Νίκος Δραγούμης – Nikos Dragoumis Painter (1874-1933]

Ο ζωγράφος Νικόλαος (Νίκος) Δραγούμης (1874-1933) ήταν πρωτότοκος γιος τού Στεφάνου Δραγούμη.
Έχει χαρακτηριστεί, από τον Δημήτρη Πικιώνη, ως ο «Βαν Γκογκ τής Ελλάδας», αφενός επειδή υπήρξε ένας εξαιρετικός μεταϊμπρεσιονιστής, και ένας από τους προδρόμους τού μεταϊμπρεσιονισμού στην Ελλάδα και αφετέρου ίσως εξαιτίας τού γεγονότος ότι περιπλανήθηκε όπως και ο Βαν Γκογκ σε αρκετά ψυχιατρικά ιδρύματα τής Ευρώπης προτού βρεθεί νοσηλευόμενος στο Δρομοκαΐτειο Ίδρυμα, όπου και απεβίωσε. Ο Βαν Γκογκ είχε επιλέξει την αυτοκτονία.
Γεννήθηκε το 1874 στην Αθήνα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Το 1891 πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, προκειμένου να σπουδάσει στο Κολλέγιο Janson-de-Sailly, προετοιμαζόμενος για τη Ναυτική Σχολή τής Γαλλίας και με σκοπό να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Ωστόσο, το 1893 απέτυχε στις εξετάσεις τής Ναυτικής Σχολής και τον Οκτώβριο τού ίδιου χρόνου γράφτηκε στη Νομική Σχολή τής Σορβόννης. Το 1897 ο Νίκος Δραγούμης πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και επέστρεψε στην Ελλάδα, για να ακολουθήσει σταδιοδρομία στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ήρθε, όμως, σε ρήξη με την οικογένειά του και ο πατέρας του, Στέφανος, τον έστειλε στον Βόλο, για να εργαστεί ως βοηθός τού διευθυντή τής Εταιρίας Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας. Αλλά ο Νίκος Δραγούμης τον Μάιο του 1899 έφυγε κρυφά από τον Βόλο και επέστρεψε στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική.
Γράφτηκε στην ελεύθερη Ακαδημία Julian τον Οκτώβριο του 1900 και σπούδασε εκεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1902, Τον Ιούνιο του 1903 ο Δραγούμης πήγε για πρώτη φορά το χωριό Γκραβεζόν στην Προβηγκία, όπου πέρασε μεγάλα διαστήματα ζωγραφίζοντας.
Τον Αύγουστο του 1904 επισκέφτηκε την Ελλάδα και την οικογένειά του στην Κηφισιά. Μάλιστα, ο Νίκος ήταν το τελευταίο μέλος της οικογένειας Δραγούμη που είδε ζωντανό τον Παύλο Μελά ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Ναταλία. Έμεινε μαζί του τη νύχτα της 29ης Αυγούστου και το επόμενο πρωί τον συνόδευσε στον σιδηροδρομικό σταθμό, από όπου ο Μελάς έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι στη Μακεδονία. Ο Δραγούμης γύρισε στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1905, αν και ουσιαστικά έμενε στο Γκραβεζόν. Το 1908 ξεκίνησε ο δεσμός του με τη Ρωσίδα ζωγράφο Λύντια Μπορζέκ. Στην Ελλάδα βρέθηκε ξανά από τον Οκτώβριο τού 1909 και έως τον Ιούλιο τού 1910, προτού επιστρέψει ξανά στο Παρίσι. Τον Οκτώβριο τού 1911 και ενώ βρισκόταν στο Γκραβεζόν, εκδηλώθηκε η ψυχική του νόσος. Στις 2 Νοεμβρίου αναχώρησε από τη Μασσαλία για Πειραιά. Συνοδευόμενος από τον αδελφό του Ίωνα, λίγες μέρες αργότερα, μπήκε σε μια ιδιωτική κλινική για ψυχικά ασθενείς, στη Νάπολη τής Ιταλίας. Ο Δραγούμης δεν έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Νάπολη. Λίγο αργότερα η οικογένεια τον μετέφερε στην Κέρκυρα και το καλοκαίρι τού 1913 μαζί με την Μπορζέκ επισκέφτηκε την