό το κλίμα στη γενιά αυτή των ποιητών(Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Αλεξάνδρου, Θασίτης, Κατσαρός, Δούκαρης), δόθηκε ο χαρακτηρισμός "γενιά της ήττας" τον οποίο ο Αναγνωστάκης δεν τον αποδέχθηκε ποτέ.
Η έντονα υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη – ιδίως της ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο ( η τελευταία του ποιητική συλλογή), που όντως είναι η πλέον πολιτική του ποιητική κατάθεση – επισημαίνεται σε ορισμένες προσεγγίσεις από τους Γιάννη Δάλλα, Στέφανο Μπεκατώρο, Αλέξανδρο Αργυρίου.
Ο θάνατος απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. “Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. (Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα αναπτύσσει έντονη αντιδικτατορική δράση.
Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971», ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, έχει σημαδευτεί από την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς και την συμμετοχή της Αριστεράς στον απελευθερωτικό αγώνα, στον εμφύλιο που θα ακολουθήσει και τη στρατιωτική ήττα της, στον αγώνα εναντίον του λεγόμενου "Εθνικού στρατού" και των ξένων. Ένα πόνος, μια συντριβή για τους χαμένους συντρόφους «Πρόσωπα σπαταλημένα» θα γράψει. Γι αυτό το κλίμα στη γενιά αυτή των ποιητών(Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Αλεξάνδρου, Θασίτης, Κατσαρός, Δούκαρης), δόθηκε ο χαρακτηρισμός "γενιά της ήττας" τον οποίο ο Αναγνωστάκης δεν τον αποδέχθηκε ποτέ.
Η έντονα υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη – ιδίως της ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο ( η τελευταία του ποιητική συλλογή), που όντως είναι η πλέον πολιτική του ποιητική κατάθεση – επισημαίνεται σε ορισμένες προσεγγίσεις από τους Γιάννη Δάλλα, Στέφανο Μπεκατώρο, Αλέξανδρο Αργυρίου.
Ο θάνατος απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. “Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. (Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
|
Από τα πέντε μικρά θέματα ΙΙΙ
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα Κάτω απ᾿ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά Κάμε να σ᾿ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας Ακόμα μία σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες (Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς Να γνωρίζω κανένα κι ούτε Κανένας με γνώριζε .) |
"Ποιητική" από τη συλλογή "Ο Στόχος"
-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μού πεις, την ιερότερη εκδήλωση τού Ανθρώπου Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον των σκοτεινών επιδιώξεών σας εν πλήρει γνώσει τής ζημιάς που προκαλείτε με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους. -Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια. Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά ν᾿ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε. Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε; Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος. |
"Όταν μια άνοιξη" από τα ανένταχτα σε συλλογή
|
Όταν μια άνοιξη
Όταν μια άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ᾿ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τούς χτύπους τής καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη. Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε |
"Επίλογος" από τις Εποχές 3 "Οι στίχοι αυτοί.......
Μετά από την ερημία και τη σιωπή αφού οι μελλούμενοι ποιητές πεθάνανε, μέσα από τη λήθη, θα μπορέσουμε να ξαναζήσουμε.
|
"Επίλογος" από τις Εποχές 3
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να ᾿ναι οι τελευταίοι οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι. |
α
|
"Μιλώ" από τη συλλογή "Η συνέχεια 2"
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν Κι αυτοί, γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. |
|
Χάρης 1944
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας. Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ᾿ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα. Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας. Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι. Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη. Είμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι. Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ' αφτί: «Πέθανε ο Xάρης», «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο, λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ᾿χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας. Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει. Δεν είμαστε όλοι μαζί, δυο τρεις ξενιτεύτηκαν. Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο. Κι ο Xάρης σκοτώθηκε. Φύγανε κι άλλοι. Μας ήρθαν καινούριοι. Γεμίσαν οι δρόμοι. Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες. Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια. Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπάνε ανελέητα τα τείχη, ξεχώρισες μια, είν' η δική του, π' ανάβει μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας. Eίν᾿ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος και σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως. |
Ποιήματα που ακούγονται:
Από τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ 3: Τώρα μιλώ πάλι, Ο νεκρός, Το ναυάγιο, Η απόφαση, Κάτω απ᾿ τις ράγες, Οι επίγονοι, Τώρα είναι απλός θεατής. Από το ΣΤΟΧΟ: Ποιητική, Στο παιδί μου, Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μ.χ. , Επιτύμβιον, Νέοι της Σιδώνας 1970, IF. |
Ποιήματα που ακούγονται:
Από το ΣΤΟΧΟ: Αισθηματικό διήγημα, Επίλογος, Από τις ΕΠΟΧΕΣ 3: Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, Η αγάπη είναι ο φόβος. Από τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ: Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα, Αυτοί δε είναι οι δρόμοι... Από τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ 2: Αντί να φωνασκώ, Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους... Από τις ΕΠΟΧΕΣ 3: Όχι από δω, Χρώματα περασμένου δειλινού, Από τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ: Κι ήθελε ακόμη πολύ φως... Από τις ΕΠΟΧΕΣ 3: Επίλογος. |
Κι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούργιο μου τραγούδι.