Άνδρο. Τον Αύγουστο τού 1913 εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά, ωστόσο τον Μάιο τού επόμενου χρόνου με τη συνοδεία του Ίωνα Δραγούμη ταξίδεψε στο χωριό Σεν, κοντά στη Γενεύη, και μπήκε σε ιδιωτικό ψυχιατρείο. Εκεί παρέμεινε για 18 χρόνια, μέχρι και το 1932, οπότε λόγω οικονομικών δυσκολιών η οικογένεια τον έφερε πίσω στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο εισήλθε στο Δρομοκαΐτειο, στο Χαϊδάρι, όπου πέθανε μερικούς μήνες αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου τού 1933, πιθανώς από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η πρώτη φορά που τα έργα του Νίκου Δραγούμη παρουσιάστηκαν στο κοινό ήταν μετά ο θάνατό του, το 1936, στην 6η έκθεση της Ομάδας Ανεξάρτητων Ζωγράφων τής Αβινιόν (20-30 Μαρτίου, στο δημαρχείο τής πόλης), με την ευθύνη τού ζωγράφου και φίλου του Ζαν Μπαλτύς (Jean Baltus. Στην Ελλάδα, η πρώτη αναφορά στον ζωγράφο Δραγούμη, έγινε από τον Δημήτρη Πικιώνη το 1963, σε άρθρο του στο περιοδικό Ζυγός: «Τον είχα ανταμώσει την άνοιξη του 1911 στο Παρίσι, στον κήπο τού Λουξεμβούργου. Μού χάρισε ένα σκίτσο που παράσταινε την αδελφή του που χτενίζονταν. Την άλλη μέρα θα ξεκινούσε νωρίς το πρωί για να πάει στην Προβηγκία, πεζοπορώντας κάτω απ᾿ ένα καυτό ήλιο για να παρασταθεί στον τρύγο, ο Έλληνας αυτός Βαν Γκογκ!» Ουσιαστικά, το ελληνικό κοινό ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το ζωγραφικό έργο τού Δραγούμη μέσα από την έκθεση που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης το 2015 (το διάστημα 7 Μαΐου-18 Ιουλίου).
Σε αδημοσίευτο κείμενό του, ο αδελφός του, Φίλιππος Δραγούμης σημείωνε: «Ο Νίκος ποτέ δε θέλησε να πουλήσει κανένα του πίνακα, γιατί πίστευε πως η αληθινή τέχνη είναι ιερή και μη εμπορεύσιμη. […] Ήταν οπαδός τής αρχής "Η τέχνη για την τέχνη", τού ότι η δηλαδή η τέχνη αποτελεί απλήν έκφραση τού ψυχικού αισθητικού κόσμου τού καλλιτέχνη και τίποτε περισσότερο».
Δεδομένου ότι ο ίδιος ο Δραγούμης έκαψε αρκετά έργα του το 1911, με την εκδήλωση τής ψυχικής του νόσου, σήμερα στο αρχείο τής οικογένειας σώζονται κατά βάση σχέδια με ελαφρές ύλες (μολύβι, κάρβουνο, υδροχρώματα) σε χαρτί. Από αυτά γίνονται αντιληπτές οι προθέσεις και οι επιδιώξεις του, οι υφολογικές του επιδράσεις και το πνεύμα στο οποίο διαμορφώθηκε η εικαστική του δημιουργία. Ο Δραγούμης, που δεν έκανε συστηματικές σπουδές ζωγραφικής, γαλουχήθηκε ως ζωγράφος στο Παρίσι των αρχών του 20ού αιώνα, σε μια περίοδο που ο ιμπρεσιονισμός και τα μεταϊμπρεσιονιστικά κινήματα κυριαρχούσαν στη γαλλική τέχνη, ενώ στα Σαλόν τής πρωτοπορίας εμφανίζονταν οι ανατρεπτικοί νέοι του Μοντερνισμού: οι φωβιστές, οι κυβιστές. Ο Δραγούμης μάλλον αδιαφόρησε για τον Μοντερνισμό και τούς πειραματισμούς του Ματίς, τού Μπρακ, τοὐ Πικάσο. Σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκε από τη ζωγραφική του Βαν Γκογκ, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά, και δευτερευόντως τού Γκωγκέν. Τον ενδιέφερε η σχέση ανθρώπινης μορφής και τοπίου (ιδίως η γυναίκα μέσα στο τοπίο), αλλά και η ζωή των ανθρώπων τού μόχθου (των αγροτών, των εργατών).
(Οι περισσότερες πληροφορίες ελήφθησαν από την Βικιπαίδεια)
Έχει χαρακτηριστεί, από τον Δημήτρη Πικιώνη, ως ο «Βαν Γκογκ τής Ελλάδας», αφενός επειδή υπήρξε ένας εξαιρετικός μεταϊμπρεσιονιστής, και ένας από τους προδρόμους τού μεταϊμπρεσιονισμού στην Ελλάδα και αφετέρου ίσως εξαιτίας τού γεγονότος ότι περιπλανήθηκε όπως και ο Βαν Γκογκ σε αρκετά ψυχιατρικά ιδρύματα τής Ευρώπης προτού βρεθεί νοσηλευόμενος στο Δρομοκαΐτειο Ίδρυμα, όπου και απεβίωσε. Ο Βαν Γκογκ είχε επιλέξει την αυτοκτονία.
Γεννήθηκε το 1874 στην Αθήνα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Το 1891 πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, προκειμένου να σπουδάσει στο Κολλέγιο Janson-de-Sailly, προετοιμαζόμενος για τη Ναυτική Σχολή τής Γαλλίας και με σκοπό να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Ωστόσο, το 1893 απέτυχε στις εξετάσεις τής Ναυτικής Σχολής και τον Οκτώβριο τού ίδιου χρόνου γράφτηκε στη Νομική Σχολή τής Σορβόννης. Το 1897 ο Νίκος Δραγούμης πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και επέστρεψε στην Ελλάδα, για να ακολουθήσει σταδιοδρομία στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ήρθε, όμως, σε ρήξη με την οικογένειά του και ο πατέρας του, Στέφανος, τον έστειλε στον Βόλο, για να εργαστεί ως βοηθός τού διευθυντή τής Εταιρίας Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας. Αλλά ο Νίκος Δραγούμης τον Μάιο του 1899 έφυγε κρυφά από τον Βόλο και επέστρεψε στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική.
Γράφτηκε στην ελεύθερη Ακαδημία Julian τον Οκτώβριο του 1900 και σπούδασε εκεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1902, Τον Ιούνιο του 1903 ο Δραγούμης πήγε για πρώτη φορά το χωριό Γκραβεζόν στην Προβηγκία, όπου πέρασε μεγάλα διαστήματα ζωγραφίζοντας.
Τον Αύγουστο του 1904 επισκέφτηκε την Ελλάδα και την οικογένειά του στην Κηφισιά. Μάλιστα, ο Νίκος ήταν το τελευταίο μέλος της οικογένειας Δραγούμη που είδε ζωντανό τον Παύλο Μελά ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Ναταλία. Έμεινε μαζί του τη νύχτα της 29ης Αυγούστου και το επόμενο πρωί τον συνόδευσε στον σιδηροδρομικό σταθμό, από όπου ο Μελάς έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι στη Μακεδονία. Ο Δραγούμης γύρισε στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1905, αν και ουσιαστικά έμενε στο Γκραβεζόν. Το 1908 ξεκίνησε ο δεσμός του με τη Ρωσίδα ζωγράφο Λύντια Μπορζέκ. Στην Ελλάδα βρέθηκε ξανά από τον Οκτώβριο τού 1909 και έως τον Ιούλιο τού 1910, προτού επιστρέψει ξανά στο Παρίσι. Τον Οκτώβριο τού 1911 και ενώ βρισκόταν στο Γκραβεζόν, εκδηλώθηκε η ψυχική του νόσος. Στις 2 Νοεμβρίου αναχώρησε από τη Μασσαλία για Πειραιά. Συνοδευόμενος από τον αδελφό του Ίωνα, λίγες μέρες αργότερα, μπήκε σε μια ιδιωτική κλινική για ψυχικά ασθενείς, στη Νάπολη τής Ιταλίας. Ο Δραγούμης δεν έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Νάπολη. Λίγο αργότερα η οικογένεια τον μετέφερε στην Κέρκυρα και το καλοκαίρι τού 1913 μαζί με την Μπορζέκ επισκέφτηκε την Άνδρο. Τον Αύγουστο τού 1913 εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά, ωστόσο τον Μάιο τού επόμενου χρόνου με τη συνοδεία του Ίωνα Δραγούμη ταξίδεψε στο χωριό Σεν, κοντά στη Γενεύη, και μπήκε σε ιδιωτικό ψυχιατρείο. Εκεί παρέμεινε για 18 χρόνια, μέχρι και το 1932, οπότε λόγω οικονομικών δυσκολιών η οικογένεια τον έφερε πίσω στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο εισήλθε στο Δρομοκαΐτειο, στο Χαϊδάρι, όπου πέθανε μερικούς μήνες αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου τού 1933, πιθανώς από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η πρώτη φορά που τα έργα του Νίκου Δραγούμη παρουσιάστηκαν στο κοινό ήταν μετά ο θάνατό του, το 1936, στην 6η έκθεση της Ομάδας Ανεξάρτητων Ζωγράφων τής Αβινιόν (20-30 Μαρτίου, στο δημαρχείο τής πόλης), με την ευθύνη τού ζωγράφου και φίλου του Ζαν Μπαλτύς (Jean Baltus. Στην Ελλάδα, η πρώτη αναφορά στον ζωγράφο Δραγούμη, έγινε από τον Δημήτρη Πικιώνη το 1963, σε άρθρο του στο περιοδικό Ζυγός: «Τον είχα ανταμώσει την άνοιξη του 1911 στο Παρίσι, στον κήπο τού Λουξεμβούργου. Μού χάρισε ένα σκίτσο που παράσταινε την αδελφή του που χτενίζονταν. Την άλλη μέρα θα ξεκινούσε νωρίς το πρωί για να πάει στην Προβηγκία, πεζοπορώντας κάτω απ᾿ ένα καυτό ήλιο για να παρασταθεί στον τρύγο, ο Έλληνας αυτός Βαν Γκογκ!» Ουσιαστικά, το ελληνικό κοινό ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το ζωγραφικό έργο τού Δραγούμη μέσα από την έκθεση που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης το 2015 (το διάστημα 7 Μαΐου-18 Ιουλίου).
Σε αδημοσίευτο κείμενό του, ο αδελφός του, Φίλιππος Δραγούμης σημείωνε: «Ο Νίκος ποτέ δε θέλησε να πουλήσει κανένα του πίνακα, γιατί πίστευε πως η αληθινή τέχνη είναι ιερή και μη εμπορεύσιμη. […] Ήταν οπαδός τής αρχής "Η τέχνη για την τέχνη", τού ότι η δηλαδή η τέχνη αποτελεί απλήν έκφραση τού ψυχικού αισθητικού κόσμου τού καλλιτέχνη και τίποτε περισσότερο».
Δεδομένου ότι ο ίδιος ο Δραγούμης έκαψε αρκετά έργα του το 1911, με την εκδήλωση τής ψυχικής του νόσου, σήμερα στο αρχείο τής οικογένειας σώζονται κατά βάση σχέδια με ελαφρές ύλες (μολύβι, κάρβουνο, υδροχρώματα) σε χαρτί. Από αυτά γίνονται αντιληπτές οι προθέσεις και οι επιδιώξεις του, οι υφολογικές του επιδράσεις και το πνεύμα στο οποίο διαμορφώθηκε η εικαστική του δημιουργία. Ο Δραγούμης, που δεν έκανε συστηματικές σπουδές ζωγραφικής, γαλουχήθηκε ως ζωγράφος στο Παρίσι των αρχών του 20ού αιώνα, σε μια περίοδο που ο ιμπρεσιονισμός και τα μεταϊμπρεσιονιστικά κινήματα κυριαρχούσαν στη γαλλική τέχνη, ενώ στα Σαλόν τής πρωτοπορίας εμφανίζονταν οι ανατρεπτικοί νέοι του Μοντερνισμού: οι φωβιστές, οι κυβιστές. Ο Δραγούμης μάλλον αδιαφόρησε για τον Μοντερνισμό και τούς πειραματισμούς του Ματίς, τού Μπρακ, τοὐ Πικάσο. Σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκε από τη ζωγραφική του Βαν Γκογκ, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά, και δευτερευόντως τού Γκωγκέν. Τον ενδιέφερε η σχέση ανθρώπινης μορφής και τοπίου (ιδίως η γυναίκα μέσα στο τοπίο), αλλά και η ζωή των ανθρώπων τού μόχθου (των αγροτών, των εργατών).
(Οι περισσότερες πληροφορίες ελήφθησαν από την Βικιπαίδεια)